Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΗ΄ (18η) Νοεμβρίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΠΛΑΤΩΝΟΣ.

Δημοσίευση από silver »

Πλάτων ο μέγας και θαυμάσιος Μάρτυς ήτο από την Άγκυραν της Γαλατείας εν έτει 296, υιός γονέων ευγενών Ορθοδόξων, αδελφός δε του Αγίου Αντιόχου (ίσως του εορταζομένου κατά την εικοστήν τετάρτην του Δεκεμβρίου). Ούτος γεννηθείς και ανατραφείς με πάσαν σπουδήν και μάθησιν, εφαίνετο εις όλους συνετός και σοφώτατος. Μη υποφέρων δε να βλέπη την ασέβειαν αυξανομένην και την του Χριστού πίστιν σμικρυνομένην από τας τιμωρίας των δυσσεβών τυράννων, ηγωνίζετο ακαταπαύστως και ενεδυνάμωνε τους Χριστιανούς εις την ευσέβειαν. Όσοι δε ήσαν από αυτούς πτωχοί, τους εβοήθει εις τα προς την χρείαν πλουσιοπάροχα· επειδή δε ωμολόγει παρρησία τον Χριστόν έμπροσθεν εις όλους, εφέρθη εις τον ηγεμόνα Αγριππίνον τον βικάριον, ήτοι επίτροπον, όστις πανούργος ων και δόλιος εις το να πλανήση ψυχάς, γινώσκων την πολλήν ελευθερίαν και σταθερότητα του Αγίου, δεν ηθέλησεν ευθύς με απειλάς να τον φοβίση, αλλ’ εδοκίμαζε με ημερότητα και απαλούς λόγους να ψυχραίνη κατ’ ολίγον την θερμότητα της πίστεώς του. Και είπε· «Λέγε μοι, ω άνθρωπε, πως όλος ο κόσμος ησυχάζει και φυλάττει την πατροπαράδοτον πίστιν και συ μόνος ατιμάζεις τους θεούς και καταδέχεσαι να προσκυνής Θεόν εσταυρωμένον; Αλλ’ ειπέ μοι την πατρίδα σου, το αξίωμα και το όνομά σου». Ακούσας ταύτα ο γενναίος Πλάτων είπεν εις τον ηγεμόνα· «Πατρίς μου και πίστις και όνομα είναι να ονομάζωμαι και να είμαι Χριστιανός. Αλλ’ εάν ζητής και το όνομα, όπερ έλαβον από τους γονείς μου, ονομάζομαι Πλάτων και είμαι από ταύτην την πόλιν, υπάρχω δε δούλος Χριστού, δια τον οποίον πρόθυμος είμαι να υπομείνω, αν τύχη, και δεσμά και μάστιγας και πολυώδυνον θάνατον». Ο δε βικάριος, θαρρών ακόμη να τον καταπείση, είπεν· «Εγώ βλέπω την μεγάλην σου σύνεσιν και θαρρώ να με ακούσης, διότι σου λέγω τα ωφέλιμα και μη προτιμήσης ατιμίαν αντί τιμής και αντί τρυφής και δόξης αισχύνην, να ίδης την καλήν σου νεότητα χαλεπώς βασανιζομένην. Διότι ηξεύρεις τι επρόσταξεν ο βασιλεύς να παθαίνουν όσοι τιμούν τον Εσταυρωμένον;» «Γινώσκω», είπεν ο του Χριστού δούλος. «Αλλ’ ο Χριστός μου είναι ασυγκρίτως δυνατώτερος και από τους βασιλείς σας και από τους θεούς σας τους δαίμονας, δια δε το καλόν μου ο αληθής Θεός θέλει φροντίσει. Γνώριζε δε και τούτο, ότι ούτε εις τα βασιλικά προστάγματα πείθομαι, ούτε την συμβουλήν σου ακούω· δια τούτο ετοιμάζου εναντίον μας και οργίζου όσον δύνασαι». Βλέπων ο Αγριππίνος το αμετάθετον της γνώμης του, ήρχισε τας βασάνους και ευθύς προσέταξε και τον εκρέμασαν εις τέσσαρα μέρη· είτα απλώσαντες αυτόν, τον έδερον δυνατά με βούνευρα δεκαέξ άνδρες, εναλλασσόμενοι από δύο δύο· ο δε Μάρτυς και ούτως ανηλεώς και απανθρώπως μαστιγούμενος υπέφερε με πραότητα και ηρεμίαν τα δεινά, θεία δε δύναμις τον ενεδυνάμωνεν άνωθεν και ευθύς ιάτρευε πάσαν πληγήν· ο δε Μάρτυς εφαίνετο εις όλους λαμπρός και χαρίεις, ώστε και αυτός ο τύραννος κατεπλάγη και εντραπείς τον εφυλάκισε δια να μη βλέπουν αυτόν και άλλοι και πιστεύσουν. Ηκολούθουν δε τον Μάρτυρα εις την φυλακήν και όσοι εδιδάχθησαν από αυτόν την πίστιν του Χριστού, επιθυμούντες προτιμότερον να φυλακισθούν ομού με τον Άγιον, παρά να χωρισθούν απ’ αυτού, διότι εστερεώθη η καρδία των εις την πίστιν του Χριστού περισσότερον από το θαύμα το οποίον είδον εις τον Μάρτυρα. Αφού ο Άγιος έφθασεν εις την πύλην της φυλακής, είπεν· «Άνδρες αδελφοί και σύντροφοι, αν θέλετε την Βασιλείαν του Κυρίου, ο μεν παρών καιρός, καθώς βλέπετε, είναι πλήρης δυστυχίας και θλίψεων, όστις όμως συλλογίζεται τα αιώνια και ανεκλάλητα αγαθά, δεν νομίζει τίποτε τα παρόντα πρόσκαιρα. Εάν δε βασανιζόμενος τις δια την πρόσκαιρον πατρίδα του λαμβάνει μεγάλην τιμήν, πόσην θέλει λάβει εκείνος όστις κακοπαθεί δια τον Θεόν;» Ταύτα ειπών και παραδίδων αυτούς εις τον Θεόν, τους είπε να απέλθωσιν. Εισελθών δε εκείνος εις την φυλακήν, προσηυχήθη εις τον Θεόν λέγων· «Κύριε ο Θεός, ο Κτίστης και Σωτήρ ημών, ο δια βάθος της φιλανθρωπίας ενδυθείς την φύσιν ημών και γινώσκων την προαίρεσίν μας, δος δύναμιν εις την ασθένειαν της σαρκός, διότι χωρίς σου, καθώς είπας, ουδέν δυνάμεθα να κατορθώσωμεν». Ταύτα ειπών ο μακάριος Πλάτων έλαβε παρά Χριστού εις την ψυχήν δύναμιν ακατάβλητον και εθερμάνθη έτι περισσότερον εις το μαρτύριον, ελυπείτο δε διότι δεν εβασανίζετο γρήγορα. Ύστερον από επτά ημέρας τον εκάλεσε πάλιν ο κριτής και του είπε να του δώση γυναίκα την ανεψιάν του, ωραιοτάτην ούσαν, εάν και μόνον θυσιάση, νομίζων ο μάταιος ότι θα προτιμήση ο Άγιος πράγματα μικρά και πρόσκαιρα. Αλλ’ επειδή ο μακάριος Πλάτων εβαρύνθη και εγέλασεν, ήρχιζε να τον φοβερίζη· βλέπων δε αυτόν άφοβον εις πάντα, εθυμώθη μεγάλως. Όθεν προσέταξε και τον έβαλαν επάνω εις κλίνην σιδηράν και ήναψαν πυράν πολλήν, άνωθεν δε τον έδερον με λεπτά ραβδία, δια να θανατωθή με πολύν πόνον το συντομώτερον· ταύτην την βάσανον και να την βλέπουν μόνον εφοβούντο οι παρόντες. Ο δε του Χριστού Μάρτυς εφαίνετο όχι ως φλεγόμενος, αλλ’ ως εις περιβόλια και ωραία άνθη αναπαυόμενος· εις δε από τους παρεστώτας, Σωφρόνιος ονόματι, κομενταρήσιος την αξίαν, είπε· «Θύσον άθλιε»· ο δε Μάρτυς του είπεν· «Εγώ θα θυσιάσω θυσίαν αινέσεως εις τον ιδικόν μου Χριστόν, όστις δύναται να με ελευθερώση από τας χείρας σας και από την πονηρίαν σας». Τότε ο κομενταρήσιος ήρχισε να βλασφημή κατά του Σωτήρος. Ο δε Άγιος είπε μεγαλοφώνως· «Διατί δεν αισχύνεσθε, ταλαίπωροι, να πιστεύετε θεούς, οίτινες είναι χειρότεροι και από τα άλογα ζώα, επειδή ούτε κινούνται, ούτε αισθάνονται διόλου και δεν ημπορούν να σας ωφελήσουν;» Ο δε ηγεμών και πάλιν εθάρρει να τον καταπείση, και του είπε· «Θυσίασον, άθλιε, με τον λόγον μόνον και ειπέ ότι μέγας θεός είναι ο Απόλλων και δια φιλανθρωπίαν να σε ελευθερώσω από τας βασάνους και να σε κάμω φίλον μου ακριβόν». Ο δε Μάρτυς, βλέπων αυτόν αγρίως, του είπε· «Μη γένοιτο εγώ, από τον φόβον των κολάσεών σου, να αρνηθώ τον δημιουργόν και Δεσπότην μου, λυπούμενος δε εδώ το σώμα μου, να φλογίζωμαι εκεί αιώνια· διότι δι’ εμέ ζωή είναι ο δια Χριστόν θάνατος. Δια τούτο και συ άφες το σκότος της ειδωλομανίας και δράμε εις το φως της αληθείας». Προς ταύτα ο Αγριππίνος, ως υιός του σκότους, μεγάλως ελυπήθη, διότι του είπε να αρνηθή τους θεούς του, και εσυλλογίζετο να εφεύρη βαρυτέρας τιμωρίας. Και τότε μεν προσέταξε να τον σηκώσουν από την κλίνην. Ήτο δε ο Άγιος ως εξ ύπνου εγερθείς όλος φαιδρός, λαμπρός και αβλαβής, εξήρχετο δε απ’ αυτού και τις ευωδία θαυμαστή και απόρρητος, πολλών απίστων ψυχάς παρακινούσα εις ευσέβειαν, οι οποίοι με μίαν γλώσσαν εβόησαν· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών, όστις ηλευθέρωσε τον δούλον του αβλαβή από ταύτην την ανυπόφορον φλόγα του πυρός». Ο δε τύραννος, επιθυμών να καταπείση τον Άγιον παρά μυρίους άλλους, του έλεγεν· «Αν δεν θέλης να θυσιάσης, βλασφήμησον μόνον τον Εσταυρωμένον, και ευθύς να ελευθερωθής». Ο δε σοφώτατος Μάρτυς είπεν· «Ω καρδία διεστραμμένη, τον Δεσπότην μου και Βασιλέα να βλασφημήσω, ο οποίος μου εχάρισε πνοήν και ζωήν και με ηλευθέρωσεν από την αμαρτίαν με το άγιον Βάπτισμα; Φεύγε απ’ εμού, εργάτα της ανομίας». Ο δε κριτής θυμωθείς περισσότερον δια ταύτα είπεν· «Εγώ ήμερα και φιλικά σου ωμίλησα, αλλ’ επειδή είσαι υβριστής και αυθάδης, εγώ θα σε σωφρονίσω με τα έργα». Και παρευθύς του εξέσχισε το ένδυμά του, και προσέταξε και έβαλον κάυωθεν των μασχαλών του σφαίρας σιδηράς πεπυρακτωμένας, αίτινες τόσον δυνατά έκαιον, ώστε ευθύς ήρχισε να εξέρχεται καπνός από το στόμα του και από την ρίνα του, διότι εκαίοντο τα τίμια μέλη του· ο δε Μάρτυς και ούτω βασανιζόμενος δεν εδειλίασεν. Ασεβής δε τις ιστάμενος πλησίον του είπε· «Θύσον, Πλάτων, μήπως και δεν ημπορέσης να υποφέρης έως τέλους τας τιμωρίας». Ο δε Μάρτυς ύβρισεν αυτόν και πλέον δεν τους ήκουσεν, αλλ’ έβλεπε μόνον προς τα άνω και απ’ εκεί ανέμενε παρηγορίαν λέγων· «Ίδε, Κύριε, και μη μακρύνης απ’ εμού, διότι θλίψις εγγύς, ότι πυρ και σίδηρος την ψυχήν μου διεμερίσαντο, αλλά συ είσαι Θεός μόνος ποιών θαυμάσια και σου εστι το κράτος εις τους αιώνας· αμήν». Ευθύς λοιπόν ο Θεός, όστις επακούει τους φοβουμένους αυτόν, έσεισε δυνατά τον τόπον εκείνον και όλοι εφοβήθησαν. Ο δε Αγριππίνος, ακόμη αναίσθητος ων, και πάλιν προσέταξε και του εξέδαρον όσας σάρκας έμειναν εις τα οστά του· ο δε γενναίος και αδαμάντινος Μάρτυς έψαλλεν εις επήκοον πάντων· «Υπομένων υπέμεινα τον Κύριον, και προσέσχε μοι και εισήκουσε της δεήσεώς μου… και έστησεν επί πέτραν τους πόδας μου, και κατηύθυνε τα διαβήματά μου» (Ψαλμ. λθ:1-3). Λαβών δε ο Μάρτυς τεμάχιον σαρκός, εξ εκείνων τας οποίας του έκοπταν, την έρριψεν εις το πρόσωπον του ηγεμόνος, λέγων εις αυτόν· «Δέξαι, αιμοβόρε σκύλε, και φάγε, επειδή ορέγεσαι ανθρωπίνας σάρκας». Προς ταύτα πολλά κατησχύνθη ο ηγεμών και μη γινάσκων τι να ποιήση, τον συνεβούλευσεν ο φίλος του διάβολος να τον τιμωρήση και πάλιν· όθεν προσέταξε να τον κρεμάσουν εις το ξύλον και να του ξεσχίσουν με σιδηρούς όνυχας όσας σάρκας του απέμειναν και ο κήρυξ εβόα· «Θύσον, ω Πλάτων, και ελευθερώσου από τας βασάνους». Ο Μάρτυς όμως ίστατο πάντοτε στερεός εις την ομολογίαν του χωρίς φόβον και δειλίαν. Ο δε Αγριππίνος περισσότερον θυμωθείς προσέταξε και του εξέσχισαν και το δέρμα του προσώπου του, τόσον ώστε εφάνησαν τα νεύρα, αι φλέβες και τα οστά· όμως το σχήμα του προσώπου δεν εχάθη. Αφ’ ου λοιπόν εχόρτασεν ο απάνθρωπος ηγεμών την ανήμερον ψυχήν του, κατεβίβασε τον Άγιον από το ξύλον και του είπεν ήμερα (ω της αναισχυντίας του ύστερον από τόσα βάσανα!) «Μη θελήσης, ω καλέ Πλάτων, να προτιμήσης θάνατον πικρόν αντί της γλυκυτάτης ταύτης ζωής και να βάλης όλους σου τους συγγενείς και ημάς εις θλίψιν απαρηγόρητον, διότι πολλά λυπούμεθα την νεότητά σου». Αλλ’ επειδή ο Μάρτυς ο αυτός ήτο πάντοτε, πάλιν εκρέμασε τον Αθλητήν και εξέσχιζον τους μηρούς, τα γόνατα και τα λοιπά μέλη έως εις τους αστραγάλους· α΄΄’ επειδή και πάλιν ανίκητος ήτο, τον εκολάκευεν ο ηγεμών λέγων· «Έως πότε δεν πείθεσαι να θυσιάσης; Σε αγαπώμεν, διότι είσαι ομώνυμος του σοφού Πλάτωνος, και θαρρούμεν να του γίνης όμοιος και κατά την αρετήν και σοφίαν». Ο δε Μάρτυς, αμετάθετος ων, πάλιν εφυλακίσθη, προσέταξε δε ο τύραννος να του δίδουν τόσον ολίγον άρτον και ύδωρ, ώστε να μη αποθάνη, μη γινώσκων ο μάταιος, ότι «ουκ επ’ άρτω μόνω» ζώσιν οι κατά Θεόν ζώντες, «αλλ’ επί παντί ρήματι» κατά το ιερόν λόγιον «εκπορευομένω δια στόματος Θεού» (Ματθ. δ: 4 και Δευτ. η:3). Αφού δε παρήλθον δεκαοκτώ ημέραι, έφερεν έμπροσθέν του τον Μάρτυρα ο Αγριππίνος και τον ηρώτα εάν πιστεύη την πίστιν του βασιλέως (ω της μωρίας!). Ακόμη δεν είχε μάθει την γνώμην του Αγίου. Ο δε Μάρτυς έλεγεν· «Η ιδική μου ζωή είναι ο Χριστός, και ο δι’ Αυτόν θάνατος μέγιστον κέρδος». Μόλις λοιπόν τότε ο κριτής απεφάσισε να τον αποκεφαλίσουν· και φέροντες αυτόν οι δήμιοι εις τον διωρισμένον τόπον, είπε μεθ’ ηδονής και αρρήτου αγαλλιάσεως· «Κύριε, εις τας χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου», και ευθύς έκοψαν την τιμίαν του κεφαλήν, εις τας ιη΄ (18) του Νοεμβρίου, εν έτει 296. Τινές δε εξ εκείνων, οι οποίοι δια μέσου του επίστευσαν, λαβόντες το τίμιον αυτού σώμα, και τους πρέποντας ύμνους και ψαλμούς άσαντες, το ενεταφίασαν εις επίσημον τόπον. Εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΘ΄ (19η) Νοεμβρίου μνήμη του Αγίου Προφήτου ΑΒΔΙΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Αβδιού ο Προφήτης κατήγετο από την Συχέμ, εκ του αγρού Βαθαχαράμ, ήτο δε προ της Χριστού γεννήσεως έτει ω΄ (800). Το όνομά του ερμηνεύεται εις την Ελληνικήν γλώσσαν δούλος Κυρίου ή εξομολογούμενος. Ούτος υπηρέτει πρότερον εις τον βασιλέα της Σαμαρείας Αχαάβ και έπειτα εις τον βασιλέα Οχοζίαν, ότε απέστειλεν Οχαζίας προς τον ένδοξον και μέγαν Προφήτην Ηλίαν τους δύο πεντηκοντάρχους, όπως είπωσιν εις αυτόν να καταβή από το όρος και να υπάγη εις τον βασιλέα, οίτινες δια προσευχής του Προφήτου κατεκάησαν ομού με τους εκατόν ανθρώπους των, πεσόντος πυρός ουρανόθεν και κατακαύσαντος αυτούς· τρίτον δε πεντηκόνταρχον απέστειλε τούτον τον Προφήτην Αβδιού ο ίδιος Οχαζίας, ίνα προσκαλέση τον Ηλίαν και να τον φέρη εις τον βασιλέα. Τούτον τον Αβδιού, λυπηθείς ο Ηλίας, δεν κατέκαυσεν, επειδή προσήλθεν εις αυτόν μετά ταπεινώσεως και πεσών εις τους πόδας του παρεκάλεσεν αυτόν να μη τον κατακαύση, αλλά να καταβή και να υπάγη εις τον βασιλέα· ο και εποίησεν ο του Θεού Προφήτης, καθώς τούτο αναφέρεται εις το πρώτον κεφάλαιον της τετάρτης των Βασιλειών. Έκτοτε δε παραιτήσας τον βασιλέα και την δούλευσιν αυτού, ηκολούθει τον Ηλίαν και υπηρέτει αυτόν· και γενόμενος μαθητής του, προεφήτευσε πολλά. Ύστερον δε αποθανών, ετάφη εις τον τάφον των Πατέρων του.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Κ΄ (20η) Νοεμβρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ του Δεκαπολίτου.

Δημοσίευση από silver »


