Σελίδα 2 από 2

Re: Βατοπαίδι: χώρος απείρου κάλλους και φωτός

Δημοσιεύτηκε: Δευ Νοέμ 28, 2011 8:02 pm
από Captain Yiannis
Captain Yiannis έγραψε:Νάναι ευλογημένο Γεωργία :smile:

Re: Βατοπαίδι: χώρος απείρου κάλλους και φωτός

Δημοσιεύτηκε: Δευ Δεκ 19, 2011 8:03 pm
από aggelosmin
Απο ολα τα μοναστηρια του ΑΟ το Βατοπαιδι με εχει συνεπαρει γιατι οι Πατερες εκει οσο και αν απεχουν απο τα κοσμικα τοσο ειναι μεσα στα πραγματα και βοηθουν τους πιστους..Ενας χωρος σοφιας ταπεινοτητας και Χαρης της Παναγιας μας..ολοι οι γεροντες ειναι υποδειγμα και εργαζονται σκληροτατα και προσευχονται αδιαλλειπτα..Ο γεροντας της Μονης ειναι ενας καταπληκτικος ανθρωπος ο οποιος διατηρει τοσα κειμηλια τοσους θησαυρους του γενους μας και δινει τα παντα για την Αθωνιαδα ακαδημια και τα ορφανα παιδακια...Οποιος εχει ερθει μαζι μου στο Βατοπαιδι εχει μετανοιωσει για οσα εχει πει η σκεφθει για το μοναστηρι...Ο Θεος να ειναι μαζι με ολους τους μοναχους μας και να τους βοηθα στο εργο τους...

Re: Βατοπαίδι: χώρος απείρου κάλλους και φωτός

Δημοσιεύτηκε: Κυρ Ιαν 27, 2013 8:26 pm
από ΜΙΧΣ


Ἱ.Μ.Μ. Βατοπαιδίου

Re: Βατοπαίδι: χώρος απείρου κάλλους και φωτός

Δημοσιεύτηκε: Κυρ Ιουν 09, 2013 8:23 am
από ΜΙΧΣ
Ταύτιση Ιεράς Συνόδου, Τραπεζών και ιδιωτών με τις θέσεις της Μονής Βατοπαιδίου

http://www.romfea.gr/epikairotita/17429 ... 8-00-48-18
Δημιουργηθηκε στις Σάββατο, 08 Ιουνίου 2013 από τον/την Romfea.gr

Του Αιμίλιου Πολυγένη

Εντύπωση και πολλα ερωτηματικά προκαλεί σε δικαστικούς και εκκλησιαστικούς κύκλους η παραπληροφόρηση σχετικά με την εξέλιξη της υπόθεσης της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου για τις ανταλλαγές.


Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές η Εκκλησία της Ελλάδος, οι Τράπεζες και οι ιδιώτες ταυτίζονται απόλυτα με τις θέσεις της Μονής Βατοπαιδίου και προκαλεί αλγεινή εντύπωση η κυκλοφορία της περί του αντιθέτου είδησης από το ΑΠΕ, κάτι που αναπαράχθηκε από διάφορα ΜΜΕ. 



Συγκεκριμένα, από κύκλους των Πρωτοδικείων Αθηνών και Θεσσαλονίκης ενημερώθηκε μετά από δημοσιογραφική έρευνα η Romfea.gr για τη δικαστική εξέλιξη της υπόθεσης των ανταλλαγών.



Από την έρευνα προκύπτει ότι συζητήθηκαν στις 7.6.2013 στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης αγωγές του Δημοσίου κατά της Μονής Βατοπαιδίου, των Τραπεζών Εθνικής, Πειραιώς και Eurobank και πολλών ιδιωτών και εταιρειών, για το ζήτημα των ανταλλαγών. 



Ίδιες αγωγές συζητούνται στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη σε μεταγενέστερες δικασίμους. 

Σε όλες τις δικασίμους παρέμβαση υπέρ της Μονής και των λοιπών εναγομένων άσκησε στα μέσα Μαϊου η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος.



Λόγω μη επαρκούς χρόνου για την επίδοση της παρέμβασης στο Δημόσιο (2 μήνες) η παρέμβαση μόνο για τη δικάσιμο της 7.6.2013 στη Θεσσαλονίκη δεν συζητήθηκε. Τράπεζες και ιδιώτες υποστηρίζουν όσα και η Μονή Βατοπαιδίου και η Ιερά Σύνοδος για τη νομιμότητα των ανταλλαγών. 



Ήδη, με δύο αποφάσεις του το Πρωτοδικείο Αθηνών (3744/2012 και 4711/2012), έχει κρίνει ως αβάσιμους τους ισχυρισμούς του Δημοσίου για παράνομες ανταλλαγές, με αποτέλεσμα το Δημόσιο να παραιτηθεί από 25 και πλέον αγωγές του κατά της Μονής!



Τα Πρωτοδικεία Αθηνών και Θεσσαλονίκης έκριναν τις αρχικές παραιτήσεις του Δημοσίου παράνομες, γιατί δεν είχε τηρηθεί η νόμιμη διαδικασία, και επιδίκασαν δικαστική δαπάνη στη Μονή Βατοπαιδίου. 



Τέλος να σημειωθεί ότι η απόφαση της Θεσσαλονίκης αναμένεται το φθινόπωρο.


Η Romfea.gr εξασφάλισε αποκλειστικά την 25σελιδη παρέμβαση της Εκκλησίας της Ελλάδος: ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ [ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΑΜΕΣΩΣ ΕΠΟΜΕΝΗ ΑΝΑΡΤΗΣΗ]

