Θυμαμαι τα παντα..
Οσα εγιναν, και εσυ εχεις ξεχασει,
η τα θυμασαι οπως θελεις, και κατα το συμφερον σου.
Ολα τα θυμαμαι μετα το Φως.
Βρεθηκα ενα δειλινο εξω απο τους κηπους της Εδεμ.
Σταθηκα και μετρησα τα λαθη μου,
στην μεση των ποταμιων του κοσμου.
Εκανα μια νεα αρχη, αφου φιλανθρωπα μου χαρισθηκε το τελος,
και μια δευτερη ευκαιρια να ζησω, μακρια απο την Ζωη μου.
Δεν διδαχθηκα ομως απο αυτα τα λαθη.
Δεθηκα με ανομες συμμαχιες και τις πληρωνω ακομα.
Πορευθηκα μεσα απο τις ανυδρες απεραντες ερημους,
της κτισης αλλα και του νου.
Υποσχεθηκα και ορκιστηκα, εγκατελειψα,
αλλα θαυματουργικα διασωθηκα πολλες φορες και ας μην το αξιζα.
Φιλοσοφησα, αναζητησα, εψαξα, μετρησα τα σημαδια, εβαλα νομους,
αλλα Νοημα με υποσταση αληθινη δεν βρηκα.
Ανεμενα μεσα στους αιωνες με ολες μου τις ανασες οπου γης,
την λυτρωση, αλλα χωρις να θυμαμαι πια απο τι, και απο ποιον..
Εκανα τον θανατο θρησκεια και ιδεοκαταληψια, και τον ξορκισα με ξοανα και μυθους.
Προσκυνησα τα ειδωλα, των ψευτοθεων απο το Καρνακ, μεχρι την γη του πυρος,
και απο τις αρχαιες νεκροπολεις της Αιγυπτου, εως τα παλατια της Απω Ανατολης.
Πολλες Βαβυλωνες οικοδομησα, και εφτασα ως την Αθηνα,
καθισα στον βραχο να ακουσω τις διαλεκτικες της,
και τα επιχειρηματα, της ανθρωπινης σοφιας,
που αδοξα τελειωνει παντα, στο πετρινο μνημα.
Αναστηλωσα τα ποδια μου, και με τις αρχαιες αρές, στην πλατη,
και τα δικαια αναθεματα, για την προδοσια,
πορευθηκα μεχρι να σταματησει ο χρονος,
να χωριστει στα δυο για παντα,
και να δω την Ελπιδα του Πρωτευαγγελιου, να Σαρκωνεται.
Ακουσα τα λογια τα Θεια και τα Σωτηρια,
ειδα τα Σημεια, και την Θυσια,
μα δεν τα εκλεισα στην αγκαλια μου, αλλα τα πεταξα στο χωμα,
της πεσμενης μου προαιρεσεως.
Ειδα τα παντα και ματωσα,
απο μια κρυφη γωνια στο Πραιτωριο,
την πιο ανομη, απο ολες τις ανομες,
την πιο στημενη Δικη των Αιωνων,
μα δεν εβγαινε απο το στομα μου μιλια,
για να στηριξω το δικαιο και το αληθινο.
Αντικρυσα τον Σταυρο να σηκωνεται στον λοφο που τον λεγανε Γολγοθα.
Περασα μπροστα απο το Κενο Μνημα,
αλλα δεν καταλαβα το νοημα της απουσιας Του, απο αυτο,
και εως τωρα ακομα, δεν το κατανοω.
Προτιμησα το ψεμμα.
Υποταχτηκα στην αλαζονεια και την εξουσια των καιρων.
Θελησα να ζησω αφελη ζωη, με την ασφαλεια της Pax Romana,
μια ψευτικη ευημερια, των αυτοκυρηγμενων ψευτοθεων, και θνητων ανθρωπων,
και κατεληξα να δουλαγωγω, να παρασιτω, κολακευοντας τον καθε Καισαρα,
και την διεφθαρμενη Συγκλητο του, και τους παρατρεχαμενους του, τις λεγεωνες του,
θαυμαζοντας τα θεαματα και τις φιεστες του.
Εμεινα αμετοχη στα μαρτυρια των οπου γης πιστων Του,
και τους ελογισα για πλανεμενους. Αυτοι με δικασαν και με δικαζουν.
Ειδα κραταιες αυτοκρατοριες να καταβυθιζονται, και να αλληλοφαγωνονται,
βαρβαρους λαους χωρις ιχνος ανθρωπιας, να καταλυουν χιλιοχρονες βασιλειες,
που ξεκινησαν για τον Θεο αλλα βρεθηκαν αλλου, και το πληρωσαν,
ανηφορισα το βημα μου, προς τα βορεια, παγωμενα βουνα της μεσευρωπης,
τα χαμενα παντοτε σχεδον μεσα στην αχλυ του χιονια,
τα απορθητα Καστρα των Φεουδαρχων, φραγκων γοτθων και σαξονων,
των αρχοντων του μισους και της πλιατσικολογιας,
που ανακατευαν την πιστη με το κερδος,
οπως το κρασι τους, με τα κακοψημενα φαγητα τους,
μεσα στα απλησμονα στομαχια τους.
