Περί Μοναχισμού

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Άβαταρ μέλους
Dimitra79
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 536
Εγγραφή: Δευ Νοέμ 10, 2008 8:52 pm

Re: Περί Μοναχισμού

Δημοσίευση από Dimitra79 »

Η αρχή του μοναχισμού στο Άγιον Όρος


Από τους πρώτους ασκητές που κατοίκησαν στο Άγιο Όρος, ήταν και ο Όσιος Πέτρος ο Αθωνίτης, τον 9ον αιώνα μ.χ.

Πριν γίνει μοναχός κι έρθει στο Άγιο Όρος, ήταν στρατιωτικός στην Κωνσταντινούπολη και σε κάποια μάχη με τους Αγαρηνούς, αιχμαλωτίστηκε και οδηγήθηκε στην χειρότερη φυλακή της τότε εποχής, την λεγομένη του “Σαμαρά”.

Ευλαβής όπως ήταν ο Όσιος, προσεύχονταν στον Θεό για να τον ελευθερώσει από τα δεσμά της φυλακής, όμως αισθανόταν και ένοχος, διότι είχε τάξει πολλές φορές στον Θεό να γίνει μοναχός, αλλά δεν έγινε.

Είχε ιδιαίτερη ευλάβεια στον Άγιο Νικόλαο, στον οποίο είχε εναποθέσει όλες του τις ελπίδες και τον επικαλούνταν με πολλή θέρμη, για να τον βοηθήσει στις δυσκολίες που περνούσε μέσα στην φυλακή.

Πράγματι ο Άγιος Νικόλαος άκουσε τις προσευχές του και του εμφανίστηκε στο κελί του, αλλά του είπε ότι δεν μπορεί να τον βοηθήσει, διότι είχε αθετήσει πολλές φορές την υπόσχεση που είχε δώσει στον Θεό ότι θα γίνει μοναχός. Ο Όσιος όμως, με περισσότερη ακόμη θέρμη, παρακαλούσε τον Άγιο να τον βοηθήσει. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να του εμφανιστεί ο Άγιος πάλι και να του πει τα εξής: “επειδή είναι δύσκολο να κάμψω το Θέλημα του Θεού μόνος μου, πρέπει να παρακαλέσεις και τον Άγιο Συμεών τον Θεοδόχο, ο οποίος έχει μεγάλη παρρησία στον Θεό και δύναται να δώσει λύση στο αίτημα σου”.

Χωρίς να χάσει χρόνο ο Όσιος Πέτρος άρχισε να προσεύχεται στον Άγιο και Δίκαιο Συμεών τον Θεοδόχο και να τον παρακαλάει να τον ελευθερώσει από τα δεσμά.

Πράγματι, μετά από μερικές ημέρες του εμφανίστηκε ο Άγιος Συμεών ο Θεοδόχος και τον ρώτησε: “εάν σε ελευθερώσω από τα δεσμά, θα κρατήσεις την υπόσχεση που έδωσες στον Θεό ότι θα γίνεις μοναχός?” ο Όσιος Πέτρος δεσμεύτηκε με όρκους πλέον, ότι θα κρατήσει την υπόσχεση του κι έτσι ο Άγιος Συμεών, ακουμπώντας με την ράβδο του τα σιδερένια δεσμά του Πέτρου, τον ελευθέρωσε. Η πόρτα του κελιού του άνοιξε μόνη της και ο Όσιος δραπέτευσε σαν να μην υπήρχαν φρουροί.

Χωρίς να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, μετέβηκε στην Ρώμη, όπου έγινε μοναχός, κρατώντας έτσι την υπόσχεση του.

Απ’ εκεί επιβιβάστηκε σε πλοίο με άγνωστο προορισμό, μη ξέροντας που να πάει να μονάσει. Καθώς καθόταν μόνος του στο κατάστρωμα και είχε αρχίσει να τον παίρνει ο ύπνος από την κούραση, βλέπει πάλι εν οράματι τον Άγιο Νικόλαο, αλλά αυτή την φορά μαζί με την Υπεραγία Θεοτόκο, να συνομιλούν για το που πρέπει να μονάσει και σε ποιον τόπο. Στην συνομιλία τους άκουσε καθαρά την Υπεραγία Θεοτόκο να λέει στον Άγιο Νικόλαο τα εξής: “Είναι ένας τόπος που τον έχω διαλέξει από όλη την Γη και ζήτησα από τον Υιό μου να είναι κλήρος δικός μου και περιβόλι μου. Μπαίνει κατά πολύ μέσα στην θάλασσα και έχει όρος υψηλό. Θα τον παραδώσω στον ανδρώο μοναχισμό και θα είναι άβατος για τις γυναίκες. Όποιος μονάσει σ’ αυτό το Όρος και μείνει όλη του την ζωή εν μετανοία, εγώ θα πρεσβεύσω για τελεία άφεση αμαρτιών. Εγώ θα είμαι τροφός, ιατρός και παραμυθία, σύμβουλος γι’ αυτά που πρέπει να κάνουν και γι’ αυτά που δεν πρέπει. Εγώ θα προστατεύω αυτό το Όρος, το οποίο θα ονομαστεί Άγιο και θα είναι περιβόλι δικό μου”. Αυτά άκουσε ο Όσιος Πέτρος να λέει η Υπεραγία Θεοτόκος στον Άγιο Νικόλαο και αμέσως συνήλθε από την οπτασία.

Συνεχίζοντας το πλοίο την πορεία του, περνούσε μπροστά από το Άγιο Όρος, αλλά προς έκπληξη όλων το πλοίο σταμάτησε να πλέει και ακινητοποιήθηκε. Ο καπετάνιος και οι ναύτες δεν μπορούσαν να εξηγήσουν το γεγονός, όμως ο Όσιος Πέτρος κατάλαβε ότι αυτός είναι ο τόπος για τον οποίο μιλούσε η Υπεραγία Θεοτόκος. Αφού έπεισε τον καπετάνιο και τους ναύτες, τον κατέβασαν στην ξηρά και το πλοίο αμέσως συνέχισε την πορεία του. Ο Όσιος κατευθύνθηκε προς τους πρόποδες του Άθωνα και κατοίκησε μέσα σε σπηλιά, όπου έμεινε εκεί μέχρι το τέλος της ζωής του, τρώγοντας μόνο άγρια χόρτα.

Οι μεγάλοι ασκητικοί του αγώνες μέσα στο σπήλαιο, επιβραβεύτηκαν από τον Θεό και έτσι έφτασε σε μέτρα πνευματικής τελιότητος. Λίγο πριν την οσιακή του κοίμηση, τον επισκέφθηκε κάποιος κυνηγός, στον οποίο και διηγήθηκε όλα τα προαναφερθέντα γεγονότα. Ο κυνηγός με την σειρά του τα κατέγραψε και παρέδωσε το χειρόγραφο (το οποίο σώζεται μέχρι σήμερα σε Μονή του Αγίου Όρους) στους πρώτους μοναχούς που είχαν αρχίσει να συνάζονται στα όρια της σημερινής Μονής των Ιβήρων. Αργότερα απ’ αυτό το χειρόγραφο, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς τον 14ον αιώνα, συνέγραψε τον βίο του Οσίου Πέτρου του Αθωνίτη και η εκκλησία μας τον τιμά στις 12 Ιουνίου.

Τα όσα άκουσε ο Όσιος Πέτρος από την Υπεραγία Θεοτόκο, επαληθεύτηκαν όλα, στο πέρασμα των αιώνων. Το Όρος ονομάστηκε Άγιο και γέμισε απ’ άκρη σ’ άκρη με μοναχούς. Χτίστηκαν Μοναστήρια, Σκήτες, Καλύβες και κατοχυρώθηκε το Άβατο με Αυτοκρατορικά χρυσόβουλα. Η ίδια η Υπεραγία Θεοτόκος προστάτευσε αυτό από πειρατές, Τούρκους, Γερμανούς και πολλούς άλλους εχθρούς. Δεν έλειψε ποτέ το σιτάρι και το λάδι από το Άγιο Όρος, σύμφωνα με την υπόσχεση της Παναγίας, που είπε ότι αυτή θα είναι τροφός. Πάντα με θαυματουργικό τρόπο γέμιζαν οι αποθήκες τροφίμων των Μονών, με τα απαραίτητα τρόφιμα. Και σαν απόδειξη ότι πρεσβεύει για τελεία άφεση αμαρτιών, είναι ότι οι μοναχοί στο Άγιο Όρος όταν πεθαίνουν δεν παγώνουν, αλλά παραμένουν εύκαμπτοι και με θερμοκρασία σώματος, μέχρι την άλλη ημέρα όπου και τους θάπτουν στον τάφο.

Μέχρι σήμερα η ίδια η Υπεραγία Θεοτόκος , στέκεται φρουρός απροσπέλαστος για το Άγιο Όρος και αλίμονο σ’ αυτόν που θα τολμήσει να βλάψει με τον οποιονδήποτε τρόπο αυτόν τον τόπο.


Από http://agion-oros.net/site/index.php?op ... Itemid=243
Γνωρισόν μοι Κύριε, οδόν εν η πορεύσομαι, ότι προς σέ ήρα την ψυχήν μου..
petrosathonas
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1460
Εγγραφή: Σάβ Νοέμ 29, 2008 4:55 pm

Re: Περί Μοναχισμού

Δημοσίευση από petrosathonas »

ANTREAS έγραψε:θα συνεχισω να επιμεινω λιγο πανω στο θεμα γιατι απλα εχω γραψει τοσα παραδειγματα που γνωριζω και δεν εχετε δωσει μια κατατοπιστικη απαντηση..ολα καλα αυτα που λετε και συμφωνω μαζι σας..αλλα δεχτειε λιγο και την αλλη πλευρα ομως..για να τα παρατησει καποιος και να παει να μοναση φυσικα θα υπαρχει η αγαπη προς τον Θεο..αυτο ειναι σιγουρο αλλα η αφορμη μπορει να ειναι ενας χωρισμος η κατι τετοιο..και που ξερουμε εμεις που μπορει να φτασει αυτος ο ανθρωπος πνευματικα?αμφιβαλετε οτι μπορει να φτασει σε ενα πολυ καλο πνευματικο επιπεδο?και να ρωτησω και κατι αλλο?μπορει αυτη την στιγμη στο αγιο ορος να ειναι πολλοι μοναχοι που να εχουν μπει για καποιο τετοιον λογο μεσα αλλα φυσικα να μην το λενε..αυτην την στιγμη υπαρχει στην αγια αννα μοναχος ο οποιος ειναι μεσα επειδη βαρεθηκε τα κοσμικα..και ειναι υποτακτικος ενος γεροντα εδω και πολλα χρονια..ποιος μπορει να μου πει εμενα αν αυτος ο ανθρωπος θα πετυχει η οχι?ποτε δεν ξερουμε.
Φίλε μου Αντρέα,δε νομίζω ότι μπορούμε να δώσουμε κατατοπιστική απάντηση και να διεκδικήσουμε το αλάνθαστο, ούτε προσπαθεί κανείς να επιβάλλει τη γνώμη του εδώ μέσα. Απλώς τη λέμε.
Μπορεί να είναι και όπως λες. Άλλες να είναι οι αφορμές.
Αλλά η ειδοποιός διαφορά νομίζω είναι οτι για να "παραμείνει" κάποιος μοναχός σημαίνει ότι έχει ανάψει μέσα του άσβεστος πόθος για τον Κύριο. Και αυτός ο μοναχός στην Αγία Άννα, νομίζω ότι ούτε λεπτό δε θα μπορούσε να παραμείνει τόσα χρόνια υποτακτικός, δηλαδή στην υποταγή, την εκκοπή του ιδίου θελήματος χωρίς την άσβεστη αγάπη προς τον Θεό.
Μπορεί αυτή η αγάπη να δημιουργέιται κατά το στάδιο της δοκιμασίας. Μπορεί να μην την δείχνουν οι μοναχοί για πνευματικούς λόγους. Ομως αυτή πρέπει να είναι η τροφή τους για να υπομένουν τον μοναχικό βίο. Δε μπορώ να το δω αλλιώς. :1
Άβαταρ μέλους
Dimitra79
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 536
Εγγραφή: Δευ Νοέμ 10, 2008 8:52 pm

Re: Περί Μοναχισμού

Δημοσίευση από Dimitra79 »

ΤΙ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ Ο ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ

Στο κοινωνικό σύνολο


Η κοινωνία μας έχει ανάγκη από εναλλακτικούς τρόπους ζωής. Το κυνήγι του πλούτου, της κοινωνικής προβολής και των επίγειων απολαύσεων που είναι γενικά οι τρέχουσες κοινωνικές αξίες χρειάζονται αντιστάθμισμα. Ο μοναχισμός είναι μία καθιερωμένη εναλλακτική κοινωνία: οι μοναχοί ζουν μια ιδιάζουσα (για τα κοινά μέτρα) ζωή με κύριο μέλημα τους την σωτηρία της ψυχής τους και της ανθρωπότητας γενικά.
Η ζωή του μοναχού είναι πρότυπο φυσικής ζωής και ζωής με σωστά ιεραρχημένες αξίες. Ο μοναχός μπορεί να γίνει έμπνευση για τον άνθρωπο που ζει στον κόσμο: όχι τόσο για να ακολουθήσει την κλήση του ( η οποία είναι ¨ίδιον χάρισμα¨, και όχι για τον καθένα) όσο για να ακολουθήσει το παράδειγμα του ως προς τον σεβασμό στο θέλημα του Θεού, για να επαυξηθεί η πίστη του, για να επανεξετάσσει τις συνήθειες του και να επαναιεραρχήσει τις αξίες του.

Ο Ορθόδοξος μοναχός είναι θεματοφύλακας και ζώσα παρουσία μιάς Παράδοσης μακρόχρονης και ιερής. Στα Ορθόδοξα Μοναστήρια ζει πάντα το Βυζάντιο, σαν ατμόσφαιρα ευλάβειας και ως ιδιαίτερος τρόπος λατρείας. Η αγιογραφία, η Βυζαντινή μουσική, η ξυλογλυπτική, η παρασκευή θυμιάματος, όλες τέχνες με προέλευση το Βυζάντιο, ασκούνται ως σήμερα και ανθούν στις Μονές. Η Τέχνη και ειδικά η Βυζαντινή λατρευτική τέχνη είναι ένας από τους βασικούς τρόπους για να προσεγγίσει κανείς το Θείον. Επιπλέον, το Βυζάντιο και η ιδιαίτερη παράδοση που μας κληροδοτείται (μέσω βασικά των Μονών) αποτελεί ένα από τα κύρια συστατικά της εθνικής μας ταυτότητας ως Έλληνες και Χριστιανοί. Αποτελεί δηλαδή μία από τις πιο βαθιές μας ρίζες.
Στο Άγιο Όρος, ειδικότερα, πέρα από το ότι ασκούνται και ανθούν οι Βυζαντινές Θρησκευτικές τέχνες, υπάρχουν και φυλάσσονται αυθεντικά έργα και κειμήλια της εποχής εκείνης: το Άγιο Όρος είναι σήμερα το μεγαλύτερο Βυζαντινό μουσείο στον κόσμο. Τα κτίρια του και οι καλλιτεχνικοί θησαυροί που στεγάζονται εκεί αποτελούν διαχρονική απόδειξη και διαβεβαίωση για τον πνευματικό και καλλιτεχνικό πλούτο της Ορθοδοξίας. Με άλλα λόγια, το Άγιο Όρος είναι ένας από τους κύριους φορείς και εκφραστές της Ορθοδοξίας σήμερα- έτσι, αποτελεί ένα πυλώνα δύναμης, πνευματικότητας και ηθικής για τους απανταχού Ορθοδόξους.


Στην ανθρωπότητα


Η Κ. Διαθήκη λέει ¨ο Θεός αγάπη εστίν¨, και ο Χριστός μας διαβεβαιώνει ότι ο Θεός προνοεί και για τα μικρότερα πλάσματα στη φύση, πόσο μάλλον για τον άνθρωπο. Κι όμως, βλέπουμε σήμερα την ανθρωπότητα να μαστίζεται από το κακό, και τη φύση να καταστρέφεται απερίσκεπτα από τον άνθρωπο. Που είναι η αγάπη του Θεού, λοιπόν; Ή μήπως ο Θεός σταμάτησε να μας αγαπάει; Φαίνεται δύσκολο να καταλάβουμε τον κόσμο, τον άνθρωπο και το Θεό.

Το κλειδί βρίσκεται στο ότι ο άνθρωπος έχει πλαστεί ελεύθερος, δηλαδή με τη δυνατότητα, το δικαίωμα να πει ¨ναι¨ ή ¨όχι¨ στα πράγματα, με τη δυνατότητα της επιλογής. Ο άνθρωπος λοιπόν μπορεί είτε να συναινέσει με το Θείο θέλημα, είτε να διαφωνήσει και να αντιταχθεί σ΄ αυτό. Το Θείο θέλημα είναι να πηγαίνει η ανθρωπότητα προς το καλύτερο: να μην υπάρχουν πόλεμοι, αρρώστιες, καταστροφές κ.ο.κ. Ο Θεός ξέρει τι πρέπει να κάνει, που πρέπει να επέμβει και πως. Μα αν δεν Του το ζητήσει ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει τίποτα από μόνος Του, γιατί έτσι θα παράβαινε τον νόμο της ελευθερίας που ο ίδιος δημιούργησε. Αυτό το ρόλο παίζει η προσευχή.

Ο μοναχός ζητά από το Θεό να γίνει το θέλημα του για το καλό της ανθρωπότητας, και την προσευχή αυτή την έχει κάνει σκοπό της ζωής του.

Λέγεται ότι όταν ένας άνθρωπος (μοναχός ασκητής) φτάσει να μετανοήσει και να καθαρθεί ψυχικά ώστε να μπορεί να προσβλέπει στη σωτηρία της ψυχής του, και η θέα του Παραδείσου είναι κοντά και μόνο η ιδέα ότι θα μείνουν άνθρωποι απέξω τον γεμίζει πόνο. Όταν ο άνθρωπος ζει εν Θεώ και ο Θεός εν αυτώ, η θέληση του ταυτίζεται πια με την θέληση του Θεού. Και ο Θεός θέλει ¨πάντας σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν¨. Αυτή είναι η προσευχή του μοναχού, αυτή είναι και η ουσιαστική προσφορά του στην ανθρωπότητα.

