«Η ζωή εν τάφω…»,«Άξιον Εστί…»,«Αι γενεαί αι πάσαι…»

Συζητήσεις και γνώμες για τα Ιερά Μυστήρια της Εκκλησίας μας. Θέματα Λατρείας.

Συντονιστής: Συντονιστές

Απάντηση
Άβαταρ μέλους
smarti
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 5165
Εγγραφή: Κυρ Μαρ 09, 2008 6:00 am
Τοποθεσία: Σμαρώ@Κατερίνη, Σέρρες

«Η ζωή εν τάφω…»,«Άξιον Εστί…»,«Αι γενεαί αι πάσαι…»

Δημοσίευση από smarti »

«Η ζωή εν τάφω…»


Εικόνα

«Η ζωή εν τάφω…»

1. Η ζωή εν τάφω κατετέθης, Χριστέ, και Αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο, συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σην.

2. Η ζωή πώς θνήσκεις; πώς και τάφω οικείς; του θανάτου το βασίλειον λύεις δε και το Άδου τους νεκρούς εξανιστάς.

3. Μεγαλύνομέν σε, Ιησού Βασιλεύ, και τιμώμεν την ταφήν και τα πάθη σου, δι ών έσωσας ημάς εκ της φθοράς.


4. Μέτρα γης ο στήσας, εν σμικρώ κατοικείς, Ιησού παμβασιλεύ, τάφω σήμερον, εκ μνημάτων τους θανόντας ανιστών.

5. Ο Δεσπότης πάντων καθοράται νεκρός και εν μνήματι καινώ κατατίθεται, ο κενώσας τα μνημεία των νεκρών.


6. Δακρυρρόους θρήνους επί σε η Αγνή, μητρικώς, ω Ιησού, επιρραίνουσα, ανεβόα˙ Πώς κηδεύσω σε, Υιέ;


7. Προσκυνώ το Πάθος, ανυμνώ την Ταφήν, μεγαλύνω σου το κράτος φιλάνθρωπε, δι’ ων λέλυμαι παθών φθοροποιών.

8. Οίμοι φως του Κόσμου! Οίμοι φως το εμόν! Ιησού μου ποθεινότατε έκραζεν, η Παρθένος θρηνωδούσα γοερώς.


9. Ανυμνούμεν Λόγε, σε τον πάντων Θεόν, συν Πατρί και τω Αγίω σου Πνεύματι και δοξάζομεν την θείαν σου Ταφήν.


10.Μακαρίζομέν σε, Θεοτόκε αγνή, και τιμώμεν την ταφήν την τριήμερον του Υιού σου και Θεού ημών πιστώς.


---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
«Άξιον Εστί…»

1. Άξιόν εστί, μεγαλύνειν σε τον Ζωοδότην, τον εν τω Σταυρώ τας χείρας εκτείναντα και συντρίψαντα το κράτος του εχθρού.

2. Άξιόν εστί, μεγαλύνειν σε τον πάντων Κτίστην˙ τοις σοις γαρ παθήμασιν έχομεν, την απάθειαν ρυσθέντες της φθοράς.

3. Όμμα το γλυκύ και τα χείλη σου πώς μύσω Λόγε; πώς νεκροπρεπώς δε κηδεύσω σε; φρίττων ανεβόα Ιωσήφ.


4. Ήλιος φαιδρός, απαστράπτει μετά νύκτα, Λόγε˙ και συ δ’ αναστάς εξαστράψειας μετά θάνατον φαιδρώς ως εκ παστού.

5. Γη σε πλαστουργέ, υπό κόλπους δεξαμενή τρόμω, συσχεθείσα Σώτερ τινάσσεται, αφυπνώσασα νεκρούς τω τιναγμώ.

6. Μύροις σε, Χριστέ, ο Νικόδημος και ο ευσχήμων, νυν καινοπρεπώς περιστείλαντες, φρίξον, ανεβόων, πάσα γη.

7. Έκλαιε πικρώς, η πανάμωμος Μήτηρ σου, Λόγε, ότε εν τάφω εώρακε σε τον άφραστον και άναρχον Θεόν.

8. Ύμνοις σου, Χριστέ, νυν την σταύρωσιν και την ταφήν τε, άπαντες πιστοί εκθειάζομεν, οι θανάτου λυτρωθέντες ση ταφή.


9. Άναρχε Θεέ, συναϊδιε Λόγε και Πνεύμα, σκήπτρα των Ανάκτων κραταίωσον, κατά πολεμίων ως αγαθός.

10.Τέξασα ζωήν, Παναμώμητε αγνή Παρθένε, παύσον Εκκλησίας τα σκάνδαλα και βράβευσον ειρήνην ως αγαθή.



--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

«Αι γενεαί αι πάσαι…»

1. Αι γενεαί πάσαι, ύμνον τη Ταφή σου, προσφέρουσι Χριστέ μου.


2. Καθελών του ξύλου, ο Αριμαθείας, εν τάφω σε κηδεύει.


3. Μυροφόροι ήλθον, μύρα σοι, Χριστέ μου, κομίζουσαι προφρόνως.


4. Δεύρο πάσα κτίσις, ύμνους εξοδίους, προσοίωμεν τω Κτίστη.


5. Ους έθρεψε το μάννα, εκίνησαν την πτέρναν, κατά του ευεργέτου.

6. Ιωσήφ κηδεύει, συν τω Νικοδήμω, νεκροπρεπώς τον Κτίστην.

7. Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;


8. Υιέ Θεού παντάναξ, Θεέ μου πλαστουργέ μου, πώς πάθος κατεδέξω;

9. Έρραναν τον τάφον αι Μυροφόροι μύρα, λίαν πρωί ελθούσαι.


10. Ω Τριάς Θεέ μου, Πατήρ Υιός και Πνεύμα, ελέησον τον κόσμον.


11.Ιδείν την του Υιού σου, Ανάστασιν, Παρθένε, αξίωσον σους δούλους.

