Διάφορα θαύματα Αγίων

Συζητήστε με τα μέλη μας για τύχον θαύματα που είδατε, αισθανθήκατε ή σας τα εξιστόρησαν φίλοι και γνωστοί σας.

Συντονιστής: Συντονιστές

Απάντηση
Άβαταρ μέλους
fotis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4712
Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ

Re: Διάφορα θαύματα Αγίων

Δημοσίευση από fotis »

Θαύματα του Αγίου Σπυρίδωνα μέρος 2ο.



1. Κάποτε η Κύπρος υπέφερε από ανομβρία. Πείνα μεγάλη κι αρρώστιες πολλές μάστιζαν κυριολεκτικά τον δυστυχισμένο τόπο. Πολλοί πέθαιναν κάθε μέρα. Η κατάσταση ήταν τραγική. Ένας Ηλίας ή κάποιος άλλος όμοιος του χρειαζόταν τις στιγμές εκείνες, για να ανοίξει τους καταρράκτες του ουρανού. Και σαν τέτοιος βρέθηκε ο άγιος μας. Ο πόνος του λαού του τον έσπρωξε σε θαθιά και κατανυκτική προσευχή. Το αποτέλεσμα υπήρξε άμεσο. Βροχές πολλές κι ευεργετικές άρχισαν να πέφτουν σ' όλο τον τόπο. Κι όταν αυτές συνεχιζόντουσαν με κίνδυνο το κακό να γίνει μεγαλύτερο παρά την ανομβρία, τότε και πάλι οι προσευχές του αγίου τις σταμάτησαν. Το πονεμένο νησί ανέπνευσε. Γεννήματα όλων των ειδών πλημμύρισαν τους κάμπους. Κι οι άνθρωποι δόξασαν τον Μεγάλο Πατέρα, που τόσο γρήγορα και με τόση σπουδή τους λύτρωσε από τα δεινά.


Ιδιαίτερα η αγάπη του αγίου εκδηλωνόταν για τους πτωχούς και τους δυστυχισμένους. Σ' αυτούς ήταν αδύνατο ο φιλάνθρωπος επίσκοπος να αρνηθεί τη βοήθεια και την προστασία του.

2. Κάποτε πάλι μεγάλη ακαρπία και δυστυχία κτύπησε το πολύπαθο νησί. Οι πλούσιοι κι όσοι είχαν γεννήματα στις αποθήκες έτριβαν τα χέρια από χαρά. Ευκαιρία έλεγαν να αυξήσουμε τα πλούτη μας. Ένας φτωχός με πολυμελή οικογένεια κατέφυγε σ' ένα τέτοιο πλούσιο και με δάκρυα τον παρακαλούσε να του δανείσει ολίγο σιτάρι για να θρέψει την οικογένεια του και να του το επιστρέψει ή να του το πληρώσει μόλις μπορέσει. Ο σκληρός πλούσιος στα δάκρυα και τις παρακλήσεις του πτωχού έμεινε ασυγκίνητος. Καμιά συμπάθεια, καμιά συμπόνια δεν έδειξε η πέτρινη καρδιά του. Συντετριμμένος ο φτωχός σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στο σπίτι του αγίου. Με πόνο ψυχής του ανέφερε το πρόβλημα του και του διηγήθηκε τη στάση του πλουσίου απέναντι του. Ο άγιος, αφού τον ήκουσε, τον ενίσχυσε και του είπε να κάνει υπομονή μέχρι την επομένη ήμερα. «Αύριο, του είπε προφητικά, αυτός που αρνήθηκε προ ολίγου να σε βοηθήσει, θα σε παρακαλεί ο ίδιος να σου δώσει όσο σιτάρι θέλεις. Και το σπίτι σου θα γεμίσει από γεννήματα».

Με τούτα τα λόγια του προανήγγελλε ο άγιος αυτά, που θα γινόντουσαν τη νύκτα. Τα μεσάνυκτα βροχή καταρρακτώδης άρχισε να πέφτει σε όλη την περιοχή. Οι αποθήκες του πλουσίου γκρεμίστηκαν και τα γεννήματα του πλημμύρισαν τους δρόμους. Κλαίοντας ο πλούσιος έτρεχε και παρακαλούσε τους πτωχούς να πάρουν όσα θέλουν.

— «Πάρτε, αδελφοί μου, τους έλεγε. Πάρτε να περάσετε. Δεν θέλω χρήματα».
Τα λόγια του αγίου επαλήθευσαν. Οι πτωχοί πήραν και δόξασαν τον Θεό για την ευσπλαγχνία του. Πήρε κι ο πτωχός μας και ευχαρίστησε κι αυτός τον Μεγάλο Πατέρα που κανένα δεν εγκαταλείπει, αλλά για όλους μεριμνά. Η χαρά ξαναγύρισε στις πονεμένες καρδιές. Οι μορφές άλλαξαν. Μόνον των πλουσίων η καρδιά έμεινε η ίδια' σκληρή και ανάλγητη. Και να.

3. Μια μέρα, ένας άλλος πτωχός με πολυμελή οικογένεια κτύπησε την πόρτα της επισκοπής του. Πλησίασε τον άγιο και με δάκρυα του ζήτησε ένα δάνειο. Το ήθελε για να πληρώσει κάποιο χρέος του σ' ένα πλούσιο, που απειλούσε να του πωλήσει το σπίτι του. Πού να βρει όμως ο άγιος ένα τόσο μεγάλο ποσό; Στόν πόνο που του δημιουργούσαν τα πικρά δάκρυα του πτωχού, που από τη θλίψη σπάραζε, ο στοργικός επίσκοπος καταστενοχωρημένος άρχισε να βηματίζει. Ξάφνου εκεί μπροστά του πήρε το μάτι του ένα φίδι να σέρνεται μέσα στην πρασινάδα. Σάν αστραπή πέρασε από τον νου του το ραβδί του Ααρών, που στο παλάτι του Φαραώ τ' αφήκε να πέσει στη γη κι έγινε φίδι. «Άς ήταν, Κύριε, το φίδι αυτό να γινόταν χρυσάφι για τον πτωχό αυτόν οικογενειάρχη, είπε σιγανά. Ναί, Κύριε. Άς γινόταν χρυσάφι, για να βοηθηθεί το δυστυχισμένο αυτό πλάσμα σου», ξανάπε και σήκωσε το χέρι. Το φίδι σταμάτησε. Κι ο άγιος έσκυψε και το πήρε. Στό χέρι του το σιχαμερό ερπετό μεταμορφώθηκε κι άστραψε τώρα χρυσαφένιο.

- Πάρτο, παιδί μου, είπε ο άγιος με καλωσύνη. Πάρτο να κάμεις τη δουλειά σου.
Κι ο πτωχός γεμάτος χαρά πήρε το χρυσάφι κι έτρεξε και το 'δωκε ενέχυρο στον πλούσιο δανειστή. Όταν αργότερα με τη βοήθεια του Θεού πλήρωσε το χρέος του, ο δανειστής του επέστρεψε το χρυσαφένιο ενέχυρο. Κι ο πτωχός το πήρε και με δάκρυα ευγνωμοσύνης το γύρισε στον άγιο. Αυτός, αφού το έλαβε στα χέρια, έστρεψε τα μάτια στον ουρανό, δόξασε τον Θεό για την άπειρη φιλανθρωπία του κι ύστερα το έρριξε στη γη. Και ώ του θαύματος! Το χρυσάφι έγινε και πάλι φίδι κι έφυγε από μπροστά τους.

4. Την απέραντη αγάπη του αγίου για τα λογικά του πρόβατα και το ενδιαφέρον του γι' αυτά, μας την δείχνει και τούτο το γεγονός.

Κάποτε ένας καλός κι ενάρετος χριστιανός, που ήταν και στενός φίλος του αγίου, συκοφαντήθηκε από μερικούς κακούς ανθρώπους, που τον φθονούσαν, στον άρχοντα της πόλεως. Η συκοφαντία ήταν βαριά. Κι ο άρχοντας, μόλις την άκουσε έσπευσε να επιβάλει στον άνθρωπο σαν τιμωρία τον θάνατο. Η είδηση έφτασε και στ' αυτιά του αγίου, που ήξερε ότι ο άνθρωπος ήταν αθώος. Τί κάμνει; Χωρίς να χάσει καιρό, ξεκινά να πάει να βρει τον φίλο του και να δει, αν μπορεί να τον ελευθερώσει. Ήταν, όμως, χειμώνας. Μια δυνατή βροχή, που είχε πέσει πριν λίγη ώρα έκαμε να ξεχειλίσει ένας χείμαρρος, που βρισκόταν στη μέση του δρόμου. Από κανένα μέρος δεν υπήρχε πέρασμα. Τα θολά νερά του ποταμού κυλιόνταν με πολλή ορμή. Ο άγιος, που ήξερε να τα αναθέτει όλα στον Θεό, δεν τα 'χασέ. Εκεί που στεκόταν και συλλογιζόταν τί να κάμει, ήρθε στον νου του η περίπτωση του Ιησού του Ναυή, όταν πέρασε κι αυτός τον Ιορδάνη με την Κιβωτό της Διαθήκης και τον λαό. Σήκωσε στη στιγμή τα χέρια, ψιθύρισε μια θερμή προσευχή κι ύστερα με φωνή δυνατή φώναξε κι είπε:

— Ποτάμι στάσου. Ο Δεσπότης Χριστός με καλεί να πάω να γλυτώσω τον φίλο μου. Στάσου, λοιπόν, να περάσω.

Την ίδια ώρα τα ορμητικά νερά του χείμαρρου, που λες και κτυπούσαν σ' ένα στέρεο βράχο, σταμάτησαν. Έπαψαν να κυλούνε. Οι φυσικοί νόμοι παραμέρισαν, Κι ένας δρόμος άνοιξε μπροστά τους. Τα πλήθη, που στεκόντουσαν εκεί και με αγωνία περίμεναν πότε να καλμάρουν τα νερά, για να περάσουν κι αυτοί στην άλλη μεριά, μπροστά στα όσα έβλεπαν, συγκλονίστηκαν. Έκαμαν τον σταυρό τους κι ακολούθησαν τον άγιο, που προχώρησε και πέρασε πρώτος. Όταν έφθασαν στην πόλη, διηγήθηκαν με ενθουσιασμό τα όσα είδαν. Όσοι τ' άκουσαν έμειναν κατάπληκτοι και δοξολογούσαν τον Θεό, που χαρίτωσε τόσο πλούσια τον άγιο τους. Την είδηση έμαθε κι ο άρχοντας. Μεγάλη έκπληξη δοκίμασε κι αυτός. Κι όταν ο άγιος τον πλησίασε, έσπευσε με συγκίνηση και χαρά ν' αφήσει ελεύθερο τον θανατοποινίτη φίλο του και μαζί γύρισαν στήν πόλη. Τι ωραία αλήθεια, αν όλοι οι πνευματικοί ποιμένες δείχνανε παρόμοιο ενδιαφέρον για τα λογικά πρόβατα τους! Πόσο διαφορετικός, οπωσδήποτε θα 'ταν ο κόσμος!
Ο άγιος πήρε από τον Θεό και το χάρισμα να διαβάζει τις μυστικές σκέψεις των ανθρώπων. Τα ακόλουθα δύο περιστατικά είναι αρκετά να βεβαιώσουν και τούτη την αλήθεια.

Κάποτε ο άγιος, συνοδευόμενος από τον φίλο και μαθητή του Τριφύλλιο, τον πρώτο επίσκοπο της Λευκωσίας (τότε Λήδρας), ξεκίνησαν για την Κερύνεια. Πήγαιναν εκεί για κάποια εργασία. Ο δρόμος περνούσε από την Κυθρέα. Ήταν άνοιξη κι η φύση γύρω μια αληθινή ζωγραφιά. Τα δένδρα ανθισμένα. Τα πουλιά χαρούμενα κελαηδούσαν γλυκά και πετούσαν από κλαδί σε κλαδί. Στό βουνό τα κοπάδια βοσκούσαν λαίμαργα το πλούσιο χορτάρι με τα μύρια λουλουδάκια, που με την ευωδιά που σκορπούσαν λες και δοξολογούσαν κι αυτό τον Δημιουργό. Εκεί που βάδιζαν αργά-άργά, γιατί ήταν ανηφορικό το μονοπάτι, σε κάποια καμπή ο Τριφύλλιος στάθηκε και θαυμάζοντας τον πανοραμικό κάμπο, που απλωνόταν καταπράσινος κάτω από τα πόδια τους, άρχισε να κάμνει κάποιες σκέψεις:

Τι ωραία, σκεφτόταν νοερά, να είχα για την επισκοπή μου μερικά από αυτά τα κτήματα, που βρίσκονται σ' αυτόν τον τόπο. Θα μου 'διναν ένα καλό εισόδημα για να αντιμετωπίζω τόσες ανάγκες.

-Τί σκέπτεσαι, αδελφέ μου; του είπε ο Σπυρίδων. Γιατί αφήνεις το μυαλό σου τούτη την ώρα να ασχολείται με τόσο μάταια πράγματα;

- Γέροντα μου, μα διάβασες τις σκέψεις μου;

- Αδελφέ μου, «ου γαρ εχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλου σαν επιζητούμεν» (Εβρ. ιγ', 14). Δεν έχουμε εδώ στη γη μόνιμη και διαρκή πατρίδα και πόλη• με πόθο βαθύ ποθούμε και ζητούμε τη μέλλουσα, την ουράνια Ιερουσαλήμ. Μάταια είναι όλα τα γήινα αγαθά. Στήν καρδιά σου φρόντισε να έχεις πάντα ένα πόθο. Την απόκτηση των ουρανίων, των αιωνίων αγαθών. Τα γήινα αγαθά είναι όλα προσωρινά και απατηλά. Σήμερα είναι δικά μας. Αύριο θα γίνουν κτήμα κάποιου άλλου. Και ουδέποτε τίνος.

— Πατέρα μου, συγχώρησε με. Νικήθηκα από τη θεωρία. Δεήσου κι εσύ του Κυρίου μας να με συγχωρήσει.

- Ναι, τέκνον μου, πρόσεχε. Ο διάβολος χρησιμοποιεί και τα πιο αθώα πράγματα, για να μας παρασύρει και να μας σκανδαλίζει. Αντί με τη θεωρία να αφήνει το μυαλό μας να στρέφεται και να δοξάζει τον Δημιουργό, που όλα τα έκαμε για τη δική μας αγάπη και ευτυχία, αντίθετα το σπρώχνει να ποθεί τα μάταια και να ζητά τρόπους, για να τα αποκτήσει, να τα κάμει κτήμα του.

Πόση σοφία στα λόγια του θεοφώτιστου επισκόπου. Αντί ο άνθρωπος μπροστά στά τόσα μεγαλεία του Παντοδύναμου Δημιουργού να αφήνει τη σκέψη του με ευγνώμονα διάθεση να υμνεί και να δοξάζει τον Ποιητή και Πλάστη Του, αυτός ένα μόνο κατά κανόνα σκέπτεται και ποθεί, την απόκτηση κι απόλαυση όλων αυτών των επίγειων αγαθών.

5. Κάποια άλλη φορά ο επίσκοπος, ύστερα από μακρινή οδοιπορία για διδαχή του λαού του μπήκε κουρασμένος στο σπίτι ενός από τους πιστούς του, για να ξεκουραστεί. Στό άκουσμα της είδησης κόσμος πολύς από τα γειτονικά σπίτια στην αρχή κι έπειτα από όλη την κοινότητα έτρεξαν να τον συναντήσουν και να πάρουν την ευλογία του. Ανάμεσα στα πλήθη ήταν και μια αμαρτωλή γυναίκα, που ήρθε κι αυτή να δεί τον άγιο. Κάποια στιγμή μάλιστα έπεσε και κάτω, για να ασπασθεί τα πόδια του. Με τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος ο άγιος, σαν την κοίταξε, γνώρισε αμέσως την αμαρτία της. Χωρίς να τον ακούσει κανένας, με τρόπο γλυκύ και ταπεινό, ψιθύρισε στη γυναίκα:

-«Κυρά μου, μη με εγγίσεις». Εκείνη όμως επέμενε. Και τότε ο άγιος με αυστηρότητα φανέρωσε μπροστά σε όλους την αμαρτία της. Η γυναίκα θαύμασε και με συντριβή καρδιάς έσκυψε κι άρχισε με δάκρυα να ζητά το έλεος του Θεού. Μπροστά στη μετάνοια της ο στοργικός πατέρας της είπε με συγκίνηση τα λόγια εκείνα, που κάποτε ο ίδιος ο Κύριος απηύθυνε σε μια τέτοια αμαρτωλή: «Θάρσει, θύγατερ. αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι». Πήγαινε στο καλό και πρόσεχε μελλοντικά. Με τον τρόπο του ο άγιος βοήθησε την αμαρτωλή εκείνη γυναίκα να μετανοήσει. Αλλά κι έδωκε ένα μάθημα σε όλους. Μόνο η μετάνοια η ειλικρινής ξεπλένει την ψυχή και αποκαθιστά τον άνθρωπο στη θέση την τιμητική, να είναι παιδί του Θεού.

