Ένας Ασκητής Επίσκοπος
Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές
Ένας Ασκητής Επίσκοπος
Αύριο 23 Δεκεμβρίου η εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του Αγίου Νήφωνος Επισκόπου Κωνσταντιανής.
Αξίζει κανείς να μελετήσει το βίο του, σίγουρα θα αποκομίσει μεγάλη ψυχική ωφέλεια.
Αξίζει κανείς να μελετήσει το βίο του, σίγουρα θα αποκομίσει μεγάλη ψυχική ωφέλεια.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ
Την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου ζούσε στην Κωνσταντινούπολη ένας άρχοντας του βασιλικού παλατιού ονομαζόμενος Σαββάτιος. Ήταν έμπειρος πολεμιστής κι ο βασιλιάς τον διόρισε στρατιωτικό διοικητή στην Αλμυρούπολη της Αιγύπτου.
Στην πόλη αυτή τον ετίμησαν και τον περιποιήθηκαν πολύ όλοι οι κάτοικοι. Ιδιαίτερα όμως ο πρώτος άρχοντας πού λεγόταν Αγαπητός. Συχνά ο Αγαπητός επισκεπτόταν το σπίτι τού στρατηγού συνοδευόμενος από τον οκτάχρονο τότε γιο του Νήφωνα.
Κάποια μέρα που κουβέντιαζαν ρώτησε ο Σαββάτιος τον άρχοντα:
Ξέρει γράμματα το παιδί;
Δεν ξέρει, δυστυχώς, γιατί η πόλη μας δεν έχει δασκάλους.
Και δεν το στέλνεις στην Κωνσταντινούπολη; πρότεινε ο στρατηγός. Έχουμε εκεί καλούς και άξιους δασκάλους. Ευχαρίστως να μένη στο σπίτι μου, ώσπου να μάθη τα Ιερά γράμματα.
O Αγαπητός ενθουσιάστηκε μ' αυτή την ευγενική πρόταση. Ευχαρίστησε θερμά τον Σαββάτιο κι άρχισε να ετοιμάζει το μικρό αγόρι. Σε λίγες μέρες του το παρέδωσε, για να το στείλει στην Κωνσταντινούπολη.
Φτάνοντας στη Βασιλεύουσα ο Νήφων έγινε δεκτός με πολλή καλοσύνη από τη γυναίκα τού στρατηγού, πού αμέσως ανέθεσε σ' έναν έμπειρο κι ευσεβή δάσκαλο να του διδάξει τα ιερά γράμματα.
Σπούδαζε λοιπόν το παιδί με πολύν επιμέλεια. Είχε τόσο πόθο να μορφωθεί, ώστε και τις περισσότερες νυχτερινές ώρες τις αφιέρωνε στη μελέτη. Κατόρθωσε έτσι να μάθη μέσα σε σύντομο χρόνο πολλά.
Παράλληλα παρουσίαζε μεγάλη ευλάβεια προς τον Θεό. Αγαπούσε να τρέχει στις Ιερές ακολουθίες. Κι όταν άκουγε να διαβάζονται οι αγώνες και τα μαρτύρια των αγίων, θαύμαζε βαθιά τον ζήλο και τη γενναιοψυχία τους. Γι' αυτό όπου εύρισκε βίους αγίων - οσίων ή μαρτύρων -τους διάβαζε άπληστα και στοχαστικά αποκομίζοντας έτσι μεγάλη ψυχική ωφέλεια.
Οι μελέτες του αυτές είχαν σαν συνέπεια ν' αγαπήσει την ησυχία, την πραότητα και την ταπείνωση. Όλοι τον θαύμαζαν βλέποντας να εμφανίζει σε τόσο νεαρή ηλικία γεροντική σκέψη και φρόνηση.
Σπουδαίο χαρακτηριστικό του ήταν η ξεχωριστή αγάπη προς τους φτωχούς. Τους αφοσιωνόταν μ' όλη του την καρδιά και τους εξασφάλιζε, όταν μπορούσε, όλα τ' αναγκαία.
Έτυχε κάποτε ν' ακούσει από έναν ευσεβή χριστιανό ότι πρέπει να φυλαχτεί αγνός από σαρκικές αμαρτίες. Αναρωτιόταν:
«Άραγε θα μπορέσω να κατορθώσω αυτή την αρετή; Γιατί, για ν' αποφύγει κανείς την πύρωση της σαρκός χρειάζεται σκληρός αγώνας. Όμως από σήμερα, με τη βοήθεια τού Θεού, δεν θα κοιτάξω στο πρόσωπο γυναίκα».
Την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου ζούσε στην Κωνσταντινούπολη ένας άρχοντας του βασιλικού παλατιού ονομαζόμενος Σαββάτιος. Ήταν έμπειρος πολεμιστής κι ο βασιλιάς τον διόρισε στρατιωτικό διοικητή στην Αλμυρούπολη της Αιγύπτου.
Στην πόλη αυτή τον ετίμησαν και τον περιποιήθηκαν πολύ όλοι οι κάτοικοι. Ιδιαίτερα όμως ο πρώτος άρχοντας πού λεγόταν Αγαπητός. Συχνά ο Αγαπητός επισκεπτόταν το σπίτι τού στρατηγού συνοδευόμενος από τον οκτάχρονο τότε γιο του Νήφωνα.
Κάποια μέρα που κουβέντιαζαν ρώτησε ο Σαββάτιος τον άρχοντα:
Ξέρει γράμματα το παιδί;
Δεν ξέρει, δυστυχώς, γιατί η πόλη μας δεν έχει δασκάλους.
Και δεν το στέλνεις στην Κωνσταντινούπολη; πρότεινε ο στρατηγός. Έχουμε εκεί καλούς και άξιους δασκάλους. Ευχαρίστως να μένη στο σπίτι μου, ώσπου να μάθη τα Ιερά γράμματα.
O Αγαπητός ενθουσιάστηκε μ' αυτή την ευγενική πρόταση. Ευχαρίστησε θερμά τον Σαββάτιο κι άρχισε να ετοιμάζει το μικρό αγόρι. Σε λίγες μέρες του το παρέδωσε, για να το στείλει στην Κωνσταντινούπολη.
Φτάνοντας στη Βασιλεύουσα ο Νήφων έγινε δεκτός με πολλή καλοσύνη από τη γυναίκα τού στρατηγού, πού αμέσως ανέθεσε σ' έναν έμπειρο κι ευσεβή δάσκαλο να του διδάξει τα ιερά γράμματα.
Σπούδαζε λοιπόν το παιδί με πολύν επιμέλεια. Είχε τόσο πόθο να μορφωθεί, ώστε και τις περισσότερες νυχτερινές ώρες τις αφιέρωνε στη μελέτη. Κατόρθωσε έτσι να μάθη μέσα σε σύντομο χρόνο πολλά.
Παράλληλα παρουσίαζε μεγάλη ευλάβεια προς τον Θεό. Αγαπούσε να τρέχει στις Ιερές ακολουθίες. Κι όταν άκουγε να διαβάζονται οι αγώνες και τα μαρτύρια των αγίων, θαύμαζε βαθιά τον ζήλο και τη γενναιοψυχία τους. Γι' αυτό όπου εύρισκε βίους αγίων - οσίων ή μαρτύρων -τους διάβαζε άπληστα και στοχαστικά αποκομίζοντας έτσι μεγάλη ψυχική ωφέλεια.
Οι μελέτες του αυτές είχαν σαν συνέπεια ν' αγαπήσει την ησυχία, την πραότητα και την ταπείνωση. Όλοι τον θαύμαζαν βλέποντας να εμφανίζει σε τόσο νεαρή ηλικία γεροντική σκέψη και φρόνηση.
Σπουδαίο χαρακτηριστικό του ήταν η ξεχωριστή αγάπη προς τους φτωχούς. Τους αφοσιωνόταν μ' όλη του την καρδιά και τους εξασφάλιζε, όταν μπορούσε, όλα τ' αναγκαία.
Έτυχε κάποτε ν' ακούσει από έναν ευσεβή χριστιανό ότι πρέπει να φυλαχτεί αγνός από σαρκικές αμαρτίες. Αναρωτιόταν:
«Άραγε θα μπορέσω να κατορθώσω αυτή την αρετή; Γιατί, για ν' αποφύγει κανείς την πύρωση της σαρκός χρειάζεται σκληρός αγώνας. Όμως από σήμερα, με τη βοήθεια τού Θεού, δεν θα κοιτάξω στο πρόσωπο γυναίκα».
Η ΠΑΓΙΔΑ
Πέρασε πολύς καιρός κι είχε προοδεύσει και στις σπουδές του, μα και στην αρετή. Παλικάρι πια σχεδόν, νοστάλγησε τους γονείς και την πατρίδα του κι ετοιμαζόταν να φύγει.
Η γυναίκα όμως του στρατηγού Σαββάτιου, που δεν είχε παιδί, βλέποντας την αρετή και την πρόοδο του Νήφωνος προσπαθούσε να τον κρατήσει, για να τον κάνη θετό γιο της και κληρονόμο της περιουσίας της. Αλλά δεν μπόρεσε να τον πείσει κι έπεσε σε μεγάλη θλίψη.
Όταν είδε περίλυπη την κυρά του ο οικονόμος του σπιτιού κι έμαθε την αίτια της λύπης της, ζήτησε να του τον παραδώσει στην επίβλεψη του, προσθέτοντας:
- Θα τον κάνω εγώ να ξεχάσει ολότελα και γονείς και πατρίδα...
Τον παρέλαβε λοιπόν o οικονόμος κι άρχισε να τον σέρνει σε συντροφιές νέων με τρυφηλή ζωή και σε διάφορα ξεφαντώματα. Και ο Νήφων, νέος και άπειρος καθώς ήταν, παραδόθηκε στη ζωή αυτή των διασκεδάσεων, στα φαγοπότια και τις σπατάλες, για να παρηγορηθεί τάχα από τη λύπη του για τη στέρηση των γονέων του.
Εύκολα τα νιάτα παρασύρονται σ' αυτούς τους δρόμους - «φθείρουσιν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί». Ή μέθη, η ασωτία, οι κραιπάλες του σκότισαν τον νου κι έτσι ο πρώην σιωπηλός, ήσυχος, πράος και ταπεινός έγινε τώρα φλύαρος, υβριστής, είρωνας, τραγουδιστής, χορευτής και ξεφαντωτής. Λησμόνησε ολότελα και γονείς και πατρίδα και συγγενείς. Παράτησε τις σπουδές του κι αδιαφόρησε για κάθε αρετή.
Βλέποντας τον σε τέτοια κατάσταση ένας καλός χριστιανός του έλεγε συχνά:
- Αλίμονό σου, Νήφωνα! Πώς κατάντησες σε τέτοια χάλια! Έλα στα συγκαλά σου και κοίτα να διορθωθείς.
Τούτα τα λόγια έκαναν τον Νήφωνα ν' αναστενάζει και να δακρύζει πολλές φορές, καθώς αναλογιζόταν την κακή ζωή πού έκανε. Δεν μπορούσε όμως να την παρατήσει. Τον νικούσε ή φοβερή δύναμη τής συνήθειας.
Μια μέρα πήγε να δει κάποιο φίλο του, πού τον έλεγαν Νικόδημο. Αυτός, μόλις τον αντίκρισε, έμεινε να τόν. κοιτάζει σαν αφηρημένος. Απόρησε ο Νήφων και του λέει:
- Τι με κοιτάς έτσι; Πρώτη φορά με βλέπεις;
Και ο Νικόδημος του αποκρίθηκε:
- Πίστεψε με, φίλε μου, ότι τάχω χαμένα! Το πρόσωπο σου μου φαίνεται άσχημο και μαύρο σαν του αράπη!...