Εικόνα
«Σε τον αναβαλλόμενον…»

Σε τον αναβαλλόμενον το φως, ώσπερ ιμάτιον, καθελών Ιωσήφ από του ξύλου συν Νικοδήμω, και θεωρήσας νεκρόν, γυμνόν, άταφον, ευσυμπάθητον θρήνον αναλαβών, οδυρόμενος έλεγεν˙ οίμοι, γλυκύτατε Ιησού˙ ον προ μικρού ο ήλιος εν Σταυρώ κρεμάμενον θεασάμενος, ζόφον περιεβάλλετω, και η γη τω φόβω εκυμαίνετω, και διερρήγνυτο ναού το καταπέτασμα˙ αλλ’ ιδού νυν βλέπω σε, δι’ εμέ εκουσίως υπελθόντα θάνατον˙ πώς σε κηδεύσω, Θεέ μου; ή πώς σινδόσιν ειλήσω; ποίαις χερσί δε προσψαύσω, το σον ακήρατον σώμα; ή ποία άσματα μέλψω, τη ση εξόδω, οικτίρμον; Μεγαλύνω τα πάθη σου υμνολογώ και την ταφήν σου, συν τη αναστάσει, κραυγάζων˙ Κύριε, δόξα σοι.


---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ

Εικόνα
«Αναστάσεως ημέρα….»


Αναστάσεως ημέρα, και λαμπρυνθώμεν τη πανηγύρει, και αλλήλους περιπτυξώμεθα. Είπωμεν, αδελφοί, και τοις μισούσιν ημάς˙ Συγχωρήσωμεν πάντα τη Αναστάσει, και ούτω βοήσωμεν˙ Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας, και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος.

Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία ο Κύριος μετά Σου. Ευλογημένη Συ εν Γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου, ότι Σωτήρα έτεκες των ψυχών ημών.
Άβαταρ μέλους
eleimon
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3520
Εγγραφή: Τρί Νοέμ 11, 2008 6:34 am
Τοποθεσία: Ελπίδα-Αθήνα

Re: «Η ζωή εν τάφω…»,«Άξιον Εστί…»,«Αι γενεαί αι πάσαι…»

Δημοσίευση από eleimon »

IΔΟΥ Ο ΝΥΜΦΙΟΣ ΕΡΧΕΤΑΙ ΕΝ ΤΟ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΝΥΚΤΟΣ
«Το θάνατο δεν τον φοβά­μαι, όχι βέβαια ένεκα των έργων μου, αλλά επειδή πιστεύω στο έλεος του Θεού».
Άβαταρ μέλους
eleimon
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3520
Εγγραφή: Τρί Νοέμ 11, 2008 6:34 am
Τοποθεσία: Ελπίδα-Αθήνα

Re: «Η ζωή εν τάφω…»,«Άξιον Εστί…»,«Αι γενεαί αι πάσαι…»

Δημοσίευση από eleimon »

ΣΗΜΕΡΟΝ ΚΡΕΜΑΤΑΙ ΕΠΙ ΞΥΛΟΥ....

«Το θάνατο δεν τον φοβά­μαι, όχι βέβαια ένεκα των έργων μου, αλλά επειδή πιστεύω στο έλεος του Θεού».
goldengreek25
Τακτικό Μέλος
Τακτικό Μέλος
Δημοσιεύσεις: 28
Εγγραφή: Τρί Ιαν 20, 2009 3:32 am

Re: «Η ζωή εν τάφω…»,«Άξιον Εστί…»,«Αι γενεαί αι πάσαι…»

Δημοσίευση από goldengreek25 »

Τον ήλιον κρύψαντα τας ιδίας ακτίνας
και το καταπέτασμα του ναού διαρραγέν
τω του Σωτήρος θανάτω, ο Ιωσήφ θεασάμενος
προσήλθε των Πιλάτω και καθικετεύει λέγων:
"Δος μοι τούτον τον ξένον,
Τον εκ βρέφους ως ξένον ξενωθέντα εν κόσω.
Δος μοι τούτον τον ξένον,
ον ομόφυλοι, μισούντες θανατούσιν ως ξένον.
Δος μοι τούτον τον ξένον,
ον ξενίζομαι βλέπειν του θανάτου τον ξένον.
Δος μοι τούτον τον ξένον,
όστις οίδε ξενίζειν τους πτωχούς και τους ξένους.
Δος μοι τούτον τον ξένον,
Ον Εβραίοι τω φθόνω απεξένωσαν κόσμω.
Δος μοι τούτον τον ξένον,
ίνα κρύψω εν τάφω, ος ως ξένος ουκ έχει την κεφαλήν πού κλίνη.
Δος μοι τούτον τον ξένον,
ον η μήτηρ ορώσα νεκρωθέντα εβόα:
Ω Υιέ και Θεέ μου, ει και τα σπλάχνα τριτρώσκομαι
και καρδίαν σπαράττομαι νεκρόν σε καθορώσα
αλλά τη ση αναστάσει θαρρούσα μεγαλύνω".
Και τούτοις τοις λόγοις δυσωπών τον Πιλάτον
ο ευσχήμων λαμβάνει του Σωτήρος το σώμα,
ο και φόβω εν σινδόνι ενειλήσας και σμύρνη,
κατέθετο εν τάφω τον παρέχοντα πάσι
ζωήν αιώνοιν και το μέγα έλεος.
Άβαταρ μέλους
smarti
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 5165
Εγγραφή: Κυρ Μαρ 09, 2008 6:00 am
Τοποθεσία: Σμαρώ@Κατερίνη, Σέρρες

Re: «Η ζωή εν τάφω…»,«Άξιον Εστί…»,«Αι γενεαί αι πάσαι…»

Δημοσίευση από smarti »

eleimon έγραψε:IΔΟΥ Ο ΝΥΜΦΙΟΣ ΕΡΧΕΤΑΙ ΕΝ ΤΟ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΝΥΚΤΟΣ
http://www.youtube.com/watch?v=TyZihGy-5O8
«Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός
και μακάριος ο δούλος, ον ευρήσει γρηγορούντα
ανάξιος δε πάλιν, ον ευρήσει ραθυμούντα.
Βλέπε ουν ψυχή μου, μη τω ύπνω κατενεχθής,
ίνα μη τω θανάτω παραδοθής,
και της Βασιλείας έξω κλεισθής
αλλά ανάνηψον κράζουσα
Άγιος, Άγιος, Άγιος ει ο Θεός
δια της Θεοτόκου, ελεήσον ημάς».
Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία ο Κύριος μετά Σου. Ευλογημένη Συ εν Γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου, ότι Σωτήρα έτεκες των ψυχών ημών.
Άβαταρ μέλους
smarti
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 5165
Εγγραφή: Κυρ Μαρ 09, 2008 6:00 am
Τοποθεσία: Σμαρώ@Κατερίνη, Σέρρες