Γρηγόριος ο Όσιος Πατήρ ημών ο Δεκαπολίτης εγεννήθη κατά το δεύτερον ήμισυ του ογδόου αιώνος εις την Ειρηνούπολιν της εν Ισαυρία Δεκαπόλεως, εκ της οποίας έλαβε και την προσωνυμίαν Δεκαπολίτης· ο πατήρ αυτού ωνομάζετο Σέργιος, όστις ήτο αιχμάλωτος εις τα πάθη της σαρκός και δια την σωτηρίαν αυτού ουδόλως εφρόντιζεν, η δε μήτηρ αυτού, ονόματι Μαρία, ήτο ευσεβής, φιλόθεος και φιλότεκνος· όθεν έβαλε τον Γρηγόριον εις τα γράμματα και όταν επαιδεύθη ικανόν καιρόν και έμαθεν όσα του εφάνησαν χρειαζόμενα, εσύχναζεν εις την Εκκλησίαν με πολλήν ευλάβειαν και όσα λόγια ψυχωφελή και σωτήρια ήκουε τα εκαρπώνετο, ως γνωστικός και φρόνιμος· και υψώσας τον νουν και την διάνοιαν εις τα ουράνια, εμίσησε τελείως τα επίγεια και δεν έτρωγε ποσώς ηδονικά και εύμορφα βρώματα, αλλά ποταπά και άχρηστα και ταύτα όταν οι γονείς τον εβίαζον. Έπειτα έτρεχε πάλιν εις τον θείον Ναόν και ήκουε τα δαβιτικά μελωδήματα, με τα οποία ήναπτεν η ψυχή του προς τον ένθεον έρωτα· και πηγαίνων πολλάκις εις τόπον ήσυχον προσηύχετο μόνος εις μόνον τον Θεόν, δεόμενος να τον αξιώση να γίνη δούλος του γνήσιος· ήτο δε καλός τας χείρας και επιτήδειος και έκαμνεν εργόχειρα διάφορα, από τα οποία απελάμβανε την ζωοτροφίαν του και τα επίλοιπα έδιδεν εις τους πτωχούς· και οι μεν γονείς του τον εβίαζον να ενδύεται πλούσια και μαλακά φορέματα, αυτός όμως εφόρει πενιχρά και ήτο εύχρηστος εις τον Θεόν και παμπόθητος. Όταν έφθασεν εις ηλικίαν νόμιμον, τον υπάνδρευσαν οι γονείς του χωρίς την βουλήν του. Αυτός όμως, έχων πόθον να φυλάξη σωφροσύνην και παρθενίαν, έφυγε ο αξιάγαστος από την πόλιν κρυφίως και επήγεν εις εν Μοναστήριον, εις το οποίον ήτο Ηγούμενος εις ενάρετος Επίσκοπος, όστις έκαμε τότε νεωστί παραίτησιν δια τους εικονομάχους, οίτινες επείραζαν τον καιρόν εκείνον οι φρενοβλαβείς τους ευσεβείς· όθεν δια να μη του δόδουν ενόχλησιν αφήκε τον θρόνον του και ευρίσκετο εις τα όρη και σπήλαια. Εις τούτον τον ενάρετον ποιμένα εξομολογηθείς ο Γρηγόριος εστερεώθη εις την καλήν γνώμην, την οποίαν είχε, να γίνη Μοναχός. Όθεν τον έστειλεν εκείνος εις τινας Μοναχούς εναρέτους, οι οποίοι ήσαν εις τόπον ησυχαστικώτερον και απόκρυφον. Εις ολίγον καιρόν απέθανεν ο Σέργιος ο πατήρ του, η δε μήτηρ εξετάσασα επιμελώς εύρε με κόπον πολύν το τέκνον της· αλλά δεν ημπόδισεν αυτόν από την σωτήριον οδόν, αλλά μάλιστα τον επήνεσε· μόνον μίαν χάριν του εζήτησε· να υπάγη εις άλλο Μοναστήριον, εις το οποίον ήτο ο έτερος αδελφός του και να συναγωνίζωνται ομού, δια να έχη ο εις τον έτερον παραμυθίαν και βοήθειαν. Δια να κάμη λοιπόν το θέλημα της μητρός του ο Γρηγόριος επήγεν εις εκείνο το Μοναστήριον, του οποίου ο Καθηγούμενος ήτο αιρετικός ο άθλιος και οπόταν το ηννόησεν ο Άγιος, δεν το υπέμεινεν, ως ζηλωτής της ευσεβείας θερμότατος, αλλά τον ήλεγξε παρρησία έμπροσθεν όλης της αδελφότητος, εκείνος δε θυμωθείς έδειρε δυνατά τον Άγιον, ο οποίος έφυγε καθώς ήτο με τας πληγάς και επήγεν αιματωμένος εις έτερον Μοναστήριον, εις το οποίον ήτο συγγενής τις της μητρός του Ηγούμενος, Συμεών ονομαζόμενος, όστις ήτο και Αρχιμανδρίτης εις όλα τα Μοναστήρια της Δεκαπόλεως. Δεχθείς λοιπόν εκείνος μετά πάσης χαράς τον Γρηγόριον τον επαίδευσεν εις πάσαν αρετήν, ως πρακτικός όπου ήτο και έμπειρος. Αφού έκαμεν εις εκείνην την αγίαν Μονήν έτη δέκα τέσσαρα, έγινεν εις όλους αιδέσιμος, και τον ηυλαβούντο ως ενάρετον και άγιον άνθρωπον, επειδή όλας τας αρετάς απέκτησε, και εξόχως την θεομίμητον υπακοήν και ταπείνωσιν· τότε λοιπόν γινώσκων ο Άγιος ότι ηδύνατο να κατοικήση και μόνος, παρεκάλεσε τον Αρχιμανδρίτην να του δώση συγχώρησιν, να καθήση εις κελλίον δια να μη έχη τινά φροντίδα τελείως. Ο δε Ηγούμενος, γνωρίζων ότι ήτο καλή η γνώμη του και ο σκοπός ένθεος, τον προσέταξε και επήγεν εις τι σπήλαιον, όπερ ήτο εις κρημνόν βαθύτατον. Εισελθών λοιπόν εις αυτό ο Άγιος χαίρων έμεινεν εκεί μόνος εις μόνον τον Θεόν προσευχόμενος· αλλά πάλιν εύρε και εκεί μεγάλην ενόχλησιν, ότι εις τον τόπον αυτόν κατώκουν πλήθος δαιμόνων, οίτινες εκάκισαν ιδόντες τον Άγιον και πολλά επάσχισαν να τον διώξουν με διάφορα μηχανεύματα. Και πρώτον μεν εφώναζον λέγοντες· «Έξελθε από την κατοικίαν μας, ότι πολλά κακά μέλλεις να πάθης από ημάς». Έπειτα έγιναν όλοι σκορπίοι και έτρεχον κατεπάνω του· αυτός δε ίστατο προσευχόμενος, όταν δε πάλιν εμετάνιζεν έως την γην, τον εδάγκανον εις τας χείρας. Ο Άγιος όμως, έχων εις τον Θεόν την ελπίδα του, δεν ελάμβανεν υπ’ όψιν τας πληγάς των ως νηπίων τοξεύματα· όθεν βλέποντες ότι δεν ηδύναντο οι αδύνατοι να τον διώξουν, εδιώχθησαν αυτοί. Μετ’ ολίγας ημέρας μετασχηματισθέντες πάλιν εις στρατιώτας οι δαίμονες ήλθον εις το σπήλαιον να τον φονεύσουν με τα ξίφη των, τα τόξα και τα κοντάρια, αυτός όμως έκαμε τον σταυρόν του και τους εδίωξε. Φεύγοντες εκείνοι κατησχυμμένοι εφώναζον· «Αφού μας εδίωξεν από τον τόπον μας ούτος ο άδικος, που να υπάγωμεν οι ταλαίπωροι;» Ταύτα λέγοντες διεσκορπίσθησαν, διότι η προσευχή του Αγίου ως φλόγα πυρός τους εφλόγιζε και έφευγον έντρομοι· αλλά πάλιν μεθ’ ημέρας τινάς εδοκίμασαν άλλην μηχανήν οι παμπόνηροι και ενώ ηύχετο νύκτα τινά εις τας εννέα του Μαρτίου, επήγαν με φως εξαστράπτοντες και του είπον ότι ήσαν οι Άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες και ήλθον να του δώσουν Χάριν και δύναμιν κατά δαιμόνων· αυτός όμως τους εγνώρισε και επιτιμήσας αυτούς ηφανίσθησαν· όθεν ιδόντες ότι με άλλην μηχανήν δεν ηδύναντο να τον πολεμήσουν, του έδωσαν εις την σάρκα άγριον της πορνείας πόλεμον, και εκαίετο από τούτο το πάθος ώσπερ να τον εσούβλιζαν τινες με πεπυρακτωμένα σίδηρα· αλλά η θεία Χάρις του έδωσεν εις την ανάγκην ταύτην βοήθειαν και του εφάνη την νύκτα εις το όραμά του γυνή τις σεμνή και αιδέσιμος, ήτις ωμοίαζε με την μητέρα του και τον ηρώτησε ποίον ήτο το αίτιον της λύπης αυτού. Τότε έβαλεν ο Άγιος τον δάκτυλόν του εις τον ομφαλόν και της έδειξε το πάθος του, εκείνη δε έσχισε την κοιλίαν του και του εφάνη ότι εξήγαγε τεμάχιον εντέρου σαπημένον και του το έδειξε λέγουσα· «Ιδού ο πόνος σου έπαυσε, μη λυπήσαι λοιπόν, ότι δεν σου έρχεται πλέον σκάνδαλον». Ταύτα βλέπων εξύπνησε χαίρων, διότι εγνώρισεν ότι ο Κύριος του επήρε την πύρωσιν της σαρκός. Μετά ταύτα έχων πόθον να ίδη τον αδελφόν του, έστειλε τον υποτακτικόν του, όστις τον υπηρέτει όταν εχρειάζετο τι, να τον φέρη εις το σπήλαιον. Μένων δε μόνος είδεν έκστασιν θαυμάσιον, ότι ήλθεν εις αυτόν φως από τον ουρανόν υπέρλαμπρον με ευωδίαν ανεκδιήγητον, ήτις εγέμισε το σπήλαιον και εκράτησε πολλάς ημέρας. Καθώς δε ήλθεν ο υπηρέτης του και εκτύπησεν, ηρώτησεν αυτόν πως έστρεψε τόσον γρήγορα, επειδή του εφάνη ότι έλειψε μόνον μίαν ώραν· αυτός δε του είπεν ότι ήσαν ημέραι τέσσαρες και ήλθεν άπρακτος. Τότε ο Όσιος ηννόησε το θαυμάσιον και έκρινε δίκαιον να το φανερώση προς τον Καθηγούμενον. Όθεν του έστειλε γράμμα να υπάγη έως εκεί να του είπη λόγον σπουδαίον· ο δε Αρχιμανδρίτης επήγεν ευθύς εις το σπήλαιον, προς τον οποίον είπε ταύτα ο Άγιος με πραείαν λαλιάν και πολλήν ταπείνωσιν· «Είναι μία εβδομάς σήμερον, όπου ήλθεν από τον ουρανόν φως άρρητον, ως στύλος πύρινος, ενώ ηυχόμην μόνος δοξολογών τον Θεόν κατά το σύνηθες. Με περιεκύκλωσε δε το φως εκείνο από την κορυφήν έως τους πόδας θαυμασιώτατα με τόσην ευωδίαν, την οποίαν ακόμη αισθάνομαι και με την όρασιν αυτήν ιατρεύθην από δύο μεγάλας ασθενείας όπου είχον πρότερον, μίαν σωματικήν της αιμορροίας, και άλλην ψυχικήν, διότι είχον εις την σάρκα μέγα σκάνδαλον, και τώρα με την θείαν Χάριν εθεραπεύθην και έχω πολλήν ειρήνην εις την καρδίαν μου· δι’ αυτό λοιπόν σε εκάλεσα δια να με συμβουλεύσης ως πρακτικός, εάν ήτο από Θεού η όρασις, να μη έχω αμφιβολίαν ότι ήτο από συνεργίαν του δαίμονος δια να με πλανήση τον ανάξιον». Λέγει εις αυτόν ο Ηγούμενος· «Μη έχης εις αυτό αμφιβολίαν ή δειλίαν τελείως, ότι το φως εκείνο ήτο θεϊκόν, το οποίον με την ζωηφόρον ευωδίαν του εδίωξε την θανατηφόρον δυσωδίαν του αντικειμένου δαίμονος· λοιπόν αγωνίζου εις την άσκησιν όσον δύνασαι, γινώσκων ότι έχεις τον Θεόν εις βοήθειαν· διότι ούτω δοξάζει τους δούλους αυτού ο Κύριος με δόξαν ουράνιον και τους φανερώνει εις τον κόσμον ως αξίους της Βασιλείας του, δια να λαμβάνουν και άλλοι από τούτους παράδειγμα, να τους μιμούνται προς σωτηρίαν των». Ο δε Κύριος μη θέλων να είναι κεκρυμμένος υπό τον μόδιον ο λύχνος ούτος ο παμφαέστατος, τον προσεκάλεσεν ουρανόθεν, ως τον Πατριάρχην Αβραάμ, και του λέγει· «Γρηγόριε, εάν αγαπάς να φθάσης εις την τελειότητα, έξελθε από την γην σου και την συγγένειάν σου και ξενιτεύσου δια το συμφέρον σου». Εξελθών όθεν από το σπήλαιον επήγεν εις την Έφεσον να εύρη πλοίον δια την Κωνσταντινούπολιν, προκειμένου να υπάγη εκεί δια να ελέγξη τους αιρετικούς, οίτινες ήσαν τον καιρόν εκείνον. Ήσαν δε πολλά πλοία εκεί εις την Έφεσον, αλλ’ εφοβούντο τους πειρατάς, οίτινες ελυμαίνοντο το πέλαγος εκείνο και δεν ετολμούσαν να εξέλθουν· ο δε Άγιος τους εθάρρυνεν, υποσχόμενος να μη τους ίδωσι τελείως και ούτως εγένετο, ότι δια την δέησιν αυτού έκαμε καιρόν επιτήδειον και εταξίδευσαν πρίμα φθάσαντες ταχέως εις την Προικόννησον. Εκεί δε τον εδέχθη πτωχός τις εις τον οίκον του, αν και είχον οι βασιλείς γραμμένα φοβερά προστάγματα να μη υποδεχθή κανένας Μοναχόν, αλλ’ εκείνος τον εδέχθη δια τον Κύριον, ο οποίος ως πλουσιόδωρος του ανταπέδωκε τον μισθόν της φιλοξενίας, και εις ολίγας ημέρας επλούτησεν· όθεν θέλων να αναχωρήση ο Άγιος, έκλαιεν εκείνος φοβούμενος μήπως πτωχεύση πάλιν ως πρότερον· όθεν έφυγε κρυφίως. Θέλων δε ο Άγιος να υπάγη εις το Βυζάντιον, ημποδίσθη από τι συνάντημα. Όθεν γνωρίσας ότι δεν ήτο Θεού θέλημα να υπάγη εκεί, απήλθεν εις την Αίνον και εκεί υπήντησε νέον τινά ιππέα, όστις επέζευσεν από το άλογον θυμωθείς από τον ανθρωποκτόνον δαίμονα και έδειρε τον Άγιον ονομάζων αυτόν προδότην ο άδικος· ο δε δίκαιος υπέμεινε τας πληγάς δεόμενος εις τον Θεόν να συγχωρήση εκείνον όστις τον έδειρεν· ούτος δε κατενύχθη βλέπων εις αυτόν τοσαύτην πραότητα και τον προσεκύνησε ζητών παρ’ αυτού συγχώρησιν· ο δε Άγιος τον ενουθέτησε να μη είναι πλέον τόσον θυμώδης κατά τινος και ωφελήσας αυτόν και δίδων συγχώρησιν ανεχώρησεν απ’ εκεί με πλοίον και επήγεν εις την Χριστόπολιν· εξελθών δε από το πλοίον επήγεν εις ένα ποταμόν, εις τον οποίον ήσαν κλέπται Σλαυίνοι, και ελήστευον όσους εύρισκον, τους οποίους ιδών ο Όσιος ουδέ ποσώς εδειλίασεν, αλλά και με αυτούς εκάθισεν, οι οποίοι τον ηυλαβήθησαν τόσον βλέποντες ότι δεν τους εφοβήθη, αλλά υπήγε με το θάρρος πλησίον των, οίτινες τον επέρασαν αντίπερα του ποταμού με την λέμβον των, και του έδειξαν τον δρόμον όστις επήγαινεν εις την Θεσσαλονίκην. Φθάσας εκεί ο Όσιος έκαμεν ολίγας ημέρας και αναχωρών απ’ εκεί απήλθε δια ξηράς εις την Κόρινθον, ζητών δε πλοίον δια την Σικελίαν, εύρεν έτοιμον, αλλά εφοβούντο οι ναύται, δια τους βαρβάρους, να διέλθουν το πέλαγος, ο δε Άγιος τους υπεσχέθη να μη πάθουν τι· όθεν πεισθέντες εις τον λόγον του απέπλευσαν. Φθάσαντες εις το Ρήγιον, έδιδαν τινές ευλαβείς άνθρωποι του Οσίου χρυσίου μέρος τι δι’ έξοδόν του, βλέποντες ότι δεν είχε τι· ο δε Άγιος χωρίς να είδε ποτέ του εκείνους, οίτινες του έδιδαν, εγνώρισεν από θείαν Χάριν, ότι ήτο από αδικίας το χρυσίον όπερ του εχάριζαν· όθεν δια να τους διδάξη να απέχουν από το άδικον, ήλεγξε την πράξιν και τον αδικητήν εφανέρωσεν εξ ονόματος λέγων· «Μη γένοιτο, ο Θεός να μη το δώση να φάγω κανέν νόμισμα από την μερίδα του Μερκουρά, διότι πολλά πτωχά και ορφανά εκρέμασε και επήρε το πράγμα των άδικα». Ούτος δε ο Μερκουράς, όταν έζη, ήτο πράκτωρ και γραμματικός της αυθεντίας, όστις αδικών τους πτωχούς έκαμεν αυθεντικόν το πράγμα των. Αναχωρήσας από το Ρήγιον ο Άγιος εξήλθεν εις την στερεάν, δια της οποίας διήρχετο η οδός προς την Ρώμην, εκεί δε πάλιν έκαμεν άλλο θαυμάσιον, διότι έπεσεν αδελφός τις από το πλοίον εις την θάλασσαν και έμελλε να πνιγή, αυτός δε μόνον με την προσευχήν του τον έφερεν εις την γην και εσώθη· φθάνων δε εις την Ρώμην, έκαμεν εις τι κελλίον μήνας τρεις ησυχάζων, χωρίς να τον γνωρίση τις, τον εφανέρωσεν όμως εις δαιμονιζόμενος, τον οποίον ο Άγιος εθεράπευσε διώξας τον δαίμονα. Μετά ταύτα βλέπων ότι οι άνθρωποι τον ετιμούσαν ως Άγιον, έφυγεν απ’ εκεί, και φθάνων εις την Σικελίαν εκλείσθη εις πύργον και ησύχαζεν· οι δε δαίμονες έβαλαν πυρ ημέραν τινά, και έκαυσαν την ψάθην εις την οποίαν έκειτο και ευρών δέρμα τι ανεπαύετο εις αυτό· αυτοί δε πάλιν έγιναν μυίαι μεγάλαι πλήθος αμέτρητον και τον επείραζαν, όταν εκοιμάτο ή ηύχετο, τους οποίους με την προσευχήν του εδίωξε και έγιναν άφαντοι. Ήτο δε εκεί εις τον πύργον γυνή τις πόρνη και όσους άνδρας έβλεπε, προσεπάθει να τους σύρη εις τον βόρβορον της πορνείας με μυρία μηχανήματα και μάλιστα τους ναύτας, οίτινες ήρχοντο από ξένον τόπον και δεν ήξευραν τας πανουργίας της. Της εβοήθει δε ο τόπος προς τούτο, ότι ο πύργος ήτο εις τον λιμένα, εις τον οποίον προσωρμίζοντο τα σκάφη· ο δε Άγιος ελάμβανε τους ταξιδεύοντας και τους ενουθέτει να φυλάττωνται από την πονηράν εκείνην γυναίκα, έπειτα εδίδασκε και αυτήν, ενθυμίζων τας πικράς τιμωρίας της αιωνίου κολάσεως· και τόσον ηγωνίσθη ο πάνσοφος, ώστε κατέπεισε με τους λόγους του την γυναίκα και έγινε Μοναχή, έγινε δε το πονηρόν εκείνο εργαστήριον Μοναστήριον. Φθονήσας εις τούτο το αγαθόν ο μισόκαλος διάβολος εκίνησε κατά του Αγίου φοβερώτατον δράκοντα, όστις εφώλευεν εις τον πύργον εκείνον και όστις έδραμεν ανοίγων το στόμα με ορμήν φοβεράν, να καταφάγη τον Άγιον· ο δε ουδόλως εδειλίασεν ούτε παρεμέρισεν, αλλά ίστατο χωρίς φόβον και του λέγει· «Αν σου έδωσεν ο Κύριος δύναμιν να με φάγης, μη ίστασαι· ει δε πάλιν και θέλεις να συγκατοικούμεν ομού, ειρήνευε· αν όμως δεν δύνασαι να βλέπης εκείνους, οίτινες φοβούνται τον Κύριον, ύπαγε εις την φωλεάν σου, να λυτρωθής από εμέ». Τότε ο δράκων (ω του θαύματος!), ώσπερ να επρόκειτο να τον δείρη ο Άγιος, έφυγεν άπρακτος, διότι τους αξίους δούλους του Θεού ευλαβείται και η άλογος φύσις. Μετά ταύτα ήλθε και γυνή δαιμονιζομένη, εκεί εις τον πύργον, και με την προσευχήν του εδίωξε το δαιμόνιον και άλλα πολλά θαυμάσια ετέλεσεν εις αυτόν τον τόπον, εξόχως δε εθεράπευσεν άνθρωπον, όστις είχε κακόν δαιμόνιον και πολύ άγριον, το οποίον εφώναζεν ονομάζον αυτόν Άγιον. Ο δε βλέπων ότι ο δαίμων τον εφανέρωσεν, εκείνον μεν εδίωξεν ιατρεύων τον άνθρωπον, αυτός δε έφυγεν απ’ εκεί, διότι τον εγνώρισαν και τον ετιμούσαν οι άνθρωποι. Περιπατών εις την οδόν επέρασεν από εν στράτευμα Σαρακηνών και φθάνων εις εν πηγάδιον, όπερ είχεν ύδωρ, εις απ’ εκείνους ηθέλησε να ποτίση τον ίππον του και ως είδε τον Άγιον εσήκωσε το κοντάρι να τον φονεύση ο άθλιος, αλλά παρευθύς εκρατήθη εις τον αέρα η χείρ του και μη δυνάμενος να την καταβιβάση ηκολούθει τον Όσιον παρακαλών αυτόν να του δώση την ίασιν· ο δε Όσιος εγγίσας εις την αυθάδη χείρα εκείνην την εθεράπευσε· και πηγαίνων παρεμπρός, τον υπήντησεν εις δαιμονιζόμενος δεινώς βασανιζόμενος, τον οποίον σπλαγχνισθείς ο Όσιος έκαμε προς τον Θεόν δέησιν και έφυγε το δαιμόνιον. Ύστερον πάλιν επήγεν εις την Θεσσαλονίκην το δεύτερον και έμεινεν εις την Μονήν του Αγίου Μηνά. Μη έχων δε κανέν είδος βρώσιμον να τρέφεται, ούτε ιμάτιον να σκεπάζεται, εφόρει μόνον ένα ιμάτιον, το οποίον είχεν ημέραν και νύκτα παραμυθίαν· όταν δε ήθελε πεινάσει, εξήρχετο από την Εκκλησίαν και όπου έβλεπε τινάς να τρώγουν εισήρχετο και αυτός εις την τράπεζάν των και έτρωγεν. Ούτω πολιτευόμενος ο Άγιος επέρασεν ικανόν καιρόν· έπειτα πάλιν εμέμφετο εαυτόν εις ταύτην την πράξιν, νομίζων ότι ήτο αταξία να τρώγη ξένον κόπον ακόπως, χωρίς να τον προσκαλέσωσιν. Όθεν έκαμεν απόφασιν να μείνη εις τον άνωθι αναφερθέντα Ναόν άσιτος, έως να στείλη ο Κύριος εξ ύψους βοήθειαν. Ο πανάγαθος όμως Θεός, όστις έτρεφε τον Ηλίαν δια του κόρακος ως και άλλους πολλούς πολυτρόπως εναρέτους δούλους του, εφώτισε και τότε γυναίκα τινά φιλόθεον και του έφερε τροφήν καθ’ ημέραν. Ησυχάζων εκεί ήλθε πτωχή τις γυνή και του λέγει, ότι είχε μικράν οικίαν ήτις εχάλασεν, όθεν τον παρεκάλει να της βοηθήση να την ξανακτίσωσιν· ο δε είπεν εις αυτήν· «Ύπαγε, άρχισον το έργον και ο Θεός ο πατήρ των ορφανών σου στέλλει βοήθειαν». Η δε γυνή έσκαψε να βάλη τα θεμέλια και από τον τόπον εκείνον ανέβλυσε πίσσα πλήθος αμέτρητον, την οποίαν επώλησε και όχι μόνον την οικίαν της έκτισεν, αλλά και την ζωοτροφίαν της εκέρδιζε και επορεύετο προς αυτάρκειαν εις όλα τα χρειαζόμενα. Εις την πόλιν ταύτην ήτο αδελφός τις, όστις υπηρέτει τους πτωχούς επιτήδεια, του οποίου έδωκε τρεις χοίρους φιλόχριστος τις να τους διαμοιράση εις τους πένητας και αυτός εκράτησεν ένα δια τον εαυτόν του και τα επίλοιπα εμοίρασε· και την άλλην ημέραν επήγεν εις τον Ναόν αυτόν και τύπτων το στήθος εδέετο του Θεού να συγχωρήση τας αμαρτίας του, ο δε Όσιος, ως προορατικός, γνωρίσας τας πράξεις αυτού, επλησίασε και του λέγει· «Ματαίως και ανωφελώς τύπτεις το στήθος, ότι εάν δεν μοιράσης εις τους πτωχούς το κρέας, όπερ εκράτησες, δεν ακούει την προσευχήν σου ο Κύριος». Ακούσας δε εκείνος ταύτα εθαύμασε και ζητήσας από τον Όσιον συγχώρησιν ανεχώρησε και διεμοίρασε και το επίλοιπον. Ακούσατε όμως και άλλα θαυμασιώτερα, δια να γνωρίσητε πόσην χάριν είχεν από τον Θεόν και εγνώριζεν ως παρόντα τα μακράν και μέλλοντα. Μοναχός τις ήτο εκεί πλησίον του Αγίου Μηνά, όστις ησύχαζεν επάνω εις στύλον ποιών και εργόχειρον· ο δε Γρηγόριος, γνωρίσας από Πνεύμα Άγιον την ταχείαν αυτού μετάστασιν, του παρήγγειλε λέγων· «Άφες το εργόχειρον και φρόντισον δια το τέλος σου ότι επλησίασε». Και κατά τον λόγον του μετ’ ολίγας ημέρας απήλθε προς Κύριον. Άλλος τις Ιερομόναχος, την κλήσιν Θεόδουλος, ήλθε προς τον Όσιον χάριν ευλογίας και συγχωρήσεως· και όταν ανεχώρησε του είπεν ο Όσιος· «Πορεύου και ειπέ του Αββά σου να ανοίξη τον τάφον του», και εις ολίγας ημέρας ο Αββάς εκείνος εκοιμήθη. Ήσαν δε δύο άλλοι αδελφοί κατά σάρκα, γνώριμοι του Οσίου, τους οποίους συνεβούλευε να γίνουν Μοναχοί και αυτοί δεν απεφάσιζον προφασιζόμενοι διαφόρους αιτίας· λέγει ο Άγιος· «Κατά τον χρόνον τούτον είναι το τέλος σας» · και ούτως εγένετο. Μοναχός τις Ασκητής προσεποιείτο ότι είχε δαιμόνιον και έκαμνεν αταξίας δια να τον υβρίζουν και να τον δέρνουν οι άλλοι αδελφοί, οίτινες ήσαν πλησίον, οι οποίοι τον επήγαν δεδεμένον εις τον Όσιον, δια να διώξη τον δαίμονα. Ο δε Άγιος γνωρίσας την αλήθειαν ήλεγξε τον επίπλαστον σκοπόν του Μοναχού λέγων· «Ψεύματα προσποιείσαι, άθλιε, ότι έχεις δαιμόνιον και δεν σε ωφελεί αυτή η προσποίησις, μόνον άλλην αρετήν κάμε, εάν αγαπάς την σωτηρίαν σου και προσεύχου μάλλον να φεύγουν οι δαίμονες από σε». Εάν όμως θελήσωμεν να διηγηθώμεν όλα τα θαυμάσια, αφίνομεν τας αρετάς και τας χάριτας, τας οποίας είχεν από τον Θεόν ο θεόσοφος· λοιπόν απ’ αυτά τα ολίγα, άτινα εγράψαμεν, ας γνωρίση έκαστος πόσην παρρησίαν είχε προς τον Κύριον· όλας τας αρετάς εσύναξε και απέδειξε τον εαυτόν του οικητήριον του Παναγίου Πνεύματος και έφθασεν εις την κορυφήν των αρετών. Με την θείαν μελέτην ελέπτυνε την οδόν της ασκήσεως, αφανίζων όλα τα εμπόδια και προσκόμματα· με την αγρυπνίαν εδίωξε μακράν την αμέλειαν και τόσον εσκόρπισε το σκότος αυτής, ώστε ούτε εις τον ύπνον του δεν ηδυνήθη να του δείξη φαντασίαν τινά ο πολέμιος καθώς έχει συνήθειαν να ενυπνιάζη ο άφρων τους σώφρονας· αυτός όμως δεν ενυπνιάσθη ουδέποτε, διότι κατά την επωνυμίαν ήτο και η εργασία του γρήγορος εις όλας τας πράξεις και νοήματα αυτού, χωρίς ποσώς να νυστάζη εις όσα φέρουν ύπνον θανάσιμον· την δε εγκράτειαν, την φονεύτριαν των παθών και των ηδονών ελατήρα, τοσούτον εφύλαξεν, ώστε επέρνα σχεδόν ως άσαρκος Άγγελος και ετρέφετο με την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος· ούτω δε εκαθάρισε την ψυχήν και το σώμα από όλα τα πάθη και έγινε της Ιερωσύνης άξιος. Χειροτονηθείς λοιπόν κατά τον Νόμον εχρημάτισεν Ιερεύς αμφιδέξιος ο Άγιος και ελειτούργει με συντετριμμένην καρδίαν και με πνεύμα ταπεινώσεως· είχε δε και την υπομονήν εις όλους τους πειρασμούς, όσοι συνέβαινον, με πολλήν πραότητα, τους προ Νόμου Πατέρας μιμούμενος, τον Ιώβ εις τα πάθη και τα βάσανα, τον Ιωσήφ εις τους πειρασμούς και τους άλλους άπαντας. Με την πολλήν του ταπείνωσιν εταπείνωσε τον υπερήφανον και απέρριψε τελείως τον τύφον της κενοδοξίας και πάσαν άλλην έπαρσιν, καθώς εμαρτύρει το ταπεινόν αυτού και ευτελέστατον ένδυμα, το απαρρησίαστον εν ταις συνομιλίαις, κατά τας οποίας ωμιλούσε με πολλήν πραότητα, εξ ου και την γην των πραέων εκληρονόμησε. Την δε αγάπην και συμπάθειαν τοσούτον απέκτησεν, ώστε δεν εσυλλογίζετο το κακόν τελείως, αλλά όλα τα επερχόμενα λυπηρά υπέμενεν ως χαρμόσυνα, φυλάττων έως τέλους την επαινετήν τοιαύτην δυάδα των αρετών αδιάπτωτον. Προ πάντων δε και εν πάσι και κατά πάντα εφύλαττεν ακριβώς την Ορθοδοξίαν δια λόγων και πράξεων έχων εις αυτήν ζήλον άπειρον και διάπυρον· και διώκων τους αιρετικούς όσον ηδύνατο, εδίδασκεν άπαντας με τους λόγους του και με γράμματα να προσκυνώσι τας αγίας Εικόνας και να τας σέβωνται κατά την της Εκκλησίας παράδοσιν, όχι λατρευτικώς, καθώς φλυαρούσιν οι άφρονες, αλλά σχετικώς εις τα πρωτότυπα την προσκύνησιν απονέμοντες· όθεν και πολλούς Χριστιανούς και πόλεις ολοκλήρους ελύτρωσεν από την πλάνην αυτήν και εις την Ορθόδοξον Πίστιν καθωδήγησε και τους κατέπεισε να χύσουν δια ταύτην την αιτίαν το αίμα των, αν παραστή ανάγκη, καθώς και αυτός ωμολόγει εις όλους, ότι ήτο έτοιμος δια τας αγίας Εικόνας να λάβη θάνατον και με την ομολογίαν ταύτην έγινε Μάρτυς εις την προαίρεσιν και χωρίς πληγάς και μώλωπας έλαβε τον αμάραντον στέφανον. Μεταξύ δε όλων των αρετών είχε και την αγίαν προσευχήν ακατάπαυστον, έχων τον νουν προς τον Θεόν προσηλωμένον πάντοτε, καθαρώς εις τον μόνον καθαρόν προσομιλών και ευφραινόμενος, τον οποίον ομού με τους Αγίους Αγγέλους υμνολογών και δοξάζων απελάμβανε από τούτον τον κόσμον τον αρραβώνα εκείνης της ανεκλαλήτου ηδονής της θείας μακαριότητος. Ούτω λοιπόν οσίως πολιτευόμενος και τα ουράνια επί της γης φανταζόμενος, ήλθεν ο καιρός να υπάγη προς το ποθούμενον· και ασθενήσας βαρέως από νόσον λιθιάσεως, έκειτο εις την κλίνην ακίνητος· όθεν εδέετο του Θεού θερμότατα, να του ελαφρύνη την ασθένειαν και να του δώση υδρώπικα να πρησθή και να σαπήση το σώμα του· ο δε ποιών το θέλημα των φοβουμένων αυτόν Θεός επήκουσε την δέησίν του και επήρε το πάθος του εκείνο, του έδωκε δε το έτερον όπερ εζήτησε· και τόσον επρήσθη το σώμα του, ώστε εφαίνετο ως ασκός γεμάτος άνεμον και μόνον από την φωνήν εγνωρίζετο· ούτω δε οδυνώμενος ανεχώρησεν από την Θεσσαλονίκην και μετέβη με κόπον πολύν εις Κωνσταντινούπολιν· βασανιζόμενος δε επί εν έτος από την δεινήν εκείνην ασθένειαν, προεγνώρισε την μετάστασιν αυτού και λέγει προς τους αδελφούς, οίτινες ήσαν εις την συνοδείαν του· «Υπάγετε εις το ξενοδοχείον, ότι μετά δώδεκα ημέρας είναι το τέλος μου». Ετοιμάσαντες λοιπόν την κλίνην, τον εσήκωσαν και τον επήγαν εκεί όπου τους προσέταξε. Κατά δε την δωδεκάτην ημέραν, κατά την οποίαν είχεν ο Νοέμβριος είκοσιν, απήλθεν η μακαρία ψυχή τού ουρανίου τούτου Πατρός εις τους ουρανούς ένθα απολαμβάνει πλουσίους τους καρπούς των αγώνων του. Όταν δε επήγαιναν να ενταφιάσουν το τίμιον και σεβάσμιον λείψανον αυτού, επλησίασεν εις αυτό ασθενής τις μετά πίστεως, όστις είχε δεινήν ασθένειαν και δεν ηδύνατο να σταθή όρθιος τελείως, αλλά έκυπτε χαμαί προς την γην το πρόσωπον· και μόλις ήγγισεν εις τον κράββατον, του εφάνη ότι έβαλε τις την χείρα του εις τα τούτου οπίσθια και στραφείς ηρώτα τον αδελφόν, όστις ήτο πλησίον του, αν εκείνος του ήγγισεν· ο δε είπεν όχι· όθεν εγνώρισεν ότι ήτο η δύναμις του Θεού η επισκιάζουσα τον Άγιον, ήτις και του έδωκεν ευθύς την ίασιν και έμεινεν όρθιος μη έχων ποσώς ασθενείας λείψανον. Έτερος δε ασθενής εβασανίζετο δεινώς από πνεύμα ακάθαρτον και εγγίζων εις τον τάφον του Αγίου, έφυγεν ευθύς το δαιμόνιον όπερ τον έθλιβεν. Άλλος τις αδελφός επειράζετο πολύ από το πάθος της πορνείας και τόσον πόλεμον και σκάνδαλον είχεν εις την σάρκα, ώστε εκινδύνευε να πέση εις απόγνωσιν· απελθών δε ούτος εις τον τάφον του Αγίου, εξωμολογήθη μετά δακρύων ζητών βοήθειαν· και παρευθύς (ω του θαύματος!) έπαυσεν ο πόλεμος και έμεινεν ο αδελφός του λοιπού άλυπος και απείραστος, δοξάζων τον Κύριον και ευχαριστών τον Άγιον. Φθάνουσιν αυτά τα ολίγα, τα οποία με συντομίαν εγράψαμεν, να φανερώσουν την αρετήν και παρρησίαν του Αγίου προς Κύριον, ότι εάν είχα δέκα γλώσσας και στόματα δεν θα με έφθαναν να τον ευφημίσω κατά το πρέπον προς αυτάρκειαν. Συ δε, ω μακάριε των Οσίων Πατέρων συμμέτοχε και των Αγίων Αγγέλων συνόμιλε, πρέσβευε πάντοτε υπέρ ημών των ικετών και δούλων σου, ως έχων παρρησίαν προς Κύριον και δίωκε πάντα πειρασμόν αφ’ ημών και πάσαν δυσχέρειαν· αποδίωξον με την ράβδον της προσευχής σου από την Εκκλησίαν του Θεού πάσαν αίρεσιν, ότι όσα θέλεις δύνασαι, επειδή ευρίσκεσαι εις το φως του Κυρίου εις τας ακηράτους μονάς αυλιζόμενος, φυλάξας την λαμπάδα της ασκητικής ευποιϊας ακοιμητον και απολαμβάνεις εκείνα τα άρρητα αγαθά της αιωνίου τρυφής και μακαριότητος, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω η δόξα και το κράτος, συν τω ανάρχω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΑ΄ (21η) Νοεμβρίου, η εν τω Ναώ Είσοδος της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρί

Δημοσίευση από silver »


Η Είσοδος της Κυρίας Θεοτόκου εις τον νομικόν ναόν επροξένησεν εις τους Ορθοδόξους Χριστιανούς εορτήν θαυμαστήν και παγκόσμιον, επειδή εγένετο αύτη με παράδοξον τρόπον και ήτο προοίμιον του μεγίστου και φρικτού Μυστηρίου της ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου, το οποίον δια της Θεοτόκου έμελλε να γίνη εις τον κόσμον. Έλαβε δε την αφορμήν η εορτή των Εισοδίων από την εξής υπόθεσιν: Η παναοίδιμος Άννα, επειδή όλην σχεδόν την ζωήν της διήλθε στείρα, χωρίς να γεννήση παιδίον, παρεκάλει τον Δεσπότην της φύσεως μετά του συζύγου της Ιωακείμ να χαρίση εις αυτούς τέκνον, και αν επιτύχωσι του ποθουμένου, ευθύς να αφιερώσωσιν αυτό εις τον Θεόν. Όθεν εγέννησεν η Άννα παραδόξως την πρόξενον γενομένην της σωτηρίας του γένους των ανθρώπων, την καταλλαγήν και φιλίωσιν του Θεού μετά των ανθρώπων, την αιτίαν της αναπλάσεως του πεσόντος Αδάμ και της τούτου εγέρσεως και θεώσεως· Αυτήν, λέγω, την Πανυπέραγνον και Δέσποινα Θεοτόκον Μαρίαν. Όταν λοιπόν η θεόπαις Μαριάμ έγινε τριών ετών, έλαβον Αυτήν οι γονείς της και την προσέφεραν κατά την σημερινήν ημέραν εις τον ναόν, και πληρούντες τας υποσχέσεις των, αφιέρωσαν την θυγατέρα αυτών εις τον χαρισάμενονταύτην Θεόν. Παραδίδουσι δε Αυτήν εις τους Ιερείς και μάλιστα εις τον τότε αρχιερέα Ζαχαρίαν, ο οποίος ταύτην παραλαβών εισήγαγεν εις το ενδότατον του ναού, όπου μόνος ο αρχιερεύς άπαξ του έτους εισήρχετο και τούτο εποίησε κατά βούλησιν Θεού, Όστις έμελλε μετ’ ολίγον να γεννηθή εξ Αυτής, προς ανάπλασιν και σωτηρίαν του κόσμου. Εκεί λοιπόν η Παρθένος διέμεινε δώδεκα έτη, τρεφομένη μεν ξενοπρεπώς από τον Αρχάγγελον Φαβριήλ με τροφήν ουράνιον, αξιουμένη δε της του Θεού εμφανείας, έως ότου επλησίασεν ο καιρός του θείου Ευαγγελισμού και των ουρανίων και υπερφυσικών εκείνων μηνυμάτων, τα οποία εμήνυον, ότι ο Θεός ηυδόκησε να σαρκωθή εξ Αυτής φιλανθρώπως, ίνα αναπλάση τον φθαρέντα υπό της αμαρτίας κόσμον. Τότε δε η Θεοτόκος εξελθούσα από τα Άγια των Αγίων, παρεδόθη εις τον μνήστορα Ιωσήφ, ίνα εκείνος υπάρχη φύλαξ και μάρτυς της παρθενίας Αυτής και ίνα υπηρετήση τόσον εις τον άσπορον Τόκον Της, όσον και εις την φυγήν Της εις Αίγυπτον και εις την απ’ εκείνης επάνοδον εις την γην Ισραήλ.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΒ΄ (22α) Νοεμβρίου, μνήμη του Αγίου Αποστόλου ΦΙΛΗΜΟΝΟΣ και των συν αυτώ ΑΡΧΙΠΠΟΥ, ΟΝΗΣΙΜΟΥ και ΑΠ

Δημοσίευση από silver »


Φιλήμων ο Άγιος Απόστολος και οι συν αυτώ Άγιοι Μάρτυρες ήσαν κατά τους χρόνους του βασιλέως Νέρωνος, μαθηταί χρηματίσαντες του Αποστόλου Παύλου εν έτει νδ΄ (54), όστις αναφέρει περί αυτών εις την προς Φιλήμονα Επιστολήν λέγων· «Παύλος, δέσμιος Ιησού Χριστού, και Τιμόθεος ο αδελφός, Φιλήμονι τω αγαπητώ και συνεργώ ημών και Απφία τη αγαπητή και Αρχίππω τω συστρατιώτη ημών και τη κατ’ οίκον σου Εκκλησία». Πολλούς δε και άλλους επαίνους πλέκει εις τον μακάριον Φιλήμονα, τον οποίον εχειροτόνησε και Επίσκοπον των Γαζαίων. Χειροτονηθείς λοιπόν τούτων Επίσκοπος, απεμάκρυνεν εξ αυτών το σκότος της αγνωσίας και όλους εφώτισε με της θεογνωσίας το φως. Έπειτα επήγεν εις Κολοσσάς, αίτινες είναι πόλις της Φρυγίας πλησίον της Λαοδικείας και εκεί εκήρυξεν αρκούντως τον λόγον της αληθείας ομού με τον Άρχιππον και την Απφίαν. Επειδή δε οι Έλληνες ετέλουν εις την πόλιν εκείνην εορτήν της ψευδοθεάς αυτών Αρτέμιδος, οι δε ανωτέρω θείοι Απόστολοι έτυχε τότε να προσφέρωσιν εις την Εκκλησίαν δοξολογίαν εις τον αληθή Θεόν, τούτου ένεκα οι ειδωλολάτραι οργισθέντες ώρμησαν κατ’ αυτών και συλλαβόντες αυτούς μόνους (διότι οι άλλοι Χριστιανοί, οι μετ’ αυτών όντες, φοβηθέντες έφυγον) τους απήγαγον εις τον άρχοντα Ανδροκλήν. Πρώτος λοιπόν ο Άγιος Άρχιππος, επειδή δεν επείσθη να θυσιάση εις το είδωλον το ονομαζόμενον Μηνάς, εδάρη πάραυτα και ερρίφθη εντός λάκκου, χωσθείς μέχρις οσφύος· έπειτα εκεντήθη με βελόνας από παιδία και τελευταίον ελιθοβολήθη και έλαβε του Μαρτυρίου τον στέφανον. Ο δε Άγιος Φιλήμων και η Αγία Απφία, δαρέντες δυνατά με λυγαριάς και με διάφορα άλλα βάσανα βασανισθέντες, ετελείωσαν τον δρόμον του Μαρτυρίου. Ο δε Άγιος Ονήσιμος, διακομιστής της προς Φιλήμονα Επιστολής, ο και δούλος του Αγίου Φιλήμονος διατελών, αφού ο Απόστολος Παύλος απήλθε προς Κύριον, επέμφθη εκ της Ρώμης εις Ποτιόλους ως κατάδικος παρά του επάρχου Τερτύλλου· και εκεί πρώτον μεν δαρείς δυνατά, είτα δε συντριβείς εις τα σκέλη, αφήκε την πρόσκαιρον ταύτην ζωήν και απήλθεν εις την αιώνιον και ουράνιον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΓ΄ (23η) Νοεμβρίου, μνήμη του εν Αγίοις πατρός ημών ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΥ Επισκόπου Ικονίου.