Ό Νήφων κατάλαβε ... Τα αμαρτωλά έργα του τον έκαναν να φαίνεται έτσι. Καταντροπιασμένος σκέπασε το πρόσωπο με τα χέρια του κι έφυγε μονολογώντας: «Αλίμονο σε μένα τον τρισάθλιο! Πώς έφτασα σ' αυτό το ελεεινό κατάντημα; Άραγε μπορώ να μετανοήσω και να διορθωθώ;... Κι αν μετανοήσω υπάρχει περίπτωση να σωθώ; ... Ποιος θα μου το πει;... Ποιος θα με βεβαίωση πώς θα μ' ελεήσει ο Κύριος;... Πώς θα τολμήσω να ζητήσω το έλεος του Θεού με τόσες αμαρτίες πού έκανα;».
Πέρασε πολύς καιρός κι είχε προοδεύσει και στις σπουδές του, μα και στην αρετή. Παλικάρι πια σχεδόν, νοστάλγησε τους γονείς και την πατρίδα του κι ετοιμαζόταν να φύγει.
Η γυναίκα όμως του στρατηγού Σαββάτιου, που δεν είχε παιδί, βλέποντας την αρετή και την πρόοδο του Νήφωνος προσπαθούσε να τον κρατήσει, για να τον κάνη θετό γιο της και κληρονόμο της περιουσίας της. Αλλά δεν μπόρεσε να τον πείσει κι έπεσε σε μεγάλη θλίψη.
Όταν είδε περίλυπη την κυρά του ο οικονόμος του σπιτιού κι έμαθε την αίτια της λύπης της, ζήτησε να του τον παραδώσει στην επίβλεψη του, προσθέτοντας:
- Θα τον κάνω εγώ να ξεχάσει ολότελα και γονείς και πατρίδα...
Τον παρέλαβε λοιπόν o οικονόμος κι άρχισε να τον σέρνει σε συντροφιές νέων με τρυφηλή ζωή και σε διάφορα ξεφαντώματα. Και ο Νήφων, νέος και άπειρος καθώς ήταν, παραδόθηκε στη ζωή αυτή των διασκεδάσεων, στα φαγοπότια και τις σπατάλες, για να παρηγορηθεί τάχα από τη λύπη του για τη στέρηση των γονέων του.
Εύκολα τα νιάτα παρασύρονται σ' αυτούς τους δρόμους - «φθείρουσιν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί». Ή μέθη, η ασωτία, οι κραιπάλες του σκότισαν τον νου κι έτσι ο πρώην σιωπηλός, ήσυχος, πράος και ταπεινός έγινε τώρα φλύαρος, υβριστής, είρωνας, τραγουδιστής, χορευτής και ξεφαντωτής. Λησμόνησε ολότελα και γονείς και πατρίδα και συγγενείς. Παράτησε τις σπουδές του κι αδιαφόρησε για κάθε αρετή.
Βλέποντας τον σε τέτοια κατάσταση ένας καλός χριστιανός του έλεγε συχνά:
- Αλίμονό σου, Νήφωνα! Πώς κατάντησες σε τέτοια χάλια! Έλα στα συγκαλά σου και κοίτα να διορθωθείς.
Τούτα τα λόγια έκαναν τον Νήφωνα ν' αναστενάζει και να δακρύζει πολλές φορές, καθώς αναλογιζόταν την κακή ζωή πού έκανε. Δεν μπορούσε όμως να την παρατήσει. Τον νικούσε ή φοβερή δύναμη τής συνήθειας.
Μια μέρα πήγε να δει κάποιο φίλο του, πού τον έλεγαν Νικόδημο. Αυτός, μόλις τον αντίκρισε, έμεινε να τόν. κοιτάζει σαν αφηρημένος. Απόρησε ο Νήφων και του λέει:
- Τι με κοιτάς έτσι; Πρώτη φορά με βλέπεις;
Και ο Νικόδημος του αποκρίθηκε:
- Πίστεψε με, φίλε μου, ότι τάχω χαμένα! Το πρόσωπο σου μου φαίνεται άσχημο και μαύρο σαν του αράπη!...
Ό Νήφων κατάλαβε ... Τα αμαρτωλά έργα του τον έκαναν να φαίνεται έτσι. Καταντροπιασμένος σκέπασε το πρόσωπο με τα χέρια του κι έφυγε μονολογώντας: «Αλίμονο σε μένα τον τρισάθλιο! Πώς έφτασα σ' αυτό το ελεεινό κατάντημα; Άραγε μπορώ να μετανοήσω και να διορθωθώ;... Κι αν μετανοήσω υπάρχει περίπτωση να σωθώ; ... Ποιος θα μου το πει;... Ποιος θα με βεβαίωση πώς θα μ' ελεήσει ο Κύριος;... Πώς θα τολμήσω να ζητήσω το έλεος του Θεού με τόσες αμαρτίες πού έκανα;».
ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΜΟΥ
Είχε πέσει σε βαθιά συλλογή κι όλο τούτες οι σκέψεις τριβέλιζαν το μυαλό του, ώσπου βράδιασε. Απʼ τη θλίψη του έπεσε νηστικός να κοιμηθεί. Σε λίγο είπε με τον νου του:
«Ας σηκωθώ τουλάχιστον να κάνω μια προσευχή στον Θεό».
Ό διάβολος όμως μόλις κατάλαβε την πρόθεση του, σαν μισόκαλος πού είναι, άρχισε να του κυριεύει την ψυχή με μια παράξενη δειλία σφυρίζοντας του τούτη την αλλόκοτη σκέψη:
- Αν σηκωθείς τώρα μέσα στη νύχτα να προσευχηθείς,
θα δαιμονιστείς και θα τρελαθείς αμέσως.
Μ' αυτόν τον λογισμό του έφερε σύγχυση και τον φόβισε πολύ. Ό Νήφων όμως κατόρθωσε να νικήσει τον φόβο λέγοντας μόνος του:
«Τόσον καιρό πού ξενυχτούσα στα αμαρτωλά μου θελήματα, δεν έπαθα κανένα κακό και θα πάθω τώρα, πού θέλω να προσευχηθώ στον Θεό; Ανάθεμα σε, πονηρό και ακάθαρτο πνεύμα!».
Κι αμέσως πετάχτηκε με προθυμία από το κρεβάτι του. Μόλις όμως στράφηκε προς την ανατολή, φάνηκε μπροστά του ένα μαύρο σύννεφο, πού τόσο τον φόβισε, ώστε τον παρέλυσε και τον έκανε να πέσει στο κρεβάτι σαν νεκρός. Έτρεμε για τις αμαρτίες του, ενώ συγχρόνως απορούσε με το εμπόδιο πού τού παρουσίασε ο διάβολος, για να μην προσευχηθεί.
Το πρωί όμως, ελεεινολογώντας τον εαυτό του, πήγε στην εκκλησία. Στάθηκε σε μιαν άκρη. Κάποια στιγμή σηκώνοντας τα μάτια αντίκρισε την εικόνα τής Παναγίας. Έβγαλε ένα αναστεναγμό μέσα απʼ τα βάθη τής ψυχής του και είπε:
Υπεραγία Θεοτόκε Παρθένε,
μητέρα τού ελέους
και τής ευσπλαχνίας,
λυπήσου με
και ελέησέ με τον αμαρτωλό.
Λέγοντας με δακρυσμένα μάτια τέτοια ικετευτικά λόγια, του φάνηκε πώς γύρισε ή Θεοτόκος και τον κοίταξε με βλέμμα ήμερο και ιλαρό. Ό Νήφων ένιωσε μεγάλη παρηγοριά. Συνέχισε λοιπόν να προσεύχεται με δάκρυα ώρα πολλή. Κι έπειτα βγήκε από την εκκλησία μονολογώντας:
«Βλέπεις, άθλιε, πώς σ' αγαπάει ο Θεός και πώς σε δέχεται για να σε σώσει; Και συ τον εγκατέλειψες... Για σκέψου, ταλαίπωρε, πώς σε βοήθησε αμέσως ή Θεοτόκος ...».
Κι έτσι παρηγορημένος δόξασε τον Θεό.
Κάποια άλλη μέρα πού πήγαινε πάλι σ' εκείνη την εκκλησία, είδε ένα διαβάτη να αμαρτάνει. Αμέσως τον κατέκρινε μέσα του και τον αντιπάθησε.
Όταν μπήκε στην εκκλησία και ύψωσε το βλέμμα του στην εικόνα τής Παναγίας, την είδε να τον παρατηρεί με αυστηρό βλέμμα και να τον αποστρέφεται. Μεγάλη ταραχή και λύπη δοκίμασε ο Νήφων γι' αυτό. Ό νους του δεν μπορούσε να πάει αμέσως στην αιτία. Ανακρίνοντας όμως προσεκτικά τον εαυτό του κατάλαβε: Επειδή κατέκρινε με τον λογισμό του εκείνο τον περαστικό, γι' αυτό τον αποστρέφεται τώρα ή κυρία Θεοτόκος.
Αμέσως έπεσε στη γη και ομολόγησε την αμαρτία του. Έκλαιγε πικρά και παρακαλούσε την Υπεραγία Θεοτόκο να τον συγχώρεση. Κι όταν είχε πια προσευχηθεί για πολλή ώρα, είδε πάλι την εικόνα να τον κοιτάζει με πρόσωπο ιλαρό. Έτσι ξαλαφρωμένος βγήκε απʼ τον ναό.
Από τότε, μόλις έσφαλλε σε κάτι, ή εικόνα τής Θεοτόκου τον έλεγχε. Κι όταν με δάκρυα ομολογούσε την αμαρτία του, έπαιρνε συγχώρεση και παρηγοριά κι έτσι διορθωνόταν.
Σαν πέρασαν λίγες μέρες, είδε στ' όνειρο του πώς βρέθηκε μέσα σ' ένα μεγάλο σπίτι. Ξαφνικά βλέπει πολλούς μαύρους και σκοτεινούς δαίμονες πού έτρεχαν κατά πάνω του μανιασμένοι, με φανερή πρόθεση να τον θανατώσουν. Εκείνος ξέφυγε προς το άλλο μέρος του σπιτιού και βρίσκοντας μιαν εκκλησία μπήκε μέσα, έκλεισε τις πόρτες και γλίτωσε. Όταν όμως έπειτα ξαναβγήκε, τον καταδίωξαν πάλι οι μαύροι και σκοτεινοί. Τρέχοντας για να μην τον συλλάβουν, ξαναμπήκε στην εκκλησία και πάλι σώθηκε.
Αυτό το όνειρο το έβλεπε συνεχώς επί μία βδομάδα. Κατάλαβε λοιπόν ότι δεν είναι δυνατό να σωθεί από τις πονηρίες των δαιμόνων, αν δεν πηγαίνει συχνά στην εκκλησία, για να προσεύχεται στον Θεό. Και πράγματι από τότε κατέφευγε πολύ τακτικά στον οίκο του Θεού ικετεύοντας τον Κύριο να τον γλιτώσει από τις πανουργίες των πονηρών δαιμόνων.
Είχε πέσει σε βαθιά συλλογή κι όλο τούτες οι σκέψεις τριβέλιζαν το μυαλό του, ώσπου βράδιασε. Απʼ τη θλίψη του έπεσε νηστικός να κοιμηθεί. Σε λίγο είπε με τον νου του:
«Ας σηκωθώ τουλάχιστον να κάνω μια προσευχή στον Θεό».
Ό διάβολος όμως μόλις κατάλαβε την πρόθεση του, σαν μισόκαλος πού είναι, άρχισε να του κυριεύει την ψυχή με μια παράξενη δειλία σφυρίζοντας του τούτη την αλλόκοτη σκέψη:
- Αν σηκωθείς τώρα μέσα στη νύχτα να προσευχηθείς,
θα δαιμονιστείς και θα τρελαθείς αμέσως.
