Ένας Ασκητής Επίσκοπος
Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές
Είχε ετοιμάσει καταχθόνιο σχέδιο από πριν ο πονηρός, για να καταφέρει να σκoτίσει τον όσιο και να τον πείσει - αν ήταν δυνατό! - ότι δεν υπάρχει Θεός. Ακούγοντας ο δούλος του Θεού τα φοβερά αυτά λόγια πονούσε κατάκαρδα κι αναφωνούσε:
- «Είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού ουκ έστι Θεός» ...
Διαλύσου, απαίσιο σκοτάδι, και μη βλαστημάς! Χάσου από τα μάτια μου, γιατί εγώ πιστεύω απόλυτα ότι υπάρχει Θεός, Αυτός πού θα σε παραδώσει στο αιώνιο πυρ για τις πονηρίες σου!
Ο μισόκαλος διάβολος εξαγριωμένος τού θόλωνε πιο πολύ τον λογισμό. Με την αχλύ της σατανικής του μαγείας του εξαφάνιζε από τον νου κάθε αγιογραφικό λόγο. Άρχιζε να πει, κατά τη συνήθεια του, ένα ψαλμό, άλλα συχνά, ενώ το στόμα του έλεγε, ο νους του, σαν τυλιγμένος σε ομίχλη, δεν καταλάβαινε τίποτε. Αυτό τού προξενούσε στενοχώρια και θλίψη αβάσταχτη.
- Αλίμονο μου! Δεν ξέρω τι λέω ο ταλαίπωρος.
Κι άρχιζε πάλι απʼ την αρχή την προσευχή του με πολύ
κόπο.
Αυτό το μαρτύριο στην προσευχή κράτησε τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Κι ο διάβολος δεν έπαυε κάθε μέρα να τού επαναλαμβάνει:
- Θεός δεν υπάρχει!...
Και με τον βλάσφημο αυτό λόγο τον βύθιζε σε απαρηγόρητη θλίψη. Ήταν τόση και τέτοια ή ταραχή κι ή οδύνη του, ώστε τον έβλεπες να βαδίζει σαν άνθρωπος απελπισμένος κι αδιάφορος για όλα.
Ωστόσο ο διάβολος συνεχίζει:
- Εγώ δεν πρόκειται να σου ζητήσω τίποτ' άλλο. Μόνο
να πάψης την προσευχή πού κάνεις πρωί και βράδυ.
Ο δούλος του Θεού κατάπληκτος με την αναίδεια του τού άπαντα:
- Έστω κι αν πέσω σε ανηθικότητα κι αν σκοτώσω, κι αν κάνω οτιδήποτε άλλο κακό, απʼ τα πόδια του Κυρίου μου Ιησού Χριστού δεν απομακρύνομαι.
Τι λες; Και υπάρχει Χριστός;... Χριστός δεν υπάρχει. Μόνος εγώ κυριεύω τα σύμπαντα. 'Εσύ λοιπόν γιατί με απαρνήθηκες;
- Ναι, άθλιε, υπάρχει Χριστός! Και είναι μαζί άνθρωπος και Θεός! αποκρίνεται ο Νήφων... Ως πότε θα βασανίζεις το πλάσμα του Θεού, κακούργε; Φαντάσθηκες ότι θα με πλανέψεις, μαύρε και σκοτεινέ; Το ξέρω καλά πώς είσαι σκοτάδι και στο σκοτάδι σαλεύεις, και με το σκοτάδι πολεμάς τους ανθρώπους, και στο σκοτάδι το ζοφερό μέλλεις να βασανίζεσαι στους ατέλειωτους αιώνες. Φύγε από κοντά μου, εχθρέ του Θεού και των αγίων του!
Αλλ' αυτός ο πανούργος δεν ξεκολλούσε διόλου απʼ το πλάι του κι επαναλάμβανε συνεχώς ότι δεν υπάρχει Θεός:
- Τι; θες να πεις ότι υπάρχει Θεός; Και πού τον είδες αυτόν τον Θεό πού λες; Ποιος σου τον έδειξε; Πού μένει; ... Πού κατοικεί;... Δείξε μου τον και θα τον πιστέψω κι εγώ!...
'Επί τέσσερα χρόνια, καθώς είπαμε και πιο πάνω, τον βασάνιζε έτσι. Έτρωγε, κοιμόταν, προσευχόταν, ότι κι αν έκανε, αυτή τη σκέψη τού έβαζε εξαναγκάζοντας τον να πιστέψει πώς δεν υπάρχει Θεός. Τού τριβέλιζε συνεχώς το μυαλό και του θόλωνε τη λογική μ' αυτή τη διαρκή επανάληψη. Ήταν θλιβερό να βλέπεις τον όσιο να πέφτει στην άθλια δυσπιστία. Άλλοτε έλεγε ότι υπάρχει Θεός. Άλλοτε όμως δασκαλεμένος απʼ τον διάβολο φανταζόταν ότι δεν υπάρχει. Έφτασε έτσι ν' απογοητευθεί βαθιά. Παρόλα αυτά δεν παραμελούσε την προσευχή και τη μελέτη του.
Έτσι, μία μέρα ενώ προσευχόταν μέσα στην εκκλησία, έρχεται πάλι ο διάβολος κι άρχισε να του βάζει τον ίδιο λογισμό.
- Και τότε!... βλέπει μπροστά του ξαφνικά να ζωγραφίζεται ή μορφή του Κυρίου Ιησού Χριστού. Αναστέναξε τότε από τα βάθη τής καρδιάς του, άπλωσε τα χέρια του προς την άγια εκείνη μορφή και φώναξε:
- «Ό Θεός, ό Θεός μου, πρόσχες μοι, ινατί εγκατέλιπές
με;». Βεβαίωσε με ότι είσαι Θεός, γιατί θ' αναγκασθώ να
πάψω όσα κάνω για το άγιο όνομα σου και θα κάνω όσα
μου λέει ο πονηρός.
Στεκόταν και περίμενε τι θ' ακούσει. Ενώ κοίταζε τη θεϊκή μορφή, τη βλέπει ξαφνικά να λάμπει σαν αστραπή καταυγάζοντας του το πρόσωπο και χορταίνοντας τον με άρρητη ευωδία. Θαμπωμένος από το φως και μη αντέχοντας τη φοβερή λάμψη έπεσε τρέμοντας με το πρόσωπο στη γη.
- «Πιστεύω εις ένα Θεόν πατέρα, παντοκράτορα, ποιητήν ουρανού και γης ορατών τε πάντων και αοράτων. Και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον ποιητήν και Δεσπότην μου και εις το Πνεύμα αυτού το Άγιον και ζωοποιόν»,
ψέλλισε ... Κύριε μου Ιησού Χριστέ, μη μου οργιστείς, πολυεύσπλαχνε, και μη με διώξεις από κοντά σου τον βέβηλο, πού τόλμησα να προσβάλω το άγιο όνομα σου. Ξέρεις Εσύ, Κύριε, πώς μ' έζωσε ο εχθρός βυθίζοντας με στην ολέθρια απιστία. Γι' αυτό συγχώρεσε όση ασέβεια έδειξα
στην ανεξίκακη φιλανθρωπία σου.
Ήταν ακόμη μπρούμυτα στη γη. Όταν είπε αυτά τα λόγια, ανασηκώθηκε λιγάκι και ατένισε πάλι την πανσέβαστη εκείνη μορφή. Τι υπερκόσμιο θέαμα! Το θεϊκό πρόσωπο ήταν υπέρλαμπρο και πολύ γλυκό σ' εκείνον πού το κοιτούσε.
Ό Νήφων άρχισε να ψάλλει με την ψυχή γεμάτη αγαλλίαση το «Κύριε ελέησον». Έμεινε έκθαμβος, εκστατικός απʼ το υπερκόσμιο θέαμα.
- Πραγματικά, είναι μέγας ο Θεός των χριστιανών, αναφώνησε, και μεγάλη δόξα προσμένει εκείνον πού καταφεύγει στα άχραντα πόδια του, γιατί ποτέ δεν αφήνει το πλάσμα του να χαθεί. Ευλογητός ο Θεός και ευλογημένη ή βασιλεία τού Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, πού μ' έσωσε, αν και ήμουνα σιδεροδεμένος «εν χώρα και σκιά θανάτου» Είπε κι άλλες πολλές ευχαριστίες στον Κύριο μας Ιησού Χριστό κι έπειτα βγήκε απʼ την εκκλησία, γύρισε στο κελί του και κοιμήθηκε λίγο. Ή καρδιά του είχε πλημμυρίσει από πνευματική ευφροσύνη. Ήταν χαρά Θεού να τον βλέπει κανείς, γιατί τώρα περπατούσε φαιδρός, πάντα χαμογελαστός κι αισιόδοξος. Προς όλους ήταν τόσο πρόσχαρος, ώστε οι γνωστοί του αναρωτιόντουσαν απορημένοι:
- Τόσα χρόνια βάδιζε κατηφής και σκυθρωπός. Πώς τώρα είναι χαρούμενος με όλους; Μήπως είδε κάποια οπτασία;
Προσπαθούσαν να δώσουν μιαν εξήγηση στο μυστήριο. Ενώ αυτός, από την ώρα πού είδε τη μορφή τού Κυρίου, σήκωνε συχνά ολάνοιχτα τα μάτια στον ουρανό κι έλεγε:
- Ελέησε με, Συ πού έγινες άνθρωπος για χάρη μου, Συ
πού είσαι ο μονογενής Υιός τού Θεού, το θάρρος και ο μεσίτης μας προς τον Πατέρα, Συ πού είσαι ή πλούσια ευσπλαχνία κι ή ανέκφραστη φιλανθρωπία τής απερίγραπτης θεότητας.
Κι έπειτα άρχισε να κοροϊδεύει τον πονηρό λέγοντας:
- Πού είναι κείνος ο κακοποιός πού έλεγε ότι δεν υπάρχει Θεός; Ας καταισχυνθεί τώρα ο ακάθαρτος δαίμονας, ο ψεύτης, ο σκοτεινός, ο μισόκαλος! Τον είδα τον Κύριο μου και με βεβαίωσε, όπως τον μακάριο Θωμά τότε πού απίστησε. «Μεγαλύνει ή ψυχή μου τον Κύριον και ηγαλλίασε το πνεύμα μου επί τω Θεω τω σωτήρι μου».
Μ' αυτά τα δοξολογητικά λόγια της Παναγίας μας υμνούσε και ευχαριστούσε ολόθερμα Εκείνον πού τον επισκέφθηκε μέσα σε άρρητη ευωδία.
Ένα βράδυ, αφού τέλειωσε την κανονισμένη του προσευχή, κοιμήθηκε λίγο. Στον ύπνο του είδε μιαν απέραντη θάλασσα και στη μέση της ένα πελώριο πύρινο στύλο μ' ένα λαμπρό θρόνο στην κορφή. Ξαφνικά εμφανίζεται κάποιος και τον ρωτάει:
- Τι στέκεσαι; Ανέβα στον στύλο, γιατί είναι ορισμένο ν' ανεβείς.
Μόλις τ' άκουσε, άρχισε να σκαρφαλώνει. Με πολύ κόπο έφτασε ως πάνω, άλλα δεν μπορούσε ν' ανέβει στην κορφή. Απέμεναν περίπου τρεις πήχες ανάβαση. Προσπαθούσε να σήκωση το πόδι του, για να πατήσει πάνω στο θρονί, μα δεν τολμούσε, γιατί κοιτάζοντας το αχανές πέλαγος τρόμαζε.
- Αχ, συλλογιζόταν, δεν ξέρω τι να κάνω ο αμαρτωλός!
Αν απλώσω το πόδι μου για να φτάσω στην κορφή, φοβάμαι μήπως γλιστρήσω και πνιγώ. Αλλά πάλι να γυρίσω και να ξανακατεβώ μου φαίνεται βαρύ ...
Σκεπτόταν, παιδευόταν, δίσταζε, ήταν σε αδιέξοδο. Μα ξαφνικά, χωρίς να καταλάβει πώς, αποτόλμησε μια μικρή προσπάθεια. Ήταν ωστόσο αρκετή, για να μπορέσει να δρασκελίσει άνετα την απόσταση και να καθίσει κατενθουσιασμένος στο θρόνο. Με θαυμασμό ατένιζε τώρα τον ανοιχτό ορίζοντα γύρω του. Απορούσε: «Πώς ανέβηκα εγώ εδώ πάνω; 'Αλλά και πώς θα μπορέσω να ξανακατεβώ;». Ακριβώς εκείνη τη στιγμή ξύπνησε.
Έκπληκτος αναρωτιόταν τι να σημαίνουν όλ' αυτά. Την άλλη βραδιά πάλι τα ίδια, καθώς και την τρίτη. Τότε ή απορία του κορυφώθηκε.
- Κύριε, παρακάλεσε, φανέρωσε μου τι σημαίνει αυτό μου το όραμα!
Και ο Κύριος του άνοιξε τον νου. Όταν το ξανασυλλογίσθηκε άρχισε μόνος του να εξηγεί.
