Του λέω πες μου, θέλεις να κοινωνησεις;
Ναι
Πιστεύεις σ αυτό που θα κάνεις;
Ναι
Πιστεύεις πως θα πάρεις τον Χριστό μέσα, σου;
Ναι
Σοβαρά το λες;
Μα ναι σας είπα.
Ωραία τότε πήγαινε να κοινωνησεις.
Με κοίταξε λίγο παραξενα
Προηγουμένως του είχα πει όχι, τώρα του ειπα πήγαινε και κοινωνησε.
Μου λέει τι είπατε;
Σου είπα να πας και να κοινωνησεις αφού τα πιστεύεις όλα αυτά που μου είπες.
Όμως θέλω να μου απαντήσεις στο ερώτημα. Πας και κοινωνας και παίρνεις τον Χριστό μέσα σου.Και τώρα βγαίνεις απ την εκκλησια με τον Χριστό μαζί σου. Και κει απ έξω βλέπεις αυτόν που δεν τον λες καλημέρα. Θελω να μου πεις αν ο Χριστός που είναι μέσα σου, θα πει καλημέρα στον Χριστό που είναι μέσα του. Αν το κάνεις καλά έκανες και κοινωνησες. Αν δεν το κάνεις έχεις καταλάβει τι έκανες;
Αντί να ανέβεις εσύ στα μέτρα της αγάπης του Θεού, κατέβασες τον Θεό στο δικό σου το χάλι. Σε συμφέρει παιδί μου το πράγμα αυτό;
Κι ο άνθρωπος που είχε λίγο μυαλό έμεινε σιωπηλός αρκετή ώρα και λέει έχετε δικηο.
Εγώ σ εμποδίζω; Εσύ εμποδίζεις τον εαυτό σου.
Ο Χριστός το είπε καθαρά.
Εάν δεν συγχωρήσετε στους ανθρώπους τα παραπτώματα τους ούτε ο πατέρας σας ο ουράνιος θα σας συγχωρήσει.
Μακαριστός Επίσκοπος Σιάτιστης Παύλος.
Ψυχοφελή μηνύματα...
Συντονιστής: Συντονιστές
-
toula
- Κορυφαίος Αποστολέας

- Δημοσιεύσεις: 48120
- Εγγραφή: Παρ Δεκ 11, 2009 7:29 am
- Τοποθεσία: ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ (ΤΟΥΛΑ) - ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ - ΑΘΗΝΑ
Re: Ψυχοφελή μηνύματα...
Η Εκκλησία δεν καινοτομεί. Η Εκκλησία ορθοτομεί! Η Εκκλησία είναι σταθερή σε μια πέτρα που λέγεται Χριστός. Όλα γυρω μπορεί να συστρέφονται και να ανακυκλώνονται σε εναν ανεμοστρόβιλο ιδεών και παραλογισμού, αλλά η Εκκλησία παραμένει αμετακίνητη στην απαξ παραδεδομένη αλήθεια. Το μήνυμα του Χριστού είναι τόσο ριζοσπαστικό ώστε σε εποχές συντηρητισμού να φαίνεται νέο και επαναστατικό. Είναι τέτοια σταθερή αλήθεια ώστε να ελέγχει με το φως του ο,τι προωθείται για νέο αλλά είναι ένα αναμάσημα δοσμένο με διαφορετική μεταμφίεση κάθε φορά.
Αυτές οι πιασάρικες ατάκες , που χρησιμοποιούν πολλοί, μπορεί να έχουν επιτυχία σε θρησκευτικούς καταναλωτές και να αφομοιώνονται ευχάριστα, αλλά δεν σημαίνουν τιποτα γι' αυτούς που έχουν καλλιέργεια και πνευματικότητα.
π. Παντ. Κρούσκος
Αυτές οι πιασάρικες ατάκες , που χρησιμοποιούν πολλοί, μπορεί να έχουν επιτυχία σε θρησκευτικούς καταναλωτές και να αφομοιώνονται ευχάριστα, αλλά δεν σημαίνουν τιποτα γι' αυτούς που έχουν καλλιέργεια και πνευματικότητα.
π. Παντ. Κρούσκος
-
toula
- Κορυφαίος Αποστολέας

- Δημοσιεύσεις: 48120
- Εγγραφή: Παρ Δεκ 11, 2009 7:29 am
- Τοποθεσία: ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ (ΤΟΥΛΑ) - ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ - ΑΘΗΝΑ
Re: Ψυχοφελή μηνύματα...
«Και ιδών αυτήν ο Κύριος εσπλαγχνίσθη επ’ αυτή και είπεν αυτή· μη κλαίε» (Λουκ. ζ’ 13).
Το μεγάλο πλήθος που συνόδευε τη χήρα φαίνεται πως τό ‘κανε για χάρη της, λόγω της κοινωνικής της θέσης, αλλά και για το ισχυρό χτύπημα που δέχτηκε με το θάνατο του μοναχογιού της. Η θλίψη των ανθρώπων γύρω της πρέπει να ήταν πολύ μεγάλη. Κι αυτό πρέπει να έκανε μεγαλύτερη τη θλίψη της μητέρας και αύξησε τα δάκρυα απόγνωσης και τον οδυρμό της. Αν κι αναζητούμε άλλους για να μοιραστούν τη θλίψη μας, όταν ο θάνατος αποσπά βίαια κάποιον δικό μας άνθρωπο, η συμμετοχή τους συνεισφέρει πολύ λίγο στο να μειώσει τη θλίψη και τον πόνο μας. Όταν η αδυναμία παρηγορεί την αδυναμία, τότε κι η παρηγοριά θά ‘ναι αδύναμη. Όλοι όσοι παραστέκονται σ’ ένα νεκρό σώμα, κυριεύονται από ένα περίεργο συναίσθημα που δύσκολα εξωτερικεύεται. Κι αυτό είναι η ντροπή. Οι άνθρωποι όχι μόνο φοβούνται το θάνατο, αλλά και ντρέπονται γι’ αυτό. Η ντροπή αυτή είναι απόδειξη – πολύ μεγαλύτερη από το φόβο – πως ο θάνατος είναι συνέπεια της αμαρτίας του ανθρώπου. Όπως ο άρρωστος άνθρωπος ντρέπεται ν’ αποκαλύψει στο γιατρό τις κρυφές πληγές του, έτσι κι όσοι έχουν συνείδηση ντρέπονται τη θνητότητά τους. Η ντροπή αυτή για το θάνατο μας οδηγεί στην απόδειξη της αθάνατης καταγωγής μας και του αθάνατου προορισμού μας. Τα ζώα όταν πεθαίνουν κρύβονται μακριά, σα να νιώθουν ντροπή που είναι θνητά. Φανταστείτε πόση είναι η ντροπή εκείνων που είναι πνευματικά καλλιεργημένοι!
