Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Λ΄ (30η) του Οκτωβρίου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος ΜΑΡΚΙΑΝΟΥ Επισκόπου Συρακουσών, μαθητού του Α

Δημοσίευση από silver »


Μαρκιανός ο Μάρτυς εχειροτονήθη από τον Απόστολον Πέτρον και απεστάλη Επίσκοπος εις τας Συρακούσας της Σικελίας. Καταπλήξας δε όλους τους εκεί ευρισκομένους με τα θαύματα και σημεία όσα ετέλεσε και κατακρημνίσας με μόνην την προσευχήν του τους βωμούς των ειδώλων, εποίησεν όλους υιούς φωτός δια της θεογνωσίας και δια του αγίου Βαπτίσματος. Όθεν οι Ιουδαίοι, από τον φθόνον κινούμενοι και μη υποφέροντες την παρρησίαν του Αγίου, εθανάτωσαν αυτόν με βίαιον θάνατον και ούτως εκομίσατο ο μακάριος τον της αθλήσεως αμάραντον στέφανον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΛΑ΄ (31η) Οκτωβρίου, μνήμη των Αγίων εξ Αποστόλων εκ των Εβδομήκοντα ΣΤΑΧΥΟΣ, ΑΠΕΛΛΟΥ, ΑΜΠΛΙΟΥ, ΟΥΡ

Δημοσίευση από silver »

Στάχυς ο Άγιος Απόστολος ο πρώτος εκ των εξ τούτων Αγίων Αποστόλων έγινε πρώτος Επίσκοπος Βυζαντίου, από τον Πρωτόκλητον Ανδρέαν· ούτος δε έκτισεν Εκκλησίαν και εις την Αργυρούπολιν, ήτις έκειτο εντός της περιοχής εις την οποίαν ωκοδομήθη μετά ταύτα η Κωνσταντινούπολις και εκεί εδίδασκε τα εν αυτή συναγόμενα πλήθη των Χριστιανών. Διανύσας λοιπόν εις το αποστολικόν κήρυγμα δεκαέξ έτη ανεπαύθη εν Κυρίω, το δε ιερόν αυτού λείψανον ενεταφιάσθη εις την Αργυρούπολιν όπου και ευρίσκεται μέχρι σήμερον.

Απελλής, ο δεύτερος εκ των Αγίων τούτων Αποστόλων, έγινεν Επίσκοπος Ηρακλείας και πολλούς προσαγαγών εις τον Χριστόν έλαβε μακάριον τέλος.

Αμπλίας, ο τρίτος των Αγίων τούτων Αποστόλων, εχειροτονήθη Επίσκοπος Οδυσσουπόλεως από τον Πρωτόκλητον Ανδρέαν. Επειδή δε εκήρυττε τον Χριστόν, εκρήμνιζε δε τα είδωλα, δια τούτο εθανατώθη ο μακάριος δια του Μαρτυρίου και ούτω παρέδωκεν την ψυχήν του εις χείρας Θεού.

Ουρβανός, ο τέταρτος των Αγίων τούτων Αποστόλων, εχειροτονήθη και αυτός από τον Άγιον Απόστολον Ανδρέαν Επίσκοπος Μακεδονίας, κηρύττων δε τον Χριστόν και επαναφέρων τους Έλληνας εις την ευσέβειαν εβασανίσθη πολυτρόπως υπ’ αυτών και τέλος εθανατώθη λαβών παρά του Αθλοθέτου Χριστού τον του Μαρτυρίου άφθαρτον στέφανον.

Νάρκισσος ο Άγιος Απόστολος, ο πέμπτος των σήμερον εορταζομένων, εχειροτονήθη Επίσκοπος Αθηνών· επειδή δε εδίδασκε την αλήθειαν του Ευαγγελίου, δια τούτο έλαβε διάφορα βάσανα και ούτω δια Μαρτυρίου ετελείωσε τον δρόμον της αποστολής του.

Αριστόβουλος, ο έκτος των Αγίων τούτων Αποστόλων, εχειροτονήθη και αυτός Επίσκοπος Βρεττανίας, ποιμαίνων δε το λογικόν του ποίμνιον και κηρύττων τον Χριστόν εις όλους, έτυχε των πόνων του μακαρίου τέλους.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Α΄ (1η) Νοεμβρίου μνήμη των Αγίων και Θαυματουργών Αναργύρων ΚΟΣΜΑ και ΔΑΜΙΑΝΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Κοσμάς και Δαμιανός οι αυτάδελφοι Άγιοι Μάρτυρες, οι δια την δωρεάν παρ’ αυτών παρεχομένην ιατρείαν των ασθενών αποκληθέντες Ανάργυροι, ήσαν από τα μέρη της Ασίας, υιοί υπάρχοντες ευσεβούς τινός γυναικός ονόματι Θεοδότης, αποτελούν δε ούτοι την πρώτην συζυγίαν των φερόντων το όνομα Κοσμάς και Δαμιανός Αγίων Αναργύρων. Επειδή δε έχομεν τρεις συζυγίας Αγίων Αναργύρων φερόντων το αυτό όνομα Κοσμάς και Δαμιανός, δια τούτο και ίνα μη συγχυζώμεθα, όταν ακούωμεν τα ονόματα αυτών, θα είπωμεν πρώτον ολίγα τινά δια τας ετέρας δύο συζυγίας και είτα θα εισέλθωμεν εις το θέμα των σήμερον εορταζομένων Αγίων. Εκτός λοιπόν των σήμερον εορταζομένων, έχομεν ετέρους δύο Αγίους Αναργύρους, ονομαζομένους και αυτούς Κοσμάν και Δαμιανόν, οίτινες ήσαν από την Ρώμην και ήθλησαν επί της βασιλείας του Καρίνου εν έτει σπδ΄ (284). Ούτοι ήσαν ιατροί την τέχνην και εθεράπευον ανθρώπους και ζώα αμισθί· ομού δε με την θεραπείαν εδίδασκον και τον Χριστόν ως τον αληθή Θεόν. Τότε ο βασιλεύς Καρίνος, ως ήκουσε τα περί αυτών, τους προσεκάλεσεν ενώπιόν του, αυτοί δε προσελθόντες εις αυτόν μετά παρρησίας και κηρύξαντες ενώπιόν του τον Χριστόν ως αληθή Θεόν, τον έπεισαν και ούτως ο βασιλεύς από ειδωλολάτρης κατέστη Χριστιανός ένθερμος. Η δε πίστις του βασιλέως εις τον Χριστόν προήλθεν ως επί το πλείστον από θαύμα, το οποίον επ’ αυτού οι Άγιοι ούτοι Ανάργυροι εθαυματούργησαν· απειλήσας δηλαδή αυτούς, ότι θα τους καταστρέψη, αν εντός ολίγου δεν ασπασθώσι την ειδωλολατρίαν, παρευθύς ο λαιμός του εστράφη εις τα οπίσω, οι δε Άγιοι με την δύναμιν του Θεού τον επανέφερον εις την προτέραν του θέσιν. Εκ τούτου όθεν του θαύματος και εκ της ζωηράς των διδασκαλίας όχι μόνον ο βασιλεύς Καρίνος επίστευσεν εις τον Χριστόν, αλλά και πάντες οι παρευρισκόμενοι και πλήθος λαού. Μετά ταύτα δε ο διδάσκαλος της τέχνης των, φθονών αυτούς δια την τόσην περί την ιατρικήν ικανότητά των, εν ω αυτός δεν ηδύνατο ουδέ καν να παραβληθή, εβουλεύθη τον αφανισμόν των· συμφωνήσας όθεν με άλλους αυτού μαθητάς ομογνώμονας, ανεβίβασε τους Αγίους εις υψηλόν τι όρος, δήθεν ίνα συλλέξωσι βότανα θεραπευτικά, εκεί δε τους εθανάτωσαν δια λιθοβολισμών. Η μνήμη αυτών εορτάζεται την α΄ (1ην) του Ιουλίου μηνός (Τόμ. Ζ΄, έκδ. α΄ και β΄ σελ. 11).
Είναι και άλλοι δύο ακόμη Άγιοι Ανάργυροι, Κοσμάς και Δαμιανός ονομαζόμενοι, οι οποίοι κτήγοντο από την Αραβίαν, άριστοι όντες εις την ιατρικήν τέχνην. Ούτοι λοιπόν περιερχόμενοι χωρία και πόλεις εθεράπευον τους ασθενείς και συνάμα εκήρυττον το όνομα του Χριστού. Δια τούτο εις τον καιρόν των βασιλέων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού φθάσαντες μετά τριών εισέτι αδελφών εις πόλιν τινά της Λυκίας, Αιγάς λεγομένην, συνελήφθησαν υπό του αυθέντου της χώρας, Λυσίου καλουμένου, και εδάρησαν περισσώς. Επειδή δε ούτοι εξηκολούθουν κηρύσσοντες παρρησία τον Χριστόν, ερρίφθησαν υπό των τυράννων εις την θάλασσαν, αφού πρότερον αφού πρότερον προσέδεσαν δια σχοινίου εις τους τραχήλους των δύο βαρυτάτους λίθους. Άγγελος όμως Κυρίου τους εξέβαλε της θαλάσσης υγιείς, αλλά και πάλιν συλλαβών αυτούς ο Λυσίας τους έβαλεν εις κάμινον καλώς κεκαυμένην· εν τούτοις όμως και απ’ εκείνην, θεία συνδρομή, αβλαβείς διαφυλαχθέντες, εκαρφώθησαν επί Σταυρού, τέλος δε απεκεφαλίσθησαν επί του Σταυρού δια προσταγής του Λυσίου. Η δε ημέρα της τελευτής αυτών είναι η ιζ΄ (17η) του Οκτωβρίου μηνός. Ταύτα εν ολίγοις γράφπμεν ενταύθα δια τους άλλους Αγίους Αναργύρους, δια δε τους σήμερον εορταζομένους ας ετοιμάσωμεν εαυτούς, αδελφοί, ίνα ευφρανθώμεν εις την περί τούτων κατά πλάτος διήγησιν, τιμώντες αξίως την μνήμην αυτών δια της μελέτης των πλήρους αγάπης, φιλανθρωπίας και αγαθότητος έργων αυτών και ούτως αξιωθώμεν και της κατά το δυνατόν μιμήσεως αυτών. Πάντοτε δε χρεωστούμεν, ευλογημένοι Χριστιανοί, να μελετώμεν αγαθά, δια να μη ευρίσκη ο νους μας καιρόν να μελετά πονηρά, δεδομένου ότι ο νους του ανθρώπου δεν δύναται να μένη ήσυχος εφ’ όσον έγινεν εκ του Θεού αεικίνητος. Επειδή λοιπόν ο νους μας πρέπει να συλλογίζεται πάντοτε το αγαθόν, δια τούτο πρέπει να κατευθύνωμεν αυτόν εις την μελέτην και ακρόασιν των θείων λόγων, εις ύμνον και δοξολογίαν του Θεού, εις δεήσεις και προσευχάς, εις προαίρεσιν αγαθήν και εις το πως να τελειώσωμεν τα αρεστά εις τον Θεόν. Διότι η μεν ματαία μελέτη αναβλαστάνει έργα της ματαιότητος, κατεργάζεται δε και τον θάνατον της ψυχής· η δε αγαθή μελέτη δίδει καρπόν αγαθόν και ζωής και σωτηρίας γίνεται πρόξενος· όπως το εναντίον είναι απώλεια της ψυχής καθώς το λέγει και ο θείος Δαβίδ εις τον ριη΄ (118) Ψαλμόν· «Ει μη ότι ο νόμος σου μελέτη μου εστι, τότε αν απωλόμην εν τη ταπεινώσει μου» (Ψαλμ. ριη:92). Δια τούτο οφείλομεν πάντοτε να μελετώμεν τα αγαθά και να αναγινώσκωμεν τας Γραφάς και τους Βίους των Αγίων· διότι καθώς είπεν ο Χριστός εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον: «Ερευνάτε τας Γραφάς, ότι υμείς δοκείτε εν αυταίς ζωήν αιώνιον έχειν» (Ιωάν. ε: 39). Μη προφασιζώμεθα και λέγομεν, ότι δεν γνωρίζομεν γράμματα να αναγινώσκωμεν· εάν ημείς δεν γνωρίζωμεν, γνωρίζουσιν άλλοι, και όταν αναγινώσκουσιν εκείνοι, ημείς ας μη αμελώμεν· διότι ποίαν απολογίαν θέλομεν δώσει εις τον Θεόν, όταν δια μεν τον σωματικόν βίον διαπλέωμεν θαλάσσας, καταφρονούμεν κινδύνους, κλέπτας δεν φοβούμεθα, ψύχος και βροχήν δεν συλλογιζώμεθα και πάντα πειρασμόν υπομένωμεν, μόνον δια να κερδήσωμεν αγαθά υλικά, δια δε την ωφέλειαν της ψυχής μας να μη θέλωμεν ούτε καν εις την Εκκλησίαν να υπάγωμεν, ίνα ακούσωμεν από άλλους τον λόγον του Θεού; Καθώς δε κοπιάζουσιν όσοι σκάπτουν το βάθος της γης δια να εκβάλωσι τον άργυρον και τον χρυσόν, ούτω και ημείς χρεωστούμεν νύκτα και ημέραν να σπουδάζωμεν πως θα εύρωμεν το κέρδος της ψυχής μας. Πότε δε ευρίσκομεν το κέρδος της ψυχής μας; Όταν είναι εορτή Αγίου τινός, πρέπει να τρέχωμεν εις την Εκκλησίαν, δια να ακούσωμεν λόγον Θεού και διδαχήν. Διότι δι’ αυτό ενομοθέτησαν και οι Πατέρες της Εκκλησίας μας τας εορτάς των Αγίων, όχι δια να μένωμεν αργοί, αλλά να τρέχωμεν εις την Εκκλησίαν, να ακούωμεν διδαχήν, να ερωτώμεν αλλήλους τι εορτή είναι σήμερον; Τις Άγιος εορτάζεται; Πως ηγωνίσθη, πως ετελειώθη, πως εδοξάσθη εκ Θεού και ανθρώπων; Και ούτω με τας ερωτήσεις αυτάς και την μάθησιν να γινώμεθα μιμηταί κατά δύναμιν των έργων του Αγίου εκείνου. Μη εντρεπώμεθα, αδελφοί, να ερωτώμεν τους γινώσκοντας, δια να μανθάνωμεν πράγματα τα οποία δεν γνωρίζομεν· διότι και ο Μωϋσής ούτω λέγει εις το Δευτερονόμιον, εις την περικοπήν της β΄ ωδής: «Επερώτησον τον πατέρα σου και αναγγελεί σοι, τους πρεσβυτέρους σου και ερούσι σοι» (Δευτ. λβ: 7). Υπάρχουν πολλοί Άγιοι της Εκκλησίας μας, πιστεύσατέ μοι, των οποίων ούτε το όνομα γνωρίζομεν, ούτε τα έργα· διατί; Διότι δεν φροντίζομεν να μανθάνωμεν τοιαύτα πράγματα, τα οποία είναι κέρδος της ψυχής μας, αλλά μόνον εις τας βιοτικάς μερίμνας έπεσεν όλως δι’ όλου ο νους μας· και αν μεν ακούσωμεν μυθιστόρημα, παρευθύς το μανθάνομεν και το ενθυμούμεθα, αν δε ακούσωμεν διήγησιν Αγίου τινός, παρευθύς την λησμονούμεν. Και θέλεις είπει: τι κέρδος έχω εις την ψυχήν μου, εάν ακούω την διδαχήν, έπειτα δε δεν κάμνω καθώς ακούω; Άκουσον, άνθρωπε· ειπέ μοι, εάν τις έχη δύο δοχεία παλαιά και βάλη εντός του ενός ύδωρ δια να το πλύνη, το δε ύδωρ εκείνο πάλιν το χύση, εις το έτερον δε δοχείον δεν βάλη παντελώς ύδωρ, ποίον ήθελεν είναι καθαρώτερον; Εκείνο το οποίον εδέχθη το ύδωρ, αν και αυτό εχύθη ή το άλλο το οποίον δεν εδέχθη παντελώς ύδωρ εντός αυτού; Φανερόν είναι ότι το πρώτον. Ομοίως είναι και ο άνθρωπος· εάν ακούση την διδαχήν και δεν τηρή, βεβαίως δεν ποιεί καλώς, όμως είναι καλλίτερος από εκείνον όστις δεν θέλει ακούσει τελείως. Διότι εκείνος μεν, όστις δεν ακούει διδαχήν, δεν γνωρίζει ποίον είναι το θέλημα του Θεού, δεν γνωρίζει ποία λέγεται αρετή και ποία είναι η κακία. Επειδή λοιπόν δεν εννοεί ποίον έργον είναι αρεστόν εις τον Θεόν δια να το κάμη και ποίον είναι το κακόν δια να το αποφύγη, δια τούτο εκείνος κολάζεται. Όστις όμως ακούει τον λόγον του Θεού πάντοτε, μεταμελείται, δια τας αμαρτίας του, ελέγχεται υπό της συνειδήσεως δι’ αυτάς και υπάρχει ελπίς να σωθή, εάν μετανοήση. Δια τούτο, ευλογημένοι Χριστιανοί, θα σας διηγηθώμεν ενταύθα τας πράξεις και τα κατορθώματα των Αγίων τούτων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού, των οποίων την μνήμην εορτάζομεν σήμερον, ίνα μιμούμενοι τας πράξεις αυτών φανώμεν και ημείς τέκνα άξια ενός και του αυτού επουρανίου πατρός του Θεού ημών. Ας προσηλώσωμεν λοιπόν τώρα τον νουν εις την διήγησιν των σήμερον εορταζομένων Αγίων Αναργύρων και ας ίδωμεν ποία έργα ούτοι ειργάσθησαν, πως επολιτεύθησαν και πως τέλος ετιμήθησαν υπό του Θεού και των ανθρώπων. Ούτοι λοιπόν οι Άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός ωνομάσθησαν Ανάργυροι, ως είπομεν, διότι ιάτρευον τους ασθενείς, χωρίς να λαμβάνουν παρ’ αυτών καμμίαν ανταμοιβήν της εργασίας των, ούτε αργύρια ούτε άλλα δώρα. Η οικογένειά των ήτο ευκατάστατος και ο μεν πατήρ των κατ’ αρχάς ήτο Έλλην την θρησκείαν, ύστερον όμως, αφ’ ότου δηλαδή εγέννησε τους δύο τούτους Αγίους, απηρνήθη την μυσαράν ειδωλολατρίαν και ησπάσθη τον Χριστιανισμόν, μετά παρέλευσιν δε ολίγου χρόνου, κατά τον οποίον εβίωσεν εν αρετή και σωφροσύνη, παρέδωκε το πνεύμα εις τον Πλάστην καταλιπών τους δύο παίδας του εις την θείαν βοήθειαν και την προστασίαν της μητρός των. Η δε μήτηρ αυτών, Θεοδότη ονόματι και Χριστιανή παιδιόθεν, αφ’ ου απέμεινε χήρα, εσπούδαζε να αναθρέψη τους υιούς της έτι περισσότερον με την ευσέβειαν· διότι και αυτή η ιδία ήτο γυνή ενάρετος και δια τα πολλά και καλά προτερήματά της κατέστη το παράδειγμα όλων των τότε πλησίον της ευρισκομένων γυναικών. Οι δε δύο υιοί της εσπούδασαν καλώς την ιατρικήν τέχνην και ήρχισαν αμέσως το φιλανθρωπότατον έργον των· δεν προσεπάθουν όμως να θεραπεύωσι τόσον τα σώματα, όσον τας ψυχάς, κηρύττοντες πανταχού και πάντοτε το όνομα του Χριστού. Ούτω πολιτευόμενοι οι Άγιοι ηξιώθησαν και αποστολικών χαρισμάτων· διότι το χάρισμα, το οποίον έδωκεν ο Χριστός εις τους Αγίους Αποστόλους, να ιατρεύωσι κάθε είδος ασθενείας, το απέκτησαν και αυτοί· και δια τούτο άνευ βοτάνων, άνευ εμπλάστρων και άλλων θεραπευτικών μέσων, αλλά με την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος εθεράπευον τους πάσχοντας. Τι δε να διηγώμαι την ταπείνωσιν, την ακτημοσύνην, την φιλανθρωπίαν και τας άλλας αρετάς, τας οποίας οι Απόστολοι ούτοι του Χριστού είχον; Διότι τόσον ταπεινοί ήσαν, ώστε τας πληγάς των ασθενών μόνοι των τας περιποιούντο· τοσαύτην δε ακτημοσύνην είχον, ώστε ουχί μόνον αργύρια ουδέποτε απέκτησαν, αλλ’ ούτε δεύτερον ένδυμα δεν εφόρεσάν ποτε, ουδέ σάκκον δεν έφερον καθ’ οδόν· δι’ ο και οι άνθρωποι δεν τους έκραζον ονομαστί, Κοσμάν δηλαδή και Δαμιανόν, αλλά Αναργύρους και το επίθετον τούτο ήτο δηλωτικόν και του γένους αυτών. Ελεημοσύνην δε και φιλανθρωπίαν τοσαύτην είχον, ώστε όχι μόνον ασθενείς ανθρώπους εθεράπευον, αλλά και τα άλογα ζώα, οσάκις τα έβλεπον άρρωστα τα ιάτρευον, ως τούτο θέλει γίνει φανερόν εις την συνέχειαν του λόγου μας. Εφέροντο δε ίσως και προς τους πλουσίους και προς τους πτωχούς, παρέχοντες εις όλους την θεραπείαν, ομοίως δε ιάτρευον τους ξένους ως και τους ιδίους. Άλλη τις προβατική κολυμβήθρα ήτο η οικία των, μάλλον δε υπερείχεν εκείνης· καθ’ ότι εκείνη μεν ένα τινά των αρρώστων εθεράπευε καθ’ όλον το έτος, εις δε την οικίαν των Αγίων πολλούς και διαφόρους έβλεπε τις θεραπευομένους καθ’ εκάστην ημέραν. Έχοντες δε οι Άγιοι τοσαύτην Χάριν Θεού και ιατρεύοντες πάσαν ασθένειαν δεν ενόμιζον ότι από την τέχνην των εγίνετο τούτο, αλλά της Χάριτος του Θεού ωνόμαζον το κατόρθωμα, επειδή εγνώριζον μεν των παλαιών ιατρών τα βιβλία, του Ιπποκράτους, του Γαληνού, του Διοσκορίδου και άλλων, αλλά δεν εχρειάζοντο και τόσον αυτά όσον το όνομα του Χριστού, έχοντες αυτό και μόνον εις τας θεραπείας των οδηγόν και βοηθόν. Και η μεν τέχνη της ιατρικής τυφλόν δεν δύναται να ιατρεύση, ουδέ χωλόν να περιπατήση, ουδέ νεκρόν να αναστήση. Αυτοί όμως με την δύναμιν του Χριστού όλα ταύτα ενήργουν· δια τούτο και οι άνθρωποι, ακούοντες από μακράν την τόσην θαυματουργόν αυτών δύναμιν, καθ’ εκάστην συνέτρεχον, φέροντες ασθενείς, τυφλούς, χωλούς, δαιμονιζομένους, κλινήρεις από πάσαν ασθένειαν· και εν τούτοις οι τοιούτοι δεν ανεχώρουν ανωφελώς, αλλ’ απήρχοντο χαίροντες και απολαμβάνοντες διπλήν την θεραπείαν, την του σώματος δηλαδή και την της ψυχής. Τα μεν λοιπόν θαύματα τούτων να διηγήται τις είναι κόπος πολύς, ευλογημένοι Χριστιανοί· εν τούτοις όμως δια παράδειγμα της θαυματουργίας των Αγίων θα σας διηγηθώ τώρα εν ή δύο μόνον θαύματα· τα δε επίλοιπα, αναρίθμητα όντα, θα αντιπαρέλθω προσωρινώς ίνα μη γίνη φορτικός ο λόγος μου. Κατ’ εκείνον τον καιρόν ήτο μία γυνή, ονόματι Παλλαδία, κατά πολλά ασθενής και κλινήρης, έως ου παντελώς δεν ηδύνατο επί πολλά έτη να κινηθή από τον τόπον της· αλλ’ οι Άγιοι ούτοι, άμα εισήλθον εις την οικίαν της, παρευθύς την ιάτρευσαν και τοσούτον ώστε ήθελέ τις νομίσει ότι παντελώς δεν είχεν υποπέσει εις ασθένειαν. Αύτη λοιπόν, θαυμάζουσα και χαίρουσα δια την μεγάλην και παράδοξον ταύτην των Αγίων θαυματουργίαν, θέλουσα δε να τους ανταμείψη με μικράν τινα δωρεάν, έλαβε τρία αυγά και τα παρουσίασεν ως ελάχιστον δώρον εις τους Αγίους· αλλ’ εκείνοι, ιδόντες αυτά, όχι διότι ήσαν ολίγα, αλλά μη θέλοντες καθ’ ολοκληρίαν να λάβωσι μισθόν δια την ιατρείαν, δεν τα εδέχθησαν. Ως δε είδεν η γυνή αύτη, ότι δεν εδέχθησαν οι Άγιοι την δωρεάν της, κατά πολλά ελυπήθη. Όθεν καιροφυλακτούσα και ευρούσα τον Άγιον Δαμιανόν, τον μικρότερον αδελφόν, προσήλθον εις αυτόν, και σταθείσα έμπροσθέν του είπε κλαίουσα· «Διατί έχετε εμέ την αθλίαν ως βδελυκτήν; Διατί με αποβάλλετε ως μιαράν; Διατί με αποστρέφεσθε την ταλαίπωρον και δεν θέλετε να λάβητε την παραμικράν δωρεάν μου; Ορκίζω σε εις τον Χριστόν, τον αληθή Θεόν, τον οποίον πιστεύω η αθλία, να μη με πικράνης την δούλην σου, αλλά να δεχθής το ελάχιστον τούτο χάρισμα ως μέγα». Αυτούς τους λόγους ακούσας ο Άγιος Δαμιανός, ελυπήθη την γυναίκα και έλαβε τα τρία εκείνα αυγά. Μετά τινας ημέρας ανέφερεν ο μακάριος Δαμιανός την υπόθεσιν ταύτην εις τον αδελφόν του, τον Άγιον Κοσμάν, ότι δηλαδή τον συνήντησεν η ιατρευθείσα εκείνη γυνή, ότι τον παρεκάλεσε, τον ώρκισε και ότι αυτός την ελυπήθη και τέλος έλαβε την δωρεάν της. Τούτο ως ήκουσεν ο Άγιος Κοσμάς πολύ ηγανάκτησεν, εστέναξε και έκλαιε τον αδελφόν του, ως υποπεσόντα εις μέγα αμάρτημα, εις το πάθος της φιλαργυρίας, περισσότερον δε τον επέπληττεν, ότι παρέβη την ρητήν συμφωνίαν των, να μη λαμβάνωσι δηλαδή ποτέ δώρα δια τας ιατρείας. Ουχί δε τόσον μόνον τον ωνείδισεν ο Άγιος Κοσμάς, αλλ’ είπε και τούτο, ότι μετά τον θάνατόν του να μη θάψωσι το σώμα του εκεί όπου θα θάψωσι και το του Δαμιανού. Τόσον βαρύ εφάνη τούτο εις τον Άγιον και τόσον επικράνθη, μη γνωρίζων τον σκοπόν του Αγίου Δαμιανού, ότι δηλαδή έλαβε την δωρεάν δια τον όρκον της γυναικός, αλλά νομίζων ότι δια μισθόν ιατρείας έλαβε ταύτην. Εν τούτοις όμως ο καρδιογνώστης Θεός, όστις εγνώριζε καθαρώς τον σκοπόν του Αγίου Δαμιανού, δεν άφησε τον Άγιον Κοσμάν να είναι ούτω καταβεβλημένος υπό της λύπης κατά του αδελφού του, αλλά δι’ αποκαλύψεως φανείς εν οράματι ειρήνευσε την καρδίαν του, φανερώσας εις αυτόν τον σκοπόν του αδελφού του. και αυτός μεν ο θείος Κοσμάς, ιδών την τοιαύτην οπτασίαν, συνεφιλιώθη μετά του αδελφού αυτού, προς δε τους ανθρώπους δεν είπε την οπτασίαν, την οποίαν είδε. Δια τούτο και όταν ανεπαύθη εν Κυρίω ο Άγιος Κοσμάς, δεν ήθελον οι Χριστιανοί να θέσωσι το τίμιόν του λείψανον εκεί όπου έθεσαν και το του Αγίου Δαμιανού, κατά την παραγγελίαν του. Ακούσατε όμως τι ο Θεός παράδοξον θαύμα ωκονόμησεν επ’ αυτού· αλλ’ εν τούτοις αναμείνατε να μάθητε πρότερον περί της κοιμήσεως αυτών και μετά ταύτα ακούσατε και τα περί του θαύματος τούτου. Περιπατούντες οι Άγιοι, ως προείπον, και παρέχοντες αφθόνους