- Ή ανάβαση στον στύλο είναι ο δύσκολος δρόμος της αρετής πού φέρνει στην ουράνια πόλη. Όσο για το εμπόδιο τού δρασκελίσματος, να τι σημαίνει: Πολλές φορές επιστρέ
φουμε στα γήινα κι έτσι δυσκολευόμαστε να κατακτήσουμε την απάθεια. Γιατί ο θρόνος όπου κάθισα κι
αναπαύθηκα κατοπτεύοντας τα πάντα είναι ή απάθεια, πού
βρίσκεται πάνω απʼ όλες τις αρετές σαν θρόνος. Αν καθίσει κανείς σ' αυτόν, παρατηρεί με καθαρό μάτι και τα θεία και τα ανθρώπινα και διακρίνει πώς οι δαίμονες εξαπατούν τους ανθρώπους.
Μόλις κατάφερε να ερμηνεύσει το όνειρο του ο Νήφων, δόξασε μ' όλη του την καρδιά τον Κύριο πού τόσο συχνά τον νοιάζεται και τον φροντίζει.
- «Είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού ουκ έστι Θεός» ...
Διαλύσου, απαίσιο σκοτάδι, και μη βλαστημάς! Χάσου από τα μάτια μου, γιατί εγώ πιστεύω απόλυτα ότι υπάρχει Θεός, Αυτός πού θα σε παραδώσει στο αιώνιο πυρ για τις πονηρίες σου!
Ο μισόκαλος διάβολος εξαγριωμένος τού θόλωνε πιο πολύ τον λογισμό. Με την αχλύ της σατανικής του μαγείας του εξαφάνιζε από τον νου κάθε αγιογραφικό λόγο. Άρχιζε να πει, κατά τη συνήθεια του, ένα ψαλμό, άλλα συχνά, ενώ το στόμα του έλεγε, ο νους του, σαν τυλιγμένος σε ομίχλη, δεν καταλάβαινε τίποτε. Αυτό τού προξενούσε στενοχώρια και θλίψη αβάσταχτη.
- Αλίμονο μου! Δεν ξέρω τι λέω ο ταλαίπωρος.
Κι άρχιζε πάλι απʼ την αρχή την προσευχή του με πολύ
κόπο.
Αυτό το μαρτύριο στην προσευχή κράτησε τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Κι ο διάβολος δεν έπαυε κάθε μέρα να τού επαναλαμβάνει:
- Θεός δεν υπάρχει!...
Και με τον βλάσφημο αυτό λόγο τον βύθιζε σε απαρηγόρητη θλίψη. Ήταν τόση και τέτοια ή ταραχή κι ή οδύνη του, ώστε τον έβλεπες να βαδίζει σαν άνθρωπος απελπισμένος κι αδιάφορος για όλα.
Ωστόσο ο διάβολος συνεχίζει:
- Εγώ δεν πρόκειται να σου ζητήσω τίποτ' άλλο. Μόνο
να πάψης την προσευχή πού κάνεις πρωί και βράδυ.
Ο δούλος του Θεού κατάπληκτος με την αναίδεια του τού άπαντα:
- Έστω κι αν πέσω σε ανηθικότητα κι αν σκοτώσω, κι αν κάνω οτιδήποτε άλλο κακό, απʼ τα πόδια του Κυρίου μου Ιησού Χριστού δεν απομακρύνομαι.
Τι λες; Και υπάρχει Χριστός;... Χριστός δεν υπάρχει. Μόνος εγώ κυριεύω τα σύμπαντα. 'Εσύ λοιπόν γιατί με απαρνήθηκες;
- Ναι, άθλιε, υπάρχει Χριστός! Και είναι μαζί άνθρωπος και Θεός! αποκρίνεται ο Νήφων... Ως πότε θα βασανίζεις το πλάσμα του Θεού, κακούργε; Φαντάσθηκες ότι θα με πλανέψεις, μαύρε και σκοτεινέ; Το ξέρω καλά πώς είσαι σκοτάδι και στο σκοτάδι σαλεύεις, και με το σκοτάδι πολεμάς τους ανθρώπους, και στο σκοτάδι το ζοφερό μέλλεις να βασανίζεσαι στους ατέλειωτους αιώνες. Φύγε από κοντά μου, εχθρέ του Θεού και των αγίων του!
Αλλ' αυτός ο πανούργος δεν ξεκολλούσε διόλου απʼ το πλάι του κι επαναλάμβανε συνεχώς ότι δεν υπάρχει Θεός:
- Τι; θες να πεις ότι υπάρχει Θεός; Και πού τον είδες αυτόν τον Θεό πού λες; Ποιος σου τον έδειξε; Πού μένει; ... Πού κατοικεί;... Δείξε μου τον και θα τον πιστέψω κι εγώ!...
'Επί τέσσερα χρόνια, καθώς είπαμε και πιο πάνω, τον βασάνιζε έτσι. Έτρωγε, κοιμόταν, προσευχόταν, ότι κι αν έκανε, αυτή τη σκέψη τού έβαζε εξαναγκάζοντας τον να πιστέψει πώς δεν υπάρχει Θεός. Τού τριβέλιζε συνεχώς το μυαλό και του θόλωνε τη λογική μ' αυτή τη διαρκή επανάληψη. Ήταν θλιβερό να βλέπεις τον όσιο να πέφτει στην άθλια δυσπιστία. Άλλοτε έλεγε ότι υπάρχει Θεός. Άλλοτε όμως δασκαλεμένος απʼ τον διάβολο φανταζόταν ότι δεν υπάρχει. Έφτασε έτσι ν' απογοητευθεί βαθιά. Παρόλα αυτά δεν παραμελούσε την προσευχή και τη μελέτη του.
Έτσι, μία μέρα ενώ προσευχόταν μέσα στην εκκλησία, έρχεται πάλι ο διάβολος κι άρχισε να του βάζει τον ίδιο λογισμό.
- Και τότε!... βλέπει μπροστά του ξαφνικά να ζωγραφίζεται ή μορφή του Κυρίου Ιησού Χριστού. Αναστέναξε τότε από τα βάθη τής καρδιάς του, άπλωσε τα χέρια του προς την άγια εκείνη μορφή και φώναξε:
- «Ό Θεός, ό Θεός μου, πρόσχες μοι, ινατί εγκατέλιπές
με;». Βεβαίωσε με ότι είσαι Θεός, γιατί θ' αναγκασθώ να
πάψω όσα κάνω για το άγιο όνομα σου και θα κάνω όσα
μου λέει ο πονηρός.
Στεκόταν και περίμενε τι θ' ακούσει. Ενώ κοίταζε τη θεϊκή μορφή, τη βλέπει ξαφνικά να λάμπει σαν αστραπή καταυγάζοντας του το πρόσωπο και χορταίνοντας τον με άρρητη ευωδία. Θαμπωμένος από το φως και μη αντέχοντας τη φοβερή λάμψη έπεσε τρέμοντας με το πρόσωπο στη γη.
- «Πιστεύω εις ένα Θεόν πατέρα, παντοκράτορα, ποιητήν ουρανού και γης ορατών τε πάντων και αοράτων. Και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον ποιητήν και Δεσπότην μου και εις το Πνεύμα αυτού το Άγιον και ζωοποιόν»,
ψέλλισε ... Κύριε μου Ιησού Χριστέ, μη μου οργιστείς, πολυεύσπλαχνε, και μη με διώξεις από κοντά σου τον βέβηλο, πού τόλμησα να προσβάλω το άγιο όνομα σου. Ξέρεις Εσύ, Κύριε, πώς μ' έζωσε ο εχθρός βυθίζοντας με στην ολέθρια απιστία. Γι' αυτό συγχώρεσε όση ασέβεια έδειξα
στην ανεξίκακη φιλανθρωπία σου.
Ήταν ακόμη μπρούμυτα στη γη. Όταν είπε αυτά τα λόγια, ανασηκώθηκε λιγάκι και ατένισε πάλι την πανσέβαστη εκείνη μορφή. Τι υπερκόσμιο θέαμα! Το θεϊκό πρόσωπο ήταν υπέρλαμπρο και πολύ γλυκό σ' εκείνον πού το κοιτούσε.
Ό Νήφων άρχισε να ψάλλει με την ψυχή γεμάτη αγαλλίαση το «Κύριε ελέησον». Έμεινε έκθαμβος, εκστατικός απʼ το υπερκόσμιο θέαμα.
- Πραγματικά, είναι μέγας ο Θεός των χριστιανών, αναφώνησε, και μεγάλη δόξα προσμένει εκείνον πού καταφεύγει στα άχραντα πόδια του, γιατί ποτέ δεν αφήνει το πλάσμα του να χαθεί. Ευλογητός ο Θεός και ευλογημένη ή βασιλεία τού Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, πού μ' έσωσε, αν και ήμουνα σιδεροδεμένος «εν χώρα και σκιά θανάτου» Είπε κι άλλες πολλές ευχαριστίες στον Κύριο μας Ιησού Χριστό κι έπειτα βγήκε απʼ την εκκλησία, γύρισε στο κελί του και κοιμήθηκε λίγο. Ή καρδιά του είχε πλημμυρίσει από πνευματική ευφροσύνη. Ήταν χαρά Θεού να τον βλέπει κανείς, γιατί τώρα περπατούσε φαιδρός, πάντα χαμογελαστός κι αισιόδοξος. Προς όλους ήταν τόσο πρόσχαρος, ώστε οι γνωστοί του αναρωτιόντουσαν απορημένοι:
- Τόσα χρόνια βάδιζε κατηφής και σκυθρωπός. Πώς τώρα είναι χαρούμενος με όλους; Μήπως είδε κάποια οπτασία;
Προσπαθούσαν να δώσουν μιαν εξήγηση στο μυστήριο. Ενώ αυτός, από την ώρα πού είδε τη μορφή τού Κυρίου, σήκωνε συχνά ολάνοιχτα τα μάτια στον ουρανό κι έλεγε:
- Ελέησε με, Συ πού έγινες άνθρωπος για χάρη μου, Συ
πού είσαι ο μονογενής Υιός τού Θεού, το θάρρος και ο μεσίτης μας προς τον Πατέρα, Συ πού είσαι ή πλούσια ευσπλαχνία κι ή ανέκφραστη φιλανθρωπία τής απερίγραπτης θεότητας.
Κι έπειτα άρχισε να κοροϊδεύει τον πονηρό λέγοντας:
- Πού είναι κείνος ο κακοποιός πού έλεγε ότι δεν υπάρχει Θεός; Ας καταισχυνθεί τώρα ο ακάθαρτος δαίμονας, ο ψεύτης, ο σκοτεινός, ο μισόκαλος! Τον είδα τον Κύριο μου και με βεβαίωσε, όπως τον μακάριο Θωμά τότε πού απίστησε. «Μεγαλύνει ή ψυχή μου τον Κύριον και ηγαλλίασε το πνεύμα μου επί τω Θεω τω σωτήρι μου».
Μ' αυτά τα δοξολογητικά λόγια της Παναγίας μας υμνούσε και ευχαριστούσε ολόθερμα Εκείνον πού τον επισκέφθηκε μέσα σε άρρητη ευωδία.
Ένα βράδυ, αφού τέλειωσε την κανονισμένη του προσευχή, κοιμήθηκε λίγο. Στον ύπνο του είδε μιαν απέραντη θάλασσα και στη μέση της ένα πελώριο πύρινο στύλο μ' ένα λαμπρό θρόνο στην κορφή. Ξαφνικά εμφανίζεται κάποιος και τον ρωτάει:
- Τι στέκεσαι; Ανέβα στον στύλο, γιατί είναι ορισμένο ν' ανεβείς.
Μόλις τ' άκουσε, άρχισε να σκαρφαλώνει. Με πολύ κόπο έφτασε ως πάνω, άλλα δεν μπορούσε ν' ανέβει στην κορφή. Απέμεναν περίπου τρεις πήχες ανάβαση. Προσπαθούσε να σήκωση το πόδι του, για να πατήσει πάνω στο θρονί, μα δεν τολμούσε, γιατί κοιτάζοντας το αχανές πέλαγος τρόμαζε.
- Αχ, συλλογιζόταν, δεν ξέρω τι να κάνω ο αμαρτωλός!
Αν απλώσω το πόδι μου για να φτάσω στην κορφή, φοβάμαι μήπως γλιστρήσω και πνιγώ. Αλλά πάλι να γυρίσω και να ξανακατεβώ μου φαίνεται βαρύ ...
Σκεπτόταν, παιδευόταν, δίσταζε, ήταν σε αδιέξοδο. Μα ξαφνικά, χωρίς να καταλάβει πώς, αποτόλμησε μια μικρή προσπάθεια. Ήταν ωστόσο αρκετή, για να μπορέσει να δρασκελίσει άνετα την απόσταση και να καθίσει κατενθουσιασμένος στο θρόνο. Με θαυμασμό ατένιζε τώρα τον ανοιχτό ορίζοντα γύρω του. Απορούσε: «Πώς ανέβηκα εγώ εδώ πάνω; 'Αλλά και πώς θα μπορέσω να ξανακατεβώ;». Ακριβώς εκείνη τη στιγμή ξύπνησε.