6. Ο άγιος κατά τη Μεγάλη Σαρακοστή συνήθιζε να νηστεύει απόλυτα. Δεν έτρωγε τίποτα, ούτε αυτός ούτε κι η κόρη του. Κάποια βραδυά, σε περίοδο νηστείας, ένας άγνωστος οδοιπόρος κτύπησε την πόρτα της επισκοπής του. Ο άγιος έσπευσε με προθυμία να του ανοίξει και να τον υποδεχθεί. Του πρόσφερε νερό να ξεπλυθεί και πήγε να βρει κάτι, για να του δώσει να δειπνήσει. Κοίταξε παντού, μα τίποτα δεν βρήκε. Ούτε ψωμί δεν είχε. Στήν αμηχανία του ο άγιος θυμήθηκε πώς σε κάποια γωνιά βρισκόταν κρεμάμενο ένα κομμάτι διατηρημένο χοιρινό κρέας από τις ημέρες της κρεοφαγίας. Χωρίς να χάσει καιρό, φώναξε την κόρη του να ψήσει λίγο για τον φιλοξενούμενο τους. Η κόρη ετοίμασε το τραπέζι.

Έβαλε πάνω το ψητό κρέας και κάλεσαν τον ξένο να φάγει. Ο ξένος, σαν είδε το προσφερόμενο, αρνήθηκε να το δοκιμάσει λέγοντας:

— Δέσποτα μου, συγχώρεσε με. Νηστεύω. Είμαι χριστιανός.

- Ναί! παιδί μου, είπε ο άγιος. Κι εγώ νηστεύω. Είμαι κι εγώ χριστιανός. Μα μια και δεν έχουμε τίποτε άλλο στο σπίτι κι εσύ πρέπει να τονωθείς ύστερα από την τόση οδοιπορία, θα φας από αυτό που βρίσκεται. Να! εγώ καταλύω πρώτος τη νηστεία. Φάγε, παιδί μου, να τονωθείς.
Κι ο άγιος, για να ενθαρρύνει τον ξένο, έφαγε κι έδωσε και σ' εκείνο λέγοντας του. «Πάντα καθαρά τοις καθαροίς, ο θείος απεφήνατο Λόγος». Την άλλη μέρα φυσικά συνέχισε και πάλι τη νηστεία του. Το περιστατικό αυτό δείχνει την πλατιά αντίληψη του αγίου για τη νηστεία, που είναι κι η μόνη ορθή. «Το Σάββατον εγένετο δια τον άνθρωπον ούχ ο άνθρωπος δια το Σάββατον». (Μάρκ. β', 27).

7. Λίγα γράμματα έμαθε ο άγιος, όπως είδαμε. Τούτο, όμως, δεν τον εμπόδισε από του να προσέλθει και να λάβει μέρος στην Α' Οικουμενική Σύνοδο που συνεκάλεσε ο Μέγας Κωνσταντίνος τα 325 μ.Χ., για να αποστομώσει και καθαιρέσει τον Άρειο. Ο τρομερός αυτός αιρετικός, όπως ξέρουμε, δίδασκε ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός, αλλά δημιούργημα και πλάσμα του Θεού. Κι η αιρετική του αυτή διδασκαλία είχε προκαλέσει αληθινό σάλο κι είχε συνταράξει ολόκληρη τη Χριστιανική Εκκλησία.

Στη σύνοδο αυτή από τη μια μεριά είχε παραταχθεί ο Άρειος με τους ικανούς ρήτορες και οπαδούς του επισκόπους. Κι ήταν αυτοί ο Νικομήδειας Ευσέβιος, ο Νικαιας Θεαγένης και ο Χαλκηδόνος Μακάριος. Μαζί μ' αυτούς, με την άδεια του Βασιλιά, προσήλθαν και παρεκάθησαν στη σύνοδο και αρκετοί φιλόσοφοι ομοϊδεάτες του Αρείου και υπερασπιστές του. Ανάμεσα σ' αυτούς ξεχώριζε κι ένας Έλληνας φιλόσοφος, ο Ευλόγιος, που στη διαλεκτική τέχνη, την ευστροφία του λόγου και τα σοφίσματα εθεωρείτο ανίκητος.

Στην παράταξη των ορθοδόξων είχαν συγκεντρωθεί 317 σεβάσμιοι αρχιερείς και κληρικοί. Μεταξύ αυτών διακρίνονταν, οι άγιοι Νικόλαος και Αλέξανδρος, ιερέας ακόμη, ο επίσκοπος Αντιοχείας Ευστάθιος, ο Παφνούτιος από τη Θηβαΐδα, ο Μέγας Αθανάσιος, διάκονος τότε της Αλεξανδρινής Εκκλησίας, ο επίσκοπος Τριμυθούντος Σπυρίδων και άλλοι πολλοί. Ο τελευταίος φυσικά δεν διακρινόταν για τη μόρφωση του. Διακρινόταν, όμως, για την απλότητα και την ταπείνωση του. Ήταν ένα δοχείο ακένωτο από ουράνιους θησαυρούς. Ήταν ένα κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος. Από τη στιγμή που μπήκε στην αίθουσα της συνόδου η καρδιά του κτυπούσε δυνατά και με βαθιά πίστη προσευχόταν νοερά να φωτίσει, ο Θεός, ώστε στο τέλος να λάμψει η αλήθεια.

«Πάτερ, δόξασόν σου τον Υιόν», έλεγε κι επαναλάμβανε με δάκρυα στα μάτια. Η αγάπη του στον λατρευτό μας Σωτήρα Χριστό του φλόγιζε όλο το κορμί και τον γέμιζε με ακαταμάχητη δύναμη.

Στη συζήτηση, που είχε ανάψει ο τρομερός Άρειος με τη φιλοσοφική του μόρφωση, την πανουργία και την ευγλωττία του, αλλά και τους οπαδούς του ρήτορες, που τον ενίσχυαν αφάνταστα, πετούσε κυριολεκτικά κεραυνούς ενάντια στην αλήθεια και την Εκκλησία του Χριστού. Οι ώρες περνούσαν, χωρίς ένα θετικό αποτέλεσμα. Κάποια στιγμή μάλιστα ένας από τους πιο δεινούς ρήτορες του Αρείου, ο Έλληνας σοφός Ευλόγιος είχε προβάλει τέτοια επιχειρήματα και με τόση μαεστρία που είχε νομισθεί ότι το δίκαιο βρισκόταν με το μέρος τους. Οι υπερασπιστές της χριστιανικής αλήθειας, κι αυτός ο Μ. Αθανάσιος, σώπασαν. Νεκρική σιγή είχε απλωθεί για μερικά δευτερόλεπτα στη μεγάλη αίθουσα της συνόδου. Εκείνη την ώρα σηκώθηκε από τη θέση του ο άγιος μας και ζήτησε να μιλήσει. Αργά προχωρεί προς το βήμα. Οι οπαδοί του αιρεσιάρχη χαμογέλασαν, σαν τον είδαν. Οι άλλοι πατέρες στενοχωρέθηκαν. Γνώριζαν πώς ο άγιος ήταν αγνός κι ενάρετος. Ήταν όμως, κι ο άνθρωπος ο απλοϊκός, με τα λίγα γράμματα και χωρίς αυτό που λέμε κατά κόσμο σοφία και γνώση. Πώς θα μπορούσε λοιπόν ο ταπεινός βοσκός να τα βγάλει πέρα μ' ένα ρήτορα σοφό και διεστραμμένο; Γι' αυτό στενοχωρέθηκαν και μερικοί αγωνιζόντουσαν να τον εμποδίσουν να ομιλήσει. Φοβόντουσαν μήπως ο τραχύς κι αδιάντροπος ρήτορας ζητήσει να τον εκθέσει και να τον γελοιοποιήσει. Ο Σπυρίδωνας, όμως, επέμενε. Κι ο Βασιλιάς έδωκε τον λόγο.

Σιγή και πάλι νεκρική απλώθηκε στην αίθουσα. Οι φίλοι του Αρείου με δυσκολία συγκρατούν την περιφρόνηση τους, ενώ οι πατέρες με αισθήματα σεβασμού μα και απορίας κοιτούνε τον γέροντα. Κάποια στιγμή ο μέγας Σπυρίδων διακόπτοντας τη σιωπή στρέφεται προς τον φιλόσοφο και με φωνή σταθερή αρχίζει να του λέγει τούτα τα λόγια:

-Άκουε, σοφέ. Ένας είναι ο Θεός. Αυτός με τον Λόγο Του και το Πνεύμα Του δημιούργησε όλο τον κόσμο. Και αυτά που βλέπουμε, μα κι εκείνα που δεν βλέπουμε. Αυτός έπλασε και το θαυμαστό κι υπέροχο δημιούργημα, τον άνθρωπο. Αυτός ο Λόγος του Θεού είναι Υιός του Θεού αληθής και ομοούσιος με τον Πατέρα. Για την ιδική μας σωτηρία, πιστεύουμε ότι ο Υιός του Θεού έγινε και άνθρωπος και γεννήθηκε από μία κόρη, την Παρθένο Μαρία. Μεγάλωσε σαν άνθρωπος εκεί στη Ναζαρέτ, δίδαξε επι τρία χρόνια κι ύστερα σταυρώθηκε και τάφηκε σαν άνθρωπος. Έπειτα αναστήθηκε σαν Θεός μετά τρεις μέρες και συνανέστησε κι εμάς και μας χαρίζει άφθαρτη και αιώνια ζωή. Ο Λόγος του Θεού, αφού παρέμεινε στη γη μετά την Ανάσταση Του επι σαράντα ημέρες, αναλήφθηκε ύστερα στον Ουρανό από όπου κι έστειλε στη γη μετά δέκα μέρες το Πανάγιο Πνεύμα το οποίο από τότε παραμένει στην Εκκλησία. Ο Λόγος του Θεού πιστεύουμε ακόμη, πώς θα ξανάρθει κάποια μέρα για να κρίνει τον κόσμο όλο. Ημείς δε, θα αναστηθούμε και θα παρουσιαστούμε μπροστά Του, για να απολογηθούμε σ' Αυτόν για όλα τα έργα, τα λόγια και τα ενθυμήματα μας.

-Ο Λόγος του Θεού, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι ομοούσιος με τον Πατέρα, Σύνθρονος, Ομότιμος και Ομόδοξος. Ένας είναι ο Θεός• Τρία Πρόσωπα όμως, τρεις Υποστάσεις, Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα. Τα τρία αυτά Πρόσωπα, ο ένας Θεός, η μία Ουσία είναι για τον νου του ανθρώπου κάτι το άρρητο και ακατάληπτο. Όπως είναι αδύνατο να βάλει κανείς όλα τα νερά της θάλασσας σ' ένα ποτήρι, έτσι είναι αδύνατο και το πεπερασμένο μυαλό του ανθρώπου να χωρέσει και να κατανοήσει το άπειρο της Θεότητος. Για να δώσω όμως μια εξήγηση των λόγων μου, ας με συγχωρήσει ο Πανάγαθος που θα χρησιμοποιήσω αυτό το χειροπιαστό παράδειγμα.
Τότε ο άγιος έβαλε το αριστερό χέρι στην τσέπη του κι έβγαλε ένα κεραμίδι και δείχνοντας το, έκαμε με το δεξί του το σημείο του σταυρού κι είπε:

— «Εις το όνομα του Πατρός».

Κι έσφιξε το κεραμίδι. Οι πατέρες που παρακολουθούν τη σκηνή, συγκλονίζονται κυριολεκτικά. Γιατί με τις λέξεις του αγίου, η φωτιά με την οποία ψήθηκε το κεραμίδι ανέβηκε πάνω.

- «Και του Υιού»,

Πρόσθεσε. Τότε το νερό με το οποίο ζυμώθηκε το ξερό κεραμίδι, έτρεξε κάτω.

— «Και του Αγίου Πνεύματος».

Συμπλήρωσε ο πρακτικός και θεοφώτιστος διδάσκαλος. Το χώμα έμεινε στο χέρι του.

- Αδελφοί και πατέρες μου, συνέχισε ο θαυματουργός• όπως το κεραμίδι αποτελεί ένα πράγμα μιας ουσίας και μιας φύσεως, αλλά είναι τρισύνθετο - φωτιά, νερό, χώμα — έτσι κι ο Άγιος Θεός. Αν και δεν πρέπει να παρομοιάσουμε την Άκτιστο και Υπερούσια αυτή Φύση με κτιστό και φθαρτό δημιούργημα, εν τούτοις για να κάνουμε τα ακατάληπτα καταληπτά, - ας μας συγχωρήσει το άπειρο έλεος Του - λέμε και τονίζουμε:

- Ο Θεός είναι ένας κατά την ουσία και τη φύση. Αλλά κατά τα πρόσωπα ή τις υποστάσεις είναι Τριαδικός: Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα.

Τα λόγια του αγίου κατέπληξαν τους παριστάμενους. Η αίθουσα αντήχησε από τις δοξολογίες προς τον Θεό και τις επευφημίες των Πατέρων. «Τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών. Σύ ει ο Θεός ο ποιών θαυμάσια μόνος». (Ψαλμ. ος', 14-15). Ψάλλουν και δοξολογούν τον Κύριο. Ο Άρειος κι οι οπαδοί του καταντροπιάστηκαν πραγματικά. Ο φιλόσοφος ταπεινωμένος αναγνωρίζει κι ομολογεί φανερά την ήττα του:

-Τα λόγια σου με έπεισαν, άγιε γέροντα, και το θαύμα με εβεβαίωσε, ότι έχεις δίκαιο. Πιστεύω τώρα. Πιστεύω με όλη τη δύναμη της ψυχής μου, ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Υιός του Θεού, Θεός αληθινός κι Αυτός, ομοούσιος με τον Πατέρα.

Δάκρυα χαράς έτρεξαν από τα μάτια όλων και πρώτα-πρωτα από τα μάτια του φιλοσόφου, που έσπευσε να δεχθεί το βάπτισμα και να γίνει χριστιανός.

Η αλήθεια για μια ακόμη φορά θριάμβευσε. Και επεβλήθη «ουκ εν πειθοίς ανθρωπίνης σοφίας λόγοις, αλλ' εν αποδείξει Πνεύματος και δυνάμεως» (Α' Κορ. 6', 4). Δηλαδή όχι με συναρπαστικά λόγια ανθρώπινης σοφίας, αλλά με απόδειξη θείας δυνάμεως, που με το θαύμα που έγινε επιβεβαίωσε τη διδασκαλία. Να ποιος ήταν ο άγιος μας. Φλογερός, ζηλωτής στην πίστη, θεοφώτιστος.

8. Όταν ο άγιος επέστρεψε στην Κύπρο, με πολλή θλίψη έμαθε, πώς η κόρη του Ειρήνη είχε προ πολλού αποθάνει. Ο πιστός επίσκοπος δέχτηκε και τούτη τη δοκιμασία με παραδειγματική καρτερία και υπομονή. Μερικές μέρες υστερώτερα μία γυναίκα ήρθε σ' αυτόν και με κλάματα του ζήτησε ένα πολύτιμο πράγμα, ένα κόσμημα. Τα είχε δώσει στην κόρη του να το φυλάξει, λίγο πριν πεθάνει. Ο άγιος σηκώθηκε και με προσοχή ερεύνησε όλο το σπίτι, για να βρει το ξένο πράγμα. Δυστυχώς, όμως, πουθενά δεν το βρήκε. Τότε χωρίς καμιά αναβολή τράβηξε για τον τάφο της κόρης του. Σάν έφτασε, στάθηκε, ανέπεμψε μια θερμή προσευχή, κι ύστερα, αφού έσκυψε πάνω από τον τάφο, κάλεσε τη νεκρή κόρη του να του πεί, ως να ήταν ζωντανή, που είχε βάλει το πράγμα που της έδωκαν. Την ίδια στιγμή μια φωνή από τα βάθη του τάφου ακούστηκε να του λέει:

- Πατέρα μου, στον τάδε τόπο το έχω φυλαγμένο. Τότε κι ο άγιος της είπε:
- Κοιμήσου, κόρη μου, ήσυχα. Κοιμήσου μέχρι την ήμερα εκείνη, που ο Κύριος μας θα σε αναστήσει στην κοινή ανάσταση όλων μας.
Όσοι ήταν εκεί τρόμαξαν κι έμειναν σκεφτικοί. Συλλογιζόντουσαν τη δύναμη, με την οποία ο Πανάγαθος Θεός χαρίτωσε τον απλοϊκό μα άγιο επίσκοπο τους. Τον ποιμένα τον καλό, που έσπευδε να κάμει το καθετί για την ωφέλεια και την εξυπηρέτηση των χριστιανών του.