http://www.viewdocsonline.com/document/7po6fm

Re: Βατοπαίδι: χώρος απείρου κάλλους και φωτός

Δημοσιεύτηκε: Κυρ Ιουν 09, 2013 8:27 am
από ΜΙΧΣ
ΑΤΕΛΩΣ Ν.Π.Δ.Δ.
28 §4 Ν. 2579/1998
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΠΟΛΥΜΕΛΟΥΣ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ
Της Εκκλησίας της Ελλάδος, ν.π.δ.δ., έδρα Αθήνα, οδός Ιω.
Γενναδίου 14 , νομίμως εκπροσωπουμένης
ΚΑΤΑ
Του Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου από τον
Υπουργό Οικονομικών
ΥΠΕΡ
1) Της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου, ν.π.δ.δ., με έδρα το Άγιο Όρος,
νομίμως εκπροσωπουμένης
2) Της ετερόρρυθμης εταιρείας «ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΦΩΛΑΣ & ΣΙΑ Ε.Ε.»
(δ.τ. «ΔΟΜΟΣ 5»), έδρα Θεσσαλονίκη, 9ο χλμ. Θεσσαλονίκης –
Θέρμης, νομίμως εκπροσωπουμένης
3) Του Γεωργίου Δημητριάδη του Κωνσταντίνου, κατοίκου
Πανοράματος Θεσσαλονίκης, οδός Δ. Χρυσουλίδη και Ηλία
Πελίδη
4) Της Πηνελόπης Βλάχου του Ευστρατίου, συζ. Γεωργίου
Δημητριάδη, κατοίκου Πανοράματος Θεσσαλονίκης, οδός Δ.
Χρυσουλίδη και Ηλία Πελίδη
5) Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία
«Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε.», έδρα Αθήνα, οδός Αμερικής 4
__________________
Mε την ένδικη από 14.12.2010 αγωγή του με ΑΚ 36635/2012, η
συζήτηση της οποίας έχει ορισθεί για τις 7.6.2013 ενώπιον του
Δικαστηρίου Σας (πινάκιο 8Ζ), κατά της οποίας παρεμβαίνουμε
προσθέτως με την παρούσα και υπέρ των εναγομένων, το καθ’
ου η παρούσα και ενάγον Ελληνικό Δημόσιο ζητεί την αναγνώριση
της κυριότητάς του στο οικόπεδο 385 του 66ου Οικοδομικού
Τετραγώνου με ΚΑΕΚ 190910612019/0/0 στη Δημοτικά Ενότητα
Πανοράματος Δήμου Πηλαίας – Χορτιάτη της Περιφερειακής
Ενότητας Θεσσαλονίκης της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας
λόγω ακυρότητας της γενόμενης σύμβασης ανταλλαγής του
ακινήτου αυτού (2195/21.12.2005 συμβόλαιο ανταλλαγής της
Συμβ/φου Αθηνών Αικατερίνης Πελέκη - Βουλγαράκη) μεταξύ του
Ελληνικού Δημοσίου και της υπέρ ης η παρούσα και εναγομένης εν
Αγίω Όρει Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου, η οποία συνήφθη με νόμιμη
αιτία την ανταλλαγή ακινήτων του ενάγοντος και ποσοστών
κυριότητας της εναγομένης στην λίμνη Βιστωνίδα και σε
παραλίμνιες εκτάσεις της, η οποία κυριότητα αναγνωρίσθηκε από
το Δημόσιο με την Υ.Α. (Οικονομικών) υπ’ αριθμ. πρωτ.
1064538/5928/Α0010/ 5.8.2002 και, περαιτέρω, η ακυρότητα της
πράξης σύστασης οριζοντίων ιδιοκτησιών (5195/2007 Συμβ/φου
Θεσσ/κης Αναστασίας Γαβριηλίδου) και του συμβολαίου
αγοραπωλησίας οριζοντίου ιδιοκτησίας και χιλιοστών κυριότητας
επί του ανωτέρω οικοπέδου (5280/2008 Συμβ/φου Θεσσ/κης
Αναστασίας Γαβριηλίδου) μεταξύ των υπέρ ων η παρούσα
παρέμβαση και να διαταχθεί η εξάλειψη προσημειώσεων υποθήκης
(υπ’ αριθμ. 9 μεζονέτα 7976/2006 απόφαση Μον. Πρωτ.
Θεσσαλονίκης) στο ανωτέρω ακίνητο υπέρ της ως άνω τραπεζικής
εταιρείας.
Το ενάγον επικαλείται ακυρότητα της ανταλλαγής, διότι
μεταξύ άλλων, η εναγόμενη Ιερά Μονή ουδέποτε κατά τους
ισχυρισμούς του είχε και εάν είχε, εν πάση περιπτώσει, πάντως
απώλεσε, κυριότητα επί της λίμνης Βιστωνίδας και των
παραλιμνίων εκτάσεών της και προβάλλει συγκεκριμένους
ισχυρισμούς κατά του κύρους των τίτλων ιδιοκτησίας, στους
οποίους η εναγόμενη Ιερά Μονή στήριξε την κυριότητά της κατά
την περίοδο της βυζαντινής, σερβικής και οθωμανικής κυριαρχίας
και δυνάμει των οποίων εξέδωσε θετική υπ’ αριθμ. 17/2002
γνωμοδότηση το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο Δημοσίων Κτημάτων, η
οποία υιοθετήθηκε με την ανωτέρω Υπουργική Απόφαση.
Ι. Έννομο συμφέρον
Η Εκκλησία της Ελλάδος ως νομικό πρόσωπο δημοσίου
δικαίου (άρθρο 1 παρ. 4 του ν. 5901/977, Α΄ 146) και ως διάδοχος
οργανισμός στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του
καταργηθέντος Οργανισμού Διοικήσεως Εκκλησιαστικής
Περιουσίας (Ο.Δ.Ε.Π.) διοικεί και διαχειρίζεται την λεγόμενη
«ρευστοποιητέα» μοναστηριακή περιουσία. Δυνάμει του νόμου
4684/1930 η τότε γνωστή μοναστηριακή περιουσία των Ιερών
Μονών της Εκκλησίας της Ελλάδος διαχωρίσθηκε με (εκδοθέντα σε
εκτέλεση του άρθρου 8 του ν. 4684/1930) πολυάριθμα προεδρικά
διατάγματα σε «διατηρητέα» (την διοίκηση και διαχείριση των
οποίων ο νομοθέτης άφησε στις Ιερές Μονές για την εξασφάλιση
των πόρων διαβιώσεων των μοναστικών αδελφοτήτων και του
εκκλησιαστικού έργου τους) και «ρευστοποιητέα», την οποία ο
νόμος απέδωσε στην διοίκηση και διαχείριση του ιδρυθέντος με το
νόμο 4684/1930 Οργανισμού Διοικήσεως Εκκλησιαστικής
Περιουσίας. Πέραν των διαχωριστικών διαταγμάτων, τα οποία
αποτελούν τίτλους ιδιοκτησίας, μείζων μέρος των τίτλων
ιδιοκτησίας των εν Ελλάδι εδρευουσών Ιερών Μονών, οι Ιερές
Μονές, μέρος της περιουσίας των οποίων διαχειρίζεται η Εκκλησία
της Ελλάδος ως διάδοχος του ΟΔΕΠ κατά το ν. 1811/1988, έχουν
τίτλους ιδιοκτησίας της οθωμανικής, κατά κύριο λόγο, περιόδου,
αλλά και της βυζαντινής περιόδου, το κύρος των οποίων αμφισβητεί
με την ένδικη αγωγή του το Ελληνικό Δημόσιο.
2
Romfea.gr
Συνεπώς, η αμφισβήτηση της διατηρήσεως –υπό την ισχύ του
Αστικού Κώδικα– της νομικής ισχύος των τίτλων ιδιοκτησίας (για
μοναστηριακά ακίνητα) εκδοθέντων υπό το καθεστώς της
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προ
της συστάσεως του Ελληνικού Κράτους ή προ της προσαρτήσεως
των εδαφών των λεγομένων «Νέων Χωρών» (ήτοι της Μακεδονίας,
Θράκης, Ηπείρου) στο Ελληνικό Κράτος και πάντως προ της ισχύος
του Α.Κ., και ειδικά με βάση το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, όπως αυτή η
αμφισβήτηση αποτυπώνεται στην αγωγή πλήττει ευθέως έννομα
συμφέροντα και δικαιώματα διοικήσεως και διαχειρίσεως επί
μοναστηριακών ακινήτων, τα οποία ως «ρευστοποιητέα»
μοναστηριακή περιουσία ασκεί η Εκκλησία της Ελλάδος δια της
οικονομικής της υπηρεσίας (ΕΚΥΟ, άρθρο 1 Κανονισμού 210/2010,
Α΄ 135) ως διάδοχος του καταργηθέντος με το νόμο 1811/1988
Οργανισμού Διοικήσεως Εκκλησιαστικής Περιουσίας. Για τον λόγο
αυτό μάλιστα, της παλαιότερον δια νόμου αμφισβητήσεως (με τον
ν. 1700/1987) από το Ελληνικό Κράτος του κύρους των τίτλων
ιδιοκτησίας βυζαντινής και οθωμανικής περιόδου ορισμένες Ιερές
Μονές της εν Ελλάδι Αυτοκεφάλου Εκκλησίας προσέφυγαν στο
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και
δικαιώθηκαν με την απόφαση 492/1994 της 9.12.1994, η οποία τόνισε
ότι και η χρησικτησία μπορεί να αποτελεί τρόπο απόδειξης της
κυριότητας για τις Ιερές Μονές και όχι μόνο για τους ιδιώτες.
Περαιτέρω, το έννομο συμφέρον της παρεμβαίνουσας
συνίσταται και ειδικώς στο γεγονός ότι έχει δικαιώματα διοικήσεως
και διαχειρίσεως σε όμοια ακίνητα πράγματα δηλαδή, όπως
συμβαίνει και με την αμφισβητούμενης ιδιοκτησίας από το ενάγον
λίμνη Βιστωνίδα στην οποία προβάλλει ιδιοκτησιακά δικαιώματα η
εναγόμενη Ιερά Μονή, έχει δικαιώματα διοίκησης και διαχείρισης :
α) σε τέσσερεις λίμνες με αντίστοιχα ιχθυοτροφεία (λίμνη
«Κωνσταντία», λίμνη «Τσουκαλού», Λίμνη «Αγίου Γεωργίου» στο
συγκρότημα «Ροδιά» πρώην κοινότητας Στρογγυλής Άρτας και
λίμνη «Σακουλέτσι» μετά νησίδων και αναχωμάτων στην πρώην
κοινότητα Κορωνησίας Άρτας) οι οποίες ανήκουν στην ιδιοκτησία
της Ιεράς Μονής Προφήτου Ηλιού Πρεβέζης και με το π.δ. της
7.12.1932 (ΦΕΚ Α΄ 240/16.8.1933) ανήκουν στην ρευστοποιητέα
περιουσία της Ιεράς Μονής, την οποία διοικούσε ο ΟΔΕΠ και πλέον,
ως διάδοχός του κατά τον ν. 1811/1988, η Εκκλησία της Ελλάδος,
β) σε ιχθυοτροφεία σε θαλάσσια περιοχή της Λέσβου, που
ανήκουν στην ρευστοποιητέα περιουσία (κατά το π.δ. της 9.12.1932,
ΦΕΚ 230/3.8.1933 και επομένως διαχειρίζονται από την Εκκλησία
της Ελλάδος) της Ιεράς Μονής Λειμώνος Μηθύμνης στην Καλλονή
Λέσβου.
Πρέπει πάντως να επισημάνουμε ότι είναι, το λιγότερο,
παράδοξο, το Ελληνικό Δημόσιο να πλήττει το κύρος τίτλων
ιδιοκτησίας της βυζαντινής και οθωμανικής περιόδου με
επιχειρήματα ότι είναι «αμφισβητούμενη» η γνησιότητά τους, ή δεν