Ειδα στρατους ατελειωτους, μισθοφορικους, να πολεμουν αντι για ελευθερια και δικαιοσυνη,
για τα δουκατα και τα χρυσα σεντουκια των αχορταγων αφεντικων τους,
να φτανουν απο την μια ακρη της γης στην αλλη, για να μαγαρισουν τοπους αγιους και ιερους,
εν ονοματι της δολιας απατης που ονομαζαν θρασυτατα "πιστη",
ενω την ειχαν οι ιδιοι νοθευσει τοσο, ωστε να μην την αναγνωριζει πια κανενας,
και οταν δεν εσφαζαν, αλλαζαν βιαστικα ρουχα
και ντυνοντουσαν ιεροεξεταστες και μασκαραδες "ιερεις",
της κοσμικης ισχυος και της δυναμης,
και εκαιγαν οποιον ηταν απεναντι τους, και ποδοπατουσαν την αληθινη πιστη,
φωναζοντας ταχα, για "αιρετικους",
αυτους που ολη η γη και ο ουρανος, ξερουν με το ονομα τους, ως Ορθοδοξους.
Ειδα τον ανθρωπο να σηκωνεται απο την ιερη γη των πατερων του,
να την αφηνει απο τα χερια του, και να φτιαχνει μηχανες, που κανουν την εργασια του,
αποϊεροποιωντας τον μοχθο και το ψωμι του,
να παψει να μυριζει γη και δροσια,
να διαλυει την οικογενεια και την μυσταγωγια του κοινου τραπεζιου,
και να προσκυνα και να γινεται δουλος, των υλικων εργων των χειρων του.
Ακουσα δημαγωγους και λαοπλανους, να υποσχονται ψευτικες γαιες της επαγγελιας,
να θελουν να εφαρμοσουν ενα ευαγγελιο, χωρις ομως τον Θεο που το παρεδωσε,
και να ηδονιζονται ακουγοντας τις ιαχες του πληθους,
που ακολουθει παντα ευκολα το ψευτικο, και το εφημερο,
με τον λογο τους ως βημα, για να πατησουν επι πτωματων,
μεχρι την προσωπικη και δαιμονικη τους αυτοθεωση.
Μπλεχθηκα μεσα στις αστικες επαναστασεις,
και τον μηδενισμο που σκοτωνε αμετακλητα μια ατοφια ηθικη αιωνων,
που επαιρνε το προσωπο για να το κανει μαζικοποιημενο ατομο-αριθμο,
για να φερει εναν καθως πρεπει ηθικολογικο πουριτανισμο,
και μια ψευτικη βιτρινα ανθρωπισμου, κομμενου και ραμμενου στα μετρα των ισχυρων.
Μυρισα τα αερια του θανατου, παγωσε το αιμα μου, με τον ηχο των πολυβολων και των αρματων μαχης,
και ειδα κατασπαρμενες πλαγιες και πεδιαδες με αναριθμητα πτωματα,
αθωων και μη, μονιμων θυματων της προπαγανδας,
των εμπορων των εθνων και των ψυχων,
κρυμμενων αφεντικων που εχουν τον ανθρωπο για αριθμο και πιονι στα σχεδια τους.
Διαβασα μια μια στο πετσι μου, τις σελιδες της Αποκαλυψεως, και μενουν λιγες ακομα,
τις οποιες φοβαμαι ακομα και να ξεφυλλισω βιαστικα.
Δεν μπορεσα να παρηγορησω τον ανθρωπο που εχανε την πιστη του και το νοημα της υπαρξεως του,
μεσα στα στρατοπεδα συγκεντρωσεως και τα γκουλαγκ, που ειχανε στηθει για κοινωνικη "αναμορφωση",
απο την μια ακρη του κοσμου εως την αλλη. Χορτασα απο τα ψεμματα "νεων και ανθρωπινων" κοινωνιων.
Παγωσε η ανασα μου, οταν ειδα τις μυστικες συνεκτικες δυναμεις της φυσης,
να διασαλευονται και διαλυονται στα εξ'ων συνετεθησαν,
απο ημιτρελλους και παραφρονες, ιεροφαντες και μυστες, της νεας ειδωλολατριας,
της ακριβοθωρητης "θεας" επιστημης,
και να αφανιζουν με το μανιταρι του θανατου, πολεις ολοκληρες εν στιγμη χρονου,
αγνοωντας ποσο κοντα ηταν και ειναι ακομα στον αφανισμο τους και οι ιδιοι,
μεθυσμενοι απο την επαρση της αρρωστημενης διανοιας τους.
Συμμετειχα στα μυστικα συμβουλια, οπου μοιραζοταν τα κομματια της γης,
του πλουτου, και της σαρκας των ανθρωπων, ξανα και ξανα καθε φορα, απο τους "νικητες",
και ειδα τον οδοστρωτηρα των πολιτισμων, των αξιων, και της ιδιοπροσωπειας, των λαων,
να βγαινει απο το υποστεγο, ολοκαινουργιος, και πανισχυρος, αλλα παντα ιδιος,
ανα τις εποχες ως προς το σκοπο του, με γραμμενη στο πλαι,
την γνωστη επιγραφη "Νεα Ταξη πραγματων".