Δημοσίευση από silver »


Αμφιλόχιος ο ιερός ανήρ και τω Θεώ καθηγιασμένος εγεννήθη από γονείς ευγενείς και επιφανείς εις την χώραν των Καππαδοκών και εμάνθανε τα γράμματα ομού με τον Μέγαν Βασίλειον και τον θείον Γρηγόριον, οίτινες ήσαν συμπατριώται του και έλαμψαν εις την φιλοσοφίαν και την αρετήν, ως και ο ίδιος ο Αμφιλόχιος γράφει σαφέστατα εις τας επιστολάς, όπου έστειλεν δια εκκλησιαστικά τινά ζητήματα προς τον Μέγαν Βασίλειον, όστις του απέστειλε τας λύσεις επί των ερωτήσεων, ας οι ευσεβείς φυλάττουν ως Κανόνα έως την σήμερον. Αφού λοιπόν ο Άγιος ούτος ηύξησε κατά την ηλικίαν, ως γνωστικός και θεοφοβούμενος εμίσησεν όλα τα εγκόσμια, προτιμήσας τον Χριστόν. Απηρνήθη ως ο μέγας Αβραάμ την πατρίδα· εγκατέλιπε συγγενείς, φίλους, πλούτον και όλα της σαρκός τα θελήματα και επήγεν εις την χώραν των Λυκαόνων, εις την οποίαν εύρε σπήλαιον ησυχαστικόν εις έρημον τόπον, κατά τον πόθον του , και έμεινεν εκεί κτίζων Εκκλησίαν επ’ ονόματι της Αειπαρθένου Θεοτόκου, και επολιτεύετο σχεδόν ως επουράνιος Άγγελος, με νηστείας, χαμευνίας, αγρυπνίας, με προσευχήν ακατάπαυστον και δάκρυα και με πάσαν άλλην σκληραγωγίαν και άσκησιν. Δεν επρόσεχεν εις τα επίγεια πράγματα, αλλ’ όλος μετάρσιος προς Θεόν και υψούμενος, βλέποντες δε αυτόν διαλάμποντα εις τοσαύτα ένθεα κατορθώματα, συνήγοντο πολλοί από τα περίχωρα και εγίνοντο μαθηταί αυτού τον κόσμον αποτασσόμενοι. Καθ’ ον δε χρόνον ευρίσκετο αγωνιζόμενος εις την άσκησιν, ετελεύτησεν ο Αρχιερεύς Ικονίου Ιωάννης ονόματι. Ο δε προνοητής των απάντων Θεός έστειλεν Άγγελον και λέγει προς τον Άγιον· «Αμφιλόχιε, ύπαγε εις την των Ικονέων Μητρόπολιν να γίνης βοσκός των λογικών μου προβάτων». Ο δε Άγιος ήκουσε μεν την θείαν φωνήν, αλλ’ ως ταπεινός δεν είχε προθυμίαν να υπάγη, νομίζων ότι δεν ήτο δια τοιαύτην υπηρεσίαν άξιος. Και την δευτέραν νύκτα ακούει την ομοίαν φωνήν του Αγγέλου. Και πάλιν είχεν αμφιβολίαν μήπως και ήτο απάτη του δαίμονος. Όθεν ήλθε και την τρίτην νύκτα και του λέγει· «Μη εναντιώνεσαι εις το θείον πρόσταγμα, Αμφιλόχιε, διότι η Χάρις του Αγίου Πνεύματος σε εψήφισεν Επίσκοπον». Λέγει προς αυτόν ο Άγιος· «Εάν είσαι Άγγελος του Θεού, μένε να ποιήσωμεν προσευχήν αμφότεροι». Ο δε εδέχθη. Εγερθείς λοιπόν ο Όσιος από την κλίνην, κλίνει την κεφαλήν εις προσευχήν ταύτα λέγων· «Άγιος, Άγιος, Άγιος, Κύριος Σαβαώθ» και τα επίλοιπα. Ο δε Άγγελος, κρατήσας από την χείρα τον Άγιον, επήγαν εις την Εκκλησίαν και ήνοιξαν αι θύραι μόναι των. Τότε έλαμψεν όλος ο Ναός από φως ουράνιον και πολλοί λευκοφόροι συνηθροίσθησαν, οι οποίοι επήραν εις το άγιον Βήμα τον Αμφιλόχιον και δίδοντες εις αυτόν Ευαγγέλιον, όπερ έφερον, είπον προς αυτόν· «Ας είναι ο Θεός μετά σου». Εις δε εξ αυτών, όστις εφαίνετο ανώτερος, είπε προς τους άλλους· «Ας ποιήσωμεν προσευχήν, δια να έλθη εις αυτόν η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος». Ευξάμενοι λοιπόν, και ειπόντες εις αυτόν· «Ειρήνοι σοι», ανεχώρησαν. Ήτο δε τότε μεσονύκτιον και έμεινεν ο Άγιος θαυμάζων τοιαύτα παράδοξα και κλίνας τα γόνατα δεν ηδύνατο να ομιλήση λόγον ουδόλως. Μόνον με τον νουν προσηύχετο, διαλογιζόμενος τίνα έκβασιν έμελλε να έχη η όρασις. Όταν δε ήλθεν η ώρα του όρθρου, επήγεν ο εκκλησιάρχης εις την κέλλαν του Οσίου να λάβη συγχώρησιν, να κτυπήση το σήμαντρον και δεν τον εύρεν. Είπε τότε εις τον Αρχιμανδρίτην , και εκείνος του είπε να σημάνη. Συναχθέντες δε οι αδελφοί έψαλλον. Ο δε Άγιος έκειτο άφωνος και μετά μίαν ώραν συνήλθεν από την έκστασιν και φωτισθείς την καρδίαν από την θείαν λάμψιν, ηγέρθη λελαμπρυσμένος εις το πρόσωπον με φως άρρητον και θαυμάσιον. Ουδείς δε από τους αδελφούς ετόλμα να τον ερωτήση τι έπαθε, μόνον έπεσον εις τους πόδας του ζητούντες ευλογίαν, κατά το σύνηθες. Ενώ δε ο Άγιος επήγαινεν εις το καλλίον του, τον υπήντησαν επτά Επίσκοποι, οίτινες είδον θείαν οπτασίαν, δια της οποίας προσετάγησαν να υπάγουν να τον χειροτονήσουν Ικονίου Επίσκοπον. Πλησιάσαντες λοιπόν εχαιρέτησαν αυτόν και τον ηρώτησαν λέγοντες· «Συ είσαι ο αφιερωμένος εις τον Θεόν Αμφιλόχιος;» Ο δε με ταπεινήν λαλιάν απεκρίνατο· «Εγώ είμαι ο αμαρτωλός και ανάξιος». Και λαμβάνοντες αυτόν, επήγαν εις την Εκκλησίαν να τελειώσουν εκείνο το οποίον τους προσέταξε το Πνεύμα το Άγιον. Όταν ενεδύθησαν τας αρχιερατικάς στολάς, ηννόησεν ο Άγιος τι ήθελον να πράξωσιν· όθεν ωμολόγησεν εις αυτούς φιλαλήθως την νυκτερινήν οπτασίαν, ότι Άγγελοι τον εχειροτόνησαν. Οι ταύτα ακούσαντες εξέστησαν δια το παράδοξον του πράγματος και εγνώρισαν ότι θέλημα Θεού ήτο βέβαια να γίνη η χειροτονία του. Τότε συναθροίσαντες όλους τους Επισκόπους και Κληρικούς της επαρχίας ανήγγειλαν την υπόθεσιν άπασιν. Όθεν όλοι με μίαν γνώμην και ψήφον κοινήν ανεβίβασαν αυτόν εις τον θρόνον ως άξιον το τογ΄ (373) έτος, κατά τους χρόνους των βασιλέων Ουαλεντινιανού και Ουάλεντος. Έφθασε δε μέχρι των χρόνων Θεοδοσίου του Μεγάλου και των υιών αυτού εν έτει 395. Παραλαβών λοιπόν την Εκκλησίαν, εποίμανε ταύτην θεάρεστα ποτίζων με ζωήρρυτα λόγια και με άρτον θεοσεβείας εκτρέφων τα λογικά πρόβατα. Κατ’ εκείνους τους χρόνους προσέταξεν ο Μέγας Θεοδόσιος να συναθροισθή εις την βασιλεύουσαν Σύνοδος, διότι η Εκκλησία εταράσσετο από την αίρεσιν του Μακεδονίου και του Ευνομίου· διότι οι μεν Ορθόδοξοι ωμολόγουν τον Υιόν ομοούσιον και ομόδοξον του Πατρός, οι δε αιρετικοί τον εφρόνουν μικρότερον και κτίσμα και υπό χρόνον. Αλλά συγκροτηθείσης τότε εν Κωνσταντινουπόλει της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου των 150 Αγίων Πατέρων εν έτει τπα΄ (381) με την θείαν Χάριν του Παναγίου Πνεύματος, ενίκησαν οι Ορθόδοξοι δια μέσου Αμφιλοχίου του θαυμασίου, και ακούσατε να ευφρανθήτε τω πνεύματι. Αφού ο ευσεβέστατος βασιλεύς Θεοδόσιος έστειλε δόγμα να έλθουν οι εμπειρότεροι Αρχιερείς, ητοιμάσθη να πολεμήση ανδρείως τους εχθρούς της αληθείας ο ιερός Αμφιλόχιος. Και επειδή ήλθε βασιλική άμαξα να τον παραλάβη, επήρεν εις την συνοδείαν του τον Αρχιδιάκονον αυτού Θεόδουλον και του έδωκεν, όταν εξήρχοντο από την χώραν των Ικονιέων, εις λινόν μανδήλιον ανημμένους άνθρακας λέγων· «Φύλαττε τούτο έως την Κωνσταντινούπολιν». Καθ’ οδόν τον εφιλοξένησε γυνή τις φιλάρετος. Ήσαν δε τότε όλαι αι Εκκλησίαι κεκλεισμέναι και σφραγισμέναι. Τούτο ακούσας ο Άγιος, επήγε να τας προσκυνήση. Και ενώ έφθανεν εις εκάστην, ήνοιγον αι θύραι μόναι των, και εισερχόμενος προσηύχετο εις τον Θεόν, να στερεώση την Ορθόδοξον Εκκλησίαν και να του δώση δύναμιν λόγου να υπερασπίση την αλήθειαν. Και ενώ ηύχετο, ήλθε προς αυτόν θείος Άγγελος και τον ενεδυνάμωσε προς τον πνευματικόν αυτόν πόλεμον. Αφού δε ο Άγιος προσεκύνησεν εις τους θείους Ναούς, επανήλθεν εις τον οίκον της άνωθεν γυναικός, ήτις τον εφιλοξένει. Ο δε δυσσεβής Ευνόμιος και οι ομόφρονές του, ως έμαθον που μένει ο Άγιος και ότι αι θύραι των Εκκλησιών ηνοίχθησαν εις αυτόν αυτομάτως, εφθόνησαν οι κατάρατοι και πηγαίνοντες εις την οικίαν, εις την οποίαν ήτο, είπεν εις αυτόν ο Ευνόμιος· «Συ είσαι ο περιώνυμος Αμφιλόχιος;» Ο δε απεκρίνατο· «Εγώ είμαι ο αμαρτωλός». Λέγει ο Ευνόμιος· «Διατί διαστρέφεις την Εκκλησίαν του Θεού;» Και ο Άγιος· «Εγώ δεν την διαστρέφω, αλλά συ και ο οίκος του πατρός σου σατανά». Λέγει πάλιν ο Ευνόμιος· «Εάν αυτά τα ευαγγελικά λόγια λέγουσιν, ότι ο Υιός είναι υστερώτερος από τον Πατέρα και μικρότερος, διατί σεις τον λέγετε σύγχρονον και ομοούσιον; Ο Θεολόγος Ιωάννης λέγει· «Εν αρχή ην ο Λόγος». Λοιπόν εάν ήτο εις την αρχήν, φανερόν είναι ότι είναι ύστερον από τον άναρχον Πατέρα, διότι πάσα αρχή γίνεται εν χρόνω, επειδή δε ο Πατήρ είναι υπέρχρονος, φανερόν είναι ότι ήτο καιρός όπου δεν ήτο ο Υιός». Ο δε Άγιος του λέγει· «Κακώς εννοείςτι σημαίνει το της αρχής όνομα· δια τούτο τον λόγον σου κακώς συνεπέρανας. Διότι, εάν ήτο Θεός ο Λόγος και προς τον Θεόν ήτο ο Λόγος και δι’ αυτού τα πάντα εγένοντο, εν από τα γενόμενα είναι και ο χρόνος. Λοιπόν, επειδή δια του Υιού, καθώς λέγει ο Απόστολος, τους αιώνας εποίησεν, άρα και ο Υιός υπέρχρονος είναι. Διότι πως είναι δυνατόν να είναι έν πράγμα, όπερ έγινε, πρωτύτερον απ’ εκείνον όστις το έκαμε; Λοιπόν άχρονος είναι και ο Υιός κατά την του Θεολόγου φωνήν αληθέστατα και του Πατρός ομοούσιος. Αλλ’ υμείς εξηγείτε τας ρήσεις της Γραφής κακά και διεστραμμένα· δι’ αυτό σμικρύνεις τον ομοούσιον, άσοφε· και καν αυτόν τον λόγον του Λόγου δεν ενθυμείσαι, όστις λέγει: «Εγώ εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν εμοί»· και εις πολλούς άλλους τόπους θέλεις ίδει, ότι ο Υιός είναι ομοούσιος του Πατρός. Αλλά σεις διαστέφετε τας ρήσεις ως θέλετε και περιπίπτετε εις πολλάς βλασφημίας, ταλαίπωροι». Αυτά και άλλα πολλά (τα οποία αφήκα δια συντομίαν και διότι είναι κίνδυνος να παραστήση τις τα περί Θεού δύσληπτα εις απλήν φράσιν) λέγων ο πάνσοφος Αμφιλόχιος, έμεινεν ο Ευνόμιος άλαλος, μη έχων τι να απαντήση κατά της αληθείας ο ανόητος. Μόνον είπεν ότι «αύριον έμπροσθεν του βασιλέως θέλω σοι αποδείξει, ότι αυτά όπου είπες είναι φλυαρήματα». Ο δε Άγιος του λέγει· «Αύριον δεν θα φθάσης να έλθης εις την διάλεξιν»· και ούτως εγένετο. Διότι φθάνων εις τον οίκον του ο Ευνόμιος, του ήλθε κακοήθης πυρετός και έκειτο αναίσθητος. Ο δε Άγιος του Θεού εδέετο όλην την νύκτα να του δώση σοφίαν και φώτισιν, να βεβαιώση το ορθόδοξον της πίστεως. Πρωϊας δε γενομένης εκάλεσε τον Αρχιδιάκονον λέγων· «Σήμερον, τέκνον, ευρισκόμεθα εις κίνδυνον ή να ζήσωμεν ή ν’ αποθάνωμεν. Πλην ει τι σοι λέγω ποίησον και ο Θεός μάς δίδει βοήθειαν». Συνήθεια ήτο πάλαι, όταν εισήρχετο προς τον βασιλέα Επίσκοπος τις, να φωνάζη ο Διάκονος το «Ορθοί πάντες». «Τούτο λοιπόν ποίησον και συ όταν εισέλθωμεν εις το παλάτιον». Ο δε Θεόδουλος του λέγει· «Φοβούμαι, Δέσποτα, μη με φονεύση ο βασιλεύς». Λέγει ο Άγιος· «Ο Κύριος είπε, να μη φοβούμεθα εκείνους οίτινες μόνον το σώμα φονεύουσιν, αλλά την ψυχήν δεν δύνανται να βλάψωσι· μόνον εις εκείνον να υπακούωμεν, όστις δύναται να κολάση σώμα και ψυχήν εις την γέενναν». Λέγει ο Θεόδουλος· «Ας γίνη του Κυρίου το θέλημα». Όταν λοιπόν έφθασεν ο Άγιος εις το παλάτιον, ενεδύθη την αρχιερατικήν στολήν, λέγων προς τον Διάκονον· «Δος μοι την παρακαταθήκην, την οποίαν σου έδωκα, όταν εβγαίναμεν από την Μητρόπολιν». Τότε ο Θεόδουλος, ανελίξας το μανδήλιον, εύρεν ακόμη αναμμένα τα κάρβουνα (ω του θαύματος!) ούτε δε ποσώς έβλαψε το πυρ το μανδήλιον. Βάλλων δε ο Άγιος ευώδες θυμίαμα εις τους άνθρακας, επήγε προς τον βασιλέα. Εκεί ειπόντος του Διακόνου το «Ορθοί πάντες», οι μεν παρόντες εταράχθησαν και από τους θρόνους ηγέρθησαν, ο δε βασιλεύς εθυμώθη, μεμφόμενος ταύτην την πράξιν ως άκαιρον. Οι δε αρχηγοί της αιρέσεως, ευρίσκοντες αιτίαν αρμόδιον, είπον ταύτα εις τον αυτοκράτορα· «Δεν το είπομεν της μεγαλειότητός σου, ότι είναι φλύαρος και ανόητος;» Πλησιάσας δε ο Άγιος είπε· «Χαίροις, Μεγαλειότατε». Ο δε υιός αυτού Αρκάδιος εκάθητο εις το δεξιόν του μέρος και δεν προσεκύνησε και αυτόν, ούτε τον εχαιρέτησεν ως έπρεπεν, αλλά του είπε καταφρονητικώς· «Χαίροις και συ παιδίον». Τούτον τον λόγον ακούσας ο βασιλεύς ωργίσθη και λέγει προς τον Άγιον· «Πως εποίησες τοσαύτην ατιμίαν και καταφρόνησιν εις τον υιόν μου, ώσπερ να ήτο ευτελής και ποταπός άνθρωπος; Δεν είναι και αυτός βασιλεύς; Δεν φέρει αλουργίδα και στέφανον και τα άλλα της βασιλείας σημεία; Τώρα θα σε αποκεφαλίσω να λάβης την πρέπουσαν παίδευσιν». Ταύτα ακούων ο Άγιος απεκρίνατο ηρέμως λέγων· «Εάν συ, Μεγαλειότατε, όστις σήμερον είσαι και αύριον διαλύεσαι ως άνθρωπος, ηγανάκτησες, διότι δεν ετίμησα τον υιόν σου, νομίζων ιδικήν σου την εκείνου ύβριν και καταφρόνησιν, πόσω μάλλον οργίζεται ο αθάνατος Βασιλεύς, όταν οι ασεβείς τον Υιόν αυτού τον μονογενή και ομοούσιον καθυβρίζουν;» Ο δε βασιλεύς του λέγει ακόμη από τον θυμόν νικώμενος· «Διατί είσαι γέρων αναίσχυντος και έχεις ως οι κύνες αναίδειαν;» Και ο Άγιος· «Καλώς απεκρίθης, Μεγαλειότατε· διότι εις τους χρόνους είμαι γέρων, ανευλαβής εις τους ατάκτους και φαίνομαι ως κύων εις τους λύκους, οι οποίοι φθείρουν την Εκκλησίαν του Θεού και σπαράττουσι τα πρόβατα και δεν θέλω παύσει να τους γαυγίζω και να τους δαγκάνω, έως να τους αφανίσω με την θείαν βοήθειαν». Ταύτην την συνετήν και ευμήχανον απόκρισιν ακούσας ο βασιλεύς επράϋνε τον θυμόν του, διότι εγγίζουσα η θεία Χάρις εις την καρδίαν του, τον εφώτισε και ηννόησε του Αγίου τους λόγους· κατανυγείς δε τη καρδία ηγέρθη του θρόνου και ενηγκαλίσθη τον Άγιον καταφιλών αυτόν γλυκύτατα και λέγων· «Φρόνιμον πράξιν και συνετήν μηχανήν εσοφίσθης, από την θείαν ψήφον κεχειροτονημένε Αμφιλόχιε, διότι, εάν εγώ ο θνητός άνθρωπος, δια την ύβριν του υιού μου εσκανδαλίσθην, πως θα υπομείνη την ελάττωσιν του μονογενούς Υιού αυτού ο ουράνιος Βασιλεύς ο Θεός των Δυνάμεων;» Ταύτα λέγων ο μέγας Θεοδόσιος μετά δακρύων, ευθύς προσέταξεν να δείρουν δυνατά τους αιρετικούς όλους με τον αρχηγόν των Ευνόμιον και να τους πομπεύσουν επί των καμήλων εις το μέσον της πόλεως. Έπειτα να είναι καθηρημένοι από τους θρόνους και εξωρισμένοι άπαντες. Τον δε Αμφιλόχιον εκράτησεν ημέρας πολλάς εις το παλάτιον ακούων ευλαβώς την γλυκυτάτην διδασκαλίαν του· πολλάκις δε του εζήτησε συγχώρησιν ο Άγιος να αναχωρήση, αλλά δεν ήθελε να τον αφήση ο ευσεβέστατος βασιλεύς· ο δε παρεκάλει αυτόν λέγων ότι «Ο βοσκός πρέπει να ευρίσκεται πλησίον εις τα πρόβατα». Τέλος, ως είδεν ο βασιλεύς τον μεγάλον πόθον, τον οποίον είχε να υπάγη εις τον θρόνον του, του είπε να ζητήση χάριν οποίαν βούλεται· ο δε απεκρίνατο· «Η χάρις την οποίαν εζήτουν από την βασιλείαν σου, μοι εδόθη Θεού συνεργούντος μοι· όθεν άλλο επίγειον χάρισμα δεν ζητώ από το κράτος σου». Ο δε βασιλεύς πάλιν τον ηνάγκασε να ζητήση χωρίς άλλο δώρημα τι. Όθεν, δια να μη τον λυπήση, του είπε να κτίση δύο Εκκλησίας εις το Ικόνιον, μίαν μεν εις το όνομα της του Θεού Σοφίας και άλλην του Βαπτιστού Ιωάννου. Τας οποίας υπεσχέθη να ανακοδομήση ο βασιλεύς και ούτως εποίησε. Δους δε εις αυτόν Σταυρόν χρυσούν, έχοντα εντός αυτού τίμιον ξύλον και αποχαιρετήσαντες αλλήλους, επέστρεψε πάλιν νήστις όλην την οδοιπορίαν έως ου επήγεν εις το κελλίον του και απέθεσεν εις το σπήλαιον του βασιλέως το δώρημα· και τελέσας αγρυπνίαν ολονύκτιον, την πρωϊαν ελειτούργησε και ούτως εισήλθεν εις το Ικόνιον. Μετά ταύτα έστειλεν ο βασιλεύς και έκτισε τρεις Ναούς, δύο τους οποίους εζήτησεν ο Άγιος και τον άλλον δια τον Αρχιδιάκονον Θεόδουλον· αφού δε οι Ναοί ετελειώθησαν, εκάλεσεν ο Αμφιλόχιος τον Μέγαν Βασίλειον να τους εγκαινιάση· καίτοι δε ήτο ασθενής, όμως δια την αγάπην του φίλου του επήγε, και καθιερώσας αυτούς, γίνεται πνευματική ευφροσύνη και Αγίου Πνεύματος επισκίασις. Μετά ταύτα παρήλθον δύο έτη και εκοιμήθη ο Μέγας Βασίλειος, επήγε δε και ενεταφίασεν αυτόν ο ιερός Αμφιλόχιος, όστις έγραψε και εγκώμιον εις αυτόν. Επιστρέψας μετά ταύτα εις την επαρχίαν του εδίδασκε πάλιν το ποίμνιόν του, ούτω δε αγωνιζόμενος και διδάσκων απήλθεν προς Κύριον και ο σοφός Αμφιλόχιος περί το έτος 395, ίνα λάβη την αμοιβήν των πολλών κόπων του· όλη δε η πόλις ελυπήθη, συμφοράν μεγάλην νομίζουσα την τούτου υστέρησιν. Έθαψαν λοιπόν εντίμως το τίμιον λείψανον, πολλά δάκρυα καταχέαντες· ο δε δοξάζων τους αυτόν αντιδοξάζοντας, εδόξασε τον αυτού θεράποντα και ετέλεσε και μετά θάνατον θαύματα, εις δόξαν Αυτού του μόνου αληθινού Θεού ημών.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΔ΄ (24η) Νοεμβρίου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ Επισκόπου Ρώμης.

Δημοσίευση από silver »