Έκπληκτος αναρωτιόταν τι να σημαίνουν όλ' αυτά. Την άλλη βραδιά πάλι τα ίδια, καθώς και την τρίτη. Τότε ή απορία του κορυφώθηκε.
- Κύριε, παρακάλεσε, φανέρωσε μου τι σημαίνει αυτό μου το όραμα!
Και ο Κύριος του άνοιξε τον νου. Όταν το ξανασυλλογίσθηκε άρχισε μόνος του να εξηγεί.
- Ή ανάβαση στον στύλο είναι ο δύσκολος δρόμος της αρετής πού φέρνει στην ουράνια πόλη. Όσο για το εμπόδιο τού δρασκελίσματος, να τι σημαίνει: Πολλές φορές επιστρέ
φουμε στα γήινα κι έτσι δυσκολευόμαστε να κατακτήσουμε την απάθεια. Γιατί ο θρόνος όπου κάθισα κι
αναπαύθηκα κατοπτεύοντας τα πάντα είναι ή απάθεια, πού
βρίσκεται πάνω απʼ όλες τις αρετές σαν θρόνος. Αν καθίσει κανείς σ' αυτόν, παρατηρεί με καθαρό μάτι και τα θεία και τα ανθρώπινα και διακρίνει πώς οι δαίμονες εξαπατούν τους ανθρώπους.
Μόλις κατάφερε να ερμηνεύσει το όνειρο του ο Νήφων, δόξασε μ' όλη του την καρδιά τον Κύριο πού τόσο συχνά τον νοιάζεται και τον φροντίζει.
Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ
Κάποια μέρα πού πήγα να τον επισκεφθώ τον βρήκα να κάθεται στο κελί του και να διαβάζει. Μόλις με είδε, χάρηκε πολύ. Με χαιρέτησε με ιδιαίτερη αγάπη, κι έσκυψε πάλι στο βιβλίο του. Εγώ τον εμπόδισα απʼ το διάβασμα κι άρχισα να τον ρωτάω για τη μετάνοια. Τότε μου αποκρίθηκε:
- Πίστεψε με, αδελφέ, ότι ο αγαθός Θεός δεν θα κρίνει τον χριστιανό επειδή αμάρτησε ...
Παραξενεύτηκα πολύ μ' αυτά τα λόγια και τον ρώτησα με σεβασμό:
- Τότε λοιπόν καθώς λες, οι αμαρτωλοί δεν θα κριθούν; Πρέπει δηλ. να σκεφθούμε ότι δεν υπάρχει Κρίση;
- Υπάρχει και παραυπάρχει..., μου απάντησε.
- Τότε ποιος θα κριθή;
- Άκου, παιδί μου, να στα πω πιο καθαρά: Ό Θεός δεν κρίνει τον χριστιανό, επειδή αμαρτάνει, άλλα επειδή δεν μετανοεί. Γιατί το να αμαρτάνει κανείς και να μετανοεί είναι ανθρώπινο, ενώ το να μη μετανοεί είναι γνώρισμα τού διαβόλου και των δαιμόνων του. Επειδή δεν ζούμε συνεχώς στη μετάνοια, γι' αυτό θα κριθούμε.
Μου διηγήθηκε τότε με πολλή σοφία ένα αξιοθαύμαστο γεγονός, πού όταν τ' ακούει κανείς μένει κατάπληκτος με την άφατη φιλανθρωπία τού Κυρίου:
Τότε πού τον επισκέφθηκε για πρώτη φορά ή χάρη τού Θεού και τον οδήγησε στη μετάνοια, τού συνέβη κάτι παρόμοιο μ' αυτό πού συνέβη στον Άσωτο τής παραβολής: Ήταν σε μια περιοχή πού λέγεται του Αρίσταρχου και αναλογιζόταν τις αμαρτίες του. Ξαφνικά τον κέντησε μέσα του ή χάρη του Παρακλήτου, και είπε στον εαυτό του:
- Ας πάμε, αμαρτωλέ Νήφων, στην εκκλησία να εξομολογηθούμε στον Θεό τις αμαρτίες μας. Δεν ξέρεις, αν θα ζεις αύριο. Τρέξε λοιπόν! Κάθεται κει και μάς καρτερεί ο πατέρας των οικτιρμών, ο πολυεύσπλαγχνος Θεός. Αυτός πού προσδοκά τη μετάνοια μας, των αθλίων και ρυπαρών. Μ' αυτές τις σκέψεις τρέχοντας σχεδόν έφτασε στον ναό του Θεού. Ύψωσε τα χέρια του προς την ανατολή κι άφησε ένα βαθύ στεναγμό να βγή απʼ την καρδιά του:
Δέξου, Πατέρα, τον νεκρό πού έχασε την ψυχή του.
Δέξου το καταγώγιο των αμαρτιών.
Δέξου τον βλάσφημο, τον πονηρό,
τον αδιάντροπο, τον αισχρό,
τον μολυσμένο στην ψυχή και το σώμα.
Δέξου τον υποδουλωμένο σ' όλες τις δαιμονικές ενέργειες.
Ελέησέ με τον ανήθικο, τον κλέφτη, τον παραβάτη,
το βδέλυγμα της αμαρτίας.
Ελέησέ με, ή πλούσια πηγή του ελέους
και μην αποστρέψεις το αγαθό σου πρόσωπο από μένα.
Μην πεις, Κύριε: Δεν σε γνωρίζω!
Μην πεις: Πού ήσουνα ως τώρα;
Μη με περιφρόνησης το χώμα, τον καπνό, τη φθορά
την παρανομία, το όνειδος, το βδέλυγμα,
το σκουπίδι, το ερείπιο των δαιμόνων,
το σκάνδαλο των ανθρώπων.
Μη με αποστροφής, δέσποτα
άλλα λυπήσου με και σώσε με.
Γιατί ξέρω, Φιλάνθρωπε, ότι δεν θέλεις
«τον θάνατον του αμαρτωλού,
ως το επιστρέψαι και ζην αυτόν».
Δεν θα Σ' αφήσω, αν δεν μ' ελεήσεις, αν δεν με βοηθήσεις!...
Είπε τα λόγια αυτά κι άλλα ακόμη με την ψυχή κατάπικρη ... Και ξαφνικά, κάποιος ήχος ήρθε απʼ τον ουρανό, κι ένα φοβερό ακτινωτό φως έλαμψε. Το φως αυτό είχε δυο βραχίονες - μιαν αγκαλιά, πού κατέβηκε απʼ το ύψος του ουρανού και τυλίχθηκε στον τράχηλο τού όσιου λέγοντας:
- Καλώς όρισε το παιδί μου, το χαμένο μου! Τώρα ξαναζωντάνεψες, παιδάκι μου. Φωτίσθηκαν τα μάτια σου, ξανάνθισε ή νιότη σου κι από τώρα θα με δοξάζεις με τα έργα σου!...
Και λέγοντας αυτά χάθηκε στον ουρανό, ενώ ο δίκαιος απʼ τη μέθη της οπτασίας έπεσε σ' έκσταση. Όταν σε λίγο συνήλθε, αναφώνησε:
- Δόξα Σοι ο Θεός, δόξα Σοι!
Τόλεγε και το ξανάλεγε ακατάπαυστα, γιατί ή καρδιά του είχε ξεχειλίσει από μια θεϊκή ευωδία και το στόμα του ήταν γεμάτο μέλι πνευματικό. Ώρα πολλή προσευχόταν μετά από κείνο το ανέκφραστο όραμα. Κι έπειτα γύρισε στο κελί του, πάντα μέσα στην ίδια έκσταση και το θάμπος του θεϊκού ασπασμού.
Από τότε, καθώς έλεγε, βάδιζε τον δρόμο τής ζωής του ανάλαφρος, υπηρετώντας τον Κύριο.
Το πρωτάκουστο αυτό θαύμα το άκουσα απʼ το ίδιο το στόμα τού οσίου. Τα μάτια του ήταν πλημμυρισμένα με δάκρυα, όταν με δέος, άλλα και με μια μυστική χαρά, μου το διηγήθηκε. Γιατί πάντα τον παρακαλούσα επίμονα και τον ανάγκαζα να μου διηγείται ό,τι τού συνέβαινε. Κι επειδή με αγαπούσε πολύ, δεν μου έκρυβε ποτέ τίποτε.
Κύλησε λοιπόν εκείνη ή μέρα πού ο πολυεύσπλαγχνος Κύριος τον ασπάσθηκε, ενώ προσευχόταν. Το βράδυ ο δίκαιος προσευχήθηκε πάλι μ' αυτά τα λόγια στον Θεό:
Κύριε,
Συ πού «εξέτεινας τον ουρανόν ωσεί δέρριν»
και τον καταστόλισες με τ' άστρα,
τον ήλιο, τη σελήνη και τα σύννεφα,
στόλισε και μένα
με την ταπείνωση, αντί για τ' άστρα.
Στη θέση του ήλιου ας λάμψη εντός μου
το Άγιο σου Πνεύμα.
Σαν φεγγάρι ας φώτιση τον νου μου ή σοφία σου.
Αντί για νεφέλες
περίβαλε με με την πραότητα,
την οσιότητα και τη δικαιοσύνη.
Περίζωσε «τους πόδας μου
εν ετοιμασία τού ευαγγελίου της ειρήνης» σου.
Θεέ μου, Θεέ μου,
Συ πού πλούσιο σκορπίζεις τον αέρα στην πλάση
για ν' αναπνέουν και να ευφραίνονται οι άνθρωποι
πλούσια χύσε μέσα μου
τη χάρη και τη δωρεά τού Αγίου καιι Ζωοποιού Πνεύματος,
για να γίνω θεόμορφος,
καθαρός και ολόφωτος, σεμνός και πράος,
«πλήρης χάριτος και αληθείας».
Πλούτισε με, Κύριε, με σοφία
και γνώση πνευματική.
Καθώς πρόφερε τα τελευταία αυτά λόγια, τον τύλιξε και πάλι ουράνιο φως. Ταυτόχρονα εμφανίσθηκε ένας άγγελος τού Θεού κρατώντας φιάλη γεμάτη μύρο πού τού το άδειασε στο κεφάλι. Από κει κύλησε και περιέλουσε όλο το σώμα του. Γέμισε ο τόπος ευωδία. Ακόμη και τα ρούχα του μοσχοβολούσαν μέρες πολλές, ώστε οι φίλοι του απορούσαν και τον ρώταγαν τι ήταν αύτη ή ευωδία.
Κι εκείνος απαντούσε ταπεινά:
- Εγώ ξέρω πώς είμαι ολόκληρος βουτηγμένος στην αμαρτία. Τώρα τι είναι αυτό, ποιος ξέρει...
Κάποια μέρα πού πήγα να τον επισκεφθώ τον βρήκα να κάθεται στο κελί του και να διαβάζει. Μόλις με είδε, χάρηκε πολύ. Με χαιρέτησε με ιδιαίτερη αγάπη, κι έσκυψε πάλι στο βιβλίο του. Εγώ τον εμπόδισα απʼ το διάβασμα κι άρχισα να τον ρωτάω για τη μετάνοια. Τότε μου αποκρίθηκε:
- Πίστεψε με, αδελφέ, ότι ο αγαθός Θεός δεν θα κρίνει τον χριστιανό επειδή αμάρτησε ...
Παραξενεύτηκα πολύ μ' αυτά τα λόγια και τον ρώτησα με σεβασμό:
- Τότε λοιπόν καθώς λες, οι αμαρτωλοί δεν θα κριθούν; Πρέπει δηλ. να σκεφθούμε ότι δεν υπάρχει Κρίση;
- Υπάρχει και παραυπάρχει..., μου απάντησε.
- Τότε ποιος θα κριθή;
- Άκου, παιδί μου, να στα πω πιο καθαρά: Ό Θεός δεν κρίνει τον χριστιανό, επειδή αμαρτάνει, άλλα επειδή δεν μετανοεί. Γιατί το να αμαρτάνει κανείς και να μετανοεί είναι ανθρώπινο, ενώ το να μη μετανοεί είναι γνώρισμα τού διαβόλου και των δαιμόνων του. Επειδή δεν ζούμε συνεχώς στη μετάνοια, γι' αυτό θα κριθούμε.
Μου διηγήθηκε τότε με πολλή σοφία ένα αξιοθαύμαστο γεγονός, πού όταν τ' ακούει κανείς μένει κατάπληκτος με την άφατη φιλανθρωπία τού Κυρίου:
Τότε πού τον επισκέφθηκε για πρώτη φορά ή χάρη τού Θεού και τον οδήγησε στη μετάνοια, τού συνέβη κάτι παρόμοιο μ' αυτό πού συνέβη στον Άσωτο τής παραβολής: Ήταν σε μια περιοχή πού λέγεται του Αρίσταρχου και αναλογιζόταν τις αμαρτίες του. Ξαφνικά τον κέντησε μέσα του ή χάρη του Παρακλήτου, και είπε στον εαυτό του:
- Ας πάμε, αμαρτωλέ Νήφων, στην εκκλησία να εξομολογηθούμε στον Θεό τις αμαρτίες μας. Δεν ξέρεις, αν θα ζεις αύριο. Τρέξε λοιπόν! Κάθεται κει και μάς καρτερεί ο πατέρας των οικτιρμών, ο πολυεύσπλαγχνος Θεός. Αυτός πού προσδοκά τη μετάνοια μας, των αθλίων και ρυπαρών. Μ' αυτές τις σκέψεις τρέχοντας σχεδόν έφτασε στον ναό του Θεού. Ύψωσε τα χέρια του προς την ανατολή κι άφησε ένα βαθύ στεναγμό να βγή απʼ την καρδιά του:
Δέξου, Πατέρα, τον νεκρό πού έχασε την ψυχή του.