ευεργεσίας εις τους ανθρώπους, έφθασαν και εις τινα χώραν της Ασίας Φερεμάν λεγομένην. Εκεί λοιπόν ησθένησεν ο Άγιος Δαμιανός, ο νεώτερος αδελφός, επειδή δε ήτο θέλημα Θεού να αναπαυθή από τα φθαρτά και να πορευθή εις τα άφθαρτα κάλλη του Παραδείσου, εκοιμήθη εν Κυρίω και την μεν αγίαν αυτού ψυχήν παρέλαβον Άγγελοι φωτεινοί, το δε τίμιον λείψανον κατετέθη υπό του Αγίου Κοσμά και άλλων πολλών Χριστιανών εκεί εις την προρρηθείσαν χώραν. Δεν παρήλθον δε πολλαί ημέραι, ότε εκοιμήθη και ο Άγιος Κοσμάς. Οι δε Χριστιανοί, ως προείπον, επειδή είχον παραγγελίαν του Αγίου, όπως μη βάλωσι το λείψανόν του εις τον αυτόν τόπον όπου και το του Αγίου Δαμιανού, δεν ήθελον να το θάψωσι πλησίον του αδελφού του. Αλλ’ ο των θαυμασίων Θεός ιδού τι ωκονόμησεν: Οι μεν Χριστιανοί ηπόρουν επί πολλήν ώραν περί του πρακτέου, αν δηλαδή έπρεπε να μη τον θάψωσι πλησίον του αδελφού του, κατά την παραγγελίαν, ή επειδή ήσαν αδελφοί σαρκικοί εκ μιάς και της αυτής κοιλίας γεννηθέντες να τεθώσι ο εις πλησίον του άλλου· ο δε Θεός φανερώνει ενώπιον των ανθρώπων κάμηλόν τινα, της οποίας τον πόδα είχε ποτε θεραπεύσει ο Άγιος Κοσμάς, βεβλαμμένον όντα, αυτή δε ελάλησεν ανθρωπίνως, ότι θέλημα Θεού είναι να ταφώσιν οι δύο αδελφοί πλησίον· και ταύτα ειπούσα απήλθεν εις το όρος· οι δε παρευρεθέντες Χριστιανοί, άμα είδον το παράδοξον τούτο θαύμα, με μεγάλην αυτών έκπληξιν έπραξαν όπως η κάμηλος είπεν. Ουδείς δε εξ υμών, ευλογημένοι Χριστιανοί, ας μη απιστήση περί του θαύματος τούτου, διότι τα αδύνατα παρ’ ανθρώποις δυνατά εστι παρά τω Θεώ και όπου θέλει ο Θεός νικάται φύσεως τάξις. Εάν δε τις δεν βεβαιώνεται μόνον με τους λόγους τούτους εις το θαύμα, ας αναγνώση την Αγίαν Γραφήν εις το βιβλίον του Προφήτου Μωϋσέως, το οποίον ονομάζεται Αριθμοί, και θέλει εννοήσει από το κβ΄ κεφάλαιον, ότι και εις τους παλαιούς καιρούς ωμίλησεν η όνος του μάντεως Βαλαάμ, απ’ αυτό δε θα βεβαιωθή, ότι δεν είναι παράδοξόν τι, του Θεού θέλοντος, να ομιλήση η κάμηλος. Και ταύτα αρκούσι περί αυτού του θαύματος· ακούσατε δε τώρα και έτερον θαύμα γενόμενον κατά την κατάθεσιν του τιμίου λειψάνου του Αγίου Κοσμά. Γεωργός τις άνθρωπος, θερίζων τον αγρόν του, έπεσε την μεσημβρίαν υπό την σκιάν δένδρου τινός ίνα κοιμηθή. Πλην κατά δυστυχίαν, ως συμβαίνει πολλάκις, όφις εισελθών εντός του στόματός του και εισχωρήσας εις την κοιλίαν του έμελλε να καταφάγη τα σπλάγχνα του και ο ταλαίπωρος γεωργός εκινδύνευε να αποθάνη· λαβόντες όθεν αυτόν τινές των συγγενών του, τον έρριψαν επί του τάφου των Αγίων· και την νύκτα εκείνην φαίνονται οι Άγιοι Ανάργυροι και του δίδουσιν είδος τις ποτού καιτην επαύριον παρευθύς εξήμεσε τον όφιν, όστις ήτο είδος τέρατος. Ιδού δε και άλλο θαύμα προς δόξαν των Αγίων. Άνθρωπός τις Χριστιανός γέρων ησθένησε βαρείαν ασθένειαν· η δε ασθένειά του ήτο υδρωπικία, και επερίμενε τον θάνατον. Ακούων όμως τα θαύματα των Αγίων Αναργύρων, τα οποία εγίνοντο καθ’ εκάστην εις τον Ναόν των, παρεκάλεσε τους συγγενείς του και τον επήγαν επί κραββάτου, ρίψαντες αυτόν έμπροσθεν της Εικόνος των Αγίων. Έμενε λοιπόν εκεί κείμενος ημέρας πολλάς και καμμίαν ωφέλειαν δεν έβλεπε, διότι δοκιμάζοντες οι Άγιοι την πίστιν του δεν τον ιάτρευον· αυτός δε βλέπων, ότι οι μεν άλλοι ασθενείς ερχόμενοι μετ’ αυτών ιατρεύοντο, αυτός δε τόσας ημέρας δεν ιατρεύετο, αντί να έχη υπομονήν και να δέεται περισσότερον των Αγίων, εκείνος εβλασφήμει κατά των Αγίων, ότι τον παραβλέπουσι και δεν τον ιατρεύουν σύντομα, από δε την απιστίαν του ημέραν τινά εμήνυσεν εις τους συγγενείς του να υπάγουν να τον πάρουν, ίνα αποθάνη τουλάχιστον εις τον οίκο του. Επήγαν λοιπόν και τον επήραν πάλιν επί κραββάτου. Πορευόμενος δε εις την οδόν, επειδή αύτη ήτο μακράν της χώρας, τον έβαλαν εις μέρος εις το οποίον ήσαν δένδρα και ύδωρ, να αναπαυθώσιν ολίγον. Εκεί λοιπόν καθεζόμενοι οι άνθρωποι εκείνοι, εκοιμήθησαν από τον κόπον της οδού, ο δε ασθενής από τον πόνον της ασθενείας μη δυνάμενος να κοιμηθή, έκειτο έξυπνος. Φαίνονται λοιπόν τότε οι Άγιοι Ανάργυροι Κοσμάς και Δαμιανός προς τον ασθενή εις σχήμα ανθρώπων διαβατών, και του λέγουν· «Τι έχεις, άνθρωπε, και είσαι ασθενής, και που υπάγεις»; Απεκρίθη εκείνος: «Την μεν ασθένειάν μου βλέπετε, διότι είναι φανερά, υπάγω δε εις τον οίκον μου να αποθάνω πλησίον των τέκνων μου». Του λέγουσιν οι Άγιοι· «Και διατί δεν επήγες εις τον Ναόν των Αγίων Αναργύρων, όστις είναι εδώ πλησίον, να ιατρευθής; Δεν ακούεις πως έρχονται από πέντε και δέκα ημερών δρόμον οι ασθενείς και ιατρεύονται»; Απεκρίθη εκείνος· «Επήγα και εγώ και τώρα απ’ εκείθεν έρχομαι, αλλά δεν είδα καμμίαν βοήθειαν εις τον εαυτόν μου· ως εκ τούτου εβεβαιώθην, ότι είχον είπει οι άνθρωποι ψεύματα, ότι είναι θαυματουργοί οι Άγιοι Ανάργυροι, και απόδειξις ότι εμέ δεν ηδυνήθησαν να με ιατρεύσουν». Λέγουσιν οι Άγιοι· «Μη βλασφημής, ω άνθρωπε, εις την δύναμιν του Χριστού και την χάριν των Αγίων Αναργύρων, μόνον άκουσόν μας· επίστρεψε πάλιν εκεί όπου έκεισο και θέλεις ίδει την δύναμιν του Χριστού». Απεκρίθη ο ασθενής· «Και τις να με γυρίση πάλιν όπισθεν, αφού οι άνθρωποι ούτοι ηγανάκτησαν, όσον να με φέρουν εδώ»; Οι δε Άγιοι του λέγουν· «Αυτούς μεν άφησέ τους να αναπαύωνται, ημείς δε δια την αγάπην του Χριστού θα σε βαστάσωμεν να σε υπάγωμεν». Τον εσήκωσαν λοιπόν οι δύο Άγιοι Ανάργυροι με το ξυλοκράββατον και τον επήγαν έως εις τον Ναόν των, έπειτα τον άφησαν έμπροσθεν της Εικόνος αυτών και έγιναν άφαντοι. Μετά παρέλευσιν ώρας εξύπνησαν και οι συγγενείς του και μη ευρόντες αυτόν εκεί, επέστρεψαν εις τον Ναόν των Αγίων και τον εύρον. Κατά δε την νύκτα εκείνην φαίνονται οι Άγιοι Ανάργυροι προς αυτόν, κρατούντες ξίφη εις τας χείρας, λέγει δε ο Κοσμάς προς τον Δαμιανόν· «Σχίσε την κοιλίαν του γέροντος δυνατά, διότι είναι και γέρων και βλάσφημος». Του εφάνη λοιπόν ότι τον έσχισε με το ξίφος εις το υπογάστριον· ο δε ασθενής από τον φόβον του εξύπνησε και βλέπει ότι αληθώς ήτο το υπογάστριον αυτού εσχισμένον, ως να ήτο από φλεβοτόμον, παρευθύς δε τόση ύλη και δυσωδία εξήλθεν, ώστε ελέπτυνε το σώμα του και ήλθεν εις την προτέραν του κατάστασιν. Και όχι μόνον τούτο ιάτρευσαν, αλλά και το τραύμα εκείνο, όπερ ήτο από την πληγήν του ξίφους, φανέντες προς αυτόν την δευτέραν νύκτα εθεράπευσαν. Ούτως απήλθεν ο άνθρωπος εκείνος εις τον οίκον του υγιής, περιπατών και δοξάζων τον Θεόν. Ακούσατε όμως και έτερον θαύμα των Αγίων. Άρχων τις των Χριστιανών βασιλέων είχεν ασθένειαν μεγάλην και αθεράπευτον, δυσουρίαν ονομαζομένην. Έχων λοιπόν την ασθένειαν αυτήν ο άρχων εκείνος, εξώδευσεν όλην αυτού την περιουσίαν, ίνα εύρη την θεραπείαν, αλλ’ εις μάτην. Αφ’ ου λοιπόν απηλπίσθη από τους ιατρούς όλους, ενεθυμήθη τους Αγίους Αναργύρους και είπε προς τους συγγενείς και φίλους του να τον υπάγωσιν εις την Εκκλησίαν των. Οι δε Άγιοι, ως φιλάνθρωποι και ελεήμονες, βλέποντες την ασθένειαν του άρχοντος, επιφαίνονται εις αυτόν δια νυκτός και λέγουσιν· «Ω άνθρωπε, λάβε ολίγας τρίχας από τον Κοσμάν και αφού κάψης αυτάς και τρίψης καλώς, πίε με ολίγον ύδωρ και θέλεις ιατρευθή». Ο δε άρχων εκείνος, άμα εξύπνησεν, εθαύμαζε τι να εδήλου το όραμα εκείνο· που να εύρη τον Κοσμάν να λάβη τας τρίχας; Επειδή ενόμιζεν ότι πραγματικώς δια τον Άγιον Κοσμάν έλεγον, όμως το τοιούτον είχεν άλλο νόημα και ακούσατε αυτό. Εις τας ημέρας εκείνας, πριν ήπροσπέση ο άρχων εκείνος εις τον Ναόν των Αγίων, Χριστιανός τις είχε χαρίσει εν πρόβατον εις τον Ναόν αυτών να το σφάξωσιν εις την εορτήν των· επειδή δε εν τω μεταξύ ήσαν ακόμη ημέραι τινές έως ότου έλθη η ημέρα της εορτής και πανηγύρεως των Αγίων, ετρέφετο το πρόβατον εις την αυλήν της Εκκλησίας και έγινε κατά πολλά ήμερον, οι δε υπηρέται της Εκκλησίας το ωνόμαζον Κοσμάν, δόντες εις αυτό το όνομα του Αγίου. Απ’ εκείνο λοιπόν το πρόβατον εννόουν λέγοντες να λάβη τρίχας, τας οποίας αφού καύση και τρίψη καλώς να τας πίη με ολίγον ύδωρ· ο άρχων όμως εκείνος ευλόγως ηπόρει τι εδήλου η οπτασία εκείνη, μη γνωρίζων ούτε το πρόβατον ούτε την ονομασίαν του. Αλλ’ ιδού πως ωκονόμησαν το πράγμα οι Άγιοι. Όταν ανέτειλεν η ημέρα, το πρόβατον εκείνο, οδηγούμενον εκ της χάριτος των Αγίων, επορεύθη και εστάθη ενώπιον του άρχοντος εκείνου, κράζον μεγαλοφώνως κατά την φωνήν των προβάτων, ώσπερ να εζήτει τι. Οι δε άλλοι ασθενείς και υπηρέταιτου άρχοντος, βλέποντες το πρόβατον ούτω στενοχωρούμενον και μεγαλοφώνως κράζον, εθαύμαζον, τι άραγε να εσήμαινε τούτο. Μεθ’ ικανήν δε ώραν, εις των Ιερέων της Εκκλησίας, ελθών και ιδών και αυτός το πρόβατον εις τοιαύτην κατάστασιν τω είπε· «Τι έχεις, Κοσμά, και κράζεις ούτω»; Τότε παρευθύς ως ήκουσε την λέξιν «Κοσμά» εις το πρόβατον, ως φρόνιμος διηγήθη την οπτασίαν εις τους περιεστώτας και ούτω λαβόντες το πρόβατον εκούρευσαν ολίγας τρίχας από του δέρματός του και τας οποίας, αφού τας έκαυσαν και τας έτριψαν καλώς, κατά την παραγγελίαν των Αγίων, τας έδωκαν εις τον άρχοντα, όστις μετ’ ολίγου ύδατος τας έπιε· παρευθύς δε, ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ! Υγιής εγένετο ο άνθρωπος και απήλθεν εις τον οίκον αυτού δοξάζων τον Θεόν, τον θαυματουργούντα δια των πιστών αυτού δούλων. Ακούσατε προς περισσοτέραν δόξαν της Παναγίας Τριάδος, ευλογημένοι Χριστιανοί, και άλλο θαύμα επίσης μέγα. Άνθρωπος τις ήτο από τα μέρη της Ανατολής, πλούσιος και έρχων, ευλαβής δε και φοβούμενος τον Θεόν, ο οποίος είχε μεγάλην ασθένειαν εις την καρδίαν και τον στόμαχον, εκ νεαράς του ηλικίας· η δε ασθένειά του αύτη ήτο ανίατος και ούτε να φάγη όσον εχρειάζετο ηδύνατο, ούτε να πίη και τέλος εφαίνετο ως δαιμονισμένος. Απορών δε περί του πρακτέου, ήτο βυθισμένος εις μεγάλην στενοχωρίαν και λύπην, έχων μόνην παρηγορίαν και ελπίδα τον Θεόν. Ούτω λοιπόν διακείμενος ο άνθρωπος, και μη ευρίσκων ουδαμού ουδεμίαν ιατρείαν, προσέδραμεν εις τον Ναόν των Αγίων Αναργύρων. Μείνας δε εκεί ολίγας ημέρας και μη ιδών καμμίαν ωφέλειαν, ενόμισεν ότι δεν είναι θέλημα Θεού να ιατρευθή παντελώς. Όθεν απεφάσισε να απέλθη πάλιν εις τον οίκον του· εν τούτοις όμως την νύκτα προς την επαύριον ημέραν, ότε έμελλε να αναχωρήση, αφού πάντα τα προς την οδοιπορίαν αναγκαιούντα ητοιμάσθησαν, επιφαίνεται άνθρωπός τις εις τον ύπνον του και λέγει εις αυτόν: «Μη βιάζεσαι, άνθρωπε, να επιστρέψης εις τον οίκον σου, αλλά πρόσμενε ακόμη μέχρι της ερχομένης Κυριακής και θέλεις ίδει την δύναμιν του Θεού και την δόξαν των πανευφήμων Αγίων Αναργύρων». Ως έφθασε λοιπόν η Κυριακή, πάλιν κατά την συνήθειάν του ο ασθενής έπεσε προς της Εικόνος των Αγίων, και προς το μεσονύκτιον βλέπει φανερώς, ότι εξήλθε του Αγίου Βήματος ο Άγιος Κοσμάς, ο μεγαλύτερος αδελφός, και περιήλθεν όλην την Εκκλησίαν επισκεπτόμενος τους ασθενείς, προς αυτόν δε τον ασθενή, ο οποίος έβλεπε την οπτασίαν, δεν έστρεψε παντελώς τον οφθαλμόν του· ενόμισε δε τότε ο άρχων εκείνος, ότι εις την επιστροφήν τουλάχιστον ο Άγιος θα τον έβλεπεν, αλλ’ εις μάτην. Τότε λοιπόν ιδών ο ασθενής ότι επλησίαζε να εισέλθη πάλιν εις το Άγιον Βήμα, ενώ αυτόν καθ’ ολοκληρίαν δεν τον παρετήρησε, προσέδραμεν εις τους πόδας του δεόμενος αυτού να τον ιατρεύση. Λέγει τότε εις αυτόν ο Άγιος· «Λάβε αυτό το γλύκισμα και αφού το φάγης θέλεις ιατρευθή». Ως έλαβε δε ο άρχων από τας χείρας του Αγίου το γλύκισμα εκείνο, πάλιν προσέπεσεν ενώπιόν του λέγων· «Παρακαλώ σε, Άγιε του Θεού, να ευδοκήσης να μη με πειράξη πλέον η επάρατος αύτη ασθένεια». Τότε απλώσας ο Άγιος την χείρα του επί του άρχοντος και ποιήσας το σημείον του Τιμίου Σταυρού είπεν: «Εις το όνομα του Θεού να μη σε πειράξη πλέον η τοιαύτη ασθένεια, σου παραγγέλλω όμως από τούδε και εις το εξής να μη γευθής ουδέποτε όσπρια, καθ’ όλην σου την ζωήν». Είχε δε ο άνθρωπος εκείνος, ως έλεγε, και άλλην ασθένειαν, και αύτη ήτο εκ διαλειμμάτων μονομερής πόνος των οδόντων του· παρεκάλεσεν όθεν τον Άγιον να ιατρεύση και αυτήν την ασθένειαν· ο δε Άγιος είπεν· «Αρκετή σου είναι η θεραπεία του στομάχου, αυτήν δε την μικράν ασθένειαν είναι θέλημα Θεού να την έχης· διότι «Ον αγαπά Κύριος παιδεύει» (Παροιμ. γ:12). Ούτω λοιπόν τυχών ο άρχων εκείνος εντελούς ιατρείας του στομάχου επανήλθεν εις τον οίκον αυτού δοξάζων τον Θεόν και μεγαλύνων τους αυτού θεράποντας Αγίους Αναργύρους. Ακούσατε δε και άλλο θαύμα, το οποίον θα διηγηθώ, ευλογημένοι Χριστιανοί, και ούτως εις δόξαν του Θεού να περατώσω την περί των Αγίων τούτων διήγησιν. Άρχων τις ευγενής και χρηστός από την Φερεμάν, θέλων να πορευθή εις μακρινήν χώραν δι’ εμπορεύματα, έλαβε μεθ’ εαυτού την γυναίκα του και κατηυθύνθη εις τον τάφον των Αγίων Αναργύρων, όπου εκτείνας τας χείρας του προς τους Αγίους είπεν· «Άγιοι Ανάργυροι και θαυματουργοί, υπό την σκέπην σας αφήνω την γυναίκα ταύτην και η χάρις υμών να την περισκεπάση έως ότου επανέλθω». Ταύτα ειπών ο άρχων εκείνος επέστρεψεν εις τον οίκον αυτού, παραγγείλας εις την γυναίκα, ότι εν όσω δεν βλέπει ίδιόν του γράμμα και τον δακτύλιόν του να μη πιστεύση καμμίαν περί αυτού είδησιν ως αληθή. Και ταύτα ειπών ο άρχων εκείνος εις την σύζυγόν του απήλθεν εις μεμακρυσμένην χώραν· ο δε εχθρός της αληθείας διάβολος φθονών τον άρχοντα, ότι ενεπιστεύθη την σύζυγον αυτού εις τους Αγίους και θέλων να τον κάμη να πικρανθή και να απιστήση, τι ετεχνεύθη; Έπλασε γράμματα κατά φαντασίαν, ως προερχόμενα από του άρχοντος εκείνου και προοριζόμενα δια την σύζυγόν του, έπλασε δε κατά φαντασίαν και τον δακτύλιόν του. Έλεγον δε τα γράμματα εκείνα, ίνα δήθεν αυτή μεταβή εσπευσμένως πλησίον του. Αφού λοιπόν ητοίμασεν όλα ταύτα ο δολερός διάβολος, μετεμορφώθη εις είδος αγωγέως και προσελθών εις την σύζυγον του άρχοντος ενεχείρισεν εις αυτήν τα γράμματα και τον δακτύλιον του συζύγου της, άτινα δήθεν παρέδωκεν εκείνος εις αυτόν δια να τα φέρη. Ιδούσα λοιπόν η γυνή και αναγνωρίσασα το γράμμα του συζύγου της, προς δε και τον δακτύλιόν του, απεφάσισε να απέλθη προς αυτόν, συνοδευομένη μάλιστα υπό του απεσταλμένου. Αλλά παρατηρήσατε πόσον ισχύει η πρεσβεία των Αγίων. Πορευόμενος ο μεταμορφωμένος δαίμων με την γυναίκα, ωδήγησεν αυτήν εις ένα μέγαν κρημνόν· εκεί δε ώθησεν αυτήν με σκοπόν να την θανατώση· εκείνη δε η αθλία, κρημνιζομένη από τοιούτον μέγαν κρημνόν, άλλο τι δεν ηδυνήθη να είπη ειμή μόνον: «Άγιοι Ανάργυροι, βοηθήσατέ με την δούλην σας». Και παρευθύς, ω του θαύματος! ευρέθη η γυνή εκείνη από τον κρημνόν εις τον οίκον αυτής. Ούτω λοιπόν ελευθερωθείσα της επιβουλής του πονηρού δαίμονος, εδόξασε και ηυχαρίστησε τον Θεόν και τους αυτού θεράποντας Αγίους Αναργύρους Κοσμάν και Δαμιανόν. Αλλά και περί τούτου του θαύματος αν τις αμφιβάλλη, ας αναγνώση το βιβλίον του Προφήτου Δανιήλ δια να εννοήση ότι και ο Προφήτης Αββακούμ εν διαστήματι μιάς ημέρας από Ιερουσαλήμ ευρέθη εις την Βαβυλώνα, εν ω το διάστημα των δύο αυτών πόλεων είναι είκοσι και τεσσάρων ημερών (Δανιήλ ιβ’ , εν Βηλ και Δράκων, 33-39). Δια τα θαύματα τέλος των Αγίων Αναργύρων, ευλογημένοι Χριστιανοί, αρκετός είναι εις ημάς ο λόγος· τούτο δε μόνον θα σας αναφέρω, ότι είναι πρέπον να συλλογισθώμεν, ω ευσεβέστατοι Χριστιανοί, διατί μεν επί των αρχαίων καιρών οι άνθρωποι ηγίαζον ευκόλως, την σήμερον δε εποχήν δυσκόλως δυνάμεθα να εύρωμεν άνθρωπον ενάρετον. Μήπως άλλος Θεός ήτο τότε και άλλος τώρα; Μήπως τα έτη, οι μήνες, αι ημέραι και αι ώραι ήλλαξαν; Μήπως τα τέσσαρα στοιχεία της φύσεως μετεβλήθησαν, η γη δηλαδή, το ύδωρ, ο αήρ και ο αιθήρ; Μήπως άλλο Ευαγγέλιον ήκουσαν εκείνοι και άλλο ακούομεν ημείς; Ουχί, ουχί· όλα ευρίσκονται όπως ο Θεός απ’ αρχής εποίησεν αυτά και τοιαύτα θα διαμένωσι μέχρι της συντελείας του αιώνος. Τι λοιπόν είναι το αίτιον; Ημείς ηλλάξαμεν την γνώμην ημών, ημείς ηγριώθημεν και ημείς πταίομεν, διότι δεν παρακινούμεν ο εις τον άλλον εις εναρέτους πράξεις, αλλά αλληλοκτονούμεθα, αλληλοκλεπτόμεθα και μυρία όσα αντιχριστιανικά πράττομεν. Λέγετέ μοι, με τοιούτου είδους έργα είναι δυνατόν να ευαρεστήσωμεν τον Θεόν; Είναι δυνατόν να ονομασθώμεν τέκνα του; είναι δυνατόν να μιμηθώμεν τους Αγίους και να φανώμεν άξιοι απόστολοι και ημείς του Χριστού; Ουχί βεβαίως. Λοιπόν παρακαλώ υμάς, ευλογημένοι αδελφοί μου, δια την αγάπην του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του δι’ ημάς σταυρωθέντος, ας φροντίζωμεν και δια την ψυχήν ημών, η οποία δεν εξαγοράζεται με όλα τα πλούτη του κόσμου· ας συλλογιζώμεθα συνεχώς τα μέλλοντα· ας αποφεύγωμεν τα μάταια πράγματα και ας ζητώμεν τα αιώνια· ας μη δαπανώμεν την ζωήν ημών χάσκοντες δια τας ματαιότητας του κόσμου τούτου, αλλ’ ας την χρησιμοποιώμεν εις έργα θεάρεστα· ας μη ραθυμώμεν εις τα καλά· ας μη αναβάλλωμεν τας όσας καλάς πράξεις σκοπούμεν να πράξωμεν· σήμερον ενεθυμήθης να πράξης μίαν αγαθήν πράξιν, αν δύνασαι, σήμερον πράξον αυτήν· ου γαρ οίδας τι τέξεται η επιούσα. Έως πότε θα είμεθα οκνηροί και αμελείς εις τας παραγγελίας του Θεού; Δεν θα εξυπνήσωμεν ποτέ από τον βαθύν της ραθυμίας ύπνον; Δεν θα προσέχωμεν ποτέ να συλλογισθώμεν που είναι οι πάπποι ημών, που οι πατέρες ημών; Που είναι οι άρχοντες και βασιλείς; Που είναι οι δυνατοί της γης; Που οι πλούσιοι; Που οι εύμορφοι; Που οι υπερήφανοι; Που οι άδικοι; Που οι μέθυσοι; Που οι πόρνοι και τόσοι άλλοι; Δεν ήσαν και εκείνοι ποτε εις τον κόσμον; Δεν εχάρησαν; Δεν έκαμον τας ορέξεις των; Αλλά τώρα που ευρίσκονται; Χώμα μόνον και ουδέν πλέον, κόκκαλα ξηρά και εκείνα καταπατημένα. Τι ωφελήθησαν λοιπόν εκείνοι; ουδέν· εκτός εκείνων όσα επράχθησαν συμφώνως με τας εντολάς του Θεού· εκτός μόνον των αγαθών πράξεων. Ενώ από τα πλούτη, τα μεγαλοπρεπή οικοδομήματα, τους εκτεταμένους αγρούς και τας ευφόρους αμπέλους, ουδέν εκέρδησαν. Μετά θάνατον ο άνθρωπος δεν φέρει μεθ’ εαυτού, ανερχόμενος εις τους ουρανούς, ίνα κριθή ενώπιον του αδεκάστου Κριτού, άλλο τι, ειμή μόνον τας καλάς και κακάς της ψυχής του πράξεις. Εν πράγμα είναι αθάνατον, η αρετή, τα δε άλλα είναι σκιά, καπνός, όνειρον. Λοιπόν ας εργασθώμεν τα καλά, ίνα κληρονομήσωμεν τα αθάνατα. Η ζωή ημών είναι πρόσκαιρος, αλλ’ η μέλλουσα είναι αιώνιος. Καθείς τέλος Χριστιανός ας κτίση τον οίκον της ψυχής του· ας βάλη θεμέλιον την εξομολόγησιν· ας τον τειχίση με τας αρετάς· ας τον σκεπάση με την χάριν του Θεού· προθυμίαν μόνον θέλει ο Θεός από τον άνθρωπον και Αυτός τον τελειοποιεί. Μη θαρρώμεν δε ότι άνευ του θελήματος του Θεού είναι δυνατόν να κατορθώσωμεν τι, διότι «Εάν μη Κύριος οικοδομήση οίκον (τον της ψυχής), εις μάτην εκοπίασαν οι οικοδομούντες» (Ψαλμ. ρκστ: 1). Ας παρακινώμεν τέλος ο εις τον άλλον εις το αγαθόν, ίνα ούτως ενταύθα μεν διέλθωμεν ζωήν εύθυμον, ειρηνικήν, ανεπίδεκτον πάσης διαβολικής συνεργείας, εκεί δε αξιωθώμεν της βασιλείας του Χριστού· ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους απεράντους αιώνας. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Β΄ (2α) Νοεμβρίου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΑΚΙΝΔΥΝΟΥ, ΠΗΓΑΣΙΟΥ, ΑΦΘΟΝΙΟΥ, ΕΛΠΙΔΗΦΟΡΟΥ και ΑΝΕΜΠΟΔΙ