9. Στά 337 μ.Χ. πέθανε ο δημιουργός της Βυζαντινής μας αυτοκρα τορίας Κωνσταντίνος ο Μέγας. Στόν δοξασμένο θρόνο του Βυζαντίου ανέβηκε τώρα ο γιος του Κωνστάντιος. Αυτός ξανάκτισε και τη Σαλαμίνα της Κύπρου, που είχε καταστραφεί από σεισμό το 343. Από το όνομα του όμως η νέα πόλη ονομάστηκε Κωνστάντια.
Ο Κωνστάντιος κυβέρνησε το κράτος του Βυζαντίου 23 περίπου χρόνια (337-360 μ.Χ.). Κατά την περίοδο αυτή - δεν ξέρουμε πότε ακριβώς - ο αυτοκράτορας επισκέφθηκε την πρωτεύουσα της Συρίας την Αντιόχεια και αναγκάστηκε να παραμείνει εκεί για καιρό, γιατί αρρώστησε βαριά. Οι καλύτεροι γιατροί μπαινόβγαιναν στο παλάτι, χωρίς να μπορούν να προσφέρουν τίποτα.

Στις δύσκολες εκείνες ώρες τόσο ο Κωνστάντιος, όσο κι οι δικοί του κατέφυγαν ιδιαίτερα στην προσευχή. Μια βραδυά, εκεί που ο βασιλιάς προσευχόταν, βλέπει μπροστά του ένα άγγελο, ο οποίος αφού του έδειξε μια χορεία αγίων επισκόπων ανάμεσα στους οποίους ξεχώριζαν δύο, του είπε, πώς την αρρώστια του μόνο αυτοί θα ημπορούσαν να του την θεραπεύσουν. Ο βασιλιάς, χωρίς να χάσει καιρό έστειλε και κάλεσε στο παλάτι όλους τους επισκόπους. Ανάμεσα σ' αυτούς, όμως, που ήλθαν δεν είχε αναγνωρίσει τα δύο πρόσωπα που του είχε δείξει ο άγγελος. Οι επίσκοποι προσευχήθηκαν και ζήτησαν από τον Μέγα Ιατρό τη θεραπεία του άρχοντα, άλλα τίποτα δεν κατώρθωσαν. Στις δύσκολες εκείνες ώρες κάποιοι υπέδειξαν ότι από την εκεί χορεία έλειπε ο Σπυρίδων της Κύπρου. Χωρίς καθυστέρηση ο βασιλιάς έστειλε στη νήσο άνθρωπο δικό του και τον κάλεσε. Ο ταπεινός ιεράρχης, που κατά παρα χώρηση Θεού γνώριζε τα της αρρώστιας του Βασιλιά, πήρε μαζί του τον μαθητή του Τριφύλλιο, που η αγάπη του Θεού προώριζε για μελλοντικό αρχιερέα, και τον διάκονο του Αρτεμίδωρο και ξεκίνησε για την Αντιόχεια. Όταν έφτασε στην πόλη αυτή, ύστερα από ένα πολύ κουραστικό ταξίδι, ο Σπυρίδων κατευθύνθηκε με τη συνοδεία του στο παλάτι. Στήν είσοδο του παλατιού ο φρουρός που τους είδε έτσι φτωχικά ντυμένους ζήτησε να τους εμποδίσει να εισέλθουν. Τον Σπυρίδωνα μάλιστα, που είχε ήδη προχωρήσει μπροστά, ο φρουρός, νομίζοντας τον για κανένα ζητιάνο, τον άρπαξε από το χέρι και του έδωσε κι ένα χαστούκι στο πρόσωπο. Ο πράος ιεράρχης, χωρίς καθόλου να θυμώσει έστρεψε και την άλλη πλευρά του προσώπου του λέγοντας ότι ο βασιλιάς τον κάλεσε. Όταν ο φρουρός αντιλήφθηκε, ότι μπροστά του δεν είχε ζητιάνο, αλλά ένα αρχιερέα και μάλιστα τον ονομαστό της Κύπρου αρχιερέα Σπυρίδωνα, έπεσε μπροστά του και με δάκρυα τον παρακαλούσε να τον συγχωρήσει. Ο άγιος, που ήξερε να σκορπά τριγύρω του μονό την καλωσύνη, τον πήρε από το χέρι κι αφού τον ενουθέτησε, του έδωκε τις πατρικές ευλογίες του.
Οι άνθρωποι του βασιλιά παρέλαβαν τον άγιο και τον οδήγησαν με τη συνοδεία του μπροστά στον άρχοντα. Στό αντίκρυσμα τους ο βασιλιάς αναγνώρισε αμέσως τα δύο πρόσωπα, που του είχε δείξει την πρώτη φορά ο άγγελος, και με τον πόνο της αρρώστιας ζωγραφισμένο στο πρόσωπο σηκώθηκε από τον βασιλικό θρόνο και προχώρησε προς τον άγιο. Συγκινητική η σκηνή! Ο επίγειος άρχοντας με ταπείνωση σκύβει μπροστά στον αντιπρόσωπο του Ουρανίου Βασιλέως, για να ζητήσει το έλεος και τη χάρη Του. Ο ταπεινός αρχιερέας, πλημμυρισμένος από αγάπη και συμπόνια στον ανθρώπινο πόνο σηκώνει το σεπτό και άγιο χέρι του και το αποθέτει στο κεφάλι του άρχοντα προφέροντας την ίδια ώρα θερμή και άγια προσευχή. Το αποτέλεσμα; Θαυμαστό!
Σέ μια στιγμή η αρρώστια υποχωρεί και χάνεται και η υγεία ολοκληρωτικά αποκαθίσταται και παίρνει τη θέση της στο βασιλικό κορμί.
Οι καρδιές κτυπούν δυνατά από συγκίνηση κι ευγνωμοσύνη στον Θεό για τη δωρεά του. Ο άγιος μετά τη θεραπεία είπε και μερικά πνευματικά λόγια, που αφορούσαν στην ψυχική σωτηρία του επίγειου άρχοντα:

— Να θυμάσαι πάντοτε, βασιλιά, ότι κάθε εξουσία προέρχεται από τον Θεό. Γι' αυτό κι ο κάθε άρχοντας έχει υποχρέωση να ασκεί την εξουσία προς το συμφέρον του λαού του. Οδηγός στη ζωή του καθενός μας ας είναι η αγάπη, η καλοσύνη, η φιλανθρωπία. Όποιος έχει αγάπη μέσα του δεν μπορεί παρά να κάμνει το καλό στον συνάνθρωπο του. Με την αγάπη τηρεί και ξεπληρώνει ένας όλο τον νόμο. Φύλαττε ακόμη, βασιλιά μου, την ευσέβεια και μη δεχθείς στην Εκκλησία καμιά διδασκαλία αντίθετη με τα όσα διδάσκει η Αγία Γραφή κι η ιερά Παράδοση.

Αυτά είπε ο άγιος και ξεκίνησε να φύγει. Κι όταν ο βασιλιάς για να εκδηλώσει σ' αυτόν την ευγνωμοσύνη και την αγάπη του, του πρόσφερε χρήματα, πολλά χρήματα, ο άγιος αρνήθηκε να τα δεχθεί, λέγοντας πώς πιο πάνω από τα χρήματα είναι η αγάπη. Κι όταν ο βασιλιάς επέμενε, ο άγιος, για να μη θεωρηθεί υπερήφανος και ακατάδεχτος, δέχτηκε τα δώρα και προτού να φύγει από το παλάτι τα διαμοίρασε στους αυλικούς.

Την πράξη αυτή του αγίου σαν έμαθε ο βασιλιάς τον ευλαβήθηκε ακόμη περισσότερο, λέγοντας: «Τώρα εξηγώ και καταλαβαίνω γιατί ο Πανάγαθος Θεός τον έχει τόσο χαριτώσει». Ενθυμούμενος δε τις νουθεσίες του φρόντισε στη ζωή του να κάμνει πολλές φιλανθρωπίες σε κάθε φτωχό και πονεμένο. Κι ακόμη, για την αγάπη του άγιου Σπυρίδωνος, πρώτος αυτός απ' όλους τους βασιλείς ενομοθέτησε, ώστε οι κληρικοί να μη πληρώνουν κανένα φόρο. «Είναι άτοπο και ντροπή, έλεγε, οι υπηρέτες και αντιπρόσωποι του Ουράνιου Βασιλιά να πληρώνουν φόρους σε επίγειους και θνητούς άρχοντες».

10. Όταν ο άγιος αναχώρησε από τα ανάκτορα ευσεβής χριστιανός τον κάλεσε για να τον φιλοξενήσει. Κάποια γυναίκα είδωλολάτρισσα, που δεν ήξερε ούτε Ελληνικά, σαν το έμαθε, πήγε εκεί στό σπίτι μ' ένα παιδάκι νεκρό στην αγκαλιά της και το απέθεσε με κλάματα στα πόδια του αγίου. Με νεύματα και χειρονομίες και δάκρυα ποτάμι προσπαθούσε να του εξηγήσει τί ήθελε. Ο άγιος αντιλήφθηκε φυσικά τον πόθο της, αλλά δίσταζε να ζητήσει από τον Κύριο ένα τέτοιο πράγμα. Συγκλονισμένος, όμως, από τα δάκρυα της ζήτησε κάποια στιγμή από τον διάκονο του Αρτεμίδωρο να του πει τι να κάμει. Κι αυτός, άνθρωπος ευλαβής κι ενάρετος, απήντησε: «Γέροντα μου, κάμε μια δέηση και γι' αυτό το πονεμένο πλάσμα. Ο Υπερούσιος Λόγος που πάντα σε ακούει, θα σου κάμει οπωσδήποτε κι αυτή τη χάρη».
Ο άγιος δεν επερίμενε άλλο. Γονάτισε και με δάκρυα ποτάμι ζήτησε από τον Φιλάνθρωπο Χριστό να κάμει το θαύμα του. Να δώσει πίσω τη ζωή στο νεκρό παιδί. Κι η απάντηση δεν βράδυνε. Ένα δυνατό κλάμα παιδιού μαρτύρησε το θαύμα. Η δυστυχισμένη μητέρα, σαν άκουσε το νεκρό παιδί της να κλαίει, ένοιωσε μια τέτοια συγκίνηση κι ένα τέτοιο συγκλονισμό ψυχής, που έπεσε κάτω νεκρή. Ο Αρτεμίδωρος, ο πιστός διάκονος, μόλις αντιλήφθηκε τα γενόμενα με συντετριμμένη την καρδιά στράφηκε προς τον άγιο, και τον παρακάλεσε αυτό που έκαμε για το νεκρό παιδί, να κάμει και για τη μητέρα. Να δώσει με την προσευχή του στο παιδί ζωντανή τη μητέρα, την προστάτιδα του. Ο άγιος την ανάστησε κι αυτή με την προσευχή του και της έβαλε στην αγκαλιά ζωντανό το παιδί της. Μιμούμενος δε σε όλα τον θείο Διδάσκαλο, συνέστησε να μην πουν σε κανένα τα όσα έγιναν.

11. Από την Αντιόχεια ο άγιος με τη βοήθεια του Θεού επέστρεψε και πάλι στην πατρίδα του κοντά στο ποίμνιο του το αγαπημένο. Λίγες μέρες μετά την επιστροφή του ένας ζωέμπορος τον επισκέφθηκε και ζήτησε να αγοράσει από αυτόν εκατόν αίγες. Ο άγιος, όπως είπαμε, είχε διατηρήσει και μετά τη χειροτονία του σε επίσκοπο το ποίμνιο του, για να μπορεί να βοηθά κάθε δυστυχισμένο και πτωχό, που τον επισκεπτόταν. Στήν πρόταση που του έκαμε ο ζωέμπορος, ο άγιος του απήντησε:

— Βάλε εκεί τα χρήματα και πήγαινε να πάρεις τα ανάλογα ζώα από τη μάνδρα.

Ο ζωέμπορος σαν είδε τον άγιο να συνεχίζει αδιάφορος την εργασία του, νόμισε την ευκαιρία κατάλληλη να τον ξεγελάσει. Έβαλε, λοιπόν στο μέρος που του είπε την αξία 99 ζώων και μπήκε στη μάνδρα. Ξεχώρισε εκατόν αίγες και προσπαθούσε να τις βγάλει για να τις πάρει σπίτι του. Μια από τις αίγες, παρά τις προσπάθειες του, δεν ήθελε να ακολουθήσει τις άλλες. Ο αγοραστής, για να την αναγκάσει να πάει μαζί του, τη σήκωσε στους ώμους του, για να τη μεταφέρει. Το ζώο όμως άρχισε να τον κτυπά με τα κερατά του και να σπαράζει, αρνούμενο να τον ακολουθήσει. Ο επίσκοπος που στο θόρυβο είχε βγει έξω να ιδεί τι γίνεται, σαν είδε τη σκηνή είπε στον αγοραστή:

- Παιδί μου, πρόσεξε. Μήπως κατά λάθος δεν έβαλες την αξία αυτού του ζώου μαζί με τα άλλα χρήματα και για τούτο αυτό αρνείται να σε ακολουθήσει;

Στα λόγια του επισκόπου ο αγοραστής ομολόγησε την πράξη του και ζήτησε συγγνώμη, Ύστερα πλήρωσε το τίμημα του ζώου, κι αυτό ακολούθησε ήσυχα και πρόθυμα όπως τα άλλα.

Η αγάπη του καλού ποιμένα για το κάθε πλανεμένο πρόβατο υπήρξε απίστευτα συγκινητική. Πόνος και πόθος και παλμός κι αγώνας του ήταν η σωτηρία κάθε μιας ψυχής. Γι' αυτό και φρόντιζε με τα λόγια του και την όλη ζωή του να βοηθήσει τον καθένα, που ερχόταν σε επαφή μαζί του, να αντιληφθεί τα σφάλματα και τις αμαρτίες του. Να τις αντιληφθεί και να θελήσει να μετανοήσει για να σωθεί. Όπως οι ιατροί των σωμάτων χρησιμοποιούν ποικίλα φάρμακα για τη θεραπεία κάποιου ανθρώπινου μέλους που πάσχει, έτσι κι ο στοργικός επίσκοπος. Τα κύρια φάρμακα, που χρησιμοποιούσε, ήταν συνήθως το βάλσαμο, η αγάπη με τα γνωρίσματα της. Αγάπη στον καθένα. Αγάπη και επιείκεια και καλωσύνη και συγχωρητικότητα μέχρι παρεξηγήσεως. Αλλά και καυτήρια. Τον είδαμε στην περίπτωση της αμαρτωλής γυναίκας, που ήθελε να ασπασθεί τα πόδια του κι αυτός τη διέταξε να μη τον αγγίζει προτού μετανοήσει (θαύμα 5ο).

12. Μια βραδυά, την ώρα που όλοι ησύχαζαν, μερικοί κλέφτες μπήκαν στη μάνδρα, που ήσαν τα πρόβατα που έτρεφε ο άγιος για τις ανάγκες των πτωχών του, για να κλέψουν μερικά. Ξεχώρισαν αυτά που ήθελαν και δοκίμασαν να φύγουν. Άδικα, όμως, προσπαθούν να κινηθούν προς την έξοδο. Τα πόδια και τα χέρια τους δέθηκαν αόρατα από Εκείνο, που όλα τα βλέπει και τα παρακολουθεί, Όλο το βράδυ άγρυπνοι αγωνίζονταν χωρίς να κατορθώσουν αυτό που ήθελαν. Όταν ξημέρωσε και πήγε ο άγιος στη μάνδρα και τους είδε σε κείνα τα χάλια, τους σπλαγχνίστηκε. Τους μίλησε με καλωσύνη και τους συνέστησε να μην επαναλάβουν αυτή την πράξη. Κι εκείνοι ντροπιασμένοι και καταστενοχωρημένοι του το υποσχέθηκαν. Τους έλυσε τα δεσμά, με τα οποία ήσαν δεμένοι, τους ευλόγησε και τους απέλυσε. Την ώρα, που έφευγαν, τους έδωσε κι ένα κριάρι για «τον κόπο της αγρυπνίας». Πόσο δίκαιο έχει ο λαός μας όταν λέγει: «Αγαπά ο Θεός τον κλέφτη• αγαπά όμως και τον νοικοκύρη». Ο Πανάγαθος «θέλει πάντας σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α' Τιμοθ. β' 4). Τη σωτηρία όλων μας θέλει ο Πανάγαθος Θεός. Τη σωτηρία όμως την προσφέρει μονάχα σ' εκείνους, που αναγνωρίζουν τα σφάλματα τους και με συντριβή ψυχής ζητούν μετανοημένοι τη συγχώρηση των αμαρτιών τους. Αυτό το κάνει κι ο άγιος. Στή μετάνοια και λύπη που δείχνουν οι κλέφτες για την πράξη τους, ο καλόκαρδος επίσκοπος σπεύδει να προσφέρει, όχι μόνο τη συγχώρεση και τις ευλογίες του αλλά και την αγάπη του, την έμπρακτη αγάπη του που εκδηλώνεται με τη γενναιόδωρη προσφορά του.