Ειδα ανθρωπους να κλεινονται σε ανηλιαγα γραφεια, οπου καταγινονται μοναχα με χαρτια και αριθμους,
με μηχανες να μιμουνται το φυσικο περιβαλλον, μεσα σε ψηλες γυαλες, μεταμοντερνα νεκροταφεια ζωντανων,
ενω εξω καιει ο ηλιος, αυτοι μεσα να αργοπεθαινουν, κερδιζοντας ολοενα και πιο πολυ τον αιωνιο θανατο τους..
Μπηκα σε εργαστηρια οπου ανθρωποι αφηναν τα ταλαιπωρα αλογα κτηνη, κατα μερος,
και πειραματιζονταν με ανθρωπους, και εκαναν τους εφιαλτες των συγγραφεων βιβλιων τρομου,
να μοιαζουν με ονειρα παιδικα, μπροστα στα διεστραμμενα τους σχεδια για ελεγχο των παντων.
Θολωσε ο νους μου, και σταματησα να αναμετρω και να θυμαμαι.
Τωρα πια μονο φοβαμαι.
Ανθρωπε, με θυμασαι;
Eιμαι η Μνημη σου..
Ερχομαι απο την αρχη του χρονου και της υπαρξεως σου.
Συμπορευομαι μαζι σου, και σε καταγραφω, σε καθε σου βημα.
Αργοσεργιανιζω μεσα στα τριστατα της ιστοριας σου,
και αναμετρω τον καθε λογισμο σου, τον καημο και την επιθυμια σου,
εικονες και ηχους που σε συνθετουν, και σε εκθετουν.
Τελειωνοντας την Ιεραποδημια μου, μεσα στους αιωνες,
αυτην που θα επρεπε να ειναι ενα προσκυνημα και μια δικαιωση,
αλλα παντα καταληγει να ειναι μια τραγωδια και ενα αδιεξοδο,
κουρασμενη και ζαλισμενη πια,
θελω να καθισω για λιγο και να μιλησουμε.
Ο χρονος τελειωνει. Ανθρωπε που πας;
Εγω θυμαμαι, αλλα εσυ ξεχνας.
Παλι και παλι, η αμετρητη και πολυτιμη εμπειρια μου,
που δεν την αξιοποιεις ποτε, αλλα την καταχωνιαζεις σε τομους και ραφια,
σε βλεπει να βαδιζεις στα ιδια μονοπατια,
τις ιδιες συνταγες να εφαρμοζεις, μυαλο να μην βαζεις,
και να γυρευεις με μια δαιμονικη αφελεια,
τον ιδιο βαθυ γκρεμο, οπου νομιζοντας οτι θα ριξεις τους αλλους,
παντα πεφτεις ο ιδιος πιο βαθια απο ολους μεσα.
Ανθρωπε ταλαιπωρε για αλλο πλαστηκες, και αλλου κοιτας. Ποτε θα συνελθεις;
Ποτε θα σηκωθεις και θα θυμηθεις ποιος εισαι;
Αν με ρωτησεις τι καταλαβα, και τι μου εκανε εντυπωση βαθια μεσα στην καρδιακη μου,
την δικη μου την εσωτερη μνημη, στην ουσια και την υποσταση μου, θα σου πω..
Θα σου πω αληθινα και μοιραια.
Αλλα φοβαμαι οτι παλι δεν θα με ακουσεις.
Δεν με εντυπωσιασαν οι κρεμαστοι κηποι της Βαβυλωνας. Ουτε η λαμψη των Αθηνων.
Οι νικηφορες στρατιες του Μακεδονα Στρατηλατη, ουτε η Περσικη χλιδη και τα απεραντα βασιλεια.
Η παλαια και η νεα Ρωμη, και ολες οι αυτοκρατοριες που εσβησαν σαν σπιρτα δεν με αναπαυουν.
Οι κατασκευες, και τα εργα τεχνης, ολα αυτα που λες εσυ πολιτισμο, εγω τα αηδιασα,
γιατι με αυτα αντι να γινεσαι πιο ανθρωπος, εσυ κομπαζες σαν ανοητο παγωνι.
Οι βιβλιοθηκες σου ειναι γεματες σοφια και προτυπα αρετης, που ποτε δεν ακολουθεις,
αλλα και μυστικα καταστροφης, που αυτα τα εφαρμοζεις ευλαβικα.
Ανθρωπε, μεσα στην ψευτικη και προσκαιρη δοξα σου,
αυτην που ανοητα νομιζεις για αληθινη και αιωνια,
μεσα σε ολες τις νικες σου, που εγιναν ηττες και τραυματα της φυσεως σου,
και μεσα στην παραζαλη για τις "κατακτησεις" σου, ενα μονο με στιγματισε.
Εαν εσβηνες Ανθρωπε τωρα, απο προσωπου γης,
και την υστατη στιγμη σου, με ρωταγες τι θα ηθελα να θυμαμαι,
ως τελευταια εικονα, και τι να παρω μαζι μου στην ληθη και την λησμονια,
θα σου απαντουσα..
Ενα μεσημερι.. Μια Παρασκευη.
Αυτο μου εμεινε.