Δημοσίευση από silver »

Ακίνδυνος ο Άγιος Μάρτυς και οι συν αυτώ μαρτυρήσαντες Άγιοι Μάρτυρες κατήγοντο από την Περσίαν, ήσαν δε εκ των πρώτων αρχόντων του βασιλέως των Περσών Σαβωρίου Β΄ του βασιλεύοντος εν έτει τλ΄ (330). Ει δε και οι Πέρσαι πρώτοι από τους άλλους λαούς εγνώρισαν τον σαρκωθέντα Χριστόν και με δώρα τον επροσκύνησαν και θεοπρεπώς τον ετίμησαν, εν τούτοις ύστερον και πάλιν απανθρώπως τους δούλους του εκόλασαν, καθώς από πολλών Αγίων Μαρτύρων φαίνεται, εξόχως δε από το Μαρτύριον των ώδε εγκωμιαζομένων Αγίων, το οποίον προσέξατε, ίνα πολλήν ωφέλειαν λάβητε. Κατά τον καιρόν κατά τον οποίον εβασίλευεν εις την Περσίδα ο προρρηθείς Σαβώριος, σκληρώς εβασάνιζε πάντας όσους εύρισκε να ομολογώσι τον Χριστόν, και διαφόρως τους επαίδευεν. Όθεν η Εκκλησία μας μεγάλην σύγχυσιν είχε τότε, διότι καθ’ εκάστην επρόδιδον τους χριστωνύμους οι άπιστοι, όπως επρόδωσαν και τους Αγίους Ακίνδυνον, Πηγάσιον και Ανεμπόδιστον, οίτινες εκρύπτοντο εις οίκον τινα και εδίδασκον τους Χριστιανούς να καταφρονούν τα βασιλικά προστάγματα, να ίστανται στερεοί εις την πίστιν και να μη συλλογίζωνται ουδόλως τα πρόσκαιρα κολαστήρια. Ταύτα μαθών ο Σαβώριος επρόσταξε, με μεγάλον θυμόν, να φέρουν τους Αγίους εις το κριτήριον, τούτου δε γενομένου ηρώτησεν αυτούς να είπωσι το γένος των και το επιτήδευμα. Οι δε κακάριοι εκείνοι άνδρες απεκρίθησαν, ότι επίστευον εις τον Δεσπότην Χριστόν, τον Ποιητήν απάσης της κτίσεως. Ταύτα ακούσας ο τύραννος απεκρίνατο· «Εγώ άλλο σας ηρώτησα, και σεις αυθάδεις μου λέγετε άλλην υπόθεσιν· ίδετε το γρηγορώτερον να θυσιάσετε εις τους θεούς, διότι ύστερον θέλετε κλαύσει ανωφελώς». Λέγει εις αυτόν ο Ανεμπόδιστος· «Έπρεπε να μη σου αποκριθώμεν τελείως εις τοιαύτην παράλογον προσταγήν, αλλά δια τον ζήλον της προς τον Χριστόν πίστεως άκουσον ολίγους τινάς και ωφελίμους λόγους· μη ερωτάς δια το γένος και την πατρίδα μας· μόνον τούτο ήξευρε, ότι ένα Θεόν γινώσκομεν και πιστεύομεν τρισυπόστατον, όστις όλον τον κόσμον εδημιούργησεν· αυτοί δε οι ψευδώνυμοί σας θεοί είναι ανύπαρκτοι και της ειδωλολατρίας δαιμονικά και άψυχα ξόανα, προξενούντα αιώνιον κόλασιν και πυρ ατελεύτητον εις τους εις αυτά πιστεύοντας». Εις ταύτα θυμωθείς περισσότερον ο τύραννος ηπείλει να τους δώση πικρότατον θάνατον. Οι Άγιοι όμως απεκρίθησαν γενναιοφρόνως, ότι δι’ αγάπην Χριστού ήσαν έτοιμοι να λάβουν διάφορα κολαστήρια, ως ψυχοσωτήρια και ωφέλιμα. Τότε προστάσσει ο τύραννος να τους ραβδίσουν εις όλον το σώμα τέσσαρες άνδρες, έως να κουρασθώσιν οι δέροντες. Οι δε Άγιοι τοσούτον ανηλεώς ραβδιζόμενοι δεν εψηφούσαν ποσώς τας μάστιγας, αλλ’ είχον τον νουν των εις τον Θεόν και εις την γλώσσαν την υμνωδίαν, ευχαριστούντες Αυτόν δια τα λυπηρά αυτά τα οποία έπασχον. Βλέπων δε ο τύραννος, ότι οι μεν ραβδίζοντες εκουράσθησαν και τους διεδέχθησαν έτεροι, οι δε μαστιγούμενοι είχον τόσην υπομονήν, ώσπερ να ήσαν άλλοι οι πάσχοντες, εξίστατο και εσκοτίσθη ο νους του τοσούτον από την έκπληξιν, ώστε έπεσε κατά γης ως τεθνηκώς, έπειτα, αφού συνήλθε, προστάσσει να τους κρεμάσουν με σχοινία εις τον αέρα και να τους κατακαίωσιν, έως να ξεψυχήσουν εις ταύτην την βάσανον· αλλά και τότε οι Άγιοι εφάνησαν δυνατώτεροι παντός σιδήρου και του αδάμαντος και υπομένοντες ώραν πολλήν την κατάφλεξιν, προσηύχοντο προς τον Κύριον λέγοντες· «Χριστέ ο Θεός ο φωτισμός μας, όστις δια την αγάπην μας εσταυρώθης και υβρίσθης, μακρόθυμε, λύτρωσέ μας από τας επινοίας του κακοτέχνου τυράννου, δια να γνωρίσουν άπαντες, ότι συ είσαι Θεός εις τους ουρανούς τα πάντα δυνάμενος, συν τω Ανάρχω σου Πατρί και τω Παναγίω Πνεύματι δοξαζόμενος». Ταύτα προσευξάμενοι οι Άγιοι εφάνη εις αυτούς ο Δεσπότης Χριστός ως άνθρωπος, και ευθύς τα δεσμά ελύθησαν, το πυρ τους εδρόσιζεν, αυτοί δε σώοι και αβλαβείς εις τον βασιλέα με πρόσωπον φαιδρόν παρεστάθησαν. Ο δε, ως ασύνετος και εις τον νουν βεβλαμμένος, δεν ηυλαβήθη τοιούτον θαυμάσιον, αλλά ωνείδιζε τους Αγίους ως μάγους και γόητας και τους συνεβούλευε πάλιν να αρνηθούν την αληθινήν πίστιν και να προσκυνήσουν τα είδωλα. Ο δε Ακίνδυνος απεκρίνατο· «Ημείς μεν γοητείαν τινά δεν ηξεύρομεν, αλλ’ η δύναμις του Χριστού εργάζεται τοιαύτα θαυμάσια· αλλά συ, επειδή νομίζεις φαντασίαν την αλήθειαν ως φρενόληπτος, να μείνης κωφός και άλαλος δια να καταλάβης εμπράκτως και να δοκιμάσης την δύναμιν του Θεού εις τον εαυτόν σου». Ταύτα ο Άγιος λέγων, εγένετο παρευθύς έργον ο λόγος του, και έμεινεν ο βασιλεύς κωφός, ως οι θεοί του, και άλαλος και μόνον με το νεύμα εσημείωνεν ει τι εβούλετο. Οι δε Άγιοι, ελέγχοντες την αγνωσίαν του, έλεγον προς εκείνον περιγελώντες αυτόν· «Ιδού ημείς υπάγομεν εις τον οίκον μας καταφρονούντες το σον δικαστήριον και δεν μας λέγεις, αν θέλης τίποτε»; Ταύτα ειπόντες προσεποιούντο ότι φεύγουσιν, ο δε αναίσθητος τύραννος, βλέπων αυτούς συνεχώς, εδείκνυε με νεύμα εις τους υπηρέτας να τους δέσουν, δια να μη φύγωσιν· αλλ’ εκείνοι δεν κατελάμβανον τι επρόσταζεν· όθεν ως δαιμονισμένος εξέσχιζε τα ιμάτιά του και τα έρριπτε κατά γης ο ασύνετος. Οι δε Άγιοι ελυπήθησαν δια την μωρίαν αυτού και των άλλων και εδέοντο του Θεού να φωτίση τα όμματα της καρδίας αυτών να τον γνωρίσωσιν· ούτω λοιπόν ευχόμενοι, εφάνη στρατός ουράνιος, εξαστράπτοντες ως τον ήλιον, οι δε ασεβείς μη δυνάμενοι να βλέπουν την λάμψιν και την ωραιότητα των Αγγέλων έπεσον εις την γην εκπληττόμενοι. Ο δε υιός της απωλείας δεν επίστευσεν εις τόσα θαυμάσια, αλλ’ ως φρενόληπτος εστέναζε δεινώς και εκτύπα αθλίως το πρόσωπόν του. Βλέπων ο Ακίνδυνος την τοιαύτην του τυράννου κατάστασιν, ελυπήθη ως φιλάνθρωπος και εδάκρυσεν εις τόσην πώρωσιν, στραφείς δε λέγει προς αυτόν· «Επειδή δεν καταλαμβάνεις του Θεού την παιδείαν, ασύνετε, αλλά μένεις θεληματικώς εις την κακίαν σου, έχε καν την λαλιάν σου ακώλυτον». Ούτως ειπόντος του Αγίου ελύθη ο βασιλεύς από τα δεσμά της αφωνίας, έμεινεν όμως και πάλιν εις τον δεσμόν και την τυφλότητα της ψυχής· απειλών δε ότι θα παιδεύση τους υπηρέτας, επειδή δεν ηννόησαν να κάμουν εκείνο, το οποίον τους είπε με νεύμα, προστάσσει να φέρωσι σιδηρούς κραββάτους, κάτωθεν δε αυτών να βάλουν πυρ με λίπος, πίσσαν και ρητίνην, τους δε Αγίους να δέσουν επί των κραββάτων με αλύσεις και να τους καύσωσιν. Οι δε Μάρτυρες αγαλλόμενοι ανέβησα εις την κλίνην και καταφλεγόμενοι επί ώρας πολλάς, έψαλλον πάλιν ως πρότερον λέγοντες· «Επύρωσας ημάς, ως πυρούται το αργύριον» (Ψαλμ. ξε: 10), αλλά δεόμεθά σου, ίδε την ταπείνωσίν μας· δος ημίν δύναμιν να υπομείνωμεν τας τιμωρίας και φώτισον τους περιεστώτας να σε γνωρίσωσι». Ταύτα ειπόντες ήκουσαν εκ του ουρανού φωνήν λέγουσαν· «Επειδή με τα έργα την πίστιν εβεβαιώσατε, ας γίνη το θέλημά σας, καθώς εζητήσατε». Και ούτω κατά την φωνήν και τα πράγματα ηκολούθησαν, και εβόησαν όσοι την ήκουσαν λέγοντες· «Ένας είναι ο παντοδύναμος και αήττητος Θεός, Αυτός τον οποίον σέβονται οι Μάρτυρες ούτοι και μακάριοι όσοι δι’ Αυτόν κατακριθώσιν εις θάνατον, ότι με την πρόσκαιρον αυτήν βάσανον υπάγουν εις αγαλλίασιν αιώνιον». Ταύτα λέγοντες παρεκάλεσαν τους Αγίους να δεηθώσι προς τον Θεόν, να τους δώση τελείαν των αμαρτημάτων αυτών συγχώρησιν. Προσευξαμένων δε των Αγίων, έγιναν αίφνης βρονταί φοβεραί, αστραπαί και βροχή μεγάλη τοσούτον, ώστε ετρόμαξαν οι αντίδικοι και εσκορπίσθησαν έμφοβοι· οι δε πιστεύσαντες έμειναν με τους Αγίους, οι οποίοι τους επαρηγορούσαν να μη φοβώνται, αλλά να έχουν εις τον αληθή Θεόν τας ελπίδας των. Δοξάσαντες λοιπόν τον Κύριον άπαντες, ήλθον ουράνιοι Άγγελοι και ενέδυσαν στολάς λευκάς τους πιστεύσαντας, με τας οποίας εσημείωναν την της ψυχής καθαρότητα. Ο δε βασιλεύς, ως τυφλός και ανόητος, παρεκίνει πάλιν τους Αγίους να αρνηθούν την ευσέβειαν και να προσκυνήσουν τους δαίμονας. Ο δε Άγιος Ακίνδυνος απεκρίνατο· «Ημείς ένα Θεόν γινώσκομεν εις τους ουρανούς και Αυτόν μόνον λατρεύομεν, όστις είναι μόνος αληθής και παντοδύναμος και χαρίζει εις τους Χριστιανούς Βασιλείαν αιώνιον, τους δε απίστους κατακρίνει εις πυρ ατελεύτητον». Λέγει προς αυτούς ο βασιλεύς· «Έναν θεόν σας συμβουλεύω και εγώ να λατρεύετε και ας υπάγωμεν εις τον ναόν του, να τον προσκυνήσετε μετ’ εμού». Αφού λοιπόν μετέβησαν εις τον βωμόν, εβόησε ταύτα ο βασιλεύς· «Μεγάλη η του θεού Διός αήττητος δύναμις». Είτα προστάσσει τους Αγίους να τον προσκυνήσουν και αυτοί μετά δεήσεως. Οι δε εγονάτισαν και προσεκύνησαν τον αληθή Θεόν, καθώς έπρεπε και παρευθύς εγένετο σεισμός τοσούτον μέγας, ώστε εκρημνίσθη το είδωλον και κατερράγη. Ο δε βασιλεύς εξελθών έντρομος και κάθιδρως από του φόβου, λέγει προς τους Αγίους· «Αυτά εθάρρουν εγώ από σας και σας έφερον εις το ιερείον, πάντολμοι»; Οι δε απεκρίθησαν· «Ημείς δεν σου εψεύσθημεν, αλλά τον αληθή Θεόν επροσκυνήσαμεν, καθώς είπομεν». Τότε προσέταξε και έφεραν τρία μεγάλα χαλκώματα, τα οποία εγέμισαν μόλυβδον και ανάψαντες πυρ υποκάτω αυτών, έβραζεν ο μόλυβδος, τους δε Αγίους έδεσαν γυμνούς από την μέσην με άλυσιν και τους εισήγαγον βραδέως εις τον βράζοντα μόλυβδον καταβιβάζοντες αυτούς μέχρι του βυθού του χαλκώματος, είτα δε πάλιν τους έβγαζαν, και ούτω τους εβασάνιζαν ώραν πολλήν με τοιαύτην φρικώδη και πολυώδυνον κόλασιν· οι δε μακάριοι Μάρτυρες έψαλλον έκαστος κατά την επωνυμίαν αυτού ύμνον αρμόδιον και ο μεν θείος Πηγάσιος έλεγεν: «Ότι παρά σοι πηγή ζωής, εν τω φωτί σου οψόμεθα φως» (Ψαλμ. λε:10). Ο δε Ανεμπόδιστος: «Οι πόδες μου ανεμποδίστως εν ευθύτητι έστησαν» και ο Ακίνδυνος: «Κίνδυνοι άδου εύρηκαν ημάς, αλλά καν δια πυρός ήλθομεν, Αυτός, Κύριε, έφερες ημάς εις αναψυχήν και άνεσιν». Βλέπων ο πεπωρωμένος βασιλεύς ότι ουδόλως έβλαπτεν ο μόλυβδος τους Αγίους, ήλθε πλησίον αυτού και λαμβάνων μόνος του την άλυσιν, εβύθισε με ορμήν και κακότητα τους Αγίους εις το χάλκωμα, ο δε μόλυβδος εχύθη έξωθεν και κατέκαυσε τας χείρας του βασιλέως. Οι δε Άγιοι είπον προς αυτόν· «Δικαίως έπαθες, διότι έπασχες να θανατώσης ημάς άδικα, όθεν πρεπόντως επέπεσε κατά της κεφαλής σου ο πόνος σου, και αξίους τους καρπούς των έργων σου ετρύγησας, άθλιε». Ταύτα λέγοντες ελύθησαν αι αλύσεις παραδόξως και έμειναν αβλαβείς οι Άγιοι. Τούτο το θαυμάσιον βλέπων υπηρέτης τις, το όνομά του Αφθόνιος, τοιαύτα μεγαλοφώνως εβόησε· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών· γίνωσκε, βασιλεύ, ότι Αυτόν προσκυνώ και εγώ, όστις δύναται και κάμνει τοιαύτα τεράστια». Ο δε τύραννος ελυπήθη εις τούτο και εδοκίμαζε με κολακείες να επαναφέρη αυτόν εις την ασέβειαν, υποσχόμενος εις αυτόν τιμάς και δωρήματα. Ο μακάριος όμως Αφθόνιος άφθονα και πλουσίως ευφήμησε την δύναμιν του Χριστού και λαμπρά τη φωνή ωμολόγησε την αγαθότητα και φιλοτιμίαν αυτού, λέγων· «Εμέ είναι ο πόθος μου να γίνω στρατιώτης του ουρανίου Βασιλέως, όστις είναι ελεήμων και πλουσιόδωρος και δίδει μεγάλας δωρεάς εις τους δούλους Αυτού και τους τιμά αιωνίως ως παντοδύναμος». Γνωρίσας λοιπόν ο τύραννος το αμετάθετον της γνώμης του Αγίου, εκέλευσε να τον αποκεφαλίσωσιν· ο δε μακάριος Αφθόνιος εδόξασε τον Κύριον λέγων· «Ευχαριστώ σοι, Δέσποτα, ότι με έσωσας δια την πολλήν ευσπλαγχνίαν σου· όθεν η ψυχή μου θέλει αινεί και δοξάζει το όνομά σου αιώνια». Στραφείς δε προς τους Αγίους είπε προς αυτούς· «Εγώ μεν, κύριοι και δεσπόται μου ποθούμενοι, υπάγω προς την σωτήριον οδοιπορίαν χαίρων, δέομαι δε και παρακαλώ την συμπαθή και φιλάνθρωπον ψυχήν σας, να μη ενθυμηθήτε τας θλίψεις και βασάνους τας οποίας σας έδωκα, από τον τύραννον προστασσόμενος, αλλά μάλιστα παρακαλέσατε τον κοινόν Δεσπότην να μη με χωρίση από την συνοδείαν σας, ως οικτίρμων και πολυέλεος, αλλά να με αξιώση να τον δοξάσω μεθ’ ημών αιώνια ευφραινόμενος». Οι δε απεκρίθησαν· «Ύπαγε, αδελφέ, αγαλλόμενος. Μακάριος συ, όστις θέλεις παρασταθή εις την Αγίαν Τριάδα πρώτος από όλους μας, να απολαύσης τας αμοιβάς του κόπου σου με δόξαν αιώνιον· όθεν μάλλον ημείς έχομεν χρείαν ευχής από σε, να παρακαλέσης τον Κύριον να μας αξιώση να τελειώσωμεν και ημείς τον δρόμον της αθλήσεως ακινδύνως και ανεμποδίστως, και να αξιωθώμεν μετά σου ίσων βραβείων και Χάριτος». Ταύτα ειπόντες, ενηγκαλίσθη αυτούς ο Αφθόνιος και ράνας εις τους τραχήλους αυτών αγαλλιάσεως δάκρυα, τους κατεφίλησεν όλους και τους απεχαιρέτησεν. Έπειτα φθάσας εις τον ωρισμένον τόπον έλαβε το ποθούμενον τέλος ο τρισμακάριος. Οι δε παρευρεθέντες Χριστιανοί έλαβον το τίμιον αυτού και άγιον λείψανον και το ενεταφίασαν εντίμως και ευλαβώς καθώς έπρεπε. Μετά ταύτα είπε προς τους Αγίους ο τύραννος· «Μη νομίσητε ότι θέλω σας δώσει ίσον θάνατον ως του Αφθονίου, αλλά θα σας αφανίσω με διάφορα κολαστήρια». Ούτως είπε και προστάσσει να φέρουν θυλάκους, ήτοι δέρματα βοών, εις τα οποία έβαλαν τους Αγίους και τους έρριψαν εις τα ύδατα· αλλά και πάλιν ουδόλως εβλάβησαν, μάλιστα δε εσχίσθησαν τα δερμάτια, και εφάνη εις το μέσον αυτών ο Άγιος Αφθόνιος εξαστράπτων· και εξελθόντες εις την γην, επήγαν και οι τρεις εις τον τύραννον, όστις ιδών αυτούς ενόμισεν ότι δεν τους έρριψαν ακόμη οι δήμιοι. Όθεν εθυμώθη κατ’ αυτών και εκέλευσε να ρίψουν εκείνους εις το ύδωρ, αφού κόψουν τας χείρας των. Οι δε δήμιοι επίστευσαν εις τον Χριστόν, ακούσαντες τοιαύτην απόφασιν και προσευξάμενοι έλεγον· «Πρόσδεξαι και ημών τας ψυχάς, πολυέλεε Κύριε, και συναρίθμησόν μας τους αναξίους με τους Αγίους Σου Μάρτυρας», και ούτως εδέχθησαν το μακάριον τέλος τον αριθμόν τέσσαρες. Ο δε θεομισής και παράνομος τύραννος εφυλάκισε τους Αγίους Ακίνδυνον, Πηγάσιον και Ανεμπόδιστον· αυτός δε έμεινεν εις τόσην λύπην και σκότωσιν, επειδή δεν ηδυνήθη να τους θανατώση, ώστε δεν έφαγε τίποτε, συνάξας δε τους άρχοντας ενεκάλει αυτούς ότι δεν τον εβοήθουν, συμπονούντες και αυτοί δια την τοιαύτην καταφρόνησιν των πατρώων θεών, αλλά τον άφησαν μόνον και εκινδύνευσε. Τότε απεκρίθη ο πρώτος της συγκλήτου, Ελπιδηφόρος καλούμενος, ο οποίος ήτο πιστός Χριστιανός κεκρυμμένος, τότε δε επαρρησιάσθη και ωνείδισε τον βασιλέα άφοβα, και ουχί μόνον αυτός, αλλά και άλλος νέος τις συγκλητικός, την κλήσιν Φιλόλογος, τον εξύβρισε, μη φοβηθείς ουδόλως την βασιλικήν εξουσίαν και έλεγε προς τους άλλους άρχοντας· «Δεν πρέπει, αδελφοί μου ηγαπημένοι, να υποτασσώμεθα εις ένα βασιλέα παράφρονα». Τότε ο τύραννος θυμωθείς προστάσσει τους στρατιώτας να φονεύσουν και τους δύο τούτους, οίτινες τον ύβρισαν. Φίλος δε τις μεγάλος του Σαβωρίου, την κλήσιν Καλλίστρατος, παρεκάλει αυτόν να παύση τον θυμόν και να μη προστάσση παράνομα πράγματα· ομοίως και πάντες οι λοιποί παρρησιασθέντες είπον εις αυτόν· «Γίνωσκε, βασιλεύς αθλιώτατε, ότι ημείς ουδόλως συγκοινωνούμεν εις την ιδικήν σου ασέβειαν». Ταύτα ειπόντες ανεχώρησαν, αυτός δε έμεινεν εις την σκότωσιν, ως υιός του δαίμονος· και το πρωϊ καθίσας εις τον θρόνον, εκέλευσε να κάμωσι τρεις λάκκους και να βάλουν εις αυτούς θηρία και ερπετά και να ρίψουν εντός αυτών τους Μάρτυρας. Τούτου δε γενομένου ίσταντο εκείνοι αβλαβείς εις το μέσον των θηρίων ψάλλοντες· «Ο Θεός, ο Θεός ημών, εδίψησέ σε η ψυχή ημών», αλλά ποίησον μεθ’ ημών κατά την σην επιείκειαν, και ανάγαγε ημάς εκ λάκκου ταλαιπωρίας, ότι το έλεός σου χρηστόν και η αγαθότης σου ανείκαστος». Ταύτα ευξάμενοι, ήλθον ουρανόθεν λαμπροφορούντες Άγιοι Άγγελοι και δεν αφήκαν τα θηρία ουδόλως να εγγίσωσι τους Αγίους, αλλά τους εξήγαγον του λάκκου υγιείς και αβλαβείς. Ο δε ανόητος βασιλεύς και των θηρίων αναισθητότερος δεν κατεπράϋνε καθόλου την θηριώδη γνώμην του, αλλά προστάσσει πάλιν να τους κρεμάσωσι και να καταξεσχίσουν τας σάρκας των· βλέπων δε ότι κατακοπτόμενοι ώρας πολλάς δεν επτοούντο την βάσανον, αλλά γενναίως υπέμενον, εκέλευσε να τους καταβιβάσουν και να κόψουν τας τιμίας αυτών κεφαλάς. Επήγαιναν λοιπόν οι Άγιοι αγαλλιώμενοι να λάβουν τον ποθούμενον θάνατον· όσοι δε εφωτίσθησαν υπ’ αυτών εις την θεοσέβειαν, ηκολούθουν αυτούς δεόμενοι να τους διδάξουν, δια να στερεωθούν εις την πίστιν καλλίτερα· τινές δε απήγγειλαν εις τον βασιλέα ότι πολλοί από τους άρχοντας ηκολούθουν οπίσω αυτών, και δεν τους άφηναν να υπάγουν εις τον τόπον της καταδίκης, αλλά ημπόδιζον την θανάτωσιν αυτών. Όθεν ο βασιλεύς έστειλε πολλούς στρατιώτας να τους χωρίσωσιν, οι δε ευλαβείς εκείνοι ηκολούθουν τους Αγίους, το πρόσταγμα του τυράννου εις ουδέν λογιζόμενοι και επροτίμων να αποθάνωσι κάλλιον ή να φανή ότι εδειλίασαν. Ο δε τύραννος επρόσταξε να του φέρωσι τον Ελπιδηφόρον, όστις ήτο ο λογιώτερος εξ αυτών και εις τον ζήλον της ευσεβείας θερμότερος, ο οποίος είπε προς τους Μάρτυρας· «Δεηθήτε του Θεού δι’ εμέ, αδελφοί και Πατέρες μου και οδηγοί μου προς την ευσέβειαν, να με συναριθμήση με την αγίαν σας συνοδείαν». Είπον δε εις αυτόν οι Άγιοι· «Μη λυπήσαι, αδελφέ φίλτατε, αλλά έχε θάρρος, διότι πρότερον από ημάς υπάγεις εις τον ουράνιον Βασιλέα να αγάλλεσαι». Ηκολούθουν δε τον Ελπιδηφόρον άλλοι τρεις έχοντες ομοίαν γνώμην και προαίρεσιν, προς τους οποίους είπεν ο τύραννος· «Τι επάθατε, ανόητοι, και αφήνοντες τους πατρώους θεούς, εκολλήθητε με τους πλάνους αυτούς και γόητας; Γινώσκετε ότι, εάν δεν έλθετε εις την προτέραν ευσέβειαν, θέλω σας δώσει πικρότατον θάνατον». Ο δε μακάριος Ελπιδηφόρος απεκρίθη γενναίως· «Ημείς δεν προσκυνούμεν ψευδείς θεούς, ούτε εις τα πρόσταγμά σου πειθόμεθα, και κάμε ό,τι αν βούλεσαι». Λέγει εις αυτούς ο τύραννος: «Επειδή εσυγκοινωνήσατε με τους ασεβείς τούτους, εγώ θα σας υστερήσω του ποθουμένου εις το πείσμα σας και θα σας δώσω όμοιον θάνατον». Ταύτα ειπών, προσέταξε να αποκεφαλίσουν αυτούς, και όσους άλλους εύρουν εις την ευσέβειαν· εθανάτωσαν λοιπόν την ημέραν εκείνην άνδρας τριακοσίους, οίτινες άπαντες προετίμησαν να αποθάνωσι μάλλον δια τον Χριστόν ή να έχωσιν απόλαυσιν πρόσκαιρον, εις τούτο δε ήτο αιτία ο Ακίνδυνος, όστις τους παρεκίνει να μη δειλιάσωσιν. Αφού δε εθανάτωσαν τους άλλους, προσεκάλεσεν ο βασιλεύς τον Άγιον Ακίνδυνον με τους άλλους δύο Συναθλητάς του και λέγει προς αυτούς με προσποιητήν πραότητα και σκολιότητα της αλώπεκος· «Διατί, φίλοι μου, έχετε τόσον πείσμα και προτιμάτε υπέρ την γλυκυτάτην ζωήν τον πικρότατον θάνατον; Μάρτυς μου ο γλυκύς εις όλους και παμπόθητος ήλιος· πολύ λυπούμαι να σας θανατώσω δια το νέον της ηλικίας σας, την οποίαν και τα θηρία ευσπλαγχνίζονται. Λοιπόν σας συμβουλεύω, προς το συμφέρον σας, κάμετε το θέλημά μου, διότι σας αγαπώ ως τέκνα μου και θέλω σας αξιώσει μεγάλων τιμών και απείρων χαρισμάτων». Οι δε απεκρίθησαν: «Μη μας λυπείσαι, ούτε να πειραχθής να μας δώσης δωρήματα, ότι ποτέ δεν θέλεις δυνηθή να κλίνης εις το θέλημά σου την γνώμην μας, ούτε με απειλάς και φοβερισμούς των κολάσεων, ούτε με υποσχέσεις δωρημάτων. Μάλιστα λύπην έχομεν, ότι δεν λαμβάνομεν μυρίους θανάτους δια την αγάπην του Χριστού και Σωτήρος μας. Λοιπόν μη αργήσης να μας αποφασίσης ως βούλεσαι, διότι ο χορός των Αγίων μάς αναμένει μετά θάνατον». Θυμωθείς τότε ο τύραννος και λύσας την προσποιητήν ημερότητα απεκρίνατο: «Μα τους θεούς, δεν θα απολαύσετε την επιθυμίαν σας». Ταύτα ειπών πρόσταξε να τους φυλακίσουν με αλύσεις και όλην την νύκτα εμελέτα, πως να τους θανατώση ο δείλαιος· το δε πρωϊ προστάσσει να ανάψωσι κάμινον να τους ρίψουν εντός αυτής, έως να γίνουν στάκτη τελείως· αφού δε τους έφεραν εις το θέατρον, είπε προς αυτούς ο Σαβώριος· «Ιδού της απειθείας σας τα επίχειρα (δεικνύων με την χείρα την κάμινον), την οποίαν σεις εξεκαύσετε». Ο δε Ακίνδυνος, κατανοήσας το κακότεχνον του τυράννου, ανταπεκρίθη εις αυτόν και λέγει: «Καλά σου επροφήτευσε το όνομα η μητέρα σου και σε εκάλεσε Σαβώριον, όπερ σημαίνει πατέρα δαιμόνων, αλλά συ είσαι το εναντίον, υιός του ανθρωποκτόνου δαίμονος, επειδή τελείς τα έργα του και χαίρεσαι ως αυτός εις τα ανθρώπινα αίματα». Τούτον τον πικρόν λόγον ακούσας ο δυσσεβής εταράχθη και φωνήσας την μητέρα αυτού, την ηρώτησε να είπη της επωνυμίας αυτού την δήλωσιν. Η δε απεκρίνατο· «Γνωρίζω ότι αυτό είναι το πατρικόν σου όνομα, αλλά δεν ηξεύρω την σημασίαν αυτού». Λέγει ο τύραννος· «Οι κακοδαίμονες ούτοι μου λέγουσιν, ότι δηλοί η επωνυμία μου, ότι είμαι πατήρ δαιμόνων· εάν δε ούτως έχη η αλήθεια, θέλω σε θανατώσει πρότερον με πικρόν θάνατον». Η δε εμειδίασε λέγουσα· «Την αλήθειαν είπον». Τότε εθυμώθη πολύ ο ασεβής και αστοχήσας την μητρώαν αγάπην, την οποίαν και τα άλογα ζώα ευλαβούνται εκ φύσεως, ύψωσε τας χείρας κατ’ αυτής και την εγρόνθιζεν ο απάνθρωπος, πληρώσας ούτως αυτήν δια τους πόνους τους οποίους εδοκίμασε να γεννήση αυτόν τον άσπλαγχνον. Η δε γραία προσπίπτουσα εις τους πόδας των Αγίων έλεγε· «Σώσατε, δούλοι του όντως Θεού, το γήρας μου, διότι βλέπω ότι εγέννησα τον διάβολον». Ο δε τύραννος είπεν εις τους Μάρτυρας· «Τι κάμνομεν; Όσον ίστασθε εις την κακίαν ασάλευτοι, τόσω μάλλον εξάπτει η κάμινος περισσότερον». Οι δε απεκρίθησαν· «Δια την μητέρα σου φρόντισον και μη σε μέλει ποσώς δι’ ημάς, επειδή ακριβώς μας εγνώρισες· δι’ αυτήν κάμε προς Κύριον δέησιν, να σου αφεθή το ανόμημα». Λέγει ο τύραννος· «Αυτή πάλιν θέλει κάμει προς τους θεούς δέησιν, να με συγχωρήσουν ως εύσπλαγχνοι». Η δε γηραιά, τας χείρας υψώσασα προς ουρανόν, τοιαύτα προσηύχετο·»Χριστέ Μονογενές Υιέ του Θεού, μη συγχωρήσης την ασέβειαν του υιού μου, ούτε εις τούτον τον κόσμον, ούτε εις τον μέλλοντα». Ο δε ασεβής είπεν εις αυτήν· «Το γήρας σε έβγαλεν από τον νουν σου, ως φαίνεται, και δι’ αυτό με καταράσαι, αναίσχυντε». Τότε η γνωστική γραύς συνετώς απεκρίνατο· «Εάν εγώ η μήτηρ σου είμαι παράφρων, συ όστις εγεννήθης από εμέ δεν έχεις γνώσιν τελείως, αλλά τον αληθή Θεόν βάλλω μάρτυρα, όστις βλέπει τα πάντα, και προφητεύω εις σε, ότι δεν θέλεις φύγει την δικαίαν κρίσιν του». Ταύτα της μακαρίας λεγούσης, έμεινεν ο μιαρός άφωνος, έπειτα είπεν εις τους υπηρέτας· «Τους μεν δυσσεβείς αυτούς ρίψατε εις την κάμινον, αυτήν δε αφήτε να υπάγη όπου αν βούλεται». Η δε αοίδιμος έλεγε· «Ζη Κύριος ο Θεός, να μη ξεχωρίσω από τους Αγίους του Μάρτυρας, ούτε εις την ζωήν ταύτην, ούτε και μετά θάνατον». Όταν δε οι Άγιοι επλησίασαν εις την κάμινον, προσηύξαντο λέγοντες· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ευχαριστούμεν σοι, ότι μας ενεδυνάμωσες να τελέσωμεν τον αγώνα δια την αγάπην σου και δεν μας αφήκες να γίνωμεν θήραμα των εχθρών μας, αλλά ελύτρωσες την ψυχήν μας από τας παγίδας του δαίμονος. Λοιπόν και τώρα ενδυνάμωσόν μας να υπομείνωμεν και τούτο το πυρ με ανδρείαν και γενναιότητα και παράστηθι, όταν η ψυχή χωρισθή εκ του σώματος, ότι εις σε θαρρούντες εισερχόμεθα εις την φλόγα ταύτην με την ελπίδα σου». Βλέποντες δε οι στρατιώται την αφόρητον εκείνην πύρωσιν εδειλίασαν, και δεν ετολμούσαν να πλησιάσωσι. Λέγουν εις αυτούς οι Άγιοι· «Τι ίστασθε μετά φρίκης τοσούτον έντρομοι και δεν μας ρίπτετε εις την κάμινον; Εάν το ομόδουλον τούτο πυρ το ουδαμινόν και πρόσκαιρον φοβείσθε τοσούτον, πως δεν τρομάζετε της γεέννης το ατελεύτητον»; Οι δε είπον· «Και πως δυνάμεθα να εκφύγωμεν εκείνην την κόλασιν;» Λέγουν οι Άγιοι· «Όσοι πιστεύσουν εις Χριστόν τον αληθή και μόνονΘεόν λυτρώνονται της κολάσεως». Λέγουν εις αυτούς οι στρατιώται· «Οπόταν σας εβασανίζαμεν, καθώς επροστάχθημεν, είχομεν άμετρον τρόμον εις την καρδίαν μας, ώσπερ να μας επερίμενε κακόν χαλεπώτατον και τώρα όπου μας εδιδάξατε εγνωρίσαμεν εις την ψυχήν ευφροσύνην και ελπίδα σωτηρίας. Λοιπόν τελειώσατε εις ημάς όσα η πίστις σας απαιτεί, δια να γίνωμεν δούλοι γνήσιοι του ουρανίου Βασιλέως, ότι την φθαρτόν τούτον εσιχάθημεν ως παράνομον». Εις ταύτα επληρώθησαν ευφροσύνης αμέτρου οι Άγιοι λέγοντες· «Αινέσωμεν συμφώνως τον Κύριον, ότι αγαθός· πρόσδεξαι, Δέσποτα, σήμερον εκείνους τους οποίους επροσκάλεσες την ενδεκάτην ώραν εις τον αμπελώνα του μαρτυρίου σου, και δος αυτοίς τον μισθόν άξιον της αμετρήτου σου αγαθότητος, συναριθμών αυτούς με τους προτελευτήσαντας Μάρτυρας». Από ταύτα λαβόντες θάρρος οι στρατιώται και ποιήσαντες αντί όπλων την σφραγίδα του Χριστού εις το μέτωπον, επήδησαν όλοι τον αριθμόν εικοσιοκτώ με την μακαρίαν μητέρα του βασιλέως και έπεσαν εις την βροντώσαν εκείνην και φλογίζουσαν κάμινον αγαλλιώμενοι και ψάλλοντες με τους Αγίους Ακίνδυνον, Πηγάσιον και Ανεμπόδιστον, τελέσαντες τον μακάριον δρόμον της αθλήσεως τη Δευτέρα Νοεμβρίου. Εφαίνετο δε και χορός Αγγέλων με τους Αγίους εντός της καμίνου ψάλλοντες, έως ου λαβόντες τας μακαρίας αυτών ψυχάς παρέστησαν εις τον Δεσπότην Χριστόν. Ο τόπος δε όλος επληρώθη ευωδίας αρρήτου τοσαύτης, ώστε οι παρεστώτες Χριστιανοί εθαύμαζον, οίτινες τα ιερά και τίμια λείψανα, ως έπρεπεν, ευλαβώς ενεταφίασαν, εις Δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, της Ομοουσίου Θεότητος. Αμην.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Γ΄ (3η) Νοεμβρίου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΑΚΕΨΙΜΑ, ΙΩΣΗΦ και ΑΕΙΘΑΛΑ.