Δέξου το καταγώγιο των αμαρτιών.
Δέξου τον βλάσφημο, τον πονηρό,
τον αδιάντροπο, τον αισχρό,
τον μολυσμένο στην ψυχή και το σώμα.
Δέξου τον υποδουλωμένο σ' όλες τις δαιμονικές ενέργειες.
Ελέησέ με τον ανήθικο, τον κλέφτη, τον παραβάτη,
το βδέλυγμα της αμαρτίας.
Ελέησέ με, ή πλούσια πηγή του ελέους
και μην αποστρέψεις το αγαθό σου πρόσωπο από μένα.
Μην πεις, Κύριε: Δεν σε γνωρίζω!
Μην πεις: Πού ήσουνα ως τώρα;
Μη με περιφρόνησης το χώμα, τον καπνό, τη φθορά
την παρανομία, το όνειδος, το βδέλυγμα,
το σκουπίδι, το ερείπιο των δαιμόνων,
το σκάνδαλο των ανθρώπων.
Μη με αποστροφής, δέσποτα
άλλα λυπήσου με και σώσε με.
Γιατί ξέρω, Φιλάνθρωπε, ότι δεν θέλεις
«τον θάνατον του αμαρτωλού,
ως το επιστρέψαι και ζην αυτόν».
Δεν θα Σ' αφήσω, αν δεν μ' ελεήσεις, αν δεν με βοηθήσεις!...
Είπε τα λόγια αυτά κι άλλα ακόμη με την ψυχή κατάπικρη ... Και ξαφνικά, κάποιος ήχος ήρθε απʼ τον ουρανό, κι ένα φοβερό ακτινωτό φως έλαμψε. Το φως αυτό είχε δυο βραχίονες - μιαν αγκαλιά, πού κατέβηκε απʼ το ύψος του ουρανού και τυλίχθηκε στον τράχηλο τού όσιου λέγοντας:
- Καλώς όρισε το παιδί μου, το χαμένο μου! Τώρα ξαναζωντάνεψες, παιδάκι μου. Φωτίσθηκαν τα μάτια σου, ξανάνθισε ή νιότη σου κι από τώρα θα με δοξάζεις με τα έργα σου!...
Και λέγοντας αυτά χάθηκε στον ουρανό, ενώ ο δίκαιος απʼ τη μέθη της οπτασίας έπεσε σ' έκσταση. Όταν σε λίγο συνήλθε, αναφώνησε:
- Δόξα Σοι ο Θεός, δόξα Σοι!
Τόλεγε και το ξανάλεγε ακατάπαυστα, γιατί ή καρδιά του είχε ξεχειλίσει από μια θεϊκή ευωδία και το στόμα του ήταν γεμάτο μέλι πνευματικό. Ώρα πολλή προσευχόταν μετά από κείνο το ανέκφραστο όραμα. Κι έπειτα γύρισε στο κελί του, πάντα μέσα στην ίδια έκσταση και το θάμπος του θεϊκού ασπασμού.
Από τότε, καθώς έλεγε, βάδιζε τον δρόμο τής ζωής του ανάλαφρος, υπηρετώντας τον Κύριο.
Το πρωτάκουστο αυτό θαύμα το άκουσα απʼ το ίδιο το στόμα τού οσίου. Τα μάτια του ήταν πλημμυρισμένα με δάκρυα, όταν με δέος, άλλα και με μια μυστική χαρά, μου το διηγήθηκε. Γιατί πάντα τον παρακαλούσα επίμονα και τον ανάγκαζα να μου διηγείται ό,τι τού συνέβαινε. Κι επειδή με αγαπούσε πολύ, δεν μου έκρυβε ποτέ τίποτε.
Κύλησε λοιπόν εκείνη ή μέρα πού ο πολυεύσπλαγχνος Κύριος τον ασπάσθηκε, ενώ προσευχόταν. Το βράδυ ο δίκαιος προσευχήθηκε πάλι μ' αυτά τα λόγια στον Θεό:
Κύριε,
Συ πού «εξέτεινας τον ουρανόν ωσεί δέρριν»
και τον καταστόλισες με τ' άστρα,
τον ήλιο, τη σελήνη και τα σύννεφα,
στόλισε και μένα
με την ταπείνωση, αντί για τ' άστρα.
Στη θέση του ήλιου ας λάμψη εντός μου
το Άγιο σου Πνεύμα.
Σαν φεγγάρι ας φώτιση τον νου μου ή σοφία σου.
Αντί για νεφέλες
περίβαλε με με την πραότητα,
την οσιότητα και τη δικαιοσύνη.
Περίζωσε «τους πόδας μου
εν ετοιμασία τού ευαγγελίου της ειρήνης» σου.
Θεέ μου, Θεέ μου,
Συ πού πλούσιο σκορπίζεις τον αέρα στην πλάση
για ν' αναπνέουν και να ευφραίνονται οι άνθρωποι
πλούσια χύσε μέσα μου
τη χάρη και τη δωρεά τού Αγίου καιι Ζωοποιού Πνεύματος,
για να γίνω θεόμορφος,
καθαρός και ολόφωτος, σεμνός και πράος,
«πλήρης χάριτος και αληθείας».
Πλούτισε με, Κύριε, με σοφία
και γνώση πνευματική.
Καθώς πρόφερε τα τελευταία αυτά λόγια, τον τύλιξε και πάλι ουράνιο φως. Ταυτόχρονα εμφανίσθηκε ένας άγγελος τού Θεού κρατώντας φιάλη γεμάτη μύρο πού τού το άδειασε στο κεφάλι. Από κει κύλησε και περιέλουσε όλο το σώμα του. Γέμισε ο τόπος ευωδία. Ακόμη και τα ρούχα του μοσχοβολούσαν μέρες πολλές, ώστε οι φίλοι του απορούσαν και τον ρώταγαν τι ήταν αύτη ή ευωδία.
Κι εκείνος απαντούσε ταπεινά:
- Εγώ ξέρω πώς είμαι ολόκληρος βουτηγμένος στην αμαρτία. Τώρα τι είναι αυτό, ποιος ξέρει...
ΤΟ ΥΨΟΣ ΤΗΣ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗΣ
Απαντούσε έτσι γιατί είχε πάντοτε ταπεινό φρόνημα και αποστρεφόταν την κενοδοξία και την περηφάνια. Πάντα παρακαλούσε τον Θεό: Κύριε μου,
Συ πού ανέδειξες την άχραντη σου μητέρα σεβαστότερη από τις ουράνιες δυνάμεις, συγχώρεσε με τις άγιες πρεσβείες της τις αμαρτίες μου
και δίωξε μακριά μου κάθε ανηθικότητα, ακαθαρσία, κατάκριση, ζήλια, οργή, αδικία, αμέλεια, κενοδοξία, περηφάνια, φιλαργυρία, ασπλαχνία, μέθη, κακήν επιθυμία και προ πάντων
την άδοξη και πικρότατη δόξα των ανθρώπων. Ναι, Θεέ μου,
κάνε οι άνθρωποι να με θεωρούν τιποτένιο, να με απεχθάνονται. Ας μη βρεθεί κανένας στη γη να μ' επαινέσει ή να με τιμήσει, φιλάνθρωπε. Κανείς να μην πει, Κύριε μου, ότι ο Νήφων είναι άγιος, για να μην τιμωρηθώ εξ αιτίας του. Λύτρωσε με από την ανθρώπινη δόξα, Θεέ τού ουρανού και τής γης. Ελευθέρωσε με από τα δεσμά τής ανθρωπαρέσκειας...
Με τέτοιες προσευχές κατόρθωνε να ζει πολύ ταπεινά.
Μια μέρα μιλούσε για την κενοδοξία και την ταπείνωση σε μερικούς επισκέπτες του. Όταν τέλειωσε, αυτοί τού έβαλαν μετάνοια κι έφυγαν. Μετά την αναχώρηση των ξένων τον ρωτάω:
- Για ποιο λόγο, πάτερ μου, όταν κάποιος σου βάζει μετάνοια, κοιτάς επίμονα στη γη;
Όταν, παιδί μου, μου απάντησε, ένας αδελφός με προσκύνηση, την ώρα πού αυτός πέφτει στα πόδια μου, εγώ με τη σκέψη μου κατεβαίνω πιο χαμηλά, ως τον Άδη και κάθομαι εκεί μέχρι πού να σηκωθεί ο αδελφός. Τότε κι εγώ ανεβαίνω απʼ τον Άδη και τον αποχαιρετώ. Το κάνω αυτό, γιατί δεν είμαι άξιος εγώ ο ακάθαρτος να πέφτουν τα τέκνα τού Θεού στα πόδια μου.
Έμεινα κατάπληκτος απʼ τα λόγια του και αναστενάζοντας βαθιά αναφώνησα: «Κύριε ελέησον»!
- Μη θαυμάζεις παιδί μου. Καλύτερα να ζηλέψεις και να κάνης κι εσύ το ίδιο.
- Μα δεν ξέρω πώς κατεβαίνεις στον Άδη, τού παρατήρησα με απορία.
- Αν δεν μπορείς να κατέβεις στον Άδη, μπες με τον λογισμό σου κάτω απʼ τα πόδια τού αδελφού. Αν κι αυτό δεν μπορείς να το κάνης, λέγε τουλάχιστον: «εγώ είμαι ο αμαρτωλότερος απʼ όλους τους ανθρώπους». Κι αν ούτε αυτό μπορείς, σκύβε έστω το κεφάλι σου στη γη λέγοντας-«γη είμι και εις γην απελεύσομαι». Κι αν ακόμη δυσκολεύεσαι, λέγε πάντοτε τούτον τον θείο λόγο: «Ό Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ και σώσόν με».
Απαντούσε έτσι γιατί είχε πάντοτε ταπεινό φρόνημα και αποστρεφόταν την κενοδοξία και την περηφάνια. Πάντα παρακαλούσε τον Θεό: Κύριε μου,
Συ πού ανέδειξες την άχραντη σου μητέρα σεβαστότερη από τις ουράνιες δυνάμεις, συγχώρεσε με τις άγιες πρεσβείες της τις αμαρτίες μου
και δίωξε μακριά μου κάθε ανηθικότητα, ακαθαρσία, κατάκριση, ζήλια, οργή, αδικία, αμέλεια, κενοδοξία, περηφάνια, φιλαργυρία, ασπλαχνία, μέθη, κακήν επιθυμία και προ πάντων
την άδοξη και πικρότατη δόξα των ανθρώπων. Ναι, Θεέ μου,
κάνε οι άνθρωποι να με θεωρούν τιποτένιο, να με απεχθάνονται. Ας μη βρεθεί κανένας στη γη να μ' επαινέσει ή να με τιμήσει, φιλάνθρωπε. Κανείς να μην πει, Κύριε μου, ότι ο Νήφων είναι άγιος, για να μην τιμωρηθώ εξ αιτίας του. Λύτρωσε με από την ανθρώπινη δόξα, Θεέ τού ουρανού και τής γης. Ελευθέρωσε με από τα δεσμά τής ανθρωπαρέσκειας...
Με τέτοιες προσευχές κατόρθωνε να ζει πολύ ταπεινά.
Μια μέρα μιλούσε για την κενοδοξία και την ταπείνωση σε μερικούς επισκέπτες του. Όταν τέλειωσε, αυτοί τού έβαλαν μετάνοια κι έφυγαν. Μετά την αναχώρηση των ξένων τον ρωτάω:
- Για ποιο λόγο, πάτερ μου, όταν κάποιος σου βάζει μετάνοια, κοιτάς επίμονα στη γη;
Όταν, παιδί μου, μου απάντησε, ένας αδελφός με προσκύνηση, την ώρα πού αυτός πέφτει στα πόδια μου, εγώ με τη σκέψη μου κατεβαίνω πιο χαμηλά, ως τον Άδη και κάθομαι εκεί μέχρι πού να σηκωθεί ο αδελφός. Τότε κι εγώ ανεβαίνω απʼ τον Άδη και τον αποχαιρετώ. Το κάνω αυτό, γιατί δεν είμαι άξιος εγώ ο ακάθαρτος να πέφτουν τα τέκνα τού Θεού στα πόδια μου.
Έμεινα κατάπληκτος απʼ τα λόγια του και αναστενάζοντας βαθιά αναφώνησα: «Κύριε ελέησον»!
- Μη θαυμάζεις παιδί μου. Καλύτερα να ζηλέψεις και να κάνης κι εσύ το ίδιο.
- Μα δεν ξέρω πώς κατεβαίνεις στον Άδη, τού παρατήρησα με απορία.