είναι «σαφείς» ως προς τον προσδιορισμό των εκτάσεων (σελ. 67
3
αγωγής), ή ότι δεν προκύπτει η παραχώρηση δικαιώματος
κυριότητας ή ότι έχρηζαν μεταγραφής στο αυτοκρατορικό
(οθωμανικό) κτηματολόγιο, την ίδια στιγμή που το Ελληνικό
Κράτος προβάλλει διεθνώς αξιώσεις σεβασμού αντίστοιχων τίτλων
ιδιοκτησίας από αλλοδαπά κράτη προς όφελος των
Ελληνορθοδόξων Πατριαρχείων, Ι. Μονών και χριστιανικών
ιδρυμάτων.
ΙΙ. Επί της δυνατότητας κτήσης ιδιωτικών δικαιωμάτων σε
λίμνη
Το ενάγον προβάλλει (σελ. 53-54) ότι κατά το βυζαντινορωμαϊκό και
οθωμανικό δίκαιο η λίμνη ως κοινόχρηστο πράγμα είναι ανεπίδεκτη
κυριότητας :
Οι παραπάνω παραδοχές είναι νομικά αβάσιμες, διότι :
1. στο β.ρ. δίκαιο παραδιδόταν ότι οι λίμνες ανήκουν στον
ιδιοκτήτη του κτήματος όπου κείνται, οι δε ιδιοκτήτες
εκτάσεων, στις οποίες μόνο μέσω της λίμνης μπορούν να έχουν
πρόσβαση στα ακίνητά τους, έχουν αξίωση κατά του ιδιοκτήτη
της λίμνης να χρησιμοποιήσουν την λίμνη του για την πλεύση
τους, ώστε να μεταβούν στο ακίνητό τους (« Si lacus perpetuus
in fundo tuo est, navigandi quoque servitus, ut perveniatur ad
fundum vicinum, imponi potest» Dig. (Paul) 8.3.23.1 Eugene F.
Ware, Roman Water Law, 1905, § 161, Π. Μ. Αντωνιάδου, Περί
των υδάτων κατά το ρωμαϊκόν δίκαιον και την εν Ελλάδι
4
εφαρμογήν του, 1907, σελ. 42, § 63). Επομένως δικαίωμα
κυριότητας σε μεγάλες πλωτές λίμνες και κατά τρόπο, όπως
παραπάνω, που να μην αποκλείει την κοινή χρήση,
αναγνωριζόταν στο β.ρ. δίκαιο.
2. επιπλέον και στο β/ρωμαϊκό δίκαιο, όπως και στον ισχύοντα
ΑΚ (967), ο κοινόχρηστος χαρακτήρας ενός ακινήτου δεν
αποκλείει την επ’ αυτού σύσταση και μεταβίβαση
εμπραγμάτων δικαιωμάτων, όταν η άσκησή τους δεν
αντίκεινται στον προορισμό του ως κοινοχρήστου (βλ. Π.Δ.
Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο 2012, §1168).
3. η αναφορά του άρθρου 1237 του Οθωμανικού Αστικού Κώδικα
του 1877 (ίσχυσε μέχρι το 1926) ότι οι θάλασσες και οι μεγάλες
λίμνες είναι κοινόχρηστα πράγματα υποτάσσεται στον
παραπάνω κανόνα του μη αποκλεισμού ιδιωτικών
δικαιωμάτων (κυριότητας). Αναφέρεται λοιπόν αποκλειστικά
και μόνον στο ζήτημα της κοινής χρήσης τους (βλ. Μιλτ.
Καραβοκυρό, Κλείς της συνήθους οθωμανικής νομοθεσίας,
1882, σελ. 251) και όχι στον αποκλεισμό –και δη αναδρομικά
όπως υποθέτει το ενάγον- του δικαιώματος ιδιοκτησίας επ’
αυτών.
Επιπλέον να τονισθεί ότι « …ότι κατά την περίοδο των αμέσως
πριν από την πρώτη οθωμανική κατάκτηση της Θεσσαλονίκης
επιδρομών, ογδόντα χρόνια πριν από την πτώση της
Κωνσταντινούπολης, εκδόθηκε στις αρχές του μήνα Ρετζέπ 774
Εγίρας (27/12/1372 - 5/1/1373 ) από τον Μουράτ Α' προσταγή (hükm),
δηλαδή φιρμάνι, που αναγνωρίζει τα μοναστηριακά ακίνητα της
Μονής Προδρόμου (Μαργαρίτου) στις Σέρρες ως «βακούφια» . Είναι
απόλυτα βέβαιο ότι σε μια εποχή που δεν είχε ακόμη εδραιωθεί η
κατάκτηση, η αναφορά του φιρμανίου σε (χριστιανικά) βακούφια δεν
είναι δυνατό να έχει το ουσιαστικό περιεχόμενο του βακουφικού
θεσμού του μουσουλμανικού Ιερού Δικαίου, αλλά, προφανώς, έχει
μόνον την έννοια της αναγνώρισης δικαιωμάτων σε θρησκευτικό
ίδρυμα. Το ίδιο περιεχόμενο έχει η αναφορά στα βακουφικά ακίνητα
της Μονής Βατοπεδίου στο αποκείμενο στο μοναστήρι αυτό από 15ης
Ρετζέπ 833 Εγίρας (9.4.1430) ανέκδοτο φιρμάνι του Μουράτ Β' με το
οποίο, δέκα ημέρες μετά την κατάκτηση της Θεσσαλονίκης, στις 29
Μαρτίου 1430, ανανεώνεται η παραχωρηθείσα ήδη από τον πατέρα
του, τον Μωάμεθ Α', «εγγύηση» ότι το μοναστήρι θα διατηρούσε και
κατά τη διάρκεια της δικής του βασιλείας τα οποιαδήποτε βακούφια
και τα μούλκια κατείχαν οι μοναχοί στα διάφορα εκτός Αγίου Όρους
χωριά και αναγνωρίζεται η ιδιοκτησία τους στις εν λόγω
«αφιερωμένες» (βακουφικές) γαίες της Μονής . Πρόκειται για
κανονιστικού - ρυθμιστικού περιεχομένου σουλτανικό διάταγμα που
πρέπει να ενταχθεί στις, εν ευρεία εννοία, «νομοθετικής» φύσης
πηγές, με βάση τις οποίες επιχειρείται η διερεύνηση του νομικού
καθεστώτος των «αφιερωμένων» σε χριστιανικό καθίδρυμα
ιδιοκτησιών. Η σημασία του διατάγματος αυτού είναι εξαιρετική και
από την άποψη ότι "αναγνωρίζεται" η πριν από την κατάκτηση
"κτηθείσα" ακίνητη περιουσία χριστιανικού καθιδρύματος» (Σ.
Τζωρτζακάκη – Τζαρίδη, Το νομικό καθεστώς των αφιερωμάτων –
5
βακουφίων στα πλαίσια του οθωμανικού εμπράγματου δικαίου (15ος
- 19ος αιω.) Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 110-111).
Επομένως, τα προϋφιστάμενα ιδιοκτησιακά δικαιώματα της
εναγόμενης Μονής αναγνωρίσθηκαν με αυτοκρατορική διαταγή και
συνέχισαν να ισχύουν, ώστε η θέση σε ισχύ του Οθωμανικού ΑΚ
(1877) και η μνεία του για την κοινή χρήση των λιμνών να μην
αναιρεί την προϋφιστάμενη κυριότητα της Μονής.
ΙΙΙ. Επί του κύρους των τίτλων ιδιοκτησίας της Ιεράς Μονής
Βατοπεδίου.
Το Δημόσιο ισχυρίζεται (σελ. 47-49 αγωγής) ότι κατόπιν της
από 24.7.1923 Συνθήκης της Λωζάννης (άρθρο 60, κυρώθηκε με το
ν.δ. 25.8.1923, Α΄ 238), της από 10.8.1920 Συνθήκης περί Θράκης των
Σεβρών (κυρώθηκε με το από 29.9.1923 ν.δ., Α΄ 330), της από
14/27.11.1919 Συνθήκης περί Ειρήνης του Νεϊγύ (άρθρο 48,
κυρώθηκε με τον ν. 2433/1920, Α΄ 162) της από 28.7/10.8.1913
Συνθήκης του Βουκουρεστίου (άρθρο 5, κυρώθηκε με το από
6.8.1913 β.δ., Α΄ 217) και της από 17/30.5.1913 Συνθήκης περί Ειρήνης
του Λονδίνου (άρθρο 2, κυρώθηκε με τον ν. ,ΔΣΙΓ’/1913, Α΄ 229)
διαδέχθηκε το Βουλγαρικό Δημόσιο και το Οθωμανική
Αυτοκρατορία στην κυριότητα της επίδικης περιοχής, διότι (σελ. 49-
50):
6
Αφού παρακάτω στο κείμενο της αγωγής του εκθέτει το
Δημόσιο ότι πάντως χρησικτησία δεν προβλεπόταν στο οθωμανικό
δίκαιο αρχικά, αλλά και όταν προβλέφθηκε με το άρθρο 78 του
ΟθΝπΓ δεν αφορούσε πάντως δάση και λοιπές μη καλλιεργούμενες
εκτάσεις, όπως οι βοσκές, θερινές και χειμερινές, και τα λιβάδια, τα
οποία εξουσιάζονταν μόνο με την έκδοση ταπίου, καταλήγει στο
επιθυμητό συμπέρασμα (σελ. 51-52) :
7
Στο σημείο αυτό το Δημόσιο διαπράττει ένα λογικό άλμα :
1) προβάλλει την μη ισχύουσα λόγω της γενικότητάς της γενική
παραδοχή (σελ. 49) ότι «… σύμφωνα με το Ιερό Κοράνιο και το
(«ιερό») μουσουλμανικό δίκαιο κάθε γη που προερχόταν από
κατάκτηση (και ολόκληρη η Οθωμανική Αυτοκρατορία
προερχόταν από κατακτήσεις) περιερχόταν κατά κυριότητα,
από της κατακτήσεως και λόγω αυτής, στο Τουρκικό Δημόσιο
…»
Το νομικώς ενδιαφέρον ζήτημα δεν είναι εάν «η Οθωμανική
Αυτοκρατορία προερχόταν από κατακτήσεις», αλλά εάν οι
κατακτήσεις έγιναν μετά από αντίσταση των εκασταχού
τοπικών πληθυσμών ή όχι. Στην περίπτωση της αντίστασης το
«ιερό» ισλαμικό δίκαιο προέβλεπε τον εξανδραποδισμό και την
απώλεια των περιουσιών όσων αντιστάθηκαν. Οι κανόνες της
(«ιερής») ισλαμικής νομοθεσίας διακρίνουν, με σαφήνεια, τις
περιοχές, που κατακτήθηκαν με την θέληση τους και ύστερα από
συμφωνία (afwan, sulhan), από όσες κατακτήθηκαν με την βία
(anwatan, kahran, kasran) ή, όπως το διατυπώνουν οι ελληνικές
πηγές «άπό σπαθιοῦ» ή «δωρυάλωτες» (Ελισάβετ Ζαχαριάδου, Δέκα
τουρκικά έγγραφα για την Μεγάλη Εκκλησία (1483-1567), 1996, σελ.
51-52).
Η ανωτέρω παραδοχή λοιπόν του Δημοσίου δεν ευσταθεί,
διότι σε μείζονες περιοχές της σημερινής Ελλαδικής επικράτειας δεν
χάθηκαν τα περιουσιακά δικαιώματα πλήρους κυριότητας των
κατοίκων τους, αφού επέλεξαν να μην συγκρουσθούν με τους
Οθωμανούς, προκειμένου να αποφύγουν τον εξανδραποδισμό τους
και την απώλεια των περιουσιών τους, πολλές φορές και σε
αντίδραση απέναντι στην υπάρχουσα λατινική κυριαρχία, την
οποία θεωρούσαν εξαιρετικά σκληρή σε βάρος των ορθοδόξων
χριστιανικών πληθυσμών (Ελ. Ζαχαριάδου, ό.π., 29-33).
Συνεπώς, οι μοναστηριακές γαίες του Αγίου Όρους, το οποίο
δεν προέβαλε αντίσταση, οι δοθείσες από βυζαντινούς
αυτοκράτορες ή σέρβους μονάρχες στις ορθόδοξες Μονές ή οι
αποκτηθείσες από αυτές πριν την οθωμανική κυριαρχία, συνέχισαν
υπό το οθωμανικό καθεστώς να ανήκουν σε ιδιαίτερη κατηγορία