Από http://www.inathos.gr/athos/el/MonkOffer.html
Γνωρισόν μοι Κύριε, οδόν εν η πορεύσομαι, ότι προς σέ ήρα την ψυχήν μου..
Άβαταρ μέλους
Dimitra79
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 536
Εγγραφή: Δευ Νοέμ 10, 2008 8:52 pm

Re: Περί Μοναχισμού

Δημοσίευση από Dimitra79 »

ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ *



Στην ιστορία της Εκκλησίας ο Μοναχισμός εμφανίζεται κυρίως ως ο θεσμός εκείνος, στο πλαίσιο του οποίου υμνείται και λατρεύεται νυχθημερόν ο Τριαδικός Θεός, βιώνεται αυθεντικά το Ευαγγέλιο και καλλιεργείται η καινή εν Χριστώ ζωή. Αναμφισβήτητη ιστορική αλήθεια είναι επιπροσθέτως ότι ο Μοναχισμός σε κρίσιμες περιόδους της Εκκλησίας υπήρξε όχι μόνο υπέρμαχος των δογμάτων, αλλά πολλές φορές και ο σημαντικότερος φορέας, διαμορφωτής και εκφραστής των αληθειών της πίστεως. Τότε παρήγαγε και ανέπτυξε πρωτογενή εκκλησιαστική θεολογία, την γνωστή ως χαρισματική θεολογία της Εκκλησίας, που είναι και η χαρακτηριστική της Ορθοδοξίας. Με τον τρόπο αυτό ο Μοναχισμός παρουσιάστηκε ως εκφραστής της Ορθοδοξίας στην ολότητά της, ως εκφραστής του φρονήματος της Εκκλησίας, του βιώματος και της ευσέβειάς της. Αυτή την ευσέβεια καλλιέργησε και στις καρδιές των ανθρώπων του λαού του Θεού διατηρώντας παράλληλα ζωντανή την πίστη της Ορθοδοξίας.
Ποιές ήταν όμως οι θεμελιώδεις εκείνες προϋποθέσεις, που έδωσαν τη δυνατότητα στο Μοναχισμό να εκφραστεί αυθεντικά εκ μέρους της Εκκλησίας για την ορθοδοξία της πίστεώς της;

α) Οι προϋποθέσεις για την ορθοδοξία της πίστεως

Οι προϋποθέσεις για την ορθοδοξία της πίστεως των μοναχών θα πρέπει να αναζητηθούν στον τρόπο της ζωής τους. Ξεκινώντας οι μοναχοί από την πράξη της ασκητικής ζωής και ζώντας σύμφωνα με τις ευαγγελικές εντολές φθάνουν στη θεωρία-θεοπτία, γίνονται δέκτες της θεοφάνειας του Τριαδικού Θεού κατά την αψευδή υπόσχεση του Χριστού. «εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ' αυτώ ποιησόμεθα»1. Αυτή ακριβώς η πνευματική εμπειρία της θεοπτίας αποτελεί το ασφαλές θεμέλιο και την απαραίτητη προϋπόθεση του Μοναχισμού όχι μόνο για την αυθεντική έκφραση του περιεχομένου της ορθοδόξου πίστεως, αλλά και για την προάσπιση της πίστεως έναντι της αιρέσεως.

Ειδικότερα, βιώνοντας οι μοναχοί την ανιδιοτελή ζωή κατ' εικόνα της Τριαδικής κοινωνίας των θείων προσώπων, είναι φυσικό να διαφυλάττουν την ορθόδοξη πίστη με ιδιαίτερη αίσθηση ευθύνης. Η ευθύνη αυτή προκύπτει από την εμπειρική τους γνώση ότι το ορθόδοξο δόγμα οριοθετεί και διασφαλίζει τη ζωή της ευσέβειας από την εκτροπή και την αλλοτρίωσή της. Φρονούμε ταπεινώς ότι αυτή η εμπειρία της άρρηκτης ενότητας πίστεως και ζωής οδήγησε και τον Μ. Βασίλειο να μιλήσει για το «μέγα της ευσεβείας κήρυγμα»2 της Αγίας Τριάδος, που αποκαλύφθηκε στην Εκκλησία. Είναι γνωστό ότι η ευσέβεια αφορά τον τρόπο ζωής και ότι το μυστήριο της Αγίας Τριάδος αναφέρεται κυριολεκτικά στο περιεχόμενο της πίστεως. Το μυστήριο όμως της κατεξοχήν θεολογίας της Εκκλησίας αποτελεί -κατά τον Μ. Βασίλειο και την εμπειρία της Εκκλησίας- αυτό τούτο το κήρυγμα της κατεξοχήν ευσέβειας. Αλλά, όπως το Τριαδικό δόγμα, έτσι και τα άλλα δόγματα της Ορθοδοξίας συγκεκριμενοποιούν και υποδεικνύουν τον τρόπο ζωής των πιστών στην Εκκλησία.

Η ορθοδοξία των μοναχών είναι καρπός γνώσεως της αλήθειας. Η γνώση της αλήθειας είναι εμπειρική, γιατί προϋποθέτει μετοχή στην αλήθεια. Η μετοχή αυτή έχει βιωματικό χαρακτήρα και είναι αποτέλεσμα της δωρεάς του Θεού αλλά και της συνεργίας του ανθρώπου. Η αλήθεια λοιπόν για τους μοναχούς δεν είναι θεωρητική, νοητική δηλαδή απλώς αποδοχή του δια της ακοής ή μελέτης γνωστοποιηθέντος περιεχομένου της πίστεως, αλλά μυστήριο που βιώνεται με την άκτιστη ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. ‘Ετσι κατά τον άγιο Μάρκο τον ερημίτη (μαθητή του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου) «αλήθειαν λέγει (ο Απόστολος Παύλος) της κατ' ελπίδα νοεράς πίστεως ευρισκομένης ..., ήτις ουκέτι εξ ακοής, αλλ' εξ ενεργείας του παναγίου Πνεύματος πιστεύεται»3. Γι' αυτό και εύλογα κατά τον άγιο Μακάριο τον Αιγύπτιο «αδύνατον, άνευ του Θεού και της εκείθεν διδομένης ενεργείας, μυστηρίων κοινωνήσαι θείων, και ειδέναι Θεού σοφίαν, ή κατά πνεύμα πλουτείν»4.

Ζώντας οι μοναχοί ασκητικώς και λειτουργικώς φωτίζονται από το «Πνεύμα της αληθείας» και οδηγούνται από αυτό στο πλήρωμα της αλήθειας. Οδηγούμενοι κατά βιωματικό τρόπο από το Πνεύμα της αλήθειας στην ίδια την αλήθεια «αναπαύονται» σ' αυτήν και παραμένουν εκεί μη φοβούμενοι απειλές, διωγμούς ή θάνατο. Στην προκειμένη περίπτωση μπορεί να γίνεται λόγος για την πνευματική ωριμότητα, που υπαινίσσεται ο Μ. Βασίλειος, σ' όσους τρέφονται με τη στερεά τροφή των δογμάτων. «ως διαβεβηκότας την εν Χριστώ νηπιότητα, και ουκέτι δεομένους γάλακτος, αλλά δυναμένους τη στερεά των δογμάτων τροφή τον έσω άνθρωπον τελειούσθαι...»5.
Η πνευματική τελειότητα, που χαρακτηρίζει τον ορθόδοξο Μοναχισμό, είναι συνυφασμένη με το ορθόδοξο φρόνημα και την δογματική ακρίβεια. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός, ότι ο Μ. Αθανάσιος συνέγραψε τον βίο του καθηγητή της Ερήμου Μ. Αντωνίου, όταν οι τριαδολογικές έριδες βρίσκονταν σε έξαρση. Εύστοχα σημειώθηκε, ότι ο στύλος της Ορθοδοξίας απέβλεπε να παρουσιάσει την τελειότητα των μοναχών σε συνάρτηση με το ορθόδοξο φρόνημά τους6. Κατά τον Μ. Αθανάσιο ο πνευματικός του πατέρας συνεδύαζε την ορθόδοξη τοποθέτησή του με την πνευματική τελειότητα. «Και τη πίστει πάνυ θαυμαστός ην», σημειώνει, «και ευσεβής»7.

Αλλά, ενώ η ζώσα Ορθοδοξία στον Μοναχισμό συνυπάρχει οργανικά με την ορθοπραξία, η αίρεση δεν είναι καθόλου συμβατή με την ευσέβεια. Η παραπάνω αλήθεια διατυπώνεται από ασκητικούς πατέρες κατά τρόπο απόλυτο, που δεν επιδέχεται καμιά σχετικοποίηση. Είναι αδύνατο, λέγουν, ο αιρετικός να είναι ευσεβής και ενάρετος. «Αδύνατον εκ χιόνος προϊέναι φλόγα, αμηχανώτερον δε εν ετεροδόξω ταπεινοφροσύνην υπάρχειν», σημειώνει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, «πιστών και ευσεβών το κατόρθωμα, και τούτο τοις λοιπόν κεκαθαρμένοις»8. Γι' αυτό ακριβώς οι αιρετικοί χαρακτηρίζονται ως ασεβείς και η αίρεση ως ασέβεια9.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία ποτέ δεν αυτονόμησε την αλήθεια και το δόγμα της από τη ζωή και την ευσέβειά της. Η μονομερής προβολή ενός από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της θεωρήθηκε πολύ νωρίς ως διάψευση της όλης ταυτότητάς της. Ο καθαρός βίος κρίνεται και καταξιώνεται μόνο από την ορθή πίστη. Και η ορθή πίστη έχει την φερεγγυότητα και το αντίκρισμά της στην καθαρότητα της ζωής. «Ουδέν όφελος βίου καθαρού, δογμάτων διεφθαρμένων», σημειώνει το χρυσό στόμα της Εκκλησίας, «ώσπερ ουν ουδέ τουναντίον, δογμάτων υγιών, εάν ο βίος η διεφθαρμένος» 10. Ο ίδιος άγιος άλλωστε μας διαβεβαιώνει, ότι η διεφθαρμένη ζωή είναι η αιτία που δεν δέχεται κάποιος τα δόγματα της πίστεως. «βίου διαφθοράν αιτίαν είναι του μη δέχεσθαι τα τελειότερα δόγματα»11.

β) Ο χαρακτήρας της αιρέσεως

Αν όμως η γνώση και η βίωση της αλήθειας συνιστούν συνοπτικώς την Ορθοδοξία, τότε αίρεση είναι η απόκλιση από αυτήν τη γνώση και μετοχή.
Πρωτίστως η αίρεση κατά την Αγία Γραφή είναι διδασκαλία δαιμονίων και εμπνέεται από τα πονηρά πνεύματα12. Κατά την Ασκητική Γραμματεία γενικώς ο ίδιος ο διάβολος έφερε στον κόσμο κάθε κακοδοξία και αίρεση, ενώ κατά τον στύλο της Ορθοδοξίας Μ. Αθανάσιο η αίρεση «ουκ έστι των αποστόλων, αλλά των δαιμόνων και του πατρός αυτών του διαβόλου. και μάλλον άγονος και άλογος και διανοίας εστίν ουκ ορθής, ως η ημιόνων»13. Με το ίδιο πνεύμα αυτού του χωρίου οι πατέρες των Οικουμενικών Συνόδων χαρακτηρίζουν τους αιρετικούς ως φρενοβλαβείς (πνευματικώς).
Δύο έτη πριν την εμφάνιση του Αρειανισμού ο καθηγητής της ερήμου προείδε τις ενέργειες των Αρειανών και μίλησε για την «άλογη» και «κτηνώδη» στάση τους. Συγκεκριμένα ο Μ. Αντώνιος είδε εν θεωρία τους Αρειανούς ως ημιόνους στην Εκκλησία14.
Μεγάλοι πατέρες της Εκκλησίας χρησιμοποιούν βαρείς χαρακτηρισμούς για την αίρεση και τους αιρετικούς. Ονομάζουν την αίρεση απιστία και αθεΐα και τους αιρετικούς ως ετεροδόξους, απίστους και αθέους. Ειδικότερα ο Μ. Αθανάσιος χαρακτηρίζει τους αιρετικούς ως εχθρούς και αρνητές της αλήθειας, ενέργημα του διαβόλου15 και προδρόμους του Αντιχρίστου16.
Η αίρεση συνδέεται άρρηκτα με την πλάνη στην διττή εκδοχή της, την εκτροπή δηλαδή από την αλήθεια καθεαυτήν και την εκτροπή από το πλήρωμα της ζωής. «Ώσπερ ο εξελθών οδού ευθείας πλανάται εν αλλοδαπή χώρα, μη επιστάμενος που πορεύεται», σημειώνει ο άγιος Νείλος ο ασκητής, «ούτω και ο άνθρωπος πλανάται μη πιστεύων εις ομοούσιον Τριάδα»17. Και όποιος πλανάται ούτε στον τελικό σκοπό φθάνει, αφού είναι εκτός οδού, ούτε την ασφάλεια της οδού γεύεται, πορευόμενος με τρόπους ζωής αλλοτρίους και αλλοτριωτικούς της όντως και υγιούς ζωής.

Είναι κοινός τόπος στην Ασκητική Γραμματεία ότι αξιολογικώς η αίρεση βρίσκεται πάνω από κάθε ηθική αμαρτία του ανθρώπου. Και ο λόγος είναι απλός. Η αίρεση χωρίζει τον άνθρωπο από τον Θεό. Στο Γεροντικό αναφέρεται ότι ο άγιος Αγάθων, ενώ δεν δυσανασχέτησε όταν κατηγορήθηκε άδικα για ηθικά παραπτώματα, δεν αποδέχθηκε την εις βάρος του κατηγορία επί αιρέσει. Και επεξηγώντας την στάση του παρατήρησε: «το δε αιρετικός, χωρισμός έστι από του Θεού, και ου θέλω χωρισθήναι από του Θεού»18. Τον χωρισμό των πιστών από το Θεό πιστοποιεί και θεσμικώς η Εκκλησία στις Οικουμενικές της Συνόδους με τους αφορισμούς και τα αναθέματα σ' όσους δεν αποδέχονται την εν αγίω Πνεύματι δογματική απόφανσή της.

Στα ασκητικά συγγράμματα είναι συχνή η αναφορά και στην ηθική πλευρά της αιρέσεως, ως αρρήκτως συνδεδεμένης με τη δογματική σημασία της. Έτσι στο έργο του «Λειμών» ο Ιωάννης Μόσχος αναφέρεται ιδιαίτερα στον διασπαστικό χαρακτήρα της αιρέσεως σε αντίθεση με τον ενοποιητικό χαρακτήρα της Εκκλησίας. «Ουδέν άλλο εποίησαν τα σχίσματα και αι αιρέσεις εις την Εκκλησίαν», λέγει κάποιος γέροντας στους υποτακτικούς του, «ει μη το σφόδρα μη αγαπάν ημάς, τον Θεόν και αλλήλους»19. Αλλά και στον βίο του αγίου Παχωμίου διαβάζουμε ότι συζητώντας ο άγιος με επισκέπτες αναχωρητές αντιλήφθηκε μεγάλη «δυσωδία».
Μετά την αναχώρησή τους ζήτησε από το Θεό να του πληροφορήσει τον λόγο αυτής της οσμής. Ο Θεός πληροφόρησε με άγγελο τον άγιο Παχώμιο ότι «δόγματα ασεβείας ην εν τη ψυχή αυτών Ωριγένους, τα ποιούντα την δυσωδίαν ταύτην». (Πρόκειται για τη διδασκαλία που αφορά την προΰπαρξη της ψυχής και την αποκατάσταση των πάντων). Με σύσταση του αγγέλου ο άγιος Παχώμιος μετακαλεί τους επισκέπτες του και τους γνωστοποιεί ότι ο δεχόμενος τη διδασκαλία του Ωριγένη χωρίζεται από το Θεό και «εις πυθμένα Άδου μέλλει καταντάν»20.

γ) Οι μοναχοί υπέρμαχοι της πίστεως και πολέμιοι των αιρέσεων

Με τις προϋποθέσεις, που αναφέραμε στο πρώτο μέρος της Εισηγήσεώς μας, οι μοναχοί αναδεικνύονται υπέρμαχοι όχι μόνο της ευσέβειας αλλά και του ορθοδόξου δόγματος. Ιδιαίτερα, όταν κινδυνεύει η ορθόδοξη πίστη, δείχνουν πολύ μεγάλη ευαισθησία.
Συγκεκριμένα η ίδια ευαισθησία, που έχουν οι μοναχοί για την διαφύλαξη της ακεραιότητας της πίστεως, είναι εκείνη που ενεργοποιείται και για την καταπολέμηση της πλάνης των αιρετικών. Είναι φυσικό οι ζωντανοί φορείς της χαρισματικής θεολογίας να είναι και οι υπερασπιστές της πίστεως και οι ακατάβλητοι πολέμιοι της αιρέσεως, επειδή η αίρεση αποτελεί στην πράξη διάψευση της αγιοπνευματικής ζωής της Εκκλησίας.

Έτσι οι μοναχοί αγωνιζόμενοι για την πίστη, αγωνίζονται ουσιαστικά για τη διασφάλιση της χαρισματικής εμπειρίας της Εκκλησίας, που είναι και η δική τους ζωή. Τότε εξαιτίας της θερμότητας του ζήλου τους εγκαταλείπουν την προσφιλή μόνωσή τους και από επιεικείς και ειρηνικοί εμφανίζονταν ως «πολεμικοί». «Τούτο ου φέρουσι επιεικείς είναι, Θεόν προδιδόναι δια της ησυχίας, αλλά και λίαν εισίν ενταύθα πολεμικοί τε και δύσμαχοι» 21, σημειώνει χαρακτηριστικά ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος.

Η αντιρρητική και πολεμική στάση των μοναχών, όπως άλλωστε και των αγίων ποιμένων της Εκκλησίας, στην προκειμένη περίπτωση δεν πρέπει να παρανοηθεί. Εδώ πρόκειται για αγωνιστική άμυνα. Όταν η Εκκλησία διατρέχει σοβαρό κίνδυνο από τη δράση των αιρετικών, οι μοναχοί αγωνίζονται αμυνόμενοι, δίνοντας τη μαρτυρία της σταθερής παραμονής στην παραδεδομένη πίστη. «Εστήκαμεν αγωνιζόμενοι υπέρ του κοινού κτήματος, του πατρικού θησαυρού της υγιαινούσης πίστεως»22, σημειώνει ο διαμορφωτής του μοναχικού βίου, ο μέγας Καππαδόκης. Τότε οι μοναχοί δεν διστάζουν να υπερασπιστούν με την παρουσία και το λόγο τους τη ορθόδοξη πίστη, έστω και αν αυτό έχει ως τίμημα την ίδια τη ζωή τους.

