
Ο ΄Αγιος Μεγαλομάρτυς Μηνάς
Ο Προστάτης του Ηρακλείου
Εικόνα του Τέμπλου του παλαιού Μητροπολιτικού Ναού του Αγίου Μηνά (Μικρός ΄Αγιος Μηνάς). Έτος 1737
Ο πολιούχος Άγιος Μηνάς σημείο αναφοράς της πόλης του ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ
του Νίκου Κοπιδάκη
“Στα παλιά εκείνα ηρωικά χρόνια, το Μεγάλο Κάστρο δεν ήταν ένα μπουλούκι σπίτια, μαγαζιά και στενόσακα, στριμωγμένα σε ένα ακρογιάλι της Κρήτης, μπροστά από ένα ακατάπαυστα αγριεμένο πέλαγο κι οι ψυχές που το κατοικούσαν δεν ήταν ακέφαλο ή πολυκέφαλο ρέμπελο τσούρμο από άντρες και γυναικόπαιδα που σπατάλευαν όλο τους τον αγώνα στις καθημερινές έγνοιες του ψωμιού, του παιδιού, της γυναίκας.
Άγραφτη, αυστηρή τάξη τους κυβερνούσε, κανένας δε σήκωνε αντάρτικο κεφάλι στο σκληρό απάνω του νόμο. Κάποιος πάνω από το κεφάλι του έδινε προσταγές. Αλάκερη η πολιτεία ήταν ένα φρούριο, η κάθε ψυχή ήταν κι αυτή ένα φρούριο αιώνια πολιορκούμενο κι είχε καπετάνιο ένα Άγιο, τον “Άγιο Μηνά, τον προστάτη του Μεγάλου Κάστρου….”γράφει ο Καζαντζάκης στην αναφορά του στο Γκρέκο.
Ένας Άγιος που δεν έμενε μόνο στο εικόνισμά του, κατέβαινε κάθε νύχτα, “…έβγαινε
περιπολία. Σφαλνούσε τις πόρτες, όσες είχαν ξεχάσει οι Χριστιανοί ανοικτές, σφύριζε στους νυχτοπαρωρίτες να γυρίσουν πια στα σπίτια τους, στέκουνταν απόξω από τις πόρτες κι αφουγκράζονταν ευχαριστημένος όταν άκουγε τραγούδι…. …Κι όταν οι Τούρκοι ακόνιζαν τα μαχαίρια τους κι ετοιμάζονταν να ριχτούν στους χριστιανούς, πετιόταν ο Αϊ Μηνάς πάλι από το κόνισμά του να διαφεντέψει τους Καστρινούς….
Δεν ήταν μονάχα άγιος ο Αϊ Μηνάς, ήταν ο καπετάνιος τους, καπετάν Μηνά τον έλεγαν και του πήγαιναν κρυφά τ’ άρματά τους να τα βλογήσει…”
Έτσι, όταν το Πάσχα στις 18 τ’ Απρίλη του 1826, οι Τούρκοι αποφάσισαν να σφάξουν τους Καστρινούς που είχαν μαζευτεί στην εκκλησία του, για να γιορτάσουν την Ανάσταση, ήταν απόλυτα φυσικό να γίνει το θαύμα.
“Αίφνης πολιός τις γέρων εμφανίζεται μεταξύ αυτών έφιππος περιτρέχων τον Ναόν και μετά γυμνού του ξίφους αποδιώκων αυτούς. Ευθύς δε οι βάρβαροι περιδεείς ετράπησαν εις φυγήν, καταληφθέντες υπό φόβου ακατανοήτου, και ούτως εματαιώθη το καταχθόνιον αυτών σχέδιον δια της προστασίας του Μεγαλομάρτυρος Μηνά, όστις ενεφανίσθη υπό το πρόσωπον του πολιού γέροντος….” (Ν. Ζευγαδάκης).
Δίκαια λοιπόν η πόλη την Τρίτη της Διακαινησίμου εορτάζει πανηγυρικά το θαύμα του Αγίου Μηνά, ο οποίος και με άλλα θαύματα φανέρωσε και φανερώνει τη δύναμη και την προστασία του.
Μην ξεχνάμε πως ο Ναός δεν έπαθε τίποτε στους βομβαρδισμούς των Γερμανών, γιατί οι βόμβες που έπεσαν πάνω του δεν εξερράγησαν ποτέ.