8
ακινήτων πλήρους ιδιοκτησίας, χωρίς να υπαχθούν ποτέ στην
κατηγορία των δημοσίων γαιών («μηριγιέ») και κατ’ επέκταση δεν
απαιτείτο να εκδοθεί για την νόμιμη κατοχή και κάρπωσή τους
«ταπίον» (τίτλος χρήσης και επικαρπίας), αφού υπήρχε επ’ αυτών,
κατά μείζονα λόγο, δικαίωμα καθαρής ή πλήρους ιδιοκτησίας, ενώ
δεν υπέκειντο σε κτητική παραγραφή (χρησικτησία) (Ν.Π.
Ελευθεριάδης, Μοναστηριακαί γαίαι. Γαίαι και Δάση Ιερών Μονών
Αγίου Όρους, 1939, σελ. 93, § β΄).
2) ουσιαστικά το ενάγον προσπερνά το χρονικό διάστημα από το
1374/5 (περιέλευση της περιοχής της Θράκης στην κυριαρχία
των Οθωμανών) μέχρι το 1856 (έναρξη ισχύος του ΟθΝπΓ) και
ισχυρίζεται ότι αίφνης λόγω του άρθρου 3 του Οθωμανικού
Νόμου περί Γαιών (ΟθΝπΓ) οποιεσδήποτε εκτάσεις ήταν
αγροί, λειμώνες, χειμαδιά, θέρετρα, δάση και τα παραπλήσια
αποτελούσαν ανέκαθεν «δημόσια γη» της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας. Αναφέρει το Δημόσιο (σελ. 49-50) ότι :
9
Η ανάγνωση των άρθρων 1 και 3 του Οθωμανικού Νόμου περί
γαιών (ΟθΝπΓ) δεν στηρίζει κατά καμία έννοια την άποψη του
Δημοσίου ότι ως εκ της ανωτέρω διάταξης είναι υποχρεωτικώς
δημόσιες γαίες οι αγροί, λειμώνες, χειμαδιά, θέρετρα, δάση και τα
παραπλήσια, ακόμα και όταν ανήκουν σε Ιερές Μονές και μάλιστα
από χρονικό σημείο προγενέστερο του ΟθΝπΓ.
Αντίθετα η μη ένταξη μίας ορισμένης κατηγορίας
μοναστηριακών γαιών («Αἱ ἀνέκαθεν εἰς μοναστήριον τι
προσηρτημέναι καί ὡς τοιαύται εἰς τόν Δεφτερχανέν
καταγεγραμμέναι γαῖαι δέν ἐξουσιάζονται διἀ ταπίου, οὔτε
πωλοῦνται καί ἀγοράζονται» βλ. κείμενο εις Δ. Νικολαΐδου,
Οθωμανικοί Κώδηκες, 1890, τ. Β΄, σελ. 1048) σε οποιαδήποτε από τις
5 κατηγορίες γαιών του άρθρου 1 του Οθωμανικού Νόμου περί
γαιών (ενώ π.χ. μνημονεύονται εκεί οι μουσουλμανικές
αφιερωμένες/ βακουφικές γαίες -μεβκουφέ) ή στις δημόσιες γαίες
του άρθρου 3 του ιδίου Νόμου υπερείδει σαφώς την άποψη ότι δεν
εντάσσονταν στις δημόσιες γαίες τα ακίνητα ορθοδόξων Ι. Μονών,
ακόμα και εάν ήταν λίμνες ή παραλίμνιες περιοχές, αφού μάλιστα ο
νομοθέτης είχε επιφυλάξει για μια ορισμένη κατηγορία εκ των
μοναστηριακών ακινήτων (όσα ήταν ανέκαθεν προσηρτημένα και
καταγεγραμμένα στον «Δεφτερχανέν») εντελώς αυτοτελή ρύθμιση
(Μ. Καρατζίδης, Ερμηνεία του περί γαιών νόμου εν Τουρκία επί τη
βάσει των τελευταίων μεταρρυθμίσεων αυτού, 1914, υπό το άρθρο
122 παρ. 1, Γ. Π. Νάκος, Το καθεστώς των τέως δημοσίων
οθωμανικών γαιών 1821-1912, 1984, σελ. 73, 77).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 122 του παραπάνω νόμου περί
γαιών όσες γαίες είναι «έκπαλαι» προσαρτημένες σε Ιερά Μονή
χαρακτηρίζονται αναπαλλοτρίωτες και υπαγόμενες στην κυριότητα
των Ι. Μονών, παρότι δεν εξουσιάζονταν με «ταπίον» (tapu), και
εξομοιώνονται, ως προς την νομική τους μεταχείριση στο σημείο
αυτό, με γαίες πλήρους ιδιοκτησίας (mülk).
Το Δημόσιο παρερμηνεύοντας την παραπάνω διάταξη
συνάγει ότι όλες οι μοναστηριακές γαίες οφείλουν να είναι
καταγεγραμμένες στο Κτηματολόγιο και επίσης να έχει εκδοθεί για
όλες «ταπίον» υπέρ της οικείας Μονής, πράγμα που δεν αναφέρει η
διάταξη. Η διάταξη αναφέρει το ανάποδο : ότι για όσες γαίες είναι
ανέκαθεν αφιερωμένες σε Ι. Μονές και είναι καταχωρισμένες στο
Κτηματολόγιο, δεν χρειάζεται να εκδίδεται «ταπίον». Φυσικά
αναφέρεται εδώ ο νομοθέτης σε μοναστηριακά ακίνητα μη πλήρους
ιδιοκτησίας για την χρήση και κάρπωση των οποίων ο γενικός
κανόνας ήταν η έκδοση «ταπίου» από το κράτος έναντι καταβολής
αντιτίμου. Εν πάση περιπτώσει δηλαδή η διάταξη του άρθρου 122
δεν αφορά οπωσδήποτε μοναστηριακά ακίνητα πλήρους
ιδιοκτησίας (και ιδίως δυνάμει προϋπαρχόντων τίτλων της περιόδου
βυζαντινής ή σερβικής κυριαρχίας στην Θράκη).
Περαιτέρω, κατά τον ν. 147/1914 «Περί της εν ταις
προσαρτωμέναις χώραις εφαρμοστέας Νομοθεσίας» (Α΄ 25),
διατηρήθηκε σε ισχύ ο κωδικοποιημένος οθωμανικός Νόμος περί
Γαιών (Kanuname-i-arazi) της 7ης Ramazan 1274 (1858), στις περιοχές
των Νέων Χωρών «που διατελούσαν τέως υπό την άμεση κυριαρχία
10
του οθωμανικού κράτους» και προσαρτήθηκαν στην Ελλάδα μετά
τους βαλκανικούς πολέμους, και στην συνέχεια με το Ν.Δ. της
26.10.1923 «περί επεκτάσεως εις Θράκην πάντων ανεξαιρέτως των
Ελληνικών αστικών νόμων» (ΦΕΚ Α΄ 325), επεκτάθηκε η τοπική ισχύς
του και στη Θράκη, όπου και η εν θέματι έκταση της λίμνης
Βιστωνίδας. Επομένως μέχρι την 23.2.1946 έναρξη ισχύος του ΑΚ
διατηρήθηκε σε ισχύ ο ΟθΝπΓ, αφού το άρθρο 2 παρ. 3 του ν.
147/1914 ώρισε ότι :
Και κατά την αντίληψη του ιστορικού νομοθέτη της ανωτέρω
διατάξεως (Κων/νου Δ. Ρακτιβάν), όπως αποτυπώθηκε στην
αιτιολογική έκθεση του νόμου έπρεπε τα αποκτηθέντα κατά την
οθωμανική περίοδο ιδιωτικά δικαιώματα επί ακινήτων να
παραμείνουν «κατά βάσιν αναλλοίωτα μέχρις τουλάχιστον ιδίας
νομοθετικής ρυθμίσεως».
Εξάλλου ναι μεν το (αυτοκρατορικής προελεύσεως)
οθωμανικό δίκαιο όσο και το Ισλαμικό δίκαιο δεν αναγνώριζαν την
ύπαρξη νομικών προσώπων ως υποκειμένων δικαιωμάτων και
υποχρεώσεων (Ελισάβετ Ζαχαριάδου, Δέκα τουρκικά έγγραφα για
την Μεγάλη Εκκλησία (1483-1567), 1996, σελ. 49, Timur Kuran, The
absence of the corporation in Islamic Law : Origins and Persistence, The
American Journal of Comparative Law, Vol. 53, No. 4 (2005), σελ. 785-
834), ωστόσο μετά την περιέλευση της περιοχής του Αγίου Όρους
στην κυριαρχία του Ελλ. Δημοσίου οι Ι. Μονές κατέστησαν νομικά
πρόσωπα κατά το ελληνικό δίκαιο και είναι δικαιούχοι των
δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που απορρέουν από τα ακίνητά
τους.
Επομένως, η αμφισβητούμενη από το ενάγον κυριότητα της
εναγόμενης διατηρήθηκε και μετά την περιέλευση της Θράκης στην
κυριαρχία του Ελλ. Δημοσίου.
IV. Ο ισχυρισμός περί δήθεν απώλειας της περιουσίας των
Αγιορειτικών Μονών λόγω της γενικής δημεύσεως της
περιουσίας τους από τον Σουλτάνο Σελήμ Β΄ (φιρμάνι της 31ης
Ιανουαρίου έτους Εγίρας 976 = 1568)
Περαιτέρω το Δημόσιο αβασίμως ισχυρίζεται ότι (σελ. 71) η
Οθωμανική Αυτοκρατορία απέκτησε τις επίδικες εκτάσεις, επειδή ο
Σελήμ Β΄ επέβαλε με φιρμάνι της 31ης Ιανουαρίου 1568 γενική
δήμευση στις περιουσίες των Αγιορειτικών Μονών.
Ο ισχυρισμός αυτός ούτως προβαλλόμενος είναι αβάσιμος,
διότι αποσιωπάται ότι :
11
1) το φιρμάνι αυτό δεν σώζεται, ει μη μόνον μία ελληνική
εκδοχή οθωμανικού φιρμανίου (βλ. Alexandar Fotic, The of~cial
explanations for the con~scation and sale of monasteries (churches) and
their estates at the time of Selim II, Turcica XXVI (1994), σελ. 35), η
οποία πάντως πουθενά δεν κάνει λόγο για δήμευση περιουσίας
Αγιορειτικών Μονών στην Θράκη, συνεπώς πρέπει το Δημόσιο να
προσκομίσει αντίγραφο εκ του πρωτοτύπου φιρμανίου, που να
αφορά την εναγόμενη Ιερά Μονή και επιπλέον να κάνει λόγο και
για δήμευση της περιουσίας της στην Θράκη,
2) όπως, εν πάση περιπτώσει, ομοφώνως παραδίδεται στην
οθωμανολογική ιστοριογραφία «… στα χρόνια του Σελίμ Β΄, στα
1568/69, το οθωμανικό κράτος προχώρησε στη δήμευση των
μοναστηριακών γαιοκτησιών, αναγκάζοντας τα μοναστήρια του Αγίου
Όρους να επαναγοράσουν τις περιουσίες τους ・ οι Αθωνίτες,
εντούτοις, γνωρίζουμε ότι ανέκτησαν το σύνολο των περιουσιών τους»
(Ηλίας Κολοβός, Κατάληψη του χώρου και μοναστηριακή
γαιοκτησία στην οθωμανική Χαλκιδική (15ος-16ος αι.) στο
συλλογικό τόμο «Το Άγιον Όρος στον 15ο και 16ο αιώνα» Πρακτικά
Συνεδρίου, σελ. 108) και είναι γνωστό ότι δόθηκαν τεράστια
χρηματικά ποσά από τις Αγιορειτικές Μονές για να ανακτήσουν
στις περιοχές, που αφορούσε η «δήμευση», όπως π.χ. στη
Θεσσαλονίκη (βλ. Alexandar Fotic, The of~cial explanations for the
con~scation and sale of monasteries (churches) and their estates at the
time of Selim II, Turcica XXVI (1994), σελ. 46)
V. Ο ισχυρισμός για την ανάγκη καταχώρισης στο Οθωμανικό
Κτηματολόγιο των τίτλων ιδιοκτησίας της Ιεράς Μονής
Οθωμανικό κτηματολόγιο δημιουργήθηκε αρχικά μεταξύ των
ετών Εγίρας 955 και 1010 επί των Σουλτάνων Σουλεϊμάν του