Μ' αυτόν τον λογισμό του έφερε σύγχυση και τον φόβισε πολύ. Ό Νήφων όμως κατόρθωσε να νικήσει τον φόβο λέγοντας μόνος του:
«Τόσον καιρό πού ξενυχτούσα στα αμαρτωλά μου θελήματα, δεν έπαθα κανένα κακό και θα πάθω τώρα, πού θέλω να προσευχηθώ στον Θεό; Ανάθεμα σε, πονηρό και ακάθαρτο πνεύμα!».
Κι αμέσως πετάχτηκε με προθυμία από το κρεβάτι του. Μόλις όμως στράφηκε προς την ανατολή, φάνηκε μπροστά του ένα μαύρο σύννεφο, πού τόσο τον φόβισε, ώστε τον παρέλυσε και τον έκανε να πέσει στο κρεβάτι σαν νεκρός. Έτρεμε για τις αμαρτίες του, ενώ συγχρόνως απορούσε με το εμπόδιο πού τού παρουσίασε ο διάβολος, για να μην προσευχηθεί.
Το πρωί όμως, ελεεινολογώντας τον εαυτό του, πήγε στην εκκλησία. Στάθηκε σε μιαν άκρη. Κάποια στιγμή σηκώνοντας τα μάτια αντίκρισε την εικόνα τής Παναγίας. Έβγαλε ένα αναστεναγμό μέσα απʼ τα βάθη τής ψυχής του και είπε:
Υπεραγία Θεοτόκε Παρθένε,
μητέρα τού ελέους
και τής ευσπλαχνίας,
λυπήσου με
και ελέησέ με τον αμαρτωλό.
Λέγοντας με δακρυσμένα μάτια τέτοια ικετευτικά λόγια, του φάνηκε πώς γύρισε ή Θεοτόκος και τον κοίταξε με βλέμμα ήμερο και ιλαρό. Ό Νήφων ένιωσε μεγάλη παρηγοριά. Συνέχισε λοιπόν να προσεύχεται με δάκρυα ώρα πολλή. Κι έπειτα βγήκε από την εκκλησία μονολογώντας:
«Βλέπεις, άθλιε, πώς σ' αγαπάει ο Θεός και πώς σε δέχεται για να σε σώσει; Και συ τον εγκατέλειψες... Για σκέψου, ταλαίπωρε, πώς σε βοήθησε αμέσως ή Θεοτόκος ...».
Κι έτσι παρηγορημένος δόξασε τον Θεό.
Κάποια άλλη μέρα πού πήγαινε πάλι σ' εκείνη την εκκλησία, είδε ένα διαβάτη να αμαρτάνει. Αμέσως τον κατέκρινε μέσα του και τον αντιπάθησε.
Όταν μπήκε στην εκκλησία και ύψωσε το βλέμμα του στην εικόνα τής Παναγίας, την είδε να τον παρατηρεί με αυστηρό βλέμμα και να τον αποστρέφεται. Μεγάλη ταραχή και λύπη δοκίμασε ο Νήφων γι' αυτό. Ό νους του δεν μπορούσε να πάει αμέσως στην αιτία. Ανακρίνοντας όμως προσεκτικά τον εαυτό του κατάλαβε: Επειδή κατέκρινε με τον λογισμό του εκείνο τον περαστικό, γι' αυτό τον αποστρέφεται τώρα ή κυρία Θεοτόκος.
Αμέσως έπεσε στη γη και ομολόγησε την αμαρτία του. Έκλαιγε πικρά και παρακαλούσε την Υπεραγία Θεοτόκο να τον συγχώρεση. Κι όταν είχε πια προσευχηθεί για πολλή ώρα, είδε πάλι την εικόνα να τον κοιτάζει με πρόσωπο ιλαρό. Έτσι ξαλαφρωμένος βγήκε απʼ τον ναό.
Από τότε, μόλις έσφαλλε σε κάτι, ή εικόνα τής Θεοτόκου τον έλεγχε. Κι όταν με δάκρυα ομολογούσε την αμαρτία του, έπαιρνε συγχώρεση και παρηγοριά κι έτσι διορθωνόταν.
Σαν πέρασαν λίγες μέρες, είδε στ' όνειρο του πώς βρέθηκε μέσα σ' ένα μεγάλο σπίτι. Ξαφνικά βλέπει πολλούς μαύρους και σκοτεινούς δαίμονες πού έτρεχαν κατά πάνω του μανιασμένοι, με φανερή πρόθεση να τον θανατώσουν. Εκείνος ξέφυγε προς το άλλο μέρος του σπιτιού και βρίσκοντας μιαν εκκλησία μπήκε μέσα, έκλεισε τις πόρτες και γλίτωσε. Όταν όμως έπειτα ξαναβγήκε, τον καταδίωξαν πάλι οι μαύροι και σκοτεινοί. Τρέχοντας για να μην τον συλλάβουν, ξαναμπήκε στην εκκλησία και πάλι σώθηκε.
Αυτό το όνειρο το έβλεπε συνεχώς επί μία βδομάδα. Κατάλαβε λοιπόν ότι δεν είναι δυνατό να σωθεί από τις πονηρίες των δαιμόνων, αν δεν πηγαίνει συχνά στην εκκλησία, για να προσεύχεται στον Θεό. Και πράγματι από τότε κατέφευγε πολύ τακτικά στον οίκο του Θεού ικετεύοντας τον Κύριο να τον γλιτώσει από τις πανουργίες των πονηρών δαιμόνων.
ΠΑΛΗ ΜΕ ΤΟ ΔΑΙΜΟΝΙΟ ΤΗΣ ΑΙΣΧΡΟΛΟΓΙΑΣ
Παρ' όλα αυτά τον πολεμούσε πολύ το πονηρό και ακάθαρτο πνεύμα τής αισχρολογίας. Κι αυτός αγωνιζόταν να το διώξει παρακαλώντας με πολλή θέρμη τον Θεό. Ώσπου μια νύχτα είδε στ' όνειρο του τον πρωτομάρτυρα Στέφανο.
- Χαίρε, Νήφων, δούλε τού Θεού, του είπε. Καλή είναι η ζωή σου, άλλα τη μολύνεις με τις αισχρολογίες και τις βρισιές. Γι' αυτό σου δίνω υπόσχεση πώς, αν αγωνιστείς να νικήσεις το πονηρό δαιμόνιο πού σε παρακινεί να βρίζεις,εγώ θα είμαι βοηθός σου.
Ό Νήφων ξύπνησε με μεγάλες αποφάσεις. Αφού ευχαρίστησε τον άγιο Στέφανο, έβαλε μια μικρή πέτρα στο στόμα του και την είχε πολλές μέρες εκεί, για να μην αισχρολογεί. Κι αν καμιά φορά τον εξαπατούσε ο πονηρός κι έβριζε κάποιον, πήγαινε κάπου απόμερα και χτυπούσε δυνατά με τη γροθιά το κορμί του λέγοντας:
- Να σε κάνω εγώ να ταπεινωθείς και να μάθεις πραότητα και σιωπή! Όχι να θυμώνεις και να βρίζεις ...
Για τον ίδιο λόγο έβαλε κανόνα να δίνη κάθε μέρα σαράντα γροθιές στον εαυτό του. Κι αν τού τύχαινε κάποιος πειρασμός ή τον πολεμούσε κανένα πάθος, τότε οι γροθιές έφταναν τις εκατό και τις διακόσιες.
Χτυπώντας έτσι καθημερινά το σώμα του αδυνάτισε πολύ. Συχνά λιποθυμούσε απʼ τον πόνο κι έπεφτε καταγής σαν νεκρός μονολογώντας:
- Ουαί κι αλίμονο σε σένα, ταλαίπωρε Νήφων! Αν αυτό τον μικρό πόνο δεν υποφέρεις, πώς θ' αντέξεις τ' ανυπόφορα βάσανα τής κολάσεως; Κουράγιο όμως! γιατί, όσο ο απʼ έξω άνθρωπος - το σώμα - φθείρεται, τόσο ο από μέσα - ή ψυχή - ανανεώνεται.
Βλέποντας τον ο διάβολος να παιδεύει το σώμα του σκληρά του φώναζε:
- Άθλιε Νήφων, δεν λυπάσαι καθόλου το κορμί σου και το χτυπάς τόσο άσπλαχνα;
- Βρωμερέ δαίμονα, ήρθες να μου κάνεις κουμάντο και σ' αυτό; Έννοια σου κι αν είχες και συ σάρκα κι έπεφτες στα χέρια μου, θα σου έδειχνα τι λογής βασανιστήρια ξέρει ο Νήφων! . ..
Παρ' όλα αυτά τον πολεμούσε πολύ το πονηρό και ακάθαρτο πνεύμα τής αισχρολογίας. Κι αυτός αγωνιζόταν να το διώξει παρακαλώντας με πολλή θέρμη τον Θεό. Ώσπου μια νύχτα είδε στ' όνειρο του τον πρωτομάρτυρα Στέφανο.
- Χαίρε, Νήφων, δούλε τού Θεού, του είπε. Καλή είναι η ζωή σου, άλλα τη μολύνεις με τις αισχρολογίες και τις βρισιές. Γι' αυτό σου δίνω υπόσχεση πώς, αν αγωνιστείς να νικήσεις το πονηρό δαιμόνιο πού σε παρακινεί να βρίζεις,εγώ θα είμαι βοηθός σου.
Ό Νήφων ξύπνησε με μεγάλες αποφάσεις. Αφού ευχαρίστησε τον άγιο Στέφανο, έβαλε μια μικρή πέτρα στο στόμα του και την είχε πολλές μέρες εκεί, για να μην αισχρολογεί. Κι αν καμιά φορά τον εξαπατούσε ο πονηρός κι έβριζε κάποιον, πήγαινε κάπου απόμερα και χτυπούσε δυνατά με τη γροθιά το κορμί του λέγοντας:
- Να σε κάνω εγώ να ταπεινωθείς και να μάθεις πραότητα και σιωπή! Όχι να θυμώνεις και να βρίζεις ...
Για τον ίδιο λόγο έβαλε κανόνα να δίνη κάθε μέρα σαράντα γροθιές στον εαυτό του. Κι αν τού τύχαινε κάποιος πειρασμός ή τον πολεμούσε κανένα πάθος, τότε οι γροθιές έφταναν τις εκατό και τις διακόσιες.
Χτυπώντας έτσι καθημερινά το σώμα του αδυνάτισε πολύ. Συχνά λιποθυμούσε απʼ τον πόνο κι έπεφτε καταγής σαν νεκρός μονολογώντας:
- Ουαί κι αλίμονο σε σένα, ταλαίπωρε Νήφων! Αν αυτό τον μικρό πόνο δεν υποφέρεις, πώς θ' αντέξεις τ' ανυπόφορα βάσανα τής κολάσεως; Κουράγιο όμως! γιατί, όσο ο απʼ έξω άνθρωπος - το σώμα - φθείρεται, τόσο ο από μέσα - ή ψυχή - ανανεώνεται.
Βλέποντας τον ο διάβολος να παιδεύει το σώμα του σκληρά του φώναζε:
- Άθλιε Νήφων, δεν λυπάσαι καθόλου το κορμί σου και το χτυπάς τόσο άσπλαχνα;
- Βρωμερέ δαίμονα, ήρθες να μου κάνεις κουμάντο και σ' αυτό; Έννοια σου κι αν είχες και συ σάρκα κι έπεφτες στα χέρια μου, θα σου έδειχνα τι λογής βασανιστήρια ξέρει ο Νήφων! . ..
ΛΑΙΜΑΡΓΙΑ
Οταν ο διάβολος πολεμούσε να τον ρίξει στη λαιμαργία, ο Νήφων τον αντιμετώπιζε με την ίδια πάντα μαχητικότητα, κι έτσι τον έδιωχνε. Εκείνος όμως ξαναγύριζε μανιασμένος, για να τον πολεμήσει σφοδρότερα.