Εκεινο το μεσημερι, στον πετρινο λοφο,
οπου σηκωθηκε ψηλα ο Σταυρος,
και πανω του, κρεμασες τον Υιο του Ανθρωπου,
γιατι μονο ανθρωπο εβλεπες, μεσα στην συγχυση σου,
μεσα στους μυριους λογισμους που σε βομβαρδιζει ατελειωτα,
ο ανομος και ασπονδος "φιλος" σου,
χωρις να αναρωτηθεις πολυ Ποιος ειναι, Αυτος που κρεμας,
και απο Ποιον ερχεται, και γιατι,
καθως ειχες συνηθισει, να κρεμας τους ανθρωπους, ολες τις εποχες,
αλλαζοντας μονο τα μεσα, αλλα οχι τον ανιερους σκοπους σου,
για ισχυ και εξουσια.
Και οταν ο μοναχα κατ'εσε, Ανθρωπος αυτος, ξεψυχισε, με την θεληση Του,
γιατι ετσι θα ολοκληρωνε το εργο Του,
και ο ουρανος συννεφιασε, ολη η κτιση ολακερη εφριξε,
ξερεις τι καταλαβα ανθρωπε;
Οτι η πορεια μου, δεν ειναι μια ευθεια.
Οχι, κι ας σου φαινεται ετσι.
Κι ας την μελετας ετσι γραμμικα με τις επιστημες σου.
Ειναι κυκλικη. Παντα γυρνω και κλωθογυριζω γυρω απο τον Σταυρο εκεινο.
Και ολη σου η πορεια σου και η δικη μου μαζι σου,
τεμνεται και αναμετραται με τον Σταυρο
και την θεση που παιρνεις, ολους τους καιρους απεναντι Του.
Και απο τοτε εκει πανω κρεμας, ξανα και ξανα, οσους Τον πιστεψαν.
Καθεναν που κρεμας εκει πανω,
καθεναν που αδικεις, και τσαλαπατας,
οπου και να πας, οτι και να κανεις,
οσα και να φτιαξεις και να γραψεις,
αυτος ο Σταυρος θα σε κρινει,
και ειτε θα σε σωσει, ειτε θα σε καταδικασει..
Αυτο μονο θελω, λοιπον να θυμαμαι.
Και εαν θελεις να ζησεις και εσυ, ακομα λιγο σαν ανθρωπος, οσο σου εμεινε,
και μαζι να τελειωσουμε, αυτην την ιεραποδημια, δικαιωμενοι,
αυτο το επιγειο προσκυνημα μας, να συμαζεψουμε τις μνημες και να προχωρησουμε,
οσοι και εαν ειμαστε λιγοι η ελαχιστοι δεν εχει σημασια,
αυτο το μεσημερι να θυμασαι παντα.
Εκεινη την Παρασκευη, πανω στο Ξυλο της Ζωης,
της Μνημης του Θεου και της Αληθειας.
Γιατι η μνημη, εχει νοημα και αξια, οταν θυμαται αληθινα, και ζει αιωνια.
Και εγω οταν θα φυγω μαζι σου, απο αυτον τον πολυπαθο κοσμο,
θελω να παψω να θυμαμαι πια,
και τα καλα, πολυ περισσοτερο δε και τα κακα,
αλλα το μονο που αληθινα θελω, ειναι να με θυμαται ο Θεος,
αυτος που κρεμαστηκε στον Σταυρο εκεινο,
για σενα, ειτε Τον πιστευεις ειτε οχι, ειτε Τον αγαπας, ειτε Τον πολεμας,
και ετσι να ζω μεσα αωνια στην ζωοπαροχο θυμηση, Του.
Ετσι θα συνεχιστει η ιεραποδημια μου, αιωνια και ευλογημενα,
χωρις λυπη, οδυνη και στεναγμο, αλλα μονο χαρα ατελευτητη.
Μην με ξεχνας, ειμαι η Μνημη σου,
δεξου με και ανεπαυσε με,
παρε τον Σταυρο απο τον λοφο, κρεμασε τον στο λαιμο,
καντον προσευχη και σηκωσε τον,
εχει Χαρη και θα σε βοηθησει,
να διαβεις τα εσχατα μετρα και τα πιο οδυνηρα,
αυτου του μονοπατιου που λεγεται Ιστορια,
για να φτασεις στο τερμα των αιωνων,
και να δεις, τον Εσταυρωμενο,
να ερχεται να νικησει και να σε αναστησει,
και να σε παρει μαζι Του,
για να ζησεις, να ζησεις για παντα,
και να μην χαθεις μαζι ολοτελα με εμενα.
Τον Σταυρο, Ανθρωπε, μην ξεχνας..
Ιεραπόδημος Μνήμη.
Συντονιστές: konstantinoupolitis, Συντονιστές
- dionysisgr
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 4279
- Εγγραφή: Τρί Φεβ 12, 2008 6:00 am
- Τοποθεσία: Νικαια
Ιεραπόδημος Μνήμη.
"ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. ᾿Αμήν."
- stathis73
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 6471
- Εγγραφή: Δευ Απρ 19, 2010 8:44 am
- Τοποθεσία: Ευστάθιος-Λευκός Πύργος της Μακεδονίας.
Re: Ιεραπόδημος Μνήμη.
Αδελφέ μου Διονυση ολα αυτα τα κείμενα που γραφεις νομίζω οτι πρέπει να τα εκδοσεις και το λέω πολύ σοβαρά.
Ευχαριστούμε και πάλι.
Ευχαριστούμε και πάλι.
Τις θεός Μέγας ως ο Θεός ημών.