Re: «Η ζωή εν τάφω…»,«Άξιον Εστί…»,«Αι γενεαί αι πάσαι…»

Δημοσίευση από smarti »

eleimon έγραψε:ΣΗΜΕΡΟΝ ΚΡΕΜΑΤΑΙ ΕΠΙ ΞΥΛΟΥ....

http://www.youtube.com/watch?v=0n5MepwX ... re=related
Εικόνα


Σήμερον κρεμάται επί ξύλου,
ο εν ύδασι την γην κρεμάσας.
Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται,
ο των αγγέλων βασιλεύς.
Ψευδή πορφύραν περιβάλλεται,
ο περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις.
Ράπισμα κατεδέξατο,
ο εν Ιορδάνη ελευθερώσας τον Αδάμ.
Ήλοις προσηλώθη, ο νυμφίος της Εκκλησίας.
Λόγχη εκεντήθη, ο υιός της Παρθένου.
Προσκυνούμεν σου τα Πάθη, Χριστέ.
Δείξον ημίν και την ένδοξόν σου Ανάστασιν.
Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία ο Κύριος μετά Σου. Ευλογημένη Συ εν Γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου, ότι Σωτήρα έτεκες των ψυχών ημών.
konstantinoupolitis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1080
Εγγραφή: Τετ Ιαν 17, 2007 6:00 am
Τοποθεσία: Μακεδονία

Re: «Η ζωή εν τάφω…»,«Άξιον Εστί…»,«Αι γενεαί αι πάσαι…»

Δημοσίευση από konstantinoupolitis »

Το θέμα αυτό καλό θα είναι να μεταφερθεί στην αντίστοιχη κατηγοριοποίηση με τα λειτουργικά θέματα. Καλό θα είναι ο διαχειριστής μας αν γίνεται να το μεταφέρει εκεί.

Κωνσταντίνος
Άβαταρ μέλους
smarti
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 5165
Εγγραφή: Κυρ Μαρ 09, 2008 6:00 am
Τοποθεσία: Σμαρώ@Κατερίνη, Σέρρες

Re: «Η ζωή εν τάφω…»,«Άξιον Εστί…»,«Αι γενεαί αι πάσαι…»

Δημοσίευση από smarti »

"Το μοιρολόι της Παναγιάς"

Εικόνα
Σήμερον μαύρος ουρανός,
σήμερον μαύρη μέρα,
σήμερον εσταυρώσανε,
τον πάντων βασιλέα.
Σήμερον όλοι θλίβονται
και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερον έβαλαν βουλήν
οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά
οι τρισκαταραμένοι.
Σαν κλέφτη τον επιάσανε
και σαν φονιά τον πάνε
και στου Πιλάτου τις αυλές
εκεί τον τυραγνάνε.
Κι' η Παναγιά η δέσποινα
κ' οι άλλες οι γυναίκες
έπιασαν το στρατί στρατί,
στρατί το μονοπάτι.
Το μονοπάτι τς' έβγαλε
μεσ' στου ληστή την πόρτα.
Τηρά δεξιά, τηρά ζερβά,
κανέναν δεν γνωρίζει.
Τηρά και δεξιώτερα
βλέπει τον Άγιο Γιάννη
-Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε
και βαπτιστή του γυιού μου
μην είδες τον γιόκα μου
και σένα δάσκαλό σου;
-Δεν έχω γλώσσα να σου πω
γλώσσα να σου μιλήσω,
δεν έχω χεροπάλαμο,
για να σού τονε δείξω.
Βλέπεις εκείνον τον γυμνό,
τον παραπονεμένο,
οπού φορεί πουκάμισο
στο αίμα βουτημένο;
Οπούναι τα ματάκια του
ραμμένα με μετάξι,
κι οπού φορεί στην κεφαλή
αγκάθινο στεφάνι;
Εκείνος είναι ο γιόκας σου
και μένα δάσκαλός μου.




Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ


Εικόνα

Αδέ μαντάτον σκοτεινόν τζιαι μέρα λυπημένη
που ήρτεν σήμερον σε μεν την πολλοπικραμένην.

Αδέ χαράν που δκιάβασα τζι' εγέννησα τον ήλιον
τον φόον που επέρασα στης γέννησης τον σπήλιον
για τον Ηρώδην τον πικρόν μεν χάσει το βασίλειον.

Γρυσόν δεντρόν εβλάστησεν ο εύσπλαχνος υιός μου
τζ' έβκαλεν κλώνους δώδεκα για σιεπασμόν του κόσμου.

Τωρά οι κλώνοι κόπηκαν τα φύλλα μαραθήκαν
τζι' η βρύση εσταμάτησεν, όλα εξερανθήκαν.

Ιούδας τον επρόδωσεν αργύρια τριάντα
τζι' ενόμισεν ο μιαρός πως θα τα έσιει πάντα.

Τζι' ο κωμοδρόμος άνομος απού να δκιακονήσει
μήτε ψουμίν να 'βρει να φα, με ρούχον να φορήσει.

Είπαν του κόψε τέσσερα, τζιαι τζιείνος κόφκει πέντε
νήεν κοπούν τα γρόνια του να μείνουν μέρες πέντε.

Πέντε καρ(φ)κιά εβάλασιν επάνω στον υιόν μου
τζι' εκάμαν Τον τζι' εφύρτηκεν το φως των οφθαλμών μου.

Ω! Πανσεβάσμιε σταυρέ ξύλον ευλογημένον
όπου βαστάζεις τον Θεόν πάνω σου κρεμασμένον.

Σκύψε σταυρέ να δυνηθώ, να τον καταφιλήσω
τον ποιητήν μου και Θεόν να τον ποσιαιρετήσω.

Όρη αναστενάξετε και πέτρες ραγιστείτε
Και ζωντανοί τες λύπες μου κλάψετε και θρηνείτε.

