Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Γ΄ (3η) Ιουλίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΥΑΚΙΝΘΟΥ του Κουβικουλαρίου.

Δημοσίευση από silver »

Υάκινθος ο Κουβικουλάριος, ο Άγιος του Χριστού Μάρτυς, ήτο εκ Καισαρείας της πρώτης των Καππαδοκών επαρχίας, κατά τους χρόνους Τραϊανού εν έτει 98. Κουβικουλάριος δε ων, υπηρέτει εις την τράπεζαν του βασιλέως Τραϊανού. Διαβληθείς λοιπόν εις τον βασιλέα, διότι επεκαλείτο το όνομα του Χριστού, εβιάζετο υπ’ αυτού να φάγη εκ των μιαρών θυσιών των ειδώλων, κι επειδή δεν κατεπείσθη εις τούτο, αλλά μάλλον ωμολόγησε τον Χριστόν, έδειραν αυτόν εις όλον το σώμα, και τον έρριψαν εν τη φυλακή, όπου παρέθεσαν μεν ενώπιόν του θυσίας των ειδώλων, προσέταξε δε ο βασιλεύς τους δεσμοφύλακας να μη δώσωσιν εις αυτόν άρτον καθαρόν, ίνα εκ τούτου αναγκασθή να φάγη από τα ειδωλόθυτα· αλλ’ ο γενναίος του Χριστού αθλητής ουδέ να γευθή ηθέλησεν εκείνων παντάπασιν, αλλ’ υπέμεινε νήστις τεσσαράκοντα ημέρας. Όθεν αποκαμών εκ της πείνης παρέδωκε την ψυχήν του εις τον Χριστόν, και έλαβε παρ’ Αυτού του μαρτυρίου τον στέφανον. Τελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εις τον άγιον αυτού Ναόν τον ευρισκόμενον εις το έμβασμα του λεγομένου Τρωαδησίου.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Δ΄ (4η Ιουλίου), μνήμη του εν Αγίοις πατρός ημών ΑΝΔΡΕΟΥ Αρχιεπισκόπου Κρήτης του Ιεροσολυμίτου.

Δημοσίευση από silver »

Τη Δ΄ (4η Ιουλίου), μνήμη του εν Αγίοις πατρός ημών ΑΝΔΡΕΟΥ Αρχιεπισκόπου Κρήτης του Ιεροσολυμίτου.

Ανδρέας ο θείος πατήρ ημών ήκμασε περί το χπ΄ (680) από Χριστού έτος, πατρίδα έχων την περίφημον Δαμασκόν, και γεννηθείς από γονείς θεοσεβείς και εναρέτους, Γεώργιον και Γρηγορίαν ονομαζομένους. Ούτος ο εν Αγίοις πατήρ ημών Ανδρέας έως του εβδόμου έτους της ηλικίας αυτού ήτο άφωνος, μη δυνάμενος να λαλήση ουδόλως. Όθεν ένεκα τούτου οι γονείς του ελυπούντο πάρα πολύ, νομίζοντες ότι θα μείνη βωβός δια παντός του βίου αυτού. Αλλά αφ’ ου παρήλθον τα επτά έτη, μεταβάς κάποτε μετά των γονέων αυτού ίνα μεταλάβη το πανάχραντον Σώμα και Αίμα του Κυρίου, ω του θαύματος! ευθύς ως μετέλαβεν, ελύθη η γλώσσα του και ελάλει ανεμποδίστως. Έκτοτε οι γονείς του έστειλλον αυτόν εις το σχολείον, δια να μάθη τα ιερά γράμματα. Ο δε καλός Ανδρέας, ως οξύς τον νουν, κατεγίνετο εις τα μαθήματα με πολλήν προθυμίαν και επιμέλειαν και γυμναζόμενος με πόθον υπερβολικόν εις πάσαν μάθησιν, επροχώρησε με μεγάλην σύνεσιν και εις την φιλοσοφίαν. Ίνα δε είπω συντόμως, επειδή είχε διδασκάλους καλώς κατηρτισμένους, εδιδάχθη τα καλλίτερα μαθήματα, και τοιουτοτρόπως εκαθάρισε την γλώσσαν του, δια να ομιλή μετά τέχνης και γλυκύτητος, την ψυχήν του εκαλλιέργησεν εις σημείον ώστε να αποκτήση την αρετήν και την αλήθειαν και τον νουν του εις το να προχωρήση εις τας υψηλοτέρας θεωρίας. Έπειτα μελετών επιστημονικώς τας θείας και ιεράς Γραφάς, και φωτισθείς εξ αυτών κατά την διάνοιαν, εγένετο θερμός εραστής της αληθούς και θείας σοφίας και όλως διόλου απέβλεπε προς εκείνην. Στοχαζόμενος δε εξ άλλου, ότι δεν θα ηδύνατο κατ’ άλλον τρόπον να ενωθή με εκείνην την θείαν σοφίαν, ει μη με το να ελευθερωθή από τα γήϊνα και υλικά αγαθά, παρεκάλεσε τους γονείς του να τον αφιερώσουν εις τον Θεόν, επειδή ουδεμίαν ησθάνετο κλίσιν και αγάπην προς τα του κόσμου πράγματα. Οι δε γονείς του, κινηθέντες παρά Θεού, μετέβησαν μετ’ αυτού και αφιέρωσαν αυτόν εις τον Ζωοδόχον Τάφον του Κυρίου, ως ευπρόσδεκτον προσφοράν. Ήτο δε τότε Πατριάρχης Ιεροσολύμων αγιώτατος τις άνθρωπος και πολύ ενάρετος, Θεόδωρος ονομαζόμενος, ο οποίος μετά πολλής χαράς προσδεξάμενος τον νέον έκαμεν αυτόν πνευματικόν τέκνον του, και ενδύσας αυτόν δια του Μοναχικού σχήματος εχειροτόνησε διάκονον και επεμελείτο όλως διόλου την προκοπήν του, φροντίζων να αναθρέψη αυτόν με αρετάς και να ναβιβάση εις άνδρα τέλειον, και εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού. Όθεν, επιτυχών γην καλήν, την ψυχήν του νέου, είχεν ελπίδας καλάς, ότι δια του θείου λόγου της διδασκαλίας του και δια του καλού παραδείγματος της αρετής, έχει να θερίση και καρπόν εκατονταπλάσιον. Αλλά προ του να απολαύση την τοιαύτην ποθουμένην του νέου τελειότητα, ελύθη από τον δεσμόν του σώματος και εκδημήσας με χαράν εις χείρας του πνευματικού του τέκνου, απήλθε προς τον Δεσπότην Χριστόν, δια να λάβη τους λαμπρούς στεφάνους της καλής οικονομίας ην ήσκησεν εις την Εκκλησίαν Αυτού. Άφησε δε τον θείον Ανδρέαν, ομού μετά του οικονόμου της Εκκλησίας, κυβερνήτην και επίτροπον των εκκλησιαστικών πραγμάτων. Διότι η νεότης του Αγίου δεν επέτρεπε να αφήση αυτόν μόνον διάδοχον του θρόνου του. Αλλ’ ο Άγιος, αν και κατά την ηλικίαν ήτο νέος, κατά την αρετήν όμως, την κοινήν πρόνοιαν, την επιστασίαν και ωφέλειαν της Εκκλησίας, δεν ήτο ελλιπέστερος ουδενός άλλου προστάτου της Εκκλησίας, διότι δια την Εκκλησίαν των Ιεροσολύμων υπήρξε και πατήρ και διδάσκαλος και οικονόμος και υπηρέτης και παράδειγμα λαμπρόν πάσης ιδέας καλού. Επειδή δε δια προσταγής του ευσεβούς βασιλέως Κωνσταντίνου, του εγγόνου του Ηρακλείου, συνήχθη τότε εις την Κωνσταντινούπολιν η Αγία και Οικουμενική Έκτη Σύνοδος, ήτις ανήρεσε λαμπρώς την αίρεσιν των Μονοθελητών, και έγραψεν εις τόμον ιερόν τα δόγματα της ευσεβείας, εστέλλοντο εις πάσαν Εκκλησίαν γράμματα βασιλικά επισφραγίζοντα τον Συνοδικόν Τόμον και παρακινούντα πάντας τους ευσεβείς να ακολουθούν αυτόν, έφθασαν τα γράμματα ταύτα και εις την Εκκλησίαν των Ιεροσολύμων και επλήρωσαν αυτήν χαράς πνευματικής, διότι έβλεπεν, ότι η ευσέβεια, ήτις επολεμείτο πρότερον από τους αιρετικούς, εστερεώθη πάλιν λαμπρώς. Όθεν άπαντες οι εν Ιεροσολύμοις πρόκριτοι, σκεφθέντες ότι πρέπει να αποστείλουν εις την Κωνσταντινούπολιν άνθρωπον και δια μέσου αυτού να δείξουν, ότι και αυτοί είναι σύμφωνοι προς τα δόγματα της ιεράς εκείνης Συνόδου, έκριναν, δια κοινής ψήφου, να αποστείλουν δια την πρεσβείαν ταύτην τον μέγαν Ανδρέαν ομού μετ’ άλλων δύο κληρικών, επειδή αυτός ήτο γεγυμνασμένος εις τα δόγματα της ευσεβείας, ενημερώτερος παντός άλλου εις τα τοιαύτα και δια της δυνάμεως του λόγου και του Αγίου Πνεύματος. Όθεν συμπαραλαβών δύο ελλογίμους Κληρικούς, τους οποίους αυτός εξέλεξε, μετέβη εις την Κωνσταντινούπολιν. Αλλά δεν επρόφθασεν εν ζωή τον βασιλέα, εύρε δε τον υιόν του Ιουστινιανόν τον ρινότμητον κληρονόμον της βασιλείας, προς ον, αφού ενεχείρισε την ομολογίαν της εν Ιερουσαλύμοις Εκκλησίας, τα ελλείποντα της ομολογίας ανεπλήρωσεν ο ίδιος δια της καλής αυτού γλώσσης. Θαυμασθείς δε παρ’ όλων δια την αγιότητα και την σοφίαν αυτού, και διοικήσας καλώς την πρεσβείαν, τους μεν δύο Κληρικούς τους συντροφεύσαντας αυτόν απέστειλε πάλιν εις τα Ιεροσόλυμα, δι να αναγγείλουν εις τους άλλους ποίον αποτέλεσμα έλαβεν η πρεσβεία των, αυτός δε παρέμεινεν εις την Κωνσταντινούπολιν, δια να ελευθερώση τον εαυτόν του από τας Εκκλησιαστικάς υποθέσεις και να διέλθη εις το εξής ζωήν ήσυχον και μοναχικήν. Όθεν συγκεντρώσας τον εαυτόν του και εγκαταλείψας πάσαν μέριμναν εύλογον και ανεύλογον, αφωσιώθη όλος εις την θείαν μελέτην και θεωρίαν, αγωνιζόμενος με νηστείας, αγρυπνίας και δάκρυα. Τοιουτοτρόπως εξηγνίσθη κατά το σώμα, εκαθαρίσθη κατά την ψυχήν, και εφωτίσθη έτι μάλλον κατά τον νουν, κατά πάντα δε τρόπον ανυψώθη εις τον Θεόν, ηνώθη μυστικώς μετ’ υτού, και απήλαυσε τους αρραβώνας των μελλόντων αγαθών. Διελθών δε πολύν καιρόν εις την ησυχίαν κατέστησεν εαυτόν δεκτικόν των τελείων μέτρων της αρετής, και ακολούθως επροξένει πολλήν ωφέλειαν εις εκείνους, οίτινες προσήρχοντο προς αυτόν. Αλλ’ επειδή ο λαμπρός εις τα έργα και εις τους λόγους, ο θείος πατήρ ημών Ανδρέας, δεν ήτο δυνατόν να διαφύγη της προσοχής των πολλών και να κρυβή έως τέλους υπό τον μόδιον της ησυχίας, απεκαλύφθη τόσον εις τον βασιλέα, όσον και εις την Εκκλησίαν, και χωρισθείς μετά βίας από την ήσυχον ζωήν, διωρίσθη, αν και μη θέλων, εις την διακονίαν της Μεγάλης Εκκλησίας. Έπειτα ενεπιστεύθη εις αυτόν και η οικονομία και διοίκησις του ορφανοτροφείου, εις την οποίαν, φανείς ευδόκιμος, ελέγετο πατήρ και τροφεύς των ορφανών και των πτωχών, και επεμελήθη μετά ενδελεχούς φροντίδος και τα δύο ορφανοτροφεία της Κωνσταντινουπόλεως. Και όχι μόνον ηύξησε τα σιτηρέσια αυτών, αλλά και την στενότητα του χώρου, ην είχον τα οικήματά των, μετέβαλεν εις ευρυχωρίαν δια των μεγάλων οικοδομών τας οποίας κατεσκεύασεν. Όθεν, ως άξιος κατά πάντα, έλαβε και μεγαλύτερον αξίωμα, ανελθών εις τον υψηλόν θρόνον της Αρχιερωσύνης. Και εγένετο Μητροπολίτης της περιφήμου νήσου Κρήτης, ή, αληθέστερον, δια μέσου μιας νήσου, ποιμήν και διδάσκαλος απάσης της του Χριστού Εκκλησίας. Απελθών λοιπόν εις την επαρχίαν αυτού, ήρχισε να εκτελή το έργον του και να επιμελήται αόκνως της διοικήσεως της επαρχίας του, αφοσιωθείς τελείως εις την πρόοδον και την σωτηρίαν του ποιμνίου του. Και πρώτον μεν έφερεν εις πολύ σεμνήν τάξιν πανσόφως τους ιερωμένους, εκφωνήσας λόγον γλυκύτατον περί λειτουργικής τάξεως, δια του οποίου υπεδείκνυεν οποίος πρέπει να είναι ο ιερεύς, ο αξιούμενος όχι μόνον αυτός να πλησιάζη εις το πρώτον και απρόσιτον φως, ήτοι τον Θεόν, αλλά να φωτίζη και άλλους, και να συμφιλιώνη μετά του Θεού. Έλεγε, δηλαδή, ότι πρέπει να είναι λαμπρός και καθαρός αυτός, καθώς ο καθρέπτης, δια να ημπορή να δέχεται εντός εαυτού τας ακτίνας του θείου φωτός, και δια μέσου αυτού να μεταδίδη και εις άλλους τον φωτισμόν του. Κατόπιν έφερεν εις τάξιν τους Παρθενώνας και τα Μοναστήρια, ορίσας νόμους συμφώνως προς τους οποίους να πολιτεύωνται. Είτα επεμελείτο τους κοσμικούς, διδάσκων αυτούς να προσπαθούν να προσεγγίζουν προς τον Θεόν, και όχι να δεσμεύωνται εις την σάρκα και εις τα του κόσμου. Και τας μεν κοσμικάς ηδονάς να καταφρονούν, τας δε εντολάς του Θεού να φυλάττουν και να αγωνίζωνται δια την σωτηρίαν των. Επαιδαγώγει τους νέους, εσωφρόνιζε τους γέροντας, επέστρεφεν εις μετάνοιαν τους αμαρτωλούς, έδιδεν ελπίδ θείου ελέους εις τους μετανοούντας, παρεκίνει εις τους αγώνας της αρετής τους αγωνιζομένους, τους πολεμουμένους εβοήθει, τους κινδυνεύοντας να υποπέσουν εις την αμαρτίαν εβάσταζε, τους πεσόντας ανήγειρεν. Εις τους ασθενείς εγένετο δύναμις, εις τους λυπουμένους παρηγορία, εις τους λιποθυμούντας αναψυχή, εις τας χήρας προστάτης, εις τα ορφανά πατήρ, εις τους πτωχούς θησαυρός, εις τους πεινώντας τροφή, εις τους γυμνούς ένδυμα. Αλλά διατί να μακρηγορώ; Εις πάντας τα πάντα προσέφερεν, ίνα σώση πάντας. Και καθώς ο Κύριος μέλλει να γίνη εις τον μέλλοντα αιώνα φως εις τους Αγίους, και ζωή και δόξα και τροφή και ένδυμα και χαρά, και παν άλλο αγαθόν της μακαριότητος, ούτω και ο μέγας ούτος Ανδρέας ήτο δια τα πνευματικά τέκνα της επαρχίας του η πηγή παντός αγαθού, όχι μόνον ψυχικού, αλλά και σωματικού, δια του οποίου είναι δυνατόν να διανύση τις την παρούσαν ζωήν χωρίς λύπην. Ήνοιξε δε και τον αγαθόν θησαυρόν της καρδίας του, και εσκόρπιζεν εξ αυτού λόγους αγαθούς, και πλατύνας το στόμα του, επλήρωσεν υτό εκ της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Όθεν εν σοφία και συνέσει δια της θείας εμπνεύσεως συνέθεσε βιβλία, εις τα οποία παρουσιάζεται και ρήτωρ εξαίσιος, και ιερολόγος θεόπνευστος. Διότι δια των λόγων αυτού εγκωμιάζει λαμπρώς την υπέραγνον Μητέρα του Υιού και Λόγου του Θεού, κατά τας διαφόρους Θεομητορικάς εορτάς. Εγκωμιάζει ομοίως και τον ζωοποιόν Σταυρόν του Σωτήρος, επί του οποίου, υπομείνας ο απαθής Θεός τα Άγια Πάθη και τον εκούσιον θάνατον, κατέστησεν ημάς κοινωνούς της Βασιλείας και της δόξης Αυτού. Εγκωμιάζει ακόμη και πολλάς άλλας Δεσποτικάς εορτάς, προς δε τούτοις εγκωμιάζει και μερικούς Αγίους, και δια των εγκωμίων τούτων έκαμεν ως ιδικά του τα μαρτύρια εκείνων. Αλλ’ εξαιρέτως εγκωμιάζει τον μέγαν Πρόδρομον Ιωάννην. Συνέθεσε δε και κατά μουσικήν και εναρμόνιον τέχνην πολλούς κανόνας και τροπάρια, δια των οποίων όχι μόνον λαμπρύνει τας εορτάς και παρακινεί τους Χριστιανούς εις πνευματικήν ευφροσύνην και αγαλλίασιν, αλλά προξενεί και κατάνυξιν, και κάμνει τους ψάλλοντας και αναγινώσκοντας να χύνουν πηγάς δακρύων. Εκτός δε των άλλων συνέθεσε και τον μέγαν εκείνον και αξιέπαινον Κανόνα, τον οποίον ψάλλομεν κατά την Πέμπτην της πέμπτης εβδομάδος των Νηστειών, ο οποίος όχι μόνον προξενεί μετάνοιαν και κατάνυξιν, αλλά και πολυμάθειαν παρέχει και διδάσκει τους Χριστιανούς με ποίαν διάθεσιν πρέπει να αναγινώσκουν τας ιεράς Ιστορίας της θείας Γραφής, και πως πρέπει να μεταχειρίζωνται αυτάς ως ύλην και αφορμήν υψηλοτέρων και ηθικών θεωριών. Όχι δε μόνον με τους λόγους του εκόσμησεν ο Άγιος την ποίμνην του, και ηύφρανε πάσαν άλλην Εκκλησίαν Χριστιανών, αλλά και με έργα και κατορθώματα μεγαλοπρεπή. Διότι και τους κατεστραμμένους ναούς του Θεού ανεκαίνισε με πλουσίαν και φιλότιμον βοήθειαν, και ναόν εκ θεμελίων ωκοδόμησεν ωραιότατον προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, ονομάσας αυτόν Βλαχέρνας. Αλλά και ξενοδοχείον εκ θεμελίων έκτισεν, εις ανάπαυσιν των γερόντων, εις θεραπείαν των ασθενών, εις σκέπην των ξένων και πτωχών, προς τους οποίους όχι μόνον έδιδε πλουσιοπάροχα τα προς χρείαν άπαντα και τροφήν, εξοδεύων πανσόφως και θεαρέστως τα χρήματα του Θεού. Αλλ’ όπως εις τα άλλα εμιμείτο τον Χριστόν, τον ιδικόν του Δεσπότην και διδάσκαλον, ούτω και εις ταύτα εμιμείτο Αυτόν. Και υπηρέτει εις το ξενοδοχείον τους ασθενείς και τους ξένους δια των ιδίων του χειρών, περιζωννύμενος το χειρόμακτρον, και πλύνων τας χείρας, τους πόδας και τας κεφαλάς αυτών και καθαρίζων τας πληγάς των αρρώστων, και λείχων σχεδόν δια της γλώσσης του το σεσηπός πύον και τα αίματα. Τόσον εθέρμαινεν αυτόν η προς τον Θεόν και τον πλησίον αγάπη. Δεν είναι υπερβολικόν το να αναφέρωμεν εν ή δύο θαύματα υπό του Αγίου δια της χάριτος του Θεού τελεσθέντα, ίνα αποδείξωμεν την αγιότητα και την παρρησίαν, δι’ ων ήτο κεκοσμημένος ο θείος Ανδρέας. Βαρβαρικός στόλος έπλευσε μίαν φοράν εις την Κρήτην, δια να αιχμαλωτίσουν και ερημώσουν την ποίμνην του Αγίου, και περισφίγξαντες αυτήν δια φοβεράς πολιορκίας, μετεχειρίσθησαν όλας τας πολεμικάς μηχανάς εναντίον της. Ο δε Άγιος δια των ευπροσδέκτων προσευχών του όχι μόνον διεφύλαξε την ποίμνην του εκτός παντός κινδύνου, αλλά και εις τας καρδίας των βαρβάρων τόσον μεγάλον φόβον ενέβαλεν, ώστε ηνάγκασε τούτους να φύγουν, χωρίς να τους διώξη κανείς. Πό την ταχείαν και άτακτον φυγήν των πολλοί ηφανίσθησαν τόσον από τα κύματα της θαλάσσης, όσον και από τους πολεμουμένους Χριστιανούς. Και άλλοτε, ενώ ήρχιζε το θέρος και η γη εφλογίζετο εκ του καύσωνος, δεν ήτο δυνατόν να βρέξη. Όθεν τα σπαρτά εμαράνθησαν και εκινδύνευον να ξηρανθούν τελείως. Οι δε άνθρωποι εκ του φόβου του λιμού και εκ της ανομβρίας ξηρανθέντες, από δε τας θερμάς ακτίνας του ηλίου κατακαιόμενοι, ήσαν εκλελυμένοι και σχεδόν απηλπισμένοι. Εις την τοιαύτην λοιπόν δυστυχίαν, τι έπραξεν η συμπθής εκείνη και ελεήμων του Αγίου ψυχή; Μήπως παρέβλεψε την ποίμνην του, κινδυνεύουσαν να αφανισθή; Όχι. Αλλά υψώσας εις τον ουρανόν χείρας και οφθαλμούς, επεκαλέσθη τον Θεόν εξ όλης του της ψυχής, δια να δώση βροχήν εις την γην, και, ω του θαύματος! Ευθύς εκαλύφθη ο ουρανός από νέφη και έβρεξε τόσην βροχήν, ώστε και τα σπαρτά εποτίσθησαν και εκάρπισαν θαυμασίως και οι άνθρωποι έλαβον αναψυχήν και παρηγορίαν. Άλλοτε πάλιν, εις καιρόν ότε ενέσκηψεν εις την επαρχίαν του μεγάλη επιδημία πανώλους και εθανάτωνε πολλούς, ο Άγιος δια των προς τον Θεόν ικεσιών και δακρύων αυτού ημπόδισε την ορμήν της θανατηφόρου ασθενείας. Αλλά και άλλα πάμπολλα θαύματα ετέλεσεν ο μέγας Ανδρέας, τα οποία αν διηγούμην δεν θα εξήρκει όλη μου η ζωή. Διότι, ως έχων εγκάτοικον εις την ψυχήν του τον Θεόν, εις μεν τους επαρχιώτας του προσέφερε πάντα τα εκ Θεού αγαθά, λυτρώνων αυτούς από κάθε κακόν, εις δε τον Θεόν πάλιν προσέφερε τας σεσωσμένας ψυχάς των επαρχιωτών του, ως προσφοράν ευπρόσδεκτον και αξίζουσαν περισσότερον από όλον τον κόσμον. Επειδή δε παρουσιάσθη ανάγκη, ηναγκάσθη ο Άγιος να μεταβή εις την Κωνσταντινούπολιν. Φθάσας δε εκεί, εγένετο δεκτός με πάσαν τιμήν και σέβας, τόσον από όλον το ιερόν σύστημα της Εκκλησίας, όσον και από τον βασιλέα και όλους τους άρχοντας. Διατρίβων δε εκεί ολίγον καιρόν διεμοίραζεν εις τους πεινώντας τον ουράνιον άρτον, ήτοι τον λόγον της διδασκαλίας, και επότιζε τους διψώντας εκ του ζωοποιού ύδατος του Αγίου Πνεύματος. Όχι δε μόνον τούτο, αλλά και σωματικώς εχόρταινε τους πεινώντας, εβοήθει τους αδικουμένους, υπερησπίζετο τας χήρας, επροστάτευε τα ορφανά και παρηγόρει τους τεθλιμμένους. Τέλος ητοιμάζετο να επνέλθη εις την επαρχίαν του. Επειδή δε προεγνώρισεν, ότι δεν θέλει ιδεί πλέον το ποίμνιόν του, παρέδωκε τον εαυτόν του εις το Πνεύμα το Άγιον το κινούν αυτόν. Ούτω εισελθών εις πλοίον εξεκίνησε δια την Κρήτην. Αλλ’ όταν το πλοίον έφθασεν εις την Μυτιλήνην, εστάθη εκεί. Ο Άγιος τότε ηρώτησε πως ονομάζεται ο τόπος εκείνος, και μαθών ότι καλείται Ερεσσός, απεκρίθη: «Εδώ πρέπει να αποδώσω εις τον Θεόν την εικόνα ην μοι έδωκεν Εκείνος, ήτοι εδώ μέλλω να αποθάνω». Όπερ και εγένετο. Όθεν ελύθη από τον δεσμόν του σώματος και ανήλθε χαροποιός προς τον ποθούμενον Θεόν, καταλαμπρυνόμενος από το απρόσιτον φως της Θεότητος και απολαμβάνων τα ανεκλάλητα αγαθά της ουρανίου Βασιλείας του Θεού. Το δε ιερόν αυτού λείψανον κατετέθη εν τω Ναώ της Αγίας και καλλινίκου Μάρτυρος Αναστασίας, ως θησαυρός ασύλητος και πηγή ιαμάτων αέναος, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ε΄ (5η) Ιουλίου, ο Άγιος Ιερομάρτυς ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ ο νέος, ο εν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσας κατά το έτο

Δημοσίευση από silver »

Τη Ε΄ (5η) Ιουλίου, ο Άγιος Ιερομάρτυς ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ ο νέος, ο εν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσας κατά το έτος αχοθ΄ (1679), ξίφει τελειούται.

Κυπριανός ο νέος Ιερομάρτυς του Χριστού, πατρίδα μεν είχε χωρίον τι Κλητζός κατά τους εγχωρίους καλούμενον, της επαρχίας Λιτζάς και Αγράφων. Εκεί γεννηθείς και ανατραφείς καλώς παρά των γονέων αυτού και εις τα ιερά γράμματα εκπαιδευθείς, ενεδύθη το μοναχικόν σχήμα και ηξιώθη του της ιερωσύνης χαρίσματος. Απελθών δε εις το αγιώνυμον Όρος του Άθωνος, και αγοράσας κελλίον Κουτλουμουσιανόν, τον Άγιον Γεώργιον, έμενεν εν αυτώ μετ’ άλλων δύο μοναχών, το μέλι της αρετής εργαζόμενος και ως φίλεργος μέλισσα συνάγων άπαντα τα άνθη των αρετών. Ενώ δε εκεί διέμενεν ο μακάριος, ήναψεν ο θείος πόθος εις την καρδίαν αυτού. Όθεν και ηλλοιώθη την καλήν αλλοίωσιν, εντρυφών ακορέστως εις τον θείον έρωτα του Σωτήρος Χριστού, υπό του οποίου καταφλεγόμενος, όσα και αν έπραττε δεν ενόμιζεν ότι ισάξια της αγάπης αυτού πράττει. Ποία δε έργα κι αρετάς εξήσκει; Την περιεκτικήν εγκράτειαν, την εκτεταμένην νηστείαν, τας ολονυκτίους αγρυπνίας, τας γονυκλισίας και τας χαμαικοιτίας, το ανένδοτον εις τας προσευχάς, εις τας οποίας ως στύλος ακλόνητος ίστατο, το πένθος το παντοτεινόν, τα αείρρυτα δάκρυα, την υψοποιόν ταπείνωσιν, την υπέρ άνθρωπον ακτημοσύνην, την της ψυχής και του σώματος καθαρότητα, την πίστιν την ακλινή και ανόθευτον, την κραταιάν ελπίδα, την κορωνίδα των αρετών, την αγάπην και, συντόμως ειπείν, άπαν το πλήθος των αρετών εις εαυτών συνάξας ο τρισόλβιος εγένετο τύπος και παράδειγμα της μοναχικής ζωής δι’ όλους τους Μοναχούς του Αγίου Όρους. Αλλ’ όμως πάντα ταύτα δεν ενόμιζεν αντάξια του υπέρ ημών αποθανόντος Χριστού, λογιζόμενος να προσφέρη και το αίμα αυτού χάριν Εκείνου. Δι’ ο και επεθύμει διαρκώς και εδίψα ως έλαφος το δια Χριστόν μαρτύριον, τόσον δε εκαίετο και επυρπολείτο εκ της θείας αγάπης, ώστε και αυτό το μαρτύριον εφαίνετο εις αυτόν ουχί αρκετόν δια να πληρώση τον πόθον του, κράζων και αυτός ως ο θείος Παύλος· «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού»; Και ψάλλων μετά του Προφήτου Δαβίδ· «Τι ανταποδώσωμεν τω Κυρίω περί πάντων, ων ανταπέδωκεν ημίν»; Διότι τοιούτος είναι ο θείος έρως. Εις οίαν ψυχήν και αν ενσταλάξη, θερμαίνει ταύτην, ώστε να καταφρονήση τα πάντα και αυτό το ίδιον σώμα, αρκεί να επιτύχη του ποθουμένου. Ούτω λοιπόν κατασταθείς ο μακάριος ούτος Κυπριανός, εφαίνετο μεν όλως ξένος της γης και των γηϊνων, ήτο δε όλως ουράνιος, και άλλος φωτεινός Άγγελος, σπεύδων όσον τάχιον να φέρη εις έργον το ποθούμενον και να ανυψωθή δια του μαρτυρίου από της γης εις τον ουρανόν και από των φθαρτών και ματαίων εις τα άφθαρτα και αιώνια. Αλλ’ οι πατέρες του Όρους, προς τους οποίους εφανέρωσε τον πόθον του, ημπόδιζον αυτόν φοβούμενοι την ασθένειαν της σαρκός και του τέλους το άδηλον. Εκείνος όμως εμελέτα πάντοτε εν τη μακαρία αυτού ψυχή τον υπέρ Χριστού θάνατον, ούτω δε απήλαυσε το περ’ αυτού επιθυμητόν, κατ’ αυτόν τον τρόπον. Πειθόμενος τω Κυρίω λέγοντι: «ιδού εγώ αποστέλλω υμάς ως πρόβατα εν μέσω λύκων», και μη υπομένων πλέον τον υπέρ Χριστού διακαή έρωτα, «πυρ γαρ ο Κύριος ήλθε βαλείν εις την γην», τουτέστιν εις τας καρδίας των ανθρώπων, ανεχώρησεν από το Άγιον Όρος και μετέβη εις την Θεσσαλονίκην δια να αγωνισθή. Παρουσιασθείς ο Άγιος εις τον εκεί κριτήν, ήρχισε να λέγη προς αυτόν· «Εγώ ήλθον δια να αποδείξω εις σε και εις τους ομοπίστους σου Αγαρηνούς το μέγα και ολέθριον σκότος, το οποίον έχετε εις τας φρένας σας και δεν δύνασθε να ιδήτε και να εννοήσητε την αλήθειαν. Διότι αληθώς σκότος καταχθόνιον είναι η διδασκαλία του προφήτου σας και φως κατά πάντα λαμπρότερον του ηλίου είναι η διδασκαλία και το ιερόν Ευαγγέλιον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Μία δε είναι η αληθινή πίστις, η των Χριστιανών, ήτις τον μεν Θεόν Τρισυπόστατον γινώσκει, τον δε Σωτήρα Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν Θεάνθρωπον ομολογεί, τέλειον Θεόν κατά την θεότητα, και κατά την ενανθρώπησιν τέλειον άνθρωπον, εις δύο φύσεις και μίαν υπόστασιν γνωριζόμενον, όστις και εγένετο τέλος του νόμου και των προφητών. Όθεν ημείς οι Χριστιανοί εμάθομεν παρ’ Αυτού του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ότι εκείνον, όστις θα έλθη κατόπιν Αυτού και δεν θα φέρη τοιαύτην διδασκαλίαν, να μη τον δεχώμεθα. Είναι λοιπόν φανερόν και ομολογούμενον παρ’ όλων το ότι, επειδή ο ιδικός σας Μωάμεθ ήλθε μετά τον Χριστόν και δεν φέρει ταύτην την διδασκαλίαν, είναι αληθώς πλάνος και απατεών, ήλθε δε εις τον κόσμον δια να πλανήση τους ανθρώπους, καθώς προεφήτευσεν ο Κύριος ημών εν τω ιερώ αυτού Ευαγγελίω, λέγων· «Εγώ ήλθον εν τω ονόματι του πατρός μου, και ουκ εδέξασθέ με, άλλος ελεύσεται εν τω ονόματι τω ιδίω κακείνον λήψεσθε». Είσθε δε σεις οι Αγαρηνοί, οίτινες εδέχθητε τον Μωάμεθ, όστις ήλθε με διδασκαλίαν ιδικήν του και σας επλάνησεν». Ο δε κριτής, ταύτα ακούσας, απεδίωξεν τον Άγιον, ειπών εις τους περιεστώτας· «Είναι παράφρων και δεν πρέπει να τον ακούετε ή να οργισθήτε κατ’ αυτού». Επρόσταξε δε τους υπηρέτας του και έδειραν τον ΄γιον και εξέβαλον αυτόν έξω της θύρας. Ιδών λοιπόν ο θαυμάσιος, ότι δεν επέτυχε του ποθουμένου, ελυπείτο υπερβολικώς και εσυλλογίζετο τίνι τρόπω να επιτύχη το αιτούμενον. Εδώ πρέπει να απορήση και να θαυμάση τις αληθώς, διτί οι μεν θείοι Απόστολοι, ως γράφει ο ιερός Λουκάς, επέστρεφον εκ προσώπου του συνεδρίου χαίροντες, διότι ηξιώθησαν να ατιμασθώσιν υπέρ του ονόματος του Κυρίου, ήτοι επειδή ηξιώθησαν να δαρούν και να διωχθούν. Ούτος δε, ο αοίδιμος, ατιμασθείς και όμοια παθών, λυπείται, ουχί απλώς λύπην, αλλά λύπην οδυνηράν. Και οι μεν Απόστολοι έχαιρον λογιζόμενοι τας υπέρ Χριστού ατιμίας ως τιμάς, και ενθυμούμενοι τον λόγον του Κυρίου, ειπόντα προς αυτούς· «Χαίρετε και αγαλλιάσθε, ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς». Ούτος δε ο γενναίος του Χριστού αγωνιστής δι’ όλως το εναντίον λυπείται. Διότι εδίψα μεν τον υπέρ Χριστού θάνατον, υπέρ την Δαυϊδικήν έλαφον την ποθούσαν τας πηγάς των υδάτων, μη επιτυγχάνων δε αυτόν, ελυπείτο και ηδημόνει και, τρόπον τινά, εφιλονείκει να υπερβή και αυτούς τους Αποστόλους κατά τον προς Χριστόν πόθον. Ιδού εις οποίον ύψος φέρει τον άνθρωπον η αρετή και ο του Χριστού έρως. Τόσον ώστε το πάντων δεινότατον και φευκτόν παρά πάντων, τον θάνατον, να τον διψά και να τον επιδιώκη. Και δικαίως. Επειδή ο νικήσας την αμαρτίαν, ούτος ενίκησε και τον θάνατον. Όθεν δια τον δίκαιον άνθρωπον ο θάνατος δεν λογίζεται θάνατος, αλλά ανάπαυσις και μετάβασις εκ των λυπηρών και ματαίων προς τα χαρμόσυνα και τα αληθή. «Τίμιος γαρ, φησιν, εναντίον Κυρίου ο θάνατος των Οσίων αυτού». Διωχθείς λοιπόν ο μακάριος εκ του κριτηρίου και μη τυχών του ποθουμένου, ανεχώρησεν από την Θεσσαλονίκην και έσπευσεν εις την βασιλεύουσαν, μιμούμενος την ασματικήν νύμφην και λέγων· «Αναστήσομαι δη και κυκλώσω εν τη πόλει, ενταις αγοραίς και εν ταις πλατείαις, και ζητήσω ον ηγάπησεν η ψυχή μου». Και πάλιν· «εύροσάν με οι τηρούντες, οι κυκλούντες εν τη πόλει· ώρκισα υμάς, θυγατέρες Ιερουσαλήμ, μη ον ηγάπησεν η ψυχή μου ίδετε; Ως μικρόν ότε παρήλθον απ’ αυτών, έως ου εύρον ον ηγάπησεν η ψυχή μου· εκράτησα αυτόν, και ουκ αφήκα αυτόν». Ελθών λοιπόν εις την Κωνσταντινούπολιν με μεγάλην και υπερβάλλουσαν προθυμίαν, ίνα και εκεί ελέγξη τους ματαιόφρονας, «Ελάλουν γαρ, φησιν, εναντίον βασιλέων, και ουκ ησχυνόμην», έγραψεν ευθύς εις επιστολήν ταύτα· «Ω ταλαίπωροι Αγαρηνοί, έως πότε θα είσθε πεπλανημένοι και δεν πιστεύετε εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον αληθινόν Υιόν και Λόγον του Θεού, αλλά πιστεύετε εις τον Μωάμεθ και λέγετε αυτόν προφήτην; Ο οποίος δεν ήτο προφήτης, αλλά απατεών και σας κατεγέλασε; Δια τούτο έλθετε εις τον εαυτόν σας, και πιστεύσατε εις τον Χριστόν, τον αληθινόν Θεόν, και βαπτισθήτε, δια να απολαύσετε την βασιλείαν των Ουρανών». Αυτά και άλλα περισσότερα έγραψε, τον μεν Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν Θεόν αληθινόν ομολογών, ποιητήν ουρανού και γης και πάντων των κτισμάτων ορατών τε και αοράτων, κριτήν ζώντων και νεκρών. Τους δε Αγαρηνούς και τον διδάσκαλον αυτών εκφαυλίζων, εξουθενών και ανυπόστατον την πίστιν αυτών αποδεικνύων, προσεκάλει και τον τότε βεζύρην να έλθη εις την αληθή πίστιν του Χριστού, πάντας δε τους ομοδόξους και ομόφρονάς του ενουθέτει να γίνουν Χριστιανοί. Ταύτα αφού έγραψε μετέβη εις την αυλήν του βεζύρη και παρεκάλει τους γραφείς να γράψουν τας αναφοράς και να μεταγλωττίσουν τα παρ’ αυτού γεγραμμένα. Αλλ’ ούτοι δεν εγνώριζον ελληνικά. Έτυχε δε εκεί εις Τούρκος από Χριστιανούς απιστήσας, όστις, λαβών το γράμμα, ανέγνωσεν αυτό και εξήγησεν εις τους γραφείς την έννοιαν τουρκιστί. Οι δε, ακούσαντες και εκπλαγέντες δια τα γεγραμμένα, ύβρισαν τον Άγιον και εξεδίωξαν αυτόν εκείθεν. Τινές δε Χριστιανοί, τυχόντες εκεί δια ιδικήν των υπόθεσιν και ιδόντες τον Μάρτυρα ούτως ασπλάγχνως υβριζόμενον και απωθούμενον, ηρώτησαν τις είναι η αιτία δια την οποίαν καταδιώκεται τόσον ασπλάγχνως ο Ιερομόναχος. Εις δε των λεγομένων τσαουσάδων, λαβών το γράμμα, το έδωσεν εις τους Χριστιανούς, λέγων εις αυτούς· «Αναγνώσετέ το και ειπέτε εις τον Καλόγηρον να φύγη απ’ εδώ, διότι, αν το μάθη ο βεζύρης, ή θα τον καύση ή θα τον κλείση εις τα κάτεργα». Οι δε Χριστιανοί, ως ήκουσαν, εφοβήθησαν και είπον εις τον Μάρτυρα· «Όσον τάχος, πνευματικέ, φύγε απ’ εδώ δια να μη το μάθη ο βεζύρης και σε θανατώση». Αλλ’ ο Άγιος απεκρίθη· «Και εγώ δια τούτο και μόνον ήλθον εδώ. Δια να κηρύξω τον αληθινόν Θεόν, και να χύσω το αίμα μου δια την αγάπην Αυτού». Οι δε, τούτο ακούσαντες, ανεχώρησαν ευθύς εκείθεν, δια να μη συλληφθούν και εκείνοι μετ’ αυτού. Ο δε Μάρτυς, λαβών την επιστολήν, έσπευσε να παραδώση ταύτην εις τας χείρας του βεζύρη, εκεί όπου εκάθητο και έκρινε τας διαφοράς των προσερχομένων· όμως, διασχίζων το πλήθος, ημποδίζετο υπό των τσαουσάδων, των μεν τυπτόντων, των δε εξουθενούντων αυτόν ανηλεώς. Αλλ’ ο Άγιος Μάρτυς δεν εδειλίασε και όσον ημποδίζετο, τόσον μάλλον εθάρρει και εισήρχετο· «δίκαιός, φησιν, ως λέων πέποιθε». Βλέπων δε αυτόν ο αρχηγός της φρουράς και μη γινώσκων την αιτίαν δια την οποίαν ετυράννουν αυτόν, είπεν εις τους άλλους· «Τι διαφοράν έχετε με τον πτωχόν τούτον Καλόγηρον και δεν τον αφήνετε να έλθη εις τον δικαστήν, να ειπή τον πόνον του»; Τότε εκραύγαζον πολλοί, λέγοντες· «Υβριστής είναι της πίστεώς μας και του προφήτου μας, και δι’ αυτό τον υβρίζομεν». Ταύτα ακούσας εκείνος εθυμώθη σφόδρα και αρπάσας τον Μάρτυρα έφερεν αυτόν με τρόπον βάρβαρον προς τον βεζύρη. Ο δε βεζύρης με πολλήν ημερότητα, κατ’ αρχάς, ηρώτησεν αυτόν· «Τις είσαι, ω Μοναχέ; Και τι ζητείς και ήλθες εδώ»; Ο δε Μάρτυς με πολλήν παρρησίαν απεκρίθη· «Την ιδικήν σου σωτηρίαν, ενδοξότατε αυθέντα, ζητών ήλθον εδώ, δια να σε οδηγήσω εις την αλήθειαν και να σε πείσω να αφήσης ταύτην την απατηλήν θρησκείαν, την οποίαν πιστεύεις, να προσέλθης δε εις την πίστιν του γλυκυτάτου μου Ιησού Χριστού, του όντως αληθινού Θεού, και να βαπτισθής εν τω ονόματι της Αγίας Τριάδος, δια να γίνης Χριστιανός και να κληρονομήσης την αιώνιον βασιλείαν των ουρανών». Ταύτα και άλλα περισσότερα είπεν ο Μάρτυς αφόβως. Ο βεζύρης τότε εξεπλάγη, ιδών την τόσην ανδρείαν και το θάρρος του ανδρός και είπεν προς αυτόν· «Από ποίαν ενορίαν είσαι και εις ποίον Μοναστήριον ανετράφης»; Και ο Μάρτυς απεκρίθη· «Όλαι αι Εκκλησίαι και τα Μοναστήρια, τα οποία είναι κάτωθεν του ουρανού, ιδικά μου είναι». «Μη τυχόν και σε έστειλεν ο Πατριάρχης των Ρωμαίων να με διδάξης»; Ηρώτησε πάλιν ο βεζύρης. Και ο Μάρτυς απήντησεν· «Ούτε είδον αυτόν, αφ’ ου ήλθον ενταύθα». «Μήπως είσαι μεθυσμένος»; Είπεν ο βεζύρης. Ο Μάρτυς απεκρίθη· «Ουδέ άρτον έφαγον σήμερον». Μήπως είσαι τρελλός»; Ηρώτησε τώρα ο βεζύρης οργιζόμενος. Ο δε Μάρτυς απεκρίθη· «Σώον έχω τον νουν μου και υγιώς φρονώ, ω δικαστά. Δια τούτο ήλθον να σε διδάξω, να αφήσης αυτήν την θρησκείαν, την οποίαν πιστεύεις, δια να μη κολασθής, και να γνωρίσης τον Ποιητήν και Σωτήρα σου, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον αληθινόν Θεόν· και να πιστεύσης εις Αυτόν, δια να κληρονομήσης την ουράνιον βασιλείαν Αυτού, η οποία δεν έχει τέλος, και να λάβης δόξαν άφθαρτον, αντί ταύτης της προσκαίρου δόξης, την οποίαν έχεις τώρα». Ταύτα ακούσας ο βεζύρης και κατανοήσας του Αγίου Μάρτυρος την σταθερότητα, την παρρησίαν και το ετοιμόλογον εις τας αποκρίσεις, ηπόρησε και ελογίζετο δια τίνος τρόπου να νικήση τον Άγιον και να φέρη αυτόν εις την θρησκείαν του. Μη ευρίσκων δε άλλην μέθοδον, μετεχειρίσθη τας κολακείας, λογιζόμενος ότι ίσως δια τούτων ήθελε δυνηθή να σαλεύση το στερρόν και αδαμάντινον φρόνημα της ψυχής του. Είπε λοιπόν εις τον Μάρτυρα: «Επειδή λοιπόν δεν είσαι ούτε μεθυσμένος, ούτε τρελλός, άφες την πίστιν, την οποίαν πιστεύεις, και πίστευσον εις τον ιδικόν μας προφήτην, διότι πάντα όσα έκτισεν ο Θεός δι’ αυτόν τα έκτισε, αυτόν δε έκτισε μόνον δια τον εαυτόν του. Και αν πιστεύσης εις τον ιδικόν μας προφήτην, εγώ θα σε αξιώσω μεγάλης τιμής, και θα σε καταστήσω ένα εκ των πρώτων του παλατίου μου». Αλλ’ ο Μάρτυς, ταύτα ακούσας, είπε: «Μη γένοιτο τούτο, ω δικαστά! Εγώ τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν πιστεύω και προς Αυτόν προσκαλώ και την ενδοξότητά σου να πιστεύση, δια να γίνης υιός φωτός και ημέρας και να αρνηθής αυτήν την θρησκείαν, την οποίαν πιστεύετε, διότι δεν είναι αληθινή και έχετε να κολασθήτε αν δεν εγκαταλείψετε ταύτην και δεν επιστρέψετε εις το φως της θεογνωσίας, ίνα γνωρίσητε Θεόν τρισυπόστατον και ομοούσιον Πατέρα, Υιόν και Πνεύμα Άγιον, εις του οποίου το πανάγιον όνομα, εάν βαπτισθήτε, θέλετε σωθή». Ταύτα ακούσας ο βεζύρης, και πεισθείς δια το αμετάθετον του Αγίου, επρόσταξε τον έπαρχον να οδηγήση τον Μάρτυρα εις τον νομοκράτορά των, τον Μουφτήν. Ηρώτησε τότε και ο Μουφτής τον Μάρτυρα: «Τις είσαι, και τι είνι αυτά τα οποία λέγονται δια σε»; Ο δε γενναίος, και πάλιν θάρρους πλησθείς, ήρχισε να λέγη εις αυτόν όσα είπε και εις τον βεζύρην και ότι πλειότερα. Ταύτα ακούσας ο νομοκράτωρ μετ’ οργής και υπερθερμανθείς εκ του θυμού δεν επερίμενε το τέλος της απολογίας του Μάρτυρος. Αλλ’ ανακόψας τον λόγον, εξέδωκεν απόφασιν να αποκεφαλίσουν τον Μάρτυρα εις το Φανάρι, όπου κατοικούν Χριστιανοί και Μοναχοί πολλοί, δήθεν προς καταισχύνην αυτών. Όταν λοιπόν παρέλαβεν ο έπαρχος τον Άγιον Μάρτυρα δέσμιον και συνώδευεν αυτόν εις τον τόπον της καταδίκης δια να τον θανατώσουν, θαύμα μέγα παρουσιάσθη εις τους ορώντας τον Ιερομάρτυρα. Διότι ούτος ο Άγιος του Χριστού Ιερομάρτυς έτρεχε πλησίον του δημίου με τόσην χαράν και αγαλλίασιν, ώστε εφαίνετο ως να πετά εις τον αέρα, και το πρόσωπον αυτού ήτο λαμπρόν και χαριέστατον, εξαστράπτον εκ της ένδοθεν χαράς της ψυχής του. Ως δε έφθασεν έξω της θύρας της Πατριαρχικής Εκκλησίας, κλίνας ο Άγιος Μάρτυς τα γόνατα και το σημείον του τιμίου Σταυρού ποιήσας εις το πρόσωπον αυτού, ηυχαρίστησε τον Θεόν τον καταξιώσαντα αυτόν να συναριθμηθή μετά των Μαρτύρων Αυτού. Εκεί δε πάλιν ο έπαρχος επέμενε λέγων: «Πίστευσον εις την πίστιν μας, και μη γίνεσαι αίτιος του θανάτου σου». Ο δε ΄γιος Ιερομάρτυς Κυπριανός, υβρίσας αυτούς και την μακαρίαν αυτού κεφαλήν κλίνας, απετμήθη υπό του δημίου, ούτω δε έλαβε χαίρων και αγαλλόμενος τον στέφανον του μαρτυρίου. Ου ταις πρεσβείαις αξιωθείημεν και ημείς συν αυτώ της βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΣΤ΄ (6η) Ιουλίου, μνήμη του Οσίου πατρός ημών ΣΙΣΩΗ του Μεγάλου.