Σε τι χρησιμεύουν όλα τα κλάματα και τα μοιρολόγια μας, όλη η ματαιότητά μας, όλες οι τιμές και οι δόξες μας, την ώρα που νιώθουμε ότι κομματιάζεται το επίγειο δοχείο όπου κατοικήσαμε όσο ζούσαμε; Μας κατέχει ντροπή τόσο για το εύθραυστο του δοχείου μας όσο και για την άφρονα ματαιότητα με την οποία γεμίσαμε τη ζωή μας. Σε τι χρησιμεύει να το κρύβουμε; Η ντροπή μας κατέχει λόγω της βρωμιάς που γεμίσαμε το γήινο σαρκίο μας και που εξέρχεται μετά το θάνατό μας, όχι μόνο προς τη γη αλλά και προς τον ουρανό. Η ουσία του πνεύματος δεν αναδίδει ούτε άρωμα ούτε δυσοσμία στο σώμα μας. Ανάλογα με την ποιότητά μας ως ανθρώπων και με τα υλικά που έχουμε σωρεύσει μέσα μας όσο ζούμε, αναδίδουμε το άρωμα του ουρανού ή τη βρωμιά της αμαρτίας.
Ο Κύριος έχει αγάπη και ανοχή γι’ αυτούς που βρίσκονται σε απόγνωση. Αυτό το διαπιστώνουμε συχνά στις αδυναμίες των ανθρώπων. «Ιδών δε τους όχλους εσπλαγχνίσθη περί αυτών, ότι ήσαν εκλελυμένοι και ερριμένοι ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα» (Ματθ. θ’ 36). Όταν τα πρόβατα βλέπουν τον ποιμένα δεν λιποψυχούν, ούτε και σκορπίζονται. Αν οι άνθρωποι είχαν το Θεό πάντα μπροστά στα μάτια τους δε θα λιποψυχούσαν, ούτε και θα σκορπίζονταν. Μερικοί όμως τον βλέπουν, άλλοι τον αναζητούν για να τον δουν, ενώ άλλοι είναι τυφλοί ή εμπαίζουν εκείνους που ψάχνουν για να τον δουν. Έτσι οι άνθρωποι λιποψυχούν, διασκορπίζονται, γίνεται ο καθένας οδηγός στον εαυτό του κι ακολουθεί το δικό του δρόμο.
Αν οι άνθρωποι είχαν έστω και το μισό φόβο για τον πανταχού παρόντα Θεό, απ’ αυτόν που έχουν για το θάνατο, δε θα φοβούνταν τον τελευταίο. Και μάλιστα δε θα γνώριζαν το θάνατο σ’ αυτόν τον κόσμο. Στην περίπτωσή μας ο Κύριος ένιωσε ιδιαίτερη συμπάθεια για τη θλιμμένη μητέρα και γι’ αυτό της είπε: μη κλαίε. Κοίταξε βαθιά μέσα στην ψυχή της και διάβασε όλα όσα γίνονταν εκεί. Ο σύζυγός της είχε πεθάνει, δεν είχε σύντροφο. Τώρα πέθανε κι ο μοναχογιός της και βρέθηκε ολομόναχη. Πού ήταν ο ζωντανός Θεός; Μπορεί να νιώθει μόνος του κανείς όταν έχει συντροφιά το Θεό; Μπορεί ο αληθινός άνθρωπος να βρει καλλίτερη συντροφιά, πιο εγκάρδια, από τη συντροφιά του Θεού; Δεν είναι πιο κοντά μας ο Θεός ακόμα κι από τον πατέρα και τη μητέρα μας, από τους αδελφούς και τις αδελφές μας, από τους γιους και τις θυγατέρες μας; Μας δίνει παιδιά κι ύστερα μας τα παίρνει, μα δε μας εγκαταλείπει. Το μάτι Του δεν κουράζεται να μας παρακολουθεί, ούτε κι η αγάπη Του για μας έχει αλλοιωθεί. Όλη η δυσοσμία του θανάτου μας βοηθάει να προσκολληθούμε περισσότερο στο Θεό, τον ζώντα Θεό.
Μη κλαίε! Ο Κύριος προσπαθεί να παρηγορήσει την απαρηγόρητη μητέρα. Αυτό το λέει Εκείνος που δε σκέφτεται, όπως πολλοί από μας, πως η ψυχή του νεκρού αγοριού κατεβαίνει στον τάφο, μαζί με το νεκρό σώμα του. Το λέει Εκείνος που γνωρίζει αυτά που αφορούν στην ψυχή του νεκρού αγοριού, που κρατά την ψυχή αυτή στη δική Του εξουσία. Κι εμείς παρηγορούμε αυτούς που θρηνούν με τα ίδια λόγια, αν κι οι καρδιές μας είναι γεμάτες δάκρυα.
Εκτός από τη συμπάθειά μας όμως νιώθουμε αδύναμοι να προσθέσουμε οτιδήποτε άλλο σ’ εκείνους που θρηνούν. Η δύναμη του θανάτου έχει τόσο πολύ ξεπεράσει τη δύναμή μας, ώστε σερνόμαστε σαν έντομα στη σκιά του. Και καθώς γεμίζουμε τον τάφο και σκεπάζουμε το νεκρό με χώμα, νιώθουμε πως ενταφιάζουμε μαζί κι ένα μέρος από τον εαυτό μας μέσα στο νεκρικό σκοτάδι του τάφου.
Ο Κύριος δεν είπε μη κλαίε στη γυναίκα για να δείξει πως δεν πρέπει να κλαίμε για τους νεκρούς. Ο ίδιος δάκρυσε για το Λάζαρο (βλ. Ιωάν. ια’ 35). Θρήνησε προκαταβολικά γι’ αυτούς που θα υπόφεραν με την πτώση της Ιερουσαλήμ (βλ. Λουκ. ιθ’ 41-44). Τέλος μακάρισε αυτούς που πενθούν, «ότι αυτοί παρακληθήσονται» (Ματθ. ε’ 4). Τίποτα δεν ηρεμεί και δεν καθαρίζει τόσο, όσο τα δάκρυα.
Στην ορθόδοξη μεθοδολογία της σωτηρίας, τα δάκρυα είναι ανάμεσα στα πρώτα μέσα κάθαρσης της ψυχής, της καρδιάς και του νου. Όχι μόνο πρέπει να κλαίμε για τους νεκρούς, αλλά και για τους ζωντανούς και ιδιαίτερα για τον εαυτό μας, όπως συνέστησε ο Κύριος στις γυναίκες της Ιερουσαλήμ: «Θυγατέρες Ιερουσαλήμ, μη κλαίετε επ’ εμέ, πλην εφ’ εαυτάς κλαίετε και επί τα τέκνα υμών» (Λουκ. κγ’ 28).
Υπάρχει όμως μια διαφορά από δάκρυα σε δάκρυα. Ο απόστολος Παύλος συμβουλεύει τους Θεσσαλονικείς: «ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα» (Α’ Θεσσ. δ’ 13). Δεν πρέπει να θλιβόμαστε όπως οι ειδωλολάτρες κι οι άθεοι, που κλαίνε τους νεκρούς τους σα να χάθηκαν εντελώς. Οι χριστιανοί δεν πρέπει να κλαίνε τους νεκρούς σαν χαμένους αλλά σαν αμαρτωλούς. Η θλίψη τους επομένως πρέπει να συνοδεύεται με προσευχές στο Θεό για να συχωρήσει τις αμαρτίες του αποβιώσαντα και να τον ελεήσει, να τον οδηγήσει στην ουράνια βασιλεία Του.