Κλήμης ο μακάριος Πατήρ ημών ήτο από την μεγαλόδοξον Ρώμην, έζησε δε κατά τους χρόνους Δομετιανού του εν έτει πα΄ (81) βασιλεύσαντος, και των διαδόχων αυτού Νέρβα και Τραϊανού, κατήγετο δε από γένος βασιλικόν, σοφώτατος υπάρχων καθώς εις τα συγγράμματα και τους λόγους του φαίνεται, επειδή έμαθεν όλην την ελληνικήν παιδείαν και έγινε θαυμαστός φιλόσοφος. Τον πατέρα του ωνόμαζον Φαύστον και Ματθιδίαν την μητέρα του. Ημέραν δε τινα ταξιδεύοντες μαζί με άλλους εναυγάγησαν. Διασωθείς δε αυτός υγιής με τρόπον θαυμάσιον, εύρε τον Απόστολον Πέτρον και εδιδάχθη υπ’ αυτού την αληθινήν του Χριστού πίστιν, γενόμενος κήρυξ του Ευαγγελίου επιμελέστατος· συνέγραψε δε και τας Διαταγάς των Αποστόλων. Ούτος εγένετο Επίσκοπος Ρώμης κατά το 91 έτος από Χριστού, τρίτος μετά την των Αποστόλων αναίρεσιν, ως καλός δε μαθητής του Πέτρου και άξιος του θρόνου διάδοχος εμιμείτο τας αρετάς του διδασκάλου του, τα ήθη, τους τρόπους και τα αγωνίσματα, διδάσκων Ιουδαίους και Έλληνας και γενόμενος «τοις πάσι… τα πάντα» (Α΄ Κορινθ. Θ:22), κατά τον θείον Παύλον, ίνα πάντας κερδήση και Χριστώ παραστήση με την ευσέβειαν· και τόσον ήτο ταπεινός και εις την διδαχήν γλυκύς και λόγιος, ώστε και αυτοί οι Έλληνες και Ιουδαίοι του είχον αγάπην πολλήν και ευλάβειαν, διότι δεν τους ήλεγχεν αποτόμως και αγρίως, αλλά με μεγάλην πραότητα και ταπείνωσιν έφερε τας αποδείξεις από τας βίβλους αυτών δια να είναι αξιοπιστότερος ο λόγος του, και δεν τους ελοιδόρει, ούτε ποσώς τους απεστρέφετο. Αλλά ως απολογούμενος έφερε μαρτυρίας από τας Γραφάς, αποδεικνύων εις αυτούς την αθλιότητα ενός εκάστου εκ των θεών των, ποίοι ήσαν και ποίας πράξεις ετέλεσαν και δια ποίαν αιτίαν οι άφρονες εκείνοι τους ενόμιζον θεούς. Εις το τέλος εκάστης διδαχής του εκήρυττε πάντοτε ο μακάριος Κλήμης την μεγάλην ευσπλαγχνίαν του αληθινού Θεού και το άπειρον αυτού έλεος, παρακινών αυτούς προς μετάνοιαν και υποσχόμενος εις αυτούς ότι η Βασιλεία των ουρανών είναι ανοικτή δια τους επιστρέφοντας, μόνον να παύσουν από τα πρότερα αμαρτήματα. Τους δε Ιουδαίους πάλιν ενεκωμίαζεν εις την αρχήν του λόγου, λέγων αυτούς εκλεκτόν λαόν του Θεού και περιούσιον, ως απογόνους του Αβραάμ, και άλλους επαίνους ομοίως· εις το τέλος δε επροτίμα την Νέαν Διαθήκην μη καταφρονών την Παλαιάν, δια να μη δώση εις αυτούς σκάνδαλον, αλλά ετελείωνε τον λόγον σοφώτατα και ούτως έκαμνεν εις όλους πολλήν ωφέλειαν, ελκύων έκαστον με την δεξιότητα των λόγων του προς ευσέβειαν. Προς τους Χριστιανούς δε πάλιν είχε πολλήν κηδεμονίαν, φροντίζων καθ’ εκάστην δια τους πένητας να μη τους λείψη τίποτε από όλα τα αναγκαία του σώματος, τους οποίους όλους άνδρας τε και γυναίκας, χήρας και ορφανά της πόλεως έγραφεν εις χάρτην και έδιδεν εις έκαστον την πρέπουσαν ελεημοσύνην, να ζώσι με αυτάρκειαν. Ταύτα δε πράττων ο ευσπλαγχνος και χριστομίμητος Κλήμης ήτο εις όλους σεβαστός και παμπόθητος. Άρχων δε τις, Σισίνιος ονόματι, φίλος μεγάλος του βασιλέως Νερούα, τον εμίσησε και τον κατήγγειλεν, ότι διέστρεφε την τούτου ομόζυγον Θεοδώραν από το σέβας των ειδώλων και δεν επεμελείτο πλέον τα τέκνα και την οικίαν της, αλλά καθ’ εκάστην επήγαινεν εις την Εκκλησίαν των Χριστιανών να ακούη τας διδασκαλίας των. Έχων λοιπόν αυτό το μίσος εις την καρδίαν του ο Σισίνιος, ωπλίζετο καθ’ εκάστην ημέραν υπό της αδίκου ζηλοτυπίας κεντούμενος και εμελέτα κατά της γυναικός επιβουλήν, όταν εύρη καιρόν επιτήδειον. Ημέραν λοιπόν τινά υποπτευθείς ότι αύτη ήτο εις την σύναξιν των Χριστιανών, επήγε και αυτός κρυφίως με τους δούλους του, να ίδη τι έκαμνεν εκεί η γυνή του. Καθώς δε εισήλθεν εις τον Ναόν, εις τον οποίον ο Άγιος προσηύχετο, παρευθύς έμεινε τυφλός και κωφός ο Σισίνιος. Όθεν είπε προς τους δούλους του· «Υπάγετέ με χειραγωγούντες εις την οικίαν μου, διότι αίφνης μου ήλθε κακόν τι και δεν βλέπω, ούτε ακούω τελείως». Οι δε δούλοι, λαβόντες αυτόν από την χείρα, εδοκίμαζον να εξέλθουν έξω της Εκκλησίας και δεν ηδύναντο, αλλά εγύριζαν εδώ και εκεί ανωφελώς. Διότι θεία Δύναμις τους ημπόδιζε, δια να σωφρονισθή ο ανόητος. Η δε Θεοδώρα, ως είδεν αυτούς, ηρώτησε την αιτίαν, και της είπον την αλήθειαν. Όθεν έκαμε προσευχήν μετά δακρύων προς Κύριον να του συγχωρήση την έξοδον· και ούτως εγένετο. Απελθόντες οι δούλοι εις την οικίαν, έβαλον εις το στρώμα τον Σισίνιον ούτω κωφόν και πάντυφλον. Έπειτα επέστρεψαν εις την Θεοδώραν και της ανήγγειλαν καταλεπτώς την υπόθεσιν, ήτις ελυπήθη ως συμπαθής και προσέπεσεν εις τους πόδας του Αγίου, μετά δακρύων δεομένη να θεραπεύση τον άνδρα της. Ο δε Κλήμης επήγεν εις τον οίκον του ασθενούς και δακρύσας επάνω αυτού προσηύξατο προς τον Θεόν λέγων· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων, ο διανοίξας τους οφθαλμούς του εκ γενετής τυφλού, διάνοιξον τους οφθαλμούς και τα ώτα και του ανδρός τούτου, επειδή μας έταξες να λαμβάνωμεν όσα από την αγαθότητά σου ζητήσωμεν». Ταύτα του Αγίου ειπόντος, ο ασθενής ευθύς ιατρεύθη από την τύφλωσιν των αισθητών οφθαλμών, αλλά η ψυχή του έμεινε πάλιν εις την προτέραν πλάνην, και νομίζων ότι ο Άγιος ήτο μάγος και του έκαμε γοητείαν τινά και ετυφλώθη το πρότερον, προσέταξε τους υπηρέτας του να τον δέσουν δια να ανταμείψη τοιουτοτρόπως την χάριν ο αχάριστος. Οι δε υπηρέται έλαβον τους ξυλίνους και λιθίνους θεούς αυτών νομίζοντες ότι αυτός είναι ο Άγιος και τους έδεσαν, διότι εμωράνθησαν υπό της θείας δίκης αυτοί και ο αυθέντης των και δεν έβλεπον τι έκαμναν· και ούτως ο μεν Σισίνιος, νομίζων ότι είδε τον Άγιον δεδεμένον, εκαυχάτο κατ’ αυτού ταύτα λέγων· «Εγώ θα απολέσω, ω Κλήμη, γρήγορα τας μαντείας σου δια να σωφρονίσω και άλλους γόητας». Ο δε Άγιος αβλαβής διαφυλαχθείς και ανέγγικτος, έλεγε ταύτα προς τον ανόητον· «Πεπώρωσαι την καρδίαν, ταλαίπωρε, και έδεσες τους θεούς τους οποίους προσεκύνεις πρότερον και αμύνεσαι κατ’ αυτών, αφρονέστατε!». Ούτω δε ειπών ηυλόγησε την Θεοδώραν και ανεχώρησε, προστάσσων αυτήν να προσεύχεται προς τον Θεόν δια τον άνδρα της ακατάπαυστα, να επιστρέψη προς την ευσέβειαν. Καθώς λοιπόν εκείνη μετά δακρύων εδέετο, της εφάνη προς εσπέραν άνθρωπός τις λευκοπώγων και αιδέσιμος, όμοιος του Αποστόλου Πέτρου, και της λέγει· «Δια σε ευεραπεύθη ο άνδρας σου, δια να αγιασθή και ο ανήρ χάριν της γυναικός, καθώς και ο αδελφός μου Παύλος προείπεν». Ούτως ειπών, έγινεν άφαντος ο φαινόμενος. Ο δε Σισίνιος, μεταμεληθείς θεία Χάριτι, εφώνησε την Θεοδώραν και της λέγει· «Πιστεύω εις τον Δεσπότην μου Ιησούν Χριστόν, τον αληθή και μόνον Θεόν, τον οποίον παρακάλεσον με δάκρυα να μου συγχωρήση τα πρότερα αγνοήματα. Δεύτερον μεσίτευσον προς τον Αρχιεπίσκοπον, να μη ενθυμηθή την αχαριστίαν, την οποίαν έδειξα εις αυτόν, αλλ’ ως εύσπλαγχνου Θεού μαθητής να μου αφήση εκ καρδίας το πταίσιμον». Ταύτα ακούσασα η γυνή από την χαράν εδάκρυσε και σπεύσασα το ανήγγειλε προς τον Άγιον. Ο δε έδραμεν ευθύς εις τον οίκον του Σισινίου, ο οποίος τον υπεδέχθη με πολλήν ταπείνωσιν, και πίπτων μετά θερμών δακρύων εις τους πόδας του Αγίου έλεγε συντετριμμένος τω πνεύματι· «Ευχαριστώ τον αληθή και μόνον Θεόν και την σην Αγιότητα, ότι με την τύφλωσιν των αισθητών οφθαλμών εφώτισε την ψυχήν μου, να γνωρίσω την αλήθειαν, και ηννόησα ακριβώς την απάτην και ματαιότητα των Ελλήνων. Όθεν ολοψύχως αποδέχομαι της ευσεβείας το κήρυγμα». Ήτο δε τότε η εορτή του Πάσχα και έγινεν εις την οικίαν εκείνην μεγάλη πανήγυρις και εβαπτίσθησαν με τον Σισίνιον όλοι οι συγγενείς τε και φίλοι και δούλοι του άνδρες και γυναίκες ψυχαί τετρακόσιαι είκοσι τρεις, από τους οποίους ήσαν τινές φίλοι και γνώριμοι του βασιλέως. Ταύτα βλέπων ο πονηρότατος Πούπλιος, όστις ήτο κόμης εκείνον τον καιρόν, εδυστρόπει διότι ηύξανεν η ευσέβεια. Έβαλε λοιπόν κατά νουν να θανατώση τον Κλήμεντα, όστις ήτο εις ταύτα αίτιος· και διαφθείρας ανθρώπους τινάς με αργύρια, τους συνεβούλευσε να κάμουν στάσιν και σύγχυσιν προς τον έπαρχον και να τον παρακινήσουν να θανατώση το συντομώτερον τον Κλήμεντα. Απελθόντες λοιπόν εσυκοφάντησαν αυτόν ως πλάνον και γόητα, ότι εβλασφήμει τους θεούς και τους βωμούς εκ βάθρων κατηδάφιζε, προσκυνών Θεόν νεώτερον, του οποίου έκτιζε πανταχού Εκκλησίας και θυσιαστήρια. Έτεροι δε, οίτινες δεν επήραν αργύρια, επαινούσαν τον Άγιον, τας υαυματουργίας αυτού διηγούμενοι και τας ευεργεσίας τας οποίας έκαμεν ολοκλήρου της πόλεως. Βλέπων λοιπόν ο έπαρχος την μεγάλην φιλονικίαν του λαού και την στασίασιν εκάλεσε κρυφίως προς εαυτόν τον Άγιον και εδοκίμασε πολύ με κολακείας να τον διαστρέψη προς την ασέβειαν. Βλέπων δε ότι ήτο γενναίος και ανίκητος, ανέφερε προς τον νέον βασιλέα Τραϊανόν, όστις διεδέχθη τον αποθανόντα Νερούαν, ότι ήτο μεγάλη στάσις εις την πόλιν δια τον Κλήμεντα. Όθεν ο βασιλεύς έγραψε κατ’ αυτού απόφασιν να τον εξορίσουν «πέραν του Πόντου εις έρημόν τινα πόλιν» ευρισκομένην πλησίον της Χερσώνος. Ο δε έπαρχος ελυπείτο τον Άγιον να υπάγη εις τοιαύτην δεινήν εξορίαν και τον συνεβούλευσε να θυσιάση εις τα είδωλα· και ο Άγιος πάλιν από το άλλο μέρος εδοκίμασε πολλά δια των γλυκυτάτων λόγων του να επιστρέψη τον έπαρχον, όστις, όταν είδε το αμετάθετον της γνώμης του Αγίου, τον απεχαιρέτησε με στεναγμούς και δάκρυα λέγων· «Ο Θεός, τον οποίον λατρεύεις, να σου είναι βοηθός εις την δεινήν αυτήν εξορίαν». Ούτως είπε και ευτρεπίσας πλοίον, του έδωσεν όλα τα χρειαζόμενα και εναγκαλισθείς αυτόν και καταφιλήσας απέλυσεν. Ηκολούθησαν δε τον Άγιον πολλοί ευλαβείς και φθάσαντες εις την εξορίαν, εύρον δύο χιλιάδας Χριστιανούς, τους οποίους είχον καταδικασμένους να κόπτωσι μάρμαρα, οίτινες εις την παρουσίαν του μακαρίου Κλήμεντος εχάρησαν και προσκυνήσαντες αυτόν ησπάζοντο τας χείρας του με ευλάβειαν, διηγούντο δε τας συμφοράς και στενοχωρίας των, την των αναγκαίων υστέρησιν και το χειρότερον από όλα, ότι δεν είχον ύδωρ εις τοιαύτην εργασίαν κοπιαστικήν και πολύμοχθον, να δροσίσουν την δίψαν των, αλλά επήγαιναν και το έφεραν από μακράν τεσσαράκοντα πέντε στάδια. Συμπονέσας λοιπόν αυτούς εδάκρυσε και πολύ τους παρηγόρησε, λέγων ότι θέλημα Θεού ήτο να εξορισθή δια να συγκοινωνήση και αυτός εις τας βασάνους και τα παθήματα αυτών. Ταύτα ειπών προσέταξεν άπαντας να κάμωσι κοινώς προσευχήν μετ’ αυτού, δεόμενοι του παντοδυνάμου Θεού να τους δώση ύδωρ ως εύσπλαγχνος. Καθώς δε ο Άγιος ηύχετο, εκύτταξεν εις τα πέριξ και βλέπει μακρόθεν αρνίον, όπερ εσήκωνε τον δεξιόν του πόδα και του εδείκνυε την γην, ήτις ήτο έμπροσθεν αυτού, το οποίον αρνίον δεν το έβλεπεν άλλος τις, ειμή μόνον ο Άγιος, όστις επήγε με τρεις ανθρώπους και τους είπε να σκάψουν εις τον τόπον, εις τον οποίον το αρνίον ίστατο· και αφού έκαμαν μικρόν λάκκον, λαμβάνει τον σκαπτήρα ο Άγιος και κρούσας ελαφρά είπε ταύτα· «Εις το όνομα του Δεσπότου μας Ιησού Χριστού, να εξέλθη ύδωρ εις τούτον τον τόπον γλυκύτατον». Ούτως ειπών (ω των θαυμασίων σου Χριστέ Βασιλεύ Παντοδύναμε!) εξήλθε τόσον ύδωρ, ώστε έγινε ποταμός μέγας, και τοιούτον ύδωρ ηδύτατον, ώστε όλοι ηυφράνθησαν πίνοντες. Από το θαυμάσιον αυτό έλαβον οι εγχώριοι Έλληνες τόσην ευλάβειαν προς αυτόν, ώστε έτρεχον καθ’ εκάστην και ήκουον την γλυκυτάτην διδασκαλίαν του, επέστρεφον δε εις την ευσέβειαν πολλοί και εβαπτίζοντο εις το όνομα της Αγίας Τριάδος, κτίζοντες Εκκλησίας, τους δε βωμούς κρημνίζοντες· εντός δε ενός έτους, όπου έκαμεν εκεί ο Άγιος, έκτισεν εβδομήκοντα πέντε Ναούς· οι δε πιστεύσαντες κατέκαυσαν όλα τα σεβάσματα όσα είχον αφιερωμένα εις τους δαίμονας και πάσαν απάτην των δαιμόνων ηφάνισαν. Ταύτα μαθών ο βασιλεύς, έστειλεν ένα ηγεμόνα, Αφειδιανόν ονόματι, ίνα δια παντός τρόπου αφανίση την ευσέβειαν, φθάσας δε εις την Χερσώνα εβασάνισε πολλούς με διάφορα κολαστήρια. Έπειτα ιδών ότι ήσαν άπαντες σύμφωνοι να μαρτυρήσουν και λίαν πρόθυμοι, έβαλεν εις τον νουν του να θανατώση μόνον τον αίτιον. Έδωκε λοιπόν εις τον μακάριον Κλήμεντα δεινά κολαστήρια και πολλά τον επείραξεν. Έπειτα ιδών ότι όσον εκείνος έπασχε περισσότερον, τόσον μάλλον εστερεούντο οι επίλοιποι, έδωκε κατ’ αυτού την τελευταίαν απόφασιν, να δέσουν εις τον λαιμόν του άγκυραν και να τον βυθίσουν εις το πέλαγος, δια να μη εύρουν οι πιστοί το τίμιον αυτού λείψανον. Τούτο δε γενομένου ίστατο το πλήθος των Χριστιανών εις το πέλαγος και εθρήνουν ελεεινώς τον διδάσκαλον. Κορνήλιος δε και Φοίβος οι μαθηταί αυτού εφώναζαν πενθούντες απαραμύθητα και προσέαξαν τους λοιπούς να κάμουν όλοι προς τον Θεόν κοινήν παράκλησιν, ίνα εξέλθη εις την γην το λείψανον του Αγίου. Ενώ λοιπόν προσηύχοντο κλαίοντες, εθαυματουργήθη και τότε τέρας εξαίσιον του εν τη Ερυθρά Θαλάσση υπό Μωϋσέως τελεσθέντος παραδοξότερον. Και σύρεται μεν οπίσω η θάλασσα στάδια είκοσι, προσελθόντες δε δια ξηράς οι Χριστιανοί (ω της αρρήτου σου, Χριστέ, και παντοδυνάμου δυνάμεως!) ευρίσκουσι λίθον μέγαν πεπελεκημένον ως Εκκλησίαν και κατεσκευασμένον από την απόρρητον του Θεού σοφίαν με τέχνην εξαίσιον. Μέσα εις τον αχειροποίητον αυτόν Ναόν έκειτο λαμπρώς το άγιον λείψανον, πλησίον δε του λίθου έκειτο η βαρυτάτη εκείνη άγκυρα. Θέλοντες δε οι προαναφερθέντες μαθηταί του Αγίου Φοίβος και Κορνήλιος να εγείρουν το άγιον αυτού λείψανον, ήκουσαν ουρανόθεν φωνήν ταύτα λέγουσαν· «Αφήτέ τον αυτού όπου ο Κύριος θαυμασίως τον ενεταφίασε, με την δύναμιν του οποίου καθ’ έκαστον έτος θέλει σύρεται οπίσω η θάλασσα εις τιμήν και μνήμην αυτού και θα ίσταται ούτως ημέρας επτά, δια να έρχωνται οι πιστοί να εορτάζωσι την πανήγυριν». Ταύτα ακούσαντες εδόξασαν τον Θεόν και ασπασάμενοι μόνον το σεβάσμιον λείψανον, υπέστρεψαν χαίροντες· όχι δε μόνον τότε έγινε τούτο το φρικτόν και θαυμάσιον τεράστιον, αλλά καθ’ έκαστον έτος κατόπιν εις την μνήμην του Ιερομάρτυρος εσύρετο ως άνωθεν είπομεν η θάλασσα, δίδουσα άδειαν εις τους πιστούς να εορτάζωσι την πανήγυριν, εις την οποίαν εγίνοντο μεγάλα θαυμάσια εις όλους τους κακώς έχοντας· όσοι δε έπιναν ύδωρ από το θαλάσιον εκείνο όπερ ήτο εις τον Ναόν αυτόν του Αγίου, εθεραπεύοντο από πάσαν ασθένειαν. Όθεν εις ολίγον καιρόν έγιναν όλοι Χριστιανοί, όσοι κατοικούσαν εις εκείνα τα μέρη, τοσαύτα και τοιαύτα θαυμάσια βλέποντες. Αλλά ακούσατε και άλλο των προειρημένων παραδοξότερον. Άνθρωπος τις θεοσεβής, έχων ευλάβειαν προς τον Άγιον, επήγε να τον προσκυνήση με την γυναίκα του, έχοντες και εν παιδίον μικρόν εις την συνοδείαν των. Ούτοι εσταμάτησαν εις τον Ναόν του Αγίου ευχόμενοι να πολυχρονίση το τέκνον των και άλλα τοιαύτα. Έπειτα, όταν έμελλε να στρέψη πάλιν η θάλασσα εις τον τόπον της, έφυγαν οι γονείς του παιδίου με τους άλλους Χριστιανούς βιαστικοί δια να μη τους σκεπάση η θάλασσα και από την σύγχυσιν την πολλήν άφησαν εκεί το παιδίον και δεν εστοχάσθησαν ότι έλειπεν, έως ου εσκέπασαν τον τάφον τα ύδατα και τότε ζητούντες αυτό αντελήφθησαν ότι έμεινεν εις τον Ναόν του Αγίου. Όθεν μεγάλως και πολύ κλαύσαντες, επέστρεψαν εις την οικίαν των· και τότε ιδόντες τα ομάτια του φιλτάτου παιδός παντέρημα, ηύξησαν μάλλον τον θρήνον και εκόπτοντο απαραμύθητα. Όταν δε ήλθε πάλιν τον άλλον χρόνον η πανήγυρις του Αγίου, επήγαν και αυτοί να ερευνήσουν, μήπως και εύρουν τα οστά του αγαπημένου τέκνου των. Υπεχώρησαν λοιπόν πάλιν τα ύδατα κατά το σύνηθες και έδραμον πρότερον από όλους εις τον θεόκτιστον Ναόν εκείνον του Ιερομάρτυρος και φθάσαντες εκεί βλέπουσι το παιδίον (μέγας ει, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων σου!) όπερ ίστατο πλησίον του Αγίου αγαλλόμενον. Ταύτα βλέποντες οι γονείς του παιδίου πρώτον μεν είχον αμφιβολίαν, μήπως και ήτο φάντασμα το φαινόμενον. Έπειτα κυττάζοντες επιμελέστερα, εγνώρισαν ότι εκείνο ήτο κατά αλήθειαν. Ενηγκαλίσθησαν λοιπόν αυτό και κατεφίλουν γλυκύτατα, από δε την πολλήν των χαράν εδάκρυζον. Έπειτα το ηρώτησαν ακριβώς τις το έτρεφε τόσον καιρόν και το εφύλαττεν εις την θάλασσαν από τους ιχθείς αβλαβές. Το δε παιδίον έδειξε δακτυλοειδώς τον Άγιον λέγον· «Ούτος με έτρεφεν επιμελώς και αβλαβή διεφύλαττε». Τότε οι γονείς, μεταβάλλοντες την προτέραν λύπην εις αγαλλίασιν, ηυχαρίστουν τον Κύριον λέγοντες· «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού», και άλλα τοιαύτα. Έπειτα, αφού ετέλεσαν την εορτήν χαρμοσύνως, επέστρεψαν εις την οικίαν των, έχοντες συνοδοιπορούντα εκείνον όπερ ενόμιζον ιχθύων και άλλων ζώων θαλασσίων βρώμα γενόμενον και ούτε καν τεμάχιον οστού είχον ελπίδα να εύρωσι. Τοιουτοτρόπως ο Βασιλεύςτων βασιλευόντων Χριστός, ο κοινός απάντων Δεσπότης, τιμά τους δούλους του, όσοι δηλονότι εκακοπάθησαν δι’ αγάπην του και τους δοξάζει εις τούτον τον κόσμον με τοιαύτα φρικτά θαυμάσια και εις τον μέλλοντα πάλιν τους κάμνει συγκληρονόμους της αιωνίου Βασιλείας Του. Ης γένοιτο επιτυχείν και ημάς τη αυτού φιλανθρωπία και Χάριτι. Μεθ’ ου τω Πατρί δόξα άμα τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΕ΄ (25η) Νοεμβρίου, μνήμη της Αγίας και ενδόξου Μεγαλομάρτυρος του Χριστού ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ.

Δημοσίευση από silver »