Δημοσίευση από silver »

Ακεψιμάς, Ιωσήφ και Αειθαλάς οι Άγιοι Μάρτυρες ήσαν εις τας ημέρας του ασεβεστάτου Σαβωρίου, του βασιλέως των Περσών εν έτει τλ΄ (330). Τότε είχον εις όλην την Περσίδα μεγάλην λύσσαν κατά των φιλοχρίστων οι ειδωλολάτραι και μάλιστα οι μάντεις και γόητες, εις τους οποίους εδώκεν εξουσίαν ο παράνομος βασιλεύς να παιδεύουν οδυνηρώς οι δύστυνοι τους πιστούς και τους εβίαζαν να σέβωνται το πυρ και τον ήλιον. Κατά την εποχήν εκείνην συνέλαβον και εφυλάκισαν και τον γηραιόν Επίσκοπον Ακεψιμάν, όστις ήτο από πόλιν τινά Ανίθα καλουμένην, κατά πολλά ενάρετος άνθρωπος, πράος, εγκρατής, ελεήμων, χαρίεις, το είδος και την ψυχήν χαριέστατος, δεικνύων με το έξωθεν ήθος την έσω κατάστασιν. Ούτος εδίδασκεν εις τους Χριστιανούς την ευσέβειαν, ουχί μόνον με τους λόγους, αλλά και δια των έργων και των ορθών δογμάτων. Λέγεται δε περί αυτού τοιούτον θαυμάσιον, ότι προτού να τον φυλακίσουν εν μια των ημερών εθώπευε την κεφαλήν του παιδίον τι και ασπαζόμενον ταύτην είπε· «Μακαρία η φαλακρά αυτή κεφαλή, ότι μέλλει να μαρτυρήση δια τον Κύριον». Ταύτα ακούσας ο Άγιος Γέρων εχάρη, ευχόμενος εις τον Θεόν να τελειώση η του παιδός πρόρρησις. Τότε έτυχεν εκεί άλλος τις Επίσκοπος άλλης πόλεως, φίλος του Ακεψιμά και λέγει εις το ρηθέν παιδίον· «Και εγώ τι μέλλω να πάθω, τέκνον μου;» Ο δε θεοφορούμενος παις απεκρίνατο· «Όταν επιστρέφης εις την πόλιν σου, δεν θα σε αφήσουν να φθάσης, αλλά εις το χωρίον Ατσαδαράν καταλύσεις τον βίον»· αμφότερα δε ταύτα όντως ούτως έγιναν. Όταν λοιπόν έφεραν τον Ακεψιμάν εις τον άρχοντα των μάγων Αδραχοσχάρ καλούμενον, ηρώτησεν αυτόν, εάν ήτο Χριστιανός και ωμολόγησε μετά παρρησίας πολλής την αλήθειαν λέγων· «Ένα Θεόν γνωρίζομεν κατά τας Γραφάς και αυτόν μόνον ως αγαθόν και ποιητήν των απάντων λατρεύομεν». Ο δε μάγος είπεν· «Εγώ ήκουσα, ότι είσαι φρόνιμος άνθρωπος, καθώς και από την πολιάν σου φαίνεται, αλλά οι λόγοι σου σε φανερώνουν παιδίου μωρού αγνωστότερον, επειδή καταφρονείς τα βασιλικά προστάγματα και δεν θέλεις να προσκυνήσης τον λαμπρότατον ήλιον». Ο δε Αρχιερεύς απεκρίνατο· «Ανόητοι είσθε σεις οι των Περσών άρχοντες, διότι αφήνοντες τον κτίστην λατρεύετε αναίσθητα κτίσματα· τις έχων γνώσιν θέλει έλθει εις τόσην αναισθησίαν και άνοιαν, καθώς σεις και ο βασιλεύς σας, ανόσιοι, να προσκυνήση ποιήματα;» Λέγει ο άρχων· «Ανόσιε κατά αλήθειαν και φλύαρε, ματαίου θρησκεύματος προστάτα, επειδή τολμάς να υβρίζης ημάς, οίτινες προσκυνούμεν τοιούτον στοιχείον λαμπρότατον, θέλεις λάβει τόσα δεινά κολαστήρια, εάν και συ δεν προσκυνήσης αυτό το συντομώτερον, ώστε να μη δυνηθή να σε λυτρώση ο Εσταυρωμένος τον οποίον σέβεσαι». Τότε ο θείος πρεσβύτης, ουδόλως δειλιάσας την τούτου ωμότητα, απεκρίνατο· «Να φραγή το μιαρόν στόμα σου, τρισκατάρατε· εμέ νομίζεις ότι θα εκφοβίσης με τας απειλάς και τους φοβερισμούς σου, ανόητε, να απαρνηθώ την πατρώαν ευσέβειαν; Εάν δε και δεν με λυτρώση ο Κύριός μου, καθώς είπες, από τας χείρας σου, ποίαν ζημίαν λαμβάνω παραδίδων σώμα γηραιόν και αδύνατον εις θάνατον δια να λάβω άλλο άφθαρτον και αθάνατον εις αντάλλαξιν; Μάλιστα όλοι θέλουσι με επαινέσει ως φρόνιμον, διότι δια ολίγην και βραχυτάτην ζωήν απολαμβάνω ευδαιμονίαν αιώνιον και ηδονήν ατελεύτητον». Τότε εθυμώθη λίαν ο άνομος και έδειρε τοσούτον σκληρώς τον ιερώτατον Γέροντα, ώστε δεν έμεινε μέρος μικρόν εις όλον το σώμα του απλήγωτον, όλη δε η γη εκοκκίνισεν από τα αίματα. Τότε του λέγει ο αλιτήριος· «Που είναι τώρα, Ακεψιμά, ο Θεός τον οποίον σέβεσαι και δεν ήλθε να σε λυτρώση από τας χείρας μου;» Ο δε Άγιος είπεν· «Ο Θεός μου κατοικεί εις τους ουρανούς, μιαρώτατε, και δύναται να με λυτρώση, εάν θελήση, ως παντοδύναμος, συ δε, όστις είσαι γη και σποδός, κατά τινος τολμάς και υπερηφανεύεσαι ανόητε; Αύριον ωσεί χόρτος μαραίνεσαι, ίνα παραδοθής εις πυρ άσβεστον, και τότε θέλεις γνωρίσει Θεόν αθάνατον αυτόν τον οποίον βλασφημείς τώρα και θα οδύρεσαι ανωφελώς». Τότε θυμωθείς ο μάγος προστάσσει να τον δέσωσι με αλύσεις και να τον φυλακίσωσι μέχρι δευτέρας εξετάσεως. Τη επαύριον έφερον άλλους δύο Χριστιανούς εις το δικαστήριον, και ο μεν εις ήτο ο Ιωσήφ, όστις ήτο Πρεσβύτερος από το χωρίον Βηθλαβουκά, το οποίον ερμηνεύεται του γράφοντος, γηραιός και αυτός εβδομηκονταετής, ζηλωτής του Χριστού, με σωφροσύνην και φόβον θείον κοσμούμενος· ο δε έτερος ήτο ο Αειθαλάς από το χωρίον Βηθνοαδαράς, την αξίαν Διάκονος, την όψιν αιδέσιμος και εις τον ένθεον ζήλον, ως ο μέγας Ηλίας, θερμότατος. Τούτους παρετήρησεν ο δικαστής με άγριον βλέμμα και λέγει προς αυτούς· «Διατί πλανάτε τους απλουστέρους ανθρώπους με τας μαντείας σας και τους υπάγετε εις την πίστιν των Χριστιανών, κακοθάνατοι;» Ο δε Ιωσήφ απεκρίνατο· «Ημείς ούτε μαντείας γινώσκομεν ουδέ τινα επλανήσαμεν, αλλά μάλλον τους πλανωμένους οδηγούμεν προς την αλήθειαν, διδάσκοντες όλους να προσκυνώσιν ένα Θεόν ποιητήν του ηλίου και των άλλων κτισμάτων δεσπόζοντα». Τοιαύτα και έτερα πλείονα φιλονικήσαντες ικανήν ώραν διαλεγόμενοι, είπεν ο τύραννος· «Άφες τα μακρά φλυαρήματα και προσκύνησον ως πρέπει τον ήλιον». Ο δε του Χριστού προσκυνητής απεκρίνατο· «Μη πλανάσαι, ότι δεν θέλεις με ίδει να προσκυνήσω τον ήλιον ή άλλα ποιήματα ουδέποτε». Τότε υπερζέσας από τον θυμόν του ο μάγος, είπε και εμαστίγωσαν το μάρτυρα οι παμμίαροι, καταξεσχίζοντες τας σάρκας του άπονα με ραβδία ακανθωτά· ο δε πρώτον εδόξαζεν εκφώνως τον Κύριον λέγων· «Ευχαριστώ σοι, Θεέ μου, ότι με ηξίωσες να εκπλύνω τον ρύπον της αμαρτίας μου με την ροήν του αίματός μου». Μετά δε ώραν ικανήν απέκαμεν από τους δαρμούς και έμεινεν άφωνος· όθεν έδεσαν αυτόν με δύο αλύσεις και τον εφυλάκισαν με τον Ακεψιμάν οι παμμίαροι και τότε λέγει προς τον Διάκονον· «Τέλεσον καν συ του βασιλέως το πρόσταγμα, προσκύνησον τον πάμφωτον ήλιον, να λυτρωθής από τα δεινά κολαστήρια». Ο δε Αειθαλάς το όντως αειθαλές της ευσεβείας φυτόν, απεκρίνατο· «Μη γένοιτο να γίνω τυφλός και ανόητος ως συ, να προσκυνήσω αντί του Κτίστου τα κτίσματα· μη με φοβερίζης με παιδευτήρια, διότι δεν με νικάς, να με διαστρέψης ποτέ από την ευσέβειαν, καν θάνατον μου δώσης πικρότατον». Του λέγει ο μάγος· «Τις έχει γνώσιν και προτιμά αντί της ζωής τον θάνατον, μάλιστα δια ματαίαν ελπίδα μελλούσης μακαριότητος;» Λέγει ο Άγιος· «Σεις, οίτινες δεν έχετε ελπίδα ατελευτήτου ζωής, αγαπάτε ταύτην την πρόσκαιρον ως φιλόσαρκοι, ημείς δε, επειδή είμεθα βέβαιοι, ότι θα λάβωμεν μετά θάνατον αθάνατον ζωήν και απόλαυσιν αιώνιον, δεν φοβούμεθα πρόσκαιρα κολαστήρια, αλλά διψώμεν να υπομείνωμεν πληγάς τε και μάστιγας, ίνα και μεγάλην την αμοιβήν απολαύσωμεν». Τότε προστάσσει ο θηριώδης εκείνος να τον δέσουν από τας χείρας εις ξύλον και να τον δέρωσιν εξ δυνατοί άνδρες τοσούτον, έως ου συνθλασθώσιν όλα του τα οστέ. Οι μεν λοιπόν στρατιώται ετέλεσαν ευθύς το πρόσταγμα του άφρονος, ο δε αδαμάντινος Αθλητής υπέμεινε γενναίως, υβρίζων τον άρχοντα και επονομάζων αυτόν κύνα και κόρακα, οίτινες χαίρονται να τρώγουν σάρκας και αίματα, εκείνος δε προσέταξε τους δημίους να τον δέρωσιν έτι περισσότερον ανηλεώς· οι δε εμαστίγωσαν αυτόν χαλεπώτερα τόσον, ώστε εξεσχίσθησαν όλαι αι σάρκες του και συνετρίβησαν όλα του τα οστά από την ωμότητα των μαστιγούντων και την του ξύλου βαρύτητα. Αφού δε ταύτα έπραξαν, τον ήγειραν, επειδή δεν ηδύνατο πλέον να περιπατήση, και τον έρριψαν εις την φυλακήν, εις την οποίαν ήσαν οι άλλοι δύο Άγιοι. Μετά πέντε ημέρας ωδήγησαν τους τρείς Αγίους δεδεμένους εις τόπον τινά καλούμενον Παράδεισον, ένθα ήτο ναός του πυρός, τον οποίον εσέβοντο, και εκεί καθήσας ο μιαρός τους ηρώτησεν εάν επιμένουν εις την προτέραν απείθειαν ή έστεργον να πράξωσι κατά την γνώμην του. Οι δε Άγιοι παρευθύς ως εξ ενός στόματος απεκρίθησαν· «Γίνωσκε, ότι ημείς μίαν και την αυτήν αμετάθετον γνώμην έχομεν, ένα Θεόν προσκυνούμεν και αυτόν μόνον Κύριον των απάντων και Κτίστην γινώσκομεν». Τότε οργισθείς προστάσσει πάλιν να τους ζώσωσιν από την μέσην, από τας μασχάλας και από τους μηρούς, να τους σφίγξωσιν όσον ηδύναντο, έπειτα να στρέψωσι με ξύλον το σχοινίον έως να τους κατασπάσωσι. Τούτου δε γενομένου έλαβον οδύνην ανείκαστον και δακρύων αξίαν οι τρισμακάριοι, διότι όλα των τα οστά συνετρίβησαν και ο γδούπος της συντριβής ηκούετο από μακρόθεν. Εκαρτέρησαν λοιπόν από τρίτης ώρας έως της έκτης εις ταύτην την πανώλεθρον βάσανον, και τότε κατεβίβασαν αυτούς ως τεθνηκότας και τους επανέρριψαν εις την φυλακήν· προσέταξε δε ο ανηλεής δικαστής να μη τολμήση τις να τους δώση τροφήν ή ποτόν ή άλλην τινά βοήθειαν, διότι άλλως θα τιμωρήται με θάνατον. Διέμειναν λοιπόν πεφυλακισμένοι οι Άγιοι επί τρία ολόκληρα έτη με μεγάλην στενοχωρίαν και κάκωσιν, μη έχοντες ουδεμίαν παραμυθίαν έξωθεν της φρουράς δια τον φόβον του τυράννου, διότι οι φύλακες ελυπούντο μεν αυτούς δια την γηραιάν ηλικίαν των, αλλά εφοβούντο τον τύραννον, δεν έδιδαν δε εις αυτούς τίποτε, αλλά μόνον οι άλλοι φυλακισμένοι τους ευσπλαγχνίζοντο ενίοτε, καίπερ ειδωλολάτραι, και τους έδιδον ολίγον τι βρώσιμον ευτελέστατον και αυτό απόκρυφα. Μετά δε ταύτα τους εξέβαλαν και παρέστησαν εις άλλον δικάζοντα Αρδασαβώριον επονομαζόμενον, όστις ήτο πρώτος από όλους τους άρχοντας· και ιδών αυτούς ότι ήσαν αδύνατοι και μαραμένη η όψις των από την πολυχρόνιον κακοπάθειαν, είπεν εις αυτούς διαφόρους λόγους δήθεν προς συμβουλήν, να κάμωσι το συμφέρον των, προτού να τους δώση πικρότατα κολαστήρια. Οι δε απεκρίθησαν· «Μη νομίσης ότι θα δυνηθής ποτέ να μας μεταβάλης εις την ασέβειαν με κολακείας και δωρήματα ή έστω και αν θελήσης να μας δώσης με πάνδεινα κολαστήρια άδικον θάνατον». Ο δε τύραννος είπε· «Το γινώσκω ότι σεις οι Χριστιανοί επιποθείτε τον θάνατον, δια την των ελπιζομένων αγαθών απόλαυσιν, εγώ όμως δεν θα σας θανατώσω, εάν δεν καταναλώσω τας σάρκας σας πρότερον». Λέγει εις αυτόν ο Ακεψιμάς· «Ήκουσες από ημάς, ότι ουδόλως φοβούμεθα τα δεινά σου κολαστήρια, και όταν θέλης δοκίμασον ημάς να γνωρίσης την αλήθειαν». Τότε ο δικαστής θυμωθείς επρόσταξε να φέρωσι μάστιγας ωμάς εκ δέρματος, να τους δείρωσιν εις την ράχιν και τα στέρνα ωμότατα, έως να πίπτωσιν αι σάρκες των· ο δε Αρχιερεύς του Θεού υπέμεινε και ταύτην την βάσανον όσον ηδύνατο, ευχαριστών τον Κύριον· αφού δε απέκαμεν η δύναμίς του, παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν αυτού εις χείρας Θεού την δωδεκάτην Οκτωβρίου μηνός· το δε άγιον αυτού λείψανον εφύλαττον οι ανήμεροι, να μη το κλέψωσιν οι Χριστώνυμοι. Μετά την του Αγίου Ακεψιμά τελείωσιν έφερον εις το κριτήριον τον Μάρτυρα Ιωσήφ, προς τον οποίον είπεν ο τύραννος· «Είδες τι έπαθεν ο φίλος σου; Εάν δεν κάμης υπακοήν, θα σου δώσω ομοίαν κόλασιν». Ο Άγιος όμως, μηδόλως πτοούμενος τας του τυράννου απειλάς, είπε: «Καθώς σου είπον και πρότερον, ενόσω έχω τον νουν μου, δεν θέλω προσκυνήσει άψυχα κτίσματα». Ο δε άρχων προσέταξε να τον δέρωσιν ως και τον άλλον με νεύρα βοός. Ούτος δε, καίπερ τοσούτον ελεεινώς μαστιγούμενος, εβόα μεγαλοφώνως λέγων· «Εις είναι ο αληθής Θεός, τον οποίον ευλόγως ημείς λατρεύομεν, καταφρονούντες τα του βασιλέως σας προστάγματα». Δερόμενος λοιπόν επί ώρας πολλάς, έμεινεν ως νεκρός ακίνητος· όθεν θαρρούντες ότι απέθανε, τον έσυραν και τον έρριψαν εις την αγοράν· μαθόντες όμως κατόπιν ότι είχεν εισέτι ολίγην πνοήν, τον εφυλάκισαν. Μετά ταύτα παρέστησαν εις το βήμα και τον Αειθαλάν, ο δε τύραννος υπέσχετο και εις αυτόν καθώς και εις τους άλλους διαφόρους δωρεάς, απειλών συγχρόνως ότι θα τον βασανίση σκληρώς, εάν δεν πεισθή να προσκυνήση τους θεούς των, ο δε πάνσοφος Μάρτυς είπεν· «Αισχύνομαι τον ουρανόν και την γην, εάν δειλιάσω τας βασάνους και φανώ δειλότερος των γηραιών, εγώ όστις είμαι ισχυρότερος αυτών και νεώτερος· όθεν σε βεβαιώ με του Χριστού μου την δύναμιν, ότι δεν προδίδω την ευσέβειαν». Ταύτα ο άρχων ακούσας προσέταξε και τον εμαστίγωσαν δυνατά και αλύπητα, ο δε Άγιος ελέγχων αυτού την παρανομίαν τον ωνόμαζε κύνα σαθρόν και αδύνατον και ότι ελογίζετο τας τιμωρίας του ως παίγνια. Καταπλαγείς εις ταύτα ο άφρων εκείνος τύραννος ηρώτα τους συγκαθέδρους αυτού λέγων· «Ειπέτε μου, διατί οι Χριστιανοί, καταφρονούντες την ζωήν ταύτην, διψώσι τον θάνατον;» τινές δε εξ αυτών του απεκρίθησαν, ότι τα βιβλία των λέγουσιν ότι είναι άλλος κόσμος από τούτον καλλίτερος, δια τούτο μισούσι τον πρόσκαιρον. Αφού λοιπόν έδειραν επί ώραν πολλήν τον αήττητον και κατεξέσχισαν τας σάρκας του, οι αρμοί διελύοντο και έτρεχον κατά γης ως ποταμός τα αίματα· έπειτα προστάσσει ο δικαστής να τον αφήσωσιν ολίγον, και του λέγει· «Εάν υπακούσης εις τα βασιλικά προστάγματα, έχομεν ιατρούς να σου θεραπεύσουν τας πληγάς». Ο δε Άγιος είπεν· «Εγώ δεν χρειάζομαι ιατρείαν τινά από σε, πεπληγωμένε την ψυχήν και την διάνοιαν». Λέγει τότε ο τύραννος· «Εγώ θα σου δείξω να γίνης εις τους Χριστιανούς όλους υπόδειγμα, δια να μη υβρίζωσι τους άρχοντας». Λέγει εις αυτόν ο Άγιος· «Αν και εις όλους σου τους λόγους είσαι ψεύστης και φλύαρος, τώρα όμως είπες και χωρίς να θέλης την αλήθειαν, διότ με τα κολαστήρια, τα οποία θα μου δώσης, θέλεις με βιάσει να γίνω θαυμαστόν υπόδειγμα γενναιότητος και αρχέτυπον καρτερίας εις όλους τους αδελφούς μου δια να υπομένουν και αυτοί με μεγάλην ευκολίαν τα των τυράννων βασανιστήρια». Έφριξεν ο ασεβής τύραννος τοιαύτα ακούων· όθεν προσκαλέσας τον άρχοντα της πόλεως των Αρβήλων, Αδαρχόσχαρ, παρέδωκεν εις αυτόν τους Αγίους λέγων· «Λάβε αυτούς εις την πόλιν σου, δια να τους λιθοβολήσουν εκεί και βίασέ τους να υπακούσωσι, διότι μέχρι τώρα δεν ηθέλησα να τους δώσω θάνατον, δια να βασανισθώσι περισσότερον». Επεβίβασαν λοιπόν αυτούς εις τα κτήνη ως άψυχα πράγματα, διότι δεν είχον τινά δύναμιν να περιπατήσωσι, καθότι ήσαν συντετριμμένοι από τους πολλούς ραβδισμούς και καταξεσχισμένα όλα τα μέλη των, εκείτοντο δε παραλελυμένοι ως ξύλα άψυχα. Αφού λοιπόν τους επήγαν εις την πόλιν Άρβηλα, τους έρριψαν εις την φυλακήν ως τεθνηκότας, άνευ ουδεμιάς επιμελείας. Όθεν εσάπησαν τοσούτον αι σάρκες των από τας πληγάς, ώστε εβρωμούσαν και είχον μεγάλην κακοπάθειαν, διότι συν τοις άλλοις δεν άφηνον κανένα Χριστιανόν να πλησιάση και να τους δώση μικράν βοήθειαν. Γυνή δε τις, φοβουμένη τον Κύριον, κατώκει εις το μέρος εκείνο της πόλεως, πορευθείσα δε εις την φυλακήν το μεσονύκτιον έδωκεν αργύρια πολλά εις τους φύλακας, δια να την αφήσωσι να λάβη τους Αγίους εις τον οίκον της, όστις ήτο εκεί πλησίον, να τους επιμεληθή, και πάλιν να τους φέρη μίαν νύκτα απόκρυφα. Επιτυχούσα λοιπόν του ποθουμένου ήγειραν τους Αγίους οι δούλοι της και τους επήγαν εις την οικίαν της, εκεί δε με διάφορα βότανα και αρώματα τους επεμελήθη όπως έπρεπε με μεγάλην ευλάβειαν. Τοσαύτην δε κατάνυξιν είχεν η αοίδιμος, ώστε έρρεον συνεχώς τα δάκρυά της και κατεφίλει τας πληγάς των μαρτύρων, ήλειφε δε το πρόσωπόν της με τα άγια αίματά των. Ο δε μακάριος Ιωσήφ μετά βίας ηδυνήθη να ομιλήση από τους πόνους και λέγει προς αυτήν· «Ω ιερά και φιλόχριστος γυνή, με το να μας συμπονής και να μας επιμελήσαι με τόσον πόθον, δεικνύεις ότι έχεις ψυχήν συμπαθή και φιλάνθρωπον. Το να κλαίης όμως αμέτρως είναι αμαρτία, διότι φαίνεσαι ολιγόπιστος προς τον Θεόν, και ότι δεν έχεις εις αυτόν την ελπίδα σου». Η δε απεκρίνατο· «Η μεν ψυχή μου αγάλλεται συλλογιζομένη την άμετρον ανδρείαν, την οποίαν ο Κύριος σας εχάρισε, να υπομείνετε την δριμύτητα τοσούτων βασάνων· μάλιστα δε επιποθώ πλέον να σας ιδώ τετελειωμένους εις το Μαρτύριον, αλλά το δάκρυον είναι ίδιον της ανθρωπίνης φύσεως, να λυπήται και να συμπονή τον όμοιον». Λέγει ο Άγιος· «Δεν πρέπει, τέκνον μου, να δακρύης ουδόλως δι’ ημάς, γινώσκουσα ότι αι θλίψεις, τας οποίας λαμβάνομεν δια τον Χριστόν, προξενούσιν εις ημάς ευφροσύνην αιώνιον και Βασιλείαν ουράνιον». Αφού λοιπόν τους επεμελήθη, ως έπρεπεν, η φιλομάρτυς εκείνη γυνή, τους επήγεν είτα κρυφίως, ως είχεν υποσχεθή εις το δεσμωτήριον, ένθα διέμειναν εξ μήνας, και τότε εψήφισαν άλλον άρχοντα και δικαστήν δεινότερον, Ναζερώθ καλούμενον, προς τον οποίον ήλθε βασιλικόν πρόσταγμα, να δένωσι τους Χριστιανούς και να τους φονεύουν άλλοι πάλιν Χριστιανοί εις αισχύνην των. Ελθόντος λοιπόν του νέου τυράννου είπον εις αυτόν οι ιερείς των ειδώλων· «Είναι πολύς καιρός που ευρίσκονται φυλακισμένοι τινές Χριστιανοί, οίτινες υπέστησαν πολλούς δαρμούς, αλλά δεν θέλουσι να αρνηθώσι την πίστιν των». Ταύτα ακούσας ο τύραννος προσέταξε να τους φέρωσι πάραυτα, και τους λέγει· «Ο βασιλεύς Σαβώριος ενίκησε τοσαύτα έθνη και τοσαύτα φρούρια κατέστρεψε, ουδείς δε ανδρείος ηδυνήθη να τον νικήση, σεις όμως, οίτινες καρπούσθε τους τόπους του, γίνεσθε αποστάται και τον υβρίζετε, νομίζοντες ότι ούτω θα σας δώσωμεν τάχιστον θάνατον· αλλά εγώ θα σας παραδώσω εις τοσαύτας βασάνους, ώστε να διαλυθώσιν αι σάρκες σας». Λέγουσιν εις αυτούς οι Άγιοι· «Ημείς εδώσαμεν τα σώματά μας εκουσίως να μας σφάξετε δια την αγάπην του Χριστού μας ως πρόβατα και ει τι βούλεσαι πράξον». Προστάσσει τότε ο απάνθρωπος τύραννος να τους δέσωσιν από τους πόδας και να τους κρεμάσωσι με την κεφαλήν προς τα κάτω, να καταξεσχίσωσι δε τας πλευράς των και να τους δέρωσι με ξηρά βούνευρα. Ούτω λοιπόν απανθρώπως μαστιγουμένων των Αγίων κατεκόπησαν αι φλέβες αυτών και έτρεχαν ως ποταμός τα αίματα. Οι δε παρεστώτες συμπονούντες τους Αγίους εδάκρυζαν, μεμφόμενοι του τυράννου την αγριότητα. Τινές δε μάγοι, θαυμάζοντες του ιερού πρεσβύτου την υπομονήν και γενναιότητα και συμπονούντες αυτόν, επλησίασαν και είπον εις αυτόν· «Ελθέ με ημάς κρυφίως εις τον ναόν του θεού μας, εάν εντρέπεσαι εις το φανερόν τους ανθρώπους και θυσίασον να λυτρωθής από τοιαύτα πάνδεινα κολαστήρια». Ο δε με φωνήν λαμπράν απεκρίνατο· «Απόστητε απ’ εμού πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν» (Ψαλμ. στ:9). Αφού λοιπόν τους έδερον επί τρεις ώρας, τους ηρώτησεν ο τύραννος λέγων· «Πείθεσθε εις το πρόσταγμα του βασιλέως να λυτρωθήτε από τον θάνατον;» Ο δε Άγιος Ιωσήφ είπε· «Μη γένοιτο ποτέ να επιθυμήσω τοιαύτην ζωήν και να προσκυνήσω τον ήλιον». Λέγει ο τύραννος· «Λοιπόν κάλλιον θέλεις τον θάνατον;» Λέγει προς αυτόν ο Άγιος· «Ναι, επ’ αληθείας, ότι ούτος ο πρόσκαιρος θάνατος μου γίνεται ζωής αιωνίου πρόξενος και αίτιος τόσων αγαθών, όσα οφθαλμός δεν δύναται να τα ίδη ούτε να τα μελετήση διάνοια». Λέγει ο άρχων ειρωνευόμενος και περιγελών αυτόν· «Λοιπόν πρέπει να με ευχαριστής, επειδή τόσα καλά σου επροξένησα, και να μας αξιώσης και ημάς να συγκοινωνήσωμεν μετά σου εις τοιαύτην μακαριότητα». Λέγει ο Άγιος· «Μη χλευάζης ημάς, ω δικαστά, ότι ο Θεός μάς επρόσταξε να αγαπώμεν και τους εχθρούς μας και να παρακαλούμεν δια να γνωρίσωσι την ευσέβειαν και ούτω ποιούμεν δι’ αυτούς έως ου ευρίσκονται εις τούτον τον κόσμον· όταν όμως αποθάνωσιν, δεν δυνάμεθα να ποιήσωμεν εις αυτούς καλόν ή κακόν, μόνον ο Θεός έχει εξουσίαν να κρίνη άπαντας». Του λέγει ο τύραννος· «Άφες τας φλυαρίας αυτάς και τα όνειρα και ποίησον το βασιλικόν πρόσταγμα ή σου δίδω τόσα κολαστήρια, ώστε να παραδειγματισθούν και οι επίλοιποι Χριστιανοί από σε, να μη προτιμώσι τα ψευδή μέλλοντα, αλλά αυτά τα αληθινά και βλεπόμενα». Λέγει ο Άγιος· «Αυτό επιποθώ και εγώ καθώς και συ το εγνώρισες, να με στείλης εις την ουράνιον απόλαυσιν· λοιπόν εάν και τιμωρίας μυρίας μου δώσης ή άλλος άρχων διάδοχός σου με παιδεύση χειρότερα, δεν θέλετε δυνηθή να με διαστρέψετε, επειδή έχω τον αληθή Θεόν, όστις μου δίδει, ως παντοδύναμος, δύναμιν να υπομείνω ταύτα και πλείονα, και τότε οι επίλοιποι Χριστιανοί δεν θέλουσιν αρνηθή την ευσέβειαν, καθώς είπας, αλλά μάλιστα βλέποντες εμέ τον γηραιόν και αδύνατον, να μη συλλογίζωμαι τοιαύτα δεινά κολαστήρια, θα γίνωσι και αυτοί προθυμότεροι, να στερεωθούν εις την θεοσέβειαν». Ταύτα ακούσας εθαύμασεν ο τύραννος· όθεν προσέταξε να φυλακίσωσι τον Άγιον Ιωσήφ, τον οποίον και έλαβον βαστακτόν οι στρατιώται, διότι δεν ηδύνατο να περιπατήση τελείως, στραφείς δε προς τον μακάριον Αειθαλάν λέγει προς αυτόν· «Την αυτήν αγνωσίαν έχεις και συ, να μη θέλης να προσκυνήσης τον πάμφωτον ήλιον;» Ο δε απεκρίνατο· «Ζη Κύριος Ιησούς Χριστός, εις τον οποίον πιστεύω, δεν θέλει δυνηθή τις να με διαστρέψη από την τούτου προσκύνησιν». Τότε προστάσσει ο τύραννος να τον δέσωσιν από τους αστραγάλους, να τον κρεμάσουν αντιστρόφως και να τον μαστιγώσουν ως τον Άγιον Ιωσήφ ανηλεώς. Υπέμεινε δε ο μακάριος ούτος ανδρείως τας φοβεράς πληγάς μεγαλοφώνως τον Χριστόν δοξολογών· όταν λοιπόν είδεν ο τύραννος την καρτερίαν αυτού, εθαύμασε και καταβιβάσαντες εκείνον, έφεραν Μανιχαίον τινά, όστις είχε διαπράξει αμαρτίας τινάς και προστάσσων να δέρωσι τον Μανιχαίον, είπε προς τον Μάρτυρα· «Βλέπε τούτον τον άνθρωπον, πως αρνείται τώρα την πίστιν του». Ταύτα αυτού ειπόντος έδερναν αυτόν ώραν πολλήν οι δήμιοι· ο δε πρώτον μεν υπέμεινε τας μάστιγας, αλλ’ ύστερα, όταν τον έδερναν άσπλαγχνα, ενικήθη από τους πόνους και απηρνήθη την θρησκείαν του, αναθεματίσας τον Μάνεντα. Τότε του έφεραν μύρμηκά τινα και τον εφόνευσεν, ο δε Άγιος εμειδίασε λέγων· «Ο ταλαίπωρος λατρευτής του Μάνεντος εφόνευσε τον θεόν του! εγώ δε μακάριος, διότι έχω Θεόν παντοδύναμον, όστις ενίκησε τον κόσμον και μου φυλάττει το φρόνημα αταπείνωτον». Θυμωθείς εις τους λόγους τούτους ο τύραννος προσέταξε να δείρωσι τον Άγιον ασπλάγχνως με ράβδους ροδιάς ακανθωτάς και τόσον τον εμαστίγωσαν, ώστε έμεινεν άφωνος και δεν ησθάνετο τους ραβδισμούς τελείως· όθεν έσυραν αυτόν ως τεθνεώτα και τον έρριψαν παράμερα· εκ των μάγων δε τις τον ελυπήθη ως άνθρωπος, βλέπων το σώμα του ολόγυμνον και τον εσκέπασε με ένα ράσον, δια το οποίον τον κατήγγειλαν εις τον άρχοντα και τον εδειρεν ανηλεώς, τον δε Άγιον εφυλάκισαν πάλιν ιδόντες ότι ακόμη ανέπνεε. Μετά ταύτα ήλθε τις άρχων από άλλην χώραν, τον οποίον ωνόμαζον Σαβώριον, όστις παραστήσας τους Αγίους ενώπιόν του, είπε προς αυτούς με αγρίαν φωνήν· «Λυπούμαι την ταλαιπωρίαν σας και ευλαβούμαι τα λευκά σας γένεια, δι’ αυτό σας συμβουλεύω να προσκυνήσετε τον παντέφορον ήλιον και να δοκιμάσετε το αίμα των θυσιών, ίνα λυτρωθήτε από τον πικρότατον θάνατον». Οι δε ως εξ ενός στόματος απεκρίθησαν· «Των σαρκοφάγων κυνών είναι ίδιον και όχι ανθρώπων να πίνουν αίματα, καθώς ποιείς συ, ανόητε, όστις είσαι ως ο λυσσών κύων, όστις υλακτεί τους αυθέντας αυτού με πολλήν αγριότητα». Τότε προσέταξεν ο άρχων και έδειραν αυτούς τόσον ανηλεώς, ώστε ελυπήθησαν οι παρεστώτες και τους συνεβούλευσαν να δοκιμάσωσι ζωμόν αντί αίματος, δια να λυτρωθώσι τοσούτων κολάσεων. Οι δε απεκρίθησαν· «Μη γένοιτο, να θολώσωμεν το καθαρόν της πίστεώς μας και το πολυχρόνιον γήρας μας να καταισχύνωμεν». Λέγει ο πονηρός τύραννος· «Φάγετε μόνον ολίγον κρέας καθαρόν και αμόλυντον, να σας αφήσω». Οι δε απεκρίθησαν· «Πως είναι δυνατόν να ευρεθή πράγμα καθαρόν εις χείρας μεμολυσμένας; Άφες όλας σου τας μηχανάς, ταλαίπωρε, αποφάσισόν μας εις θάνατον, μη βασανίζεσαι άκαιρα δέρων τον αέρα και σφυροκοπών ανωφελώς τον αδάμαντα». Αφού λοιπόν συνεβουλεύθη με τους συγκαθέδρους ο τύραννος, αποφασίζουν να συνάξωσιν όσους Χριστιανούς εύρωσι να τους βάλωσι βιαίως να λιθοβολήσωσι τους Αγίους. Έφερον λοιπόν όσους ηδυνήθησαν, τους οποίους προσέταξαν να ρίπτωσι πέτρας κατά των Αγίων, έως να τους θανατώση· προσέταξε δε τότε ο ηγεμών να φέρουν τον Άγιον Ιωσήφ εις το κριτήριον , ίσως επειδή είχεν εις τον νουν του να ξαναδοκιμάση δια τελευταίαν φοράν, μήπως και τον διαστρέψη ο στρεβλός και ανόητος. Αφ’ ου λοιπόν τον έφεραν βαστακτόν, επειδή καθώς είπομεν δεν ηδύνατο ούτε να σαλεύση, εποίησε νεύμα προς τον ηγεμόνα με την κεφαλήν του ο Άγιος, να έλθη πλησίον του δήθεν ότι ήθελε να του είπη λόγον απόκρυφον, ο δε άρχων επήγεν αμέσως. Τότε πληρώσας ο Άγιος το στόμα του φλέγματος και σιέλου, έπτυσεν εις το πρόσωπον αυτού λέγων· «Δεν εντρέπεσαι, αναιδέστατε, να πολεμής ακόμη ένα νεκρόν και ακίνητον γέροντα, και με έφερες πάλιν εις εξέτασιν;» Τότε έμεινε καταγέλαστος ο τύραννος, του δε Αγίου έδεσαν οπίσω τας χείρας και σκάπτοντες λάκκον, έχωσαν αυτόν έως την ζώνην, έπειτα έδεσαν μακρόν τινα οβελόν εις καλάμην και προσέταξαν μίαν Χριστιανήν, την οποίαν έφερον εκεί με τους λοιπούς Χριστιανούς, περί των οποίων προείπομεν, να σουβλίζη τον Άγιον, ήτις εκαλείτο Ισδανδούλ. Λέγει όμως αύτη προς τον τύραννον· «Δεν ηκούσθη ποτέ να δυναστεύουν γυναίκα, να θανατώση δικαίους ανθρώπους, καθώς ποιείτε σεις και πληρούτε την πατρίδα σας με άγια αίματα, αλλά μη γένοιτο, να μιάνω τας χείρας μου· εγώ προτιμώ να σουβλίσω την καρδίαν μου πρότερον, πάρεξ να εγγίσω ουδαμώς εις το σώμα του Μάρτυρος». Ιδόντες λοιπόν οι ασεβείς ότι οι Χριστιανοί δεν τους ήκουσαν, έρριψαν αυτοί τόσους λίθους, ώστε έχωσαν έως τον λαιμόν τον Άγιον· και βλέπων άρχων τις, ότι ακόμη η αγία του κεφαλή εσάλευεν, επρόσταξε δήμιόν τινα, και την εκτύπησε με λίθον μέγαν, ούτω δε συνέτριψε τελείως αυτήν και παρέδωκεν εις χείρας Θεού την μακαρίαν ψυχήν ο αείμνηστος· έβαλαν δε φύλακας εις το άγιον λείψανον, δια να μη το κλέψωσιν οι φιλόχριστοι, και μετά τρεις ημέρας γίνεται σεισμός μέγας και φοβερώτατος, με μεγάλας αστραπάς και βροντάς και κατελθόν πυρ ουρανόθεν κατέκαυσε τους φύλακας, τον σωρόν των λίθων ως λεπτότατον χώμα εσκόρπισε, το δε άγιον σώμα του Μάρτυρος μετέθηκεν όπου ο Θεός ωκονόμισε. Μετά την τελευτήν του Αγίου Μάρτυρος Ιωσήφ παραλαβόντες οι μισόχριστοι τον τίμιον Αειθαλάν τον έφερον εις χωρίον τι, Πατριάν καλούμενον, εκεί δε ομοίως και αυτόν ελιθοβόλησαν. Μοναχοί δε τινές, οίτινες ησκήτευον εις εκείνα τα όρια, επορεύθησαν την νύκτα και επήραν κρυφίως το άγιον λείψανον και το ενεταφίασαν ευλαβώς εις τόπον επίσημον· εκεί δε όπου τον εφόνευσαν ο Θεός εποίησε θαύμα τι, δια να δοξάση τον δούλον του· ανεφύη δηλονότι φυτόν τι, όπερ ονομάζουσι μυρσίνην, το οποίον εθεράπευε πάσαν ασθένειαν· έβλεπον δε και οι ευσεβείς πολύν καιρόν εις εκείνον τον τόπον φώτα πάμπολλα και Αγίους Αγγέλους, οίτινες ανέβαινον εις τους ουρανούς, δοξάζοντες τον τους Αγίους αυτού δοξάζοντα Κύριον. Αφού δε παρήλθον πέντε έτη εφθόνησαν οι ασεβείς εις τα θαύματα, τα οποία εγίνοντο υπό του προμνημονευθέντος φυτού, το εξερρίζωσαν τελείως και το έκαυσαν· ετελειώθη δε ο Άγιος Αειθαλάς τον Ιούνιον μήνα, ημέραν Παρασκευήν της τελευταίας εβδομάδος της Πεντηκοστής, αλλά επειδή ήσαν και οι τρεις ούτοι Άγιοι ομόσκηνοι και ομόγνωμοι και έδειξαν ίσην ανδρείαν και αντίστασιν, τους έταξαν να εορτάζωνται και οι τρεις συγχρόνως σήμερον, εν Χριστώ Ιησού τω αληθινώ Θεώ, ω η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Δ΄ (4η) Νοεμβρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΥ του Μεγάλου του εν τω Ολύμπω.