Ο αγώνας των μοναχών δεν στρέφεται κατά των αιρετικών αλλά κατά της αιρέσεως, η οποία απειλεί να διαβρώσει την αλήθεια και κατ' επέκταση τη ζωή του σώματος της Εκκλησίας. Και το λέμε αυτό, γιατί ο Μοναχισμός εκφράζοντας το πνεύμα της Εκκλησίας δεν υιοθετεί ποτέ τη βία έναντι των αντιφρονούντων αιρετικών, αλλά αναπτύσσει την αντιρρητική θεολογία για να πείσει με τη λογικότητα και την ορθότητα των επιχειρημάτων παραπέμποντας επιπροσθέτως και στον εκκλησιαστικό-αγιοπνευματικό βίο συγκεκριμένων χαρισματικών φορέων.

Ο στόχος της στάσεως αυτής του Μοναχισμού στην πρόκληση των αιρετικών είναι διπλός. Από τη μια διασφαλίζεται το εκκλησιαστικό σώμα από διαβρωτικές καταστάσεις, ενώ από την άλλη δίνεται η δυνατότητα να επανέλθουν οι πλανηθέντες στην υγιαίνουσα πίστη της Εκκλησίας. Αυτό πιστοποιείται και από το γεγονός ότι οι μοναχοί παρότι χρησιμοποιούν αυστηρή γλώσσα εναντίον των αιρετικών, δεν αισθάνονται μίσος προς αυτούς23. Έτσι λ.χ. ο Μ. Αντώνιος είναι έναντι των ίδιων των αιρετικών ανεξίκακος, πράος και φιλανθρωπότατος, μολονότι εκείνοι συμπεριφέρονται εριστικώς προς αυτόν.

Η Ορθοδοξία των μοναχών ως βίωμα και φρόνημα πίστεως διέλαμψε κυριολεκτικά κατά την εποχή της εμφανίσεως των αιρέσεων. Έτσι κατά τα πρώτα χρόνια του Αρειανισμού διακρίθηκαν ιδιαίτερα για τον αγώνα τους υπέρ της πίστεως τόσο ο Μ. Αντώνιος στην Αλεξάνδρεια, όσο και οι άγιοι μοναχοί: Ιουλιανός στην Αντιόχεια και Ιλαρίων στην Παλαιστίνη.

Ειδικότερα ο Μ. Αντώνιος κλήθηκε από τους επισκόπους να κατέλθει στην Αλεξάνδρεια για να ενισχύσει τους πιστούς έναντι των Αρειανών. Κατά τον Μ. Αθανάσιο η παρουσία του Μ. Αντωνίου είχε μεγάλη απήχηση στους δοκιμαζομένους πιστούς, οι οποίοι «έχαιρον ακούοντες παρά τοιούτου ανδρός αναθεματιζομένην την χριστομάχον αίρεσιν»24. Συγκεκριμένα ο ηγέτης του αναχωρητικού βίου μπαίνοντας στην Αλεξάνδρεια παρήγγειλε στους πιστούς ούτε «κοινωνίαν έχειν τινά προς τους Αρειανούς», ούτε «την κακοπιστίαν αυτών έχειν», θεωρώντας την «φιλία» και «ομιλία» μαζί τους ως «βλάβη» και «απώλεια» ψυχής25. Ο ίδιος ούτε στους Μανιχαίους ούτε σε άλλους αιρετικούς μιλούσε φιλικά «ή μόνον άχρι νουθεσίας της εις ευσέβειαν μεταβολής»26. Στο πνεύμα αυτής της νουθεσίας κινήθηκε με πολύ επιτυχία η αγία Μελάνη. Όπως μας πληροφορεί ο Παλλάδιος, η αγία Μελάνη με τις εκδηλώσεις φιλανθρωπίας, υπομονής και διαλόγου εργάστηκε δραστήρια στα Ιεροσόλυμα και πέτυχε την επαναφορά στην Εκκλησία των Πνευματομάχων της περιοχής της, ενώ συνέβαλε και στην άρση του Μελετιανού σχίσματος27.

Στον αντιαιρετικό αγώνα της Εκκλησίας στρατεύεται μαζί με τους μοναχούς της Αιγυπτιακής Ερήμου και ο οργανωτής του κοινοβιακού βίου άγιος Παχώμιος.
Χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση του αγίου Υπατίου, ηγουμένου στην Κωνσταντινούπολη, που διαγράφει από τα Δίπτυχα το όνομα του Νεστορίου και διακόπτει την κοινωνία μαζί του πριν την καταδίκη του από την Εκκλησία, επειδή δεν τον θεωρεί επίσκοπο, ως αιρετικό28.

Υπέρμαχοι της ορθοδόξου πίστεως αναδεικνύονται στη συνέχεια οι άγιοι Σάββας και Θεοδόσιος στον αγώνα που διεξάγουν για την υπεράσπιση του δόγματος της Δ' Οικουμενικής Συνόδου.

Ο άγιος Ευθύμιος άλλωστε και οι περί αυτόν μοναχοί παραμένουν υπέρμαχοι του δόγματος της Χαλκηδόνας και δεν κοινωνούν με τους Αντιχαλκηδονίους σε άντίθεση με την τοπική εκκλησιαστική Αρχή. Ο ίδιος άγιος διακρίνεται στον αγώνα κατά του Αρείου, των κακοδοξιών του Ωριγένη, του Σαβελλίου, Νεστορίου και Ευτυχή29. Από την άκαμπτη σταθερότητα τέλος του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού κρίνεται ανθρωπίνως η τύχη της Χριστολογίας στον ΣΤ' αιώνα, και χάρη σ' αυτόν διασφαλίζεται η διδασκαλία της Εκκλησίας για την ελευθερία του Θεού και του ανθρώπου κατά την απόκρουση τόσο του Ωριγενισμού όσο και του Μονοθελητισμού30.

Τί να πρωτοπούμε για τον πρώτο δάσκαλο της Εικονολογίας της Εκκλησίας και υπέρμαχο των εικόνων, τον πρώτο και μεγάλο δογματολόγο της Ορθοδοξίας, άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, του οποίου η δογματική διδασκαλία για τις άγιες εικόνες υιοθετήθηκε πλήρως και έλαβε χαρακτήρα αλάθητο με την Ζ' Οικουμενική Σύνοδο; Είναι χαρακτηριστικό, και λόγω της επικαιρότητάς του σημαντικό, το γεγονός ότι στο Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός καταδικάζει απερίφραστα τους ηγέτες των Αντιχαλκηδονίων. «Διό δη εκ δύο φύσεων τελείων, θείας τε και ανθρωπίνης φαμέν γεγενήσθαι την ένωσιν», σημειώνει, «ου κατά φυρμόν, ή σύγχυσιν, ή σύγκρασιν ή ανάκρασιν ως ο θεήλατος έφη Διόσκορος, Ευτυχής τε, και Σεβήρος, και η τούτων εναγής συμμορία»31.

Ως κορυφαίο υπέρμαχο της θεολογίας των εικόνων κατά τη δεύτερη εικονομαχική περίοδο μνημονεύουμε τον άγιο Θεόδωρο τον Στουδίτη, ο οποίος εξαιτίας του αγώνα του κατά των Εικονομάχων εξορίζεται μαζί με άλλους ηγουμένους και μοναχούς.

Από τους πολλούς ομολογητές και αγίους της εικονομαχικής περιόδου χάρη συντομίας θα μνημονεύσουμε μόνο τις ομολογήτριες Θεοδοσία και Ανθούσα και τον ομολογητή Στέφανο το νέο32.

Αλλά και μετά την Λατινοκρατία και τη σύνοδο της Λυώνος οι μοναχοί ηγούνται στην προάσπιση της πίστεως. Ως πνευματικοί καθοδηγητές αφυπνίζουν συνειδήσεις και ως πρόμαχοι της Ορθοδοξίας αντιπαρατάσσονται στους λατινόφρονες ενωτικούς και ματαιώνουν την μεθοδευόμενη ένωση καθιστώντας με τον αγώνα τους ανίσχυρο το αποτέλεσμα τόσο της συνόδου της Λυώνος (1274) όσο και της συνόδου της Φλωρεντίας (1439).

Κατά τον 14ο αιώνα ο θεολόγος της θεοπτίας, άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ως ιερομόναχος υπεραμύνεται της θεωτικής εμπειρίας των ιερώς ησυχαζόντων έναντι του Δυτικού ανθρωπισμού και πολεμά το Filiogue των Λατίνων με ακαταμάχητη θεολογική επιχειρηματολογία αποδεικνύοντας ότι οι Δυτικοί έχουν αλλοτριωθεί όχι μόνο από την πίστη στον Τριαδικό Θεό αλλά και από την άμεση εμπειρία του Θεού, αφού αδυνατούν να αποδεχθούν την χαρισματική θέωση του ανθρώπου από την άκτιστη θεία χάρη. Είναι εντυπωσιακή άλλωστε για την επικαιρότητά της η εισήγηση του μεγάλου ησυχαστή να γίνει θεολογικός διάλογος με τους Ρωμαιοκαθολικούς μόνο μετά την άρση του Filiogue από το Σύμβολο της Πίστεως33.

Αλλά και κατά την Τουρκοκρατία οι μοναχοί, πολλοί από τους οποίους υπήρξαν ομολογητές και μάρτυρες με προεξάρχοντα τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, στήριξαν την ποικιλότροπα πολεμούμενη πίστη και ευσέβεια των ορθοδόξων λαών. Ταυτόχρονα με ιδιαίτερη θεολογική δύναμη απέκρουσαν επιτυχώς τις Δυτικές ιεραποστολές στην Ορθόδοξη Ανατολή οι κορυφαίοι άγιοι Κολλυβάδες του 18ου αιώνα Νεόφυτος ο Καυσοκαλυβίτης, Νικόδημος ο Αγιορείτης και Αθανάσιος ο Πάριος.

Τέλος, και στην εποχή μας χαρισματικές μορφές του Μοναχισμού γίνονται σημεία αναφοράς για ένα σταθερό προσανατολισμό πίστεως και ζωής μέσα στη σύγχυση, που δημιουργούν οι ποικίλες ερμηνείες του περιεχομένου της πίστεως ειδικότερα στα πλαίσια του διεξαγόμενου διαλόγου των ορθοδόξων με τους ετεροδόξους.


*Αποτελεί Εισήγηση που έγινε στο πλαίσιο του Β' Πανελληνίου Μοναστικού Συνεδρίου στην Καλαμπάκα (12-14 Σεπτεμβρίου 2000).



1. Ιων. 14, 24.
2. Βλ. PG 32, 392 C.
3. PG 65, 1001ΑΒ
4. PG 34, 904Β
5. PG 31, 920Α
6. Βλ. Αντωνίου Παπαδοπούλου, Ο Μοναχισμός έναντι της αιρέσεως εις την αρχαίαν Εκκλησία, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 35.
7. Μ. Αθανασίου, Βίος και Πολιτεία Μ. Αντωνίου 68, PG 26, 940Β.
8. PG 88, 996Β.
9. Βλ. Μ. Αθανασίου, Επιστολή προς Αδέλφιον Επίσκοπον και Ομολογητήν, PG 26, 1076C, και Επιστολή Εγκύκλιος 1-2, PG 25, 221-225.
10. PG 59, 369.
11. PG 57, 311.
12. Βλ. σχετικώς Α' Τιμ. 4,1.
13. Βίος και Πολιτεία Μ. Αντωνίου 82, PG 26, 960Β.
14. Βλ. Βίος και Πολιτεία Μ.Αντωνίου 82, PG 26, 957 BC.
15. Βλ. Επιστολή προς Επισκόπους Αιγύπτου και Λιβύης 3, PG 25, 541C-544C.
16. Βλ. Κατά Αρειανών 71, PG 26, 25Β και Βίος και Πολιτεία Μ. Αντωνίου 69, PG 26, 941Α
17. PG 79, 1237C
18. Γεροντικόν, σ. 12α-β.
19. Βλ. PG 87, 2925Β.
20. Βλ. Περί των αγίων Παχωμίου και Θεοδώρου Παραλειπόμενα, ΒΕΠΕΣ 40, 141 και 198-199.
21. PG 35, 1112Α
22. Μ. Βασιλείου, Επιστολή 243, PG 32, 908C.
23. Βλ. Μ. Αθανασίου, Βίος και Πολιτεία του Μ. Αντωνίου, PG 26, 937C.
24. PG 26, 941Β.
25. Βλ. Βίος και Πολιτεία Μ. Αντωνίου 68, PG 26, 940C.
26. Βλ. Βίος και Πολιτεία Μ. Αντωνίου 68, PG 26, 940Β.
27. Βλ. Λαυσαϊκή Ιστιρία, τομ. 2, σ. 16.
28. Βλ. Βίος αγίου Υπατίου, (μετάφρ. Α. Αρβανίτη), Αθήναι 1973, σ. 93-94.
29. Βλ. Schwarz (Ed.), Kyrillos von Skythopolis, Leipzig 1939, σ. 39-42.
30. Βλ. π. Δ. Στανιλοάε, Μαξίμου του Ομολογητού , Μυσταγωγία, σ. 39-40.
31. Βλ. PG 94, 993ΑΒ.
32. Βλ. Θεοδωρήτου Μοναχού, Αγιορείτου, Μοναχισμός και αίρεσις, Αθήναι 1977, σ. 78-79.
33. Βλ. Γργορίου Παλαμά, Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, Λόγος Α', 4, 27-31, Π. Χρήστου (εκδ.), Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα, Θεσσαλονίκη 1962, τόμ. Α', σ. 31: « Ην ουν άρα των δικαιοτάτων μηδέ λόγου αξιούν υμάς, ει μη του προστιθέναι τω ιερώ συμβόλω παύσησθε. της δε παρ' υμών προσθήκης παρ' υμών εκβεβλημένης πρότερον, έπειτα ζητείν, ει και εκ του υιού ή ουχί και εκ του υιού το πνεύμα το άγιον, και το αναφανέν τοις θεοφόροις συνδοκούν κυρούν».




Καθηγητή ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ |Τμήμα Θεολογίας Α.Π.Θ
Γνωρισόν μοι Κύριε, οδόν εν η πορεύσομαι, ότι προς σέ ήρα την ψυχήν μου..
Άβαταρ μέλους
Dimitra79
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 536
Εγγραφή: Δευ Νοέμ 10, 2008 8:52 pm

Re: Περί Μοναχισμού

Δημοσίευση από Dimitra79 »

Ο μοναχισμός και ο έγγαμος βίος


Ζούμε μέσα στον χώρο και τον χρόνο, όμως οι αλήθειες της πίστης μας υπερκαλύπτουν τον χρόνο και τον χώρο, γι’ αυτό είναι πάντα μοντέρνα η πίστη μας, έχει λύσεις για όλα τα θέματα που απασχολούσαν τον άνθρωπο του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος. Το σημερινό θέμα μας ξενίζει, γιατί στην εποχή που ζούμε νομίζουμε ότι μερικά πράγματα έχουν ξεπεραστεί, λέμε τι σχέση μπορεί να έχουν τα μεν με τα δε, είναι σαφώς και κάθετα διαχωρισμένα.

Τίθεται το ερώτημα: Οι άγιοι είναι μόνο αυτοί που έχουν αποχωρίσει από τον κόσμο, μόνο αυτοί έχουν την δυνατότητα; Δεν έχει κανείς την δυνατότητα ζώντας μέσα στον κόσμο να τελειοποιηθεί κατά το μέτρο της δωρεάς και της χάριτος; Η απάντηση είναι, ναι μπορούν από οποιαδήποτε θέση οι άνθρωποι να τελειοποιηθούν, να αγιοποιηθούν.

Η ορθόδοξη πνευματικότητα βιώνεται απ’ όλους τους ανθρώπους, επομένως δεν υπάρχουν ιδιαίτερες τάσεις, οι οποίες μπορούν ν’ ανταποκριθούν στο περιεχόμενό της.
Το κριτήριο είναι αν έχουν βαπτισθεί. Όσοι βαπτισθούν στο όνομα του Αγίου Τριαδικού Θεού, οφείλουν να εκτελούν τις εντολές του Ιησού Χριστού.

Δεν υπάρχουν εξαιρέσεις στην πορεία προς την θέωση, από το κατ’ εικόνα στο καθ’ ομοίωσιν.
Ο απόστολος Παύλος λέει «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε Χριστόν ενεδύσασθε». Οι πρώτοι Χριστιανοί ζούσαν έντονα την πνευματική ζωή, έφθαναν στον φωτισμό του νου και είχαν πάνω απ’ όλα αδιάλειπτο προσευχή. Ο απόστολος Παύλος κάνοντας λόγο για την παρθενία και τον γάμο λέει μεν ότι «ο άγαμος μεριμνά τα του Κυρίου, ο δε γαμήσας μεριμνά τα του κόσμου όσα αρέσει τη γυναικί» αλλά τονίζει συγχρόνως ότι ο χρόνος είναι συνεσταλμένος, ο περιορισμός του χρόνου είναι ένας οδηγός και αυτοί που έχουν γυναίκες να ζουν σαν να μην έχουν γυναίκες.


Έτσι και οι έγγαμοι ζούσαν ασκητικά και είχαν βιώματα της πνευματικής ζωής. Όλες τις επιστολές του στις οποίες κάνει λόγο για κάθαρση της καρδιάς, για φωτισμό της ψυχής, γι’ απόκτηση της νοεράς προσευχής, για αδιάλειπτη προσευχή, για κατά χάριν νουθεσία, για την εν πνεύματι ζωή, τις απέστειλε στις Εκκλησίες στις οποίες οι Χριστιανοί ήταν έγγαμοι και ζούσαν μέσα σε οικογένειες.

Αυτό δείχνει ότι οι πρώτες αποστολικές Εκκλησίες ζούσαν όπως ζουν σήμερα στις ιερές μονές οι μοναχοί. Όταν όμως αργότερα μετά την κατάπαυση των διωγμών, ο Χριστιανισμός έγινε επίσημη πια θρησκεία του Κράτους, εισήλθε μέσα στην Εκκλησία η εκκοσμίκευση, χάθηκε αυτή η μοναχική ζωή.
Ακριβώς τότε αναδείχθηκε ο μοναχισμός σαν προσπάθεια βιώσεως της ουσίας της πνευματικής ζωής.


Γι’ αυτό οι πατέρες τονίζουν ότι ο μοναχισμός, είναι συνέχεια της αποστολικής εποχής και της ζωής της πρώτης Εκκλησίας και οι μοναχοί είναι οι «ευαγγελικώς ζώντες». Δηλαδή αυτοί που ζουν την μετάνοια στον έσχατο βαθμό και προσπαθούν να τηρήσουν επακριβώς τις εντολές του Χριστού.
Κάθε ορθόδοξος μοναχός που ζει σωστά, είναι απόστολος Χριστού, είναι μάρτυς, είναι προφήτης.
Η μοναχική ζωή είναι προφητική, αποστολική και μαρτυρική. Μία απάντηση σ’ αυτό που ρωτάνε πολλοί τι σημαίνει μοναχισμός και τι κάνουν οι μοναχοί.