- Αν δεν μπορείς να κατέβεις στον Άδη, μπες με τον λογισμό σου κάτω απʼ τα πόδια τού αδελφού. Αν κι αυτό δεν μπορείς να το κάνης, λέγε τουλάχιστον: «εγώ είμαι ο αμαρτωλότερος απʼ όλους τους ανθρώπους». Κι αν ούτε αυτό μπορείς, σκύβε έστω το κεφάλι σου στη γη λέγοντας-«γη είμι και εις γην απελεύσομαι». Κι αν ακόμη δυσκολεύεσαι, λέγε πάντοτε τούτον τον θείο λόγο: «Ό Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ και σώσόν με».
ΠΩΣ ΝΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΖΕΣΑΙ
- Πρόσεχε πολύ, μου είπε συνεχίζοντας, όταν βρίσκεσαι στην εκκλησία. Να μη μιλάς κι όταν ψάλλεις, μην προσπαθείς να κάνης ωραία τη φωνή σου από κενοδοξία, για ν' αρέσεις στους ανθρώπους.
- Είναι άραγε μεγάλη αμαρτία όλ' αυτά;
- Πρέπει να ξέρης, παιδί μου, ότι πάνω από τους ανθρώπους πού βρίσκονται στην εκκλησία αναρίθμητοι άγγελοι συμψάλλουν αοράτως μαζί τους. Όταν όμως αρχίσει κανείς απʼ τους πιστούς ν' αστειεύεται, να συζητεί για τα βιοτικά ή να σχολιάζει τους άλλους, οι άγγελοι πού τον βλέπουν αφήνουν τον ύμνο και θρηνούν πικρά για το κατάντημα του λέγοντας:
Ω, σε ποια βαριά αιχμαλωσία έπεσε ή ψυχή τού άνθρώπου αυτού! Πόσο βέβηλα στέκεται μέσα στον ναό, χωρίς φόβο Θεού και χωρίς ντροπή! Γι' αυτόν έγειρε ο Θεός το αυτί του, να τού το γεμίσει με ταπεινή και αφοσιωμένη προσευχή κι αυτός το γεμίζει με γέλια και κατακρίσεις.
Τα λόγια αυτά με τρόμαξαν κι από τότε στεκόμουν στην εκκλησία με περισσότερη ευλάβεια. Θυμόμουνα τι μου είπε ο δίκαιος και, αν καμιά φορά ξεχνιόμουν κι έλεγα καμιά λέξη, ένιωθα φόβο και ντρεπόμουνα τους αγγέλους τού Θεού.
- Πρόσεχε πολύ, μου είπε συνεχίζοντας, όταν βρίσκεσαι στην εκκλησία. Να μη μιλάς κι όταν ψάλλεις, μην προσπαθείς να κάνης ωραία τη φωνή σου από κενοδοξία, για ν' αρέσεις στους ανθρώπους.
- Είναι άραγε μεγάλη αμαρτία όλ' αυτά;
- Πρέπει να ξέρης, παιδί μου, ότι πάνω από τους ανθρώπους πού βρίσκονται στην εκκλησία αναρίθμητοι άγγελοι συμψάλλουν αοράτως μαζί τους. Όταν όμως αρχίσει κανείς απʼ τους πιστούς ν' αστειεύεται, να συζητεί για τα βιοτικά ή να σχολιάζει τους άλλους, οι άγγελοι πού τον βλέπουν αφήνουν τον ύμνο και θρηνούν πικρά για το κατάντημα του λέγοντας:
Ω, σε ποια βαριά αιχμαλωσία έπεσε ή ψυχή τού άνθρώπου αυτού! Πόσο βέβηλα στέκεται μέσα στον ναό, χωρίς φόβο Θεού και χωρίς ντροπή! Γι' αυτόν έγειρε ο Θεός το αυτί του, να τού το γεμίσει με ταπεινή και αφοσιωμένη προσευχή κι αυτός το γεμίζει με γέλια και κατακρίσεις.
Τα λόγια αυτά με τρόμαξαν κι από τότε στεκόμουν στην εκκλησία με περισσότερη ευλάβεια. Θυμόμουνα τι μου είπε ο δίκαιος και, αν καμιά φορά ξεχνιόμουν κι έλεγα καμιά λέξη, ένιωθα φόβο και ντρεπόμουνα τους αγγέλους τού Θεού.
Η ΠΑΡΡΗΣΙΑ ΤΟΥ ΣΤΟΝ ΘΕΟ
Ενα απόγευμα καθόμουν και απολάμβανα πάλι τις σοφές νουθεσίες του. Όταν σουρούπωσε, με πήρε και βγήκαμε απʼ το κελί του, για να πάμε στον ναό τού άγιου μάρτυρος Αναστασίου να προσευχηθούμε.
Την ώρα πού περνούσαμε από ένα στενοσόκακο, ακούσαμε από κάποια ταβέρνα γέλια και αισχρά τραγούδια. Ο δούλος τού Θεού αναστέναξε με έντονη δυσφορία. Ύψωσε το βλέμμα του στον ουρανό και ψιθυρίζοντας κάτι συνέχισε τον δρόμο του. Αυτοστιγμεί σταμάτησε όλη εκείνη ή δαιμονική αταξία. Έτσι περάσαμε ατάραχοι, χωρίς να μολυνθούν τ' αυτιά μας από τίποτε το άσεμνο. Μόλις απομακρυνθήκαμε, άρχισαν πάλι οι άθλιοι τις ίδιες αισχρολογίες. Κατάλαβα και θαύμασα: Την ώρα πού δυσανασχέτησε ο Νήφων και σήκωσε τα μάτια στους ουρανούς, θα είπε ασφαλώς: «Κύριε, φράξε τα στόματα τους να μην αισχρολογούν, ώσπου να περάσουμε». Έτσι κι έγινε.
Φτάσαμε στον πάνσεπτο ναό τού άγιου Αναστασίου, προσευχήθηκε με κατάνυξη ώρα πολλή κι έπειτα αναχωρήσαμε. Στον δρόμο τού χαλκουργείου συναντήσαμε ένα μεγάλο σπίτι. Πάνω από την πύλη είναι ζωγραφισμένη ή Μητέρα τού Θεού κρατώντας το άχραντο Βρέφος στην άγια της αγκαλιά, ενώ οι Μάγοι του προσφέρουν τα δώρα τους. Οι κάτοικοι της πόλεως ευλαβούνται πάρα πολύ αύτη την εικόνα. Συνεχώς πηγαίνουν κι έρχονται μέρα και νύχτα κάνοντας μακρές δεήσεις.
Όταν είδε τη θεϊκή μορφή του Κυρίου ο δίκαιος, ύψωσε τα χέρια του, κι αναστενάζοντας άρχισε να προσεύχεται:
Κύριε, ο Θεός τού ουρανού και τής γης,
δέξου την προσευχή του δούλου σου,
που ζει μέσα στις αμαρτίες.
Εσύ είσαι, Κύριε,
που κατέβηκες από τους πατρικούς κόλπους,
χωρίς όμως να τους αποχωριστείς.
Και - αφήνοντας κατάπληκτες
τις ουράνιες δυνάμεις -
μπήκες στα σπλάγχνα τής δοξασμένης σου Μητέρας,
τής άγιας Θεοτόκου Μαρίας.
Τι παράδοξο το «θεοπρεπές» τούτο θαύμα!
Την «κεκλεισμένην» πύλη της Παρθένου
διέρχεται πραγματικά ο Κύριος.
Γυμνός κατά την είσοδο,
σαρκοφόρος Θεός κατά την έξοδο.
Κι ή πύλη μένει πάντα «κεκλεισμένη».
Μπήκες τέλειος Θεός,
βγήκες τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος.
Με δυο φύσεις, με δυο ουσίες,
με μιαν υπόσταση.
Με δυο θελήματα -
το θειο και το ανθρώπινο -
άλλα πάντα ένας Κύριος Ιησούς Χριστός,
Λόγος και απαύγασμα τού Πατέρα.
Πήρες δούλου μορφή, αν και ήσουν σε όλα -
έκτος απʼ την αγεννησία -
όμοιος με τον Πατέρα σου.
Κι έγινες όμοιος με μας σε όλα,
εκτός απʼ την αμαρτία.
Περπάτησες έτσι ανάμεσα στους ανθρώπους
επιτελώντας μοναδικά θαύματα
σαν ένδειξη κι επιβεβαίωση
τής παντοκρατορικής σου θεότητος...
.. .Μη μ' αφήσεις λοιπόν να χαθώ,
Κύριε μου Ιησού Χριστέ,
μέσα στων ανομιών μου το πλήθος!
Αλλά δείξε μου την ώρα τούτη
το πρόσωπο σου σπλαγχνικό και στοργικό!
Επισκίασε με με το Άγιο σου Πνεύμα. Ξέρεις Εσύ, αγαθέ και φιλάνθρωπε, να μου παρηγόρησης την άθλια ψυχή και να με πλουτίσεις με τής φιλανθρωπίας σου το έλεος!...
Ξέχυσε το μύρο τής λατρείας του και με πολλούς άλλους λόγους προσευχής. Ξαφνικά, φοβερός ήχος ακούσθηκε, σαν ρεύμα ορμητικού χειμάρρου, πού ξεπηδούσε απʼ τη σεπτή μορφή τής εικόνας κι ερχόταν προς αυτόν. Το Πνεύμα τού Θεού εισόρμησε βαθιά μες στην καρδιά του και σαν δυνατός σίφουνας τον απόσπασε απʼ τη γη. Βρέθηκε μετέωρος με τα χέρια του υψωμένα.
Όταν κατέβηκε πάλι, είδα το πρόσωπο του ν' ακτινοβολεί σαν τον ήλιο. Βάδιζε τώρα, μα φαινόταν να μη νιώθει καθόλου ότι πατούσε στο χώμα. Σαν να σεβάσθηκε ή γη τον όσιο και να είχε γίνει μαλακό σφουγγάρι κάτω απʼ τα πόδια του. Τον ένιωθες σαν άσαρκο πού πετούσε στον αέρα. Τον συνείχε ή δόξα τού Θεού πού τού μεταποιούσε κάθε αίσθηση βάρους σε ανάλαφρη απάθεια.
Ενα απόγευμα καθόμουν και απολάμβανα πάλι τις σοφές νουθεσίες του. Όταν σουρούπωσε, με πήρε και βγήκαμε απʼ το κελί του, για να πάμε στον ναό τού άγιου μάρτυρος Αναστασίου να προσευχηθούμε.
Την ώρα πού περνούσαμε από ένα στενοσόκακο, ακούσαμε από κάποια ταβέρνα γέλια και αισχρά τραγούδια. Ο δούλος τού Θεού αναστέναξε με έντονη δυσφορία. Ύψωσε το βλέμμα του στον ουρανό και ψιθυρίζοντας κάτι συνέχισε τον δρόμο του. Αυτοστιγμεί σταμάτησε όλη εκείνη ή δαιμονική αταξία. Έτσι περάσαμε ατάραχοι, χωρίς να μολυνθούν τ' αυτιά μας από τίποτε το άσεμνο. Μόλις απομακρυνθήκαμε, άρχισαν πάλι οι άθλιοι τις ίδιες αισχρολογίες. Κατάλαβα και θαύμασα: Την ώρα πού δυσανασχέτησε ο Νήφων και σήκωσε τα μάτια στους ουρανούς, θα είπε ασφαλώς: «Κύριε, φράξε τα στόματα τους να μην αισχρολογούν, ώσπου να περάσουμε». Έτσι κι έγινε.
Φτάσαμε στον πάνσεπτο ναό τού άγιου Αναστασίου, προσευχήθηκε με κατάνυξη ώρα πολλή κι έπειτα αναχωρήσαμε. Στον δρόμο τού χαλκουργείου συναντήσαμε ένα μεγάλο σπίτι. Πάνω από την πύλη είναι ζωγραφισμένη ή Μητέρα τού Θεού κρατώντας το άχραντο Βρέφος στην άγια της αγκαλιά, ενώ οι Μάγοι του προσφέρουν τα δώρα τους. Οι κάτοικοι της πόλεως ευλαβούνται πάρα πολύ αύτη την εικόνα. Συνεχώς πηγαίνουν κι έρχονται μέρα και νύχτα κάνοντας μακρές δεήσεις.
Όταν είδε τη θεϊκή μορφή του Κυρίου ο δίκαιος, ύψωσε τα χέρια του, κι αναστενάζοντας άρχισε να προσεύχεται:
Κύριε, ο Θεός τού ουρανού και τής γης,
δέξου την προσευχή του δούλου σου,
που ζει μέσα στις αμαρτίες.
Εσύ είσαι, Κύριε,
που κατέβηκες από τους πατρικούς κόλπους,
χωρίς όμως να τους αποχωριστείς.
Και - αφήνοντας κατάπληκτες
τις ουράνιες δυνάμεις -
μπήκες στα σπλάγχνα τής δοξασμένης σου Μητέρας,
τής άγιας Θεοτόκου Μαρίας.
Τι παράδοξο το «θεοπρεπές» τούτο θαύμα!
Την «κεκλεισμένην» πύλη της Παρθένου
διέρχεται πραγματικά ο Κύριος.