Τότε ο Νήφων, έχοντας το θάρρος του στη βοήθεια του Θεού, έλεγε στο πονηρό πνεύμα:
- Σήμερα θα φάω και θα πιω, για να σου δείξω, ότι ούτε
μ' αυτόν τον τρόπο μπορείς να μ' εμπόδισης από την προσευχή, γιατί έχω βοηθό μου τον Θεό.
Κι αφού έτρωγε κι έπινε καλά, έλεγε στον εαυτό του:
- Σκέψου, Νήφων, ότι ο σκύλος, μόλις φάει και ποιεί, γαβγίζει χαρούμενα. Ε λοιπόν κι εσύ, αφού έφαγες κι ήπιες απʼ όλα τα δώρα τού Θεού, πρέπει να τον ευχαριστήσεις.
Πήγαινε λοιπόν στην εκκλησία και με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό έλεγε:
Δόξα Σοι, Χριστέ ο Θεός μου,
πού με χόρτασες από τα επίγεια αγαθά σου!
Σε παρακαλώ, πολυεύσπλαχνε,
μη μου στέρησης
και την ουράνια βασιλεία σου.
Σ' αυτή την προσευχή πρόσθετε κι άλλη κι άλλη, για πολλή ώρα. Έπειτα στρεφόταν στον διάβολο και του έλεγε:
- Βλέπεις, πονηρέ και ακάθαρτε, ότι και έφαγα και ήπια κι όμως δεν τα κατάφερες ούτε από την εκκλησία να με απομακρύνεις ούτε από την προσευχή να μ' εμπόδισης. Χάσου λοιπόν από τα μάτια μου και πήγαινε στο σκότος το εξώτερο!...
Οταν ο διάβολος πολεμούσε να τον ρίξει στη λαιμαργία, ο Νήφων τον αντιμετώπιζε με την ίδια πάντα μαχητικότητα, κι έτσι τον έδιωχνε. Εκείνος όμως ξαναγύριζε μανιασμένος, για να τον πολεμήσει σφοδρότερα.
Τότε ο Νήφων, έχοντας το θάρρος του στη βοήθεια του Θεού, έλεγε στο πονηρό πνεύμα:
- Σήμερα θα φάω και θα πιω, για να σου δείξω, ότι ούτε
μ' αυτόν τον τρόπο μπορείς να μ' εμπόδισης από την προσευχή, γιατί έχω βοηθό μου τον Θεό.
Κι αφού έτρωγε κι έπινε καλά, έλεγε στον εαυτό του:
- Σκέψου, Νήφων, ότι ο σκύλος, μόλις φάει και ποιεί, γαβγίζει χαρούμενα. Ε λοιπόν κι εσύ, αφού έφαγες κι ήπιες απʼ όλα τα δώρα τού Θεού, πρέπει να τον ευχαριστήσεις.
Πήγαινε λοιπόν στην εκκλησία και με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό έλεγε:
Δόξα Σοι, Χριστέ ο Θεός μου,
πού με χόρτασες από τα επίγεια αγαθά σου!
Σε παρακαλώ, πολυεύσπλαχνε,
μη μου στέρησης
και την ουράνια βασιλεία σου.
Σ' αυτή την προσευχή πρόσθετε κι άλλη κι άλλη, για πολλή ώρα. Έπειτα στρεφόταν στον διάβολο και του έλεγε:
- Βλέπεις, πονηρέ και ακάθαρτε, ότι και έφαγα και ήπια κι όμως δεν τα κατάφερες ούτε από την εκκλησία να με απομακρύνεις ούτε από την προσευχή να μ' εμπόδισης. Χάσου λοιπόν από τα μάτια μου και πήγαινε στο σκότος το εξώτερο!...
ΥΠΝΟΣ
Αλλά ο διάβολος σαν άκουγε αυτά τα ταπεινωτικά λόγια αγρίευε και του έφερνε φοβερή νύστα και αφόρητα χασμουρητά. Πάσχιζε μ' αυτό τον τρόπο ν' αποχαύνωση τον δίκαιο. Εκείνος όμως, μόλις ένιωθε νύστα, έπαιρνε το ραβδί του και ξυλοκοπούσε το σώμα του φωνάζοντας θυμωμένα:
- Αχόρταγε δούλε, σου έδωσα να φας και να πιεις! Μου θέλεις και ύπνο; Θα σε μάθω εγώ να νυστάζεις!...
Συγχρόνως χτυπούσε ολοένα και πιο δυνατά τον εαυτό του, ώστε απʼ τον οδυνηρό ξυλοδαρμό εξαφανιζόταν -φυσικά! - ο ύπνος. Και τότε νηφάλιος αγρυπνούσε και προσευχόταν...
Μετά την προσευχή έλεγε πάλι:
- Άκου, Νήφων! Αν, τώρα πού έφαγες και ήπιες, υπηρέτησης τον Κύριο σου ανύστακτα, θα σου ξαναδώσω να χόρτασης τις δωρεές τού Χριστού. Αν όμως μου αρχίσεις να νυστάζεις, θα σε πεθάνω απʼ την πείνα και τη δίψα!
Ακούγοντας ο διάβολος αυτά τα λόγια του φώναζε μανιασμένος:
- Μωρʼ εσύ 'σαι πιο πανούργος κι απʼ τους δαίμονες!
Δεν μου λες, ποιος σου δίδαξε τούτα τα τερτίπια και πού έμαθες τέτοιες πονηριές;... Με πολλούς πάλεψα, άλλα τέτοιον ξεροκέφαλο δεν αντάμωσα μέχρι τώρα! Δεν φτάνει πού με παιδεύει και με βρίζει, αλλά με περιγελάει κι από πάνω, και λέει σ' όλους, ότι δεν φοβάται τους δαίμονες. Αλίμονό μου! Αν τον ρίξω μια φορά, σηκώνεται και με ρίχνει δυο και τρεις. Τι να κάνω;…
Αλλʼ ακόμη είναι νέος! Θα τον τραβήξω πάλι στο βούρκο της ακολασίας.
Αλλά ο διάβολος σαν άκουγε αυτά τα ταπεινωτικά λόγια αγρίευε και του έφερνε φοβερή νύστα και αφόρητα χασμουρητά. Πάσχιζε μ' αυτό τον τρόπο ν' αποχαύνωση τον δίκαιο. Εκείνος όμως, μόλις ένιωθε νύστα, έπαιρνε το ραβδί του και ξυλοκοπούσε το σώμα του φωνάζοντας θυμωμένα:
- Αχόρταγε δούλε, σου έδωσα να φας και να πιεις! Μου θέλεις και ύπνο; Θα σε μάθω εγώ να νυστάζεις!...
Συγχρόνως χτυπούσε ολοένα και πιο δυνατά τον εαυτό του, ώστε απʼ τον οδυνηρό ξυλοδαρμό εξαφανιζόταν -φυσικά! - ο ύπνος. Και τότε νηφάλιος αγρυπνούσε και προσευχόταν...
Μετά την προσευχή έλεγε πάλι:
- Άκου, Νήφων! Αν, τώρα πού έφαγες και ήπιες, υπηρέτησης τον Κύριο σου ανύστακτα, θα σου ξαναδώσω να χόρτασης τις δωρεές τού Χριστού. Αν όμως μου αρχίσεις να νυστάζεις, θα σε πεθάνω απʼ την πείνα και τη δίψα!
Ακούγοντας ο διάβολος αυτά τα λόγια του φώναζε μανιασμένος:
- Μωρʼ εσύ 'σαι πιο πανούργος κι απʼ τους δαίμονες!
Δεν μου λες, ποιος σου δίδαξε τούτα τα τερτίπια και πού έμαθες τέτοιες πονηριές;... Με πολλούς πάλεψα, άλλα τέτοιον ξεροκέφαλο δεν αντάμωσα μέχρι τώρα! Δεν φτάνει πού με παιδεύει και με βρίζει, αλλά με περιγελάει κι από πάνω, και λέει σ' όλους, ότι δεν φοβάται τους δαίμονες. Αλίμονό μου! Αν τον ρίξω μια φορά, σηκώνεται και με ρίχνει δυο και τρεις. Τι να κάνω;…
Αλλʼ ακόμη είναι νέος! Θα τον τραβήξω πάλι στο βούρκο της ακολασίας.
ΣΤΗ ΦΛΟΓΑ ΤΟΝ ΣΑΡΚΙΚΩΝ ΠΕΙΡΑΣΜΩΝ
Νάτος λοιπόν που ξανάρχεται σε λίγες μέρες φλογίζοντας κι ερεθίζοντας τον Νήφωνα με τους αισχρούς λογισμούς. Εκείνος όμως κατάλαβε τον πόλεμο και είπε στον εαυτό του:
- Άντε λοιπόν πάλι απʼ την αρχή, ταλαίπωρε Νήφων!...
Κι άρχισε από κείνη τη μέρα να τρώει μόνο ξερό ψωμί έκτος απʼ το Σαββατοκύριακο. Έπειτα έτρωγε σκέτα φρούτα και σε λίγο άρχισε να τρώει κάθε δεύτερη μέρα ή να μένη νηστικός όλη την εβδομάδα καταργώντας ακόμη και το νερό. Μ' αυτό τον τρόπο δάμαζε και σκληραγωγούσε τη σάρκα. Ειδικά για τη στέρηση του νερού συνήθιζε να λέει:
- Αν ένας άνθρωπος νηστεύει σαράντα μέρες κι ένας άλλος τρώει κανονικά όλη την εβδομάδα, χωρίς όμως να πιει νερό, αυτός ο δεύτερος υποφέρει πιο πολύ από τον πρώτο. Γιατί όποιος τρώει χωρίς να πίνει νερό, ανάβει καμίνι στα σπλάγχνα του και βασανίζεται απʼ τη δίψα. Ενώ αυτός πού νηστεύει και το ψωμί και το νερό, έχει πιο εύκολο αγώνα.
Μερικές φορές πού καιγόταν απʼ τη δίψα ο γενναίος Νήφων, για να κοροϊδέψει τον διάβολο, έβαζε νερό στο ποτήρι του κι έλεγε:
- Ω ψυχή μου, τι ωραίο και κρύο νεράκι που θα πιούμε!
Αλλά μόλις άγγιζε το ποτήρι με τη γλώσσα του, έχυνε το νερό στη γη.
Ο πονηρός δαίμονας τάχανε με την πανέξυπνη αγωνιστικότητα του και φώναζε:
-Όλες μου τις δυνάμεις τις αχρήστεψε ή χάρη του Σταυρωμένου πουʼ χεις μέσα σου, άθλιε! Τι φοβερή που είναι ή δύναμη τού Ναζωραίου!...
Και πάλι όμως οπλίζεται με τους γαργαλιστικούς σαρκικούς πειρασμούς κι έρχεται να τον πολεμήσει στον ύπνο του. Τού ερέθισε τη φαντασία και του έφερε στ' όνειρο του ότι έπεσε σε μιαν αισχρή πράξη. Πετάχτηκε τότε απʼ το κρεβάτι του, κι όταν κατάλαβε τι τού έφτιαξε το πνεύμα τής ασέλγειας - έστω και στ' όνειρο του - φώναξε στον εαυτό του:
- Αλίμονο στον Νήφωνα, που κοιμάται πολύ! Τώρα τι γίνεται;
Αναμέτρησε το φανταστικό του αμάρτημα κι έβγαλε την απόφαση:
- Τώρα θα δοκιμάσεις αντί τής ηδονής οδύνη πικρή!...
Κι αμέσως αρπάζοντας ένα μακρύ ξύλο χτύπησε τόσο
άγρια τα πόδια του, ώστε για πολύν καιρό ήταν κατάμαυρα. Προσευχόταν με αναστεναγμούς εξομολογούμενος στον Θεό:
- Συγχώρεσε με, Κύριε, πού έπεσα σε βαρύ σοδομιτικό
πάθος. Ελέησε με τον αμαρτωλό, τον αδιάντροπο, τον άσωτο, τον αισχρό και οδήγησε με στον δρόμο των εντολών σου, καθώς το ποθώ.