Δημοσίευση από silver »

Ιωαννίκιος ο θαυμάσιος και μέγας Πατήρ ημών εγεννήθη το εικοστόν τέταρτον και τελευταίον έτος Λέοντος Γ΄ του Ισαύρου, εν έτει ψμα΄(741), εις την επαρχίαν των Βιθυνών, εις χωρίον καλούμενον Μαρικάτον από ευσεβείς γονείς, οίτινες ωνομάζοντο ο μεν Μυριτρίκης, η δε Αναστασώ· γεννηθείς λοιπόν εξ αυτών ετρέφετο με θείαν παιδείαν μάλλον ή με τροφήν πρόσκαιρον· γράμματα μεν δεν ηθέλησε να μάθη, ως και ο Μέγας Αντώνιος, αλλ’ επειδή ήτο ρωμαλέος και μεγαλόσωμος τον έγραψαν εις τον στρατόν οι υπηρέται του βασιλέως, οίτινες εζήτουν ανθρώπους δια τον πόλεμον, επρόκοψε δε τόσον εις την μάχην, ώστε όλοι τον εθαύμαζον. Ήτο δε και επιμελής εις τα θεία προστάγματα, έχων εις την καρδίαν αυτού τον φόβον του Θεού πάντοτε. Φθονών όθεν αυτόν ο διάβολος, ότι εφύλαττεν ακριβώς τας εντολάς του Κυρίου, έπλεκε κατ’ αυτού παγίδας και πανουργίας και τον έρριψεν εις την αίρεσιν των εικονομάχων ο πολυμήχανος, η ασέβεια δε αύτη εκράτησε τον καιρόν εκείνον υπέρ τα εκατόν έτη, οι δε ακολουθούντες αυτήν δεν προσεκύνουν ουδόλως τας αγίας Εικόνας οι μωροί, έως ου απωλέσθησαν ελεεινώς οι αρχηγοί της ασεβείας αυτής και έλαβε την βασιλείαν η ευσεβής Ειρήνη η βασίλισσα, ήτις συνεκάλεσε κατά το έτος ψπγ΄ (783) την Αγίαν εβδόμην Οικουμενικήν Σύνοδον υπό της οποίας εθεσπίσθη και πάλιν να τιμάται και να προσκυνήται ο σεβάσμιος χαρακτήρ του Σωτήρος και των λοιπών Αγίων τα εκτυπώματα. Τινές όμως των Εικονομάχων, από την κακήν αυτών συνήθειαν, εδυστρόπουν και δεν προσεκύνουν αυτάς οι πεπλανημένοι και άγνωστοι. Εις δε από τούτους ήτο και ο μέγας ούτος Ιωαννίκιος. Επειδή όμως εν αγνοία ημάρτανε, δεν τον αφήκεν ο καρδιογνώστης Θεός να μείνη επί πολύν καιρόν εις την ασέβειαν, αλλά με τον εξής τρόπον πανσόφως τον εσαγήνευσεν. Ότε καιρόν τινα, επιστρέφων από τον πόλεμον, διήρχετο από τον Όλυμπον, τον εφώτισεν ο Κύριος να υπάγη πλησιέστερον του όρους δια να συνομιλήση μετά τινος εναρέτου Ασκητού και να λάβη την ευλογίαν του. περιπατών λοιπόν εις το δάσος του όρους εκείνου φαίνεται Ασκητής τις εις το σχήμα σεβάσμιος, και λέγει προς αυτόν πριν χαιρετηθώσι τελείως· «Εις μάτην κοπιάζεις, Ιωαννίκιε, να φυλάττης με τόσον πόνον την αρετήν και να μη προσκυνής του Δεσπότου Χριστού την Εικόνα, την οποίαν καταφρονείς αφρονέστατα». Ταύτα ακούσας ο μέγας μεγάλως εθαύμασε, το προορατικόν του ανδρός εκπληττόμενος, και πίπτων εις τους πόδας του Ασκητού εζήτει την των αγνοημάτων συγχώρησιν, υποσχόμενος να προσκυνή ευσεβώς εις το μέλλον τας του Χριστού και πάντων των Αγίων Εικόνας με μεγάλην ευλάβειαν. Από την ώραν εκείνην λοιπόν ηλλοιώθη θαυμασίαν αλλοίωσιν και εκοιμάτο κατά γης, εποίει μετανοίας αγρυπνών το πλείστον της νυκτός, προσηύχετο μετά δακρύων, δια να του συγχωρήση ο Κύριος όσα του έπταισεν εξ αγνοίας το πρότερον, και ενήστευε καθ’ εκάστην εγκρατευόμενος, όταν δε ελάμβανεν ανάγκην να συνδειπνήση με φίλους του, έτρωγε μεν από τα φαγητά, δια να μη γνωρίζεται η αρετή του, αλλά τόσον ολίγον εγεύετο, όσον μόνον να φαίνεται ότι δεν ενήστευε, και εις τοιαύτην διαγωγήν διήλθεν έτη εξ. Τον καιρόν εκείνον επολέμουν την Θράκην οι Βούλγαροι, ο δε βασιλεύς των Χριστιανών, κηρύξας τον πόλεμον, εξεστράτευσε κατ’ αυτών έχων μεθ’ εαυτού και τον μέγαν Ιωαννίκιον, ομού με τους λοιπούς ανδρείους. Και όταν είδεν ο μέγας αριστεύς Ιωαννίκιος, ότι ενικώντο οι Χριστιανοί και εγέμισαν από τους πεφονευμένους αι φάραγγες, έδραμεν ως άλλος Δαβίδ μυριάδας των αλλοφύλων φονεύων, και τόσην ανδρείαν έδειξεν εις αυτήν την μάχην, ώστε έστρεψαν οπίσω οι πρώην διώκοντες Βούλγαροι και τους κατέκοπτον ελεεινώς οι υπ’ αυτών διωκόμενοι. Απηλευθέρωσε δε από τας χείρας των εχθρών και μεγάλον τινά άρχοντα ο Άγιος, τον οποίον είχον δεδεμένον και έτρεχον σπουδαίως να τον κρατήσουν αιχμάλωτον. Την τοιαύτην ανάγκην βλέπων ο Άγιος εκτύπησεν εις το μέσον των εχθρών, και άλλους μεν εθανάτωσεν, άλλους δε επλήγωσεν· όθεν έφυγαν έμφοβοι, λύσας δε αυτός τον αιχμάλωτον τον απέστειλεν εις τον βασιλέα χαίροντα. Ιδών δε ούτος τοιαύτην ανδρείαν εις τον Ιωαννίκιον, τον επήνεσε και του έδωσε μέγα δώρον. Αυτός δε πάλιν, δια να μη φανή προς τον ευεργέτην αχάριστος, έδραμεν εις ανδρείον τινά Βούλγαρον, όστις ιστάμενος εις στενόν τινα τόπον εφόνευε πολλούς Χριστιανούς, ως δυνατός και ακαταγώνιστος, και κόψας την κεφαλήν εκείνου, όστις εθανάτωσε τόσους Χριστιανούς, την έδωκε του βασιλέως δώρον πολύτιμον. Αυτά τα προς τους ορατούς εχθρούς αγωνίσματα ήσαν προεικονίσματα κατά των αοράτων δαιμόνων, τα οποία έμελλε να τελέση ο γενναίος Ιωαννίκιος ύστερα. Όθεν ως φρόνιμος το εγνώρισε και επιστρέψας εις την οικίαν του εγκρατεύετο πάλιν ευχόμενος, ωπλίζετο δε κατά των δαιμόνων, ώσπερ το πρότερον, τοιαύτα κατά διάνοιαν λέγων· «Εάν έδειξα εις τους σωματικούς εχθρούς ανδρείαν και δύναμιν, διατί να μη πολεμήσω και τους αοράτους δαίμονας γενναιότερα;» Ταύτα μελετών ελυπείτο, ότι εζημιώθη τόσα έτη, μη εργασθείς δια τον Δεσπότην Χριστόν εκ νεότητος, αλλά εκινδύνευε την ζωήν δια τιμήν πρόσκαιρον, και ηύχετο ταύτα προς τον ουράνιον Βασιλέα, λέγων· «Συγχώρησόν μοι, εύσπλαγχνε Κύριε, τα πρότερα και υπόσχομαι να μη φροντίσω δια το σώμα πλέον από την σήμερον, αλλά να το υποτάξω τω Πνεύματι, και να δουλεύω καν τώρα και έμπροσθεν της Βασιλείας σου όσον δύναμαι». Ταύτα ευχόμενος και βλέπων τον Όλυμπον ωρέχθη την ησυχίαν και το ερημικόν αυτού. Όθεν απεφάσισε να διέλθη τον επίλοιπον καιρόν της ζωής του εις αυτόν ησυχάζων. Μεταβάς δε πρότερον εις την Κωνσταντινούπολιν, προσεκύνησεν όλους τους εκεί Ιερούς Ναούς και αποχαιρετήσας αυτούς καταφρονεί τιμήν πρόσκαιρον, απαρνείται πατέρα, μητέρα και όλην του την συγγένειαν, καταλιμπάνει πλούτον και τα λοιπά της σαρκός ποθητά, δια τον πόθον της ουρανίου μακαριότητος, και αναχωρήσας εκείθεν μετέβη εις την Μονήν των Αυγάρων, εξομολογηθείς δε εις τον Καθηγούμενον ταύτης Γρηγόριον, τον συνεβούλευσεν εκείνος να μη υπάγη τότε παρευθύς εις την άσκησιν, εάν δεν υπομείνη καιρόν τινα με συνοδείαν Μοναχών πρότερον, να μάθη τας τάξεις, την υπακοήν και την ταπείνωσιν και να συνειθίση τους πολέμους του δαίμονος, δια να μη ζημιωθή ως απαίδευτος. Ταύτην την καλήν συμβουλήν ακούσας ο Ιωαννίκιος, απήλθεν εις του Αντιδίου το Μοναστήριον και έκαμεν εκεί δύο έτη, μανθάνων ψαλμούς πεντήκοντα από το ψαλτήριον και πάσαν άλλην της μοναχικής παλαίστρας ακρίβειαν. Έχων όμως πόθον προς την ησυχίαν αμέτρητον, έλαβε μετά ταύτα από όλους τους αδελφούς συγχώρησιν και ανεχώρησε, φθάσας δε εις το ποθούμενον αυτού όρος, εδέετο του Θεού, όλην την εβδομάδα νήστις, να του φανερώση οδηγόν τινα απλανή και ενάρετον, δια να δυνηθή δια μέσου αυτού να εύρη την σωτηρίαν του. Την δε εβδόμην ημέραν ακούει φωνήν ο νέος ούτος Μωϋσής ουρανόθεν, ήτις του είπε να υπάγη εις το εσώτερον μέρος του όρους, δια να εύρη το ποθούμενον. Εισελθών όθεν εις το ενδότερον και ερευνήσας επιμελώς, εύρε δύο Μοναχούς ενδεδυμένους με ράσα τρίχινα, οίτινες έζων με τόσην ακτημοσύνην, ώστε ήσαν ως ασώματοι Άγγελοι, εσθίοντες μόνον χόρτα άγρια· τούτους ασπασάμενος με ευλάβειαν ο Ιωαννίκιος τους ηρώτησε να τον οδηγήσωσιν προςτον ποθούμενον, εκείνοι δε νουθετήσαντες αυτόν ικανώς εις όσα εχρειάζετο του επροφήτευσαν και όσα του συνέβησαν ύστερον, λέγοντες· «Όταν κάμης έτη πεντήκοντα εις την άσκησιν, εις το τέλος της ζωής σου θέλουν σε πειράξει τινές φθονεροί και βάσκανοι, αλλά ο πόνος αυτών θέλει επιστρέψει εις την κεφαλήν των αδίκων εκείνων δικαίως και θα τρυγήσουν τους πόνους αυτών, συ δε ουδέ το ελάχιστον δεινόν πρόκειται να πάθης». Ταύτα δε έγιναν όλα, καθώς θέλομεν γράψει κατωτέρω. Ταύτα προφητεύσαντες οι Όσιοι εκείνοι Ασκηταί του εχάρισαν χιτώνα τρίχινον, τον οποίον είχεν όπλον κατά των δαιμόνων ακαταμάχητον. Λαβών λοιπόν τας ευχάς των Αγίων εκείνων Γερόντων ο Όσιος επήγεν εις το όρος Τριχάλιξ ονομαζόμενον, εις το οποίον διήλθε διαγωγήν θαυμάσιον και έμενεν ύπαιθρος χωρίς να εισέλθη εις οίκον ή εις σπήλαιον, αλλά μόνον τον ουρανόν είχε στέγην, υπομένων τας βίας των ανέμων, των χιόνων και των υετών ο αήττητος. Ο δε Γρηγόριος, τον οποίον ανεφέραμεν ανωτέρω, επήγε να τον εύρη και βλέπων την πολλήν αυτού κακοπάθειαν, του έκαμε μικράν καλύβην να φυλάττεται από τας βροχάς και τας χιόνας και ούτως ανεπαύθη ολίγον καιρόν. Είτα πάλιν, επειδή τον έμαθον οι άνθρωποι και ερχόμενοι πολλάκις εκεί του έδιδαν ενόχλησιν, ανεχώρησεν εκείθεν ο μακάριος και μετέβη εις όρος τι παρά τον Ελλήσποντον κρημνώδες πολλά και δασύτατον, εις το οποίον έσκαψεν ολίγον εις τόπον, όστις ήτο αρμόδιος και έκαμεν υποκάτω της γης μικρόν λάκκον, όσον τον εχώρει, και εκεί κατώκησε, μη έχων ως ο Ηλίας τον κόρακα να του φέρη το σιτηρέσιον, αλλά βοσκόν τινα όστις έβοσκε τράγους. Τούτον παρεκάλεσεν ο Άγιος να του φέρη καθ’ έκαστον μήνα ολίγους άρτους και ύδωρ, αυτός δε προσηύχετο δια την ψυχήν του. Έκαμε λοιπόν τρία έτη εις εκείνον τον τόπον νύκτα και ημέραν ευχόμενος και έλεγε τον περισσότερον καιρόν την ευχήν ταύτην· «Η ελπίς μου ο Πατήρ, καταφυγή μου ο Υιός, σκέπη μου το Πνεύμα το Άγιον, Τριάς Αγία, δόξα σοι», και από τούτον τον Άγιον συνήθισαν και άλλοι Χριστιανοί ταύτην την ευχήν και την λέγομεν έως την σήμερον. Ημέραν τινά του ήλθε ο λογισμός να υπάγη εις τινα Ναόν ευρισκόμενον εις τα μέρη εκείνα, να προσκυνήση τον εις αυτόν τιμώμενον Άγιον, και εκεί έτυχε στρατιώτης τις φίλος του, όστις ιδών αυτόν τον εγνώρισεν από το μέγα ανάστημα του σώματος και τους χαρακτήρας της όψεως και επιπεσών εις τον τράχηλον του Αγίου από την χαράν του έχυνε δάκρυα, επειδή εύρε τον παλαιόν του φίλον Ιωαννίκιον. Αφού λοιπόν ανεγνωρίσθησαν και ωμίλησαν επ’ ολίγον, ενεχώρησεν ο άνθρωπος εκείνος δια να υπάγη προς τους άλλους φίλους του και να τους δώση είδησιν περί του που ευρίσκετο ο Ιωαννίκιος. Εκείνος όμως φεύγων τον ανθρώπινον έπαινον, επήγεν εις τα όρη της Κουντουρίας και εισερχόμενος εις Εκκλησίαν τινά, την οποίαν εύρεν εις την οδόν, έτυχεν εκεί ανδρόγυνον τι, το οποίον ήθελε να λειτουργήσωσιν, ιδόντες δε εκείνοι εξαίφνης τοιούτον άνδρα γιγαντιαίον, ανυπόδητον και μακρύμαλλον, εφοβήθησαν και έφευγον. Ο δε Άγιος με πραείαν και ήμερον φωνήν τους ηρώτησε να του δείξωσι την οδόν, εκείνοι δε του έδειξαν ποταμόν τινα, τον οποίον έμελλε να διαβή, όστις ήτο πλημμυρισμένος από τας βροχάς του χειμώνος και ήτο δυσκολοπέραστος· ο δε Όσιος ηγέρθη το μεσονύκτιον και ποιήσας ευχήν, (ω του θαύματος!) διέβη τον ποταμόν αβρόχως. Ούτω δε βαδίζων έφθασεν εις την Έφεσον και ελθών εις τον Ναόν του ηγαπημένου μαθητού Ιωάννου, αι θύραι αυτού ήνοιξαν μόναι των και αφού εποίησε την προσευχήν του, πάλιν εσφάλισαν. Επιστρέφων εκείθεν προς Κουντουρίαν ο Όσιος, τον υπήντησαν εις την οδόν δύο Μοναχαί, μήτηρ και θυγάτηρ, είχε δε η θυγάτηρ πειρασμόν, όστις την παρεκίνει προς πορνείαν και της έδιδε μεγάλον πολύ και ανυπομόνητον σκάνδαλον, τόσον ώστε η γραία δεν ηδύνατο πλέον να την εμποδίση από το κακόν με νουθεσίας και παραδείγματα· όθεν ιδούσα τον Όσιον, τον παρεκάλεσε να της αναγνώση ευχήν, να λυτρωθή από τον πειράζοντα. Ο δε Όσιος ως συμπαθής εσυμπόνεσε την κόρην και της λέγει να βάλη εις τον τράχηλόν του την χείρα της και τότε εποίησεν ευχήν προς Θεόν δεόμενος να λυτρωθή η κόρη από το σκάνδαλον και να υπάγη το κακόν εις τον Άγιον και ούτως αυτή μεν λυτρωθείσα τελείως του πειρασμού επέστρεψε σωφρονισμένη εις το Μοναστήριόν της, ο δε Άγιος έμεινεν εις μέγαν και δεινότατον πόλεμον. Εβασάνιζον λοιπόν τον Άγιον λογισμοί αισχροί και άπρεποι και τον παρεκίνουν εις πορνείαν, τόσον δε σκάνδαλον του έδωσαν, ώστε εισήλθεν εις σπήλαιον δια να εύρη θηρίον να τον φάγη και να διασωθή από τον ψυχικόν θάνατον. Έτυχε δε δράκων τις δεινός εις το σπήλαιον, τον οποίον πλησιάσας ο Όσιος τον παρεκάλει να τον φάγη προτιμών μάλλον τον θάνατον ή να μολύνη την ψυχήν με τους ατόπους λογισμούς και με τα άτακτα της σαρκός κινήματα. Ευθύς όμως ως επλησίασεν εις τον δράκοντα, εκείνος μεν ενεκρώθη, οι δε πονηροί λογισμοί ηφανίσθησαν και παν έτι θέλημα της σαρκός που τον επείραζεν εμαράνθη τελείως και από την ώραν εκείνην τον εφοβούντο όλα τα θηρία ορατά και αόρατα. Ημέραν τινά, καθώς ανεγίνωσκε τους ψαλμούς του Δαβίδ, είδε τινά, όστις μετέφερε σωρόν λίθων, από τους οποίους εξήλθε μέγας όφις φοβερός εις το είδος και κοκκινόμορφος· ο δε Άγιος κτυπήσας αυτόν με την ράβδον τον εθανάτωσεν. Και πάλιν άλλην φοράν τον χειμώνα εισήλθεν εις σκοτεινόν σπήλαιον, εις το οποίον είχε φωλεάν δράκων άγριος· ο δε Άγιος βλέπων τους οφθαλμούς του θηρίου να λάμπουν ενόμισεν ότι ήτο πύρ, το οποίον ήναψεν άλλος τις πρότερον· όθεν συνάξας ολίγα ξυλάρια, τα έβαλεν εις τα όμματα του δράκοντος να ανάψη πυράν να ζεσταθή, ο δε δράκων εσάλευεν· όθεν ηννόησεν ο Άγιος ότι ήτο θηρίον, όμως ουδόλως εδειλίασεν, αλλ’ εσύρθη παράμερα και δεν ετόλμησεν ο δράκων να τον εγγίση, επειδή είχε την θείαν Χάριν, ήτις τον εφύλαττεν. Είχε δε τότε εις την έρημον έτη δώδεκα· αλλ’ ακόμη δεν ήτο Μοναχός, ο τοσούτον εις την αρετήν θαυμάσιος, του ήλθε δε τότε φωνή άνωθεν, να υπάγη να κατοικήση εις τόπον τινά Εριστή καλούμενον και να ενδυθή το σχήμα των Μοναχών εις εκείνο το Ασκητήριον. Επήγε λοιπόν εκεί τον καιρόν του θέρους ο Όσιος και φανερώνει την θείαν αυτήν αποκάλυψιν εις τον Καθηγούμενον του Μοναστηρίου εκείνου ονόματι Στέφανον, όστις εδέχθη τον Άγιον και τον έκειρε κατά την τάξιν Μοναχόν. Αφού λοιπόν έλαβε το Άγιον σχήμα ο μονάζων και προ του σχήματος, επρόκοπτεν εις την αρετήν περισσότερον, προσθέτων πόνους και κόπους υπέρ τους πρότερον και ησφαλίσθη εις τόπον καλούμενον Κρίτημα, δεδεμένος εξ οργυιάς άλυσιν, παράμεινε δε εκεί έτη τρία και τότε του ήλθε λογισμός να υπάγη εις τόπον Χελιδόνα καλούμενον, να ομιλήση με τινα περιβόητον και άγιον άνδρα, την κλήσιν Γεώργιον. Όταν λοιπόν έφθασεν εις τον ποταμόν Γοράντην, εύρε δράκοντα εις το πέραμα και με την προσευχήν του τον εθανάτωσε, φθάσας δε εις τον μέγαν εκείνον Γεώργιον έμεινε μετ’ αυτού έτη τρία, και εκμαθών όλον το Ψαλτήριον επήγεν εις την Μονήν των Αυγάρων, με τινα μαθητήν την κλήσιν Παχώμιον και ανέβησαν εις το πλησίον όρος δια να ίδωσι κελλία τινά, τα οποία έκτιζον εκεί δια να κατοικούν όσοι επροτίμων την αναχώρησιν. Έτυχε δε εκεί τράγος τις υπέρ φύσιν πολλά μεγάλος, τον οποίον ιδόντες οι Μοναχοί, οίτινες επήγαν με τον Άγιον, ωρέχθησαν αυτόν και εμελέτων να τον κυνηγήσωσιν, δια να κάμουν ασκόν το δέρμα του. Ο δε Άγιος, ως προορατικός, γνωρίσας τους διαλογισμούς αυτών, εφώνησεν ένα την κλήσιν Σάββαν και του λέγει· «Ύπαγε να φέρης εδώ εκείνον τον τράγον». Ο δε απεκρίνατο· «Και εάν φύγη, πως να τον φέρω, αφού είναι άγριος;» Λέγει ο Άγιος· «Ύπαγε και ειπέ του τον λόγον μου και έρχεται πάραυτα». Τότε στραφείς προς τους άλλους τους ηρώτα εάν ήτο το δέρμα του τράγου χρήσιμον, οι δε είπον· «Ναι, είναι πολύ καλόν και χρήσιμον, δια τούτο από ώραν πολύν μελετώμεν, εάν δυνηθώμεν, να τον θηρεύσωμεν».Τότε ήλθεν ο Σάββας και τον ηκολούθει ο τράγος ως ήμερος· ο δε Άγιος δεικνύων και προς τα άλογα ζώα το φιλάγαθον, είπε προς αυτόν· «Ύπαγε, βόσκου κατά το σύνηθες», και ούτως εδίδαξε τους Μοναχούς, όχι μόνον συμπάθειαν, αλλά και την εκκοπήν του θελήματος. Εις εκείνο το όρος εις το οποίον ησκήτευεν ο Ιωαννίκιος, ήτο και άλλος Αναχωρητής, Γουρίας ονόματι, όστις ενομίζετο από τους άλλους εναρετώτατος· ούτος λοιπόν βλέπων τον μέγαν Ιωαννίκιον, ότι τον επερίσευεν εις όλα, εφθόνησε περισσότερον και τόσον τον εκυρίευσεν ο πατήρ του φθόνου, ώστε και εις φόνον ώρμησεν ο ανόητος και ακούσατε· μελετών εις την διάνοιαν αυτού ο παγκάκιστος Γουρίας, πως να φονεύση τον Όσιον, χωρίς να τον εννοήσουν οι άνθρωποι, έβαλε βουλήν να τον ποτίση δηλητήριον· προσποιούμενος λοιπόν ότι ήθελε να μιμήται την αρετήν εκείνου, επήγεν εις το κελλίον του, ο δε Όσιος τον υπεδέχθη ως απονήρευτος και έκαμαν ομού ημέρας πολλάς, έως ου εύρεν ο υποκριτής της αρετής καιρόν επιτήδειον να τελέση το μελετώμενον· ποτίσας λοιπόν αυτόν της επιβουλής το ποτήριον, ησθάνετο ο Άγιος εις τα εντόσθια αυτού πολλάς οδύνας, όμως ο Παντοδύναμος Θεός δεν τον αφήκεν επί πολλήν ώραν να τον κυριεύση το δηλητήριον, αλλ’ έστειλε τον Άγιον Ευστάθιον εν οράματι και τον εθεράπευσε, δίδων εις αυτόν τελείαν υγείαν ως πρότερον· δια δε την ευεργεσίαν ταύτην έκτισεν ύστερον ο Όσιος Εκκλησίαν του Μεγαλομάρτυρος Ευσταθίου, ήτις έως την σήμερον φαίνεται, από τότε δε έλαβεν έτι μεγαλυτέραν χάριν ο Όσιος, να τελή εις το πείσμα του Γουρία θαυμάσια. Νύκτα δε τινα είδεν οπτασίαν έξυπνος, ότι εξήρχετο βρύσις εις το ανατολικόν μέρος του τόπου, μέγα δε πλήθος προβάτων τυφλών έπιναν απ’ εκείνο το γλυκύτατον ύδωρ και εφωτίζοντο. Μη δυνάμενος να εννοήση την έννοιαν της οράσεως, ηρώτησεν εγχωρίους τινάς και του είπον, ότι εις εκείνον τον τόπον ήτο Ναός της Θεοτόκου το πρότερον· όθεν έκτισεν εκεί Ναόν ωραίον και πλούσιον, αλλά και Μοναστήριον ωκοδόμησε και συνήχθησαν πρόβατα λογικά, τα οποία ήσαν τυφλά εις την ψυχήν πρότερον και πίνοντες το γλυκύ νάμα της διδαχής του Οσίου εφωτίσθησαν ύστερα, καθώς η οπτασία εδήλωσε και καθοδηγούμενοι υπ’ αυτού ετέλεσαν τον βίον θεάρεστα. Όταν δε εκτίζετο η Εκκλησία επήλθε βροχή μεγάλη και εξήλθον από την γην ερπετά θανάσιμα, τα οποία έδακνον τους τεχνίτας και δεν ηδύναντο να κτίζωσιν. Ο δε Όσιος εποίησε προς Κύριον δέησιν και έγινεν αυτοστιγμεί ο ουρανός καθαρός, ενώ πρότερον ήτο σκοτεινός από το πάχος των νεφελών και ούτως οι κτίσται ανεμποδίστως ειργάζοντο, υπηρέτει δε τούτους ανεμποδίστως ο Άγιος. Εγείρας δε ο Όσιος μέγαν λίθον κατά την διάρκειαν της οικοδομής εξήλθεν υποκάτωθεν αυτού μία έχιδνα και τον εδάγκασεν εις την χείρα, χύσασα και το δηλητήριόν της, αλλ’ αυτός ως άλλος Παύλος ετίναξε το