Γυμνός κατά την είσοδο,
σαρκοφόρος Θεός κατά την έξοδο.
Κι ή πύλη μένει πάντα «κεκλεισμένη».
Μπήκες τέλειος Θεός,
βγήκες τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος.
Με δυο φύσεις, με δυο ουσίες,
με μιαν υπόσταση.
Με δυο θελήματα -
το θειο και το ανθρώπινο -
άλλα πάντα ένας Κύριος Ιησούς Χριστός,
Λόγος και απαύγασμα τού Πατέρα.
Πήρες δούλου μορφή, αν και ήσουν σε όλα -
έκτος απʼ την αγεννησία -
όμοιος με τον Πατέρα σου.
Κι έγινες όμοιος με μας σε όλα,
εκτός απʼ την αμαρτία.
Περπάτησες έτσι ανάμεσα στους ανθρώπους
επιτελώντας μοναδικά θαύματα
σαν ένδειξη κι επιβεβαίωση
τής παντοκρατορικής σου θεότητος...
.. .Μη μ' αφήσεις λοιπόν να χαθώ,
Κύριε μου Ιησού Χριστέ,
μέσα στων ανομιών μου το πλήθος!
Αλλά δείξε μου την ώρα τούτη
το πρόσωπο σου σπλαγχνικό και στοργικό!
Επισκίασε με με το Άγιο σου Πνεύμα. Ξέρεις Εσύ, αγαθέ και φιλάνθρωπε, να μου παρηγόρησης την άθλια ψυχή και να με πλουτίσεις με τής φιλανθρωπίας σου το έλεος!...
Ξέχυσε το μύρο τής λατρείας του και με πολλούς άλλους λόγους προσευχής. Ξαφνικά, φοβερός ήχος ακούσθηκε, σαν ρεύμα ορμητικού χειμάρρου, πού ξεπηδούσε απʼ τη σεπτή μορφή τής εικόνας κι ερχόταν προς αυτόν. Το Πνεύμα τού Θεού εισόρμησε βαθιά μες στην καρδιά του και σαν δυνατός σίφουνας τον απόσπασε απʼ τη γη. Βρέθηκε μετέωρος με τα χέρια του υψωμένα.
Όταν κατέβηκε πάλι, είδα το πρόσωπο του ν' ακτινοβολεί σαν τον ήλιο. Βάδιζε τώρα, μα φαινόταν να μη νιώθει καθόλου ότι πατούσε στο χώμα. Σαν να σεβάσθηκε ή γη τον όσιο και να είχε γίνει μαλακό σφουγγάρι κάτω απʼ τα πόδια του. Τον ένιωθες σαν άσαρκο πού πετούσε στον αέρα. Τον συνείχε ή δόξα τού Θεού πού τού μεταποιούσε κάθε αίσθηση βάρους σε ανάλαφρη απάθεια.
ΔΙΔΑΧΗ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΤΗΣ ΑΚΟΛΑΣΙΑΣ
Ο δρόμος μας περνούσε από ένα κακόφημο σπίτι με γυναίκες της αμαρτίας. Έξω από το καταγώγιο αυτό είδε ο άγιος έναν άνθρωπο με ευγενικό παρουσιαστικό, άλλα πολύ θλιμμένο. Είχε χωμένο το πρόσωπο στις δυο παλάμες του και θρηνούσε- έπειτα σήκωσε τα χέρια στον ουρανό και προσευχόταν στενάζοντας, και πάλι θρηνούσε γεμάτος απόγνωση.
Ό Νήφων άρχισε κι αυτός να θρηνεί, ενώ συγχρόνως πλησίασε τον ευγενικό άγνωστο.
- Για τ' όνομα τού Θεού, αδελφέ, του είπε, τι σου συνέβη κι είσαι τόσο θλιμμένος και θρηνείς απαρηγόρητα έξω απʼ το καταγώγιο; Πες μου, σε παρακαλώ, γιατί ο θρήνος σου μου σπαράζει την καρδιά.
- .Ένδοξε Νήφων, εγώ είμαι άγγελος του Θεού. Καθώς ξέρεις όλοι οι χριστιανοί την ώρα τού βαπτίσματος παίρνουν από τον Θεό ο καθένας έναν άγγελο φύλακα τής ζωής του. Ανέλαβα λοιπόν κι εγώ τη φροντίδα κάποιου άνθρωπου. Αυτός όμως με καταπικραίνει αμαρτάνοντας συνεχώς. Να, τώρα είναι μέσα στο καταγώγιο και κείτεται στην ασωτία με κάποια γυναίκα τού δρόμου. Βλέποντας το κατάντημα αυτό πώς να μη θρηνήσω την εικόνα του Θεού, πού κατρακύλησε σε τέτοιο σκοτάδι;
- Γιατί δεν τον νουθετείς ν' αποφύγει την αμαρτία; ρώτησε πάλι ο Νήφων.
- Δεν μπορώ, δυστυχώς, να τον πλησιάσω, διότι απʼ την ώρα πού άρχισε να κάνη το κακό είναι δούλος των δαιμόνων κι εγώ δεν έχω καμιά εξουσία πάνω του.
- Μα πώς δεν έχεις καμιά εξουσία; Δεν σου εμπιστεύθηκε ο Θεός τη σωτηρία του;
Άκουσε με, δούλε τού Θεού: Ό κύριος μας έπλασε τον άνθρωπο αυτεξούσιο και τον άφησε να πορευθεί τον δρόμο πού του αρέσει. Του έδειξε και τη στενή οδό, του έδειξε και την πλατειά, και του είπε ότι «στενή και τεθλιμμένη ή οδός ή απάγουσα εις την ζωήν... πλατεία δε και ευρύχωρος ή οδός ή απάγουσα εις την απώλειαν». Του φανέρωσε ακόμη και την έκβαση τής κάθε οδού: Ή μία ξεγελάει με λίγη πρόσκαιρη ηδονή, άλλα την ακολουθεί αιώνια κόλαση. Ή άλλη έχει λίγο κόπο εδώ, άλλα παντοτινή ανάπαυση στους ατέλειωτους αιώνες. Λοιπόν, τι νουθεσία μπορώ να δώσω εγώ στον άνθρωπο μου, πού ο Θεός μου παρέδωσε να φυλάω; Αφού ο ίδιος ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός με το δικό του στόμα νουθετεί παρακαλώντας και διδάσκοντας όλους ν' απέχουν από τα ακάθαρτα έργα!...
- Και γιατί σήκωσες τα χέρια σου στον ουρανό αναστενάζοντας πικρά;
- Έβλεπα τους δαίμονες γύρω του, άλλοι να τραγουδούν, άλλοι να παίζουν κιθάρες, κι άλλοι να χτυπάνε παλαμάκια. Μερικοί μάλιστα γελούσαν σαρκαστικά εις βάρος του. Μου καιγόταν ή καρδιά βλέποντας εκείνα τα βδελύγματα να θριαμβολογούν. Γι' αυτό παρακάλεσα τον Θεό να λυτρώσει το πλάσμα του απʼ τους χλευασμούς των σκοτεινών δαιμόνων και να μου δώσει να χαρώ την επιστροφή του. Προσευχόμουν να μ' αξιώσει να παραδώσω την ψυχή του άσπιλη και καθαρισμένη με τη μετάνοια.
Αυτά είπε ο άγγελος και χάθηκε από μπροστά μας. Τότε φύγαμε κι εμείς. Στον δρόμο ο όσιος έλεγε ότι πιο βρωμερή πράξη από την πράξη τής ακολασίας δεν υπάρχει. Αν όμως θελήσει ο ανήθικος να μετανοήσει, τον δέχεται ο πανάγαθος Θεός γρηγορότερα απʼ όλους τους άνομους και τους αμαρτωλούς, γιατί το πάθος αυτό είναι ριζωμένο στον άνθρωπο κι επί πλέον το ερεθίζει πιο πολύ ο διάβολος με τους πολυποίκιλους πειρασμούς. Για να νικήσει κανείς αυτό το πάθος πρέπει ν' αγωνισθεί στην αγρυπνία και ι ή λιγοφαγία.
Και πρόσθεσε, καθώς περπατούσαμε:
- Είδα κάποτε έναν άνθρωπο να βαδίζει τον ευρύχωρο δρόμο της αμαρτίας. Άνοιξαν τότε τα μάτια της ψυχής μου και βλέπω γύρω του καμιά τριανταριά δαίμονες να θορυβούν. Μερικοί βούιζαν σαν μύγες στο πρόσωπο του. Άλλοι σφύριζαν σαν κουνούπια μέσα στ' αυτιά του, ενώ οι υπόλοιποι τον είχαν δέσει απʼ τα πόδια και τον τράχηλο και τον έσερναν βίαια, άλλος εδώ κι άλλος εκεί. Στο θέαμα αυτό γέμισαν τα μάτια μου δάκρυα και συλλογιζόμουν τι να σήμαιναν τα σχοινιά πού έσερναν τον άνθρωπο. Μου αποκάλυψε τότε ο Θεός ότι κάθε σχοινί αντιστοιχεί σ' ένα είδος ανηθικότητας. Οι δαίμονες πού σφυρίζουν στ' αυτιά του άνθρωπου τον βυθίζουν στην απόγνωση. Ενώ οι άλλοι πού βουίζουν στο πρόσωπο του τον κάνουν αναίσχυντο και αδιάντροπο. Αυτά μου φανέρωσε ο Κύριος. Και αμέσως βλέπω ν' ακόλουθη από μακριά ο άγγελος του κρατώντας στο χέρι του κάτι σαν λιγνό ραβδί, πού στην άκρη είχε ένα θαυμάσιο κρίνο. Βάδιζε σκυφτός, λυπημένος, βαθιά απελπισμένος. Όλη του ή θλίψη είχε σαν αιτία τον άνθρωπο αυτό. Τον έβλεπε ολόκληρο μέσα στο στόμα τού Άδη, γιατί ήταν υποδουλωμένος σε κάθε λογής ακολασία. Ύψωσα κι εγώ τα μάτια και τα χέρια μου στον ουρανό να πω έστω δυο λόγια προσευχής για χάρη του. Μα πονηροί δαίμονες σαν κουνούπια ρίχθηκαν πάνω μου τσιμπώντας και κατατρώγοντας μου τα χέρια. Νόμιζαν ότι θα μ' εμποδίσουν έτσι να προσευχηθώ γι' αυτόν.
Ο δρόμος μας περνούσε από ένα κακόφημο σπίτι με γυναίκες της αμαρτίας. Έξω από το καταγώγιο αυτό είδε ο άγιος έναν άνθρωπο με ευγενικό παρουσιαστικό, άλλα πολύ θλιμμένο. Είχε χωμένο το πρόσωπο στις δυο παλάμες του και θρηνούσε- έπειτα σήκωσε τα χέρια στον ουρανό και προσευχόταν στενάζοντας, και πάλι θρηνούσε γεμάτος απόγνωση.
Ό Νήφων άρχισε κι αυτός να θρηνεί, ενώ συγχρόνως πλησίασε τον ευγενικό άγνωστο.
- Για τ' όνομα τού Θεού, αδελφέ, του είπε, τι σου συνέβη κι είσαι τόσο θλιμμένος και θρηνείς απαρηγόρητα έξω απʼ το καταγώγιο; Πες μου, σε παρακαλώ, γιατί ο θρήνος σου μου σπαράζει την καρδιά.
- .Ένδοξε Νήφων, εγώ είμαι άγγελος του Θεού. Καθώς ξέρεις όλοι οι χριστιανοί την ώρα τού βαπτίσματος παίρνουν από τον Θεό ο καθένας έναν άγγελο φύλακα τής ζωής του. Ανέλαβα λοιπόν κι εγώ τη φροντίδα κάποιου άνθρωπου. Αυτός όμως με καταπικραίνει αμαρτάνοντας συνεχώς. Να, τώρα είναι μέσα στο καταγώγιο και κείτεται στην ασωτία με κάποια γυναίκα τού δρόμου. Βλέποντας το κατάντημα αυτό πώς να μη θρηνήσω την εικόνα του Θεού, πού κατρακύλησε σε τέτοιο σκοτάδι;
- Γιατί δεν τον νουθετείς ν' αποφύγει την αμαρτία; ρώτησε πάλι ο Νήφων.
- Δεν μπορώ, δυστυχώς, να τον πλησιάσω, διότι απʼ την ώρα πού άρχισε να κάνη το κακό είναι δούλος των δαιμόνων κι εγώ δεν έχω καμιά εξουσία πάνω του.