Πάλεψε φοβερά με το πνεύμα τής ασέλγειας. Έφτανε να χτυπάει το σώμα του με πέτρες. Με τέτοια σφοδρή μαχητικότητα πολεμούσε τους βρωμερούς πειρασμούς.
Δεκατέσσερα χρόνια αγωνίσθηκε, ώσπου ο Κύριος τον ελευθέρωσε και τον ανακούφισε βάζοντας τέρμα στον φοβερό πόλεμο με τον ακόλουθο τρόπο:
Κοιμόταν κάποτε ο Νήφων και τού φάνηκε πώς βρέθηκε σ' ένα κάμπο. Ήτανε, λέει, ο κόρφος του γεμάτος κοπριά και σαπίλα, που τον ενοχλούσε αφόρητα, γιατί ή δυσωδία πού αναδινόταν από κει τον αηδίαζε. Καθώς στεκόταν έτσι φορτωμένος κι ελεεινός, παρουσιάζεται μπροστά του ένας λευκοφόρος άνδρας.
- Έλα μαζί μου, του είπε.
Τον ακολούθησε κρατώντας τον κόρφο του, ώσπου έφτασε σ' ένα λάκκο γεμάτο βόρβορο. Ό άγγελος του Κυρίου στρέφεται τότε στον Νήφωνα:
- Άδειασε εδώ μέσα, ό,τι έχεις στον κόρφο σου.
Υπάκουσε. Κι αμέσως δοκίμασε ένα απερίγραπτο ξαλάφρωμα και μια τέλεια νέκρωση στην σάρκα. Προσευχήθηκε με θέρμη:
Εσύ, Κύριε μου,
πού κρατάς στη χούφτα σου την κτίση ολόκληρη,
δώρισε μου δύναμη
κατά των αισχρών πνευμάτων,
για να μπορέσω να νικήσω
με τη χάρη του Αγίου σου Πνεύματος.
Μόλις είπε τούτα τα λόγια της προσευχής και ύψωσε τα χέρια, άστραψε μπροστά του το Πνεύμα του Θεού και του γέμισε την καρδιά μ' ευφροσύνη.
- Νήφων, Νήφων, του είπε. ΄Εγώ θα σου δώσω δύναμη κι
εξουσία κατά των ακαθάρτων δαιμόνων. Εσύ όμως φυλάξου πάντα βαθιά ταπεινός. Γιατί αγαπώ πάρα πολύ τους ταπεινούς, ενώ αποστρέφομαι τους υπερήφανους.
Πρόσεξε ακόμη: Μην ορκιστείς ποτέ, μην περιγελάσεις κανένα.
Ψέμα να μη βγει απʼ το στόμα σου. Μην οργιστείς και μην κατακρίνεις άνθρωπο, έστω κι αν τον δεις ν' αμαρτάνει. Όλ' αυτά θα τιμωρηθούν σκληρά. Πρόσεξε λοιπόν να μη μοιάσεις με τους αμαρτωλούς. Μην ξεχνάς ότι βαδίζεις ανάμεσα στις παγίδες τού διαβόλου! Φυλάξου να μην πιαστείς σε καμιά. Θάρρος! Εγώ είμαι μαζί σου ...
Μόλις ο άγιος ήρθε στον εαυτό του και κατάλαβε την ουράνια επίσκεψη, δόξασε μ' όλη του την καρδιά τον πανάγαθο Θεό.
«Πραγματικά!», έλεγε, «από τότε δεν είχε καμιά ισχύ πάνω μου το πνεύμα της ανηθικότητας. Κι αν ποτέ τολμούσε να με πειράξει, πάντα έβγαινα πιο δυνατός απʼ αυτό γιατί του έλεγα: -Έννοια σου, πονηρέ, και ξέρω τι με βάζεις να κάνω. Με βάζεις να ποθήσω μια γυναίκα, για ν' αμαρτήσω με τη σάρκα της. Άλλα τι είναι αυτή ή σάρκα; Είναι αίματα και λίπη και νεύρα. Και πιο μέσα ή κοιλιά γεμάτη δυσώδη κοπριά. Κι αν τη ζηλεύεις ακόμη, πήγαινε στο νεκροταφείο να τη δεις σαπισμένη και βρωμερή. Λοιπόν, πού τη βρίσκεις την ηδονή σ' όλα αυτά, αναιδέστατε σκύλε; Γιατί αυτά με σπρώχνεις να ποθήσω. Αλλά όλ' αυτά είναι φθορά και δυσωδία. Πώς μπορώ λοιπόν να τα γευθώ; Χάσου από μπροστά μου, αισχρό πνεύμα!».
Ό διάβολος τάχανε με τη σοφία του και τον έτρεμε. Ενώ ο άγιος τον κοίταζε κοροϊδευτικά χλευάζοντας την αδυναμία του.
Παρ' όλα αυτά ο πονηρός δεν άφηνε ήσυχο τον άνθρωπο τού Θεού. Όλο και επινοούσε νέες ύπουλες παγίδες.
Κάποια μέρα, αμέριμνος πια, μα και προσεκτικός ο Νήφων, ρώτησε τον Κύριο:
- Κύριε, έφυγε τελείως από κοντά μου ο διάβολος;
Μα πριν λάθη απάντηση, βλέπει κάπου ξέμακρα απʼ το κελί του, σ' ένα βρώμικο μέρος, ξαπλωμένο ένα μαύρο σκύλο.
- Λες εκείνος ο σκύλος να είναι δαιμόνιο; αναρωτήθηκε
δείχνοντας τον με το δάχτυλο του.
Αμέσως αυτός πετάχτηκε και ήρθε τρέχοντας κοντά του με άγριες διαθέσεις.
- Έμενα δείχνεις; Νάμαι, ήρθα! γρύλισε απειλητικά.
Άλλα ό άγιος μ' ένα του φύσημα τον έκανε άφαντο.
Μια βραδιά πάλι, πού κοιμόταν στο σκαμνί της εκκλησίας, ήρθε ο πονηρός κι ανέβηκε πάνω στα πόδια του. Όταν ξύπνησε, έκανε να σηκωθεί, άλλα τα πόδια του ήταν σαν δεμένα. Κατάλαβε: Ήταν ο διάβολος! Τον έφτυσε καταπρόσωπο και τού είπε επιτιμητικά:
- Ω αδιάντροπε εχθρέ του θεού, δεν σου φτάνουν όσα έπαθες απʼ τη δύναμη του Κυρίου μου Ιησού Χριστού.
Προσπάθησε νʼ ανακουφίσει λίγο το δεξί του πόδι και σαν να κλωτσούσε έπειτα το σατανά του είπε:
- Ο Θεός να σʼ εξολοθρεύσει πονηρέ! Και να ξέρεις καλά ότι εγώ δεν φοβάμαι τις βρωμερές πανουργίες σου.
Νάτος λοιπόν που ξανάρχεται σε λίγες μέρες φλογίζοντας κι ερεθίζοντας τον Νήφωνα με τους αισχρούς λογισμούς. Εκείνος όμως κατάλαβε τον πόλεμο και είπε στον εαυτό του:
- Άντε λοιπόν πάλι απʼ την αρχή, ταλαίπωρε Νήφων!...
Κι άρχισε από κείνη τη μέρα να τρώει μόνο ξερό ψωμί έκτος απʼ το Σαββατοκύριακο. Έπειτα έτρωγε σκέτα φρούτα και σε λίγο άρχισε να τρώει κάθε δεύτερη μέρα ή να μένη νηστικός όλη την εβδομάδα καταργώντας ακόμη και το νερό. Μ' αυτό τον τρόπο δάμαζε και σκληραγωγούσε τη σάρκα. Ειδικά για τη στέρηση του νερού συνήθιζε να λέει:
- Αν ένας άνθρωπος νηστεύει σαράντα μέρες κι ένας άλλος τρώει κανονικά όλη την εβδομάδα, χωρίς όμως να πιει νερό, αυτός ο δεύτερος υποφέρει πιο πολύ από τον πρώτο. Γιατί όποιος τρώει χωρίς να πίνει νερό, ανάβει καμίνι στα σπλάγχνα του και βασανίζεται απʼ τη δίψα. Ενώ αυτός πού νηστεύει και το ψωμί και το νερό, έχει πιο εύκολο αγώνα.
Μερικές φορές πού καιγόταν απʼ τη δίψα ο γενναίος Νήφων, για να κοροϊδέψει τον διάβολο, έβαζε νερό στο ποτήρι του κι έλεγε:
- Ω ψυχή μου, τι ωραίο και κρύο νεράκι που θα πιούμε!
Αλλά μόλις άγγιζε το ποτήρι με τη γλώσσα του, έχυνε το νερό στη γη.
Ο πονηρός δαίμονας τάχανε με την πανέξυπνη αγωνιστικότητα του και φώναζε:
-Όλες μου τις δυνάμεις τις αχρήστεψε ή χάρη του Σταυρωμένου πουʼ χεις μέσα σου, άθλιε! Τι φοβερή που είναι ή δύναμη τού Ναζωραίου!...
Και πάλι όμως οπλίζεται με τους γαργαλιστικούς σαρκικούς πειρασμούς κι έρχεται να τον πολεμήσει στον ύπνο του. Τού ερέθισε τη φαντασία και του έφερε στ' όνειρο του ότι έπεσε σε μιαν αισχρή πράξη. Πετάχτηκε τότε απʼ το κρεβάτι του, κι όταν κατάλαβε τι τού έφτιαξε το πνεύμα τής ασέλγειας - έστω και στ' όνειρο του - φώναξε στον εαυτό του:
- Αλίμονο στον Νήφωνα, που κοιμάται πολύ! Τώρα τι γίνεται;
Αναμέτρησε το φανταστικό του αμάρτημα κι έβγαλε την απόφαση:
- Τώρα θα δοκιμάσεις αντί τής ηδονής οδύνη πικρή!...
Κι αμέσως αρπάζοντας ένα μακρύ ξύλο χτύπησε τόσο
άγρια τα πόδια του, ώστε για πολύν καιρό ήταν κατάμαυρα. Προσευχόταν με αναστεναγμούς εξομολογούμενος στον Θεό:
- Συγχώρεσε με, Κύριε, πού έπεσα σε βαρύ σοδομιτικό
πάθος. Ελέησε με τον αμαρτωλό, τον αδιάντροπο, τον άσωτο, τον αισχρό και οδήγησε με στον δρόμο των εντολών σου, καθώς το ποθώ.
Πάλεψε φοβερά με το πνεύμα τής ασέλγειας. Έφτανε να χτυπάει το σώμα του με πέτρες. Με τέτοια σφοδρή μαχητικότητα πολεμούσε τους βρωμερούς πειρασμούς.
Δεκατέσσερα χρόνια αγωνίσθηκε, ώσπου ο Κύριος τον ελευθέρωσε και τον ανακούφισε βάζοντας τέρμα στον φοβερό πόλεμο με τον ακόλουθο τρόπο:
Κοιμόταν κάποτε ο Νήφων και τού φάνηκε πώς βρέθηκε σ' ένα κάμπο. Ήτανε, λέει, ο κόρφος του γεμάτος κοπριά και σαπίλα, που τον ενοχλούσε αφόρητα, γιατί ή δυσωδία πού αναδινόταν από κει τον αηδίαζε. Καθώς στεκόταν έτσι φορτωμένος κι ελεεινός, παρουσιάζεται μπροστά του ένας λευκοφόρος άνδρας.
- Έλα μαζί μου, του είπε.
Τον ακολούθησε κρατώντας τον κόρφο του, ώσπου έφτασε σ' ένα λάκκο γεμάτο βόρβορο. Ό άγγελος του Κυρίου στρέφεται τότε στον Νήφωνα:
- Άδειασε εδώ μέσα, ό,τι έχεις στον κόρφο σου.