Δημοσίευση από silver »

Σισώης ο Όσιος και μέγας εν ασκηταίς εγεννήθη εν Αιγύπτω κατά τας αρχάς της 4ης εκατονταετηρίδος, ότε ήκμαζον εν Αιγύπτω ο μέγιστος των ασκητών θείος Αντώνιος, ο θαυμάσιος Όσιος Ωρ και πλήθος άλλων μεγάλων Αγίων Αναχωρητών. Τούτων τας αρετάς και τα ένθεα κατορθώματα ακούων και ο καλός Σισώης ηγάπησεν εξ αυτής της βρεφικής του ηλικίας τον Κύριον, διο και παιδίον έτι ων έλαβεν εις τους ώμους του τον Σταυρόν του Χριστού και ηκολούθησεν αυτόν εξελθών και αυτός εις την έρημον και αγωνιζόμενος μετά των άλλων ασκητών τον καλόν αγώνα της ασκήσεως. Κατά τας αρχάς της αναχωρήσεώς του ο μακάριος Σισώης ήλθεν εις την ονομαστήν Σκήτην της Νιτρίας, εις την οποίαν ησκούντο τότε περί τους χιλίους Μοναχούς επάνω εις τους οποίους ήτο προεστώς ο Όσιος Ωρ. Εις ολίγον καιρόν τοσούτον προέκοψεν εις την αρετήν και εις τα πολύμοχθα σκάμματα της ασκήσεως, ώστε υπερέβαλε τους μετ’ αυτού συναγωνιζομένους και κατέστη τύπος και υπογραμμός των Μοναχών. Εξαιρέτως ηγωνίζετο δια την απόκτησιν της ταπεινοφροσύνης, εκτελών πάσαν ταπεινήν εργασίαν και εξουθενών εαυτόν ως μηδέν πράττων, διδασκόμενος εις τούτο από τον θαυμάσιον Ωρ. (Εν τω Γεροντικώ γράφονται ταύτα· Ηρώτησεν ο Αββάς Σισώης τον Αββάν Ωρ, λέγων: «ειπέ μοι λόγον»· και είπεν αυτώ: «έχεις πίστιν εις εμέ»; Και είπε: «ναι»· είπεν ουν αυτώ: «ύπαγε και ο εώρακάς με ποιούντα, ποίησον και συ»· και είπεν αυτώ: «τι ορώ, πάτερ, εις σε»; Έφη δε αυτώ ο γέρων: «ότι ο λογισμός μου κατώτερός εστι πάντων ανθρώπων». ) Όσον δε προέβαινεν εις την ηλικίαν, τοσούτον προέκοπτε και εις την αρετήν και υφ’ όλων εθαυμάζετο. Ασκούμενος εις την Σκήτην της Νιτρίας ο Όσιος, ήκουε τα κατορθώματα του Μεγάλου Αντωνίου και εφλογίζετο η καρδία του να μεταβή και εκείνος πλησίον του και να μιμηθή τους αγώνας του. Όμως δεν επρόφθασε, διότι εν τω μεταξύ απήλθε προς Κύριον ο όντως Μέγας Αντώνιος. Ο δε Σισώης, επιθυμών τελειοτέραν και ησυχαστικωτέραν πολιτείαν, θέλων δε έστω και μετά τον θάνατον του Οσίου Αντωνίου να γίνη μέτοχος της ασκήσεως εκείνου, ανεχώρησεν από την Νιτρίαν, επειδή είχεν αύτη καταστή πολυάνθρωπος και ήρχοντο πολλοί προς αυτόν και μετέβη εις το όρος του Οσίου Αντωνίου, το οποίον ήτο ησυχαστικώτερον. Εις το όρος του Οσίου Αντωνίου ο Σισώης διέτριψε χρόνους μακρούς, διερχόμενος πάσαν ασκητικήν σκληραγωγίαν και πολεμών ακαταπαύστως με τους αόρατους δαίμονας, τους οποίους εις το τέλος κατενίκησε. Δια τας αρετάς του αυτάς εγένετο ονομαστός όχι μόνον εις όλην την Αίγυπτον, αλλά και εις χώρας μακρινάς και πολλοί Κληρικοί τε και λαϊκοί αλλά και Μοναχοί περιώνυμοι ήρχοντο προς αυτόν, ίνα της διδασκαλίας του απολαύσωσι και ωφεληθώσι ψυχικώς. Παρά ταύτα όμως ο μακάριος Σισώης διετήρει άκραν ταπείνωσιν κατευτελίζων πάντοτε εαυτόν, δια την ταπείνωσίν του δε ταύτην έλαβε χάριν παρά Κυρίου να ανιστά νεκρούς. Επειδή δε ο Όσιος δεν ήθελε να ποιή θαύματα δια να μη δοξάζεται το όνομά του, ο Πανάγαθος Θεός ο δοξάζων τους Αυτόν αντιδοξάζοντας ωκονόμει, ώστε και χωρίς την θέλησίν του να γίνωνται τοιαύτα και ακούσατε. Ήλθε ποτε προς τον Όσιον εις το όρος του Αββά Αντωνίου κοσμικός τις, έχων μεθ’ εαυτού τον υιόν του. Κατά την οδόν όμως απέθανεν ο υιός εκ της κακουχίας, ο δε πατήρ έχων πίστιν εις τον Όσιον δεν εταράχθη, αλλ’ έλαβε τον νεκρόν υιόν του εις τας αγκάλας του και τον έφερεν εις τον Όσιον. Αφού δε ήλθεν εις το κελλίον του Οσίου προσέπεσε μετά του υιού του εις τους πόδας αυτού ποιήσας μετάνοιαν, χωρίς δε να είπη τι εξήλθε του κελλίου αφήσας εις τους πόδας του Οσίου το παιδίον. Ο δε Όσιος, μη γνωρίζων ότι είχεν αποθάνει και νομίζων ότι μετάνοιαν βάλλει το παιδίον, λέγει προς αυτό: «Ανάστα τέκνον και έξελθε έξω». Τότε παρευθύς, ω των θαυμασίων σου Χριστέ Βασιλεύ! ανέστη το παιδίον και εξήλθεν έξω. Ιδών τούτο ο πατήρ και θαυμάσας την παρρησίαν του Οσίου εισήλθεν εις το κελλίον και προσκυνήσας τον γέροντα ανήγγειλεν εις αυτόν το γεγονός. ΑΑκούσας δε τούτο ο Όσιος ελυπείτο, διότι δεν ήθελεν, ως είπομεν, να δοξάζεται το όνομά του. Ο δε μαθητής του Οσίου, δια να καθησυχάση τον Όσιον, λέγει προς τον πατέρα του παιδίου· «Ύπαγε εις την ευχήν του Γέροντος, πρόσεχε όμως να μη είπης ουδενός το θαύμα έως ότου ευρίσκεται ο Γέρων εν τη ζωή». Καθώς δε προσετάχθη ο άνθρωπος εποίησε και απήλθε χαίρων και δοξάζων τον Θεόν και τον Όσιον Αυτού. Τόσην δε πίστιν και σεβασμόν είχον προς τον Όσιον οι μαθηταί του, ώστε έσπευδον μετά χαράς να εκτελέσουν την εντολήν του άνευ τινός διακρίσεως. Και ακούσατε την πίστιν ανθρώπου τινός, όστις ήλθε προς τον Όσιον από τας Θήβας της Αιγύπτου ζητών να γίνη Μοναχός. Δεχθείς αυτόν ο Όσιος τον ηρώτησεν αν έχη συγγενή τινα εις τον κόσμον, αυτός δε είπεν ότι έχει ένα υιόν. Θέλων δε ο Όσιος να δοκιμάση αυτόν, του λέγει· «Ύπαγε και ρίψον τον υιόν σου εις τον ποταμόν και τότε να γίνης Μοναχός». Έχων δε εκείνος πίστιν απερίεργον εις τον Όσιον έσπευσε να εκτελέση την εντολήν. Όμως ο Όσιος απέστειλεν οπίσω αυτού τον μαθητήν του, όστις, ως είδεν αυτόν ότι επήρε τον υιόν του δια να τον ρίψη εις τον ποταμόν, τον ημπόδισε και επιστρέψαντες εις τον Όσιον έγινεν ο άνθρωπος εκείνος Μοναχός δοκιμώτατος δια την υπακοήν του. Πόσον ταπεινόφρων ήτο φαίνεται και από τας διδασκαλίας του, τας περιεχομένας εις το Γεροντικόν, όπου μεταξύ των άλλων γράφεται ότι ήλθε ποτε προς αυτόν αδελφός τις, όστις τον ηρώτησε λέγων· «Δεν έφθασες ακόμη εις τα μέτρα του Αββά Αντωνίου, πάτερ»; Ο δε ταπεινόφρων Σισώης με μεγάλην ταπείνωσιν απεκρίθη: «Εάν είχον και έν μόνον εκ των λογισμών του Μεγάλου Αντωνίου θα εγενόμην όλος ως πυρ». Έλεγε δε προς τους προσερχομένους εις αυτόν, ότι η οδός η οδηγούσα εις την ταπεινοφροσύνην είναι πρώτον η εγκράτεια, δεύτερον η προσευχή εις τον Θεόν, και τρίτον το να αγωνίζεται κανείς δι’ όλων αυτού των δυνάμεων, όπως κατορθώση να είναι κατώτερος παντός ανθρώπου. Την ταπεινοφροσύνην δε ταύτην διετήρησε μέχρι τέλους της ζωής του. Έμεινε δε εκεί εις το όρος του Οσίου Αντωνίου εβδομήκοντα δύο χρόνους υπερανθρώπως αγωνιζόμενος. Τόσον όμως ταπεινόν φρόνημα είχεν, ώστε ερωτηθείς ποτε υπό αδελφού επιθυμούντος να μάθη τα κατά τον Όσιον πως ανεχώρησεν από την Σκήτην και ήλθεν εις το όρος και πόσον χρόνον έχει εκεί, απεκρίθη· «Επειδή επληθύνθη η Σκήτη ήλθον εδώ και ευρών ησυχίαν εκάθισα ολίγον χρόνον». Ούτος ο Όσιος, ελθών ποτε εις τον τάφον του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του πάλαι ποτέ διαλάμψαντος εν δόξη βασιλέως των Ελλήνων, έστη προ αυτού και βλέπων αυτόν έφριττεν, αναλογιζόμενος το άστατον του καιρού και της δόξης το πρόσκαιρον· κλαίων δε και θρηνών έλεγε τους εξής επιγραμματικούς λόγους, τους οποίους ύστερον οι μαθηταί του, ζωγραφούντες την εικόνα του παρά τον τάφον του Μεγάλου Αλεξάνδρου, έγραφον επ’ αυτής· «Ορών σε, τάφε, δειλιώ σου την θέαν και καρδιοστάλακτον δάκρυον χέω, χρέος το κοινόφλητον εις νουν λαμβάνων· πως ουν μέλλω διελθείν πέρας τοιούτον; Αι, αι, θάνατε, τις δύναται φυγείν σε»; Δηλαδή «βλέπων σε, τάφε, δειλιώ και τρομάζω από την θεωρίαν σου και χύνω δάκρυα εκ καρδίας, φέρων εις τον νουν μου το υπό πάντων των ανθρώπων οφειλόμενον χρέος, δηλαδή τον θάνατον· πως και εγώ μέλλω να διέλθω από τοιούτον τέλος; Αι, αι θάνατε, ποίος είναι εκείνος ο άνθρωπος, ο οποίος δύναται να διαφύγη από των χειρών σου»; Είχε δε ο Όσιος τόσον αγαπήσει την νηστείαν και τόσον αφωσιούτο εις την προσευχήν, ώστε πολλάκις επί ημέρας δεν ησθάνετο την ανάγκην να λάβη τροφήν. Ότε δε του υπενθύμιζε ο μαθητής του το φαγητόν έλεγε πολλάκις με μακαρίαν απλότητα· «δεν εφάγομεν, τέκνον»; Απαντώντος δε του μαθητού ότι δεν έφαγον έλεγεν: «Εάν δεν εφάγομεν, φέρε και τρώγομεν». Ότε δε ο Όσιος ήτο μόνος ηγωνίζετο πολύ περισσότερον εις την νηστείαν, ότε όμως προσήρχοντο προς αυτόν ξένοι ήτο φιλόξενος, επεριποιείτο αυτούς, τους έδιδε τροφήν και εδείκνυεν εξ αγάπης ότι τρώγει μαζί των. Μετά όμως την αναχώρησιν των ξένων επεδίδετο εις μεγαλυτέραν νηστείαν δια κανόνα της τροφής, την οποίαν έλαβε μετά των ξένων. Τούτο καλώς εγνώριζον οι μαθηταί του Οσίου και πολύ τον επρόσεχον. Ήλθε δε ποτε προς αυτόν ο Αββάς Αδέλφιος Επίσκοπος Ηλιουπόλεως της Αιγύπτου δια να ωφεληθή από τον Όσιον. Ότε δε επρόκειτο να αναχωρήση αν και ήτο πρωϊ έστρωσεν ο Όσιος τράπεζαν με χυλόν σίτου και παξιμάδι δια τον κόπον της οδοιπορίας έτρωγε δε και αυτός μετά του Επισκόπου. Κατ’ εκείνην την ώραν ήλθον και άλλοι ξένοι και ο Όσιος έδωσεν εντολήν εις τον μαθητήν του να δώση και εις αυτούς από την ιδίαν τροφήν, επειδή ήσαν κουρασμένοι. Λέγει δε ο Επίσκοπος· «Μη τους δίδετε τώρα τροφήν δια να μη είπωσιν ότι ο Αββάς Σισώης τρώγει από πρωϊας». Προσέξας δε ο Όσιος τον Επίσκοπον λέγει εις τον μαθητήν· «Ύπαγε και δώσε εις αυτούς». Ότε δε είδον την τροφήν οι ξένοι, αντί να κατακρίνωσιν, ως ενόμισεν ο Επίσκοπος, είπον· «Μήπως έχετε ξένους; Μήπως και ο Γέρων τρώγει μαζί των»; Επιβεβαιώσαντος δε τούτο του αδελφού, ήρχισαν εκείνοι να λυπούνται και να λέγουν· «Ο Θεός να σας συγχωρήση, διότι αφήκατε τον Γέροντα να φάγη απ’ αυτής της ώρας! Δεν γνωρίζετε ότι τώρα επί πολλάς ημέρας έχει να κοπιάση»; Ταύτα ακούσας ο Επίσκοπος εθαύμασε και βαλών μετάνοιαν εις τον Όσιον είπε: «Συγχώρησόν μοι, Αββά, διότι εγώ ανθρωπίνως κρίνων ωμίλησα, συ δε έπραξας το θέλημα του Θεού». Λέγει τότε ο Όσιος· «Εάν μη ο Θεός δοξάση τον άνθρωπον, η δόξα των ανθρώπων ουδέν είναι». Ότε δε πλέον εγήρασε πολύ και εκ της ηλικίας και της ασκήσεως ησθένησεν, έφερον αυτόν οι μαθηταί του πλησίον της πόλεως, ήτις ωνομάζετο Κλύσμα, δια να περιποιηθούν αυτόν δεόντως. Ο Όσιος όμως ελυπείτο δια την αναχώρησιν εκ του όρους και τότε έρχεται προς αυτόν ο Αββάς Αμμούν από την Ραϊθώ και βλέπων τον Όσιον λυπούμενον λέγει προς αυτόν· «Διατί λυπείσαι, Αββά; Τι ηδύνασο ν πράξης τώρα εις την βαθείαν έρημον ούτω γηράσας και ασθενής»; Ο δε μακάριος Σισώης δακρύων είπε· «Τι μου λέγεις, Αμμούν; Και μόνη η ελευθερία του λογισμού μου, ότι ευρίσκομαι εις την έρημον με έφθανεν, ενώ εδώ και μόνος ο λογισμός ότι ευρίσκομαι πλησίον κατοικουμένου τόπου με στενοχωρεί». Kαθημένων δε Γερόντων παρά την κλίνην του Οσίου, είδον ως να ομιλή μετά τινων και λέγουν προς αυτόν· «τι βλέπεις, Αββά»; Λέγει ο Όσιος· «Βλέπω τινάς ελθόντας επ’ εμέ και παρακαλώ αυτούς να με αφήσωσιν ακόμη ολίγον να μετανοήσω». Λέγει τότε εις των Γερόντων· «Και εάν σε αφήσωσι, δύνασαι πλέον να χρησιμεύσης εις μετάνοιαν»; Λέγει τότε ο Όσιος εις αυτόν· «Αν και δεν δύναμαι να πράξω τίποτε, όμως στενάζω επάνω της ψυχής μου ολίγον και αυτό με αρκεί». Ευρισκομένου δε κατ’ άλλην ώραν του Οσίου εις το κελλίον αυτού μόνου μετά του μαθητού του, ηκούσθη κτύπος εις την θύραν. Εννοήσας δε ο Όσιος ότι ήτο ο εχθρός της αληθείας, λέγει εις τον μαθητήν του Αβραάμ· «Ειπέ εις τον κρούσαντα, εγώ Σισώης εις το όρος, Σισώης και εις το στρωμνίδιον», εννοών την πτωχικήν στρωμνήν από ράκη αντί της ψάθης, την οποίαν εχρησιμοποίει εις το Όρος, και επί της οποίας τον είχον ήδη αποθέσει προς ολίγην ανάπαυσιν. Εξελθών τότε ο Αβραάμ ουδένα είδε, διότι με τον λόγον του Οσίου αφανής εγένετο ο εχθρός. Μαθόντες δε και ο λαός ότι ο Όσιος Σισώης ευρίσκεται εις το Κλύσμα, έσπευσαν πολλοί να τον ίδουν. Ομιλήσαντες δε πολλά επερίμεναν να ακούσουν από τον Όσιον λόγον σωτηρίας. Ο Όσιος όμως μη θέλων να μεγαλύνεται το όνομά του και μη αναπαυόμενος εις το μέρος εκείνο, ουδέν απεκρίνετο. Λέγει τότε εις εξ αυτών· «Τι θλίβετε τον Γέροντα; Δεν τρώγει, δι’ αυτό και δεν δύναται να ομιλήση». Τότε απεκρίθη ο Όσιος με απλότητα λέγων· «Εγώ, όταν έχω ανάγκην, τρώγω». Όταν δε έμειναν μόνοι με τον μαθητήν του, λέγει προς αυτόν· «Πάρε με και πάλιν εις το όρος, διότι δεν δύναμαι να μείνω πλέον εδώ». Ούτω δε και εγένετο. Ούτως ασκητικώς και οσίως προβαίνων ο Όσιος ή μάλλον ειπείν αγγελικώς επί της γης πολιτευσάμενος και εν σαρκί ως άσαρκος ζήσας έφθασεν εις την μακαρίαν ώραν να μεταστή από την παρούσαν πρόσκαιρον ζωήν εις την αιώνιον και αθάνατον. Ότε δε έμελλε να τελευτήση, συναχθέντες οι πατέρες ευρίσκοντο παρά την κλίνην του, και τότε έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος και λέγει προς αυτούς ο Όσιος· «ιδού ο Αββάς Αντώνιος ήλθε». Μετά μικρόν λέγει πάλιν· «ιδού ο χορός των Προφητών ήλθε». Και πάλιν το πρόσωπον αυτού περισσώς έλαμψε και είπεν· «Ιδού ο χορός των Αποστόλων ήλθε». Εδιπλασιάσθη τότε το φως του προσώπου του και εφαίνετο ως μετά τινων ομιλών, πάντες δε οι παρεστηκότες εξίσταντο θαυμάζοντες. Παρεκάλεσαν τότε οι Γέροντες τον Όσιον να είπη εις αυτούς μετά τίνος ομιλεί, ο δε Όσιος είπεν εις αυτούς· «Ιδού οι Άγγελοι ήλθον να λάβουν την ψυχήν μου και παρακαλώ αυτούς ίνα με αφήσουν ολίγον δια να μετανοήσω». Λέγουσι τότε οι Γέροντες προς τον Όσιον· «Δεν έχεις, πάτερ, ανάγκην άλλης μετανοίας». Τότε ο μέχρις εσχάτης αναπνοής ταπεινόφρων Σισώης απεκρίθη δακρύων· «Αληθώς σας λέγω, δεν γνωρίζω τον εαυτόν μου ότι έβαλον μέχρι τούδε αρχήν τινα». Εθαύμασαν τότε οι Πατέρες δια την τοσαύτην ταπεινοφροσύνην του Οσίου και εγνώρισαν εξ αυτού, ότι πράγματι έφθασεν εις την τελειότητα. Τότε έλαμψεν έξαφνα και πάλιν το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος και πάντες κατελήφθησαν υπό φόβου. Λέγει τότε εις αυτούς ο Όσιος· «Βλέπετε, ο Κύριος ήλθε και λέγει· φέρετέ μοι το σκεύος της ερήμου». Παρευθύς δε με τον λόγον τούτον παρέδωκεν ο μακάριος Σισώης το πνεύμα του εις χείρας Θεού· εγένετο δε ως αστραπή και επλήσθη όλος ο οίκος ευωδίας. Δια τοιούτων θαυμαστών σημείων εδόξασεν ο Πανάγαθος Θεός τον Αυτού θεράποντα, τον ταπεινόφρονα Σισώην, παραλαβών Αυτός ο Κύριος της δόξης εις τας παναχράντους χείρας υτού την μακαρίαν ψυχήν του, κατατάξας αυτόν εις τα ουράνια σκηνωματα, εις την άϋλον ζωήν, όπου είναι αι σκηναί των Αγίων και η αϊδιος λαμπρότης, ένθα νυν πρεσβεύει αδιαλείπτως τω Χριστώ και υπέρ ημών Αυτόν δυσωπών. Ου ταις αγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ζ΄ (7η) Ιουλίου, μνήμη της Αγίας Μεγαλομάρτυρος ΚΥΡΙΑΚΗΣ.

Δημοσίευση από silver »


Από δύο αιτίας παρακινείται ο άνθρωπος να κάμνη εις άλλον άνθρωπον το αγαθόν. Ή εκ φύσεως, ή εκτελών την εντολήν του Θεού. Και εκ φύσεως μεν πράττει το κλόν, όταν επί παραδείγματι ο πατήρ αγαθοποιή τον υιόν του, και ο υιός τον πατέρα, και ο αδελφός τον αδελφόν, ή συγγενής τον συγγενή. Διότι ούτοι ουχί τόσον δια την εντολήν του Θεού αγαθοποιούσιν αλλήλους, όσον κινούμενοι από την αγάπην της φύσεως. Τούτον τον φυσικόν τρόπον όχι μόνον οι άνθρωποι έχουσιν, αλλά και τα άλογα ζώα, διότι και αυτά, αναγκαζόμενα υπό της φύσεως, αγαπώσι τα όμοιά των, καθώς λέγει και ο σοφός Σειράχ (Κεφ. ιγ: 15). «Παν ζώον αγαπά το όμοιον αυτώ και πας άνθρωπος τον πλησίον αυτού». Δια την εντολήν του Θεού πράττει το καλόν ο άνθρωπος, αν και δεν έχει συγγενή, όμως δια την παραγγελίαν του Χριστού, την οποίαν αναφέρει εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον «Παντί τω αιτούντί σε δίδου», προσφέρει προς τον πλησίον ελεημοσύνην ή άλλην τινά συνδρομήν. Εξ αυτής λοιπόν της δευτέρας αιτίας παρεκινήθην και εγώ σήμερον, αγαπητοί μου αδελφοί, να προσφέρω προς υμάς την διδασκαλίαν μου ταύτην (ήτις υπερβαίνει πάσαν άλλην σωματικήν δωρεάν αγαθού). Διότι ακούω τι είπεν ο Άγγελος Ραφαήλ προς τον Τωβίτ (Κεφ. ιβ: 7) «Μυστήριον βασιλέως καλόν κρύψαι, τα δε έργα του Θεού ανακαλύπτειν ενδόξως». Δια τούτο παρεκινήθην ίνα διηγηθώ προς την γάπην υμών, καθ’ όσον μοι είναι δυνατόν, περί της σήμερον εορταζομένης Αγίας Κυριακής, ίνα από την διήγησιν ταύτην γνωρίσητε τα θυμάσια έργα του Θεού και την άπειρον Αυτού δύναμιν. Διότι πως δεν είναι θαυμαστόν έργον Θεού, γυνή, γένος ασθενέστερον, να νικήση τον νοητόν εχθρόν, τον διάβολον; Ή πως δεν ήτο τούτο έργον παραδόξου δυνάμεως, σώμα γυναικείον, φύσει ασθενές, να υπομένη τοσαύτας τιμωρίας; Επειδή εάν ανήρ τις υπομείνη τας τοσαύτας βασάνους δεν είναι θαυμαστόν, αφού εκ φύσεως έχει την ανδρείαν του σώματος. Αλλά δια να τύχη γυνή να υπομείνη θεληματικώς τιμωρίας και βάσανα, φανερόν είναι ότι ουχί εκ φύσεως ηδυνήθη να υπομείνη ταύτα, αλλ’ εκ της απείρου δυνάμεως του Θεού. Ίνα λοιπόν εννοήσητε τα του Θεού θαυμάσια και την δύνμιν Αυτού, ακούσατε μετά πάσης προθυμίας την περί της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Κυριακής διήγησιν, ίνα και Εκείνον δοξάσητε και την Αγίαν Αυτού επαινέσητε. Μετά την ένσαρκον οικονομίαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού κατά τα τ΄ (300) έτη ήσαν δύο βασιλείς πολύ ασεβείς και χριστομάχοι, ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός, το ζεύγος του διαβόλου. Και ο μεν Διοκλητιανός εβασίλευεν εις πάσαν την Ανατολήν, ο δε Μαξιμιανός, όστις είχε γυναίκα την θυγατέρα του Διοκλητιανού τούτου, εις την Δύσιν. Οι ασεβέστατοι λοιπόν ούτοι βασιλείς φρικτήν βουλήν ηβουλήθησαν, ήτοι να σβέσωσι παντελώς το όνομα του Χριστού, και να αφανίσωσι το γένος των Χριστιανών από προσώπου της γης. Διότι ούτε πόλεις είχον εις τον νουν των να προσθέσωσιν εις την εξουσίαν των, ούτε έθνη ήθελον να υποτάξωσιν εις την βασιλείαν των, αλλά μόνον ένα σκοπόν ασεβέστατον είχον και εν έργον παρανομώτατον, να τυραννώσι τους Χριστιανούς. Ποίον κακόν δεν εγένετο τότε εις τους αγαπώντας τον Χριστόν! Επληρούντο αι φυλακαί από του πλήθους των καθ’ εκάστην τιμωρουμένων Χριστιανών! Αι οικίαι, όσαι είχον κυρίους Χριστιανούς, ηρημώνοντο. Αι ερημίαι και τα όρη μετεβάλλοντο εις πόλεις εκ του πλήθους των Χριστιανών, οίτινες έφευγον εκεί. Οι πτωχοί Χριστιανοί και οι της αληθείας φίλοι επαιδεύοντο ως οι μεγαλύτεροι κακούργοι. Τα χρήματα των Χριστιανών διηρπάζοντο υπό των ειδωλολατρών. Οι νόμοι της ανθρωπίνης φύσεως ηλλοιούντο, διότι οι πατέρες ειδωλολάτραι παρέδιδον τους υιούς των εις θάνατον, επειδή επίστευον εις τον Χριστόν. Οι παίδες κατηγόρουν τους πατέρας των ως Χριστιανούς, και, ίνα δι’ ολίγων είπω, σκότος και σύγχυσις μεγάλη υπήρχεν εις όλον τον κόσμον. Διότι οι μεν εχθροί του Χριστού είχον ελευθερίαν να τιμούν τους δαίμονας, οι δε φίλοι της αληθείας Χριστιανοί εδιώκοντο, και ο αληθής Θεός, ο Χριστός, υβρίζετο ως πλάνος. Τότε τινές μεν εφοβούντο και ηρνούντο τον Χριστόν, και εθυσίαζον εις τα είδωλα. Όσοι δε δεν ηδύναντο ούτε να μαρτυρήσωσιν, ούτε ήθελον να γίνωσιν ειδωλολάτραι, έφευγον εις τα όρη και σπήλαια και εκεί εκρύπτοντο, αναμένοντες τον καιρόν, κατά τον οποίον θα εγνώριζον ότι είναι θέλημα Θεού να παρουσιασθώσι. Κατ’ εκείνον λοιπόν τον καιρόν εις τα μέρη της Ανατολής έζη Χριστιανός τις, Δωρόθεος ονόματι, όστις είχε σύζυγον Χριστιανήν καλουμένην Ευσεβίαν. Ο άνθρωπος ούτος ήτο πλούσιος και ελεήμων, πλην τέκνον δεν είχεν, ούτε άρρεν ούτε θήλυ, και δια τούτο πάντοτε μετά της συζύγου του ήσαν λυπημένοι. Όσοι έχουσι πλούτον και δεν γεννώσι τέκνον, αυτοί γνωρίζουσιν οποία θλίψις είναι η έλλειψις τέκνου. Τι λοιπόν συνέβη; Παρεκάλουν και οι δύο τον Θεόν να δώση εις αυτούς τέκνον, ουχί μόνον προς κληρονομίαν του πλούτου των, αλλά μάλλον προς παρηγορίαν των θλίψεων αυτών. Όθεν ο Θεός, ο ευλογήσας την στείραν Σάρραν να γεννήση τον Ισαάκ, την Ελισάβετ να γεννήση τον Πρόδρομον και την Άνναν να γεννήση την Παρθένον Μαριάμ, επήκουσε και της δεήσεως αυτών και μετ’ ολίγας ημέρας, συλλαβούσα η Ευσεβία, εγέννησε εις τον διωρισμένον καιρόν την Αγίαν ταύτην εν ημέρα Κυριακή. Δια τούτο, όταν την εβάπτισαν, έδωσαν εις αυτήν το όνομα Κυριακή. Εκ μικράς ακόμη ηλικίας, η σεμνή αύτη κόρη εδείκνυεν οποία ήθελε καταστή αργότερον. Διότι δεν έπαιζεν ατάκτως, καθώς τα άλλα κοράσια, ούτε ησχολείτο εις απρεπή παιχνίδια, ούτε εις αργολογίας, καθώς σήμερον πράττουσι πολλά κοράσια, ούτε τους περιπάτους ηγάπα, αλλά καθημένη εις την οικίαν των γονέων της, μετά πολλής ευλαβείας και προσοχής ηκροάτο τας νουθεσίας αυτών. Ότε δε έφθασεν εις ώριμον ηλικίαν, τότε περισσότερον εφάνη η σωφροσύνη της, την οποίαν είχεν εις την ψυχήν της. Διότι όσον ηύξανε το σώμα της, τοσούτον και η γνώσις αυτής επλήθυνε και το κάλλος έλαμπεν. Ουδόλως ηκούετο εκ του στόματος αυτής αργολογία ή κατάκρισις ή ψεύδος, καθώς συμβαίνει σήμερον με πολλάς γυναίκας, αι οποίαι, ενώ πρέπει να ίστανται μετά πολλής ευλαβείας εις την Εκκλησίαν, συνομιλούσι και κατακρίνουσιν η μία την άλλην. Εις τους γάμους, ενώ πρέπει να κάθηνται σωφρόνως και ευτάκτως, άδουσι και χορεύουσιν. Εις τας εορτάς, ενώ πρέπει να ακροάζωνται μετά πάσης ησυχίας την ψαλμωδίαν και τους βίους των Αγίων, συναθροίζονται και χορεύουσι. Το παράδοξον είναι ότι έχουσι προς έπαινόν των το ποία θα στολισθή και θα χορεύση καλλίτερον. Ουαί της απωλείας! Αλλ’ η Αγία δεν έπραττε τοιουτοτρόπως, ουδέ μετεχειρίζετο το κάλλος της εις έρωτας νέων ατάκτων, δηλαδή να στολίζεται ή να ψιμυθιούται δια να αρέση εις τους νέους, ούτε παρέκυπτεν από τα παράθυρα δια να αγρεύη τας ψυχάς των ανδρών. Και πάντοτε εν έργον είχεν ως απαραίτητον, να στολίζη την ψυχήν αυτής με νηστείας, με εγκράτειαν, με σιωπήν, με προσευχήν, με την φύλαξιν των οφθαλμών, και με το να συγκρατή την γλώσσαν. Πολλοί άρχοντες εκείνου του καιρού επεθύμησαν να δώσωσιν αυτήν ως νύμφην εις τους υιούς των, αλλ’ αύτη, αγαπώσα την παρθενίαν, κατά μίμησιν της Υπεραγίας Θεοτόκου, δεν ήθελεν ούτε καν να ακούση λόγον περί γάμου. Πολλάκις, όταν οι γονείς αυτής ωμίλουν περί γάμου, διότι την είχον μονογενή και ήθελον να ίδωσιν εξ αυτής κληρονομίαν του γένους, αύτη έλεγε προς αυτούς τοιούτους λόγους, μετά πάσης ευλαβείας και συνέσεως· «Ω τιμιώτατοι γονείς! Όχι διότι η παρακοή των παίδων προς τους γονείς είναι καλή, δια τούτο δεν σας ακούω να λάβω σύζυγον, αλλά διότι εγώ προτιμώ καλλίτερον την παρθενίαν και θέλω να γίνω νύμφη του Χριστού και Θεού μου. Εξ άλλου εις τι θα ωφελήση ο γάμος; Ποία γυνή υπανδρεύθη και δεν μετενόησε; Ποία έγινε μήτηρ και δεν ελυπήθη; Διότι ή το παιδίον αυτής αποθνήσκει, ή ο σύζυγος αυτής ή ο συγγενής του και αναγκαίως θα έχη θλίψιν. Η παρθενία όμως δεν έχει λύπην, ούτε φροντίδας πολλάς. Διότι γυνή, ήτις νυμφεύεται, προσέχει πώς να αρέση εις τον σύζυγόν της, καθώς λέγει ο Απόστολος Παύλος. Έχει φροντίδα πώς να ενδύση τα τέκνα της, και πώς να τα διαθρέψη. Εάν δε μείνη χήρα, αλλοίμονον εις την συμφοράν της! Τότε έχει περισσοτέραν θλίψιν και μέριμναν. Εκείνη δε ήτις παρθενεύει, άλλην φροντίδα δεν έχει, ει μη μόνον πώς να είναι αρεστή εις τον Χριστόν. Διατί λοιπόν θέλετε, γονείς μου, να με υποβάλετε εις τοσαύτας φροντίδας; Η Κυρία Θεοτόκος δεν ήτο παρθένος; Αφήτε λοιπόν και εμέ να γίνω δούλη Εκείνης. Αρκεί η χάρις Αυτής να με διαφυλάξη· διότι δυνατή είναι η βοήθεια Αυτής, ίνα και εμέ ενισχύση. Έχω θάρρος εις τον μονογενή Αυτής Υιόν, όστις αγαπά την παρθενίαν». Τοιούτους λόγους ακούοντες οι γονείς της Αγίας εκ του στόματος αυτής ηυχαρίστουν και εδόξαζον τον Θεόν, τον δωρήσαντα εις αυτούς τοιούτον ευλογημένον τέκνον. Κατ’ εκείνας τας ημέρας άνθρωπός τις, ειδωλολάτρης μεν κατά την θρησκείαν, πλούσιος δε πολύ, ευρίσκετο εις την πόλιν εκείνην, εις την οποίαν ευρίσκοντο και οι γονείς της Αγίας. Ούτος λοιπόν ο άρχων, ακούων περί της Κυριακής ότι είναι νέα και ωραιοτάτη, και ότι ουδεμία άλλη κόρη υπερέχει αυτής κατά το κάλλος και την γνώσιν, απεφάσισε να την δώση ως νύμφην εις τον υιόν του, αφ’ ενός μεν δια το κάλλος και την γνώσιν της, αφ’ ετέρου δε διότι ήτο μονογενής και έμελλεν ο πολύς πλούτος των γονέων αυτής να περιέλθη εις τας χείρας του. Έχων λοιπόν τον τοιούτον σκοπόν ο άρχων εκείνος εμήνυσεν εις τους γονείς της Αγίας, ίνα στέρξωσι και αυτοί εις το συνοικέσιον. Αλλ’ η Αγία, επειδή ήτο αφιερωμένη εις τον Θεόν ψυχή τε και σώματι, δεν ηθέλησεν ουδόλως να ακούση τον τοιούτον λόγον. Μόνον είπεν: «Εγώ είμαι νύμφη καθαρά του Χριστού μου και επιθυμώ να αποθάνω παρθένος». Ταύτα ακούσας ο άρχων εθυμώθη σφόδρα, κι αμέσως μετέβη εις τον βασιλέα Διοκλητιανόν και είπεν εις αυτόν. «Βασιλεύ, ζήθι εις τον αιώνα. Ο κόσμος όλος είναι υποτεταγμένος εις το θέλημα της βασιλείας σου και προσκυνεί τους μεγάλους θεούς. Μία όμως κόρη ενντιούται εις το πρόσταγμά σου και υβρίζει τα είδωλα, λέγουσα ότι ο Χριστός είναι Θεός. Όχι μόνον δε αυτή καταφρονεί τον ορισμόν της βασιλείας σου, αλλά και οι γονείς αυτής είναι Χριστιανοί, και ούτε εις τα είδωλα θυσιάζουσιν, ούτε υποτάσσονται εις την βασιλείαν σου». Ο βασιλεύς Διοκλητιανός, ακούσας ταύτα, επλήσθη θυμού και αμέσως, αποστείλας στρατιώτας, έφερε την Αγίαν και τους γονείς αυτής έμπροσθεν αυτού και είπεν εις αυτούς: «Διατί δεν τιμάτε τους μεγάλους θεούς, τους οποίους τιμά και η βασιλεία μου, αλλά κηρύττετε άλλον θεόν, τον Χριστόν, ον εσταύρωσαν οι Ιουδαίοι ως κακούργον»; Απεκρίθη ο Δωρόθεος· «Ημείς, βασιλεύ, δεν εμάθομεν εκ των προγόνων ημών να προσκυνώμεν ψευδωνύμους θεούς, αλλ’ ένα Θεόν αληθή, τον Χριστόν, τον ποιήσαντα τον ουρανόν και την γην και πάντα τα εν αυτοίς. Όστις δια την σωτηρίαν των ανθρώπων ήλθεν επί της γης και εσαρκώθη και εσταυρώθη ως άνθρωπος, και ανελήφθη, και πάλιν μέλλει να έλθη, ίνα κρίνη τον κόσμον άπαντα, και αποδώση εκάστω κατά τα έργα αυτού. Αυτόν κηρύττομεν, Αυτόν ομολογούμεν αληθινόν Θεόν. Οι δε θεοί, οίτινες τον ουρανόν και την γην δεν εποίησαν, απολέσθωσαν, καθώς λέγει και ο Προφήτης Ιερεμίας». Ο βασιλεύς τότε διέταξε τους στρατιώτας, μετ’ οργής, να απλώσωσι κατά γης τον Δωρόθεον και να τον δείρωσι τοσούτον, ώστε ή να θυσιάση εις τους θεούς ή να αποθάνη από τον δαρμόν. Τότε οι στρατιώται, εκτελούντες την διαταγήν του βασιλέως, ήπλωσαν αυτόν και τον έτυπτον ανηλεώς, έως ότου απέκαμον. Ο δε Άγιος, έχων τον Χριστόν ενδυναμούντα αυτόν, ουδέ το παράπαν ελογίζετο τας βασάνους αυτών, μάλιστα δε εμυκτήριζε και περιεγέλα τα είδωλα ως κωφά και αναίσθητα. Τότε ιδών ο βασιλεύς ότι δεν νικάται ο πατήρ της Αγίας ούτε υπό των πληγών, ούτε υπό της κολακείας, αυτόν μεν και την σύζυγον αυτού Ευσεβίαν, την μητέρα της Αγίας Κυριακής, απέστειλεν εις τον άρχοντα της πόλεως Μελιτηνής, Ιούστον καλούμενον, ίνα εκείνος τιμωρήση αυτούς, ως ανηλεής και ανήμερος. Την δε Αγίαν Κυριακήν, βλέπων ωραίαν, απέστειλεν εις τον γαμβρόν αυτού, τον Μαξιμιανόν, όστις ευρίσκετο τότε εις την Νικομήδειαν, ίνα εκείνος ανακρίνη αυτήν. Και ο μεν άρχων Ιούστος, δις και τρις εξετάσας τους γονείς της Αγίας και μη δυνηθείς ούτε με τιμωρίας, ούτε με κολακείας, ούτε με άλλον τινά τρόπον να αποστρέψη αυτούς από της εις Χριστόν πίστεως, απέκοψε τας κεφαλάς αυτών δια ξίφους και ούτως έλαβε τέλος η ζωή αυτών. Ο δε Μαξιμιανός, δεξάμενος παρά των υπηρετών του πενθερού αυτού Διοκλητιανού την Αγίαν Κυριακήν, πρώτον μεν εθαύμασε το κάλλος αυτής, έπειτα δε, παρουσιάσας αυτήν επί του κριτηρίου αυτού, ήρξατο να λέγη προς αυτήν τοιαύτα : «Τούτο πρέπει να ηξεύρης, ω κόρη, ότι ο μέγας βασιλεύς Διοκλητιανός, διότι ελυπήθη το κάλλος σου, δεν ηθέλησε να σε τιμωρήση ως Χριστιανήν, αλλά σε απέστειλεν εδώ προς με· μη λοιπόν θελήσης μόνη σου να γίνης εχθρά του εαυτού σου και να παραδώσης τοιούτον σώμα εις τιμωρίας και βάσανα, αλλά προσκύνησον τους θεούς, να έχης την ζωήν σου και τότε όχι μόνον θα σου χαρίσω και άλλον πλούτον πλέον του πατρικού, αλλά και νύμφη θα γίνης του βασιλέως εις ένα συγγενή του». Και ο μεν βασιλεύς Μαξιμιανός τοιαύτα και άλλα περισσότερα είπε κολακεύων την Αγίαν, εκείνη δε απεκρίθη· «Μη νομίσης, ω βασιλεύ, ότι με τας τοιαύτας κολακείας ή με τους τοιούτους φοβερισμούς θέλω αρνηθή εγώ τον γλυκύτατόν μου Ιησούν Χριστόν, διότι δεν υπάρχει καμμία βάσανος, ούτε τιμωρία, ούτε παίδευσις, η οποία να με χωρίση από την αγάπην αυτού· όχι ο πατρικός μου πλούτος ή άλλος, τους οποίους θέλετε να μοι δώσητε, αλλά και αυτήν την επίγειον βασιλείαν σας εάν μου δώσητε δεν είναι δυνατόν να αρνηθώ εγώ την ευσέβειαν των πατέρων μου· αλλ’ ουδέ άλλον νυμφίον θέλω στέρξει να προτιμήσω εκτός του Χριστού μου, εις τον Οποίον εχάρισα τον εαυτόν μου, ίνα ζήσω και αποθάνω παρθένος». Ταύτα ως ήκουσεν ο Μαξιμιανός επλήσθη όλος θυμού, και παρευθύς διέταξε να τανύσωσι την Αγίαν εις τέσσαρα μέρη εκ των χειρών και των ποδών και να την δείρωσι με ωμά βούνευρα, έως ου ή να αρνηθή τον Χριστόν ή να αποθάνη εκ των βασάνων. Ταύτα ειπών ο βασιλεύς εκάθητο αναμένων το τέλος, διότι ήλπιζεν ότι ως ασθενεστάτη γυνή θέλει δειλιάσει εις τας βασάνους· η δε Αγία, ποιήσασα το σημείον του Σταυρού επί του σώματός της, οικειοθελώς μετά πάσης ευκοσμίας κατέπεσεν εις την γην. Τότε οι στρατιώται του βασιλέως, λαβόντες τα νεύρα εκείνα των βοών, τοσούτον ανηλεώς έτυπτον την Αγίαν, ώστε και δύο και τρεις φοράς ενηλλάχθησαν· και οι μεν στρατιώται ηγανάκτουν τύπτοντες αυτήν, η δε Αγία, έχουσα τον Χριστόν ενδυναμούντα αυτήν, ουδόλως εφαίνετο ότι εδάρη, αλλά τουναντίον τοσούτον έλαμπε το πρόσωπον αυτής, ως εάν ήτο εις τερπνόν και ωραίον περιβόλιον. Βλέπων ταύτα ο βασιλεύς και νομίζων ότι οι στρατιώται λυπούνται αυτήν και δεν την δέρουσι με όλην αυτών την δύναμιν, εβόησε προς αυτούς μετά μεγάλου θυμού· «Διατί, ω κάλιστοι στρατιώται λυπείσθε την υβρίστριαν των θεών»; Απεκρίθη η Αγία· «Μη πλανάσαι, Μαξιμιανέ, μηδέ νόμιζε ότι θέλεις με νικήσει με τας τοιαύτας τιμωρίας, διότι ο Χριστός μου ίσταται αόρατος και μοι δίδει δύναμιν, ώστε να μη συλλογίζωμαι τας βασάνους σου». Ως ήκουσε ταύτα ο βασιλεύς, εντραπείς τους περιεστώτας, ότι δεν ηδυνήθη να νικήση μίαν νέαν κόρην, καθώς εκείνην, εσκέφθη να στείλη αυτήν εις τον διοικητήν της Βιθυνίας, Ιλαρίωνα λεγόμενον. Η δε Βιθυνία είναι επαρχία της Χαλκηδόνος και των άλλων πέριξ πόλεων. Ήτο δε ο Ιλαρίων ούτος άνθρωπος θηριωδέστερος παντός αγρίου θηρίου, διότι τούτο πάντοτε εσκέπτετο, πώς να φανή πλέον φοβερώτερος εις τους Χριστιανούς από τους άλλους ηγεμόνας της Ανατολής. Αφ’ ενός μεν ενόμιζεν ότι τιμωρών τους Χριστιανούς, θέλει αρέσει εις τους θεούς των Ελλήνων, αφ’ ετέρου δε ότι θέλει ακουσθή και το όνομα αυτού εις τους άλλους βασιλείς και εις τους άλλους άρχοντας ως μέγα και πολύ. Εις αυτόν λοιπόν τον Ιλαρίωνα έστειλε την Αγίαν, έγραψε δε και γράμμα προς αυτόν, παραγγέλλων να φροντίση παντοιοτρόπως, όπως αποστρέψη την Αγίαν από της πίστεως των Χριστιανών· εάν δε κατορθώση τούτο, να αποστείλη αυτήν οπίσω προς αυτόν, αυτός δε θέλει τιμήσει και υψώσει αυτόν εις μεγαλύτερα αξιώματα. Αφού ο έπαρχος Ιλαρίων έλαβε το γράμμα του βασιλέως, εκάθισεν επί θρόνου φοβερού και διέταξε να φέρωσι την Αγίαν έμπροσθεν αυτού, εις την οποίαν είπεν· «Άρά γε γνωρίζεις, ω Κυριακή, διατί ο πολυχρονημένος βασιλεύς Μαξιμιανός σε έστειλεν εδώ προς ημάς; Βεβαίως δια την πολλήν ημερότητα και πραότητα, την οποίαν έχει· διότι λυπούμενος να βλέπη τιμωρούμενον τοιούτον ωραιότατον σώμα, σε απέστειλε προς ημάς τους πιστούς δούλους του· αλλά και ημείς αυτήν την γνώμην έχομεν, μάρτυρας δε έχω τους μεγάλους θεούς και τους περιεστώτας άρχοντας, ότι και εγώ εις πάντας τους υπακούοντας εις τους ορισμούς των βασιλέων είμαι φιλάνθρωπος. Μη λοιπόν θελήσης συ σήμερον να μετατρέψης την καλήν μου γνώμην, και να με δείξης ανήμερον και απάνθρωπον· διότι, εάν μείνης π΄λιν εις την προτέραν σου πλάνην, είναι ανάγκη να γίνω εχθρός σου και να σε τιμωρήσω με βασανιστήρια, τα οποία και μόνον ακουόμενα και θεωρούμενα καταπλήττουσι τον άνθρωπον, πολλώ μάλλον και να υποστή ταύτα». Ταύτα ως ήκουσεν η Αγία απεκρίθη προς αυτόν· «Μη νόμιζε, Ιλαρίων, ότι θέλω αλλάξει εγώ την προτέραν μου γνώμην και την ευσέβειαν, διότι ευκολώτερον είναι να μαλάξης τον σίδηρον, παρά να μεταβάλης τον σκοπόν μου· τούτο δε γνώριζε, ότι, εάν ο βασιλεύς Διοκλητιανός και Μαξιμιανός δεν ηδυνήθησαν να νικήσωσι την δύναμιν του Χριστού, πως θέλεις δυνηθή συ να με νικήσης; Δια τούτο μη ματαιοπονής λέγων τοιούτους λόγους, αλλά δοκίμασε και με το έργον να ίδης την δύναμιν του Χριστού μου». Τότε ο έπαρχος, ακούσας τούτους τους λόγους, διέταξε τους στρατιώτας να κρεμάσωσι την Αγίαν από τας τρίχας της κεφαλής, ούτω δε να μείνη κρεμαμένη πολλάς ώρας όχι δε μόνον να έχη ταύτην την βάσανον, αλλά και να κατακαίωσι το σώμα αυτής με ανημμένας λαμπάδας. Τοιουτοτρόπως λοιπόν τιμωρουμένη η Αγία υπέμεινε πάντα γενναίως υπέρ της αγάπης του Χριστού και ως αν έβλεπεν αυτήν μακρόθεν. Βλέπων δε ο Ιλαρίων ότι δεν κατορθώνει τίποτε, μάλλον δε ότι εγίνετο γενναιοτέρα η Αγία με τας τοιαύτας βασάνους, καθώς ο καλός σίδηρος εις το ύδωρ, διέταξε να καταβιβάσωσιν αυτήν και να την οδηγήσωσιν εις την φυλακήν. Κατά δε την νύκτα εις την φυλακήν φαίνεται ο Χριστός εις την Αγίαν, λέγων εις αυτήν· «Μη φοβού, Κυριακή, τας βασάνους, διότι η χάρις μου θέλει είναι μετά σου, να σε λυτρώνη από πάντα πειρασμόν». Ταύτα ειπών ο Χριστός και ιασάμενος τας πληγάς αυτής, ανελήφθη εις τους ουρανούς. Κατά δε την επαύριον, αποστείλας ο Ιλαρίων στρατιώτας, έφερε την Αγίαν εις το κριτήριον. Ως δε είδεν αυτήν όλως υγιά, εθαύμασε και είπε προς αυτήν. «Μοι φαίνεται, ότι όλοι οι περιεστώτες εννοούσι το ότι οι μεγάλοι θεοί πολύ σε αγαπώσι, διότι ιδού. Δια να λυπηθώσι την ωραιότητά σου, ιάτρευσαν τας πληγάς σου, δια να μη έχης ασχημίαν τινά. Μη λοιπόν φανής αχάριστος προς αυτούς, αλλ’ ελθέ μετ’ εμού εις τον ναόν αυτών και προσκύνησον αυτούς». Ως ήκουσε ταύτα, απεκρίθη η Αγία· «Δεν είναι οι θεοί σου, Ιλαρίων, εκείνοι οι οποίοι έδωκαν εις εμέ την υγείαν μου, αλλ’ ο Χριστός μου, ο αληθής Θεός, τον οποίον πιστεύω και προσκυνώ. Αλλ’ επειδή θέλεις να μεταβώμεν εις τον ναόν των θεών σου, ας υπάγωμεν να ίδωμεν ποίους θεούς λέγεις να προσκυνήσω». Ταύτα ακούσας ο Ιλαρίων εχάρη, διότι ενόμισεν ότι η Αγία μετενόησεν. Αφ’ ου δε εισήλθον εις τον ναόν, η Αγία έκλινε τα γόνατα και είπε προσευχομένη· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός μου, ο μόνος έχων την εξουσίαν του ουρανού και της γης, επάκουσόν μου της δούλης Σου και ας κρημνισθώσι τα είδωλα ταύτα, τα άψυχα, ίνα γνωρίσωσιν οι περιεστώτες ότι Συ ει μόνος αληθινός Θεός». Ταύτα της Αγίας ειπούσης, ευθύς σεισμός μέγας εγένετο και εκρημνίσθησαν πάντα τα είδωλα, και συνετρίβησαν εις τεμάχια, οπότε ελθών ισχυρός ανεμοστρόβιλος διεσκόρπισε ταύτα. Τότε οι μεν άλλοι Έλληνες εφοβήθησαν και φεύγοντες εξήλθον του ναού. Μόνον ο έπαρχος Ιλαρίων, αντί να πιστεύση εις τον Χριστόν, ίστατο και εβλασφήμει κατ’ υτού ως αφανίσαντος τους θεούς του. Αλλ’ επήλθεν εις αυτόν σύντομος η θεία δίκη, διότι, αστραπή εκ του ουρανού πεσούσα, κατέκαυσε το πρόσωπον αυτού και ευθύς, πεσών κατά γης, απέθανεν. Ούτω κακώς αποθανών ο κάκιστος Ιλαρίων, απήλθεν εις την αιώνιον κόλασιν. Μετά τον θάνατον του Ιλαρίωνος ήλθεν άλλος έπαρχος εις την Βιθυνίαν, Απολλώνιος ονόματι, όστις, ακούσας περί της Αγίας Κυριακής, ότι κηρύττει παρρησία τον Χριστόν και ότι διδάσκει τους ανθρώπους να επιστρέφωσιν εις Αυτόν, απέστειλε στρατιώτας, οίτινες συνέλαβον αυτήν. Ως δε ωδηγήθη προ αυτού, αυτός, πότε με κολακείας και πότε με απειλάς, ήρχισε να συζητή μετ’ αυτής. Αλλ’ η Αγία, εις ουδέν λογιζομένη τους τοιούτους λόγους, τον μεν Χριστόν ωμολόγει Θεόν αληθινόν, τα δε είδωλα εμυκτήριζε. Τότε, θυμωθείς ο Απολλώνιος, διέταξε να ανάψωσι πυράν μεγάλην και να ρίψωσιν εντός αυτής την Αγίαν. Τι όμως συνέβη μετά ταύτα; Ο Θεός, ο διαφυλάξας τους τρεις παίδας εν τη καμίνω, ίνα μη κατακαώσιν, εθαυματούργησε και τώρα εις την Αγίαν. Διότι, ενώ η Αγία προσηύχετο, βροχή μεγάλη καταπεσούσα, χωρίς να είναι πρότερον ουδέν νέφος εις τον ουρανόν, έσβεσεν ευθύς την φλόγα εκείνην. Ως είδεν ο Απολλώνιος ότι η Αγία ουδέν έπαθεν εκ του πυρός, διέταξε να φέρωσι δύο λέοντας και να απολύσωσιν αυτούς κατ’ αυτής εν τω μέσω του συνεδρίου. Αλλ’ ο Θεός, ο ημερώσας ποτέ τους λέοντας εν τω λάκκω της Βαβυλώνος, ώστε να μη καταφάγωσι τον Δανιήλ, Αυτός και τότε διεφύλαξε την Αγίαν. Διότι οι λέοντες εκείνοι, κατ’ αρχάς μεν ώρμησαν μετ’ αγρίας λύσσης, κατόπιν δε, όταν επλησίασαν την Αγίαν, ευθύς εξημερώθησαν ως αρνία και πεσόντες παρά τους πόδας αυτής, εκυλίοντο παίζοντες. Όθεν πολλοί των περιεστώτων, ιδόντες το παράδοξον τούτο θαύμα, επίστευσαν εις τον Χριστόν. Τούτους απαξάπαντας ο έπαρχος Απολλώνιος εθανάτωσεν, άλλους μεν φονεύσας δια του ξίφους, άλλους ρίψας εις την θάλασσαν, την δε Αγίαν διέταξε να κλείσωσιν εις την φυλακήν, έως ότου συλλογισθή ο μιαρώτατος με ποίαν βάσανον να θανατώση αυτήν. Την επαύριον, αφού εκάθισεν ο Απολλώνιος επί του βήματος, είπε και ωδήγησαν προ αυτού την Αγίαν, και πρώτον ήρχισεν να κολακεύη ταύτην, λέγων· «Εγώ, ω Κυριακή, μα την δύναμιν των μεγάλων θεών, και την νεότητά σου λυπούμαι, και το κάλλος σου θαυμάζω, και δια τούτο έως της στιγμής αυτής ελπίζω πάντοτε να επιστρέψης από την ματαίαν θρησκείαν των Χριστιανών. Λοιπόν μη προτιμήσης να χάσης ταύτην την γλυκυτάτην ζωήν δια της επιμονής σου, αλλά γενού υπήκοος εις τους βασιλικούς ορισμούς και θυσίασε εις τους μεγάλους και αθανάτους θεούς, οι οποίοι σοι έδωκαν την καλλονήν ταύτην, ίνα και οι βασιλείς, όταν πληροφορηθώσι την επιστροφήν σου, ευφρανθώσι μεγάλως και σε ανταμείψωσι με πλουσίας δωρεάς». Ταύτα και άλλα πλείονα λέγων ο έπαρχος, ενόμιζεν ότι δια τούτων θέλει καταπείσει την Αγίαν. Όμως η μακαρία Κυριακή, ατενίσασα εις αυτόν και μεγάλως στενάξασα, απεκρίθη· «Υιέ διαβόλου, εχθρέ πάσης δικαιοσύνης, με τοιαύτας κολακείας θέλεις να μεταστρέψης την ιδικήν μου γνώμην; Με τοιαύτας ψευδολογίας θέλεις να με χωρίσης του γλυκυτάτου μου Ιησού Χριστού; Γνώρισε, ασεβέστατε, ότι ούτε θάνατος, ούτε ζωή, ούτε τιμωρία, ούτε πλούτος, ούτε πτωχεία, ούτε άλλο τι δύναται να με χωρίση της αγάπης Αυτού. Μη λοιπόν κοπιάς ματαίως, έχων τοιαύτην ελπίδα να αρνηθώ εγώ τον Χριστόν μου και να επιστρέψω εις την πεπλανημένην θρησκείαν σου· διότι και εις το πυρ αν με βάλης και εις θηρία αν με παραδώσης, ή εις θάλασσαν με ρίψης, ή δια ξίφους με φονεύσης, δεν θέλεις δυνηθή να μεταστρέψης την γνώμην μου. Διότι, εάν μεν εις το πυρ με ρίψης, έχω τους τρεις παίδας παράδειγμα και δεν θέλω φοβηθή· εάν με παραδώσης εις τα θηρία, έχω τον Προφήτην Δανιήλ εις παρηγορίαν· εάν εις την θάλασσαν με ρίψης, ενθυμουμένη τον Προφήτην Ιωνάν, τον οποίον εφύλαξεν ο Θεός, δεν θέλω δειλιάσει· εάν με ξίφος με φονεύσης, θέλω μιμηθή τον τίμιον Πρόδρομον. Τι λοιπόν με φοβερίζεις με τον πρόσκαιρον θάνατον, ο οποίος είναι ζωή ιδική μου; Τι μου υπόσχεσαι τιμήν, η οποία είναι ατιμία δι’ εμέ; Εγώ μίαν ζωήν έχω, μίαν τιμήν, μίαν ανάπαυσιν, μίαν χαράν, τον υπέρ Χριστού θάνατον· τας δε ιδικάς σου τιμάς και αναπαύσεις και τον μάταιον πλούτον ακόμη λογίζομαι όσον κι τον πηλόν της γης». Ταύτα ως ήκουσεν ο έπαρχος Απολλώνιος, και βλέπων ότι δεν δύναται παντελώς ούτε με κολακείας, ούτε με απειλάς, ούτε με άλλον τινά τρόπον να καταπείση αυτήν, απεφάσισε κατ’ αυτής τον δια ξίφους θάνατον. Λαβόντες λοιπόν αυτήν οι δήμιοι εξήγαγον έξω της πόλεως, ίνα αποκεφαλίσωσιν αυτήν. Ότε δε έφθασαν εις τον τόπον της καταδίκης, παρεκάλεσεν η Αγία ίνα αφήσωσιν αυτήν ολίγην ώραν ίνα προσευχηθή εις τον Θεόν· εκείνοι δε υπακούσαντες άφησαν αυτήν. Τότε η Αγία, κλίνασα τα γόνατα αυτής, και τας μεν χείρας υψώσασα εις τον ουρανόν, τον δε νουν προς τον Θεόν, προσευχομένη έλεγε· «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του αθανάτου Πατρός, ο υπό των ουρανίων δυνάμεων συν Πατρί τε και Πνεύματι ανυμνούμενος, Ον είδεν ουδείς ανθρώπων ουδέ ιδείν δύναται κατά την Θεότητα, ο ευδοκήσας κατελθείν επί της γης, και φανήναι τοις ανθρώποις κατά σάρκα, ο και εμέ την ταπεινήν και αναξίαν δούλην σου ενδυναμώσας βαστάσαι σου το άγιον όνομα ενώπιον βασιλέων και τυράννων, ο διαφυλάξας με παρθένον αγνήν μέχρι της ημέρας ταύτης. Συ δεσπόζεις του ουρανού και της γης, συ υπάρχεις ζωής και θανάτου εξουσιαστής, συ είσαι των ψυχών και σωμάτων δημιουργός, συ παράλαβε και την ιδικήν μου ψυχήν, και κατάταξον αυτήν μετά των φρονίμων παρθένων· ου γαρ έσβεσα τον λύχνον της παρθενίας, ως αι μωραί παρθένοι, ουκ ενύσταξεν η ψυχή μου από ακηδίας εις την οδόν του κόσμου τούτου· οπίσω σου έδραμον και Σοι ηκολούθησα· εν τη οδώ των μαρτυρίων σου επορεύθην. Λοιπόν δέξαι το πνεύμα μου εις τας χείρας Σου, και ανάπαυσον αυτό ένθα εστίν η των ευφραινομένων πάντων κατοικία εν Σοι. Σύνταξόν με εν τη αθανάτω Σου τρυφή μετά των γονέων μου, των προαθλησάντων υπέρ του Ονόματός Σου. Μνήσθητι και των επικαλουμένων το Όνομά Σου το Άγιον δι’ εμού της δούλης Σου εν καιρώ θλίψεως. Μνήσθητι των επιτελούντων την μνήμην της εμής τελειώσεως. Αντάμειψον αυτούς με τα πλούσιά σου χαρίσματα. Επάκουσον της προσευχής αυτών εν ημέρα δεήσεως. Πλήρωσον τα προς σωτηρίαν αυτών αιτήματα, ίνα και εν τούτοις δοξασθή το Όνομά Σου το Άγιον, ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν». Ταύτα της Αγίας προσευχομένης, Άγγελοι φωτεινοί παρέλαβον την αγίαν αυτής ψυχήν. Ιδόντες δε οι δήμιοι και οι περιεστώτες ότι ομού με την φωνήν παρέδωκε και την ψυχήν της εκουσίως, εξεπλάγησαν λέγοντες· «Μέγας είναι ο Θεός των Χριστιανών, ότι έχει την εξουσίαν της ζωής και του θανάτου· διότι, εάν δεν ήθελεν αύτη με το θέλημά της να αποθάνη, εξ άπαντος ήθελε νικήσει και το ξίφος, καθώς και πρότερον ενίκησε το πυρ και τους λέοντας». Ως δε έμελλον ούτοι να επιστρέψουν εις τον έπαρχον Απολλώνιον, ίνα είπωσιν εις αυτόν τα συμβάντα, φωνή ηκούσθη αοράτως λέγουσα· «Πορεύεσθε, αδελφοί, και διηγείσθε πάσι του Θεού τα μεγαλεία». Και οι μεν υπηρέται πορευθέντες απήγγειλαν τω Απολλωνίω πάντα καταλεπτώς. Χριστιανοί δε τινες, κεκρυμμένοι δια τον φόβον των Ελλήνων, έλαβον το λείψανον της Αγίας και ενεταφίασαν εις επίσημον τόπον, δοξάζοντες και ευλογούντες τον Θεόν. Αυτό είναι το μαρτύριον της Αγίας Κυριακής, ευλογημένοι Χριστανοί· ούτως ηγωνίσθη, ούτως ετελειώθη, ούτως έτυχε και της αδιαδόχου βασιλείας των ουρανών. Λοιπόν και ημείς, οίτινες εορτάζομεν την μνήμην αυτής και θέλομεν να δεχθή ο Θεός την πανήγυρίν μας, ας μη καμνωμεν πράγματα, τα οποία έκαμνον οι Έλληνες εις τας πανηγύρεις αυτών, δηλαδή χορούς, παιγνίδια, άσματα και άλλα δαιμονικά έργα, αλλά μετά συντετριμμένης καρδίας, μετά καθαρού συνειδότος ας πανηγυρίσωμεν και ας εορτάσωμεν την μνήμην της Αγίας. Μη στολιζώμεθα άνδρες τε και γυναίκες, ότι γη είμεθα και εις την γην θα υπάγη το σώμα μας· μη υπερηφανευώμεθα δια ενδύματα και κοσμήματα, διότι ο θάνατος μάς περιμένει· μη πορνεύωμεν και μιαινώμεθα, διότι το πυρ το αιώνιον ετοιμάζεται δια τους τοιούτους· μη πολυπίνωμεν και μεθύωμεν, διότι θέλομεν διψήσει εις το πυρ το άσβεστον μετά του πλουσίου. Τι κερδαίνομεν από την μέθην; Τι καλόν αποκτά η ψυχή μας, εάν πολυφάγωμεν και κακώς εξοδεύωμεν; Πόσοι επέρασαν τοιαύτας ημέρας, ως την σήμερον, με παιχνίδια, με χορούς, μεθυσμένοι, εξωδιασμένοι; Αλλά τώρα είναι χώμα και κόνις εις την γην· δια τούτο καλότυχοι είναι όσοι έκαμον καλόν εις την ψυχήν των. Τους γυμνούς ας ενδύσωμεν, τους πεινώντας ας χορτάσωμεν, τους διψώντας ας ποτίσωμεν, τους ασθενείς ας επισκεπτώμεθα, τους φυλκισμένους ας οικονομώμεν, και τους ξένους ας δεχώμεθα, και τότε θα δεχθή ο Θεός την εορτήν μας, τότε θα χαρώσιν οι Άγγελοι και θα λυπηθώσιν οι δαίμονες. Διότι τι το όφελος, αδελφοί μου, εάν πολυφάγωμεν ημείς και οι πτωχοί πεινώσι; Τι το κέρδος, εάν πολυπίνωμεν ημείς και οι αδελφοί του Χριστού διψώσι; Μία είναι η καθολική ανάπαυσις, η Βασιλεία των ουρανών, η αιώνιος ζωή, η απόλαυσις των μελλόντων αγαθών· τα δε άλλα είναι ως σκιά, ως καπνός και ως όνειρον. Λοιπόν, αδελφοί, ας εργασθώμεν καλώς τα πρόσκαιρα, δια να κληρονομήσωμεν τα αθάνατα· ας ποιήσωμεν τα ολιγοχρόνια, δια να κληρονομήσωμεν τα αιώνια. Η αρετή είναι ολιγοχρόνιος, αλλ’ η Βασιλεία των ουρανών είναι αιώνιος· η ζωή μας είναι πρόσκαιρος, αλλ’ η μέλλουσα ανάπαυσις είναι αθάνατος. Έκαστος Χριστιανός ας κτίση τον οίκον της ψυχής του, καθώς δύναται, και καθώς προαιρείται, ας σπουδάση να ποιήση το αγαθόν, ας βάλη θεμέλιον την εξομολόγησιν, ας κτίση τοίχον με τας αρετάς, ας το σκεπάση με την χάριν του Θεού· προθυμίαν μόνον θέλει ο Θεός από τον άνθρωπον και αυτός το τελειώνει. Μη θαρρώμεν, ότι χωρίς το θέλημα του Θεού κατορθώνομεν τίποτε· διότι, εάν μη Κύριος οικοδομήση οίκον, εις μάτην εκοπίασαν οι οικοδομούντες. Ημείς ας επιχειρήσωμεν· ημείς, επικαλεσθέντες την βοήθειαν του Θεού, ας αρχίσωμεν, και Αυτός είναι βοηθός, Αυτός κτίστης, Αυτός δημιουργός, Αυτός και τελειωτής. Ταύτα ας έχωμεν κατά νουν, ευλογημένοι Χριστιανοί, ταύτα ας συλλογιζώμεθα νύκτα και ημέραν, και ταύτα ο εις τον άλλον ας διδάσκωμεν. Ταύτα ας διδάσκη ο ανήρ την εαυτού γυναίκα· οι γέροντες τους παίδας· οι πατέρες τους υιούς· αι μητέρες τας θυγατέρας· οι ιερείς τους εαυτών ενορίτας· οι Επίσκοποι τους ιερείς· ο εις τον άλλον ας παρακινώμεν εις το αγαθόν· ο εις τον άλλον ας προτρέπωμεν εις την αρετήν, διότι αυτόν τον δρόμον περιεπάτησαν οι Άγιοι, αυτά εσπούδασαν να κατορθώσωσι. Δια τούτο και εκ Θεού ετιμήθησαν και εξ ανθρώπων· δια τούτο απέλαβον και τα άρρητα και αιώνια αγαθά, α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν Αυτόν, ως λέγει ο Απ. Παύλος. Και ημείς λοιπόν, δια να ευφράνωμεν τον Θεόν, και να τιμήσωμεν τους Αγίους, αυτά ας σπουδάσωμεν να κατορθώσωμεν, ίνα, ούτω πολιτευόμενοι, εδώ μεν περάσωμεν ζωήν ειρηνικήν, ασκανδάλιστον και απείραστον από εχθρούς ψυχικούς και σωματικούς, εκεί δε καταξιωθώμεν της Βασιλείας των ουρανών μετά πάντων των Αγίων· ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Η΄ (8η) Ιουλίου, μνήμη του Αγίου ενδόξου Μεγαλομάρτυρος ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ.