Κλάψετε χήρες κι ορφανά, όλοι την συντροφιά σας
κλάψετε τον διδάσκαλον και την παρηγοριάν σας.

Τζιαι που μασιέριν να σφαώ τζιαι που κρεμόν να δώσω
τζιαι που ποτάμιν σύθθολον να μπω να παραδώσω.

Τζι' η Δέσποινα που το 'βκαλεν προφήτισσα λοάτε
τζιείνης πρέπει η δόξασις τζ' εμέναν τ' ως πολλά 'τε.

Πηγές: Παλιό χειρόγραφο από το χωριό Καπούτι της Κύπρου.
Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία ο Κύριος μετά Σου. Ευλογημένη Συ εν Γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου, ότι Σωτήρα έτεκες των ψυχών ημών.
Άβαταρ μέλους
smarti
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 5165
Εγγραφή: Κυρ Μαρ 09, 2008 6:00 am
Τοποθεσία: Σμαρώ@Κατερίνη, Σέρρες

Re: «Η ζωή εν τάφω…»,«Άξιον Εστί…»,«Αι γενεαί αι πάσαι…»

Δημοσίευση από smarti »

ΟΙ ΠΟΝΟΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Εικόνα

Που να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί τ' Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ' άδικο φωνάξεις.
Ξέρω πως θα 'χεις τη καρδιά τόσο καλή, τοσο γλυκή,
που με τα βρόχια της οργής ταχιά θε να σπαράξεις.

Συ θα 'χεις μάτια γαλανά, θα 'χεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνισμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο -όχι σκλάβος ή προδότης.

Tη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν' ακώ, πουλάκι μου
ζεστό να σου 'τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,
κι ύστερ' απ' το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολιό με πλάκα και κοντύλι

Kι αν κάποτε τα φρένα σου μ' αλήθεια, φως της αστραπής,
χτυπήσει ο Κύρης τ' ουρανού, παιδάκι μου να μη τη πεις!
Θεριά οι ανθρώποι, δε μπορούν το φως να το σηκώσουν!
Δεν είν' αλήθεια πιο χρυσή σα την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν!
Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία ο Κύριος μετά Σου. Ευλογημένη Συ εν Γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου, ότι Σωτήρα έτεκες των ψυχών ημών.
Άβαταρ μέλους
smarti
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 5165
Εγγραφή: Κυρ Μαρ 09, 2008 6:00 am
Τοποθεσία: Σμαρώ@Κατερίνη, Σέρρες

Re: «Η ζωή εν τάφω…»,«Άξιον Εστί…»,«Αι γενεαί αι πάσαι…»

Δημοσίευση από smarti »

Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Εικόνα

Ἀδεμαντᾶτο σκοτεινὸ καὶ μέρα λυπημένη
ποὺ ἦλθεν σήμερα σὲ μέν᾿ τὴν πολλοπικραμένη
ἔπιασαν τὸν υἱούλην μου κι ἔμεινα ὀρφανεμένη.

Ἄρχοντες ἀγρικήσατε ὅσ᾿ εἶστε συναγμένοι
νὰ σᾶς εἰπῶ μίαν γραφὴ τὴν ἔχουσιν θεσμένη.
Ἀκούσατε μετὰ χαρᾶς Ἁγίας ἱστορίας
τὰ πάθη τοῦ Κυρίου μας, θρῆνον τῆς Παναγίας
καὶ πρῶτον πῶς ἐστάθηκε καὶ πῶς ἐμελετήθη,
πῶς ἐπροδόθη ὁ Χριστὸς καὶ πῶς ἐκατακρίθη.

Πρῶτον ἐσυμβουλεύθηκαν οἱ ἄνομοι Ἑβραῖοι
οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ σοφοὶ αὐτοὶ οἱ Φαρισαῖοι
κατὰ Χριστοῦ ἐφρίαξαν καὶ νὰ ἐμελετῆσαν
γιὰ νὰ σταυρώσουν τὸν Χριστὸν τὴν γνώμη τους ἐστῆσαν
ὅσοι προδώνουν τὸν Χριστὸν ἀργύρια νὰ τάξουν
κ᾿ ὅσοι γυρεύουν τὸν Χριστὸν νὰ πᾶν νὰ τὸν ἁρπάξουν.

Ἀπὸ τοὺς μαθητάδες του ἐδόθην ἡ αἰτία
καὶ ἐπροδόθην ὁ Χριστὸς μὲ τὴν φιλαργυρία.
Ἰούδας τὸν ἐπρόδωσεν καθὼς εἶναι γραμμένον
καὶ ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν τὸ πάλαιγεγραμμενον.

Τρέχει ὁ τρισκατάρατος καὶ πάγει στοὺς Ἑβραίους
καὶ λέγει τους μιὰν ἀφορμὴ αὐτοὺς τοὺς Φαρισαίους
τί ἔχετε νὰ δώσετε γιὰ νὰ σᾶς βεβαιώσω
Ἐκεῖνον ποὺ γυρεύετε νὰ σᾶς τὸν παραδώσω.

Ἐκεῖνοι τοῦ ἐτάξασιν ἀργύρια τριάντα
καὶ νόμισεν ὁ μιαρὸς πὼς θὰ τὰ ἔχει πάντα.
Τότε εὐχαριστήθηκε καὶ γιὰ νὰ βεβαιώσει
ἔκαμεν ὅρκον φοβερὸν νὰ τοὺς τὸν παραδώσει
ἐγὼ πηγαίνω ἔμπροσθεν κι ἐσεῖς λοιπὸν κοπιάστε
ὅποιον φιλήσω λέγει τοὺς αὐτὸς ἐστὶ τὸν πιάστε.

Ἔτρεξαν ὅλοι παρευθύς, ὡσὰν οἱ διαβόλοι
καὶ πῆγαν κ᾿ ηὗραν τὸν Χριστὸν μέσα στὸ περιβόλι
Ἰούδας τρέχει πιὸ μπροστὰ χαῖρε Ραββί, τοῦ λέγει
τάχα πὼς ἐλυπήθηκε κι ἀρχίνησεν νὰ κλαίει
τὰ βρομερὰ τὰ χείλη του τὸν Ἰησοῦ φιλῆσαν
καὶ στρατιῶτες παρευθὺς ὅλοι τους τὸν ἐστῆσαν

ὡσὰν φονιὰ τὸν πιάνουσιν κ᾿ ὡσὰν ληστὴ τὸν δίνουν
καὶ στοῦ Πιλάτου πῆραν τον κι ἐμπρός του τόνε στήνουν
ὁ δὲ Πιλᾶτος λέγει τους: ἔχετε μαρτυρία
κατ᾿ ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ νὰ γράψω τὴν αἰτία.