-
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 39430
- Εγγραφή: Παρ Δεκ 11, 2009 7:29 am
- Τοποθεσία: ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ (ΤΟΥΛΑ) - ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ - ΑΘΗΝΑ
Re: Ιεραπόδημος Μνήμη.
Ζωγράφισες πάλι !!!
-
- Διαχειριστής
- Δημοσιεύσεις: 2759
- Εγγραφή: Τρί Φεβ 08, 2005 6:00 am
- Τοποθεσία: Νίκος@Εύβοια
- Επικοινωνία:
Re: Ιεραπόδημος Μνήμη.
Σιγά να μην ζωγράφισε. Κείμενο έγραψε.toula έγραψε:Ζωγράφισες πάλι !!!
-
- Διαχειριστής
- Δημοσιεύσεις: 2759
- Εγγραφή: Τρί Φεβ 08, 2005 6:00 am
- Τοποθεσία: Νίκος@Εύβοια
- Επικοινωνία:
Re: Ιεραπόδημος Μνήμη.
dionysisgr έγραψε:Θυμαμαι τα παντα..
Οσα εγιναν, και εσυ εχεις ξεχασει,
η τα θυμασαι οπως θελεις, και κατα το συμφερον σου.
Ολα τα θυμαμαι μετα το Φως.
Βρεθηκα ενα δειλινο εξω απο τους κηπους της Εδεμ.
Σταθηκα και μετρησα τα λαθη μου,
στην μεση των ποταμιων του κοσμου.
Εκανα μια νεα αρχη, αφου φιλανθρωπα μου χαρισθηκε το τελος,
και μια δευτερη ευκαιρια να ζησω, μακρια απο την Ζωη μου.
Δεν διδαχθηκα ομως απο αυτα τα λαθη.
Δεθηκα με ανομες συμμαχιες και τις πληρωνω ακομα.
Πορευθηκα μεσα απο τις ανυδρες απεραντες ερημους,
της κτισης αλλα και του νου.
Υποσχεθηκα και ορκιστηκα, εγκατελειψα,
αλλα θαυματουργικα διασωθηκα πολλες φορες και ας μην το αξιζα.
Φιλοσοφησα, αναζητησα, εψαξα, μετρησα τα σημαδια, εβαλα νομους,
αλλα Νοημα με υποσταση αληθινη δεν βρηκα.
Ανεμενα μεσα στους αιωνες με ολες μου τις ανασες οπου γης,
την λυτρωση, αλλα χωρις να θυμαμαι πια απο τι, και απο ποιον..
Εκανα τον θανατο θρησκεια και ιδεοκαταληψια, και τον ξορκισα με ξοανα και μυθους.
Προσκυνησα τα ειδωλα, των ψευτοθεων απο το Καρνακ, μεχρι την γη του πυρος,
και απο τις αρχαιες νεκροπολεις της Αιγυπτου, εως τα παλατια της Απω Ανατολης.
Πολλες Βαβυλωνες οικοδομησα, και εφτασα ως την Αθηνα,
καθισα στον βραχο να ακουσω τις διαλεκτικες της,
και τα επιχειρηματα, της ανθρωπινης σοφιας,
που αδοξα τελειωνει παντα, στο πετρινο μνημα.
Αναστηλωσα τα ποδια μου, και με τις αρχαιες αρές, στην πλατη,
και τα δικαια αναθεματα, για την προδοσια,
πορευθηκα μεχρι να σταματησει ο χρονος,
να χωριστει στα δυο για παντα,
και να δω την Ελπιδα του Πρωτευαγγελιου, να Σαρκωνεται.
Ακουσα τα λογια τα Θεια και τα Σωτηρια,
ειδα τα Σημεια, και την Θυσια,
μα δεν τα εκλεισα στην αγκαλια μου, αλλα τα πεταξα στο χωμα,
της πεσμενης μου προαιρεσεως.
Ειδα τα παντα και ματωσα,
απο μια κρυφη γωνια στο Πραιτωριο,
την πιο ανομη, απο ολες τις ανομες,
την πιο στημενη Δικη των Αιωνων,
μα δεν εβγαινε απο το στομα μου μιλια,
για να στηριξω το δικαιο και το αληθινο.
Αντικρυσα τον Σταυρο να σηκωνεται στον λοφο που τον λεγανε Γολγοθα.
Περασα μπροστα απο το Κενο Μνημα,
αλλα δεν καταλαβα το νοημα της απουσιας Του, απο αυτο,
και εως τωρα ακομα, δεν το κατανοω.
Προτιμησα το ψεμμα.
Υποταχτηκα στην αλαζονεια και την εξουσια των καιρων.
Θελησα να ζησω αφελη ζωη, με την ασφαλεια της Pax Romana,
μια ψευτικη ευημερια, των αυτοκυρηγμενων ψευτοθεων, και θνητων ανθρωπων,
και κατεληξα να δουλαγωγω, να παρασιτω, κολακευοντας τον καθε Καισαρα,
και την διεφθαρμενη Συγκλητο του, και τους παρατρεχαμενους του, τις λεγεωνες του,
θαυμαζοντας τα θεαματα και τις φιεστες του.
Εμεινα αμετοχη στα μαρτυρια των οπου γης πιστων Του,
και τους ελογισα για πλανεμενους. Αυτοι με δικασαν και με δικαζουν.