“Τον φρουρόν Ηρακλείου δεύτε νυν άπαντες, Ορθοδόξων τι άμα τον αντιλήπτορα, ευφημήσωμεν πιστοί, Μηνάν τον ένδοξον, ότι κατήσχυνε λαμπρώς τας ορδάς των ασεβών συντρέψας τούτων τα τόξα, πρεσβεύει δε τω Κυρίω ελεηθήναι τας ψυχάς ημών” (Από την ακολουθία της Τρίτης της Διακαινησίμου).
Αναφέρει ο Γεώργιος Συλλαμιανάκης, στο βιβλίο του “Άγιος Μηνάς” το 1939, πως όχι μόνο οι Χριστιανοί θεωρούσαν προστάτη της πόλης τον Άγιο Μηνά αλλά και οι Τούρκοι, οι οποίοι αντίκριζαν τον Άγιο με φόβο και σεβασμό.
Πολλοί, πήγαιναν τάματα στη χάρη του, μάλιστα η επιφανής αλλά και φανατική οικογένεια Τσαλικάκη, που το σπίτι της ήταν κοντά στην εκκλησία αντελήφθη “ιδίοις όμμασιν” τον Άγιο την ώρα του θαύματος. …..“Έκτοτε δε απέστελλε κατ’ έτος, έναν ασκόν πλήρη εκλεκτού ελαίου εις τον Άγιον. Τούτο εξηκολούθησε πράττουσα η εν λόγω οικογένεια, μέχρι της εξ Ηρακλείου αναχωρήσεως των Τούρκων, κατά την ανταλλαγήν των πληθυσμών, αποκαλούσα πάντοτε τον Άγιον Μηνάν “ο καλός
μας γείτονας..”
Μεγάλη λοιπόν η χάρη του Αγίου Μηνά, μεγάλη και η διάθεση των Ηρακλειωτών να χτίσουν ανάλογο ναό αφιερωμένο στον πολιούχο. Πολλά περιστατικά διηγούνται για την αγάπη όλων των κατοίκων της πόλης στον Άγιο. Χαρακτηριστική είναι η διήγηση από τον ίδιο συγγραφέα του παρακάτω περιστατικού: “...Είχε αφιχθεί εις τον λιμένα Ηρακλείου φορτίον τούβλων δι’ ιστιοφόρου προοριζόμενου την οικοδομίαν του Αγίου Μηνά. Η επί της ανεγέρσεως επιτροπή ευρισκομένη εις στενάχωρον οικονομικήν κατάστασιν, ανέλαβε την εκφόρτωσιν επί ζημίαν της προόδου των εργασιών. Πληροφορηθείς τούτο ο μαθητόκοσμος ανέλαβεν αφ’ εαυτού την εκφόρτωσιν και μεταφοράν μη δεχθείς μάλιστα ουδεμίαν παρέμβασιν επικουρικήν. Και ήτο πράγματι συγκινητικόν το θέαμα μιας αλύσεως μαθητών, από του λιμένος μέχρι της εκκλησίας,
δια της οποίας μετεφέρθη άπαν το υλικόν επί των χειρών και της ράχεως, μετά της
μεγαλυτέρας δε χαράς και των ασμάτων. Πάντα δε ταύτα υπό τα έκπληκτα βλέμματα και τον θαυμασμόν των Τούρκων. Τοιουτοτρόπως εκτός της ικανοποιήσεως την οποίαν ησθάνθη ο μαθητόκοσμος, ότι εξεπλήρωσε ένα θρησκευτικό καθήκον, ωφελήθη και ο Άγιος την δαπάνην της μεταφοράς….”