Ὅλοι του ἀποκρίθηκαν ὅτι τὸ μαρτυροῦμε
πὼς εἶναι ἔνοχος σταυροῦ γιὰ τοῦτον τὸν διοῦμεν
ἐμπρός του τρεῖς ἐστάθησαν καθεὶς νὰ μαρτυρήσει
Γιατὶ εἶπε ὅτι τὸν Ναὸν θέλει τὸν καταλύσει
καὶ τρεῖς ἡμέρες ὕστερα θέλει τὸν ἀναστήσει.
Εἶπεν ὅτι εἶναι Υἱὸς Θεὸς κ᾿ ἐποίησεν τὴν χτίσην.

Ὁ δὲ Πιλάτος λέγει τους δὲν τοῦ ῾βρηκα αἰτίαν
οὔτε κανένα φταίξιμο οὔτε κἂν ἁμαρτίαν
ἀλλ᾿ ὅμως τοῦ ἐφώναξαν ἂν δὲν τόνε σταυρώσεις
ὅτ᾿ ἔλθη ποὺ τὸν Καίσαρα νὰ μὴν τὸ μετανιώσεις

καὶ ὁ Πιλάτος φοβηθεὶς ῾στάθη καὶ συλλογίσθη
καὶ πρόσταξε καὶ φέραν του εὐθὺς νερὸ καὶ νίφθη
κι ἔδωσεν τὴν ἀπόφασιν γιὰ νὰ τὸν θανατώσουν
ἀδίκως τὸν κατέκρινεν γιὰ νὰ τὸν ἠσταυρώσουν.

Πάλιν σᾶς λέγω ἄρχοντες νὰ πῶ στὴν ἀφεντιά σας
τὸ κρίμαν του, τὸ αἷμα του, ἂς τό ῾βρουν τὰ παιδιά σας
γιατὶ κακὸν δὲν ἔκαμεν πὼς νὰ τὸν κατακρίνω
ἀλλὰ σὰν μὲ βιάσατε στὴν γνώμη σας νὰ κλίνω
καὶ σεῖς ὅλοι σας ὄψεσθε ὡς λέγει ἡ γραφή σας
ἐπάρτε τον, σταυρῶστε τον, ὡς θέλετε ἀτοί σας.

Ἁρπάξαν τον οἱ ἄνομοι στὰ βρομερά τους χέρια
καὶ πίπταν του στὸ πρόσωπο μὲ βέργιες μὲ μαχαίρια
ἐδίνασιν τὰ μάτια του κι ὅλοι τὸν ἐραπίζαν
ἐφτύναν του στὸ πρόσωπο κι ὀμπρός του γονατίζαν
κι ἐλέγαν του: προφήτεψε ἡμᾶς Χριστὲ νὰ δοῦμεν
ἂν βρεῖς ποῖος σὲ ράπισε τώρα νὰ πιστευτοῦμε.

Πολλὰ κακὰ τοῦ κάμασιν καθένας ὅτ᾿ ἐμπόρεν
ὕστερα τοῦ ἐβγάλασιν τὰ ροῦχα ποὺ ἐφόρεν
ἔπιασαν καὶ φορήσαν του χλαμύδα τὴν κοκκίνη
καὶ τὸν ἐπεριπέζασιν μὲ τόση κατασχύνη
ἔπλεξαν καὶ φορήσαν του στέφανον ἀκανθένον
τὸ γένος τὸ ἀχάριστον τὸ τρὶς καταραμένον.

Ἐπιάσαν τον καὶ πῆραν τον γιὰ νὰ τὸν θανατώσουν
ἐπάνω εἰς τὸν Γολγοθᾶ γιὰ νὰ τὸν σταυρώσουν
τὸν Κυρηναῖο Σίμωνα ἠγγάρευσαν νὰ ἄρει
τοῦ Ἰησοῦ μας τοῦ Χριστοῦ, Σταυρὸν γιὰ νὰ τοῦ πάρει
ἐπῆραν τον στὸν Γολγοθᾶ, ἐκεῖ καὶ σταύρωσάν τον
καὶ διορίσαν φύλακες ἐκεῖ καὶ ἔβλεπάν τον

πέντε καρφιὰ τοῦ βάλασιν, μεγάλα σιδερένια
στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια του ἐπίτηδες κομμένα·
ἕνα καρφὶ πυρούμενο ἔμπηξαν στὴν καρδιά του
ἔκρουσαν καὶ καήκασιν μέσα στὰ σωθικά του.

Βάλλει φωνή, ζητᾶ νερό, διψᾶ νὰ τὸν ποτίσουν
κι οἱ σκύλοι οἱ παράνομοι δὲν θέ᾿ νὰ καηλίσουν.
Μὰ τῆς καρδιᾶς τὸ καρφὶ δὲν μπόρα νὰ ὑποφέρει
κι ὅταν τὸν ἐσταυρώσασιν ἤτανε μεσημέρι
ἐβάλαν ξύδι μὲ χολὴ σὲ σπόγγο στὸ καλάμι
κι ἐδῶσαν του το νὰ τὸ πιεῖ τὴν δίψα ν᾿ ἀποκάμει.

Ὅταν τοῦ τὰ ἐπότισαν τοῦτον τὸν λόγο εἶπε:
«Τώρα ἐτελειώθησαν τὰ λόγια τοὺς προφῆτες»
καὶ μὲ τὰ ταῦτα πάραυτα, ἔγειρε καὶ λιγώθη
Θεὲ Θεὸν ἐφώναξε τὸ πνεῦμα παρεδόθη
τότε ἐγίνηκε σεισμὸς ὡς τὴν ἐνάτην ὥρα
ὥστε πολλοὶ ἐλέγασιν θὲ νὰ χαλάσει ἡ χώρα
ἡ γῆ ὅλη ἐσίστηκεν τὰ μνήματα ἀνοιχτήκαν
οἱ πέτρες ἐραγίστησαν κομμάτια ἐγινήκαν
ὁ ἥλιος ἐσκοτίστηκεν κι γῆ χαμαὶ βρυχάτου
κι οἱ σκύλοι οἱ παράνομοι κανεὶς δὲν ἐλυπάτουν.