Ειδα κραταιες αυτοκρατοριες να καταβυθιζονται, και να αλληλοφαγωνονται,
βαρβαρους λαους χωρις ιχνος ανθρωπιας, να καταλυουν χιλιοχρονες βασιλειες,
που ξεκινησαν για τον Θεο αλλα βρεθηκαν αλλου, και το πληρωσαν,
ανηφορισα το βημα μου, προς τα βορεια, παγωμενα βουνα της μεσευρωπης,
τα χαμενα παντοτε σχεδον μεσα στην αχλυ του χιονια,
τα απορθητα Καστρα των Φεουδαρχων, φραγκων γοτθων και σαξονων,
των αρχοντων του μισους και της πλιατσικολογιας,
που ανακατευαν την πιστη με το κερδος,
οπως το κρασι τους, με τα κακοψημενα φαγητα τους,
μεσα στα απλησμονα στομαχια τους.
Ειδα στρατους ατελειωτους, μισθοφορικους, να πολεμουν αντι για ελευθερια και δικαιοσυνη,
για τα δουκατα και τα χρυσα σεντουκια των αχορταγων αφεντικων τους,
να φτανουν απο την μια ακρη της γης στην αλλη, για να μαγαρισουν τοπους αγιους και ιερους,
εν ονοματι της δολιας απατης που ονομαζαν θρασυτατα "πιστη",
ενω την ειχαν οι ιδιοι νοθευσει τοσο, ωστε να μην την αναγνωριζει πια κανενας,
και οταν δεν εσφαζαν, αλλαζαν βιαστικα ρουχα
και ντυνοντουσαν ιεροεξεταστες και μασκαραδες "ιερεις",
της κοσμικης ισχυος και της δυναμης,
και εκαιγαν οποιον ηταν απεναντι τους, και ποδοπατουσαν την αληθινη πιστη,
φωναζοντας ταχα, για "αιρετικους",
αυτους που ολη η γη και ο ουρανος, ξερουν με το ονομα τους, ως Ορθοδοξους.
Ειδα τον ανθρωπο να σηκωνεται απο την ιερη γη των πατερων του,
να την αφηνει απο τα χερια του, και να φτιαχνει μηχανες, που κανουν την εργασια του,
αποϊεροποιωντας τον μοχθο και το ψωμι του,
να παψει να μυριζει γη και δροσια,
να διαλυει την οικογενεια και την μυσταγωγια του κοινου τραπεζιου,
και να προσκυνα και να γινεται δουλος, των υλικων εργων των χειρων του.
Ακουσα δημαγωγους και λαοπλανους, να υποσχονται ψευτικες γαιες της επαγγελιας,
να θελουν να εφαρμοσουν ενα ευαγγελιο, χωρις ομως τον Θεο που το παρεδωσε,
και να ηδονιζονται ακουγοντας τις ιαχες του πληθους,
που ακολουθει παντα ευκολα το ψευτικο, και το εφημερο,
με τον λογο τους ως βημα, για να πατησουν επι πτωματων,
μεχρι την προσωπικη και δαιμονικη τους αυτοθεωση.
Μπλεχθηκα μεσα στις αστικες επαναστασεις,
και τον μηδενισμο που σκοτωνε αμετακλητα μια ατοφια ηθικη αιωνων,
που επαιρνε το προσωπο για να το κανει μαζικοποιημενο ατομο-αριθμο,
για να φερει εναν καθως πρεπει ηθικολογικο πουριτανισμο,
και μια ψευτικη βιτρινα ανθρωπισμου, κομμενου και ραμμενου στα μετρα των ισχυρων.
Μυρισα τα αερια του θανατου, παγωσε το αιμα μου, με τον ηχο των πολυβολων και των αρματων μαχης,
και ειδα κατασπαρμενες πλαγιες και πεδιαδες με αναριθμητα πτωματα,
αθωων και μη, μονιμων θυματων της προπαγανδας,
των εμπορων των εθνων και των ψυχων,
κρυμμενων αφεντικων που εχουν τον ανθρωπο για αριθμο και πιονι στα σχεδια τους.
Διαβασα μια μια στο πετσι μου, τις σελιδες της Αποκαλυψεως, και μενουν λιγες ακομα,
τις οποιες φοβαμαι ακομα και να ξεφυλλισω βιαστικα.
Δεν μπορεσα να παρηγορησω τον ανθρωπο που εχανε την πιστη του και το νοημα της υπαρξεως του,
μεσα στα στρατοπεδα συγκεντρωσεως και τα γκουλαγκ, που ειχανε στηθει για κοινωνικη "αναμορφωση",
απο την μια ακρη του κοσμου εως την αλλη. Χορτασα απο τα ψεμματα "νεων και ανθρωπινων" κοινωνιων.
Παγωσε η ανασα μου, οταν ειδα τις μυστικες συνεκτικες δυναμεις της φυσης,
να διασαλευονται και διαλυονται στα εξ'ων συνετεθησαν,
απο ημιτρελλους και παραφρονες, ιεροφαντες και μυστες, της νεας ειδωλολατριας,
της ακριβοθωρητης "θεας" επιστημης,
και να αφανιζουν με το μανιταρι του θανατου, πολεις ολοκληρες εν στιγμη χρονου,
αγνοωντας ποσο κοντα ηταν και ειναι ακομα στον αφανισμο τους και οι ιδιοι,
μεθυσμενοι απο την επαρση της αρρωστημενης διανοιας τους.
