Το αεράκι που φυσάει πάνω στο κατάστρωμα λιγάκι με αναζωογονεί νιώθω τις δυνάμεις μου να επιστρέφουν, μην ξεχνάμε ότι είναι 6 Αυγούστου οπότε η ζέστη είναι εξαντλητική.
Στον πρώτο κολπίσκο παρουσιάζεται μπροστά μας η μονή Γρηγορίου, συμπαθητική θα έλεγα άλλο ένα μοναστήρι των βράχων.
Στο επόμενο 10λεπτο έχουμε φτάσει στην Διονυσίου, ο καταπέλτης κατεβαίνει και ένα μεγάλο πλήθος τρέχει προς το μονοπάτι, μαζί τους τρέχω και γω.
Η κούραση επανέρχεται και φτάνω στο αρχονταρίκι κάθιδρος και λαχανιασμένος, αυτό είναι σκέφτομαι δεν θα την βγάλω καθαρή σήμερα.
Εδώ ήρθα συστημένος από ένα πολύ καλό φίλο για να βρω τον π.Παύλο μόνο που δεν χρειάστηκε καθόλου προσπάθεια και ψάξιμο, ήταν εκεί μας καλωσόριζε και μας κερνούσε τι άλλο παρά το γνωστό τσιπουράκι, λουκούμι και νερό.
Προσπαθώντας να συνεφέρω την ανάσα μου πιάνω να τιμήσω το τσιπουράκι αλλά για κακή μου τύχη η γουλιά κατεβαίνει στραβά.
Κάηκα ολόκληρος, δεν σας λέω τίποτε άλλο, τα μάτια μου δακρύζανε και τα αυτιά μου άναψαν, πήρα φωτιά σας λέω.
Μένω τελευταίος μέχρι να συνέλθω και ο π.Παύλος μιας και ήμουν μόνος με τακτοποιεί σε ένα δίκλινο και μου χαρίζει και το δεύτερο κρεβάτι για να απλωθώ.
Συνεννοούμαστε να τα πούμε στο γνωστό μπαλκονάκι του σε λίγη ώρα.
Η κουβέντα μας ξεκινάει με γενικότητες τις οποίες όμως παρατηρώ ότι σημειώνει στο μπλοκάκι του (ονόματα, ημερομηνίες).
Έχω στο μυαλό μου κάτι που με απασχολεί και θα ήθελα και την γνώμη του πάνω σε αυτό, κακώς ίσως μιας και είναι κάτι που έχει ξανασυζητηθεί αλλά παρόλα αυτά παραμένει σαν σκιά που με ακολουθεί.
Τα λόγια φέρνουν λόγια η συζήτηση βαθαίνει, θύμισες με κατακλύζουν άλλες καλές και άλλες άσχημες και οι λέξεις δεν βγαίνουν πια με την ίδια ευκολία, ο γνωστός κόμπος είναι πια στο λαιμό και τα διαστήματα της σιωπής γίνονται περισσότερα.
«Μην κουράζεσαι παιδί μου (μου λέει) μην μιλάς άσε με να σε ρωτάω εγώ και λέγε μου ένα ναι ή ένα όχι».
Για το επόμενο πεντάλεπτο βλέπω την ζωή μου να περνάει από μπροστά μου, άκουγα πράγματα που έζησα και έκανα πιτσιρικάς στο δημοτικό, στο γυμνάσιο στο λύκειο όχι απαραίτητα κακά ή καλά, χαρακτηριστικά θα το έλεγα, πράγματα που αν τα έβλεπες από διαφορετική γωνία θα μπορούσαν να ήταν πιο “στρογγυλεμένα” και όχι τόσο “αιχμηρά”.
Σε όλες του τις ερωτήσεις η απάντηση ίδια “ναι” εκτός από μια, αυτή την μία μέρες αργότερα σε άσχετη στιγμή μπόρεσα να την αποκωδικοποιήσω και συνειδητοποίησα ότι τελικά είχε δίκαιο, ναι και σε αυτήν.