Συγκλονιστικές είναι οι περιγραφές των εγκαινίων του μεγαλοπρεπούς ναού. Γράφει η τότε τοπική εφημερίδα “ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ”:
“Αμφιβάλλομεν αν άλλοτε ποτέ το Ηράκλειον είδε θρησκευτικήν πανήγυριν ούτω λαμπράν και επιβάλλουσαν, οία υπήρξε η της παρελθούσης Κυριακής επί τοις εγκαινίοις του νεοδμήτου καθεδρικού ναού του Αγίου Μηνά. Άπειρον ήτο το πλήθος το πανταχόθεν της νήσου συρρεύσαν όπως παραστή εις την μεγαλοπρεπή τελετήν… Ο ενθουσιασμός των πανηγυριστών ήτο απερίγραπτος…..Η καρδία αυτών επληρούτο χαράς και δεν εκορεύνυντο αποθαυμάζοντες το κάλλος και το μέγεθος αυτού. Οι οφθαλμοί πάντων επληρούτο δακρύων χαράς, θερμαί δε ευχαριστίαι ανεπέμποντο νοερώς προς τον Ύψιστον”. Και συνεχίζει ο αρθρογράφος: “…Ο εγκαινιασθείς του Αγίου Μηνά θεωρείται, ως και είναι όντως, λαϊκόν δημιούργημα και η φιλοκαλία του λαού επιθυμεί να συντελέση και εις την πλουσίαν διακόσμησιν του δημιουργήματος αυτού. Άλλως δε ο πολιούχος της ημετέρας πόλεως, Άγιος Μηνάς, είναι λίαν προσφιλής ου μόνον εν τη πόλει μας αλλά και εν πάση τη νήσω…” Τόσος υπήρξε ο ενθουσιασμός των κατοίκων της Κρήτης στα εγκαίνια του ναού του Αγίου Μηνά, που οι τελετές δεν εξαντλήθηκαν σε μια μέρα. Επί τρεις ημέρες η Κρήτη πανηγύριζε και το Ηράκλειο είχε αλλάξει όψη από τις πολυάριθμες αψίδες, τις επιγραφές και τους φωτισμούς.
“Σπίτια, σοκάκια και τσαρσά τώρα μορφίσαν όλα, τώρα που ξετελεύτηκε ο Άη Μηνάς στη χώρα. Σαββάτ’ αργά και Κυριακή η νύκτα ήτο μέρα απού τα φώτα που’ φτανε και ρίκταν στον αέρα.
Λάμπες, φανάρια και κεριά, χρωματιστά κανδήλια Όλη η χώρα ήφεγγε σα να’ τον μέρα ίδια”.
Κεντρικός άξονας της τελετής και των αισθημάτων των ημερών εκείνων ο τότε Μητροπολίτης Τιμόθεος Καστρινογιαννάκης, άρχισε τον πανηγυρικό λόγο του με το “Εάν ούτοι σιωπήσουσι οι λίθοι κεκράξονται….Παρέδωσε έτσι το μνημείο στις επόμενες γενιές με πίστη και πάθος. Άφησε ανοικτούς τους κρίκους της κοινωνικής ισορροπίας για τους επερχόμενους. Ένα μνημείο έχει τη δύναμη να συνδέει τις γενιές, να κρατά το λόγο της συνοχής και να ορίζει την αρμονία ζωής που χαρίζει η κοινή πείρα και η κοινή προσευχή. Το λαϊκό αίσθημα γνωρίζει δια μέσου των αιώνων τη μεγάλη αξία του σημείου αναφοράς της πόλης του. Γι’ αυτό ξέρει να το χαιρετίζει με δάκρυα χαράς και συγκίνησης.