Ο χριστιανός πρέπει να κλαίει και να θρηνεί επίσης για τον εαυτό του, για τις αμαρτίες του. Κι όσο πιο συχνά το κάνει αυτό τόσο καλύτερα. Όχι να συμπεριφέρεται σαν κι’ αυτούς που δεν πιστεύουν στο Θεό και δεν ελπίζουν στο έλεός Του και στην αιώνια ζωή.
Όταν τα δάκρυα έχουν το χριστιανικό αυτό νόημα κι αυτή τη χρήση, τότε γιατί ο Κύριος είπε στη μητέρα του νεκρού αγοριού μη κλαίε; Εδώ είναι άλλη περίπτωση. Η γυναίκα έκλαιγε σαν κι αυτούς που δεν έχουν ελπίδα. Δεν έκλαιγε για τις αμαρτίες του παιδιού της ούτε και για τις δικές της. Έκλαιγε για τη σωματική απώλεια, για το χαμό και την ολοκληρωτική εξαφάνιση του παιδιού, για τον αιώνιο αποχωρισμό της απ’ αυτό. Εκεί όμως βρισκόταν ο Υιός του Θεού, ο Κύριος ζώντων και νεκρών. Δεν είχε λοιπόν λόγο να κλαίει μπροστά Του, όπως δεν έχει λόγο και να νηστεύει κανείς όταν ο Κύριος είναι παρών. Όταν οι Φαρισσαίοι κατηγόρησαν τον Κύριο πως οι μαθητές Του δε νήστευαν, όπως ο Ιωάννης, τους απάντησε: «Μη δύνασθε τους υιούς του νυμφώνος, εν ω ο νυμφίος μετ’ αυτών εστι, ποιήσαι νηστεύειν;» (Λουκ. ε’ 34). Με τον ίδιο τρόπο λοιπόν, μπορεί να θρηνεί κάποιος όταν βρίσκεται μαζί του ο Ζωοδότης, που στη βασιλεία Του δεν υπάρχουν νεκροί, αλλ’ όλοι είναι ζωντανοί;
Η θλιμμένη χήρα όμως δε γνώριζε ούτε το Χριστό ούτε τη δύναμη του Θεού. Θρηνούσε το μοναχογιό της χωρίς ελπίδα, όπως όλοι οι Ιουδαίοι τότε, που είτε δεν είχαν ολότελα πίστη στην ανάσταση των νεκρών είτε την είχαν χάσει.
Σ’ αυτήν την ανώφελη λόγω άγνοιας θλίψη της, ο Κύριος ανταποκρίθηκε με τα λόγια: Μη κλαίε! Δεν της είπε να μην κλάψει με την έννοια που το κάνουν πολλοί σήμερα, που εννοούν: «Μην κλαίς! Τα δάκρυά σου δε θα τον φέρουν πίσω. Αυτή είναι η μοίρα. Όλοι τον ίδιο δρόμο θ’ ακολουθήσουμε». Αυτή που δίνουμε εμείς είναι μια απαρηγόρητη παρηγοριά. Δεν παρηγορεί κανέναν, είτε την δίνει κανείς είτε την παίρνει. Άλλο πράγμα σκεφτόταν ο Χριστός όταν έλεγε μη κλαίε. Ήθελε να πει: Μην κλαίς, γιατί Εγώ είμαι εδώ. Είμαι ο ποιμένας όλων των προβάτων. Κανένα πρόβατο δεν μπορεί να κρυφτεί από Εμένα, δε γίνεται να μη γνωρίζω που βρίσκεται. Ο γιος δεν πέθανε με τον τρόπο που νομίζεις εσύ. Μόνο η ψυχή του έφυγε από το σώμα. Εγώ έχω εξουσία στην ψυχή του, όπως και στο σώμα του. Λόγω της θλίψης σου, που προέρχεται από άγνοια και απιστία τόσο τη δική σου όσο κι εκείνων που βρίσκονται γύρω σου, θα ενώσω ξανά την ψυχή του παιδιού με το σώμα του και θα τον ξαναφέρω στη ζωή. Και θα το κάνω αυτό όχι τόσο για δική του χάρη όσο για σένα και για τους δικούς σου, για να πιστέψετε πως ο Θεός είναι ζωντανός και παρακολουθεί όλους τους ανθρώπους. Για να βεβαιωθείτε πως Εγώ είμαι ο Μεσσίας που ήρθε, ο Σωτήρας του κόσμου».
Μ’ αυτήν την έννοια είπε στη μητέρα ο Κύριος μη κλαίε! Και μετά απ’ αυτό προχώρησε στο έργο.
Άγιος Νικόλαος Αχρίδος
Το μεγάλο πλήθος που συνόδευε τη χήρα φαίνεται πως τό ‘κανε για χάρη της, λόγω της κοινωνικής της θέσης, αλλά και για το ισχυρό χτύπημα που δέχτηκε με το θάνατο του μοναχογιού της. Η θλίψη των ανθρώπων γύρω της πρέπει να ήταν πολύ μεγάλη. Κι αυτό πρέπει να έκανε μεγαλύτερη τη θλίψη της μητέρας και αύξησε τα δάκρυα απόγνωσης και τον οδυρμό της. Αν κι αναζητούμε άλλους για να μοιραστούν τη θλίψη μας, όταν ο θάνατος αποσπά βίαια κάποιον δικό μας άνθρωπο, η συμμετοχή τους συνεισφέρει πολύ λίγο στο να μειώσει τη θλίψη και τον πόνο μας. Όταν η αδυναμία παρηγορεί την αδυναμία, τότε κι η παρηγοριά θά ‘ναι αδύναμη. Όλοι όσοι παραστέκονται σ’ ένα νεκρό σώμα, κυριεύονται από ένα περίεργο συναίσθημα που δύσκολα εξωτερικεύεται. Κι αυτό είναι η ντροπή. Οι άνθρωποι όχι μόνο φοβούνται το θάνατο, αλλά και ντρέπονται γι’ αυτό. Η ντροπή αυτή είναι απόδειξη – πολύ μεγαλύτερη από το φόβο – πως ο θάνατος είναι συνέπεια της αμαρτίας του ανθρώπου. Όπως ο άρρωστος άνθρωπος ντρέπεται ν’ αποκαλύψει στο γιατρό τις κρυφές πληγές του, έτσι κι όσοι έχουν συνείδηση ντρέπονται τη θνητότητά τους. Η ντροπή αυτή για το θάνατο μας οδηγεί στην απόδειξη της αθάνατης καταγωγής μας και του αθάνατου προορισμού μας. Τα ζώα όταν πεθαίνουν κρύβονται μακριά, σα να νιώθουν ντροπή που είναι θνητά. Φανταστείτε πόση είναι η ντροπή εκείνων που είναι πνευματικά καλλιεργημένοι!