Αισθάνθηκα σαν ένα σεντόνι που το έπιασε στα χέρια του και το τίναξε τόσο απαλά αλλά και τόσο αποτελεσματικά που δεν είχε μείνει το παραμικρό επάνω του.
Αν από τον π.Μύρωνα έφυγα “αδυνατισμένος” μετά από αυτό έπρεπε να βάλω το σακίδιο στην πλάτη γεμάτο με πέτρες γιατί διαφορετικά θα πετούσα.
Μου έδωσε τις συμβουλές του, μη φανταστείτε 5-10 πράγματα με την κυριότερη προσευχή και εκκλησιασμό καθώς και μια τηλεκάρτα (την δική του τηλεκάρτα όπως είπε) για να επικοινωνούμε όταν έχω ανάγκη.
Κάνοντας μια βόλτα στην αυλή ακούω την σχετική συνομιλία μιας παρέας.
- Εξομολογήθηκες, του τα είπες.
- Όχι, μου τα πε.
Μαζευόμαστε για τον εσπερινό και μετά κατευθείαν στην τράπεζα.
Σπαρτιάτικη η τράπεζα των διονυσιωτών, η ντομάτα σε περιμένει ολόκληρη να την κόψεις, το τυρί σε ένα πιάτο για να σερβιριστείς το ίδιο και οι ελιές, το φαγητό κάτι μεταξύ σούπας ζυμαρικών και τουρλού εννοείται όμως πεντανόστιμο.
Λίγο πιο δίπλα ένας κύριος σχολιάζει στο φίλο του τα λόγια της γυναίκας του και χαμογελάει συμφωνώντας, «αν σου μαγείρευα εγώ αυτά που τρως όταν πας στο Όρος θα μου τα πετούσες στα μούτρα» παρεπιπτόντως ο κύριος το σκούπισε το πιάτο του.
Απέναντί μου παρατηρώ κάποιον που μάλλον πρωτάρης και αυτός έχει ξεκινήσει να ετοιμάζει το φαγητό του, βάζει κρασί, λίγο νερό, σε ένα πιάτο λίγο τυρί και αρχίζει να κόβει την ντομάτα σιγά σιγά για να μην λερωθεί, τα ζουμιά τρέχουν σταματάει να τα σκουπίσει, συνεχίζει, στάζει και πάλι ξανασκουπίζει, ξανά στάζει ζητάει χαρτοπετσέτες γιατί αυτές που ήταν μπροστά του τελειώσανε και κάποια στιγμή επιτέλους τελειώνει, η σαλάτα είναι έτοιμη.
Παίρνει πιρούνι κουτάλι τα σκουπίζει και αυτά και πάνω που πάει να αρχίσει ντιν – ντιν – ντιν – ντιν το καμπανάκι, όλοι όρθιοι, οι μοναχοί αρχίζουν να βγαίνουν από πίσω και εμείς.
Ο κύριος για την ιστορία πρόλαβε να πάρει μαζί του το μήλο.
Στο καθολικό και πάλι και ο π. Παντελεήμων μας εξηγεί την μεγάλη ευλογία που μας δίνετε να προσκυνήσουμε τα Άγια λείψανα που έχουμε μπροστά μας με αποκορύφωμα το τμήμα της δεξιάς χείρας του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου του Βαπτιστή, της χείρας που άγγιξε τον Ιησού Χριστό μας, όπως χαρακτηριστικά μας είπε.
Προσκυνώ και περνάω δίπλα στο ξωκκλήσι για να προσκυνήσω και την Παναγία του Ακάθιστου.
Η ιστορία και η χριστιανοσύνη στα πόδια μας, μάλλον δεν μπορούμε να συλλάβουμε τα μεγέθη που έχουμε μπροστά μας ή ίσως να τα θεωρούμε αυτονόητα λόγω του μέρους που βρισκόμαστε.
Για φανταστείτε αυτά τα ιερά κειμήλια, αυτά τα Άγια λείψανα όταν βγαίνουν από το Άγιο Όρος τι ουρές προσκυνητών σχηματίζουν και τώρα είναι εκεί μπροστά μας για εμάς του λίγους, τους τυχερούς.