Εάν θέλουμε να δούμε ποια είναι η ουσία της μοναχικής ζωής, μπορούμε να διαβάσουμε τους μακαρισμούς του Χριστού. Ο μοναχός αρχίζει με την βαθιά μετάνοια, το κλάμα που προσφέρει το έλεος του Θεού και την κάθαρση της καρδιάς. Δηλαδή δεν τα προσφέρουμε εμείς ο Θεός μας τα προσφέρει.

Μέσα στο Ευαγγέλιο και στις επιστολές του αποστόλου Παύλου υπάρχουν όλα τα στοιχεία που συγκροτούν τον γνήσιο και πατερικό μοναχισμό. Όλα αυτά τα στοιχεία μπορούμε να τα βρούμε στην ακολουθία της μοναχικής κουράς. Εκεί φαίνεται ότι κατά την διάρκεια της δοκιμασίας, ο υποψήφιος μοναχός βρίσκεται στην τάξη των κατηχουμένων, αφού κατά την διάρκειά της περνά μέσα από μεγάλη μετάνοια και από την κάθαρση της καρδιάς. Είναι η πρώτη αγάπη για την οποία κάνει λόγο ο ευαγγελιστής Ιωάννης στην Αποκάλυψη. Όταν ολοκληρώνεται η μετάνοια, γίνεται η μοναχική κουρά που λέγεται δεύτερο Βάπτιμα.

Η μοναχική κουρά λέγεται μυστήριο, διότι ο μοναχός βιώνει την φωτιστική ενέργεια του Θεού.
Άλλωστε το δεύτερο Βάπτισμα κατά τον Άγιο Συμεών τον νέο θεολόγο, είναι το Βάπτισμα του Πνεύματος, ο φωτισμός του νου, η απόκτηση της νοεράς προσευχής.


Το ότι κατά την μοναχική κουρά λέγεται «και των αμαρτιών σου καθαίρει και υιός φωτός γίνει» δείχνει ότι ο μοναχός προ της κουράς ζει την κάθαρση της καρδιάς. Και με την κουρά αποκτά τον φωτισμό του νου. Κάθαρση-φωτισμός-θέωση.

Εδώ φαίνεται η αποστολική ζωή και η πολιτεία των πρώτων Χριστιανών όπως περιγράφεται στις επιστολές και στις πράξεις των αποστόλων.

Η μοναχική ζωή είναι αποστολική και ευαγγελική πολιτεία, γιατί προηγείται η νέκρωση του παλαιού ανθρώπου και ο μοναχός γίνεται ναός του Αγίου Πνεύματος. Οι ευχές του ιερέως είναι πολύ χαρακτηριστικές πάνω στο θέμα αυτό: «Κατασκεύασον αυτόν όργανον εναρμόνιον, ψαλτήριον του Αγίου Πνεύματος, όπως εντεύθεν μετά προκοπής απεκδυσάμενος τον παλαιόν άνθρωπο τον φθειρόμενον κατά την φιλήδονον απάτην του πολυμόρφου όφεως, ενδύσηται τον νέον Αδάμ, τον κατά Θεόν κτισθέντα εν οσιότητι και δικαιοσύνη. Στερέωσον αυτόν πάντοτε τα στίγματα και τον Σταυρόν τον Ιησού βαστάζειν εν τω σώματι αυτού, δι’ ων αυτώ ο κόσμος εσταύρωται και αυτός τω κόσμω».

Και οι έγγαμοι Χριστιανοί καλούνται και αυτοί να ζήσουν στην προσωπική τους ζωή, το Ευαγγέλιο και τις εντολές του Ιησού Χριστού. Κανείς δεν εξαιρείται από αυτήν την υποχρέωση. Πάνω απ’ όλα η μετάνοια, η αποβολή της φιλαυτίας και η απόκτηση της φιλοθεϊας και της φιλανθρωπίας, πρέπει να βιώνονται απ΄ όλους.

Βέβαια, είναι κάπως διαφορετικές οι συνθήκες της ζωής, γι’ αυτό στον έγγαμο υπάρχει ανάλογη προσαρμογή. Πάντως ό,τι για τον μοναχό είναι το μοναστήρι, για τον έγγαμο είναι η οικογένεια. Εκεί καλείται να εφαρμόσει το θέλημα το Θεού, η οποία οικογένεια γνωρίζουμε ότι είναι ένας σταυρός.

Δεν είναι βίος ανθόσπαρτος, αυτό είναι ευχή η οποία απέχει από την πραγματικότητα. Πολλές φορές σκεπτόμαστε τις ιεραποστολές στην Αφρική ή αλλού και λέμε ότι είναι κάτι το πολύ ωραίο και να μπορούσαμε να το κάνουμε και εμείς. Ας ξεκινήσουμε πρώτα από τα δικά μας, τα καθημερινά μας, και όταν κανείς τακτοποιήσει την καθημερινότητα τότε ας κοιτάξει και πιο μακριά.

Είναι μία θεωρητική και αφηρημένη σκέψη η οποία μπορεί να παρασύρει κάθε άνθρωπο, ενώ πραγματικά είναι πολύ συγκεκριμένος ο ρόλος του που πρέπει ν’ ασκηθεί ο έγγαμος μέσα στην οικογένεια.
Η Εκκλησία έβαλε όλη την διδασκαλία της στις ευχές του μυστηρίου του γάμου. Εκεί φαίνεται ότι οι σύζυγοι πρέπει να διάγουν εν σωφροσύνη και αγάπη και να πορεύονται κατά τις εντολές του Θεού.

Η ευχή του γάμου σε συνάρτηση με την ευχή της κουράς «Αυτός Δέσποτα Πανάγιε ευλόγησον τον γάμον τούτον και παράσχου τοις δούλοις σου τούτοις ζωήν ειρηνικήν, μακροημέρευσιν, τοις εις αλλήλους αγάπην εν τω συνδέσμω της ειρήνης, σπέρμα μακρόβιον, την επί τέκνοις χάριν, τον αμαράντινον της δόξης στέφανον. Αξίωσον αυτούς ιδείν τέκνα τέκνων, την κοίτην αυτών ανεπιβούλευτον διατήρησον και δος αυτοίς από της δρόσου του ουρανού άνωθεν και από της πιότητος της γης. Έμπλησον τους οίκους αυτών σίτου, ελαίου, οίνου και πάσης αγαθοσύνης ίνα μεταδιδώσι και τοις χρείαν έχουσι, δωρούμενος άμα και πάντα τα προς σωτηρίαν αιτήματα». Αυτή η ευχή δείχνει ότι και στην συζυγική ζωή πρέπει να εφαρμόζεται η σωφροσύνη, η αγάπη και η ελεημοσύνη. Άλλωστε ο απώτερος σκοπός και εδώ είναι η σωτηρία. Είναι χαρακτηριστικές οι ευχές στο τέλος του μυστηρίου, με τις οποίες εύχεται ο ιερέας να εργάζονται και οι δύο σύζυγοι τις εντολές του Θεού. «Μεγαλύνθητι νυμφίε ως ο Αβραάμ και ευλογήθητι ως ο Ισαάκ και πληθύνθητι ως ο Ιακώβ, πορευόμενος εν ειρήνη και εργαζόμενος εν δικαιοσύνη τας εντολάς του Θεού. Και συ νύμφη μεγαλύνθητι ως η Σάρα και εφράνθητι ως η Ρεβέκκα και πληθύνθητι ως η Ραχήλ, ευφρανομένη τω ιδίω ανδρί φυλάττουσα τους όρους του νόμου ότι ούτως ηυδόκησεν ο Θεός».

Η μνημόνευση ανδρών και γυναικών της Παλαιάς Διαθήκης που αξιώθηκαν θείες οπτασίες και η ευχή να διαφυλάξουν τις ευχές του Θεού, δείχνουν την ασκητική και σωτηριώδη σημασία του κατά Χριστόν γάμου.
Είναι σαφής διδασκαλία των αγίων πατέρων ότι ο τρόπος συλλήψεως, κυοφορίας και γεννήσεως του ανθρώπου, αποτελούν τους δερμάτινους χιτώνες που φόρεσε ο Αδάμ μετά την πτώση. Αλλά τελικά ευλογήθηκε αυτός ο τρόπος από τον Θεό.

Ο Άγιος Μάξιμος γράφει ότι ο γάμος όπως τον ορίζουμε εμείς σήμερα, είναι αποτέλεσμα της πτώσεως.
Ο Ιωάννης Χρυσόστομος διδάσκει ότι όλες οι ευαγγελικές εντολές, είναι κοινές για όλους τους ανθρώπους. «πάντα γαρ τα των γάμων κοινά εστί».


Ο Μέγας Βασίλειος παρατηρεί ότι όλοι οι άνθρωποι μοναχοί και έγγαμοι, καλούμεθα να τηρήσουμε τις εντολές του Χριστού. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς μιλώντας για την καρδιακή καθαρότητα, λέει ότι και οι έγγαμοι μπορούν να την επιμεληθούν, αλλά φυσικά με περισσότερη δυσκολία. Άλλωστε η ύπαρξη πολλών εγγάμων αγίων στην Παλαιά και Καινή Διαθήκη που είχαν νοερά προσευχή όπως η προφήτις Άννα, δείχνει πως είναι δυνατόν όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την ορθόδοξη πνευματικότητα, να τα βιώσουν και οι έγγαμοι.

Η προφήτης ΄Αννα μητέρα του προφήτου Σαμουήλ, είχε νοερά προσευχή μέσα στην καρδιά της και προσευχόταν νοερά και κατά την διάρκεια του μεγάλου της πόνου.

Έτσι κατά την ορθόδοξη πνευματικότητα οι άνθρωποι δεν χωρίζονται σε άγαμους και έγγαμους, σε μοναχούς και κοσμικούς. Αλλά σε ανθρώπους που έχουν το Άγιο Πνεύμα και σε ανθρώπους που δεν το έχουν. Όλοι οι άνθρωποι είναι δυνατόν να εφαρμόσουν, κατόπιν πάντα καθοδηγήσεως από πνευματικό πατέρα, τις εντολές του Θεού και να βιώσουν την ορθόδοξη πνευματικότητα. Δεν υπάρχουν αριστοκράτες και μη, προνομιούχοι και μη στην ορθόδοξη παράδοση.

Υπήρξαν πολλοί έγγαμοι άγιοι και όμως μπόρεσαν σηκώνοντας από την μια μεριά το σταυρό του γάμου, συγχρόνως να τελειοποιηθούν.

Ο απόστολος Παύλος που είχε «σκώλοπα σατάν» και ζήτησε τρεις φορές από τον Θεό να τον απαλλάξει, ίσως είναι μία απάντηση σε κάθε σταύρωμα.

Η απάντηση του Κυρίου, και ίσως απάντηση σε κάθε άνθρωπο, ήταν «αρκεί σοι η χάρις μου η γαρ δύναμίς μου εν ασθενίαις τελειούται». Είναι προτιμότερο να ζητάμε την χάρη του Κυρίου στις δυσκολίες, του έγγαμου ή του άγαμου, του μοναχού ή του κοσμικού, για βοήθεια και αντιμετώπιση γιατί αυτές οι δυσκολίες είναι αυτές που σπρώχνουν τον άνθρωπο γρηγορότερα στην σωτηρία, κάτι που το αγνοεί ο πονηρός και ο Πανάγαθος Θεός με την πανσοφία του βοηθά με κάθε τρόπο τον άνθρωπο για την σωτηρία.

Όλο το σύμπαν, αυτό το δημιούργημα του Θεού, κουβαλάει επάνω του κάτι το μοναδικό, είναι ο άνθρωπος. Δεν έχει τίποτε άλλο αξία σ’ αυτό το σύμπαν παρά μόνο ότι πάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη υπάρχει ο άνθρωπος. Έτσι καταλήγουμε στην άποψη ότι το σύμπαν είναι ανθρωποκεντρικό.
Το σύμπαν έχει φτιαχτεί για να εξυπηρετήσει τον άνθρωπο.

Πνευματικός άνθρωπος είναι εκείνος που μετέχει των ενεργειών του Αγίου Πνεύματος, εκείνος που είναι ναός του Αγίου Πνεύματος. Δεν πρόκειται για μία αφηρημένη συναισθηματική ή διανοητική πνευματικότητα.
Ο κατ’ εξοχήν φορέας της ορθοδόξου πνευματικότητος είναι ο άγιος, ο οποίος αποκαλύπτεται με την διδαχή, με τα έργα του και τα λείψανά του.

Ο μη πνευματικός, ο στερημένος των ενεργειών του Αγίου Πνεύματος, λέγεται ψυχικός ή σαρκικός άνθρωπος.
Οι πατέρες λένε ότι με την πάροδο του χρόνου ένα από τα δύο γίνεται στον άνθρωπο, ή σαρκοποιείται το πνεύμα ή πνευματικοποιείται η σάρκα.


Ουδέτερη κατάσταση δεν μπορεί να υπάρξει, αυτό είναι μία μεγάλη αλήθεια. Ο καλός γίνεται καλύτερος και ο κακός γίνεται χειρότερος, ο τσιγκούνης γίνεται χειρότερος, ο φιλεύσπλαχνος γίνεται πιο πολύ κ.ο.κ.

Αυτό ακριβώς δείχνει και την διαφορά μεταξύ της ορθοδόξου πνευματικότητος από άλλες πνευματικότητες.
Η ορθόδοξη πνευματικότητα διαφέρει σαφώς από πνευματικότητες δυτικού και ανατολικού τύπου.
Η διαφορά στο δόγμα, το οποίο δεν είναι κάτι το αφηρημένο και θεωρητικό, έχει πρακτικές συνέπειες και δείχνει την διαφορά στο ήθος. Η ουσία της ορθοδόξου πνευματικότητος βρίσκεται πάνω απ’ όλα στ’ ότι είναι θεραπευτική. Θεραπεύει την ασθένεια του ανθρώπου και από άτομο που γεννιέται ο καθένας, τον καθιστά πρόσωπο. Ο άνθρωπος από ανθρωποκεντρικός, γίνεται χριστοκεντρικός. Αυτό που θεραπεύεται πρωτίστως είναι η καρδιά, που είναι το κέντρο της υπάρξεως του ανθρώπου. Δεν πρόκειται για μία θεραπεία εξωτερική, αλλά εσωτερική.

Ο νους στην κατάσταση της ασθενείας, σκορπίζεται με την λογική και γι’ αυτό πρέπει πλέον να επιστρέψει στην καρδιά. Αυτή η ταύτιση του νου με την λογική, χαρακτηρίζει πάρα πολύ την δυτική σκέψη. Η επιστημονικοποίηση των πάντων είναι ένα χαρακτηριστικό. Γι΄ αυτό πρέπει να επιστρέψει ο νους στην καρδιά. Η ορθόδοξη Εκκλησία λέγεται νοσοκομείο, θεραπευτήριο, ιατρείο της ψυχής γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο.

Αυτή είναι η ρίζα του κακού. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του πόσο λάθος είναι η δυτική σκέψη από αυτήν την επιστημονικοποίηση των πάντων, είναι ότι ο Μέγας Αντώνιος ήταν αγράμματος και όμως θεωρείτο ο πρύτανης της ερήμου. Αυτοί οι άνθρωποι είπαν τέτοιες αλήθειες που δεν μπορούν να τις προσεγγίσουν οι απλώς μορφωμένοι κοσμικά. Στην ορθόδοξη Εκκλησία όμως δεν τονίζεται μόνο η αναγκαιότητα της θεραπείας, αλλά συγχρόνως διαγράφεται και ο τρόπος με τον οποίο επιτυγχάνεται. Επειδή ο άνθρωπος έχει ακάθαρτο νου και ακάθαρτη καρδιά, πρέπει να περάσει επιτυχώς από τα τρία στάδια της πνευματικής ζωής.
Δηλαδή την κάθαρση της καρδιάς, τον φωτισμό του νου και τελικά την θέωση.

Η ορθοδοξία δεν μοιάζει με την φιλοσοφία, αλλά με τις πρακτικές επιστήμες και κυρίως με την ιατρική. Διότι στην ορθόδοξη Εκκλησία υπάρχουν βεβαιώσεις θεραπείας, αφού έχει να δείξει θεραπευτικά αποτελέσματα. Τα τρία αυτά στάδια της πνευματικής ζωής είναι στην πραγματικότητα, μέθεξη της καθαρκτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού, διότι επιτυγχάνεται με την θεία χάρη.

Αυτό το θεραπευτικό στοιχείο της Εκκλησίας μπορούμε να το δούμε πολύ καθαρά, στις περιπτώσεις των θαυμάτων. Άνθρωποι με ανίατες ασθένειες θεραπεύονται, όπως και από πνευματικές ασθένειες, εξορκισμοί κ.λπ. που γίνονται από ανθρώπους που έχουν την χάρη του Θεού η οποία ενεργεί για να γίνουν αυτές οι θεραπείες. Πραγματικά στην εποχή μας προσφέρουν μεγάλο έργο, διότι οι ασθένειες της εποχής μας είναι πνευματικής υφής, η κρίση για την οποία όλοι μιλάμε κυρίως εντοπίζεται στον πνευματικό τομέα, γι’ αυτό έχουμε τις εξάρσεις των αυτοκτονιών, της εγκληματικότητας, του σατανισμού.

Και εδώ έχει λόγο η Εκκλησία καθαρά θεραπευτικό. Η θεραπεία του ανθρώπου που είναι ο βασικός σκοπός της ορθοδόξου πνευματικότητος, γίνεται με τα μυστήρια της Εκκλησίας και την ασκητική ζωή. Σε όλη την εκκλησιαστική παράδοση φαίνεται ο συνδυασμός μεταξύ μυστηρίων και ασκήσεως.

Η άσκηση προηγείται των μυστηρίων και μετά από αυτά ακολουθεί και πάλι η ασκητική ζωή.
Η νηστεία είναι άσκηση, είναι μέσον δεν είναι σκοπός. Ο σκοπός είναι η συμμετοχή στα μυστήρια, εξομολόγηση, Θεία Κοινωνία κ.λπ. Η διάσπαση του συνδέσμου μυστηρίων και ασκήσεως οδηγεί ή σε μία επίπλαστη εξωτερική ηθικολογία ή στην πλήρη εκκοσμίκευση.

Απαιτείται συνδυασμός άσκησης και συμμετοχής στα μυστήρια. Μία άλλη αλήθεια είναι ότι στην ορθόδοξη πνευματικότητα δεν υπάρχει διάσταση και διάσπαση μεταξύ νηπτικής και κοινωνικής θεολογίας.
Οι άγιοι πατέρες δεν χωρίζονται στεγανά σε νηπτικούς και κοινωνικούς. Η σωστή κοινωνικότητα είναι συνέπεια της νηπτικότητας και η νήψη είναι η υπόσταση της κοινωνικής πραγματικότητας.