Υπάκουσε. Κι αμέσως δοκίμασε ένα απερίγραπτο ξαλάφρωμα και μια τέλεια νέκρωση στην σάρκα. Προσευχήθηκε με θέρμη:
Εσύ, Κύριε μου,
πού κρατάς στη χούφτα σου την κτίση ολόκληρη,
δώρισε μου δύναμη
κατά των αισχρών πνευμάτων,
για να μπορέσω να νικήσω
με τη χάρη του Αγίου σου Πνεύματος.
Μόλις είπε τούτα τα λόγια της προσευχής και ύψωσε τα χέρια, άστραψε μπροστά του το Πνεύμα του Θεού και του γέμισε την καρδιά μ' ευφροσύνη.
- Νήφων, Νήφων, του είπε. ΄Εγώ θα σου δώσω δύναμη κι
εξουσία κατά των ακαθάρτων δαιμόνων. Εσύ όμως φυλάξου πάντα βαθιά ταπεινός. Γιατί αγαπώ πάρα πολύ τους ταπεινούς, ενώ αποστρέφομαι τους υπερήφανους.
Πρόσεξε ακόμη: Μην ορκιστείς ποτέ, μην περιγελάσεις κανένα.
Ψέμα να μη βγει απʼ το στόμα σου. Μην οργιστείς και μην κατακρίνεις άνθρωπο, έστω κι αν τον δεις ν' αμαρτάνει. Όλ' αυτά θα τιμωρηθούν σκληρά. Πρόσεξε λοιπόν να μη μοιάσεις με τους αμαρτωλούς. Μην ξεχνάς ότι βαδίζεις ανάμεσα στις παγίδες τού διαβόλου! Φυλάξου να μην πιαστείς σε καμιά. Θάρρος! Εγώ είμαι μαζί σου ...
Μόλις ο άγιος ήρθε στον εαυτό του και κατάλαβε την ουράνια επίσκεψη, δόξασε μ' όλη του την καρδιά τον πανάγαθο Θεό.
«Πραγματικά!», έλεγε, «από τότε δεν είχε καμιά ισχύ πάνω μου το πνεύμα της ανηθικότητας. Κι αν ποτέ τολμούσε να με πειράξει, πάντα έβγαινα πιο δυνατός απʼ αυτό γιατί του έλεγα: -Έννοια σου, πονηρέ, και ξέρω τι με βάζεις να κάνω. Με βάζεις να ποθήσω μια γυναίκα, για ν' αμαρτήσω με τη σάρκα της. Άλλα τι είναι αυτή ή σάρκα; Είναι αίματα και λίπη και νεύρα. Και πιο μέσα ή κοιλιά γεμάτη δυσώδη κοπριά. Κι αν τη ζηλεύεις ακόμη, πήγαινε στο νεκροταφείο να τη δεις σαπισμένη και βρωμερή. Λοιπόν, πού τη βρίσκεις την ηδονή σ' όλα αυτά, αναιδέστατε σκύλε; Γιατί αυτά με σπρώχνεις να ποθήσω. Αλλά όλ' αυτά είναι φθορά και δυσωδία. Πώς μπορώ λοιπόν να τα γευθώ; Χάσου από μπροστά μου, αισχρό πνεύμα!».
Ό διάβολος τάχανε με τη σοφία του και τον έτρεμε. Ενώ ο άγιος τον κοίταζε κοροϊδευτικά χλευάζοντας την αδυναμία του.
Παρ' όλα αυτά ο πονηρός δεν άφηνε ήσυχο τον άνθρωπο τού Θεού. Όλο και επινοούσε νέες ύπουλες παγίδες.
Κάποια μέρα, αμέριμνος πια, μα και προσεκτικός ο Νήφων, ρώτησε τον Κύριο:
- Κύριε, έφυγε τελείως από κοντά μου ο διάβολος;
Μα πριν λάθη απάντηση, βλέπει κάπου ξέμακρα απʼ το κελί του, σ' ένα βρώμικο μέρος, ξαπλωμένο ένα μαύρο σκύλο.
- Λες εκείνος ο σκύλος να είναι δαιμόνιο; αναρωτήθηκε
δείχνοντας τον με το δάχτυλο του.
Αμέσως αυτός πετάχτηκε και ήρθε τρέχοντας κοντά του με άγριες διαθέσεις.
- Έμενα δείχνεις; Νάμαι, ήρθα! γρύλισε απειλητικά.
Άλλα ό άγιος μ' ένα του φύσημα τον έκανε άφαντο.
Μια βραδιά πάλι, πού κοιμόταν στο σκαμνί της εκκλησίας, ήρθε ο πονηρός κι ανέβηκε πάνω στα πόδια του. Όταν ξύπνησε, έκανε να σηκωθεί, άλλα τα πόδια του ήταν σαν δεμένα. Κατάλαβε: Ήταν ο διάβολος! Τον έφτυσε καταπρόσωπο και τού είπε επιτιμητικά:
- Ω αδιάντροπε εχθρέ του θεού, δεν σου φτάνουν όσα έπαθες απʼ τη δύναμη του Κυρίου μου Ιησού Χριστού.
Προσπάθησε νʼ ανακουφίσει λίγο το δεξί του πόδι και σαν να κλωτσούσε έπειτα το σατανά του είπε:
- Ο Θεός να σʼ εξολοθρεύσει πονηρέ! Και να ξέρεις καλά ότι εγώ δεν φοβάμαι τις βρωμερές πανουργίες σου.
«ΚΑΡΔΙΑ ΣΥΝΤΕΤΡΙΜΜΕΝΗ ΚΑΙ ΤΕΤΑΠΕΙΝΩΜΕΝΗ»
Επειτ' από λίγες μέρες ο Νήφων είδε μιαν οπτασία: Ήταν ένας μακρύς δρόμος, πού έφερνε στην ανατολή. Τον φρουρούσαν όμως πελώριοι μαύροι άνδρες οπλισμένοι με δόρατα πού δεν άφηναν κανένα να περάσει. Στην αρχή τού δρόμου συνωστίζονταν πλήθη ανθρώπων, άλλα δεν προχωρούσαν, γιατί φοβόντουσαν εκείνους τους μαύρους. Ανάμεσα στον λαό ήταν κι ο Νήφων και αναρωτιόταν πώς θα περάσει ακίνδυνα τον δρόμο.
Ενώ λοιπόν κανένας δεν ήξερε τι να κάνει, ήρθε ένας λευκοφόρος άνδρας και στάθηκε ανάμεσα τους.
- Τι δειλία είναι αυτή που σας κυρίεψε όλους; ρώτησε.
- Φοβόμαστε τους μαύρους, απάντησαν εκείνοι.
- Κι εσύ, γιατί δεν προχωρείς εσύ; στράφηκε στον Νήφωνα.
- Απʼ τον ίδιο φόβο, αποκρίθηκε.
- Μήπως προσευχήθηκες ποτέ να σου δοθεί ταπείνωση;
- Ναι! Συνεχώς αυτό ζητώ απʼ τον Θεό μου.
- Ε λοιπόν, να πού σου την έστειλε. Δες το θαυμαστό!
Και βλέπει: Σαν να τού έσχισε ο άγγελος το στήθος και μπροστά σ' όλους τού αφαίρεσε την καρδιά. Την πέταξε στη γη κι έβαλε στη θέση της μιαν άλλη.
- Προχώρα στον δρόμο σου τώρα, τον πρόσταξε ο άγγελος. Οι μαύροι θα νεκρωθούν στο πέρασμα σου και δεν θα σ' αγγίξει κανείς.
Τότε κι ο υπόλοιπος λαός παρακάλεσε τον άγγελο:
- Κάνε και σε μάς το ίδιο, σε ικετεύουμε, για να μπορέσουμε να βαδίσουμε ανεμπόδιστα τούτο τον δρόμο!
- Ζητήστε το και σεις με προσευχή και νηστεία από τον
Κύριο και να είστε σίγουροι πώς θα σάς το δώσει. Αν δεν
το ζητήσετε, δεν θα το πάρετε. Κι αν δεν το πάρετε, δεν
θα τα καταφέρετε να περάσετε απʼ αυτό τον δρόμο. Και να
ξέρετε πώς είναι ο μόνος πού φέρνει στη ζωή! Να, αυτός
πού είδατε ότι πήρε «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην», χρόνια πολλά τη ζητούσε από τον Θεό και μόλις τώρα την κέρδισε. Κοιτάξτε τον πώς προχωρεί!
Έστρεψαν τα βλέμματα τους και τον είδαν να διασχίζει ανεμπόδιστα τον δρόμο. Έφτασε στην πρώτη σκοπιά, πού την αποτελούσαν δύο μαύροι. Μόλις τον είδαν, τράβηξαν τα μαχαίρια καταπάνω του, άλλα τα χέρια τους μαρμάρωσαν μονομιάς, κι εκείνος πέρασε ατάραχος. Προχώρησε στη δεύτερη σκοπιά και τη διέσχισε κατά τον ίδιο τρόπο. Έτσι έγινε και με την τρίτη και την τέταρτη κι όλες τις υπόλοιπες.
Ώσπου έφτασε σ' ένα μέρος, όπου ήταν συγκεντρωμένα πλήθη μαύρων. Αμέσως χίμηξαν όλοι να τον χτυπήσουν, άλλ' απόμειναν ολότελα ξεροί και αναίσθητοι. Ήταν τόσο πολλοί πού ό μακάριος Νήφων, μη βρίσκοντας τόπο να περάσει, άρχισε άλλον να σπρώχνει κι άλλον να καταπατεί, για ν' άνοιξη δρόμο.
- Ποιος τάστησε εδώ τούτα τα βδελύγματα να μάς φράζουν τον δρόμο, για να μη βαδίσουμε προς τη ζωή; φώναξε.
Κι ενώ όλοι τον ατένιζαν με θαυμασμό, προχώρησε θριαμβευτής ως το τέρμα.
Όταν έσβησε το όραμα κι ήρθε κάπως στον εαυτό του, απόρησε τι να σήμαιναν όλ' αυτά. Τον συνείχε όμως ακόμη το Άγιο Πνεύμα και τού φώτισε τον νου:
- Θέλεις να κατανοήσεις όσα είδες; Πρόσεξε: Ή οδός
πού βάδισες είναι ή «στενή και τεθλιμμένη». ΟΙ μαύροι είναι οι πονηροί δαίμονες, πού αντιστέκονται σ' όσους θέλουν να τη βαδίσουν. Τώρα πια πρέπει να έμαθες ότι κανείς δεν μπορεί να περάσει απʼ αύτη την οδό, αν δεν ζητήσει και λάβει ταπεινή και συντετριμμένη καρδιά. Εσύ τη ζήτησες και την έλαβες. Από δω και μπρος δεν έχεις να φοβηθείς «από φόβου νυκτερινού, από βέλους πετομένου ημέρας, από πράγματος εν σκότει διαπορευομένου», γιατί «τον ύψιστον έθου καταφυγήν σου». Πρόσεχε όμως γιατί μεγάλος πειρασμός θα σηκωθεί καταπάνω σου, άλλα δεν θα νικηθείς, γιατί Εγώ είμαι μαζί σου.
Αυτά του είπε το Πνεύμα του θεού και τον άφησε. Ό όσιος απολάμβανε θαυμαστικά την άφατη ευωδία που τον πλημμύρισε.
- Ανθρώπινη καρδιά, μονολόγησε, δεν μπορεί να νοιώσει
με τι μοιάζει ή γλυκύτητα τής ευωδίας του Αγίου Πνεύματος! Ξεπερνάει κάθε τέρψη κι ευφροσύνη. Δεν θάθελα πια ποτέ να δοκιμάσω τις ηδονές τού κόσμου.
Όταν βγήκε απʼ τους στοχασμούς του, τάβαλε και πάλι με τον εαυτό του:
- 'Αλίμονο σε μένα τον αμαρτωλό, τον ρυπαρό, τον πονηρό, τον ανήθικο, τον αισχρό, τον βλάσφημο! Αλίμονο μου που ξεπερνάω και τους δαίμονες στην αμαρτία!