Συμμετειχα στα μυστικα συμβουλια, οπου μοιραζοταν τα κομματια της γης,
του πλουτου, και της σαρκας των ανθρωπων, ξανα και ξανα καθε φορα, απο τους "νικητες",
και ειδα τον οδοστρωτηρα των πολιτισμων, των αξιων, και της ιδιοπροσωπειας, των λαων,
να βγαινει απο το υποστεγο, ολοκαινουργιος, και πανισχυρος, αλλα παντα ιδιος,
ανα τις εποχες ως προς το σκοπο του, με γραμμενη στο πλαι,
την γνωστη επιγραφη "Νεα Ταξη πραγματων".
Ειδα ανθρωπους να κλεινονται σε ανηλιαγα γραφεια, οπου καταγινονται μοναχα με χαρτια και αριθμους,
με μηχανες να μιμουνται το φυσικο περιβαλλον, μεσα σε ψηλες γυαλες, μεταμοντερνα νεκροταφεια ζωντανων,
ενω εξω καιει ο ηλιος, αυτοι μεσα να αργοπεθαινουν, κερδιζοντας ολοενα και πιο πολυ τον αιωνιο θανατο τους..
Μπηκα σε εργαστηρια οπου ανθρωποι αφηναν τα ταλαιπωρα αλογα κτηνη, κατα μερος,
και πειραματιζονταν με ανθρωπους, και εκαναν τους εφιαλτες των συγγραφεων βιβλιων τρομου,
να μοιαζουν με ονειρα παιδικα, μπροστα στα διεστραμμενα τους σχεδια για ελεγχο των παντων.
Θολωσε ο νους μου, και σταματησα να αναμετρω και να θυμαμαι.
Τωρα πια μονο φοβαμαι.
Ανθρωπε, με θυμασαι;
Eιμαι η Μνημη σου..
Ερχομαι απο την αρχη του χρονου και της υπαρξεως σου.
Συμπορευομαι μαζι σου, και σε καταγραφω, σε καθε σου βημα.
Αργοσεργιανιζω μεσα στα τριστατα της ιστοριας σου,
και αναμετρω τον καθε λογισμο σου, τον καημο και την επιθυμια σου,
εικονες και ηχους που σε συνθετουν, και σε εκθετουν.
Τελειωνοντας την Ιεραποδημια μου, μεσα στους αιωνες,
αυτην που θα επρεπε να ειναι ενα προσκυνημα και μια δικαιωση,
αλλα παντα καταληγει να ειναι μια τραγωδια και ενα αδιεξοδο,
κουρασμενη και ζαλισμενη πια,
θελω να καθισω για λιγο και να μιλησουμε.
Ο χρονος τελειωνει. Ανθρωπε που πας;
Εγω θυμαμαι, αλλα εσυ ξεχνας.
Παλι και παλι, η αμετρητη και πολυτιμη εμπειρια μου,
που δεν την αξιοποιεις ποτε, αλλα την καταχωνιαζεις σε τομους και ραφια,
σε βλεπει να βαδιζεις στα ιδια μονοπατια,
τις ιδιες συνταγες να εφαρμοζεις, μυαλο να μην βαζεις,
και να γυρευεις με μια δαιμονικη αφελεια,
τον ιδιο βαθυ γκρεμο, οπου νομιζοντας οτι θα ριξεις τους αλλους,
παντα πεφτεις ο ιδιος πιο βαθια απο ολους μεσα.
Ανθρωπε ταλαιπωρε για αλλο πλαστηκες, και αλλου κοιτας. Ποτε θα συνελθεις;
Ποτε θα σηκωθεις και θα θυμηθεις ποιος εισαι;
Αν με ρωτησεις τι καταλαβα, και τι μου εκανε εντυπωση βαθια μεσα στην καρδιακη μου,
την δικη μου την εσωτερη μνημη, στην ουσια και την υποσταση μου, θα σου πω..
Θα σου πω αληθινα και μοιραια.
Αλλα φοβαμαι οτι παλι δεν θα με ακουσεις.
Δεν με εντυπωσιασαν οι κρεμαστοι κηποι της Βαβυλωνας. Ουτε η λαμψη των Αθηνων.
Οι νικηφορες στρατιες του Μακεδονα Στρατηλατη, ουτε η Περσικη χλιδη και τα απεραντα βασιλεια.
Η παλαια και η νεα Ρωμη, και ολες οι αυτοκρατοριες που εσβησαν σαν σπιρτα δεν με αναπαυουν.
Οι κατασκευες, και τα εργα τεχνης, ολα αυτα που λες εσυ πολιτισμο, εγω τα αηδιασα,
γιατι με αυτα αντι να γινεσαι πιο ανθρωπος, εσυ κομπαζες σαν ανοητο παγωνι.
Οι βιβλιοθηκες σου ειναι γεματες σοφια και προτυπα αρετης, που ποτε δεν ακολουθεις,
αλλα και μυστικα καταστροφης, που αυτα τα εφαρμοζεις ευλαβικα.