Η νήψη είναι η εγρήγορση η πνευματική.

Η κοινωνικότητα είναι στοιχείο της ορθοδόξου πνευματικότητος. Η νήψη ασκείται από το άτομο μεμονωμένα, ενώ οι κοινωνικότητα με άλλους ανθρώπους.
Υπήρξαν πολλοί άγιοι οι οποίοι εξελίχθηκαν πάρα πολύ, ήταν αρχικά νηπτικοί και τελικά κατέληξαν πάλι στην κοινωνία, βγήκαν πάλι στον κόσμο.

Παράδειγμα ο πατρο-Κοσμάς ο Αιτωλός, βγήκε πάλι στον κόσμο και προσέφερε και εθνικό έργο.
Αυτοί οι άνθρωποι δεν έμειναν αδιάφοροι για ό,τι συνέβαινε στον κόσμο, κάθε άλλο μάλιστα.
Η θεραπεία της ψυχής από τους λογισμούς, τα πάθη, την τυραννία του θανάτου, κάνουν τον άνθρωπο κοινωνικά και ψυχολογικά ισορροπημένο.

Είναι αυτό που λένε οι ψυχολόγοι ότι όλες οι αγωνίες της ζωής, στο βάθος είναι αγωνία θανάτου.
Όταν ο άνθρωπος λύσει το υπαρξιακό του πρόβλημα, από κει και πέρα έχει λύσει σ’ ένα σημαντικό ποσοστό όλα τα επί μέρους προβλήματα και τις αγωνίες.

Με τον τρόπο αυτό λύονται και όλα τα κοινωνικά, πολιτικά, οικολογικά και οικογενειακά προβλήματα.
Στην ορθόδοξη παράδοση δεν υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ μοναχών και έγγαμων, ούτε η κάθε τάξη έχει διαφορετικές υποχρεώσεις.

Όλοι μπορούν και πρέπει να τηρούν τις εντολές του Χριστού στην ζωή τους. Απλώς, διαφέρει ο χώρος ασκήσεως και ο βαθμός, ενώ ο σκοπός είναι πάντα ίδιος, είναι η σωτηρία. Όλοι καλούμεθα να πορευθούμε από το κατ’ εικόνα στο καθ’ ομοίωση.

Η ορθόδοξη πνευματικότητα είναι χριστοκεντρική, διότι στον Χριστό έγινε η υποστατική ένωση της θείας και ανθρωπίνης φύσεως, ασυγχύτως, ατρέπτως, αχωρίστως και αδιαιρέτως. Ενώθηκαν δύο φύσεις και μάλιστα με αυτόν τον τρομερά συνεκτικό τρόπο.

Είναι κάτι το οποίο δεν έγινε και στους αγίους αγγέλους, με τις άγιες πνευματικές οντότητες.
Παραμένει πάντα διαφορετική η φύση των αγγέλων, από την θεία φύση. Στο πρόσωπο του Χριστού όμως έγινε αυτό το θαυμαστό, αυτή η ένωση η οποία παραμένει εις τον αιώνα, δεν είναι για κάποιο χρονικό διάστημα. Γι’ αυτό ο Χριστός είναι το μοναδικό φάρμακο για την θεραπεία και σωτηρία του ανθρώπου.
Επειδή όμως ο Χριστός δεν μπορεί να θεωρηθεί έξω από τα άλλα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος και έξω από την Εκκλησία, η οποία δεν είναι θείο καθίδρυμα, δεν είναι ένα νομικό πρόσωπο, αλλά είναι το σώμα του Χριστού, γι’ αυτό το λόγο η ορθόδοξη πνευματικότητα είναι Τριαδοκεντρική και Εκκλησιοκεντρική.

Αυτά τα στοιχεία φαίνονται πολύ καθαρά αν μελετήσει κανείς λίγο το θέμα των αιρέσεων.
Βλέπετε ότι δέχονται πολλά από την πίστη μας, όχι όμως το Εκκλησιαστικό στοιχείο, είναι κάτι πάρα πολύ χαρακτηριστικό. Αυτήν την υποστατική ένωση δεν την αντέχει ο πονηρός. Αντέχει όλα τ’ άλλα, νηστεία, ομιλίες, αναλύσεις κ.λπ. η αίρεση όμως δεν αντέχει από κει και πέρα αυτήν την υποστατική ένωση, το Χριστοκεντρικό στοιχείο της ορθόδοξης πνευματικότητος, την ύπαρξη του σώματος του Χριστού μέσα στην Εκκλησία.

Μέσα στην ορθόδοξη Εκκλησία που είναι το πνευματικό θεραπευτήριο, διασώζεται η μέθοδος θεραπείας του ανθρώπου. Ακόμη και σήμερα στην ορθόδοξη Εκκλησία υπάρχουν Χριστιανοί που ζουν την κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση. Εκεί βλέπουμε την προσφορά της ορθοδόξου Εκκλησίας και της ορθοδόξου πνευματικότητος.
Ο θεραπευμένος άνθρωπος λύνει ταυτόχρονα όλα τα υπαρξιακά και κοινωνικά του προβλήματα.


http://www.gonia.gr/gonia.php?article=1977
Γνωρισόν μοι Κύριε, οδόν εν η πορεύσομαι, ότι προς σέ ήρα την ψυχήν μου..
Άβαταρ μέλους
Dimitra79
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 536
Εγγραφή: Δευ Νοέμ 10, 2008 8:52 pm

Re: Περί Μοναχισμού

Δημοσίευση από Dimitra79 »

Πίστη και αγάπη, έκφραση του μαρτυρικού μοναχισμού

Λόγος στην πανηγυρική τράπεζα κατά την εορτή της Αγίας Αναστασίας της Ρωμαίας στην Ι. Μονή Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους.


Ο αισθητός ήλιος καθημερινά ακολουθεί την ίδια πορεία και έχουμε την δυνατότητα να βλέπουμε την ανατολή και την δύση του ηλίου, αφού, όπως λέγει ο ψαλμωδός “ανέτειλεν ο ήλιος και συνήχθησαν και εις τας μάνδρας αυτών κοιτασθήσονται”, καθώς επίσης “ο ήλιος έγνω την δύσιν αυτού”. (Ψαλμ. 103, 22, 19). Όμως κάθε ημέρα τόσο η ανατολή όσο και η δύση του ηλίου μας φαίνονται καινούρια γεγονότα, ακριβώς επειδή ο άνθρωπος ατενίζει διαφορετικά κάθε ημέρα τον κόσμο. Η έγερση του ανθρώπου από τον ύπνο είναι στην πραγματικότητα μια μικρή ανάσταση και μέσα από αυτήν την προοπτική βλέπει την κάθε ανατολή του ήλιου ως καινούρια, όπως επίσης ο καθημερινός ύπνος το βράδυ είναι ένας μικρός θάνατος, γι’ αυτό και ο άνθρωπος διαφορετικά βλέπει την δύση του ηλίου.

Αυτό συμβαίνει και με κάθε προσκυνηματική μας επίσκεψη στο Άγιον Όρος, το Περιβόλι αυτό της Παναγίας μας. Κάθε επίσκεψη την θεωρούμε σαν μια καινούρια μέρα, μια νέα ανατολή της ζωής μας. Εδώ επαναλαμβάνεται η ίδια αιώνια κίνηση, οι ακολουθίες έχουν τον δικό τους ρυθμό, την δική τους κίνηση, η αγρυπνία έχει τα ίδια τυπικά, που επαναλαμβάνονται κάθε φορά τα ίδια, αλλά όμως είναι τόσο διαφορετικά κάθε φορά που ερχόμαστε στο Άγιον Όρος και κάθε φορά που συμμετέχουμε στην αγιορειτική αγρυπνία είναι πάντοτε καινούρια εμπειρία, αφού συνδέεται με έναν θάνατο και μια ανάσταση. Ο λόγος, η σιωπή, η μουσική, η προσευχή, ο έναρθρος και ενδιάθετος εν τη καρδία λόγος, η κοινωνία των αγίων, η παρουσία και η απουσία των αγίων, η εκκλησιαστική σύναξη όλων των ασκητών και προσκυνητών δημιουργούν μια αίσθηση πληρότητας. Γιατί η ζωή μας έχει ανάγκη από πληρότητα αγάπης και όχι απλώς από μια ποιότητα βιολογικής και οικολογικής ζωής.

1.Μας συγκέντρωσε στην σύναξη αυτή η αγία Αναστασία η Ρωμαία, που είχε όλα τα γνωρίσματα της Ρωμηοσύνης, την πίστη, την αγάπη, την πληρότητα ζωής. Η αγία Αναστασία ενδιέτριβε σε Μοναστήρι ζώντας την ασκητική ζωή. Ενησκείτο στην παρθενική ζωή, ευρισκόμενη σε νεαρά ηλικία. Όμως η παρθενική και μοναχική ζωή συνδέεται στενά με την ομολογία της πίστης. Έτσι, η οσία έδωσε την ομολογία της πίστης και στην συνέχεια υπέστη το μαρτύριο. Οι τρόποι του μαρτυρίου φοβεροί. Δεν μπορεί να ανθέξη ανθρώπινος νούς και οι πιο δυνατές σωματικές δυνάμεις. Την εκτύπησαν, την έρριψαν σε αναμμένα κάρβουνα, την κρέμασαν σε ξύλο και έσφιξαν το σώμα της με σφιγκτήρες, έσκισαν το σώμα της, έκοψαν τους μαστούς, ξερρίζωσαν τα νύχια της και στο τέλος έκοψαν την κεφαλή της.

2. Εκείνο που βλέπουμε στην αγία Αναστασία την Ρωμαία, αλλά και σε κάθε άγιο είναι ο συνδυασμός της πίστεως με την αγάπη, που δημιουργούν τον κατά Χριστόν άνθρωπο, που είναι έτοιμος για την ζωή και τον θάνατο, αφού η ζωή έχει στοιχεία θανάτου (διά του θανάτου η ζωή), αλλά και ο θάνατος έχει στοιχεία της αληθινής ζωής (διά της ζωής ο θάνατος).

Η πίστη και η αγάπη υμνήθηκαν από τον Απόστολο Παύλο. Ο ύμνος της πίστεως εκτίθεται στην προς Εβραίους επιστολή και ο ύμνος της αγάπης παρουσιάζεται ανάγλυφα στην Α’ προς Κορινθίους επιστολή του. Δύο ύμνοι που συνδέονται στενώτατα μεταξύ τους.

Στην προς Εβραίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου, η οποία επιστολή είναι, όπως έλεγε ο αείμνηστος Γέροντας Σωφρόνιος, μια πνευματική αυτοβιογραφία του μεγάλου Αποστόλου, και δείχνει την μετάβασή του από την Παλαιά στην Καινή Διαθήκη, που έγινε με αποκαλύψεις και την βίωση του μυστηρίου της παιδείας του Θεού, μεταξύ των άλλων παρουσιάζεται και το μυστήριο της πίστεως. Η πίστη δεν είναι μια λογική παραδοχή μερικών αληθειών, δεν είναι μια λογικοκρατούμενη θεωρητική συγκρότηση αληθειών, αλλά ζωή και κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό. Οι άγιοι δια της πίστεως έζησαν τις επαγγελίες του Θεού, δια της πίστεως αισθάνθηκαν “ξένοι και παρεπίδημοι επί της γής” δια της πίστεως παρώκησαν “εις την γήν της επαγγελίας ως αλλοτρίαν”, δια της πίστεως “κρείττονος ορέγονται, τουτ’ έστιν επουρανίου”, δια της πίστεως προτίμησαν τον ονειδισμό του Χριστού, δια της πίστεως έζησαν την οδό του Κυρίου, δηλαδή πορεύθηκαν στο μαρτύριο και κατέβηκαν ακόμη και στον άδη και έζησαν την ανάσταση της υπάρξεώς τους.

Η πίστη, κατά τον Απόστολο Παύλο, δεν είναι μια διανοητική παραδοχή μερικών αληθειών, αλλά “ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων” (Εβρ. ια’, 1). Η βάση του χωρίου αυτού είναι ότι τα μη βλεπόμενα δια των αισθήσεων και της λογικής και τα ελπιζόμενα στον σαρκικό άνθρωπο γίνονται υπόσταση, πραγματικότητα στον πνευματικό άνθρωπο και όλη αυτή η πραγματικότητα, ελέγχεται, δηλαδή επιβεβαιώνεται. Πρόκειται για εμπειρία του Θεού που είναι υπαρκτή, μακράν, δηλαδή, της φαντασιώσεως και η οποία ελέγχεται και επιβεβαιώνεται.

Πολλοί άγιοι αναλύουν τί ακριβώς είναι η πίστη στην ορθόδοξη παράδοση. Θα αρκεσθώ εδώ να αναφέρω μερικά χωρία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, αλλά και του οσίου Θαλασσίου, ο οποίος εκφράζει την διδασκαλία του αγίου Μαξίμου.

Δίδοντας ο άγιος Μάξιμος τον ορισμό της πίστεως λέγει: “Η πίστις, δύναμίς εστι σχετική ή σχέσις δραστική της υπέρ φύσιν αμέσου του πιστεύοντος προς τον πιστευόμενον Θεόν τελείας ενώσεως” (Φιλοκαλ. Β, σελ. 111, η’). Πρόκειται για δύναμη που οδηγεί τον άνθρωπο σε σχέση με τον Θεό, που είναι μεγάλη δύναμη, και αυτή η σχέση είναι ένωση του πιστεύοντος με τον πιστευόμενο Θεό υπέρ φύσιν.

Μιλώντας ο άγιος Μάξιμος για την ενυπόστατη πίστη, δηλαδή για πίστη που έχει υπόσταση και δεν είναι προϊόν φαντασιώδους διανοίας, την ορίζει ως ενδιάθετον αγαθόν, δηλαδή ως “τήν γνώσιν αληθή των απορρήτων αγαθών αποδεικτικήν”. Και σε άλλο σημείο λέγει: “ενυπόστατος πίστις εστίν η εναργής και έμπρακτος” (Φιλοκαλ. Β’, σελ. 106, πδ’).

Οπότε, η πίστη δεν είναι μια εγκεφαλική λειτουργία, αλλά συνδέεται στενώτατα με την όλη πνευματική ζωή, που συνίσταται στην αναγέννηση του ανθρώπου. Αυτό το εκφράζει θαυμάσια, απόρροια της δικής του πνευματικής εμπειρίας, ο όσιος Θαλάσσιος.

Η πίστη συνδέεται με την όλη ευαγγελική ζωή. Γράφει: “Τω της πίστεως κτήματι ταύτα καθεξής επακολουθεί, φόβος Θεού, εγκράτεια ηδονών, υπομονή πόνων, ελπίς εις Θεόν, απάθεια και αγάπη”. (Φιλοκαλ. Β’, σελ. 226, ξα’). Σε άλλο σημείο θα υπογραμμίση: “Αρχή πρακτικής, πίστις Χριστού· τέλος δε ταύτης, αγάπη Χριστού” (Φιλοκαλ. Β’, σελ. 226, νζ’). Γι’ αυτό και συνιστά: “Κτησώμεθα πίστιν, ίνα έλθωμεν εις αγάπην, εξ ής τίκτεται ο της γνώσεως φωτισμός” (Φιλοκαλ. Β’, σελ. 226, ξ’).

Ακριβώς αυτός ο τελευταίος λόγος δίδει την δυνατότητα να αντιληφθούμε ότι η πίστη συνδέεται στενά με την αγάπη. Καί, όπως γνωρίζουμε, ο αποστολικός ύμνος της αγάπης παρουσιάζεται στην Α’ προς Κορινθίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου. Χαρακτηριστικά ο Απόστολος γράφει: “Η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται, η αγάπη ου ζηλοί, η αγάπη ου περπερεύεται, ου φυσιούται, ουκ ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής, ου παροξύνεται, ου λογίζεται το κακόν, ου χαίρει επί τη αδικία, συγχαίρει δε τη αληθεία· πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει. η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει”. (Α’ Κορ. ιγ’, 4-7). Εδώ δεν πρόκειται για μερικές αρετές που είναι έκφραση μιας εσωτερικής ζωής, αλλά για αρετές, καρπούς του Παναγίου Πνεύματος. Αυτό φαίνεται από τις δύο φράσεις ότι “η αγάπη ου ζητεί τα εαυτής”, που δείχνει έναν άνθρωπο αναγεννημένο που έχει αποκτήσει την ανιδιοτελή αγάπη και ότι “η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει”, αφού μόνον εκείνος που φθάνει στην θέωση είναι άπτωτος στο κακό. Άλλωστε, η αγάπη συνδέεται με την θέωση και τον μέλλοντα αιώνα, αφού τότε θα δούμε τον Θεό “πρόσωπον προς πρόσωπον” και ενώ τώρα γνωρίζουμε μερικώς, “τότε δε επιγνώσομαι καθώς και επεγνώσθην” (Α’ Κορ. ιγ’, 12-13).

Όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας, έχοντες την ίδια παράδοση, με τον ίδιο τρόπο έζησαν και βίωσαν την αγάπη. Θα αρκεσθώ σε δύο μόνον αγίους:

Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος θα γράψη: “ο ευρών την αγάπην, τον Χριστόν εσθίει καθ’ εκάστην ημέραν και ώραν και αθάνατος γίνεται εκ τούτου... Ούτός εστιν ο οίνος ο ευφραίνων καρδίαν ανθρώπου. Μακάριος ο πιών εκ του οίνου τούτου. Εκ τούτου έπιον οι ακόλαστοι, και ηδέσθησαν· και οι αμαρτωλοί, και επελάθοντο τας οδούς των προσκομμάτων· και οι μέθυσοι, και εγένοντο νηστευταί· και οι πλούσιοι, και επεθύμησαν την πτωχείαν· και οι πένητες, και επλούτησαν τη ελπίδι· και οι άρρωστοι, και εγένοντο δυνατοί· και οι ιδιώται, και εσοφίσθησαν” (Ευρεθέντα Ασκητικά σελ. 282-283). Και αλλού λέγει ότι από αυτήν την αγάπη μέθυσαν οι Απόστολοι και πορεύθηκαν σε ολόκληρο τον κόσμο, οι μάρτυρες και έχυσαν το αίμα τους, και οι ασκητές που ασκούνται σε όλη την ζωή τους. Πρόκειται για μια μέθη πνευματική, μια νηφάλιο μέθη.