Το απόγευμά μου συνεχίζεται στο μπαλκόνι της Διονυσίου αναπτύσσοντας αμπελοφιλοσοφίες αλλά και καφεδάκι με το απαραίτητο τσιγαράκι για μερικούς.
Εκεί μας πέτυχε και ο π.Χαρίτων χαρακτηριστική μορφή της Διονυσίου και οι καπνιστές άκουσαν τον εξάψαλμο.
Η ατάκα του περί καπνίσματος κορυφαία “σβήστο αμέσως γιατί εσύ βγάζεις καπνούς αλλά εγώ καίγομαι”.
Εκεί είχα την τύχη να γνωρίσω και ένα παλικάρι τον Γιώργο.
Πασχίζαμε η αλήθεια είναι να συνεννοηθούμε μιας και τα λιγοστά αγγλικά μου δεν με βοηθούν αλλά με πολύ υπομονή και λίγο με την γλώσσα του σώματος τα καταφέρνουμε.
Η καταγωγή του είναι από την Συρία πρώην μουσουλμάνος στο θρήσκευμα.
Η οικογένειά του είχε φύγει για τον Καναδά, εκεί μπόρεσε να μάθει για τον χριστιανισμό, βαπτίστηκε εξού και το όνομα Γιώργος και τώρα ήρθε στο Άγιο Όρος που το θεωρούσε ταξίδι ζωής γι’ αυτόν κάτι αντίστοιχο της Μέκκας για τους μουσουλμάνους.
Κανένας άλλος γνωστός στην Ελλάδα, από το αεροδρόμιο στο Όρος και από δω αεροδρόμιο και πίσω στον Καναδά.
Η μόνη του στεναχώρια ήταν ότι ίσως δεν θα μπορέσει να το ξανακάνει αυτό το προσκύνημα και μου έλεγε πόσο τυχερός είμαι που μένω μόλις 2 ώρες από δω.
Βέβαια όταν του είπα ότι και για μένα είναι η πρώτη μου φορά που έρχομαι δεν μπορούσε να το πιστέψει, κουνούσε το κεφάλι του, τα χέρια του χαμογελούσε του φάνηκε απίστευτο.
Με τον Γιώργο χωρίσαμε κατά την επιστροφή όταν κατέβηκε στην Γρηγορίου, έσερνε την βαλίτσα του στο λιμανάκι και σταμάτησε μόλις ξεκίνησε το πλοίο να χαιρετήσει.
Σήκωσα το χέρι μου και τον χαιρετούσα και γω και τον είδα που άφησε κάτω την μαγκούρα που κρατούσε για να σηκώσει την φωτογραφική του μηχανή και να αποθανατίσει την στιγμή, να είναι καλά όπου και αν βρίσκεται.
Στο μεσονυκτικό δεν μπόρεσα να πάω οπότε κατευθείαν στην πρωινή Θεία λειτουργία που άρχιζε στις 8 παρακαλώ για να μην έχουμε καμία δικαιολογία να μην πάμε που έλεγε και ο π. Παύλος.
Εντύπωση μου κάνει πόσο γρήγορα περνάει η ώρα μέσα στην εκκλησία στο Άγιο Όρος, έτσι και σε μια αγρυπνία που βρέθηκα στο Κουτλουμούσι κατά τις 7 μπήκαμε κατά τις 12 βγήκαμε και νόμιζες ότι πέρασε μια ώρα.
Στην πρωινή τράπεζα τιμήσαμε το ψάρι που είχε και η τελευταία βόλτα περιλάμβανε το προσκύνημα στο κοιμητήριο της μονής στο τάφο του Αγίου Νήφωνα που διατέλεσε και Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.
Οι ευλογίες δεν έχουν τέλος αλλά αυτό που τελειώνει δυστυχώς είναι ο χρόνος, θα έπρεπε να ετοιμάσω το σακίδιο μου για αναχώρηση.