Αικατερίνα η ένδοξος του Χριστού Μεγαλομάρτυς ήτο από την μεγαλόπολιν Αλεξάνδρειαν, ήθλησε δε κατά τον καιρόν των ασεβών βασιλέων Μαξιμιανού, Μαξεντίου και Μαξιμίνου των βασιλευσάντων κατά τα έτη τε΄ - τιγ΄ (305 – 313). Ο Βίος αυτής και το Μαρτύριον είναι τόσον θαυμαστός, γλυκύς και ηδύτατος, ώστε πάσα ψυχή, ήτις μετά προσοχής αναγινώσκει και ακροάται αυτόν, ευφραίνρται και δροσίζεται και πολύν τον καρπόν συγκομίζει. Η ελπίς της συγκομίσεως των καρπών γεμίζει θάρρος τον γεωργόν και τον κάμνει να μη συλλογίζεται ποσώς κόπον και ιδρώτα, ούτε πάσαν άλλην χειμέριον κακοπάθειαν, αλλά να υπομένη καρτερικώς τας θλίψεις των ανέμων και των υδάτων και αυτής της χιόνος την δριμύτητα, αναμένων μετά πόθου πολλού το θέρος να απολαύση τους καρπούς του. Με την ελπίδα του προσκαίρου κέρδους οι έμποροι, δια να πολλαπλασιάσουν τα χρήματα, δεν συλλογίζονται κακοπάθειαν ουδέ βάσανον, αλλ’ υπομένουν διαφόρους κινδύνους θαλάσσης και στερεάς, και χάνουσι πολλοί την ζωήν των ματαίως και ανωφελώς. Ομοίως και ο ισχυρός στρατιώτης, με την ελπίδα της ματαίας δόξης και τιμής, την οποίαν προσδοκά να απολαύση, δεν συλλογίζεται ποσώς τον κίνδυνον της ζωής, ούτε άλλην τινά βάσανον, αλλ’ έχει θάρρος να νικήση τους εχθρούς και αντιδίκους του βασιλέως του, δια να τον τιμήση ύστερον και να τον δοξάση κατά τους άθλους και τας ανδραγαθίας αυτού. Εάν λοιπόν ούτοι υπομένουσι τόσας θλίψεις και κόπους και λυπηρά, δια να αποκτήσουν φθαρτά και ρέοντα πράγματα, άτινα σήμερον είναι και αύριον αφανίζονται, πολλάκις δε αποτυγχάνουσιν οι ταλαίπωροι και δεν απολαμβάνουσι το ποθούμενον, καθώς είδομεν εις διαφόρους καιρούς και τόπους· και ο μεν γεωργός μοχθεί λίαν και σκορπίζει το γέννημα εις την γην, θαρρών να το δεκαπλασιάση, πολλάκις δε δεν απολαμβάνει ουδέ τον σπόρον του· και πάλιν ο έμπορος δαπανά τα χρήματά του και επιβαίνει εις το πλοίον να ταξιδεύση, δια να δυνηθή να διπλασιάση τα χρήματα και πολλάκις ο κακότυχος πίπτει εις ληστάς και λυστεύεται ή κάμνει αβαρίαν και ρίπτει το πράγμα του εις την θάλασσαν, πολλάκις δε χάνει και την ζωήν του παντελώς· ο δε στρατιώτης υπάγει να πολεμήση τους εχθρούς και αυτός ο άθλιος θανατώνεται· εάν, λέγω, αυτοί παραδίδουσι το σώμα και την ψυχήν εις τόσους κινδύνους δια ρέοντα και μάταια πράγματα, πόσον μάλλον πρέπει να κοπιάσωμεν ημείς οι Χριστιανοί, οίτινες ηξεύρομεν αναμφιβόλως και είμεθα βέβαιοι, ότι έχομεν να κληρονομήσωμεν τόσα αγαθά εις την Βασιλείαν των ουρανών πανευφρόσυνα και αιώνια. Ταύτα γνωρίζοντες τον παλαιόν καιρόν οι άνθρωποι, ως καλοπροαίρετοι και ευγνώμονες εβιάζοντο κατά το δυνατόν να αξιωθώσι ταύτης της μακαριότητος· και άλλοι μεν εδίδοντο εις άκραν άσκησιν και σκληραγωγίαν του σώματος, φεύγοντες τους ανθρώπους και κατοικούντες εις όρη και σπήλαια, μόνοι προς μόνον τον Θεόν προσευχόμενοι. Έτεροι δε πάλιν, θερμότεροι εις την ευσέβειαν και ζηλωταί της αληθούς ημών πίστεως, κατεφρόνουν όχι μόνον τον πλούτον και τα υπάρχοντά των, αλλά και αυτήν την ζωήν των παραδίδοντες εις θάνατον, δια την πολλήν των αγάπην και τον άμετρον έρωτα, τον οποίον είχον προς τον ποθούμενον Χριστόν· όσον δε έβλεπον τους αιμοβόρους τυράννους εφευρίσκοντας κατ’ αυτών διάφορα κολαστήρια, τόσον αυτοί παρρησιάζοντο εθελουσίως προς θάνατον. Το δε θαυμασιώτερον ήτο ότι όχι μόνον άνδρες, τους οποίους βοηθεί και δυναμώνει η φύσις, αλλά και κοράσια τρυφερά δεκαπέντε χρόνων και δώδεκα, από τον άπειρον πόθον τον οποίον είχον και το εγκάρδιον φίλτρον προς τον Νυμφίον τον επουράνιον, ελησμόνουν του θήλεως την χαυνότητα. Δεν επτοούντο βασιλέων και τυράννων θρασύτητα, δεν εσυλλογίζοντο κολαστηρίων δριμύτητα, ούτε ελυπούντο σωματικήν ωραιότητα, αλλ’ απηρνούντο πάσαν απόλαυσιν πρόσκαιρον και σαρκικήν ηδυπάθειαν και έτρεχον εκουσίως εις θάνατον, ηξεύρουσαι ότι δια μέσου τούτου του θανάτου ηξιούντο της αιωνίου ζωής και μακαριότητος και μάλιστα αύτη η σήμερον παρ’ ημών χαρμονικώς εορταζομένη και προκειμένη εις έπαινον, η όντως ωραία και πάγκαλος νύμφη του επουρανίου Βασιλέως Χριστού, η πάσας τας λοιπάς υπερβαίνουσα εις σοφίαν και ωραιότητα και εις άλλα πολλά αξιώματα, η βασιλίς Αικατερίνα, η περίφημος όντως και πάνσοφος. Αύτη η αοίδιμος ήτο θυγάτηρ του πρώην βασιλίσκου της Αλεξανδρείας Κώνστα (ή Κέστου) υψηλού αναστήματος, πολλά ωραία και εις το κάλλος αμίμητος, εκπαιδευθείσα εις πάσαν Ελληνικήν παιδείαν, και μαθούσα όλους τους ποιητάς, Όμηρον, Βιργίλιον, Αριστοτέλην και Πλάτωνα· όχι δε μόνον τους φιλοσόφους, αλλά και τας βίβλους των ιατρών Ασκληπιού, Ιπποκράτους και Γαληνού και απλώς ειπείν όλην την Ρητορικήν και Λογικήν και πάσαν λέξιν και γλώσσαν έμαθεν, ώστε όλοι εθαύμαζον την σοφίαν της, όχι μόνον οι ορώντες αλλά και οι εξ ακοής εξεπλήττοντο. Πολλοί πλουσιώτατοι άρχοντες της συγκλήτου εζήτησαν αυτήν εις γάμον από την μητέρα της, η οποία ήτο κεκρυμμένη Χριστιανή δια τον μέγαν διωγμόν, τον οποίον εκίνησε τον καιρόν εκείνον κατά των πιστών ο Μαξιμιανός. Οι δε συγγενείς και η μήτηρ αυτής την συνεβούλευον να υπανδρευθή δια να μη υπάγη η βασιλεία του πατρός της εις αλλότριον άνθρωπον και την αποξενωθώσιν ολοτελώς. Η δε Αικατερίνα ηγάπα την παρθενίαν κατά πολλά ως φιλόσοφος, και προφασιζομένη διαφόρους αιτίας έλεγεν, ότι δεν επεθύμει ουδόλως να υπανδρευθή. Όταν όμως είδεν ότι της έδιδον περί τούτου πολλήν ενόχλησιν, είπεν εις αυτούς, δια να μη την πειράζωσιν· «Εύρετε ένα νέον να είναι όμοιός μου εις τα τέσσαρα χαρίσματα, κατά τα οποία ομολογείτε ότι υπερβαίνω τας λοιπάς νεάνιδας, και τότε να τον λάβω σύζυγον, διότι δεν καταδέχομαι να λάβω αναξιώτερόν μου και ευτελέστερον. Ερευνήσατε λοιπόν πανταχού εάν υπάρχη τις όμοιός μου εις την ευγένειαν, εις τον πλούτον, εις την σοφίαν και την ωραιότητα· ει δε και του λείπει από ταύτα κανέν χάρισμα, δεν είναι άξιος δι’ εμέ». Γνωρίζοντες αυτοί ότι ήτο αδύνατον να ευρεθή τοιούτος άνθρωπος, απεκρίθησαν ότι ο υιός του βασιλέως της Ρώμης και άλλοι τινές ήσαν ευγενείς και πλουσιώτεροι από ταύτην, μόνον εις την σοφίαν και ωραιότητα δεν ωμοίαζον. Η δε έλεγεν, ότι δεν κατεδέχετο να λάβη άνδρα κανένα αγράμματον. Η δε μήτηρ αυτής είχε πνευματικόν ένα αγιώτατον άνθρωπον, όστις ήτο κεκρυμμένος έξω της πόλεως. Έλαβε λοιπόν την Αικατερίναν και επήγαν εις αυτόν να συμβουλευθώσιν. Ο δε Ασκητής, βλέπων την ευταξίαν της κόρης και ακούων αυτής τα γνωστικά και μέτρια λόγια, έβαλε κατά νουν να την ελκύση προς επίγνωσιν του ουρανίου Βασιλέως Χριστού και της λέγει· «Γνωρίζω ένα θαυμάσιον άνθρωπον, όστις σε υπερβαίνει ασυγκρίτως εις όλα τα χαρίσματα, τα οποία είπες και έτερα αναρίθμητα. Η ωραιότης αυτού υπερνικά εις την λάμψιν τον ήλιον· η σοφία του κυβερνά όλα τα αισθητά και νοούμενα κτίσματα· ο πλούτος των θησαυρών αυτού διαμερίζεται εις όλον τον κόσμον και ποτέ δεν ολιγοστεύει, αλλά μάλλον αυξάνει διαδιδόμενος· η ευγένειά του είναι άρρητος, ανεκλάλητος, ασύλληπτος και ακατανόητος». Αυτά και έτερα πλείονα είπεν ο Ασκητής, η δε κόρη ενόμισεν ότι δι’ επίγειον τινα άρχοντα έλεγεν· όθεν ηλλοιώθη την όψιν και την καρδίαν και ηρώτα καταλεπτώς εάν ήσαν αληθινά όλα τα εγκώμια και οι έπαινοι, τους οποίους είπε δια τον ρηθέντα άνθρωπον. Ο δε εβεβαίωνε τα λαληθέντα διηγούμενος και τας λοιπάς αυτού Χάριτας. Λέγει προς αυτόν η κόρη· «Τίνος είναι υιός ο τοσούτον παρά σου ευφημούμενος;» Ο δε απεκρίνατο· «Ούτος δεν έχει πατέρα επί της γης, αλλά εγεννήθη αφράστως και υπέρ φύσιν από μίαν ευγενεστάτην Υπεραγίαν Κεχαριτωμένην Παρθένον, ήτις ηξιώθη δια την υπερβάλλουσαν αυτής αγιότητα και έμεινεν αθάνατος ψυχή τε και σώματι, αναληφθείσα υπεράνω των ουρανών και προσκυνείται υπό πάντων των Αγίων Αγγέλων, ως Βασίλισσα πάσης της κτίσεως». Λέγει πάλιν η Αικατερίνα· «Είναι δυνατόν, να ίδω τον νέον αυτόν περί του οποίου διηγείσαι τόσα θαυμάσια;» Απεκρίθη ο Γέρων· «Εάν κάμης καθώς θα σου είπω, θέλεις αξιωθή να ίδης το υπέρλαμπρον αυτού και πάμφωτον πρόσωπον». Η δε είπε προς αυτόν· «Σε βλέπω άνθρωπον γνωστικόν και σεβάσμιον γέροντα, πιστεύω δε ότι δεν ψεύδεσαι εις όσα μου είπες. Λοιπόν έτοιμος είμαι να τελέσω πάντα τα παρά σου προσταττόμενα». Τότε ο Ασκητής έδωσεν εις αυτήν Εικόνα τινά, εις την οποίαν ήσαν ιστορημένη η Παναγία Θεοτόκος, έχουσα το θείον Βρέφος εις τας αγκάλας, και της λέγει· «Αυτή είναι η αειπάρθενος Μήτηρ εκείνου περί του οποίου σου είπα τοιαύτα θαυμάσια. Λάβε λοιπόν αυτήν εις τον οίκον σου και αφού κλείσης την θύραν του κοιτώνος σου, κάμε προσευχήν ολονύκτιον με ευλάβειαν προς αυτήν, ήτις ονομάζεται Μαρία και παρακάλεσέ Την να καταδεχθή να σου δείξη τον Υιόν αυτής και ελπίζω, ότι, εάν δεηθής μετά πίστεως, θέλει σου επακούσει, να ίδης εκείνον τον οποίον ποθεί η ψυχή σου». Η κόρη λοιπόν, λαβούσα την ιεράν Εικόνα, απήλθεν εις το παλάτιον και την νύκτα εκλείσθη μόνη εις τον θάλαμόν της, καθώς ο Γέρων την ωδήγησε. Προσευχομένη δε από τον κόπον ύπνωσε και βλέπει εις το όραμά της την Βασίλισσαν των Αγγέλων, καθώς ήτο ιστορημένη με το Άγιον Βρέφος, το οποίον ηκτινοβόλει υπέρ τον ήλιον. Αλλ’ έστρεφε προς την Μητέρα του το πρόσωπον· όθεν η κόρη έβλεπε τα τούτου οπίσθια· και ποθούσα να το ίδη απ’ έμπροσθεν, απήλθεν από το έτερον μέρος· ο δε Χριστός έστρεφε πάλιν εκείθεν το πρόσωπον. Τούτου γενομένου τρισσώς, ακούει την Παναγίαν και έλεγε ταύτα· «Κύτταξε, τέκνον, την δούλην σου Αικατερίνα, πόσον είναι ωραία και πάγκαλος». Ο δε απεκρίνατο· «Μάλιστα είναι ζοφώδης και άσχημος τόσον ώστε δεν δύναμαι ποσώς να την ίδω». Λέγει η Θεοτόκος· «Δεν είναι πάνσοφος υπέρ πάντας τους ρήτορας, πλουσία και ευγενής υπέρ τας νεάνιδας πασών των πόλεων;» Ο δε Χριστός απεκρίνατο· «Μάλιστα σοι λέγω, Μήτερ μου, ότι είναι αμαθής, πένης και τοσούτον ευκαταφρόνητος, εν όσω ευρίσκεται εις τοιαύτην κατάστασιν, ώστε δεν καταδέχομαι να με ίδη εις το πρόσωπον». Η δε είπε προς αυτόν· «Δέομαί σου, γλυκύτατον Τέκνον μου, μη καταφρονήσης το πλάσμα σου, αλλά νουθέτησον και ωδήγησον αυτήν τι να πράξη, δια να απολαύση την δόξαν σου, και να ίδη το υπέρλαμπρον και παμπόθητον πρόσωπόν σου, το οποίον επιθυμούσι να βλέπουν οι Άγγελοι». Ο δε Χριστός απεκρίνατο· «Ας υπάγη εις τον Γέροντα, ο οποίος της έδωσε την Εικόνα, και ό,τι την συμβουλεύση, ας κάμη· και τότε θέλει με ίδει, να λάβη πολλήν αγαλλίασιν και ωφέλειαν». Ταύτα ιδούσα η κόρη εξύπνησε και θαυμάζουσα την οπτασίαν αυτήν, απήλθε το πρωϊ με ολίγας γυναίκας εις το κελλίον του Γέροντος και πίπτουσα μετά δακρύων εις τους πόδας αυτού, διηγήθη τα οραθέντα και παρεκάλει μετά δεήσεως να την νουθετήση τι να πράξη, δια να απολαύση τον ποθούμενον. Ο δε Όσιος της διηγήθη καταλεπτώς πάντα τα Μυστήρια της αληθούς ημών Πίστεως, αρχίζων από την κοσμοποιϊαν και πλάσιν του προπάτορος, έως την τελευταίαν έλευσιν του Δεσπότου Χριστού και περί της ανεκλαλήτου δόξης του Παραδείσου και της πανωδύνου και ατελευτήτου κολάσεως και την κατήχησεν ικανώς, ώστε έμαθεν εις ολίγον διάστημα πάσαν την ακρίβειαν της πίστεως, ως εγγράμματος και πάνσοφος· όθεν πιστεύσασα εξ όλης καρδίας, έλαβε παρ’ αυτού το άγιον Βάπτισμα. Έπειτα της παρήγγειλε να δεηθή πάλιν μετά πόθου πολλού της Υπεραγίας Θεοτόκου, να της εμφανισθή ως το πρότερον. Εκδυθείσα λοιπόν η Αγία τον παλαιόν άνθρωπον και ενδεδυμένη στολήν θεοϋφαντον, απήλθεν εις τα ανάκτορα και την νύκτα όλην εδέετο νήστις και μετά δακρύων προσηύχετο, έως ου πάλιν ύπνωσε και τότε βλέπει την ουράνιον Άνασσαν με το θείον Βρέφος, το οποίον εκύτταζε την Αικατερίναν με πολλήν ιλαρότητα. Και η μεν Θεομήτωρ ηρώτησε τον Δεσπότην, εάν του ήρεσκεν η Παρθένος. Ο δε απεκρίνατο· «Τώρα έγινε λελαμπρυσμένη και ένδοξος η πρώην ζοφώδης και άσχημος· η πένης και άγνωστος εγένετο πλουσία και πάνσοφος, η καταφρονημένη και άσημος έγινεν ευγενής και περίφημος και τοσούτων αγαθών και χαρίτων είναι εμπεπλησμένη και τόσον την ευνοώ, ώστε στέργω να την μνηστευθώ δια νύμφην μου άφθορον». Τότε η Αικατερίνα έπεσε κατά γης με δάκρυα λέγουσα· «Δεν είμαι αξία, Υπερένδοξε Δέσποτα, να βλέπω την Βασιλείαν σου, αλλά αξίωσόν με να συναριθμηθώ με τους δούλους σου». Η δε Θεοτόκος έλαβε την δεξιάν χείρα της κόρης και λέγει προς αυτόν· «Δος της δια αρραβώνα, Τέκνον μου, δακτυλίδιον να την νυμφευθής, δια να την αξιώσης της Βασιλείας σου». Τότε ο Δεσπότης Χριστός της έδωκεν εν δακτυλίδιον ωραιότατον, λέγων ταύτα· «Ιδού σήμερον σε λαμβάνω δια νύμφην μου άφθορον και αιώνιον και φύλαξον ακριβώς την συμφωνίαν ταύτην, να μη λάβης ποσώς άλλον νυμφίον επίγειον». Ταύτα είπε και έλαβε τέλος η όρασις, εγερθείσα δε η κόρη βλέπει κατά αλήθειαν εις την δεξιάν της το δακτυλίδιον και τότε ηχμαλωτίσθη η καρδία της εις τον θείον έρωτα του Δεσπότου Χριστού. Ο δε παράνομος βασιλεύς, έχων ζήλον πολύν και ανείκαστον εις τους αναισθήτους θεούς, ο αναισθητότερος τούτων και αλογώτερος, έστειλεν εις τας πόλεις και χώρας της βασιλείας του πρόσταγμα, γράφων μεταξύ άλλων και ταύτα· «Εγώ ο βασιλεύς χαιρετώ όλους εκείνους, οίτινες είναι υπό την εξουσίαν μου και προστάσσω να συναχθήτε όλοι το γρηγορώτερον εις τα βασίλεια να τιμήσωμεν αξίως τους μεγάλους θεούς, δεικνύοντες προς αυτούς ευγνωμοσύνην την πρέπουσαν και προσφέροντες τούτοις θυσίας έκαστος όσον δύναται, επειδή και μας έκαμαν πολλάς ευεργεσίας και χάριτας. Όστις δε καταφρονήση τούτο μου το πρόσταγμα και τολμήση να προσκυνήση άλλον Θεόν, θέλει λάβει από ημάς πολλάς ζημίας και διάφορα κολαστήρια». Αφού έφθασαν εις πάσας τας πόλεις τα τοιαύτα προστάγματα, συνηθροίσθη πλήθος λαού αναρίθμητον φέροντες έκαστος κατά το δυνατόν, έτερος βόας και άλλος πρόβατα, οι δε πτωχοί πετεινά και έτερα όμοια. Όταν δε ήλθεν η ημέρα της βδελυράς αυτής πανηγύρεως, εθυσίασεν ο ασεβής βασιλεύς ταύρους εκατόν και τριάκοντα, οι δε λοιποί ηγεμόνες και άρχοντες ολιγωτέρους και απλώς έκαστος προσέφερεν εις θυσίαν αναλόγως της δυνάμεώς του, δια να δείξουν ευγνωμοσύνην προς αυτόν και σεβασμόν προς τους ανοσίους θεούς των. Επλήσθη λοιπόν όλη η πόλις από τας φωνάς των σφαγέντων ζώων και από την κνίσσαν των θυσιών, ώστε ήτο πανταχού μεγάλη στενοχωρία και σύγχυσις. Βλέπουσα η ευλαβής και περικαλλεστάτη Αικατερίνα το χαλεπώτατον ναυάγιον, εις το οποίον είχον περιπέσει οι άνθρωποι και έτρεχον βιαίως εις την ασέβειαν, δια να φύγουν δε θάνατον πρόσκαιρον επρόδιδαν την ψυχήν των εις τον αιώνιον, επλήγη δεινώς την καρδίαν, συμπονούσα την απώλειαν αυτών και συμπάσχουσα. Όθεν εκινήθη από ζήλον ένθεον και λαβούσα εις την συνοδείαν αυτής ολίγους δούλους, επήγεν εις τον ναόν, εις τον οποίον ετέλουν την θυσίαν οι άφρονες· και ως εσταμάτησεν εις την θύραν, είλκυσε τα βλέμματα όλων προς το αμήχανον κάλλος αυτής, το οποίον εμαρτύρει και την ένδοθεν ωραιότητα. Διεμήνυσε τότε εις τον βασιλέα, ότι έχεινα του είπη λόγον αναγκαίας τινός υποθέσεως, εκείνος δε προσέταξε να εισέλθη. Τότε η πάγκαλος Αικατερίνα ήλθεν έμπροσθεν του βασιλέως και πρώτον μεν υπεκλίθη, έπειτα είπε προς αυτόν ευθαρσώς και ατρομήτως· «Έπρεπεν εις σε, ω βασιλεύ, και πρότερον να γνωρίσης την πλάνην, την οποίαν έχετε, λατρεύοντες ως θεούς είδωλα φθαρτά και αναίσθητα, ότι εντροπή σας μεγάλη είναι να είσθε τόσον φανερά τυφλοί εις την αλήθειαν, προσκυνούντες, ως ανόητοι, τοιαύτα βδελύγματα· τουλάχιστον τον σοφόν σου Διόδωρον δεν πιστεύεις, όστις λέγει, ότι ήσαν άνθρωποι οι θεοί σας και ετελείωσαν τον βίον ελεεινώς, αλλά δια τινας πράξεις, τας οποίας ετέλεσαν, ήτοι ανδρείας ή λόγω ετέρου τινός κατορθώματος, τους ωνόμασαν αθανάτους, ως ανόητοι και με στήλας και είδωλα και όμοια τουτους ετίμησαν; Οι δε μεταγενέστεροι, μη ηξεύροντες την γνώμην των προγόνων αυτών, ότι μόνον προς ενθύμησιν τους έστησαν ανδριάντας, αλλά νομίζοντες ότι είναι πράγμα ευσεβές και δίκαιον, τους προσεκύνουν ως θεούς. Ακόμη δε και ο Χαιρωνεύς Πλούταρχος μέμφεται και καταφρονεί όσους επλανήθησαν και σέβονται τοιαύτα αγάλματα. Τούτων των διδασκάλων έπρεπε να πιστεύσης, ω βασιλεύ, και να μη είσαι αιτία της απωλείας τοσούτων ψυχών, δια τας οποίας θέλεις κληρονομήσει ατελεύτητον κόλασιν. Ένας είναι ο αληθής Θεός, Αϊδιος, Προάναρχος και Αθάνατος, όστις ύστερον έγινε δια την σωτηρίαν μας άνθρωπος. Δια τούτου οι βασιλείς βασιλεύουσιν, αι επαρχίαι κυβερνώνται, τα στοιχεία και όλος ο κόσμος συνίστανται και πάντα τα κτίσματα εκτίσθησαν με ένα του λόγον και διαμένουσιν. Ούτος ο παντοδύναμος και πανάγαθος Θεός δεν έχει ανάγκην από τοιαύτας θυσίας, ουδέ ευφραίνεται εις τας σφαγάς των ανευθύνων ζώων, τα οποία δεν έπταισαν, αλλά μόνον προστάσσει να φυλάττωμεν τας εντολάς του απαρασάλευτα». Ταύτα ακούσας ο παράνομος βασιλεύς εθυμώθη πολύ και έμεινεν άφωνος ώραν πολλήν· έπειτα, μη δυνάμενος να εναντιωθή εις τα λόγια αυτής, απεκρίνατο· «Άφες με να τελειώσωμεν την θυσίαν και τότε θέλομεν ακούσει τους λόγους σου καλύτερα». Αφού δε ετέλεσε την βδελυράν του πανήγυριν, προστάσσει να φέρουν την Αγίαν εις τα βασίλεια, και τότε λέγει προς αυτήν· «Ειπέ μας, ποία είσαι και τίνες ήσαν οι λόγοι, τους οποίους έλεγες προς ημάς;» Η δε απεκρίνατο· «Εγώ είμαι θυγάτηρ του βασιλίσκου Κώνστα. Καλούμαι Αικατερίνα, είμαι πεπαιδευμένη εις όλας τας επιστήμας των γραμμάτων, Ρητορικήν, Φιλοσοφίαν, Γεωμετρίαν και τας λοιπάς· αλλά ταύτα πάντα, ως μάταια και ανωφελή κατεφρόνησα και ήλθον να γίνω νύμφη του Δεσπότου Χριστού, όστις λέγει ταύτα δια του Προφήτου αυτού· «Απολώ την σοφίαν των σοφών και την σύνεσιν των συνετών αθετήσω» (Ησαϊα κθ:14). Ο δε βασιλεύς, θαυμάζων την σοφίαν αυτής και βλέπων τόσον κάλλος και ωραιότητα, ενόμισεν ότι δεν ήτο γεννημένη εις την γην από γονείς θνητούς, αλλά καμμία θεά απ’ εκείνας τας οποίας αυτός εσέβετο και διελέγετο προς αυτόν με σχήμα ανθρώπινον. Επειδή λοιπόν ο βασιλεύς εφανέρωσε την γνώμην του ταύτην, του απεκρίθη η μακαρία λέγουσα· «Αληθώς είπας, ω βασιλεύ, διότι ονομάζεις θεούς τους δαίμονας, οίτινες σας δεικνύουν διάφορα φαντάσματα και πλανώντες σας παρακινούν εις ασέλγειαν και ετέρας ατόπους επιθυμίας. Εγώ δε είμαι γη και πηλός και με έπλασεν ο Θεός εις μορφήν τοιαύτην και με ετίμησε με το κατ’ εικόνα αυτού και ομοίωσιν και από τούτο πρέπει να θαυμάζεται μάλιστα η σοφία του πλάσαντος, επειδή εις τόσον ευτελή ύλην του πηλού ηδυνήθη να δώση τόσην ευμορφίαν και ωραιότητα». Εις ταύτα απήντησεν ο βασιλεύς, λέγων· «Μη λέγης κακόν δια τους θεούς, οίτινες έχουν δόξαν αθάνατον». Και η Μάρτυς ανταπεκρίνατο· «Εάν θέλης να αποτινάξης ολίγον την αχλύν και τον σκοτισμόν της απάτης, θέλεις γνωρίσει την των θεών σου ευτέλειαν και θα καταλάβης τον αληθή Θεόν, του οποίου το θαυμάσιον Όνομα μόνον λαλούμενον ή και ο Σταυρός αυτού εις τον αέρα τυπούμενος, διώκει τους θεούς σου και αφανίζει αυτούς και εάν ορίζης, θέλω σου αποδείξει φανερά την αλήθειαν». Ο δε βασιλεύς, ιδών την ελευθερίαν της Αγίας, δεν ηθέλησε να διαλεχθώσι, φοβούμενος μήπως και τον νικήση με αποδείξεις και καταισχυνθή, αλλ’ είπε ταύτα προφασιζόμενος· «Απρεπές είναι να διαλέγεται ο βασιλεύς με γυναίκας, θέλω όμως συνάξει τους σοφούς των ρητόρων μου, και τότε θα καταλάβης την ασθένειαν των προβλημάτων σου και γνωρίζουσα το συμφέρον σου, να πιστεύσης εις τα ημέτερα δόγματα». Ταύτα είπεν ο βασιλεύς και προστάσσων να φυλάττωσιν ακριβώς την Μάρτυρα, έστειλεν επιστολήν εις όλας τας πόλεις της εξουσίας αυτού περιέχουσαν ταύτα· «Εγώ ο βασιλεύς χαιρετώ όλους τους σοφούς και τους ρήτορας των Ελλήνων και σας παρακαλώ να έλθετε προς με ταχέως, ίνα επικαλεσάμενοι τον σοφώτατον θεόν Ερμήν και δια της εξόχου γνώσεώς σας αποστομώσετε εν σοφώτατον γύναιον, όπερ ενεφανίσθη τας ημέρας ταύτας και χλευάζει τους μεγάλους θεούς, ονομάζουσα τας πράξεις αυτών μύθους και φλυαρήματα και ούτω θέλετε δείξει την πάτριόν σας σοφίαν, να θαυμαστωθήτε εις τους ανθρώπους και παρ’ εμού να λάβετε πολλάς αμοιβάς». Συνήχθησαν λοιπόν οι εκλεκτότεροι και σοφώτεροι ρήτορες, τον αριθμόν εκατόν πεντήκοντα, οξείς εις το νοήσαι και εις το λαλείν ικανώτατοι, προς τους οποίους είπε ταύτα ο βασιλεύς· «Ετοιμασθήτε επιμελέστατα να αγωνισθήτε ανδρείως και μη αμελήσετε, θαρρούντες ότιμε γυναίκα έχετε την διάλεξιν· αλλ’ ώσπερ να είχατε ανταγωνιστήν ανδρειότατον και τον σοφώτερον ρήτορα, ούτω βάλετε όλην την σπουδήν και δείξατε την σοφίαν σας, ότι καθώς εγώ ακριβώς την εγνώρισα, υπερβαίνει εις την σοφίαν και αυτόν τον θαυμάσιον Πλάτωνα. Λοιπόν παρακαλώ σας, ώσπερ να είχετε αυτόν εκείνον ανταγωνιστήν, τόσην επιμέλειαν και προσοχήν επιδείξατε. Εάν νικήσητε, θα σας δώσω μεγάλα χαρίσματα· αν δε ηττηθήτε, θέλετε λάβει αισχύνην ανείκαστον και επονείδιστον θάνατον». Ταύτα ειπόντος του βασιλέως, απεκρίθη εις ρήτωρ, ο των άλλων επιφανέστερος, λέγων· «Εάν είναι και η φρονιμωτέρα γυνή, ω βασιλεύ, και η φιλοσοφωτέρα, δεν θέλει δυνηθή να συζητήση μεθ’ ημών· πρόσταξον λοιπόν να έλθη και τότε θα ίδης την αλήθειαν». Ακούσας ο βασιλεύς τον ρήτορα ούτω καυχώμενον, ενεπλήσθη όλος ηδονής και φαιδρότητος, ελπίζων ο μάταιος να νικήση η θρασεία και ακόλαστος γλώσσα την της φιλοσοφίας και Χάριτος θείας γέμουσαν. Λοιπόν κελεύει να φέρουν την Μάρτυρα, ήσαν δε συνηγμένοι πλήθος πολύ εις το θέατρον, να ίδουν το αποβησόμενον. Αλλά πριν φθάσουν οι απεσταλμένοι εις την Αγίαν, ήλθεν ουρανόθεν Μιχαήλ ο Αρχάγγελος και λέγει προς αυτήν· «Μη φοβού η παις του Κυρίου. Διότι ιδού ο Κύριος θάλει σου δώσει σοφίαν εις την σοφίαν σου, να νικήσης τους εκατόν πεντήκοντα ρήτορας και όχι μόνον αυτοί, αλλά και άλλοι πολλοί θα πιστεύσωσι δια σου, ίνα λάβητε πάντες του Μαρτυρίου τον στέφανον». Λαβόντες λοιπόν την Αγίαν οι απεσταλμένοι επήγαν εις τα βασίλεια και ευθύς ο υπερήφανος εκείνος ρήτωρ είπε ταύτα με σοβαρόν πρόσωπον φθεγγόμενος· «Συ είσαι, ήτις υβρίζεις τους θεούς μας τοσούτον αναίσχυντα;» Η δε Αγία απεκρίθη προς αυτόν με πραότητα· «Εγώ είμαι, πλην ουχί αναισχύντως, καθώς είπες, και τολμηρώς, αλλά ηπίως και φιλαλήθως μάλιστα». Λέγει ο ρήτωρ· «Ενώ οι μεγάλοι ποιηταί τους ονομάζουσιν υψηλούς, συ, ήτις εδοκίμασες την σοφίαν αυτών και εκοινώνησες τόσης γλυκύτητος, τολμάς και κινείς κατ’ αυτών την γλώσσαβ με τόσην θρασύτητα;» Η δε απεκρίνατο· «Την μεν σοφίαν δωρεάν έχω από τον Θεόν μου, όστις είναι η Σοφία και η Ζωή, ο δε φοβούμενος αυτόν και φυλάττων τα θεία αυτού προστάγματα είναι όντως φιλόσοφος· τα έργα όμως των θεών σας και αι περί αυτών διηγήσεις είναι άξια ψόγου, πλήρη απάτης και καταγέλαστα· πλην ειπέ μας, πως και ποίος από τους μεγάλους σου ποιητάς επωνόμασεν αυτούς θεούς;» Ο δε ρήτωρ είπε· «Πρώτον μεν ο σοφώτατος Όμηρος, επευχόμενος προς τον Δία λέγει· «Ζεύ κύδιστε, μέγιστε» και αθάνατοι θεοί άλλοι. Και ο περίβλεπτος Ορφεύς εις την θεογονίαν αυτού λέγει ταύτα, ευχαριστών τον Απόλλωνα· «Ω άνα, Λητούς υιέ εκατηβόλε, Φοίβε κραταιέ, πανδερκές, θνητοίς και αθανάτοισιν ανάσσων. Ηέλιε χρυσέοισιν αειρόμενε πτερύγεσιν». Ούτω λοιπόν οι πρώτοι των ποιητών και κράτιστοι ετίμων αυτούς και τους εκάλουν θεούς αθανάτους. Μη απατάσαι λοιπόν, συ η πάνσοφος, να προσκυνής τον Εσταυρωμένον, τον οποίον ουδείς ποιητής Θεόν ωνόμασεν». Εις τους λόγους τούτους του ρήτορος απεκρίθη η Αγία λέγουσα· «Αυτός ο Όμηρος λέγει πάλιν εις άλλον τόπον δια τον μέγιστόν σου θεόν Δία, ότι είναι ψεύστης, απατεών, πανούργος και σκολιώτατος, και ότι ήθελαν να τον δέσουν η Ήρα, ο Ποσειδών και η Αθηνά, εάν δεν έφευγε να κρυφθή· ομοίως φαίνονται και άλλα όμοια εις καταφρόνησιν των θεών σας. Επειδή δε τον Εσταυρωμένον είπες, ότι δεν τον λέγει τις παλαιός διδάσκαλος, ούτε τον ομολογεί Θεόν, έπρεπε να μη περιεργαζώμεθα, ούτε να πολυπραγμονώμεν περί αυτού, όστις είναι Θεός αληθής ουρανού και γης, θαλάσσης, ηλίου, σελήνης και πάσης κτίσεως και παντός του ανθρωπίνου γένους Δημιουργός, ακατάληπτος, αδιανόητος, ανεξιχνίαστός τε και άρρητος. Αλλά προς αληθεστέραν πίστωσιν, άκουσον τι λέγει περί αυτού η σοφωτάτη Σίβυλλά σας, μαρτυρούσα αυτού την ένθεον Σάρκωσιν και την σωτήριον Σταύρωσιν· «Οψέποτέ τις επί την πολυσχιδή ταύτην ελάσειε γην και δίχα σφάλματος γενήσεται Σάρξ· ακαμάτοις δε θεότητος όροις ανιάτων παθών λύσει φθοράν. Και τούτω φθόνος γενήσεται εξ απίστου λαού και εις ύψος κρεμασθήσεται, ως θανάτου κατάδικος». Άκουσον δε και τον αψευδή σου Απόλλωνα, ότι και χωρίς να θέλη ωμολόγησε τον Χριστόν Θεόν απαθή, βιαζόμενος υπό της δυνάμεως αυτού· «Εις με, φησί, βιάζεται ουράνιος, ος εστι φως τριλαμπές. Ο δε παθών Θεός εστι. Και ου Θεότης πάθεν αυτή. Άμφω γαρ βροτόσωμος και άμβροτος. Αυτός ήδη Θεός και Ανήρ. Πάντα φέρων εκ θνητής, Σταυρόν, ύβριν, ταφήν» και τα λοιπά. Ταύτα είπεν ο Απόλλων δια τον όντως Θεόν, ο οποίος είναι συνάναρχος και συναϊδιος με τον γεγενηκότα, αρχή και ρίζα και πηγή των αγαθών απάντων». «Ο αληθής ούτος Θεός, συνέχισε λέγουσα η Αγία, εδημιούργησε τον κόσμον εκ του μη όντος εις το είναι, και διακρατεί και συνέχει αυτόν. Ομοούσιος δε υπάρχων τω Πατρί, γέγονεν άνθρωπος δι’ ημάς και περιεπάτει την γην, νουθετών, διδάσκων και πάντα πραγματευόμενος δι’ ημάς. Είτα και θάνατον καταδέχεται δι’ ημάς τους αγνώμονας, δια να λύση την πρώτην καταδίκην, να λάβωμεν την αρχαίαν απόλαυσιν και μακαριότητα και ούτως ανοίγονται πάλιν εις ημάς αι πύλαι του Παραδείσου, τας οποίας κακώς απεκλείσαμεν· και αναστάς τριήμερος ανήλθεν εις ουρανούς, όθεν και κατήλθεν. Απέστειλεν εις τους Μαθητάς το Πνεύμα το Άγιον, τους οποίους έπεμψεν εις όλον τον κόσμον και εκήρυξαν αυτού την Θεότητα, δια να λυτρώσουν τας ψυχάς από την πλάνην της απιστίας· ταύτα πρέπει και συ να πιστεύσης, φιλόσοφε, να γνωρίσης τον αληθή Θεόν, να γίνης δούλος του, εάν ποθής το συμφέρον σου, όστις είναι ελεήμων και εύσπλαγχνος και προσκαλεί τους αμαρτήσαντας λέγων· «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς» (Ματθ.