Σε τι χρησιμεύουν όλα τα κλάματα και τα μοιρολόγια μας, όλη η ματαιότητά μας, όλες οι τιμές και οι δόξες μας, την ώρα που νιώθουμε ότι κομματιάζεται το επίγειο δοχείο όπου κατοικήσαμε όσο ζούσαμε; Μας κατέχει ντροπή τόσο για το εύθραυστο του δοχείου μας όσο και για την άφρονα ματαιότητα με την οποία γεμίσαμε τη ζωή μας. Σε τι χρησιμεύει να το κρύβουμε; Η ντροπή μας κατέχει λόγω της βρωμιάς που γεμίσαμε το γήινο σαρκίο μας και που εξέρχεται μετά το θάνατό μας, όχι μόνο προς τη γη αλλά και προς τον ουρανό. Η ουσία του πνεύματος δεν αναδίδει ούτε άρωμα ούτε δυσοσμία στο σώμα μας. Ανάλογα με την ποιότητά μας ως ανθρώπων και με τα υλικά που έχουμε σωρεύσει μέσα μας όσο ζούμε, αναδίδουμε το άρωμα του ουρανού ή τη βρωμιά της αμαρτίας.
Ο Κύριος έχει αγάπη και ανοχή γι’ αυτούς που βρίσκονται σε απόγνωση. Αυτό το διαπιστώνουμε συχνά στις αδυναμίες των ανθρώπων. «Ιδών δε τους όχλους εσπλαγχνίσθη περί αυτών, ότι ήσαν εκλελυμένοι και ερριμένοι ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα» (Ματθ. θ’ 36). Όταν τα πρόβατα βλέπουν τον ποιμένα δεν λιποψυχούν, ούτε και σκορπίζονται. Αν οι άνθρωποι είχαν το Θεό πάντα μπροστά στα μάτια τους δε θα λιποψυχούσαν, ούτε και θα σκορπίζονταν. Μερικοί όμως τον βλέπουν, άλλοι τον αναζητούν για να τον δουν, ενώ άλλοι είναι τυφλοί ή εμπαίζουν εκείνους που ψάχνουν για να τον δουν. Έτσι οι άνθρωποι λιποψυχούν, διασκορπίζονται, γίνεται ο καθένας οδηγός στον εαυτό του κι ακολουθεί το δικό του δρόμο.
Αν οι άνθρωποι είχαν έστω και το μισό φόβο για τον πανταχού παρόντα Θεό, απ’ αυτόν που έχουν για το θάνατο, δε θα φοβούνταν τον τελευταίο. Και μάλιστα δε θα γνώριζαν το θάνατο σ’ αυτόν τον κόσμο. Στην περίπτωσή μας ο Κύριος ένιωσε ιδιαίτερη συμπάθεια για τη θλιμμένη μητέρα και γι’ αυτό της είπε: μη κλαίε. Κοίταξε βαθιά μέσα στην ψυχή της και διάβασε όλα όσα γίνονταν εκεί. Ο σύζυγός της είχε πεθάνει, δεν είχε σύντροφο. Τώρα πέθανε κι ο μοναχογιός της και βρέθηκε ολομόναχη. Πού ήταν ο ζωντανός Θεός; Μπορεί να νιώθει μόνος του κανείς όταν έχει συντροφιά το Θεό; Μπορεί ο αληθινός άνθρωπος να βρει καλλίτερη συντροφιά, πιο εγκάρδια, από τη συντροφιά του Θεού; Δεν είναι πιο κοντά μας ο Θεός ακόμα κι από τον πατέρα και τη μητέρα μας, από τους αδελφούς και τις αδελφές μας, από τους γιους και τις θυγατέρες μας; Μας δίνει παιδιά κι ύστερα μας τα παίρνει, μα δε μας εγκαταλείπει. Το μάτι Του δεν κουράζεται να μας παρακολουθεί, ούτε κι η αγάπη Του για μας έχει αλλοιωθεί. Όλη η δυσοσμία του θανάτου μας βοηθάει να προσκολληθούμε περισσότερο στο Θεό, τον ζώντα Θεό.
Μη κλαίε! Ο Κύριος προσπαθεί να παρηγορήσει την απαρηγόρητη μητέρα. Αυτό το λέει Εκείνος που δε σκέφτεται, όπως πολλοί από μας, πως η ψυχή του νεκρού αγοριού κατεβαίνει στον τάφο, μαζί με το νεκρό σώμα του. Το λέει Εκείνος που γνωρίζει αυτά που αφορούν στην ψυχή του νεκρού αγοριού, που κρατά την ψυχή αυτή στη δική Του εξουσία. Κι εμείς παρηγορούμε αυτούς που θρηνούν με τα ίδια λόγια, αν κι οι καρδιές μας είναι γεμάτες δάκρυα.
Εκτός από τη συμπάθειά μας όμως νιώθουμε αδύναμοι να προσθέσουμε οτιδήποτε άλλο σ’ εκείνους που θρηνούν. Η δύναμη του θανάτου έχει τόσο πολύ ξεπεράσει τη δύναμή μας, ώστε σερνόμαστε σαν έντομα στη σκιά του. Και καθώς γεμίζουμε τον τάφο και σκεπάζουμε το νεκρό με χώμα, νιώθουμε πως ενταφιάζουμε μαζί κι ένα μέρος από τον εαυτό μας μέσα στο νεκρικό σκοτάδι του τάφου.
Ο Κύριος δεν είπε μη κλαίε στη γυναίκα για να δείξει πως δεν πρέπει να κλαίμε για τους νεκρούς. Ο ίδιος δάκρυσε για το Λάζαρο (βλ. Ιωάν. ια’ 35). Θρήνησε προκαταβολικά γι’ αυτούς που θα υπόφεραν με την πτώση της Ιερουσαλήμ (βλ. Λουκ. ιθ’ 41-44). Τέλος μακάρισε αυτούς που πενθούν, «ότι αυτοί παρακληθήσονται» (Ματθ. ε’ 4). Τίποτα δεν ηρεμεί και δεν καθαρίζει τόσο, όσο τα δάκρυα.
Στην ορθόδοξη μεθοδολογία της σωτηρίας, τα δάκρυα είναι ανάμεσα στα πρώτα μέσα κάθαρσης της ψυχής, της καρδιάς και του νου. Όχι μόνο πρέπει να κλαίμε για τους νεκρούς, αλλά και για τους ζωντανούς και ιδιαίτερα για τον εαυτό μας, όπως συνέστησε ο Κύριος στις γυναίκες της Ιερουσαλήμ: «Θυγατέρες Ιερουσαλήμ, μη κλαίετε επ’ εμέ, πλην εφ’ εαυτάς κλαίετε και επί τα τέκνα υμών» (Λουκ. κγ’ 28).
Υπάρχει όμως μια διαφορά από δάκρυα σε δάκρυα. Ο απόστολος Παύλος συμβουλεύει τους Θεσσαλονικείς: «ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα» (Α’ Θεσσ. δ’ 13). Δεν πρέπει να θλιβόμαστε όπως οι ειδωλολάτρες κι οι άθεοι, που κλαίνε τους νεκρούς τους σα να χάθηκαν εντελώς. Οι χριστιανοί δεν πρέπει να κλαίνε τους νεκρούς σαν χαμένους αλλά σαν αμαρτωλούς. Η θλίψη τους επομένως πρέπει να συνοδεύεται με προσευχές στο Θεό για να συχωρήσει τις αμαρτίες του αποβιώσαντα και να τον ελεήσει, να τον οδηγήσει στην ουράνια βασιλεία Του.