θηρίον και αυτό μεν έπεσε κατά γης, ο δε Άγιος έμεινεν αβλαβής τελείως, και υπηρέτει τους τεχνίτας έως ου συνεπλήρωσαν άπασαν την οικοδομήν και μετά ταύτα πάλιν είχε τους οφθαλμούς αυτού πάντοτε προς τον Θεόν, όστις ενδυναμώνει τους δούλους του και τους δοξάζει, εις δόξαν αυτού και μεγαλοπρέπειαν. Τούτο δε εγένετο και εις τον Όσιον, όστις προσευχόμενος ύψωνεν όλον τον νουν του προς τα ουράνια, τα οποία εστοχάζετο και ουδαμώς εφρόνει τα επίγεια. Άλλος δε τις ενάρετος Ασκητής, την κλήσιν Ευστράτιος, εμιμείτο τούτον τον Όσιον και πολλάκις κρυπτόμενος τον έβλεπεν ευχόμενον, δια να λαμβάνη απ’ εκείνον παράδειγμα· ιδών δε ποτε αυτόν εις υψηλοτέραν θεωρίαν μετέωρον, ίστατο κεκρυμμένος έως το ύστερον και τον έβλεπε, διότι δεν επάτει ουδόλως εις την γην, αλλά καθώς ήτο η ψυχή του εις τα ουράνια, ούτω και το σώμα του ίστατο υψηλά από την γην μετέωρον· ταύτα ιδών ετρόμαξεν ο Ευστράτιος· ο δε Όσιος εννοήσας ότι τον είδε, τον εκανόνισε βαρύτατα ως περίεργον. Αλλά ακούσατε και τα επίλοιπα θαυμάσια αυτού. Γυνή τις είχε δαιμόνια πολλά και την παρεκίνουν εις αισχρουργίας και απρεπή πράγματα. Όθεν έδραμεν εις τον άμισθον ιατρόν Ιωαννίκιον να τον λυτρώση από τον κίνδυνον· ο δε Όσιος εποίησε προς Κύριον δέησιν, να μη την πειράξουν πλέον οι δαίμονες, αλλά να μεταφέρουν εις εκείνον τον πόλεμον· ταύτα είπεν έχων εις τον Θεόν το θάρρος του, ο οποίος του έδιδε την βοήθειαν· ευθύς λοιπόν έφυγαν από την γυναίκα οι δαίμονες, ώσπερ να εξήρχοντο από την προσευχήν του Αγίου τόξα και ξίφη να τους εκάρφωναν· η γυνή λοιπόν απήλθεν υγιής εις τον οίκον της, ευχαριστούσα τον Άγιον· οι δε δαίμονες λαβόντες νέον τινά τον επήγαν το μεσονύκτιον εις τόπον κρημνώδη και δύσβατον δια να τον κρημνίσωσιν οι τρισκατάρατοι· ευρεθείς δε ο Άγιος εκεί την ώραν κατά την οποίαν τον ώθουν εις τον κατήφορον και αρπάσας αυτόν, εδίωξε τους υπευθύνους, τον δε ανεύθυνον κατηύθυνεν εις οδόν σωτηρίας αγαλλιώμενον. Άπαντες λοιπόν διηγούντο του Οσίου τα κατορθώματα, τας αρετάς του θαυμάζοντες και όντως θαυμάσια ήσαν τα έργα του και όλους τους μαθητάς ελύτρωσε πολλάκις από διαφόρους κινδύνους και από παγίδας και μηχανήματα δαιμόνων, ποτέ μεν το σημείον του Σταυρού χαράσσων, ποτέ δε και με την ράβδον αυτού εθανάτωνε θηρία και διεσκόρπιζε δαίμονας. Μετά καιρόν απήλθε πάλιν εις το όρος του Τριχάλικος να ησυχάση ολίγον καιρόν, διότι ήτο ο τόπος αυτός επιτήδειος προς άσκησιν· έμεινε λοιπόν εκεί πάλιν ύπαιθρος και άοικος, χωρίς τινα σωματικήν παραμυθίαν· ο δε Ηγούμενος της Μονής Αγαύρων Ευστράτιος, έχων πόθον να τον πλησιάση, επήγεν εκεί και τον ηρώτησεν, εάν έμελλε να ζήση ακόμη καιρόν πολύν ο βασιλεύς Λέων. Ταύτα είπε, διότι αυτός ο τύραννος ήτο μισόχριστος και εδέοντο του Θεού οι Ορθόδοξοι να τον εξολοθρεύση, ίνα μη τους πειράζη ο ασεβέστατος· ο δε Ιωαννίκιος απεκρίνατο ότι εις ολίγας ημέρας τον φονεύει ο Μιχαήλ, δια να λάβη αυτός το βασίλειον και ούτως εγένετο, καθώς προεφήτευσεν ο Άγιος· και εθαύμασεν ο Ευστράτιος και όσοι άλλοι το ήκουσαν, ότι εγνώριζεν όλα τα μέλλοντα. Περιπατών δε ποτε εις τόπον κρημνώδη και άβατον δια να υπάγη εις αναχωρητικόν σπήλαιον, έπεσεν η ράβδος από την χείρα του και επήγεν εις κατήφορον, εις τον οποίον δεν ηδύνατο να υπάγη άνθρωπος· ο δε Άγιος ελυπείτο, διότι δεν ηδύνατο να οδεύση χωρίς την ράβδον του, δια το τραχύ και άβατον του τόπου· κλίνας λοιπόν τα γόνατα, προσηύχετο εις τον Θεόν κατά την συνήθειαν, και τότε (ω του θαύματος!) επέταξεν η ράβδος ως πετεινόν εναέριον και έρχεται εις τας χείρας του· ευχαριστήσας λοιπόν τον Θεόν εβάδισεν εις την οδόν του. Φθάσας δε εις το σπήλαιον, το εύρε πλήρες δαιμόνων, οίτινες ιδόντες αυτόν εθυμώθησαν και δια να τον φοβίσουν έκαμον ταραχήν μεγάλην, έβρυχον, έσειον όλον το σπήλαιον και εδείκνυον ότι ήθελον να τον θανατώσουν, επειδή επήγε να τους εκβάλη από τον οίκον των. Ιδόντες όμως τέλος την γενναιότητα του Οσίου και ότι ουδόλως εφοβείτο τας κακουργίας των, ανεχώρησαν άκοντες από το σπήλαιον, ταύτα λέγοντες· «Τι ημίν και σοι; Ήλθες προ καιρού βασανίσαι ημάς;» και άλλα παρόμοια. Ούτω λοιπόν εις όσους τόπους επήγαινεν, ελύτρωνε τους εγχωρίους από πάσαν βλάβην ψυχής τε και σώματος, και όσοι εκατοικούσαν εις εκείνα τα όρια ευχαριστούσαν τον Όσιον, όστις εδίωξεν απ’ εκεί τους δαίμονας. Κόρη τις συγκλητικού τινος άρχοντος είχε χαλεπήν ασθένειαν και έκειτο ακίνητος και παράλυτος εις όλα τα μέλη της, ήτο δε αύτη ευσεβής και Ορθόδοξος, ο δε γαμβρός του Οσίου, όστις είχε την αδελφήν του γυναίκα ήτο Εικονομάχος, τον οποίον εδίδαξε πολλάκις ο Άγιος να γίνη Ορθόδοξος και αυτός δεν ηθέλησεν. Ο δε Όσιος ως ζηλωτής της ευσεβείας και συμπαθέστατος έκαμε προς τον Θεόν δέησιν να θεραπευθή μεν η κόρη εκείνη, ήτις ουδεμίαν είχε μετ’ αυτού συγγένειαν, αλλά μόνον διότι ήτο Ορθόδοξος, ο δε γαμβρός του να χάση το φως του, καθώς ήτο και εις την ψυχήν τετυφλωμένος και άγνωστος· και ούτως εγένετο, ως εζήτησε του Κυρίου ο Άγιος. Η μεν λοιπόν παράλυτος ηγέρθη, και δοξάζουσα τον Θεόν επέστρεψε περιπατούσα εις την οικίαν της, ο δε τυφλός την ψυχήν έμεινε τυφλός και κατά το σώμα, και πλέον δεν ιατρεύθη, καθώς και την ασθένειαν της ψυχής δεν απέρριψε· τοσούτον λοιπόν ήτο ζηλωτής της ευσεβείας και δίκαιος ο Ιωαννίκιος, ώστε τον μεν συγγενή του, όστις ήτο κακόδοξος, ετύφλωσε, την δε ξένην, ήτις ήτο Ορθόδοξος, εθεράπευσεν. Είχε δε συνήθειαν ο Όσιος, όταν ήρχοντο οι άνθρωποι να τον εύρωσιν, κατέβαινεν έως το κάτω μέρος του όρους και τους εδέχετο, δια να μη κουράζωνται εις τόσον ανήφορον. Ημέραν δε τινα επήγαν τινές Αρχιερείς να τον εύρωσι, μεταξύ των οποίων ήτο ο Μητροπολίτης Χαλκηδόνος, ο Νικαίας Πέτρος, και ο μέγας Θεόδωρος ο Στουδίτης, όστις είχεν εις την συνοδείαν του δύο αδελφούς του Μοναστηρίου του, Ιωσήφ και Κλήμεντα την κλήσιν. Κατέβη λοιπόν και τότε ο Όσιος να τους προϋπαντήση, και αφού εφιλεύθησαν πνευματικά και σωματικά, λέγει προς τον Ιωσήφ ο Όσιος· «Ετοιμάσου δια την έξοδον». Οι μεν λοιπόν ακροαταί δεν ηννόησαν τότε τούτον τον λόγον· αλλ’ όταν είδον, ότι μετά δέκα οκτώ ημέρας ο Ιωσήφ ετελεύτησεν, εθαύμασαν του Αγίου την πρόρρησιν. Ουχί δε μόνον το προορατικόν είχεν, αλλά και τας λοιπάς αρετάς, και εξόχως την συμπάθειαν, και κατά πολλά εφρόντιζε να ωφελή τους Χριστιανούς και να τους λυτρώνη από τας θλίψεις, τόσον ώστε και πολλάκις εξέθεσε την ψυχήν του εις κίνδυνον, ως χριστομίμητος, δια να λυτρώση τα πρόβατα. Δια τούτο και όταν μετά τον θάνατον του Μιχαήλ, όστις εβασίλευσε μόνον έτη τέσσαρα, έλαβεν ο Νικηφόρος το βασίλειον και οι Βούλγαροι νικήσαντες αυτόν συνέλαβον αιχμαλώτους πολλούς Χριστιανούς, ο φιλάνθρωπος Ιωαννίκιος τούτο μαθών είχε πόθον να τους λυτρώση από την σκοτεινήν φυλακήν, εις την οποίαν τους είχον σιδηροδεσμίους. Καταφρονήσας όθεν ησυχίαν και άσκησιν, δια να σώση ψυχάς από θάνατον, δεν εσυλλογίσθη ουδόλως τους κινδύνους της οδοιπορίας και την λοιπήν κακοπάθειαν, αλλά επήγε μόνος του εις την Βουλγαρίαν, όπου τους είχον, και προσευξάμενος έξω της φυλακής, ηνοίχθησαν αι θύραι και ελύθησαν αι αλύσεις, εξέβαλε δε τους δεσμίους, καθώς ο Χριστός ελύτρωσε από τον άδην τους προπάτορας, ωδήγει δε αυτούς όλην την νύκτα εις την οδοιπορίαν με φως θαυμάσιον ως άλλος Μωϋσής, και τους έφερεν εις τα όρια του Βυζαντίου, διδάσκων αυτούς καθ’ οδόν και νουθετών με σωτήρια λόγια, να μη γίνουν γενεά σκολιά ως οι πατέρες αυτών, παραπικραίνοντες τον λυτρωτήν Θεόν και Σωτήρα των, αλλά να ενθυμούνται τας ευεργεσίας πάντοτε. Οι δε λυτρωθέντες πολλάκις αυτόν παρεκάλεσαν, να τους είπη τις ήτο και δεν ήθελεν· ύστερον δε, όταν εχωρίσθησαν, τους ωμολόγησε το όνομά του, και τους είπε να γινώσκουν την Χάριν του Θεού, προς τον οποίον να μη φανώσιν αχάριστοι· και ούτως αυτοί μεν απήλθον εις τας οικίας των χαίροντες, ο δε Όσιος επήγεν εις την Σιγριανήν, να προσκυνήση το λείψανον του Αγίου Θεοφάνους. Επιστρέφων εκείθεν επέρασε το πλοίον από την Θάσον, η οποία νήσος ήτο πλήρης όφεων, οίτινες έβλαπτον πολύ τους οικήτορας. Όθεν εσυνάχθησαν όλοι ακούοντες ότι ήλθεν ο μέγας Ιωαννίκιος, ότι εις όλον σχεδόν τον κόσμον είχε διαθοθή η φήμη του, και πίπτοντες εις τους πόδας αυτού, μετά δακρύων εδέοντο να τους βοηθήση δια τον Κύριον και να τους λυτρώση της βλάβης των όφεων· σπλαγχνισθείς λοιπόν επ’ αυτούς έκαμε προσευχήν ο Άγιος, και παρεθύς, ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ! Εξήλθον από τας φωλεάς των οι όφεις και επήδησαν αγεληδόν εις την θάλασσαν, ουδαμώς πλέον εμφανισθέντες. Τοιούτον τεράστιον βλέποντες οι της νήσου εγχώριοι ηυχαρίστησαν τον Όσιον ως έπρεπε, και ως Άγγελον τον εσέβοντο, μάλιστα ο Καθηγούμενος των Μοναχών, οίτινες ήσαν εκεί, ονόματι Δανιήλ, δεν εξεχώρισε πλέον από τον Όσιον, αλλά επήγε μαζί του, θέλων δε εκείνος να λάβη μεθ’ εαυτού αδελφόν τινα, την κλήσιν Ευθύμιον, είπε προς αυτόν ο Όσιος· «Μη κοπιάζης να έλθης μεθ’ ημών, αδελφέ Ευθύμιε, αλλά διόρθωσε την ψυχήν σου ότι εις ολίγας ημέρας υπάγεις προς Κύριον». Αναχωρήσαντες λοιπόν με τον Όσιον Δανιήλ επήγαν να κατοικήσουν εις μικρότατον σπήλαιον, εις το οποίον εφώλευε πονηρότατος δαίμων, όστις εφάνη προς αυτούς μαύρος και φοβερός, δια να τους εκφοβίση να φύγωσιν· ούτοι όμως ουδόλως επτοήθησαν. Βλέπων δε ο φθονερός όφις ότι δεν έφευγον, ετυλίχθη εις τους πόδας του Οσίου Δανιήλ, τον δε μέγαν Ιωαννίκιον επλήγωσεν εις την πλευράν και τόσον πόνον του έδωσεν, ώστε έκειτο μίαν εβδομάδα άφωνος. Και είτα ο μεν δαίμων έγινεν αφανής, οι δε Όσιοι έμειναν ανεπηρέαστοι με την Χάριν και την βοήθειαν του Θεού. Μετά ταύτα ο μεν μέγας Ιωαννίκιος επέστρεψε πάλιν εις το όρος του Τριχάλικος, τον δε Όσιον Δανιήλ παρεκίνησε να επιστρέψη εις το ποίμνιόν του, ένθα ήτο ανάγκη να ποιμαίνη τα πνευματικά του τέκνα. Ακούσαντες οι εγχώριοι την επάνοδον του μεγάλου Ιωαννικίου εχάρησαν τόσον όσον ελυπήθησαν πρότερον, όταν έφυγεν. Διαμείνας εις το όρος εκείνο επ’ αρκετόν καιρόν, εδίωξεν εκείθεν την κάμπην, ήτις έτρωγε τα λάχανα, επροφήτευσεν εις πολλούς τον θάνατον και άλλα θαυμάσια ετέλεσε. Κατόπιν επήγεν εις άλλο όρος τραχύ και άβατον, όπερ εκαλείτο του Κόρακος, εις το οποίον έμενον οι δύο εκείνοι Όσιοι, οίτινες, ως είπομεν ανωτέρω, του έδωσαν το τρίχινον ράσον και του είχον προφητεύσει ότι θέλει κατοικήσει και εις αυτό εις το ύστερον, ετέλεσε δε και εκεί πολλά θαυμάσια, τα οποία αφήνομεν δια συντομίαν και μόνον ένα να γράψωμεν εις πίστωσιν των άλλων. Εις το όρος αυτό του Κόρακος έβοσκον τα πρόβατά των ποιμένες τινές, οίτινες επειδή απώλεσαν αυτά περιήρχοντο το όρος προς ανεύρεσίν των. Βλέπων δε τούτους ο Άγιος, εκάλεσεν έκαστον εξ ονόματος, ενώ ουδέποτε άλλοτε τους είχεν ίδει, γνωρίσας δε με την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος που ήσαν τα πλανώμενα πρόβατα, τους είπε και του τόπου το όνομα, ευρόντες δε αυτά εθαύμασαν και πολλά τον ηυχαρίστησαν. Έχοντες δε χαράν το να συνομιλούν με τοιούτον Άγιον, ήρχοντο πολλάκις να τον εύρουν, αλλ’ ο Άγιος όταν ήθελε τον έβλεπον, όταν όμως δεν ήθελεν, εγένετο ενώπιον αυτών αφανής. Ανελθών είτα εις το όρος του Αντιδίου, έκτισε και εκεί κελλίον μικρότατον, εις το οποίον κατώρθωσεν αρετάς μεγαλυτέρας, ταλαιπωρών την σάρκα με σκληραγωγίαν και άσκησιν. Ήτο δε τότε ασθενής η σύζυγος του μαγίστρου Στεφάνου και έγινε φρενοβλαβής από μαντείας, τας οποίας της έκαμαν οι αιχμάλωτοι. Οι δε ιατροί μετεχειρίσθησαν πολλά φάρμακα, αλλά κανέν δεν την ωφέλησεν. Όθεν η ασθενής έδραμε προς τον Άγιον, όστις εποίησε παρευθύς προσευχήν και την ιάτρευσεν αμέσως. Είχε δε και υποτακτικόν παιδίον ο Άγιος, ονόματι Στέφανον, όστις ήτο δίκαιος και κατά πολλά ενάρετος, απελθών δε εις το κελλίον αυτού του είπεν ο Άγιος· «Ετοιμάζου, αδελφέ, προς την έξοδον». Ο δε Στέφανος απεκρίθη· «Ητοιμάσθην, διδάσκαλε, και το θεμέλιον της αρετής φιλοπονώτερον ωκοδόμησα». Ταύτα είπε και εις ολίγον διάστημα εκοιμήθη χαίρων, όστις και μετά θάνατον ετέλεσεν άπειρα θαύματα. Αλλά και άλλων πολλών τον θάνατον προεφήτευσεν ο Όσιος καθώς και ανωτέρω είπομεν και αναριθμήτους ασθενείς εθεράπευσε και άλλα πλείστα άξια διηγήσεως κατώρθωσεν, αλλά φθάνουν τα προγεγραμμένα να φανερώσουν την προς τον Θεόν παρρησίαν του, και ας βραχυλογήσωμεν την διήγησιν, δια να εύρωμεν την τελείωσιν. Τον καιρόν εκείνον ήτο ακόμη εις την Εκκλησίαν μεγάλη σύγχυσις από τον Εικονομάχον Θεόφιλον, ο δε προεστώς των Αγαύρων Ευστράτιος, απελθών, ηρώτησε τον Όσιον λέγων· «Ειπέ μας, δια τον Κύριον, έως πότε μέλλει να έχη η Εκκλησία μας σκάνδαλα;» Ο δε απεκρίνατο· «Εις ολίγας ημέρας χειροτονείται Πατριάρχης εις ενάρετος και εγγράμματος, την κλήσιν Μεθόδιος, αυτός δε μετά την οδυνηράν τελευτήν του Θεοφίλου, όστις μέλλει εντός ολίγου να αποθάνη, θέλει αποκαταστήσει την Ορθοδοξίαν και θέλει επαναφέρει εις την Εκκλησίαν την ομόνοιαν». Ούτως είπεν ο Άγιος, εις ολίγον δε καιρόν επληρώθησαν όσα επροφήτευσεν ο θεσπέσιος· και ο μεν Θεόφιλος ετελεύτησεν, η δε μακαρία Θεοδώρα και ο αοίδιμος Μιχαήλ, ο υιός της, έλαβον το βασίλειον και καθίσαντος εις τον θρόνον του ιερού Μεθοδίου, κατέπαυσαν όλαι αι ταραχαί των αιρετικών και ειρήνευσαν με την θείαν Χάριν τα σκάνδαλα. Μετά καιρόν εποίησαν οι Αγαρηνοί με τους Χριστιανούς πόλεμον και εφόνευσαν πολλούς, ως και πολλούς ηχμαλώτισαν, μεταξύ δε τούτων έτυχε και συγγενής τις του Αγίου. Αφού λοιπόν έκλεισαν εις την φυλακήν τους αιχμαλώτους οι Άραβες, επεκαλέσθησαν τον Ιωαννίκιον εις βοήθειαν, να λυτρώση καν τον συγγενή του από την κάκωσιν· και παρευθύς ευρέθη την ώραν του μεσονυκτίου εις το μέσον των δεσμίων ο Όσιος και λέγει εις ένα απ’ εκείνους· «Έγειραι και ας εγείρη έκαστος τον άλλον σας». Τότε αι αλύσεις ελύθησαν, αι θύραι μόναι των ηνεώχθησαν και εξήλθον ευθύς οι αιχμάλωτοι, οίτινες έτρεχον δρομαίοι προς τας οικίας των, αλλ’ εις την οδόν έδραμον κατ’ επάνων των κύνες δυνατοί και άγριοι και εκινδύνευσαν εις θάνατον. Αλλά και εκεί πάλιν επρόφθασεν ο κοινός ιατρός και βοηθός εις πάντας Ιωαννίκιος και ρίπτων αχλύν βαθείαν ως σύννεφον εις την όψιν των κυνών δεν έβλεπον· όθεν απήλθον οι άνθρωποι υγιείς εις τους συγγενείς των, οίτινες ενθυμούμενοι τοιαύτην μεγίστην ευεργεσίαν ηυχαρίστουν καθ’ όλην την ζωήν των τον Όσιον. Ο τοιούτος δε και τοσούτος φίλος του Χριστού γνησιώτατος, αφού ετέλεσε τοιαύτα θαυμάσια, όταν εγήρασε και έμελλεν εις ολίγας ημέρας να υπάγη προς τον ποθούμενον, του ήλθε μία θλίψις μεγάλη και συμφορά, από συνεργίαν του μισοκάλου και φθονερού δαίμονος, αλλά τούτο εγένετο κατ’ οικονομίαν Θεού, όστις πολλάκις τους Αγίους του παραδίδει εις τας χείρας εκείνων, οίτινες τους θλίβουσιν, όχι δια να τους πειράξη, αλλά δια να τους λαμπρύνη μάλιστα και να τους δοξάση περισσότερον. Μοναχός τις κατά το σχήμα, ονόματι Επιφάνιος, ήτο εις εκείνα το όρια, όστις είχε φήμην ψευδή και εφαίνετο ως ενάρετος, αλλ’ έσωθεν ήτο διάβολος και εμίσησε τόσον τον Άγιον, ώστε εβουλεύθη να τον αποκτείνη ο τρισκατάρατος και έβαλε πολλάκις πυρ να καύση το δάσος του όρους, δια να θανατώση τον Όσιον. Ο Άγιος όμως το εγνώριζεν από θείαν Χάριν και ανεχώρει πρότερον· ως πραότατος δε όπου ήτο και μαθητής του αμνησικάκου Χριστού, δεν έκαμε κακόν του εχθρού του, αλλά του έλεγε με ταπείνωσιν να του είπη εις τι του έπταισε και ήθελε να τον θανατώση. Εκείνος όμως τον ύβριζεν ο αναίσχυντος· έπειτα κρατών εις τας χείρας του ράβδον, ήτις είχεν εις την άκραν σουβλωτόν σίδηρον, τον εκτύπησε δι’ αυτού εις την κοιλίαν ο πάντολμος, αλλά με την βοήθειαν του Θεού έμεινεν αβλαβής και απαθής ο συμπαθής και παρεκάλει τον άθλιον Επιφάνιον να κάμουν αγάπην μεταξύ των, εκείνος όμως ο μισάνθρωπος δεν ηθέλησεν, αλλ’ έμεινεν αδιάλλακτος. Τούτον δε τον πειρασμόν του επροφήτευσαν εκείνοι οι δύο Όσιοι, οίτινες του έδωσαν το τρίχινον, καθώς είπομεν. Ήτο δε τότε ο Άγιος πολύ γέρων και αδύνατος από τους κόπους της ασκήσεως· κτίσας δε κελλίον εις την Μονήν του Αντιδίου, ησύχαζεν εις αυτό· όταν δε επήγαινεν εις τους αδελφούς καμμίαν φοράν, τον έβλεπον όσοι ήθελεν εκείνος και εις τους άλλους ήτο αφανής. Κατά το τέταρτον έτος της βασιλείας του ευσεβεστάτου Μιχαήλ του Γ΄, γνωρίσας από θείαν Χάριν την τελευτήν του Αγίου ο Πατριάρχης Μεθόδιος, επήγε να λάβη την τελευταίαν ευλογίαν. Αφού λοιπόν εχαιρέτησεν ο εις τον άλλον και συνωμίλησαν ώραν πολλήν ευφρανθέντες τω Πνεύματι, εκάλεσεν όλους τους Χριστιανούς, Κληρικούς και Μοναχούς, όσοι έτυχαν και τους παρήγγειλε να φυλάττουν ακριβώς την Ορθόδοξον πίστιν, να ευλαβούνται τον Αρχιερέα και να έχουν μεταξύ των την κατά Θεόν αγάπην και ομόνοιαν. Έπειτα λέγει προς τον Μεθόδιον· «Εγώ μεν υπάγω μετά δύο ημέρας, συ δε έρχεσαι εις ολίγον χρόνον να με εύρης καθώς ο Δεσπότης προώρισεν». Αυτά δε τα οποία προείπεν ο θαυμάσιος έγιναν· και αυτός μεν την τρίτην ημέραν, κατά την οποίαν είχε τέσσαρας ο Νοέμβριος, απήλθε προς τον ποθούμενον εν έτει ωμε΄ (845)· ο δε λαμπρώς εκλάμψας εις το Πατριαρχείον Μεθόδιος, οκτώ μόνον μήνας μετά την του Οσίου τελείωσιν, τη δεκάτη Τετάρτη του Ιουνίου εκοιμήθη και ούτος ο τρισμακάριος. Κατά την ώραν δε όπου ανεπαύθη ο μέγας ούτος Ιωαννίκιος είδον οι Μοναχοί του Ολύμπου στύλον πύρινον, του οποίου επροπορεύοντο Άγγελοι, οίτινες ήνοιγον του Παραδείσου τας πύλας, εις ον εισήλθεν ο Άγιος και προσεκύνησε την Παναγίαν Τριάδα αγαλλιώμενος· το δε άγιον αυτού και πανσεβάσμιον λείψανον ενεταφίασαν ευλαβώς ο Πατριάρχης μετά των παρευρεθέντων εκεί Κληρικών και Μοναχών, ετέλεσε δε τούτο και μετά θάνατον θαύματα, παραλύτους ιάτρευσε, δαιμόνια εξέβαλε και άλλα σημεία και τέρατα εποίησεν. Εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ε΄ (5η) Νοεμβρίου μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΓΑΛΑΚΤΙΩΝΟΣ και ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ.