Νομοθέτη / Μεγαλοπρεπούς (Kanunî Sultan Süleyman Muhteşem)
και Μουράτ του Γ΄ (Murād-i sālis) αποτελείτο από 975 βιβλία και
περιέλαβε μόνο την καταγραφή των κοινοχρήστων γαιών των
χωριών και πόλεων, των λειμώνων, θερινών και χειμερινών
βοσκοτόπων, κοινοτικών δασών και ιδιοκτησιών των ευαγών
ιδρυμάτων (βακουφικών), όχι όμως για καταχωρίσεις ιδιωτικών
δικαιωμάτων επί ακινήτων είτε τα ακίνητα αυτά ανήκαν στην
κατηγορία των δημοσίων γαιών είτε των κτημάτων καθαρής
ιδιοκτησίας (Οδ. Καραγιαννακίδης, Γαίες Πλήρους ιδιοκτησίας στη
Θάσο επί ισχύος του Οθωμανικού δικαίου, «Θασιακά» τομ. 9, 1996,
σελ. 213) εν όψει όμως της μη ενημέρωσής του έφθασε «…ούτω
λοιπόν δια της παρελεύσεως όχι πολλού χρονικού διαστήματος, καθ’
όσον ιδία αφορά τα εκτός πρωτευούσης εν ταις επαρχίαις κείμενα
κτήματα, τα ειρημένα βιβλία καταγραφής των κτημάτων δια της συν
τω χρόνω μεταβολής των αρχικών ιδιοκτητών αρχαιολογικήν μόνον
ως επί το πολύ σημασίαν ηδύναντο να έχωσι …» (Ν.Π. Ελευθεριάδης,
Η ακίνητος ιδιοκτησία εν Τουρκία, 1903, σελ. 56).
Αργότερα, λίγο μετά τη δημοσίευση του νόμου περί γαιών της
7ης Ραμαζάν έτους (Εγίρας) 1274 (= 1856) δημοσιεύθηκε ο νόμος περί
12
ταπίων (Tapu nizamnamesi) της 8ης Δζεμάζηλ-αχίρ έτους (Εγίρας)
1275 (= 1857) ο οποίος προέβλεψε μόνον σε ό,τι αφορά την κατοχή,
μεταβίβαση, διαδοχή και υποθήκευση των δημόσιων γαιών (εραζιί
- εμηριγιέ) ότι θα καταγραφόταν πλέον στα βιβλία ενός νέου
κτηματολογίου κάθε δικαιοπραξία εν ζωή ή αιτία θανάτου βάσει
της οποίας εκδιδόταν ο οικείος τίτλος, το «ταπίο» (tapu), τον οποίον
κατείχε ο δικαιούχος χρήσης και επικαρπίας (hackι - tasarruf)
δημοσίου ακινήτου (Θ. Οικονόμου, Ζητήματα τινα περί της κατά τον
οθωμανικόν νόμον μεταβιβάσεως της καθαράς ιδιοκτησίας
κτημάτων – μουλκίων, Αρμ 1958, 423).
Μέχρι την θέση εν ισχύει των παραπάνω Κωδίκων της
περιόδου της «μεταρρύθμισης» (Tanzimât, 1839-1876) οι
προϋποθέσεις κατοχής «ταπίου» (ποιος το εξέδιδε, πότε απαιτείτο,
ποιος μπορούσε να το κατέχει, ποια ακίνητα μπορούσε να αφορά)
προέκυπταν από τις συγκεκριμένες εν ισχύι συλλογές νόμων
(kanunname) που εξέδιδε ο κάθε Σουλτάνος κατά την περίοδο της
κυριαρχίας του και με εντοπισμένη συχνά ισχύ σε ορισμένες
περιοχές. Πάντοτε όμως, και πριν αλλά κατά τον την ισχύ του
ΟθΝπΓ, «ταπίο» απαιτείτο όταν ο ιδιώτης κατείχε δημόσια γη, της
οποίας το δικαίωμα χρήσης και κάρπωσης του είχε παραχωρηθεί
έναντι αντιτίμου.
Για να γίνει αντιληπτός ο νόμω αβάσιμος ισχυρισμός του
Δημοσίου (σελ. 71-72) περί δήθεν υποχρεωτικής καταχώρισης τίτλου
ιδιοκτησίας της Μονής στο κατά τον ΟθΝπΓ προβλεπόμενο
Κτηματολόγιο - «Δεφτερχανέ» (άρθρο 122) τονίζεται ότι οι
οθωμανικοί τίτλοι (φιρμάνια), τους οποίους επικαλείται η
εναγόμενη Ιερά Μονή όχι μόνον δεν ήταν αναγκαίο, αλλά ήταν και
νομικά ανέφικτο να είναι μεταγεγραμμένοι στο οθωμανικό
κτηματολόγιο του άρθρου 122 ΟθΝπΓ, διότι απλούστατα :
α) δεν πρόκειται για «δημόσια γη», αλλά για γαίες καθαρής
ιδιοκτησίας, στις οποίες δεν αφορά το άρθρο 122 του Οθωμανικού
Νόμου περί Γαιών
β) και ανάγονται σε χρονική περίοδο προ της ισχύος του
Οθωμανικού Νόμου περί γαιών και οπωσδήποτε της λειτουργίας
του νεότερου οθωμανικού κτηματολογίου.
Κατά την ερμηνεία του Ν.Π. Ελευθεριάδη (Μοναστηριακαί
γαίαι. Γαίαι και Δάση Ιερών Μονών Αγίου Όρους, 1939, σελ. 120-122):
13
Romfea.gr
14
Romfea.gr
VII. Ως προς την επικαλούμενη παραγραφή των δικαιωμάτων
της Μονής
Επίσης το γεγονός της ολιγόχρονης κατάληψης (1821) της
λίμνης Βιστωνίδας από το Σουλτάνο ως εκδίκηση για την
υποστήριξη της εναγομένης Ιεράς Μονής προς τους επαναστάτες
Έλληνες ούτε συνοδεύθηκε από αυτοκρατορική πράξη δήμευσης ή
προσάρτησης της ένδικης περιουσίας της Ιεράς Μονής στις δημόσιες
γαίες του οθωμανικού δημοσίου, ούτε ήταν δυνατό να προκαλέσει
κτήση κυριότητας με χρησικτησία από το οθωμανικό δημόσιο (η
οποία είναι άγνωστη στο οθωμανικό δίκαιο, Α.Ζ. Καλλικλή, Το
οθωμανικόν δίκαιον εν Ελλάδι, 1931, § 10, σελ. 22), ούτε κατ’
επέκταση από το Ελληνικό Δημόσιο, αντίθετα με όσα προβάλλει
15
Romfea.gr
(σελ. 73-74) το ενάγον (πρβλ. αντιθ. Ατομ. Γνμδ. ΝΣΚ (Υπ.
Πολιτισμού) 328/1997).
Επιπλέον, η επικαλούμενη παραγραφή (σελ. 73-74 αγωγής)
από το οθωμανικό δημόσιο σε βάρος της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου
δεν μπορεί να ισχύει ως εκ της ολιγόχρονης καταλήψεως από τον
Σουλτάνο σε βάρος της Ιεράς Μονής εν όψει των σαφών
προβλέψεων της οθωμανικής νομοθεσίας περί απαγόρευσης
χρησικτησίας, αλλά και της ισχύος πλέον του ελληνικού αστικού
δικαίου κατά τον κρίσιμο χρόνο. Το άρθρο 17 παρ. 3 του ν.δ/τος
3432/1955 (Α΄ 308) επεκτείνει υπέρ της ακίνητης εκκλησιαστικής
περιουσίας την ισχύ του άρθρου 6 παρ. 3 του ν. 4944/1931 (Α΄ 107),
με το οποίο θεσπίζεται πλασματική νομή υπέρ του Ταμείου Εθνικού
Στόλου επί των ακινήτων του από της ισχύος του νόμου
ΒΨΟΘ΄/1900 (ΦΕΚ Α΄ 295/23.12.1900), συνεπώς από του έτους 1900
(23 Δεκεμβρίου) δεν μπορεί να γίνει λόγος για απώλεια της
νομής Ιεράς Μονής οπουδήποτε κειμένης εν Ελλάδι.
VIIΙ. Ως προς τον ισχυρισμό ότι οι χρυσόβουλοι λόγοι δεν
αποτελούν τίτλους ιδιοκτησίας, εάν δεν συνδυάζονται με την
άσκηση πράξεων νομής
Τέλος, στις Μονές, ειδικά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο
αναγνώριζε, ήδη με την Ιουστινιάνεια Νομοθεσία, μία ιδιαίτερη
αυθύπαρκτη προσωπικότητα, η οποία δεν ήταν ούτε ένωση
προσώπων, ούτε ακριβώς ίδρυμα. Για την ίδρυση και αναγνώριση,
όμως, των Μονών δεν απαιτείτο η προηγούμενη (με τυπική πράξη)
χορήγηση άδειας της πολιτείας. Τούτο διότι το όλο θέμα ρύθμιζαν οι
Ιεροί Κανόνες, που με σχετικές Νεαρές του Ιουστινιανού, αλλά και
μεταγενέστερους νόμους, αποτελούσαν κρατικό δίκαιο, οι οποίοι
όριζαν ότι για την ίδρυση των Μονών απαιτούνταν άδεια του
οικείου επισκόπου, αναπομπή από αυτόν ευχής πριν την έναρξη
των οικοδομικών εργασιών, στη δε συνέχεια «πήξιμο» από τον ίδιο
σταυρού στα θεμέλια της Μονής. Συγχρόνως συντασσόταν
γραπτώς το καλούμενο «μοναστηριακό τυπικό» που περιείχε τους
κανόνες διαβίωσης των μοναχών και διοίκησης της Μονής. Μετά
και τη σύνταξη της κτητορικής πράξης (τυπικού) η Μονή και όταν
δεν αποκτούσε από την αρχή περιουσία, αποκτούσε, εν τούτοις,
νομική προσωπικότητα, με τη σημερινή έννοια του όρου, δεδομένου
ότι είχαν τηρηθεί όλες οι προβλεπόμενες από το τότε ισχύον δίκαιο
προϋποθέσεις ίδρυσής της. Κατόπιν ήταν δυνατόν η Μονή να
καταστεί κυρία, σύμφωνα με τους όρους του ισχύοντος δικαίου για
τη χρησικτησία, των ακινήτων στα οποία ενεργούσε με τους
μοναχούς τις διακατοχικές πράξεις με διάνοια κυρίου.
Οι «χρυσόβουλοι λόγοι» των βυζαντινών αυτοκατόρων
επέχουν θέση «αυτοκρατορικής δωρεάς» - τίτλου ιδιοκτησίας (πρβλ.
Εφ Δωδεκανήσου 22/1955, D. Kyritses, The common Chrysobulls of
cities and the notion of property in late Byzantium, Βυζαντινά
Σύμμεικτα 13 (1999), 229-245), όπως και τα Σιγίλια των Πατριαρχών
(βλ. ΕφΘεσσ 68/1971), και αναγνωρίζονται ως πηγές δικαίου ρητώς
16
από το άρθρο 188 του ισχύοντος Καταστατικού Χάρτη του Αγίου
Όρους (ν.δ. της 10.9.1926, ΦΕΚ Α΄ 309) όσο και αποτελούν νομικό
θεμέλιο εμπραγμάτων δικαιωμάτων διατηρούμενων υπό την ισχύ
του Αστικού Κώδικα κατά την ειδική διάταξη του άρθρου 51
ΕισΝΑΚ.
Η άποψη του Δημοσίου ότι οι αυτοκρατορικές δωρεές είτε των
Βυζαντινών Αυτοκρατόρων είτε των Σέρβων Δεσποτών της Θράκης
είχαν κύρος μόνον εάν συνδυάζονταν και με το πραγματικό
γεγονός της νομής (σελ. 61 αγωγής), την οποίαν θα πρέπει να
αποδεικνύουν οι Ιερές Μονές, πέραν του ότι δεν εδράζεται σε
κανένα κανόνα δικαίου, τον οποίον άλλωστε δεν επικαλείται το
ενάγον, πρέπει να παρατηρηθεί ότι διαψεύδεται και είναι πολύ πιο
περιοριστική για τα δίκαια των Ιερών Μονών και από την ίδια
νομολογιακή πρακτική των δικαστών της Οθωμανικής περιόδου,
όταν είχαν ενώπιον τους τίτλους δωρεάς εκδοθέντες από
Βυζαντινούς ή Σέρβους μονάρχες.
Ανάμεσα στα πολλά παραδείγματα που θα μπορούσαν να