- Μα πώς δεν έχεις καμιά εξουσία; Δεν σου εμπιστεύθηκε ο Θεός τη σωτηρία του;
Άκουσε με, δούλε τού Θεού: Ό κύριος μας έπλασε τον άνθρωπο αυτεξούσιο και τον άφησε να πορευθεί τον δρόμο πού του αρέσει. Του έδειξε και τη στενή οδό, του έδειξε και την πλατειά, και του είπε ότι «στενή και τεθλιμμένη ή οδός ή απάγουσα εις την ζωήν... πλατεία δε και ευρύχωρος ή οδός ή απάγουσα εις την απώλειαν». Του φανέρωσε ακόμη και την έκβαση τής κάθε οδού: Ή μία ξεγελάει με λίγη πρόσκαιρη ηδονή, άλλα την ακολουθεί αιώνια κόλαση. Ή άλλη έχει λίγο κόπο εδώ, άλλα παντοτινή ανάπαυση στους ατέλειωτους αιώνες. Λοιπόν, τι νουθεσία μπορώ να δώσω εγώ στον άνθρωπο μου, πού ο Θεός μου παρέδωσε να φυλάω; Αφού ο ίδιος ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός με το δικό του στόμα νουθετεί παρακαλώντας και διδάσκοντας όλους ν' απέχουν από τα ακάθαρτα έργα!...
- Και γιατί σήκωσες τα χέρια σου στον ουρανό αναστενάζοντας πικρά;
- Έβλεπα τους δαίμονες γύρω του, άλλοι να τραγουδούν, άλλοι να παίζουν κιθάρες, κι άλλοι να χτυπάνε παλαμάκια. Μερικοί μάλιστα γελούσαν σαρκαστικά εις βάρος του. Μου καιγόταν ή καρδιά βλέποντας εκείνα τα βδελύγματα να θριαμβολογούν. Γι' αυτό παρακάλεσα τον Θεό να λυτρώσει το πλάσμα του απʼ τους χλευασμούς των σκοτεινών δαιμόνων και να μου δώσει να χαρώ την επιστροφή του. Προσευχόμουν να μ' αξιώσει να παραδώσω την ψυχή του άσπιλη και καθαρισμένη με τη μετάνοια.
Αυτά είπε ο άγγελος και χάθηκε από μπροστά μας. Τότε φύγαμε κι εμείς. Στον δρόμο ο όσιος έλεγε ότι πιο βρωμερή πράξη από την πράξη τής ακολασίας δεν υπάρχει. Αν όμως θελήσει ο ανήθικος να μετανοήσει, τον δέχεται ο πανάγαθος Θεός γρηγορότερα απʼ όλους τους άνομους και τους αμαρτωλούς, γιατί το πάθος αυτό είναι ριζωμένο στον άνθρωπο κι επί πλέον το ερεθίζει πιο πολύ ο διάβολος με τους πολυποίκιλους πειρασμούς. Για να νικήσει κανείς αυτό το πάθος πρέπει ν' αγωνισθεί στην αγρυπνία και ι ή λιγοφαγία.
Και πρόσθεσε, καθώς περπατούσαμε:
- Είδα κάποτε έναν άνθρωπο να βαδίζει τον ευρύχωρο δρόμο της αμαρτίας. Άνοιξαν τότε τα μάτια της ψυχής μου και βλέπω γύρω του καμιά τριανταριά δαίμονες να θορυβούν. Μερικοί βούιζαν σαν μύγες στο πρόσωπο του. Άλλοι σφύριζαν σαν κουνούπια μέσα στ' αυτιά του, ενώ οι υπόλοιποι τον είχαν δέσει απʼ τα πόδια και τον τράχηλο και τον έσερναν βίαια, άλλος εδώ κι άλλος εκεί. Στο θέαμα αυτό γέμισαν τα μάτια μου δάκρυα και συλλογιζόμουν τι να σήμαιναν τα σχοινιά πού έσερναν τον άνθρωπο. Μου αποκάλυψε τότε ο Θεός ότι κάθε σχοινί αντιστοιχεί σ' ένα είδος ανηθικότητας. Οι δαίμονες πού σφυρίζουν στ' αυτιά του άνθρωπου τον βυθίζουν στην απόγνωση. Ενώ οι άλλοι πού βουίζουν στο πρόσωπο του τον κάνουν αναίσχυντο και αδιάντροπο. Αυτά μου φανέρωσε ο Κύριος. Και αμέσως βλέπω ν' ακόλουθη από μακριά ο άγγελος του κρατώντας στο χέρι του κάτι σαν λιγνό ραβδί, πού στην άκρη είχε ένα θαυμάσιο κρίνο. Βάδιζε σκυφτός, λυπημένος, βαθιά απελπισμένος. Όλη του ή θλίψη είχε σαν αιτία τον άνθρωπο αυτό. Τον έβλεπε ολόκληρο μέσα στο στόμα τού Άδη, γιατί ήταν υποδουλωμένος σε κάθε λογής ακολασία. Ύψωσα κι εγώ τα μάτια και τα χέρια μου στον ουρανό να πω έστω δυο λόγια προσευχής για χάρη του. Μα πονηροί δαίμονες σαν κουνούπια ρίχθηκαν πάνω μου τσιμπώντας και κατατρώγοντας μου τα χέρια. Νόμιζαν ότι θα μ' εμποδίσουν έτσι να προσευχηθώ γι' αυτόν.
ΤΟ ΛΑΔΙ ΤΟΥ ΚΑΝΤΗΛΙΟΥ
Ο άγιος είχε και την εξής θαυμαστή συνήθεια: Όταν ήταν να κοιμηθεί λίγο, έστρωνε πρώτα στη γη πέτρες κι εκεί επάνω έριχνε ένα μικρό στρώμα. Έπειτα έψαλλε νεκρώσιμους ύμνους, σαν να λογάριαζε να θάψει τον εαυτό του, κι έλεγε από στήθους τέσσερις αποστόλους, τέσσερα ευαγγέλια και μερικά άλλα. Τέλος σταυρώνοντας τη στρωμνή του τρεις φορές ξάπλωνε, βάζοντας και μια πέτρα για προσκεφάλι.
Συχνά τού έκαναν στον ύπνο επίθεση οι δαίμονες. Τον ενοχλούσαν και δεν τον άφηναν να κοιμηθεί. Έπαιρνε τότε το ραβδί του και με δύναμη πνευματική τους χτυπούσε άγρια περιγελώντας την αδυναμία τους. Τόσο πού οι δαίμονες τα είχαν χαμένα μαζί του.
- Τι θα κάνουμε μ' αυτόν τον σκληροτράχηλο; αναρωτιόντουσαν. Τη μια μάς χτυπάει και την άλλη μάς βρίζει κι εξευτελίζει ολόκληρη τη γενιά μας.
Μια βραδιά λοιπόν πού κοιμόταν λιγάκι ο δούλος του Θεού, έρχεται ο διάβολος κρατώντας αξίνη και θέλοντας να τον χτυπήσει. Άλλα ξαφνικά κατατρομαγμένος όρμισε πάλι έξω θορυβώντας και χάθηκε σαν καπνός. Φεύγοντας έτριζε τα δόντια του κι έλεγε:
- Ω Μαρία, παντού με καις εσύ, προστατεύοντας τούτον τον ξεροκέφαλο.
Ακούγοντας τα λόγια αυτά ο Νήφων κατάλαβε ότι ή Θεοτόκος τον υπερασπίζει και τον φυλάει. Κι αυτό γιατί κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί, έπαιρνε λάδι απʼ το καντήλι της και άλειβε το μέτωπο, τ' αυτιά κι όλα του τα αισθητήρια. Για τούτο κατατροπώθηκε ο διάβολος, κι εξαφανίσθηκε.
Από τότε είδε τη δύναμη πού είχε το λάδι αυτό τής Θεοτόκου και όλων των άγιων και έδινε συχνά στους γνωστούς του ν' αλείβονται και μετά να κοιμούνται.
Ο άγιος είχε και την εξής θαυμαστή συνήθεια: Όταν ήταν να κοιμηθεί λίγο, έστρωνε πρώτα στη γη πέτρες κι εκεί επάνω έριχνε ένα μικρό στρώμα. Έπειτα έψαλλε νεκρώσιμους ύμνους, σαν να λογάριαζε να θάψει τον εαυτό του, κι έλεγε από στήθους τέσσερις αποστόλους, τέσσερα ευαγγέλια και μερικά άλλα. Τέλος σταυρώνοντας τη στρωμνή του τρεις φορές ξάπλωνε, βάζοντας και μια πέτρα για προσκεφάλι.
Συχνά τού έκαναν στον ύπνο επίθεση οι δαίμονες. Τον ενοχλούσαν και δεν τον άφηναν να κοιμηθεί. Έπαιρνε τότε το ραβδί του και με δύναμη πνευματική τους χτυπούσε άγρια περιγελώντας την αδυναμία τους. Τόσο πού οι δαίμονες τα είχαν χαμένα μαζί του.
- Τι θα κάνουμε μ' αυτόν τον σκληροτράχηλο; αναρωτιόντουσαν. Τη μια μάς χτυπάει και την άλλη μάς βρίζει κι εξευτελίζει ολόκληρη τη γενιά μας.
Μια βραδιά λοιπόν πού κοιμόταν λιγάκι ο δούλος του Θεού, έρχεται ο διάβολος κρατώντας αξίνη και θέλοντας να τον χτυπήσει. Άλλα ξαφνικά κατατρομαγμένος όρμισε πάλι έξω θορυβώντας και χάθηκε σαν καπνός. Φεύγοντας έτριζε τα δόντια του κι έλεγε:
- Ω Μαρία, παντού με καις εσύ, προστατεύοντας τούτον τον ξεροκέφαλο.
Ακούγοντας τα λόγια αυτά ο Νήφων κατάλαβε ότι ή Θεοτόκος τον υπερασπίζει και τον φυλάει. Κι αυτό γιατί κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί, έπαιρνε λάδι απʼ το καντήλι της και άλειβε το μέτωπο, τ' αυτιά κι όλα του τα αισθητήρια. Για τούτο κατατροπώθηκε ο διάβολος, κι εξαφανίσθηκε.
Από τότε είδε τη δύναμη πού είχε το λάδι αυτό τής Θεοτόκου και όλων των άγιων και έδινε συχνά στους γνωστούς του ν' αλείβονται και μετά να κοιμούνται.
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΚΕΝΟΔΟΞΙΑΣ
Κάποτε που συζητούσαμε περί κενοδοξίας και άλλων πνευματικών θεμάτων μου είπε:
- Το πνεύμα της κενοδοξίας είναι πανούργο και απαιτείται μεγάλη βία εκ μέρους των δούλων του Θεού, για να απαλαγούν απ' αυτό. Γιατί παρακινεί τον ενάρετο να θαυμάζει τον εαυτό του. Αν είναι λίγο εξαντλημένος απ' τη νηστεία του λέει:
- Κοίταξε στο πηγάδι τη σκιά του προσώπου σου! Πώς
φαντάζει εξαϋλωμένο! Είναι φυσικό να σ' έχει ο κόσμος για
ξακουστό ασκητή. Περπατά σκυφτός. Μίλα ψιθυριστά, ίσα
πού ν' ακούγεσαι, και βάδιζε αργά - αργά, για να σε τιμούν
οι άνθρωποι.
Ή:
- Στον δρόμο ν' αναστενάζεις και λιγάκι και να υψώνεις
με ευλάβεια το βλέμμα σου στον ουρανό. Να παρατηρείς
τους γύρω σου αφ' υψηλού, για να λένε οι άνθρωποι: Να
άγιος μέγας!
Και τα λέει όλ' αυτά το πνεύμα της κενοδοξίας, ώστε στο τέλος να βγάλει το συμπέρασμα:
- Λοιπόν σου αξίζει ένα βασίλειο. Ή έστω ένας επισκοπικός θρόνος. Οπωσδήποτε πάντως σου πρέπει να γίνεις ιερέας ή αρχιδιάκονος, αφού όλοι άγιο σε λένε και άγιο σε θεωρούν. Φρόντισε μόνο αργότερα να κάνης και κανένα θαύμα με την αρετή σου, ώστε να δοξαστείς περισσότερο!
Άλλα τι να τα πολυλογώ; συνέχισε ο όσιος. Όταν έβαλα αρχή να μετανοήσω για το πλήθος των αμαρτιών μου, μου ρίχθηκε το πνεύμα τής κενοδοξίας πλημμυρίζοντας την καρδιά μου με αγαλλίαση. Μου έδιωχνε κάθε θλίψη. Με γέμιζε με μια γλυκεία γαλήνη και έλεγε στη σκέψη μου:
- Εσύ είσαι από τώρα μέγας και πολύς. Ποιος τάχα βρίσκεται όμοιος σου πάνω στη γη;
Κάποτε - κάποτε μου έφερνε στην όσφρηση ευωδίες από θυμιάματα βεβαιώνοντας με συγχρόνως:
- Βλέπεις πώς σε παραστέκουν οι άγγελοι θυμιάζοντας την αγιοσύνη σου;
Κι έπειτα πρόσθετε:
- Πραγματικά, Νήφων, είσαι μακάριος, γιατί νίκησες τον
διάβολο.
Κι εγώ τα πίστευα όλα αυτά και πλανιόμουνα θεωρώντας τον εαυτό μου, όπως μου τον παρουσίαζε το πνεύμα τής κενοδοξίας. Ό Θεός όμως «ο μη θέλων τον θάνατον του αμαρτωλού» μου χάρισε διάκριση νου. Όταν λοιπόν ερχόταν ο διάβολος και μου έλεγε: «Πραγματικά εσύ από τώρα είσαι "άγιος Νήφων". Ποιος άλλος πάνω στη γη ζώντας μέσα στους θορύβους καλλιεργεί τέτοιες αρετές;».