Και ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης θα γράψη για την αγάπη: “Αγάπη κατά μεν ποιότητα, ομοίωσις Θεού, καθ’ όσον βροτοίς εφικτόν· κατά δε ενέργειαν, μέθη ψυχής· κατά δε την ιδιότητα, πηγή πίστεως· άβυσσος μακροθυμίας· θάλασσα ταπεινώσεως. Αγάπη εστί κυρίως απόθεσις παντοίας εναντίας εννοίας” (Λόγος Λ’, σελ. 167, γ’, δ’). Και αλλού γράφει: “Αγάπη, προφητείας χορηγός· αγάπη, τεράτων παρεκτική· αγάπη, ελλάμψεως άβυσσος· αγάπη πηγή πυρός· όσον αναβλύσσει, τοσούτον τον διψώντα καταφλέξει· αγάπη Αγγέλων στάσις, αγάπη, προκοπή των αιώνων” (Λόγος Λ’, σελ. 169, ιη’).

3. Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό ότι η πίστη και η αγάπη δεν είναι εξωτερικές αρετές, ούτε η πίστη έχει σχέση με την λογική του ανθρώπου και η αγάπη με το συναίσθημα, αλλά είναι καρποί του Παναγίου Πνεύματος, έκφραση της αναγεννημένης ζωής, χαρακτηριστικά γνωρίσματα της θεοποιού ζωής και εκφράσεις των θεουμένων.

Αυτόν τον συνδυασμό πίστεως και αγάπης είχαν και οι μάρτυρες της Εκκλησίας. Άλλωστε, το μαρτύριο δεν είναι μια ιδιοτροπία και έκφραση δυνατής θέλησης ενός ανθρώπου, αλλά καρπός θεωρίας. Ο αείμνηστος Γέροντας Σωφρόνιος γράφει ότι ο όσιος Σιλουανός ο Αθωνίτης κατά την όραση του ζώντος Θεού απέκτησε υπαρξιακή γνώση Θεού, αλλοιώθηκε όλη του η ύπαρξη, απέκτησε την εμπειρία της αγάπης προς τον Θεό, αλλά και ο ίδιος έφθασε στο πλήρωμα της αγάπης και γι’ αυτόν τον λόγο απέκτησε το χάρισμα του μαρτυρίου, μπορούσε να μαρτυρήση για τον Χριστό. Οπότε το μαρτύριο είναι έκφραση της θεωρίας και πλήρωμα της αγάπης προς τον Θεό.

Επομένως, επαινούμε την πίστη και την αγάπη, αλλά δίνουμε σημασία και στον τρόπο και την μέθοδο αποκτήσεως της πραγματικής πίστεως και αγάπης. Και αυτό έχει μεγάλη αξία γιατί στην εποχή μας δίνουμε μεγάλη σημασία στο τί είναι θέωση και τί είναι αγάπη, χωρίς να δίνουμε προτεραιότητα στο πώς έφθασε κάποιος στην θέωση και την αγάπη. Το πρόβλημα δεν είναι μόνον το τί, αλλά και το πώς. Και βέβαια, αυτό το πώς είναι η όλη ασκητική και ησυχαστική μέθοδος που έχει η Εκκλησία και την διασώζει ως κόρην οφθαλμού.

Αυτό το πώς, την λεγομένη ησυχαστική μέθοδο την βλέπουμε στην διδασκαλία του Χριστού για τους μακαρισμούς[/b. Η σειρά των μακαρισμών δείχνει τον τρόπο αποκτήσεως της πνευματικής ζωής. Προηγούνται η πτωχεία του πνεύματος και το κατά Θεόν πένθος και ακολουθούν η πραότητα, η πείνα και η δίψα για την δικαιοσύνη, η καθαρότητα της καρδιάς και η όραση του Θεού. Τέλος δε αποκτάται η κατά Θεόν ειρήνη και στην συνέχεια ακολουθεί ο διωγμός και ο ονειδισμός ένεκεν της δικαιοσύνης, δηλαδή το μαρτύριο για την δόξα του Θεού. Αποτέλεσμα του μαρτυρίου είναι η χαρά (Ματθ. ε’, 1-12). Επομένως, το μαρτύριο είναι καρπός της θεωρίας και προϋπόθεση της θεωρίας είναι η ευαγγελική ζωή που εξισούται με την ασκητική, ησυχαστική ζωή.

Με αυτήν την έννοια οι μάρτυρες κατά το σώμα ισοδυναμούν με τους μάρτυρες τη προαιρέσει, το μαρτύριο συνδέεται στενά με την παρθενία. Με αυτήν την προοπτική ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αποδίδει προφητικές, αποστολικές και ασκητικές ιδιότητες στον άγιο Δημήτριο τον Μυροβλήτη, τον στρατιωτικό αυτόν άγιο. Ο άγιος Δημήτριος ήταν “προφητική δυνάμει κατηγλαϊσμένος, αποστολικής και διδασκαλικής... διακονίας και προεδρίας” ηξιωμένος, αλλά και δεν υστέρησε “οσίων ασκήσεως... και της δια βίου κατά τούτους λαμπρότητος” (ΕΠΕ ΙΙ, σελ. 164). Έτσι, ο άγιος Δημήτριος είναι Προφήτης, Απόστολος, Μάρτυς και Παρθένος, αφού αυτές οι ιδιότητες είναι στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους. Η αποστολική Χάρη προϋποθέτει την προφητική ενέργεια, και η προφητική ενέργεια έχει ως βάση την παρθενική χάρη, οπότε καρπός όλων αυτών είναι η μαρτυρική ζωή.

Μέσα από το πρίσμα αυτό πρέπει να βλέπουμε και την οσία Αναστασία των Ρωμαία, η οποία υπερέβη εν Χριστώ Ιησού όλες τις διακρίσεις, ακόμη και του φύλου και είναι η χαρά όλων των ανθρώπων, εξαιρέτως των μοναχών που ζουν στο Κοινόβιο αυτό και καθημερινώς λαμβάνουν γνώση και εμπειρία της ενεργείας του Θεού, που εκφράζεται και διοχετεύεται από την οσία Αναστασία την Ρωμαία.

Άγιε Καθηγούμενε, αγαπητοί αδελφοί,

Ζούμε σε μια εποχή στην οποία παρατηρείται σύγχυση στην πνευματική και εκκλησιαστική ζωή, την οποία χαρακτηρίζει η εκκοσμίκευση, που συνίσταται στην πτώση από τον ευαγγελικό και αποκαλυπτικό λόγο. Δηλαδή, κοινωνικοποιείται ο ευαγγελικός λόγος, ταυτίζεται η εκκλησιολογία με την κοινωνιολογία, ιστορικοποιείται η εσχατολογική ζωή, επιπεδοποιείται ο λόγος περί θεώσεως, αποβάλλεται ο πυρήνας της θεοποιού ζωής που είναι η ησυχαστική οδός.

Μερικές φορές αλλοιώνεται και αυτός ο ίδιος ο μοναχισμός, ευτυχώς όχι στο Άγιον Όρος. Χαιρόμαστε πολύ γιατί ερχόμαστε στο Άγιον Όρος και βλέπουμε την ευαγγελική και πατερική ζωή στο υψηλό σημείο και αυτό αποτελεί πρότυπο για όλους μας. Ιδιαιτέρως αυτό το βλέπουμε σε αυτήν την Ιερά Μονή του Οσίου Γρηγορίου που διατηρεί αυθεντική αγιορειτική παράδοση και αυτό οφείλεται στον πεπειραμένο Γέροντα της Μονής, ζηλωτή των πατρικών παραδόσεων, αλλά και στους μοναχούς οι οποίοι διακρίνονται από ιερό ζήλο για να βιώσουν την παράδοση.

Αυτό είναι σημαντικό, γιατί στην εποχή μας αλλοιώνεται η πίστη και η θεολογία και συγχέεται με άλλες ιδεολογίες και ιδεοληψίες. Όμως μια τέτοια πίστη δεν οδηγεί στην θέωση και συνιστά μινιμαλισμό του ορθοδόξου δόγματος. Αλλά αλλοιώνεται και η αγάπη, που θεωρείται απλώς μια συναισθηματική, ανθρώπινη κατάσταση. Όμως μια πίστη και μια αγάπη που βρίσκονται σε ανθρώπινο επίπεδο και δεν συνδέονται με τον θεολογικό και αποκαλυπτικό λόγο συνιστά τραγωδία για τον άνθρωπο, διότι δεν σώζουν.

Πρέπει να δώσουμε προτεραιότητα στην ορθόδοξη πίστη, δια της οποίας θα φθάσουμε και στην αληθινή αγάπη. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο ας μου επιτραπή να υπενθυμίσω τους λόγους του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού περί της πίστεως.

Γράφει ο άγιος Μάξιμος: “Σωτηρία ψυχών κυρίως εστίν το τέλος της πίστεως. Τέλος δε πίστεώς εστιν η του πιστευθέντος αληθής αποκάλυψις”.

Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο χρειάζεται αγώνας για την διαφύλαξη της αμωμήτου πίστεως. Γράφει ο άγιος Μάξιμος: “Φυλάξωμεν δε μάλλον το μέγα και πρώτον της σωτηρίας ημών φάρμακον· την καλήν, λέγω, της πίστεως κληρονομίαν· ομολογούντες ψυχή τε και σώματι μετά παρρησίας ως οι πατέρες ημών εδίδαξαν”.

Η αλλοίωση της Ορθοδόξου πίστεως είναι προδοσία. Διαβεβαιώνει ο άγιος Μάξιμος: “Πρόδοσις γαρ εστιν η της ευσεβούς αυτού τε και περί αυτού (δηλαδή του Χριστού) δόξης παραλλαγή, τη προσλήψει της των ετεροδόξων ομολογίας και διδαχής απεμπολούσα αυτόν, εις αναίρεσιν της εξ ημών παναγίας αυτού σαρκός”.

Χρειάζεται προσοχή στους αιρετικούς λόγους: “Ξίφος δίστομον και ξυρόν (ξυράφι) ηκονημένον την γλώσσαν κέκτηνται (οι αιρετικοί) ψυχάς σφάζουσαν και εις πέταυρον άδου και βάραθρον σκότους παραπέμπουσαν”. (Αρτεμίου Ραντοσάβλιεβιτς: Η σωτηρία κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή σελ. 91-99).

Η σημερινή πανηγυρική αγρυπνία ας γίνη αφορμή να αναλογισθούμε το “τί” της ορθοδόξου θεολογίας, αλλά και το “πώς” της ορθοδόξου πράξεως και ησυχασμού, διότι μέσα από την ταπείνωση και την υπακοή, το εκκλησιαστικό φρόνημα, την νοερά προσευχή, δηλαδή την κάθαρση της καρδιάς και τον φωτισμό του νού φθάνουμε στα μεγάλα ύψη της θεολογίας και σωτηρίας μας.

Θα τελειώσω αναφέροντας πάλι τον λόγο του οσίου Θαλασσίου:

“Κτησώμεθα την πίστιν ίνα έλθωμεν εις αγάπην, εξ ής τίκτεται ο της γνώσεως φωτισμός” (Φιλοκαλ. Β’, 226, ξ’).


Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Γνωρισόν μοι Κύριε, οδόν εν η πορεύσομαι, ότι προς σέ ήρα την ψυχήν μου..
Άβαταρ μέλους
Dimitra79
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 536
Εγγραφή: Δευ Νοέμ 10, 2008 8:52 pm

Re: Περί Μοναχισμού

Δημοσίευση από Dimitra79 »

Ισότητα και Γυναικείος Μοναχισμός



Με το θέμα, προσπαθεί να ψηλαφήσει κανείς μία πραγματικότητα πράγματι αψηλάφητη από χρόνια: Εδώ κάνουμε αναφορά, στη θέση και την παρουσία της γυναίκας μέσα στην Ορθοδοξία, μέσα σε τούτη, τη χώρα, αλλά και γενικότερα.

Τη μορφή, την εικόνα της γυναίκας, όπως παρουσιάζεται από το Ευαγγέλιο, τον Παύλο, τους Πατέρες της Εκκλησίας, την "εξέλιξη" των νεωτέρων χρόνων και στέκει αντίκρυ, στη μία εκείνη Πάναγνη, που γέννησε το Φως.

Τι συνέβηκε στο πέρασμα των αιώνων και μπήκε τόση καταχνιά ανάμεσα σ' αυτόν (τον άνδρα), που πρωτοείπε το "οστούν εκ των οστέων μου", και σ' εκείνη (τη γυναίκα), που ντύθηκε το μυστήριο της Παναγίας;

Στη Γένεση, όπου γίνεται λόγος για τη δημιουργία του ανθρώπου λέγεται: "άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς".



Στην καθημερινή τους ζωή πολύ λίγο συλλαμβάνουν, οι άνθρωποι, αναπαριστάνουν μέσα τους και τελικά ζουν, την αληθινή διάσταση αυτής της αρχικής πραγματικότητας. Πολύ λίγο νιώθουν τι σημαίνει άνδρας και τι γυναίκα και πώς τα δυο φυλά πλάστηκαν για να οδεύουν στο ξεπέρασμα του φύλου τους.
Ένας καταρράχτης γεγονότων και πράξεων, ένας πληθωρισμός ύλης και πραγμάτων, λόγων και θεωριών, φλυαρίας και αδιαλλαξίας εξαναγκάζει τα φύλα, τον περισσότερο καιρό, να ζουν ανταγωνιστικά, φθείροντας ή παραμορφώνοντας τη σχέση τους πού τους δόθηκε εξ αρχής, για να την κάνουν κορύφωση κάλλους και έκσταση Αγάπης.

Σήμερα ο άνδρας και η γυναίκα παρουσιάζονται φορτωμένοι αιώνες Ιστορίας, και τα φορτία τους δεν γίνεται να αλαφρύνουν με προσπάθειες, όπου το κάθε φύλο ζητά να καταξιωθεί χωριστά, ερήμην, και, εις βάρος του αλλού, και, όπου η περιβόητη "αυτονομία" του άνδρα ή της γυναίκας μάλλον ολοκληρώνει τη ρήξη ανάμεσα τους, παρά βοηθά στο άνοιγμα ενός φωτερού ορίζοντα, κοινού για τους δύο.

Υπάρχει στις μέρες μας (και βοά), παρά τις επιφανειακές διαχύσεις και τις κοσμοϊστορικές αλλαγές, ένας καταιγισμός μοναξιάς, μία αδυσώπητη αποξένωση ανάμεσα στους ανθρώπους, που σκεπάζεται μόνο χάρη στο μαζικό ρυθμό των σημερινών κοινωνιών.

Οι γυναίκες δε φαίνεται να αντιδρούν σ' αυτήν την πραγματικότητα, μάλλον την οικειοποιούνται αντιγράφοντας σε πολλά, τα σφάλματα του άνδρα. Ή διατυμπανιζόμενη "ισότητα" μοιάζει να ισοπεδώνει τη ζωή, να καταργεί τις ποιοτικές ή άλλες διαφορές, ή, αντίθετα, να τις διογκώνει σε βαθμό απώλειας.

Όσο περνάει ο καιρός, οι μάσκες στο θέμα "ισότητα", πρέπει να πέσουν. Πιστοί, και μη πιστοί, πρέπει να τινάξουν από πάνω τους την ύπνωση "του κόσμου τούτου". Το παιχνίδι της ζωής και του θανάτου -στον άνδρα και τη γυναίκα - παίζεται αλλού, μέσα στην καρδία, στο "καταγώγιο" της ψυχής, και, εκεί χρειάζεται να στραφεί ο νους του ανθρώπου, "της εικόνας του Θεού"για να γνωρίσει τον προορισμό του. Τον προορισμό αυτό, που δεν είναι άλλος από τη "Θέωση" του ανθρώπου, εις το "καθ' ομοίωσιν".

Αυτό το "καθ' ομοίωσιν" επιδιώκει ο μοναχός. "Το μοναστικό ιδεώδες χαρακτηρίζεται από μία αδιάκοπη έφεση προς -ψυχική τελειότητα του ατόμου, και την αγιοσύνη".

Ο Αριστοτέλης παροτρύνει τους συγχρόνους του, να έχουν υψηλό φρόνημα και να προσβλέπουν προς τα αιώνια και, αθάνατα πράγματα.

Ο άνθρωπος, αν και χοϊκός, έχει μέσα του τη μεγάλη κλήση τού να γίνει ίδιος με τον Πλάστη, "κατ' εικόνα ημετέραν και καθ' ομοίωσιν". Η "προσδοκία" του Συμβόλου της Πίστεως, προσδιορίζει τις διαστάσεις και το περιεχόμενο του ιδεώδους τού προορισμού του ανθρώπου. Ουσία του μοναχικού ιδεώδους είναι η μέθεξη του ανθρώπου στην ενεργοποιό δύναμη του Θεού.

Ο μοναχισμός είναι θεόσδοτος θεσμός, κατοχυρωμένος Αγιογραφικά. Η Εκκλησία με το θεσμό του γυναικείου μοναχισμού έδωσε τη δυνατότητα (στη γυναίκα) μιας ολοκληρωτικής πνευματικής ισοτιμίας με τον άνδρα και επιπρόσθετα, την ευκαιρία μιας έμπρακτης και κοινωνικής ισοτιμίας. Η ασκήτρια, η μοναχή, είναι απαλλαγμένη από την προστατευτική και συχνά ασφυκτική κηδεμονία του άνδρα. Δεν είναι υποχρεωμένη να αναλώνεται μόνο σε οικιακές φροντίδες. Εργάζεται για να συντηρεί τον εαυτό της και. να προσφέρει στο σύνολο, και μπορεί πλέον, να συναγωνίζεται τον άνδρα στην επίτευξη της αρετής και την καλλιέργεια προσωπικής πνευματικής ζωής.

Σήμερα κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί τη δυναμικότητα του γυναικείου μοναχισμού, τη μεγάλη προσφορά του, τόσο στο μοναστικό κίνημα, όσο και στο κοινωνικό σύνολο. Ιδιαίτερα, όταν ο ανδρικός μοναχισμός βρισκόταν σε ύφεση και παρακμή, πού οφειλόταν σε πολλά αίτια, το ρεύμα του γυναικείου μοναχισμού τόνωνε το κοινό αίσθημα. Με την ίδρυση νέων γυναικείων μοναστηριών και την αθρόα προσέλευση γυναικών σ' αυτά, δόθηκε νέα πνοή και άνθηση στο γυναικείο μοναχισμό και το μοναχισμό γενικότερα.

Από το Β' αιώνα έχουμε αφιερωμένες γυναίκες στο Χριστό με πλούσιο πνευματικό και κοινωνικό έργο. Τον Δ' αιώνα πληθύνονται τα Γυναικεία Μοναστήρια και αναπτύσσεται ένα κύμα, μία τάση πνευματικής άσκησης. Πλειάδα αγίων ασκητριών και μοναζουσών από τότε μέχρι τις ήμερες μας, κατεγλάισαν την Εκκλησία μας. Μεγάλες Γυναικείες αδελφότητες μοναστικές, παρουσίασαν πλούσια εθνικοκοινωνική δράση.