Δημοσίευση από silver »


Ότε εβασίλευεν ο ασεβέστατος Διοκλητιανός, αγριώτατα εφέρετο προς τους Χριστιανούς και δεινότατος πολέμιος αυτών εγένετο. Διότι άλλον σκοπόν δεν είχον άπαντες, ηγεμόνες και άρχοντες, ειμή μόνον να εκριζώσουν την ευσέβειαν και να αφανίσουν τους Χριστιανούς, οι άχρηστοι. Επειδή ο παράνομος αυτοκράτωρ έστειλεν εις όλην την οικουμένην προστάγματα, τα οποία έγραφον εις τους αρχηγούς να φροντίσουν με πάσαν επιμέλειαν την τοιαύτην υπόθεσιν. Εξόχως δε έγραψε δόγμα κατά της πόλεως Αιλιέων ταύτα λέγων· «Ο μέγας βασιλεύς και αυτοκράτωρ Διοκλητιανός προστάσσω όλους εκείνους, οίτινες εις εμέ υποτάσσονται, να σπουδάζουν επιμελώς να θεραπεύουν τους μεγάλους και ανικήτους θεούς, να κτίζουν εις αυτούς ναούς, να τους εορτάζουν και να θυσιάζουν καθ’ εκάστην ενώπιον παντός του λαού με την πρέπουσαν παρρησίαν. Και όσοι δεν υποταχθούν εις τούτο το πρόσταγμα, να λαμβάνουν κακόν και επώδυνον θάνατον. Όσοι δε πάλιν φανώσι προς ημάς και προς τους θεούς ευγνώμονες, να απολαμβάνουν πολλών δωρεών». Ταύτα αφ’ ου έγραψεν ο τύραννος, απέστειλε τον Μαξιμιανόν εις τα έθνη τα εκείθεν των Άλπεων και τον Γαλέριον εις την Περσίαν. Ούτος δε, συνάξας τους ικανωτέρους στρατιώτας, απήλθεν εις την Αίγυπτον, όπου είχε πόλεμον μετά τινος γενναίου, Αχιλλέως ονόματι, ο οποίος εζήτει να γίνη βασιλεύς τυραννικώς. Αλλ’ ο Διοκλητιανός ενίκησεν αυτόν. Έπειτα, ερχόμενος εις την Αντιόχειαν, επληροφορήθη ότι οι περισσότεροι των κατοίκων ταύτης της πόλεως επίστευσαν εις τον Χριστόν, καταφρονούντες τα είδωλα. Ούτω δε γράφει και ο θεηγόρος Λουκάς εις τας Πράξεις των Αποστόλων. Ότι, δηλαδή, πρότερον εξ όλων των χωρών ο Χριστός ωνομάσθη Θεός εις την Αντιόχειαν. Ταύτα και ο Διοκλητιανός ακούσας εθυμώθη σφόδρα, ο ανόητος. Αλλά δεν ηθέλησε τότε να ερευνήση ταύτα, διότι είχε πόθον να υπάγη πρώτον εις την Δάφνην, να προσκυνήση τον Απόλλωνα, προς τον οποίον εθυσίασε βόας χιλίους, ο μωρός και ανόητος. Έπειτα, ως επέστρεψεν εις την Αντιόχειαν, υπεδέχθησαν αυτόν άπαντες με πολλήν τιμήν, επειδή έπρεπε να τον τιμήσουν ως βασιλέα. Εις ταύτην την πόλιν της Αντιοχείας έζη μία ευγενής γυνή, Θεοδοσία ονόματι, συγκλητική το αξίωμα, εκ των πρώτων αρχοντισσών της πόλεως, ήτις είχε πλούτον πολύν και ένα υιόν, Νεανίαν καλούμενον. Αλλ’ ήτο χήρα και προσεκύνει τα είδωλα. Ο δε ανήρ αυτής εκαλείτο Χριστοφόρος κατά το όνομα και την πράξιν, όστις και απέθανεν εις την ευσέβειαν. Αλλ’ ο Νεανίας ανετράφη και εδιδάχθη παρά της μητρός, μετά την τελευτήν του πατρός. Όθεν επίστευε και αυτός εις τα είδωλα, καθώς αυτή τον εδίδαξεν. Έχουσα δε πόθον η Θεοδοσία να τιμήση ο βασιλεύς τον υιόν της, μετέβη προς αυτόν, προς τον οποίον, παραδώσασα χρυσίον πολύ, παρεκάλει να δώση εις τον υιόν της μέγα αξίωμα. Ο Διοκλητιανός τότε, εξετάσας ακριβώς τον Νεανίαν, και ιδών ότι ήτο πολύ φρόνιμος και καλώς κατηρτισμένος εις την Ελληνικήν παιδείαν και ότι δεν προσεκύνει τον Χριστόν, ως ο πατήρ του, αλλ’ είχεν εις τα άψυχα ξόανα πολλήν ευλάβειαν, έλαβε το χρυσίον από την μητέρα του και ωνόμασεν αυτόν δούκα εις όλην την Αλεξάνδρειαν. Εις την οποίαν και τον απέστειλε, παραχωρήσας συνοδείαν στρατιωτών εκ δύο ταγμάτων και προστάσσων αυτόν, όσους Χριστιανούς εύρη και δεν αρνηθούν τον Εσταυρωμένον, πρώτον να αρπάζη όλα τα πράγματα και τα υπάρχοντα αυτών και έπειτα με πολλά βασανιστήρια να δίδη εις αυτούς πικρόν και επώδυνον θάνατον. Ενώ δε ο Νεανίας απήρχετο μεθ’ όλου του πλήθους των στρατιωτών προς την Αλεξάνδρειαν, κινών την κεφαλήν κατά των Χριστιανών και πνέων κατ’ αυτών εκδίκησιν, ως ανόητος, έτυχε τον καιρόν εκείνον ο ήλιος να καίη πολύ την ημέραν. Όθεν μη δυνάμενος να περιπατή την ημέραν, διότι οι ίπποι εδίψων πολύ και εκινδύνευον να αποθάνουν, ηναγκάζετο να οδοιπορή καθ’ όλην την νύκτα δι’ ολιγώτερον κόπον. Όταν έφθασαν εις την Απάμειαν της Συρίας, εξήλθεν όλη η πόλις και με πολλήν τιμήν προϋπήντησαν αυτόν κατά την σθνήθειαν. Έπειτα το εσπέρας ανεχώρησαν εκείθεν και πορευόμενοι τον δρόμον των, όταν διήνυσαν τριάκοντα στάδια, την τρίτην ώραν της νυκτός εγένετο σεισμός και κεραυνός κατέπεσε φοβερώτατος, εκ δε της αστραπής εξήλθε φωνή μεγάλη, λέγουσα· «Νεανία, που θελεις να υπάγης και κατά τίνος μάχεσαι»; Ταύτα ακούσαντες πάντες ετρόμαξαν. Ο δε Νεανίς ωμολόγησε με γνώμην ελευθέραν, τοιαύτα ειπών· «Ο βασιλεύς με διώρισε δούκα Αλεξανδρείας και με απέστειλεν εκεί να θανατώσω άπαντας τους Χριστιανούς, όσοι πιστεύουσι τον Εσταυρωμένον και να στερήσω τούτους εξ όλων των πραγμάτων των». Τότε πάλιν απεκρίθη ο Κύριος, λέγων· «Λοιπόν ήλθες και συ να με πολεμήσης»; Ο Νεανίας τότε απήντησε· «Τις είσαι, Κύριε; Διότι δεν ημπορώ να σε εννοήσω». Τότε εφάνη εις αυτόν εις Σταυρός εκ κρυστάλλου και φωνή εξήλθεν εκ του Σταυρού, λέγουσα· «Εγώ είμαι Ιησούς ο Εσταυρωμένος, ο Υιός του Θεού». Ο δε Νεανίας, ταύτα ακούσας, ηρώτησεν: «Εάν είσαι Υιός του Θεού, διατί σε κατεδίκασαν εις θάνατον οι αρχιερείς των Εβραίων και πως κατεδέχθης να σε ποτίσουν όξος και χολήν»; Και πάλιν η φωνή είπε: «Νεανία, επειδή μέλλεις να γίνης και συ σκεύος μου εκλελεγμένον, άκουσον το μυστήριον της οικονομίας μου. Γίνωσκε λοιπόν ότι δια την σωτηρίαν των ανθρώπων έπαθον ταύτα εκουσίως, διότι εάν εγώ δεν απέθνησκον επί του Σταυρού, ο κόσμος δεν θα εσώζετο». Δια των λόγων τούτων ο Χριστός επλήρωσε την ψυχήν του νέου ευφροσύνης και αγαλλιάσεως. Έπειτα είπε προς αυτόν: «Δια του τύπου τούτου του Σταυρού, τον οποίον σου έδειξα, θέλεις νικήσει τους πολεμούντας σε και ας είναι η ειρήνη και αγάπη μου μετά σου». Τότε, ο μεν Ιησούς ανήλθεν εις τα ουράνια, ο δε Νεανίας και οι λοιποί έμειναν χαίροντες. Επορεύθη λοιπόν ο Νεανίας εις την Σκυθόπολιν όπου συναθροίσας όλους τους χρυσοχόους, είπεν εις αυτούς: «Έχω πόθον να μου κατασκευάσητε με πάσαν επιμέλειαν εν σκεύος πολύτιμον. Όστις λοιπόν είναι ο καλλίτερος τεχνίτης να κατασκευάση τούτο πολύ ωραίον και θα του δώσω όσα αργύρια μου ζητήση». Οι δε χρυσοχόοι έδειξαν εις αυτόν ένα ονομαζόμενον Μάρκον, όστις εγνώριζε την τέχνην καλώς, ειπόντες: Ούτος είναι άξιος να εργασθή κατά τον πόθον σου. Τότε ο Νεανίας εκάλεσε μόνον τον Μάρκον εις το δωμάτιόν του κρυφίως και παρήγγειλεν εις αυτόν να κατασκευάση ένα Σταυρόν, καθώς είδεν αυτόν εις την θείαν οπτασίαν. Ο δε Μάρκος είπε: «Φοβούμαι να τον κατασκευάσω, διότι, εάν το μάθη ο βασιλεύς, θα με θανατώση». Ο Νεανίας τότε ώμοσεν όρκους φοβερούς να τον φυλάττη κρυφά και να μη ομολογήση τίποτα εις ουδένα. Όθεν ο Μάρκος ησφαλίσθη εις την οικίαν του Νεανίου και κατεσκεύασε κρυφίως τον Σταυρόν. Και όταν ετελείωσεν αυτόν, είδεν εν εξαίσιον θέαμα. Ανεφάνησαν εις τον Σταυρόν εκείνον τρεις εικόνες, ήτοι μορφαί με εβραϊκά γράμματα, άτινα έγραφον εις μεν το επάνω μέρος: «Του Δεσπότου η μόρφωσις». Εις το δεξιόν εφαίνετο εις Άγγελος και εγράφετο «Μιχαήλ» και εις το αριστερόν «Γαβριήλ». Τας οποίας εικόνας με επιμονήν προσεπάθησε να εξαλείψη ο χρυσοχόος και όχι μόνον δεν ηδυνήθη, αλλά μάλλον εμαράνθη η χειρ του και έμεινεν ανενέργητος. Μεταβάς δε μίαν νύκτα ο Νεανίας να ίδη εάν ετελείωσεν ο Σταυρός και ιδών τούτον εχάρη πολύ και ευθύς προσεκύνησεν αυτόν, ερωτήσας δε δια τα μορφώματα και τα γράμματα, τι εσήμαινον, έλαβε την απάντησιν ότι δεν εγνώριζεν ο Μάρκος, επειδή αυτός δεν κατεσκεύασε ταύτα, αλλά μόνα των, με τρόπον θαυμάσιον, ετυπώθησαν. Τότε ο Νεανίας, ως γνωστικός, ηννόησεν ότι ταύτα εγένοντο εκ θεϊκής ενεργείας, και πεσών επί της γης προσεκύνησεν αυτά με πολλήν ευλάβειαν. Έπειτα έδωκε του χρυσοχόου πολλά εργύρια με φιλότιμον γνώμην, ευχαριστών αυτόν και τυλίξας τον Σταυρόν με πορφύραν πολύτιμον ανεχώρησεν ομού μετά των στρατιωτών αυτού δια την πόλιν Αλεξάνδρειαν. Έτυχε δε να ευρεθή εκεί εις μίαν μεγάλην ανάγκην, λυτρώσας πολλάς γυναίκας από την αισχύνην και τον ψυχικόν θάνατον. Διότι εκείνον τον καιρόν όλοι οι Αγαρηνοί ήρπαζον δυναστικώς τας θυγατέρας των επισήμων ανδρών και έκαμνον ταύτας συζύγους των, οι μιαρώτατοι. Μη δυνάμενοι δε οι γονείς να εναντιωθούν, έκλαιον δια την τοιαύτην συμφοράν και ευρίσκοντο εις απορίαν τι να πράξουν. Καθώς δε έφθασαν οι βαρβαροι εις την συνοικίαν όπου διέμενεν ο Νεανίας, ίνα αρπάσουν και εκείθεν όσα κοράσια εύρισκον, συνηθροίσθησαν οι πολίται και εδέοντο του νέου δουκός να συμπονέση εις την συμφοράν των και να πολεμήση τους αδίκους εκείνους, ως δίκαιος. Ο δε Νεανίας, ως συμπαθής και εύσπλαγχνος, ελυπήθη τα δάκρυά των και τρέχει παρευθύς με τους στρατιώτας του, κρατών τον τίμιον Σταυρόν, εις τον οποίον είχε τας ελπίδας του περισσότερον παρ’ όσον είχεν ο Ηρακλής και ο Αχιλλεύς εις το ξίφος. Και καθώς ήθελε να κτυπήση τους βαρβάρους είπε ταύτα με θάρρος και πίστιν, ο αξιοϋμνητος: «Τώρα θέλω γνωρίσει εάν είσαι Υιός του Θεού του ζώντος Συ, όστις εφάνης καθ’ οδόν και με συνεβούλευσες τα σωτήρια». Ταύτα δε ειπών, ήκουσε φωνήν εξ ουρανού λέγουσα: «Έχε θάρρος, διότι εγώ είμαι Κύριος ο Θεός σου, και είμαι μετά σου». Τούτο ακούσας έλαβε θάρρος και είπεν εις τους στρατιώτας του. «Ας πολεμήσωμεν τους εχθρούς επειδή, με την δύναμιν του Εσταυρωμένου τούτου, ελπίζω να τους νικήσωμεν». Και ο λόγος του έργον εγένετο. Διότι τόσος φόβος ενέσκηψεν εις τους βαρβάρους, ώστε εκόπτοντο ως τα χόρτα και δεν ηδύνατο τις να αντισταθή εις τον πόλεμον, αλλ’ έπιπτον εις την γην νενικημένοι. Ούτως εφονεύθησαν περισσότεροι από εξ χιλιάδας. Και το θαυμασιώτερον, ότι εκ των στρατιωτών του Νεανίου όχι μόνον ουδείς εφονεύθη, αλλ’ ουδέ κατ’ ελάχιστον επληγώθη. Όθεν ο Νεανίας ενίκησε χωρίς δάκρυ, με του Εσταυρωμένου την δύναμιν. Τότε ο Νεανίας διεμήνυσεν εις την μητέρα του τας καλάς ειδήσεις, ήτις ελθούσα και ακούσασα πρότερον τας ανδραγαθίας του υιού αυτής εχάρη και τον εδέχθη με πολλήν αγαλλίασιν, καταφιλούσα δε τούτον, ως μήτηρ φιλότεκνος, έλεγε: «Πρέπει να ευχαριστήσης τους θεούς τέκνον μου, τους οποίους παρεκάλεσα, όταν ήρχισες τον αγώνα, και σου έδωσαν τα νικητήρια». Είπε τότε ο Νεανίας· «Ευλογημένος να είναι ο αληθινός Θεός, ο δώσας μοι την βοήθειαν». Εκείνη δε απεκρίθη· «Μη λέγης, τέκνον μου γλυκύτατον, ότι σε εβοήθησεν ένας Θεός, δια να μη οργισθούν οι άλλοι και σε κακοποιήσωσι». Τότε ο Νεανίας, έχων πόθον να επιστρέψη την μητέρα του προς την ευσέβειαν, ίνα δώση εις ταύτην το ευ είναι, καθώς εκείνη προσέφερεν εις αυτόν το απλώς είναι, ενουθέτησε ταύτην δια λόγων σωτηρίων να μισήση την προτέραν πλάνην. Δια να βεβαιωθή δε την αλήθειαν, έφερεν αυτήν εις το δωμάτιόν της, όπου είχε τα μιαρά είδωλα, και είπε προς αυτά ο μακάριος· «Σας ερωτώ, τις μου έδωκε την νίκην; Εάν είσθε θεοί, αποκριθήτέ μοι». Εκείνα, ευλόγως, έμειναν άφωνα ως λίθοι. Τότε λέγει προς την μητέρα· «Βλέπεις, ότι δεν δύνανται ούτε να αποκριθώσιν»; Η δε είπε· «Δεν απεκρίθησαν, διότι δεν τους ηρώτησες με ευλάβειαν, αλλά τους περιγελάς». Είπε τότε ο Άγιος· «Λοιπόν ερώτησέ τους συ ευλαβώς, δια να σου δώσουν απόκρισιν». Ευθύς η γυνή προσεκύνησε τα είδωλα, ούτω λέγουσα· «Παρακαλώ σας, θεοί επουράνιοι, Ζεύ παντοκράτωρ και Ποσειδών, όστις ορίζεις την θάλασσαν, μαντικέ Ήλιε και όσοι άλλοι θεοί ευρίσκεσθε, δεν είσθε σεις οι βοηθήσαντες τον υιόν μου»; Αλλ’ εκείνοι πάλιν έμειναν βωβοί και άλαλοι. Τότε ο Νεανίας εξεδύθη την χλαμύδα και ενδυθείς ζήλον ένθεον, απωθήσας την μητέρα, εκρήμνισε τα είδωλα και έκοψεν αυτά εις μέρη λεπτά, επειδή ήσαν όλα χρυσά και αργυρά και διένειμεν εις τους πτωχούς, τα ανωφελή κάμνων ωφέλιμα και τα άχρηστα χρησιμώτατα. Στραφείς δε είπε προς την μητέρα του· «Εγώ μεν έλαβον από τον Εσταυρωμενον βοήθειαν, αυτά δε ας απολεσθούν κακώς, ως των κακών αίτια». Ταύτα ως είδεν η Θεοδοσία, ησθάνθη να μαραίνωνται σχεδόν από τον πόνον τα μέλη της, έτρεμεν όλη και ωργίζετο, αστοχήσασα δε σπλάγχνα μητρικά εκ της ματαίας και ψυχοβλαβούς ευλαβείας, την οποίαν είχεν εις τα ανόητα ξόανα, έτρεχεν ως δαιμονιζομένη να καταγγείλη προς τον βασιλέα το τέκνον της. Και ουδέ τον τοσούτον δρόμον υπελόγισεν, αλλ’ έτρεχε σπουδάζουσα. Ως έφθασεν εις τον Διοκλητιανόν, προσεκύνησεν αυτόν, ταύτα λέγουσα· «Γίνωσκε, βασιλεύ, ότι απώλεσε τας φρένς του το τέκνον μου και επίστευσεν εις τον Εσταυρωμένον, ο άγνωστος. Τα δε είδωλα, τα οποία είχον εις τον κοιτώνα μου, κατέκοψεν εις λεπτά μέρη». Ο βασιλεύς, ακούσας ταύτα, έστειλεν ευθύς προς Ουλκίωνα, τον ηγεμόνα της Παλαιστίνης, γράμματα, προστάσσων ούτω· «Λάβε τους επισημοτέρους ανθρώπους αυτών των πόλεων και ύπαγε προς τον δούκα της Αλεξανδρείας Νεανίαν, τον υιόν της Θεοδοσίς, ήτις, καθώς μας είπεν, απώλεσεν ούτος τας φρένς του και προσκυνεί ως πεπλανημένος ένα θνητόν άνθρωπον κακοθάνατον. Προσπάθησον δε, όσον δυνηθής, να τον εξαγάγης από ταύτην την πλάνην. Άλλως δια πικρών βασάνων θανάτωσέ τον, δι να λάβουν οι άλλοι παράδειγμα και να μη τολμήσουν να πράξουν τα ίδια». Ούτος ο Ουλκίων κατήγετο εξ Ιταλίας, σκολιός εις την γνώμην και αγριώτατος. Παρέλβε λοιπόν τους πρώτους της Συγκλήτου και μετέβη εις το παλάτιον του δουκός, όπου, χαιρετήσας αυτόν, έδωσεν εις χείρας τα βασιλικά γράμματα. Διότι τον εσεβάσθη και δεν ηθέλησε να είπη δια στόματος τα προσταχθέντα. Ο δε Άγιος, αναγνώσας τα γράμματα, κατέσχισε ταύτα και ρίπτων κατά γης με περιφρόνησιν είπε· «Χριστινός είμαι και πράξον το προσταττόμενον». Ο Ουλκίων τότε προσέβλεψε προς τον Άγιον μετ’ ευσπλαγχνίας ειπών· «Εγώ ευλαβούμαι και την ευγένειάν σου και τον βασιλέα φοβούμαι και δεν ηξεύρω τι να κάμω. Λοιπόν σε συμβουλεύω εγώ και όλοι οι άρχοντες να κάμης ότι δήθεν θυσιάζεις, δια να φανή ότι ετέλεσες το πρόσταγμα του βασιλέως, ίνα λυτρωθώμεν και ημείς και συ από τον κίνδυνον της ζωής». Αλλ’ ο Άγιος απήντησε· «Καλά είπες να θυσιάσω, διότι έτοιμος είμαι να υπομείνω πάσαν κόλασιν και να παραδοθώ εις θάνατον, ίνα γίνω θυσία δια τον Χριστόν, τον οποίον ηγάπησα εξ όλης μου της ψυχής. Όθεν μη αμελήσης να μου δώσης τας σκληροτέρας βασάνους, δια να λάβω από τον Δεσπότην Χριστόν μισθόν περισσότερον». Είπε τότε ο δικαστής· «Μη θελήσης να καταφρονηθής, περιφανής ων, ευγενέστατος και γνήσιος φίλος του βασιλέως». Τότε ο Νεανίας, δια να παρακινήση προς θυμόν τον άρχοντα και να μη διστάση να παραδώση αυτόν, έλυσε την ζώνην του και έρριψε ταύτην κατά πρόσωπον του Ουλκίωνος, ειπών· «Σου είπα, ότι είμαι δούλος του Εσταυρωμένου, τον οποίον προσκυνώ ως Θεόν αληθέστατον». Ο άρχων τότε ευθύς επρόσταξε και τον έδεσαν, δια ν τον οδηγήσουν εις την Καισάρειαν Φιλίππου, όπου έκτιζαν ναόν των ειδώλων και ήθελε να ίδη τούτον ο έπαρχος. Αυτήν την πόλιν οι Φοίνικες καλούσιν από το πλησίον όρος του Πανέου, Πανεάδα. Αλλ’ επειδή ανεφέραμεν δια ταύτην την πόλιν, ας γράψωμεν εν ψυχοσωτήριον γεγονός, το οποίον εγένετο εις ταύτην την πόλιν. Η αιμορροούσα εκείνη γυνή, την οποίαν ο Δεσπότης Χριστός εθεράπευσεν, κατήγετο εκ ταύτης της Πανεάδος, εις την οποίαν σώζονται ακόμη αι οικοδομαί της και εις την θύραν του οίκου της επί μιας πέτρας έχουσι τοποθετήσει μίαν γυναίκα χαλκίνην γονατιστήν, απέναντι δε ταύτης ένα άνδρα, ομοίως χάλκινον, όστις είναι ενδεδυμένος με διπλοϊδα και με πολλήν ευκοσμίαν. Και ομολογούσιν όλοι κοινώς, ότι ο ανδριάς εκείνος ομοιάζει τελείως προς τον Χριστόν, τον οποίον κατεσκεύασεν η γυνή εκείνη με πολλήν δαπάνην και ευλάβειαν, δια την λατρείαν της. Εις τους πόδας της στήλης ταύτης φύεται εις χόρτος θαυμάσιος, όστις ανήρχετο μέχρι της ποδίας του ενδύματος και όστις θεραπεύει πάσαν ασθένειαν, όσοι δε άρρωστοι έφαγον εκ τούτου ιατρεύθησαν. Αλλ’ ας επανέλθωμεν εις το προκείμενον. Ελθόντες λοιπόν εις την Καισάρειαν, ανήλθεν ο Ουλκίων επί του βήματος, επρόσταξε δε και έφερον ενώπιον όλου του λαού τον Άγιον και κρεμάσαντες αυτόν εξέσχιζον το σώμα αυτού σπλάγχνως. Τινές δε των περιεστώτων συνεπόνουν και έκλαιον. Αλλ΄τούτο ήτο τέχνασμα του διαβόλου, δια να κάμη τον Άγιον να δειλιάση. Εκείνος όμως ίστατο γενναίος και εδίδασκε πάντας, ταύτα λέγων· «Μη κλαίετε δι’ εμέ, αλλά μάλλον την απώλειαν των ψυχών σας να κλαίετε. Εγώ πρέπει να χαίρωμαι ευφραινόμενος. Διότι καθώς ο γεωργός, όταν σπείρη τον σπόρον αυτού, δια την ελπίδα του θέρους χαίρεται, ούτω και αύται αι πρόσκαιροι βάσανοι προξενούν εις εμέ αιώνιον αγαλλίασιν». Ταύτα ειπών προσηύχετο προς τον Χριστόν να αποστείλη εξ ύψους βοήθειαν. Διότι έως το εσπέρας κατεξέσχιζον τον Άγιον οι αχόρταγοι, τόσον ώστε εφαίνοντο τα οστά αυτού. Αι δε σάρκες έκειντο κατά γης, τήδε κακείσε, ελεεινόν, φευ! και φρικτόν θέαμα. Αισθανόμενοι δε ότι δεν έβλεπον πλέον εκ του σκότους να τον βασανίσωσι, κατεβίβασαν μετα βίας τον Άγιον από του ξύλου και έρριψαν αυτόν εις την φυλακήν. Ο δε δεσμοφύλαξ, ονόματι Τερέντιος, ήτο φίλος του Αγίου, ευεργετηθείς παρ’ αυτού. Όθεν, ενθυμούμενος την καλωσύνην του, ητοίμασεν εις την φυλακήν, κρυφίως, απαλόν στρώμα και σινδόνας, και επεμελείτο τον Άγιον εις ό,τι ηδύνατο. Κατά δε το μεσονύκτιον κατήλθεν ο Βασιλεύς των ουρανίων δυνάμεων εν μέσω των Αγγέλων ίνα επισκεφθή τον δούλον Αυτού, πάσχοντα δια την αγάπην Του. Ευθύς τότε ηνοίχθη η φυλακή αφ’ εαυτής και ελύθησαν τα δεσμά όχι μόνον του Αγίου, αλλά και των άλλων καταδίκων. Τότε προσεκάλεσαν αυτόν οι Άγγελοι, λέγοντες· «Νεανία, ανάβλεψον προς ημάς». Ιδών δε αυτούς ο Άγιος, ηρώτησε τίνες ήσαν. Οι δε είπον· «Άγγελοι του Θεού είμεθα και απέστειλεν ημάς ίνα σε χαιρετήσωμεν». Ο δε Άγιος είπεν· «Εάν είσθε Άγγελοι του Χριστού, κάμετε τον σταυρόν σας και προσκυνήσατε». Εκείνοι τότε υπήκουσαν. Έπειτα είπον εις αυτόν· «Διατί εδίστασες και δεν μας επίστευσες»; Τότε ο Άγιος, ως να είχε λησμονήσει τα χθεσινά κολαστήρια, εκ του πόθου τον οποίον είχε να λάβη και άλλα δια τον Κύριον, απεκρίθη· «Εις τους τρεις Παίδας ο Κύριος απέστειλε τους Αγγέλους και εδρόσισαν αυτούς, διότι εμάχοντο με το πυρ εις την κάμινον. Αλλ’ εγώ, όστις δεν επολέμησα με το πυρ, πως ηξιώθην τόσης παρακλήσεως»; Ταύτα είπεν, ως ταπεινόφρων και μέτριος. Ο δε Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εφάνη εις αυτόν με μορφήν ανθρωπίνην και φωτίσας αυτόν δια λαμπροτάτου φωτός, ερράντισε δι’ ύδατος εις το πρόσωπον και ανέστησεν αυτόν. Λαμβάνων δε εκ της χειρός, είπε προς τον Άγιον· «Όχι πλέον Νεανίας, αλλά Προκόπιος θέλω να ονομάζεσαι. Λοιπόν ανδρίζου και έχε δύναμιν. Διότι κατά την επωνυμίαν ταύτην θα προκόψης, προσφέρων εις τον Πατέρα μου ποίμνιον». Ο Άγιος τότε τρέμων εκ χαράς έπεσεν έμπροσθεν του Δεσπότου γονατιστός, λέγων· «Δέομαι, Δέσποτα, εις την ανείκαστόν Σου φιλανθρωπίαν να δυναμώσης της ψυχής μου την ασθένειαν, διότι φοβούμαι μήπως δειλιάσω προ των βασάνων και κινδυνεύσω εις την ομολογίαν Σου». Είπε τότε προς αυτόν ο Κύριος· «Μη φοβού, διότι εγώ είμαι πλησίον σου». Ταύτα ο Κύριος ειπών και εμπλήσας την ψυχήν του Αγίου θάρρους και αγαλλιάσεως, ανήλθεν εις τους ουρανούς. Ο δε Άγιος ευρέθη όλως υγιής και όχι μόνον πληγήν δεν είχε πλέον εις το σώμα αυτού, αλλ’ ούτε καν σημείον εφαίνετο. Και έμεινεν ισχυρός εις την προτέραν του δύναμιν, διότι ήλπισεν επί τον Θεόν και εβοηθήθη και ανέθαλεν η σαρξ αυτού, κατά τον Προφήτην. Την επαύριον ο Ουλκίων έστειλεν εις την φυλακήν να ίδη εάν ο Νεανίας απέθανεν. Ο δε Τερέντιος είπεν εις τον απεσταλμένον όσα εγράψαμεν και εισελθών είδε τον Άγιον όλως υγιά και χαίροντα. Όθεν έδραμεν εις το παλάτιον και διηγείτο εις πάντας τουτο το θαυμάσιον. Τότε προστάσσει ο ηγεμών να φέρωσι τον Άγιον εκεί, ότε ιδόντες αυτόν υγιά και λάμποντα εις το πρόσωπον ως ο ήλιος, εξεπλάγησαν. Και έλεγον πολλοί στρατιώται· «Ο Θεός του Αγίου τούτου βοήθει ημάς». Ο δε τύραννος, εγερθείς εκ του θρόνου, είπε προς το πλήθος, ως αφρονέστατος· «Αδελφοί μου, τι παράξενον βλέπετε και θαυμάζετε; Το ότι οι φιλάνθρωποι θεοί ελυπήθησαν τούτον τον αλιτήριον και τον εθεράπευσαν»; Αλλ’ ο Άγιος είπε προς αυτόν· «Φανερόν είναι ότι εξεπλάγης. Δεν γνωρίζω όμως τις εποίησε το τοιούτον θαυμάσιον. Πλην, ας υπάγωμεν εις τον ναόν, δια να γνωρίσωμεν την αλήθειαν». Ο ανόητος ηγεμών εχάρη τότε, πιστεύσας ότι ο Άγιος ήθελε να θυσιάση. Και προστάσσει να στολίσουν όλον τον δρόμον, από του παλατίου έως του ναού να στρώσουν την γην με λευκά υφάσματα και οι κήρυκες να κραυγάζουν ταύτα· «Ο Νεανίας μεταβαίνει εις τον ναόν δια να προσκυνήση τους αθανάτους θεούς». Συνηθροίσθη λοιπόν όλη η πόλις, χαίροντες δια τούτο. Και ως έφθασαν προ του ναού, εισήλθε μόνος ο Άγιος, ειπών προς τους άρχοντας· «Μείνατε έξω δια να κάμω προσευχήν μόνος μου μετά δακρύων, ίνα με συγχωρήσωσιν οι θεοί δια την ύβριν μου προς αυτούς και τότε να έλθετε και σεις». Όθεν εκείνοι έμειναν έξω. Κλείσας δε τας θύρας του ναού ο Άγιος, εστάθη κατ’ Ανατολάς και υψώσας προς τους ουρανούς τα αισθητά και νοητά όμματα ηύχετο ούτως· «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ μονογενές του αοράτου Πατρός, ο κτίσας όλον τον κόσμον δι’ ενός λόγου ως Παντοδύναμος, Αυτός και τώρα άπλωσον την παντουργόν χείρα Σου και σύντριψον τα μιαρά ταύτα των ψευδωνύμων θεών αγάλματα, δια να μη πλανώσι το πλάσμα Σου και δια να καταισχυνθή ο βασιλεύς μετά του ηγεμόνος και να γνωρίσουν όλοι, ότι Συ μόνος είσαι Θεός αληθής και Βασιλεύς αιώνιος και αθάνατος». Ταύτα δε ειπών, ετύπωσε τον Σταυρόν εις τον αέρα και αρπάσας από την δεξιάν τον Απόλλωνα κατεθρυμμάτισεν αυτόν, ειπών και ταύτα· «Εις το όνομα του Θεού μου, διαλυθήτε πάντα και γίνετε ύδωρ δια να φύγετε από τον ναόν τούτον, ανίσχυρα». Ευθύς τότε, ω του θαύματος! Κατέπεσαν πάντα τα ξόανα, τριάκοντα τον αριθμόν, και εγένοντο ύδωρ όπερ εχύνετο από την θύραν εις τα έξω. Ιδόντες οι παρεστώτες τούτο το θαυμάσιον εξέστησαν και εκραύγαζον· «Ο Θεός των Χριστιανών, βοήθει μας». Εξόχως δε οι στρατιώται, οι συνοδεύοντες τον Άγιον, μετά των δύο δικαστών, επίστευσαν εις τον Χριστόν. Τούτους ήθελε να θανατώση ο τύραννος, αλλά αφήκεν αυτούς έως την άλλην ημέραν, δια να καλέση προς ασφάλειάν του πολλούς στρατιώτας, επειδή εφοβήθη μήπως αυτοί τον φονεύσουν ως άδικον. Επρόσταξε δε και εφυλάκισαν πάλιν τον Άγιον. Κατά δε την νύκτα οι δικασταί μετά των στρατιωτών μετέβησαν κρυφίως προς τον Άγιον και είπον εις αυτόν να τους βαπτίση, διότι επίστευσαν εις τον Χριστόν εξ όλης καρδίας. Ο Άγιος τότε εχάρη, και παρεκάλεσε τον φύλακα, όστις και εξήγαγεν αυτόν εκ της φυλακής, υποσχεθέντα να επιστρέψη πριν εξημερώση. Και μεταβάς μετ’ αυτών εις τον Επίσκοπον, όστις εκαλείτο Λεόντιος, είπεν εις αυτόν να τους βαπτίση καθώς εβάπτισε και αυτόν πρότερον. Ο δε Αρχιερεύς εκατήχησεν αυτούς και εβάπτισεν άπαντας, κοινωνήσας και δια των Θείων Μυστηρίων. Αφού εβαπτίσθησαν ωδήγησε πάντας αυτούς ο θείος Προκόπιος εις την φυλακήν και εδίδασκεν όλην την νύκτα όσα το Πνεύμα το Άγιον εφώτιζεν αυτόν, ταύτα λέγων· «Αδελφοί, γινώσκετε καλά τίνος βασιλέως εγένεσθε στρατιώται και ποίας συνθήκας ωμολογήσατε. Φροντίσατε λοιπόν να φυλάξετε αληθινήν την ομολογίαν σας και να μη νικηθήτε από όσα δύνανται να ευφράνουν ή να λυπήσουν. Αλλά να προτιμάτε την φιλίαν του Θεού υπέρ άπαντα, συλλογιζόμενοι ότι πάντα ταύτα τα πρόσκαιρα βασανιστήρια, συγκρινόμενα με τα μέλλοντα αγαθά, λογίζονται ως μύθοι. Τούτο το πυρ κρτεί μίαν ώραν, αλλά το της γεέννης είναι άσβεστον και αιώνιον. Ομοίως και τα χαρμόσυνα του κόσμου τούτου, συγκρινόμενα προς τα αιώνια του Παραδείσου, είναι ως όνειρα. Διότι άλλο τίποτε δεν είναι αρκετόν να ευφράνη την ψυχήν, ειμή μόνος ο Θεός, του οποίου το κάλλος είναι άρρητον και η δόξα ανεκδιήγητος. Και ως Πανάγαθος δωρίζει εις εκείνους, οίτινες αγαπούν Αυτόν, μεγάλην μακαριότητα και τόσην απόλαυσιν, όσην να εννοήση δεν δύναται ανθρώπινος νους». Ταύτα και έτερα λέγων ο Άγιος, έθελγε τας καρδίας των ακουόντων. Διότι ήτο χαρίεις κατά την όψιν, έμπειρος εις την διδαχήν και γλυκύτατος εις τον λόγον. Όταν δε εξημέρωσεν, ο τύραννος έστειλεν ανθρώπους δια να φέρουν τον Άγιον και τους στρατιώτας εις το κριτήριον. Ως δε τούτο εγένετο, είπε προς αυτούς με βλέμμα άγριον· «Μετενοήσατε δια την χθεσινήν πλάνην, εις την οποίαν σας έρριψεν ούτος ο κατάρατος»; Οι δε στρατιώται, θέλοντες να δείξουν ότι ο Άγιος δεν έρριψε τον λόγον εις τους λίθους ούτε εις τας ακάνθας, αλλ’ εις γην καλήν, απεκρίθησαν· «Ποίαν ωφέλειαν να λάβωμεν από τοιούτους θεούς, οίτινες ουδέ τους εαυτούς των δεν ηδυνήθησαν να σώσουν, αλλά κατεκρήμνισεν αυτούς ένας δεσμώτης και ηφανίσθησαν; Τις λοιπόν εξ όσων έχουσι γνώσιν θέλει δεχθή ποτέ να αρνηθή τον αληθή Θεόν, τον ποιήσαντα τον κόσμον όλον και να προσκυνήση κωφούς και αδυνάτους θεούς»; Ταύτα ακούσας, πολύ εθυμώθη ο τύραννος και προστάσσει ευθύς τους δημίους να αποκεφαλίσουν πάντας προ των ομμάτων του Μάρτυρος, τον οποίον είχον δεδεμένον με βαρύτατα σίδηρα. Όστις, βλέπων τους Αγίους να τρέχωσι προς την σφαγήν πρόθυμοι, προσηυχήθη υπέρ αυτών ίνα ο Κύριος συναριθμήση τούτους μετά των άλλων Αυτού Μαρτύρων. Και τότε ήλθε φωνή εξ ουρανού λέγουσα· «Επήκουσεν ο Θεός της δεήσεώς Σου, Προκόπιε». Απέκοψαν λοιπόν τας κεφαλάς πάντων των μακαρίων εκείνων στρατιωτών και των δύο δικαστών, Νικοστράτου και Αντιόχου, εις τας κβ΄ (22) του μηνός Μαϊου. Τον δε Προκόπιον πάλιν εφυλάκισαν έως δευτέραν εξέτασιν. Έκλεισαν δε μετά του Αγίου εις την φυλακήν και γυναίκας συγκλητικάς δώδεκα, διότι ωμολόγησαν και αύται εις το θέατρον τον Χριστόν Θεόν αληθινόν. Τας οποίας, ιδών σκυθρωπάς ο Άγιος, εδίδασκε καθ’ όλην την νύκτα να μη δειλιάσουν εις τα πρόσκαιρα κολαστήρια, δια να λυτρωθούν από τα αιώνια τοιαύτα. Και τόσα είπεν, ώστε έκαμεν αυτάς και εχαίροντο, αποδεχόμεναι τον θάνατον δια να γίνουν αθάνατοι. Το πρωϊ επρόσταξεν ο τύραννος και ωδήγησαν τας γυναίκας εις το θέατρον προς εξέτασιν. Ήλθε δε η μήτηρ του Αγίου Μάρτυρος Θεοδοσία, δια να ίδη τι θέλει γίνει έως τελους. Ο τύραννος τότε ηρώτησεν αυτάς εάν ήθελον να θυσιάσουν εις τους θεούς, δια να προσφέρη εις ταύτας τιμάς, ο άτιμος. Αι δε συγκλητικαί απεκρίθησαν· «Έχε την τιμήν ταύτην δια σε. Ημείς έχομεν τον Εσταυρωμένον ως τιμήν και καύχημά μας». Τότε προστάσσει ο τύραννος να τας κρεμάσουν εις ξύλα και να κατακαίουν τας πλευράς και τας μασχάλας των. Καταφλεγόμεναι λοιπόν υπό του πυρός και δεινώς οδυνώμεναι, ελάφρυνον δια της προσευχής τους πόνους και τας οδύνας των. Αλλ’ ο αχόρταγος δεν εχόρτασεν εις ταύτα. Δι’ ο επρόσταξε να κόψουν και τους μαστούς των, λέγων· «Τάχα δεν έρχεται ο Εσταυρωμένος να δώση εις αυτάς βοήθειαν»; Αι Άγιαι τότε ανέκραξαν· «Και εβοήθησε και θέλει βοηθήσει, καθώς γνωρίζουν τούτο οι φρόνιμοι. Διότι εάν έλειπεν η θεία βοήθεια, πως θα ημπορούσαμεν ημείς αι αδύνατοι γυναίκες να υπομείνωμεν τόσα δεινά κολαστήρια»; Εις ταύτα πάλιν ο άδικος δικαστής εθυμώθη και επρόσταξε να πυρώσουν σφαίρας σιδηράς και να θέσουν ταύτας υπό τας μασχάλας των. Τούτου δε γενομένου περιέπαιζε ταύτας ο αφρονέστατος, λέγων· «Σας έκαυσε το πυρ ή ακόμη δεν το αισθάνεσθε»; Αι δε απεκρίθησαν· «Σε, ταλαίπωρε, θέλει καύσει το άϋλον πυρ της κολάσεως, το οποίον δεν σβύνει ποτέ. Ημείς δε ολίγον φροντίζομεν δια ταύτα τα πρόσκαιρα παιδευτήρια, διότι ο αληθής και Πανάγαθος Θεός παρίσταται άνωθεν και δίδει εις ημάς βοήθειαν, τον Οποίον συ δεν ημπορείς να ίδης, καθώς ο τυφλός δεν δύναται να ίδη τον ήλιον». Πάντα ταύτα παρηκολούθει εκ του πλησίον η μήτηρ του Αγίου, Θεοδοσία, ως είπομεν. Ήτις, βλέπουσα τόσην καρτερίαν εις εκείνας τας μακαρίας, του να υπομένουν με τόσην ανδρείαν τοιαύτας οδύνας, ησθάνθη την καρδίαν της πληρουμένην υπό θείου έρωτος και φωτισθείσα υπό της θείας Χάριτος ηννόησε την δύναμιν του Θεού, μεταστραφείσα προς την ευσέβειαν. Όθεν ευθύς αφήκε την προτέραν δόξαν, τιμήν και ευγένειαν, καταφρονήσασα πάσαν πρόσκαιρον της σαρκός ηδυπάθειαν και απόλαυσιν, δια να φυτεύση εις την καρδίαν της τον Χριστόν. Ον ωμολόγησεν εις το θέατρον Θεόν αληθή, ούτω λέγουσα · «Δούλη και εγώ είμαι του Εσταυρωμένου». Ταύτα βλέπων ο ηγεμών εθαύμασε δια την αιφνίδιον αυτής επιστροφήν, ειπών προς ταύτην· «Κυρία Θεοδοσία, πως επλανήθης και αφήκες τους πατρώους θεούς, και ήλλαξες την προτέραν ευσέβειαν»; Η δε ευσεβής Θεοδοσία απεκρίθη· «Δεν επλανήθην, αλλά μάλιστα ήμην πεπλανημένη πρότερον, επειδή δεν εγνώριζα τον αληθή Θεόν, τον ποιήσαντα τον κόσμον, αλλ’ επροσκύνουν αναίσθητα είδωλα». Ιδών όθεν ο άρχων το στερρόν της ομολογίας της, εφυλάκισε ταύτην ομού με τας άλλας γυναίκας. Ήτις και εφίλει τας πληγάς αυτών με πολλήν ευλάβειαν και εμακάριζεν, επεμελείτο δε τας τροφάς και ενδύματα και με ιατρικά διάφορα, επειδή εγνώριζε κάλλιστα την ιατρικήν τέχνην. Ταύτην ως είδεν ο Προκόπιος ηγαλλίασεν η ψυχή του και την ηρώτησε τις ήτο αιτία και ηλλοιώθη προς ταύτην την θείαν αλλοίωσιν. Η δε μακαρία Θεοδοσία απεκρίθη· «Η θαυμασία καρτερία και η μεγάλη υπομονή των μακαρίων τούτων γυναικών με ωδήγησαν να εννοήσω την αλήθειαν και εσκέφθην ότι η αδύνατος φύσις του θήλεος δεν ηδύνατο αφ’ εαυτής να υπομείνη τόσα δεινά κολαστήρια, εάν δεν εβοήθει ταύτην, αοράτως, δύναμις άρρητος. Τούτο με έκαμε να πιστεύσω και εγώ εις τον Χριστόν, γλυκύτατον τέκνον μου». Ο Άγιος τότε επήνεσε ταύτην πολύ και την ηυχαρίστει. Έπειτα την ωδήγησεν εις τον Επίσκοπον, όστις και την ετελείωσε Χριστιανήν δια του Αγίου Βαπτίσματος. Και ότε επέστρεψαν εις την φυλακήν, εδίδασκεν αυτήν και τας άλλας γυναίκας να υπομείνουν ανδρείως τα κολαστήρι δια την Βασιλείαν των ουρανών. Μετά ταύτα έφεραν ταύτας προ του ηγεμόνος, όστις είπε προς την Θεοδοσίαν· «Βλέπεις ότι σε ευσπλαγχνίζομαι και δεν σε παιδεύω. Μετανόησον λοιπόν και συ και παρακάλεσον τους θεούς να σε συγχωρήσουν». Η δε απεκρίθη μετά θάρρους· «Δεν εντρέπεσαι να ονομάζης θεούς τα κωφά και αναίσθητα είδωλα, με τα οποία και συ θα γίνης όμοιος»; Τότε προστάσσει ο άδικος δικαστής να δείρουν την μακαρίαν εις το στόμα, να την τανύσουν γυμνήν, να την ραβδίζωσι τέσσαρες άνδρες και να καταξεσχίζωσι τας πλευράς της δια σιδηρών ονύχων. Τούτων γενομένων, αι άλλαι γυναίκες εδάκρυον από συμπάθειαν, περισσότερον δε όταν είδον τα αίματα, τα οποία ως ρύακες έτρεχον εκ των πλευρών της. Εδεήθησαν δε προς τον Κύριον να της προσφέρη βοήθειαν και αναψυχήν. Ο δε τύραννος επρόσταξε να δέρουν με μολυβδίνας σφαίρας τας σιαγόνας των αγίων γυναικών δια να μη προσεύχωνται. Έπειτα, βλέπων ότι ενικάτο αυτός υπ’ αυτών και ότι ήτο κίνδυνος με την επιμονήν των γυναικών να επιστρέψουν και άλλοι εις την ευσέβειαν, έκαμε δι’ αυτάς, αν και παρά την θέλησίν του, φιλανθρωπίαν ο μισάνθρωπος και εξέδωσε κατ’ αυτών την τελευταίαν απόφασιν, να δέσουν απάσας δια μιάς αλύσου και να κόψουν τας κεφαλάς αυτών. Αίτινες, τούτο ακούσασαι, έχαιρον και έτρεχον εις τον θάνατον με φαιδρόν και αγαλλόμενον πρόσωπον. Διότι εγνώριζον ότι απεμακρύνοντο από τας λύπας της παρούσης ζωής και μετέβαινον εις τα χαρμόσυνα και ευφρόσυνα, ίνα συμβασιλεύσουν μετά του ουρανίου νυμφίου Χριστού αιωνίως. Όταν λοιπόν έφθασαν εις τον τόπον της καταδίκης, έκλιναν τας κεφαλάς χαίρουσαι και εδέχθησαν το μακάριον τέλος εις τας κθ΄ (29) του Μαϊου μηνός. Μετ’ ολίγας ημέρας επρόσταξεν ο άρχων να οδηγήσωσι προς αυτόν τον Προκόπιον και τότε είπεν εις αυτόν· «Δεν εχόρτασες με το να απολέσης τόσας ψυχάς»; Ο Άγιος απήντησε· «Δεν ωδήγησα αυτάς εις την απώλειαν, αλλ’ από την απώλειαν ελύτρωσα ταύτας». Τότε ο άρχων επρόσταξε να ξεσχίσουν του Αγίου το πρόσωπον δια σιδηρών ονύχων. Και οι μεν δήμιοι εξέσχιζον τας σάρκας αυτού ως άγρια θηρία. Αλλ’ ο Άγιος ίστατο καρτερικώς υποφέρων τας πληγάς, ως να ήτο λίθος ή σίδηρος. Και έτρεχον μεν τα αίματα και επότιζον την γην, αλλά στεναγμός ουδόλως ηκούετο. Μετά τούτο έδειραν τον Άγιον εις τον αυχένα δια σχοινίων, εξ ων εκρέμαντο τεμάχια μολύβδου και έπειτα εφυλάκισαν αυτόν έως ότου συνεννοηθή ο ανόητος ποίαν έτι χαλεπωτέραν βάσανον να ορίση δι’ αυτόν. Και ο μεν Άγιος προσηύχετο εις την φυλακήν, ίνα ο Θεός τον στερεώση την ευσέβειαν και τελειώση καλώς την ομολογίαν αυτού. Ο δε Ουλκίων, λυπούμενος και αισχυνόμενος, διότι δεν ηδύνατο να νικήση τον Άγιον, προσεβλήθη υπό πυρετού. Ήτο δε εκ Θεού η πληγή, ίνα παιδευθή δικαίως ο άδικος. Όθεν, ούτω κακώς ο κακός και τρισάθλιος οδυρόμενος, εξεψύχησεν. Ο δε Άγιος έχων την άδειαν εδίδασκεν εις την φυλακήν τους προσερχομένους αόκνως και ούτως ηύξανεν η ευσέβεια. Διότι όχι μόνον δια των λόγων ενήργει, αλλά και άπειρα θαύματα ετέλεσε, θεραπεύων πάσαν ασθένειαν και διώκων ακάθαρτα πνεύματα. Όχι δε μακρόν χρόνον εξοδεύων ή βότανα χρώμενος αλλά μόνον το σημείον του Σταυρού χαράττων εις τον πάσχοντα, ευθύς δια της του Κυρίου χάριτος την ασθένειαν ηφάνιζε και τα δαιμόνια έφευγον. Μετά δε τον θάνατον του Ουλκίωνος, ο βασιλεύς εψήφισε δια την Παλαιστίνην έτερον έπαρχον, Φλαβιανόν ονομαζόμενον, όστις και αυτός κατήγετο εξ Ιταλίας, ομότροπος του προτέρου εις την της ψυχής αγριότητα και σκολιότητα. Ως δε έφθασεν εις την Καισάρειαν, οι ειδωλολάτραι ανέφερον εις τούτον τα του Αγίου. Ευθύς τότε εκείνος επρόσταξε να τον φέρωσι προς αυτόν και ως ηρώτησε τον Άγιον πως ωνομάζετο, εκείνος ο ευλογημένος απεκρίθη· «Χριστιανός είμαι κυρίως και καλούμαι Προκόπιος, όνομα το οποίον δεν μου έδωκεν άνθρωπος, αλλ’ αυτός ο Κύριος και Δεσπότης μου». Ο Φλαβιανός είπε πάλιν· «Δεν ηξεύρεις, ότι ο βασιλεύς επρόσταξεν ότι εκείνος, όστις δεν προσκυνεί τους θεούς, να λαμβάνη επώδυνον θάνατον; Και συ πιστεύεις εις ένα, όστις εγεννήθη εκ γυναικός και τον εσταύρωσαν; Είναι πρέπον να προσκυνήται ο τοιούτος, ως Θεός, ο κατακριθείς εις θάνατον»; Ο Άγιος απήντησε· «Έπρεπεν, ω ηγεμών, να γνωρίζης ότι εις Θεός είναι μόνον, ο δημιουργήσας τον κόσμον όλον και πάντα τα εν αυτώ και να μη ονομάζης πολλούς θεούς αφρονέστατα, τους οποίους περιπαίζουν οι φιλόσοφοί σας και κατακρίνουν εις τα γνωστικά των συγγράμματα. Αν δε θέλης, σου αποδεικνύω τούτο με τας μαρτυρίας αυτών, του Αριστοτέλους, λέγω, και του Πλάτωνος, καθώς και άλλων πολλών διδασκάλων σας, οι οποίοι ομολογούν όχι πολλούς, αλλ’ Ένα και μόνον Θεόν αθάνατον. Ομοίως και δια τον Χριστόν, δια τον οποίον είπες εις όνειδος ότι εγεννήθη εκ γυναικός και τον εσταύρωσαν, θα σου είπω. Εάν θέλης να ακούσης το μέγα τούτο Μυστήριον, δος μοι καιρόν και μακροθύμησον, ίνα σου διηγηθώ επιμελέστατα». Τους αληθείς τούτους του Αγίου λόγους λήρους ενόμισεν ο ληρώδης και είπεν εις τον Άγιον οργιζόμενος· «Εκείνος όστις μετέβη εις τους ουρανούς και του έδωσαν τας κλείδας εκείνης της μακαριότητος, αυτός είναι άξιος να εξηγή τα θεία πράγματα. Αλλά συ κάμε εκείνο το οποίον σε προστάσσω. Προσκύνησον τους θεούς. Άλλως γίνωσκε, ότι τόσας βασάνους θέλω σου δώσει, ώστε να το πράξης και παρά την θέλησίν σου». Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Επειδή λοιπόν δεν θέλεις να γνωρίσης τον αληθή Θεόν και γίνεσαι τυφλός με την επιμονήν και την ασέβειάν σου, σφάξε, μαγείρευε και τρώγε ανθρώπινα κρέατα, αλλ’ εγώ δεν προσκυνώ λίθους και χειροποίητα είδωλα, ειμή μόνον τον Χριστόν τον αληθή Θεόν, Ον και σέβομαι». Ταύτα και έτερα πλείονα λέγων ο Άγιος, ήλεγχε τον δόλον των ειδώλων, αδόλως και αληθέστατα. Όθεν εθυμώθη ο τύραννος και μη υποφέρων την πολλήν και εύτολμον αυτού παρρησίαν, επρόσταξεν ένα στρατιώτην, ονόματι Αρχέλαον, να θανατώση δια του ξίφους τον Άγιον, καθώς εκείνος επλήγωσεν αυτόν δια του ξίφους των λόγων του. Έσπευσε λοιπόν ο Αρχέλαος να τον θανατώση. Αλλ’ ευθύς ως ήγειρε την σπάθην, ω του θαύματος! Εξηράνθη η χειρ αυτού και πεσών εις την γην εξεψύχησεν. Όθεν εξεπλάγησαν άπαντες ως είδον το τοιούτον θαυμάσιον. Ο δε ψυχοβλαβής Φλαβιανός εθυμώθη έτι σφοδρότερον κατά την ομοίωσιν του όφεως και δέσας τον Άγιον Μάρτυρα κατά τας χείρας και τους πόδας δια σιδήρων εφυλάκισεν αυτόν. Αλλ’ ούτος ο μακάριος και ούτω σιδηροδέσμιος δεν ημέλει, διότι και εις την γην έτι κειτόμενος προσηύχετο, ευχαριστών τον Κύριον, πρώτον δι’ όλην την ανθρωπότητα, την λυτρωθείσαν από της προπατορικής αμαρτίας δια του εκουσίου πάθους Του, έπειτα πάλιν εδέετο ίνα αξιώση αυτόν να τελειώση καλώς το μαρτύριον. Και ούτως, ω του θαύματος! ήκουσε φωνήν, ήτις ενισχύουσα αυτόν παρεκίνει και ενεδυνάμωνε προς το μαρτύριον. Μετά εξ ημέρας ωδήγησαν τον Άγιον εις το κριτήριον. Είπε τότε ο τύραννος· «Πριν αναλώσω τας σάρκας σου, υπάκουσον εις το θέλημά μου». Απήντησεν ο Άγιος· «Εδώ είναι το σώμα μου και καταξέσχιζε και δέρε τούτο δια να θεραπεύσης τους ομοίους σου δαίμονας». Είπεν ο άρχων· «Με ταύτας τας ύβρεις με παροργίζεις χειρότερον και με παρακινείς να σου επιβάλω σκληροτάτας τιμωρίας. Και μη νομίσης ότι, επειδή εθανάτωσες με τας μαγείας σου τον Αρχέλαον, θα σωθής από τας χείρας μου, φλύαρε». Ταύτα δε ειπών, επρόσταξε να τανύσουν τον Άγιον του Χριστού Μάρτυρα εις την γην και να τον δέρουν τέσσαρες άνδρες ρωμαλέοι με ωμά βούνευρα, έπειτα να θέσουν επί της ράχεως αυτού πεπυρακτωμένους άνθρακας. Ο δε Άγιος, όχι μόνον δεν εσυλλογίζετο τας βασάνους, αλλά εξύβριζε και τον ηγεμόνα δια τούτων των λόγων· «Υιέ ανομίας και ύλη πυρός της αιωνίου κολάσεως, κόλασον τας σάρκας μου, διότι άλλο δεν επιθυμώ, ειμή μόνον να βασανισθώ δια τον Δεσπότην μου». Ταύτα του Μάρτυρος λέγοντος, εδαιμονίζετο φοβερώτερον ο φρενοβλαβής Φλαβιανός και σφόδρα εξωργίζετο κατ’ αυτού. Όθεν, ο κάκιστος, ητοίμαζε πυρ εις το πυρ και κακόν εις το κακόν. Και προστάσσει να πυρώσουν σουβλία, δια των οποίων να κατακαίουν τα ξεσχισμένα μέλη του Αγίου και να ρίπτουν άλας επί των πληγών αυτού. Έπειτα δι’ άλλων σουβλίων να κατακεντώσιν όλα του τα μέλη. Όμως ο Άγιος πάντα ταύτα τα επώδυνα υπέφερε γενναίως και ανδρικώτατα, μυκτηρίζων πάλιν τα είδωλα. Όθεν ο αιμοδιψής ακόλαστος και πολυμήχανος τύραννος εύρεν άλλον τρόπον τιμωρίας. Ητοίμασαν ένα βωμόν και έθεσαν επ’ αυτού ανημμένους άνθρακας και εις την δεξιάν χείρα του Μάρτυρος επέθεσαν λίβανον και εκράτουν ταύτην βιαίως δια σιδήρων άνωθεν του βωμού, όπως, μη υποφέρων των ανθράκων την θερμότητα, ρίψη επ’ αυτών τον λίβανον, δια να φανή ότι εθυσίασεν εις τα είδωλα. Ο δε Άγιος εσταμάτησε την χείρα ακίνητον, έως ότου, ω της καρτερίας και γενναιότητος αυτού! Κατηναλώθη εκ του πυρός η δεξιά αυτού χειρ, ενώ ο Αγιος παρατηρών και δακρύων εστέναζεν όχι εκ μικροψυχίας, αλλά προς ευχαριστίαν, λέγων· «Εκράτησε της χειρός της δεξιάς μου», «και κατάξας τόξον χαλκούν εν βραχίονί μου, και έδωκάς μοι υπερασπισμόν σωτηρίας μου» (Β΄ Βασιλ. κβ: 35-36), «και η δεξιά σου αντελάβε τόμου». Ο δε άδικος δικαστής, θαυμάζων την ανδρείαν του Αγίου, είπε προς αυτόν· «Αφού είπες ότι δεν υπολογίζεις τας τιμωρίας ουδέ αισθάνεσαι αυτάς, διατί εστέναξες από τώρα και εδάκρυσες»; Και ο Άγιος απήντησε· «Μη νομίσης ότι ενικήθην από τον πόνον της σαρκός και εδάκρυσα, συ, άξιε δακρύων. Αλλ’ επειδή τούτο μου το σώμα είναι πηλός και ο πηλός όταν πλησιάση προς το πυρ αποξηραίνεται, απορρίπτων το ύδωρ αυτού, ούτω λοιπόν συνέβη και εις την σάρκα μου. Αλλά περισσότερον εδάκρυσα δια την αγνωσίαν σου και την βεβαίαν απώλειάν σου, διότι αγνοείς τον αληθή Θεόν και προσκυνείς δαίμονας, δια να θεραπεύσης πρόσκαιρον βασιλέα και διότι δια την αιτίαν αυτήν σε περιμένει το πυρ το αιώνιον». Τότε μετά την φρικτήν αυτήν βάσανον, χαλεπωτέραν επινοείται ο παράνομος. Και όπως επρόσταξεν εκρέμασαν αυτόν από τας χείρας, έδεσαν δύο λίθους βαρείς εις τους πόδας του, δια να διασπασθώσι και αποχωρισθούν αι αρθρώσεις. Αλλ’ ως είδεν ότι ενίκησε και ταύτην την φρικτήν βάσανον ο αήττητος, επρόσταξε να καύσουν μέχρι πυρακτώσεως μίαν κάμινον και να ρίψουν οι δήμιοι τον Άγιον εντός αυτής. Όταν δε τον μετέφερον προ του στομίου της φλεγομένης καμίνου εποίησε το σημείον του Σταυρού επ’ αυτού και ευθύς, ως ύψωσε τας χείρας, η φλοξ διεσκορπίσθη προς τα έξω και έκαυσεν όσους ήσαν πλησίον. Οι δε ειδωλολάτραι ιδόντες τούτο το θαυμάσιον ετρόμαξαν. Και φοβούμενοι μη πάθωσι και αυτοί τα αυτά, εκραύγαζον· «Ας θανατωθή ο μάγος να μη κινδυνεύση η πόλις άπασα από τας μαγείας του». Ο δε τύραννος εφοβήθη και αυτός και εξεπλήσσετο. Πλην τότε μεν εφυλάκισε τον Άγιον εις το Πραιτώριον. Αλλά μετ’ ολίγας ημέρας, μη έχων πλέον ελπίδα ότι ο Άγιος του Χριστού μάρτυς Προκόπιος θα ήλλασσε γνώμην, έγραψε κατ’ αυτού την τελευταίαν απόφασιν, να κόψουν την μακαρίαν αυτού κεφαλήν έξω της πόλεως. ‘Οτε δε έφθασεν ο τρισόλβιος εις τον τόπον της καταδίκης, εζήτησε χάριν από τον φονέα, να τον αφήση ολίγην ώραν, δια να δεηθή προς τον Κύριον. Και σταθείς κατ’ Ανατολάς, ύψωσε προς τον ουρανόν τα όμματα και παρεκάλεσε τον Θεόν να φυλάξη την πόλιν από τας επιβουλάς του δαίμονος, να φωτίση τους πολίτας άπαντας να επιστρέψουν εις την ευσέβειαν, να θεραπεύση τους ασθενείς, να βοηθήση τους πένητας και άλλα παρόμοια δια την σωτηρίαν των ανθρώπων, τέλος δε εδεήθη δι’ όσους ήθελον εορτάζει την μνήμην αυτού, να λυτρώνη τούτους από όλας τας οδύνας και να αξιώση της Βασιλείας Αυτού. Ταύτα δε ευξάμενος, ήκουσε φωνήν ταύτα λέγουσαν· «Εισηκούσθη η δέησίς σου Προκόπιε, και θέλουν πληρωθή όσα εζήτησες. Ελθέ τοίνυν, ίνα λάβης τον ητοιμασμένον σοι στέφανον, ως κληρονόμος της ουρανίου μακαριότητος». Ταύτα ακούσας ο Άγιος Μάρτυς έκλινε τον αυχένα προθύμως και έκοψαν την αγίαν αυτού κεφαλήν, κατά τας η΄ (8) του μηνός Ιουλίου. Και η μεν μακαρία αυτού ψυχή ανήλθεν εις τα ουράνια· το δε τίμιον αυτού λείψανον παρέλαβον δια νυκτός φιλόχριστοί τινες και αλείψαντες ευλαβώς δια μύρων και αρωμάτων, το παντός αρώματος ευωδέστερον, απέθεσαν εις τόπον επιτήδειον, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, της Μίας και αληθούς Θεότητος, Η πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Θ΄ (9η) Ιουλίου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος ΠΑΓΚΡΑΤΙΟΥ Επισκόπου Ταυρομενίας.