Τι να κάνω για να γλιτώσω «από των εργαζομένων την
ανομίαν»; 'Αλίμονο σε μένα τον «εν χώρα. και σκιά θανάτου καθήμενον»!
Ήταν παντοτινή του συνήθεια να λέει «αλίμονο σε μένα τον αμαρτωλό»! Όταν πήγαινε στην εκκλησία, μετά την προσευχή προσκυνούσε όλους με ταπείνωση, ενώ ο ίδιος έκλεινε τα μάτια για να μη δει κανένα να τον προσκυνάει. Τόσο πολύ μισούσε την ανθρώπινη δόξα.
Πολλές φορές τον άκουσα (Μιλάει εδώ ο μαθητής και βιογράφος του αγίου Νήφωνος, Ιερομόναχος Πέτρος) να προσεύχεται με στεναγμούς και να λέει:
Κύριε μου,
μην επιτρέψεις να με δοξάζουν οι άνθρωποι
Μην τους αφήσεις να μου δείχνουν
θαυμασμό κι εκτίμηση.
Δός μου καλύτερα τη δόξα πού μένει στους αιώνες. Γιατί μόνο τότε θ' αναπαυθεί το πνεύμα μου, όταν ευφραίνεται κοντά σου.
Πολλές φορές πηγαίνοντας στην εκκλησία ελεεινολογούσε τον εαυτό του λέγοντας:
- Ήρθες κι εδώ, άθλιε, να μολύνεις αυτούς τους αγίους ανθρώπους; Αλίμονο σου, βρωμερέ, γιατί ενώ στη μορφή μοιάζεις σαν άνθρωπος, στη ζωή και στα έργα είσαι δαίμονας πονηρός!
Και πρόσθετε:
- Θεέ μου, ελέησέ με, γιατί δεν έκανα κανένα καλό για χάρη σου.
Μ' αυτές τις σκέψεις κατόρθωνε να ποδοπατάει τον εαυτό του και να νιώθει πώς ήταν χώμα στα πόδια των αδελφών.
- Νήφων, έλεγε συχνά μόνος του, ή σκόνη που τινάζουν
απʼ τα σανδάλια τους οι αδελφοί είναι πολυτιμότερη από σένα. Γιατί αυτή προέρχεται από άγια πόδια, ενώ εσύ, ταλαίπωρε, έχεις ξεπεράσει κάθε σατανική αθλιότητα. "Ω! αλίμονο σου την ήμερα τής Κρίσεως!...
Εξευτελίζοντας έτσι τον εαυτό του υπηρετούσε και λάτρευε τον Κύριο με θαυμαστή ευσέβεια.
Όταν ήθελε να δώσει κανένα νόμισμα ή τίποτε άλλο σε κάποιο φτωχό έλεγε:
- «Τα σα εκ των σων Σοι προσφέρομεν, Κύριε, κατά
πάντα και δια πάντα».
Κι έσκυβε πρώτος το κεφάλι του προσκυνώντας με φόβο και τρόμο τον ζητιάνο. Και εξηγούσε:
- Δεν φτάνει πού έρχεται ο Χριστός στα πόδια μας να
ζητιανέψει, πρέπει να μπαίνει και στον κόπο να μάς παρακαλάει, να μάς Ικετεύει και να μάς προσκυνάει; Όχι! Αλλά πρέπει εμείς - σύμφωνα με την εντολή του - να τού δίνουμε πρόθυμα και να τον παρηγορούμε, για νάχουμε το έλεος του. Μακάριος όποιος φροντίζει για τον Χριστό!
Όλη ή ζωή του κυλούσε σε βαθιά ταπείνωση. Αν τού συνέβαινε καμιά φορά να πέσει σ' ένα σφάλμα, έτρεχε αμέσως στην εκκλησία να το εξομολογηθεί, Ικετεύοντας με αναστεναγμούς τον Θεό να τον συγχώρεση. Συνήθιζε να λέει ότι, αφού ο άνθρωπος αμαρτάνει κάθε μέρα, πρέπει επίσης κάθε μέρα να μετανοεί. Έτσι ενώ ο σατανάς θα χτίζει, εμείς θα γκρεμίζουμε.
Επειτ' από λίγες μέρες ο Νήφων είδε μιαν οπτασία: Ήταν ένας μακρύς δρόμος, πού έφερνε στην ανατολή. Τον φρουρούσαν όμως πελώριοι μαύροι άνδρες οπλισμένοι με δόρατα πού δεν άφηναν κανένα να περάσει. Στην αρχή τού δρόμου συνωστίζονταν πλήθη ανθρώπων, άλλα δεν προχωρούσαν, γιατί φοβόντουσαν εκείνους τους μαύρους. Ανάμεσα στον λαό ήταν κι ο Νήφων και αναρωτιόταν πώς θα περάσει ακίνδυνα τον δρόμο.
Ενώ λοιπόν κανένας δεν ήξερε τι να κάνει, ήρθε ένας λευκοφόρος άνδρας και στάθηκε ανάμεσα τους.
- Τι δειλία είναι αυτή που σας κυρίεψε όλους; ρώτησε.
- Φοβόμαστε τους μαύρους, απάντησαν εκείνοι.
- Κι εσύ, γιατί δεν προχωρείς εσύ; στράφηκε στον Νήφωνα.
- Απʼ τον ίδιο φόβο, αποκρίθηκε.
- Μήπως προσευχήθηκες ποτέ να σου δοθεί ταπείνωση;
- Ναι! Συνεχώς αυτό ζητώ απʼ τον Θεό μου.
- Ε λοιπόν, να πού σου την έστειλε. Δες το θαυμαστό!
Και βλέπει: Σαν να τού έσχισε ο άγγελος το στήθος και μπροστά σ' όλους τού αφαίρεσε την καρδιά. Την πέταξε στη γη κι έβαλε στη θέση της μιαν άλλη.
- Προχώρα στον δρόμο σου τώρα, τον πρόσταξε ο άγγελος. Οι μαύροι θα νεκρωθούν στο πέρασμα σου και δεν θα σ' αγγίξει κανείς.
Τότε κι ο υπόλοιπος λαός παρακάλεσε τον άγγελο:
- Κάνε και σε μάς το ίδιο, σε ικετεύουμε, για να μπορέσουμε να βαδίσουμε ανεμπόδιστα τούτο τον δρόμο!
- Ζητήστε το και σεις με προσευχή και νηστεία από τον
Κύριο και να είστε σίγουροι πώς θα σάς το δώσει. Αν δεν
το ζητήσετε, δεν θα το πάρετε. Κι αν δεν το πάρετε, δεν
θα τα καταφέρετε να περάσετε απʼ αυτό τον δρόμο. Και να
ξέρετε πώς είναι ο μόνος πού φέρνει στη ζωή! Να, αυτός
πού είδατε ότι πήρε «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην», χρόνια πολλά τη ζητούσε από τον Θεό και μόλις τώρα την κέρδισε. Κοιτάξτε τον πώς προχωρεί!
Έστρεψαν τα βλέμματα τους και τον είδαν να διασχίζει ανεμπόδιστα τον δρόμο. Έφτασε στην πρώτη σκοπιά, πού την αποτελούσαν δύο μαύροι. Μόλις τον είδαν, τράβηξαν τα μαχαίρια καταπάνω του, άλλα τα χέρια τους μαρμάρωσαν μονομιάς, κι εκείνος πέρασε ατάραχος. Προχώρησε στη δεύτερη σκοπιά και τη διέσχισε κατά τον ίδιο τρόπο. Έτσι έγινε και με την τρίτη και την τέταρτη κι όλες τις υπόλοιπες.
Ώσπου έφτασε σ' ένα μέρος, όπου ήταν συγκεντρωμένα πλήθη μαύρων. Αμέσως χίμηξαν όλοι να τον χτυπήσουν, άλλ' απόμειναν ολότελα ξεροί και αναίσθητοι. Ήταν τόσο πολλοί πού ό μακάριος Νήφων, μη βρίσκοντας τόπο να περάσει, άρχισε άλλον να σπρώχνει κι άλλον να καταπατεί, για ν' άνοιξη δρόμο.
- Ποιος τάστησε εδώ τούτα τα βδελύγματα να μάς φράζουν τον δρόμο, για να μη βαδίσουμε προς τη ζωή; φώναξε.
Κι ενώ όλοι τον ατένιζαν με θαυμασμό, προχώρησε θριαμβευτής ως το τέρμα.
Όταν έσβησε το όραμα κι ήρθε κάπως στον εαυτό του, απόρησε τι να σήμαιναν όλ' αυτά. Τον συνείχε όμως ακόμη το Άγιο Πνεύμα και τού φώτισε τον νου:
- Θέλεις να κατανοήσεις όσα είδες; Πρόσεξε: Ή οδός
πού βάδισες είναι ή «στενή και τεθλιμμένη». ΟΙ μαύροι είναι οι πονηροί δαίμονες, πού αντιστέκονται σ' όσους θέλουν να τη βαδίσουν. Τώρα πια πρέπει να έμαθες ότι κανείς δεν μπορεί να περάσει απʼ αύτη την οδό, αν δεν ζητήσει και λάβει ταπεινή και συντετριμμένη καρδιά. Εσύ τη ζήτησες και την έλαβες. Από δω και μπρος δεν έχεις να φοβηθείς «από φόβου νυκτερινού, από βέλους πετομένου ημέρας, από πράγματος εν σκότει διαπορευομένου», γιατί «τον ύψιστον έθου καταφυγήν σου». Πρόσεχε όμως γιατί μεγάλος πειρασμός θα σηκωθεί καταπάνω σου, άλλα δεν θα νικηθείς, γιατί Εγώ είμαι μαζί σου.
Αυτά του είπε το Πνεύμα του θεού και τον άφησε. Ό όσιος απολάμβανε θαυμαστικά την άφατη ευωδία που τον πλημμύρισε.
- Ανθρώπινη καρδιά, μονολόγησε, δεν μπορεί να νοιώσει
με τι μοιάζει ή γλυκύτητα τής ευωδίας του Αγίου Πνεύματος! Ξεπερνάει κάθε τέρψη κι ευφροσύνη. Δεν θάθελα πια ποτέ να δοκιμάσω τις ηδονές τού κόσμου.
Όταν βγήκε απʼ τους στοχασμούς του, τάβαλε και πάλι με τον εαυτό του:
- 'Αλίμονο σε μένα τον αμαρτωλό, τον ρυπαρό, τον πονηρό, τον ανήθικο, τον αισχρό, τον βλάσφημο! Αλίμονο μου που ξεπερνάω και τους δαίμονες στην αμαρτία!
Τι να κάνω για να γλιτώσω «από των εργαζομένων την
ανομίαν»; 'Αλίμονο σε μένα τον «εν χώρα. και σκιά θανάτου καθήμενον»!
Ήταν παντοτινή του συνήθεια να λέει «αλίμονο σε μένα τον αμαρτωλό»! Όταν πήγαινε στην εκκλησία, μετά την προσευχή προσκυνούσε όλους με ταπείνωση, ενώ ο ίδιος έκλεινε τα μάτια για να μη δει κανένα να τον προσκυνάει. Τόσο πολύ μισούσε την ανθρώπινη δόξα.
Πολλές φορές τον άκουσα (Μιλάει εδώ ο μαθητής και βιογράφος του αγίου Νήφωνος, Ιερομόναχος Πέτρος) να προσεύχεται με στεναγμούς και να λέει:
Κύριε μου,
μην επιτρέψεις να με δοξάζουν οι άνθρωποι
Μην τους αφήσεις να μου δείχνουν
θαυμασμό κι εκτίμηση.
Δός μου καλύτερα τη δόξα πού μένει στους αιώνες. Γιατί μόνο τότε θ' αναπαυθεί το πνεύμα μου, όταν ευφραίνεται κοντά σου.