Δεν θέλω αλλά δεν γίνεται κι αλλιώς, ζητάω μια ευλογία από τον π.Παύλο που παραπονιέται σε όλους μας που τον αφήνουμε και κατεβαίνω στον αρσανά.
Θα ανέβω στο πλοίο κατά το πήγαινε οπότε θα έχω την ευκαιρία να φτάσω μέχρι τα Κατουνάκια.
Πρώτη στάση Αγίου Παύλου για παραθαλάσσιο μοναστήρι το ήξερα αλλά τελικά την έχει την απόστασή του από την θάλασσα.
Εδώ φυλάσσονται τα Τίμια Δώρα των Μάγων που είχα την ευκαιρία να προσκυνήσω κατά την έξοδό τους από το Όρος σε εκκλησία της Θεσσαλονίκης.
Συνεχίζουμε και πλησιάζουμε την Νέα Σκήτη, καινούργιες εικόνες και πάλι για μένα.
Μέχρι τώρα είχα γνωρίσει το Όρος μέσα από τα μοναστήρια του τώρα βλέπω την κελιώτικη μορφή του.
Πολλά σπιτάκια διάσπαρτα στην πλαγιά του βουνού σου δίνουν την εντύπωση μικρού χωριού, το ίδιο παρακάτω και η Σκήτη της Αγίας Άννας.
Ένα παράξενο και όμορφο χωριό όπου όλα γυρίζουν γύρω από την μεγάλη εκκλησία, το Κυριακό όπου μαζεύονται οι μοναχοί για την Θεία λειτουργία.
Ο ενθουσιασμός μου μεγάλος, η ομορφιά, η ησυχία, η αύρα του μέρους με συναρπάζει.
Το πλοίο γεμίζει, η σκήτη γιόρταζε και ο κόσμος πάρα πολύς.
Τώρα που το σκέφτομαι όποια Άννα έχω γνωρίσει γιορτάζει τον Δεκέμβρη στις 9 που λέει και το τραγούδι την ημέρα της σύλληψης της Αγίας Άννας ενώ κανονικά θα έπρεπε σήμερα που είναι η κοίμησή της όπως όλοι μας γιορτάζουμε τον Άγιο μας την ημέρα της κοίμησής του.
Περνάμε το ακρωτήρι με τον σταυρό και συνεχίζουμε νοτιότερα, οι βράχοι γίνονται πιο κάθετοι, το τοπίο αγριεύει.
Παρόλο αυτά εκεί κρεμασμένες στους βράχους βλέπεις μικρές υποτυπώδης κατασκευές που προσπαθούν να θυμίσουν κατοικία, ο ορισμός της ασκητικής ζωής.
Μια μικρή τρύπα στον βράχο, ένα μικρό ίσιωμα, μια λαμαρίνα για σκεπή και μερικά ξύλα για πόρτα συνθέτουν το κελί του ασκητή που απαρνήθηκε τα πάντα για να είναι μόνος του με τον Θεό, χωρίς καμία άνεση χωρίς τα απολύτως απαραίτητα.
Σκοινιά, αλυσίδες και σκάλες έχουν πάρει την θέση των μονοπατιών και η όποια επικοινωνία γίνεται μέσω αυτών.
Τα Φρικτά Καρούλια ξεδιπλώνονται μπροστά μου και τώρα καταλαβαίνω την σημασία των δύο αυτών λέξεων.
Αν μου έκανε εντύπωση η ολόκληρη ντομάτα στην τράπεζα της Διονυσίου εδώ θα έπρεπε να σχολιάσω την μη ύπαρξης της, ότι βρεθεί και όταν βρεθεί.
Φαντάζομαι ότι και ο προσδιορισμός φρικτά θα αντιπροσωπεύει την δική μας άποψη περί της αγριότητας του μέρους και την μη ύπαρξη των στοιχειωδών για την επιβίωσή μας όπως την ξέρουμε εμείς και όχι την άποψη των ασκητών.
Πόση δύναμη και πόση πίστη πρέπει να έχει κανείς για να ασκητέψει εκεί, ας τους έχει ο Θεός καλά να συνεχίσουν τον αγώνα τους.