Δημοσίευση από silver »


Παγκράτιος ο Άγιος Ιερομάρτυς, ο Επίσκοπος Ταυρομενίας, έσχε γονείς καταγομένους από τα όρια της Αντιοχείας, οίτινες ήκμαζον κατά τον καιρόν όπου συγκατέβη ο Υιός και Λόγος του Θεού και εγένετο δια τον άνθρωπον άνθρωπος, ο φιλάνθρωπος. Ούτοι ακούσαντες τα εξαίσια θαυμάσια, τα οποία ετέλει ο Δεσπότης Χριστός εις τα Ιεροσόλυμα, μετέβησαν εκεί ομού μετά του υιού των Παγκρατίου και ακούοντες την γλυκυτάτην διδαχήν του Σωτήρος επίστευσαν εις Αυτόν και βαπτισθέντες εις το όνομα της Αγίας Τριάδος, επέστρεψαν εις τον οίκον των, αινούντες τον Κύριον. Μετά δε πολύν καιρόν, ζήσαντες ευσεβώς, ετελεύτησαν, ο δε Παγκράτιος έμεινεν εις τον οίκον των, προκόπτων εις σοφίαν και σύνεσιν και εις μελέτην των θείων Γραφών και ανάγνωσιν. Μετά δε την Ανάληψιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, κηρύττων ο Απόστολος Πέτρος εις τας πόλεις και χώρας τον λόγον του Θεού, ήλθε και εις τα μέρη του Πόντου, όπου ο Παγκράτιος υπεδέχθη αυτόν ασμένως ως Απόστολον του Σωτήρος Χριστού και εφιλοξένησε πλουσιοπαρόχως μεθ’ όλης αυτού της συνοδείας. Εκ της διδασκαλίας του Αγίου Αποστόλου Πέτρου επίστευσαν πολλοί, τους οποίους και εβάπτισε μεθ’ όλων των υπηρετών του Παγκρατίου, χειροτονήσας Επίσκοπον ένα σοφώτατον και ευλαβή Χριστιανόν, Μαξιμίνον ονόματι. Ο δε Παγκράτιος έδωσεν όλην του την περιουσίαν ως ελεημοσύνην εις τους πτωχούς και το υπόλοιπον εδώρησεν εις τους δούλους του, ειπών· «Ιδού χαρίζω εις σας την ελευθερίαν και όλα μου τα υπάρχοντα τα ευρισκόμενα εις τον οίκον μου, ήτοι χρυσόν, άργυρον, λίθους τιμίους, ιμάτια και άπαντα τα ακίνητά μου, αμπελώνας και χωράφια. Ο Δεσπότης μας Χριστός να σας στηρίξη εις τον φόβον Αυτού, διότι εγώ αναχωρώ μετά του Αποστόλου, ίνα κηρύξωμεν το άγιον Ευαγγέλιον». Ταύτα καλώς οικονομήσας ο πάνσοφος, έπεσεν εις τους πόδας του θείου Αποστόλου Πέτρου, ειπών: «Εις χείρας Θεού και εις την ψυχήν σου, Απόστολε του Χριστού, παραδίδομαι». Ο δε Πέτρος εδίδαξε τους πιστεύσαντας να φυλάττουν την ευσέβειαν ανόθευτον και το Άγιον Βάπτισμα αμόλυντον. Να υπομένουν πάσαν κακοπάθειαν δια την πίστιν και αυτόν τον θάνατον, δια την Βασιλείαν των ουρανών. Με τούτον και άλλους σωτηρίους λόγους αφού εστήριξεν αυτούς αρκετά, κατήλθε μετά του Παγκρατίου εις την θάλασσαν και ευρόντες πλοίον ανεχώρησαν εις Αντιόχειαν. Εις ταύτην εύρον ένα των Αποστόλων απεσταλμένον από τα Ιεροσόλυμα, Μαρκιανόν ονόματι, όστις επέστρεψε πολλούς εις την ευσέβειαν. Τούτους βαπτίσας ο Πέτρος, εστερέωσε δια της διδαχής και πολλά θαυμάσια έκαμε, θεραπεύων πάσαν ασθένειαν και διώκων από τους ανθρώπους δαιμόνια. Έπειτα είπε προς τους Μαρκιανόν και Παγκράτιον· «Λάβετε, τέκνα μου, και σεις τον κλήρον της Επισκοπής και υπάγετε εις τα μέρη της Δύσεως, ίνα κηρύξετε τον Χριστόν, καθώς γνωρίζετε». Χειροτονήσας δε αυτούς Επισκόπους τους απέλυσε. Κατελθόντες όθεν εκείνοι εις τον αιγιαλόν, κατ’ οικονομίαν Θεού εύρον δύο πλοία από την Σικελίαν, άτινα ήσαν έτοιμα να αναχωρήσωσι και ανήγγειλαν τούτο εις τον Απόστολον. Όστις κατελθών εις τα πλοία συνωμίλησε μετά των ναυτών, οίτινες ιδόντες τους Αποστόλους ενδεδυμένους την άνωθεν δόξαν, ηυλαβήθησαν αυτούς. Αφού δε ήκουσαν τον λόγον του Θεού, επεφοίτησεν εις αυτούς η χάρις του Παναγίου Πνεύματος και πιστεύσαντες εβαπτίσθησαν άπαντες. Αποχαιρετήσαντες λοιπόν τον Πέτρον εν αγίω φιλήματι, ο μεν Μαρκιανός εισήλθεν εις το πλοίον του Ρωμύλου, εις δε το του Λυκαονίδου ο Παγκράτιος. Μεθ’ ημέρας τινάς έφθασεν ο Παγκράτιος εις ένα τόπον της Σικελίας καλούμενον Φάλκωνα, όπου ήτο κήπος παλαιός μιας γυναικός, Φαλκωνίλας ονόματι, ήτις εγέννησεν υιόν και τον ωνόμασε Φάλκωνα. Ούτος ήτο πολύ ωραίος. Διερχόμενος δε τον κήπον, απέθανεν αιφνιδίως και ενεταφίασαν αυτόν εκεί, κτίσαντες επ’ ονόματι αυτού ναόν μέγαν και ωραιότατον. Επί δε του τάφου του Φάλκωνος έστησαν είδωλον μέγα πελεκητόν, λίθινον, όπερ ωνόμασαν θεόν Φάλκωνα και προς το οποίον εθυσίασαν τρεις νέους και εβδομήκοντα τρεις μόσχους εκλεκτούς, έκτοτε δε κατ’ έτος ετέλουν οι πεπλανημένοι ταύτην την μιαράν θυσίαν, οι μιαροί εις τους μιαρούς δαίμονας. Ως δε εξήλθεν από το πλοίον ο ιερός Παγκράτιος και εστάθη, κρατών ως ράβδον ένα Σταυρόν, εφώναξαν οι δαίμονες, οίτινες κατώκουν εντός του ειδώλου και, σείοντες τούτο ισχυρώς, έλεγον ταύτα κλαίοντες· «Ω θεέ Φάλκων, πυρ έφθασε δια να σε αποσυνθέση. Ο Υιός του Θεού, ο γεννηθείς από την Παρθένον Μαρίαν, έστειλεν εδώ ρομφαίαν, ως αστραπήν, ήτις τον μεν τόπον όλον τούτον εφώτισεν, ημάς δε εφόβησεν. Ω Λυκαονίδη, πως τον έφερες εδώ και δεν κατεκάη το πλοίον σου»; Τότε ο Παγκράτιος εσημείωσεν επ’ αυτού το σημείον του Σταυρού, ορκίζων τους δαίμονας να παύσουν τας φωνάς και τους θορύβους και οι δαίμονες ευθύς εσιώπησαν. Τότε ο Λυκαονίδης είπε προς τον Παγκράτιον· «Μη πλησιάσης εις τον ακάθαρτον αυτόν Φάλκωνα, διότι πολλούς εθανάτωσεν». Ο δε ιερός Παγκράτιος απεκρίθη· «Ημείς έχομεν την χάριν του Αγίου Πνεύματος κι δεν φοβούμεθα δαίμονας. Ελθέ όθεν μεθ’ ημών δια να ίδης την δόξαν του Θεού και την απώλειαν του Φάλκωνος». Κρατών δε εις χείρας τον Σταυρόν, το ιερόν Ευαγγέλιον και την εικόνα του Δεσπότου Χριστού, επλησίασε προς τον μιαρόν βωμόν και στραφείς κατ’ Ανατολάς εδεήθη προς τον αληθινόν Θεόν, να του δώση σοφίαν και δύναμιν, ίνα επιστρέψη τους εγχωρίους εις την ευσέβειαν, να εκδιώξη εκείθεν τους δαίμονας. Μετά δε την ευχήν, εβόησεν ειπών· «Ορκίζω σας εις την Αγίαν Τριάδα, ακάθαρτοι δαίμονες, να σηκώσετε τον αναίσθητον Φάλκωνα και τον βωμόν όλον καθώς ευρίσκεται και να ρίψετε μακράν εις το πέλαγος έως τριάκοντα στάδια, μετ’ αυτών δε να βυθισθήτε και σεις». Ευθύς δε με τον λόγον του Αγίου, ω του θαύματος! μέγας κτύπος ηκούσθη και εφάνησαν οι δαίμονες ως πλήθος κοράκων και γυπών, οίτινες αρπάσαντες το είδωλον, έρριψαν τούτο εις την θάλασσαν. Ο Λυκαονίδης τότε εθαύμασεν. Έπειτα εζήτησεν από τον Άγιον συγχώρησιν δια να μεταφέρη τα δώρα εις τον ηγεμόνα της νήσου, Βονιφάτιον καλούμενον και εις τον πολιτάρχην Αυρηλιανόν, καθώς ήτο συνήθεια. Είπε τότε προς αυτόν ο Άγιος· «Ύπαγε εις ειρήνην και βλέπε, μη σε χωρίση τις από την αγάπην του Χριστού». Απελθών δε ο Λυκαονίδης παρέδωκεν εις τον ηγεμόνα δώρα πολύτιμα. Ο δε ηγεμών, δεχθείς ταύτα, ηρώτησεν αυτόν δια τα μέρη της Ανατολής και πως διάγουσιν οι εκεί άρχοντες. Ο Λυκαονίδης τότε απεκρίθη· «Μεγάλην ειρήνην έχουσιν όλαι αι επαρχίαι. Διότι η ειρήνη του μεγάλου και αληθινού Θεού επεσκίασεν αυτάς και σώζει τους εις Αυτόν πιστεύοντας». Διηγήθη δε εις τον ηγεμόνα το μέγα θαύμα, όπερ ετέλεσεν ο Άγιος και εκήρυξε τον Χριστόν, διηγούμενος άπαντα όσα είδε και ήκουσε λεγόμενα παρά του Παγκρατίου. Ενώ δε συνωμίλουν, ήλθον εκεί άπαντες οι μιαροί ιερείς, ολολύζοντες και εφώναζον ατάκτως λέγοντες· «Μέγα κακόν μας συνέβη, ηγεμών κράτιστε, διότι ο ποθητός μας θεός Φάλκων εξηφανίσθη μεθ’ όλου του περιφήμου ναού, εις σημείον ώστε ουδέ καν ο τόπος του θυσιαστηρίου φαίνεται πλέον». Είπε τότε ο Βονιφάτιος· «Ιερείς των μεγάλων θεών της Ταυρομενίας, υπάγετε και εξετάσατε ακριβώς μήπως οι θεοί ήθελον περισσοτέραν θυσίαν και δι’ αυτό σας κατεφρόνησαν και ανεχώρησαν εις άλλον τόπον, θέλω δε και εγώ εξετάσει πως συνέβη τούτο το γεγονός». Ταύτα δε ειπών απέλυσεν αυτούς, και ηρώτα πάλιν τον Λυκαονίδην δια τον Χριστόν, διότι πολλήν ευφροσύνην ελάμβανεν η ψυχή αυτού, ακούοντος τους λογους του σωτηρίου Ευαγγελίου. Διηγήθη τότε ο Λυκονίδης λεπτομερώς τα όσα ήκουσε δια τον Δεσπότην Χριστόν και δια τον Πέτρον και τον Παγκράτιον και πως ούτος επρόσταξε τους δαίμονας και εβύθισαν τον βωμόν και το είδωλον. Ο δε άρχων, ακούσας ταύτα, εχάρη και είπε· «Παρακαλώ σε, φίλε μου, ύπαγε να προσκυνήσης εκ μέρους μου τον Άγιον Παγκράτιον και παρακάλεσον αυτόν να έλθη εδώ, ίνα και εγώ γνωρίσω ένα τοιούτον σεβάσμιον άνδρα». Ο δε Λυκαονίδης απεκρίθη· «Άκουσον, κύριέ μου, εάν αγαπάς τον Χριστόν, πρόσταξε τους κήρυκας να διαλαλήσουν εις την πόλιν όλην και τα περίχωρα, ότι επιθυμείς να κάμης εορτήν εις τον ιππόδρομον και να καταγράψης όλους τους ιππείς, δια να συναχθούν άπαντες. Τότε, με την πρόφασιν ταύτην, έρχεται εκεί και ο μέγς Παγκράτιος». Ήρεσεν ο λόγος ούτος εις τον άρχοντα και έστειλεν ευθύς διάταγμα εις όλην την επαρχίαν του. Συνεκεντρώθησαν δε έως διακόσιαι χιλιάδες ανδρών και εφίλευσε τους χιλιάρχους και τους εκατοντάρχους εν πλουσιωτάτω δείπνω. Το πρωϊ μετέβησαν άπαντες εις το πεδίον. Ο δε Λυκαονίδης μετέβη εις τον Παγκράτιον και ανήγγειλεν εις αυτόν την πολλήν του ηγεμόνος ευλάβειαν και ότι επεθύμει να ίδη αυτόν, ίνα συνομιλήσωσιν. Αλλ’ ο Παγκράτιος δεν μετέβη προς τον ηγεμόνα δια την σύγχυσιν του λαού, ειπών εις τον Λυκονίδην να φέρη κατά το εσπέρας εκεί τον ηγεμόνα, όταν θα ετελείωνον την πανήγυριν. Ούτω και εγένετο. Όταν λοιπόν μετέβη ο ηγεμών εις συνάντησιν του Παγκρατίου, εύρεν αυτόν ενδεδυμένον την ιερατικήν στολήν επί θρόνου καθεζόμενον, έχοντα προ αυτού την εικόνα του Χριστού και τον Σταυρόν. Ιδών τότε αυτόν εν τοσαύτη δόξη, έπεσεν επί πρόσωπον και τον επροσκύνησε, διότι είδε φως θείον, όπερ περιεκύκλωνε τον Άγιον. Ο δε Άγιος ήγειρεν αυτόν και ησπάσατο. Εγερθείς δε ο ηγεμών, όλος έντρομος ανέκραξε· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών! Πιστεύω εις Σε Ιησού Χριστέ, Θεέ αληθέστατε». Τότε ο Άγιος ηυλόγησεν αυτόν σταυροειδώς και επρόσταξε να καθήση πλησίον του. Ο δε ηγεμών έλεγε· «Πώς να σε πλησιάσω, αφού βλέπω φλόγα περικυκλούσάν σε»; Εννοήσας τότε ο Άγιος, ότι το φως τούτο ήτο η χάρις του Αγίου Πνεύματος δια την ιεράν στολήν, με την οποίαν ήτο ενδεδυμένος, επρόσταξε να εξέλθουν άπαντες και να επιστρέψουν μετ’ ολίγον, όταν δε έμεινε μόνος εξεδύθη τα ιερά ιμάτια. Τότε ο Βονιφάτιος δεν έβλεπε πλέον το φως. Όθεν εκάθησε πλησίον του Αγίου Παγκρατίου και ήκουσε τους σωτηρίους λόγους αυτού. Μετά ταύτα εδείπνησαν μετρίως ό,τι ο Θεός εξαπέστειλε. Και τότε είπεν εις αυτούς ο Άγιος· «Εφιλεύθημεν σωματικώς, ας φιλευθώμεν και πνευματικώς, τέκνα μου». Εισελθών τότε εις το εσωτερικόν δωμάτιον, ενεδύθη τα ιερά άμφια. Όταν δε έφθασεν εις την δοξολογίαν του Τρισαγίου, ω του θαύματος! Ήνοιξεν η στέγη του οίκου και ήλθε φως μέγα ως αστραπή. Όθεν εκ του φόβου έπεσον όλοι κατά γης. Ο δε Άγιος τους ανήγειρε και είπε· «Μη φοβείσθε. Διότι ο Χριστός ήλθε να φωτίση τας καρδίας σας, ίνα τον γνωρίσητε». Τότε έλαβεν εν Ευαγγέλιον γεγραμμένον εις την εβραϊκήν, επί του οποίου ήσαν ιστορημένα τα πάθη και τα μυστήρια του Σωτήρος Χριστού, ήτοι η Γέννησις, η Βάπτισις, η Σταύρωσις, η Ανάστασις και τα επίλοιπα και αναγνώσας τον ιερόν Ματθαίον, εδίδαξεν ικανώς τον άρχοντα μέχρι του μεσονυκτίου. Τότε ο άρχων, ευχαριστήσας τον Άγιον, ωμολόγησεν ότι εξ όλης καρδίας επίστευεν εις τον Δεσπότην Χριστόν και ούτω προσκυνήσας αυτόν και λαβών συγχώρησιν ανεχώρησε. Μετά ταύτα ο Λυκαονίδης είπε προς τον Άγιον· «Ο άρχων είπε να μεταβώμεν εις την πόλιν, δια να ευλογήσης το παλάτιον». Ο Άγιος όμως απεκρίθη· «Ναι, τέκνον, αλλ’ οι ακάθαρτοι δαίμονες, θρηνούντες την απώλειάν των, βούλονται να μας πολεμήσουν. Λοιπόν λάβε τούτο το γράμμα και αφού το αναγνώσης πρότερον εις τους άλλους ναούς, απόθεσον αυτό εις τον βωμόν του ακαθάρτου Λύσσωνος». Έλεγε δε το γράμμα ταύτα· «Παγκράτιος δούλος Ιησού Χριστού προς Λύσσωνα τον μιαρόν θεόν των Ταυρομενιτών. Δεχόμενος το γράμμα μου, ανάγνωσον αυτό και εις τους άλλους μιαρούς θεούς και μη κάμετε σύγχυσιν, αλλά ως άλαλοι και κωφοί, ούτω γίνεσθε». Λαβών λοιπόν το γράμμα ο Λυκαονίδης μετέβη και απέθεσε τούτο επί του ειδώλου. Κατά δε την τρίτην ώραν της νυκτός ήλθε φωνή προς τον Άγιον λέγουσα· «Δούλε του Θεού, επράξαμεν ως ώρισες και ανάβηθι εις την πόλιν σου». Τότε ο Άγιος παρέλαβε μετ’ αυτού την συνοδείαν του και μετέβησαν εις τον ηγεμόνα, όστις προϋπήντησεν άπαντας με τιμήν πολλήν και έμειναν εις το πλάτιον ημέρας τεσσαράκοντα. Οι δε ιερείς των ειδώλων συνηθροίσθησαν εις το Πραιτώριον λέγοντες· «Ω ηγεμών, η πανήγυρις του μεγάλου θεού Λύσσωνος πλησιάζει και πρόσταξον άπαντα τον λαόν να προσφέρουν εις αυτόν θυσίαν πλουσίαν, δια να μη θυμωθή και αυτός και φύγη, ως ο Φάλκων». Ο δε ηγεμών είπεν· «Υπάγετε και ετοιμάσατε ως θέλετε». Έπειτα ηρώτησε μυστικώς τον Παγκράτιον, τι να πράξη. Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Φυλάττου από την σήμερον και μη θυσιάσης πλέον εις τα κτίσματα, αλλά μένε στερεός εις την πίστιν, εάν ποθής να λάβης το άγιον Βάπτισμα, κτίσε μου δε μίαν Εκκλησίαν δια να τελώ και εγω την θυσίαν μου, επειδή ελπίζω εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, ότι θα μας λυτρώση από τους αοράτους εχθρούς». Απεκρίθη τότε προς αυτόν ο άρχων Βονιφάτιος· «Τίμιε πάτερ, έτοιμος είμαι να πράξω ό,τι προστάξης εις εμέ, τον δούλον σου. Μόνον δος μου το σχήμα της Εκκλησίας, όρισον και τον τόπον και εγώ την κτίζω μετά χαράς». Πράγματι μετέβησαν ομού εις μίαν άκραν της πόλεως, προς Ανατολάς, και ο Άγιος εσημείωσε το σχήμα της Εκκλησίας εις τόπον ευάρμοστον. Εντός δε τριάκοντα ημερών απεπερατώθη ο ναός. Μετά δε το πέρας του ναού ο Άγιος Παγκράτιος ετέλεσεν εις αυτόν την θείαν λειτουργίαν. Και όσοι ευρίσκοντο εντός της Εκκλησίας έβλεπον πυρ φοβερόν, ως αστραπήν, φωτίζον όλον τον ναόν, με τρόπον εξαίσιον. Πριν δε εισέτι συμπληρώση ο Άγιος την ιερουργίαν έπεσαν όλοι οι θεοί της Ταυρομενίας και συνετρίβησαν. Αλλ’ οι ιερείς δεν ήσαν εκεί τότε και δεν εγνώριζον τα συμβάντα. Ο δε Άγιος, μετά το κοινωνικόν, εκοινώνησε τους βαπτισμένους δια των Αχράντων Μυστηρίων, τον δε ηγεμόνα δεν εκοινώνησεν. Ούτως ηρώτησεν κρυφίως τον Λυκαονίδην δια τίνα αιτίαν δεν εκοινώνησεν αυτόν και εκείνος είπεν, ότι επειδή ο ηγεμών δεν ήτο ακόμη Χριστιανός τέλειος, δεν ήτο άξιος της ιεράς Μεταλήψεως. Μετά δε την ιερουργίαν ο άρχων προσεκάλεσεν άπαντας εις το παλάτιον, ίνα φιλεύση αυτούς. Καθήσας δε ο Άγιος εις την τράπεζαν, έθεσεν εις το δεξιόν μέρος αυτού τον Λυκαονίδην και εις το αριστερόν τον ηγεμόνα, καθώς έπραττε και άλλοτε και ευλογήσας άρτον, εις μνήμην της Υπεραγίας Θεοτόκου, έδωκεν εις όλους και έφαγον. Όταν δε εφιλεύθησαν, απέλυσεν άπαντας. Οι δε μιαροί ιερείς των ειδώλων μετέβησαν εις τους βωμούς, ίνα θυμιάσουν τα ακάθαρτα είδωλα. Μη ευρόντες δε ταύτα, εθρήνουν την απώλειαν των θεών των. Εγένετο δε εις όλην την πόλιν σύγχυσις μεγάλη, συνηθροίσθησαν δε οι πλείστοι εις το παλάτιον, τοιαύτα κραυγάζοντες· «Τι κάμνεις, ανάξιε της ηγεμονίας Βονιφάτιε; Δεν έρχεσαι να ίδης τι έπαθον οι θεοί σου, δεινότατε; Δεν είναι αυτοί, οίτινες σε επλούτισαν τόσον και σε ετίμησαν δια τόσων μεγάλων τιμών; Διατί λοιπόν δεν τους τιμάς πενθών μεθ’ όλων ημών, αλλά κάμνεις εορτάς και χαίρεσαι εις την θλίψιν μας, υπερήφανε»; Ακούσας ο ηγεμών τας ύβρεις του λαού εφοβήθη και αναβάς εις τον υψηλότερον τόπον του Πραιτωρίου μεθ’ εξήκοντα στρατιωτών ενδεδυμένων χρυσοϋφάντους στολάς είπε προς τον λαόν ταύτα με λαλιάν ταπεινήν και ήμερον· «Άνδρες Ταυρομενίται, σοφώτατοι, μη υβρίζετε την ηγεμονίαν αδίκως, μη θυμώνετε παραλόγως με εμέ, όστις ποσώς δεν σας έπταισα. Αλλά κάμετε τούτο, το οποίον σας είπον και άλλην φοράν, όταν απωλέσθη ο Φάλκων. Εύρετε τους σοφωτέρους της βουλής και τους μάλλον εγγραμμάτους και ειπέτε να εξετάσουν εις τας βίβλους σας, έως ότου εύρωσι την αιτίαν, εξ ης έφυγον οι θεοί μας. Ήτις αιτία θα είναι εν εκ των δύο. Ή η ολίγη θυσία, την οποίαν προσεφέραμεν εις αυτούς και ως εκ τούτου μας εμίσησαν ή άλλος θεός ήλθεν εδώ ισχυρότερός των και δυνατώτερος, μη δυνάμενοι δε να εναντιωθούν εις αυτόν από τον φόβον των έπεσον. Όταν δε πληροφορηθώμεν την πραγματικήν αιτίαν, θέλομεν τελέσει το συμφερώτερον. Ήτοι, εάν έφυγον δια τας μικράς θυσίας, να αυξήσωμεν ταύτας όσον θέλουσιν. Αν δε ήλθεν εδώ άλλος Θεός ισχυρότερος, να πιστεύσωμεν εις εκείνον, δια να μη τους έχωμεν ανάγκην εις τίποτε. Μεταβήτε λοιπόν, οι πλέον ευλαβέστεροι εξ υμών, εις τον ναόν εν προσευχή και δεήσει και ερωτήσατε τους θεούς, δια να σας φανερώσουν το αίτιον». Ταύτην την συμβουλήν του άρχοντος όλοι επήνεσαν και εξέλεξάν τινας, οίτινες εγνώριζον μαντείας και οιωνοσκοπίας. Ούτοι ώρισαν τριάκοντα δύο άνδρας εις κάθε θυσιαστήριον, ίνα φωνάζουν επί ώραν πολλήν και ερωτούν. Πράγματι, δαίμων τις, τον οποίον ωνόμαζον Λύσσωνα, απήντησε· «Τι ήλθετε προς με και με εγκωμιάζετε ματαίως; Ό,τι εκάμαμεν έως τώρα, εκάμαμεν, και από σήμερον δεν σας πλανώμεν πλέον. Διότι η Τρισυπόστατος Θεότης επεσκέφθη το ίδιον πλάσμα και έστειλεν ο Θεός τον Λόγον Αυτού, ίνα φωτίση άπαντας». Οι δε περισσότερον βοώντες απεκρίθησαν· «Τι λέγεις, Λύσσων καθαρώτατε; Τις είναι από σε θεός ισχυρότερος»; Ο δαίμων πάλιν απεκρίθη· «Εκείνος όστις έκαμε τον ουρανόν και την γην, την θάλασσαν και όλον τον κόσμον και τον άνθρωπον έπλασεν, Αυτός και τώρα καθ’ ημών ρομφαίαν πυρίνην απέστειλεν, ήτις κατέστρεψε τον Φάλκωνα, τον Δία και τους λοιπούς θεούς· αλλά και εμέ κατέστησεν από της σήμερον άπρακτον, διότι ο Λυκαονίδης έφερεν εδώ τον μαθητήν του Ιησού». Ταύτα ακούσαντες οι πεπλανημένοι ωδύροντο, διότι απώλεσαν τας ελπίδας των. Εδέοντο δε πάλιν εις τον ανίσχυρον θεόν των να δώση εις αυτούς βοήθειαν. Κάμνοντες δε μαγείας έγραψαν τα ονόματα των ευγενεστέρων της πόλεως, ούτινος τύχη ο κλήρος να θυσιάσωσιν αυτόν, δια να καταπραϋνουν τον δαίμονα. Το πρώτον δε όνομα, όπερ εξήγαγον, έτυχε να είναι το του ηγεμόνος. Τότε εχάρη ο όχλος και σφάζοντες ταύρους και τράγους εγέμισαν τας φιάλας αιμάτων. Λαβόντες δε κλάδους μυρσίνης και δάφνης, έδραμον όλοι προς το παλάτιον και εκραύγαζον ταύτα· «Ω ηγεμών αξιώτατε, ο μέγας θεός Λύσσων εις θυσίαν σε εζήτησε. Διο σε μακαρίζομεν άπαντες, διότι εις τον κόσμον τούτον ήσο καθ’ όλην σου την ζωήν περιφανής και ένδοξος, αλλά και τώρα με την θυσίαν ταύτην γίνεσαι ως ο Λύσσων και ο Ζεύς αθάνατος μετά θάνατον». Ταύτα εκείνοι ειπόντες, έδραμον να ετοιμάσουν τα της θυσίας. Ο δε Βονιφάτιος έσπευσε δρομαίως εις την Εκκλησίαν και πίπτων προ των ποδών του Αγίου διηγήθη την συμφοράν με πικρότατα δάκρυα, ειπών ότι έμελλον να τον θανατώσουν εις θυσίαν του δαίμονος. Είπε τότε προς αυτόν ο Παγκράτιος· «Ύπαγε, τέκνον μου, και μη φοβηθής ουδόλως, διότι εγώ θέλω έλθει μετά σου αύριον εις την θυσίαν, τότε δε θέλετε ίδει άπαντες την δύναμιν του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού». Την ενάτην ώραν της νυκτός ηγέρθη ο Άγιος δια να ψάλη, κατά την τάξιν, την Ακολουθίαν. Οι δε ειδωλολάτραι πάλιν ευρίσκοντο εις μέγαν βωμόν του Λύσσωνος, έχοντες και πάλιν εστημένα τα είδωλα εις τους τόπους των, δια να είπωσιν, ότι αφ’ εαυτών ταύτα ανέστησαν. Όταν όμως ήρχισεν ο Άγιος ψάλλων εις τον ναόν την ακολουθίαν του έπεσαν εις την γην όλα τα είδωλα και συνετρίβησαν . Τότε ο λαός έφευγε περίφοβος και θαυμάζων. Και καθώς οι άνθρωποι επερνούσαν από την Εκκλησίαν, ήκουσαν τον Άγιον ψάλλοντα, έμειναν δε απορούντες εις την μελωδίαν εκείνην, ομοίαν της οποίας άλλην φοράν δεν ήκουσαν, διότι η φωνή του Αγίου ήτο ηδονική και έμμουσος. Η δε Εκκλησία δεν διεκρίνετο, διότι ήτο σκότος γύρωθεν αυτής. Όταν ετελείωσε την ακολουθίαν εξήλθεν ο Άγιος και εκάθησεν εις την θύραν. Ποιήσας δε το σημείον του Σταυρού εδίωξε το σκότος και τότε ηνοίχθησαν οι οφθαλμοί των Ελλήνων, βλέποντες δε την Εκκλησίαν και τον Άγιον ενόμισαν αυτόν ως αληθώς Θεού Άγγελον. Φοβηθέντες λοιπόν ηρώτησαν αυτόν λέγοντες· «ορκίζομέν σε εις την δύνμιν των μεγάλων θεών, να μας είπης, εάν είσαι θεός ή άνθρωπος». Λέγει εις αυτούς ο Άγιος· «Εγώ ούτε θεός είμαι, ούτε λατρεύω όπως σεις τα είδωλα. Είμαι πλάσμα Θεού όπως και σεις και με έστειλεν ο αληθής Θεός, να σας κηρύξω λόγον ζωής και αληθείας. Εάν λοιπόν μου ακούσετε, θα εύρητε ζωήν αιώνιον· ότι εγώ θέλω σας αναγγείλει δια τον μεγάλον και ανεξιχνίαστον Θεόν, όστις εποίησεν όλον τον κόσμον, την δε ανθρωπίνην φύσιν έπλασε και ανέπλασε και χαρίζει εις τους αγαπώντας αυτόν ζωήν αιώνιον. Αυτοί δε, τους οποίους σεις λέγετε θεούς, είναι δαίμονες· όσοι δε τους πιστεύουσι, θα υπάγουν μαζί με αυτούς εις αιώνιον κόλασιν». Ακούσαντες ταύτα οι άνθρωποι κατενύγησαν λέγοντες· «Ημείς βλέπομεν εις σε αληθώς χάριν ένθεον και πιστεύομεν, ότι η αξία σου είναι ανωτέρα της δυνάμεως των θεών· αλλά μη τους καταδυναστεύσης, ότι εις τους πολέμους πολλάκις μας εβοήθησαν». Λέγει εις αυτούς ο Άγιος· «Υπάγετε ετοιμάσατε τον ηγεμόνα εις θυσίαν του Λύσσωνος, καθώς εμελετήσατε, εκεί δε θέλω σας δείξει του Θεού μου την δύναμιν». Αναχωρήσαντες λοιπόν από τον Άγιον, έλεγον μεταξύ των· «Την αλήθειαν φαίνεται να λέγη αυτός ο άνθρωπος· διότι εάν δεν ήτο ο Θεός αυτού δυνατώτερος, δεν θα εξωλόθρευε τους θεούς μας». Τότε κάποιος υεωρούμενος σοφός, ονόματι Ξάνθιππος, είπε προς τους άλλους· «Ακούσατε, άνδρες σοφώτατοι· σεις με εξελέξατε αρχηγόν εις την ιατρικήν, την οποίαν επεμελούμην το κατά δύναμιν· προ ολίγων όμως ημερών ήλθε προς με εις θαυμάσιος το είδος άνθρωπος και μου έδωκεν ένα βιβλίον λέγων· «Ξάνθιππε, λάβε το ιατρικόν αυτό βιβλίον από την άνωθεν δύναμιν». Ταύτα λέγων, έγινεν άφαντος. Εγώ δε αναγνώσας το βιβλίον, εύρον ότι το έγραψαν τέσσαρες άνθρωποι, οίτινες με μίαν φωνήν διηγούντο δια τον Ιησούν Χριστόν, τον αληθινόν Υιόν του Θεού, αυτόν δε νομίζω ότι ήλθε να κηρύξη και ούτος ο άνθρωπος. Διότι καθώς έφθασα με το βιβλίον εις την οικίαν μου, εφωτίσθη όλη από φως ουράνιον, όσοι δε ασθενείς έκειντο εκεί πάσχοντες από διαφόρους ασθενείας, την ιδίαν ώραν εθεραπεύθησαν». Ακούσας ο λαός ταύτα από τον Ξάνθιππον, ηθέλησαν να επιστρέψουν προς τον Άγιον. Αλλ’ ο διάβολος δεν τους αφήκεν, αλλά τους εβίασεν αοράτως και μετέβησαν εις το παλάτιον, παραλαβόντες δε τον ηγεμόνα τον ωδήγησαν εις τον Λύσσωνα και εκδύσαντες αυτόν, έδεσαν οπίσω τας χείρας του, ευχαριστούντες τον ακάθαρτον δαίμονα. Ο δε Βονιφάτιος έβλεπε γύρω, ίνα ίδη τον Παγκράτιον, λέγων με κλαυθμόν πικρότατον· «Ω των εμών δεινών, εις ποίον θάνατον πικρόν παρεδόθην ο άθλιος! Που είσαι, πάτερ Παγκράτιε; Είπες ότι έρχεσαι εις την θυσίαν, ίνα απολέσης τον αναίσθητον Λύσσωνα και τώρα δεν φαίνεσαι, αλλά με αφήκες μόνον τον ταλαίπωρον; Ο Κύριος Ιησούς Χριστός να με ελεήση ως εύσπλαγχνος». Ούτος δε ο Λύσσων, αδελφοί, είχεν ένα όφιν μεγάλον και φοβερώτατον, ο οποίος έπινε το αίμα των θυσιών. Ο δε μέγας Παγκράτιος, ενδυθείς την ιερατικήν στολήν, έγινεν όμοιος με φλόγα πυρός· όταν δε έφθασε με τον τίμιον Σταυρόν εις τον τόπον, όπου είχον δεδεμένον τον Βονιφάτιον, ευθύς ελύθησαν τα δεσμά μόνα των. Όλοι δε οι περιεστώτες έπεσαν εις την γην, μη υποφέροντες την λάμψιν των ιερών ενδυμάτων του. Εκείνος τότε τους ηυλόγησε και ηγέρθησαν. Πλησιάσας δε τον μιαρόν Λύσσωνα, είπε ταύτα· «Ορκίζω σε, δαίμον ακάθαρτε, εις το όνομα της Αγίας Τριάδος, να φύγης από τούτον τον τόπον και να βυθισθής με τον Φάλκωνα εις την θάλασσαν». Ευθύς τότε άκαμεν ο δαίμων μεγάλον κρότον, ώστε όλοι ετρόμαξαν. Έπειτα εξερριζήθη το φοβερόν εκείνο και ασήκωτον είδωλον με τον δαίμονα, όστις ήτο εις αυτό εγκάτοικος και έπεσεν εις το πέλαγος. Το δε ιμάτιον του Λύσσωνος, ήτοι ο μέγας όφις εκείνος, έμεινεν εις τον λάκκον. Τότε ο Άγιος τον έδεσεν από τον τράχηλον και τον έσυρεν έξω. Ο δε όφις εσύριζεν απαισίως κατ’ αρχάς, έπειτα διερράγη από άνωθεν έως κάτω και έσκασεν. Οι δε όχλοι, ιδόντες τοιαύτα παράδοξα, μεγαλοφώνως εβόησαν· «Μέγας ο Θεός του Παγκρατίου». Ευθύς τότε συνέτριψαν τας φιάλας, τους δε ταύρους και τράγους, που έσφαζον, έρριψαν να τους φάγουν οι σκύλοι· αλλά και όλην την θυσίαν κατέστρεψαν. Ο δε Άγιος επρόσταξε να δέσουν τον όφιν με σχοινία, να τον σύρουν έως εις την θάλασσαν. Καθώς δε τον έσυραν εις τους λίθους οι νεώτεροι, εξεσχίζοντο αι σάρκες του και εφ΄νησαν τα οστά του. Τότε με πολύν κόπον αφήρεσαν δια των πελέκεων ένα εξ αυτών, δια να το φυλάττουν εις ενθύμησιν του θύματος. Ο δε μακάριος Παγκράτιος έδωκεν εις όλους τον αρραβώνα του Αγίου Βαπτίσματος, σφραγίσας αυτούς με τον τίμιον Σταυρόν. Εισελθόντες τότε εκείνοι εις τους βωμούς των ειδώλων, έρριπτον εις την γην τα μιαρά ξόανα και συνέτριβον άπαντα, πτύοντες και καταπατούντες αυτά. Έπειτα ανέβη ο Άγιος εις τόπον υψηλόν, δια να ακούσουν όλοι, και εκήρυξε τον Δεσπότην Χριστόν. Τότε επίστευσαν άπαντες, όσοι εκεί ήσαν, εκατόν χιλιάδες και περισσότεροι. Αφού δε προσηυχήθη δι’ αυτούς, τους απέλυσε λέγων· «Υπάγετε τώρα εις τας οικίας σας και καθαρίσθητε ημέρας τρεις, νηστεύοντες και προσευχόμενοι τω Κυρίω, ίνα σας αξιώση να λάβητε το άγιον Βάπτισμα». Μετά την τρίτην ημέραν ήλθεν ο λαός, κρατών έκαστος κηρόν και τα ενδύματα του θείου Βαπτίσματος· εβάπτισε δε ο Άγιος την ημέραν αυτήν χιλιάδας εικοσιτέσσαρας και έγινεν εις όλην την πόλιν χαρά μεγάλη και αγαλλίασις. Ήρχοντο δε και όσοι εκατοικούσαν πλησίον εις το όρος της Αίτνης και εβαπτίζοντο, ακούοντες τας θαυματουργίας τας οποίας έκαμνεν ο Άγιος, θεραπεύων χωλούς, παραλυτικούς, υδρωπικούς, δαιμονιζομένους και πάσαν άλλην ασθένειαν. Ο δε Ξάνθιππος, περί ου είπομεν άνωθεν, ο φιλόσοφος, έφερε το άγιον Ευαγγέλιον εις τον Άγιον και του είπεν ως άνωθεν την υπόθεσιν· ανέγνωσε τότε ο Άγιος αυτό εις τον λαόν, όλοι δε μετά χαράς και ευλαβείας πολλής το εδέχθησαν. Μετά δύο ώρας προσήλθε προς τον Άγιον γυνή πάσχουσα από λέπραν, ήτις ήτο των ειδώλων ιέρεια, καθώς έλεγε της θεάς Ήρας, και έλεγε με δόλον, ότι εάν της δώση ο Χριστός την ίασιν, θα λάβη το Βάπτισμα. Ο δε Άγιος, αν και ήξευρε την δολίαν γνώμην της, με ένα λόγον την ιάτρευσε· διότι ευθύς ως εποίησεν εις αυτήν την σφραγίδα του τιμίου Σταυρού, έπεσεν ευθύς η λέπρα από το σώμα της. Αυτή δε, αντί της ευχαριστίας προς τον Θεόν και τον Άγιον, έλεγε λόγους βλάσφημους προς αυτόν η αχάριστος. Όθεν είπε προς αυτήν ο Άγιος· «επειδή ετόλμησες, ω γύναι, να ενοχλήσης τον Κύριον, όστις σου έδωσε την υγείαν, αυτός δύναται πάλιν να επιστρέψη την λέπραν επάνω σου». Ταύτα ειπών, επήρεν από την γην τα λέπια της λέπρας, που έπεσαν από την σάρκα της και τα έρριψεν εις το πρόσωπον αυτής με τα χώματα, λέγων· «Επειδή δεν ομολογείς την χάριν της ιάσεως, ευλογητός ο Θεός, να σου δώση διπλήν παίδευσιν». Με τον λόγον δε αυτόν εφλογίσθη όλον το σώμα της από την κορυφήν έως τους πόδας και έκαμε πομφόλυγας, αι οποίαι ερρηγνύοντο και έρρεεν ύδωρ ζεστόν απ’ επάνω της, ησθάνετο δε πόνους φοβερούς, ώστε εκραύγαζεν η αθλία οδυνωμένη και έλεγεν· «Ελέησόν με, δούλε του αληθινού Θεού, ότι δεν ελπίζω πλέον εις τους μιαρούς θεούς, μόνον εις σε· και δεήθητι εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, να μου δώση την ίασιν». Σπλαγχνισθείς τότε ο Άγιος και ποιήσας ευχήν εις αυτήν, εσημείωσεν αυτήν με το σημείον του Σταυρού και εθεραπεύθη, επειδή ολοψύχως επίστευσε, και κατηχήσας αυτήν, την ογδόην ημέραν την εβάπτισε και την εχειροτόνησε διάκονον, μετονομάσας αυτήν Βενεδίκταν. Τότε εκείνη συνέτριψεν όλα τα είδωλα. Έπειτα παρέλαβε τον Άγιον εις τον κήπον της και του έδειξε χρυσίον πολύ. Ούτος δε είπεν εις αυτήν να τον διαμοιράση εις τους πένητας. Η δε έλεγεν, ότι εις την χώραν εκείνην πτωχός δεν ευρίσκετο. Ο δε Άγιος της λέγει· «Εάν θέλης να σωθής, μίσησον το χρυσίον, ότι η φιλαργυρία είναι η ρίζα όλων των κακών και να την αποφεύγης, ζητούσα μόνον τον πλούτον εις τα ουράνια». Όθεν αφήκεν όλον τον πλούτον της και υπηρέτει εις τον ναόν του Κυρίου επιμελέστατα. Ιάτρευσε δε και άλλην γυναίκα ο Άγιος, ήτις είχε πάθος ανίατον εις τον τράχηλον, αλλά και άνδρας πολλούς οίτινες εβασανίζοντο από διαφόρους ασθενείας. Εβάπτισε δε την ημέραν εκείνην οκτώ χιλιάδας άνδρας, χωρίς τας γυναίκας και τα τέκνα των. Έπειτα ελειτούργησεν, ίνα τους κοινωνήση. Τότε έφθασε και ο ηγεμών Βονιφάτιος με πλήθος λαού, όταν δε ύψωνε τα Άγια ο Άγιος, ήνοιξεν η Εκκλησία άνωθεν και κατήλθε πυρ ουράνιον και τον επερικύκλωσεν. Οι δε ορώντες εφοβήθησαν, ουδείς δε ετόλμα να πλησιάση ίνα κοινωνήση, διότι έβλεπον το πρόσωπον αυτού ως φλόγα πυρός. Ο δε Άγιος τους είπε· «Προσέλθετε, τέκνα μου, και μη φοβείσθε, ότι το πυρ τούτο δεν φλογίζει, αλλά φωτίζει τους μεταλαμβάνοντας». Τότε λοιπόν εκοινώνησεν όλους τους πιστούς, όσοι ήσαν βεβαπτισμένοι, τους δε απίστους εκατήχησε, κατά δε την τρίτην ημέραν εβάπτισε πέντε χιλιαδας. Μετά ταύτα είπε προς τον Άγιον ο Βονιφάτιος, ότι επρόκειτο να πολεμήση με τους εναντίους της επαρχίας του, και να τον ευλογήση ίνα νικήση τους εχθρούς, να τον συμβουλεύση δε εις ποίαν πεδιάδα να συνάψη την μάχην. Ο δε Άγιος τον επρόσταξε να συνάξη εκεί εις την Ταυρομενίαν όλης της επαρχίας τους στρατιώτας, ίνα τους ευλογήση ο Άγιος. Έστειλε λοιπόν ταχυδρόμους εις όλην την επαρχίαν, εσυνάχθησαν δε όλοι εις ημέρας είκοσιν. Ήσαν δε χιλιάδες πεντακόσιαι τεσσαράκοντα. Και ς μη απιστήση τις εις το πλήθος του λαού, ότι από όλας τας πόλεις της Σικελίας και Καλαβρίας, η πόλις αύτη Ταύρου και Μενίας ήτο η πλουσιωτέρα και πολυπληθεστέρα. Όταν λοιπόν συνήχθη όλος ο λαός εις την πεδιάδα, όλοι επεθύμουν να ίδουν τον Άγιον. Ούτος δε ενεδύθη τα ιερά άμφια και εξήλθεν εις πεδίον υψηλόν, δια να τον βλέπουν άπαντες. Οίτινες ιδόντες το πρόσωπον αυτού ως φως εξαστράπτον, ενόμιζον ότι ήτο θεός· ηρώτα δε ο εις τον άλλον, πόθεν ευρέθη τοιούτος θεός θαυμάσιος. Οι δε πιστοί έλεγον· «Δεν είναι θεός, άνθρωποι, αλλά του αληθινού και παντοδυνάμου Θεού δούλος». Τότε οι περισσότεροι επίστευσαν εις τον Χριστόν, ζητούντες το άγιον Βάπτισμα. Ο δε Άγιος ητοιμάσθη να λειτουργήση εκεί έμπροσθεν του πλήθους, δια να τους στερεώση καλλίτερα. Και οι μεν πιστοί επλησίασαν δια να κοινωνήσουν τα θεία Μυστήρια. Οι δε αβάπτιστοι πάλιν, έχοντες πόθον ν ίδωσι τούτο το μυστήριον της λειτουργίας επλησίασαν ρίπτοντες εις την γην τα όπλα και έστεκον με πολλήν ευλάβειαν. Τότε έγινε και άλλο θαυμάσιον, ώσπερ εκείνο, που έγινεν εις τον Μωϋσήν πρότερον, όταν ενομοθέτει τον λαόν εις το