Πολλές φορές πηγαίνοντας στην εκκλησία ελεεινολογούσε τον εαυτό του λέγοντας:
- Ήρθες κι εδώ, άθλιε, να μολύνεις αυτούς τους αγίους ανθρώπους; Αλίμονο σου, βρωμερέ, γιατί ενώ στη μορφή μοιάζεις σαν άνθρωπος, στη ζωή και στα έργα είσαι δαίμονας πονηρός!
Και πρόσθετε:
- Θεέ μου, ελέησέ με, γιατί δεν έκανα κανένα καλό για χάρη σου.
Μ' αυτές τις σκέψεις κατόρθωνε να ποδοπατάει τον εαυτό του και να νιώθει πώς ήταν χώμα στα πόδια των αδελφών.
- Νήφων, έλεγε συχνά μόνος του, ή σκόνη που τινάζουν
απʼ τα σανδάλια τους οι αδελφοί είναι πολυτιμότερη από σένα. Γιατί αυτή προέρχεται από άγια πόδια, ενώ εσύ, ταλαίπωρε, έχεις ξεπεράσει κάθε σατανική αθλιότητα. "Ω! αλίμονο σου την ήμερα τής Κρίσεως!...
Εξευτελίζοντας έτσι τον εαυτό του υπηρετούσε και λάτρευε τον Κύριο με θαυμαστή ευσέβεια.
Όταν ήθελε να δώσει κανένα νόμισμα ή τίποτε άλλο σε κάποιο φτωχό έλεγε:
- «Τα σα εκ των σων Σοι προσφέρομεν, Κύριε, κατά
πάντα και δια πάντα».
Κι έσκυβε πρώτος το κεφάλι του προσκυνώντας με φόβο και τρόμο τον ζητιάνο. Και εξηγούσε:
- Δεν φτάνει πού έρχεται ο Χριστός στα πόδια μας να
ζητιανέψει, πρέπει να μπαίνει και στον κόπο να μάς παρακαλάει, να μάς Ικετεύει και να μάς προσκυνάει; Όχι! Αλλά πρέπει εμείς - σύμφωνα με την εντολή του - να τού δίνουμε πρόθυμα και να τον παρηγορούμε, για νάχουμε το έλεος του. Μακάριος όποιος φροντίζει για τον Χριστό!
Όλη ή ζωή του κυλούσε σε βαθιά ταπείνωση. Αν τού συνέβαινε καμιά φορά να πέσει σ' ένα σφάλμα, έτρεχε αμέσως στην εκκλησία να το εξομολογηθεί, Ικετεύοντας με αναστεναγμούς τον Θεό να τον συγχώρεση. Συνήθιζε να λέει ότι, αφού ο άνθρωπος αμαρτάνει κάθε μέρα, πρέπει επίσης κάθε μέρα να μετανοεί. Έτσι ενώ ο σατανάς θα χτίζει, εμείς θα γκρεμίζουμε.
Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΞΑΝΑΡΧΕΤΑΙ
Καθώς τον είχε προειδοποιήσει ο Κύριος, ήρθε κάποτε και ο μεγάλος εκείνος πειρασμός. Ήταν Σάββατο και ο Νήφων προσευχόταν. Κάθε Σάββατο άρχιζε την προσευχή του αποβραδίς και τέλειωνε το πρωί. Ούτε κοιμόταν ούτε καθόταν καν. Όλη τη νύχτα προσευχόταν κι έκανε μετάνοιες, μιμούμενος τον Δανιήλ ή μάλλον τους αγγέλους, για τους όποιους λέει ο προφήτης: «Προσκυνησάτωσαν αυτόν πάντες άγγελοι Θεού». Αυτή την τάξη την κρατούσε όχι μόνο τις Κυριακές, άλλα κι όλες τις δεσποτικές εορτές, κατά την εκκλησιαστική παράδοση. Αποβραδίς έλεγε μία δική του προσευχή πού την επαναλάμβανε και το πρωί. Μα τι προσευχή ήταν εκείνη! Κατάμεστη από θεία γνώση και σοφία. Έκλεινε μέσα της όλη την προαιώνια θεολογία, την άναρχη γέννηση τού Υιού, τη δημιουργία των ουρανίων δυνάμεων, τα ρητά και τα άρρητα, τη θαυμαστή θεία οικονομία, της φύσεως το μεγαλείο, την αιωνιότητα, τα ουράνια, τα επίγεια και τα καταχθόνια, τα ορατά και τα αόρατα, τα καταληπτά και τα ακατάληπτα, τα νοητά και τα ακατανόητα - όπως θα διαπιστώσουμε πιο κάτω, αν μπορέσουμε να μεταφέρουμε εδώ κανένα απόσπασμα της.
Εκείνο λοιπόν το Σαββατόβραδο άρχισε, όπως πάντα, την προσευχή του. Ξαφνικά, ακούει κάτι σαν δυνατό σήμαντρο, πού ήχησε διαπεραστικά στ' αυτιά του. Τάχασε κι αναρωτήθηκε τι να ήταν! Την ίδια στιγμή, να ο διάβολος! ... Βρυχιόταν και απειλούσε και μαινόταν κατά τού Νήφωνος. Τού παρέλυσε τον νου και τον άφησε ταραγμένο, περίφοβο ... Πήγαινε να προσευχηθεί, άλλα στη σκέψη του δεν βρισκόταν καθαρή έννοια. Νάρκη, χασμουρητά, τεμπελιά και υπνηλία τον κατακυρίεψαν. Και μαζί φλυαρία, θλίψη αφόρητη και μύρια άλλα κακά.
Έτσι δά συνέχισε να τον τυραννάει πασχίζοντας να τού στέρηση ολότελα τον καθαρό και ηγεμονικό νου. Καταταλαιπωρημένος ο Νήφων από τον σατανικό ζόφο αναφώνησε:
- Ω, αμαρτωλέ Νήφων, ξέσπασαν, φαίνεται, τώρα οι
αμαρτίες σου στον τράχηλο σου! Ό πειρασμός που φοβόσουνα είναι στ' αλήθεια φοβερός. Ό καταχθόνιος δράκοντας σου σκότισε τον νου και μαίνεται εναντίον σου. Πρόσεχε, μη σε καταπιεί ζωντανό!...
Και λέγοντας αυτά έκανε το σημείο του σταυρού. Μα ο αναιδής διάβολος του προξενούσε μεγάλη σύγχυση κι αγωνιζόταν να τον εκβιάσει μ' αυτά τα πονηρά λόγια:
- Ή πάψε να προσεύχεσαι ή θα κάτσουμε κι οι δυο εδώ πέρα. Δεν το κουνάω ρούπι από κοντά σου κι ό,τι θέλει ας γίνει!
- Δεν σ' ακούω, ακάθαρτε δαίμονα, απαντούσε ο Νήφων. Γιατί αν σε διέταξε ο Παντοδύναμος να με θανάτωσης, δέχομαι ταπεινά το πρόσταγμα του. Αν όμως δεν όρισε έτσι ο Θεός μου, περιφρονώ όλα σου τα τεχνάσματα.
- Αλλά, υπάρχει Θεός; . . . Θεός δεν υπάρχει! τού σφύριξε ο διάβολος.
Και μαζί μ' αυτόν τον σατανικό λόγο τού ξέχυσε στον νου πηχτό σκοτάδι προσθέτοντας πάλι:
- 'Αλλά υπάρχει Θεός;... Θεός δεν υπάρχει!
Καθώς τον είχε προειδοποιήσει ο Κύριος, ήρθε κάποτε και ο μεγάλος εκείνος πειρασμός. Ήταν Σάββατο και ο Νήφων προσευχόταν. Κάθε Σάββατο άρχιζε την προσευχή του αποβραδίς και τέλειωνε το πρωί. Ούτε κοιμόταν ούτε καθόταν καν. Όλη τη νύχτα προσευχόταν κι έκανε μετάνοιες, μιμούμενος τον Δανιήλ ή μάλλον τους αγγέλους, για τους όποιους λέει ο προφήτης: «Προσκυνησάτωσαν αυτόν πάντες άγγελοι Θεού». Αυτή την τάξη την κρατούσε όχι μόνο τις Κυριακές, άλλα κι όλες τις δεσποτικές εορτές, κατά την εκκλησιαστική παράδοση. Αποβραδίς έλεγε μία δική του προσευχή πού την επαναλάμβανε και το πρωί. Μα τι προσευχή ήταν εκείνη! Κατάμεστη από θεία γνώση και σοφία. Έκλεινε μέσα της όλη την προαιώνια θεολογία, την άναρχη γέννηση τού Υιού, τη δημιουργία των ουρανίων δυνάμεων, τα ρητά και τα άρρητα, τη θαυμαστή θεία οικονομία, της φύσεως το μεγαλείο, την αιωνιότητα, τα ουράνια, τα επίγεια και τα καταχθόνια, τα ορατά και τα αόρατα, τα καταληπτά και τα ακατάληπτα, τα νοητά και τα ακατανόητα - όπως θα διαπιστώσουμε πιο κάτω, αν μπορέσουμε να μεταφέρουμε εδώ κανένα απόσπασμα της.
Εκείνο λοιπόν το Σαββατόβραδο άρχισε, όπως πάντα, την προσευχή του. Ξαφνικά, ακούει κάτι σαν δυνατό σήμαντρο, πού ήχησε διαπεραστικά στ' αυτιά του. Τάχασε κι αναρωτήθηκε τι να ήταν! Την ίδια στιγμή, να ο διάβολος! ... Βρυχιόταν και απειλούσε και μαινόταν κατά τού Νήφωνος. Τού παρέλυσε τον νου και τον άφησε ταραγμένο, περίφοβο ... Πήγαινε να προσευχηθεί, άλλα στη σκέψη του δεν βρισκόταν καθαρή έννοια. Νάρκη, χασμουρητά, τεμπελιά και υπνηλία τον κατακυρίεψαν. Και μαζί φλυαρία, θλίψη αφόρητη και μύρια άλλα κακά.
Έτσι δά συνέχισε να τον τυραννάει πασχίζοντας να τού στέρηση ολότελα τον καθαρό και ηγεμονικό νου. Καταταλαιπωρημένος ο Νήφων από τον σατανικό ζόφο αναφώνησε:
- Ω, αμαρτωλέ Νήφων, ξέσπασαν, φαίνεται, τώρα οι
αμαρτίες σου στον τράχηλο σου! Ό πειρασμός που φοβόσουνα είναι στ' αλήθεια φοβερός. Ό καταχθόνιος δράκοντας σου σκότισε τον νου και μαίνεται εναντίον σου. Πρόσεχε, μη σε καταπιεί ζωντανό!...
Και λέγοντας αυτά έκανε το σημείο του σταυρού. Μα ο αναιδής διάβολος του προξενούσε μεγάλη σύγχυση κι αγωνιζόταν να τον εκβιάσει μ' αυτά τα πονηρά λόγια:
- Ή πάψε να προσεύχεσαι ή θα κάτσουμε κι οι δυο εδώ πέρα. Δεν το κουνάω ρούπι από κοντά σου κι ό,τι θέλει ας γίνει!
- Δεν σ' ακούω, ακάθαρτε δαίμονα, απαντούσε ο Νήφων. Γιατί αν σε διέταξε ο Παντοδύναμος να με θανάτωσης, δέχομαι ταπεινά το πρόσταγμα του. Αν όμως δεν όρισε έτσι ο Θεός μου, περιφρονώ όλα σου τα τεχνάσματα.
- Αλλά, υπάρχει Θεός; . . . Θεός δεν υπάρχει! τού σφύριξε ο διάβολος.
Και μαζί μ' αυτόν τον σατανικό λόγο τού ξέχυσε στον νου πηχτό σκοτάδι προσθέτοντας πάλι:
- 'Αλλά υπάρχει Θεός;... Θεός δεν υπάρχει!