13. Ένα ζωντανό θαύμα και μια εκδήλωση αγάπης είναι όλη η ζωή του αγίου. Σελίδες πολλές θα μπορούσε να γεμίσει κανείς διηγούμενος με κάθε συντομία τα θαύματα που έκαμε, όταν ακόμη βρισκόταν στη ζωή. Έδωσε την καρδιά του ο άγιος άνευ όρων στον Ουράνιο Δημιουργό και Πατέρα, κι Αυτός επιβραβεύοντας την προσφορά του τον τίμησε και τον δόξασε όσο κανένα άλλο. Ό,τι πιο ωραίο, ό,τι πιο μεγάλο και θαυμαστό υπάρχει στη γη, η αγάπη και παντοδυναμία του Θεού το προσφέρει μέσον του Αγίου σ' εκείνους που το εκζητούν από Αυτόν με θερμή προσευχή και ταπείνωση, μα και συντριβή καρδιάς και πίστη φλογερή.

Με θερμή προσευχή και ταπείνωση...

Κάποτε ο άγιος, ενώ προσευχόταν το βράδυ στην εκκλησία της επισκοπής του και κόσμος πολύς με έκσταση παρακολουθούσε την προσευχή, που εξ’ όλης ψυχής και καρδίας ανέπεμπε ο ευλαβής επίσκοπος, κάποιος τον πλησίασε και τον διέκοψε λέγοντας του:

— Γέροντα, η κανδήλα θα σβήσει. Δεν έχουμε λάδι να της βάλουμε.
—Δεν έχει λάδι; είπε ο γέροντας.

Και σήκωσε τα άγια του χέρια. Τα σήκωσε για να ζητήσει λίγο λάδι, ώστε να μη διακοπεί η προσευχή. Και ώ του θαύματος! Με το σήκωμα των χεριών, Εκείνος, που υποσχέθηκε ότι «πάς ο αιτών λαμβάνει», έσπευσε να ανταποκριθεί στην αίτηση του καλού και πιστού του δούλου. Η κανδήλα άρχισε, όχι απλώς να γεμίζει από λάδι, αλλά και να ξεχειλά και να τρέχει στη γη. Οι υποδιάκονοι έτρεξαν, έφεραν αγγεία, περισυνέλεξαν το πλεονάζον λάδι κι έτσι για πολλές ήμερες είχαν, ό,τι χρειαζόντουσαν για την ανάγκη των λύχνων. Με την άγια του ζωή ο ευλαβής επίσκοπος είχε τόσο ευνοηθεί από τον Παντοδύναμο Πατέρα, ώστε ήταν αδύνατο σ' αυτόν να υψώσει τα χέρια και να μη λάβει αμέσως το ζητούμενο.

14. Ζούσε ακόμη ο άγιος στην επισκοπή του, όταν ο πατριάρχης Αλεξανδρείας, κινούμενος από θείο ζήλο και επιποθώντας να ιδεί την επαρχία του απαλλαγμένη από τα διάφορα ελληνικά είδωλα και ξόανα με τα οποία ήταν γεμάτος ο τόπος, κάλεσε στην επισκοπή του όλους τους αρχιερείς για μια κοινή δέηση. Ήταν συνηθισμένος τρόπος η συντριβή των ειδώλων με την προσευχή των πιστών. Στήν πρόσκληση του πατριάρχη έσπευσαν όλοι οι επίσκοποι κι ένας μεγάλος αριθμός πιστών να ανταποκριθούν. Στή μέρα που ορίστηκε άρχισε από όλους θερμή η κοινή προσευχή κι οι παρακλήσεις. Το αποτέλεσμα ευλογημένο. Ένα ένα τα διάφορα ειδωλολατρικά σύμβολα με την προσευχή των άγιων πατέρων κατά παραχώρηση Θεού άρχισαν να γκρεμίζονται και να γίνονται συντρίμματα. Ένα μονάχα άγαλμα, που ήταν στημένο εκεί στο λιμάνι και δέσποζε της γύρω περιοχής έμενε ασάλευτο. Και έμενε, όχι γιατί ο Παντοδύναμος αρνιόταν να ακούσει τις παρακλήσεις των πιστών του. Έμεινε, γιατί ο Κύριος ήθελε με τούτο να δοξάσει περισσότερο τον πιστό δούλό του Σπυρίδωνα. Να τον δοξάσει και να φανερώσει σ' όλους την ιδιαίτερη εύνοια, την οποία έτρεφε σ' αυτόν για την ταπείνωση και την αγιότητα του.

Ένα βράδυ που ο πατριάρχης βρισκόταν σε θερμή προσευχή, ένας άγγελος του φανερώθηκε και του είπε τούτα τα λόγια: «Μη λυπάσαι, γιατί το άγαλμα στο λιμάνι δεν έπεσε. Αυτό που ποθείς θα γίνει, όταν έλθει εδώ ο επίσκοπος Τριμυθούντος, ο Σπυρίδων. Στείλε και κάλεσε τον». Στήν υπόδειξη αυτή του αγγέλου ο πατριάρχης έσπευσε με γράμματα και πρόσωπο δικό του να καλέσει τον άγιο να πάει στην Αλεξάνδρεια το ταχύτερο. Έστειλε μάλιστα και πλοίο να τον παραλάβει. Στήν πρόσκληση του πατριάρχη και παράκληση ο ταπεινός και πάντα εξυπηρετικός επίσκοπος ετοιμάστηκε και χωρίς αναβολή ξεκίνησε για την Αλεξάνδρεια. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ο άγιος δεν σταμάτησε από του να προσεύχεται νοερά και να ζητά τη χάρη του Θεού. Όταν το πλοίο έφτασε στο λιμάνι, ο Σπυρίδων έσπευσε μεταξύ των πρώτων να αποβιβασθεί. Και να. Μόλις τα πόδια του αγίου πάτησαν στη γη, το θαύμα έγινε. Το αμετακίνητο είδωλο, το είδωλο που στις προσευχές τόσων αγίων πατέρων δεν σάλεψε από τη θέση του, στην απλή παρουσία του αγίου επισκόπου Κύπρου στην πόλη του Αλέξανδρου, σείστηκε και μαζί με όλα τα ειδωλολατρικά οικοδομήματα γκρεμίστηκε κι έπεσε σε συντρίμματα. Κάποιοι χριστιανοί που ήσαν εκεί, έτρεξαν κι ανακοίνωσαν στον πατριάρχη με χαρά τα γενόμενα. Κι ο πατριάρχης χωρίς να γνωρίζει την άφιξη του πλοίου αναφώνησε:

- Πρέπει να ήλθε ο Σπυρίδων της Κύπρου το σεμνό και θειο βλάστημα! Πηγαίνετε να τον υποδεχθείτε.
Πρέπει να ήλθε ο Σπυρίδων! Στόν τόπο, που πατούσε και περπατούσε ο γνήσιος μαθητής του Παντοδύναμου Ιησού, δεν μπορούσε να έχει πια θέση και δύναμη και εξουσία το σύμβολο του ψεύδους, το είδωλο που συμβόλιζε και αντιπροσώπευε τον Σατανά.

Μέγα το όνομα της Αγίας Τριάδος. «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού». Κλήρος και λαός βγήκαν να προϋπαντήσουν τον ταπεινό επίσκοπο. Κι αυτός απέριττα ντυμένος προχωρεί ευχαριστώντας και δοξολογώντας Εκείνο, «τον ποιούντα μεγάλα και θαυμαστά, ένδοξα τε και εξαίσια».

Το μεγάλο αυτό θαύμα του αγίου κηρύχθηκε παντού. Κλήρος και λαός μαζεύτηκαν στο πατριαρχείο για να τιμήσουν τον άγιο. Οι πιστοί πανηγυρίζουν. Οι ορθόδοξοι στερεώνονται στην πίστη και γίνονται πιο θερμοί. Κι ακόμη πολλοί ειδωλολάτρες πιστεύουν και βαπτίζονται. Το θαύμα σε λίγο καιρό διαδόθηκε στα πέρατα της αυτοκρατορίας. Έφθασε και στο παλάτι της πόλεως του Κωνσταντίνου. Το έμαθε κι ο βασιλιάς. Με πίστη κι ευλάβεια δοξολογεί κι αυτός τον Θεό μαζί με τον λαό του, «τον δόντα εξουσίαν τοιαύτην τοις ανθρώποις» (Ματθ. θ', 8).

Το εξαίσιο αυτό θαύμα μαρτυρούσε και μια πολύ ωραία και μεγάλη εικόνα που βρισκόταν στην Τριμυθούντα μεταξύ του αρχοντικού λεγομένου πυλώνος και της εκκλησίας. Σ' αυτήν την εκκλησία εφημέρευε ο άγιος όσο καιρό ζούσε.

Ο άγιος Σπυρίδωνας μαζί με άλλους ένδεκα Κυπρίους επισκόπους έλαβε μέρος και στην τοπική σύνοδο της Σαρδικής (της σημερινής Σόφιας), που συνεκλήθη γύρω στο 342 ή 343 κι η οποία εβεβαίωσε τις αποφάσεις της Α' Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια. Στή Σύνοδο αυτή, όπως ξέρουμε, ανακλήθηκε από την εξορία του κι ο Μ. Αθανάσιος.

15. Είναι μεγάλη, πολύ μεγάλη η προσφορά του αγίου μας στην Εκκλησία και πολλά, πάρα πολλά τα θαύματα που, όπως είπαμε, έκαμε και κάμνει. Λέγεται πώς όταν ζούσε και λειτουργούσε στο Άγιο Βήμα, οι χριστιανοί, που παρακολουθούσαν, άκουαν να ψάλλουν μαζί του άγγελοι. Όταν ο άγιος έλεγε «ειρήνη πάσι», οι άγγελοι απαντούσαν: «Και τω πνεύματί σου». Κι όταν αυτός έλεγε, «του Κυρίου δεηθώμεν», άγγελοι αποκρίνονταν «Κύριε ελέησον». Τούτο το γεγονός πολύ ωραία διατύπωσε κι ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας στο απολυτίκιο του αγίου με τις λέξεις: «Και εν τω μέλπειν τάς αγίας σου ευχάς, αγγέλους έσχες συλλειτουργούντάς σοι ιερώτατε». Πόσο αλήθεια χαριτώνει ο Κύριος όλους εκείνους, που με ταπείνωση του δίνουν την καρδιά τους, και με ειλικρίνεια κι απόλυτη εμπιστοσύνη ακολουθούν τον Νόμο Του!

Ήλθε όμως ο καιρός η ευλογημένη αυτή ζωή, μια ζωή υποδειγματικής πραότητας και ταπεινοφροσύνης, μια ζωή άδολης αγάπης και καλωσύνης, μια ζωή γεμάτη από θεία χάρη να εγκαταλείψει τον μάταιο τούτο κόσμο και να μεταπηδήσει από το επίγειο στο ουράνιο θυσιαστήριο του Κυρίου, για να συνεχίσει εκεί τις υπηρεσίες του. Αυτό έγινε το 348 μ.Χ. με τον θάνατο του αγίου στην επισκοπή του στην Τριμυθούντα. Έφυγε ο καλός ποιμήν. Έφυγε από το ποίμνιο του. Η αγάπη όμως και το ενδιαφέρον του για τα λογικά πρόβατα του Χριστού που ζητάνε τη μεσιτεία του και τις πρεσβείες του προς τον Κύριο, δεν σταμάτησαν. Συνεχίζονται ως σήμερα. Και θα συνεχίζονται μέχρι που θα θέλει ο Τριαδικός Θεός.

Τα πνευματικά του παιδιά θρήνησαν για καιρό την κοίμηση Του. Το λείψανο του στην ανακομιδή που έγινε μετά από πολλά χρόνια είχε μείνει άφθαρτο κι ευωδίαζε. Γι' αυτό κι οι κάτοικοι της προνομιούχου πόλεως, που τον είχε ποιμένα ψυχών, το έβαλαν σε μια μαρμάρινη λάρνακα, που έστησαν δίπλα στην είσοδο του ναού από τον νάρθηκα, για να είναι προσκύνημα των πιστών.

Η λάρνακα βρίσκεται ακόμη στο ίδιο μέρος αλλά χωρίς τον θησαυρό. χωρίς το άγιο λείψανο. Όταν άρχισαν οι αραβικές επιδρομές η επιδρομές των Σαρακηνών (648 μ.Χ.) το λείψανο για ασφάλεια μεταφέρθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β' στην Κωνσταντινούπολη. Από εκεί λίγο καιρό πριν να πέσει η βασιλίδα των πόλεων στα χέρια των Τούρκων, ένας ιερέας που ονομαζόταν Γρηγόριος Πολύευκτος, το πήρε από τον ναό που φυλασσόταν μαζί με το λείψανο της Αυγούστας Θεοδώρας και το μετέφερε μέσον της Θράκης, Μακεδονίας και Σερβίας στην Παραμυθιά της Ηπείρου κι ύστερα στην Κέρκυρα γύρω στο 1460. Επί τρία ολάκαιρα χρόνια ο ευσεβής εκείνος ιερέας περιπλανιόταν από τόπο σε τόπο μέχρις ότου φτάσει στην Κέρκυρα. Σ' όλο αυτό το διάστημα τα δύο λείψανα τα είχε κρυμμένα σε δύο σακκιά άχυρα για τα όποια, σαν τον ρωτούσε κανείς έλεγε, πώς τα άχυρα εκείνα ήταν τροφή για το υποζύγιο του.
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
Άβαταρ μέλους
fotis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4712
Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ

Re: Διάφορα θαύματα Αγίων

Δημοσίευση από fotis »

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΡΤΟΠΟΙΟΣ ΠΟΥ ΕΣΩΣΕ ΤΟΝ ΛΑΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΙΝΑ
Ο Όσιος Πρόχορος Λεμπέντνικ της Λαύρας των Σπηλαίων ο θαυματουργός (+10 Φεβρουαρίου)




ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ
Ο όσιος Πρόχορος έλαμψε με τη ζωή και τα έργα του στα χρόνια του μεγάλου ηγεμόνα του Κιέβου Μιχαήλ Σβιατοπόλκ Ιζιασλάβιτς, φημισμένου για τη σκληρότητα και τις αδικίες του. Πολλές θλίψεις και βάσανα υπέμειναν οι κάτοικοι του Κιέβου στο διάστημα της εξουσίας του. Τα βάσανα τους πλήθαιναν περισσότερο με τις αδιάκοπες επιδρομές των Πολόφτσων και άλλων γειτονικών λαών εναντίον του Κιέβου. Οι συνεχείς πόλεμοι με τους εξωτερικούς εχθρούς, καθώς επίσης και οι εμφύλιοι σπαραγμοί μεταξύ των Ρώσων ηγεμόνων, οι διωγμοί, οι αιχμαλωσίες, οι λεηλασίες και οι ποικίλες αναταραχές, ήταν μόνιμες αιτίες φτώχειας, δυστυχίας και οδύνης του ρώσικου λάου.
Σ' αυτά τα δύσκολα και ζοφερά χρόνια ήρθε από το Σμολένσκ στη μονή των Σπηλαίων ο μακάριος Πρόχορος, ζητώντας από τον ηγούμενο Ιωάννη να τον κείρει μοναχό και να τον συναριθμήσει με τα πνευματικά του τέκνα. Μετά από κανονική και προσεκτική δοκιμασία, που φανέρωσε καθαρά τον ένθεο ζήλο του φιλόθεου Προχόρου, ο ηγούμενος τον έκειρε κατά την επιθυμία του. Με πολλή βία και απαρέγκλιτη ακρίβεια στις αρχές του μοναχικού βίου, πολεμούσε ο όσιος τους νοητούς εχθρούς κι επιδιδόταν στις ασκήσεις που του ανέθετε ο γέροντάς του. Ανάμεσα σ' αυτές ήταν και η άσκηση της αυστηρής νηστείας. Όχι μόνο δεν γευόταν ποτέ άλλη τροφή εκτός από ψωμί και νερό, αλλά και αυτό το ψωμί του ήταν φτιαγμένο από το κατάπικρο χόρτο λέμπεντα. Κάθε καλοκαίρι μάζευε ο ίδιος το χόρτο αυτό, το έτριβε κι ετοίμαζε ψωμιά για όλο το χρόνο.
Σ' όλη του τη ζωή ο όσιος τρεφόταν με λέμπεντα, γι' αυτό οι συνασκητές του, του έδωσαν την προσωνυμία «λέμπεντνικ». Άλλο χορταρικό ή κηπουρικό δεν έβαλε στο στόμα του μέχρι την κοίμησή του. Ούτε ψωμί σταρένιο έφαγε, πέρα από το αντίδωρο που έπαιρνε στην εκκλησία.
Ο πανάγαθος Θεός, βλέποντας τη βία και την υπομονή του μακαρίου, μετέβαλε για χάρη του την πίκρα του χόρτου αυτού σε γλυκύτητα, κι έτσι το ψωμί που ετοίμαζε εκείνος, έπαιρνε μια γλυκεία, ευχάριστη γεύση. Μόλις διαπίστωσε ο όσιος το θαύμα τούτο του Κυρίου «εχάρη χαράν μεγάλην σφόδρα» και μ' ευγνωμοσύνη προς τον ουράνιο Ευεργέτη του, συνέχισε με περισσή προθυμία την παθοκτόνο άσκησή του.
Στη ζωή του θείου Προχόρου, εκπληρώνονταν οι προτρεπτικοί λόγοι του Σωτήρος: «Μη μεριμνάτε τη ψυχή υμών τι φάγητε και τι πίητε... Εμβλέψατε εις τα πετεινό του ουρανού, ότι ου σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν ουδέ συνάγουσιν εις αποθήκας και ο πατήρ υμών ο ουράνιος τρέφει αυτά».
Σαν τα πουλιά τ' ουρανού και ο όσιος, αμέριμνος και παραδομένος στην πρόνοια και την αγάπη του Θεού, τρεφόταν με τροφή που δεν έσπειρε και δεν καλλιέργησε. Πήγαινε στους τόπους που έσπερνε αντί γι' αυτόν ο ουράνιος Σποριάς, μάζευε το καλλιεργημένο από Κείνων χόρτο και γύριζε στο μοναστήρι δοξολογώντας Τον για τις ευεργεσίες Του.
Τα χρόνια εκείνα, λόγω των πολεμικών αναστατώσεων, έπεσε μεγάλη πείνα στη Ρωσία. Το φάσμα του θανάτου απειλούσε τους κατοίκους του Κιέβου. Ο Κύριος τότε, θέλοντας να σώσει τους ανθρώπους από το φρικτό θάνατο της πείνας, αλλά και να δοξάσει τον πιστό δούλο Του Πρόχορο, έκανε να φυτρώσουν στη γύρω περιοχή τόσα πολλά λέμπεντα, όσα ποτέ άλλοτε. Ο όσιος ακούραστος, με ιδιαίτερο ζήλο, μάζευε ασταμάτητα το χόρτο σε μεγάλες ποσότητες, ετοίμαζε νύχτα και μέρα ψωμιά και τα μοίραζε στους φτωχούς και πεινασμένους.
Μερικοί θέλησαν να μιμηθούν το μακάριο και να φτιάξουν μόνοι τους ψωμί από λέμπεντα. Ήταν όμως αδύνατο να το γευτούν, γιατί έγινε πικρό σαν αψιθιά και μαύρο σαν κάρβουνο. Τότε κατάλαβαν ότι κάποιο θαύμα επιτελούσε ο μεγαλοδύναμος θεός με το θεσπέσιο δούλο Του και δεν επιχείρησαν άλλη φορά να τον μιμηθούν. Όλοι όσοι είχαν ανάγκη απευθύνονταν στον όσιο. Κι εκείνος κανένα δεν άφηνε να φυγή μ' άδεια χέρια. Το ψωμί που τους έδινε, πράγμα ανεξήγητο, όχι μόνο δεν πίκριζε, αλλά ήταν γλυκύτατο και νοστιμότατο, καλύτερο κι απ' το σταρένιο.
Συνέβη όμως κι ένα άλλο παράδοξο.
Κάποιος αδελφός, αφού δοκίμασε να φτιάξη μόνος του ψωμί από λέμπεντα και απέτυχε, σκέφτηκε να πάρει κρυφά από τα ψωμιά του οσίου. Πήρε μία και δύο και τρεις φορές. Κάθε φορά όμως που το δοκίμαζε, έβρισκε πως ήταν πικρό. Ντράπηκε ν' αποκαλύψει στον όσιο την αμαρτία του. Τελικά, βασανισμένος από την πείνα, πήγε και διηγήθηκε την πράξη και το πάθημά του στον ηγούμενο Ιωάννη. Ο ηγούμενος δεν τον πίστεψε στην αρχή. Έστειλε έναν άλλο αδελφό να πάρει κι εκείνος κρυφά ένα από τα ψωμιά του Προχόρου. Ούτε κι αυτό όμως μπόρεσαν να το γευτούν από τη μεγάλη του πικράδα. Θέλοντας να διαλευκάνει οπωσδήποτε το μυστήριο, ο ηγούμενος σκέφτηκε ένα άλλο τέχνασμα.
- Πήγαινε στον πατέρα Πρόχορο, είπε στον αδελφό και ζήτησε του ένα ψωμί για μένα. Καθώς θα φεύγεις όμως, πάρε κρυφά άλλο ένα και φέρ' το κι αυτό εδώ.
Ό αδελφός εκτέλεσε κατά γράμμα την εντολή. Σε λίγο παρουσιάστηκε με δυο ψωμιά. Αλλά να! Το ψωμί που πήρε από τα χέρια και με την ευλογία του οσίου ήταν χρυσόχρωμο και γλυκόγευστο, ενώ το άλλο ήταν μαύρο και κατάπικρο.
Μετά κι απ' αυτή την επιβεβαίωση, το θαύμα διαδόθηκε παντού και δόξασαν όλοι, μοναχοί και λαός, το φιλάνθρωπο Κύριο, που έστειλε βοήθεια στους πεινασμένους δια μέσου του θαυματουργού οσίου.

Το λείψανο του Αγίου Προχόρου Λεμπέντνικ της ρας των Σπηλαίων

Στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου ανάμεσα στον Σβιατοπόλκ και τους πρίγκιπες του Βλαντιμίρ και Περεμίσλσκ, δεν μπορούσαν να φτάσουν μέχρι το Κίεβο έμποροι τροφίμων. Ενώ όμως υπήρχαν αποθέματα άλλων προϊόντων, παρουσιάστηκε μεγάλη έλλειψη αλατιού.
Όταν ο μακάριος Πρόχορος είδε την ανάγκη του λαού, μάζεψε από τα κελιά των αδελφών όλη τη στάχτη, τη συγκέντρωσε στο κελί του κι έπεσε σε θερμή και εγκάρδια προσευχή. Η στάχτη δεν άργησε να μεταβληθεί σε γνήσιο, λευκό, καθαρό αλάτι!
Ο όσιος ειδοποίησε να έρθουν και να πάρουν όσοι θέλουν. Γρήγορα μαθεύτηκε ότι ο σπηλαιώτης Πρόχορος μοίραζε αλάτι κι έτρεχαν όλοι να προμηθευτούν απ' αυτόν. Το πιο παράδοξο ήταν, ότι το αλάτι εκείνο δεν τελείωνε ποτέ. Όσο το μοίραζε ο όσιος, τόσο αυξανόταν. Έτσι ο λαός, που προηγουμένως έψαχνε μάταια στην αγορά για ν' αγοράσει λίγο αλάτι σε πολύ ανεβασμένη τιμή, έτρεχε τώρα στη μονή των Σπηλαίων να πάρει όσο ήθελε δωρεάν. Μερικοί όμως μαυραγορίτες έμποροι, που εκμεταλλεύονταν την έλλειψη του αλατιού για να πλουτίσουν και το πουλούσαν σε αστρονομικές τιμές, οργίστηκαν εναντίον του οσίου και πήγαν να παραπονεθούν στον ηγεμόνα.
-Άρχοντα, του είπαν, ο καλόγερος Πρόχορος των Σπηλαίων, μας έκανε μεγάλη ζημιά. Η αγορά άδειασε, γιατί όλοι τρέχουν να πάρουν από Κείνων αλάτι δωρεάν. Κι εμείς, που σου πληρώνουμε τόσους φόρους, δεν μπορούμε να πουλήσουμε το αλάτι που είχαμε κρύψει στις αποθήκες μας. Καταστραφήκαμε εξαιτίας του.
Ο πονηρός και φιλάργυρος Σβιατοπόλκ σκέφτηκε να εκμεταλλευτή την περίσταση και να ωφεληθεί διπλά: και τους εμπόρους να ικανοποίηση και ο ίδιος να κερδίσει χρήματα πολλά. Έστειλε λοιπόν ανθρώπους ν' αρπάξουν το αλάτι του μακαρίου Προχόρου και να το φέρουν στο παλάτι του. Όρισε πολύ υψηλή τιμή πωλήσεως, ενώ ταυτόχρονα πληροφόρησε το λαό ότι το αλάτι θα πωλείται πλέον μόνο από την ηγεμονική αυλή.
- Για χάρη σας θα λεηλατήσω τον καλόγερο, είπε στους εμπόρους.
Το είπε και το έκανε.
Όταν όμως το αλάτι μεταφέρθηκε στην αυλή του Σβιατοπόλκ, είδαν όλοι πως ήταν στάχτη! Ο ηγεμόνας είπε σε μερικούς να δοκιμάσουν.
- Στάχτη είναι! Στάχτη! διαβεβαίωσαν εκείνοι.
Κανείς δεν μπορούσε να εξήγηση τι είχε συμβεί. Αμήχανος ο Σβιατοπόλκ πρόσταξε να τη φυλάξουν για τρεις ημέρες, μήπως κατόρθωναν να εξηγήσουν το παράδοξο εκείνο φαινόμενο. Οι τρεις ήμερες πέρασαν, αλλά τίποτα δεν άλλαξε. Έτσι ο ηγεμόνας διέταξε να πετάξουν εκείνη την άχρηστη στάχτη πίσω από το παλάτι, λίγο πιο πέρα από τη θύρα των υπηρετών.
Στο μεταξύ ο λαός συνέχιζε να έρχεται στον όσιο Πρόχορο και να ζητά αλάτι. Όταν μάθαιναν για την αρπαγή του, έφευγαν λυπημένοι και μ' άδεια χέρια, ξεστομίζοντας κατάρες για Κείνων που το έκλεψε. Ο όσιος τους παρηγορούσε λέγοντας:
—Όταν ο πρίγκιπας πετάξει το αλάτι, να πάτε και να το μαζέψετε. Θα το βρείτε σωριασμένο στην πίσω πόρτα του παλατιού.
Πράγματι, πήγαν οι άνθρωποι εκεί και αντί για στάχτη βρήκαν αλάτι!
Όταν διαδόθηκε πως υπήρχε αλάτι έξω από το πριγκιπικό ανάκτορο, όλοι έτρεχαν να πάρουν όσο μπορούσαν.
Ο ηγεμόνας πήγε να τρελαθεί από την απόγνωση και το κακό του. Ζήτησε να μάθη λεπτομέρειες για τον άγιο Πρόχορο. Τον πληροφόρησαν για την ασκητική ζωή και τα θαύματά του — όχι μόνο για τη μεταβολή της στάχτης σε αλάτι, αλλά και για την Παρασκευή γλυκού ψωμιού από το πικρό λέμπεντα.
Ο Σβιατοπόλκ τότε ντράπηκε για την πράξη του, πήγε μετανιωμένος στη μονή των Σπηλαίων και πρόσπεσε στον όσιο με δάκρυα, ζητώντας συγχώρηση και δίνοντας υποσχέσεις να μην αδικήσει κανένα στο μέλλον. Ακόμη, με την εντολή και μεσολάβηση του οσίου, συμφιλιώθηκε και με τον ηγούμενο Ιωάννη, με τον οποίο βρισκόταν σε ρήξη, επειδή ασκούσε εναντίον του σκληρό έλεγχο για τις αδικίες και τις ανομίες του.
Μέχρι το τέλος της ζωής του ο ηγεμόνας έτρεφε βαθύ σεβασμό απέναντι στον όσιο και άκουγε με ταπείνωση τις συμβουλές του. Κάποια μέρα μάλιστα του ανακοίνωσε μια ιδιαίτερη επιθυμία του:
- Αν είναι θέλημα Θεού πάτερ ν' αναχωρήσω για τον άλλο κόσμο πριν από σένα, σε παρακαλώ να με βάλεις εσύ στον τάφο, με τα ίδια σου τα χέρια. Αν πάλι φύγεις εσύ πρώτος, άφησέ με, άγιε του Θεού, να μεταφέρω το σώμα σου με τα δικά μου χέρια στο σπήλαιο του οσίου Αντωνίου, μήπως έτσι ο Κύριος με λυπηθεί και συγχωρήσει τη βαρεία αμαρτία που διέπραξα σε βάρος σου.
Πέρασαν από τότε αρκετά χρόνια. Κάποτε ο όσιος αρρώστησε και κατάλαβε ότι τελείωνε η επίγεια ζωή του. Έστειλε λοιπόν μήνυμα στον ηγεμόνα Σβιατοπόλκ, που πολεμούσε τότε τους Πολόφτσους: «Άρχοντα, πλησίασε η ώρα της αναχωρήσεώς μου από τη γη. Αν θέλεις να εκπληρώσεις την επιθυμία σου και να βρεις από το Θεό έλεος, έλα να λάβεις τη συγχώρηση και να με τοποθετήσεις με τα χέρια σου στο μνήμα. Περιμένω τον ερχομό σου. Αν καθυστερήσεις και αναχωρήσω χωρίς να ιδωθούμε, δεν θα είναι δικό μου το φταίξιμο για ότι θ' ακολουθήσει. Γιατί τότε η εκστρατεία σου δεν θα έχει την έκβαση που θα είχε αν ερχόσουν εγκαίρως και με προλάβαινες ζωντανό».
Μόλις πήρε το μήνυμα ο Σβιατοπόλκ, άφησε το στράτευμά του κι έτρεξε όλο αγωνία στη μονή των Σπηλαίων. Πρόλαβε το μακάριο Πρόχορο στην επιθανάτια κλίνη.
Στην τελευταία του συζήτηση με τον ηγεμόνα, ο όσιος του μίλησε πολύ για την αγάπη, την ελεημοσύνη, τις υποχρεώσεις του απέναντι στο λαό που διοικούσε, κι ακόμη για τη μέλλουσα κρίση, τη μεταθανάτια ζωή, τα αιώνια αγαθά των δικαίων και τ' ατέλειωτα βάσανα τον αμαρτωλών. Ύστερα του έδωσε συγχώρηση για την αδικία που είχε διαπράξει σε βάρος του, τον ευλόγησε και τον αποχαιρέτησε εγκάρδια. Τέλος, ύψωσε τα τίμια χέρια του στον ουρανό και παρέδωσε γαλήνια το πνεύμα του στα χέρια του Θεού.
Ο Σβιατοπόλκ σήκωσε δακρυσμένος το σώμα του οσίου. Με τη συνοδεία των μοναχών το μετέφερε στο σπήλαιο του οσίου Αντωνίου και το τοποθέτησε στον τάφο. Οι αδελφοί το κήδεψαν με τιμές, ενώ ο ηγεμόνας έφυγε αμέσως για το στρατό του.
Η συνέχεια της εκστρατείας ήταν θριαμβευτική. Ο Σβιατοπόλκ προήλασε ακάθεκτος και συνέτριψε τους Πολόφτσους μέσα στις ίδιες τις περιοχές τους, υποτάσσοντάς τες ολοκληρωτικά κι αιχμαλωτίζοντας πλήθη Βαρβάρων. Ήταν μια νίκη χαρισμένη από το Θεό στο ρωσικό έθνος, με την προσευχή του θεοφιλούς Προχόρου.
Από τότε ο ηγεμόνας, κάθε φορά που ξεκινούσε για εκστρατεία η για κυνήγι, περνούσε από το μοναστήρι των Σπηλαίων για να προσευχηθεί στην εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου, να πάρει την ευλογία των πατέρων και να προσκυνήσει τους τάφους των οσίων Αντωνίου, Θεοδοσίου και Προχόρου.
Ο άγιος Πρόχορος και μετά την κοίμησή του, αδιάκοπα φροντίζει για τον ορθόδοξο ρωσικό λαό. Κάνει πολλά θαύματα για να τον ανακουφίση από συμφορές, πείνες, επιδρομές και επιδημίες, πρεσβεύοντας πάντοτε γι' αυτόν στον πανάγαθο και παντοδύναμο
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
Άβαταρ μέλους
fotis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4712
Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ

Re: Διάφορα θαύματα Αγίων

Δημοσίευση από fotis »

Τα δέντρα που αιμορραγούν στις 9 Μαΐου

Το επαναλαμβανόμενο θαύμα του αγίου Νικολάου των Βουνένων (κοντά στη Λάρισα)