Σινά. Κατέβη μία νεφέλη και εσκέπασε τον μέγαν Παγκράτιον. Οι δε όχλοι έπεσον κατά γης θαυμάζοντες. Όταν δε ύψωσε τον άγιον Άρτον, ανήλθε προς τον ουρανόν η νεφέλη. Πολλοί δε από τους Έλληνας, νομίζοντες ότι ήτο θεός ο Άγιος, έλεγον εις αυτόν· «Ελέησον ημάς ο μέγας θεός και αξίωσον της σης χάριτος». Ο δε Άγιος ανέβη εις την πέτραν, ως και πρότερον, και εκήρυξε με συντομίαν το μυστήριον της θεότητος. Όθεν επίστευσαν ολοψύχως, ζητούντες το άγιον Βάπτισμα, πριν μεταβούν εις τον πόλεμον. Κατηχήσας τότε αυτούς, τους επρόσταξε να νηστεύσουν τρεις ημέρας, τούτου δε γενομένου τους εβάπτισεν όλους και έγινεν εις όλον το στρατόπεδον μεγάλη πανήγυρις, προς χάριν των δε εχειροτόνησεν ιερέα ένα μαθητήν του, ονομαζόμενον Ευάγριον, ο οποίος έγραψε τον βίον τούτον φιλαλήθως. Τούτον δε έστειλε να τους εξομολογή και να τους κοινωνή εις τον πόλεμον. Έβαλε δε χρυσοχόον, και έκαμεν εις τας σημαίας εις μεν την πρώτην την εικόνα του Δεσπότου Χριστού, εις δε τας άλλας τον Τίμιον Σταυρόν, ίνα τας κρατούν έμπροσθεν πάντων εις τον πόλεμον. Όταν επρόκειτο να αναχωρήσουν, με επρόσταξε να λειτουργήσω (λέγει ο ρηθείς Ευάγριος), ίνα κοινωνήσωσι. Τελέσας δ’ εγώ μετά φόβου την θείαν ιερουργίαν, εκοινώνησεν ο Άγιος και οι πρεσβύτεροι της πόλεως. Έπειτα μας ηυλόγησεν όλους ο ΄Αγιος, και ποιήσας το σημείον του Σταυρού εις το μέτωπόν μου με ησπάσθη και με απέλυσε· όταν δε εφθάσαμεν εις την θάλασσαν, την εσφράγισε με τον Σταυρόν τρεις φοράς, και ούτως επλεύσαμεν. Ο δε Άγιος επέστρεψεν εις την Εκκλησίαν του. Ήσαν δε εκεί εις την πόλιν δύο κοράσια ωραία, αδελφαί κατά σάρκα και ορφαναί, διότι οι γονείς των είχον αποθάνει. Αύται, αφ’ ου εβαπτίσθησαν, ήλθον προς τον Άγιον λέγουσαι· «Πάτερ Όσιε, εις την αγιωσύνην σου καταφεύγομεν να μας συναριθμήσης με την ιερειαν Χρυσήν, να μας δώσης το διακονικόν αξίωμα, ότι ημείς δεν έχομεν εις τον νουν μας να υπανδρευθώμεν πώποτε, μολονότι μας ζητούν εις γάμον οι πρώτοι άρχοντες της πόλεως, αλλά ποθούμεν να φυλάξωμεν την παρθενίαν μας άσπιλον». Ο δε Άγιος λέγει προς αυτάς· «Όντως, τέκνα μου, την καλήν μερίδα ως η Μαρία εξελέξασθε». Προσκαλεσάμενος δε την διάκονον Βενεδίκταν, είπεν εις αυτήν· «Ιδού ότι σου έστειλε συνοδείαν ο Κύριος». Χειροτονήσας δε την πρώτην διάκονον, αφήκε την νεωτέραν αχειροτόνητον, αφού δε έκτισαν κελλίον πλησίον του Ναού, έμειναν εκεί και ήκουον όλας τας ακολουθίας. Ο δε Πολιτάρχης, τον οποίον αφήκεν επίτροπον ο ηγεμών Βονιφάτιος, ήτο κακόγνωμος άνθρωπος, έχων όλον του τον πόθον εις τα μιαρά είδωλα ο παμμίαρος· δεν ηρκείτο δε να έχη παλλακίδας από τας θυγατέρας των Ελλήνων, αλλά και την μίαν από τας άνω ειρημένας παρθένους επεθύμησεν ο ανόητος, ήτοι την νεωτέραν, ως ωραιοτέραν και πάγκαλον. Έστειλε λοιπόν και εκάλεσε την αδελφήν αυτής, την διακόνισσαν, και είπεν εις αυτήν ότι επεθύμει να λάβη γυναίκα την αδελφήν της, υπέσχετο δε εις αυτήν δώρα πλούσια. Η δε είπεν εις αυτόν, ότι ήσαν αφιερωμέναι εις τον Θεόν και δεν νυμφεύονται. Όταν είδεν ο άσεμνος, ότι με το καλόν δεν έκαμνε τίποτε, ηπείλησε να την λάβη βιαίως ο Έλιδος (ούτως εκαλείτο ο κάκιστος και ακόλαστος). Τότε η μεν διάκονος απήλθεν εις την μονήν και ανήγγειλε ταύτα προς την Βενεδίκταν και την αδελφήν της κλαίουσα. Έπειτα παρουσιάσθησαν εις τον Άγιον και του είπον τα γενόμενα. Ο δε Άγιος τας ενουθέτησε λέγων· «Τέκνα Χριστού, του αληθινού Θεού, μη σας χωρίση από την αγάπην αυτού θλίψις ποσώς ή στενοχωρία, ούτε αυτός ο θάνατος· αλλά καν εις φυλακήν σας εγκλείσωσι, σπουδάσατε να φυλάξετε την λαμπάδα της παρθενίας σας άσβεστον». Αυτά και έτερα ακούσασαι εκείναι από τον Άγιον εστερεώθησαν καλλίτερα και απελθούσαι εις το κελλίον προσηύχοντο. Ο δε πράνομος Έλιδος προσεπάθησε να κάμη εκείνο όπερ ηβουλήθη και δεν ηδυνήθη. Όθεν συνεσκέφθη με τους Μοντανιστάς, πώς να φέρη την κόρην εις το θέλημά του, έδωκε δε εις αυτόν εις από εκείνους ένα βιβλίον μαντείς, το οποίον, ως ανέγνωσεν, επεκαλέσθη τους δαίμονς και εσυναχθησαν αναρίθμητοι, μαύροι ως αιθίοπες, κρατούντες βέλη και τόξα και τους έστειλεν εις τας αγίας παρθένους, να κάμουν την τέχνην των. Αλλ’ η χάρις του Θεού δεν επέτρεψε να τας ενοχλήσουν ποσώς οι ακάθαρτοι δαίμονες. Όθεν επιστρέψαντες εις τον Έλιδον, ωμολόγησαν οι ψεύσται την αλήθειαν, λέγοντες· «Είδομεν μέγαν βοηθόν εις τας γυναίκας εκείνας· όθεν μη υποφέροντες την θέαν αυτού, εφύγαμεν άπρακτοι· λοιπόν κάμε ει τι θέλεις, διότι ημείς αναχωρούμεν από τούτον τον τόπον, ως ο Φάλκων, ο Λύσσων και ο Ζεύς, υπό θείας δυνάμεως διωκόμενοι». Ποιήσας δε συμπόσιον και συμβούλιον με τους φίλους του ο άσωτος Έλιδος, έστειλε στρατιώτας και έφεραν τας δύο παρθένους δεδεμένας εις το κριτήριον, εδοκίμασε δε πολλάς κολακείας ο ακόλαστος δια να φέρη την κόρην εις το θέλημά του, αλλά δεν ηδυνήθη· όθεν απεφυλάκισαν αυτάς, παραγγείλας της πρώτης κρυφίως να συμβουλεύση την νεάνιδα να υπακούση εις αυτόν και να της δώση πλούσια δώρα· αυτή όμως της είπεν όλως τα εναντία ήτοι τα κατά Θεόν, ούτω λέγουσα· «Ας αγωνισθώμεν, αδελφή μου, δια να ίδωμεν τον Βασιλέα Χριστόν, και να κληρονομήσωμεν αθανασίαν αιώνιον. Βλέπεις ότι η ζωή αύτη τρέχει ως σκιά και ως όνειρον. Ενθυμείσαι πόσοι μας εζήτησαν να υπανδρευθώμεν και δεν εστέρξαμεν, αν και επροσκυνούμεν είδωλα; Τώρα δε που ενεδύθημεν τον Δεσπότην Χριστόν, να μολύνωμεν την ψυχήν και το σώμα; Μη γένοιτο! Ιδού ότι σου λέγω τα μέλλοντα, δια να ετοιμασθής εις πρόσκαιρον θάνατον, να βασιλεύσης με τον νυμφίον Χριστόν αιωνίως. Εμέ θανατώνουν αύριον, αλλά εσέ θέλουν κρατήσει ολίγον καιρόν, ίνα δοκιμάσουν την γνώμην σου· πρόσεχε δε να μη δελεασθής από τας ματαίας αυτών υποσχέσεις, υπόμεινον έως τέλους, ίνα λάβης τον άφθαρτον στέφανον». Ταύτα ακούσασα η κόρη από την διάκονον, εστέναξε λέγουσα· «Πιστεύω εις τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν, ότι ούτε κολακείαι, ούτε φοβερισμοί, ούτε βάσανοι θέλουν δυνηθή να με χωρίσουν απ’ Αυτόν τον ηγαπημένον Νυμφίον μου». Την άλλην ημέραν τας έφεραν πάλιν εις τον Έλιδον, λέγει δε προς αυτόν η διάκονος, ότι δεν ηδυνήθη να φέρη εις το θέλημά του την νεάνιδα. Εκείνος τότε εθυμώθη και προστάσσει να δείρουν αυτήν έμπροσθεν της κόρης σκληρώς· αφού δε την έδειραν ώραν πολλήν, και εκοκκίνισεν η γη από τα αίματα, απέκοψαν την μακαρίαν αυτής κεφαλήν. Την δε νεωτέραν ενέκλεισαν εις μίαν οικίαν, αυτοί δε εκάθισν εις την τράπεζαν. Ο δε μέγας Παγκράτιος εσύναξε τους πιστούς, και επήραν το άγιον λείψανον της διακόνου και το ενεταφίασαν ευλαβώς και εντίμως ως έπρεπεν. Όταν ηγέρθησαν από την γαστριμαργίν οι Έλληνες, έσυραν την κόρην και λέγει προς αυτήν ο Έλιδος· «Θυσίασον εις τον μέγαν θεόν Σκάμανδρον και δέξου να γίνης γυνή μου, ίνα τιμηθής, να έχης πλούτον και πάσαν άλλην απόλαυσιν· ειδέ μη θα διατάξω τον αποκεφαλισμόν σου». Λέγει προς αυτόν η πάνσεμνος · «Εγώ προσκυνώ τον Χριστόν, τον αληθινόν Θεόν και Σωτήρα μου, τον οποίον ενυμφεύθην, και ούτε εις τον Σκάμανδρον θυσιάζω, ούτε σε καταδέχομαι ως άνδρα μου, μιαρώτατε». Ταύτα ακούσας από την φιλόχριστον ο μισόχριστος επρόσταξε να δείρουν και αυτήν ως και την άλλην, έπειτα δε να την αποκεφαλίσουν. Τούτου γενομένου, ήλθεν ο Άγιος με όλους τους πιστούς, με λαμπάδας και θυμιάματα, και έλαβον το άγιον λείψανον, το οποίον ενεταφίασαν πλησίον της διακόνου. Ο δε λαός, όταν ήκουσε τας κακουργίας του Ελίδου, ώρμησαν να τον καύσουν με όλα του τα είδωλα. Αλλ’ ο Άγιος δεν τους αφήκε, δι να μη γίνουν φόνοι και σύγχυσις, έως ότου έλθη ο Βονιφάτιος, ίνα τον τιμωρήση ως βούλεται. Ούτω δε ησύχασαν, κτίζοντες Εκκλησίαν εις το όνομα των δύο παρθένων και μαρτύρων του Χριστού. Μετά ταύτα έκαμαν οι Ιουδαίοι και οι Μοντανισταί κατά του Αγίου συμβούλιον, ίνα τον αποκτείνωσιν. Αυτός δε γνωρίσας την σκευωρίαν και πανουργίαν των, εσύναξε τον λαόν και τους εφανέρωσε τα μελετώμενα· καθώς δε έλεγε την υπόθεσιν, ιδού έφθασαν κουστωδίαι δύο Ιουδαίων και Μοντανιστών, και πλησιάσαντες είπον εις τους πιστούς· «Διατί, άνθρωποι, αφήσατε το πρώτον σέβας και την θρησκείαν σας και εκολλήθητε εις αυτόν τον πλάνον και γόητα»; Ο μεν Άγιος εσιώπα. Ο δε λαός απεκρίθη· «Σεις επλανήθητε, και προσκυνείτε κωφά και άλαλα ξόανα· ημείς δε εύρομεν την αλήθειαν εις τον Δεσπότην Χριστόν πιστεύσαντες». Τότε λέγει προς αυτούς και ο Άγιος· «Εάν θέλετε να αφήσητε την πλάνην των ματαίων σεβασμάτων σας, να προσέλθετε εις τον αληθή Θεόν, θέλομεν σας αναγγείλει λόγον σωτήριον· ειδέ και ήλθετε με δόλον, φανερώσατε την πανουργίαν σας». Οι δε απεκρίθησαν· «Ημείς τους λόγους σου δεν πιστεύομεν, ούτε αφήνομεν την παλαιάν μας συνήθειαν». Λέγει ο Άγιος· «Παρακαλώ σας, αδελφοί, να φύγετε των ειδώλων τον δόλον, να γνωρίσετε τον δημιουργόν της κτίσεως· μάλιστα δε σεις οι Εβραίοι, ο λαός του Ισραήλ, που σας εξήγαγεν ο Θεός από την Αίγυπτον, τα οποία γινώσκοντες και αναγινώσκοντες αφήσατε τον Θεόν, όστις σας εγέννησε και σας τρέφει, ηνώθητε δε με τα έθνη και εμάθετε τα έργα των». Αυτά και έτερα λέγοντος του Οσίου, ήθελον οι πιστοί να φυλακίσουν τους Έλληνας, έως να έλθη ο ηγεμών να τους τιμωρήση δια τους φόνους, που έκαμαν· αυτοί δε έφυγαν έμφοβοι· κατά δε την άλλην ημέραν παρέλαβον τας γυναίκας και τα τέκνα των και εισήλθον εις τας λέμβους, ίνα υπάγουν εις τας Συρακουσας. Ο δε Άγιος τους ανήγγειλε με τον Ξάνθιππον να στρέψουν οπίσω και να μη φοβούνται από τους πιστούς κακόν· αλλά δεν έστρεψαν, ειμή μόνον ένας Μοντανιστής μάγος, εκείνος όστις έδωκε το μαγικόν βιβλίον εις τον Έλιδον δια την κόρην, ως είπομεν· εξωμολογήθη δε εις τον Άγιον και έγινε καλός Χριστιανός. Ούτος έγραψε και τους άθλους των Αγίων, αφού εβαπτίσθη. Οι δε υπόλοιποι Έλληνες εισήλθον εις τας λέμβους και εταξίδευον με καλόν άνεμον. Αλλ’ ενώ έπλεον έγινε μεγάλη τρικυμία και όλοι επνίγησαν. Διότι εσηκώθη ευθύς μέγας άνεμος, όστις κατεπόντισε τα πλοία των. Εις ολίγας ημέρας διδάσκων ο Άγιος τον λαόν, είπεν εις αυτούς· «Ο Βονιφάτιος ενίκησε τους εχθρούς του και έρχεται εις δύο ημέρας με πολύν πλούτον και με όλον του τον στρατόν αγαλλόμενοι». Είπε δε και του Ελίδου να ετοιμάση τα επίσημα της πόλεως. Εθαύμαζον δε οι πιστοί, ότι ήξευρε τα μακράν ως παρόντα και τα προέλεγε. Κατά την δευτέραν ημέραν εφάνησαν τα πλοία κατά την προφητείαν του Αγίου, τρέχων δε ο λαός εις την θάλασσαν ευφήμησαν τον ηγεμόνα, τον οποίον και ο Έλιδος προσεκύνησε. Το πρωϊ ήλθον ο λαός, ο χιλίαρχος, και ο Βονιφάτιος και προσκυνήσαντες τον Άγιον ηυχαρίστησαν δια την νίκην, την οποίαν επέτυχον με τας ευλογίας του. Ο δε Άγιος τους ηυλόγησεν όλους και εξόχως τον άρχοντα, προς τον οποίον ανέφερε δια τους φόνους, τους οποίους διέπραξεν ο μιαρός Έλιδος. Επρόσταξε τότε ο ηγεμών να δέσουν τον Έλιδον με δυνατήν άλυσον, να φυλάτουν δε αυτόν μετά προσοχής έως να διαμοιράση τον πλούτον τον οποίον έφεραν, εις το στρατόπεδον, να μείνη αμέριμνος, κατόπιν δε να εξετάση τας πράξεις του Ελίδου. Έφεραν δε και σκλάβους πολλούς Αβάρους από τον πόλεμον, οίτινες βλέποντες τον μέγαν Παγκράτιον, όστις ελειτούργησε την ημέραν εκείνην, επίστευσαν εις τον Χριστόν· διότι είδον δύο θαύματα, τα οποία και άνωθεν εγράψαμεν, ήτοι το πυρ, όπερ εξήρχετο από το στόμα του και την νεφέλην, ήτις τον έσκεπε, εζήτησαν δε δια του ερμηνέως το άγιον Βάπτισμα. Όθεν βλέπων από τα σχήματά των, τον πόθον όπου είχον, τους εβάπτισεν. Όταν δε εμοίραζεν ο άρχων το χρυσίον και το αργύριον και τον άλλον πλούτον εις τους στρατιώτας, εμοίρασε και εις τους αιχμαλώτους, παρήγγειλε δε να τους επιμεληθούν, ίνα σώσουν και αυτοί την ψυχήν των. Εχειροτόνει δε ο Άγιος εις πάσαν επαρχίαν ιερέα και διάκονον, τους σοφωτέρους και ευλαβεστέρους και παρήγγειλε να επιμελούνται τας ψυχάς των ανθρώπων, να κτίσουν Εκκλησίας και να κάμνουν όλα τα χρειαζόμενα· εις εμέ δε τον Ευάγριον και τον διάκονόν μου Επαφρόδιτον παρήγγειλε να γράψωμεν τα μυστήρια της Εκκλησίας, τας μεγάλας εορτάς και αναγνώσεις, τας εντολάς και όσα άλλα αναγκαία πρέπει οι πιστοί να ηξεύρουν. Ερχόμενοι δε οι προεστώτες του λαού ελάμβανον έκαστος παρά του Αγίου τον πρεσβύτερον και διάκονον της επαρχίας του, ούτω δε απήρχοντο έκαστος εις την πατρίδα του. Εγώ δε επήγα εις όλας τας επαρχίας, επιβλέπων τους Ναούς, όπου έκτιζαν και την εκκλησιαστικήν κατάστασιν. Ενουθέτουν δε αυτούς πώς να αναγινώσκουν την ακολουθίαν και τα άλλα αναγκαία της πίστεως, πάλιν δε υπέστρεφον εις τον διδάσκαλον. Ο δε Βονιφάτιος επρόσταξε και του έφεραν δεδεμένον τον Έλιδον και τον ηρώτησε διατί εφόνευσε τας παρθένους· απεκρίθη δε εκείνος, διότι εβλασφήμησαν τους θεούς. Ο δε Βονιφάτιος του λέγει· «Θέλεις να αρνηθής αυτούς τους ψευδείς θεούς, να γίνης Χριστιανός, να απαλλαγής και από την καταδίκην δια τα εγκλήματα, τα οποία έκαμες ή να σε θανατώσω, παγκάκιστε»; Ο δε απεκρίνατο· ¨Μη γένοιτο να αρνηθώ την πατρικήν μου θρησκείαν. Οι θεοί του πατρός μου την ζωήν μοι εχάρισαν, ας αποθάνω δια την αγάπην των. Λοιπόν θανατώσετέ με έμπροσθεν του θεού μου Σκαμάνδρου». Λαβών τότε ύδωρ ο ηγεμών ένιψε τας χείρας του και εξέδωκε την απόφασιν του θανάτου δια τας κακουργίας του λέγων· «Εις την κεφαλήν σου το αίμα σου». Προσέταξε δε ένα δούλον και τον απεκεφάλισεν εις τόπον επίσημον. Μετά δύο έτη ήλθον οι πρεσβύτεροι των επαρχιών και παρεκάλεσαν τον Άγιον να έλθη, να τας εγκαινιάση. Ο δε Άγιος τους έστειλε να ευλογήσουν τον Βονιφάτιον. Έπειτα παρέλαβε τον άρχοντα τούτον, εμέ, τον Επαφρόδιτον και τον Λυκαονίδην, με όλην την σύγκλητον και ενεκαινίασε τας Εκκλησίας, ώρισε δε και τα οροθέσια εκάστης Εκκλησίας, δια να γνωρίζη έκαστος τον τόπον του. Ο δε Βονιφάτιος και οι λοιποί πλούσιοι εμοίρασαν εις τρία μέρη όλα των τα υπάρχοντα, χρυσίον και αργύριον, ως και τα λοιπά κινητά και ακίνητα και προσέφεραν το εν τρίτον εις τας Εκκλησίας, ούτω δε εστρέψαμεν εις την πόλιν μας. Κατά δε την τρίτην ημέραν, ώραν εβδόμην, ήλθεν εις έκστασιν ο Άγιος και ήκουσε φωνήν ούτω λέγουσαν· «Παγκράτιε, χειροτόνησον ιερέα τον Επαφρόδιτον και στείλε τούτον εις τα μέρη της Ταρακωνίας». Ο δε Άγιος εδίστασεν εις το άκουσμα της φωνής, μήπως ήτο δαιμόνων φάντασμα. Ακούσας δε τον αυτόν λόγον και δεύτερον περιέμενε να τον ακούση εκ τρίτου, να βεβαιωθή την αλήθειαν. Όθεν ήκουσε και τρίτον την αυτήν φωνήν λέγουσαν· «Σοι είπον να χειροτονήσης τον Επαφρόδιτον πρεσβύτερον, να τον στείλης εις τον τόπον της Ταρακωνίας». Τότε χειροτονήσας ησπάσθη αυτόν και ευλογήσας απέστειλεν· όστις ιππεύσας εις ένα ημίονον και περιπατήσας ημέρας τρεις, έφθασεν εις ένα τόπον πετρώδη, εκεί δε εστάθη το ζώον και δεν ήθελε να προχωρήση. Όθεν ανεπαύθη εκεί ο πρεσβύτερος, το δε πρωϊ εσκέπτετο να προχωρήση. Αλλά το ζώον δεν ήθελεν· όθεν ηννόησεν ότι ήτο Θεού θέλημα να μείνη εκεί, λαβών όθεν τον Σταυρόν και το Ευαγγέλιον ανεγίνωσκεν. Τότε διέβαινεν εκείθεν γυνή τις, της οποίας ο ανήρ εθέριζεν εκεί πλησίον και έφερε προς αυτόν επ’ όνου άρτους, οίνον και τροφήν. Βλέπουσα δε εκείνη τον Επαφρόδιτον έμεινεν ως εκστατική ώραν πολλήν θαυμάζουσα, ενόμιζε δε ότι ήτο θεός ή Άγγελος. Ο δε είπεν εις αυτήν· «Τι στέκεις, γύναι, και δεν πορεύεσαι την οδόν σου»; Η δε πεκρίνατο· «δεν είδα ποτέ μου τόσην δόξαν εις άλλον άνθρωπον, όθεν νομίζω ότι είσαι θεός, δια τούτο έχεις τόσην λαμπρότητα». Λέγει προς αυτήν ο Επαφρόδιτος· «Ταύτα τα οποία βλέπεις και κρατώ είναι σημεία του παντοδυνάμου Θεού, όστις έκαμεν όλον τον κόσμον και έπλασε τον άνθρωπον». Η δε γυνή του λέγει· «Αλλά τις είσαι, εάν δεν είσαι θεός»; Ο δε είπεν· «Άνθρωπος είμαι ως και οι λοιποί άνθρωποι, και αν δεν πιστεύης, δος μοι να φάγω και να πίω». Ταύτα είπε, διότι από τριών ημερών δεν είχε φάγει· η δε έδωκεν εις αυτόν, και τρώγων εδυνάμωσε, αυτή δε επήγεν εις τον άνδρα της και του είπε την υπόθεσιν, όστις αφήκεν αυτήν να υπηρετήση τους θεριστάς. Τρέχων τότε ο άνθρωπος εκείνος έφθασεν εις τον τόπον, όπου ήτο ο Επαφρόδιτος, βλέπων δε από μακράν την δόξαν του Θεού, ήτις τον έσκεπεν, έπεσεν επί πρόσωπον. Ο δε είπεν εις αυτόν· «Ελθέ πλησίον μου, άνθρωπε». Τότε πλησιάζει εκείνος με φόβον πολύν και του λέγει· «Μήπως είσαι θεός εις τοιαύτην μορφήν φαινόμενος»; Ο δε απεκρίθη· «Δεν ήκουσες τίποτε δια τον Ιησούν Χριστόν τον Υιόν του Θεού εις αυτόν τον τόπον»; Ο δε άνθρωπος λέγει· «Ναι, ηκούσαμεν, ότι εγεννήθη από Παρθένον εκ Πνεύματος αγίου και εβαπτίσθη. Προσέτι δε ότι εδίδαξε και πολλά θαύματα έκαμεν, έπειτα εσταυρώθη και αναστάς εκ νεκρών ανελήφθη εις τους ουρανούς. Κατόπιν έστειλε τους μαθητάς του εις τον κόσμον, να κηρύξουν την θεότητα αυτού. Λοιπόν εάν είσαι και συ ένας απ’ εκείνους, δίδαξόν μας· ότι έχομεν πόθον να σε ακούσωμεν». Τότε εκήρυξε προς αυτόν τον Χριστόν, ευθύς δε επίστευσεν εκείνος και εζήτησε το άγιον Βάπτισμα. Ο δε Επαφρόδιτος του λέγει· «Ύπαγε, φέρε καινουργή ιμάτια και τότε θα λάβης την χάριν του Παναγίου Πνεύματος». Όταν δε έφερε τα ιμάτια, κατέβησαν εις τον ποταμόν και τον εβάπτισεν, έχων εκεί τον Σταυρόν, τον οποίον του ιστόρησα εγώ ο Ευάγριος, είχε δε τον Χριστόν εσταυρωμένον και τον ηρώτησε τίνος ήτο η εικών εκείνη. Ο δε είπε· «Του Δεσπότου Χριστού». Ο δε νεοφώτιστος του λέγει· «Όταν ήμην εις τα ύδατα, τον είδα και ήπλωσε την αγίαν Του δεξιάν εις την κεφαλήν μου». Λαβών ουτος κατόπιν συγχώρησιν επήγεν εις τον αγρόν· βλέποντες δε αυτόν οι θερισταί από μακράν, τους εφάνη ότι ήτο όλος πυρ και έφευγον από αυτόν. Η δε γυνή τον εγνώρισεν από την ομιλίαν και τους έλεγεν· «Ο άνδρας μου είναι και μη φεύγετε, ίνα μας είπη τι του συνέβη». Εκείνοι τότε μετά βίας εστάθησαν έντρομοι ερωτώντες αυτόν. Ο δε είπεν εις αυτούς την υπόθεσιν ως άνωθεν, ότι επίστευσεν εις τον Χριστόν και εβαπτίσθη, δι’ αυτό έλαβε την ωραίαν εκείνην μορφήν ως Άγγελος· οι δε ακούσαντες έρριψαν τα δρέπανα και έδραμον προς τον Επαφρόδιτον, πλησιάσαντες δε αυτόν έπεσον εις την γην από την λάμψιν του προσώπου του. Τότε αυτός τους εθάρρυνε λέγων· «Μη φοβείσθε». Εγερθέντες εκείνοι δεν ηδύναντο να τον βλέπουν, διοτι η όψις του έλαμπεν από την χάριν του αγίου Πνεύματος. Ο δε Άγιος ηυλόγησεν αυτούς, έλαβον δε θάρρος και προσκυνήσαντες αυτόν, ηρώτησαν τις και πόθεν ήτο και πως ήλθεν εις τον τόπον των. Αυτός διηγήθη εξ αρχής έως τέλους την υπόθεσιν, ότι ήτο πρότερον ειδωλολάτρης, ότι έδωκε προς αυτόν ο Άγγελος το άγιον Ευαγγέλιον, το οποίον τους έδειξε και τους εκήρυξε τον Χριστόν. Τότε όλοι επίστευσαν και εζήτουν το άγιον Βάπτισμα. Ο δε κατηχήσας αυτούς ανέγνωσε το Ευαγγέλιον, το οποίον ακούοντες οι άνδρες ηυφραίνοντο. Έμειναν δε εκεί έως την άλλην ημέραν, δια να τους βαπτίση, καθώς τους επρόσταξε. Κατά δε την δευτέραν ώραν της νυκτός ήλθεν ο διάβολος με πλήθος δαιμόνων, οίτινες εφαίνοντο ως άνθρωποι μαύροι και άσχημοι· σταθείς δε ο πρώτος απέναντι των ανδρών εφώνζεν· «Ω βία! Πόσην αδικίαν έχω από τον δούλον του Θεού Παγκράτιον και από σε, Επαφρόδιτε, αχάριστε, τον οποίον είχον χαρτοφύλακα, τώρα δε ήλθες εδώ να αφανίσης την εξουσίαν μου. Οποίον κακόν έπαθα ο αβοήθητος! Ότι εις την Ταυρομενίαν με έκαμεν αιχμάλωτον ο Παγκράτιος, ο γέρων Μαρκιανός εις τας Συρακούσας και τώρα πάλιν ήλθεν εδώ ο φίλος μου Ξάνθιππος, όστις μου έκαμνε τόσας θυσίας πρότερον. Τώρα δε αρπάζει τους δούλους μου, ίνα τους κάμη δούλους του Χριστού ο άχρηστος». Τότε ο Επαφρόδιτος εποίησε το σημείον του Σταυρού, αναθεματίζων τον δαίμονα, τους δε ανθρώπους εδίδξε λέγων· «Βλέπετε, τέκνα μου, πως ο Δεσπότης Χριστός σας εκάλεσεν εις την βασιλείαν του; δια τούτο οργίζεται ο διάβολος και αγωνίζεται να αρπάση τους ασθενεστέρους εξ υμών. Αλλά σεις, ως άνδρες τέλειοι, εμφυσήσατε εις αυτόν λέγοντες. Αποτασσόμεθά σου, Σατανά, και συντασσόμεθα Ιησού Χριστώ τω Υιώ του Θεού». Ούτω λοιπόν έκαμαν, και ευθύς εφάνη εξ ανατολών φλογίνη ρομφαία, ήτις εδίωξε τους δαίμονας. Την πρωϊαν ήλθε και ο άλλος άνθρωπος, όστις είχε τους θεριστάς, με την γυναίκα και τα τέκνα του, φέροντες τα αναγκαία ιμάτια. Και κατελθών εις τον ποταμόν τους εβάπτισε και τους έστειλεν εις διαφόρους τόπους να κηρύττουν το Ευαγγέλιον, έδωκε δε εις έκαστον Σταυρόν κέδρινον και εξουσίαν να κάμνουν θαυμάσια. Απελθόντες δε εις χώρας και πόλεις διαφόρους, εθεράπευον πάσαν ασθένειαν με την θείαν δύναμιν. Οι δε δαίμονες, μη υποφέροντες να βλέπουν το σημείον του Σταυρού, έφευγον· όθεν οι εγχώριοι θαυμάζοντες ηρώτησαν τους άνδρας, πόθεν έλαβον την εξουσίαν να ποιώσι τοιαύτα παράδοξα. Οι δε ευηγγέλισαν εις αυτούς τον Δεσπότην Χριστόν. Επίστευον δε και εβαπτίζοντο καθ’ εκάστην πολλοί και έτρεχον εις τον σοφόν Επαφρόδιτον. Έκτισαν δε και Εκκλησίαν, εις την οποίαν εκείνος ελειτούργει και εκοινώνει αυτούς τα θεία Μυστήρια. Όσον δε παρήρχετο ο καιρός, τόσον οι πιστοί επληθύνοντο. Ο δε Άγιος Μαρκιανός, ταύτα ακούσας, έγραψεν επιστολήν προς τον μέγαν Παγκράτιον, έχουσαν ούτω· «Θαυμάζω, πως η αγιωσύνη σου ελησμόνησες τόσον ταχέως την διδασκαλίαν των Αποστόλων, ήτις λέγει, να μη εξουσιάζη άλλην ενορίαν ο Επίσκοπος και έστειλες εις την επαρχίαν μου τον Επαφρόδιτον. Πλην εάν είδες από τον Θεόν αποκάλυψιν και δι’ αυτό τον απέστειλες, γράψε μου απόκρισιν, ίνα μη σε κατακρίνω αδίκως». Ταύτην την επιστολήν λαβών ο Παγκράτιος απήντησε προς τον Άγιον Μαρκιανόν αναφέρων όλην την αλήθειαν, ότι δηλαδή είδε τρεις φοράς εν οράματι να χειροτονήση τον Επαφρόδιτον. Έδωσε δε το γράμμα τούτο εις εμέ τον Ευάγριον, ίνα το φέρω εις Συρακούσας. Όταν δε επλησίαζον εις Συρακούσας εξήλθεν ο Άγιος Μαρκιανός της πόλεως και με προϋπήντησεν, με υπεδέχθη δε ασπασίως, λέγων· «Νομίζω ότι ελύπησα τον αδελφόν Παγκράτιον και ο Θεός γινώσκει ότι επικράνθην. Διότι αφού σας έστειλα το γράμμα, μου εφανέρωσε το πράγμα ο Κύριος. Ελυπήθην δε διότι σας ελύπησα. Αλλά τώρα χαίρω ότι ήλθες προς με και ύπαγε ίνα συνευφρανθής με τον Επαφρόδιτον, κατόπιν δε να έλθης ενταύθα, ίνα υπάγωμεν μαζί εις τον Παγκράτιον». Απελθών λοιπόν έκαμα οκτώ ημέρας με τον Επαφρόδιτον, όστις μου είπεν όσα ετέλεσε με την θείαν βοήθειαν. Κατόπιν επέστρεψα εις τον Μαρκιανόν και επορεύθημεν ομού προς τον Παγκράτιον. Γνωρίσας δε εκείνος την έλευσιν του Μαρκιανού από θείν χάριν, τον προϋπήντησε και πίπτοντες εις την γην αμφότεροι, παρεκάλει ο εις τον άλλον να τον ευλογήση δια ταπείνωσιν. Μετά πολλήν ώραν είπεν ο μέγας Μαρκιανός· «Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόμτι Κυρίου», Ασπασάμενοι δε αλλήλους εισήλθομεν εις την Εκκλησίαν και έκαμε λιτανείαν ο Μαρκιανός. Έπειτα εκάθησαν συνομιλούντες. Ο δε Παγκράτιος του λέγει· «Πως ήλθες εις ημάς τους αμαρτωλούς, Πάτερ τίμιε»; Ο δε απεκρίνατο· «Οι άρρωστοι υπάγουσιν εις ιατρόν, δια να λάβουν την ίασιν». Λέγει προς αυτόν ο Παγκράτιος· «Είθε και ημείς να είμεθα εις τα μέτρα σου, Πάτερ Όσιε». Ήσαν δε εις την σωματικήν μορφήν και την στάσιν παρόμοιοι, βλέποντες δε αυτούς οι αδελφοί έχαιρον και ετίμων αυτούς ως Μωϋσέα και Ααρών. Ήλθον δε ο ηγεμών και όλοι οι άρχοντες και τους ηυλόγησεν ο Μαρκιανός. Κατά δε την άλλην ημέραν, ήτις ήτο Κυριακή, συνελειτούργησαν. Κατά δε την θείαν ιερουργίαν κατελθόν πυρ εκ του ουρανού εκύκλωσε το άγιον Βήμα, όταν έψαλλον τον τρισάγιον ύμνον· μετά την λειτουργίαν οι μεν Άγιοι εκοινώνησαν, οι δε λαϊκοί εφοβούντο να πλησιάσουν, ο δε Άγιος είπεν εις αυτούς· «Προσέλθετε, τέκνα μου, και μη φοβείσθε. Ότι το πυρ, το οποίον βλέπετε, είναι η επισκίασις του Αγίου Πνεύματος, όπερ ποιεί τους λειτουργούς αυτού πυρός φλόγα». Τότε μετά φόβου πολλού εκοινώνησαν πό τον Άγιον Μαρκιανόν άπαντες. Προσμείνας εκεί ο μέγας Μαρκιανός ημέρας δέκα πέντε ηθέλησε να αναχωρήση, παρέλαβε δε τον Άγιον εις την συνοδείαν του, όστις επορεύθη μετά χαράς δια να ίδη τας Εκκλησίας· εισελθόντων δε εις το πλοίον, έπνευσε καλός άνεμος και εφθάσαμεν την αυτήν ημέραν εις Συρακούσας και επήγαμεν την νύκτα εις την Επισκοπήν. Οι δε μαθηταί του Μαρκιανού ιδόντες αυτόν έκλαυσαν λέγοντες, ότι οι δαίμονες ήρχοντο την νύκτα και τους ηπείλουν λέγοντες ότι έπνιξαν αυτόν εις την θάλασσαν. Τότε ο μακάριος ενεθάρρυνεν αυτούς, ίνα μη φοβούνται τα φαντάσματα των δαιμόνων. Έπειτα έστειλεν είδησιν προς τους άρχοντας Γόρδιον και Σέλευκον, να συνάξουν όλον τον λαόν, ίνα τους ευλογήση ο μέγας Παγκράτιος. Συναχθέντες δε άπαντες, έπεσον εις τους πόδας του ιερού Παγκρατίου, όστις ηυλόγησεν άπαντας. Έμειναν δε εκεί εξ ημέρας, συνομιλούντες πνευματικώς οι δύο φίλοι του Χριστού και συνευφραινόμενοι. Τότε είδεν οπτασίαν ο Άγιος, ότι ο βασιλεύς Ακυλίνος παρέλαβεν εξακοσίας χιλιάδας στρατού, ίνα πολεμήση την Ταυρομενίαν. Εσιώπησε δε την όρασιν· μόνον έστειλεν είδησιν και ήλθεν εκεί ο Επαφρόδιτος και συνηυφράνθησαν. Έπειτα έγραψεν ο Άγιος του Μαρκιανού συστατικά γράμματα, κατά τους Κανόνας των Αγίων Αποστόλων, να εξουσιάζη και τας επαρχίας οπόθεν επέστρεψεν ο Επαφρόδιτος. Ούτως ασπασάμενοι αλλήλους εταξιδεύσαμεν· ότε δε εφθάσαμεν εις την Ταυρομενίαν εκήρυξεν ο κήρυξ να συναχθή η πόλις όλη τη επαύριον, ίνα τους ομιλήση ο μέγας Παγκράτιος. Τότε ελειτούργησεν ο Άγιος και εκοινώνησεν άπαντας. Έπειτα είπε προς τον άρχοντα και όλην την Σύγκλητον· «Τέκνα μου, ο διάβολος εκίνησε να σας πολεμήση, αλλά αναθέσατε την ελπίδα σας εις τον Κύριον και Αυτός θέλει αφανίσει την πανουργίαν του». Ταύτα ειπών, εκάλεσε τον Βονιφάτιον ιδιαιτέρως και του είπε να φέρη εκεί ένα βιβλίον, όπου ήσν γραμμέναι αι νίκαι του Ταύρου· όστις έκαμε πολλούς πολέμους με τον Ακυλίνον τον βασιλέα Καλαβρίας, όστις προσεπάθει να φονεύση τον κύριον του Ταύρου Ρέβινθον, ίνα του αρπάση τους τόπους του αδίκως. Ο Ρέβινθος αυτός είχε γυναίκα σοφωτάτην και ωραίαν, Μενίν ονόματι. Ότε δε εφόνευσεν ο Ακυλίνος τον Ρέβινθον, ώρμησεν ο Ταύρος ως ανδρείος που ήτο με εξ χιλιάδας λαού και εφόνευσεν από τον στρατόν του Ακυλίνου χιλιάδας πεντήκοντα, δια την νίκην του δε ταύτην έλαβεν αυτόν σύζυγον η Μενία. Ήτις παρέλαβεν όλον της τον πλούτον και έφυγον από την πόλιν των, έκτισαν δε άλλην , την οποίαν ωνόμασαν Ταυρομενίαν, εις την οποίαν ήτο Αρχιερεύς ο Παγκράτιος και ηγεμών ο Βονιφάτιος. O δε Ακυλίνος εσύναξε πάλιν άλλον στρατόν εις την Καλαβρίαν και ήλθεν εις την Σικελίαν, όπου ήτο η Μενία με τον Ταύρον, τον οποίον εσκέπτετο να φονεύση και να πάρη την Μενίαν με τον πλούτον της. Ο δε Ταύρος εμονομάχησε με τον Ακυλίνον και φονεύσας αυτόν έμεινε νικητής και εξουσίαζε την Καλαβρίαν και Σικελίαν, κατοικών εις την επώνυμον αυτού πόλιν, την Τυρομενίαν. Τούτο το βιβλίον αναγνώσας ο Άγιος, είπε προς τον Βονιφάτιον· «Βλέπεις, τέκνον, τούτον τον παλαιόν πόλεμον θέλει να εκδικήση ούτος ο νέος Ακυλίνος· αλλά μη ταραχθή η καρδία σου, ότι εάν ο Ταύρος ενίκησεν εκείνους, πόσω μάλλον ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Ύπαγε εις το παλάτιον και μη είπης εις τον λαόν σου δια τον πόλεμον, μόνον προσεύχου εις τον παντοδύναμον Θεόν και εις αυτόν έχε τας ελπίδας σου». Ο δε Ακυλίνος συνήθροισε τον λαόν του, λέγων· «Ας υπάγωμεν, αδελφοί, να εκδικήσωμεν το αίμα των αδελφών μας, το οποίον ο Ταύρος έχυσεν αδίκως. Τώρα όμως δεν υπάρχει πλέον ο Ταύρος να μας νικήση, αλλά μόνον ο Βονιφάτιος με ολίγον λαόν και θα τους νικήσωμεν». Συναθροίσας λοιπόν περί τας εξακοσίας χιλιάδας άνδρας περιεκύκλωσαν κατά την νύκτα αιφνιδίως την πόλιν όλην, απέκοψαν δε την ύδρευσιν κτυπώντες τας σάλπιγγας τόσον δυνατά, ώστε οι πολίται ετρόμαξαν, αν και ήσαν άνδρες του πολέμου όλοι χιλιάδες τεσσαράκοντα, τους οποίους έβαλε κατά τάξιν ο Βονιφάτιος γύρωθεν εις τα τείχη της πόλεως. Όταν εξημέρωσεν επολέμησαν, παρεχώρησε δε ο Κύριος να νικήσουν την πρώτην ημέραν οι εχθροί των, δια να μη καυχηθούν οι πολίται ύστερα, ότι με την δύναμίν των ενίκησαν. Στενοχωρούμενοι λοιπόν οι Ταυρομενίται, ύβριζον τον ηγεμόν και τον Παγκράτιον, λέγοντες· «Κακήν ώραν ήλθεν εδώ ούτος ο μάγος και ηφάνισε τους θεούς, τώρα δε θα γίνωμεν όλοι αιχμάλωτοι». Ταύτα λέγοντες εσκέπτοντο να φονεύσουν τον ηγεμόνα και τον Άγιον και να παραδώσουν εις τους εχθρούς την πόλιν οι άφρονες. Ο δε καλός Βονιφάτιος τους ενουθέτει ν μη απελπίζωνται, αλλά να επικαλεσθούν τον Δεσπότην Χριστόν εις βοήθειαν δια να τους δώση την νίκην ως παντοδύναμος. Ταύτα ειπών, καθησύχασεν αυτούς ολίγον. Πορευθείς δε ευθύς εις τον Άγιον, είπεν εις αυτόν· «Βοήθησον την ποίμνην σου, πάτερ τίμιε, και λύτρωσαι από τας χείρας των εχθρών την πόλιν σου· ότι ο λαός αγανακτεί και γογγύζει, επικαλούνται δε τους ακαθάρτους ψευδοθεούς οι άφρονες και θέλουν να με φονεύσουν αδίκως». Λέγει προς αυτόν ο μακάριος· «Ύπαγε, τέκνον, ειπέ προς αυτούς. Τάδε λέγει Παγκράτιος. Τέκνα Χριστού του Θεού, μη φοβείσθε τους εχθρούς σας, ότι σεις είσθε στρατιώται του μεγάλου Βασιλέως. Εάν δε και από τον κόπον κατεβλήθητε, υπάγετε να αναπαυθήτε εις τους οίκους σας, και ο Δεσπότης Χριστός, ο μέγας Βασιλεύς και Θεός παντοδύναμος θέλει πολεμήσει δια σας, και μη ζωσθή τις ξίφος, ούτε τόξον να λάβη ουδέ δόρυ ή μάχαιραν». Ταύτα ακούσαντες ο λαός από τον άρχοντα, εθυμώθησαν λέγοντες· «Ω κακή συμβουλή και ανόητος! Ημείς επολεμήσαμεν όλοι με όλην μας την δύναμιν και μετά βίας εφυλάξαμεν τα τείχη της πόλεως και συ μς λέγεις να υπάγωμεν εις τους οίκους μας; Τις θα ακούση ταύτα και δεν θα γελάση λέγων, ότι ο Βονιφάτιος, τον οποίον εθεωρούμεν σοφόν άνθρωπον, με τον μάγον Παγκράτιον ηβουλήθησαν να παραδώσουν εις τους εχθρούς την πόλιν μας»; Τότε ο άρχων ανήγγειλε πάλιν ταύτα προς τον Άγιον, λέγων· «Δεν ηθέλησαν Πάτερ, καν να ακούσουν τους λόγους σου, αλλά μάλλον εθυμώθησαν, βλέποντες τους εχθρούς, ότι επλησίασαν εις τα τείχη της πόλεως και ήθελαν να με θανατώσουν οι δείλαιοι». Ο δε Άγιος τους εμήνυσε δεύτερον και τρίτον και απήλθον εις τας οικίας των και τότε οι μεν πολέμιοι την πόλιν περικύκλωσαν. Ο δε Άγιος παρέλαβεν εμέ και ένα διάκονον, Τατιανόν ονόματι, λέγων·
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Συνέχεια του προηγουμένου