Όταν, λέω, μου ψιθύριζε αυτά κι άλλα παρόμοια θέλοντας να μ' εξαπατήσει, με τη διάκριση τού απέκρουα τα τεχνάσματα.
Μια φορά, καθώς μου διηγήθηκε ο άγιος, τον πολέμησε το πνεύμα τής κενοδοξίας με ιδιαίτερη προκλητικότητα.
- Να, ή μεγαλύτερη φυσιογνωμία τής εποχής μας, του
έλεγε. Να, ο φωστήρας τής οικουμένης. Να, εκείνος πού
κατά την αρετή στέκεται πάνω απʼ όλους τους ανθρώπους.
Είπε κι άλλα πολλά προσπαθώντας να πλανέψει τον δίκαιο. Αυτός όμως κατάλαβε την κακουργία τού διαβόλου και μονολόγησε:
- Πρόσεχε, Νήφων αμαρτωλέ, μη σου κλέψει αυτός ο απατεώνας τον νου. Κοίταξε, ταπεινέ, μη ξεγελαστείς. Φυλάξου, γιατί είσαι και συ άνθρωπος σαν όλους τους άλλους. Τον νου σου, ταλαίπωρε, μη χαθείς, μην περηφανευθείς, μη φανταστείς ότι είσαι κάτι. ΤΊ είναι ένας σπόρος
μέσα σ' ένα ολόκληρο βουνό στάρι; Ένας σπόρος μέσα σ'
όλους τους σπόρους. Έτσι κι εσύ. Είσαι ένας άνθρωπος
μέσα σ' όλους τους ανθρώπους. Απʼ τη λάσπη πού είναι
πλασμένοι όλοι απʼ την ίδια είσαι και συ. «Γη ει και εις γην
απελεύσει». Σκέψου ότι είσαι αμαρτωλός και μέλλεις να
κριθής. Ξύπνα άθλιε! Μη ξεχνάς ποτέ τις αμαρτίες σου.
Θρήνησε για κείνη την πικρή αιωνιότητα που θα σε καταφάει. Αυτά να συλλογίζεσαι, αυτά να μελετάς καθημερινά και όχι να μου καμαρώνεις λέγοντας: Είμαι ενάρετος, είμαι δίκαιος, είμαι σοφός. Γιατί κάτι τέτοια σε κρατάνε μακριά απʼ τον Θεό.
Βάζοντας έτσι στη σωστή θέση τον εαυτό του, απέκρουε το πνεύμα τής κενοδοξίας. Τον έβλεπες συνεχώς να φιλονικεί με τους δαίμονες. Άλλοτε τους εξευτέλιζε περιφρονώντας την αδυναμία τους, ενώ άλλοτε τους καταριόταν και τους θύμιζε το αιώνιο πυρ.
Κάποτε το ακάθαρτο δαιμόνιο με όψη αγγέλου θέλησε να του προκαλέσει έπαρση λέγοντας:
- «Από δω και πέρα θ' αρχίσεις να κάνης θαύματα και το
όνομα σου θα γίνει ένδοξο ανάμεσα στους ανθρώπους. Γιατί πραγματικά έχεις πάρα πολύ ευαρεστήσει τον Θεό και σου στέλνει με μένα το μεγάλο αυτό χάρισμα.
Ό δούλος του Θεού όμως κατάλαβε την παγίδα του διαβόλου. Του ρίχνει ένα βλέμμα ειρωνικό και τού λέει, με σκοπό να χλευάσει την πονηρία του:
- Στάσου και θα κάνω μπροστά σου ένα θαύμα!
Κοιτάζει γύρω του και βλέπει μια πέτρα.
- Σε διατάζω πέτρα, είπε, με το χάρισμα πού μου έφερε
τούτος εδώ, να φύγεις απʼ τη θέση σου και να πάς άλλου.
Άλλα ή πέτρα έμεινε ασυγκίνητη και δεν κουνήθηκε ρούπι. Γέλασε τότε με την πλάνη τού διαβόλου και του λέει:
- Καμάρωσε, πονηρέ και δόλιε, το χάρισμα σου. Δεν κατάφερε τίποτε!
Και αμέσως τον επιτίμησε με περιφρόνηση για την άπατη του και τον έκανε άφαντο.
Άλλοτε πάλι, την ώρα πού προσευχόταν, το πνεύμα τής κενοδοξίας του έβαλε την περήφανη σκέψη ότι καθώς στέκει έτσι με τα χέρια υψωμένα στον Θεό μοιάζει σαν άγιος. Άλλα δεν αρκέσθηκε σ' αυτό ο διάβολος. Ενώ ο Νήφων συνέχιζε να προσεύχεται, τού βάζει κι άλλο πιο περήφανο και βλάσφημο λογισμό:
- Είσαι πολύ μεγάλος στα μάτια όλων. Έγινες ίσος με τον Θεό!
Την ώρα αυτή το Άγιο Πνεύμα τού ύψωσε τον νου στα επουράνια και τού έδειξε πώς ο Θεός συγκρατεί το σύμπαν ολόκληρο και πόσο είναι μέγας και φοβερός. Πώς κυβερνάει τον ουρανό, τη γη, τη θάλασσα «και πάντα τα εν αυτοίς» με το κραταιό του χέρι. Συγχρόνως άκουσε φωνή να του λέει:
Κοίταξε, Νήφων, μήπως έτσι και συ κυβερνάς τον ουρανό και τη γη; Προσπάθησε να σκεφθείς πόσο μέγας είναι ο Θεός! Εξέτασε έπειτα τον εαυτό σου να δεις πόσο μικρός είσαι και άλλη φορά μην ξανασκεφθείς ότι είσαστε ίσοι, γιατί μια τέτοια σκέψη είναι διαβολική. Φυλάξου λοιπόν μη σε πλανέψει ο δαίμονας.
Στρέφει τότε ο Νήφων στον εαυτό του.
Ελεεινέ και τρισάθλιε! μονολόγησε. Έχεις λοιπόν την εντύπωση ότι είσαι άνθρωπος, διεφθαρμένε απατεώνα; Που είχες το σάπιο σου μυαλό και άφησες να περηφανευθείς τόσο πολύ εναντίον τού Θεού σου; Έγινες αντίθεος, σιχαμερέ και σκοτεινιασμένε. Είσαι χώμα και κοπριά και ξαφνικά με τη διαβολική αλαζονεία σου μου έγινες Θεός; Ντροπή σου! Δεν φρίττεις, δεν τρέμεις τό «ουαί» τής Κρίσεως, άθλιε, φλύαρε, ακάθαρτε; Τι θα γίνεις; Πού θα κρυφτείς τότε; Για ποιο πρώτα και για ποιο ύστερα θα δώσεις λόγο; Για την αισχρότητα, για το ψέμα ή για την καταλαλιά; Για τον φθόνο ή για την περηφάνια και την κενοδοξία; Για την υποκρισία, για τη βλασφημία, για τη φιλαργυρία ή για την τσιγγουνιά; Αλίμονο σου, Νήφων, άνομε και αισχρέ! Δεν σου φτάνανε όλα τούτα τα πάθη, παρά βρέθηκες και αντίθεος!...
Αναστέναξε απʼ τα βάθη τής καρδιάς του ο δούλος του Θεού και στο τέλος ικέτεψε:
«Ελέησόν με, ο Θεός, τον παραπεσόντα»
και μη με αποστροφής τον φτωχό και τιποτένιο,
αλλά συγχώρεσε με σαν πολυεύσπλαχνος.
Ξέρεις Εσύ, αγαθέ και φιλάνθρωπε,
την ανθρώπινη ασθένεια και ταλαιπωρία.
Θεράπευσε με, Κύριε.
Με τη δύναμη σου θα γίνω πιο προσεκτικός,
ώστε να μπορέσω να ξεφύγω από τα κρυφά μου πάθη
και να γλιτώσω από τους εχθρούς τής ψυχής μου.
Από τότε πρόσεχε πολύ κι εξέταζε με ιδιαίτερη περίσκέψη τους διαλογισμούς του. Μόλις πλησίαζε ο διάβολος για να τού βάλει μια κακή σκέψη, του φώναζε αμέσως με οργή:
- Που έρχεσαι άθλιε;
Κι έτσι τον έκανε να γυρίζει τα μπρος πίσω καταντροπιασμένος.
Εν τούτοις ούτε μέρα ούτε νύχτα έπαυε ο εχθρός να του στήνει ενέδρες. Πάσχιζε κάπου, τέλος πάντων, να τον ρίξει: Στην κατάκριση ή στην οργή, στην επιορκία ή σε οτιδήποτε άλλο. Πολεμούσε να τον παγιδέψει ο δόλιος. Αστοχούσε όμως κι ο Νήφων τον κατατρόπωνε με τη χάρη «του ενδυναμούντος αυτόν Χριστού».
ΠΩΣ ΜΑΛΩΝΟΥΝ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
Παρακολουθούσε κάποτε ο Νήφων πώς οι δαίμονες πήγαιναν να βάλουν σε πειρασμό τους ανθρώπους, ψιθυρίζοντας στ' αυτιά τους διάφορες πονηρίες. Αυτοί όμως έχοντας τον νου σκορπισμένο στις βιοτικές μέριμνες, δεν καταλάβαιναν τη δαιμονική ενέργεια. Δέχονταν λοιπόν τις κακές σκέψεις και τις μελετούσαν σαν να ήταν δικές τους. Έτσι άλλοι εξάπτονταν σε οργή, άλλοι σε συκοφαντίες ή κατακρίσεις και άλλοι σε καυγάδες, διαμάχες και μνησικακίες.
Ο δούλος του Θεού που τα παρατηρούσε όλα αυτά έλεγε θλιμμένος:
- Αχ, τους κακούργους! Έγιναν κύριοι και διατάζουν τους ανθρώπους! Κι αυτοί νομίζοντας ότι όλα προέρχονται απʼ τη φρόνηση τους, γρήγορα - γρήγορα εκτελούν αδιάκριτα όλες τις εντολές των δαιμόνων. Γι' αυτό πρέπει πάντοτε να εξετάζουμε καλά τους λογισμούς και έπειτα να προβαίνουμε σε ενέργειες. Και διηγήθηκε: Είδα κάποτε έναν άνθρωπο να δουλεύει. Σε μια στιγμή έρχεται ένας μαύρος, σκύβει στ' αυτί του και επί πολλή ώρα κάτι του ψιθύριζε. Πιο πέρα δούλευε ένας άλλος άνθρωπος. Ξαφνικά ο πρώτος εργάτης παρατάει τη δουλειά του, τρέχει απειλητικά προς τον συνάδελφο του και άρχισε να τον βρίζει. Τότε ένας άλλος μαύρος πλησιάζει τον πρώτο εργάτη και κάτι ψιθύρισε και σ' αυτόν παρακινώντας τον σε καυγά. Έτσι καθώς το ένα δαιμόνιο έλεγε στο αυτί τού υβριστή την ύβρη, το ίδιο έκανε και το άλλο στον δεύτερο, γιατί και σ' αυτόν δαιμόνιο ήταν που τον παρακινούσε να αντεπιτεθεί. Βλέποντάς το αυτό ο Νήφων ταράχθηκε και είπε:
Ω, τους απατεώνες και σαπρούς δαίμονες! Κοίτα πώς σπέρνουν την έχθρα ανάμεσα στους ανθρώπους! Κι αυτοί οι ανόητοι χωρίς χρονοτριβή κάνουν ό,τι τους λένε.
ΤΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΤΡΑΠΕΖΙ
Μια μέρα περνούσε έξω από ένα σπίτι. Μέσα ο οικοδεσπότης με τη γυναίκα του και τα παιδιά του ήταν στο τραπέζι. Γύρω τους είδε να παραστέκουν κάποιοι ωραίοι νέοι με λαμπρά φορέματα. Στον αριθμό ήταν ακριβώς όσοι και οι συνδαιτυμόνες. Αύτη ή οικογένεια φαινόταν πολύ φτωχή. Γι' αυτό ο άγιος είπε παραξενεμένος:
Τι είναι πάλι αυτό; Οι καθιστοί είναι πάμπτωχοι, ενώ αυτοί που τους παραστέκουν είναι λαμπροφορεμένοι!
Του φανέρωσε τότε ο Θεός ποιοι ήταν οι όρθιοι και τι σήμαινε το παράξενο εκείνο τραπέζι: Οι ωραίοι και λαμπροί νέοι είναι άγγελοι τού αόρατου Θεού, πού έχουν εντολή να παραστέκουν τους χριστιανούς με σταυρωμένα τα χέρια σαν καλοί δούλοι την ώρα του φαγητού. Μόλις όμως ακουστεί στο τραπέζι καμιά κατάκριση, πάραυτα οι άγιοι άγγελοι φυγαδεύονται απʼ την κακή κουβέντα, όπως οι μέλισσες απʼ τον καπνό. Κι όταν απομακρυνθούν οι άγιοι άγγελοι, έρχεται ένα μαύρο και σκοτεινό δαιμόνιο και κυλιέται ανάμεσα στους φλύαρους συνδαιτυμόνες.