Σήμερα ο "Γυναικείος Μοναχισμός" βρίσκεται στην επικαιρότητα. Παλαιές μονές ανακαινίζονται και νέες ιδρύονται. Νέες και ώριμες φλογερές υπάρξεις, με περίσσεια πίστη, πλούσια κοινωνική εμπειρία, εξαιρετική μόρφωση προσέρχονται στο μοναστικό βίο.

Οι μοναχές εντός των Ιερών Μονών διεξάγουν "τον αγώνα τον καλόν" και με αδιάλειπτη προσπάθεια διατρανώνουν την αλήθεια της Πίστεως. Ο στολισμός της μοναστικής ζωής εντός της Ορθοδοξίας υπήρξε, και πάντοτε οφείλει να είναι "ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος", ο οποίος για την αγάπη του Χριστού, θυσιάζει τα πάντα, προς δόξαν Θεού, και για το καλό του πλησίον Με τη συνέπεια στα μοναχικά καθήκοντα, με τη συμβολή στις ιεροτελεστίες, με τη φιλοξενία, με τη συμπαράσταση προς τους έχοντας ανάγκη αδελφούς και με την εν γένει εκπλήρωση κάθε αποστολής εντός και εκτός Μονής, που του ανατίθεται, ο γυναικείος μοναχισμός ανταποκρίνεται στην κλήση του, με τέλεια αυταπάρνηση.

Στις γυναίκες και στους άνδρες, και για το θέμα "ισότητα" ή, καλύτερα, "ισοτιμία", ο γυναικείος μοναχισμός έχει να επαναλάβει, το του Απ. Παύλου: "ουκ ένι άρσεν και θήλυ ... αλλά πάντες ΕΙΣ εν Χριστώ" (Γαλ.3,28) και να ευχηθεί εις πάντας το "αγαπήσωμεν αλλήλους ίνα εν ομονοία ομολογήσωμεν", Αμήν.



Μοναχή Θεοδέκτη Ιερά
Μονή Τιμίου Προδρόμου, Ανατολή Αγιάς
Γνωρισόν μοι Κύριε, οδόν εν η πορεύσομαι, ότι προς σέ ήρα την ψυχήν μου..
Άβαταρ μέλους
Dimitra79
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 536
Εγγραφή: Δευ Νοέμ 10, 2008 8:52 pm

Re: Περί Μοναχισμού

Δημοσίευση από Dimitra79 »

Μοναχισμός και κοσμικό φρόνημα


Θα πρέπη λοιπόν όλοι οι Μοναχοί να αποφεύγουμε, όσο μπορούμε, τα σύγχρονα μέσα για την λειτουργία της Μονής και να σεβαστούμε την έρημο με το να προσαρμό­ζουμε τον εαυτό μας με αυτή, για να μας χαρίση τότε και η έρημος την αγία της ηρε­μία, και να βοηθηθούμε στην ερήμωση της ψυχής μας από τα πάθη μας. Δεν είναι, σω­στό να θέλουμε να προσαρμόσουμε την έρη­μο με τον κοσμικό μας εαυτό, διότι είναι αμαρτία να ατιμάζουμε την έρημο.

Όποιος θέλει από τους μοντέρνους Μο­ναχούς, μπορεί να κτίση μια Μονή πάνω σε μια πολυκατοικία, για να έχη όλες τις ευκο­λίες του κόσμου που θέλει, και να απολαμβάνη τα φώτα ή να ανεβαίνη στον τρίτο ουρανό με το ασανσέρ, και ας αφήση την έρημο ήσυχη.

Δυστυχώς, μερικοί τέτοιοι Μοναχοί με όλο αυτό το κοσμικό τους φρόνημα μετα­φέρουν και όλο το κοσμικό τους πνεύμα στην έρημο, με όλα τα κοσμικά μέσα, και συνέχεια ασχολούνται με αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, με εξωραϊσμούς εξωτερικούς, με τούβλα και γλάστρες ένα σωρό, και κομποσχοίνι τι θα πη δεν ξέρουν, παρά μέρι­μνα, φαΐ καλό και τούβλα. Όλο αυτό φα­νερώνει τους ανθρώπους: τους σαρκικούς, που είναι τούβλα-πηλός και όχι πνεύμα Θεού. (Δεν εννοώ τα νεόκτιστα Μοναστήρια που αγωνίζονται για να στεγασθούν).

Όταν λοιπόν ο Μοναχός δεν βρη την πνευματική εργασία, δεν βοηθηθή και από τον Γέροντα και ασχολήται όλο με εξωτε­ρικά, ασφαλώς αγριεύει πνευματικά και στο κελί του ούτε δεμένος δεν μπορεί να καθί­ση. Πάντοτε θα του αρέσουν οι επαφές με τους ανθρώπους, να κάνη ξεναγήσεις, να λέη για τους θόλους και τις αρχαιολογίες, να τους δείχνη τις γλάστρες με τα διάφορα λουλούδια, να τους κάνη ένα πλούσιο κο­σμικό γεύμα και να αναπαύη εξωτερικούς μόνον ανθρώπους. Εάν εξετάση κανείς και τι είδους ανάπαυση είναι, θα ιδή ότι δεν είναι αυτό ανάπαυση, αλλά απλώς με την απασχόληση αυτή ξεχνούν τις στενοχώριες τους λίγο οι άνθρωποι και πάλι επανέρχο­νται στο άγχος, διότι το κοσμικό φρόνημα είναι σαν το σαράκι που δουλεύει.

Ο σκοπός επομένως των Μονών είναι πνευματικός, και δεν θα πρέπη να υπάρχη το κοσμικό στοιχείο αλλά το ουράνιο, για να πλημμυρίζουν στις ψυχές οι παραδεισέ­νιες γλυκύτητες. Στα κοσμικά δεν μπορούμε να συναγωνιστούμε τους κοσμικούς, διότι, όσο νάναι, οι κοσμικοί έχουν περισσότερα μέσα. Επομένως; Οι καημένοι οι κοσμικοί θέλουν από εμάς τους Μοναχούς κάτι το ανώτερο, και, για να πετύχουμε το ανώτερο, θα πρέπη να αποφύγουμε κάθε ανθρώ­πινη παρηγοριά. Διότι αδύνατο είναι, να νιώσουμε την θεία παρηγοριά (την παρα­δεισένια γλυκύτητα), εάν δεν αποφύγουμε την κοσμική και εάν δεν πεθάνη τελείως το κοσμικό μας φρόνημα. Θα πρέπη το κοσμικό φρόνημα, αφού πεθάνη, να γίνη φυτόχω­μα, για να αναπτυχθή μέσα μας το θείο φρόνημα, διότι οι θείες ηδονές δεν γεννιούνται από τις σωματικές ηδονές αλλά από τις σωματικές ωδίνες, που γίνονται στους αγώνες με επίγνωση και διάκριση για την αγάπη τού Χριστού από τα φιλότιμα παιδιά Του, για να απεκδυθούν τον παλαιό τους άνθρωπο (τον κοσμικό). Ο Καλός Πατέρας τρέ­φει μετά τα παιδιά Του, από την γη ακόμη που βρίσκονται, με παραδεισένιες τροφές, και σκιρτάνε αγαλλόμενα -Αναστάσεως ημέρα...-, αφού φυσικά περάσανε την Με­γάλη Τεσσαρακοστή με αγώνες, την Με­γάλη Παρασκευή στον Σταυρό και, αναστηθήκανε Πνευματικά και ζουν πια την Διακαινήσιμο συνέχεια. Δηλαδή δεν εορ­τάζουν μια φορά τον χρόνο Ανάσταση, αλλά συνέχεια Πάσχα, Κυρίου Πάσχα.

Ο Καλός μας ο Θεός την ζωή του ανθρώπου την έκανε πολύ γλυκιά, με την καλή της έννοια, την πνευματική, αλλά μερικοί από μας την κάνουμε κόλαση με τις κακομοιριές μας, που δεν πετάμε από πάνω μας το κο­σμικό φρόνημα, για να τα αντιμετωπίσου­με τα πράγματα πνευματικά. Και τότε την κάνουμε την ζωή μας γλυκιά, με την κακή της έννοια, και δεν θέλουμε να πεθάνουμε ποτέ΄ και όσο περνάνε τα χρόνια μας αυξά­νει και το «αχ» της αγωνίας, και γεμίζει η ψυχή μας από άγχος.

Φθάνουμε δηλαδή πολλές φορές, μερικοί ταλαίπωροι άνθρω­ποι, σε τέτοιο σημείο που θέλουμε να κρα­τήσουμε την ψυχή μας μέσα στην εκατό­χρονη εξαντλημένη μας σάρκα με ορό και να λέμε «είναι γλυκιά η ζωή» και να τρέ­μουμε μην πεθάνουμε΄ ενώ για έναν πεθα­μένο κοσμικά και αναστημένο πνευματικά δεν υπάρχει, καθόλου αγωνία, φόβος και άγχος ποτέ, διότι και τον θάνατο τον περι­μένει με χαρά, επειδή θα πάη κοντά στον Χριστό και θα αγάλλεται, και για το ότι ζη πάλι χαίρεται, διότι ζη πάλι κοντά στον Χρι­στό και νιώθει ένα μέρος της χαράς του Πα­ραδείσου επί της γης και διερωτάται εάν υπάρχη ανώτερη στον Παράδεισο από αυτήν που νιώθει στην γη.

Αυτή λοιπόν είναι η γλυκιά ζωή, με την πραγματική της και καλή της έννοια. Πα­ρόλο που καταλαβαίνουν οι αληθινοί Μο­ναχοί ότι αυτό που απολαμβάνουν σ' αυτήν την ζωή είναι μέρος της χαράς τού Παρα­δείσου και ότι στον Παράδεισο θα είναι πε­ρισσότερη, εν τούτοις από πολλή αγάπη προς τον πλησίον τους θέλουν να ζήσουν επί της γης, για να βοηθούν τους ανθρώ­πους με την προσευχή, να επεμβαίνη ο Θε­ός, και να βοηθιέται ο κόσμος. Μακάριοι αυτοί οι Μοναχοί, και δι' ευχών τους ας ελεήση κι έμενα ο Θεός, τον ταλαίπωρο δυ­στυχώς ακόμη. Πολύ ήθελα να αξίωνε ο Κα­λός Θεός όλους τους Μοναχούς που ακολουθήσαμε την Αγγελική ζωή, να φθάσουμε στα μέτρα αυτών των Μοναχών και να λέ­με συνέχεια μέρα-νύχτα: «Δόξα τω Θεώ, γιατί ζω, δόξα τω Θεώ, γιατί θα πεθάνω!».

Αυτή είναι η Αγγελική ζωή, την οποία αρχίζουν από την γη ακόμη να την ζουν οι Μοναχοί, ενδυόμενοι το ένα Αγγελικό Σχήμα (είτε νέος είναι είτε νέα), το οποίο Αγγε­λικό Σχήμα μετατρέπει τα δύο φύλα σε δύο Αγγελικά φτερά και ανεβάζει τις ψυχές πο­λύ ψηλά με την αγνή αγάπη, και δεν υπάρ­χει πια σαρκική διάκριση΄ ουκ ένι άρσεν ή θήλυ (Γαλ. 3, 28).

Αυτή λοιπόν την ζωή που ζούνε από εδώ οι Μοναχοί, θα ζήσουν και όλοι όσοι θα αξιωθούν τον Παράδεισο, διότι στον Πα­ράδεισο δεν θα παντρεύωνται, αλλά θα είναι όπως οι Άγγελοι΄ έτσι είπε ο Χριστός μας στους Σαδουκαίους (Βλ. Ματθ. 22, 30). Γι' αυτό εμείς οι Μο­ναχοί θα πρέπη μέρα-νύχτα να ευχαριστούμε και να δοξολογούμε τον Θεό για την μεγά­λη αυτή τιμή που μας έκανε, να μας καλέση στο Αγγελικό Του Τάγμα, και μας δί­δονται όλες οι πνευματικές δυνατότητες, για να αγγελοποιηθούμε από την γη.

Έχε τα όλα αυτά υπόψη σου, αδελφέ μου αρχάριε, και προσπάθησε να πετύχης το πο­θούμενο΄ μια που ξεκίνησες καλά, πρόσεξέ τα όλα όσα ανέφερα, για να καταλήξης και καλά.

Εκτός λοιπόν από τον νέο που θα πρέ­πη να χρωστάη αυτήν την μεγάλη ευγνω­μοσύνη στον Θεό, που του έκανε την μεγά­λη αυτή τιμή, που ανέφερα, για το Αγγε­λικό Τάγμα, καλά ήταν να μπορούσαν και όλοι οι γονείς των νέων αυτών να καταλα­βαίνανε την μεγάλη τιμή που τους έκανε ο Θεός, που καταδέχτηκε να κάνη μαζί τους συμπεθεριά.

Γέροντας Παϊσιος ο Αγιορείτης

(Από το βιβλίο του «Επιστολές», εκδ. Ι. Ησυχαστηρίου «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεο­λόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης, Α' έκδ. 1994, σσ. 44-46.)
Γνωρισόν μοι Κύριε, οδόν εν η πορεύσομαι, ότι προς σέ ήρα την ψυχήν μου..
Άβαταρ μέλους
Dimitra79
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 536
Εγγραφή: Δευ Νοέμ 10, 2008 8:52 pm

Re: Περί Μοναχισμού

Δημοσίευση από Dimitra79 »

ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΠΑΡΑ ΛΙΓΟ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΤΡΟΦΗ ΣΤΟΝ ΝΟΗΤΟ ΔΡΑΚΟΝΤΑ



Στον Ευεργετινό υπάρχει το κατωτέρω περιστατικό, το οποίο και παραθέτουμε, για όσους θέλουν να ωφεληθούν ψυχικά απ' αυτό και προετοιμασθούν για την άλλη ζωή.

Ζούσε κάποτε, διηγείται ο άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος, ένας νέος ονομαζόμενος Θεόδωρος. Ήταν πολύ ακατάστατος και, χωρίς να έχει κλίση για την μοναχική ζωή, ακολούθησε τον αδελφό του που ασκείτο σε ένα κοινόβιο μοναστήρι. Εάν κάποιος τον συμβούλευε τα σωτηριώδη λόγια, ήταν αδύνατο να πειθαρχήσει και να τα εκτελέσει. Ούτε και δεχόταν ποτέ να γίνει μοναχός.

Συνέβη λοιπόν και αυτός να φθάσει στο τέλος της ζωής του, μετά από μία θανατηφόρο ασθένεια που τον προσέβαλε. Κοντά του συγκεντρώθηκαν όλοι οι αδελφοί του Μοναστηριού και παρακαλούσαν τον Θεό να τον ευσπλαχνισθεί, στην ώρα αυτή της εξόδου της ψυχής του.

Ξαφνικά, ενώ οι αδελφοί προσηύχοντο, ο Θεόδωρος άρχισε να φωνάζει δυνατά, διακόπτοντας τις προσευχές των μοναχών, και έλεγε: «Φύγετε από κοντά μου, διότι εγώ παραδόθηκα στον δράκοντα να με κατασπαράξη. Δεν μπορεί όμως να με φάγει τελείως, λόγω της παρουσίας και των προσευχών σας. Το κεφάλι μου ήδη ευρίσκεται μέσα στο στόμα του. Δώστε τόπο στην οργή αυτή για να μη με βασανίζει περισσότερο και ας το κάνει αυτό που θέλει μία ώρα ενωρίτερα. Αφού είναι αποφασισμένο να με φάγει, γιατί να υπομένω το μαρτύριο της αργοπορίας»;

-Τότε τρομαγμένοι οι αδελφοί του είπαν:
-Σφράγισε, αδελφέ, τον εαυτό σου με το σημείο του σταυρού.
-Θέλω να σφραγισθώ, απάντησε, αλλά το σάλιο του δράκοντος μου βαραίνει το χέρι.
Μετά την απάντησι του Θεοδώρου οι μοναχοί έπεσαν στο έδαφος και με θερμές προσευχές και δάκρυα παρακαλούσαν τον Θεό να τον λυτρώσει από τον δράκοντα. Μετά από αρκετή ώρα, τινάχθηκε όρθιος ο ετοιμοθάνατος και είπε με όλη την δύναμή του:

-Αδελφοί μου, να ευχαριστήσετε τον Θεό, διότι ο δράκων, που με είχε αρπάξει, έφυγε με τις προσευχές σας και δεν μπόρεσε εδώ να σταθεί καθόλου. Τώρα λοιπόν, σας παρακαλώ, προσευχηθήτε στον Θεό να συγχωρίση τις αμαρτίες μου και, μετά απ' αυτό που μου συνέβη, είμαι έτοιμος να εγκαταλείψω τελείως την κοσμική ζωή.

Πράγματι, αφού συνήλθε και επανέκτησε τις δυνάμεις του, επέστρεψε με όλη την καρδιά του στον Θεό και άλλαξε τελείως γνώμη και ζωή. Διδάχθηκε πολύ απ' αυτήν την μάστιγα που του επέτρεψε ο Θεός τόσο για την μετάνοια και σωτηρία του, όσο και για εμάς που τα γράφουμε και τα διαβάζουμε. Αφού έζησε κατόπιν αρκετέ χρόνια και ευαρέστησε τον Θεό, εξήλθε η ψυχή του από το σώμα και αναπαύθηκε στους κόλπους του Θεού.

Εκ του βιβλίου "Ψυχωφελείς οπτασίες και διηγήσεις γιά την άλλη ζωή"

Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"
Γνωρισόν μοι Κύριε, οδόν εν η πορεύσομαι, ότι προς σέ ήρα την ψυχήν μου..
Άβαταρ μέλους
Dimitra79
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 536
Εγγραφή: Δευ Νοέμ 10, 2008 8:52 pm

Re: Περί Μοναχισμού

Δημοσίευση από Dimitra79 »

Ο Ορθόδοξος μοναχισμός κατά τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη

Β'. Οι απόψεις του αγίου Νικοδήμου περί της ασκητικής ζωής στην επιστολή "Απολογία περί Μοναχισμού"


Συστηματικότερα εκθέτει τις απόψεις του περί της μοναχικής ζωής ο Αγιος στην εν λόγω επιστολή. Την είχε στείλει σε κάποιον Θωμά, σπουδαστή στην Βιέννη, ο οποίος είχε διατελέσει μαθητής του αοιδίμου διδασκάλου, αγίου Αθανασίου του Παρίου, και εκ Βιέννης είχε γράψει κατά της μοναχικής ζωής. Ο άγιος Νικόδημος, εκ συμπαθείας προς τον υπεραλγούντα άγιο Αθανάσιο, στον οποίο ο νεαρός Θωμάς είχε υποσχεθεί να γίνη μοναχός, και εξ αγάπης προς τον πλανηθέντα αυτόν σπουδαστή, έγραψε διεξοδική ανασκευή των εξής κατά του μοναχισμού απόψεων που περιείχοντο στο γράμμα του Θωμά:


α) Οτι δεν υπάρχει χειρότερο και ολεθριώτερο πράγμα από την ασκητική ζωή,


β) ότι οι ερημίται δεν άφησαν συγγράμματα αληθείας και δεν ωφέλησαν μήτε εαυτούς μήτε τον κόσμο,


γ) ότι η νηστεία δεν έχει ικανά ερείσματα στην Αγία Γραφή,


δ) ότι η ασκητική κακοπάθεια δεν τιμά τους ασκητές, αλλά τους κατατάσσει με τα άλογα ζώα. Και,


ε) Η παρθενία των μοναχών προσκρούει στην εντολή του Θεού για την αύξηση του γένους και στην ευλόγηση του γάμου από τον Κύριο εν Κανά.