Δημοσίευση από silver »

«Ας υπάγωμεν, τέκνα, να πολεμήσωμεν και ημείς τους εχθρούς με τα όπλα μς». Φορέσας δε την ιεράν στολήν, έλαβε τον τίμιον Σταυρόν εις την χείρα του, εγώ δε την εικόνα του Δεσπότου Χριστού και ο Τατιανός την εικόνα του Αποστόλου Πέτρου και επορεύθημεν εκεί, όπου ήτο η δύναμις των εχθρών. Αναβάς τότε ο Άγιος εις τόπον υψηλόν εποίησε το σημείον του Σταυρού τετράκις βλέπων προς την πόλιν και την ετείχισεν αοράτως από τα τέσσαρα μέρη, Ανατολήν, Δύσιν, Βορράν και θάλασσαν. Έπειτα υψώσας τας χείρας προς την Ανατολήν, ούτως ηύχετο· «Εξέγειρον την δυναστείαν σου, και ελθέ εις το σώσαι ημάς, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, μη αρπάση ο εχθρός την πόλιν σου, αλλά δείξον εις αυτούς την δύνανίν σου δια του ζωοποιού Σταυρού και της αχράντου Εικόνος σου». Μετά την ευχήν ύψωσε τον Τίμιον Σταυρόν και ημείς τας Εικόνας. Τότε όλοι οι εχθροί εσκοτίσθησαν και στρέφοντες εις τα οπίσω εφόνευεν ο εις τον άλλον, νομίζοντες ότι εφόνευον τους Ταυρομενίους. Ο δε Άγιος βλέπων τους εχθρούς ότι αλληλοεσφάζοντο, έκαμε πάλιν προσευχήν, λέγων· «Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, δος εις τας καρδίας των ανθρώπων τούτων κατάνυξιν, δια να γνωρίσουν την δύναμίν σου και να επιστρέψουν προς την ευσέβειαν». Τότε ηννόησαν οι πολέμιοι, ότι αλλήλους εφόνευον, όθεν ευθύς έφυγον από προσώπου της πόλεως φωνάζοντες. Οι δε πολίται, ιδόντες τοιούτον φρικτόν θαυμάσιον, εδόξασαν τον Κύριον, ευχαριστούντες το μέγαν Παγκράτιον. Πό δε τους εχθρούς διέφυγον χιλιάδες τέσσαρες και επλησίασαν εις την πόλιν, ταύτα βοώντες: «Ελεήσατε ημάς, άνδρες μεγαλόθεοι». Τότε προστάσσει ο Άγιος να ανοίξουν τας πύλας της πόλεως και εισελθόντες εκείνοι μέσα, ως είδον τον Άγιον, πίπτοντες εις τους πόδας του έκραζον· «Ελέησόν μας, Μεγαλόθεε». Ο δε απεκρίνατο· «Εγώ θεός δεν είμαι, αλλά δούλος του μεγάλου και παντοδυνάμου Θεού». Αφού δε εδίδαξεν αυτούς, επίστευσαν εις τον Χριστόν, εκλέξας δε ο Άγιος απ’ αυτούς τους ευλαβεστέρους, εχειροτόνησεν ιερείς και διακόνους και τους έστειλεν εις την Καλαβρίαν, ίνα κηρύξουν το Ευαγγέλιον. Από τούτους τινές μας διηγούντο, ότι έβλεπον τρεις ηλίους εις τα τείχη της πόλεως, λάμποντας περισσότερον παρά τον της ημέρας ήλιον, των οποίων την λάμψιν μη υποφέροντες εσκοτίζοντο, πίπτοντες δε εις τον κρημνόν συνετρίβοντο. Ο δε Άγιος έδειξεν εις αυτούς τον ζωοποιόν Σταυρόν και τας δύο Εικόνας λέγων· «Αυτοί είναι οι τρεις ήλιοι, τους οποίους εβλέπετε υπέρ τον ήλιον λάμποντας». Τότε κατησπάζοντο οι άνδρες εκείνοι τας αγίας Εικόνας με πολλήν ευλάβειαν· έπειτα λαβόντες από τον Άγιον την συγχώρησιν ανεχώρησαν και φθάσαντες εις την Καλαβρίαν εκήρυξαν τον λόγον της πίστεως φέροντες πολλούς εις την ευσέβειαν. Ο δε κύριός μου Παγκράτιος με έστειλεν εις τον μέγαν Μαρκιανόν, να του αναγγείλω τα ρηθέντα θαυματουργήματα και ότι δια να μη τον λυπήση δεν του εφανέρωσε την υπόθεσιν, όταν ήτο εκεί, την οποίαν εγνώρισεν από θεϊκήν αποκάλυψιν. Έπειτα, όταν έστρεψα εις την Ταυρομενίαν, μου είπεν ο Άγιος· «Τέκνον Ευάγριε, γίνωσκε, ότι εις ολίγον καιρόν πορεύομαι προς τον Δεσπότην μου, θέλω δε να μείνης εις τον θρόνον μου διάδοχος. Λοιπόν λάβε τον Βονιφάτιον και άλλους τινάς ευλαβείς, να υπάγετε εις την Ρώμην, να εύρης τον μακάριον Πέτρον, να σε χειροτονήση Επίσκοπον αυτής της πόλεως. Όταν δε έλθης εδώ, να βαπτίσης τον Βονιφάτιον». Ταύτα λέγοντος του Αγίου έτρεχον από τους οφθαλμούς μου κρουνηδόν τα δάκρυα. Τότε πάλιν μοι λέγει ο Άγιος· «Παράλαβε, τέκνον, τον Τατιανόν εις την συνοδείαν σου και ύπαγε εις την δείνα επαρχίαν, όπου εχειροτόνησα Πρεσβύτερον τον δείνα, ο οποίος απέθνεν, είναι τρεις ημέραι, και ετοιμάζονται να έλθουν εδώ οι άνθρωποι όλοι της χώρας εκείνης. Λοιπόν δια να μη κοπιάζουν έως εδώ, ύπαγε και κάμε ιερέα τον ευλαβέστερον». Αφήσαντες λοιπόν εις την υπηρεσίαν του Αγίου ένα παιδάριον, μετέβημεν ημείς με τον Διάκονον εις την διακονίαν ταύτην. Την αυτήν ημέραν εξήλθεν από την πόλιν και ο ηγεμών, δια να υπάγη εις άλλην χώραν, ίνα πολεμήση με άλλον τινά τύραννον, αφήκε δε εις το παλάτιον ως επίτροπον ένα θείον του μιαρού Ελίδου, ονομαζόμενον Αρτάγαρον, όστις εφάνη Ιούδας δεύτερος, είχε δε μίσος άμετρον ο εναγής προς τον Άγιον και εζήτει καιρόν επιτήδειον να τον φονεύση ο αλιτήριος. Όταν είδεν ημάς, ότι εξήλθομεν της πόλεως, προσεκάλεσε τους συνδούλους αυτού και τους λέγει την κακήν του γνώμην, αφ’ ου πρότερον τους επεριποιήθη και τους εμέθυσεν. Ούτοι συνεφώνησαν μετ’ αυτού, να φονεύσουν τον δίκαιον αδίκως. Εκείνος δε ο μακάριος, καθώς ηύχετο την ενάτην ώραν, ήκουσε φωνήν ταύτα λέγουσαν· «Παγκράτιε, ελθέ ο πιστός οικονόμος και φρόνιμος να απολαύσης τα αγαθά, άτινα σου ητοίμασα». Το πονηρόν λοιπόν βουλευτήριον έστειλεν ένα άνθρωπον, να φέρη τον Άγιον εις το Πραιτώριον. Όταν ούτος έφθασεν εις τον Άγιον του λέγει· «Ο επίτροπος Αρτάγαρος σε προσκαλεί, Πάτερ Άγιε, να ευλογήσης την τράπεζαν». Τότε ο Άγιος επήγε πρώτον και εκοινώνησε τα θεία Μυστήρια, φορέσας δε το ωμοφόριον ανήλθεν εις το παλάτιον, όπου εκάθισεν εις την τράπεζαν, αλλ’ ουδέν έφαγεν. Εκείνοι, όταν εχορτάσθησαν, έφεραν την κιθάραν και εχόρευον κραυγάζοντες ατάκτως. Φέροντες δε εις το μέσον το είδωλον του Σκαμάνδρου, το έστησαν έμπροσθεν του Αγίου και το επροσκυνούσαν εις πείσμα του. Τότε ο Άγιος είπεν εις αυτούς· «Παύσασθε, τέκνα, πονηρευόμενοι· μη προσκυνείτε το αναίσθητον είδωλον». Εκείνοι όμως ποσώς δεν έδιδον προσοχήν εις τους λόγους του. Όθεν ο Άγιος έκαμε Σταυρόν και έπεσεν εις την γην το είδωλον. Βλέποντες λοιπόν οι παμπόνηροι τον θεόν αυτών συντριβόμενον εκτύπων την κεφαλήν του Αγίου και το αγγελικόν αυτού πρόσωπον λέγοντες· «Μάγε και ολοθρευτά των μεγάλων θεών, όστις έκαμες την πόλιν όλην να προσκυνούν τον Χριστόν και τους καθαρούς θεούς να βδελύττωνται». Ομού δε με τον λόγον, αρπάσαντες αυτόν τον έρριψαν εις την γην και τον έτυπτον σκληρώς, άλλος δε τον εκτύπα με λίθον, άλλος τον κατέκοπτε με μάχαιραν, έως ου αφήκε την ψυχήν αυτού ο μακάριος, ταύτα λέγων· «Κύριε Ιησού Χριστέ, εις χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου». Τότε παρέλαβον το τίμιον αυτού σώμα και το έρριψαν εις μίαν σχισμήν πέτρας, μακράν από το παλάτιον. Κατ’ εκείνην την ώραν έτυχεν εκεί πλησίον παιδίον Χριστιανού τινος, το οποίον ιδών τους αδίκους να ρίπτουν εκεί το άγιον λείψανον εφώναξε λέγον· «Διατί εφονεύσατε τον δίκαιον άδικα»; Τότε οι φονείς έτρεξαν να φονεύσουν και αυτό, δια να μη τους αποκαλύψη. Το δε παιδίον έφευγε· βλέπον δε ότι το έφθαναν, επήδησεν εις ένα κρημνόν και τότε (ω του θαύματος!) το ήρπασεν Άγγελος Κυρίου πριν πέση και το απέθεσεν αβλαβές εις άλλον τόπον μακράν από τους φονείς, ίνα μη το φονεύσουν. Ήτο δε τότε ώρα Πέμπτη της ημέρας. Κατά δε την δεκάτην ώραν ήλθομεν ημείς με τον Τατιανόν, εις ολίγον δε διάστημα ήλθε και ο ηγεμών με το στράτευμα, όστις εμήνυσε να υπάγη εις το παλάτιον ο Άγιος· ημείς δε τον εζητήσαμεν παντού και δεν τον εύρομεν. Όταν δε ενύκτωσεν, μετέβην εγώ ζητών αυτόν εις κάθε τόπον αναχωρητικόν και παράμερον, μήπως και προσεύχεται· βλέπων δε εις την σχισμήν της πέτρας, είδα φως ως αστραπήν· όθεν πλησιάσας βλέπω (φευ!) το τίμιον σώμα του κυρίου μου συντεθλασμένον και αγνώριστον· φωνάζων δε όσον ηδυνάμην, έτυπτον το πρόσωπόν μου κλαίων και λέγων ταύτα από τον μεγάλον πόνον και την θλίψιν μου· «Οίμοι τω αθλίω! Τις εφόνευσε τον ποιμένα μας και διδάσκαλον; Ποίος άνομος ετόλμησε να εγγίση το θείον σου πρόσωπον; Ουαί μοι τω τάλανι, δεν ακούω πλέον την γλυκυτάτην σου λαλιάν, να μου είπης «τέκνον, Ευάγριε»· δια τούτο θαρρώ με απέστειλες, ίνα μη ίδω τον άδικόν σου και άμορφον θάνατον. Διατί να μη είμαι παρών, να αποθάνω μάλλον εγώ αντί σου, Πάτερ γλυκύτατε»; Αυτά και άλλα όμοια λέγοντος εμού ήκουσαν τας φωνάς και εσυνάχθησαν πολλοί· εξόχως δε ο Τατιανός, ο Λυκαονίδης και ο Βονιφάτιος, προς τον οποίον εφώναξα λέγων· «Βλέπεις, ηγεμών, τον διδάσκαλον και φωστήρα μς, πως κείται αιματωμένος και νεκρός ως ληστής και παράνομος»; Ο δε άρχων, ιδών αυτόν, έκλαυσε μεγαλοφώνως και εξέσχιζεν από τον μεγάλον πόνον τα ιμάτια αυτού. Καθώς εθρηνούμεν, ήλθε και η οσιωτάτη Παύλα με τας άλλας παρθένους και πίπτουσα εις το άγιον λείψανον εθρήνει απαρηγόρητα και έχυνεν άφθονα δάκρυα, ώστε ήτο αδύνατον να παρηγορηθή, αλλά έλεγεν· «Ας έλθουν εκείνοι, οίτινες εφόνευσαν τον δεσπότην μου, να θανατώσουν και εμέ την τάλαιναν, ίνα συνταφώ μετά του κυρίου μου». Μετά ταύτα, επειδή με τα δάκρυα ουδέν ωφελούμεν, εσηκώσαμεν το άγιον λείψανον και το μετεφέραμεν εκεί πλησίον, εθέσαμεν δε αυτό προσωρινώς, καθώς το εύρομεν φονευμένον. Το πρωϊ παρήγγειλεν ο άρχων εις χρυσοχόον να κατασκευάση θήκην χρυσήν και πολύτιμον δια να θέση εις αυτήν το άγιον λείψανον. Μετά ταύτα ανέκρινε πολλούς εις το Πραιτώριον, ίνα μάθη τις εφόνευσε τον Άγιον· καθώς δε εβασάνιζε τους δούλους του, ιδού έφθασε και το παιδάριον, όπερ εσώθη από τους φονείς με την θείαν βοήθειαν και μας είπεν όλα τα γενόμενα, τα οποία ακούσας ο Βονιφάτιος έδεσεν ευθύς τον Αρτάγαρον και τους άλλους δύο, προσέταξε δε τους στρατιώτας, οίτινες τους έδειραν τόσον σκληρώς, ώστε εφάνησαν όλα των τα μιαρά οστά. Λαβών τότε την μάχαιράν του ο καλός Βονιφάτιος ως Φινεές την αμαρτίαν εξιλάσατο, ήτοι με την χείρα του έσφαξεν εκείνους τους αδίκους, οίτινες αδίκως τον δίκαιον εφόνευσαν. Τα δε βέβηλα και μιαρώτατα σώματα έρριψαν κατά του κρημνού εις την θάλασσαν. Μετά τρεις ημέρας ετελειώθη η θήκη, εθέσαμεν δε εις αυτήν το άγιον λείψανον και το αφήκαμεν εκεί κεκρυμμένον δια να μη το μάθη ο λαός και το διαμοιράσουν μεταξύ των δια ευλάβειαν. Μόνον ηκούσθη η είδησις, ότι εφόνευσαν τον Άγιον και έκαμε την εκδίκησίν του ο Βονιφάτιος. Μετά επτά ημέρας, καθήμενος εγώ εις την Εκκλησίαν, είδον το εξής όραμα. Δώδεκα άνδρες λευκοφόροι ίσταντο εις δύο χορούς, έχοντες εις το μέσον αυτών τον κύριόν μου Παγκράτιον, όστις μοι είπε· «Τέκνον Ευάγριε, διατί δεν ενεταφίασες εις το χώμα το σώμα μου, αλλά με εκρύψατε εις την διαβολικήν θήκην του χρυσίου; Είδες με ποτέ να αγαπήσω χρυσίον ποσώς ή αργύριον; Μη, τέκνον μου, μη, αλλά εξάγαγέ με από το σκοτεινόν εκείνο κιβώτιον και παράδος την γην εις την γην, κατά την κοινήν συνήθειαν». Ταύτα ακούσας ετρόμαξα και τα ανήγγειλα προς τον ηγεμόνα, όστις είπε να κάμω καθώς ο Άγιος επρόσταξε. Συναθροίσαντες λοιπόν όλον τον λαόν, εποιήσαμεν αγρυπνίαν ολονύκτιον ψάλλοντες· το δε πρωϊ κατέβημεν εγώ, ο Τατιανός, ο Λυκαονίδης και ο Βονιφάτιος και ανοίξαντες την χρυσήν θήκην είδομεν θαύμα εξαίσιον· ήτοι το σώμα δεν ήτο καθώς το εθέσαμεν αιματωμένον, πληγωμένον και άμορφον, αλλά ωραίον και ήστραπτεν ως το φως, ήτο δε σώον και ακέραιον, καθαρόν από αίματα. Πληγή δε ή μόλυνσις ουδαμού διεκρίνετο ούτε εις την σάρκα, ούτε εις τα ενδύματά του. Ταύτα βλέπων ο άρχων έκλαυσεν ώραν πολλήν εκθαμβούμενος. Εξαγαγόντες τότε το άγιον λείψανον έξω, εγέμισεν ο τόπος όλος ευωδίας θαυμασιώτατα. Όθεν συνηθροίσθησαν άνδρες τε και γυναίκες, νέοι και γέροντες, πλήθος πολύ, οίτινες, ασπασάμενοι το άγιον λείψανον, εδόξαζον τον Πανάγαθον Θεόν τον δοξάζοντα τους Αυτόν αντιδοξάζοντας. Ούτω λοιπόν άπαντες απηλαύσαμεν την άρρητον εκείνην ευωδίαν την τερπνήν και θαυμάσιον, θαυμάζοντες κι εξιστάμενοι, επειδή υπερέβαινε πάσαν ακοήν και διάνοιαν. Φέροντες δε λίθους πελεκητούς λακεδαιμονίους, εκτίσαμεν θήκην και μικρόν οικίσκον και απεθέσαμεν εις την λιθίνην αυτήν θήκην το άγιον λείψανον, την δε χρυσήν θήκην μετεβάλομεν εις σκεύη της Εκκλησίας ως έπρεπεν. Όταν δε παρήλθον ημέραι τεσσαράκοντα μετά την του Αγίου τελείωσιν, είπον προς τον άρχοντα όσα ως άνωθεν μοι παρήγγειλεν ο Άγιος· ήτοι να υπάγωμεν εις την Ρώμην. Τότε ο Βονιφάτιος ητοίμασεν αμέσως πλοίον, λαβόντες δε άνδρας ευλαβείς και σοφούς ανεχωρήσαμεν και εις ολίγας ημέρας, του Θεού συνεργούντος, εφθάσαμεν εις την μεγάλην πόλιν. Ο δε μακάριος Πέτρος εγνώριζεν όλα τα γενόμενα από Πνεύμα Άγιον και τα επροφήτευσε προς τους μαθητάς αυτού λέγων· «Ο Παγκράτιος ο Επίσκοπος Ταυρομενίας ετελειώθη, τώρα δε έρχεται προς ημάς ο μαθητής του Ευάγριος». Λαβών τότε μαθητάς τινας, μας προϋπήντησεν έξω της πύλης της πόλεως. Ιδών τότε εγώ τον μακάριον Απόστολον Πέτρον, έπεσα εις τους πόδας του, εκείνος δε με ήγειρε και ασπασάμενοι αλλήλους μετέβημεν εις το κατοικητήριον αυτού χαίροντες. Όταν δε ήρχισα να διηγούμαι εις αυτόν τα αθλήματα του Παγκρατίου μοι απεκρίθη λέγων· «Όσα θέλεις να μας είπης, τέκνον, τα γνωρίζομεν από θείαν πρόνοιαν. Λοιπόν λάβε την Επισκοπήν, όσας δε αρετάς είδες εις τον διδάσκαλόν σου Παγκράτιον μιμήσου». Έπειτα προσεκάλεσε τους πιστούς και όλον το πρεσβυτέριον και κάμνων την πρέπουσαν ακολουθίαν μοι έδωκε τον κλήρον της Επισκοπής λέγων· «Ύπαγε, τέκνον, και ακολούθει κατά τον κανόνα του διδασκάλου σου». Ταύτα ειπών, επήνεσε τον ηγεμόνα Βονιφάτιον, ότι επίστευσεν εις τον Χριστόν και ευχαριστήσας αυτόν δια τον κόπον του, μας ηυχήθη και απέλυσεν. Όταν δε εφθάσαμεν εις την πόλιν μας, εβάπτισα τον Βονιφάτιον, ο οποίος ως ευλαβής προς τον Χριστόν και εραστής της ουρανίου Βασιλείας θερμότατος αφήκεν ευθύς την πρόσκαιρον ηγεμονίαν, όταν έλαβε το άγιον Βάπτισμα, προσκαλέσας δε ευλαβή τινα και πιστόν άνθρωπον, έμπειρον και ισχυρόν εις τους πολέμους, τον εψήφισεν ηγεμόνα της πόλεως. Αυτός δε ο μακάριος εκάρη και ενεδύθη πενιχρά ιμάτια, έμεινε δε εις την συνοδείαν μας και υπετάσσετο προθύμως, ουδέποτε δε έλειψεν από την ακολουθίαν. Μετά τινας ημέρας είπον εις αυτόν· «Τέκνον Βονιφάτιε, ας κτίσωμεν μίαν Εκκλησίαν προς δόξαν Θεού εις το όνομα του Ιερομάρτυρος Παγκρατίου, όστις απέδωκεν εδώ πολλούς καρπούς δικαιοσύνης και τόσον κόσμον έσωσεν». Ο δε, μετά χαράς τον λόγον δεξάμενος, παρουσιάσθη εις το Πραιτώριον και μοι έφερε χρυσίον πολύ, με το οποίον έκτισα Εκκλησίαν πλουσίαν και ωραίαν, την εχρύσωσα και εζωγράφισα της παλαιάς και νέας Γραφής όλα τα θαυμάσια. Ομοίως ιστόρησα και την Εικόνα του κυρίου μου Παγκρατίου επιμελέστατα· μοι φαίνεται δε, όταν την βλέπω, ότι εκείνον θεωρώ και συνομιλώ και χαίρομαι. Πολλά δε και ανήκουστα θαύματα και τεράστια έγιναν εις τον άγιον τάφον του· πολλούς αρρώστους ιάτρευσεν από διαφόρους ασθενείας βασανιζομένους· αλλά και πολλούς δαίμονας από τους ανθρώπους εδίωξεν με την αμάχητον χάριν και δύναμιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού του αληθινού Θεού, τα οποία δια συντομίαν δεν εγράψαμεν, διότι αρκούσιν όσα είπομεν άνωθεν, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, της μιάς Θεότητος. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ι΄ (10η) Ιουλίου, μνήμη του Οσίου και θεοφόρου πατρός ημών ΑΝΤΩΝΙΟΥ του Ρώσου

Δημοσίευση από silver »

Τη Ι΄ (10η) Ιουλίου, μνήμη του Οσίου και θεοφόρου πατρός ημών ΑΝΤΩΝΙΟΥ του Ρώσου ασκήσαντος μεν το πρώτον εν τω αγιωνύμω όρει του Άθω εν τω ιερώ κοινοβίω του Εσφιγμένου εν έτει 1012, ύστερον δε απελθόντος εις Ρωσίαν και ανεγείραντος εκ βάθρων την περιβόητον και περικαλλή Λαύραν εις το Κίεβον, όπου και ανεπαύθη εν Κυρίω τω 1073 έτει ζήσας έτη 90.