Ο χριστιανός πρέπει να κλαίει και να θρηνεί επίσης για τον εαυτό του, για τις αμαρτίες του. Κι όσο πιο συχνά το κάνει αυτό τόσο καλύτερα. Όχι να συμπεριφέρεται σαν κι’ αυτούς που δεν πιστεύουν στο Θεό και δεν ελπίζουν στο έλεός Του και στην αιώνια ζωή.
Όταν τα δάκρυα έχουν το χριστιανικό αυτό νόημα κι αυτή τη χρήση, τότε γιατί ο Κύριος είπε στη μητέρα του νεκρού αγοριού μη κλαίε; Εδώ είναι άλλη περίπτωση. Η γυναίκα έκλαιγε σαν κι αυτούς που δεν έχουν ελπίδα. Δεν έκλαιγε για τις αμαρτίες του παιδιού της ούτε και για τις δικές της. Έκλαιγε για τη σωματική απώλεια, για το χαμό και την ολοκληρωτική εξαφάνιση του παιδιού, για τον αιώνιο αποχωρισμό της απ’ αυτό. Εκεί όμως βρισκόταν ο Υιός του Θεού, ο Κύριος ζώντων και νεκρών. Δεν είχε λοιπόν λόγο να κλαίει μπροστά Του, όπως δεν έχει λόγο και να νηστεύει κανείς όταν ο Κύριος είναι παρών. Όταν οι Φαρισσαίοι κατηγόρησαν τον Κύριο πως οι μαθητές Του δε νήστευαν, όπως ο Ιωάννης, τους απάντησε: «Μη δύνασθε τους υιούς του νυμφώνος, εν ω ο νυμφίος μετ’ αυτών εστι, ποιήσαι νηστεύειν;» (Λουκ. ε’ 34). Με τον ίδιο τρόπο λοιπόν, μπορεί να θρηνεί κάποιος όταν βρίσκεται μαζί του ο Ζωοδότης, που στη βασιλεία Του δεν υπάρχουν νεκροί, αλλ’ όλοι είναι ζωντανοί;
Η θλιμμένη χήρα όμως δε γνώριζε ούτε το Χριστό ούτε τη δύναμη του Θεού. Θρηνούσε το μοναχογιό της χωρίς ελπίδα, όπως όλοι οι Ιουδαίοι τότε, που είτε δεν είχαν ολότελα πίστη στην ανάσταση των νεκρών είτε την είχαν χάσει.
Σ’ αυτήν την ανώφελη λόγω άγνοιας θλίψη της, ο Κύριος ανταποκρίθηκε με τα λόγια: Μη κλαίε! Δεν της είπε να μην κλάψει με την έννοια που το κάνουν πολλοί σήμερα, που εννοούν: «Μην κλαίς! Τα δάκρυά σου δε θα τον φέρουν πίσω. Αυτή είναι η μοίρα. Όλοι τον ίδιο δρόμο θ’ ακολουθήσουμε». Αυτή που δίνουμε εμείς είναι μια απαρηγόρητη παρηγοριά. Δεν παρηγορεί κανέναν, είτε την δίνει κανείς είτε την παίρνει. Άλλο πράγμα σκεφτόταν ο Χριστός όταν έλεγε μη κλαίε. Ήθελε να πει: Μην κλαίς, γιατί Εγώ είμαι εδώ. Είμαι ο ποιμένας όλων των προβάτων. Κανένα πρόβατο δεν μπορεί να κρυφτεί από Εμένα, δε γίνεται να μη γνωρίζω που βρίσκεται. Ο γιος δεν πέθανε με τον τρόπο που νομίζεις εσύ. Μόνο η ψυχή του έφυγε από το σώμα. Εγώ έχω εξουσία στην ψυχή του, όπως και στο σώμα του. Λόγω της θλίψης σου, που προέρχεται από άγνοια και απιστία τόσο τη δική σου όσο κι εκείνων που βρίσκονται γύρω σου, θα ενώσω ξανά την ψυχή του παιδιού με το σώμα του και θα τον ξαναφέρω στη ζωή. Και θα το κάνω αυτό όχι τόσο για δική του χάρη όσο για σένα και για τους δικούς σου, για να πιστέψετε πως ο Θεός είναι ζωντανός και παρακολουθεί όλους τους ανθρώπους. Για να βεβαιωθείτε πως Εγώ είμαι ο Μεσσίας που ήρθε, ο Σωτήρας του κόσμου».
Μ’ αυτήν την έννοια είπε στη μητέρα ο Κύριος μη κλαίε! Και μετά απ’ αυτό προχώρησε στο έργο.
Άγιος Νικόλαος Αχρίδος
-
toula
- Κορυφαίος Αποστολέας

- Δημοσιεύσεις: 48120
- Εγγραφή: Παρ Δεκ 11, 2009 7:29 am
- Τοποθεσία: ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ (ΤΟΥΛΑ) - ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ - ΑΘΗΝΑ
Re: Ψυχοφελή μηνύματα...
Κυριακή Γ' Λουκά- Η ανάσταση στην Ναΐν.
Ο Χριστός πορεύεται σε μια μικρή πόλη,την Ναΐν, απαρατήρητος ίσως από πολλούς. Εκεί, στην πύλη της Ναΐν, συναντώνται δύο πομπές· η πομπή της ζωής που έρχεται, και η πομπή του θανάτου που εξέρχεται. Ο Ερχόμενος Ζωοδότης και ο εξερχόμενος νεκρός. Η συνάντηση αυτή είναι ο πυρήνας της σωτηριολογίας μας· η ζωή συναντά τον θάνατο, και ο θάνατος νικιέται.
Η χήρα της Ναΐν είναι η ανθρωπότητα ολόκληρη· η πληγωμένη, η άτεκνη, η μόνη. Ο θάνατος του μονογενούς υιού της εκφράζει την απώλεια, την απελπισία, το αδιέξοδο κάθε καρδιάς, η οποία βλέπει τον έσχατο εχθρό να κυριαρχεί. Κι όμως, ο Χριστός στέκεται μπροστά της, συγκινείται βαθιά· «και εσπλαγχνίσθη επ’ αυτή». Δεν την κρίνει για τα δάκρυά της, δεν την ελέγχει για έλλειψη πίστης. Αντιθέτως, συμμετέχει στη θλίψη της· ο Θεός των ουρανών σπλαγχνίζεται το πλάσμα Του.
Και τότε, η θεία φωνή αντηχεί: «Μη κλαίε». Όχι γιατί το πένθος είναι αμαρτία, αλλά γιατί το πένθος, όταν συναντά τον Χριστό, μεταμορφώνεται σε ελπίδα. Ο Κύριος αγγίζει το φέρετρο — πράξη ασύλληπτη για τους Ιουδαίους, γιατί η επαφή με νεκρό επέφερε τελετουργική ακαθαρσία. Όμως ο Χριστός δεν μολύνεται, αλλά καθαίρει. Δεν υποτάσσεται στη φθορά, αλλά Εκείνος καταλύει τη φθορά. Και λέγει· «Νεανίσκε, σοι λέγω, εγέρθητι». Η φωνή που εκάλεσε το φως εκ του σκότους, η ίδια φωνή εγείρει τον νεκρό από τον Άδη. Και ο νέος ανίσταται· ο Λόγος έγινε πνοή, και η πνοή έγινε ζωή.