Οἱ ἄγγελοι ἐτρόμαξαν τὸ θαῦμα ποὺ ἐγίνη
καὶ ὁ Ναὸς ἐσχίσθηκε δυὸ μερτικὰ ἐγίνη
Ὅλον τὸ καταπέτασμα τὸ τοῦ Ναοῦ ἐσχίσθη
ὅλη ἡ γῆ κι ὁ οὐρανὸς σὰν δέντρον ἐμποσείσθη.

Τότε ἡ Παναγία μου ἐστέκετουν κλαμμένη
θλιμένη καὶ περίλυπη χαμαὶ στὴ γῆ φυρμένη
ἐτράβαν τὰ μαλάκια της τὸ στῆθος της ἐχτύπαν
οὔτε τὸν κόσμο ἔβλεπε οὔτε φωνὲς ἀγρίκαν.

Ἔκλαιε καὶ ἐφώναζε: «Υἱέ μου καὶ Θεέ μου
τί εἶναι ταῦτα ποὺ θωρῶ ποὺ δὲν εἶδα ποτέ μου.»
«Ἂχ τέκνον μου τί ἔπαθες καὶ εἶσαι τόσον θλιμένον
θλιμένον καὶ περίλυπον καταδεδικασμένον».

Υἱέ μου κανακάρη μου κ᾿ ἀκριβαναγιωμένον
Ποιὸς μοῦ τὸ λάλεν νὰ σὲ δῶ στὸ ξύλο σταυρωμένον
ὅπου μαχαίρι νὰ σφαγῶ κι ὅπου γκρεμὸς νὰ δώσω
κι ὅπου ποτάμι σὰν θολὸ νὰ μπῶ νὰ παραδώσω
εἰδὲ μαχαίρι κοφτερὸ ποὺ μπῆκε στὴν καρδιά μου
ἐμπῆκε καὶ κατέκοψε μέσα στὰ σωθικά μου
ὅπου τρομάρα τρέμουσιν τὰ μέλη μου σπαράζουν
τὰ σωθικά μου τρέμουσιν τὰ σπλάχνα μου ταράσσουν.

Τί ἔκανες, τί ἔπταισες Υἱέ μου τῶν Ἑβραίων
καὶ τώρα μὲ ἐκάνασιν ἀληθινὰ νὰ κλαίω
τόσα καλὰ ποὺ ἔκανες τοῦ ἀχαρίστου γένους
τοὺς παραλύτους γιάτρεψες καὶ τοὺς ἀρρωστημένους
κουφούς, χωλοὺς ἐγιάτρεψες ὁμοῦ καὶ λεπρωμένους
τυφλοὺς τὸ φῶς ἐχάρισες, τοὺς ὄντως λαβωμένους
ἀνάστησες δὲ καὶ νεκροὺς μόνο μὲ τὴν φωνή σου
καὶ φεύγασιν οἱ δαίμονες μόνο μὲ τὴν βουλή σου.

Σαράντα χρόνια ἔτρωγαν στὴν ἔρημο τὸ μάννα
καὶ τώρα οἱ ἀχάριστοι εἰδὲ ἴντα σοῦ κάμαν.
Ἀντὶ τοῦ μάννα τὴν χολὴ καὶ ξύδι σὲ ποτίσαν
κι ἀντὶ τῆς πέτρας τὸ νερὸ μὲ ἅλυσον σ᾿ ἐδείσαν
ἀντὶ π᾿ ἀνάστησες νεκροὺς καὶ εἶδαν καὶ θαυμάσαν
τώρα οἱ σκύλοι οἱ ἄνομοι στὸ ξύλο σὲ κρεμάσαν.

Τοιαῦτα λόγια θλιβερὰ ἔλεγεν ἡ Κυρία
Ἡ Παναγία ἡ Δέσποινα ἡ ταπεινὴ Μαρία.

«Υἱέ μου, τὴν μητέρα σου ἰδέ την καὶ λυπήθου
Εἰδέ την καὶ λυπήθου την, εἰδέ την καὶ σπλαχνίθου.»

Τοῦτο τὸν λόγο εἶπε τὸν κι ἔγειρε καὶ λιγώθη

ἐφύρτην κι ἔπεσε χαμαὶ πάνω στὴ γῆ φυρμένη,
φυρμένη μαύρη σκοτεινὴ ὡσὰν ἀποθαμένη
κι ὅταν τὴν ἐποφύρασιν ἀρχίνησεν νὰ κλαίει
Τὸν Γιόν της τὸν Μονογενῆ καὶ πάλι νὰ τὸν λέγει:

Ἂχ τέκνον μου, γλυκύτατο καὶ φῶς τῶν ἀμαθκιῶν μου
καὶ ποῦν οἱ μαθητάδες σου, οἱ ἑβδομήντα θκυό μου,
καὶ ποῦν οἱ μαθητάδες σου ἡ πρώτη δωδεκάδα
καὶ μοναχὴ μ᾿ ἀφήσανε μὲ θλίψη καὶ πικράδα
καὶ μοναχὴ μ᾿ ἀφήσανε μὲ θλίψη καὶ πικρία
μὲ πόνους καὶ μὲ βάσανα τὴν ταπεινὴ Μαρία
καὶ ποῦ νὰ πά᾿ νὰ πορευθῶ καὶ ποῦ νὰ πά᾿ νὰ μείνω
τίνος τὸ σπίτι ἡ φτωχὴ τὴν κεφαλὴ νὰ κλίνω
ποίον νὰ ἔχω σύντροφο νὰ κάθομαι νὰ κλαίω,
τοὺς πόνους καὶ τὰ βάσανα καὶ τίνος νὰ τὰ λέω
πότε νὰ ἔρθεις τέκνον μου ὥστε νὰ σὲ κατέχω
κλαίω ἀπαρηγόρητα, παρηγοριὰ δὲν ἔχω.