Αντώνιος ο Όσιος πατήρ ημών ήκμασεν εν έτει από κτίσεως κόσμου 6520, από δε Χριστού 1012, επί της βασιλείας Ρωμανού του Αργυροπούλου και Βλαδιμήρου του ευσεβεστάτου άρχοντος Ρωσίας εν Κιέβω κρατούντος, διαρκέσας άχρι της βασιλείας Ρωμανού Β΄ του Διογένους, ζήσας έτη ενενήκοντα, εκοιμήθη δε κατά το 6578 από κοσμοποιϊας και 1072 από της ενσάρκου του Κυρίου οικονομίας έτος. Ούτος κατά το πρώτον απαρνησάμενος τον κόσμον και ελθών εις το αγιώνυμον όρος του Άθω, έμεινεν εις την υπακοήν του Ηγουμένου της Ιεράς και παμμεγίστης σεβασμίας Μονής της επονομαζομένης του Εσφιγμένου Θεοκτίστου, λαβών δε το άγιον και αγγελικόν σχήμα των μοναχών εδόθη όλος εις άκραν υπακοήν και άσκησιν· δεξάμενος δε δια θείας αποκαλύψεως προσταγήν του Γέροντος αυτού απήλθεν εις Ρωσίαν, ίνα μεταφέρη την ευλογίαν του όρους Άθω και μεταδώση το άγιον και αγγελικόν σχήμα εις τον άρτι πιστεύσαντα λαόν, γενόμενος ούτος το τέκνον του Άθω, απαρχή και πατήρ του Μοναστικού Τάγματος των Ρώσων. Εξ επηρείας δε του αντικειμένου, γενομένου διωγμού των εναρέτων και αγίων ανδρών παρά του τότε τυραννικώς διαδεξαμένου την αρχήν Σιατοπόλκου, αναχώρησεν ο Όσιος Αντώνιος εκείθεν και επέστρεψεν εις το Άγιον Όρος προς τον άγιον αυτού Γέροντα Θεόκτιστον. Αλλά μη δυνάμενος να μένη μετά πολλών, ως γλυκανθείς του μέλιτος της ησυχίας, αδεία του Ηγουμένου και Γέροντος αυτού ησύχασεν εις το άνωθεν της Μονής κείμενον όρος, Σαμάρειαν καλούμενον, εις τον τόπον όπου την σήμερον υπάρχει ο επ’ ονόματι αυτού τιμώμενος ιερός Ναός, άκραν άσκησιν μετερχόμενος. Αλλ’ επειδή ο ευσεβέστατος Ιαροσλάβος, πολεμήσας τον ασεβή εκείνον Σιατοπόλκον, ανέβη εις τον θρόνον του κράτους εν Κιέβω και συνήθροισε τους διασκορπισθέντας Μοναχούς εγείρας Ναούς ιερούς, απεκαλύφθη και πάλιν εις τον άγιον Γέροντα ίνα αποστείλη τον Αντώνιον εις Ρωσίαν· όθεν προτρεψάμενος αυτόν και προφητεύσας ότι μέλλει να γίνη πατήρ πολλών Μοναχών προέπεμψεν αυτόν εις Ρωσίαν, ένθα μετά πολλούς αγώνας ασκητικούς ήγειρε δια προστασίας της Θεοτόκου την θαυμαστήν Μονήν Πετσέρσκβοϊ καλουμένην ένθα και οσίως κοιμηθείς εν Κυρίω ετάφη εν τω σπηλαίω ως επομένως θέλομεν διηγηθή πλατύτερον.
Ο Όσιος Αντώνιος εις Άγιον Όρος.
Μεταξύ των μεγάλων και αναριθμήτων χαρίτων και δωρεών των αφθόνως χρεομένων παρά του Πατρός των φώτων επί την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, την ηγαπημένην αυτού Νύμφην, πλουσιώτατον δώρον είναι και η των Αγίων λαμπρότης, όχι μόνον εν ουρανοίς, αλλά και επί γης, με τας εξαισίας θαυματουργίς τας παρ’ αυτών θεία δυνάμει τελουμένας. Διότι ο Κύριος τους δοξάζοντας Αυτόν δια βίου εναρέτου και πολιτείας υψηλής ισαγγέλου αναδεικνύει θαυμαστούς και ζώντας και μετά θάνατον και εν πάση τη γη ονομαστούς και το μνημόσυνον αυτών διαμένει αιώνιον· «δίκαιοι γαρ εις τον αιώνα ζώσι»· δίκαιον λοιπόν και πρέπον είναι ίνα ετησίως γεραίρωμεν την μνήμην αυτών δι’ ιεροτελεστιών και αγιωτάτων τιμών, διότι ο έπαινος και η προς τους Αγίους αναφερομένη τιμή, είναι μισθός της αρετής κατά τον ειπόντα· «Ο επαινών την αρετήν, αυτόν επαινεί τον Θεόν, παρ’ ου τοις νθρώποις η αρετή παροχετεύεται» και η προς τους Αγίους τιμή, απόδειξις είναι της προς τον Δεσπότην αγάπης, κατά τον μέγαν Βασίλειον· «Επειδή ο περί τα καλά έπαινος τους ραθύμους διεγείρει και προς ζήλον και μίμησιν των αυτών παρακινεί». Προς ταύτα συνεφώνει ανέκαθεν και η των ευσεβών ομήγυρις ιστορούσα δι’ αγίων εικόνων και συγγράφουσα τας πράξεις και τα ένθεα κατορθώματα των εν αγιότητι πολιτευσαμένων ανδρών. Η μεγίστη λοιπόν χάρις των μεγάλων του Θεού ευεργεσιών με την παραλαβήν του φωτός της αληθούς πίστεως ανέτειλε και λαμπρύνει την μεγίστην επικράτειαν της ευσεβεστάτης Ρωσίας· και οι από του πρωτοκλήτου Αποστόλου Ανδρέου αναστηλωθέντες Σταυροί επί των ορίων της Ρωσικής Μητροπόλεως Κιέβου κι εις τας παδιάδας της μεγάλης νέας Πετρουπόλεως, έγιναν δια την Ρωσίαν δένδρα τω όντι ζωής
και πανταχόθεν ήπλωσαν ρίζας βαθείας της Ορθοδόξου πίστεως, αίτινες έφερον εις αυτήν πολυειδείς λογικούς γλυκυτάτους καρπούς της ευσεβείας· ούτω δε πλουσίως εκόσμησαν με τας καρποφόρους αυτών παραφυάδας τους εις τον πολυάριθμον χορόν των αγίων του Θεού θεραπόντων ευρισκομένους, ων την απαρχήν πρώτος βέβαια ο θαυμάσιος πατήρ ημών Αντώνιος ο σήμερον ευφημούμενος εκ του αγιωνύμου Όρους του Άθω εκόμισεν, ως ο λόγος θέλει δηλώσει και ακούσατε. Επί της βασιλείας του ευσεβεστάτου βασιλέως Βασιλείου του Μακεδόνος, αυτοκράτορος Ρωμαίων, τω 870 έτει από της του Σωτήρος ημών ενσάρκου οικονομίας, ηυδόκησεν ο την των ανθρώπων σωτηρίαν προνοούμενος Δεσπότης, ίνα και η επικράτεια των Ρώσων Σαρματοσκυθογετών δεχθώσι την αληθή και αμώμητον πίστιν του Χριστού, κατ’ αίτησιν δε αυτών απέστειλεν ο πιστότατος βασιλεύς Βασίλειος Αρχιερέα προς αυτούς άνδρα πάσης αγιωσύνης έμπλεων και σημειοφόρον όντα, Μιχαήλ καλούμενον, όστις δια λόγων και σημείων πληροφορών αυτούς και την των αγίων τριών Παίδων τερατουργίαν δημηγορών εις αυτούς, πως άφλεκτοι εν μέσω της φλεγομένης καμίνου εφυλάχθησαν, εζήτησαν και αυτοί, ίνα δείξη εις αυτούς τοιούτον θαύμα προς πίστωσιν βεβαίαν αυτών και παγίωσιν. Ο δε Αρχιερεύς, πειθόμενος εις τον του Σωτήρος αψευδέστατον λόγον, ότι «ο πιστεύων εις εμέ, τα έργα α εγώ ποιώ κακείνος ποιεί και μείζονα τούτων ποιήσει», ώρισεν ίνα υπάγωσιν εις την κάμινον, και λαβών ανά χείρας το ιερόν αυτού Ευαγγέλιον, ηύξατο πρώτον προς Κύριον ειπών· «Δόξασόν σου το όνομα το Άγιον, Κύριε», και συν τω λόγω έρριψεν εις την πεπυρακτωμένην κάμινον το ιερόν Ευαγγέλιον, το οποίον εφυλάχθη αβλαβές και αλώβητον από του πυρός και μετά την χώνευσιν της φλογός εύρον αυτό λαμπρόν και καθαρόν· όθεν εις το παράδοξον του θαύματος εκπλαγέντες οι λαοί, προσήλθον ολοψύχως εις την πίστιν μας και εβαπτίσθησαν άπαντες. Κατ’ εκείνους τους χρόνους, ο την σωτηρίαν πάντων προμηθούμενος Κύριος, ίνα το αγγελικόν πολίτευμα των μοναχών διαδοθή και εις τα μέρη εκείνα και πολλαπλασιασθή η ευσέβεια από τα τριάκοντα των πιστευσάντων εις εξήκοντα των εν κοινωβίω διαγόντων μιγάδων και εις εκατόν των εν σπηλαίοις και όρεσιν ασκουμένων μοναστών, ηυδόκησεν ο προ γενέσεως προορίζων και προσκαλών ως τον Σαμουήλ και Ευθύμιον, ίνα και ο θεράπων αυτού Αντώνιος αναδειχθή ο πρώτος καθηγέτης των εκείσε μοναχών και κτίτωρ των ευαγών εκείνων Μονών. Τούτον λοιπόν τον ουράνιον άνθρωπον και επίγειον Άγγελον εβλάστησεν η λαμπρά πόλις Λιούμπιτσα η πλησίον κειμένη της Μητροπόλεως Κιέβου, εις την οποίαν ο ευλογημένος εκείνος Καίσαρ Δόμας Βλαδίμηρος είχε τον θρόνον· ετέχθη δε από γονείς ευσεβείς και ευλαβεστάτους, οίτινες εδίδασκον αυτόν τον θείον φόβον και την τήρησιν των εντολών του Θεού. Έχων λοιπόν ο Όσιος παιδιόθεν τον ένθεον πόθον εν τη καρδία αυτού και επιθυμών τον ήρεμον και απράγμονα βίον των Μοναχών και ιδών ο φιλάνθρωπος Θεός την ένθεον διάθεσιν της ψυχής, ότι θέλει γίνει αίτιος πολλών σωτηρίας, έβαλεν αγαθήν βουλήν εις την καρδίαν αυτού. Διο και ήλθεν εις την Κωνσταντινούπολιν, ένθα ήκμαζον τα ιερά φροντιστήρια, και έλαμπον οι σημειοφόροι Πατέρες. Διότι τότε δεν υπήρχον ακόμη Μοναστήρια εις Ρωσίαν, αλλ’ ολίγοι τινές ησύχαζον εις τους οίκους των και κατά μόνας. Απαρνησάμενος δε ο Άγιος γονείς, συγγενείς, ύπαρξιν και πάσαν γήϊνην προσπάθειαν, ανεχώρησεν εις αλλοδαπήν γην κατά τον Πατριάρχην Αβραάμ, καθώς ο Δεσπότης Χριστός, «καταλιπών τους πατρώους κόλπους και τας αϋλους δυνάμεις λαθών, κατήλθεν επί της γης δι’ ημάς πτωχεύσας ο πλουτών εν ελέει και ουκ είχε που την κεφαλήν κλίναι». Ήλθε λοιπόν ο Άγιος εις την βασιλίδα των πόλεων και περιελθών τους εν αυτή περικαλλείς Ναούς έσωθεν και έξωθεν αυτής και σεμνεία και Μονάς προσκυνήσας ευλαβώς, συνηντήθη μετά Μοναχών του όρους Άθω, μαθών δε το ερημικόν ύψος της πολιτείας των εν αυτώ ασκουμένων Οσίων ανδρών, ήλθεν εις το Όρος το Άγιον, ένθα θεωρών την ισάγγελον βιοτήν βρίθουσαν, εθαύμαζε και εξεπλήττετο, διότι οι θαυμάσιοι εκείνοι Πατέρες εν ακτημοσύνη ατέχνως επορεύοντο, ούτε σπείροντες, ούτε γεωργούντες γαίας, ούτε βόας ουδέ υποζύγια έχοντες, αλλά καλύβας εκ ξύλου και χόρτου προχείρως κατεσκευασμένας, ούτως εν χειμώνι και θέρει διεκαρτέρουν, ερημικόν και ήσυχον βίον διάγοντες. Ελθών λοιπόν ο Αντώνιος εις τον εν Οσίοις διαλάμποντα Θεόκτιστον τον εν τω όρει Σαμαρείας πρότερον ησυχάζοντα, είτα δε δια πολλής παρακλήσεως και ικεσίας των Πατέρων της Μονής του Εσφιγμένου δεξάμενον την ηγουμενίαν και κυβέρνησιν της Μονής, παρεκάλεσεν αυτόν ίνα δεχθή και συντάξη και αυτόν με την ομήγυριν των αδελφών. Ο δε ιερός Θεόκτιστος, προορατικού χαρίσματος ηξιωμένος ων και γνωρίσας την μέλλουσαν προκοπήν του νέου και ότι ήτο σκεύος εκλεγμένον της χάριτος, και ότι πολλοί δια μέσου αυτού έμελλον να σωθώσιν, υπεδέχθη αυτόν και συνηρίθμησε μετά της λοιπής αδελφότητος· τόσην δε υπομονήν και καρτερίαν εν τη υπακοή και ασκήσει επέδειξεν, ώστε εγένετο τύπος και παράδειγμα και υπογραμμός εναρέτου αγωγής εις τους λοιπούς αγωνιζομένους. Αφού δε εδοκιμάσθη εις τας διακονίας και εγυμνάσθη καλώς εις την άσκησιν μετά την κεκανονισμένην δοκιμασίαν των τριών ετών, κατά τους θείους θεσμούς, ενεδύθη το μέγα και αγγελικόν σχήμα των Μοναχών και έκτοτε ηγωνίζετο περισσότερον, προσθέσας επί τους αγώνας και κόπους και άσκησιν με άκραν υπομονήν και ταπείνωσιν, ώστε οι αδελφοί εθαύμαζον την αρετήν αυτού και ηυλαβούντο αυτόν περισσότερον. Τοιουτοτρόπως λοιπόν ενασκουμένου του Αντωνίου και μιμουμένου εις όλα την αρετήν και ταπείνωσιν του αγίου Γέροντος αυτού απεικονίσματος εκείνου δειχθέντος, απεκαλύφθη εις τον άγιον Γέροντα δι’ ουρανίου οπτασίας, ίνα αποστείλη τον Αντώνιον εις την πατρίδα αυτού Ρωσίαν προς ωφέλειαν και σύστασιν μοναδικού πολιτεύματος, ως προωρισμένου όντος τούτου δι’ αυτό. Όθεν καλέσας αυτόν και φανερώσας εις αυτόν την θεϊκήν οπτασίαν, είπεν αυτώ· «Θέλημα Θεού είναι, τέκνον, ίνα απέλθης εις Ρωσίαν μεταφέρων την ευλογίαν του όρους Άθω και προσφέρης εις τον Θεόν πληθύν σωζομένων, και πλατυνθή και εις τα μέρη εκείνα το πνευματικόν σπέρμα· ταχέως δε θέλεις εγείρει εκεί σχολεία αρετής και ιερά φροντιστήρια εις άθροισιν των σωζομένων». Ο δε Αντώνιος, υπακούσας εις το θείον και πατρικόν πρόσταγμα και πληροφορηθείς και αυτός περί τούτου, αναβάς εις πλοίον απήλθεν εις την τότε πρωτεύουσαν της Ρωσίας, Κίεβον καλουμένην, και συναντηθείς μετά των από Κωνσταντινουπόλεως ελθόντων Μητροπολίτου και Μοναχών, οίτινες ήρχισαν να συνιστώσι μονύδρια και να διδάσκωσι την κοινοβιακήν διαγωγήν, εγνώρισεν εκ θείας αποκαλύψεως ότι δεν ήτο θέλημα Θεού ίνα μείνη μετ’ εκείνων, αλλά να συστήση ιδίαν ποίμνην. Περιελθών λοιπόν τους ερημικούς τόπους δια να εύρη τόπον αρμόδιον και ήσυχον κατά τον πόθον αυτού, ήλθεν εις τόπον τινά, Σπήλαιον καλούμενον, ένθα ευρών σπήλαιον (το οποίον ήτο πρότερον χαράδρα, ήνοιξαν δε και επλάτυναν αυτό οι εις αυτό οικήσαντες Βάραγγες) και τον τόπον ιδών επιτήδειον εις κατοίκησιν ο Αντώνιος και ποιήσας ευχήν εισήλθεν εις αυτό και έμεινε μόνος μόνω τω Θεώ προσευχόμενος, υπομένων πολλήν κακουχίαν και στέρησιν των προς τροφήν αναγκαίων και υπό των πνευμάτων της πονηρίας ενοχλούμενος και μετ’ αυτών αντιμαχόμενος, οίτινες εδείκνυον εις αυτόν φόβητρα και σχήματα διάφορα, ίνα εκφοβήσωσιν αυτόν και διώξωσιν εκείθεν. Αλλ’ ο γενναίος, ως νήπια τα τοξεύματα λογιζόμενος, τα των δαιμόνων φαντάσματα υπέμεινεν ατρόμως, την θείαν αντίληψιν επικαλούμενος και εις αγώνας της ασκήσεως καταγινόμενος. Αποτυχών λοιπόν ο πονηρός να εκδιώξη εκείθεν τον Όσιον, ενήργησε δια μέσου οργάνων αυτού τον σκοπόν του· ότι κατ’ εκείνον τον χρόνον ετελεύτησεν ο πιστός και ευσεβέστατος δουξ Βλαδίμηρος, εγερθείς δε εις τύραννος, Σιατοπόλκος καλούμενος, έλαβε δυναστικώς την αυθεντίαν καθίσας εις Κίεβον την πρωτεύουσαν. Ίνα δε στερεωθή εις τον θρόνον και μοναρχήση εφόνευσε τους ιδίους αυτού αδελφούς και τους της Εκκλησίας προεδρεύοντας μετά των άλλων αγίων και εναρέτων ανδρών. Ταύτας τας αιματοχυσίας και ταραχάς βλέπων ο Αντώνιος ανεχώρησεν εκείθεν και επανήλθεν εις το Άγιον Όρος προς τον Γέροντα αυτού· αλλ’ επειδή και εγεύθη το μέλι της ησυχίας και μη δυνάμενος να συνοική με συνοδείαν αδελφών, λαβών άδειαν κατώκησεν εις το Όρος το άνωθεν της Μονής του Εσφιγμένου κείμενον Σαμάρειαν καλούμενον και ησύχαζεν εκεί όπου τώρα είναι ο Ναός ο επ’ ονόματι αυτού κτισθείς. Ησυχάζοντος λοιπόν του Οσίου εις το όρος της Σαμαρείας, ο ευσεβέστατος δουξ Ιαροσλάβος πολεμήσας τον κακότροπον εκείνον και αιμοβόρον Σιατοπόλκον και κατατροπώσας αυτόν εξεδίωξε του Κιέβου και έγινε κύριος της αρχής. Αποστείλας δε ο ευσεβέστατος ούτος άρχων εις το σπήλαιον του Οσίου Αντωνίου το εν Παρεσκόβω εργάτας, ήνοιξε τον τόπον και τον εκαλλιέργησεν αποκαταστήσας εκεί μονύδριον, εγείρας και Ναόν εις αυτό επ’ ονόματι των Αγίων Αποστόλων, έβαλε δε εις αυτό Μοναχούς και Ιερείς, μετά των οποίων ήτο και εις ιερομόναχος ευλαβής και ενάρετος, Ιλαρίων καλούμενος, όστις δια προσταγής του Δουκός επροστάτευε της Μονής ταύτης. Εσύναξε δε και τους παρά του Σιατοπόλκου διωχθέντας Αρχιερείς και αποκατέστησεν αυτούς εις τους θρόνους αυτών, εγείρας και Ναόν εν Κιέβω επ’ ονόματι της του Θεού Λόγου Σοφίας, κατά μίμησιν του εν Κωνσταντινουπόλει περιβοήτου εκείνου Ναού. Παραλαβών είτα τον Ηγούμενον του Σπηλαίου ως ενάρετον και πνευματικόν τέκνον όντα του Αντωνίου, εποίησεν αυτόν Μητροπολίτην, εγκατέστησε δε τον θρόνον αυτού εις τον νεοοικοδομηθέντα Ναόν της Αγίας Σοφίας εις Κίεβον. Ούτος ο Ιλαρίων, ότε ηγουμένευεν εις το μονύδριον του Σπηλαίου, είχε καλλιεργήσει τον τόπον ένθα εκτίσθη ύστερον η μεγίστη Μονή, διότι πρότερον ήτο χαράδρα, έσωθεν της οποίας λαξεύσας μικρόν σπήλαιον δύο οργυιών ησύχαζεν εις αυτό αγωνιζόμενος κατά μίμησιν του Οσίου Αντωνίου προ της Αρχιερωσύνης.
Επιστροφή του Οσίο Αντωνίου από του όρους Άθω εις Ρωσίαν.
Ο μεν λοιπόν Όσιος Αντώνιος ευρίσκετο εις το ησυχαστήριον της Σαμαρείας αγωνιζόμενος με άκραν σκληραγωγίαν· ο δε άγιος γέρων Ηγούμενος, ο κουρεύσας αυτόν, ωραματίσθη ίνα αποστείλη και πάλιν τον Όσιον Αντώνιον εις Ρωσίαν προς τους εκείσε μονάζοντας· όθεν ανήγγειλεν εις αυτόν την θεϊκήν προσταγήν λέγων· «Θέλημα Θεού είναι, τέκνον, ίνα απέλθης πάλιν εις Ρωσίαν εις ψυχών πολλών σωτηρίαν». Προεφήτευσε δε εις αυτόν τα μέλλοντα να συμβώσιν, ότι πολλών Μοναχών πατήρ μέλλει να γίνη και ευχηθείς ατόν απέστειλεν εν ειρήνη. Λαβών λοιπόν την ευχήν του γέροντος ο Αντώνιος επανήλθεν εις την Ρωσίαν και αναβάς εις το όρος του σπηλαίου και ιδών τον τόπον καλλιεργημένον κατανυγείς εδεήθη του Θεού μετά δακρύων λέγων· «Γενηθήτω το θέλημά Σου το άγιον, Κύριε, ας αφιερωθή ο τόπος ούτος εις απαρχήν ευλογίας του Αγίου Όρους Άθω και η ευχή του εμού Γέροντος του κουρεύσαντός με και αποστείλαντός με ενταύθα έστω μετ’ εμού και τοις συν εμοί περιτειχίζουσα και ενισχύουσα του ησυχάσαι με ώδε». Ταύτα επευξάμενος, εισελθών κατώκησεν εις το σπήλαιον αγωνιζόμενος, έργον αδιάλειπτον έχων την προσευχήν και εσθίων άρτον ξηρόν και ύδωρ ημέραν παρ’ ημέραν, ενίοτε δε και δύο ημέρας νηστεύων, την τρίτην ημέραν έτρωγεν. Άνθρωποι δε τινες διερχόμενοι εκείθεν είδον τον Όσιον εις τοιαύτην ακτημοσύνην και πολλήν κακοπάθειαν και σπλαγχνισθέντες έφερον εις αυτόν τα προς το ζην αναγκαία· τινές δε εξ αυτών ζηλώσαντες την ασκητικήν διαγωγήν ηθέλησαν να παραμείνωσι μετ’ αυτού, μετά των οποίων ήσαν και ο Όσιος Νίκων και ο Θεοδόσιος, τους οποίους αποδεξάμενος, μετά καιρόν τον μεν Νίκωνα εποίησεν ιερέα, τον δε Θεοδόσιον ο Νίκων εκούρευσε Μοναχόν· ο δε Θεοδόσιος ανεδέχετο τους προσερχομένους δια του αγγελικού σχήματος. Μετά παρέλευσιν καιρού ετελεύτησεν ο αείμνηστος δουξ Ιαροσλάβος και έλαβε την εξουσίαν Ιζεσλάβ ο υιός αυτού ο πρεσβύτερος. Του δε Οσίου ενασκουμένου εν τω σπηλαίω διεδόθη η φήμη αυτού πανταχού εις όλην την γην της Ρωσίας, καθώς το πάλαι του μεγάλου Αντωνίου εις όλην την γην της Αιγύπτου· ώστε και ο λαμπρός Δουξ, ως ευλαβέστατος ων, ακούσας την αρετήν αυτού ήλθε μετά των συγκλητικών αρχόντων αυτού προς τον Όσιον και έλαβε την ευλογίαν του· όθενέγινεν εξακουστός ο Όσιος, και ήρχοντο οι ποθούντες την ασκητικήν βιοτήν, τους οποίους ο Όσιος υποδεχόμενος καθωδήγει εις τον δρόμον της αρετής. Προσήλθε δε και τις ευγενής, Βαρλαάμ καλούμενος, υιός Ιωάννου άρχοντος μεγάλου· και έτερος νέος Εφραίμ το όνομα, υιός θετός του ηγεμόνος Ιζεσλάβ, ευνούχος ων, τους οποίους ο Αντώνιος ευαγγελικώς αποδεξάμενος, είπεν εις τον Όσιον Νίκωνα και ενέδυσεν αυτούς το αγγελικόν σχήμα των Μοναχών, καθώς εκείνοι επιμόνως εζήτησαν. Ούτοι όμως είχον φύγει κρυφίως, διο και έγινε μεγάλη ταραχή και εξέτασις περί αυτών και ηκολούθησε μέγας πειρασμός εις τον Αντώνιον, διότι μαθών ο άρχων την φυγήν του υιού αυτού Βαρλαάμ, ήλθεν εις το σπήλαιον με πλήθος στρατιωτών πνέων θυμού και τους μεν Μοναχούς εκείθεν διεσκόρπισε, τον δε υιόν αυτού Βαρλαάμ εκβαλών του σπηλαίου βιαίως και εκδύσας αυτόν τα πένθιμα των Μοναχών ιμάτια ενέδυσεν αυτόν πολυτελή λαμπράν στολήν και έφερεν άκοντα εις το παλάτιον αυτού. Ο δε ηγεμών Ιζεσλάβ μαθών περί του ευνούχου αυτού Εφραίμ, ότι εκούρευσεν αυτόν ο Αντώνιος Μοναχόν, οργισθείς λίαν κατά του Αντωνίου, ότι ηγάπα τον Εφραίμ πολύ, ώρισεν ίνα διωχθή εκείθεν ο κουρεύσας αυτόν Νίκων, καθότι και άλλοι πολλοί αφήνοντες τον κόσμον έφευγον εις την έρημον και εμόναζον· όθεν οι πολίται ώρισαν ίνα τον μεν Αντώνιον εξορίσωσιν εκείθεν, τους δε Μοναχούς πάντας να διώξωσι και τον τόπον να αφανίσωσι. Στενοχωρηθείς λοιπόν ο Αντώνιος εκ του μίσους του ηγεμόνος, ανεχώρησεν εκείθεν ομού με τους εναπολειφθέντας Μοναχούς εις άλλον τόπον μακράν του Κιέβου. Η δε γυνή του ηγεμόνος, μαθούσα την φυγήν του Αντωνίου, ελυπήθη σφόδρα και παρεκάλει τον αυθέντην να μη διώκη τους δούλους του Θεού, ίνα μη επέλθη οργή τις θεϊκή εις αυτόν καθώς συνέβη και εις την πατρίδα αυτής Λεχίαν· διότι ο εκεί άρχων είχε διώξει τινάς Μοναχούς εκ της επικρατείας Λεχίας, επειδή εις του παλατίου αυτού, Μωϋσής καλούμενος φυγών κρυφίως εμόνασε, οργισθείς δε ο άρχων απεδίωξε τους εκεί μονάζοντας, αλλ’ απέθανεν αιφνιδίως. Ταύτα έλεγεν η γυνή αυτού, ήτις ήτο θυγάτηρ στρατηγού της Λεχίας, προσθέσασα και τούτο, ότι μετά τον άωρον θάνατον του ρηθέντος έγινε σύγχυσις εις τον λαόν μεγάλη, πολλοί δε εφονεύθησαν μετά του αρχιστρατήγου και του Μητροπολίτου· όθεν συνεβούλευσε τον ηγεμόνα να απέχη τοιούτου εγχειρήματος και καταδρομής των αγίων ανδρών μήπως πάθη τα όμοια. Ταύτα ακούσας ο ηγεμών παρά της καλής συζύγου αυτού, μετέβαλε την οργήν και άλογον ορμήν αυτού, φοβηθείς την θείαν εκδίκησιν, αποστείλας δε ανθρώπους εκάλεσε τους Οσίους να επιστρέψουν αφόβως εις το ησυχαστήριον· αναζητήσαντες δε οι πεμφθέντες μετά δύο ημέρας εύρον τον Όσιον Αντώνιον και προσπεσόντες εις αυτόν εζήτουν συγχώρησιν και παρεκάλουν, ίνα επιστρέψη εις το ασκητήριόν του. Ο δε Όσιος υπακούσας επανήλθεν εις το σπήλαιον και ησύχαζε, δεόμενος του Θεού να παρέχη εις αυτόν υπομονήν εις τους πειρασμούς και τας θλίψεις τας εκ του πονηρού επερχομένας, λέγων την ευχήν των τριών Παίδων· «Μη δη παραδώης ημάς εις τέλος δια το όνομά Σου το άγιον». Ο δε Κύριος, επακούσας της δεήσεως αυτού, όχι μόνον τους διασκορπισθέντας αδελφούς συνήθροισεν, αλλά και άλλοι εκ διαφόρων πόλεων και χωρών προσήρχοντο δεόμενοι του Οσίου να τους υποδεχθή και διαφυλάξη αυτούς εκ της του κόσμου και διαβόλου απάτης και οδηγήση εις οδόν σωτηρίας. Τούτους ο Όσιος υπεδέχετο ειλικρινώς, διδάσκων και καθοδηγών αυτούς εις την του μονήρους βίου διαγωγήν· μετά δε την κανονικήν δοκιμασίαν έλεγεν εις τον Όσιον Νίκωνα και εκούρευεν αυτούς μοναχούς· όθεν ηυξήθη ο αριθμός έως δώδεκα. Σκάψαντες τότε το σπήλαιον ωκοδόμησαν εις αυτό Εκκλησίαν και κελλία, τα οποία μέχρι σήμερον σώζονται κάτωθεν του νεοκτισθέντος Μοναστηρίου εις το σπήλαιον. Παρέμεινε δε εκεί ο Όσιος Αντώνιος χρόνους τεσσαράκοντα, στηρίζων τους μαθητάς αυτού· τους οποίους νουθετών, έλεγε μετ’ άλλας πολλάς νουθεσίας και ταύτα· «Αδελφοί εν Κυρίω και τέκνα, γινώσκετε ότι ο Κύριος δια προμηθείας της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου συνήθροισεν ημάς εν τούτω τω χορώ, και έθεσεν ημάς ως απαρχήν ευλογίας και είμεθα ευλογία του αγιωνύμου όρους Άθω, επισκοπή της Κυρίας ημών Δεσποίνης και αειπαρθένου Μαρίας, την οποίαν και κοινήν προστάτιν και έφορον έχομεν· ότι καθώς ο οσιώτατος πατήρ εμού Θεόκτιστος ο της Μονής Εσφιγμένου εκούρευσεν εμέ και διάδοχον αυτού κατέλιπεν, ούτω και εγώ εκούρευσα σας και καταλείπω κλήρον εις τούτον τον άγιον τόπον, όπως σώζεται η απαρχή και ευλογία του Αγίου Όρους Άθω εις καθιέρωσιν πρώτον της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και δεύτερον της συγκροτηθείσης ταύτης Μονής του σπηλαίου· δια τούτο πρέπον είναι ίνα πολιτεύεσθε αξίως της κλήσεως υμών, καθώς εμάθετε και εδιδάχθητε παρ’ εμού του ταπεινού πατρός σας». Αυτά και άλλα διδάξας και νουθετήσας αυτούς εφανέρωσεν εσχάτως ότι αυτός βούλεται να ησυχάση κατά μόνας ησύχως ως επόθει και θέλει αφήσει εις αυτούς ηγούμενον έτερόν τινα, ίνα ποιμαίνη αυτούς. Όθεν και διώρισε τον μακάριον Βαρλαάμ ηγούμενον, ως έμπειρον όντα και ενάρετον, αυτός δε εκλείσθη εις το σπήλαιον μόνος μακρυνθείς των θορύβων και οχλήσεων των πολλών. Μετά δε ταύτα ανεχώρησεν εκείθεν εις άλλο όρος και ήρχισε να σκάπτη άλλο σπήλαιον, το οποίον είναι το νυν καλούμενον Σπήλαιον. Ο δε ηγούμενος Βαρλαάμ και οι αδελφοί, λαβόντες ευχήν παρά του Οσίου Αντωνίου, έμειναν εις το πρώτον σπήλαιον οσίως και εναρέτως πολιτευόμενοι· αλλ’ επειδή και συνήχθησαν πολλοί και ούτε τα κελλία ούτε ο Ναός εχώρει αυτούς, έκριναν καλόν να οικοδομήσουν Ναόν ευρύχωρον έξωθεν του σπηλαίου. Ελθόντες λοιπόν προς τον Όσιον Αντώνιον ανήγγειλαν, ότι οι αδελφοί επερίσσευον και εστενοχωρούντο εις τον Ναόν και να δώση εις αυτούς ευλογίαν να οικοδομήσουν άλλον Ναόν ευρύχωρον επ’ ονόματι της Θεοτόκου έξωθεν του σπηλαίου. Ο δε Όσιος έδωκεν εις αυτούς ευλογίαν και επιστρέψαντες ήρχισαν την οικοδομήν άνωθεν του σπηλαίου, ένθα ωκοδόμησαν Ναόν και ετίμησαν αυτόν εις την Κοίμησιν της Θεοτόκου, είχε δε την προστασίαν της Μονής ο Βαρλαάμ. Ο δε ηγεμών ηβουλήθη να οικοδομήση Ναόν μέγαν επ’ ονόματι του Αγίου Δημητρίου, ότι Δημήτριος εκλήθη εις το Άγιον Βάπτισμα· ήγειρε λοιπόν Ναόν μέγαν λιθόκτιστον πλησίον του Ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου εν τω σπηλαίω και ώρισεν, ίνα ο Βαρλαάμ ηγουμενεύη εις αυτόν, διότι πολλοί άρχοντες κατέβαλον χρήματα ικανά εις την τοιαύτην οικοδομήν και έγινεν ο Ναός ωραίος και μέγιστος μεν, ουχί όμως κατάλληλος και ήσυχος δια Μοναχούς. Μεταβάς λοιπόν ο Βαρλαάμ εις τον νέον Ναόν κατά τον ορισμόν του ηγεμόνος, έμειναν οι αδελφοί απροστάτευτοι και συναχθέντες οι αδελφοί εξέλεξαν τρεις, τους πλέον εναρέτους, δια να υπάγουν εις τον Όσιον Αντώνιον, ίνα εκλέξη εξ αυτών Ηγούμενον· ηρώτησε δε αυτούς ποίον ήθελον· οι δε είπον· «Εκείνον τον οποίον η Κυρία Θεοτόκος και η αγιωσύνη σου ήθελον εκλέξει, πάτερ». Είπε τότε εις αυτούς ο Αντώνιος· «Όστις εξ ημών υπάρχει πράος και ειρηνικός και ταπεινός, ούτος ας δεχθή την προστασίαν». Τότε ομοφώνως άπαντες εζήτησαν τον Όσιον Θεοδόσιον, ως κατά πάντα ομότροπον όντα του Οσίου Αντωνίου· ήσαν δε τότε αδελφοί τον αριθμόν είκοσι, ευλογήσας δε ο Όσιος τον Θεοδόσιον, βαλόντες δε εκείνοι μετάνοιαν εις τον Όσιον Αντώνιον ανεχώρησαν χαίροντες. Λαβών λοιπόν την προστασίαν της Μονής ο Θεοδόσιος, έλαβε ζήλον ένθεον και προσέθηκε κόπους και αγώνας προς τους προτέρους του, επεκαλείτο δε μετά δακρύων τας ευχάς του Οσίου Αντωνίου, ίνα λάβη χάριν παρά Θεού εις το να διοική οσίως τους αδελφούς. Ο δε Όσιος Αντώνιος πάλιν ηύχετο υπέρ της ποίμνης αυτού και δια των ευχών αυτού επλήθυνεν ο αριθμός των αδελφών. Ήθελαν λοιπόν να οικοδομήσωσι νέον Μοναστήριον· όθεν προσελθόντες προς τον Αντώνιον, εζήτουν και πάλιν την άδειαν παρ’ αυτού· ο δε θείος Αντώνιος, χαράς αφάτου πλησθείς δια την αύξησιν, ηυχαρίστησε τον Θεόν ειπών· «Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον, ότι ηυλόγησε την απαρχήν του Αγίου Όρους Άθω και επλήθυνε το πνευματικόν μου σπέρμα κατά την πρόρρησιν του αγίου Γέροντός μου· δεδοξασμένον έσται το όνομα το Άγιον Αυτού, του ευδοκήσαντος να συστήση Μάνδραν ιεράν των λογικών αυτού προβάτων». Μετά δε την ευχήν απέστειλεν ένα των αδελφών προς τον φιλόχριστον ηγεμόνα παρακαλών αυτόν και δι’ επιστολής ταύτα· «Χριστιανικώτατε αυθέντα, ιδού ότι ο Κύριος ηυδόκησε να πληθύνη τους Μοναχούς του σπηλαίου, το δε μονύδριον είναι μικρόν και στενοχωρούνται· διο παρακαλούμεν όπως δοθή παρά της σης μεγαλειότητος το επάνωθεν του σπηλαίου μέρος, ίνα κτισθή το Μοναστήριον εις ανάπαυσιν των αδελφών». Tαύτα αναγνούς ο ευσεβέστατος ηγεμών υπερεχάρη· απέστειλε δε ευθύς άρχοντα επιστάτην εις το να δοθή ο τόπος εις την Μονήν και ούτως ωκοδόμησεν ο Θεοδόσιος με τους αδελφούς Ναόν εκεί μέγαν ξυλοστέγαστον· ότε δε ετελειώθη, εκοσμήθη με ιεράς εικόνας, σκεύη και ιερά άμφια λαμπρά, έκτισαν δε και τα κελλία κύκλωθεν του Ναού, περιτειχίσαντες την Μονήν στερεώς, συνήχθησαν δε εις αυτήν οι αδελφοί του σπηλαίου πάντες, έκτοτε δε απεκλήθη εκείνη η Μονή του Σπηλαίου ευλογίας απαρχή του Αγίου Όρους Άθω. Μετά δε ταύτα ο Όσιος Θεοδόσιος ηβουλήθη να κτίση και ετέραν Μονήν, ίνα συναχθώσι και εν εκείνη αδελφοί· διότι πανταχόθεν συνέρρεον καθ’ εκάστην· όθεν εζήτησε πρώτον παρά του Οσίου πατρός αυτού Αντωνίου άδειαν, και παρ’ εκείνου λαβών ευλογίαν συνέστησε Μονήν ετέραν λαμπράν. Μετά ταύτα ήρχισε να συνθέτη τύπον εκκλησιαστικής ακολουθίας, πώς να ψάλλωσιν οι αδελφοί· ευρέθη δε τότε κατ’ οικονομίαν Θεού κάποιος Μιχαήλ Μοναχός ελθών από την Κωνσταντινούπολιν μετά του Μητροπολίτου Γεωργίου χειροτονηθέντος παρά του Οικουμενικού Πατριάρχου. Τούτον τον Μοναχόν Μιχαήλ ηρώτησεν ο Θεοδόσιος, ως ασκήσαντα εις την περιώνυμον Μονήν των Στουδίων, έμαθον δε παρ’ εκείνου πάσαν την διάταξιν του τυπικού, το πώς να ψάλλωσι και να ίστανται εν τω Ναώ προσευχόμενοι, πώς να εσθίωσιν εν τη τραπέζη κοινώς, πώς να φυλάττωσι τας νηστησίμους ημέρας και πώς να καταλύωσι τας εορτασίμους. Όλας αυτάς τας διατάξεις παρέλαβεν ο Θεοδόσιος παρά του οσιωτάτου Μιχαήλ του Στουδίου και Εφραίμ του ευνούχου, περί του οποίου προείπομεν ότι και αυτός είχε προγράψει τυπικόν του Αγίου Όρους Άθω, τον οποίον Αγιορειτικόν τύπον παρέδωκεν ο Θεοδόσιος εις την Μονήν, παρά της οποίας παραλαβούσαι και αι λοιπαί Μοναί της Ρωσίας φυλάττουσιν άχρι του νυν· όθεν και προτιμητέα των λοιπών εν Ρωσία η του Σπηλαίου, ότι εις αυτήν και ο Πανόσιος Αντώνιος ήσκησε και τους ασκητικούς αγώνας ετέλεσεν, ως και ο μαθητής αυτού Θεοδόσιος, ο κτίσας και κοσμήσας αυτήν, αλλά και τους προσερχομένους επίσης υποδεχόμενος και εις τον Θεόν οδηγών τους σωζομένους, τύπος και αυτός και υπογραμμός κατά πάντα γενόμενος. Κατ’ εκείνους τους χρόνους ήλθεν εις αυτήν την Μονήν και ο Όσιος Νέστωρ, ο πρώτος ιστοριογράφος της Ρωσικής γης, όστις και τους βίους των δύο τούτων Οσίων Αντωνίου και Θεοδοσίου συνέγραψεν, ότι κατά τους αυτούς χρόνους ήκμασε σύγχρονος και αυτός, ως αυτός γράφει. Τούτον υπεδέχθη ο Όσιος Θεοδόσιος αδεία του Οσίου πατρός ημών Αντωνίου. Ούτος ο Νέστωρ ηρώτησε την αιτίαν πως έλαβε την τοιαύτην ονομασίαν να καλήται Σπήλαιον, μαθών δε την αιτίαν εσημείωσεν αυτήν εις αϊδιόν του μνημόσυνον· ο αυτός συνέγραψε και τα θαυμάσια του πανοσίου Αντωνίου τα όσα ζων έτι και όσα μετά θάνατον ετέλεσεν ο αείμνηστος, προς ωφέλειαν των αναγινωσκόντων, αλλ’ ουχί άπαντα, ως πολλά και αναρίθμητα όντα· διότι τα περισσότερα τούτων έμειναν απαράδοτα, καθ’ ότι πλείστους κόπους και αγώνας εποίησε και πλείστους πειρασμούς εκ των πονηρών πνευμάτων και ανθρώπων εδοκίμασεν. Ωσαύτως και τας όσας ιάσεις και θεραπείας εις τους νοσούντας εχορήγησε και παραδόξως ενήργησεν αδύνατον είναι να απαριθμηθώσιν ή να γραφώσιν άπαντα όσα ο πανάγαθος Θεός ετέλεσε δια μέσου του Οσίου πατρός ημών Αντωνίου· εδόξασε τον αυτού θεράποντα εις όλην την γην της Ρωσίας και εφάνη ιατρός άμισθος εις πάντας, ιώμενος παραλυτικούς, δαιμονιζομένους, λεπρούς και λοιπάς ασθενείας ανιάτους άνευ ιατρικών βοτάνων, δια δε την άκραν αυτού ταπείνωσιν προσεποιείτο ότι με την δόσιν των βοτάνων και ακροδρύων εθεραπεύοντο. Εξ αυτών, αφού έτρωγεν ολίγον ο Όσιος ηυλόγει τα υπόλοιπα και έδιδεν αυτά εις τους ερχομένους χάριν ιατρείας, τα οποία άμα οι νοσούντες ελάμβανον και έτρωγον, θαυμασίως ελάμβανον την υγείαν των, καθώς και ο Κύριος ιάτρευσε και ήγειρε τον επί πολλά έτη κείμενον παράλυτον εις την κολυμβήθραν της Βηθεσδά και άλλους πολλούς. Ήτο δε ο Όσιος πεπλουτισμένος και με το χάρισμα της διοράσεως και προοράσεως, προβλέπων και προλέγων τα μέλλοντα, καθώς ο λόγος θέλει φανερώσει και μάλιστα εξ ενός διηγήματος προς πίστωσιν των λοιπών· θέλομεν λοιπόν διηγηθή ενταύθα, ότι προεγνώρισε και προείπε την καταδρομήν των βαρβάρων, ήτις δια τας αμαρτίας των Χριστιανών συνέβη κατ’ εκείνους τους χρόνους και ήτις έχει ούτω. Ο αρχηγός του έθνους των Πολοβτσιανών εκίνησε πόλεμον κατά της Ρωσίας. Περιτρέχων δε τας πόλεις και χώρας ηφάνιζε και ηχμαλώτιζε τους λαούς, φονεύοντες ανηλεώς οι βάρβαροι τους Χριστιανούς· όθεν ο ηγεμών του Κιέβου Ιζεσλάβ ητοιμάσθη προς πόλεμον κατά των βαρβάρων. Πρώτον λοιπόν επήγεν ο ηγεμών μετά τινων αρχόντων εις τον Όσιον Αντώνιον, ίνα ερωτήσωσιν αυτόν αν θα νικήσωσιν εις τον πόλεμον· ο δε Όσιος, γνωρίσας το μέλλον, δακρύσας πρώτον, έπειτα είπεν εις αυτούς μετά πόνου ψυχής· «Δια τας αμαρτίας των Χριστιανών επήλθεν η τοιαύτη οργή του Θεού και θέλετε νικηθή από τους βαρβάρους, οίτινες θέλουν καταδιώξει ημάς· και άλλοι μεν εκ του στρατεύματος των Χριστιανών θέλουν φονευθή, άλλοι υπό των ίππων θέλουν καταπατηθή και τελευτήσει, άλλοι δε θέλουν αιχμαλωτισθή». Ταύτα ακούσας ο ηγεμών και οι άρχοντες δεν προσέπεσον εις τον Όσιον να ζητήσωσι δια των ευχών του την εξ ύψους αρωγήν και βοήθειαν, αλλά θαρρήσαντες εις την ανδρείαν αυτών και εις τον στρατόν εκίνησαν τον πόλεμον. Παραχωρήσει Θεού όμως καταληφθέντες υπό δειλίας ενικήθησαν υπό των αντιπάλων, και οι περισσότεροι του στρατεύματος εσφάγησαν, άλλοι δε εις φυγήν τραπέντες, οι μεν υπό των ίππων καταπατηθέντες έπεσον, οι δε εις τον ποταμόν Άλπε πεσόντες επνίγησαν, άλλοι δε ηχμαλωτίσθησαν. Ο δε ηγεμών μόλις φυγών εσώθη εις Κίεβον, μετά τινος άρχοντος, Σεβόλουμ καλουμένου, έτερος δε άρχων, ο Γιαροσλάβ, κατέφυγεν εις την πόλιν Τερνιβέβ· τα δε έθνη εκείνα διατρέχοντα την γην της Ρωσίας ηχμαλώτιζον τους λαούς λεηλατούντες πόλεις και χώρας.

Περί του Σίμωνος, Σημ πρώτον καλουμένου, του κομίσαντος τον χρυσόν στέφανον και ζώνην του Εσταυρωμένου εις τον Όσιον Αντώνιον.
Κατ’ εκείνον τον καιρόν είχεν έλθει προς τον Όσιον Αντώνιον και εις νέος, Σημ καλούμενος, όστις είχε πατέρα Ιταλόν, Αφρικανόν καλούμενον, αυθέντην επαρχίας τινός της Ιταλίας. Ούτος ο Αφρικανός είχε δύο υιούς, Φράμ τον ένα και τον έτερον Σημ καλούμενον. Μετά δε τον θάνατον του πατρός αυτών υπερίσχυσε κάποιος άρχων Ιακούμ καλούμενος, όστις εκδιώξας τους παίδας εκ της πατρικής ηγεμονίας, έγινεν αυτός κύριος της αυθεντίας. Ο δε Σημ εμβάς εις πλοίον ανεχώρησεν εις Ρωσίαν και ήλθεν εις Κίεβον, την πρωτεύουσαν πόλιν, προς τον ευσεβέστατον ηγεμόνα Ιζεσλάβ, όστις υπεδέχθη αυτόν φιλοφρόνως και ωνόμασεν άρχοντα της συγκλήτου· ακούσας δε ούτος την αρετήν του Οσίου Αντωνίου έλαβεν εις αυτόν πολλήν ευλάβειαν. Ότε λοιπόν το έθνος των Πολοβτσιανών εκίνησε τον πόλεμον κατά της Ρωσίας, ο δε ηγεμών του Κιέβου Ιζεσλάβ πριν αναχωρήση δια τον πόλεμον μετέβη, ως είπομεν, μετά των άλλων αρχόντων να λάβη την ευλογίαν του Οσίου Αντωνίου, είχε μεθ’ εαυτού και τον Σημ. Τότε ο Όσιος Αντώνιος, αφού είπεν εις τους άλλους δια την καταστροφήν την οποίαν έμελλε να πάθωσιν, εστράφη και προς τον Σημ και του είπε· «Και συ, τέκνον, μέλλεις να κινδυνεύσης· όμως η άνωθεν πρόνοια θέλει σε βοηθήσει και διαφυλάξει, επειδή θέλεις συνδράμει εις την οικοδομήν του ιερού Ναού, όστις μέλλει να κτισθή εδώ, συ δε πρώτος μέλλεις να ενταφιασθής εις αυτόν». Αφού λοιπόν συνεκροτήθη ο πόλεμος και κατενικήθησαν οι Ρώσοι, οι δε προρρηθέντες δύο άρχοντες μετά του ηγεμόνος έφυγον, ο Σημ, μετ’ άλλου τινός άρχοντος εκ του αυτού στρατιωτικού τάγματος, πληγωθέντες έπεσον ημιθανείς πνέοντες τα λοίσθια. Τότε ο Σημ ελθούσης επ’ αυτόν της θείας χάριτος συνήλθεν εις εαυτόν και αναβλέψας εις τον ουρανόν είδεν εις το ύψος τον Ναόν όστις έλελλε να οικοδομηθή ύστερον. Τότε εμνήσθη την πρόρρησιν του Οσίου Αντωνίου και εδεήθη του Θεού μετά δακρύων, ίνα λυτρωθή του προκειμένου κινδύνου δια πρεσβειών του Οσίου Αντωνίου, Θεοδοσίου του μαθητού αυτού και της Δεσποίνης Θεοτόκου. Δεομένου λοιπόν αυτού εκτενώς, προέφθασεν αυτόν η εξ ύψους βοήθεια και ευρέθη όλως υγιής, ομοίως και οι στρατιώται αυτού, οίτινες έκειντο πριν ως νεκροί, εγερθέντες παραδόξως έφυγον εκείθεν και έφθασαν εις τον άνθρωπον του Θεού Όσιον Αντώνιον, εις τον οποίον διηγήθησαν τα συμβάντα. Τότε ο Σημ, έχων μετ’ αυτού μίαν χρυσήν ζώνην και ένα στέφανον πολύτιμον, εκβαλών αυτά έδωκεν εις τον Όσιον Αντώνιον λέγων· «Ο πατήρ μου Αφρικανός κατά τας ημέρας της ηγεμονίας αυτού κατεσκεύασε Σταυρόν μέγαν με την Εικόνα του Εσταυρωμένου Ιησού Χριστού· είτα εις τιμήν αυτού κατεσκεύασε και τον στέφανον τούτον και έθηκεν επί της κεφαλής του Σωτήρος, ως διάδημα βασιλικόν. Κατεσκεύασε δε και ζώνην εκ χρυσίου καθαρού λιτρών πεντήκοντα, δια ταύτης δε περιέζωσε τον Εσταυρωμένον Δεσπότην μετά του Σταυρού. Ότε δε ο ανεψιός μου με κατέτρεξε και με εξέβαλε της πατρικής μου οικίας και ηγεμονίας, έλαβον εγώ τον στέφανον και την χρυσήν ζώνην εκ του Εσταυρωμένου· ότε δε εξέβαλον τον στέφανον εκ της κεφαλής του Κυρίου, ήκουσα φωνήν εκ του στόματος αυτού λέγουσαν εις εμέ· «Μη τολμήσης, άνθρωπε, ποτέ να βάλης επί της κεφαλής σου τον στέφανον αυτόν, ούτε την ζώνην ταύτην τολμήσης ποτέ να μετέλθης εις υπηρεσίαν σου· αλλά πρόσφερε αυτά εις τον ητοιμασμένον τόπον, ένθα μέλλει να οικοδομηθή ο οίκος της μητρός μου παρά του Οσίου Αντωνίου, εις του οποίου τας χείρας εγχείρισον αυτά, ίνα επιτεθώσιν άνωθεν του θυσιαστηρίου». Ταύτα εγώ ακούσας και τρομάξας, έπεσον πρηνής κατά γης ως νεκρός, αναίσθητος. «Μετά ώραν ικανήν ελθών εις εαυτόν, έλαβον τον στέφανον και την ζώνην και κατελθών εις τον αιγιαλόν ανέβην εις πλοίον προς τα εδώ ερχόμενον. Πλεόντων δε ημών συνέβη σάλος μέγας της θαλάσσης, ώστε το πλοίον εκινδύνευε να καταποντισθή· εγώ δε αναμνησθείς των λόγων του Κυρίου, εφοβήθην μήπως δια το ότι ετόλμησα να λάβω τον στέφανον εκ της κεφαλής του Δεσπότου συνέβη η τρικυμία εκείνη· εδεόμην δε του Θεού εκτενώς μετά δακρύων να με λυτρώση εκ του κινδύνου· αναβλέψας δε εις τον ουρανόν, ιδού είδον Ναόν εις το ύψος θαυμαστόν ιστάμενον υψηλά και έμεινα εκστατικός· ούτω δε απορών, ήκουσα φωνής λεγούσης μοι· «Ούτος ο Ναός μέλλει να οικοδομηθή εις το όνομα της Θεοτόκου, ως βλέπεις μέγας και υψηλός. Ο δε Αντώνιος θέλει λάβει μέτρον κατ’ αναλογίαν εκ της διαμέτρου της ζώνης ταύτης πεντήκοντα μέτρα εις το μήκος, τριάκοντα εις το ύψος και δέκα εις το πλάτος, εις αυτόν δε τον Ναόν μέλλεις να ενταφιασθής». Μετά την φωνήν έπαυσεν η ταραχή της θαλάσσης και εγένετο γαλήνη μεγάλη, πάντες δε οι εν τω πλοίω εδόξασαν τον Θεόν. Και διαπλεύσαντες την Βαλτικήν θάλασσαν εφθάσαμεν εις Ρωσίαν. Την θεωρίαν του Ναού τούτου ενεθυμήθην, όταν κειτόμενος ημιθανής εκ των πληγών παρά τον ποταμόν Άλπε είδον δια δευτέραν φοράν το σχήμα του Ναού εις τον ουρανόν. Ταύτα δε ιδών έκρινα ότι πρέπει να φέρω την ζώνην ταύτην και τον στέφανον εις την αγιωσύνην σου». Ταύτα ακούσας ο Αντώνιος παρά του Σημ, είπεν εις αυτόν· «Εγώ μεν αυτά δεν γνωρίζω, τώρα δε εκ του στόματός τα ακούω». Οδε Σημ είπεν· «Ούτε εγώ εγνώρισα που μέλλει να κτισθή ο Ναός· τώρα δε έμαθον παρά της σης αγιωσύνης ότι εις αυτόν τον τόπον μέλλει να οικοδομηθή ο Ναός». Δώσας δε την χρυσήν εκείνην ζώνην είπεν· «Ιδού το μέτρον του Ναού, ωσαύτως και ο στέφανος· ούτος ο στέφανος πρέπει να στηριχθή άνωθεν του θυσιαστηρίου». Τότε ο θείος Αντώνιος εδόξασε τον Θεόν και επήνεσε τον Σημ, λέγων· «από του νυν δεν θα καλείται το όνομά σου Σημ, αλλά Σίμων ως της χάριτος τέκνου». Και καλέσας τον Θεοδόσιον ο Αντώνιος, είπε προς τον Σίμωνα· «Ούτος ο Θεοδόσιος μέλλει να οικοδομήση τον Ναόν τον οποίον είδες εν εκστάσει». Ταύτα δε ειπών, έδωκεν εις τον Θεοδόσιον τον στέφανον και την ζώνην και απ’ εκείνης της ώρας εγνωρίσθη ο Σίμων με τον Θεοδόσιον, και είχεν αυτόν ως πατέρα πνευματικόν αυτού· έδωκε δε εις αυτόν ποσότητα χρημάτων ικανήν εις δαπάνην της οικοδομής του Ναού και εζήτησε τας ευχάς του Θεοδοσίου, ευλογήσας δε αυτόν ο Θεοδόσιος είπεν· «Ευλογήσαι σε Κύριος εν Σιών και ίδοις τα αγαθά Ιερουσαλήμ με όλην την οικογένειάν σου». Λαβών λοιπόν ο Σίμων την ευλογίαν του Θεοδοσίου, είχεν αυτήν ως θησαυρόν πολύτιμον, επόθησε δε να κατοικήσωσιν εις τον τόπον εκείνον μέχρι τέλους της ζωής αυτού· με την εναλλαγήν δε του ονόματος αυτού, προσετέθη εις την Εκκλησίαν του Χριστού εκ της δυτικής κακοδοξίας εις την ανατολικήν Ορθοδοξίαν με όλην αυτού την οικογένειαν και λοιπούς εκ της Ιταλίας συνελθόντας, οίτινες ήσαν περί τας τρεις χιλιάδας.