εκτεθούν, χαρακτηριστική είναι η δικαστική κρίση, όπως προκύπτει
από έκθεση (arz) του Δικαστή (Kadi) της Κομοτηνής (Göműldjine)
Fethullah κατά την επίλυση από αυτόν ιδιοκτησιακής διαφοράς
(1485/1486) μεταξύ δύο Αγιορειτικών Μονών, της Ιεράς Μονής
Χιλανδαρίου και της Ιεράς Μονής Ζωγράφου, σχετικά με
βοσκοτόπους στην περιοχή της Κομίτσας (Χαλκιδική). Η σερβική Ι.
Μονή Χιλανδαρίου, η οποία είχε τίτλο δωρεάς («χρυσόβουλο λόγο»
του σέρβου Δεσπότη Στεφάνου Δουσάν, tzar Dušan) για τους εν
λόγω βοσκοτόπους και τους είχε προφορικά παραχωρήσει μετά το
1453 στην βουλγαρική Μονή Ζωγράφου λόγω πειρατικών
επιδρομών σε βάρος των Χιλανδαρινών μοναχών, όμως οι μοναχοί
της Μονής Ζωγράφου ασκούσαν πλέον νομή στους βοσκοτόπους
έχοντας πεποίθηση ότι το εν λόγω ακίνητο δωρήθηκε κατά
κυριότητα στο μοναστήρι τους από την Μονή Χιλανδαρίου. Έτσι
όταν η Μονή Χιλανδαρίου αντιμετώπισε την άρνηση επιστροφής
του ακινήτου της από την Μονή Ζωγράφου προσέφυγε στον
οθωμανό δικαστή της Κομοτηνής (1485/1486), ο οποίος ήλθε στην
περιοχή και ενώπιον του οποίου οι μοναχοί της ανέφεραν ότι «…
εδώ υπάρχει βακουφικό ακίνητο του μοναστηριού του Χιλανδαρίου με
προέλευση από Δεσπότη … για να αποδειχθεί αυτό έχουμε τίτλο
δωρεάς (vakifname) …», όπως αναφέρει ο δικαστής στην έκθεσή του
εννοώντας με τον όρο vakifname (παρότι αναφερόταν σε χρόνο πριν
την οθωμανική κυριαρχία) έναν «χρυσόβουλο λόγο» του Δεσπότη
Στεφάνου Δουσάν (βλ. Alexandar Fotic, The of~cial explanations for
the con~scation and sale of monasteries (churches) and their estates at
the time of Selim II, Turcica XXVI (1994), σελ. 43). Ο οθωμανός
δικαστής αποφάνθηκε υπέρ των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων της Ι.
Μονής Χιλανδαρίου δυνάμει του ανωτέρω τίτλου – «χρυσόβουλου
λόγου», παρότι επί αποδείχθηκε στη διαδικασία ότι επί δεκαετίες η
Μονή Χιλανδαρίου δεν ασκούσε νομή στον εν λόγω βοσκότοπό της,
και η δικαστική του κρίση επικυρώθηκε και από τον οθωμανό
δικαστή της Θεσσαλονίκης Kazarade, καθώς και με το από
Νοεμβρίου 1486 σουλτανικό φιρμάνι του Βεγιαζίτ Β΄ (Al. Fotic,
Dispute between Chilandar and Vatopedi over the boundaries in
17
Komitissa (1500), Aθωνικά Σύμμεικτα 7 (1999), 99). Είναι
χαρακτηριστική η παραπάνω νομολογιακή περίπτωση, καθ’ όσον
αποδεικνύει ότι ο αυτοκρατορικός τίτλος δωρεάς (βυζαντινός ή
σερβικός) υπέρ Ιεράς Μονής γινόταν αντικείμενο επίκλησης και
γινόταν άνευ ετέρου δεκτός από τους κρατικούς δικαστές κατά την
περίοδο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ακόμα και εάν εξέλιπαν
επί μακρώ χρόνω περιστατικά νομής της δικαιούχου Μονής (ας μη
λησμονείται εξάλλου ότι ο θεσμός της χρησικτησίας δεν υπήρχε στο
οθωμανικό δίκαιο).
Φυσικά το εξ αντιδιαστολής επιχείρημα του Δημοσίου (σελ.
67) ότι επειδή από κανένα κανόνα δικαίου που περιλαμβάνεται
στην «Εξάβιβλο» του Αρμενοπούλου δεν προκύπτει ότι επιτρέπεται
η μεταβίβαση κυριότητας με χρυσόβουλους λόγους, λησμονεί το
προφανές ότι δηλαδή η «Εξάβιβλος ή Πρόχειρον Νόμων» αποτελεί
ένα απλουστευμένο κωδικοποιητικό έργο του 14ου αιώνα, το οποίο
προς διευκόλυνση της δικαστηριακής πράξης σε ιδιωτικές διαφορές
κωδικοποίησε κανόνες ιδιωτικού δικαίου (βασιζόμενο κυρίως στα
«Βασιλικά») και δεν είχε ούτε μπορούσε να έχει καμία σχέση με την
νομική –και απεριόριστη άλλωστε από κανόνες δικαίου- δυνατότητα
του βυζαντινού Αυτοκράτορα να δωρίζει ακίνητα σε υπηκόους του
με μονομερείς κυριαρχικές πράξεις του, τους «χρυσόβουλους
λόγους».
ΙΧ. Επί της αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας 41/1929
και της Συμβάσεως υπ’ αριθμ. 2343/4.5.1930 του
Συμβολαιογράφου Αθηνών Διονυσίου Ε. Ιατρίδου
Η σύμβαση υπ’ αριθμ. 2343/4.5.1930 του Συμβολαιογράφου
Αθηνών Διονυσίου Ε. Ιατρίδου μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και της
Ι. Μονής Βατοπαιδίου συνήφθη κατόπιν της ακυρωτικής
αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας με αριθμό 41/1929
(κατόπιν αιτήσεως ακυρώσεως της εναγομένης Ι. Μονής).
Ειδικότερα, με το δεδομένο ότι στις 1.5.1922 η Ι. Μονή
Βατοπαιδίου είχε ασκήσει αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου με
αίτημα την αναγνώριση της κυριότητάς της στην λίμνη Βιστωνίδα,
την αποβολή του κατόχου της λίμνης Ελλ. Δημοσίου και την
απόδοση της κατοχής της λίμνης στην ενάγουσα Ι. Μονή, η
ενάγουσα Ι. Μονή πρότεινε ως συμβιβαστική πρόταση την
μεταβίβαση στο Ελλ. Δημόσιο της κυριότητάς της επί εκτάσεων στα
μετόχια της στην Χαλκιδική, ειδικότερα στο κτήμα Σοφουλάρ
(εμβαδού 18.000 στρεμμάτων) και στον Άγιο Μάμαντα (εμβαδού
20.000 στρεμμάτων).
Πριν την συζήτηση της αγωγής ο Πρωθυπουργός Αλ.
Παπαναστασίου και ο Υπουργός Γεωργίας Αν. Μπακάλμπασης ως
εκπρόσωποι του Ελλ. Δημοσίου πρότειναν (υπ’ αριθ. 2672/29.3.1924
έγγραφο «προς τον αντιπρόσωπον του Αγίου ΄Ορους Πανοσ. κ.
Ιγνάτιον Βατοπαιδινόν») «ν’ αποδοθή» η λίμνη Μπουρού στο Πορτο-
Λάγος στην Ι. Μονή Βατοπαιδίου υπό τον όρο τα μετόχια Σοφουλάρ
και Άγιος Μάμας να περιέλθουν στην κυριότητα του Κράτους και η
Μονή να αναλάβει τη συντήρηση της Αθωνιάδος Σχολής. Τέλος,
18
γνωρίζεται ότι η απόφαση αυτή είναι «τελειωτική» και
παρακαλείται η Ι. Μονή να διαβιβάσει το ταχύτερον την
κυβερνητική απόφαση στην Ι. Κοινότητα του Αγίου Όρους
προκειμένου να υπογραφεί «η καταρτισθησόμενη εν τω μεταξύ»
σύμβαση.
Για τον λόγο αυτό τέθηκε σε ισχύ το από 8.4.1925 Νομοθετικό
Διάταγμα (ΦΕΚ Α΄ 82/10.4.1924) «Περί εξουσιοδοτήσεως του
Υπουργού της Γεωργίας να υπογράψη δύο συμβάσεις μετά της Ιεράς
Κοινότητος Αγίου Όρους και Ιεράς Μονής Βατοπεδίου περί
παραχωρήσεως και εκμισθώσεως υπό του Δημοσίου διαφόρων
αγροκτημάτων» του οποίου το άρθρο 1 β΄ εξουσιοδοτούσε τον
Υπουργό Γεωργίας να υπογράψει «μετά της εν Αγίω Όρει Ιεράς
Μονής του Βατοπεδίου σύμβασιν οριστικής παραχωρήσεως και
μεταβιβάσεως εις την κυριότητα του Δημοσίου των εν Χαλκιδική
κειμένων δύο αγροκτημάτων (Μετοχίων) αυτής Αγίου Μάμαντος και
Σοφουλάρ, επί ανταλλάγματι παραιτήσεως εκ μέρους του Δημοσίου
πάσης αξιώσεως επί της εν Πορτολάγω της Ξάνθης λίμνης Μπουρού
μετά των ιχθυοτροφείων αυτής παρά την νησίδα και τα στόμια της
λίμνης κειμένων (Δαλλιάνη, Καραψέ, Ταουσαντζίκ κ.λ.π.), με τα
ανέκαθεν γνωστά τούτων όρια αποδιδομένων τη αποκλειστική κατοχή
της ειρημένης Ιεράς Μονής και μεταβιβαζομένων εις αυτήν όλων των
υπό του Δημοσίου ασκουμένων δικαιωμάτων, υπό τον πρόσθετον δε
όρον, όπως η Μονή αύτη διά της αυτής συμβάσεως αναλάβει την
υποχρέωσιν της συντηρήσεως, ιδία δαπάνη, της εν Αγίω ΄Ορει
Αθωνιάδος Ιερατικής Σχολής, κατά τα υπό του Υπουργείου των
Εκκλησιαστικών κανονισθησόμενα».
Παρότι εκδόθηκε όμως το σχετικό Νομοθετικό Διάταγμα, που
εξουσιοδοτούσε για την υπογραφή των συμβολαίων παραχωρήσεως
της κυριότητας επί των δύο μετοχίων στο Δημόσιο και
παραχωρήσεως της κατοχής της λίμνης στην Ι. Μ. Βατοπαιδίου σε
υλοποίηση του συμβιβασμού και υπογράφθηκε αρχικώς η σύμβαση
παραχώρησης της κυριότητας των ανωτέρω δύο μετοχίων από την Ι.
Μονή Βατοπαιδίου προς το Ελλ. Δημόσιο, το Δημόσιο αρνήθηκε δια
της υπ' αριθ. 27906/5.4.1929 πράξεως του Υπουργού Γεωργίας να
προβεί στην σύναψη « … της προβλεπομένης συμβάσεως περί
παραχωρήσεως εις τον Μονήν Βατοπεδίου, έναντι ωρισμένων
ανταλλαγμάτων και ειδικώς της μεταβιβάσεως εις το Δημόσιον κατά
πλήρη κυριότητα δύο αγροκτημάτων της, της κατοχής της εν τη
περιφερεία Ξάνθης κειμένης ιχθυοτρόφου λιμνοθαλάσσης
Μπουρού, ην δι' αγωγής αυτής, εγερθείσης εν έτει 1922 διεξεδίκει η
Μονή ως κυρία».
Από το κείμενο της αποφάσεως 41/1929 του Συμβουλίου της
Επικρατείας το ενάγον προσπαθεί να συναγάγει ότι το Δικαστήριο
έκρινε παρεμπιπτόντως και με δύναμη δεδικασμένου ότι δεν ανήκε
η λίμνη στην κυριότητα της Ι. Μονής Βατοπαιδίου, λόγω του
χαρακτήρα της ως «λιμνοθάλασσας» ανεπίδεκτης κυριότητας.
Συγκεκριμένα, στην αγωγή παρατίθεται ένα απόσπασμα από
σκέψη της αποφάσεως, που ασχολείται με το παραδεκτό της