Όμως, όπως ορθά διακρίνουμε, ούτε ο νέος της Ναΐν, ούτε ο Λάζαρος, ούτε η κόρη του Ιαείρου αναστήθηκαν για να ζήσουν ατελεύτητα εν χρόνω. Όλοι τους έζησαν πάλι τον φυσικό θάνατο. Η ανάστασή τους δεν ήταν σκοπός, αλλά σημείο· ήταν επιβεβαίωση ότι ο Χριστός είναι «η Ανάσταση και η Ζωή». Ότι ο θάνατος δεν έχει την τελευταία λέξη, αλλά ο Λόγος του Θεού.
Η σημερινή διήγηση, λοιπόν, δεν είναι ιστορικό θαύμα μονάχα, αλλά θεολογικό γεγονός. Μας καλεί να δούμε πέρα από τη συγκυρία του πόνου, πέρα από το φέρετρο της Ναΐν. Ο Χριστός δεν ήλθε για να αναστείλλει προσωρινά τον φυσικό νόμο, αλλά για να καταργήσει τον θάνατο ολοκληρωτικά. Όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος, «έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος». Ο νέος της Ναΐν αναστήθηκε για να δείξει ότι ο Θεός δεν αδιαφορεί, αλλά στέκεται στην πύλη κάθε Ναΐν, σε κάθε άνθρωπο , ο οποίος συνοδεύει τα όνειρά του στον τάφο.
Η εμπειρία του πένθους είναι κοινή σε όλους μας. Ο πόνος της απώλειας εγγράφεται βαθιά στην ψυχή. Όμως ο Χριστιανός δεν πενθεί ως άπιστος. Ο άνθρωπος του Θεού γνωρίζει ότι ο θάνατος είναι μεν δραματικός, αλλά εν τέλει προσωρινός. Όταν ο Κύριος αγγίζει το φέρετρο, αγγίζει τον ίδιο μας τον φόβο. Και όταν λέγει «Μη κλαίε», δεν ακυρώνει την ανθρώπινη θλίψη, αλλά τη μεταμορφώνει σε ελπίδα Ανάστασης. Αντί να βλέπουμε τον θάνατο ως το αμετάκλητο τέλος, μας καλεί να τον αντιληφθούμε ως πέρασμα, ως διάβαση από τη φθορά στην αφθαρσία.
Όμως, ο λόγος του Θεού δεν απευθύνεται μόνο σε εκείνον , που έχασε άλλον. Απευθύνεται και σε εμάς τους «ζώντες νεκρούς», που έχουμε ψυχή νεκρωμένη από αμέλεια, αδιαφορία και αμαρτία. Ο Κύριος πλησιάζει την πομπή της ψυχικής μας αποσύνθεσης και λέγει· «Σοι λέγω, εγέρθητι». Η Ανάσταση της Ναΐν δεν έγινε μόνο για εκείνον τον νέο, αλλά για κάθε ψυχή που αποθνήσκει πριν τη φυσική της έξοδο. Όταν η μετάνοια ξυπνά, όταν η καρδιά ακούει τη φωνή του Χριστού, τότε κι εμείς ανασταινόμαστε, έστω και εν μέρει, από τον πνευματικό μας Άδη.
Γι’ αυτό, αδελφοί, ο πενθών Χριστιανός δεν απελπίζεται. Ο άνθρωπος του Θεού θρηνεί αλλά ελπίζει. Κλαίει, αλλά πιστεύει ότι «πας ο ζων και πιστεύων εις εμέ ου μη αποθάνη εις τον αιώνα». Ο Χριστός ήλθε να αγκαλιάσει κάθε χήρα της Ναΐν, κάθε ορφανό, κάθε πληγωμένο άνθρωπο, και να του εμπνεύσει ότι ο θάνατος δεν έχει πια εξουσία. Η ζωή του Θεού δεν εγκλωβίζεται στον τάφο.
Η Εκκλησία, με τον αναστάσιμο χαρακτήρα της, μας μαθαίνει να μετατρέπουμε το πένθος σε προσευχή και τη λύπη σε ελπίδα. Η μνήμη του θανάτου γίνεται για μας κίνητρο μετάνοιας, όχι απόγνωσης. Η «κατά Θεόν λύπη» γεννά μετάνοια σωτήρια. Ο Χριστιανός πενθεί όχι για όσα έχασε, αλλά για όσα δεν έδωσε στον Θεό. Και στο τέλος κάθε Ναΐν, στην πύλη κάθε ζωής, ο Κύριος περιμένει· με βλέμμα στοργής και λόγο ζωής:
«Νεανίσκε, σοι λέγω, εγέρθητι».
Και τότε, η πομπή του θανάτου μετατρέπεται σε πανήγυρη ζωής·
η σιωπή γίνεται δοξολογία·
και ο πόνος, προανάκρουσμα της κοινής Ανάστασης.
Αμήν.
Π.Παντ. Κρ.
Ο Χριστός πορεύεται σε μια μικρή πόλη,την Ναΐν, απαρατήρητος ίσως από πολλούς. Εκεί, στην πύλη της Ναΐν, συναντώνται δύο πομπές· η πομπή της ζωής που έρχεται, και η πομπή του θανάτου που εξέρχεται. Ο Ερχόμενος Ζωοδότης και ο εξερχόμενος νεκρός. Η συνάντηση αυτή είναι ο πυρήνας της σωτηριολογίας μας· η ζωή συναντά τον θάνατο, και ο θάνατος νικιέται.
Η χήρα της Ναΐν είναι η ανθρωπότητα ολόκληρη· η πληγωμένη, η άτεκνη, η μόνη. Ο θάνατος του μονογενούς υιού της εκφράζει την απώλεια, την απελπισία, το αδιέξοδο κάθε καρδιάς, η οποία βλέπει τον έσχατο εχθρό να κυριαρχεί. Κι όμως, ο Χριστός στέκεται μπροστά της, συγκινείται βαθιά· «και εσπλαγχνίσθη επ’ αυτή». Δεν την κρίνει για τα δάκρυά της, δεν την ελέγχει για έλλειψη πίστης. Αντιθέτως, συμμετέχει στη θλίψη της· ο Θεός των ουρανών σπλαγχνίζεται το πλάσμα Του.
Και τότε, η θεία φωνή αντηχεί: «Μη κλαίε». Όχι γιατί το πένθος είναι αμαρτία, αλλά γιατί το πένθος, όταν συναντά τον Χριστό, μεταμορφώνεται σε ελπίδα. Ο Κύριος αγγίζει το φέρετρο — πράξη ασύλληπτη για τους Ιουδαίους, γιατί η επαφή με νεκρό επέφερε τελετουργική ακαθαρσία. Όμως ο Χριστός δεν μολύνεται, αλλά καθαίρει. Δεν υποτάσσεται στη φθορά, αλλά Εκείνος καταλύει τη φθορά. Και λέγει· «Νεανίσκε, σοι λέγω, εγέρθητι». Η φωνή που εκάλεσε το φως εκ του σκότους, η ίδια φωνή εγείρει τον νεκρό από τον Άδη. Και ο νέος ανίσταται· ο Λόγος έγινε πνοή, και η πνοή έγινε ζωή.