Ο Άγιος Οσιομάρτυς [=μοναχός που μαρτύρησε, δηλ. θανατώθηκε για την πίστη του] Νικόλαος ο Νέος, κατάγονταν από τα μέρη της Ανατολής. Έζησε, δεν είναι ακριβώς γνωστό, αλλά κάπου τον 7ο με 8ο αιώνα. Γεννήθηκε από γονείς θεοσεβείς, ευγενείς και πλουσίους.
Από τα παιδικά του χρόνια, έδειχνε, ποια θα είναι η πνευματική του εξέλιξη. Απέφευγε τη συναναστροφή των νέων, που δεν ήταν προσεκτικοί στη ζωή τους και συναναστρέφονταν πάντα με συνετούς, προσεκτικούς και θεοσεβείς ανθρώπους.
Όταν μεγάλωσε, κατατάχθηκε σαν στρατιώτης, στα βασιλικά στρατεύματα.Επειδή ήταν πολύ ανδρείος και μορφωμένος, ο τότε βασιλιάς του έδωσε μεγάλα αξιώματα, τον έκανε Δούκα, δηλαδή στρατιωτικό διοικητή, και τον έστειλε στα μέρη της Θεσσαλίας.
Σε λίγο καιρό ο Νικόλαος, με τη φώτιση του Θεού, πήγε στο όρος της Βουνένης, ένα βουνό κοντά στη Λάρισα, και εκεί βρήκε μερικούς μοναχούς που ησύχαζαν, οπότε αποφασίζει, να ασκητεύσει και αυτός στο όρος αυτό, εγκαταλείποντας κάθε κοσμική δόξα και τα αξιώματά του.
Έγινε λοιπόν μοναχός και άρχισε το σκληρό αγώνα της νηστείας, της προσευχής, της αγρυπνίας και κάθε άλλης σκληραγωγίας και ασκήσεως. Έτσι, πολύ σύντομα, έφτασε σε πολύ υψηλά μέτρα, πνευματικής και εναρέτου ζωής. Αλλά ο διάβολος, μη υποφέροντας να βλέπει τη θεάρεστη ζωή των μοναχών αυτών, έστειλε εναντίον τους, πλήθος αθέων Αβάρων, που ήρθαν τότε στην Ελλάδα, λεηλατώντας και φονεύοντες τους πάντες.
Ενώ λοιπόν, ο Όσιος προσεύχονταν μαζί με τους δώδεκα συνασκητάς του, ήρθε την νύκτα Άγγελος Κυρίου και τους είπε να ετοιμαστούν, γιατί σε λίγο θα μαρτυρήσουν για τον Χριστό και θα πάρουν τα στεφάνια της αθλήσεως. Οι αθλητές μόλις άκουσαν τη «Χαρμόσυνη» αυτή είδηση, χάρηκαν και άρχισαν μεγαλύτερο αγώνα με νηστείες και προσευχές, για να γίνουν άξιοι της αιωνίου ζωής.
Ο Μακάριος Νικόλαος, συμβούλευε τους συνασκητάς του λέγοντας: Να μη φοβηθούμε αδελφοί τον πρόσκαιρο θάνατο, ούτε να δειλιάσουμε, γιατί τώρα ήρθε η ώρα, να δείξουμε την ανδρεία μας και με μικρή και λίγη τιμωρία να κληρονομήσουμε την παντοτινή ευφροσύνη και μακαριότητα.

Το μαρτύριο των αγίων
Σε λίγες ημέρες, ήρθαν οι Άβαροι στη Σκήτη και τους μεν άλλους Οσίους, αφού δεν μπόρεσαν να τους αλλαξοπιστήσουν με διάφορα βασανιστήρια, στο τέλος τους αποκεφάλισαν, Τον δε όσιο Νικόλαο, βλέποντες ότι ήταν πολύ ωραίος, άρχισαν με κολακείες να τον παρακινούν να αρνηθεί τον Χριστό και να προσκυνήσει τα αναίσθητα είδωλά τους.
Άδικος όμως ο κόπος τους, γιατί ούτε ελάχιστα μπόρεσαν να κλονίσουν από την ευσέβεια τον Άγιο, ο οποίος απαντούσε:
«Εγώ δεν είμαι μωρό παιδί, για να ξεγελαστώ και ν΄αρνηθώ τον αληθινό Θεό ο Οποίος με έπλασε, και να προσκυνήσω τα άψυχα είδωλα. Αλλά όπως από την αρχή ήμουν ευσεβής Χριστιανός έτσι και θα παραμείνω, μέχρι να παραδώσω την ψυχή μου, στα πανάχραντα χέρια του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού, τον Οποίο, σαν Θεό αληθινό και Σωτήρα μου προσκυνώ, λατρεύω και σέβομαι και για την αγάπη Του αισθάνομαι μεγάλη προθυμία και πόθο, να χύσω ακόμη και το αίμα μου».
Αμέσως τότε οι βάρβαροι εξαγριώθηκαν και τον έδειραν άσπλαχνα. Τον απείλησαν δε, ότι θα τον τιμωρήσουν με φοβερά βασανιστήρια μέχρι θανάτου, αν δεν αλλαξοπιστήσει. Ο Άγιος όμως απάντησε:
«Αυτό που φοβερίζετε να με κάνετε, επιθυμώ πολύ, γιατί εάν με χωρίσετε από αυτή τη μάταιη και πρόσκαιρη ζωή, μου δίνετε ατέλειωτη και βασιλεία ουράνια, όπου θα δοξάζομαι μαζί με το Χριστό μου πάντοτε απολαμβάνοντας χαρά ανεκλάλητη και αγαλλίαση απερίγραπτη».
Τότε οι βάρβαροι τον έδειραν τόσο πολύ, ώστε κοκκίνισε η γη από το άγιο αίμα του. Αυτοί που τον έδερναν άλλαξαν δύο και τρεις φορές, από την κούραση. Έπειτα τον έδεσαν σε ένα δένδρο, όπου τον τόξευαν, τον ελόγχευαν και άλλες πολλές τιμωρίες τον έκαναν. Τέλος, βλέποντας ότι ήταν αδύνατον να αλλαξοπιστήση, τον αποκεφάλισαν, και έτσι έλαβε ο αείμνηστος, τον στέφανον της αθλήσεως στις 9 Μαΐου.
Το άγιο λείψανό του, έμεινε άταφο στο βουνό αυτό, επί πολύ καιρό και το φύλαγαν άγγελοι, αβλαβές και αδιάφθορο, μέχρι που φανερώθηκε με το εξής θαύμα:
Ένας άρχοντας από την ανατολή, που έπασχε από λέπρα, είδε στον ύπνο του τον Άγιο, ο οποίος του είπε, να πάει στο βουνό της Βουνένης και εκεί θα βρει κοντά σε μια πηγή το Λείψανό του, το οποίο θα τον θεραπεύσει. Πραγματικά ύστερα από πολλή έρευνα, ο άρχοντας βρήκε την πηγή και το Άγιο Λείψανο του Οσιομάρτυρος, ακέραιο, άφθαρτο, και ευωδίαζε. Τότε λούστηκε στην πηγή, ασπάστηκε το Άγιο Λείψανο και αμέσως, ώ του θαύματος, θεραπεύτηκε από την ασθένειά του. Ύστερα, από ευγνωμοσύνη, καθάρισε ο άρχοντας τον τόπο εκείνον και έκτισε Ιερό Ναό, στο όνομα του Αγίου, έθαψε το Άγιο Λείψανο εκεί, το οποίο έκτοτε, κάνει πάμπολλα θαύματα.
Τα δέντρα που αιμορραγούν

Σήμερα στο μέρος αυτό, κοντά στο χωριό Βούνενα, μισή ώρα έξω από τη Λάρισα, υπάρχει νέος Ναός, εντός του οποίου βρίσκεται και ο τάφος του Αγίου.
Η δε αγία θαυματουργός Κάρα του, καθώς και κάποιο τεμάχιο του Λειψάνου του, βρίσκονται στην Ιερά Μονή του Αγίου Νικολάου στο νησί της Άνδρου, κοντά στο χωριό Ώρες. Πολλοί δε Ναοί, προς τιμήν του Οσιομάρτυρος, υπάρχουν σε πολλά μέρη της πατρίδος μας.
Στον τόπο του Μαρτυρίου του Αγίου Νικολάου, δηλαδή στον Ιερό Ναό του, που βρίσκεται κοντά στο χωριό Βούνενα, συμβαίνει ένα υπερθαύμαστο γεγονός και κυρίως κατά την ετήσια μνήμη του Αγίου, τρέχει ένα υγρό που μοιάζει με αίμα:Το αίμα αυτό τρέχει από τους κορμούς μερικών δένδρων, στα οποία εσφαγίασαν τους συνασκητάς του Αγίου και επίσης πλημμυρίζει τη ρίζα ενός κομμένου δένδρου, όπου κατά την παράδοση εβασάνισαν τον Άγιο.
Το «αίμα» αρχίζει να τρέχει το απόγευμα της 8ης Μαΐου, παραμονή της μνήμης του και συνεχίζει τη θαυμαστή εμφάνισή του, μέχρι το πρωί της εορτής του, 9 Μαΐου. Ευλαβείς χριστιανοί που το γνωρίζουν, πηγαίνουν εκεί την παραμονή και συγκεντρώνουν μέσα σε μπουκάλια, το τρεχούμενο θαυμαστό «αίμα» για να το μοιράσουν, σαν ευλογία, στους γνωστούς τους. Το δε βράδυ, κάνουν αγρυπνία, για τη γιορτή του Αγίου. Πολλοί μάλιστα από αυτούς, έχουν παρατηρήσει, ότι στις 5 η ώρα, το πρωί της μνήμης του, στο μέρος των δένδρων, ακούγεται ένα θαυμαστό βουητό, σε μια ακτίνα 10 μέτρων και για 10 λεπτά, περίπου. Επίσης και το Αγίασμα της πηγής, δεν τρέχει πάντοτε, τρέχει όμως εκείνες τις ημέρες, όταν τρέχει και το «αίμα».
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
Άβαταρ μέλους
fotis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4712
Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ

Re: Διάφορα θαύματα Αγίων

Δημοσίευση από fotis »

Το θαύμα της Μονής Δοχειαρίου (“Εμφανίσεις και θαύματα των Αγγέλων”)


Στα χρόνια της βασιλείας του Νικηφόρου Γ΄ του Βοτανειάτη (1078-1081), ησύχαζε στο Άγιον Όρος. στην τοποθεσία Δάφνη, ο μοναχός Ευθύμιος με την συνοδεία του. Ύστερα όμως από επιδρομή των Σαρακηνών, αναγκάστηκαν να φύγουν και να εγκατασταθούν στη θέση που βρίσκεται σήμερα η μονή Δοχειαρίου. Αυτοί έχτισαν εκεί τη μονή.
Τον Ευθύμιο διαδέχθηκε ο ανιψιός του Νεόφυτος. Ο Νεόφυτος είχε στον κόσμο μεγάλη περιουσία, που τη διέθεσε τώρα για να χτίσει εκκλησία και ν’ ασφαλίσει τη μονή με τειχόκαστρο και πύργο. Ήταν όμως λυπημένος, γιατί τα χρήματά δεν επαρκούσαν για την αγιογράφηση του ναού. Ζήτησε τότε τη βοήθεια του Θεού, κι Εκείνος απάντησε με το ακόλουθο θαύμα:
Εξήντα μίλια από το Άγιον Όρος, στο νησί Λόγγος, είχε η μονή ένα μετόχι, κι εκεί κοντά βρισκόταν στύλος αρχαίος με την επιγραφή: «Όποιος με χτυπήσει στο κεφάλι, θα βρει χρυσάφι άφθονο».
Πολλοί δοκίμαζαν, πετώντας πέτρες στην κορυφή του στύλου, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Κάποτε ένας εικοσάχρονος νέος, εργάτης στο μετόχι της μονής αφού συλλογίστηκε πολύ, αποφάσισε να σκάψει στο σημείο όπου έπεφτε η σκιά της κορυφής του στύλου με την ανατολή του ήλιου. Καθώς έσκαβε, βρήκε μια μαρμάρινη πλάκα, και κάτω απ’ αυτήν ένα μεγάλο χάλκινο δοχείο γεμάτο χρυσά νομίσματα.
Χαρούμενος για το εύρημα, σκεπάζει το δοχείο και τρέχει στο μοναστήρι.
-Γέροντα, λέει εμπιστευτικά στον ηγούμενο Νεόφυτο, βρήκα χρυσάφι πολύ στο μετόχι μας. Δώσε ευλογία να έρθουν μοναχοί, για να το φέρουμε στο μοναστήρι.
Ο ηγούμενος κάλεσε τρεις μοναχούς, που, με οδηγό το νέο, πήγαν, έβγαλαν το χάλκωμα μαζί με το μάρμαρο που το σκέπαζε, μπήκαν στο καΐκι και ξεκίνησαν για το μοναστήρι.
Οι μοναχοί όμως δεν άντεξαν στον πειρασμό. Σκέφτηκαν να ρίξουν τον εργάτη στη θάλασσα και ν’ αρπάξουν το χρυσάφι.
Έτσι κι έκαναν. Όταν άρχισε να βραδιάζει, έδεσαν το μάρμαρο στο λαιμό του νέου και τον πέταξαν στη θάλασσα. Εκείνος ενώ βυθιζόταν, φώναξε:
- Άγιοι αρχάγγελοι σώστε με!
Αμέσως παρουσιάστηκαν οι αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ σαν αετοί χρυσόφτεροι, τον άρπαξαν από το βυθό και τον μετέφεραν αστραπιαία μέσα στην εκκλησία του Δοχειαρίου.
Οι μοναχοί, στο μεταξύ, μοιράστηκαν το χρυσάφι, το έκρυψαν έξω από το μοναστήρι και οι ίδιοι έμειναν στον αρσανά.
Ο νέος, μέσα στην εκκλησία, από το φόβο του κοκάλωσε και αποκοιμήθηκε.
Όταν σήμανε ο όρθρος και πήγε ο εκκλησιαστικός ν’ ανοίξει την εκκλησία, είδε μέσα το νέο και τρόμαξε. Τρέχει τότε στον ηγούμενο και του λέει:
-Γέροντά μου, είδα ένα φάντασμα στην εκκλησία και δεν μπορώ να μπω.
-Μη φοβάσαι, του απαντάει εκείνος. Κάνε το σταυρό σου και προχώρησε με θάρρος.
Ο μοναχός έκανε δεύτερη απόπειρα, αλλά είδε και πάλι το νέο. Κάλεσε τότε τον ηγούμενο, που διαπίστωσε πως το φαινόμενο ήταν αληθινό. Ο νέος κοιμόταν πεσμένος στο έδαφος, με την πέτρα δεμένη στο λαιμό. Ο γέροντας χτύπησε κάτω το ραβδί του και το παιδί ξύπνησε.
- Πού βρίσκομαι; ρώτησε. Μου φαίνεται πως είμαι στη θάλασσα, όπου μ’ έριξαν οι μοναχοί.
- Δεν ξέρεις πού βρίσκεσαι; Είσαι στο μοναστήρι, μέσα στην εκκλησία. Εγώ είμαι ο ηγούμενος Νεόφυτος. Πες μου λοιπόν, πώς βρέθηκες εδώ;
Το παιδί ζήτησε να το αφήσουν λίγο για να συνέλθει, κι ύστερα διηγήθηκε ό,τι είχε συμβεί.
Το πρωί ο ηγούμενος συνάντησε τους τρεις εκείνους μοναχούς, που είχαν στο μεταξύ ανεβεί στη μονή, και τους ρώτησε:
- Πατέρες, τι έγινε με το θησαυρό;
- Ψέματα ήταν, γέροντά μου, απάντησαν εκείνοι. Μας απάτησε ο νέος, γι’ αυτό τον απειλήσαμε κι έφυγε.
- Καλά. Πάμε τώρα στην εκκλησία να ευχαριστήσουμε το Θεό.
Μπαίνοντας στο ναό, βλέπουν κατάπληκτοι το παιδί με την πέτρα δεμένη στο λαιμό του. Ήταν τόσο αναπάντεχο, που έμειναν άφωνοι. Ο ηγούμενος τους απείλησε κι έφεραν όλο το θησαυρό στο μοναστήρι. Ύστερα τους έδιωξε για πάντα, ενώ το νέο τον κούρεψε μοναχό. Την εκκλησία την αγιογράφησε και την αφιέρωσε στους αγίους Ταξιάρχες Μιχαήλ και Γαβριήλ.
Απόσπασμα από το βιβλίο “Εμφανίσεις και θαύματα των Αγγέλων” της Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2004
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
Άβαταρ μέλους
fotis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4712
Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ

Re: Διάφορα θαύματα Αγίων

Δημοσίευση από fotis »

Η Παναγία του Χάρου

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ
ΣΤΗ ΛΕΙΨΩ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ

ΤΟ ΕΞΩΜΟΝΑΣΤΗΡΟ
ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ
Βρισκόμαστε στα 1600 μ.Χ. Μοναχοί από την Ιερή Μονή της Πάτμου φτάνουν στη Λειψώ της Δωδεκανήσου και χτίζουν σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από το Χωριό το εξωμονάστηρο «ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ».

Ο Ναός είναι τρισυπόστατος, χτισμένος σε ρυθμό βυζαντινό. Τον διακρίνει ο χαμηλός τρούλος, τα ακανόνιστα τόξα, που γι' αυτό αισθητοποιούν μια ασυνήθιστη γοητεία, τα λιγοστά και στενόμακρα παράθυρα, που το φειδωλό φως τους υποβάλλει τον προσκυνητή.