προσφυγής (εάν δηλ. πρόκειται για διαφορά αστικού ή διοικητικού
δικαίου). Παραθέτουμε ολόκληρη την εν λόγω σκέψη :
19
«Επειδή αρμόδιον είνε το Συμβούλιον της Επικρατείας να κρίνη την
προσβαλλομένην μονομερή εκτελεστήν πράξιν του Υπουργού της
Γεωργίας, το μεν διότι κατέστη τούτο αρμόδιον εκ του Συντάγματος
και του νόμου να κρίνη τας πράξεις των διοικητικών αρχών
αδιακρίτως του περιεχομένου αυτών, επί τω σκοπώ της υπαγωγής
της διοικήσεως εις τους κανόνας της νομιμότητος και συνεπώς και
τας μονομερείς πράξεις διαχειρίσεως, εφ' όσον αύται δεν
συμπλέκονται προς ετέραν δηλωθείσαν βούλησιν και δη κατά τρόπον,
ώστε να μη καθίσταται δυνατή η απόσπασις της μονομερούς
δηλώσεως της βουλήσεως της διοικήσεως εκ του συμπλέγματος των
εκατέρωθεν δηλωθεισών βουλήσεων, οπότε αναγκαίως καθίσταται
αρμόδια τα τακτικά δικαστήρια, το δε, διότι η μονομερής αύτη πράξις
της διοικήσεως έχει περιεχόμενον άρνησιν διοικητικής ενεργείας
προς υπογραφήν της δια του Ν.Δ. της 8 Απριλίου 1924 φερομένης
συμβάσεως, ήτις είτε έχει αιτίαν τον μετά της μονής συμβιβασμόν,
είτε μη, φέρει μορφήν δικαιοπραξίας παραχωρήσεως διοικητικού
περιεχομένου, αφού το προέχον είνε ουχί η μεταβίβασις της
κυριότητος της παρά του δημοσίου (Διοικήσεως) ως διαδόχου του
Βουλγαρικού κατεχομένης λιμνοθαλάσσης Μπουρού εις την μονήν
Βατοπεδίου, υποχρεουμένην αντιθέτως να μεταβιβάση εις το
δημόσιον λόγω ανταλλάγματος την κυριότητα των παρ' αυτής
κατεχομένων δύο αγροκτημάτων, αλλ' η παραχώρησις της κατοχής
της Λιμνοθαλάσσης, ως άλλωστε εν τω Ν.Δ. σαφώς καθορίζεται, δια
της παρά του δημοσίου παραιτήσεως των επί ταύτης ασκουμένων
δικαιωμάτων, ουχί βεβαίως ως επί περιουσίας του δημοσίου, αλλ' ως
επί περιουσίας δημοσίας, αφού αι Λιμνοθάλασσαι ως τοιαύτη
περιουσία θεωρούνται και δεν είναι δεκτικαί αστικής κυριότητος και
συνεπώς η παραχώρησις αύτη, ήτις ουδόλως επηρεάζεται υπό του
παρεχομένου υπό της μονής ανταλλάγματος, εμφανίζουσα την
διοίκησιν ως δημοσίαν εξουσίαν, δεν μεταγγίζει κυριότητα αστικού
δικαίου, αλλά διοικητικού δικαίου, ούσα εκ της φύσεώς της
ανακλητή, εφ' όσον το γενικόν συμφέρον ή το συμφέρον της δημοσίας
υπηρεσίας, προσηκόντως εκτιμώμενον, θα επέβαλε την ανάκλησιν
ταύτης ή θα παρεβιάζοντο οι όροι της παραχωρήσεως, δι' ους
εχορηγήθη εις τον Υπουργόν της Γεωργίας εκ του Ν.Δ. αδέσμευτος
διακριτική εξουσία να καθορίση μονομερώς το περιεχόμενον αυτών
ποικιλοτάτης μορφής, ως λ.χ. τον διακανονισμόν της κοινής χρήσεως
και της αστυνομίας της λιμνοθαλάσσης, την επιστημονικήν
εκμετάλλευσιν και ανάπτυξιν της ιχθυοτροφείας, την διαμόρφωσιν
της λιμνοθαλάσσης, τον καθορισμόν των παροχθίων δικαιωμάτων και
δυναμένων να μεταβάλλουν την παραχώρησιν ταύτην και εις
παραχώρησιν δημοσίας υπηρεσίας.-»
Με την παραπάνω σκέψη, αν διαβαστεί προσεκτικά και
μάλιστα σε συνδυασμό και με την κατωτέρω παρατιθέμενη σκέψη
του Δικαστηρίου, φαίνεται ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε
όχι ότι η εν λόγω λίμνη είναι ανεπίδεκτη κυριότητας από την Ι.
Μονή Βατοπαιδίου, όπως επιχειρεί να θεμελιώσει το ενάγον, αλλά
ότι η ένδικη διαφορά, όπως φέρεται για κρίση ενώπιον του
Δικαστηρίου - δηλ. με την εμφάνιση που έχει η διαφορά δυνάμει του
Ν.δ/τος της 4.8.1924 και βάσει των ανταλλαγέντων διοικητικών
20
εγγράφων μεταξύ του Δημοσίου και της Ι. Μονής – δεν μπορούσε
παρά να αφορά μόνο στην διοικητική παραχώρηση της κατοχής επί
της λίμνης από το Δημόσιο στην Ι. Μονή λόγω συμβιβασμού. Το ΣτΕ
ξεκαθαρίζει δηλ. ότι δεν πρόκειται για αστική διαφορά, διότι στην εν
λόγω λίμνη το Ελλ. Δημόσιο δεν θα μπορούσε να έχει
δικαιώματα/κυριότητα του αστικού δικαίου.
Καταλήγει έτσι το Δικαστήριο ότι η διαφορά αφορά στην
άρνηση του Υπουργού Γεωργίας να υλοποιήσει νομοθετικά
προβλεπόμενη (Ν.Δ. της 8.4.1924) διοικητική σύμβαση, διότι
«συνεπώς η παραχώρησις αύτη … δεν μεταγγίζει κυριότητα
αστικού δικαίου, αλλά διοικητικού δικαίου». Το ΣτΕ,
ασχολούμενο στην επίμαχη σκέψη του με το παραδεκτό της
διαφοράς, ανέλυσε την νομική φύση αποκλειστικώς του υπό
μεταβίβαση δικαιώματος κατοχής του Ελλ. Δημοσίου, το οποίο
ήταν και το αντικείμενο της διαφοράς, και έκανε λόγο για
«κυριότητα διοικητικού δικαίου», την οποία προέβαλε το
Δημόσιο. Η απόφαση συνεπώς δεν ασχολήθηκε και δεν διατύπωσε
καμία κρίση για το υπάρχον (ήδη προ του συμβιβασμού και της
εκδόσεως του Ν.Δ/τος της 8.4.1924) δικαίωμα της Ι. Μονής
Βατοπαιδίου επί της λίμνης. Για τον λόγο αυτό σε επόμενη σκέψη
της αποφάσεως 41/1929, που πρέπει να διαβάζεται συνδυαστικά με
την ανωτέρω σκέψη διατυπώνεται η κρίση ότι :
«Επειδή επιπροσθέτως, ως οφειλομένη νόμιμος ενέργεια της
Διοικήσεως θεωρείται και όταν δεν δεσμεύηται μεν εν τη ενεργεία
αυτής η Διοίκησις, αρνείται όμως την παροχήν ταύτης λόγω
καταχρήσεως εξουσίας, ην επικαλείται επί του προκειμένου η
προσφεύγουσα Μονή και ήτις όντως συντρέχει, το μεν, διότι οι εν τη
προσβαλλομένη πράξει επικαλούμενοι λόγοι της ατονίας του
ειρημένου Ν.Δ. λόγω της αρμοδιότητος του Υπουργείου της Εθνικής
Οικονομίας επί των ιχθυοτροφείων και λόγω του ότι η εν έτει 1922
εγερθείσα υπό της μονής Βατοπεδίου διεκδικητική αγωγή εκρίθη
παρά της Ολομελείας του Νομικού Συμβουλίου ως αβάσιμος,
ελέγχονται αστήρικτοι και άσχετοι προς την προκειμένην υπόθεσιν,
αφού ο μεν νομοθέτης, και αν έτι επρόκειτο αποκλειστικώς περί
ιχθυοτροφείου και ουχί περί Λιμνοθαλάσσης ουδαμώς κωλύεται να
ορίση αρμοδιότητα άλλην της συνήθους υφισταμένης, αρκεί μόνον να
τηρηθή διάταξις του άρθρου 29 του Συντ/τος ως αύτη επισήμως
ηρμηνεύθη και ήτις επί του προκειμένου ετηρήθη, του Ν.Δ. φέροντος
και την υπογραφήν του αρμοδίου Υπουργού της Εθνικής Οικονομίας.
Ο δ' έτερος λόγος ουδεμίαν ασκεί επιρροήν, αφού η μεν
γνωμοδότησις της Ολομελείας του Νομικού Συμβουλίου δεν
αποτελεί δεδικασμένον, ο δε νομοθέτης, εν επιγνώσει προδήλως της
καταστάσεως ταύτης, προέβη βραδύτερον εις έτερον νομοθετικόν
διακανονισμόν και συνεπώς οι επικαλούμενοι λόγοι είνε καταδήλως
ξένοι προς τον επιδιωκόμενον παρά του ειρημένου νομοθετικού
διατάγματος σκοπόν. Το δε, διότι εκ του φακέλλου της υποθέσεως
επίσης καταδήλως συνάγεται, ότι η άρνησις της διοικήσεως προς
υπογραφήν της συμβάσεως έχουσα ως αιτίαν και σκοπόν την
διατήρησιν της λίμνης, λόγω της οικονομικής αυτής αξίας, ου μόνον
21
δεν αφορά εις το γενικόν συμφέρον και εξέρχεται του σκοπού του
Ν.Δ., αλλά και αντιτίθεται εις την έννοιαν της καλής διοικήσεως, εφ'
όσον το Δημόσιον απέκτησε κατ' ουσίαν τα παρά του Αγίου Όρους και
της Μονής Βατοπεδίου υποσχεθέντα ανταλλάγματα, τα οποία δεν
προσφέρεται καν να επιστρέψη ή κατ' άλλον τρόπον να διακανονίση.
Η τυχόν άλλωστε ανισότης των εκατέρωθεν παρεχομένων
οφελημάτων θα ηδύνατο να ληφθή υπόψη κατά τον καθορισμόν των
όρων υπό του Υπουργείου της Γεωργίας συνδυάζοντος το συμφέρον
του δημοσίου προς το συμφέρον της Μονής Βατοπεδίου, αφού η
σύμβασις αύτη έχει μορφήν παραχωρήσεως, ήτις στηρίζεται επί της
καλής πίστεως και της εξισώσεως των εκατέρωθεν παρεχομένων
οφελημάτων.-»
Το ΣτΕ αρνήθηκε ως νόμιμη βάση της προσβαλλόμενης
αρνητικής πράξεως του Υπουργού Γεωργίας και θεώρησε ως
«κατάχρηση εξουσίας» την δικαιολογία ότι το Νομικό Συμβούλιο
του Κράτους (Ολομέλεια) έκρινε ως ουσία αβάσιμη την από 1.5.1922
διεκδικητική αγωγή της Ι. Μονής Βατοπαιδίου και την κυριότητά της
επί της λίμνης. Κατάχρηση εξουσίας στο διοικητικό δικονομικό
δίκαιο κατά την διατύπωση της τότε ισχύουσας διατάξεως (άρθρο 47
παρ. 4 του ν. 3713/1928, Α΄ 273) συνέτρεχε «ὁσάκις πράξις τις τῆς
διοικήσεως φέρει μέν καθ’ ἑαυτήν πάντα τά στοιχεῖα τῆς
νομιμότητος, γίνεται ὅμως πρός σκοπόν καταδήλως ἄλλον παρά τόν
δι’ ὅν ἐνομοθετήθη» (πρβλ. Π.Δ. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό
Δίκαιο, 2011, αρ. 577, Επ. Σπηλιωτόπουλο, Εγχειρίδιο Διοικητικού
Δικαίου, 2011, αρ. 520).
Επομένως, το Συμβούλιο της Επικρατείας όχι μόνο δεν
διατύπωσε καμία παρεμπίπτουσα κρίση επί της κυριότητας ή επί