ια:28). Πίστευσον λοιπόν καν τους ποιητάς και θεούς σας, του Πλάτωνος, λέγω, Ορφέως τε και Απόλλωνος, οι οποίοι καθαρά και σαφέστατα, ει και άκοντες, Θεόν αυτόν ωμολόγησαν, το οποίον αυτός ο παντοδύναμος και αληθής Θεός ωκονόμησε, δια να μη έχετε εις τούτο καμμίαν πρόφασιν». Αυτά και έτερα πλείονα λέγουσα η πάνσοφος και πάγκαλος ρήτωρ (τα οποία αφήνω δια βραχύτητα) κατέπληξε τον φιλόσοφον, όστις έμεινεν άφωνος και δεν ηδύνατο να λαλήση το σύνολον. Ο δε βασιλεύς, ιδών αυτόν ούτως ηττηθέντα και καταπλαγέντα, προσέταξε τους επιλοίπους να διαλεχθούν με την Μάρτυρα. Οι δε παραιτούνται του αγώνος λέγοντες· «Δεν δυνάμεθα να αντισταθώμεν εις την αλήθειαν, βλέποντες μάλιστα νενικημένον τον προεστώτα μας». Τότε ο βασιλεύς θυμωθείς προστάσσει να άψουν πυρκαϊάν εις το μέσον της πόλεως, να καύσουν τους ρήτορας, οίτινες ακούσαντες την απόφασιν έπεσον εις τους πόδας της Αγίας δεόμενοι να τους συγχωρήση ο Κύριος όσα εν αγνοία ημάρτησαν και να αξιωθούν του αγίου Βαπτίσματος και της δωρεάς του Παναγίου Πνεύματος. Η δε Αγία, εμπλησθείσα ηδονής και αγαλλιάσεως, είπε προς αυτούς· «Όντως μακάριοι και καλότυχοι είσθε, ότι το σκότος αφήκατε και εις το φως της αληθείας ηκολουθήσατε και φθειρόμενον επί γης βασιλέα καταλιπόντες, προσήλθετε εις τον άφθαρτον και ουράνιον. Μη έχετε ανφιβολίαν εις τούτο, διότι το πυρ, δια του οποίου σας φοβερίζουν οι ασεβείς, θέλει σας γίνει Βάπτισμα και κλίμαξ ουράνιος, να καθαρίση πάσαν κηλίδα και ρύπον ψυχής τε και σώματος και ως αστέρας φαεινούς να σας υπάγη εις τον Βασιλέα εκείνον, να σας κάμη φίλους ηγαπημένους του». Ταύτα λέγουσα η Αγία παρεκίνησεν αυτούς με τοιαύτας ελπίδας και τους εσφράγισεν όλους ένα έκαστον χωριστά με το σημείον του Τιμίου Σταυρού εις το μέτωπον και μετ’ ευχαριστίας και αγαλλιάσεως απέστειλεν αυτούς εις το Μαρτύριον. Έρριψαν δε οι στρατιώται αυτούς εις την πυράν χαίροντες τη ιζ΄ (17) του Νοεμβρίου μηνός. Το δε εσπέρας επήγαν τινές ευσεβείς και φιλόχριστοι να συνάξουν τα λείψανα, και εύρον αυτά όλα σώα και ακέραια και μήτε θρίξ υπό του πυρός κατεκαύθη. Τούτο πρώτον σημείον της προς Θεόν αυτών φιλίας και οικειώσεως. Ευχαριστήσαντες λοιπόν τον Θεόν πρεπόντως και επιστρέψαντες πολλούς προς επίγνωσιν της αληθείας με την θαυματουργίαν ταύτην, λαμπρώς αυτά και οσίως εις τόπον αρμόδιον ενεταφίασαν. Ο δε βασιλεύς είχεν όλην του την φροντίδα εις την Αγίαν και μη δυνάμενος με συλλογισμούς φιλοσοφίας να νικήση αυτήν, επεχείρει με κολακείας και πανουργεύματα να επιτύχη τούτο λέγων· «Υπάκουσόν μου, καλή θύγατερ, ότι ως φιλόστοργος πατήρ σου σε συμβουλεύω να προσκυνήσης τους μεγάλους θεούς, και μάλιστα τον μουσικόν Ερμήν, όστις σε εστόλισε με τοσαύτα της φιλοσοφίας χαρίσματα, και θέλω σου δώσει (μάρτυρες οι θεοί πάντες) το ήμισυ μέρος της εξουσίας μου, να κατοικής μετ’ εμού εις τα βασίλεια». Η δε Αγία, ως μεγαλόφρων όπου ήτο και φρόνιμος, ηννόησε την γνώμην αυτού και τα της πανουργίας σοφίσματα και του λέγει· «Ξεσκέπασε, ω βασιλεύ, την σκηνήν και μη υποκρίνεσαι το δολερόν της αλώπεκος, ότι εγώ, καθώς σου είπον το πρότερον, είμαι Χριστιανή και ήλθον να γίνω νύμφη του Χριστού, τον οποίον μόνον έχω Νυμφίον και σύμβουλον, στολήν και κόσμον της παρθενίας μου και ποθώ το μαρτύριον περισσότερον από πάσαν βασιλικήν αλουργίδα και στέφανον». Ο δε βασιλεύς πάλιν, προσποιούμενος ότι φροντίζει δια το συμφέροντης, απεκρίνατο· «Μη με αναγκάσης να υβρίσω παρά την θέλησίν μου την αξίαν σου». Και η Μάρτυς· «Κάμε ό,τι θέλεις, διότι με την πρόσκαιρον αυτήν ατιμίαν θέλεις μου προξενήσει δόξαν αληθή και αθάνατον και θέλει πιστεύσει και πολύ πλήθος ανθρώπων εις τον Χριστόν μου και εξόχως του παλατίου σου, να με προπέμψωσι και αυτοί προς τας ιεράς εκείνας Μονάς με δόξαν πολλήν και μεγαλοπρέπειαν». Ταύτα μεν είπεν η Αγία· ο δε Θεός επένευσεν άνωθεν και ετελειώθη ταύτης η πρόρρησις. Διότι προστάσσει ευθύς ο βασιλεύς να της εκβάλουν την βασιλικήν πορφύραν, και να την δέρουν με νεύρα βοών ανηλεώς. Τούτου δε γενομένου κατά την πρόσταξιν, έδερον την Μάρτυρα επί ώρας δύο δυνατά εις την κοιλίαν και εις την ράχιν ομού τοσούτον, έως ου κατεξέσχισαν άπαν το παρθενικόν εκείνο σώμα, και γέγονεν όλον άσχημον από τας πληγάς, το πρώην ωραίον και πάγκαλον· και τα μεν αίματα έτρεχον κρουνηδόν και εκκοκίνισε το έδαφος, η δε Αγία ίστατο με τόσην ανδρείαν και γενναιότητα, ώστε οι ορώντες εθαύμαζον. Το δε εσπέρας το ανήμερον εκείνο θηρίον εκέλευσε να την φυλακίσουν και να μη της δώσουν βρώσιν ή πόσιν τινά έως ημέρας δώδεκα, να συλλογισθή με ποίον τρόπον κολάσεως να την θανατώση. Η δε Φαυστίνα, η του βασιλέως ομόζυγος, είχεν πόθον πολύν να γνωρισθή με την Αγίαν, διότι την ηγάπησε πολύ, ακούσασα τας αρετάς αυτής και τα ανδραγαθήματα και μάλιστα από εν όνειρον, όπερ είδεν εκείνας τας ημέρας, καθώς κατόπιν θα είπωμεν. Όθεν ετρώθη την καρδίαν τοσούτον εις την αγάπην της, ώστε δεν ηδύνατο να κοιμηθή αν δεν την έβλεπεν. Ευρούσα δε ευκαιρίαν, όταν εξήλθεν ο βασιλεύς από την πόλιν δι΄ αναγκαίαν υπόθεσιν και έκαμεν εις τι χωρίον ολίγας ημέρας, απεφάσισε να πραγματοποιήση το ποθούμενον. Ήτο δε τότε εις μέγας άρχων δυνατός, στρατοπεδάρχης την αξίαν, φίλος μεγάλος του βασιλέως, Πορφυρίων ονομαζόμενος, άνθρωπος πιστός και καλόγνωμος. Εις τούτον ωμολόγησεν η αυγούστα την γνώμην της μυστικά, ταύτα λέγουσα· «Την παρελθούσαν νύκτα είδον εις το όραμά μου την Αικατερίναν, ήτις εκάθητο εν μέσω πολλών νέων και παρθένων ωραίων, ενδεδυμένων στολήν λευκήν, και τόση λάμψις εξήρχετο από το πρόσωπόν της, ώστε δεν ηδυνάμην να την βλέπω, αυτή δε με εκάθισε πλησίον της και μου έβαλεν εις την κεφαλήν χρυσόν στέφανον λέγουσα· «Ο Δεσπότης Χριστός σου στέλλει τούτον τον στέφανον»· όθεν έχω τόσον πόθον να την ίδω και δεν ευρίσκω ανάπαυσιν. Λοιπόν παρακαλώ σε, να κάμης τρόπον κρυφίως, να την ιδώ». Ο δε Πορφυρίων απεκρίθη λέγων· «Εγώ να πληρώσω τον πόθον σου, δέσποινα». Αφού λοιπόν ενύκτωσεν, έλαβεν ο Πορφυρίων διακοσίους στρατιώτας και επήγαν εις την φυλακήν με την βασίλισσαν, έδωκαν δε του δεσμοφύλακος χρήματα και ήνοιξε τας θύρας. Αφού δε εισήλθον εις την φυλακήν και είδεν η αυγούστα την ποθεινήν εκείνην όψιν της Μάρτυρος και την επανθούσαν εις αυτήν θείαν Χάριν, καταπλαγείσα από την ανθηράν ακτίνα του βασιλικού εκείνου προσώπου, πίπτει ταχέως προς τους πόδας αυτής, μετά δακρύων τοιαύτα λέγουσα· «Τώρα είμαι καλότυχος και μακαρία βασίλισσα, διότι σε απήλαυσα. Εγώ υπέρ φύσιν επόθουν να ίδω το βασιλικόν σου πρόσωπον και εδίψων ως έλαφος να ακούσω την μελίρρυτον γλώσσαν σου και τώρα όπου ηξιώθην της εφέσεως, δεν θέλω λυπηθή εάν στερηθώ την ζωήν και την βασιλείαν μου. Ευφραίνομαι την καρδίαν και την ψυχήν, υποδεχομένη τοσούτον γλυκείαν αυγήν από την ωραίαν σου όρασιν. Μακαρία συ και ζηλευτή, ότι εις τοιούτον Δεσπότην προσεκολλήθης, από τον οποίον λαμβάνεις τόσας δωρεάς και χαρίσματα». Η δε Αγία απεκρίθη, λέγουσα· «Μακαρία είσαι και συ, ω βασίλισσα, διότι βλέπω τον στέφανον, τον οποίον βάλλουν εις την κορυφήν σου οι Άγιοι Άγγελοι και τον οποίον θέλεις λάβει μετά την τρίτην ημέραν δι’ ολίγην τιμωρίαν όπου θα υπομείνης και θα υπάγης προς τον αληθή Βασιλέα, να βασιλεύης αιώνια». Η δε είπε προς αυτήν· «Φοβούμαι τας βασάνους και τον ομόζυγον, ότι είναι πολλά σκληρός και απάνθρωπος». Λέγει προς αυτήν η Αγία· «Έχε θάρρος, διότι θέλεις έχει εις την καρδίαν σου τον Χριστόν βοηθούντα σοι, να μη σου εγγίση καμμία βάσανος, μόνον ολίγον θέλει πονέσει το σώμα σου εδώ προσκαίρως, εκεί όμως θα χαίρης και θα αναπαύεσαι αιώνια». Καθώς έλεγε ταύτα η Αγία, την ηρώτησεν ο Πορφυρίων λέγων· «Τι αγαθόν χαρίζει ο Χριστός εις όσους εις αυτόν πιστεύουσι; Διότι βούλομαι να γίνω και εγώ στρατιώτης του». Αποκρίνεται η Μάρτυς· «Δεν ανέγνωσες ποτέ καμμίαν γραφήν των Χριστιανών ούτε ήκουσες;» Και ο Πορφυρίων· «Από παιδίον ήμην εις τους πολέμους ασχολούμενος και δεν εφρόντιζα δι’ άλλα πράγματα». Λέγει προς αυτόν η Αγία· «Δεν δύναται γλώσσα να διηγηθή τα αγαθά, όσα ο πανάγαθος και φιλάνθρωπος Θεός ητοίμασε δια τους αγαπώντας αυτόν και φυλάττοντας τα θεία αυτού προστάγματα». Τότε ο Πορφυρίων, χαράς απείρου πλησθείς, πιστεύει εις τον Χριστόν με τους διακοσίους στρατιώτας και την βασίλισσαν και ασπασάμενοι άπαντες μετ’ ευλαβείας την Μάρτυρα ανεχώρησαν. Ο δε φιλάνθρωπος και ελεήμων Χριστός δεν αφήκε την Αγίαν ανεπιμέλητον τοσαύτας ημέρας, αλλ’ ως φιλόστοργος πατήρ έδειξε προς αυτήν κηδεμονίαν την πρέπουσαν και έστελλε προς αυτήν τροφήν με μίαν περιστεράν καθ’ εκάστην· έπειτα και αυτός εκείνος ο καλός αγωνοθέτης ήλθε να την επισκεφθή με δόξαν πολλήν και με όλα τα ουράνια τάγματα και ενεδυνάμωσε την καρτερίαν αυτής περισσότερον και της έδωσε θάρρος, λέγων προς αυτήν· «Μη δειλειάσης, αγαπημένη μου θύγατερ, ότι εγώ είμαι μετά σου και δεν θέλει σου εγγίσει καμμία βάσανος, αλλά με την υπομονήν σου θα επιστρέψης πολλούς εις το όνομά μου, να αξιωθής πολλούς στεφάνους και τρόπαια». Ταύτα είπε προς την Αγίαν την τελευταίαν νύκτα ο Κύριος και το πρωϊ, καθήσας ο βασιλεύς επί του βήματος, προστάσσει να φέρουν την Μάρτυρα, ήτις εισήλθεν εις τα βασίλεια μετά των πνευματικών χαρίτων και της γλυκείας εκείνης φαιδρότητος, ώστε και οι παρόντες περιέλαμψαν από την αίγλην της ωραιότητος αυτής, αλλά και ο βασιλεύς εξεπλάγη δεινώς, νομίζων ότι κάποιος από την φρουράν θα της έδιδε τροφήν και δι’ αυτό δεν αδυνάτισε τόσας ημέρας, ούτε το παράπαν ασχήμησεν, εσκέπτετο δε να κακοποιήση τους φύλακας. Η δε Αγία δια να μη κολασθούν οι ανεύθυνοι, ωμολόγησε την αλήθειαν, λέγουσα· «Εις εμέ, βασιλεύ, ουδείς άνθρωπος έδωσε τροφήν τινά, αλλά με έτρεφεν ο Δεπότης μου Χριστός, όστις φροντίζει δια τους δούλους αυτού». Θαυμάζων λοιπόν ο βασιλεύς εις τοιούτον κάλλος, ηθέλησε να την δοκιμάση πάλιν με κολακείαν και υπουλότητα, λέγων ταύτα· «Εις σε πρέπει το βασίλειον, θύγατερ, ηλιόμορφε κόρη, ήτις υπερβαίνεις την Αφροδίτην εις την ευπρέπειαν. Ελθέ λοιπόν και θυσίασον εις τους θεούς, να γίνης βασίλισσα και να διέλθης μετ’ εμού ζωήν πανευφρόσυνον και μη θελήσης, σε παρακαλώ, να απολεσθή η τοσαύτη ωραιότης σου με κολαστήρια». Λέγει προς αυτόν η Αγία· «Εγώ είμαι γη και πηλός, πάσα δε ωραιότης ως άνθος μαραίνεται και ως όνειρον αφανίζεται είτε από ολίγην ασθένειαν ή από γήρας ή μετά θάνατον. Λοιπόν μη σε μέλη δια το κάλλος μου». Ενώ δε ταύτα διελέγετο η Αγία με τον βασιλέα, έπαρχος τις, Χουρσασαδέν ονόματι, οξύς εις οργήν και εις τιμωρίαν ευμήχανος, θέλων να δείξη προς τον βασιλέα αγάπην και εύνοιαν, συλλογιζόμενος ολίγον κατά διάνοιαν, είπε ταύτα· «Εγώ, βασιλεύ, εύρον μίαν μηχανήν, με την οποίαν ή θα νικήσης την κόρην ή θα λάβη πολυώδυνον θάνατον. Πρόσταξον να κάμουν τέσσαρας ξυλίνους τροχούς εις μίαν περόνην, εις τους οποίους να καρφώσουν γύρωθεν ξυράφια και άλλα σίδηρα κοπτερά και οξύτατα. Οι δύο να γυρίζουσι δεξιά και άλλοι δύο αριστερά. Εις το μέσον αυτών ας βάλωσιν αυτήν δεδεμένην και ούτω γυρίζοντες οι τροχοί να καταξεσχίσουν τα σάρκας της· και πρώτον μεν ας γυρίσουν τους τροχούς, μήπως και φοβηθή το σκληρόν τούτο μηχάνημα, και τελέση το προστασσόμενον, ει δε ας λάβη ελεεινόν θάνατον». Η βουλή αύτη του επάρχου ήρεσεν εις τον βασιλέα, όθεν προσέταξε να πράξουν ως άνωθεν. Εις τρεις ημέρας ητοιμάσθη το δεινόν τούτο κολαστήριον και φέροντες την Αγίαν εις αυτό εγύρισαν με βίαν πολλήν τους τροχούς δια να την εκφοβίσουν, λέγει δε εις την Αγίαν ο βασιλεύς· «Βλέπεις; Εις αυτό το μηχάνημα μέλλεις να λάβης πικρότατον θάνατον, εάν δεν προσκυνήσης τους θεούς». Η δε απεκρίνατο· «Πολλάκις είπον σοι την γνώμην μου· λοιπόν μη χάνης καιρόν, αλλά κάμε ως βούλεσαι». Αφού λοιπόν εδοκίμασε πάλιν πολλάκις ο αλιτήριος με κολακείας και πανουργίας και δεν ηδυνήθη να μεταστρέψη την γνώμην της, προστάσσει να ρίψουν την Αγίαν δεδεμένην εις τους τροχούς, να τους κινήσουν ισχυρά και οξύτατα, όπως με την βίαν και σφοδρότητα του κινήματος υπομείνη πικρότατον θάνατον. Αλλά με την θείαν Χάριν και βούλησιν έγινεν εναντία των μελετωμένων η έκβασις· διότι Άγγελος Κυρίου καταβάς ουρανόθεν εβοήθησε την Αγίαν, ήτις ευθύς ευρέθη λελυμένη εκ των δεσμών σώα και αβλαβής· οι δε τροχοί μοναχοί κυλισθέντες πολλούς απίστους ελεεινώς εθανάτωσαν. Οι δε περιεστώτες, ιδόντες το παράδοξον θέαμα, ανεκραύγαζον· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών!» Ο δε βασιλεύς, από τον θυμόν σκοτισθείς, εμαίνετο και εμελέτα πάλιν να δώση της Αγίας και άλλην νεωτέραν κόλασιν. Μαθούσα ταύτα η μακαρία αυγούστα εξήλθε του κοιτώνος αυτής και ήλεγξε παρρησία τον βασιλέα, λέγουσα· «Επ’ αληθείας μωρός και ανόητος είσαι να πολεμής με τον ζώντα Θεόν, και να βασανίζης την δούλην του άδικα». Ταύτα ανελπίστως ακούων ο βασιλεύς, και αγριωθείς από την μανίαν, έγινε πάντων των θηρίων απανθρωπότερος· και αφήνων την Αγίαν, στρέφει τον θυμόν κατά της συζύγου και λησμονήσας ο θηριόγνωμος της φύσεως την συγγένειαν προστάσσει να ανασπάσουν τους μαστούς της γυναικός του με όργανα τινά. Η δε μακαρία αυγούστα ησθάνετο πολλήν και δριμυτάτην την βάσανον, πλην έχαιρεν ότι δια τον αληθή Θεόν έπασχε, προς τον οποίον προσηύχετο να της στείλη εξ ύψους βοήθειαν. Αφού λοιπόν έκοψαν τους μαστούς οι δήμιοι και έτρεχε το αίμα κρουνηδόν, ελυπούντο οι παρεστώτες και συνεπόνουν με αυτήν δια την τοιαύτην πικροτάτην οδύνην και ανείκαστον κόλασιν. Ο δε αιμοβόρος εκείνος και άσπλαγχνος δεν ευσπλαγχνίσθη ποσώς την σάρκα του, αλλά προστάσσει να κόψουν την κεφαλήν της με μάχαιραν. Η δε ασμένως δεξαμένη τοιαύτην απόφασιν, είπε προς την Αγίαν με αγαλλίασιν· «Δούλη του αληθινού Θεού, κάμε προσευχήν δι’ εμέ». Η δε είπε προς αυτήν· «Πορεύου εις ειρήνην, να βασιλεύσης με τον Χριστόν αιώνια». Όθεν ετμήθη την κεφαλήν η μακαρία αυγούστα τη 23η Νοεμβρίου κατά την προσταγήν του βασιλέως. Ο δε στρατηλάτης Πορφυρίων επήγε κρυφίως την νύκτα με τους συντρόφους του και ενεταφίασαν το τίμιον αυτής λείψανον. Ενώ δε το πρωϊ ήθελεν ο τύραννος να παιδεύση τινάς ως υπευθύνους, παρρησιάσθη ο Πορφυρίων με τους λοιπούς εις το κριτήριον, λέγοντες· «Και ημείς Χριστιανοί είμεθα στρατιώται του μεγάλου Θεού επίσημοι». Ταύτην την ακοήν μη υποφέρων ο βασιλεύς, εστέναξεν εκ βάθους καρδίας φωνάζων· «Φεύ! Απωλέσθην, επειδή εζημιώθην τον θαυμαστόν Πορφυρίωνα». Έπειτα στραφείς προς τους λοιπούς έλεγε· «Και σεις, στρατιώται μου φίλτατοι, τι επάθετε και κατεφρονήσατε τους πατρώους θεούς; Τι σας έπταισαν;» Οι δε στρατιώται δεν απεκρίθησαν προς αυτόν λόγον· μόνον ο Πορφυρίων είπε προς τον τύραννον· «Διατί αφήνεις την κεφαλήν και ερωτάς τους πόδας; Μετ’ εμού ομίλει». Ο δε είπε· «Κακή κεφαλή, συ είσαι η αιτία της απωλείας των». Μη δυνάμενος να δευτερώση τον λόγον από τον πολύν θυμόν του, εκέλευσε να κόψουν πάντων τας κεφαλάς και ούτω τη 24η Νοεμβρίου ετελειώθησαν οι προρρηθέντες Μάρτυρες και επληρώθη της Αγίας η πρόρρησις, ήτις είπετου βασιλέως, ότι πολλοί από το παλάτιον αυτού θέλουν πιστεύσει εις Χριστόν δια μέσου αυτής. Την επαύριον έφεραν την Αικατερίνην εις το κριτήριον και της λέγει ο βασιλεύς· «Πολλήν θλίψιν και ζημίαν μου έδωσες· συ επλάνησες την γυναίκα μου και τον ανδρείον μου στρατηλάτην, όστις ήτο η δύναμις του στρατού μου, και άλλα κακά μου συνέβησαν δια μέσου σου και έπρεπε να σε θανατώσω ανηλεώς· αλλά σε συγχωρώ, διότι σε λυπούμαι να απολεσθή κακώς κόρη τοσούτον ωραία και πάνσοφος. Λοιπόν κάμε το θέλημά μου, φιλτάτη μου, θυσίασε εις τους θεούς να σε λάβω βασίλισσαν νόμιμον, και ποτέ να μη σε λυπήσω, ούτε να κάμω καμμίαν πράξιν χωρίς τον λόγον σου, να διέλθης τόσην ευφροσύνην και μακαριότητα, όσην δεν εχάρη ποτέ εις τον κόσμον ομοίως άλλη βασίλισσα». Αυτά και ακόμη περισσότερα έτερα λέγων ο πανούργος, εκίνει κάθε λίθον, κατά τον λόγον, να μεταλλάξη την γνώμην της Αγίας· έπειτα βλέπων, ότι ούτε με κολακείας, ούτε με υποσχέσεις, ούτε με φοβερισμόν κολαστηρίων ηδύνατο να μαλάξη την στερροτέραν αδάμαντος, απελπισθείς τελείως ο άνους και αφρονέστατος, έδωκε κατ’ αυτής την απόφασιν, να την αποκεφαλίσουν έξω της πόλεως. Παραλαβόντες λοιπόν την Αγίαν οι στρατιώται, επήγαιναν εις τον τόπον της καταδίκης. Ηκολούθει δε και όχλος πολύς οπίσω αυτής ανδρών τε και γυναικών, κλαίοντες πικρώς, ότι έμελλε να απολεσθή (καθώς εκείνοι ενόμιζον) τοσούτον πάγκαλος κόρη και πάνσοφος, αι δε πρόκριτοι των γυναικών και ευγενικώτεραι έλεγον προς ταύτην ολοφυρόμεναι· «ω ωραιοτάτη κόρη και πάμφωτε, διατί είσαι τόσον σκληρόκαρδος και προτιμάς θάνατον υπέρ την γλυκυτάτην ζωήν; Διατί να αφανισθή ακαίρως και μάταια το άνθος της σης νεότητος; Δεν είναι κάλλιον να υπακούσης του βασιλέως και να απολαύσης τοσαύτην μακαριότητα, παρά να κακοθανατήσης ελεεινώς;» Η δε απεκρίνατο· «Αφήτε τον ανωφελή θρήνον και χαίρετε μάλιστα, ότι εγώ θεωρώ τον Νυμφίον μου Ιησούν Χριστόν, τον ποιητήν και Σωτήρα μου, όστις είναι των Μαρτύρων η ωραιότης και ο στέφανος και με προσκαλεί εις εκείνα τα άρρητα κάλλη του Παραδείσου, να συμβασιλεύω μετ’ Αυτού και να συναγάλλωμαι εις αιώνα τον ατελεύτητον. Λοιπόν ουχί εμέ, αλλά εαυτάς κλαίετε, όπου υπάγετε δια την απιστίαν σας εις πυρ ατελεύτητον, να οδυνάσθε και να φλογίζεσθε πάντοτε». Αφού έφθασαν εις τον τόπον της τελειώσεως, έκαμε την προσευχήν ταύτην η Αγία λέγουσα· «Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός μου, ευχαριστώ σοι, ότι έστησας επί την πέτραν της υπομονής τους πόδας μου και κατηύθυνας τα διαβήματά μου. Έκτεινον τώρα τας αχράντους παλάμας σου, τας οποίας δι’ ημάς εις τον Σταυρόν ετραυμάτισες και δέξαι την ψυχήν μου, η οποία χωρίζεται σήμερον του σώματος δια την αγάπην σου. Ενθυμήσου, Κύριε, ότι σαρξ και αίμα είμεθα και μη αφήσης να φανερωθώσιν από τους δεινούς εξεταστάς εις το φοβερόν σου κριτήριον τα εν αγνοία μου πταίσματα, αλλά απόπλυνον αυτά με τα αίματα, τα οποία έχυσα δια Σε και οικονόμησε να γίνη το σώμα τούτο, όπερ δια Σε κατεκόπη, αθέατον εις εκείνους, οίτινες θα το ζητούν και φύλαξον αυτό σώον και ακέραιον, όπου ορίση η Βασιλεία σου. Επίβλεψον εξ ύψους αγίου σου, Κύριε, επί τον περιεστώτα λαόν τούτον και οδήγησον αυτούς εις το φως της Σης επιγνώσεως. Δίδου δε και εις όσους επικαλεσθούν δι’ εμού το πανάγιον Όνομά Σου τα προς το συμφέρον αιτήματα, δια να υμνούνται υπό πάντων τα μεγαλεία Σου, να Σε δοξάζουν με τον συνάναρχον Πατέρα και το συναϊδιον Πνεύμα Σου, νυν και αεί και εις τους απεράντους αιώνας των αιώνων. Αμήν». Ταύτα προσευξαμένη, είπε του δημίου να τελέση το προστασσόμενον, όστις εκτείνας το ξίφος απέκοψε την τιμίαν αυτής κεφαλήν τη 25η του Νοεμβρίου μηνός, περί το τε΄ (305) έτος· και πάλιν τότε θέλων ο Θεός να τιμήση την Αγίαν αυτού και πάνσεπτον Μάρτυρα, θαύμα ηκολούθει τω θαύματι. Εις μεν την εκκοπήν της μακαρίας αυτής κεφαλής είδον όλοι οι παρόντες να ρέη γάλα αντί αίματος. Το δε σεβάσμιον αυτής και πάντινον λείψανον έλαβον την ώραν εκείνην Άγιοι Άγγελοι και το επήγαν εις το Σίναιον όρος, ένθα μετ’ ευλαβείας αυτό περιέστειλαν. Τούτο είναι το Μαρτύριον της πανσόφου και θαυμασίας Αικατερίνης, ήτις ηγάπησε τόσον τον ουράνιον Νυμφίον Χριστόν, ώστε κατεφρόνησε πλούτον και δόξαν και πάσαν ματαίαν απόλαυσιν· όθεν αγάλλεται τώρα και συνευφραίνεται μετά των Αγίων αεί και πάντοτε· επαιδεύθη προσωρινώς και λαμβάνει απόλαυσιν αιώνιον. Αυτήν μιμήσου, ακροατά, και γίνου μάρτυς εις την προαίρεσιν, χωρίς να χύσης το αίμα σου· και επειδή τώρα δεν είναι ανάγκη, ούτε σε βιάζει κανείς να προσκυνήσης τα είδωλα, ούτε να αρνηθής τον Σωτήρα σου, όθεν αρνήσου καν και νίκησον τα πάθη του σώματος, ήτοι μακροθύμησον και υπόμεινον την ύβριν δια τον Κύριον, όπως τιμηθής υπ’ αυτού αιώνια. Εάν δε θυμωθής και αποδώσης εις τον πταίσαντα κακόν περισσότερον, έγινες σχεδόν αρνητής του Ευαγγελίου και επροσκύνησες τον Άρην. Το όμοιον κάμε και εις τα επίλοιπα πάθη και αμαρτήματα, ήτοι όταν έχης πόλεμον εις την σάρκα και την νικήσης ανδρείως, λογίζεσαι μάρτυς. Εάν δε νικηθής και πορνεύσης, επροσκύνησες το είδωλον της Αφροδίτης. Εάν μεθύσης, εθυσίασες εις τον Διόνυσον. Ομοίως και εις τα επίλοιπα πάθη της ψυχής και του σώματος. Εάν λοιπόν νικήσης αυτά και τα καταφρονήσης, θέλεις λάβει υπό του αθλοθέτου Χριστού αμαράντους στεφάνους, να ευφραίνεσαι μετά των Αγίων Μαρτύρων αεί και πάντοτε, να δοξάζης την Παναγίαν Τριάδα και την αειπάρθενον Δέσποινα, εις τους απεράντους αιώνας των ατελευτήτων αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΣΤ΄ (26η) Νοεμβρίου, μνήμη του Οσίου πατρός ημών ΑΛΥΠΙΟΥ του Κιονίτου.