Φτάσαμε στα Κατουνάκια, πολιτισμός σε σχέση με αυτό που είδαμε μόλις πριν αλλά από το μυαλό μου περνάει η εικόνα της περιοχής σε άλλη εποχή του χρόνου.
Τώρα είναι κατακαλόκαιρο και όλα φαντάζουν ωραία, πως θα είναι άραγε εδώ τον χειμώνα, χιόνια, κρύο, αέρας και απαγορευτικά.
Για πόσο θα μπορούσαμε εμείς οι λαϊκοί, οι συνηθισμένοι σε τόσες ανέσεις να μέναμε εδώ με αυτές τις συνθήκες και όχι μόνο να φροντίζαμε τα του εαυτού μας αλλά και όλους όσους μας επισκέπτονταν, να σηκώναμε τα προβλήματά τους, τα βάρη τους και να προσευχόμασταν γι΄ αυτούς, τους κατ΄ ουσίαν άγνωστους.
Πόσες φορές έχουμε προσευχηθεί για ένα άγνωστο για σκεφτείτε το.
Και όμως αυτό κάνουν σε όλο το Άγιο Όρος κάθε μέρα και γι΄ αυτό πρέπει να τους είμαστε ευγνώμων.
Το πλοίο γυρίζει και παίρνει ρότα για την Ουρανούπολη.
Το θέλω μου που περίμενε 29 χρόνια είχε γίνει πραγματικότητα και δυστυχώς αποτελούσε πια παρελθόν.
Στον γυρισμό δεν μπορούσα να ξεκολλήσω τα μάτια μου από τις ακτές, μια τελευταία επίσκεψη σε όλα αυτά που πέρασαν μπροστά μου.
Στην Σιμωνόπετρα για άλλη μια φορά έκθαμβος , μια αετοφωλιά στην κορυφή του βράχου.
Είναι περιττό φαντάζομαι να αναφέρω ότι θεωρώ τον εαυτό μου Σιμωνοπετρίτη, δεν ξέρω αν είναι η πρώτη ματιά που λένε ή υποσυνείδητα είχε περάσει στο μυαλό μου όλα αυτά το χρόνια σαν ο μοναδικός προορισμός αλλά το αγάπησα αυτό το μέρος, το θεωρώ γειτονιά μου, σπίτι μου.
Αυτό ήταν, κατεβαίνω στην Ουρανούπολη, ουράνια πόλη, πόλη πριν τον ουρανό, πύλη προς τους ουρανούς, φαντάζομαι δεν της έδωσαν τυχαία αυτό το όνομα.
Τον πύργο που με καλωσόρισε τώρα τον χαιρετάω και με αργά βήματα πηγαίνω προς το αυτοκίνητό μου.
Είναι Κυριακή του Αυγούστου και οι παραλίες είναι γεμάτες αλλά πόσο κενά μου φαίνονται όλα αυτά.
Απομακρύνομαι και το μυαλό μου είναι πίσω, σταματώ στο δρόμο και κοιτάω τον Άθω, το Άγιο Όρος που απλώνεται μπροστά μου.
Ήταν, είναι και θα είναι εκεί να με περιμένει όποτε το ξανά αποφασίσω, μόνο που αυτή την φορά υπόσχομαι στον εαυτό μου να μην ξανακάνω το λάθος που έκανα στο παρελθόν.
Άλλωστε έχω αφήσει πίσω μου ανοιχτούς λογαριασμούς (…πίστευα) που θα φροντίσω να κλείσω το συντομότερο.
Την υπόσχεση αυτή την κράτησα και μέσα στον χρόνο που πέρασε ακολούθησαν και άλλα προσκυνήματα.
Δεν θα αναφερθώ αναλυτικά γιατί θα επαναληφθώ και θα κουράσω αλλά θα αναφέρω κάποιες καταστάσεις ή συζητήσεις που έγιναν και ήτανε μαθήματα ζωής για μένα και σας τις καταθέτω ως τροφή για σκέψη.
Συνεχίζεται