Το διάβα των αιώνων άφησε ανέπαφη την εκκλησία, ενώ ερήμωσε τα γύρω κελιά των μοναχών. Μα σεβάστηκε το ιερό κειμήλιό τους, την πρωτότυπη και θαυματουργική εικόνα της "Παναγίας του Χάρου".

Πρωτοτυπία στην εικόνα δίνει το γεγονός ότι η Παναγία ιστορείται να κρατά το Χριστό όχι ως βρέφος, αλλά κρεμάμενο νεκρό στο Σταυρό του μαρτυρίου. Και επειδή οι έννοιες νεκρός και Χάρος σχετίζονται, η εικόνα, και γενικότερα η εκκλησία, ονομάστηκε «Παναγία του Χάρου».

Πλήθος προσκυνητών έρχονται στις 23 Αυγούστου, για να κλίνουν το γόνυ μπροστά στην εικόνα του θαύματος με το ακόλουθο ιστορικό:
Τον Απρίλιο του 1943 η ευσέβεια μιας κοπέλας τοποθέτησε στην εικόνα άσπρους κρίνους. Αυτοί ξεράθηκαν, όπως ήταν φυσικό. Μα ξαφνικά τον Ιούλιο οι αποξηραμένοι κρίνοι άρχισαν παράδοξα να αποκτούν χυμούς και μάλιστα όσο πλησίαζε η γιορτή της 23ης Αυγούστου έφτασαν να βγάζουν μπουμπούκια μοσκομύριστα, ολοκληρωμένα την ημέρα του Πανηγυριού της.

Το θαύμα αυτό πραγματοποιείται από τότε μέχρι σήμερα. Και προσφέρεται ως ευλογία της Παναγίας του Χάρου σε κάθε προσκυνήτρια ψυχή, αλλά συγχρόνως και ως «σημείον αντιλεγόμενον» για τους άπιστους που, ενώ «θέτουν τον δάκτυλον επί των τύπων των ...κρίνων», πασχίζουν να το εξηγήσουν με λογικοφανείς ερμηνείες, γεννημένες από τη θολοκουλτούρα τους.

Κι όμως η "Παναγία του Χάρου" είτε για χάρη των πιστών της είτε για προβληματισμό των απίστων συνεχίζει το θαύμα της. Και μας καλεί όλους να πυκνώσουμε με την παρουσία μας τη στρατιά των πανηγυριωτών και να οδεύσουμε σ' αυτήν, για να αποθέσουμε τις ελπίδες μας και τους οραματισμούς μας.


Ο ΕΠΙΣΤΑΤΗΣ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΟΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΘΡΟΝΟΥ
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΚΟΥΜΟΥΝΔΟΥΡΟΣ
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
Άβαταρ μέλους
fotis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4712
Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ

Re: Διάφορα θαύματα Αγίων

Δημοσίευση από fotis »

ΤΟ ΧΕΙΡΟΥΡΓΕΙΟ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ!

Παραμονή εκλογών, βρίσκομαι στο Αεροδρόμιο- η ώρα τρεις μετά τα μεσάνυχτα. Στις τρεις και μισή πάω για επιβίβαση. Κόσμος πολύς. Στο ταξί μπήκε ένα παλικάρι.
-Καλημέρα! Πειραιά, παρακαλώ.
-Λεβέντη μου, στον ουρανό σε γύρευα, στη γη βρέθηκες!
-Γιατί το λέτε αυτό;
-Καλύτερη διαδρομή δεν θα μπορούσε να μου τύχει! Στον Πειραιά μένω και εγώ!
-Α, ωραία! Σε πάω στο σπίτι σου, ε;
-Ακριβώς. Είμαι άυπνη δεκαπέντε ώρες νομίζω πως έχω κι εγώ δικαίωμα ξεκούρασης και ύπνου.
-Δεκαπέντε ώρες οδηγείτε;
-Όχι, δεκαπέντε ώρες είμαι μέσα στο ταξί.
-Πώς αντέχεις τόσες ώρες; Και δεν φοβάσαι τη νύχτα;
-Όταν έχεις δυνατή πίστη στον Θεό, δεν φοβάσαι τίποτε, νιώθεις ασφαλής.
-Έχεις δίκιο, βλέπω και τις εικόνες σου, ακούς και τον σταθμό της Εκκλησίας. Τα λόγια σου εκπέμπουν σιγουριά. Πράγματι, έχεις τον Θεό δίπλα σου! Χαίρομαι, όταν ακούω και βλέπω ανθρώπους, που πιστεύουν δυνατά, όπως και εσύ. Δεν ήταν τυχαίο που μπήκα στο ταξί σου, ήταν θέλημα Θεού. Πιστεύεις στα θαύματα;
-Και βέβαια πιστεύω.
-Θέλεις να σου πω ένα θαύμα, που έγινε στην οικογένειά μου;
-Με μεγάλη μου χαρά!
-Εργάζομαι στο Ισραήλ, στην Ελληνική Πρεσβεία Είμαι κοντά στον Πανάγιο Τάφο του Χριστού και τώρα ήρθα, για να ψηφίσω.
-Το θαύμα περιμένω να ακούσω.
-Μη βιάζεσαι, θα στα πω όλα από την αρχή• άλλωστε έχουμε δρόμο να κάνουμε.
-Συγγνώμη.
-Αυτό το ταξίδι ήταν και μία ευκαιρία να δω και τη μητέρα μου και ύστερα να πάω Κύπρο, να δω την οικογένειά μου.
-Τώρα με μπέρδεψες.
Εδώ γέλασε.
-Έχεις δίκιο, είμαι παντρεμένος με Κύπρια, έχουμε δυο παιδιά- το δεύτερο παιδί μου δεν το έχω δει ακόμη, αύριο σαραντίζει. Είναι κοριτσάκι- δεν μπόρεσα να είμαι στην γέννησή του δίπλα στη γυναίκα μου και καταλαβαίνεις την αγωνία μου.
-Εγώ καταλαβαίνω την αγωνία σου- τη δική μου αγωνία δεν καταλαβαίνεις εσύ.
Εδώ γελάσαμε και οι δύο.
-Ε, θα σε παιδέψω λίγο, Πειραιωτάκι, δεν θα στο πω μπαμ και κάτω. Που λες, έχει πεθάνει ο πατέρας μου και η μητέρα μου μένει μόνη. Δεν της είπα πως θα έρθω, θα της κάνω έκπληξη.
-Ωραία έκπληξη μέσα στα άγρια μεσάνυχτα! Άντε, πάμε παρακάτω.
-Αύριο θα πάω να ψηφίσω και το βράδυ πετάω για Κύπρο. Άμα μπορείς, έλα να με πας στο Αεροδρόμιο.
-Βρε τον άνθρωπο, δεν έχει τον Θεό του! Θα μου βγάλει την ψυχή, μέχρι να μου πει το θαύμα!
-Άντε, τώρα θα σου πω το θαύμα, φθάνει το παίδεμα. Μπορώ να καπνίσω;
-Έλα μπροστά να καπνίσεις, πίσω δεν το επιτρέπω.
Ήρθε δίπλα μου.
-Θα μου πεις πώς σε λένε;
-Νίκο.
-Ωραία! Εμένα Ράνια.
-Χαίρω πολύ.
-Λοιπόν, Νίκο, θα περιμένω πολύ ακόμη;
Ξεκαρδίστηκε στα γέλια.
-Ψυχοβγάλτης είμαι, ε;
-Αν είσαι...!
-Περίμενε, θα ανάψω τσιγάρο και θα σου πω. Λοιπόν, Ράνια, η κουνιάδα μου δεν μπορούσε να κάνει παιδί. Πήγε σε πολλούς γιατρούς στην Κύπρο, ήρθε στην Ελλάδα, πήγε Λονδίνο, Αγγλία- όμως όλοι της είπαν ένα μεγάλο όχι δεν μπορείς να γεννήσεις παιδί\ Ωστόσο είχε φτάσει σαράντα ετών. Οι προσευχές και τα τάματα αμέτρητα. Ώσπου ο καλός Θεός τη λυπήθηκε. Στα σαράντα της έμεινε έγκυος. Καταλαβαίνεις τη χαρά μας. Την προσέχαμε όλοι σαν να ήταν κάτι πολύτιμο. Μη βήξει, μη φτερνιστεί, μην κατέβει μόνη της σκαλιά, τι θα φάει- την είχαμε μη στάξει και μη βρέξει! Ώσπου ήρθε η ώρα να γεννήσει και ήμασταν όλοι κοντά της.
Στο σαλόνι που περιμέναμε έρχεται μια νοσοκόμα με έναν άγγελο στα χέρια. Ήταν τόσο όμορφο μωρό, που ομορφότερο δεν είχα ξαναδεί. Ο γιος μου δεν ήταν τόσο ωραίος, όταν μου τον έφεραν να τον δω. Την επομένη ημέρα όμως μας ήρθε η δυσάρεστη είδηση. Ο γιατρός κάλεσε τον μπατζανάκη μου στο γραφείο το και του είπε πως το παιδί γεννήθηκε με ένα νεφρό και απ' αυτό το μισό ήταν χαλασμένο. Έπρεπε να αρχίσει αιμοκάθαρση. Η είδηση μας ήρθε κεραυνός στο κεφάλι!
Το τρέξαμε όπου μπορείς να φανταστείς• σ' όποιον γιατρό μάς έλεγαν, εμείς τρέχαμε. Πήγαμε στο εξωτερικό, πήγαμε παντού, δεν μπορούσε να γίνει τίποτε. Οι προσευχές νύχτα-μέρα δεν σταματούσαν. Όταν το παιδί έφτασε δύο ετών, η κουνιάδα μου είδε ένα όνειρο. Μη με ρωτήσεις τι. Δεν έχω καταλάβει καλά. Μου ζήτησε να έρθει στους Αγίους Τόπους, να προσκυνήσει.
Πράγματι ήρθε μαζί με το παιδί. Την έστειλα με μια ξεναγό να προσκυνήσει στον Πανάγιο Τάφο. Τι έγινε εκεί; Άκου τι μου είπαν. Όταν μπήκαν μέσα στην Εκκλησία, το μωρό έκλαιγε συνέχεια. Της λέει μια κυρία: «Γιατί κλαίει έτσι το παιδί σας;» -«Είναι άρρωστο», της απάντησε η κουνιάδα μου. Και τότε η κυρία της είπε: «-Βάλτε το παιδί σας πάνω στον Πανάγιο Τάφο και θα σταματήσει το κλάμα!»
Η κουνιάδα μου το ξάπλωσε πάνω στον Πανάγιο Τάφο. Όμως το παιδί σφάδαζε στο κλάμα. Εκείνη στεκόταν σα μαρμαρωμένη, δεν μπορούσε να κάνει ούτε μπρος ούτε πίσω. Το παιδί είχε αρχίσει να μελανιάζει* κάποια στιγμή κατάφερε και το πήρε στην αγκαλιά της. Όμως δεν μπορούσε να αναπνεύσει και το πήγαν εσπευσμένα στο νοσοκομείο. Εκεί του έβαλαν οξυγόνο. Την ίδια μέρα έφυγε για την Κύπρο.
Την επομένη το παιδί έπρεπε να πάει για αιμοκάθαρση. Εκεί, στα Ιεροσόλυμα, έχω γνωριστεί με έναν καλόγερο ασκητή, που όλο μου μιλάει για θαύματα. Όταν έφυγε η κουνιάδα μου, πήγα και τον συνάντησα και άρχισε πάλι να μου μιλάει για τον Θεό και για τα θαύματα, ώσπου ξαφνικά τον ακούω να λέει: «Πω, πω! Τι χειρουργείο ήταν αυτό! Το παιδί σφάδαζε στο κλάμα από τους πόνους!» «-Ποιο παιδί, γέροντα;» «-Το ανιψάκι σου, βρε! μου απάντησε. Άγγελοι το χειρούργησαν και του έβαλαν δύο γερά νεφρά!!!» «Α, ο γέροντας τρελάθηκε», είπα μέσα μου, «και όλα τα θαύματα που μου λέει φαντασίες του είναι». Όταν σηκώθηκα να φύγω, με χτύπησε στην πλάτη και μου είπε: «-Άντε, θα κάνεις και κόρη!»
Έφυγα λυπημένος, με τη βεβαιότητα ότι ο γέροντας είχε χάσει τα μυαλά του εκεί στην ερημιά και στη μοναξιά του. Μπήκα στο αυτοκίνητο μου να πάω στην Πρεσβεία, όταν χτύπησε το κινητό μου. Ήταν η γυναίκα μου. Μου μιλούσε και έκλαιγε- δεν μπορούσα να καταλάβω τι έλεγε, μόνο μια φράση ξεχώρισα: «-Νίκο, το παιδί μας είναι καλά!» Προσπάθησα να την ηρεμήσω, για να καταλάβω τι μου λέει. Και μου είπε τα ίδια λόγια του γέροντα: «-Το παιδί μας έχει δύο γερά νεφρά!»
Έπαθα σοκ! Γύρισα πίσω και πήγα στον γέροντα. Το μυαλό μου μπερδεμένο, οι σκέψεις μου άτακτες, πετούσαν εδώ και εκεί. Έφτασα στον γέροντα και για πρώτη φορά γονάτισα μπροστά του και του φιλούσα τα χέρια. «-Είσαι άγιος!» ψιθύρισα «-Παιδί μου, μην το ξαναπείς αυτό. Άγιος είναι μόνο ο Θεός!»
Σε μια εβδομάδα μου ήρθε η επόμενη ευχάριστη είδηση. Η γυναίκα μου ήταν έγκυος. Με το: «Νίκο, αγάπη μου», που μου είπε, θυμήθηκα τα λόγια του γέροντα. «- Μη πεις τίποτα άλλο. Είσαι έγκυος!» «-Ναι, πού το ξέρεις;» «-Μου το είπε ο καλόγερος, ο φίλος μου, και είναι κοριτσάκι!»
Από το θαύμα που έγινε στο ανιψάκι μου πίστεψα πολύ βαθιά στον Θεό. Κανείς και για τίποτε αυτή την πίστη δε θα την κλονίσει. Αν κάποτε αποφασίσεις να έρθεις στα Ιεροσόλυμα, θα χαρώ να έρθεις να με βρεις, θα με ζητήσεις στην Πρεσβεία. Θα πεις θέλω το Νίκο τον Πειραιώτη.
Ωστόσο έχουμε φτάσει στον Πειραιά- εγώ δεν μπορώ να αρθρώσω λέξη, αλλά ούτε και να κατέβω να βγάλω τη βαλίτσα του Νίκου από το πορτ-μπαγκάζ .
ΒΙΒΛ. ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΑ ΤΕΙΧΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ . ΠΟΡΦΥΡΙΑ ΜΟΝΑΧΗ.
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
toula
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 36555
Εγγραφή: Παρ Δεκ 11, 2009 7:29 am
Τοποθεσία: ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ (ΤΟΥΛΑ) - ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ - ΑΘΗΝΑ

Re: Διάφορα θαύματα Αγίων

Δημοσίευση από toula »

ΧΙΛΙΑ ΕΤΗ, ΣΑΝ ΜΙΑ ΜΕΡΑ. ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ ΓΕΓΟΝΟΣ!

Ζούσε σ’ ένα κοινόβιο, ένας ευλαβής μοναχός, ο οποίος κάποτε ακούγοντας τον στίχο του ψαλτηρίου «Χίλια έτη, Κύριε, ως η ημέρα η εχθές ήτις διήλθε και φυλακή εν νυκτί» (Ψαλ. 89 στ. 3), δεν μπορούσε να καταλάβει τον στίχο.
Επειδή μάλιστα σ’ αυτό το μοναστήρι δεν υπήρχε κανένας έμπειρος διδάσκαλος να τον βοηθήσει, έκανε επίμονη προσευχή στον Κύριο, να του αποκαλύψει την έννοια του στίχου. Πράγματι. Ο Κύριος άκουσε το θέλημά του φοβουμένου αυτόν.

Μια ημέρα μετά τον όρθρο, αφού έφυγαν οι αδελφοί στα κελιά τους, αυτός έμεινε να προσευχηθεί –κατά την συνήθεια του- στην εκκλησία. Τότε βλέπει ξαφνικά έναν πολύ ωραίο αετό, να πετά πάνω από το κεφάλι του, μέσα στο ναό! Ξαφνιάστηκε, εντυπωσιάσθηκε και χάρηκε πολύ από την ωραιότητα του τόσο, που θέλησε να τον πιάσει. Ο αετός όμως απομακρυνόταν λίγο -λίγο και ο μοναχός τον ακολουθούσε. Δεν πετούσε ψηλά όπως οι άλλοι αετοί. Ακολουθώντας τον ο μοναχός, βγήκε από την εκκλησία, βγήκε από το μοναστήρι κι έφθασε σ’ ένα δάσος.