Δημοσίευση από silver »

Γαλακτίων και Επιστήμη οι Άγιοι Μάρτυρες, ομόζυγοι όντες πρότερον, εφύλαξαν έως τέλους την παρθενίαν αυτών καθαράν και αμόλυντον. Αναχωρήσαντες δε ύστερον εις έρημον και ησυχαστικόν τόπον πλησίον του όρους Σινά, διήγον εκεί τον βίον ασκητικώς, ηξιώθησαν δε τέλος και του μαρτυρικού στεφάνου, αθλήσαντες εν ταις ημέραις του ασεβεστάτου Δεκίου και Σεκούνδου ηγεμόνος εν έτει σν΄ (250). Ακούσατε όμως απ’ αρχής την περί τούτων διήγησιν, ίνα πολλήν ωφέλειαν λάβητε. Εις τα όρια της Φοινίκης είναι πόλις μεγάλη και περιβόητος, καλουμένη Έμεσα· εις ταύτην εγεννήθη και ανετράφη άνθρωπος τις, Κλειτοφών την κλήσιν, το γένος επίσημος, πλούσιος υπέρ τους άλλους συμπολίτας αυτού και φρόνιμος υπέρ πάντας. Ούτος έλαβε γυναίκα ομοίαν αυτού, Λευκίππην ονόματι, ήτις ήτο ωραία και φρόνιμος, και επορεύοντο ηγαπημένοι εις τον οίκον των, πλην ήσαν ειδωλολάτραι αμφότεροι, ήτο δε στείρα η Λευκίππη και ελυπούντο πολλά πως δεν έκαμναν παιδίον προς διαδοχήν του γένους και του ονόματος αυτών ίνα κληρονομήση και τον πλούτον των· όθεν καθ’ εκάστην επαρακαλούσαν τους μιαρούς και αναισθήτους θεούς των να τους δώσουν κληρονομίαν· αλλά ως κωφοί και αναίσθητοι δεν τους ήκουσαν ούτε τινά βοήθειαν έδωσαν. Ιερομόναχος δε τις ονόματι Ονούφριος, αγαθός ων και ζηλωτής της πίστεως θερμότατος, ευρίσκετο εις εκείνην την πόλιν, αγωνιζόμενος όπως τους μεν πλανωμένους ειδωλολάτρας οδηγή εις την πίστιν του Χριστού, στηρίζη δε τους Χριστιανούς τους οποίους εδίωκον οι άρχοντες και εξόχως ο ηγεμών της πόλεως, Σεκούνδος ονόματι, όστις ήτο εις την γνώμην πολύ βάρβαρος και δεν είχεν άλλην φροντίδα ειμή πως να αφανίση ο ασεβής την ευσέβειαν. Ούτος λοιπόν ο θαυμάσιος Ονούφριος επροφασίζετο ότι ήτο πτωχός και επήγαινεν εις τους οίκους των πλουσίων, δια να του δίδωσιν έλεος, και όσα του έδιδαν, διεμοίραζεν εις τους πτωχούς, συμβουλεύων αυτούς, όπως μη πιστεύουν εις τα είδωλα, αλλά να υπομένουν ανδρείως τας θλίψεις, αι οποίαι θα τους έλθουν δια την πίστιν του Χριστού από τους ειδωλολάτρας. Μεταξύ δε των άλλων έτυχε ποτε και επήγεν εις την οικίαν του Κλειτοφώντος να ζητήση ελεημοσύνην. Κατά την ημέραν δε εκείνην ήτο η Λευκίππη περίλυπος, διότι την ωνείδισε δια την απαιδίαν ο σύζυγός της· όθεν έκλεισε την θύραν να μη εισέλθη ο Ονούφριος, αλλ’ εκείνος, γνωρίζων δια της ενοικούσης εις αυτόν θείας Χάριτος, ότι όχι αυτός είχεν ανάγκην να του δώσουν εκείνοι δωρεάν, αλλά μάλλον αυτοί από αυτόν εχρειάζοντο λόγον σωτηρίας, δεν ανεχώρησεν, αλλά μάλλον εκτύπα την θύραν· όθεν ανοίξαντες οι υπηρέται έλαβον αυτόν και τον εφίλευσαν. Ενώ δε έτρωγεν ο Ονούφριος, ελθούσα η Λευκίππη του είπε την αιτίαν της λύπης αυτής, προσθέσασα ότι δεν ευρέθη ουδείς θεός, από τόσους τους οποίους προσκυνεί, να την λυτρώση από την αισχύνην και το όνειδος της ατεκνίας. Ευρών τότε τον καιρόν κατάλληλον ο Ονούφριος δια να οδηγήση την Λευκίππην προς την ευσέβειαν, απεκρίθη πανσόφως και της λέγει· «Πως είναι δυνατόν να σε λυτρώσουν της αισχύνης οι κατησχυμμένοι θεοί σου και να σου δώσουν παιδίον οι ανύπαρκτοι; Εάν θέλης να πιστεύσης εις τον αληθή Θεόν, αυτός ως παντοδύναμος δύναται ουχί μόνον να σου δώση τεκνογονίαν, αλλά να σου κάμη και άλλας μεγάλας χάριτας». Ταύτα ακούσασα η Λευκίππη, εδέχθη ως καλή γη εις την ψυχήν τον σπόρον της πίστεως και τον ηρώτησε, να της είπη δια τον νόμον των Χριστιανών πως πιστεύουσιν. Ο δε είπεν εις αυτήν καταλεπτώς το της Τριάδος μυστήριον, την Σάρκωσιν του Χριστού, το Πάθος και την Ανάστασιν και τα επίλοιπα άπαντα, καθώς και όσα έπρεπε να τελέση αυτή, ήτοι ελεημοσύνας και άλλας αρετάς και προ πάντων την εσυμβούλευσε να λάβη το Άγιον Βάπτισμα, δια να καθαρισθή από τους προτέρους μολυσμούς και βδελύγματα· της έδειξε δε και το σχήμα των Μοναχών, το οποίον εφόρει κρυφίως, δια να μη τον γνωρίζουν οι άνθρωποι, της είπε δε και ότι, δια να οδηγήση αυτήν εις την ευσέβειαν και να σώση την ψυχήν της, προσεποιείτο ότι ήτο επαίτης. Η δε είπεν εις αυτόν· «Δύο μεγάλα εμπόδια έχομεν εις αυτήν την υπόθεσιν· ένα μεν ότι μισούσι πολλά τους Χριστιανούς οι άρχοντες και τους δίδουσι δεινά κολαστήρια, άλλο δε ότι δεν είναι δυνατόν να είμαι εγώ Χριστιανή και ο άνδρας μου ειδωλολάτρης». Ο δε Ονούφριος απεκρίνατο, ότι εις ολίγας ημέρας γίνεται Χριστιανός και ο άνδρας της και άλλους ψυχωφελείς λόγους της είπεν. Όθεν επίστευσεν εις τον Χριστόν εξ όλης ψυχής και του υπεσχέθη να πληρώση όλα του τα πράγματα. Αφού λοιπόν κατήχησεν αυτήν ικανώς και ετέλεσεν όσα ήσαν αρμόδια, εγέμισαν αι υπηρέτριαι ένα πιθάρι ύδωρ και την εβάπτισεν ο Ονούφριος. Έπειτα νουθετήσας αυτήν να φυλάττη την πίστιν του Σωτήρος Χριστού ακριβώς και τας σωτηρίους εντολάς αυτού ανεχώρησεν. Εις ολίγας ημέρας ηννόησεν η Λευκίππη ότι έμεινεν έγκυος· όθεν δεν εκοιμήθη πλέον με τον άνδρα της, αλλά έφευγε την κοινωνίαν του, δια να μη μολύνη το Άγιον Βάπτισμα· ανήγγειλε δε εις αυτόν το χαρμόσυνον γεγονός· ο δε, ως μωρός και άγνωστος, ηθχαρίστει τους ανοήτους θεούς του, νομίζων ότι αυτοί του έδωκαν την τοιαύτην δωρεάν. Η Λευκίππη όμως, ως γνωστικλη και φρόνιμος, τον απήλλαξεν από την τοιαύτην πλάνην λέγουσα· «Παρακαλώ σε, Κλειτοφών, να μη τους ονομάζης πλέον θεούς, διότι εγώ ένα Θεόν προσκυνώ, τον Ποιητήν και Δεσπότην πάσης της κτίσεως, όστις ουχί μόνον την στείρωσίν μου έλυσεν, αλλά και όσα άλλα θαυμάσια βουληθή εν ευκολία τα τελειοί, ως Θεός παντεξούσιος και πάντα δυνάμενος». Της λέγει ο ανήρ· «Και τις είναι αυτός ο δυνατός Θεός, όστις τοιαύτην καλωσύνην μάς έκαμεν;» Η δε απεκρίνατο· «Εις το όνειρόν μου τον είδα έχοντα απλωμένας τας χείρας εις τον Σταυρόν και παρευθύς με ένα του λόγον επρόσταξε την φύσιν ως δούλην αυτού και υπήκοον και παραδόξως συνέλαβον· εις αυτόν λοιπόν τον γλυκύτατον και πάντα δυνάμενον Θεόν ολοψύχως και ημείς ας πιστεύσωμεν». Ο δε Κλειτοφών ολίγον συλλογισθείς απεκρίνατο· «Γνωρίζω δια ποίον λέγεις, ότι αυτός έχει δύναμιν άμαχον, αλλά πως θα υπομείνωμεν την του βασιλέως σκληρότητα;» Η δε τον λόγον αρπάσασα απεκρίνατο· «Ας φυλάττωμεν ημείς το πρέπον σέβας εις αυτόν κρυφίως, έως ου οικονομήση η Χάρις του να τον ομολογήσωμεν και φανερά, να περιπατήσωμεν εις ημέραν ευσχημόνως, εκτελούντες τα έργα του φωτός και της Χάριτος». Ιδούσα λοιπόν η Λευκίππη ότι συγκατατίθεται εις την βάπτισιν και ο ανήρ της, του ωμολόγησε καταλεπτώς την υπόθεσιν, ότι δηλαδή την εβάπτισεν ο Ονούφριος, προφητεύσας μάλιστα ότι μέλλει να βαπτισθή και αυτός και ότι δια την προς τον Χριστόν πίστιν έλαβε και την δωρεάν της εγκυμοσύνης. Όθεν τον παρεκίνησε να μη αργήση να λάβη το θείον χάρισμα. Ελθών λοιπόν και πάλιν ο σοφός Ονούφριος εβάπτισε και αυτόν, και τον εδίδαξε τα απόρρητα της ευσεβείας μυστήρια. Πληρωθέντος δε του χρόνου εγέννησεν η Λευκίππη παιδίον αρσενικόν, και δι’ αγάπην του διδασκάλου των το επωνόμασαν Ονούφριον, αλλά όταν το εβάπτισεν εκείνος το ωνόμασε Γαλακτίωνα, και η κλήσις προφητεία τού έγινεν, διότι ως καθαρός και ευγενής από ευγενείς γονείς γεννηθείς, εφύλαξε μέχρι αίματος την πίστιν καθαράν και αμόλυντον. Όσον δε ο νέος ετρέφετο, τόσον επλήθυνεν εκ φύσεως και η γνώσις του και τόσα γράμματα έμαθεν εις ολίγα έτη, ώστε υπερέβη και τους διδασκάλους του. Όταν ο Γαλακτίων έγινε ετών είκοσι τεσσάρων, είχεν ο πατήρ του μεγάλην φροντίδα να τον υπανδρεύση, επειδή η μακαρία Λευκίππη ήτο αποθαμμένη πρότερον· έτυχε λοιπόν παρθένος τις ωραία, ευγενής και περίδοξος, Επιστήμη ονόματι, την οποίαν έδωσαν δια γυναίκα του Γαλακτίωνος, την οποίαν δια της βίας εδέχθη ούτος δια να μη γίνη παρήκοος εις τον πατέρα του, αλλά δεν συνεκοινώνησε σαρκικώς μετ’ αυτής τελείως, διότι ήτο αλλοτρία της των Χριστιανών πίστεως. Όθεν η κόρη κατά πολλά εθαύμαζε, πως δεν την ήγγιζε καν να την φιλήση κατά την τάξιν του κόσμου ως ανήρ της και τον ηρώτησε λέγουσα· «Διατί, αγαπημένε μου νυμφίε, έχεις τοιούτον μίσος κατ’ εμού; Τι κακόν σου έκαμα και βδελύττεσαι τοσούτον την κοινωνίαν μου;» Ο δε απεκρίνατο· «Εάν συ δεν συγκοινωνήσης εις την πίστιν μου πρότερον και καθαρισθής με το Άγιον Βάπτισμα, δεν συγκοινωνώ μετά σου, διότι άπρεπον είναι να ενωθή καθαρός με ακάθαρτον· λοιπόν εάν ποθής την συμβίωσίν μου, κάμε αυτό το οποίον σε συμβουλεύω προς το συμφέρον σου». Εδέχθη λοιπόν η Επιστήμη και την εβάπτισεν ο ίδιος ο άνδρας της, επειδή δεν είχον Ιερέα, εάν δε υπήρχε και τις, δια τον φόβον εκρύπτετο. Την ογδόην ημέραν, αφ’ ης έλαβεν η Επιστήμη το Άγιον Βάπτισμα, είδεν εις τον ύπνον της οπτασίαν θαυμασίαν, ότι ευρέθη εις βασιλικά παλάτια ωραία, εις τα οποία είδε τρεις χορούς· ο εις ήσαν άνδρες έντιμοι και σεβάσμιοι ενδεδυμένοι μαύρην στολήν κόσμιον, ο δεύτερος χορός ήσαν γυναίκες με στολήν ομοίαν των ανδρών μέλαιναν, ο δε τρίτος χορός ήσαν παρθένοι και είχον τοσαύτην λάμψιν, ώστε εχαίρετο να βλέπη τις την τοσαύτην αυτών λαμπρότητα. Ερωτήσασα δε η Επιστήμη τίνες ήσαν οι χοροί εκείνοι, της απεκρίθη φωνή τις λέγουσα· «Οι μεν δύο πρώτοι χοροί είναι εκείνοι, οίτινες ηρνήθησαν τον κόσμον και έγιναν Μοναχοί, άνδρες και γυναίκες· ο δε τρίτος χορός είναι εκείνοι οίτινες παρέμειναν άγαμοι και επειδή εφύλαξαν την παρθενίαν των άφθορον, έχουσιν υπέρ τους άλλους τοσαύτην λαμπρότητα». Εγερθείσα του ύπνου η Επιστήμη ανήγγειλε το όραμα εις τον άνδρα αυτής, συνεφώνησαν δε από κοινού να φυλάξουν παρθενίαν έως τέλους της ζωής των, δια να κληρονομήσουν την τοσαύτην δόξαν και ωραιότητα και δια να είναι με την παρθενίαν η συμπάθεια σύμμικτος. Της είπε δε ο Γαλακτίων να διαμοιράσουν όλον τον πλούτον των εις πένητας, δια να εύρουν θησαυρόν άσυλον, κατά τον δεσποτικόν λόγον, εις τον Παράδεισον. Αφού διένειμον όλα των τα υπάρχοντα κινητά και ακίνητα, συνεφώνησαν να αναχωρήσουν εις τόπον έρημον και εκεί να μονάσουν οι τρισμακάριοι. Λαβόντες όθεν εις την συνοδείαν των δούλον τινα ηγαπημένον, ονόματι Ευτόλμιον, επεριπάτουν δέκα ημέρας, έως ου έφθασαν πλησίον του όρους Σινά, εις τόπον λεγόμενον Πούπλιον, εις τον οποίον εύρον ερημίτας δώδεκα. Τούτους συνεβουλεύθησαν και τους παρεκάλεσαν να τους δεχθούν εις την συνοδείαν των· εκείνοι όμως εκράτησαν μόνον τον Γαλακτίωνα, την δε Επιστήμην έστειλαν εις Ασκητήριον, εις το οποίον έμενον τέσσαρες άλλαι Μοναχαί και ησκήτευον. Έμεινε λοιπόν με τους λοιπούς ο Γαλακτίων πάσαν αρετήν επιμελώς εργαζόμενος και βάλλων εις όλας τας αισθήσεις μέτρα και όρια, δια να υποτάσσωνται αύται εις τον σώφρονα λογισμόν. Τοσαύτην δε εγκράτειαν εφύλαττεν, ώστε επί δύο έτη δεν έτρωγεν, ειμή μόνον άπαξ της εβδομάδος ολίγον άρτον και ύδωρ, τόσον ώστε να μη αποθάνη από την μεγάλην εγκράτειαν. Ηγρύπνει καθ’ εκάστην και ακαταπαύστως προσηύχετο, την δε σωφροσύνην τοσούτον επόθησεν, ώστε δεν ηθέλησε να ίδη γυναίκα τελείως. Δύο δε αδελφοί απ’ εκείνους τους Ασκητάς είχον μητέρα υπέργηρων και πλείστα ενάρετον, αδύνατον από το γήρας και την εγκράτειαν και τον παρεκάλεσαν να δεχθή, όπως έλθη και την ευχηθή, αλλά ούτε αυτήν, ήτις ήτο γραία και αγία γυνή δεν εδέχθη. Εις τοσαύτην λοιπόν αρετήν του γλυκυτάτου Γαλακτίωνος αγωνιζομένου, ωργίσθη ο μισάνθρωπος διάβολος και μη έχων πως άλλως να τον βλάψη, ηρέθισεν εις οργήν τον βασιλέα και τον εσκλήρυνε σφόδρα κατά των Χριστιανών. Ακούσας λοιπόν εκείνος από τινας ασεβείς, ότι εις το Σίναιον όρος ήσαν τινές, οι οποίοι υβρίζουν τους θεούς του, προσκυνούντες τον Εσταυρωμένον, εξεμάνη και έστειλε στρατιώτας εις το όρος αυτό δια να του φέρουν δεδεμένους όσους Χριστιανούς εύρωσιν εκεί. Κατ’ εκείνας τας ημέρας είδε πάλιν η Επιστήμη, εκεί εις την άσκησιν, όραμα, ότι επήγαν ομού με τον Γαλακτίωνα εις παλάτιον και έβαλον εκάστου εις την κεφαλήν πολυτίμητον στέφανον. Το πρωϊ εφανέρωσεν εις την οικονόμον της Μονής εκείνης το όραμα, ήτις της είπε την εξήγησιν, διότι ήτο φανερά, ήτοι ότι τους προσεκάλει ο Βασιλεύς των βασιλευόντων εις το μαρτύριον, να τους ανταμείψη με αμάραντον στέφανον. Ελθόντες λοιπόν εις το όρος οι στρατιώται, συνέλαβον μόνον Μοναχούς, ήτοι τον Γαλακτίωνα και άλλον ένα οι δε επίλοιποι έφυγον. Τούτο μαθούσα η Επιστήμη έπεσεν εις τους πόδας της Διακόνου και την παρεκάλει να της συγχωρήση να ακολουθήση τον Γαλακτίωνα, δια να του γίνη συνοδοιπόρος και σύντροφος εις όσας θλίψεις και κολαστήρια του συνβαίνωσι και εάν τον δικάσουν εις θάνατον δεινόν να λάβη και αυτή μετά χαράς μετ’ αυτού το ποθούμενον τέλος, καθώς συνεφώνησαν να έχουν μίαν γνώμην κατά Θεόν και μίαν θέλησιν πάντοτε. Η δε Διάκονος εδοκίμασε πολλά να την κρατήση, μη γινώσκουσα την έκβασιν των πραγμάτων, αλλά δεν έστερξεν η θαυμασία και πάνσοφος αύτη κόρη. Όθεν βλέπουσα η Διάκονος τον μεγάλον αυτής πόθον, την εσυγχώρησε να απέλθη, η δε απεχαιρέτησεν αυτήν και τρέχουσα προφθάνει τον Γαλακτίωνα και λέγειταύτα προς αυτόν δακρύουσα· «Κύριέ μου και οδηγέ της σωτηρίας μου, ενθυμήσου την συμφωνίαν μας και μη με παραιτήσης την δούλην σου, αλλά καθώς είμεθα ομόγνωμοι εις την ζωήν και ομόψυχοι, ούτως είναι πρέπον και να μαρτυρήσωμεν ομού δια τον Σωτήρα μας, δια να μείνωμεν και μετά θάνατον αθάνατοι, εις μίαν δόξαν και αγαλλίασιν, ίνα μη χωρισθώμεν ουδέποτε». Ταύτα οι υπηρέται της ασεβείας ακούσαντες, έδεσαν και αυτήν και την επήγαιναν με τον Άγιον, ο οποίος εις όλον τον δρόμον την ενουθέτει και της έλεγε να ίσταται ανδρείως, να μη δειλιάση προσωρινά κολαστήρια και άλλα τοιαύτα αρμόδια κατ’ εκείνην την περίστασιν. Αφού λοιπόν έφθασαν εις τον τύραννον, ητένισεν ούτος τον Άγιον με βλέμμα άγριον λέγων· «Τις είναι ούτος ο αναιδέστατος, όστις τολμά να καταφρονή τους ζώντας θεούς, προσκυνών θεόν κακοθάνατον;» Ο δε Άγιος με παρρησίαν πολλήν απεκρίνατο· «Μοναχός είμαι εις το αξίωμα και ονομάζομαι Χριστιανός από τον Χριστόν μου, τον οποίον προσκυνώ ως φρόνιμος, επειδή αυτός μόνος είναι Θεός αθάνατος, ενώ οι δικοί σας θεοί είναι άψυχοι όντως και αναίσθητοι, σεις δε πάλιν, όσοι σέβεσθε τοιαύτα βδελύγματα, είσθε τυφλότεροι τούτων και άξιοι γέλωτος». Τότε προστάσσει ο τύραννος να δέσωσιν οπίσω τας χείρας του και να τον δέρουν με βούνευρα άσπλαγχνα. Καθ’ ον δε χρόνον τον έδερον, ιδούσα τούτον η Επιστήμη, επόνεσεν εις την ψυχήν και λέγει ταύτα προς τον δικάζοντα· «Ω ψυχή άσπλαγχνος, διατί δεν λυπείσαι τοιούτον νέον ευγενέστατον, ούτινος είναι τρυφερά τα μέλη του και αδύνατα τοσούτον από την άσκησιν, αλλά τον δέρετε τόσον αχόρταγα;» Ταύτα ακούων ο τύραννος είπε προς τους στρατιώτας· «Γυμνώσατε και αυτήν την αναίσχυντον και δέρετε αυτήν ανηλεώς, δια να μη έχη τόσην αυθάδειαν, αλλά να ομιλή ευτακτώτερα». Τότε οι του παρανόμου δικαστού υπηρέται, παρανομώτεροι και ασπλαγχνότεροι τούτου, έδειραν την Αγίαν απανθρώπως ώραν πολλήν και την εβασάνιζον, υπέμεινε δε αύτη η μακαρία τας πληγάς με αγαλλιώμενον πρόσωπον και ωνείδιζε τον δικαστήν λέγουσα· «Δεν έπρεπεν, άσεμνε, να ξεγυμνώσης μίαν κόρην σεβασμίαν και εύσχημον, να την βλέπωσι τόσοι άνθρωποι εις το θέατρον και να με παιδεύητε αδίκως ώσπερ φονεύτριαν. Δια ταύτην όμως την πράξιν σας δικαίως σας αναμένουσι τα αιώνια κολαστήρια, αλλά και εδώ πάλιν δεν θέλει λείψει η πρόσκαιρος τιμωρία». Ενώ δε ταύτα με πνεύμα προφητικόν έλεγεν η Μάρτυς, παρευθύς έφθασεν η θεία δίκη τους αδίκους δικαίως παιδεύουσα και έμειναν τυφλοί άπαντες οι παριστάμενοι πλησίον του άρχοντος. Αλλά τούτο συνέβη πρώτον μεν εις δόξαν της Μάρτυρος, δεύτερον δε εις αυτούς οίτινες την επαίδευον έγινε σωτηρίας πρόξενος· διότι η τύφλωσις των σωματικών οφθαλμών εφώτισε της ψυχής τα όμματα και εγνώρισαν το φως της θεογνωσίας, παρρησία τον Χριστόν Θεόν ομολογήσαντες. Όθεν αντιστρόφως πάλιν με το φως της ψυχής απέλαβον και του σώματος, και εφωτίσθησαν ύστερον· μόνον δε ο ανόητος τύραννος έμεινεν εις το σκότος της ασεβείας δια την υπερβάλλουσαν κακίαν και πονηρίαν του και προστάσσει να πελεκήσωσιν οξέα καλάμια και να τα καρφώσωσιν εις τους όνυχας των Αγίων, οίτινες υπέμειναν καρτερικώς και ταύτην την πάνδεινον βάσανον ευχαριστούντες τον αληθή Θεόν και υβρίζοντες τα επάξια γέλωτος είδωλα. Η δε αιμοβόρος και μισάνθρωπος εκείνη ψυχή εχαίρετο να βλέπη ανθρώπινα αίματα εκχυνόμενα και προστάσσει να κόψουν τας χείρας, τους πόδας(φεύ!) και τας γλώσσας των Αγίων, υπέμειναν όμως ούτοι οι μακάριοι γενναίως και ταύτην την άρρητον βάσανον, ευλογούντες τον Θεόν εις πάσαν εκκοπήν των μελών και ευχαριστούντες αυτόν, όστις τους ηξίωσε να λάβουν δεινά κολαστήρια δι’ αγάπην του. Τότε έδωκεν ο μιαρός κατά των Αγίων και την δια ξίφους τελευταίαν απόφασιν και έκοψαν τας ιεράς αυτών κεφαλάς τη Πέμπτη του Νοεμβρίου μηνός, ήσαν δε ο μεν Γαλακτίων χρόνων τριάκοντα, η δε Επιστήμη δέκα εξ. Τότε ο ευγνώμων δούλος Ευτόλμιος ετόλμησε και έλαβε τα τούτων σεβάσμια λείψανα· διότι καθώς ποτέ δεν τους απηρνήθη, αλλ’ ήτο πιστός προς αυτούς και υπήκοος εις όλα των τα προστάγματα πάντοτε, ούτω και τότε ηκολούθησεν αυτούς και μετά την αυτών τελείωσιν ετέλεσεν όλα τα πρέποντα, ενταφιάσας εντίμως τα τίμια και πάνσεπτα λείψανά των, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΣΤ΄ (6η) Νοεμβρίου, μνήμη του εν Αγίοις πατρός ημών ΠΑΥΛΟΥ Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, του Ο

Δημοσίευση από silver »

Παύλος ο μέγας Ομολογητής και Μάρτυς κατήγετο από την Θεσσαλονίκην, εχρημάτισε δε νοτάριος, ήτοι γραμματεύς Αλεξάνδρου του Αγιωτάτου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, και Διάκονος της Αγίας αυτής Εκκλησίας εν έτει τνα΄ (351). Τούτον λοιπόν εχειροτόνησαν οι Ορθόδοξοι Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως μετά τον θάνατον του Αλεξάνδρου. Κωνστάντιος δε ο βασιλεύς, καθό Αρειανός, όταν επανήλθεν εκ της Αντιοχείας έξωσεν αυτόν από τον Πατριαρχικόν θρόνον, και αντί τούτου ανεκήρυξε Πατριάρχην τον Νικομηδείας Ευσέβιον, τον Αρειανόν. Ο δε Άγιος Παύλος μετέβη εις την Ρώμην και εκεί εύρε τον Μέγαν Αθανάσιον εκβεβλημένον όντα και αυτόν από τον θρόνον του. δια γραμμάτων λοιπόν του βασιλέως Κώνσταντος απολαμβάνουσι και οι δύο τους θρόνους των, αλλά πάλιν εκβάλλονται υπό του ιδίου Κωνσταντίου τη εισηγήσει των Αρειανών. Τότε γράφει ο Κώνστας προς τον αδελφόν αυτού Κωνστάντιον, ότι «αν ο Αθανάσιος και ο Παύλος δεν απολάβωσι τους θρόνους των, θέλω έλθει μετά στρατιωτικής δυνάμεως εναντίον σου». Όθεν απέλαβε πάλιν τον θρόνον του ο μακάριος Παύλος. Μετά δε τον θάνατον του Κώνσταντος εξορίζεται ούτος εις Κουκουσόν της Αρμανίας, ένθα απεκλείσθη εντός οίκου τινός. Λειτουργών δε εις τον Θεόν την αναίμακτον λειτουργίαν επνίγη από τους Αρειανούς με το ίδιόν του ωμοφόριον και ούτω παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν ο τρισμακάριος εις χείρας Θεού.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ζ΄ (7η) Νοεμβρίου, μνήμη των Αγίων Τριάκοντα Τριών Μαρτύρων των εν Μελιτινή, ΙΕΡΩΝΟΣ και των λοιπών

Δημοσίευση από silver »


Ιέρων ο ανδρείος και γενναίος στρατιώτης του ουρανίου Βασιλέως Χριστού ήτο από τα Τύανα, ήτις είναι δευτέρα πόλις των Καππαδοκών· η μήτηρ αυτού εκαλείτο Στρατονίκη, γυνή θεοσεβής και φοβουμένη τον Κύριον. Τον καιρόν εκείνον εβασίλευον τα δύο ανήμερα και άς[λαγχνα θηρία, ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός οι αντίχριστοι εν έτει 290, προς τους οποίους κατήγγειλάν τινες, ότι όλη η χώρα των Αρμενίων και Καππαδοκών καταφρονούσι τα προστάγματα αυτών, προσκυνούντες Θεόν νεώτερον· όθεν έστειλαν δύο άνδρας, σκολιούς τον τρόπον και πολυμηχάνους, τον μεν ένα Αγρικόλαον ονόματι εις την Καππαδοκίαν, τον δε έτερον Λυσίαν καλούμενον εις την Αρμενίαν ως αντιπροσώπους των, να τιμωρώσιν όσους δεν προσκυνούσι τα είδωλα και να εύρουν ανδρείους στρατιώτας δια τον πόλεμον. Φθάσαντες δε εις την Καππαδοκίαν ο λυσσώνυμος εζήτει να στρατολογήση τους επιτηδείους και περιβοήτους ανδρείους. Όθεν τινές ανέφεραν εις αυτόν δια τον γενναίον Ιέρωνα, ότι ήτο από τους άλλους πλέον δυνατός και γενναιότερος και εκείνος έστειλεν ευθύς στρατιώτας δια να του τον φέρωσιν. Εξελθόντες λοιπόν οι στρατιώται προς αναζήτησιν του Ιέρωνος εύρον αυτόν εις τον αγρόν του, εις τον οποίον έσκαπτεν· ιδών δε αυτούς ο Άγιος από μακρόθεν ηννόησεν, ότι τον εζήτουν δια τον πόλεμον· εκείνος δε μη θέλων, ως ευσεβής, να στρατευθή με ασεβείς, εξέβαλε την ξυλίνην λαβήν του σκαπτηρίου και ορμήσας μόνον με αυτήν ανά χείρας εναντίον των στρατιωτών, τους εκτύπησε με τόσην ανδρείαν, ώστε έφυγαν έμφοβοι με όλα των τα ξίφη και τα όπλα· αισχυνόμενοι δε αυτοί τους ανθρώπους και φοβούμενοι να είπωσιν εις τον άρχοντα, ότι τους έδειρεν ένας άοπλος με τεμάχιον ξύλου και τους κατήσχυνεν άπαντας, έλαβον και άλλους πολλούς εις βοήθειαν και επήγαν όλοι ομού να τον εύρωσιν· ούτος δε, πριν να φθάσωσιν, είχε και αυτός συνηγμένους άλλους δέκα οκτώ συγγενείς και φίλους του και εφύλαττον εντός σπηλαίου, εις το οποίον ελθόντες οι στρατιώται εστάθησαν έξωθεν φυλάττοντες να μη εξέλθωσι και διεμήνυσαν εις τον άρχοντα, να τους στείλη και άλλους ανθρώπους πολλούς, δια να μη δυνηθούν να διαφύγωσιν. Εκείνος δε έπεμψεν ικανούς και αδελφόν τινα του Ιέρωνος, Κυριακόν ονομαζόμενον, οίτινες απελθόντες εις το σπήλαιον ίσταντο έξωθεν και ουδείς ετόλμα να έμβη πρότερον· ο δε Κυριακός τους είπε να αποσυρθώσιν εκείνοι και αυτός θα οδηγήση τον Ιέρωνα με το καλόν και χωρίς πόλεμον εις το θέλημα του άρχοντος. Εισελθών λοιπόν ο Κυριακός κατέπεισε τον Άγιον με λόγους ταπεινούς και εξήλθεν, επήγαν δε ομού πρότερον εις τη μητέρα του, να τον ευχηθή και να του δώση συγχώρησιν. Η δε γραία ακούσασα, ότι έμελλε την ώραν ταύτην να παρασταθή ο υιός της εις τον δούκα κατάκριτος έκλαιεν, ονομάζουσα τούτον βακτηρίαν του γήρατός της και της δεινής χηρείας αυτής αναψυχήν και βοήθειαν, τοσούτον μάλλον καθ’ όσον ήτο τυφλή εις τους οφθαλμούς και εις αυτόν εστήριζε τας ελπίδας της, διότι την ηγάπα περισσότερον. Ο δε Άγιος την παρηγόρησε και ασπασάμενος αυτήν και τους συγγενείς του Ματρωνιανόν και Αντώνιον, οίτινες ήσαν αδελφοί, ως και έτερον συγγενή του, Ουϊκτωρα καλούμενον, απεχαιρέτησεν άπαντας και παραδοθείς εις τους στρατιώτας ανεχώρησαν οδεύοντες προς Μελιτινήν και το εσπέρας κατέλυσαν εις τινα τόπον έως την επομένην· κατ’ αυτήν δε την νύκτα του εφάνη λευκοφόρος τις, με φωνήν πραείαν και φιλάνθρωπον λέγων· «Χαίροις, Ιέρων. Ιδού λέγω σοι σωτηρίας ευαγγέλια· γίνωσκε ότι αύτη η οδός την οποίαν πορεύεσαι είναι καλή και ωφέλιμος, ότι δεν αγωνίζεσαι δια βασιλέα επίγειον, ούτε δια δόξαν επίκηρον, αλλά δια τον ουράνιον Βασιλέα υπερμαχείς και αυτός θέλει σε δοξάσει αιώνια». Ταύτα ειπών ο φαινόμενος έγινεν άφαντος, αφήνων εις την καρδίαν του ευφροσύνην ανεκδιήγητον. Εγερθείς την πρωϊαν ο Άγιος έλεγε προς τους συγγενείς και φίλους του αγαλλόμενος· «Εγνώρισα, αδελφοί, το περί εμέ της του Θεού οικονομίας μυστήριον. Λοιπόν υπάγω εις την προκειμένην μοι οδόν πρόθυμος, διότι ένας θησαυρός είναι μόνον, μία απόκτησις και ένας πλούτος, ο επουράνιος, ενώ ταύτα όλα τα πρόσκαιρα δεν ωφελούσι ουδόλως τον άνθρωπον, καν και όλον τον κόσμον αν κερδήση, ζημιωθή δε την ψυχήν του, της οποίας δεν είναι άλλο πράγμα ουδόλως τιμιώτερον. Φθάνει εις εμέ ο περασμένος καιρός της ζωής μου, τον οποίον ματαίως και ανωφελώς εδαπάνησα, και ας υπάγω καν τώρα προς τον Θεόν, να αγάλλωμαι με τους Αγίους δούλους του πάντοτε. Μίαν δε μόνον φροντίδα και μέριμναν έχω, την της μητρός μου, δια την πτωχείαν και ασθένειαν αυτής, διότι είναι χήρα, τυφλή και γερόντισσα και δεν έχει τινά να την επιμεληθή εις τας ανάγκας της. Πλην επειδή δια τον Δεσπότην Χριστόν υπάγω να λάβω θάνατον, αυτός ο πατήρ των ορφανών και κριτής των χηρών θέλει κυβερνήσει και αυτήν άπορον». Ταύτα λέγων εδάκρυσε δια την μητέρα του. Έπειτα ανεχώρησε με τους άλλους δια τον προορισμόν των. Φθάσαντες εις Μελιτινήν, εφυλάκισαν τον Άγιον με άλλους τριάκοντα τρεις, τους οποίους εστερέωσεν εις την πίστιν λέγων εις αυτούς τοιαύτα σωτήρια λόγια· «Ακούσατέ μου την συμβουλήν, αδελφοί και φίλοι μου. Αύριον μέλλει να μας βιάση ο αθεώτατος ηγεμών, να προσκυνήσωμεν τα αναίσθητα είδωλα και φυλάττεσθε, όσα κολαστήρια σας δώση, να μη δειλιάσητε, να προσφέρητε θυσίαν εις άψυχα κτίσματα, αλλά μάλλον εις τον αληθινόν Θεόν ας θύσωμεν θυσίαν αινέσεως, αυτόν ας παρακαλέσωμεν προσευχόμενοι, να μας δώση ως παντοδύναμος δύναμιν, να υπομείνωμεν τας βασάνους και να δώσωμεν εαυτούς εις τέλος μακάριον». Τότε όλοι επήνεσαν την γνώμην αυτού δεικνύοντες προθυμίαν θαυμάσιον. Την επομένην ανήγγειλαν περί αυτών εις τον τύραννον, ότι επίστευον εις τον Χριστόν, καταφρονούντες τα βασιλικά προστάγματα· όθεν θυμωθείς εκάθισεν εις υψηλόν θρόνον, και αφού έφερον τους Αγίους, είπε προς αυτούς οργιζόμενος· «Τις δαίμων σας ύψωσεν εις τόσην υπερηφάνειαν και ανοησίαν, ώστε να καταφρονήτε των αυτοκρατόρων τα δόγματα, τους δε μεγάλους θεούς να υβρίζητε;» Οι δε Άγιοι απεκρίθησαν· «Μάλιστα σεις είσθε όντως υπερήφανοι και ανόητοι, προσκυνούντες ξύλα, λίθους και άλλα βδελύγματα, αλλ’ ημείς, επειδή έχομεν γνώσιν και λογισμόν σώφρονα, φρονούμεν ορθώς και προσκυνούμεν τον αληθή Θεόν, όστις με ένα λόγον όλον τον κόσμον εδημιούργησεν». Τότε εις από τους παρεστώτας ειδωλολάτρας έδειξε τον Ιέρωνα εις τον άρχοντα λέγων· «Αυτός είναι, όστις έδειρε με το ξύλον τους στρατιώτας σου». Ο δε δούξ, στραφείς προς τον Άγιον, τον ηρώτησε πόθεν ήτο· ο δε απεκρίνατο, ότι ήτο από τα Τύανα. Και ο άρχων λέγει· «Συ είσαι όστις εναντιώνεσαι εις τα βασιλικά προστάγματα και επαιρόμενος εις την δύναμιν των χειρών σου έδειρες τους στρατιώτας μου;» Ο δε Άγιος ωμολόγησε την αλήθειαν. Τότε ο τύραννος, αντί να επαινέση την ανδρείαν του Μάρτυρος, τον κατεφρόνησεν ο αφρονέστατος λέγων· «Αυτό ήτο θρασύτης και όχι ανδρεία σου, υπερήφανε, δια το οποίον προστάσσω να κόψουν από τον αγκώνα την άτακτον χείρα σου· αυτούς δε τους άλλους δείρατε άσπλαγχνα με βούνευρα». Ευθύς λοιπόν οι ανελεήμονες υπηρέται τα προσταχθέντα ετέλεσαν· οι δε Άγιοι υπέμειναν τας οδύνας αγαλλιώμενοι και ευχαριστούντες τον Θεόν, όστις τους ηξίωσε να μαστιγωθώσι δι’ αγάπην του. Αφού λοιπόν τους έδειραν ώραν πολλήν και έκοψαν την δεξιάν τού μακαρίου Ιέρωνος, τους έβαλαν πάλιν εις την φυλακήν, έως δευτέρας εξετάσεως. Εις δε απ’ εκείνους, Ουϊκτωρ ονόματι, συγγενής του Ιέρωνος, περί του οποίου προείπομεν, όστις είχε και αυτός συλληφθή, εδειλίασεν από τον πόνον των πληγών ο άθλιος, και φοβούμενος τα μέλλοντα βάσανα, εκάλεσε κρυφίως τον κομενταρήσιον και παρεκάλεσεν αυτόν με ταπείνωσιν, να τον αφήση να φύγη και να σβήση το όνομά του από την βίβλον, εις την οποίαν τους είχον γράψει και δια ταύτην την χάριν να του χαρίση ένα αγρόν, τον οποίον είχεν εις τους Κοράμους. Ο δε κομενταρήσιος μετά χαράς τον ελύτρωσε, διότι είχε και αυτός άλλους αγρούς πλησίον του άνωθι. Φεύγων λοιπόν ο Ουϊκτωρ την νύκτα εζημιώθη τον αγρόν και την ψυχήν του ο δείλαιος· και το πρωϊ, γνωρίσας το πραχθέν ο Ιέρων, πικρώς εθρήνει του συγγενούς την απώλειαν, λέγων· «Οίμοι, Ουϊκτωρ, και τι κακήν πραγματείαν έκαμες, να ανταλλάξης δια ζωήν βραχυτάτην την αιωνίζουσαν· δια μικράν άνεσιν εζημιώθης χαράν ατελεύτητον και ηδονήν ανεκλάλητον, και δια να φύγης μίαν ημέραν ολίγην κάκωσιν, μέλλει να πέσης εις χείρας Θεού, να φλογίζησαι εις το πυρ της γεένης αιωνίως, δυστυχέστατε». Αφού έκλαυσεν ο Άγιος ικανώς, εκάλεσε τους συγγενείς του Ματρωνιανόν και Αντώνιον, οίτινες παρηκολούθουν μακρόθεν τα γενόμενα και τους λέγει· «Ακούσατε την τελευταίαν μου διάταξιν, την οποίαν σας παρακαλώ να εκτελέσετε, όταν υπάγητε εις την χώραν μας. Αφήνω της αδελφής μου Θεοτιμίας το πράγμα, το οποίον έχω εις την Πεσδησίαν, να τρέφεται και να κάμνη κατ’ έτος το μνημόσυνον του Μαρτυρίου μου· τα δε επίλοιπά μου πράγματα αφήνω της μητρός μου άπαντα, δια να κυβερνηθή εις το γήρας της· έτι δε αφήνω εις αυτήν την δεξιάν μου χείρα, την οποίαν μου έκοψαν, να την έχη εις παραμυθίαν της αβλεψίας της. Ας στείλη δε και γράμμα παρακαλεστικόν δι’ εμέ προς τον μεγαλοπρεπέστατον Ρουστίκιον τον αυθέντην της Αγκύρας, να της δώση τον οίκον, όστις είναι εις την Καδεσάνην, να φυλάξη εκεί την χείρα μου». Ταύτα ο Άγιος συνταξάμενος ηυχαρίστει τον Κύριον χαίρων δια την ελπίδα της μελλούσης απολαύσεως. Την τετάρτην ημέραν έφεραν και πάλιν τους Αγίους εις εξέτασιν, επάσχισε δε πολλά ο λυσσώδης Λυσίας με κολακείας και πανουργίας να τους διαστρέψη εις την ασέβειαν, αλλά ματαίως εβασανίζετο· όθεν τους έδωκε ραβδισμόν ωμόν και πολλά ισχυρόν ο άσπλαγχνος, βλέπων δε ότι ήσαν εις την προτέραν γνώμην στερεοί και αμετακίνητοι, επρόσταξε να κόψουν τας τιμίας αυτών κεφαλάς έξω της πόλεως. Οίτινες όταν επήγαινον εις τον τόπον της τελειώσεως έψαλλον τον άμωμον, και φθάσαντες εκεί εγονάτισαν, δεόμενοι του Θεού να υποδεχθή ευμενώς τας ψυχάς αυτών εις την εκείθεν μακαριότητα, και ούτω τους απεκεφάλισαν. Την δε νύκτα επήγαν τινές φιλόχριστοι και επήραν τα άγια λείψανα και εντίμως αυτά ενεταφίασαν. Ο δε Αντώνιος και ο Ματρωνιανός, οίτινες, ως είπομεν, παρηκολούθουν τα γενόμενα, έδιδαν αργύρια του δουκός, να τους δώση την κεφαλήν του Ιέρωνος, την οποίαν είχε κρατήσει και αυτός εζήτησε τόσον χρυσίον, όσον εζύγιζεν η τιμία κάρα· οι δε μη έχοντες τόσην ποσότητα έμενον περίλυποι. Αλλ’ ο εν απόροις πόρους ευρίσκων και εν ανάγκαις βοηθών τους εις Αυτόν πιστεύοντας, εφώτισε συγκλητικόν τινα πιστόν και φιλομάρτυρα, την κλήσιν Χρυσάφιον, να αγοράση την αγίαν κάραν και να οικοδομήση Ναόν εις τον Μάρτυρα. Προσελθών λοιπόν εις τον υπό της φιλαργυρίας λυσσώντα Λυσίαν εμέτρησεν εις αυτόν όσον επόθει χρυσίον ο Χρυσάφιος· όθεν όχι μόνον την τιμίαν κεφαλήν τού εχάρισεν, αλλά και άδειαν του έδωκε και έκτισε Ναόν περικαλλέστατον εις τον τόπον, εις τον οποίον ετελειώθησαν οι Άγιοι· εξήτασε δε ο φιλάργυρος Λυσίας να εύρη και την δεξιάν του Αγίου, ελπίζων να κερδήση και εξ αυτής χρήματα, αλλ’ οι σπουδαίοι Ματρωνιανός και Αντώνιος την επήραν κρυφίως την νύκτα και έφυγαν· οίτινες φθάσαντες εις την χώραν αυτών, έδωκαν εις την μητέρα του Αγίου το πολύτιμον εκείνο και πολυέραστον δώρον, διηγούμενοι κατά μέρος τους άθλους των Αγίων. Λαβούσα η γηραιά μήτηρ του Αγίου εις τας χείρας αυτής την χείρα του φιλτάτου υιού της και Μάρτυρος, έκλαιε από την χαράν της και αγαλλίασιν και καταφιλούσα ταύτην εσκίρτα και εδάκρυζε λέγουσα· «ω ποθεινότατον τέκνον μου, με πόσους πόνους σε εγέννησα και με πόσους κόπους και μόχθους σε ανέθρεψα, δια να σε έχω εις το γήρας μου βακτηρίαν και βοήθειαν, εις την θλίψιν και αθυμίαν μου αναψυχήν της ψυχής μου και άνεσιν, και χειραγωγίαν εις την ασθένειαν. Τώρα δε μου έδωσαν, αντί σου, μόνην την χείρα, μικρόν σου μέρος (φευ!) και βραχύτατον λείψανον, δια να έχω περισσοτέρους πόνους και πάθη ενθυμουμένη σε· αλλά τι λέγω; Διατί να κλαίω, ενώ έπρεπε μάλιστα να αγάλλωμαι, επειδή έγινα μήτηρ Αθλητού του Χριστού και γενναίου Μάρτυρος, τον οποίον ανέθρεψα και επαίδευσα εις την ευσέβειαν και τώρα ηξιώθην να τον ίδω τετελειωμένον δια την αγάπην του Ποιητού και Σωτήρος μας; Αλλά δέομαί σου, αγιώτατον τέκνον μου, να παρακαλής τον Δεσπότην Χριστόν, δια τον οποίον έλαβες πολυώδυνον θάνατον, να με λυτρώση το γρηγορώτερον από ταύτην την ζωήν την μοχθηράν και επίπονον και να συγκατατάξη μετά της ψυχής σου το πνεύμα μου». Ταύτα ειπούσα και άλλα πλείονα, έθεσε την αγίαν χείρα εις τον τόπον, εις τον οποίον ο Μάρτυς προσέταξε και ετελείωσεν όσα ο Άγιος παρήγγειλεν, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Η΄ (8η) Νοεμβρίου, η Σύναξις των Αρχιστρατήγων ΜΙΧΑΗΛ και ΓΑΒΡΙΗΛ και των λοιπών Ασωμάτων και ουραν