Όμως, όπως ορθά διακρίνουμε, ούτε ο νέος της Ναΐν, ούτε ο Λάζαρος, ούτε η κόρη του Ιαείρου αναστήθηκαν για να ζήσουν ατελεύτητα εν χρόνω. Όλοι τους έζησαν πάλι τον φυσικό θάνατο. Η ανάστασή τους δεν ήταν σκοπός, αλλά σημείο· ήταν επιβεβαίωση ότι ο Χριστός είναι «η Ανάσταση και η Ζωή». Ότι ο θάνατος δεν έχει την τελευταία λέξη, αλλά ο Λόγος του Θεού.
Η σημερινή διήγηση, λοιπόν, δεν είναι ιστορικό θαύμα μονάχα, αλλά θεολογικό γεγονός. Μας καλεί να δούμε πέρα από τη συγκυρία του πόνου, πέρα από το φέρετρο της Ναΐν. Ο Χριστός δεν ήλθε για να αναστείλλει προσωρινά τον φυσικό νόμο, αλλά για να καταργήσει τον θάνατο ολοκληρωτικά. Όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος, «έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος». Ο νέος της Ναΐν αναστήθηκε για να δείξει ότι ο Θεός δεν αδιαφορεί, αλλά στέκεται στην πύλη κάθε Ναΐν, σε κάθε άνθρωπο , ο οποίος συνοδεύει τα όνειρά του στον τάφο.
Η εμπειρία του πένθους είναι κοινή σε όλους μας. Ο πόνος της απώλειας εγγράφεται βαθιά στην ψυχή. Όμως ο Χριστιανός δεν πενθεί ως άπιστος. Ο άνθρωπος του Θεού γνωρίζει ότι ο θάνατος είναι μεν δραματικός, αλλά εν τέλει προσωρινός. Όταν ο Κύριος αγγίζει το φέρετρο, αγγίζει τον ίδιο μας τον φόβο. Και όταν λέγει «Μη κλαίε», δεν ακυρώνει την ανθρώπινη θλίψη, αλλά τη μεταμορφώνει σε ελπίδα Ανάστασης. Αντί να βλέπουμε τον θάνατο ως το αμετάκλητο τέλος, μας καλεί να τον αντιληφθούμε ως πέρασμα, ως διάβαση από τη φθορά στην αφθαρσία.
Όμως, ο λόγος του Θεού δεν απευθύνεται μόνο σε εκείνον , που έχασε άλλον. Απευθύνεται και σε εμάς τους «ζώντες νεκρούς», που έχουμε ψυχή νεκρωμένη από αμέλεια, αδιαφορία και αμαρτία. Ο Κύριος πλησιάζει την πομπή της ψυχικής μας αποσύνθεσης και λέγει· «Σοι λέγω, εγέρθητι». Η Ανάσταση της Ναΐν δεν έγινε μόνο για εκείνον τον νέο, αλλά για κάθε ψυχή που αποθνήσκει πριν τη φυσική της έξοδο. Όταν η μετάνοια ξυπνά, όταν η καρδιά ακούει τη φωνή του Χριστού, τότε κι εμείς ανασταινόμαστε, έστω και εν μέρει, από τον πνευματικό μας Άδη.
Γι’ αυτό, αδελφοί, ο πενθών Χριστιανός δεν απελπίζεται. Ο άνθρωπος του Θεού θρηνεί αλλά ελπίζει. Κλαίει, αλλά πιστεύει ότι «πας ο ζων και πιστεύων εις εμέ ου μη αποθάνη εις τον αιώνα». Ο Χριστός ήλθε να αγκαλιάσει κάθε χήρα της Ναΐν, κάθε ορφανό, κάθε πληγωμένο άνθρωπο, και να του εμπνεύσει ότι ο θάνατος δεν έχει πια εξουσία. Η ζωή του Θεού δεν εγκλωβίζεται στον τάφο.
Η Εκκλησία, με τον αναστάσιμο χαρακτήρα της, μας μαθαίνει να μετατρέπουμε το πένθος σε προσευχή και τη λύπη σε ελπίδα. Η μνήμη του θανάτου γίνεται για μας κίνητρο μετάνοιας, όχι απόγνωσης. Η «κατά Θεόν λύπη» γεννά μετάνοια σωτήρια. Ο Χριστιανός πενθεί όχι για όσα έχασε, αλλά για όσα δεν έδωσε στον Θεό. Και στο τέλος κάθε Ναΐν, στην πύλη κάθε ζωής, ο Κύριος περιμένει· με βλέμμα στοργής και λόγο ζωής:
«Νεανίσκε, σοι λέγω, εγέρθητι».
Και τότε, η πομπή του θανάτου μετατρέπεται σε πανήγυρη ζωής·
η σιωπή γίνεται δοξολογία·
και ο πόνος, προανάκρουσμα της κοινής Ανάστασης.
Αμήν.
Π.Παντ. Κρ.
-
toula
- Κορυφαίος Αποστολέας

- Δημοσιεύσεις: 48120
- Εγγραφή: Παρ Δεκ 11, 2009 7:29 am
- Τοποθεσία: ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ (ΤΟΥΛΑ) - ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ - ΑΘΗΝΑ
Re: Ψυχοφελή μηνύματα...
Τι συμβολίζει το βόδι στην εικόνα του Ευαγγελιστή Λουκά, σε σχέση με το Ευαγγέλιο.
Το βοδι συνδέεται με το όραμα του Ιεζεκιήλ και της Αποκάλυψης.
Στο όραμα του προφήτη Ιεζεκιήλ και στην Αποκάλυψη του Ιωάννη , εμφανίζονται τέσσερα ζώα γύρω από τον θρόνο του Θεού:
Άνθρωπος (Ματθαίος)
Λέων (Μάρκος)
Βόδι (Λουκάς)
Αετός (Ιωάννης)
Οι Πατέρες της Εκκλησίας (όπως ο Άγ. Ιερώνυμος) τα ταύτισαν με τους τέσσερις Ευαγγελιστές.
Το βόδι (ή ταύρος) είναι το παραδοσιακό σύμβολο του Ευαγγελιστή Λουκά και έχει βαθιά θεολογική και εικονογραφική σημασία.
Το βόδι είναι ζώο θυσιών στην Παλαιά Διαθήκη — προσφερόταν στον Θεό ως θυσία εξιλέωσης.
Ο Λουκάς αρχίζει το Ευαγγέλιό του με την ιστορία του Ζαχαρία, του ιερέα που προσφέρει θυσία στον ναό, υπογραμμίζοντας έτσι το στοιχείο της λατρείας και της θυσίας.Και το τελειώνει με την δοξολογία των Αποστόλων πάλι στο Ιερό. Περιέχει δε ύμνους και δοξολογίες όπως την ωδή της Θεοτόκου, το Δόξα εν υψιστοις των Αγγέλων κ.α . Συμβολίζει λοιπόν το βόδι τον λειτουργικό χαρακτήρα του Ευαγγελίου.