της νομικής δυνατότητας υπάρξεως κυριότητας της τότε
προσφεύγουσας Ιεράς Μονής στην λίμνη την περίοδο προ ή κατόπιν
της προσαρτήσεως της περιοχής της Θράκης στην ελληνική
επικράτεια, αλλά αντιθέτως θεώρησε, μεταξύ άλλων, και λόγο
ακυρώσεως της αρνητικής πράξεως του Υπουργού Γεωργίας.
Η νυν επίδικη αγωγή του Δημοσίου ως βασιζόμενη στους
ισχυρισμούς ότι η Ι. Μονή δεν είχε ποτέ κυριότητα ή, εάν είχε, την
απώλεσε, δεν μπορεί να βασιστεί σε καμία περίπτωση σε κρίση της
απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Πρέπει να τονισθεί εξάλλου, στο σημείο αυτό, ότι οι Ι. Μονές
του Αγίου Όρους από της συστάσεως του Ελλ. Κράτους, όπως
αναγνωρίζει και η νομολογία είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου
δικαίου και ασκούν διοίκηση και διαχείριση επί της δημόσιας
περιουσίας τους.
X. Παραβίαση άρθρων 17 παρ. 1 Συντ. και 1 Πρώτου Πρόσθετου
Πρωτοκόλλου Ε.Σ.Δ.Α.
Η αμφισβήτηση με την ένδικη αγωγή από το Ελληνικό
Δημόσιο της κυριότητας της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου επί της ως
άνω λίμνης αποτελεί αντιφατικό ισχυρισμό του Δημοσίου σε σχέση
με τις προγενέστερες επί της υποθέσεως διοικητικές πράξεις,
νομοθετήματα και συμβολαιογραφικές συμφωνίες που υπέγραψε
22
και για τον λόγο αυτό παραβιάζει το άρθρο 1 του Πρώτου
Πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και το άρθρο 17 παρ. 1 Συντ.,
δηλ. παρότι το ίδιο το Ελληνικό Δημόσιο δια των αρμοδίων οργάνων
του :
α) πριν την συζήτηση της από 1.5.2922 διεκδικητικής αγωγής
δια του Πρωθυπουργού Αλ. Παπαναστασίου και του Υπουργού
Γεωργίας Αν. Μπακάλμπαση ως εκπροσώπων του Ελλ. Δημοσίου
πρότεινε (με το υπ’ αριθ. 2672/29.3.1924 έγγραφο «προς τον
αντιπρόσωπον του Αγίου ΄Ορους Πανοσ. κ. Ιγνάτιον Βατοπαιδινόν»)
«ν’ αποδοθή» η λίμνη Μπουρού στο Πορτο-Λάγος στην Ι. Μονή
Βατοπαιδίου υπό τον όρο τα μετόχια Σοφουλάρ και ΄Αγιος Μάμας
να περιέλθουν στην κυριότητα του Κράτους και η Μονή να
αναλάβει την συντήρηση της Αθωνιάδος Σχολής, επομένως
αναγνώριζε με νόμιμη αιτία τον συμβιβασμό την κυριότητα της
Ιεράς Μονής και πρότεινε την απόδοση της κατοχής σε αυτήν
β) αποδέχθηκε την πρόταση συμβιβασμού και εξέδωσε το
Νομοθετικό Διάταγμα της 8.4.1924 (Α΄ 82/10.4.1924), με το οποίο
εξουσιοδοτούσε τον Υπουργό Γεωργίας για την υπογραφή των ως
άνω συμβολαίων (μεταβίβασης των δύο μετοχίων στο Δημόσιο και
απόδοσης της κατοχής στην ιδιοκτήτρια Ιερά Μονή), παραιτούμενο
από της αξιώσεις του στην λίμνη,
γ) στις 4.5.1930, εκπροσωπουμένο από τον Υπουργό Γεωργίας
Κ. Σπυρίδη υπέγραψε την υπ’ αριθ. 2343/1930 Σύμβαση ενώπιον του
συμβολαιογράφου Αθηνών Δ. Ιατρίδη με την εναγόμενη Ιερά Μονή,
εκπροσωπουμένης από τον Προϊστάμενό της Γέροντα Ιγνάτιο
Λαμπάκη, σε εκτέλεση του Ν.Δ. της 8.4.1924. και απέκτησε σε
υλοποίηση του συμβιβασμού κατά πλήρη κυριότητα, νομή και
κατοχή τα δύο ιδιόκτητα αγροκτήματά της στη Χαλκιδική, το
Μετόχιο Σοφουλάρ και το Μετόχιο Αγ. Μάμας, η Ι. Μονή
παραιτήθηκε κάθε αξιώσεως για αποζημίωση για την κατάληψη
των δύο αυτών κτημάτων της από το Δημόσιο, ήδη από του έτους
1924, καθώς και από την αγωγή της, της 1.5.1922, κατά του
Δημοσίου, όσον αφορά την λίμνη. Το Δημόσιο «εις αντάλλαγμα»,
«αποδίδει εις την αποκλειστικήν κατοχήν της Ιεράς Μονής
Βατοπαιδίου την εν Πορτολάγω Ξάνθης λίμνην Μπουρού μετά των
ιχθυοτροφείων αυτής των παρά την νησίδα και τα στόμια της Λίμνης
κειμένων (Δαλλιάνη, Καραψέ, Ταουσαντζίκ κ.λπ.),…».
δ) εξέδωσε το Ν.Δ. 271/1941 «Περί αυθεντικής ερμηνείας του
από 8/10 Απριλίου 1924 Ν.Δ. “περί εξουσιοδοτήσεως του Υπουργού
της Γεωργίας να υπογράψη δύο συμβάσεις μετά της Ιεράς Κοινότητος
Αγίου ΄Ορους και Ιεράς Μονής Βατοπεδίου περί παραχωρήσεως
κ.λπ”.» [Ε.τ.Κ. Α΄ 234] ορίσθηκε ότι η αληθής έννοια των διατάξεων
αυτού είναι ότι αναγνωρίσθηκαν επί της λίμνης Μπουρού και των
ιχθυοτροφείων της τα «υφιστάμενα δυνάμει χρυσοβούλλων
απαράγραπτα δικαιώματα κυριότητος και αποκλειστικής
εκμεταλλεύσεως της εν Αγίω ΄Ορει Ιεράς Μονής Βατοπεδίου, η δε
μεταξύ ταύτης και του Δημοσίου εκκρεμής δίκης επί της από 1 Μαΐου
1922 αγωγής της πρώτης κατ΄ αυτού, κατηργήθη, του Δημοσίου
παραιτηθέντος πάσης αξιώσεως επί της λίμνης και των
ιχθυοτροφείων…» (άρθρο 1).
23
Η νυν ένδικη αμφισβήτηση από το ενάγον αποτελεί
παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως και της
δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, αφ’ ης στιγμής με
διοικητικές πράξεις, νόμους και συμβολαιογραφικές συμφωνίες έχει
αποδεχθεί την κυριότητα της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου επί της
λίμνης και εν πάση είχε αποφασίσει την απόδοση της κατοχής της
λίμνης στην εναγόμενη Ιερά Μονή.
Όπως κρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην υπόθεση Ζαφρανάς κατά
Ελλάδος (Απόφαση ΕΔΔΑ της 4.10.2011, προσφυγή υπ’ αριθμ.
4056/08) ναι μεν δεν αντίκειται στο θεσμικό πλαίσιο της ΕΣΔΑ η
επιφύλαξη δικαιωμάτων αυξημένης προστασίας του Δημοσίου όσον
αφορά την κυριότητά του επί των κτημάτων του (π.χ. απαγόρευση
χρησικτησίας), όμως όταν το ίδιο το Δημόσιο έχει συντελέσει με την
παραγωγή διοικητικών πράξεων στην δημιουργία πεποίθησης ότι
αναγνωρίζει την κυριότητα τρίτου σε έκταση, δεν είναι σύμφωνη
προς την αρχή της ασφάλειας δικαίου και την αναλογικότητα, που
πρέπει να υπάρχει «μεταξύ των απαιτήσεων του δημοσίου
συμφέροντος και υποχρέωσης προστασίας του δικαιώματος των
ενδιαφερόμενων μερών για σεβασμό της ιδιοκτησίας τους» (σκ. 45),
επιπλέον δε « … δεν σημαίνει ότι οι νόμιμες διοικητικές πράξεις, από
τη στιγμή που εκδίδονται από τις αρμόδιες αρχές σχετικά με την
περιουσία, στερούνται εκτελεστότητας από μόνη την επίκληση της
σύγχυσης ή της υποτιθέμενης έλλειψης συνεργασίας μεταξύ των
διαφόρων δημόσιων υπηρεσιών. Μια τέτοια προσέγγιση αντιτάσσεται
την αρχή της ασφάλειας του δικαίου, στην οποία στηρίζονται
αναπόφευκτα οι διάδικοι συνεχίζοντας τις συναλλαγές τους επί της
ακίνητης περιουσίας.» (σκ. 43).
Με την ένδικη αγωγή του το Δημόσιο επικαλείται ως νόμιμο
λόγο ευδοκίμησης της αγωγής του (σελ. 77-78) : α) ότι εκδόθηκε η
υπ’ αριθμ. πρωτ. 1098315/6443/Α0010/3.10.2008 Απόφαση Υπ.
Οικονομικών περί ανάκλησης της Υ.Α. (Οικονομικών) υπ’ αριθμ.
πρωτ. 1064538/5928/Α0010/5.8.2002 με την οποία έγινε αναγνώριση
της κυριότητας της εναγόμενης Ιεράς Μονής και β) ότι η
ανακληθείσα υπουργική απόφαση δεν περιείχε πάντως
αναγνώριση της κυριότητας, γ) ότι η γνωμοδότηση 17/2002 του
Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων και Ανταλλάξιμης
Περιουσίας δεν περιείχε αναγνώριση κυριότητας στην λίμνη
Βιστωνίδα, δ) ότι η μεταγραφή της ως άνω Υ.Α.
1064538/5928/Α0010/5.8.2002 δεν συνιστά τίτλο κυριότητας.
Συνεπώς το Δημόσιο οψίμως αρνείται την ισχύ και το
περιεχόμενο μιας σειράς διοικητικών πράξεων, οι οποίες περιείχαν
και βασίζονταν στην αναγνώριση κυριότητας της Ιεράς Μονής στην
εν θέματι έκταση, και πράττει τούτο κατά τρόπο που (σε συνδυασμό
με τα ανωτέρω νομοθετικά διατάγματα, αλληλογραφία μεταξύ
Κυβερνήσεως και Ι. Μονής και συναφθέντα συμβόλαια) προσβάλλει
προδήλως την αρχή της χρηστής διοικήσεως και της
δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, αφ’ ετέρου δε κατά τρόπο που
αντιστρατεύεται τις διατάξεις των άρθρων 17 παρ 1 Συντ. και 1
ΠΠΠ της ΕΣΔΑ (όπως ιδίως ερμηνεύθηκε στην από 4.10.2011
απόφαση του ΕΔΔΑ Ζαφρανάς κατά Ελλάδος).
24
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
ΑΙΤΟΥΜΕΘΑ
Την καθ’ ολοκληρίαν απόρριψη της ένδικης από 14.12.2012 αγωγής
(με Α.Κ. 36635/2012) η συζήτηση της οποίας έχει προσδιορισθεί για
τις 7.6.2013 ενώπιον του Δικαστηρίου Σας (πινάκιο 8Ζ) του
ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, ως προς τους ανωτέρω
αντικρουόμενους με την παρούσα παρέμβαση ισχυρισμούς του
Δημοσίου, και την καταδίκη του στη δικαστική δαπάνη μας.
Αθήνα, 16 Μαΐου 2013
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι
25