Δημοσίευση από silver »

Αλύπιος ο Όσιος πατήρ ημών εγεννήθη κατά τας αρχάς στ΄ αιώνος εις την Ανδριανούπολιν της Παφλαγονίας. Τούτου τον υπεράνθρωπον Βίον θέλομεν διηγηθή ενταύθα, επειδή καλόν είναι μεν και θεάρεστον να διηγήται τις των Μαρτύρων τους αγώνας, οίτινες δίδουν πολλήν την ωφέλειαν με τα εξαίρετα παραδείγματα της μεγάλης ανδρείας και της προς τον Θεόν αγάπης, αλλά δεν είναι ολιγώτερον ψυχωφελές και σωτήριον το να γράφωνται οι ασκητικοί πόνοι και ιδρώτες των Οσίων Πατέρων εκείνων, όσοι υπέμειναν δια τον Χριστόν τοσαύτην κακοπάθειαν, κατοικούντες εις τα όρη, τα σπήλαια και τας οπάς της γης, στενοχωρούμενοι, υστερούμενοι και απορούμενοι πάντων των αναγκαίων του σώματος, των οποίων τον ισάγγελον βίον πρέπει έκαστος να θαυμάζη, διότι και αν ακόμη οι Άγιοι Μάρτυρες υπερτερούν τους Οσίους κατά την δριμύτητα των πόνων και την σφοδρότητα των κολάσεων, τας οποίας υπέστησαν, όμως αυτοί πάλιν υπέμειναν καθ’ όλην την ζωήν των πολεμούντες με την σάρκα και με τους ασπλάγχνους και ανελεήμονας δαίμονας, οι οποίοι τους εκόλαζαν καθώς οι τύραννοι εβασάνιζον και έδερον, ελίθαζον και ποικιλοτρόπως εταλαιπώρουν αυτούς, δια τούτο θα γράψωμεν και ημείς ενταύθα τον Βίον του θαυμασίου τούτου και μεγάλου εις την αρετήν Αλυπίου, όστις είναι εις εξ αυτών. Ούτος πατρίδα είχεν, ως είπομεν, την Ανδριανούπολιν, ήτις είναι πόλις της Παφλαγονίας και η οποία δεν καυχάται ούτε επαινείται τοσούτον δι’ εκείνον, όστις την έκτισεν, όσον σεμνύνεται ότι εγεννήθη εις αυτήν και ανετράφη τοιούτος ενάρετος άνθρωπος. Ούτος είχε γονείς ευγενείς και εναρέτους, και εις τα ήθη χρηστούς και ευγνώμονας· η δε μήτηρ αυτού, όταν εκυοφόρει τον Όσιον, είδεν εν οράματι ότι εκράτει αρνίον εύμορφον, έχον εις τα κέρατα λαμπάδας ανημμένας, και εφώτιζαν όλον τον οίκον πληρέστατα. Τούτο ήτο σημείον της αρετής και λαμπρότητος αυτού, με την οποίαν έμελλε να φωτίση κόσμον πολύν δια της θαυμασίου πολιτείας του· και πάλιν αφού τον εγέννησεν, είδεν άλλο όραμα, ότι εσυνάχθη όλη η χώρα με υμνωδίας και ιερά άσματα και τον επροσκύνησαν με μεγάλην ευλάβειαν· αφού δε απεγαλακτίσθη το βρέφος, απέθανεν ο πατήρ του και έμεινε μόνον η μήτηρ αυτού, ήτις κατενόησεν από τα προρρηθέντα οράματα και από άλλα τινά σημεία, ότι έμελλε να γίνη το παιδίον του Θεού δούλος γνήσιος και το επήγεν εις την Εκκλησίαν, παραδώσασα αυτό εις τας χείρας του τότε Αρχιερέως Θεοδώρου. Ούτος το επεμελήθη ως πατήρ πνευματικός και ευσεβώς το ανέτρεφε, διδάσκων αυτό τον Νόμον του Κυρίου· και τόσον ήτο από μικρόν γνωστικόν και εύτακτον, ώστε εφαίνετο θαύμα εξαίσιον, και όντως εφαίνετο ως το φυτόν, όπερ είναι πεφυτευμένον πλησίον του ύδατος· όθεν και με τον καιρόν απέδωκε τον καρπόν καλόν εις βρώσιν, ωραιότατον και πολλαπλάσιον, καθώς θέλομεν είπει εν συνεχεία σαφέστερον. Έβαλε λοιπόν παιδιόθεν ο Άγιος πρώτα θεμέλια την σωφροσύνην και εγκράτειαν, και όταν ήθελε του έλθει επιθυμία να φάγη κανέν είδος από τα βρώσιμα, επολέμει ανδρικώς τον πολέμιον και ούτε άρτον δεν εχόρταινεν, αλλά εδάμαζε την σάρκα και έσβυνε τας ορμάς και κινήματα αυτής με την αντίδικον εγκράτειαν· τον δε θυμόν ενίκα με την ταπείνωσιν, ομοίως και τα επίλοιπα πάθη εκυρίευε με τας εναντίας αρετάς και τα έκαμνεν υπήκοα της ψυχής. Ιδών λοιπόν την ενάρετον αυτού πολιτείαν τον εχειροτόνησεν ο Αρχιερεύς Ιεροδιάκονον και του έδωκε πάσαν την φροντίδα και διοίκησιν της Εκκλησίας να την κυβερνά επιμελέστατα, την οποίαν ευρίσκων υπό πολλών ακανθών αγριαίνουσαν και ξηραινομένην από την των θείων υδάτων υστέρησιν, έβαλε πολλήν επιμέλειαν και κόπον ανείκαστον, με νηστείας και προσευχάς, να μεταβάλη με τέχνην την αγριότητα εις ημερότητα, και το άγονον ταύτης εις γονιμότητα. Και κατά αλήθειαν (δια να είπωμεν τα προφητικά λόγια), μετέβαλεν εις λίμνας υδάτων την έρημον, κατώκισεν εκεί τους πεινώντας, έσπειρεν αγρούς καρδίας εξ αλογίας κεχερσωμένας και αμπελώνας εφύτευσε, και απλώς ειπείν κατά πολλά εβοήθησε τον Αρχιερέα εις τους πόνους και τας φροντίδας της Εκκλησίας ο θαυμαστός Αλύπιος. Επειδή όμως ο Άγιος είχε πόθον ανείκαστον να αναχωρήση από τον κόσμον, δια να εύρη την σωτηρίαν της ψυχής αυτού κατά μόνας πολιτευόμενος, εφανέρωσεν εις την μητέρα αυτού μόνον πνευματικά την γνώμην του, λέγων ότι εμελέτησε να υπάγη εις την Ανατολήν, εις την οποίαν ήσαν Ησυχαστήρια και να του δώση συγχώρησιν· η δε ευλαβής μήτηρ δεν ελυπήθη ως γυνή χήρα και ασθενής του φιλτάτου παιδός την υστέρησιν, αλλά μάλιστα τον επροθυμοποίησε λέγουσα· «Ύπαγε, τέκνον, όπου σε φωτίση ο Κύριος, εις τον οποίον σε παραδίδω να στείλη τον Άγγελον αυτού προ προσώπου σου να σε οδηγή εις το Άγιον αυτού και σωτήριον θέλημα, και να λάμψη ως μεσημβρία η δικαιοσύνη των έργων σου, επειδή πανσόφως ηγάπησες Αυτόν τον Δεσπότην και Σωτήρα σου και επροτίμησες Αυτόν υπέρ τους γονείς και φίλους και την πατρίδα σου». Ταύτα λέγουσα έκαμε προσευχήν δι’ αυτόν με θερμά δάκτυα, και εναγκαλισθέντες εφίλησαν αλλήλους στενάζοντες και ούτως αυτός μεν ανεχώρησεν, οι δε συμπολίται του όλοι ελυπήθησαν μαθόντες την αιφνίδιον αυτού αναχώρησιν και εξόχως ο Αρχιερεύς Θεόδωρος, όστις, ως το ήκουσεν, έδραμεν ευθύς κατόπιν και τον επρόφθασεν εις τα Ευχάϊτα, εις την οποίαν έκαμναν την πανήγυριν του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου, και τον παρεκάλεσε με δέησιν και δάκρυα να επιστρέψη εις την πατρίδα του. Ο δε Άγιος ελυπήθη, ότι τον ημπόδιζεν ο Αρχιερεύς από τον σκοπόν του· κατά δε την νύκτα ήκουσε θείαν φωνήν, ήτις του έλεγε· «Μη λυπείσαι ότι επιστρέφεις εις τα οπίσω, ότι, όπου αν ζήση τις ευσεβώς και θεάρεστα, εκεί είναι τα Ιεροσόλυμα». Ούτω λοιπόν Θεού ευδοκούντος επέστρεψε πάλιν ο γλυκύς καρπός εις τα ίδια και ζητών εις τας ερήμους, τόπον κατά τον σκοπόν αυτού επιτήδειον, ανέβηκεν εις όρος τι προς τον νότιον μέρος της πόλεως και σταθείς εις την κορυφήν του όρους ηυφράνθη η ψυχή του, επειδή ήτο ο τόπος πολλά επιτήδειος· επειδή όμως δεν είχεν ύδωρ, έμεινε περίλυπος ο Αλύπιος· και την άλλην ημέραν πάλιν ανέβη βαστάζων σκαφείον και δικέλλιον, και σκάπτων διαφόρους τόπους δεν εύρισκεν υγρασίαν ύδατος· όθεν από τον πολύν του κόπον εκάθισε και υπνώσας είδεν άνθρωπον τινά εις το όραμά του, όστις του έδειξε τόπον τινά και του είπε να σκάψη εκεί να εύρη το ποθούμενον. Όθεν εγερθείς έσκαψε και εξήλθεν ύδωρ πολύ και γλυκύτατον, η δε ψυχή του Αγίου ηγαλλιάσατο και ευχαριστήσας τον Κύριον επήγεν εις την χώραν και το ανήγγειλεν εις τον Επίσκοπον, ζητών να οικοδομήση Εκκλησίαν εκεί όπου το ύδωρ ανέβλυσεν· ο δε έταξε, κατά το φαινόμενον, να εκτελέση την επιθυμίαν του Αλυπίου, αλλά κρυφίως έστειλεν ανθρώπους και έφραξαν το στόμιον της πηγής, δια να μη κατοικήση εκεί ο Άγιος, διότι ήτο ο τόπος κακός και δύσβατος, αλλά να μείνη κάτω εις το επίπεδον δια να ημπορούν οι άνθρωποι να πηγαίνωσιν εις αυτόν προς ψυχικήν των ωφέλειαν. Βλέπων ο Όσιος ότι τον ημπόδισαν και απ’ εκεί, έβαλεν εις τον νουν του να αναβή εις τινα στύλον να γίνη μετέωρος· αλλά γνωρίζων, ως γνωστικός, ότι το τάχος πολλάκις και το αιφνίδιον της πολλής σκληραγωγίας φέρει τον άνθρωπον εις κίνδυνον, ηθέλησε να δοκιμάση πρώτον εις οίκον τινά ήσυχον, έπειτα να δοκιμάση και αγώνα μεγαλύτερον. Ευρήκε λοιπόν μακράν από την διατριβήν των ανθρώπων έρημον τινά τόπον, εις τον οποίον ούτε δένδρον ήτο πλησίον, ούτε άλλη παρηγορία του σώματος, αλλά μάλλον πληθύς δαιμόνων κατώκει εκεί, διότι ήσαν Ελλήνων μνήματα και ουδείς άνθρωπος δεν ηδύνατο να πλησιάση τελείως. Οι δε οικήτορες της πόλεως τον ημπόδιζαν και τον ωνείδιζον, βλέποντες αυτόν ότι έκτισε καλύβην εις τοιούτον τόπον κινδυνώδη και επικίνδυνον λέγοντες· «Τις πονηρός δαίμων σε ωδήγησεν εκεί να κινδυνεύσης ψυχή τε και σώματι; Φύγε απ’ εκεί μη σε φονεύσουν οι δαίμονες»· ο δε Άγιος έμεινεν άφοβος έχων εις τον Θεόν την ελπίδα του και ποσώς δεν εσυλλογίζετο κίνδυνον. Αφού έκαμεν εις την καλύβην ολίγον καιρόν, ηθέλησε να γίνη μετέωρος και βλέπων εις τάφον στύλον, εις το άνω μέρος του οποίου είχον θεμελιωμένον από παλαιόν καιρόν ταυρολέοντα, έβαλεν εις τον νουν του να τον κρημνίση εκείθεν και να οικήση αυτός εις τον κίονα. Όθεν επήγεν εις την χώραν και επήρε μίαν εικόνα του Δεσπότου Χριστού, ένα Σταυρόν και ένα μοχλόν σιδηρούν, με τον οποίον εξερρίζωσε μετά βίας από τον στύλον το ξόανον, διότι ήτο ανδρείος και είχε μεγάλην σωματικήν δύναμιν· αφού δε εκρήμνισεν αυτό, έβαλε τον Σταυρόν ως τρόπαιον του Χριστού και την εικόνα αυτού, από δε τον κόπον απεκοιμήθη και βλέπει δύο άνδρας ως Ιερείς και του λέγουσι· «Πολύν καιρόν σε ανεμένομεν, ότι θέλημα Θεού είναι να ευθύνης τούτους τους τόπους, και να κτίσης περικαλλή Ναόν της πανευφήμου Ευφημίας». Ο δε Όσιος εγερθείς ήρχισεν ευθύς τα θεμέλια και τότε εφάνησαν πάλιν εις αυτόν οι προαναφερθέντες ιεροπρεπείς εκείνοι άνδρες, εκ των οποίων ο μεν εις εβάσταζε θυμιατήριον και εσημείωνε τον τόπον, ο δε έτερος έλεγεν· «Ωσαννά, ωσαννά εις τούτο το θυσιαστήριον». Ταύτα βλέπων ο Όσιος εβεβαιώθη ότι ήτο Θεού οικονομία να οικοδομήση την Εκκλησίαν, καθώς εποίησεν ύστερα, ως θα ίδωμεν. Διότι πηγαίνων ο Αρχιερεύς της πόλεως εις τον βασιλέα δια τινα υπόθεσιν, έλαβεν εις την συνοδείαν του και τον Αλύπιον, ο δε Άγιος επήγε και παρά την θέλησίν του έως εις την Χαλκηδόνα δια να μη φανή προς τον προεστώτα παρήκοος, εκεί δε εισελθόντος του Αρχιερέως εις λέμβον την νύκτα μετά της λοιπής συνοδείας του, παρεμέρισεν ο Όσιος χωρίς να τον αντιληφθώσι και έμεινεν εις τον Ναόν της Αγίας Μάρτυρος Βάσης όπου και εκρύβη. Εις τον Ναόν τούτον υπνώσας ολίγον ο Άγιος είδε την Αγίαν Ευφημίαν με κάλλος άρρητον, προστάσσουσαν τούτον να εγερθή πάραυτα· ο δε Όσιος βλέπων τόσην ωραιότητα εθαύμασε· και ερωτήσας αυτήν τις ήτο, του απεκρίθη εκείνη λέγουσα· «Εγώ είμαι η Μάρτυς και δούλη του Χριστού Ευφημία· λοιπόν εγέρθητι να υπάγωμεν μαζί εις την πατρίδα σου και εγώ θα σου ελαφρύνω τον πόνον και την κάκωσιν της οδοιπορίας». Εγερθείς λοιπόν επέστρεψεν όπισθεν ενθυμούμενος πάντοτε εις την διάνοιάν του της Αγίας την ωραιότητα· αφού δε ήλθεν εις τον προρρηθέντα τόπον, έκτισε Ναόν της Αγίας όχι καθώς έπρεπε μεγαλοπρεπή και πλούσιον, αλλά καθώς ηδυνήθη, διότι δεν είχεν ούτε ράβδον ούτε πήραν, αλλά επορεύετο με πολλην πτωχείαν, κατά το ιερόν Ευαγγέλιον, μόνον εις την πίστιν υπάρχων πλούσιος. Έκαμε δε πριν να αναβή εις τον κίονα δύο έτη εις την καλύβην, την οποίαν έκτισε, δια να προγυμνασθή εις τον πόλεμον κατά των πονηρών πνευμάτων να μη τον νικήσωσι, τα οποία βλέποντα την σπουδήν του και την προθυμίαν εις τους αγώνας εξηγέρθησαν κατ’ αυτού και εδείκνυον ότι ήθελον να κατεδαφίσουν εκ θεμελίων την κέλλαν του· αλλ’ αυτός, ως γενναίος, ουδέ ποσώς εδειλίασεν, αλλ’ ίστατο ως όρος στερεόν και πύργος ισχυρός, έχων εις τον Θεόν τας ελπίδας του. Αφήνοντες δε εκείνοι την κέλλαν, επολεμούσαν να ρίψουν την Εκκλησίαν, ήτις δεν ήτο ακόμη εγκαινιασμένη κατά το σύνηθες· όθεν συναχθέντες ευλαβείς Ιερείς και λαϊκοί με τον Αρχιερέα και τελέσαντες λειτουργίαν αφιέρωσαν τον Ναόν εις την Αγίαν Μάρτυρα Ευφημίαν, από τότε δε εσκόρπισαν τα δαιμόνια και δεν ετόλμησαν πλέον να πλησιάσωσιν εις αυτόν. Επήγαιναν λοιπόν εκεί οι άνθρωποι και συνωμίλουν με τον Όσιον αφόβως, όστις βλέπων ότι πολλοί συνήγοντο και τον εσύγχυζον εις την ησυχίαν, ανέβη εις τον στύλον καρφώνων εις την κορυφήν του γύρωθεν ολίγας σανίδας δια να μη δυνηθή να κοιμηθή κοιτώμενος δίπλα, αλλά να στέκη όρθιος πάντοτε αγρυπνών και κοιμώμενος, να φαντάζεται δια παντός τα ουράνια· ήτο δε τότε ετών τριάκοντα και ίστατο, ω του θαύματος! ως χαλκούν ή λίθινον είδωλον υπομένων καρτερικώς και γενναίως τας βροχάς και τας χιόνας του χειμώνος, την αγριότητα των ανέμων, την καύσιν του θέρους και την ψυχρότητα της νυκτός, ως και πάσαν άλλην δεινήν κακοπάθειαν· ω της ανδρείας και της αρρήτου καρτερίας και γενναιότητος! Πως υπέμεινε των ανέμων την βίαν, τας νιφάδας των χιόνων και την των βροχών δριμύτητα; Ω αδαμαντίνου ψυχής! Και πάλιν να ήτο χαλκός ή λίθος ή σίδηρος δεν ήθελε βαστάσει τοσούτον γενναίως και ανδρικώτατα, ότι και ταύτα με την πολυκαιρίαν ρέουσιν από ολίγον εις ολίγον και φθείρονται· αλλ’ εκείνος ο της ουρανίου Βασιλείας βιαστής απαραίτητος και κατά της σαρκός παλαιστής καρτερόψυχος δεν ενικήθη από τας ηδονάς του σώματος, αλλά υπέμεινε κυβερνών το σώμα με ολίγον άρτον και ύδωρ σύμμετρον και τούτο ουχί καθ’ εκάστην, αλλά κάθε τόσας ημέρας άπαξ· ούτω δε βασανιζόμενος δεν εσαλεύθη ποτέ την διάνοιαν, καθ’ ημέραν σχεδόν θανατούμενος και μαχόμενος με τα πνεύματα της πονηρίας, τα οποία ενίκα παλαίων μρτ’ αυτών και υπ’ αυτών λιθαζόμενος και με τα βέλη των προσευχών εσφενδόνιζεν αυτά μακράν απ’ εκεί, ούτως ώστε δεν ημπορούσαν να πλησιάσωσιν. Εν μια δε των ημερών, θυμωθέντες οι δαίμονες κατ’ αυτού, του έρριψαν τόσους λίθους, ώστε έθραυσαν τας σανίδας, τας οποίας είχε γύρωθεν, ένας δε λίθος μεγάλος τον εκτύπησεν εις τον ώμον δυνατά και τον επλήγωσεν· ο δε Όσιος ύψωσε τας χείρας προς τον ουρανόν και δεικνύων την πληγήν προς τους δαίμονας έλεγε· «Διατί πολεμείτε τους δούλους του Θεού εις μάτην, ταλαίπωροι; Βλέπετε τούτον τον λίθον, τον οποίον μου ερρίψατε; Αυτός θέλει είναι μάρτυς της μοχθηρίας σας κατά την ώραν της κρίσεως· αλλά δια να ίδητε ότι ως βέλη των παίδων τας πληγάς σας λογίζομαι, ιδού ότι κρημνίζω και το ολίγον σκέπασμα, το οποίον είχα δια την κεφαλήν μου και το οποίον ημπόδισε πολλάκις τους λίθους σας και δεν με εφονεύσατε, ως τον Πρωτομάρτυρα Στέφανον». Ταύτα ακούοντες οι δαίμονες έφυγαν φωνάζοντες και οδυρόμενοι και έλεγον ταύτα προς τινας, τους οποίους καθ’ οδόν συνήντησαν· «Ο Αλύπιος μας εδίωξεν από την οικίαν μας και δεν ηξεύρομεν εις ποίον τόπον πάλιν να οικήσωμεν». Ο δε καλός στρατιώτης του Χριστού Αλύπιος εζήτησεν από την μητέρα αυτού σκέπαρνον, με το οποίον εχάλασε την ολίγην στέγην, ήτις του έδιδε μικράν παραμυθίαν, και ρίπτων αυτήν εις την γην έμεινε καθ’ όλην του την ζωήν ούτω άστεγος τελείως και αίθριος. Ταύτα βλέπουσα η στοργική μήτηρ αυτού διαρκώς ωδύρετο και έδερε το στήθος της λέγουσα· «Διατί εχάλασες την μικράν σκέπην σου, τέκνον μου; Πως θα υπομείνης την θανατηφόρον χάλαζαν; Την βίαν των ανέμων, την καύσιν του ηλίου, τας μεγάλας βροχάς του χειμώνος και την λοιπήν κακοπάθειαν;» Λέγει προς αυτήν ο Όσιος· «Ας ριγήσωμεν, μήτερ μου, και ας υπομείνωμεν της ημέρας τον καύσωνα, δια να λυτρωθώμεν από την φλόγα της αιωνίου κολάσεως και να λάβωμεν μισθόν της εργασίας επάξιον». Αυτά και άλλα πλείονα λέγων, έκαμε την φιλόθεον μητέρα του και του είπεν, ότι όχι μόνον τας σανίδας αλλά και το ιμάτιον όπερ εφόρει να ρίψη και να μείνη τελείως ολόγυμνος· διότι αν και ήτο φιλότεκνος, επειδή έβλεπε τον υιόν της και έπασχε δια τον Χριστόν τόσην κακοπάθειαν, ηρνείτο την φύσιν δια να προκρίνη υπέρ τον υιόν της τον Κύριον· ω ευλογημένον τέκνον και μήτηρ φιλόθεος ομού και φιλότεκνος! Ήτις έμεινεν έως τέλους εις τον στύλον κάτωθεν εις κελλίον και υπηρέτει το τέκνον της και εκοπίαζε να κερδίζη την τροφήν των με το εργόχειρον, από το οποίον έδιδε και ελεημοσύνην εις πένητας. Ελθών δε τις ευλαβής της έδωκεν ένα τρίτον του νομίσματος και λαβούσα τούτο επήγεν εις την χώραν με το θέλημα του υιού της να αγοράση ει τι εχρειάζοντο, αλλ’ αυτή η ευσπλαγχνος ελυπήθη τους πτωχούς και έδωκεν εις αυτούς τα χρήματα· όταν δε επέστρεψε την ηρώτησεν ο Όσιος τι ηγόρασεν· η δε απεκρίνατο· «Των πτωχών τα έδωσα, τέκνον μου, και ελπίζω εις τον Θεόν να μας στείλη δια τας ευχάς αυτών έλεος». Ο δε Όσιος εχάρη δια ταύτην την φιλόπτωχον γνώμην αυτής και εξ όλης ψυχής την ηυλόγησεν. Διεδόθη λοιπόν πανταχού η φήμη του Οσίου, και ήρχοντο όχι μόνον άνδρες, αλλά και γυναίκες να τον βλέπωσι και πολλαί απαρνούμεναι του κόσμου το μάταιον εμόναζαν και επροτιμούσαν την στενήν και τεθλιμμένην οδόν υπέρ πάσαν σωματικήν ηδυπάθειαν, και δια της προσκαίρου κακοπαθείας ηξιώθησαν της ουρανίου απολαύσεως και συνευφραίνονται τώρα μετά των φρονίμων παρθένων εις τα ουράνια. Εξόχως δε γυνή τις ευγενής και πανεύφημος, Ευφημία ονόματι, ήτις εμίσησε τον κόσμον και αφήκε τους συγγενείς και τον πλούτον της, και κτίσασα μικρόν κελλίον πλησίον του στύλου, ησκήτευον με άλλην τινά αρχόντισσαν καλουμένην Ευβούλην, ήτις εχήρευσε και επήγεν εις τον στύλον να συναγωνίζεται με την μητέρα του Αγίου και άλλην τινά συγγενή του, Μαρίαν ονόματι, ήτις κατεφρόνησε πάσαν τρυφήν σαρκός και απόλαυσιν· και τόσον επεμελείτο την αρετήν, ώστε έγινεν η πολιτεία της τύπος εις τας άλλας έως την σήμερον, επειδή συνήχθησαν πολλαί κατά μίμησιν των άνωθεν, εις τας οποίας έδωκε νόμον και κανόνας ο Άγιος πως να πορεύωνται, προ πάντων δε να μη τολμήση καμμία να ομιλήση με άνδρα πώποτε, την οποίαν εντολήν εφύλαξαν ακριβώς ως ψυχοσωτήριον. Η δε μήτηρ του Οσίου δεν ήθελε να γίνη Μοναχή περ’ όλον ότι πολλάκις εις τούτο ο υιός της την συνεβπύλευσεν, αλλά έλεγεν ότι η υπηρέτρια δεν έπρεπε να είναι μονάζουσα, και ταύτην την γνώμην είχε δια ταπείνωσιν· ο δε Θεός, δια να την λυτρώση ταύτης της πλάνης, της έδειξεν εις τον ύπνον της όραμα ότι έψαλλαν αι Μοναχαί εις την σύναξιν και εξήρχετο ευωδία θαυμάσιος· όθεν επήγε και αυτή να έμβη εκεί οπόθεν εξήρχετο η γλυκυτάτη ευωδία και ψαλμωδία η εναρμόνιος, αλλ’ εις όστις εφύλαττεν εις την θύραν δεν την αφήκεν, λέγων εις αυτήν ότι δεν ημπορεί να ενωθή με τας δούλας του Θεού, αύτη ήτις δεν έβαλεν ακόμη το άγιον Σχήμα· τότε εξύπνησε και λέγουσα το όραμα προς τον Όσιον, τον παρεκάλεσε να την κάμη Μοναχήν, ενώ πρότερον δεν ήθελε και ούτως ηξιώθη η μακαρία του Αγγελικού Σχήματος, και εκοπίαζε με τας άλλας εναρέτως, πολιτευόμεναι και ομοφρόνως ανυμνούσαι νύκτα και ημέραν επτάκις τον Κύριον· ξεχωριστά δε πάλιν είχον οι άνδρες άλλο Μοναστήριον, από το άλλο μέρος του στύλου, και έψαλλον ανυμνούντες τον Θεόν ακατάπαυστα, ο Όσιος δε άνωθεν από τον στύλον συνέψαλλε πάλιν μετά των Αγγέλων, ως τούτων συνόμιλος και τας χοροστασίας αυτών φανταζόμενος· μόνον δε εις τούτο είχε διαφοράν από τους Αγγέλους, ότι εφόρει το πήλινον σώμα ως άνθρωπος, ενώ είχε τα επίλοιπα των ασωμάτων χαρίσματα. Ακούσατε δε και το εξής θαυμάσιον, όπερ εφάνη πολλάκις εις αυτόν, δια να πιστεύση εις έκαστος την αλήθειαν. Φως λαμπρότατον κατήρχετο πολλάκις από τον ουρανόν και ίστατο άνωθεν της κεφαλής του Οσίου και επί ώραν πολλήν τον εφώτιζε· τούτο δε συνέβαινεν όταν ήτο νύκτα και ήστραπτε και εβρόντα και έβρεχεν, ίσως δια να μη βλέπωσι τοιαύτην δόξαν οι άνθρωποι· αλλά πάλιν πολλοί το είδον, δια να μη μείνη εις την λήθην της σιωπής τοιούτον μέγα θαυμάσιον· και τόσον πολύ ο τόπος όλος εκείνος έφεγγεν, ώστε ενόμιζαν οι ορώντες ότι αι σανίδες, αίτινες ήσαν γύρωθεν του Οσίου, εκαίοντο· αυτός δε με τρόμον και χαράν αγαλλόμενος έλεγε ταπεινά τούτο το τροπάριον: «Του δείπνου σου του μυστικού» και τα τούτου συνεχόμενα· τούτο δε είδον πολλοί όχι μόνον τρεις ή δέκα φοράς ή πεντήκοντα, αλλά αμετρήτους· επρομήνυε δε τον ερχομόν του φωτός ο Σταυρός τον οποίον είχεν εμπεπηγμένον ο Όσιος εις την κορυφήν του κλωβού, ήτοι της μικράς σκέπης των σανίδων, ο οποίος έτρεμε πρωτύτερα ώραν πολλήν όταν έμελλε να καταβή το φως, και ύστερα μετά την του φωτός προς τους ουρανούς ανέλευσιν, έμενε πάλιν ο Σταυρός ακίνητος! Τούτο το θαύμα ακούσασα η βασίλισσα του τότε καιρού, επήγε και το είδεν οφθαλμοφανώς, αφού δε επέστρεψεν εις το παλάτιον έστειλε προς τον Άγιον δύο άρχοντας με γράμματα και χρήματα πολλά και τον παρεκάλεσε να της δώση τον Σταυρόν εκείνον, να τον έχη εις τα βασίλεια. Ο δε Όσιος μεταξύ των άλλων χαρισμάτων είχε και το προορατικόν, γνωρίζων όχι μόνον τα παρόντα ει και μακράν γενόμενα, αλλά και τα μέλλοντα· όθεν γνωρίζων ότι εις ολίγας ημέρας έμελλε να κοιμηθή η βασίλισσα, της απήντησε να έχη ολίγην υπομονήν, και θέλει λάβει ως προίκα το ζητούμενον· προς δε τους δύο, οίτινες του έφεραν την επιστολήν και τα αργύρια, είπεν ότι ο εις μέλλει να γίνη βασιλεύς και ο άλλος Αρχιεπίσκοπος, τα οποία εις ολίγον ετελειώθησαν. Όχι δε μόνον ταύτα προεφήτευσεν ο αείμνηστος, αλλά και πολλοί άλλοι ήρχοντο και τον ηρώτων δια συγγενείς και φίλους των, οίτινες έλειπαν εις χώρας μακρινάς να τους είπη ως προφήτης, εάν θα ήρχοντο κατευόδιον· έτεροι δε έχοντες ασθενείς, και άλλοι άλλα διάφορα βάσανα, ήρχοντο ζητούντες λύσιν των λυπηρών και παράκλησιν. Εις πάντας τούτους ήτο ιατρός άμισθος και πανάριστος, θεραπεύων πάσαν ασθένειαν με λόγον, χωρίς να βάλη αλοιφήν τινα ή βότανον εις την πληγήν· άλλοι δε πάλιν, οίτινες είχον έχθραν προς αλλήλους τοσαύτην ώστε επεθύμουν ο εις του ετέρου τον θάνατον, ήρχοντο προς τον Άγιον και ακούοντες την διδαχήν και παραίνεσιν αυτού, έστρεφον το μίσος εις φιλίαν ανείκαστον και πάντες εδόξαζον τον Θεόν· ο δε Όσιος, ως μεσίτης της ειρήνης, υιός Θεού εγνωρίζετο, κατά το ιερόν Ευαγγέλιον. Εάν δε είναι «μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται» (Ματθ ε:4), κατά την του Κυρίου φωνήν, τις του Αλυπίου μακαριώτερος, όστις ελυπείτο καθ’ εκάστην, εκδιηγούμενος του Κυρίου το πάθος και ραίνων από τον πόνον της καρδίας του τόσα δάκρυα, ώσπερ να έβλεπε τον Χριστόν εις τον Σταυρόν καθηλούμενον; Εις δε την ελεημοσύνην ήτο τοσούτον επιμελέστατος, ώστε, όταν έδιδε τίποτε, εχαίρετο αυτός περισσότερον παρά εκείνος όστις την ελάμβανεν. Ελθών δε ποτε πτωχός τις και γυμνός, εδέετο κάτωθεν του στύλου να του δώση, εάν έχη, κανέν παλαιόρρασον· ο δε Όσιος εξεδύθη το ένδυμά τουκαι του το έρριψε· λαβών δε τούτο ο πτωχός το επήρε και ευχαριστήσας τον Άγιον ανεχώρησε χαίρων· ο δε Όσιος έμεινε στενοχωρούμενος από το ψύχος, έως ότου τον είδε τις από την ποίμνην του και του έφερεν άλλο ιμάτιον. Εν έτος έκαμε βαρύτερον χειμώνα από τους άλλους και πλέον δριμύτερον και τόση χάλαζα έπεσεν, ώστε εσκέπασε τον Άγιον και δεν ηδύνατο να σηκωθή τελείως· όθεν σχεδόν απεναρκώθη, διότι ήτο γέρων και αδύνατος από την πολλήν εγκράτειαν, διήλθε δε ο πάγος εις όλα τα μέλη του, εξόχως δε εις τα νεύρα, τα οποία είναι εις τα σκέλη των ποδών και έμειναν ανενέργητα, ώστε δεν ηδύνατο πλέον να σταθή ποσώς όρθιος· όθεν από την τόσην κακοπάθειαν κα τας άλλας οδύνας, τας οποίας είχεν από διαφόρους αιτίας, ολίγον κατ’ ολίγον απενεκρώθη ο τρισμακάριος· διότι εκτός από την παράλυσιν των γονάτων, είχε πληγήν κακήν εις τον πόδα από την πολλήν ορθοστασίαν, όπου προσηύχετο ώρας πολλάς ιστάμενος όρθιος. Ούτω λοιπόν υπερανθρώπως αγωνιζόμενος ο Όσιος και φθάσας εις το ογδοηκοστόν τρίτον (83) έτος της ζωής του, ή να είπω αληθέστερον κατ’ άλλους εκατόν (100) της νεκρώσεως, απενεκρώθη τελείως, και χαίρων απέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού περί το χη΄ (608) ή το χι΄ (610) έτος, ότε εβασίλευσεν ο Ηράκλειος· ετέλεσε δε εις τον στύλον επάνω έτη εξήκοντα εξ αίθριος και παλαίων με την φλόγα του ηλίου, με ψύχραν χειμέρειον, με βίαν ανέμων, με βροχών και χιόνων δριμύτητα και άλλας ανάγκας της φύσεως, το δε τρομερώτερον πάντων αντιμαχόμενος με τους ανελεήμονας δαίμονας. Από τους χρόνους δε τούτους έκαμε δεκατέσσαρας, τους υστερινούς της ζωής του, όπου δεν ηδύνατο να γυρίση από τον πόνον της πληγής, αλλ’ έκειτο εις μίαν πλευράν έτη δεκατέσσαρα, και τότε από των λυπηρών απήλθεν εις τα πανευφρόσυνα χαίρων και ευφραινόμενος. Ω της ανδρείας και γενναιότητος! Με ποίον από τους Αγίους, αδελφοί, να παρομοιάσωμεν τούτον τον αδαμάντινον και θαυμάσιον; Και οι Άγιοι τρεις Παίδες εις την Βαβυλώνα εφάνησαν, αλλά μόνον μίαν ημέραν και με ένα στοιχείον αντεπολέμησαν· αλλ’ ούτος όχι μόνον με το πυρ, αλλά και με το ύδωρ και το ψύχος όλην του την ζωήν ηγωνίζετο. Μίαν και μόνην νύκτα χειμέριον έκαμαν εις την λίμνην οι τεσσαράκοντα Μάρτυρες και έγιναν δι’ αυτό εις όλον τον κόσμον περιφανείς και πανεύφημοι και ουρανών Βασιλείαν εκληρονόμησαν, ούτος δε όλην την ζωήν του με τόσας βροχάς και χιόνας επάλαιεν. Εάν δε τινες Άγιοι κατά θηρίων ηγωνίσθησαν, ούτος επάλαισε και ανδρείως ενίκησε τους αγριωτέρους των θηρίων και ανημέρους δαίμονας. Αλλ’ επί το προκείμενον επανέλθωμεν, ίνα δώσωμεν τέλος της διηγήσεως. Εις την κοίμησιν του Οσίου συνήχθησαν αναρίθμητοι άνθρωποι, όχι μόνον άνδρες αλλά και γυναίκες δια να λάβουν αγιασμόν από τον ασπασμόν των ιερών λειψάνων του και έμειναν αγρυπνούντες πλησίον του Αγίου και ψάλλοντες ημέρας τέσσαρας από την πολλήν των ευλάβειαν. Κατά δε την τελευταίαν ημέραν, όταν τον ενεταφίαζον, έδραμε νέος τις δαιμονιζόμενος και πίπτων εις τον τάφον του Αγίου, τον εσπάραξε δεινώς το δαιμόνιον δια πρεσβειών όμως του Οσίου έφυγεν απ’ αυτού ο μισάνθρωπος και έμεινεν υγιής δοξάζων τον Κύριον, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, εις τους αιώνας. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΖ΄ (27η) Νοεμβρίου, μνήμη του Αγίου Μεγαλομάρτυρος ΙΑΚΩΒΟΥ του Πέρσου.