Τὶς βοῦκες της κατέσχισε, τὰ αἵματα ἐτρέχαν
τὰ δάκρυά τῆς ἔτρεχαν, χαμαὶ τὴ γῆ ἐβρέχαν
ἐτράβαν τὰ μαλλάκια της, τὸ στῆθος της ἐκτύπαν
οὔτε τὸν κόσμο ἔβλεπε οὔτε φωνὲς ἐγρίκαν
δυὸ βρύσες ἐγινήκασιν τὰ δύο της ἀμάτια
τὸ στῆθος της τὲς βοῦκες της ἐκάμεν τες κομμάτια.

Υἱέ μου ὅταν σὲ γέννησα δὲν εἶχα τέτοιους πόνους
καὶ τώρα πόνοι τετραπλοὶ τὰ σωθικά μου σπρώχνουν
ὅταν σὲ γαλακτότρεφα εἶχες Θεοῦ τὴν χάρη
ἐθώρουν σε καὶ χαιρόμουν καὶ βαστοῦν σὲ καμάρι
ὅταν σὲ ῾ποσαράντονα τότε στὸν Ἱερέα
τὸν Συμεὼν τὸν θαυμαστὸ τότ᾿ ἔτσι τὸν ἐλέγαν
αὐτὸς μοῦ ἐπροφήτευσεν αὐτὴ τὴν προφητεία
πῶς μέλλει διελεύθουσα ῥομφαία στὴν καρδιά.

Αὐτὰ μοῦ ἐπροφήτευσεν ὁ Συμεὼν Θεόπτης.
Ἰδοὺ ῥομφαίαν καὶ σπαθὶν τὰ σωθικά μου κόπτει
ἰδοὺ θωρῶ τὸ τέκνο μου στὸ ξύλο σταυρωμένο
καὶ μέσα στὴν καρδίαν του ἔχουν το καρφωμένο,
ξύλο ὅπου σταυρώθηκε ὁ Πλάστης καὶ Θεός μου
Ὁ ποιητὴς τοῦ Οὐρανοῦ τῆς γῆς κι ὅλου τοῦ κόσμου
ἐποίησε τὸν Οὐρανὸ ἥλιο καὶ τὸ φεγγάρι
τὴ γῆν ὁμοῦ τὴν θάλασσα μὲ κάθε λογῆς ψάρι.

Σταυρέ μου, ξύλο Ἅγιο ξύλο εὐλογημένο
ξύλο πανυπερθαύμαστο κι ὑπερδεδοξασμένο
ξύλο ὅπου ἐβλάστησες τὸ εἶδος τριῶν ξύλων
πεῦκος, κέδρος, κυπάρισσος τοῦ παραδείσου φύλλο.

Υἱέ μου τὴν μητέρα σου ἰδέ την καὶ λυπήθου
ἰδέ την καὶ λυπήθου την ἰδέ την καὶ σπλαχνίθου.
Υἱέ μου τὴν μητέρα σου ἰδὲ καὶ μίλησέ της
συντῆχε της δυὸ λόγια καὶ παρηγόρησέ την.
Εἰς ποίον μὲ παρέδωσες κ᾿ εἰς ποίον θὰ μ᾿ ἀφήσεις
καὶ ἀπεκρίθη ὁ Χριστὸς τῆς Δέσποινας καὶ λέγει:

Μητέρα μου, μητέρα μου, σιώπησε μὴν κλαίεις
τὸν Ἰωάννη φίλο μου ἐγὼ σοῦ παραδίδω
νὰ σ᾿ ἔχει σὰν μητέρα του καὶ σὺ υἱὸν ἐκεῖνον.

Ὢ Ἰωάννη φίλε μου, ἔφθασε ἡ τιμή σου
ἔπαρε τὴν μητέρα μου καὶ ἔχε την μαζί σου.

Τότε τὴν ἐπαράλαβε, στὸ σπίτι του τὴν παίρνει
καὶ δὲν εἶχε παρηγοριὰν ἡ πολλοπικραμένη.

Πάλιν δευτεροφίρτηκεν φιρμένη δυὸ ὧρες
ῥαντίζαν την ῥοδόσταμμαν οἱ τότε μυροφόρες
Μάρθα, Μαρία ἤτανε ὁμοῦ καὶ ἡ Σωσσάνα
κι ἄλλη Μαρία τοῦ Κλωπᾶ ὁμοῦ καὶ Ἰωάννα.
Τοῦτες οἱ πέντε ἤτανε ποὺ τὴν παραμυθοῦσαν
καὶ βλέπαν την μὴν σκοτωθεῖ καὶ τὴν παρηγοροῦσαν.

Ἔτρεξαν εἰς τὸν Ἰωσὴφ ἀπὸ Ἀριμαθίας

καὶ τὸν ἐπαρακάλεσαν νὰ πάει στοῦ Πιλάτου
γιατὶ αὐτοῦ τοῦ Ἰωσὴφ ἐπαίρναν ἡ ῥιτζιά του.

Ἔτρεξαν ὅλοι παρευθὺς στοῦ ἡγεμόν᾿ νὰ φτάσουν
τὸν Ἰησοῦ μας τὸν Χριστὸ γιὰ νὰ τὸν κατεβάσουν.
Ἐπήγαινε κι ἡ Δέσποινα μετὰ τοῦ Νικοδήμου
Τοῦ Μαθητοῦ τοῦ Ἰησοῦ, κείνου τοῦ περιφήμου.

Νικόδημος καὶ Ἰωσὴφ πηγαίνουν στοῦ Πιλάτου
κι ἡ Δέσποινα γονατιστὴ ἔκλαιε μπροστά του.

Νὰ σὲ παρακαλέσουμε ἀφέντη μου Πιλᾶτε
γιατί τὴν ἐξουσία σου ὁ κόσμος τὴν φοβᾶται
γιὰ νὰ μᾶς δώσεις τὸν Χριστό, κεῖνον τὸν σταυρωμένο
κεῖνο ποὺ πάνω στὸν σταυρό, Χριστὸ τὸν πεθαμένο
ἐκεῖνον ποὺ σταυρώσατε ἐχτὲς πάνω στὸ ξύλο
γιατὶ δὲν ἔχει συγγενεῖς οὔτε κανένα φίλο
δῶσ᾿ μας τον νὰ τὸν θάψουμε, καθὼς εἶναι ἡ τάξη
γιατὶ δὲν ἔχει συγγενεῖς τώρα νὰ τὸν κοιτάξει.