Εκεί εισήλθε σ’ έναν απόκρυφο τόπο κι άρχισε ο αετός να ψέλνει μια μελωδία γλυκύτατη και αγγελική, ώστε ο μοναχός -απορροφημένος από την γλυκιά ψαλμωδία- ξέχασε όλα τα του κόσμου και με τον νου και την καρδιά του βρισκόταν στον παράδεισο. Με την χάρη του Θεού δεν αισθανόταν κόπωση, πείνα, δίψα, πόνους, κρύο ή άλλες ανάγκες του σώματος. Αισθανόταν μέσα του τόση αγαλλίαση, ώστε επί… τριακόσια χρόνια άκουγε ευφραινόμενος την αγγελική ψαλμωδία, διότι άγγελος Κυρίου ήταν ο φαινόμενος ωσάν αετός!

Μετά ό άγγελος υψώθηκε στους ουρανούς, ενώ ο μοναχός, επανερχόμενος στον εαυτό του από αυτή την «θεωρία», επέστρεψε στο μοναστήρι, νομίζοντας ότι μία μόνον ώρα πέρασε από τότε που έφυγε από την μονή. Φθάνοντας εκεί, ο πορτάρης τον ρώτησε από που είναι….Τότε αυτός απόρησε, διότι δεν είδε αυτόν που γνώρισε ως πορτάρη και του είπε με φυσικό τρόπο:

- Εγώ είμαι ο τάδε μοναχός. Δεν με γνωρίζεις ;
Ο πορτάρης νόμιζε ότι ο επισκέπτης του θα έχασε τα μυαλά του και του είπε:
-Πήγαινε στον δρόμο σου, γιατί εμείς δεν έχουμε τέτοιο μοναχό. Εσένα δεν σε είδα καμιά φορά, ούτε μπήκες ποτέ σ’ αυτό το μοναστήρι!

Τότε ο μοναχός ταραγμένος, του είπε όλα τα τυπικά του κοινοβίου και τα ονόματα των αδελφών. Κατόπιν, πηγαίνοντας στον ηγούμενο και λέγοντάς του όλα ‘αυτά, εκείνος συγκέντρωσε τους πατέρες, αλλά από αυτούς κανέναν δεν γνώριζε. Τότε ο μοναχός τους είπε με απορία:

- Θαυμάζω κι εξίσταμαι πατέρες, πώς έγινε αλλαγή για μία μόλις ώρα που απουσίασα από εδώ, ώστε ν’ αλλάξουν τα πάντα, ώστε να μη γνωρίζω κανέναν από εσάς κι εσείς να μη γνωρίζετε εμένα!
Μάρτυς μου ο Θεός, ότι δεν πέρασε παρά μία ώρα που εξήλθα από το μοναστήρι, αφού προηγουμένως διαβάσαμε την ακολουθία του όρθρου.

Ο Γέροντας ανέτρεξε στον κώδικα του μοναχολογίου, αναζητώντας τα ονόματα των πατέρων που ανέφερε ο άγνωστος μοναχός. Εξετάζοντας λοιπόν προσεκτικά τον κώδικα του μοναχολογίου -όπου ήσαν γραμμένα όλα τα ονόματα των αδελφών- διάβασε τα ονόματα που του είπε ο μοναχός και κατάλαβε με τρόμο, πως είχαν περάσει… τριακόσια ολόκληρα χρόνια! Τότε άρχισε να ρωτά τον μοναχό, τί είδους άνθρωπος είναι και τι αγαθά έργα στην ζωή του έκανε, για να μάθει πώς αξιώθηκε από τον Θεόν τέτοιας χάριτος!

Αυτός του είπε: Δεν γνωρίζω καμιά αρετή στον εαυτό μου, παρά μόνον ότι είχα υπακοή στους προεστούς της μονής, τέλεια αγάπη προς όλους και δεν σκανδαλιζόμουν ποτέ και από τίποτε. Είχα πολλή αγάπη στην Παναγία Δέσποινα και κάθε μέρα διάβαζα μπροστά στην εικόνα Της τους χαιρετισμούς.

Κατόπιν διηγήθηκε την εμφάνιση του αετού και την ιστορία στο δάσος και οι πατέρες τον αγκάλιαζαν, τον καταφιλούσαν, ως έναν, κατά κυριολεξίαν, ουράνιο και όχι επίγειο άνθρωπο, διότι και τα λόγια του ουράνια και θεία. Ο ηγούμενος του είπε:

-Δόξαζε τον παντοδύναμο Θεόν, ο οποίος σε αξίωσε μιας τέτοιας θαυμαστής οπτασίας, την οποία δεν είδε άλλος με αυτό τον τρόπο σ’ αυτό τον παράλογο κόσμο! Έζησες κάτι από την χαρά και την γλυκύτητα του παραδείσου!.. Άλλα γνώριζε, αδελφέ μου, πως τριακόσια χρόνια πέρασαν και όχι μία ώρα, όπως σου εφάνη!.. Τόση χαρά κι ευφροσύνη θα αισθάνονται οι άγιοι στον παράδεισον -όντες μπροστά στον θρόνο της Αγίας Τριάδος- ώστε να περνούν χίλια χρόνια σαν ΜΙΑ μέρα!

Ακούγοντας αυτά ο μοναχός, δόξασε τον Θεόν, έκλαψε από χαρά και ζήτησε να κοινωνήσει των αχράντων Μυστηρίων. Λαμβάνοντας τ’ άχραντα Μυστήρια, είπε: «Νυν απολύεις τον δούλον Σου, Δέσποτα…» και αμέσως παρέδωσε την ψυχή του στα χέρια του Θεού.

Από το βιβλίο: ΡΟΗ ΧΑΡΙΣΜΑΤΩΝ ΣΕΡΒΩΝ KAI ΡΟΥΜΑΝΩΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ.
ΕΚΔΟΣΗ 2004 ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΕΛΙΝΟΣ
Άβαταρ μέλους
fotis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4712
Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ

Re: Διάφορα θαύματα Αγίων

Δημοσίευση από fotis »

Η «αμαρτία» του γερο-Αυγουστίνου



ΕΝΑΣ ευλογημένος αγιορείτης μοναχός, ο γερο Αυγουστίνος ο Ρώσος (1882-1965), ήταν πολύ ενάρετος, πολύ ταπεινός και πολύ αγωνιστής.
Κάποτε παρουσιάστηκε ο διάβολος μέσα στο κελί του σαν σκύλος φοβερός.
Πετούσε φωτιές από το στόμα και όρμησε πάνω στο γέροντα για να τον πνίξει, επειδή, όπως του είπε, καιγόταν από τις προσευχές του.
Ο γερο-Αυγουστίνος τον άρπαξε και τον πέταξε στον τοίχο φωνάζοντας:
Κακέ διάβολε, γιατί πολεμάς τα πλάσματα του Θεού;
Ο διάβολος, κατατρομαγμένος απ' την αναπάντεχη υποδοχή, έγινε άφαντος.
Ύστερα όμως ο αγαθότατος και απλούστατος γέροντας είχε τύψεις, επειδή... χτύπησε το διάβολο !
Περίμενε με αγωνία πότε να φωτίσει, για να πάει στον πνευματικό του να εξομολογηθεί το "αμάρτημα" του.
Πραγματικά, μόλις φώτισε πήγε στην Προβάτα (μιάμιση ώρα απόσταση από το κελί του), όπου ήταν ο πνευματικός του, και εξομολογήθηκε.
Ό πνευματικός μου όμως ήταν πολύ συγκαταβατικός", διηγιόταν αργότερα ο γέροντας, "και δεν μου έβαλε κανένα κανόνα, αλλά μου είπε να κοινωνήσω.
Εγώ, από τη χαρά μου, όλη τη νύχτα έκανα κομποσχοίνι, και μετά πήγα στη θεία λειτουργία και κοινώνησα.
Όταν ο παπάς έβαζε την άγία λαβίδα ατό στόμα μου, είδα την άγία Κοινωνία κομμάτι κρέας και αίμα!
και τη μασούσα για να την καταπιώ! Παράλληλα ένιωθα και μία μεγάλη αγαλλίαση, πού δεν μπορούσα να την αντέξω.
Από τα μάτια μου έτρεχαν γλυκά δάκρυα, και το κεφάλι μου φώτιζε σαν λάμπα.
Έφυγα γρήγορα για να μη με δουν οι πατέρες, και την ευχαριστία για τη θεία μετάληψη τη διάβασα μόνος μου στο κελί μου".

ΘΑΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
Άβαταρ μέλους
fotis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4712
Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ

Re: Διάφορα θαύματα Αγίων

Δημοσίευση από fotis »

Η εμφάνιση της Θεοτόκου



ΖΟΥΣΕ ατή χώρα των . Αλαμανών ένας ιερέας πολύ ενάρετος, ο Πελάγιος, πού έτρεφε ξεχωριστή ευλάβεια στην Υπεραγίας Θεοτόκο.
Ο διάολος όμως τον φθόνησε και τού έσπειρε λογισμό απιστίας για τη θεία Κοινωνία.
"Πώς είναι! δυνατόν", σκεφτόταν, "νά γίνονται το ψωμί Σώμα; και το κρασί Αίμα Χριστού!" .
Άπ' τούς λογισμούς αυτούς έπεφτε σε μεγάλη θλίψη, αλλά δεν τολμούσε να συμβουλευθεί κανέναν άνθρωπο.
Γι' αυτό πρόστρεξε στην ίδια την Παναγία και την παρακάλεσε να τον πληροφορήσει σχετικά.
Κάποια μέρα λοιπόν, ενώ λειτουργούσε, όταν έφτασε ατό «' Εξαιρέτως της Παναγίας αχράντου... », εξαφανίστηκε από το δισκάριο ο άγιος" Άρτος. 'Ερεύνησε ο Πελάγιος -τριγύρω, αλλά δεν τον βρήκε.
Παναγία μου! Φώναξε τρομαγμένος, γνωρίζω ότι για την ολιγοπιστία και την αμφιβολία μου με σιχάθηκε ο Χριστός κι έφυγε από μπροστά μου για να μην κοινωνήσω, ο ανάξιος.
Εσύ όμως παρακάλεσέ Τον να με συγχωρήσει!
Βλέπει τότε μπροστά στην άγία τράπεζα την υπερένδοξη Βασίλισσα με το θείο Βρέφος στην αγκαλιά της να του λέει:
αυτό το Βρέφος είναι ο Ποιητής της οικουμένης, ο γιος και Λόγος του Θεού' τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος.
Αυτός πέθανε στο Σταυρό για τη σωτηρία του κόσμου και αναστήθηκε.
Αυτός και τώρα καθημερινά συγκαταβαίνει με θαυμαστό τρόπο στο σχήμα του ψωμιού και του κρασιού, για την πολλή αγάπη Του στους ανθρώπους, και προσφέρεται σ' αυτούς για τον αγιασμό της ψυχής τους.
Ψηλάφισε Τον λοιπόν κι ερεύνησε άφοβα, για να διαπιστώσεις ότι πρόκειται για αληθινή θεωρία, ότι είναι σώμα πραγματικό με σάρκα και Αίμα, καθώς τον γέννησα.
'Έτσι ακριβώς γίνονται ο Άρτος και ο οίνος όταν λειτουργείς.
Επειδή όμως ή ανθρώπινη φύση δεν μπορεί να φάει σάρκα ωμή και να πιει Αίμα, γι' αυτό με πάνσοφο τρόπο ο Παντοδύναμος προσφέρεται με τη μορφή του ψωμιού και του κρασιού, ώστε να μπορεί ο καθένας να τον μεταλαμβάνει με λαχτάρα και πόθο. Κοινώνησε λοιπόν κι εσύ με ευλάβεια και πίστη, γιατί οποίος τον παίρνει μέσα του άξια, γίνεται μέτοχος της θείας δόξας Του.
Μ' αυτά τα λόγια ή Δέσποινα απέθεσε το Βρέφος στην άγία τράπεζα, κι αφού το προσκύνησε ταπεινά, έγινε άφαντη.
Τότε ο ιερέας πήρε με φόβο και χαρά στα χέρια' του το θείο Βρέφος, το ασπάστηκε ευλαβικά και διαπίστωσε πώς ήταν πράγματι ένα ζωντανό βρέφος με αληθινή σάρκα.
Ύστερα το ακούμπησε στην άγία τράπεζα, έπεσε στη γη και προσευχήθηκε με δάκρυα:
"Πιστεύω, Κύριε, και ομολογώ πώς Εσύ είσαι ο Υιός του Θεού, πού γεννήθηκες από την άειπάρθενη Μαρία.
Σ' ευχαριστώ για τη χάρη πού αξιώθηκα σήμερα ο ανάξιος, και παρακαλώ να μου συγχωρέσεις την παλιά μου δυσπιστία. και τώρα αξίωσέ με να Σε κοινωνήσω όχι σαν βρέφος, άλλά σαν" Άρτο".
Αφού προσευχήθηκε έτσι με πίστη, σηκώνεται, και βλέπει μπροστά του τον άγιο " Άρτο όπως και πρίν.
Μετάλαβε με ευφρόσυνη, και συνέχισε σ όλη του τη ζωή να ιερουργεί τα θεία Μυστήρια με περισσή ευλάβεια

ΘΑΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
Άβαταρ μέλους
fotis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4712
Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ

Re: Διάφορα θαύματα Αγίων

Δημοσίευση από fotis »

Ή Θεόσαρκη μερίδα




ΔΩΔΕΚΑ μίλια έξω από τη Δαμασκό ασκήτευε ένας στυλίτης.
Κάποτε σκανδαλίστηκε μ' έναν ιερέα της πόλης, για τον όποίο πληροφορήθηκε πώς έπεφτε σε σαρκική αμαρτία.
σε λίγες μέρες ο ιερέας αυτός έτυχε να πάει να λειτουργήσει στο μοναστήρι, όπου βρισκόταν και ο στύλος του ασκητή.
Την ώρα του κοινωνικού, ο στυλίτης κατέβασε σ' ένα καλάθι το άγιο Ποτήριο πού είχε μαζί του, και μέσα σ' αυτό του έβαλαν τα άχραντα Μυστήρια.
Όταν όμως ανέβασε πάνω την θεία Κοινωνία, δίσταζε να μεταλάβει.
Έφερνε στο νου του την κατηγορία πού είχε ακούσει για τον λειτουργό ιερέα, και συλλογιζόταν:
Άραγε, έχει αγιαστεί αυτή ή μερίδα;
Επιφοίτησε σ' αύτή το άγιο Πνεύμα ή εμπόδισε τον ερχομό Του ή αμαρτία του λειτουργού;
'Έτσι όπως είμαι σκανδαλισμένος με τον ιερέα, πρέπει να μεταλάβω ή όχι;".
Ενώ συλλογιζόταν αυτά, ο Θεός οικονόμησε να συμβεί κάτι φρικτό, για να πληροφορηθεί ο
στυλίτης και συνάμα να στηριχθεί κάθε χριστιανική ψυχή.
Την ώρα πού τεμαχιζόταν το πανάγιο Σώμα, πριν τη μετάληψη του λαού, μία μερίδα κύλησε από το δισκάριο κι έπεσε στην άγία τράπεζα, όπου μεταβλήθηκε σε σάρκα μπροστά ατά μάτια όλων όσων βρίσκονταν εκεί.
Ό λειτουργός, θαμπωμένος, δοκίμασε ν' ακουμπήσει και να ψηλαφίσει την άγία μερίδα.
Μόλις όμως την άγγιξε, εκείνη κόλλησε ατό δάχτυλό του σαν ζωντανή, φρεσκοσφαγμένη σάρκα. και καθώς τράβηξε το χέρι του, υψώθηκε και ή άγία μερίδα κολλημένη στο δάχτύλο.
Αμέσως έσταξαν τρεις σταγόνες Αίμα στην άγία τράπεζα, πού πότισαν το πρώτο και δεύτερο κάλυμμα κι έφτασαν μέχρι το μάρμαρο.
'Όταν πληροφορήθηκε ο στυλίτης το θαυμαστό γεγονός, μετάλαβε με φόβο και τρόμο την άγία μερίδα πού του είχαν στείλει, και ομολόγησε σ' όλους τη δυσπιστία του.
Ό όσιος Αναστάσιος ο Σιναίτης, πού διηγήθηκε τη θαυμαστή αυτή ιστορία, υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας του θαύματος.
Αξιώθηκε να δει, να προσκυνήσει και να πάρει μαζί του ένα κομμάτι από τη θεόσαρκη μερίδα.
Κάποτε βρέθηκε στα 'Ιεροσόλυμα, όπου συνάντησε ένα δαιμονισμένο.
με αδίσταχτη πίστη του κρέμασε ατό λαιμό, μέσα σε σακουλάκι, την άγία μερίδα, και σε μερικές μέρες ο ασθενής είχε θεραπευθεί.





ΘΑΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Θαύματα”