Το βόδι, συμβολίζει επίσης τον Χριστό ως θυσία για τη σωτηρία του κόσμου. Ο ίδιος ο Χριστός ονομάζει τον εαυτό Του ' μόσχον σιτευτον ' στο Ευαγγέλιο του Λουκά. Ενώ η σκηνη της Παραδοσης των μυστηρίων, η προσευχή του στην Γεθσημανή και τα συγχωρητικά λόγια Του στον Σταυρό ( πατερ, αφες αυτοίς...) , που μόνο ο Λουκάς μνημονεύει, έχουν ξεχωριστή αρχιερατική μεγαλοπρέπεια και δυναμική. Είναι μια εξιλαστήρια ιερουργία, η οποία συμπληρώνεται με την διαβεβαίωση του Χριστού μετά την Ανάσταση ότι όλα αυτά έγιναν για αφεση αμαρτιών.
Το Ευαγγέλιο του Λουκά δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο έλεος, τη συμπόνια και την αγάπη του Χριστού προς τους ανθρώπους (π.χ. παραβολή του Καλού Σαμαρείτη, του Ασώτου Υιού, ο ληστής, η αμαρτωλή, ο τελώνης, οι φτωχοί).
Το ήμερο και υπομονετικό βόδι συμβολίζει αυτές τις ανθρώπινες και ταπεινές αρετές.
Συμπληρωματικά οι άλλοι τρεις Ευαγγελιστές εικονίζονται: ο Ματθαίος με άνθρωπο ( ενανθρώπηση του Χριστού , καταγωγή Του από ανθρωπους ), ο Μάρκος με λιοντάρι ( βασιλική δύναμη του Χριστού, πολλά θαύματα με τέλος τον Σταυρό και την Ανάσταση) και ο Ιωάννης με Αετό( ουράνια καταγωγή του Χριστού και υψηλά νοήματα του Ευαγγελίου).
π. Παντ. Κρούσκος
Το βοδι συνδέεται με το όραμα του Ιεζεκιήλ και της Αποκάλυψης.
Στο όραμα του προφήτη Ιεζεκιήλ και στην Αποκάλυψη του Ιωάννη , εμφανίζονται τέσσερα ζώα γύρω από τον θρόνο του Θεού:
Άνθρωπος (Ματθαίος)
Λέων (Μάρκος)
Βόδι (Λουκάς)
Αετός (Ιωάννης)
Οι Πατέρες της Εκκλησίας (όπως ο Άγ. Ιερώνυμος) τα ταύτισαν με τους τέσσερις Ευαγγελιστές.
Το βόδι (ή ταύρος) είναι το παραδοσιακό σύμβολο του Ευαγγελιστή Λουκά και έχει βαθιά θεολογική και εικονογραφική σημασία.
Το βόδι είναι ζώο θυσιών στην Παλαιά Διαθήκη — προσφερόταν στον Θεό ως θυσία εξιλέωσης.
Ο Λουκάς αρχίζει το Ευαγγέλιό του με την ιστορία του Ζαχαρία, του ιερέα που προσφέρει θυσία στον ναό, υπογραμμίζοντας έτσι το στοιχείο της λατρείας και της θυσίας.Και το τελειώνει με την δοξολογία των Αποστόλων πάλι στο Ιερό. Περιέχει δε ύμνους και δοξολογίες όπως την ωδή της Θεοτόκου, το Δόξα εν υψιστοις των Αγγέλων κ.α . Συμβολίζει λοιπόν το βόδι τον λειτουργικό χαρακτήρα του Ευαγγελίου.
Το βόδι, συμβολίζει επίσης τον Χριστό ως θυσία για τη σωτηρία του κόσμου. Ο ίδιος ο Χριστός ονομάζει τον εαυτό Του ' μόσχον σιτευτον ' στο Ευαγγέλιο του Λουκά. Ενώ η σκηνη της Παραδοσης των μυστηρίων, η προσευχή του στην Γεθσημανή και τα συγχωρητικά λόγια Του στον Σταυρό ( πατερ, αφες αυτοίς...) , που μόνο ο Λουκάς μνημονεύει, έχουν ξεχωριστή αρχιερατική μεγαλοπρέπεια και δυναμική. Είναι μια εξιλαστήρια ιερουργία, η οποία συμπληρώνεται με την διαβεβαίωση του Χριστού μετά την Ανάσταση ότι όλα αυτά έγιναν για αφεση αμαρτιών.
Το Ευαγγέλιο του Λουκά δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο έλεος, τη συμπόνια και την αγάπη του Χριστού προς τους ανθρώπους (π.χ. παραβολή του Καλού Σαμαρείτη, του Ασώτου Υιού, ο ληστής, η αμαρτωλή, ο τελώνης, οι φτωχοί).
Το ήμερο και υπομονετικό βόδι συμβολίζει αυτές τις ανθρώπινες και ταπεινές αρετές.
Συμπληρωματικά οι άλλοι τρεις Ευαγγελιστές εικονίζονται: ο Ματθαίος με άνθρωπο ( ενανθρώπηση του Χριστού , καταγωγή Του από ανθρωπους ), ο Μάρκος με λιοντάρι ( βασιλική δύναμη του Χριστού, πολλά θαύματα με τέλος τον Σταυρό και την Ανάσταση) και ο Ιωάννης με Αετό( ουράνια καταγωγή του Χριστού και υψηλά νοήματα του Ευαγγελίου).
π. Παντ. Κρούσκος
-
toula
- Κορυφαίος Αποστολέας

- Δημοσιεύσεις: 48120
- Εγγραφή: Παρ Δεκ 11, 2009 7:29 am
- Τοποθεσία: ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ (ΤΟΥΛΑ) - ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ - ΑΘΗΝΑ
Re: Ψυχοφελή μηνύματα...
Χαίρεστε γιατί στο Ιράν, στο Ιράν όπου οι Χριστιανοί διώκονται έως θανάτου, έφτιαξαν σταθμό του μετρό αφιερωμένο στην Παναγία. Λέτε, γιατί όχι κι εδώ; Σας είπε κανείς οτι η Παναγία ευχαριστιέται με κατι τέτοια; Η μονη της χαρά είναι να κάνετε το θέλημα του Υιού της και οχι να την κάνετε σύμβολο και στάση στο μετρό. Μια από τις πολλές! Επι της ουσιας τώρα. Γιατί αισθάνεστε τόσο κολακευμένοι; Κάθε εικόνα, παράσταση ή θεώρηση του Χριστού ή της Παναγίας έξω από την Εκκλησία είναι μόνο ένα ειδωλο, μια υποκειμενικότητα, μια διαστρέβλωση. Αυτή η ιστορία με την τιμή του Χριστού και της Παναγίας, ως αλλοιωμένα πρόσωπα στο ι.σλ.α.μ είναι παλιά βέβαια. Αλλά νομίζω ότι θα έπρεπε αν όχι να σας εκνευρίζει, να σας αφήνει παγερά αδιάφορους και όχι να σας ξελιγώνει.
π. Παντ. Κρούσκος
π. Παντ. Κρούσκος