Ανθρωπε, μεσα στην ψευτικη και προσκαιρη δοξα σου,
αυτην που ανοητα νομιζεις για αληθινη και αιωνια,
μεσα σε ολες τις νικες σου, που εγιναν ηττες και τραυματα της φυσεως σου,
και μεσα στην παραζαλη για τις "κατακτησεις" σου, ενα μονο με στιγματισε.
Εαν εσβηνες Ανθρωπε τωρα, απο προσωπου γης,
και την υστατη στιγμη σου, με ρωταγες τι θα ηθελα να θυμαμαι,
ως τελευταια εικονα, και τι να παρω μαζι μου στην ληθη και την λησμονια,
θα σου απαντουσα..
Ενα μεσημερι.. Μια Παρασκευη.
Αυτο μου εμεινε.
Εκεινο το μεσημερι, στον πετρινο λοφο,
οπου σηκωθηκε ψηλα ο Σταυρος,
και πανω του, κρεμασες τον Υιο του Ανθρωπου,
γιατι μονο ανθρωπο εβλεπες, μεσα στην συγχυση σου,
μεσα στους μυριους λογισμους που σε βομβαρδιζει ατελειωτα,
ο ανομος και ασπονδος "φιλος" σου,
χωρις να αναρωτηθεις πολυ Ποιος ειναι, Αυτος που κρεμας,
και απο Ποιον ερχεται, και γιατι,
καθως ειχες συνηθισει, να κρεμας τους ανθρωπους, ολες τις εποχες,
αλλαζοντας μονο τα μεσα, αλλα οχι τον ανιερους σκοπους σου,
για ισχυ και εξουσια.
Και οταν ο μοναχα κατ'εσε, Ανθρωπος αυτος, ξεψυχισε, με την θεληση Του,
γιατι ετσι θα ολοκληρωνε το εργο Του,
και ο ουρανος συννεφιασε, ολη η κτιση ολακερη εφριξε,
ξερεις τι καταλαβα ανθρωπε;
Οτι η πορεια μου, δεν ειναι μια ευθεια.
Οχι, κι ας σου φαινεται ετσι.
Κι ας την μελετας ετσι γραμμικα με τις επιστημες σου.
Ειναι κυκλικη. Παντα γυρνω και κλωθογυριζω γυρω απο τον Σταυρο εκεινο.
Και ολη σου η πορεια σου και η δικη μου μαζι σου,
τεμνεται και αναμετραται με τον Σταυρο
και την θεση που παιρνεις, ολους τους καιρους απεναντι Του.
Και απο τοτε εκει πανω κρεμας, ξανα και ξανα, οσους Τον πιστεψαν.
Καθεναν που κρεμας εκει πανω,
καθεναν που αδικεις, και τσαλαπατας,
οπου και να πας, οτι και να κανεις,
οσα και να φτιαξεις και να γραψεις,
αυτος ο Σταυρος θα σε κρινει,
και ειτε θα σε σωσει, ειτε θα σε καταδικασει..
Αυτο μονο θελω, λοιπον να θυμαμαι.
Και εαν θελεις να ζησεις και εσυ, ακομα λιγο σαν ανθρωπος, οσο σου εμεινε,
και μαζι να τελειωσουμε, αυτην την ιεραποδημια, δικαιωμενοι,
αυτο το επιγειο προσκυνημα μας, να συμαζεψουμε τις μνημες και να προχωρησουμε,
οσοι και εαν ειμαστε λιγοι η ελαχιστοι δεν εχει σημασια,
αυτο το μεσημερι να θυμασαι παντα.
Εκεινη την Παρασκευη, πανω στο Ξυλο της Ζωης,
της Μνημης του Θεου και της Αληθειας.
Γιατι η μνημη, εχει νοημα και αξια, οταν θυμαται αληθινα, και ζει αιωνια.
Και εγω οταν θα φυγω μαζι σου, απο αυτον τον πολυπαθο κοσμο,
θελω να παψω να θυμαμαι πια,
και τα καλα, πολυ περισσοτερο δε και τα κακα,
αλλα το μονο που αληθινα θελω, ειναι να με θυμαται ο Θεος,
αυτος που κρεμαστηκε στον Σταυρο εκεινο,
για σενα, ειτε Τον πιστευεις ειτε οχι, ειτε Τον αγαπας, ειτε Τον πολεμας,
και ετσι να ζω μεσα αωνια στην ζωοπαροχο θυμηση, Του.
Ετσι θα συνεχιστει η ιεραποδημια μου, αιωνια και ευλογημενα,
χωρις λυπη, οδυνη και στεναγμο, αλλα μονο χαρα ατελευτητη.
Μην με ξεχνας, ειμαι η Μνημη σου,
δεξου με και ανεπαυσε με,
παρε τον Σταυρο απο τον λοφο, κρεμασε τον στο λαιμο,
καντον προσευχη και σηκωσε τον,
εχει Χαρη και θα σε βοηθησει,
να διαβεις τα εσχατα μετρα και τα πιο οδυνηρα,
αυτου του μονοπατιου που λεγεται Ιστορια,
για να φτασεις στο τερμα των αιωνων,
και να δεις, τον Εσταυρωμενο,
να ερχεται να νικησει και να σε αναστησει,
και να σε παρει μαζι Του,
για να ζησεις, να ζησεις για παντα,
και να μην χαθεις μαζι ολοτελα με εμενα.
Τον Σταυρο, Ανθρωπε, μην ξεχνας..