Περί της οικοδομής του θείου Ναού.
Μετά χρόνους τινάς, αφ’ ότου ο Σίμων έδωκε τον στέφανον και την χρυσήν ζώνην εις τον Θεοδόσιον, ήλθον εκ Βυζαντίου τέσσαρες αρχιτέκτονες ένδοξοι προς τον Όσιον Αντώνιον και τον Θεοδόσιον, ερωτώντες αυτούς και λέγοντες· «Εις ποίον τόπον βούλεσθε να οικοδομήσετε τον Ναόν»; Ο δε Αντώνιος είπεν· «Όπου ο Κύριος ευδοκήσει και φανερώσει εις ημάς». Λέγουν οι αρχιτέκτονες· «Και πως σεις, οι οποίοι γνωρίζετε την ημέραν της τελευτής σας, αγνοείτε τον τόπον της οικοδομής; Δεν εδώκατε σεις τον μισθόν της οικοδομής εις Κωνσταντινούπολιν; Πως λοιπόν τώρα λέγετε δεν γνωρίζετε»; Τότε ο Αντώνιος, γνωρίσας τω πνεύματι ότι επισκοπή τις θεία εγένετο άνωθεν, ηρώτησε τους αρχιτέκτονας λέγων εις αυτούς· «Είπατε εις ημάς, τέκνα, τίνες είναι οι λόγοι τους οποίους λαλείτε προς ημάς; Ότι περί τούτων ουδέν γνωρίζομεν». Οι δε απεκρίθησαν λέγοντες· «Καθημένων ημών εις τινα οίκον εις Κωνσταντινούπολιν, ημέραν τινά, πρωϊας έτι ούσης, ανατέλλοντος του ηλίου, ήλθον προς ημάς βασιλικοί τινες άνθρωποι προσκαλούντες ημάς, ίνα απέλθωμεν ταχέως εις τον Ναόν των Βλαχερνών, ότι ζητεί ημάς η βασίλισσα προς οικοδομήν Παλατίου τινός· ημείς δε νομίσαντες ότι η γυνή του βασιλέως εκάλει ημάς ίνα απέλθωμεν μετά των βασιλικών δορυφόρων εκείνων εις τον εν Βλαχέρναις Ναόν, ηρωτήσαμεν αυτούς ποίος ζητεί ημάς. Οι δε εκεί παρόντες νέοι τινές θαυμάσιοι άνδρες είπον εις ημάς· η βασίλισσα Κυρία ημών προσκαλεί ημάς». «Μεταβάντες λοιπόν τότε ημείς εις τον Ναόν, είδομεν την Βασίλισσαν με πλήθος δορυφόρων περικυκλουμένην και πεσόντες προσεκυνήσαμεν Αυτήν ευλαβώς. Εκείνη δε είπεν εις ημάς· «Θέλω ίνα απέλθητε εις Κίεβον της Ρωσίας και οικοδομήσετε Ναόν ωραίον εις την πρωτεύουσαν εκείνην πόλιν· ιδού δε δίδω εις ημάς από τώρα την πληρωμήν του κόπου σας δια χρόνους τρεις εκδουλεύσεως, όπως οικοδομήσετε τον Ναόν ως εγώ επιποθώ». Τότε ημείς προσκυνήσαντες την Βασίλισσαν είπομεν προς Αυτήν· «Εις μακρινόν τόπον στέλλεις ημάς, Κυρία, και εις γην αλλοτρίαν και προς ποίον θα υπάγωμεν»; Η δε είπεν εις ημάς· «Ιδού ούτοι οι δύο Μοναχοί Αντώνιος και Θεοδόσιος, οίτινες είναι πλησίον μου (δείξασα σας δακτυλοειδώς), προς αυτούς θα υπάγετε». Τότε πάλιν είπομεν προς Αυτήν· «Τίνος ένεκεν, ω Δέσποινα, δίδεις εις ημάς το χρυσίον από εδώ; Ούτοι οίτινες μέλλουν να οικοδομήσουν τον Ναόν ας έχουν και την φροντίδα της πληρωμής του μισθού του έργου ημών». Απεκρίθη προς ταύτα η Βασίλισσα· «Ο Αντώνιος ούτος αφού τελέση την ευχήν της ενάρξεως της οικοδομής του Ναού θέλει απέλθει εις τας αιωνίους Μονάς, ίνα αναπαυθή. Ο Θεοδόσιος δε ούτος, μετά τον δεύτερον χρόνον της οικοδομής, θέλει ακολουθήσει και αυτός τον γέροντα δια να αναπαυθή εις την ατελεύτητον μακαριότητα. Τούτου λοιπόν ένεκα δίδω εις σας το χρυσίον ως μισθόν της εργασίας σας, λάβετε δε όσον βούλεσθε, διότι άλλος να σας πληρώση εκεί δεν έχει, ουδέ δύναται· ότε δε η οικοδομή του Ναού περατωθή, τότε εγώ η ιδία θα έλθω μόνη εκεί να ίδω το έργον σας και να μείνω εκεί δια παντός». «Ταύτα η Βασίλισσα ημών ειπούσα, έδωκεν εις ημάς το χρυσίον το οποίον έχομεν μεθ’ ημών· είτα έδωκεν εις ημάς και λείψανα Αγίων επτά Μαρτύρων, ήτοι του Αγίου Αρτεμίου, του Αγίου Μάρτυρος Πολυεύκτου, του Αγίου Μάρτυρος Λεοντίου, του Αγίου Μάρτυρος Ακακίου του εν Ασκάλωνι, του Αγίου Μάρτυρος Αρέθα, του Αγίου Μάρτυρος Θεοδώρου και έτερον του Αγίου Μάρτυρος Ιακώβου του Πέρσου». Ταύτα τα επτά λείψανα δούσα η Βασίλισσα είπεν, ίνα θέσωμεν αυτά εις τα θεμέλια του βήματος του Ναού προς αγιασμόν και στερέωσιν αυτού, όπως διαμείνη αιωνίως έως της συντελείας. Τότε ημείς παραλαβόντες το χρυσίον και τα άγια λείψανα ηρωτήσαμεν και δια το μήκος, το εύρος και το ύψος του Ναού, πόσον επιθυμεί να γίνη· Εκείνη δε είπε· «Το μέτρον του Ναού απέστειλε προηγουμένως εκεί ο Υιός μου και όταν υπάγετε θέλετε εύρει αυτό· όταν δε εξέλθετε εκ του Ναού τούτου των Βλαχερνών θέλετε ίδει τον Ναόν τον οποίον μέλλετε να οικοδομήσετε». Ως δε εξήλθομεν του Ναού των Βλαχερνών ημείς, είδομεν εις το ουράνιον ύψος Ναόν θαυμαστόν, τον οποίον σταθέντες εβλέπομεν θαυμάζοντες. Ότε δε είδομεν αυτόν καλώς εστράφημεν εις τον εν Βλαχέρναις Ναόν και ηρωτήσαμεν την Βασίλισσαν εις τίνος Αγίου όνομα θέλει εγερθεί ο Ναός· Η δε είπεν· «Εις το Εμόν όνομα». Τότε ημείς εντραπέντες και υπό δειλίας κρατηθέντες, δεν απετολμήσαμεν να ερωτήσωμεν και να μάθωμεν το όνομα Αυτής, διότι μόνη Αύτη είπεν επ’ ονόματι της Θεοτόκου να σεμνύνεται ο Ναός. Είτα έδωκεν εις ημάς και μίαν εικόνα της Θεοτόκου, ειπούσα· «Επ’ ονόματι Αυτής να τιμηθή ο Ναός». Τότε ημείς προσκυνήσαντες την Βασίλισσαν, ελάβομεν την Εικόνα εκείνην και επορεύθημεν εις τους οίκους ημών και ητοιμάσθημεν εις ποντοπορίαν κατά την διαταγήν της Βασιλίσσης, επιβάντες δε εις πλοίον επλεύσαμεν και εφθάσαμεν ήδη προς υμάς». Ταύτα ακούσας ο Όσιος Αντώνιος και ο Θεοδώσιος και οι λοιποί αδελφοί της Μονής έμειναν εξεστηκότες· και επάραντες τας χείρας προς τον ουρανόν εδόξαζον τον Θεόν και την Θεοτόκον εμεγάλυνον δια τα παράδοξα και θαυμάσια ταύτα σημεία. Ο δε Όσιος Αντώνιος είπεν εις τους αρχιτέκτονας· «Ημείς, ω τέκνα, ούτε την Κωνσταντινούπολιν είδομεν, ούτε εις την γην των Ελλήνων απήλθομεν προσφάτως, καθώς σεις λέγετε, αλλά προ ετών». Οι δε οικοδόμοι ώμνυον μεθ’ όρκου λέγοντες· «Εκ των χειρών των δύο υμών ελάβομεν το χρυσίον, το οποίον η Θεοτόκος παρέδωκεν εις ημάς. Σεις δε οι ίδιοι προεπέμψατε ημάς εκ των οικιών ημών έως του πλοίου και ιδού μετά δύο ημέρας εφθάσαμεν ώδε». Τότε είπεν εις αυτούς ο Αντώνιος· «Σύνετε, ω τέκνα, ότι μεγάλης χάριτος ηξιώθητε· όθεν πρέπον είναι εις υμάς, ίνα μετά προθυμίας πολλής αρξάμενοι εκτελέσητε το έργον σας κατά την θείαν βούλησιν. Μάθετε όμως τούτο, ότι οι νέοι εκείνοι, οίτινες εκ των οίκων σας προσεκάλεσαν ημάς δεν ήσαν άνθρωποι, ως νομίζετε, αλλά θείοι Άγγελοι, η δε Βασίλισσα εκείνη δεν ήτο η γυνή του επιγείου βασιλέως, αλλά η Μήτηρ του επουρανίου Βασιλέως Χριστού του Θεού ημών· οι δε δύο Μοναχοί εκείνοι οι δώσαντες εις υμάς το χρυσίον δεν είμεθα ημείς, αλλ’ ο τα πάντα προς το συμφέρον οικονομών Θεός ούτως ωκονόμησεν, ίνα οικοδομηθή ο Ναός Αυτού». «Η προς ημάς λοιπόν έλευσις, ω τέκνα, υπάρχει ευλογημένη, οδηγόν αγαθόν έχουσα την εικόνα της Θεοτόκου, την οποίαν η ιδία Δέσποινα του παντός ενεχείρισεν εις υμάς και Αυτή θέλει αποδώσει τον μισθόν σας ως υπέσχετο, και θέλετε απολαύσει τα ουράνια αγαθά εκείνα, α οφθαλμός ουκ οίδε και ους ουκ ήκουσε, τα οποία ουδείς άλλος δύναται να χαρίση εις τινα ειμή μόνη Αύτη η πάντων Βασίλισσα και ο μονογενής Αυτής Υιός ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός». Ταύτα ειπών ο Αντώνιος, επέδειξεν εις αυτούς τον στέφανον και την χρυσήν ζώνην ειπών· «Ιδού η ζώνη την οποίαν ο Σίμων εκ της Ιταλίας εκόμισε με της οποίας το μέτρον θέλει κτισθή ο Ναός εις τε το μήκος και το πλάτος και ύψος αυτού». Ταύτα ακούσαντες οι οικοδόμοι εθαύμασαν και πεσόντες προσεκύνησαν τον θαυμαστόν Θεόν ημών, είτα επηρώτησαν τον Αντώνιον εις ποίον τόπον ητοίμασαν να εγερθή ο Ναός. Ο δε Αντώνιος είπεν· «Ας δεηθώμεν του Θεού εκτενώς ημέρας τρεις, και αυτός θέλει δείξει εις ημάς τον τόπον τον οποίον προητοίμασεν». Εν τω μεταξύ ο λαός της πόλεως Κιέβου, μαθόντες την έλευσιν των οικοδόμων, συνήχθησαν εις την Μονήν· και οι μεν έλεγον εις τούτον τον τόπον αρμόζει να κτισθή, άλλοι δε αλλαχού. Ο δε ευσεβέστατος ηγεμών, διερχόμενος και αυτός εκείθεν, ιδών την αμφισβήτησιν του λαού, ηρώτησε το αίτιον της συνάξεως, και μαθών τα πάντα παρά των οικοδόμων εκείνων, χαράς και θάμβους πλησθείς και εμπνευσθείς θεόθεν, έδειξε δακτυλοειδώς τόπον ιδικόν του λέγων· «Ιδού ο εμός χώρος ούτος, τούτον αφιερώ εις τον Θεόν εις οικοδομήν του Ναού, εις αυτόν δε τον τόπον οικοδομήσατε τον Ναόν». Ταύτα είπεν ο ηγεμών. Ο δε Όσιος Αντώνιος προσηύχετο κατά μόνας ως και οι Μοναχοί κατ’ ιδίαν έκαστος. Κατά δε την πρώτην νύκτα προσευχομένου του Αντωνίου, ήκουσε φωνήν λέγουσαν εις αυτόν· «Αντώνιε, εύρες χάριν παρ΄ εμοί». Ο δε Αντώνιος είπε· «Κύριε, εάν εύρον χάριν ενώπιόν σου, ας καταβή δρόσος εις τον τόπον εις τον οποίον ηυδόκησας να οικοδομηθή ο οίκος σου, εις δε την λοιπήν γην ας γίνη ξηρασία ως και εις τον θεράποντά σου Γεδεών τον Προφήτην υπέδειξας». Το δε πρωί ο τόπος επί του οποίου έμελλε να οικοδομηθή ο Ναός ευρέθη όλος υγρός ως τον πόκον του Γεδεών· ο δε λοιπός τόπος ήτο κατάξηρος. Την δευτέραν νύκτα εδεήθη του Θεού ο Αντώνιος, ίνα ο μεν τόπος εις τον οποίον έμελλε να κτισθή ο Ναός μείνη κατάξηρος, ο δε λοιπός έξωθεν να είναι κάθυγρος, ούτω δε και εγένετο το πρωί, διότι όλος ο χώρος έξωθεν μεν ήτο υγρός, εις δε τον τόπον εις τον οποίον έμελλε να κτισθή ο Ναός ήτο ξηρασία. Την δε τρίτην ημέραν σταθείς ο Αντώνιος ηυλόγησε τον τόπον και λαβών την χρυσήν ζώνην εμέτρησε τον τόπον· είτα υψώσας τας χείρας αυτού προς τον ουρανόν, ηύξατο να καταβή πυρ ουρανόθεν ως και ο Ηλίας εποίησε, προς πίστωσιν πάντων, ότι θέλημα Θεού ήτο εις τον τόπον εκείνον να οικοδομηθή ο Ναός. Ευχομένου δε του Οσίου, κατέβη πυρ εξ ουρανού και κατέφαγε το δάσος των δένδρων και θάμνων πάντων της γης εκείνης· τους δε λίθους και το χώμα της γης το πυρ εκείνο έλειξεν, εις όλον τον τόπον επί του οποίου έμελλε να οικοδομηθή ο Ναός, ώστε πάντες οι παρευρεθέντες έπεσον πρηνείς κατά γης εκ του φόβου αυτών, μείναντες ως νεκροί άφωνοι. Όθεν επληροφορήθησαν ότι θέλημα Θεού ήτο να κτισθή ο Ναός εις τον τόπον εκείνον. Και ποιήσαντος ευχήν του Οσίου Αντωνίου, έβαλον τα θεμέλια εν έτει 1073 κατά τους χρόνους του Βυζαντινού βασιλέως Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Δούκα του Παρακοιμωμένου και Πατριάρχου Γεωργίου, Μιχαήλ δε Αρχιεπισκόπου Ρωσίας. Κατέθεσαν δε τα άγια λείψανα των Αγίων επτά Μαρτύρων εις τα θεμέλια του Ναού, κατά την διάταξιν της Θεοτόκου και εκεί μένουσι μέχρι της σήμερον. Ήρχισε λοιπόν ο αρχιτέκτων την οικοδομήν του Ναού ως άλλος Βεσελεήλ, οδηγούμενος παρά του νέου Μωϋσέως Αντωνίου, όστις καθώς ο θαυματουργός Νικόλαος ευρέθη θαυμασίως εις Βυζάντιον και ήλεγξε τον βασιλέα Κωνσταντίνον και τον Αβλάβιον, ούτω και ο Όσιος πατήρ ημών Αντώνιος προσευχόμενος εις το σπήλαιον, ευρέθη παραδόξως εις Βυζάντιον, καθώς ο Αββακούμ· και αυτός ιδιοχείρως έδωσε το χρυσίον εις τους οικοδόμους· όθεν κατά το μήκος της ζώνης τριάκοντα μέτρα ύψος, δέκα εις πλάτος, και πεντήκοντα εις το μήκος, εκτίσθη ο θαυματόβρυτος Ναός της Θεοτόκου, εκεί όπου θεία χάριτι μέχρι της σήμερον ευρίσκεται. Ο δε Όσιος Αντώνιος, καθώς ητοίμασε την οικοδομήν του θείου Ναού, ούτως ητοίμασε και την εκ των επιγείων αναχώρησιν αυτού προς τας αιωνίους Μονάς· και καθώς ο χειροποίητος Ναός εκείνος εκτίζετο με θαυμάσιον καλλονήν, ούτω και ο αχειροποίητος οίκος της αιωνίου μακαριότητος ητοιμάσθη εις τους ουρανούς, ως και αυτός προητοίμασεν εαυτόν προς την εκεί αποδημίαν και κατασκήνωσιν της άνω Ιερουσαλήμ, της αγίας πόλεως Σιών, ως περί αυτής γράφει ο Θεολόγος Ιωάννης εις την Αποκάλυψιν αυτού, ότι Ναός της πόλεως αυτής είναι ο Κύριος. Κατά τον λόγον λοιπόν της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, τον οποίον είπεν εις τους οικοδόμους εν τω πανσέπτω Ναώ των Βλαχερνών, ότι ο Όσιος Αντώνιος την ευχήν της ενάρξεως της οικοδομής μόνον θέλει ποιήσει, είτα θέλει μεταβή εκ της προσκαίρου ζωής εις την αιώνιον ανάπαυσιν, ούτω και εγένετο. Ο δε Όσιος Θεοδόσιος μετά το δεύτερον έτος της οικοδομής του θείου Ναού εκοιμήθη και αυτός εν Κυρίω και απήλθε χαίρων εις τους ουρανούς. Εδοκιμάσθη δε ο Όσιος Αντώνιος με πολλούς πειρασμούς ως χρυσός εν καμίνω· ότι ο αντικείμενος Σατάν, βλέπων τα ένθεα αυτού κατορθώματα, εξήγειρε κατ’ αυτού αισθητούς και νοητούς πειρασμούς καθώς και εις τας ημέρας του ηγεμόνος Ιζεσλάβ. Κατέτρεξε δε ο μιαρός Σατάν τον Όσιον και εδίωξε του σπηλαίου και δια δευτέραν φοράν καθώς και πρότερον. Συνέβη δε τούτο ως εξής· ότε οι βάρβαροι νικήσαντες τον στρατόν των Χριστιανών κατέτρεχον τας πόλεις και κατεδυνάστευον τους κατοίκους του Κιέβου, παρεκίνει ο λαός τον Ιζεσλάβ, ίνα κινήση πόλεμον κατά των εχθρών· αυτός δε φοβούμενος μήπως ήθελε νικηθή πάλιν, ως πρότερον, καθώς προεγράψαμεν, δεν ήθελε να κινηθή. Όθεν ο λαός επανεστάτησε κατ’ αυτού και εκβαλόντες τους εγκεκλεισμένους εις τας φυλακάς και τον άρχοντα Ισλάβαν ανεβίβασεν αυτόν εις τον θρόνον· ο δε Ιζεσλάβ κατέφυγεν εις Λεχίαν. Γενόμενος λοιπόν εξουσιαστής ο Ισλάβας, εθυμώθη κατά του Οσίου Αντωνίου εκ συνεργείας του πονηρού· διότι άρχων τις διέβαλε τον Όσιον ως επίβουλον του Ισλάβα, και υπερασπιστήν όντα του φυγόντος Ιζεσλάβ και ότι ο Όσιος τας τοιαύτας ταραχάς υπεκίνησεν. Ο δε Όσιος Αντώνιος επεμελείτο τότε Μοναχόν τινα έγκλειστον Ισαάκιον καλούμενον, όστις πλανηθείς από τον πονηρόν εδέχθη φαντασίαν, κατά την οποίαν του εφάνη ο Σατανάς εις είδος Χριστού και απατηθείς εχόρευσε μετ’ αυτού, είτα καταπληγώσας αυτόν αφήκεν ημιθανή κείμενον και εκινδύνευεν ο άθλιος εις θάνατον. Τούτο μαθών ο Αντώνιος σπλαγχνισθείς παρέλαβεν αυτόν και επεμελείτο την θεραπείαν του· ο δε διάβολος, φθονήσας την ιατρείαν του Ισαακίου, θέλων ίνα μείνη ανίατος και κερδήση αυτόν, μη επιτυχών δε εξήγειρε τον τοιούτον πειρασμόν κατά του Αντωνίου, του να διωχθή εκείθεν, το οποίον και κατώρθωσε δια του Ισλάβα, όστις εδίωξε τον Όσιον εκ του σπηλαίου. Ο δε αδελφός του άρχοντος, μαθών τον διωγμόν του Οσίου, αποστείλας δια νυκτός ανθρώπους ιδικούς του, έφερεν αυτόν εις Τζερνόκοβον ή Τζερνίγωβ, ένθα εξουσίαζεν ο άρχων ούτος· ένθα ευρών τόπον ήσυχον ο Αντώνιος, εις όρος Μονδίνε καλούμενον, πλησίον της πόλεως, έσκαψε σπήλαιον και κατώκησε, το οποίον ύστερον έγινε Μοναστήριον. Μετά δε ολίγον καιρόν, γνωρίσας ο αυθέντης ότι αδίκως εδιώχθη ο Όσιος και ότι καμμίαν επιβουλήν κατ’ αυτού δεν εποίησε και ότι σατανική ενέργεια ήτο να διωχθή εκείθεν ο Όσιος, δια να εμποδίση την των πολλών ωφέλειαν, μεταμεληθείς, απέστειλεν ανθρώπους προς τον Όσιον εις την επαρχίαν Τζεριβόσκιεβαλ, παρακαλών αυτόν να επανέλθη εις το σπήλαιόν του. Ο δε ΌΟσιος, ως πράος και αμνησίκακος ων, εδέχθη την πρόσκλησιν του άρχοντος και επέστρεψεν εις τους αδελφούς, οίτινες ήσαν τεταραγμένοι δια την αναχώρησίν του και ευρίσκοντο ως πρόβατα χωρίς ποιμένα· ότι ο Θεός δεν ήθελε να λείψη ένας τοιούτος φωστήρ, όστις εφώτιζε δια των αρετών αυτού και θαυμάτων πάσαν την των Ρώσων ευσεβή επικράτειαν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Συνέχεια από το προηγούμενο

Δημοσίευση από silver »

Επανελθών λοιπόν ο Όσιος εις Κίεβον, ήρχισεν ανασυνιστών το μοναδικόν τάγμα ως πρότερον, το οποίον ήρχισε παρά Βλαδιμήρου του ευσεβούς άρχοντος, αλλ’ ύστερον ημελήθη, πάλιν δε παρά του Οσίου Αντωνίου συνεκροτήθη και επληθύνετο· από όσους δε πειρασμούς εδοκίμασε, μάλλον ενεδυναμούτο και εστερεούτο ο Άγιος, χωρίς ποσώς να εκκλίνη του όρου της ηθικής ή ασκητικής αυτού διαγωγής. Εκοπίασε λοιπόν ο Όσιος εις το σπήλαιον πολύ, έως ου τον εχθρόν τελείως εξενεύρισε και με την υπομονήν, καρτερίαν και προσευχήν αυτού παντελώς κατεπάτησεν, ότι κατά τον λόγον του Κυρίου το γένος αυτό το σατανικόν εν προσευχή και νηστεία διώκεται. Οι δε λοιποί του Οσίου αγώνες ήσαν αναρίθμητοι· η στάσις αυτού παννύχιος· η αγρυπνία σύντονος, γονυκλισίαι αναρίθμητοι, προσευχή αδιάλειπτος, οι δε λοιποί αγώνες απαράμιλλοι χωρίς να αμελήση ποσώς ή να αφήση το σπήλαιον· ότι πάντοτε εις σκοτεινόν, αφεγγή και στενόν τόπον επάλαιε μετά του δεινού κοσμοκράτορος ο αείμνηστος. Καθώς δε εις μεγαλυτέρους πόνους εξεδόθη, ούτω και μεγαλύτερα θαυμάσια ετέλει παραδόξως ο σημειοφόρος πατήρ Αντώνιος. Αλλά ποίον πρώτον των ενθέων κατορθωμάτων αυτού να διηγηθώμεν καθώς πρέπει; Ότι όλην την ζωήν αυτού εις αρετάς και θαύματα διετέλεσεν, εις σπήλαια οικιών ως εις τάφον και όλος ο βίος αυτού μία ενθύμησις θανάτου ήτο κατά τον θείον Απόστολον τον λέγοντα· «Καθ’ ημέραν αποθνήσκω», κατά δε τον ψαλμωδόν· «ητοιμάσθην και ουκ εταράχθην· και εφύλαξα τον νόμον και τα δικαιώματά σου, Κύριε, ότι αγαλλίαμα της καρδίας μου εισίν»· διο και η καρδία αυτού ήτο έτοιμος πάντοτε προς την εκείθεν αποδημίαν. Μόνον δε δια το λογικόν αυτού ποίμνιον εφρόντιζεν, ίνα μη αφήση αυτό τεταραγμένον· αυτός δε επόθει πάντοτε να εκδημήση εκ του σώματος προς τον ποθούμενον εις αυτόν Θεόν κατά τον θείον Απόστολον· «Συνέχομαι δε εκ των δύο, την επιθυμίαν έχων εις το αναλύσαι και συν Χριστώ είναι» (Φιλιπ. α: 23). Προγνωρίσας λοιπόν την εκ του σώματος διάζευξιν, συνήγαγε τα πνευματικά αυτού τέκνα και ενουθέτει αυτά, υποσχόμενος εις αυτούς ότι μετά θάνατον θέλει ευρίσκεται πνευματικώς με αυτά και δεν θέλει χωρισθή εκ του τόπου αυτού και εκ του Αγίου Όρους και εκ των επικαλουμένων αυτόν με πίστιν, αλλά θα επισκέπτεται και θα οικονομή αυτούς σωματικώς τε και ψυχικώς και όσους παραμείνωσιν εις εκείνον τον άγιον τόπον και αγωνίζωνται δια την εαυτών σωτηρίαν, αφήκε δε την ευλογίαν αυτού την εκ του όρους Άθω δι’ αυτού ίνα μεταδοθή εν Ρωσία, ίνα διαμείνη εις τους μετέπειτα αιωίως. Ως δε αυτός αγωνισθείς και τελέσας καλώς τον δρόμον του εξεδέχετο της δικαιοσύνης τον στέφανον παρά του δικαίου κριτού, ούτω και αυτοί να αγωνίζωνται μέχρι τέλους της ζωής αυτών, ίνα στεφανωθώσιν. Ως δε αυτός εφάνη ελεήμων εις όλους, ούτως ηύχετο να πολιτεύωνται και τα τέκνα αυτού, υπάρχοντες συμπαθείς και ελεήμονες προς τους ενδεείς και ξένους, ίνα και αυτοί ελεηθώσι παρά του ελεήμονος Θεού, και τελέσωσι την παρούσαν βιοτήν εν μετανοία και εξομολογήσει. Έζησε λοιπόν ο Όσιος πατήρ ημών Αντώνιος εις το σπήλαιον εκείνο, το οποίον ύστερον ο ίδιος εποίησε, χρόνους δέκα εξ και εν αυτώ ετελειώθη εν Κυρίω, απελθών εις τας αιωνίους μονάς τη δεκάτη Ιουλίου, εν έτει από κτίσεως κόσμου 6581, από δε της ενσάρκου οικονομίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού 1073· έζησε δε χρόνους ενενήκοντα, επί αυθεντών ηγεμόνων Κιέβου της Ρωσίας Σιατοσλάβου, Ιαροσλάβου, Ιζεσλάβ και Ισλάβα, επί δε βασιλέων Κωνσταντινουπόλεως Βασιλείου του νέου και Πορφυρογεννήτου και Ρωμανού Αργυροπούλου, μέχρι Ρωμανού εσχάτου του Διογένους, ο δε θάνατος του Οσίου ήτο τω όντι τίμιος έναντι Κυρίου και απέλαβε τον μισθόν των πόνων αυτού. Ότε δε εκοιμήθη εις το σπήλαιον, το οποίον σώζεται νυν κάτωθεν της μεγίστης Μονής (της οποίας ο Ναός τότε εκτίζετο, ως προείπομεν) εκεί έσωθεν του σπηλαίου ενεταφιάσθη το ιερόν αυτού λείψανον, ένθα τους ασκητικούς αυτού αγώνας ετέλεσε. Διότι ούτω ήτο πρέπον, ότι καθώς ο θείος πατήρ μεμονωμένως και κεχωρισμένως της συναυλίας των πολλών τον βίον διήνυσε, όπως απερισπάτως τω Θεώ εν ησυχία προσεύχεται, ούτω και το άγιον αυτού λείψανον να ενταφιασθή μόνον, μακράν των λοιπών σωμάτων, ως και ζων ηγάπησεν. Ουχί δε μετά των πολλών· διότι έπρεπε καθώς ο πάλαι νομοθέτης του Ισραηλιτικού λαού με κεκαλυμμένον πρόσωπον κατερχόμενος εκ του όρους Σινά ελάλει προς τους υιούς Ισραήλ, δια την δόξαν του προσώπου αυτού, ούτω και ο νέος ούτος νομοθέτης των της Ρωσίας Μοναχών του νέου Ισραήλ. Καθώς έζη εν τω σπηλαίω συνομιλών μετά του Θεού μόνος και δια των υψηλών θεωριών κατελαμπρύνετο το πρόσωπον αυτού εκ της θείας ελλάμψεως, ούτω και μόνος έπρεπε να ενταφιασθή εν τω σπηλαίω. Καθώς δε ο θεσπέσιος Μωϋσής λαβών τας πλάκας του νόμου παρά Θεού έδωκεν εις τους Εβραίους, ούτω και ο μακάριος Αντώνιος, λαβών τας εντολάς του αγίου σχήματος παρά του αγίου Γέροντος εκ του αγιωνύμου όρους του Άθωνος, παρέδωκεν αυτάς εις τους εν Ρωσία Μοναχούς τας οποίας φυλάττουσιν απαραβάτως μέχρι της σήμερον. Καθώς δε το σώμα του προφήτου Μωϋσέως ετάφη εις το όρος μη γνωσθέν παρά των Εβραίων, δια Αγγέλου ενταφιασθέν, ούτω και ο τάφος του Οσίου Αντωνίου μένει άγνωστος εις τους πολλούς μέχρι του νυν. Καθώς δε ο μέγας εκείνος παλαιός Αντώνιος, ο καθηγητής της ερήμου, ετάφη κρυφίως παρά των μαθητών αυτού, παραγγείλας εις αυτούς, ίνα μη φανερώσωσι τον τάφον αυτού και μένει μέχρι του νυν άγνωστος, ούτω και ο νέος καθηγητής και πολιστής της ερήμου και ποδηγέτης των εν Ρωσία μοναστών, εν αγνώστω τόπω του σπηλαίου ετάφη και μένει ο τάφος του άγνωστος εις τους πολλούς μέχρι της σήμερον ημέρας, ο δε θαυμαστός εν βουλαίς Θεός ημών κρύπτει το ιερόν αυτού λείψανον, ίνα μένη άθικτον, ανέπαφον και αμέριστον μέχρι της παλιγγενεσίας, ίνα λάβη πάλιν αυτό και δια νεφέλης αρπαγείς απαντήση τον μετά δόξης ερχόμενον κριτήν ζώντων και νεκρών. Πολλοί πολλάκις εδοκίμασαν ίνα σκάψωσι το σπήλαιον και εύρωσι και λάβωσι μέρος προς αγιασμόν αυτών, αλλ’ εξήλθε πυρ και κατεδίωξεν αυτούς, καθώς και εις το του μεγαλομάρτυρος Δημητρίου του Μυροβλύτου του εν Θεσσαλονίκη· παιδευθέντες δε σωματικώς, κατεκαύθησαν τα μέλη του σώματος των τολμησάντων να ανοίξωσι τον τάφον αυτού, έως ου μετανοήσαντες θερμώς δια την τόλμην αυτών, έλαβον την ίασιν παρά του Αγίου και την συγχώρησιν. Αν όμως και το ιερόν αυτού λείψανον μένη κεκρυμμένον από πάντας και μη ορώμενον εις το φανερόν, αλλ’ η χάρις αυτού και αντίληψις διανέμεται εις πάντας τους πιστούς τους αιτουμένους την βοήθειαν αυτού. Οξέως δε προφθάνει και τελεί παντοδαπάς τας ιάσεις εις τους ευλαβώς ερχομένους εν τω σπηλαίω αυτού, και την εικόνα αυτού κατασπαζομένους. Όχι δε μόνον εις τον εν Ρωσία Ναόν και σπήλαιον αυτού τελεί τας ιάσεις, αλλά πολλώ μάλλον και εν τω πρώτω αυτού οικήματι το εις το όρος της Σαμαρείας του Άθω το της ιεράς Μονής Εσφιγμένου, ένθα τους πρώτους αυτού αγώνας ετέλεσε και ως από σχολής της ουρανίου διδασκαλίας τελειωθείς, διδάσκαλος απεστάλη εις τους εν Ρωσία μονάζοντας, όπου και ο ιερός αυτού Ναός ανηγέρθη εις τιμήν και μνήμην αυτού. Ως φως χρηματίσας απελαύνει το σκότος των της πονηρίας πνευμάτων, το δε σκότος των υπ’ εκείνων ενεργουμένων μακράν εκδιώκει και πάθη ποικίλα ψυχών και σωμάτων αφθόνως θεραπεύει. Καθώς και ο Όσιος Ιωάννης ο Ρώσος υπ’ αυτού ιατρεύθη περί του οποίου ακούσατε. Ούτος ο Όσιος Ιωάννης (ούτος είναι ο Όσιος Ιωάννης ο Ρώσος ο Έγκλειστος του εν Κιέβω σπηλαίου), φθόνω του πονηρού εδοκιμάσθη από πόλεμον πορνείας, εις τρεις ολοκλήρους χρόνους πολεμούμενος, πολλούς δε αγώνας και άσκησιν μετελθών δεν ηδυνήθη να απαλλαγή, έως ου ελθών εις τον τάφον του μάκαρος Αντωνίου έμεινε δεόμενος ημέρας και νυκτός· ήκουσε δε φωνήν θαυμασίως παρά του ζώντος Οσίου εν Κιέβω λέγουσαν εις αυτόν ταύτα· «Ιωάννη, Ιωάννη, πρέπει εις σε να κλεισθής εις σπήλαιον απρόσιτος εν ησυχία μακράν συνομιλίας και όψεως των ανθρώπων, και ούτω θέλει σε βοηθήσει ο Κύριος». Όθεν λάκκον ορύξας εν τω σπηλαίω ο Ιωάννης, ετάφη χωσθείς έως οσφύος αυτού και ούτω δια πρεσβειών του Οσίου Αντωνίου απηλλάγη του πολέμου, λαβών το χάρισμα της απαθείας και ηξιώθη να βλέπη τα πνεύματα της ακαθαρσίας ερχόμενα προς αυτόν δια να τον προσβάλλουν, αλλά δεν ηδύναντο να προσεγγίσωσιν αυτόν, περιπεφραγμένον όντα τη του Οσίου επικουρία. Εκ τούτου λοιπόν και εξ άλλων πολλών γίνεται φανερόν ότι ο Όσιος Αντώνιος και μετά θάνατον παρίσταται αοράτως εις τα τέκνα αυτού, επισκεπτόμενος και φυλάσσων αυτά καθάπερ και ζων παραδόξως από Κιέβου ευρέθη εις Κωνσταντινούπολιν μετά του Οσίου Θεοδοσίου και έδωκε το χρυσίον εις τους οικοδόμους εις ανέγερσιν του ιερού Ναού και αύθις πάλιν μετά δεκαετίαν εφάνη και απέστειλε τους ζωγράφους δια να ζωγραφίσωσι τον νεόδμητον Ναόν, ως ενταύθα ακολούθως θέλομεν υπομνήσει περί της εικονογραφήσεως του ιερού Ναού και περί του θαύματος του γενομένου εις τους ζωγράφους. Μετά την οσίαν κοίμησιν του πανοσίου πατρός ημών Αντωνίου, οικοδομουμένου του ιερού Ναού δι’ επιστασίας του Οσίου πατρός ημών Θεοδοσίου, ως προείπομεν, κοιμηθέντος και αυτού μετά δύο ετών παρέλευσιν, έλαβε την προστασίαν της μονής ο Όσιος Στέφανος, και ούτως ετελείωσε το έργον της οικοδομής του θείου Ναού. Τότε δε εκοιμήθη και αυτός εν Κυρίω, είτα δ’ έγινεν Ηγούμενος ο Όσιος Νίκων, εις του οποίου τας ημέρας έγινε θαύμα ανήκουστον παρόμοιον της αποστολής των οικοδόμων του θείου Ναού δια την εικονογράφησιν όλου του Ναού· συνέβη δε κατά τον ακόλουθον τρόπον. Εφάνησαν εις Κωνσταντινούπολιν ο Όσιος πατήρ ημών Αντώνιος και ο Όσιος Θεοδόσιος ως ζώντες· προσεκάλεσαν δε ζωγράφους επιτηδείους δια να εικονογραφήσουν τον Ναόν, έφεραν δε αυτούς εις τον Ναόν των Βλαχερνών και έδειξαν εις αυτούς την εικονογράφησιν του θαυμασίου εκείνου Ναού, είπον δε εις αυτούς, ότι κατ’ αυτήν την εικονογράφησιν παρομοίως θέλετε εικονογραφήσει τον εν Ρωσία Ναόν της μονής Σπηλαίου εις Κίεβον. Συμφωνήσαντες δε την τιμήν του μισθού και των εξόδων αυτών, επλήρωσαν αυτούς (καθώς και πρότερον τους οικοδόμους). Λαβόντες δ’ εκείνοι τα χρήματα, ανέβησαν εις πλοίον. Πλέοντος δε του πλοίου εθεώρησαν εις το ύψος του ουρανού και είδον τον θαυμάσιον εκείνον Ναόν και ηπόρησαν. Βλέποντες δε αυτόν ούτω μέγιστον και υψηλόν με τρούλλον, υπελόγισαν ότι τα χρήματα άτινα έλαβον δεν ήσαν αρκετά δια την αγιογράφησιν αυτού· όθεν μεταμεληθέντες εβούλοντο να επιστρέψουν εις Βυζάντιον εις τους οίκους αυτών. Κατά την νύκτα όμως εκείνην, διότι ήτο εσπέρα τότε, ότε είδον την οπτασίαν του Ναού, ηγέρθη άνεμος ισχυρός, και μη γνωρίζοντες που έπλεον, συναρπασθέντος του πλοίου, άνευ κυβερνήσεως πηδαλίου, ώσπερ να εσύρετο δεδεμένον υπό τινων, εφέρετο. Οι δε ναύται μετά των επιβατών ηγωνίζοντο να επαναφέρωσιν αυτό εις τα όπισθεν, αλλά δεν ηδύναντο, διότι δι’ αοράτου δυνάμεως εφέρετο. Κατά την επομένην νύκτα είδον πάλιν τον Ναόν και μίαν εικόνα της Θεοτόκου, εις την οποίαν ήτο η Θεοτόκος ως βασίλισσα καθώς εφάνη εν τω Ναώ των Βλαχερνών προς τους οικοδόμους, ομοία με την εικόνα την οποίαν έδωκεν εις αυτούς ίνα φέρωσιν εν τη μονή του Σπηλαίου, όταν τους εκάλεσε και τους απέστειλε δια να οικοδομήσωσι τον Ναόν. Ταύτην λοιπόν την εικόνα είδον εις το ύψος μετά του οφθέντος Ναού, έλεγε δε η Θεοτόκος προς αυτούς· «ω άνθρωποι, τι μάτην κοπιάζετε φερόμενοι εναντίον του θελήματος του Υιού μου και θέλετε να επιστρέψετε εις τα όπισθεν; Εγώ δια του ανέμου θέλω σας φέρει ομού με το πλοίον εις τον τόπον όπου ευρίσκεται ο Ναός μου αυτός δια να τον ιστορήσετε (εικονογραφήσετε). Μάθετε δε ότι δεν θα δυνηθήτε πλέον να επιστρέψετε από εκεί, αλλά θα γίνετε Μοναχοί εις εκείνην την Μονήν, εις αυτήν δε την Μονήν θα διαμείνετε έως τέλους της ζωής σας. Έχετε όμως θάρρος, διότι εγώ θέλω είμαι βοηθός σας εις πάσας τας ανάγκας σας και μεσίτης προς τον Υιόν μου υπέρ της σωτηρίας των ψυχών σας, αλλά και την αιώνιον βασιλείαν θέλετε κληρονομήσει, ένεκα των Οσίων θεραπόντων ημών Αντωνίου και Θεοδοσίου των κτιτόρων του αγίου εκείνου οίκου μου». Ταύτα ακούσαντες, και ότι δεν θα δυνηθούν να επιστρέψουν πάλιν εις τους οίκους αυτών, μάλλον απεφάσισαν να επιστρέψουν εις τα οπίσω και πολλά καμόντες δεν ηδυνήθησαν, το δε πλοίον μάλλον εις τα έμπροσθεν ωθούμενον προέβαινεν. Αποκαμόντων λοιπόν άφησαν το πλοίον να πλέη όπου η ορμή του ανέμου έφερεν αυτό κατά την θείαν βούλησιν· όθεν διαπλέον ευρέθη δια του ποταμίου ρεύματος κάτωθεν της Μονής, και εξελθόντες του πλοίου ανέβησαν εις την Μονήν προς τον Ηγούμενον Νίκωνα και είπον εις αυτόν ως δήθεν δυσαρεστούμενοι· «Ημείς μεν, ω Ηγούμενε, επληρώθημεν εις Κωνσταντινούπολιν παρά των υμετέρων μοναχών, ίνα εικονογραφήσωμεν τον Ναόν της Μονής σας, αλλ’ ημείς εκεί μη ιδόντες το μέγεθος και το ύψος ελάβομεν ολίγην ποσότητα χρημάτων μη επαρκούσαν εις την εκδούλευσιν και δαπάνην ημών· ας έλθουν λοιπόν οι δύο εκείνοι γέροντες οι συμφωνήσαντες μεθ’ ημών, όπως κατά το μέγεθος και το ύψος του Ναού γίνη και η συμφωνία, ει δε μη, ας λάβουν τα χρήματα τα οποία έδωκαν εις ημάς και ημείς επιστρέφομεν εις τον τόπον ημών». Ο δε Όσιος Νίκων ουδεμίαν είδησιν περί τούτων έχων, θαυμάσας είπεν εις αυτούς· «Μετά ποίων γερόντων, ω τέκνα, την συμφωνίαν εποιήσατε;» Εξιστορούντων δε αυτών τους χαρακτήρας των δύο Μοναχών, ηννόησεν ο Όσιος Νίκων ότι περί των Οσίων έλεγον και ότι πρόκειται δια θαυμάσιον τι γεγονός, το οποίον έκαμον οι Όσιοι προς αυτούς δια την εικονογράφησιν του Ναού. Έφερε δε τας εικόνας των Οσίων Αντωνίου και Θεοδοσίου και έδειξεν αυτούς· οι δε ιδόντες τας μορφάς των εικόνων απαραλλάκτους προς τας των συμφωνησάντων μετ’ αυτών, είπον· «Ούτοι είναι τω όντι», εζήτουν δε να ίδουν αυτούς, νομίζοντες ότι έζων έτι. Τότε είπε προς αυτούς ο Νίκων· «Τεκνία, ούτοι δεν υπάρχουσιν ήδη προς ημάς, αλλά προ χρόνων εκοιμήθησαν εν Κυρίω· προνοούσι δε δια την Μονήν αυτών αοράτως». Οι δε ζωγράφοι προς απόδειξιν των ισχυρισμών των παρέστησαν μάρτυρας εμπόρους τινάς συνεπιβάτας του πλοίου, οίτινες και αυτοί ευρέθησαν παρόντες εις Κωνσταντινούπολιν, ότε οι δύο Όσιοι ταύτα συνεφώνουν και συμπλεύσαντες ήλθον και εζήτουν να ίδουν τους δύο γέροντας· ο δε Όσιος Νίκων, δεικνύων εις αυτούς τας μορφάς των εικόνων των Οσίων, επληροφόρει αυτούς, ότι προ χρόνων εκοιμήθησαν. Τότε οι ζωγράφοι εγνώρισαν ότι θαυμάσιον γεγονός ετελέσθη εις αυτούς και είπον· «Όντως δούλοι Θεού αληθείς ήσαν και μετά θάνατον ζώσι και δύνανται να βοηθήσωσιν ημάς». Όθεν μετανοήσαντες έβαλον μετάνοιαν ζητούντες συγχώρησιν, ήρχισαν δε διηγούμενοι απ’ αρχής τα όσα συνέβησαν εις αυτούς. Τότε και οι οικοδόμοι, οίτινες ανήγειραν εκ βάθρων τον Ναόν, διηγήθησαν εις τους ζωγράφους τα όσα και εις εκείνους συνέβησαν, και ότι τα όμοια και αυτοί εδοκίμασαν, πάντες δε εδόξασαν τον Θεόν και την Θεοτόκον εμεγάλυνον και τους Οσίους ετίμων ως θαυμαστούς και σημειοφόρους. Οι δε έμποροι εκείνοι, οι συνελθόντες μετά των ζωγράφων, είχον κατά θείαν πρόνοιαν μεθ’ εαυτών εν τω πλοίω βαβάς διαφόρους, τας οποίας ηγόρασαν από την Κωνσταντινούπολιν εις εμπορίαν αυτών, επιτηδείας εις εικονογράφησιν Ναού· οίτινες κατανυχθέντες, αφιέρωσαν εις την Μονήν όλας εκείνας τας βαφάς, ούτω δε ήρχισαν να ζωγραφίζουν μετά πολλής προθυμίας. Ότε δε ετελείωσεν η εικονογράφησις του μεγάλου τρούλλου ήρχισαν να ζωγραφίζουν την Πλατυτέραν των ουρανών, έσωθεν της κόγχης του αγίου Βήματος. Ως δε ετελείωσεν, εξήστραψε παραδόξως το πρόσωπον της Θεοτόκου και έλαμψεν ως ήλιος. Εφάνη δε μία περιστερά εξελθούσα εκ του στόματος της εικόνος, ήτις πετάξασα εκάθισεν επί του εις την κορυφήν του τέμπλου Σταυρού, από εκεί περιήλθεν όλα τα πρόσωπα των ζωγραφισθέντων εις τας καμάρας Αγίων, πάλιν δε εισήρχετο θαυμασίως εις το στόμα της νεοζωγραφισθείσης Θεοτόκου, εξήρχετο δε πάλιν και περιήρχετο τας αγίας μορφάς του Ναού. Όθεν πληροφορηθέντες οι αγιογράφοι, ότι η χάρις της Θεομήτορος κατεσκήνωσεν εις τον Ναόν, έβαλον περισσοτέραν επιμέλειαν εις την λοιπήν εικονογράφησιν, ετελειώθη δε ο Ναός με λαμπράς εικονογραφίας, ως άλλη σκηνή του μαρτυρίου, περικαλλέστερος δε και του σολομωντείου Ναού εφάνη. Μετά την τελείωσιν της εικονογραφήσεως βαλόντες μετάνοιαν και οι ζωγράφοι εκουρεύθησαν Μοναχοί και έμειναν έως εσχάτης αυτών αναπνοής εις την Μονήν, καθώς και οι οικοδόμοι, οίτινες εκοιμήθησαν εν αυτή τη Μονή και ετάφησαν εις το σπήλαιον Πετζέρσκβοϊ, μένουσι δε τα άγια αυτών λείψανα σώα, αδιάφθορα θαυμασίως, μετ’ άλλων οσίως πολιτευσαμένων και ενταφιασθέντων εις εκείνην την Μονήν. Εις δε των οικοδόμων είχεν αναγκαίαν τινά υπόθεσιν εις τον τόπον αυτού, λαβών δε άδειαν ίνα απέλθη και τελειώσας αυτήν, επιστρέψας εύρε τους συντρόφους και συναδέλφους αυτού κεκοιμημένους, ελυπείτο δε διότι δεν επρόφθασε να συνακολουθήση τους συνεργάτας αυτού, όθεν ήλθεν εις το κοιμητήριον ένθα έκειντο τα λείψανα των Οσίων. Εκεί ευρών τόπον εν μέσω αυτών, έπεσε και αυτός και εκοιμήθη εν Κυρίω, αναμένοντες ομού την κοινήν εξανάστασιν, ίνα συναπολαύσωσι τον μισθόν του έργου αυτών εκ χειρός του δικαίου μισθαποδότου Θεού· αλλ’ επί το προκείμενον επανέλθωμεν.
Περί των εγκαινίων του ιερού Ναού.
Μετά την τελείωσιν της εικονογραφίας, ητοίμασαν τον εγκαινιασμόν του Ναού· πλην μάρμαρον αρμόδιον δι’ αγίαν Τράπεζαν δεν εύρον, ισόμετρον του εύρους της κόγχης του βήματος· όθεν εσκέπτοντο να κατασκευάσουν ξυλίνην τράπεζαν και να εγκαινιάσωσι τον Ναόν· ο Αρχιερεύς όμως δεν συγκατένευσεν εις αυτό, αλλ’ έκρινεν ίνα μένη ανεγκαινίαστος ο Ναός έως ου ευρεθή λίθος αρμόδιος. Λυπηθέντες λοιπόν οι Πατέρες και ο Ηγούμενος κατελήφθησαν υπό αθυμίας. Ότε δε επλησίασεν η εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, εις την οποίαν ήθελον να τιμήσουν τον Ναόν, τη δεκάτη Τρίτη Αυγούστου πρωϊ, ευρέθη παραδόξως εν μάρμαρον λευκόν έτοιμον ισόμετρον δι’ αγίαν Τράπεζαν· ωσαύτως και τέσσαρα κιόνια δια παράστυλα του κουβουκλίου ουρανίσκου, άτινα ιδόντες οι Μοναχοί εξεπλάγησαν και χαράς αφάτου πλησθέντες ητοίμασαν τα των εγκαινίων. Ο δε Αρχιερεύς ευρίσκετο τότε μακράν της Μονής· φανείς δε προς αυτόν άνθρωπός τις αγνώριστος, ανήγγειλεν εις αυτόν, ίνα ταχέως φθάση εις την Μονήν Πετσέρσκβοϊ εις εγκαινιασμόν του ιερού Ναού· τη αυτή δε ημέρα, τη δεκάτη Τρίτη Αυγούστου, ευρέθη εις την Μονήν αυτός τε και έτεροι τρεις Μητροπολίται από άλλας πόλεις, οίτινες έλεγον ότι εφάνησαν προς αυτούς άνθρωπο αγνώριστοι προσκαλούντες αυτούς ίνα φθάσωσι ταχέως εις τα εγκαίνια του Ναού, διότι ήσαν έτοιμα πάντα. Εις δε Αρχιερεύς ήτο ασθενής τότε και κλινήρης, και συν τη φωνή του καλούντος ευρέθη όλος υγιής και ήλθεν εις την Μονήν και ούτως ετελέσθησαν μεγαλοπρεπώς τα εγκαίνια του ιερού Ναού, κατά την παραμονήν της εορτής της ενδόξου Κοιμήσεως της Θεοτόκου, δεκάτην τετάρτην του Αυγούστου μηνός. Θαύμα δε ηκολούθει τω θαύματι· διότι τελουμένης της ακολουθίας των εγκαινίων, λιτανευόντων των Αρχιερέων και του κλήρου και των λοιπών πάντων, ότε έψαλλον έξωθεν του Ναού το, «άρατε πύλας οι άρχοντες υμών και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης», κεκλεισμένων ουσών των θυρών και ουδενός ευρισκομένου έσωθεν του Ναού ηκούσθη μέλος εναρμόνιον έσωθεν, ως από πλήθους αντιψαλλόντων γλυκυφώνως, και ανταποκρινομένων το «Κύριος κραταιός και δυνατός, αυτός εστιν ο Βασιλεύς της δόξης». Και πάλιν εκ τρίτου ηκούσθη το αυτό μέλος. Τελεσθέντων λοιπόν των εγκαινίων την δεκάτην τετάρτην του Αυγούστου, έγινε κατά την δεκάτην πέμπτην η πανήγυρις της Κοιμήσεως λαμπρώς, κατά την οποίαν πλείστα όσα θαύματα ετελέσθησαν, τυφλοί εφωτίσθησαν, χωλοί και παράλυτοι ηνωρθώθησαν και άλλοι πάσχοντες από διαφόρους ασθενείας εθεραπεύθησαν δια πρεσβειών της Υπεραγίας Θεοτόκου όχι μόνον τότε αλλά και εις τους μετέπειτα χρόνους. Αλλά και ο Όσιος πατήρ ημών Αντώνιος μετά την οσίαν αυτού κοίμησιν πολλά θαυμάσια επετέλεσεν εις δόξαν Θεού.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”