“…Και πολλοί, οι είδοσαν τον οίκον τον πρώτον και τούτον τον οίκον εν οφθαλμοίς αυτών, έκλαιον φωνής μεγάλης….” (Έσδρας 3.13)
Ένας ναός είναι μαρτυρία της πίστης και της ευσέβειας των πατέρων μας. Με το κτίσμα εξαγγέλλουν στους απογόνους τη ζωντανή συνέχεια της ιστορίας. Η μια γενιά διαδέχεται την άλλη και τα μνημεία είναι τα ίχνη της διάβασης των προηγούμενων. Βιβλία ανοιχτά του πολιτισμού, των ηθών, της ζωής αυτών που θέλησαν να μην είναι τόσο πρόσκαιρο το πέρασμά τους, αλλά να έχει διάρκεια. Ένας ναός δε μαρτυρεί μόνο τη χαρά και την πίστη αυτών που τον έκτισαν αλλά και τα κοινά β
άσανα, τους στεναγμούς, τις δυσκολίες και τις ανάγκες της κοινότητας. Το κοινό αίσθημα, την αίγλη της εποχής, την αρμονία των αισθημάτων, την υψηλή αισθητική και τις προτρέχουσες ανάγκες ομολογούν ο Παρθενώνας, οι Δελφοί, η Αγία Σοφία, οι ιερές κατακόμβες. Αν εντείνομε την προσοχή μας και προσηλώσομε την ακοή μας μέσα στη σιγή του ναού θα ακούσουμε πως έζησαν οι περασμένες γενιές. Αν συγκεντρώνονταν μέσα στη θαλπωρή του, καταπιεσμένοι από εξωτερικούς και εσωτερικούς κινδύνους, διωγμένοι από κατακτητές, πονεμένοι από πένθη, για να βρουν παρηγοριά και προστασία. Ο μεγαλοπρεπής ναός που ανήκει εξ ίσου σ’ όλους τους κατοίκους της πόλης, διδάσκει αυτό που λεει ο Απόστολος Παύλος,Εφεσ.2-22 “Ούτω και υμείς οικοδομείσθε εις κατοικητήριον του Θεού εν πνεύματι”, την “εις αλλήλους αγάπη…. εν παντί”, την ομόνοια, τη συνεργασία, την αλληλοβοήθεια, την κοινή μητέρα. Έτσι ο λαός οδηγείται στην ειρηνική συνύπαρξη και στην αρμονική συμβίωση. Για τη συγκατοίκηση ο ναός προσφέρει ως μέτρο το κάλλος και την αρμονία.
“Και νυν, Κύριε, έστωσαν οι οφθαλμοί σου ανεωγμένοι εις την δέησιν του τόπου τούτου”. (Παραλειπόμενα Β6)
Όταν η κοινότητα σύσσωμη χτίζει ένα ναό, παρακαλεί το Θεό να προσέξει την προσευχή της. Η ύπαρξη του κεντρικού ιερού ήταν πάντα συνυφασμένη με την ύπαρξη του ελληνικού πνεύματος.
Στα κεντρικά ιερά συγκεντρώθηκε κατά καιρούς ο καλλιτεχνικός πλούτος, οι διαλεχτές ποιότητες στην έκφραση και στη μορφή. Τα κτίρια, τα γλυπτά, τα ζωγραφικά έργα, τα αφιερώματα, οι ύμνοι έπρεπε να είναι τέτοια ώστε να αρέσουν στο Θεό. Να τον κάνουν να καμαρώνει για το σπίτι Του. Το ίδιο ακριβώς πνεύμα από τους προϊστορικούς, τους ιστορικούς χρόνους της αρχαίας Ελλάδας πέρασε στους Βυζαντινούς και νεώτερους χρόνους. Έτσι στα ιερά και στους ναούς συγκεντρώθηκε, ότι καλογέννησε η λαϊκή ψυχή. Αυτό που χαρίζεται στον Θεό, είναι αντίδωρο για την προσφορά του. “Κι είναι δικό σου δόξασμα δικός σου πλούτος είναι, πνεύμα καλό, που σ’ άρεσε φωνή να μου χαρίσεις”. (Δ. Σολωμός)
Ο Άγιος Μηνάς ο πολιούχος της πόλης μας, είναι γέννημα ενός τέτοιου πνεύματος. Λέγεται ότι “ κάθε Θεός έχει διαλέξει τον τόπο του . Δεν πάει οποιοσδήποτε Θεός σ’ οποιοδήποτε τόπο.”
Αυτό συνέβη με το Ηράκλειο. Ο άρχοντας ο Άγιος Μηνάς, ο δυνατός πολεμιστής του κακού, ο άκαμπτος στο μαρτύριο, ο ασυμβίβαστος, ο αποφασιστικός στις επεμβάσεις του διάλεξε το Ηράκλειο. Ένα τόπο που έσφυζε από ζωή και κίνηση, από αρχοντιά και υπερηφάνεια, από ανθρωπιά και καλαισθησία. Ο χαρακτήρας ενός τόπου έχει απόλυτη σχέση με το χαραχτήρα του δικού του προστάτη. Αυτή η αναλογία δίδει σταθερότητα και διάρκεια στο ύφος και στο ήθος της πόλης, αν βέβαια οι κάτοικοι συνεχίζουν να συγκεντρώνονται με εσωτερική διάθεση και δημιουργική ευσέβεια στον Ναό Του. Ένα μνημείο αποκτά αξία, όταν μπαίνει μέσα στη ζωή και την ιστορία του τόπου, και μπορεί να γίνει με το χρόνο ο καλύτερος ερμηνευτής του παρελθόντος.