Πιλᾶτε, τί σὲ ὠφελεῖ κι ἂν εἶναι σταυρωμένος
κι ἂν εἶναι πάνω στὸ σταυρὸ τόσ᾿ ὧρες κρεμασμένος
νεκρὸς χλωμὸς κατάντησε νεκρὸς καὶ πεθαμένος.
Δῶσ᾿ μας τον νὰ τὸν θάψουμε κι εἶναι φτωχὸς καὶ ξένος
ἐχόρτασε ἡ δίψα τους τοὺς ἄνομους Ἑβραίους
τέλειωσε τὸ ἔργο τους αὐτοὺς τοὺς Φαρισαίους.

Τοιαῦτα λόγια θλιβερὰ ὁ Ἰωσὴφ ἐλάλεν
εἰς τὸν Πιλᾶτον τὸν κριτὴν καὶ τὸν ἐπαρακάλεν
καὶ ὁ Πιλᾶτος λέγει του: ποίον ἔχεις νὰ πέψεις
νὰ στείλει ἑκατόνταρχον γιὰ νὰ τὸν κονταρέψει,
ἂν ἴσως καὶ ἀπέθανε χαπάριν νὰ τοῦ πέψει.

Εὐθὺς ἐπῆγαν στὸν Χριστὸν καὶ ἐκονταρέψαν τον
ποὺ τὴν δεξιά του τὴν πλευρὰ αὐτοὶ ἐλόγχεψάν τον
ἐκεῖ ποὺ τὸν ἐλόγχεψεν βγῆκε νερὸ καὶ αἷμα·
ἰδὼν ὁ ἑκατοντάρχος καὶ ὅλοι τους ἐτρέμαν,
ἐπιστεῦσαν πὼς εἶν᾿ Θεὸς κι ἤθελε ἑκουσίως
νὰ σταυρωθεῖ καὶ νὰ ταφεῖ σὰν θέλει αὐτεξουσίως.

Αὐτὸν τὸν ἑκατόνταρχον ἐλέγαν τον Λογγῖνο,
ἐπίστεψε στὰ χέρια του καὶ πίστεψε σ᾿ ἐκεῖνον
καὶ στὸν Πιλᾶτο ἔτρεξε διὰ νὰ τὸν προλάβει
πὼς εἶν᾿ νεκρὸς καὶ πέθανε νὰ μὴν ἀμφιβάλλει.

Καὶ ὁ Πιλᾶτος παρευθὺς τοῦ Ἰωσὴφ δανείζει
τὸν Ἰησοῦ μας τὸν Χριστό, χάρη μας τὸν χαρίζει
τότε λοιπὸν ὁ Ἰωσὴφ ἔτρεξε νὰ προφθάσει
τὸν Ἰησοῦ μας τὸν Χριστὸ γιὰ νὰ τὸν κατεβάσει.

Πάνω στὸν Τίμιο Σταυρὸ ἔτρεξαν καθὼς ἦσαν
καὶ κατεβάσαν τὸν Χριστὸ καὶ τὸν ἐπροσκυνῆσαν
ἡ Παναγία ἡ Δέσποινα ἦταν τοῦ πανωθκιόν του
καὶ ἔσκιπτεν καὶ φίλαν το συχνὰ τὸ πρόσωπόν του
ἔκλαιεν καὶ ἐφώναζεν σὰν κλαῖσιν κι ἄλλες μάνες
καὶ τρεχασιν τὰ μάτια της σὰν τρέχουν οἱ φουντάνες.

Ὦ Μιχαὴλ Ἀρχάγγελε, ποῦ τοὖν᾿ ὁ Λογισμός σου
κι εἶπες μου: Χαῖρε Δέσποινα ἐπιάσαν τὸν Υἱό σου
καλύτερα εἶχες μου πεῖ: δέχθου τὸν θάνατόν σου
ἔχει τρία μερόνυχτα ὅπου τὸν τυρρανίζουν
ὁλόγυμνο τὸν γιούλην μου τὲς στράτες τὸν γυρίζουν
φορεῖ στεφάνι ἀγκαθὸ πάνω στὴν κεφαλή του
καὶ δὲν τὸ ξέρουν οἱ ἄνομοι πὼς -ε- μὲ τὴν βουλή του

Ἔβαλαν λίτρες ἑκατὸν σμύρναν μὲ τὸ λοβάρι
κι ἄλλα μυρωδικὰ πολλὰ στὸν τάφο γιὰ νὰ πάρει
ἐπῆραν τον καὶ θάψαν τον τὸν δίκαιο ἐκεῖνον
κι ἡ Παναγία ταπισὸν κάμνει μεγάλο θρῆνο.

Ἀλίμονο, ἀλίμονο Υἱέ μου καὶ Θεέ μου
τί εἶναι τοῦτα ποὺ θωρῶ, ποὺ δὲν εἶδα ποτέ μου.
Ἀλίμονο, ἀλίμονο Θεέ μου καὶ Πατέρα
καὶ πῶς μὲ παλλησμόνισες ἐτούτην τὴν ἡμέρα
ὅποιος διαβάζει τὴν γραφὴ ἐτούτη τοῦ Υἱοῦ μου
ἐρώτησιν νὰ μὴν ἔχει στὴν κρίση τοῦ Θεοῦ μου
κι ἡ Δέσποινα ποὺ τὸ ἔβγαλεν πρέπει νὰ τὴν ὑμνᾶτε
πρέπει νὰ τὴν δοξάζετε καὶ νὰ τὴν προσκυνᾶτε
αὐτῆς πρέπει ἡ δόξαση κι ἐμένα τὸ σπολλᾶτε.

Τέλος καὶ τοῦ Θεοῦ ἡ δόξα.
Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία ο Κύριος μετά Σου. Ευλογημένη Συ εν Γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου, ότι Σωτήρα έτεκες των ψυχών ημών.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Λειτουργικά Θέματα.”