Δημοσίευση από silver »


Ιάκωβος ο ένδοξος του Χριστού Μεγαλομάρτυς ήτο από την Περσίαν, ζων κατά τους χρόνους των ευσεβών βασιλέων Αρκαδίου και Ονωρίου των υιών του Μεγάλου Θεοδοσίου, οίτινες εβασίλευσαν εν έτει 395, διέμενε δε εις την πόλιν της Περσίας Βηθλαβάν κειμένην εις την χώραν των Ελουζησίων. Τότε εκυρίευον εις την Περσίαν ο Ισδιγέρδης Α΄ και Βαχράμ Ε΄ ο υιός του, οίτινες ήσαν άνθρωποι ωμοί και άσπλαγχνοι και εβίαζον τους Χριστιανούς, όσους εύρισκον, να προσκυνώσιν ώσπερ εκείνοι τα αναίσθητα είδωλα. Ο δε Ιάκωβος ήτο άρχων την αξίαν περιφανέστατος και χρήσιμος, από όλους τιμώμενος και αγαπώμενος διότι ήτο πλούσιος, γνωστικός και ενάρετος· όθεν ήτο πρώτος του παλατίου και τον ηγάπα πολύ ο βασιλεύς δίδων εις αυτόν μεγάλην αξίαν και χαρίσματα άφθονα. Τόσον δε τον ηγάπων ο Ισδιγέρδης και ο Βαχράμ ο υιός του, ώστε δεν ήθελον σχεδόν να αποχωρισθούν μίαν ώραν από αυτόν· εδείκνυον δε τόσην συμπάθειαν, ώστε τον είχον ως αδελφόν δια την του γένους του περιφάνειαν και την κοσμιότητα αυτού και δια να τον σύρωσιν οι πανούργοι προς την ασέβειαν, - διότι ήτο παιδιόθεν Χριστιανός καθώς οι γονείς και η γυνή του ήσαν ευσεβείς και πιστοί εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν – από τον οποίον έπασχον να τον αποξενώσωσιν οι αλιτήριοι με δωρεάς και χαρίσματα, γινώσκοντες ότι οι καλόγνωμοι και διακριτικοί άνθρωποι πείθονται μάλλον με ευεργεσίας και κολακείας ή με απειλάς και κολαστήρια, καθώς έπαθε και ούτος ο θαυμαστός Ιάκωβος, όστις, νικηθείς υπό της πολλής φιλοδωρίας του άρχοντος, ηχμαλωτίσθη, φεύ! Και ηρνήθη τον Χριστόν τον γλυκύτατον και προσκυνήσας τους δαίμονας έγινε με τον βασιλέα μία ψυχή. Αλλά μη σκυθρωπάσητε, ακροαταί, και βαρυκαρδίσητε, τοιαύτα ακούοντες· διότι καθώς μία ρανίς ύδατος στάζουσα διηνεκώς εις το μάρμαρον δύναται να το τρυπήση, ούτως αι πολλαί δωρεαί και χάριτες δύνανται ψυχήν ευγνώμονα να την μεταστρέψουν με ευκολίαν και λίαν τάχιστα, καθώς έκαμαν εις τούτον τον περιφανή και αοίδιμον και εκοίλαναν την στερεάν πέτραν της πίστεως αυτού· αλλ’ ακούσατε και το τέλος, να λάβητε ευφροσύνην και αγαλλίασιν, ότι ο Θεός δεν παραβλέπει όσους προεγνώρισε και προώρισεν, αλλά και πεσόντας ανορθοί και φωταγωγεί τυφλώττοντας. Εξελθούσα λοιπόν η φήμη του Ιακώβου εις τόπους διαφόρους ότι ηρνήθη τον Χριστόν, ήλθε και εις τας ακοάς της μητρός και της συμβίας του, αίτινες επληγώθησαν την καρδίαν τοιούτον λόγον ανελπίστως ακούσασαι· και επειδή δεν ήτο παρών να τον ελέγξωσι δια στόματος, του έστειλαν επιστολήν ταύτα γράφουσαν· «Δεν ήτο πρέπον της ευγενείας σου να ανταλλάξης δια το ψεύδος την αλήθειαν και να απατηθής δια τιμάς ανθρώπων και χαρίσματα πρόσκαιρα, τα οποία παρέρχονται ωσεί όνειρος και ωσεί καπνός διαλύονται. Να αγαπήσης βασιλέα φθαρτόν και πρόσκαιρον και να εγκαταλείψης τον αθάνατον και αιώνιον, όστις κατακρίνει τους αυτόν αθετήσαντας εις πυρ άσβεστον και κόλασιν ατελεύτητον; Τον Χριστόν ηρνήθης και γέγονας της τούτου αγάπης ανάξιος, δια να έχης φίλον ένα σκωληκόβρωτον άνθρωπον; Ω της ανοίας! Και τι δύναται να σε ωφελήση, όταν υπάγης μετ’ αυτού εις τα εκεί κολαστήρια; Ημείς πολλήν θλίψιν έχομεν δια σε και πολλά δάκρυα εχύσαμεν, εξ όλης καρδίας δεόμεναι του αληθινού Θεού να μη σε εγκαταλείψη ως ευσπλαγχνος, αλλά να σε υποδεχθή επιστρέφοντα. Λοιπόν γνώρισον την αταξίαν, την οποίαν εποίησας, γενόμενος υιός του σκότους, αντί φωτός όπου ήσουν το πρότερον και ανανήψας επίστρεψον πάλιν προς την θεοσέβειαν· ει δε και δεν μετανοήσης το ταχύτερον, γίνωσκε, ότι δεν έχεις πλέον με ημάς καμμίαν συγγένειαν, αλλά θέλομεν είσθαι από σου ξέναι και αλλότριαι, ούτε τινά κληρονομίαν θα λάβης από το πράγμα μας, αλλά θα είσαι τελείως κεχωρισμένος από την κοινωνίαν μας· διότι ουδεμίαν μερίδα έχει το φως με το σκότος και ο πιστός με τον άπιστον. Επίστρεψον λοιπόν καλώς όθεν κακώς ανεχώρησας, επειδή ο Δεσπότης, τον οποίον ηρνήθης, δεν σε αποστρέφεται μεταμελούμενον, αλλ’ ίσταται εις τον Σταυρόν με αγκάλας ανοικτάς να σε υποδεχθή ευφραινόμενος· ει δε καταφρονήσης την συμβουλήν ημών και τα δάκρυα, όταν σε φθάση η θεία δίκη μαζί με τον φίλον σου, θα τιμωρήσθε εις κόλασιν ατελεύτητον, πλην τότε θέλεις κλαίει ανώφελα». Ταύτην την επιστολήν αναγνώσας ο Ιάκωβος έμεινε σύννους ώσπερ από ύπνον και μέθην εξεγειρόμενος και συλλογιζόμενος ποίον θησαυρόν της πίστεως απώλεσε, ποίου φωτός υστερήθη και εις ποταπόν σκότος της πλάνης εξέπεσεν, έκλαυσε οικρώς, μετανοήσας δια τα πεπραγμένα και εκ καρδίας στενάζων και τύπτων το στήθος ωλοφύρετο κραυγάζων προς τον Δεσπότην να του συγχωρήση την ανομίαν ως εύσπλαγχνος. Εμιμείτο την του Μανασσή και Πέτρου μετάνοιαν, εμελέτα την θείαν Γραφήν και ενθυμούμενος τας πικράς κολάσεις, δεν ηδύνατο να παύση τα δάκρυα, αλλά φανερά εξωμολογείτο την προτέραν ασέβειαν. Όθεν ιδόντες αυτόν τινές ασεβείς και μαθόντες την αιτίαν της θλίψεως, τον διέβαλον εις τον βασιλέα, όστις επληγώθη την καρδίαν ταύτα ακούσας και προσκαλεσάμενος ηρώτησεν αυτόν μετά θυμού, εάν ήτο Ναζωραίος, ο δε απεκρίσατο ευθαρσώς και εύθυμος· «Ναι, δούλος είμαι του Κυρίου μου Ιησού Χριστού». Ο δε βασιλεύς εθυμώθη, πλην ενθυμούμενος την προτέραν αυτών φιλίαν δεν έδειξε τον θυμόν εις το φανερόν, αλλ’ εδοκίμασε πρότερον με κολακείας και δωρεών υποσχέσεις, οτέ δε και με φοβερισμούς τιμωριών και κολάσεων, μήπως και τον μεταστρέψη, αλλά δεν ηδυνήθη ο δείλαιος, ότι ο Άγιος εδίψα το Μαρτύριον. Ο δε μακάριος Ιάκωβος, δια να κάμη τον τύραννον να τον θανατώση το γρηγορώτερον, τοιαύτα προς αυτόν απεκρίνατο· «Μάτην κοπιάς επιχειρών αδύνατα πράγματα, να σπέίρης σίτον εις το πέλαγος ή να κρατήσης τον άνεμον εις το δίκτυον· ούτως είναι αδύνατον να μεταβάλης πλέον την γνώμην μου από την ευσέβειαν. Λοιπόν απόθες πάσαν ελπίδα να μη κρύπτης πλέον την οργήν σου, αλλά κατάκοψον μεληδόν τας σάρκας μου· τιμώρει, κατάφλεγε, ποίησον ει τι βούλεσαι εις το σώμα μου, την δε ψυχήν δεν θέλεις δυνηθή να μεταστρέψης εις την ασέβειαν». Ο δε βασιλεύς εδοκίμασε πάλιν με κολακείας να τον παγιδεύση και κρύπτων τον θυμόν προσποιείται πάλιν αγάπην, λέγων προς αυτόν· «Λυπήσου το σώμα σου, Ιάκωβε, την επανθούσαν σοι ωραιότητα και την άμετρον φιλίαν μας και μη θελήσης να στερηθής τας απολαύσεις του κόσμου και την γλυκυτάτην ταύτην ζωήν, να λάβης χαλεπάς οδύνας και πικρότατον θάνατον, δια ελπιζόμενα αγαθά αβέβαια. Εγώ σου υπόσχομαι να έχωμεν κοινόν τον πλούτον και την δόξαν της βασιλείας μου, καλλίτερα παρά πρότερον. Ναι, φίλτατέ μοι και περιπόθητε, δέομαί σου μη καταφρονήσης την μεγάλην φιλίαν μας, να φανής προς εμέ αχάριστος· διότι, εάν απειθήσης, ανάγκη είναι να σου δώσω, και χωρίς να θέλω, την πρέπουσαν παίδευσιν· αλλά μη νομίσης, ότι θα σε λυπηθώ ποσώς εις το ύστερον· όχι κατά αλήθειαν, αλλάθα μετατρέψω την αγάπην, την οποίαν σου έχω τώρα, εις μίσος αντάξιον της παρακοής σου και θα σου δώσω τοιαύτα δεινά κολαστήρια, τα οποία ποτέ δεν ηκούσθησαν». Ταύτα ακούων ο μακάριος Ιάκωβος απεκρίνατο λέγων· «Μη χάνης τον καιρόν ακαίρως, ω βασιλεύ· μη με φοβερίζης με παιδευτήρια, ούτε να με κολακεύης με δωρεάς και χαρίσματα, διότι εγώ πάσαν απόλαυσιν πρόσκαιρον εκ καρδίας εμίσησα, ματαίαν δόξαν, ρέοντα πλούτον και σαρκικήν ηδυπάθειαν, ίνα κληρονομήσω τον αληθή πλούτον, την όντως τιμήν και ανέκφραστον ηδονήν της εκείθεν μακαριότητος. Όθεν ευχαρίστως στερούμαι πλούτου και δόξης, φίλων και συγγενών, μητρός, γυναικός και πάντων των ηδέων του σώματος· όχι δε μόνον ταύτα, αλλά και έτοιμος είμαι να λάβω μυρίους θανάτους, μόνον να μη ζημιωθώ Χριστόν τον γλυκύτατον, τον ωραίον κάλλει παρά τους υιούς των ανθρώπων, όστις εδημιούργησεν ήλιον, σελήνην και τα επίλοιπα κτίσματα και έχει ίσην την δύναμιν με την ένθεον βούλησιν και όστις αυτόν απαρνήσηται, υπάγει εις θάνατον ατελεύτητον». Αυτάκαι πλείονα είπεν ο μακάριος Ιάκωβος· ο δε βασιλέύς εθυμώθη λίαν, γνωρίσας ότι δεν ηδύνατο να τον διαστρέψη· όθεν συμβουλευθείς με τινα της συγκλήτου άνθρωπον, έδωκε κατ’ αυτού απόφασιν τοσούτον σκληράν, ώστε μόνον να την ακούη τις φρίττει η καρδία του, ήτοι να κόψουν όλους τους αρμούς και αρθρώσεις του, αρχίζοντες πρώτον από τους δακτύλους των χειρών, έπειτα και τας λοιπάς αρμονίας. Ω απανθρώπου αποφάσεως! Τις άλλος σκληρότατος τύραννος έδειξε ποτέ τόσην ασπλαγχνίαν προς φίλον του; Ω θηριώδους γνώμης και ψυχής ασυμπαθούς και ανελεήμονος! Όσοι το ήκουσαν συνεπόνεσαν, όχι μόνον οι ευσεβείς, αλλά και οι περισσότεροι εθνικοί και σχεδόν ειπείν και οι ασεβείς ειδωλολάτραι εδάκρυσαν εις τοιαύτην ψήφον θηριογνώμονα. Ο δε Μάρτυς της αληθείας δεν εδειλίασε καν εις το άκουσμα τοιαύτης καταδίκης, αλλά μάλλον έτρεχεν εις το στάδιον με πολλήν προθυμίαν και αγαλλίασιν. Συνήχθησαν λοιπόν όλοι της πόλεως δια να ίδουν τούτο το φρικωδέστατον θέαμα, όχι δε μόνον άνθρωποι, αλλά και Άγγελοι και δαίμονες παρεγένοντο εις τοσούτον ισχυρόν αγώνα και βίαιον πάλαισμα. Οι μεν Άγγελοι δια να βοηθήσουν αοράτως τον Άγιον να λάβη τον στέφανον, οι δε αντίπαλοι δια να εμποδίσουν (εάν δυνηθούν) και σμικρύνουν τούτου το πρόθυμον· έτι δε και δια να πληρωθή ο λόγος του Αποστόλου· «Θέατρον εγενήθημεν τω κόσμω και Αγγέλοις και ανθρώποις» (Α΄ Κορ. δ:9). Αλλά και αυτός ο μέγας αγωνοθέτης και Βασιλεύς ουράνιος παρεγένετο και ίστατο άνωθεν αυτού, να τον ενδυναμώνη εις την των παθημάτων πάλην εκείνην και μετά το τέλος να του χαρίση τον άφθαρτον στέφανον. Βλέπων δε ο θαυμαστός εκείνος και μεγαλόφρων ανήρ τους ανημέρους δημίους και τα φοβερά όργανα, με τα οποία έμελλον να τον κατακόψωσι, δεν εφοβήθη την παρασκευαζομένην καινοτομίαν, την οποίαν πάσα αγαθή ψυχή και φιλάνθρωπος, εάν έβλεπεν άλλον ούτω πάσχοντα, ήθελε λυπηθή και συμπονέσει αυτόν ως άνθρωπος· αλλ’ αυτός ο γενναίος δεν έδειξε τίποτε σκυθρωπόν, δεν ωμίλει λόγον ταπεινόν, ουδέ τι ανάξιον της ανδρείας του έπαθεν· αλλ’ ώσπερ να ήτο η σαρξ του αναίσθητος, ίστατο με ιλαρόν βλέμμα και πρόσωπον χαριέστατον. Έδεσαν λοιπόν τότε τας χείρας και τους πόδας του Μάρτυρος οι δήμιοι· αφού δε έβαλαν εις τον άκμονα την δεξιάν αυτού, λέγουσιν· «Ίδε τι μέλλεις να πάθης δια την απείθειάν σου· προσετάχθημεν να κόψωμεν ένα προς ένα τα μέλη σου, τους δακτύλους όλους, τας χείρας και τους πόδας, τους βραχίονας, τους ώμους, τους αστραγάλους, τα γόνατα, τους μηρούς και την κεφαλήν εις το ύστερον. Συλλογίσου λοιπόν , πριν δοκιμάσης τόσας βασάνους, να κάμης το συμφερώτερον, ότι ύστερα δεν ωφελεί η μετάνοια». Τινές δε φίλοι και γνώριμοι επαρακαλούσαν αυτόν δακρύοντες να λυπηθή την σάρκα του και να μη λάβη εκουσίως τοσούτον επίπονον και πολυώδυνον θάνατον. Ο δε Άγιος απεκρίνατο· «Μη κλαίετε δι’ εμέ, ταλαίπωροι, αλλά θρηνείτε εαυτούς και τα τέκνα σας, ότι δια πρόσκαιρον ηδονήν υπάγετε με τους θεούς σας εις κόλασιν ατελεύτητον· εγώ δε, δια πόνον πρόσκαιρον μιας ημέρας, κληρονομώ την ουράνιον Βασιλείαν του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, ηδονήν ανέκφραστον και ευφροσύνην αιώνιον». Ταύτα ειπών είδε τους δημίους ότι ητοίμαζον τα εργαλεία να κόψουν τα μέλη του· όθεν εζήτησεν ολίγην διορίαν να κάμη προς Κύριον δέησιν και ούτως έκαμε προσευχήν, να του δώση δύναμιν και βοήθειαν να τελάση τον αγώνα, ίνα λάβη τον της αθλήσεως στέφανον. Αρξάμενοι δε του Μαρτυρίου οι δήμιοι έκοψαν πρώτον τον αντίχειρα του Μάρτυρος. Ο δε αναβλέψας προς ουρανόν, είπε· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο βοηθός των αβοηθήτων, η ελπίς των απηλπισμένων και των αδυνάτων η δύναμις, πρόσδεξαι τον πρώτον κλάδον του δένδρου τούτου εν τω ελέει σου, ότι ώσπερ η άμπελος θάλλει κλαδευομένη εις τον καιρόν αυτής, ούτω και εγώ θέλω παρασταθή εις το βήμα σου σώος και ανελλιπής την ημέραν της Αναστάσεως». Όταν δε του έκοψαν και τον δεύτερον δάκτυλον, είπε· «Πρόσδεξαι, Κύριε, και τον δεύτερον κλάδον του δένδρου, το οποίον η δεξιά σου εφύτευσεν». Είχε δε το πρόσωπον φαιδρόν και χαριέστατον, ώσπερ να ενετρύφα εις τα προσδοκώμενα αγαθά του Κυρίου μας. Είτα έκοψαν τον τρίτον δάκτυλον, και εκείνος έλεγε· «Μετά των εν τη καμίνω βληθέντων τριών Παίδων ανυμνώ και δοξάζω σε, Κύριε, και εν τω χορώ των Αγίων σου Μαρτύρων ψαλώ τω Ονόματί σου, Ύψιστε». Εις δε την εκτομήν του τετάρτου και πέμπτου, επληρώθη χαράς το στόμα αυτού, και έλεγεν· «Εν ταις πέντε μου αισθήσεσιν ευλογήσω σε, Κύριε· όθεν των αγαθών πόνων της εμής δεξιάς τον πενταστέλεχον και ευκλεή καρπόν πρόσδεξαι, Δέσποτα Κύριε». Τότε έκοψαν ένα προς ένα και τα της αριστεράς δάκτυλα και ηυχαρίστει εις όλα ο γενναιότατος, λέγων εις έκαστον την αρμοδίαν ευχήν και δοξολογίαν την πρέπουσαν. Τινές δε των παρεστώτων φίλων του έλεγον προς αυτόν, πικρώς κλαίοντες· «Αδελφέ ηγαπημένε, λυπήσου τον εαυτόν σου και μη θελήσης να σε κακοθανατώσουν οδυνηρώς, να χάσης την γλυκυτάτην ζωήν, την γυναίκα και την μητέρα σου και την λοιπήν του κόσμου απόλαυσιν, μη λυπείσαι δε δια τους δακτύλους σου, ότι έχομεν ιατρούς επιστήμονας να σε θεραπεύσουν· έχεις πολύν πλούτον και δεν χρειάζεσαι από των χειρών την υπηρεσίαν. Λοιπόν άκουσόν μας προς το συμφέρον σου, ειπέ μόνον λόγον μικρόν με το στόμα σου, να φανή ότι έκαμες του βασιλέως το πρόσταγμα, ίνα λυτρωθής των δεινών κολάσεων και με την καρδίαν πίστευε πάλιν εις τον Θεόν σου· και όταν υπάγης εις την χώραν σου θέλεις κλαύσει και του ζητήσει συγχώρησιν». Ο δε μακάριος απεκρίνατο· «Μη γένοιτο να πράξω τοιαύτην υπόκρισιν· δεν δύναταί τις να δουλεύη δύο αυθέντας· όστις βάλη την χείρα εις το άροτρον και στραφή οπίσω, δεν είναι άξιος της ουρανίου μακαριότητος. Άδικον είναι ν’ αγαπώ την μητέρα και την γυναίκα μου περισσότερον από τον Θεόν και Σωτήρα μου. Όστις δεν λάβη τον Σταυρόν αυτού ίνα ακολουθήση τον Χριστόν, δεν είναι άξιος δούλος του. Δια των μικρών τούτων πόνων υπάγω προς αυτόν τον Δεσπότην μου, να λάβω τον της αθλήσεως στέφανον· όθεν παρακαλώ σας μη με λυπήσθε, αλλά συγχαρήτε μοι μάλλον και συνευφρανθήτε». Ταύτα ακούσαντες οι δήμιοι έκοψαν και τα δάκτυλα των ποδών αυτού καθ’ έκαστον, δια να του δίδουν πολλήν οδύνην και βάσανον. Ο δε αδαμάντινος υπέμεινεν όλους αυτούς τους πόνους καρτερικώς και ηυχαρίστει εις έκαστον δάκτυλον, αναμέλπων τον αρμόδιον ύμνον. Άλλοτε μεν έλεγεν· «Ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν». Ποτέ δε ώσπερ επιθαρρύνων εαυτόν έλεγεν· «Ίνα τι περίλυπος ει η ψυχή μου;» και τα λοιπά. Τότε έκοψαν και τους πόδας αυτού από τους αστραγάλους· έπειτα πάλιν τους εξανάκοψαν εις τα γόνατα· μετά ταύτα τας παλάμας και τους βραχίονας ανηλεώς απέκοψαν. Ο δε αδαμάντινος εκαρτέρει μεγαλοψύχως, βλέπων τους δακτύλους, τας χείρας και τους πόδας ερριμμένους εις την γην και δεν ελάλησε λόγον θυμού ποσώς κατά των δημίων ή του δικάζοντος, αλλά μόνον προσηύχετο λέγων διαφόρους ρήσεις της θείας Γραφής, ήτοι «Άσω τω Κυρίω εν τη ζωή μου, ψαλώ τω Θεώ μου έως υπάρχω. Ηδυνθείη αυτώ η διαλογή μου, εγώ δε ευφρανθήσομαι επί τω Κυρίω» (Ψαλμ. ργ: 33-34) και άλλα τοιαύτα προς αναψυχήν αυτού και παράκλησιν. Ω της του Μάρτυρος γενναιότητος! Ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ! Και πως υπέμεινε τόσους δριμυτάτους πόνους και αλγηδόνας πικράς ο αήττητος; Ω ακροαταί, τάχα δεν ιλιγγιάσατε και δεν επόνεσεν η ψυχή σας, μόνον ακούοντες τοιαύτην κατακοπήν πρωτάκουστον; Εγώ νομίζω, όσοι ευρέθησαν παρόντες εις τοσούτον φοβερόν και φρικωδέστατον θέαμα, όχι μόνον οι πιστοί, αλλά και αυτοί οι διώκοντες, έτι δε και αυτοί οι αναίσθητοι λίθοι, θα συνεπόνεσαν. Μόνον εκείνος ο καρτερόψυχος και φιλόχριστος δεν εδάκρυσεν, αλλ’ υπέμεινε γενναίως τας φρικτάς και αφορήτους βασάνους με ιλαρόν και αγαλλόμενον πρόσωπον· διότι τοιαύτην φύσιν και συνήθειαν έχει ο θείος έρως, όταν περιλάβη μίαν ευγενεστάτην ψυχήν, την ενδυναμώνει να υπερνικά και να κυριεύη την φύσιν, να μη δειλιά αλγηδόνας και μάστιγας· διότι χωρίς της θείας αυτής δυνάμεως δεν ήτο δυνατόν να υπομείνη τόσας οδύνας, καθώς είδομεν μερικούς, οίτινες μόνον δια την κοπήν της μιας χειρός ή του ποδός απέθανον, τον σφοδρόν και άρρητον πόνον μη υποφέροντες, ούτος δε ο πολυϋμνητος και αειμακάριστος όχι μόνον ένα ή τρεις ή δέκα θανάτους υπέμεινεν, αλλά υπέρ τους είκοσι και τριάκοντα. Έτρεχον ως ποταμοί τα αίματα, έπιπτον αι σάρκες, εκόπτοντο αι φλέβες, ανεσπώντο τα νεύρα, αι αρτηρίαι ηφανίζοντο, τα μέλη διεσκορπίζοντο, ελιποθύμει το θέατρον, οι δήμιοι κόπτοντες εκουράσθησαν, οι δαίμονες ηττηθέντες εφρύαξαν, οι Άγγελοι ορώντες εθαύμασαν· αλλ’ ο πάσχων εφαίνετο φαιδρός και δεν εδείκνυε βλάμμα στυγνόν, αλλ’ ήτο όλος περιχαρής ως ευωχούμενος μάλλον και όχι τεμνόμενος. Έκοψαν δε και τους μηρούς του Μάρτυρος και τότε επόνεσε πολύ ο μακάριος, δριμυτέρας οδύνας αισθανόμενος, και εβόησε λέγων· «Χριστέ, βοήθει μοι». Τότε είπον οι δήμιοι προς αυτόν· «Δεν σου το είπομεν πρότερον, ότι δεινάς βασάνους και πόνους έμελλες να λάβης και δεν το επίστευες; Ειπέ τώρα του Θεού σου να σε λυτρώση από τας τιμωρίας ταύτας». Ο δε απεκρίνατο· «Δεν ζητώ από τον Χριστόν μου να με λυτρώση από την βάσανον, αλλά να με ενδυναμώση έως τέλους, να λάβω τον στέφανον, ω ανόητοι· δια να φανή ότι έχω σάρκα, δια τούτο τώρα προς ώραν επόνεσα· αλλά πρότερον ήτο ο νους μου όλος προς τον Δεσπότην μου Ιησούν Χριστόν, όστις ελάφρυνε τους πόνους μου και δεν ησθανόμην τίποτε, και επ’ αληθείας, καθώς ο άκμων σφυροκοπούμενος δεν αισθάνεται πόνον, ούτω και εγώ κατακοπτόμενος δεν επόνεσα· όθεν ευχαριστώ τον Θεόν μου και παρακαλώ σας μη με λυπείσθε, αλλά καταλύσατέ μου τούτον τον παλαιόν οίκον της σαρκός, δια να μου ανακαινισθή άλλος ωραιότερος και φαιδρότερος· επειδή τους κλάδους αποτόμως εθερίσατε, μη ίστασθε αργοί, αλλά κόψατε και το δένδρον, όπως αξιωθώ και της ουρανίου μακαριότητος, ότι καθώς ποθεί η έλαφος να φθάση επί τας πηγάς των υδάτων, ούτω και εγώ διψώ και επιποθώ τον θάνατον, δια να απολαύσω τον Κτίστην μου». Ούτω λοιπόν κατά μέρος τεμνόμενος ο αήττητος εφύλαξε τον λογισμόν της ευσεβείας απαθή και άτμητον και επήρε κατά πάντων τα νικητήρια με την συμμαχίαν του Αγίου Πνεύματος και το μεγαλοφυές του φρονήματος. Έμεινε λοιπόν μόνον με την κεφαλήν εις το στήθος και την κοιλίαν, ελεεινόν, φεύ! Εις τους ορώντας και φρικτόν θέαμα. Οι δε αλιτήριοι άρχοντες, βλέποντες ότι και ούτω κατακοπείς ουδέν φοβείται ποσώς, αλλά μάλλον εκείνους φοβεί περισσότερον, μη έχοντες πλέον ουδεμίαν ελπίδα περί αυτού, προστάσσουν να κόψουν και την τιμίαν αυτού κεφαλήν ώσπερ και τα επίλοιπα μέλη του σώματος. Τούτο δε εκέλευσαν ουχί δια ευσπλαγχνίαν τινά ποσώς ή συμπάθειαν, αλλ’ από την πολλήν των αισχύνην δια να μη φαίνεται ότι τους νικά ούτω κατατεμνόμενος, ούτε να μαρτυρήται δι’ αυτού η ασθένεια και η αήττητος μεγαλειότης της του Κυρίου δυνάμεως. Ησυχάσας λοιπόν ολίγον ο Αθλητής μετά την απόφασιν και μετά βίας κινήσας την τιμίαν αυτού κεφαλήν, τοιαύτα προσηύξατο· «Δέσποτα Θεέ, Πάτερ Παντοκράτορ, και Κύριε Ιησού Χριστέ, και Άγιον Πνεύμα, ευχαριστώ σοι ότι με ενεδυνάμωσες και υπέμεινα τας βασάνους δια το Όνομά σου το Άγιον· αλλά καταξίωσόν με να τελέσω τον αγώνα, ότι «περιέσχον με ωδίνες θανάτου, και χείμαρροι ανομίας εξετάραξάν με, ωδίνες άδου περιεκύκλωσάν με» (Ψαλμ. ιζ:5-6). Όλα μου τα μέλη κατέκοψαν, δεν έχω πόδας να σταθώ όρθιος, να προσκυνήσω το κράτος σου, ούτε χείρας να τας υψώσω προς ουρανόν ευχόμενος και την βοήθειάν σου επικαλούμενος, γόνατα και βραχίονας δεν μου αφήκαν οι ανήλεοι, αλλ’ έμεινα ώσπερ δένδρον ξεκλαδισμένον ελεεινώς, και τας ρίζας κατακεκομμένον· όθεν δέομαι της χρηστότητός σου, Βασιλεύ Άγιε, μη εγκαταλίπης τον δούλον σου, αλλά εξάγαγε από την φυλακήν του σώματος την ψυχήν μου, και κατάταξον αυτήν μετά των Αγίων Μαρτύρων σου, δια να δοξάζωμεν ακαταπαύστως το Κράτος σου εις τους αιώνας των αιώνων· Αμήν. Αφού δε είπε ταύτα, απέκοψαν την τιμίαν αυτού κεφαλήν, και ουτως απέλαβε τα άρρητα εκείνα αγαθά, «α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός» (Α΄ Κορ. β:9). Εάν δε, καθώς είπεν ο μέγας Παύλος, έκαστος μέλλη να πληρωθή κατά τον κόπον αυτού, πόσην αμοιβήν θέλει λάβει ούτος ο μυριοθανής και αθάνατος, όστις υπέμεινε τοσούτους πόνους υπέρ πάσαν ανθρώπινον δύναμιν; Αψευδέστατα, καθώς ήσαν αι οδύναι και αι κολάσεις σφοδρόταται, ούτω θα είναι και η απόλαυσις άπονος και ο μισθός αναρίθμητος, η ευφροσύνη ανεκδιήγητος και οι στέφανοι ενδοξότεροι. Εμαρτύρησε δε ο μακάριος Ιάκωβος εις την Βαβυλώνα την εικοστήν εβδόμην μηνός Νοεμβρίου ημέραν Παρασκευήν. Τότε προσελθόντες άνδρες τινές θεοσεβείς και φιλόχριστοι έδιδαν εις τους φύλακας χρήματα, να τους αφήσουν να λάβουν μέρος από τα άγια λείψανα. Οι δε φοβούμενοι τον βασιλέα δεν εδέχθησαν. Παραμερίσαντες δε ολίγον οι φιλόχριστοι εκρύβησαν εις τόπον τινά, αναμένοντες το σκότος της νυκτός, ίνα εύρωσιν ευκαιρίαν και αρπάσωσιν εξ αυτών μέρος τι. Αφού λοιπόν διήλθε πολύ της νυκτός και απεκοιμήθησαν οι φυλάσσοντες, προσήλθον ησύχως οι χριστεπώνυμοι και επήραν κρυφίως τα του Μάρτυρος πολύτιμα λείψανα και ως έπρεπεν εντίμως και ευλαβώς ενεταφίασαν αυτά, εις μνημόσυνον μεν αυτού και ενθύμησιν αιώνιον, εις δόξαν δε και έπαινον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει τιμή, ανύμνησις και προσκύνησις, συν τω ανάρχω αυτού Πατρί, και τω Παναγίω και Αγαθώ και Ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”