Ας αναλογιστούμε πότε χτίστηκε ο πολιούχος μας. Θεμέλιος λίθος το 1862, εγκαίνια του 1895, μια περίοδος με διαρκείς επαναστάσεις, σφαγές, κακουχίες, ανέχεια. Όμως ο ναός χτίζεται ευπρεπής, ανάλογος με την αξιοπρέπεια και το φρόνημα των πατέρων μας. Να γιατί η μεγαλοπρέπεια του ναού δεν είναι πολυτέλεια. Είναι αρχοντιά. Δίνει το αίσθημα που κρύβει το μεγαλείο της αλήθειας. Το οικοδόμημα θέλει ελευθερία χώρου, πλατεία για τη συγκέντρωση την κοινή, των πόλεων. Δεν θέλει ασφυκτικές περιχαρακώσεις. Η ομορφιά είναι το μέτρο της οικοδομής. Ξένη η εκμετάλλευση του τόπου. Το ευτελές που ακολουθεί συνήθως το κέρδος και τις σκοπιμότητες λείπει. Η υπερηφάνεια της γενιάς που χτίζει το μνημείο, αποτυπώνεται στο κτίσμα. Ένας μεγαλοπρεπής, ναός στην ορθόδοξη αντίληψη σημαίνει διάθεση συλλογική, φιλική,
αγάπη των συμπολιτών. Να μαζευτούμε όλοι τις ίδιες μέρες για την κοινή αργία, για το συνεορτασμό. Μαζί στο πένθος, μαζί στην Ανάσταση. Οι καμπάνες καλούν στην κοινή χαρά, στον κοινό κίνδυνο, σ’ αυτό που δεν είναι συνασπισμός παροδικών συμφερόντων αλλά ομολογία κοινής πίστης, για πράγματα και αισθήματα που έχουν διάρκεια. Η κοινότητα συγκεντρώνεται ολόκληρη για να λειτουργηθεί, να συν-κοινωνήσει, να συναποφασίσει πως το έργο της εβδομάδας που έρχεται θα είναι ζωή για όλους και όχι φθορά. Ο θάνατος θα ξεπεραστεί αφού το σώμα του ζώντος Χριστού πέρασε από το κοινό ποτήρι του ναού στις ψυχές και τα σώματα των συμπολιτών.
Έτσι από την προσωπική κοινωνία πάμε στη συλλογική. Ο ναός του πολιούχου μιας πόλης, όπως και κάθε ναός, συμβάλλει στα βήματα της ενότητας, είναι το σημείο αναφοράς της πόλης. Ο τόπος όπου συντελείται η κοινή προσευχή την ώρα του κινδύνου ή της νίκης. Ο χώρος όπου ακούγονται οι ύμνοι της χαράς και της λύπης, οι σιωπηλές και κραυγαλέες ανάγκες μας, οι ανατάσεις και τα δάκρυά μας. Αφετηρία σχέσεων και αποφάσεων. Σημείο που συγκεντρώνει το ύφος και το ήθος της κοινότητας. Η κοινή αποδοχή του Ναού, η πίστη στον Άγιο προσφέρουν κριτήρια στις σχέσεις μας και γεννούν ενέργειες που αποσκοπούν στο κοινό καλό. Δεν είναι τυχαίο που ο Πλάτων θέλει θεϊκή τη σύσταση της πόλης. Είναι γεγονός πως οι μεγάλοι πολιτισμοί αναπτύχθηκαν πάντοτε γύρω από ένα ιερό κέντρο.
Σε μια εποχή που πλεονάζει η μοναξιά και η αλλοτρίωση είναι ανεξέλεγκτη, εορτασμοί όπως αυτός για τα εκατό χρόνια από τα εγκαίνια του ναού του Αγίου Μηνά, είναι ένα κοινωνικό αγαθό. Η αυστηρότητα και η τρυφερότητα του Αγίου Μηνά, η αρχοντιά και η παλικαριά του, η προστασία και η φιλία του, η ζωντάνια και η σταθερότητά του παρουσιάζονται πάλι μπροστά μας, για να μην υστερήσουμε στη συνέχεια της ιστορίας του τόπου μας.