Ο άγιος Νικόδημος, έναντι των απόψεων αυτών εκθέτει τα εξής:


α) οι όσιοι Πατέρες με την άσκησή τους στην έρημο έφθασαν σε τελεία ένωση με τον Θεό. Ετσι αληθινά ωφέλησαν τον εαυτό τους. Αλλά και με την προσευχή τους εξιλέωναν τον Θεό για τις αμαρτίες του κόσμου και παντοιοτρόπως ευεργετούσαν τους ανθρώπους επιστρέφοντες τα πλήθη στην θεογνωσία. Αφησαν επίσης συγγράμματα απαραμίλλου αξίας και αιωνίου κύρους, όπως τα ασκητικά του Μεγ. Βασιλείου, η Κλίμαξ, η Φιλοκαλία κ. α. Ακόμη και οι Κανόνες των Ιερών Συνόδων είναι εν τινι μέτρω έργο των οσίων μοναχών, εφ' όσον σ' αυτές παρίσταντο και μοναχοί και ασκητές


β) Την νηστεία θεσμοθέτησε ο Θεός στον Παράδεισο της Εδέμ, φύλαξαν Ιουδαίοι και εθνικοί, και επανανομοθέτησε ο Κύριος νηστεύσας 40 ημέρες στην έρημο. Ο σκοπός της νηστείας είναι να καθαρθεί ο άνθρωπος από την παχύτητα των παθών, ώστε ο νους να λεπτυνθεί και να γίνη επιτήδειος για την πνευματική εργασία.


γ) Με την ασκητική κακοπάθεια τιθασσεύονται οι εμπαθείς ορμές και ο νους ελεύθερος από την αιχμαλωσία των παθών ημπορεί να αδολεσχή στα πνευματικά νοήματα. Με αυτήν οι μοναχοί αγωνίζονται να μιμηθούν την πολιτεία των Αγγέλων. Η πολύωρος προσευχή, στον ναό ή, η μονολόγιστος ευχή, δεν είναι βαττολογία αλλά έλλογος συνομιλία με τον Θεό. Το γυμνητεύειν είναι εκούσιος μίμησις του γυμνωθέντος επί του Σταυρού Κυρίου. Η αγρυπνία προσφέρει στην ψυχή χερουβικούς οφθαλμούς για να θεωρεί τον Θεό. Η πείνα, τέλος, και η δίψα γυμνάζουν τον νου να ηγεμονεύει επί των αλόγων ορέξεων αντί να κυριαρχείται από αυτές.


δ) Την παρθενία τίμησε ο Κύριος, ο οποίος γεννήθηκε παρθένος εκ παρθένου Πατρός κατά την άναρχο Θεία Του γέννηση και εκ της αειπαρθένου Μητρός Του κατά την εν χρόνω δευτέρα Του γέννηση. Την παρθενία τίμησαν οι άγιοι Απόστολοι, όπως ο επιστήθιος μαθητής Ιωάννης και ιδιαιτέρως ο μέγας Παύλος ο οποίος ήθελε και οι έχοντες γυναίκα να ζουν ως μη έχοντες, διότι παράγει το σχήμα του κόσμου. Η παρθενία είναι μίμησις της μακαρίας ζωής των πρωτοπλάστων προ της πτώσεως.
Κατακλείων την επιστολή του ο άγιος Νικόδημος επισημαίνει τα αίτια της κακής αλλοιώσεως και της κατά του μοναχισμού πολεμικής του σπουδαστού της Βιέννης. Μεταξύ των άλλων και την απειρία της ομορφιάς και γλυκύτητας της μοναχικής ζωής, περί της οποίας γράφει: «Αχ, αδελφέ μου, πίστευσόν μοι εξ αγάπης και αληθείας λέγοντι, ότι αν ο Θεός ήθελε σε καταξιώση να έλθεις να καθίσεις όχι πολύ, αλλά μόνο δύο χρόνους, και οπωσούν να έλθη ο νους σου εις εαυτόν εκ του κάτωθεν διασκορπισμού και περιπλανήσεως, βεβαιότατα ήθελες ευχαριστείς κάθε ώραν με γλυκύτατα δάκρυα τον άγιον Θεόν, ήθελες ελεεινολογήσεις τους χρόνους όπου πέρασες εις την ματαιότητα...».
Δεν παραλείπει μάλιστα στο τέλος να τον προτρέψει στην μοναχική ζωή για να εκπληρώση την πρώτη του υπόσχεση: «Φαντάσου πάντοτε και συλλογίσου την καλογερική ζωήν ως μέγα τι πράγμα και ουράνιον...Τοιαύτης ευτυχίας και δόξης επιτυχείν πόθησον, αδελφέ, και καταλιπών την αύτοθι Πεντάπολιν (εννοεί την Βιέννη), φεύγε ως ο Λώτ εις το όρος τούτο το Σηγώρ, τον λιμένα της σωτηρίας, τον ευανθή της Θεοτόκου παράδεισον, να ενδυθείς το μοναχικό σχήμα και να αποδώσεις τω Κυρίω τας ευχάς σου, ίνα και Θεόν και Αγγέλους και Αγίους χαροποιήσης... εξαιρέτως δε τον ιερόν σου διδάσκαλο και πάντας ημάς τους εν Χριστώ σου αδελφούς».


Γ. Η μοναχική ζωή κατά τον άγιο Νικόδημο


Ο άγιος Νικόδημος αγάπησε την τελεία μοναχική ζωή, όπως αυτή αποκρυσταλλώθηκε στην Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών. Ουδέποτε φαίνεται να επηρεάσθηκε από τον δυτικό ακτιβιστικό μοναχισμό. Δεν αντιλαμβάνεται την άσκηση ως αυτοσκοπό, αλλά ως μέσο για την τελεία ένωση με τον Θεό. Γι' αυτό και όταν είναι αυστηρός στις συμβουλές του, δεν περιορίζει το νόημα στην σωματική κακοπάθεια, αλλά αποβλέπει στην ελευθερία του νου από την αιχμαλωσία των παθών και στην ένωσή του με τον Θεό δια της νοεράς εργασίας.


Στις διδασκαλίες του περί της μοναχικής ζωής φαίνονται τα γνωρίσματα του γνησίου Ορθοδόξου Μοναχισμού. Σημειώνουμε τα σπουδαιότερα:


α) Ο πόθος και η αγάπη προς τον Θεό. Φεύγει ο μοναχός στην έρημο, μακριά από τα φθαρτά και μάταια του κόσμου, για να αγαπήσει αμετεωρίστως «το άκρον και ανώτατον εραστήν, όπερ εστίν ο Θεός». Το άπειρον θείο κάλλος έλκει την ψυχή του μονάχου προς ένα «άπαυστον και αεικίνητον» θείο πόθο, η δε έρημος βοηθεί στο να μη ανακόπτεται αλλά διαρκώς να αναρριπίζεται προς τελειοτέρα αγάπη. Αυτά λέγει ο Αγιος ερμηνεύων τον δεύτερο αναβαθμό του α' ήχου «τοις ερημικοίς απαύστος ο θείος πόθος εγγίνεται, κόσμου ουσι του ματαίου εκτός»: «Η αγάπη και ο πόθος των εν τη ερήμω και ησυχία κατοικούντων μοναχών, δεν έλκεται από κανένα υλικό και μάταιο πράγμα· ούτε γίνεται άλλοτε άλλος, δελεαζόμενος από ηδονές, ή πλούτο, ή δόξα, τα οποία φθείρονται και αφανίζονται... Επειδή λοιπόν ο Θεός είναι άπειρος κατά φύσιν και άφραστος, δια τούτο και ο προς τον Θεόν πόθος των ερημιτών δεν στέκεται ποτέ, αλλ' είναι πάντοτε άπαυστος και αεικίνητος, πάντοτε λαμβάνων αύξησιν, και πάντοτε τρέχων προς το ανώτερον... · σπουδάζει μεν γαρ ο νους να αναβή εις το ύψος του θείου κάλλους, και να χωρήση αυτό ολόκληρο, επειδή όμως δεν ημπορεί, δια τούτο στοχαζόμενος, ότι εκείνο όπου δεν εδυνήθη να χωρήση, είναι ανώτερο και ηδονικώτερο από εκείνο, όπου χώρησε· τούτου χάριν θαυμάζει και απορεί· εκ δε του θαυμασμού, γεμίζει από θείους έρωτας, και πόθους αναρριπίζει διακαείς τη ψυχή... την απορία πορισμό ερώτων τιθέμενος, κατά τον άγιον και νηπτικώτατο Κάλλιστο».


β) Η ησυχία. Η ησυχία κατά τον άγιο Νικόδημο, είναι ο καταλληλότερος τόπος και τρόπος για να εργάζεται ο νους την αδιάλειπτο νοερά εργασία. Δεν αντιλαμβάνεται ο Αγιος την ησυχία ως απραξία. Οι ιερώς ησυχάζοντες ασκούν μία σύντονο και αδιάλειπτο νοερά εργασία νήψεως και προσευχής. «Οι δε εν τη ερήμω καθήμενοι, και την ησύχιον ζωήν μεταχειριζόμενοι, αυτοί καταφρονούσι μεν όλα τα ηδέα, και παρά τοις άλλοις ποθούμενα, ως βλαπτικά της ψυχής και από του Θεού χωρίζοντα· συμμαζόνουσι δε τον νουν τους, από κάθε σύγχυσιν του κόσμου και θεωρίαν, μέσα εις την καρδίαν τους, και εκεί αδιαλείπτως προσεύχονται, μελετώντες το παμπόθητον και γλυκύτατον όνομα του Ιησού Χριστού, και λέγοντες αγαπητικώς «Κύριε Ιησού Χριστέ, υιέ του Θεού, ελέησόν με». Εκ της τοιαύτης δε αδιαλείπτου προσευχής και συχνής μελέτης του θείου ονόματος του Ιησού, ανάπτουσι μεν την καρδίαν τους εις μόνον τον του Θεού πόθον και έρωτα, εκτείνουσι δε και τον νουν εαυτών εις την θεωρίαν του θείου κάλλους. Οθεν από το υπέρκαλλον εκείνο κάλλος καταθελγόμενοι, και έξω γενόμενοι εαυτών, λησμονούσι και φαγητά, και ποτά, και φορέματα και αυτήν την φυσική ανάγκην του σώματος».


γ) Η Χριστομίμητος υπακοή. Η υπακοή των μοναχών δεν είναι μία εξωτερική πειθαρχία, ηναγκασμένη ή συμβατική. Πρότυπό της έχει την υπακοή του Κυρίου στον Ουράνιό Του Πατέρα, κατά το «γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» (Φιλιπ. β', 8), και στην Υπεραγία Μητέρα Του και τον δίκαιο Ιωσήφ, κατά το «ην υποτασσόμενος αυτοίς» (Λουκ. β', 51). Αληθινή υπακοή είναι η υπακοή φρονήματος. Γράφει ο Αγιος: «Υπότασσε λοιπόν εις αυτόν [τον δια του μοναδικού σχήματος γενόμενον γέροντά σου], όχι μόνον όλα σου τα θελήματα, το οποίον είναι ευκολότερων, αλλ' ακόμη και όλα σου τα φρονήματα, το οποίον είναι δυσκολότερον. Πολλοί γαρ υποτακτικοί εκκόπτουσι ναι το θέλημά των και κάμνουσι το θέλημα του γέροντός των μα το φρόνημά των δεν το εκκόπτουσι και μάλιστα αν είναι, και λογιώτατοι αλλ' έχουσι πάντοτε μίαν τοιαύτην ιδέαν βαθέως ριζωμένη εις την καρδίαν τους, ότι εκείνο οπού αυτοί φρονούσι και συλλογίζονται δια κάθε πράγμα, είναι καλλίτερον και φρονιμώτερο από εκείνο οπού φρονεί και συλλογίζεται ο γέροντάς των». Με την διδασκαλία αυτή οδηγεί τον υποτακτικό στην αληθινή ταπείνωση, κατά το παράδειγμα του Κυρίου.

δ) Η εργασία. Το εργόχειρο ή το διακόνημα είναι απαραίτητο στον μοναχό, για λόγους που ο άγιος Νικόδημος επισημαίνει. Πρώτα, για να μη έχη ο λογισμός του μοναχού αφορμές μετεωρισμού. Και έπειτα, για να μη υποχρεώνεται ο μοναχός να βγαίνει στον κόσμο για συλλογή ελεημοσύνης, διότι από αυτό προκαλούνται πειρασμοί και πτώσεις, δημιουργούνται αφορμές σκανδαλισμού των κοσμικών και εισάγονται στα μοναστήρια κοσμικές συνήθειες και φρονήματα.
Διευκρινίζει ο άγιος Νικόδημος, ότι το είδος της εργασίας πρέπει να είναι τέτοιο, ώστε να μη βάζει τον μοναχό σε μέριμνες, πειρασμούς και αισχροκέρδειες, ιδιαιτέρως δε για τον ερημίτη να μπορεί να επιτελείται απερίσπαστος στο ερημικό του καλύβι.


ε) Η προσευχή. Ολος ο μοναχικός αγώνας, κατά τον άγιο Νικόδημο, συντείνει στο να εξασφαλίση στο νου την ελευθερία να προσεύχεται απερίσπαστος. Ο ίδιος ως ερημίτης ειργάζετο την μονολόγιστο ευχή και αυτήν συνιστούσε ενθέρμως: «Ο Ιησούς λοιπόν, παρακαλώ σε και τρίτον, ας είναι γλυκύ μελέτημα της καρδίας σου, ο Ιησούς ας είναι εντρύφημα της γλώσσης σου· ο Ιησούς ας είναι το αδολέσχημα και η ιδέα του νοός σου· εν συντομία, ο Ιησούς ας είναι η αναπνοή σου· και ποτέ να μη κορέννυσαι επικαλούμενος τον Ιησούν».
Αλλά παραλλήλως εδίδασκε και την αναγκαιότητα της κοινής προσευχής και θείας λατρείας στον ναό. Στο έργο του Χρηστοήθεια των Χριστιανών ο Αγιος προτρέπει τους εν τω κόσμω Χριστιανούς να συμμετέχουν στον Εσπερινό, στον Ορθρο και στην Θεία Λειτουργία μαζί με τα παιδιά τους, για να συνηθίζουν, και συνιστά να μη απέχουν από τις κοινές ακολουθίες προφασιζόμενοι την κατ' ιδίαν προσευχή στο σπίτι. Χάριν της κοινής προσευχής στον ναό συνέθεσε Κανόνες διαφόρων εορτών, συνέταξε το Θεοτοκάριο και ερμήνευσε τους ειρμούς των δεσποτικών και θεομητορικών εορτών, ώστε η ψαλμωδία να είναι λογική λατρεία.


στ) Η αγάπη. Η μοναχική άσκηση χωρίς αγάπη δεν σώζει. Ο άγιος Νικόδημος το τονίζει με έμφαση: «Δεν είναι θρήνων άξιον, να βλέπη τινάς τόσους και τόσους αδελφούς να αφήσουν τον κόσμον, και να κατοικούν μέσα εις τα όρη και τα σπήλαια, δια να σώσουν την ψυχήν τους· να εκχέουν τόσους αιματωμένους ίδρωτας· να αγωνίζονται με υπερβολικούς αγώνας, νηστειών, αγρυπνιών, κακοπαθειών, νωτοφορούντες, υδροφορούντες, και πεζοί οδεύοντες μέσα εις δύσβατους και αμφικρήμνους τόπους, και ύστερον από όλα αυτά, να βλέπη τους τοιούτους να τρέφουν εις την καρδίαν τους εν τόσον φαρμακερό βασιλίσκο; το μίσος, λέγω, κατά των αδελφών τους; ω! και τις να μη αναστενάξει; ω! και τις να μη χύση καρδιοστάλακτα δάκρυα;».

Ο άγιος Νικόδημος άσκησε την αγάπη, παρότι έζησε έντονα τις συνέπειες των αγώνων του υπέρ των ορθοδόξων παραδόσεων, κατηγορήθηκε, συκοφαντήθηκε, διώχθηκε. Στην Ομολογία Πίστεως, που χρειάσθηκε να συντάξη για να πληροφόρηση, όπως λέγει, τους μη ειδότας και να διορθώση τους εν γνώσει κατηγορούντας, γράφει περί των κατηγόρων του που δυστυχώς είχαν αποκλίνει από την αγάπη: «Η μοναδική πολιτεία απαιτεί να έχουν οι Μοναχοί πραότητα, και αταραξία καρδίας· αυτοί όμως οι ευλογημένοι...ταράττονται, ανάπτουν από τον θυμό, και ευθύς λέγουν τα δυσφημότατα... και με τούτο δείχνουν το μίσος και την πικρία, όπου φυλάττουν μέσα εις την ψυχήν τους». Τους παρακαλεί να συνέλθουν, να αφήσουν τα πείσματα, να εκριζώσουν το μίσος και να εγκολπωθούν την αγάπη. Στην αντίθετη περίπτωση, καταλήγει ο άγιος Νικόδημος, «εάν δεν εκριζώσετε το μίσος από την καρδίαν σας, και δεν εμφυτεύσετε την αγάπην, και εάν δεν παύσετε από τας κατά των αδελφών σας δυσφημίας, να ηξεύρετε (και σύγγνωτε ημίν δια την τόλμη) ότι ματαίως κατοικείτε εις τα όρη και τα βουνά· μάταιοι είναι όλοι οι ασκητικοί σας αγώνες και κόποι και ίδρωτες· να ειπούμε και το μεγαλύτερον; μαρτύριο αισθητό εάν υπομείνετε δια τον Χριστόν, έχετε δε μίσος, μάταιο είναι το τοιούτον μαρτύριό σας».
Γνωρισόν μοι Κύριε, οδόν εν η πορεύσομαι, ότι προς σέ ήρα την ψυχήν μου..
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”