Δημοσίευση από silver »


Εις την Σύναξιν των Εννέα Ταγμάτων, Χερουβίμ και Σεραφίμ, Θρόνων, Κυριοτήτων, Δυνάμεων και Εξουσιών, Αρχών, Αρχαγγέλων και Αγγέλων.

Μιχαήλ ο ενδοξότατος και λαμπρότατος Ταξιάρχης των Ασωμάτων Δυνάμεων πολλάς και μεγάλας ευεργεσίας και χάριτας προσήνεγκεν εις το ανθρώπινον γένος, ως τούτο φαίνεται τόσον από την Παλαιάν Διαθήκην, όσον και από την νέαν Χάριν του Ευαγγελίου. Διότι αυτός εφάνη πρώτον εις τον Πατριάρχην Αβραάμ· έπειτα εις τον Λώτ, όταν ελύτρωσεν αυτόν μετά των θυγατέρων του από του θεοπέμπτου πυρός και της καταστροφής των Σοδόμων· μετά ταύτα εφάνη εις τον Πατριάρχην Ιακώβ, όταν ελύτρωσεν αυτόν από των φονικών χειρών του αδελφού του Ησαύ. Αυτός επροπορεύετο έμπροσθεν της παρεμβολής των υιών Ισραήλ, όταν ηλευθερώθησαν από της αιχμαλωσίας των Αιγυπτίων, και με τον στύλον του πυρός και της νεφέλης διηυκόλυνεν εις εκείνους της οδοιπορίας τα εμπόδια. Αυτός εφάνη εις τον μάντιν Βαλαάμ, όταν εκείνος εβάδιζε δια να καταρασθή τον Ισραηλιτικόν λαόν, φοβερίζων αυτόν και φανερά εμποδίζων από το τοιούτον κίνημα. Αυτός και προς τον Ιησούν του Ναυή ερωτήσαντα απεκρίθη: «Εγώ Αρχιστράτηγος Κυρίου νυνί παραγέγονα». Ούτος και εν τη ΝέαΧάριτι κατεξήρανε τους ποταμούς, τους οποίους απέλυσάν ποτε οι δυσσεβείς εναντίον του εν Χώναις Αγιάσματός του και εναντίον του θείου Ναού του. Και άλλα πολλά ιστορούνται δι’ αυτόν εις τας θεοπνεύστους Γραφάς·δια τούτο και ημείς προστάτην αυτόν και φύλακα της ζωής ημών προβαλλόμενοι, την πάνσεπτον αυτού πανήγυριν εορτάζομεν σήμερον, η οποία και Σύναξις ονομάζεται δια την επομένην αιτίαν. Ο δι’ υπερβολήν υπερηφανείας επαρθείς διάβολος κατά του πάντων Ποιητού και Δεσπότου και καυχησάμενος να αναβιβάση τον θρόνον του επί των νεφελών του ουρανού και να γίνη όμοιος τω Υψίστω, καθώς περί αυτού γράφει ο Ησαϊας (Ησαϊας ιδ: 14), ούτος, λέγω, άμα διελογίσθη και ηβουλήθη ταύτα, εξέπεσε της ουρανίου δόξης και του αρχαγγελικού αυτού αξιώματος, καθώς είπεν εν τοις Ευαγγελίοις ο Κύριος· «Εθεώρουν τον Σατανάν ως αστραπήν εκ του ουρανού πεσόντα» (Λουκ. ι:18). Ομοίως δε και το υποτασσόμενον εις αυτόν τάγμα των Αγγέλων απεσκίρτησεν από του Θεού δια υπερηφάνειαν, διο εξέπεσε και αυτό μετά του αρχηγού του διαβόλου, και έγιναν όλοι ομού σκοτεινοί αντί γωτεινών και δαίμονες αντί Αγγέλων. Τότε λοιπόν λέγεται, ότι ο μέγας ούτος Αρχιστράτηγος Μιχαήλ, βλέπων την ελεεινήν των Αγγέλων έκπτωσιν, ηννόησε την αιτίαν της τοιαύτης εκείνων πτώσεως, και με την υποταγήν και ταπείνωσιν, την οποίαν έδειξεν ως δούλος ευχάριστος και ικέτης πιστός προς τον ιδικόν του Δεσπότην Θεόν, διεφύλαξε τόσον την ιδικήν του δόξαν και λαμπρότητα την παρά Θεού χαραχθείσαν, όσον και την δόξαν των άλλων Αγγελικών Ταγμάτων· όθεν δια την υποταγήν και ευγνωμοσύνην του ταύτην διωρίσθη παρά του παντοκράτορος Θεού πρώτος των Αγγελικών Τάξεων. Διότι συνάξας και ενώσας εις εν τους χορούς των Αγγέλων, εβόησεν εις αυτούς το «Πρόσχωμεν», ήτοι ας προσέξωμεν και ας εννοήσωμεν τι έπαθον ούτοι οι εκπεσόντες δαίμονες δια την υπερηφάνειάν των, οίτινες προ ολίγου ήσαν ομού με ημάς Άγγελοι, και ας συλλογισθώμεν τι μεν είναι ο Θεός, τι δε είναι ο Άγγελος· ο μεν Θεός δηλαδή είναι Δεσπότης και δημιουργός ημών των Αγγέλων, ημείς δε οι Άγγελοι είμεθα δούλοι και κτίσματα του Θεού. Και ούτως ανύμνησε και εδόξασε τον των απάντων Θεόν, αναβοήσας εκείνον βέβαια τον θείον και αγγελικόν ύμνον μεθ’ όλων των Αγγέλων· «Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης αυτού». Το τοιούτον λοιπόν Μυστήριον εξ αρχαίας παραδόσεως παραλαβόντες ημείς, την παρούσαν εορτήν εορτάζομεν, Σύναξιν αυτήν ονομάζοντες των Αγγέλων, τουτέστι προσοχήν, ομόνοιαν και ένωσιν. Ομού δε με τον Αρχάγγελον Μιχαήλ εορτάζομεν σήμερον και τον ωραιότατον και χαριέστατον Αρχάγγελον Γαβριήλ, διότι και αυτός πολλάς ευεργεσίας εποίησεν εις το ανθρώπινον γένος, τόσον εν τη Παλαιά, όσον και εν τη Νέα Διαθήκη. Διότι εις μεν την προφητείαν του Δανιήλ φέρεται αυτολεξεί το όνομά του, όταν εξήγησεν εις τον Δανιήλ την όρασιν, την οποίαν είδε περί των βασιλέων Μήδων και Περσών και Ελλήνων, ως ο ίδιος λέγει· «Και εγένετο εν τω ιδείν με, εγώ Δανιήλ, την όρασιν και εζήτουν σύνεσιν, και ιδού έστη ενώπιόν μου ως όρασις ανδρός, και ήκουσα φωνήν ανδρός… και είπε· Γαβριήλ συνέτισον εκείνον την όρασιν. Και ήλθε και έστη…» (Δαν. η:15-16). Πάλιν δε, άλλην φοράν, ο αυτός Γαβριήλ εφανέρωσεν εις τον αυτόν Δανιήλ ότι μετά εβδομήκοντα εβδομάδας ετών, ήτοι μετά τετρακόσια ενενήκοντα έτη, μέλλει να έλθη ο Χριστός· «Και ιδού ανήρ Γαβριήλ, ον είδον εν τη οράσει εν τη αρχή, πετόμενος και ήψατό μου ωσεί ώραν θυσίας εσπερινής. Και συνέτισέ με» και τα λοιπά. (Δαν. θ: 21-22). Αυτός και πάλιν είναι όστις ευηγγέλισε και την γυναίκα του Μανωέ, ότι μέλλει να γεννήση τον Σαμψών. Αυτός είναι όστις ευηγγέλισε τον Ιωακείμ και την Άνναν, ότι μέλουν να γεννήσωσι την Κυρίαν και Δέσποινα Θεοτόκον. Εις δε την Νέαν Διαθήκην αυτός είναι ο ευαγγελίσας τον Ζαχαρίαν, σταθείς εκ δεξιών του θυσιαστηρίου του θυμιάματος, ότι θα γεννήση τον μέγαν Ιωάννην τον Πρόδρομον. Αυτός έτρεφε και την Αειπάρθενον Μαρίαν δώδεκα έτη μέσα εις τα Άγια των Αγίων με τροφήν ουράνιον. Αυτός δη αυτός, και ποίος αμφιβάλλει; Ευηγγέλισε την αυτήν Θεοτόκον, ότι μέλλει να γεννήση εκ Πνεύματος Αγίου τον Υιόν και Λόγον του Θεού. Αυτός εφάνη εις το όραμα του Ιωσήφ, ως πολλοί διατείνονται, και είπεν εις αυτόν να μη φοβηθή, αλλά να παραλάβη Μαριάμ την γυναίκα του, επειδή το εν αυτή γεννηθέν εκ Πνεύματός εστιν Αγίου. Αυτός εφάνη και εις τους ποιμένας και ευηγγέλισεν αυτούς, ότι ετέχθη ο Σωτήρ του κόσμου Χριστός. Αυτός εν οράματι είπε και εις τον Ιωσήφ να λάβη το παιδίον και την Μητέρα αυτού και να φύγη εις την Αίγυπτον· και πάλιν αυτός ο ίδιος είπεν εις αυτόν να επιστρέψη εις την γην Ισραήλ. Πολλοί δε των ιερών Διδασκάλων και ασματογράφων γνωματεύουσιν ότι ο θείος Γαβριήλ ήτο ο λευχειμονών εκείνος Άγγελος, όστις κατελθών εκ του ουρανού απεκύλισε τον λίθον από της θύρας του μνημείου του ζωοδότου Ιησού, και εκάθητο επ’ αυτό και αυτός ήτο και ο ευαγγελίσας τας Μυροφόρους περί της Αναστάσεως του Κυρίου. Και δια να μη αναφέρωμεν όλα ακριβώς, λέγομεν ότι ο θειότατος Γαβριήλ υπηρέτησεν εις το Μυστήριον της ενσάρκου οικονομίας του Θεού Λόγου απ’ αρχής έως τέλους· δια τούτο και η Εκκλησία του Χριστού παρέλαβε να συνεορτάζη αυτόν ομού με τον Αρχάγγελον Μιχαήλ και να επικαλήται την παρ’ αυτού χάριν και βοήθειαν.

ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΠΑΜΜΕΓΙΣΤΟΥΣ ΤΑΞΙΑΡΧΑΣ ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΙ ΓΑΒΡΙΗΛ ΚΑΙ ΔΙΗΓΗΣΙΣ ΤΙΝΩΝ ΕΚ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ ΑΥΤΩΝ. Εις τρεις τάξεις είναι μοιρασμένα τα ποιήματα του Θεού, ευλογημένοι Χριστιανοί, εις νοητά, εις αισθητά και εις μικτά. Και αισθητά μεν λέγονται όσα βλέπονται με τους οφθαλμούς, και πιάνονται με τας χείρας, και γενικώς όσα εννοούνται με τας πέντε αισθήσεις του ανθρώπου, με την όρασιν, με την γεύσιν, με την ακοήν, με την όσφρησιν και με την αφήν, εκείνα είναι και λέγονται αισθητά, ως οι λίθοι, τα ξύλα, τα δένδρα και τόσα άλλα. Μικτά δε είναι όπως ο άνθρωπος, όστις είναι νοητός και αισθητός· νοητός μεν, διότι έχει την ψυχήν, ήτις είναι άϋλος και αόρατος και αθάνατος· αισθητός δε, διότι έχει το σώμα, όπερ είναι αισθητόν και υλικόν και φθαρτόν. Νοητά κτίσματα του Θεού είναι τα άϋλα πνεύματα, όπως οι Άγγελοι, των οποίων Αγγέλων την Σύναξιν σήμερον εορτάζομεν· όχι δε μόνον των Αγγέλων αλλά και όλων των νοητών κτισμάτων του Θεού την Σύναξιν σήμερον πανηγυρίζομεν. Νοητά δε λέγονται όσα είναι άνωθεν του ουρανού. Νοητά επίσης κτίσματα είναι και οι δαίμονες, οίτινες ήσαν πρώτον Άγγελοι και εξέπεσαν δια την υπερηφάνειαν του Αρχηγού αυτών Εωσφόρου. Των δε Αγίων Αγγέλων πρώτοι Αρχηγοί είναι οι θείοι Αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ, περί των οποίων βούλομαι σήμερον να διηγηθώ, θα είπω όμως πρώτον ολίγα τινά περί του τι είναι οι Άγγελοι και πόσα Τάγματα ουράνια είναι και τότε θέλω έλθει και εις τα θαύματα των παμμεγίστων Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ. Λέγουσι τινες ότι ενενήκοντα εννέα είναι τα ουράνια Τάγματα και το αποδεικνύουν εκ της παραβολής του Κυρίου, όστις λέγει εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον· «Τις άνθρωπος εξ υμών έχων εκατόν πρόβατα και απολέσας εν εξ αυτών, ου καταλείπει τα ενενήκοντα εννέα εν τη ερήμω και πορεύεται επί το απολωλός έως ου εύρη αυτό;» (Λουκ. ιε: 4). Πρόβατα εκατόν είναι ο Αδάμ και αι ενενήκοντα εννέα τάξεις των ουρανών· ήμαρτεν ο Αδάμ, και άφησεν ο Χριστός τα ενενήκοντα εννέα Τάγματα του ουρανού, και ήλθεν εις την γην, και εφόρεσε σάρκα, δια να σώση τον Αδάμ· πλην δεν ηννόησαν καλά οι τοιούτοι τι εννοεί η παραβολή αύτη. Άλλοι δε λέγουσιν, ότι εννέα είναι τα ουράνια Τάγματα, και βεβαιώνουν τον λόγον των με την παραβολήν την λέγουσαν· «Ή τις γυνή, δραχμάς έχουσα δέκα, εάν απολέση δραχμήν μίαν, ουχί άπτει λύχνον και σαροί την οικίαν και ζητεί επιμελώς, έως ότου εύρη;» (Λουκ. ιε: 8). Δέκα δραχμαί ο Αδάμ και τα εννέα Τάγματα του ουρανού είναι· εξέπεσεν ο Αδάμ και ζητών ο Θεός ήναψε λύχνον τον Τίμιον Πρόδρομον και εδίδαξεν εις την γην ο Χριστός και εκαθάρισε τον κόσμον με την διδαχήν του, και εσταυρώθη, και εύρε τον Αδάμ· εχάρη ο ουρανός και η γη εις την εύρεσιν του απολωλότος Αδάμ. Αυτοί, οίτινες λέγουσιν ότι εννέα είναι τα ουράνια Τάγματα, λέγουσιν ορθώς, διότι και ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και ο Δαμασκηνός Ιωάννης εις τα θεολογικά των βιβλία ούτω μαρτυρούσιν. Τι δε είναι οι Άγγελοι ακούσατε. Ο Άγγελος είναι φύσις νοερά, ήτοι δεν δ΄τναταί τις να την ίδη. Είναι και αεικίνητος, ως και ο νους του ανθρώπου, όστις δεν μένει εις ένα τόπον, αλλά περιφέρεται από τόπου εις τόπον. Είναι και αυτεξούσιος ο Άγγελος· αν θέλη να γίνη κακός, γίνεται, καθώς έγινεν ο διάβολος από Άγγελος όπου ήτο πρότερον. Είναι και ασώματος, διότι ουδέν μάκρος ή πλάτος ή βάθος έχει. Είναι δε πάντοτε υπηρέτης του Θεού εις έργα και εις δοξολογίας. Εις έργα μεν τον στέλλει ο Θεός τον Άγγελον και ποιεί ό,τι τον διατάξη, ή ψυχήν να παραλάβη, ή Άγιον να υπηρετήση, ή όρασιν να δείξη, ή άλλην τινά υπηρεσίαν να κάμη· εις δοξολογίας δε, διότι υμνεί ακαταπαύστως τον Θεόν και δοξάζει την άπειρόν του δύναμιν. Ποία δε είναι η φύσις των Αγγέλων και τι είδος και ομοίωμα έχει, ουδείς γινώσκει, ειμή μόνον ο Θεός, όστις τους εποίησεν. Έχουσι δε και αθανασίαν οι Άγγελοι, διότι δεν αποθνήσκουσιν ουδέ φθείρονται. Ασώματοι δε λέγονται οι Άγγελοι ως προς το ιδικόν μας σώμα, προς δε τον Θεόν ευρίσκονται υλικοί και αυτοί. Είναι δε και τρεπτοί οι Άγγελοι κατά την γνώμην, ήτοι μεταβάλλουσι γνώμην, καθώς την μετέβαλον ποτέ τινες και έγιναν δαίμονες από Άγγελοι. Είναι δε φωτεινοί και λαμπροί, έχοντες το φως από τον Θεόν και ουχί αφ’ εαυτών. Δεν έχουν ανάγκην γλώσσης ή ακοής, αλλά χωρίς λόγον προφορικόν και χωρίς ακοήν αισθητήν εννοούσι του Θεού το πρόσταγμα· ή κατά το φως έχουν και την τάξιν της στάσεώς των, ή κατά την στάσιν έχουν και το φως. Είναι δε και περιγραπτοί οι Άγγελοι, ήτοι, όταν είναι εις ένα τόπον, εις άλλον δεν είναι· όταν είναι εις τον ουρανόν, εις την γην δεν είναι· όταν είναι εις την γην, εις τον ουρανόν δεν είναι. Δεν τους εμποδίζει ουδέ θύρα, ουδέ τοίχος, ουδέ κλείθρα, ουδέ φραγμός, ουδέ σφραγίς, ουδέ άλλο τι· έχουσι δε τον αγιασμόν και φωτισμόν εκ του Πνεύματος του Αγίου· ουδείς γινώσκει πως είναι η φύσις των, όμοιοι είναι όλοι ή άλλοι μεγαλύτεροι. Είναι δυνατοί και έτοιμοι εις την προσταγήν του Θεού. Πόλεις και χώρας και τόπους και Εκκλησίας επιτηρούν και φυλάττουσι και βοηθούσι· και έκαστος Χριστιανός, καν αμαρτωλός, καν δίκαιος, έχει Άγγελον φύλακα, τα δε άλλα έθνη όλα από ένα Άγγελον έχουσι. Πόσοι είναι τον αριθμόν, ουδείς το είπε, ουδέ το γνωρίζει, αν και ο προφήτης Δανιήλ λέγει· «Χίλιαι χιλιάδες ελειτούργουν αυτώ, και μύριαι μυριάδες παρειστήκεισαν αυτώ» (Δανιήλ ζ: 10), αλλ’ ουδέ αυτός είπε την ποσότητα όλην των Αγγέλων· έχουσι δε χάριν εκ Θεού να σχηματίζωνται εις ό,τι σχήμα τους διατάξη ο Θεός. Τα δε εννέα ουράνια Τάγματα εις τρεις τάξεις διαιρούνται, ανά τρία· και πρώτη τάξις είναι των εξαπτερύγων Σεραφίμ, των πολυομμάτων Χερουβίμ και των αγιωτάτων Θρόνων· Δευτέρα τάξις είναι των Κυριοτήτων, των Δυνάμεων και των Εξουσιών· Τρίτη δε είναι των Αρχών, των Αρχαγγέλων και των Αγγέλων. Λέγει δε ο Θεολόγος Γρηγόριος εις τον λόγον των Χριστουγέννων, ότι, προ του ουρανού και της γης και του Αδάμ έκτισεν ο Θεός τους Αγγέλους. Το δε όνομα Άγγελος σημαίνει κοινώς μηνυτής ή φέρων αγγελίας (αγγελιαφόρος0. Αλλ’ αυτά μεν τα είπα δια να αποδείξω τι είναι οι Άγγελοι και ποία είναι η φύσις των· πρέπον δε είναι να είπω διατί εορτάζομεν σήμερον την Σύναξιν των Αρχαγγέλων και τι θα είπη σύναξις. Σύναξις θα είπη συνάθροισις· τι δε είναι η σύναξις των Αγγέλων, ακούσατε. Ο Θεός κατ’ αρχάς, όταν εποίησε τους Αγγέλους, τους άφησεν εις την εξουσίαν των· εις εξ αυτών, ο λεγόμενος Εωσφόρος, πρώτος εις τους Αγγέλους, εις αγγελικόν τι Τάγμα διωρισμένος εκ Θεού, υπερηφανεύθη και εσυλλογίσθη να βάλη τον θρόνον του υπεράνω του Θεού· ευθύς δε ως διενοήθη τούτο, έπεσε κάτω εις την άβυσσον της γης και από Άγγελος όπου ήτο έγινε διάβολος· μετ’ αυτού δε έσυρεν όλον το τάγμα του· άλλοι μεν έφθασαν έως τον άδην, άλλοι έμειναν εις την γην επάνω, άλλοι εις το ύδωρ και άλλοι εις τον αέρα, αυτοί οίτινες λέγονται εναέρια τελώνια ψυχών. Τότε, όταν εσχίσθη ο ουρανός και έπιπτον οι δαίμονες, συνήχθησαν τα Τάγματα όλα του ουρανού και ο Αρχιστράτηγος Μιχαήλ εστάθη τότε εν μέσω αυτών και είπε· «Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου Θεού»· και παρευθύς, όπως ευρέθη έκαστος, ούτως έμεινεν. Αυτήν την ημέραν εορτάζομεν σήμερον οι Χριστιανοί, ουχί ότι εξέπεσεν ο διάβολος, αλλά διότι σήμερον έγινεν η συνάθροισις των Αγγέλων. Δια τον Εωσφόρον λέγει ο Προφήτης Δαβίδ εις το Ψαλτήριον· «Υμείς δε ως άνθρωποι αποθνήσκετε και ως εις των αρχόντων πίπτετε» (Ψαλμ. πα: 7) διότι και αυτός ήτο άρχων του αγγελικού Τάγματος· αλλ’ επειδή υπερηφανεύθη, δια τούτο και εξέπεσεν. Ο δε Προφήτης Ησαϊας λέγει δι’ αυτόν ούτω· «πως εξέπεσεν εκ του ουρανού ο Εωσφόρος ο πρωϊ ανατέλλων; Συνετρίβη εις την γην ο αποστέλλων προς πάντα τα έθνη· συ δε είπας εν τη διανοία σου· εις τον ουρανόν αναβήσομαι, επάνω των αστέρων του ουρανού θήσω τον θρόνον μου… έσομαι όμοιος τω Υψίστω· νυν δε εις άδην καταβήση και εις τα θεμέλια της γης» (Ησαϊας ιδ: 12-15). Και ο Κύριος εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον λέγει· «Εθεώρουν τον σατανάν ως αστραπήν εκ του ουρανού πεσόντα» (Λουκ. ι: 18). Δια ταύτην λοιπόν την αιτίαν εορτάζομεν την Σύναξιν των Αγίων Αγγέλων. Ας έλθωμεν τώρα και εις τα θαύματα των Αγίων Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ και ακούσατε μετά προσοχής.

Θαύματα του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ αναφερόμενα εις την Παλαιάν Διαθήκην.
α΄. Η σωτηρία του Ισμαήλ και της Άγαρ.
Πρώτος εκ των Αγίων Αρχαγγέλων ενεφανίσθη εις τους ανθρώπους ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, εμφανισθείς εις τον Πατριάρχην Αβραάμ. Ο Αβραάμ, ως γνωρίζομεν, είχε γυναίκα Σάρραν ονόματι· ήτο δε στείρα· βλέπων ο Αβραάμ ότι δεν κάμνει παιδία, συνευρέθη με την αιχμάλωτον την οποίαν είχεν, ονόματι Άγαρ, και εγέννησε τον Ισμαήλ· ο δε Αβραάμ έκτοτε ηγάπα περισσότερον την Άγαρ· βλέπουσα η Σάρρα εφθόνησε και επαρακινούσε τον Αβραάμ να διώξη την Άγαρ με τον Ισμαήλ. Ενώ δε εκείνη ανεχώρει, ευρίσκει αυτήν ο Αρχάγγελος Μιχαήλ και της λέγει· «Άγαρ, αιχμάλωτος της Σάρρας, πόθεν έρχεσαι και που υπάγεις;» Του λέγει η Άγαρ· «Έφυγα από την κυρίαν μου την Σάρραν, διότι πολλά με πειράζει και υπάγω όπου ιδούν τα μάτια μου». Της λέγει ο Άγγελος· «Υπόστρεψε εις την κυρίαν σου και ταπεινώσου εις αυτήν». Τότε υπέστρεψεν οπίσω η Άγαρ και πάλιν την εδέχθη ο Αβραάμ. Μετά καιρόν εγέννησε και η Σάρρα τον Ισαάκ. Ημέραν τινά εξήλθον τα δύο παιδία να παίξουν έξω και ο Ισμαήλ, επειδή ήτο μεγαλύτερος, είχε δείρει τον Ισαάκ· είδε τούτο η Σάρρα και της εκακοφάνη πολύ και λέγει πάλιν εις τον Αβραάμ· «Δίωξε την αιχμάλωτον αυτήν, διότι δεν συμφωνούμεν μαζί». Ο δε Αβραάμ εγέμισεν ασκόν ύδατος και έτερον με άρτους, τα έδωκεν εις την Άγαρ, και της είπε· «Λάβε ταύτα και φεύγε και ύπαγε όπου νομίζεις». Λαβούσα ταύτα η Άγαρ έκλαυσε πολύ και ανεχώρησεν εις την έρημον· εκεί δε της έλειψε το ύδωρ και εκινδύνευσε το παιδί να αποθάνη από δίψαν· και η Άγαρ το άφησε κάτωθεν δένδρου και ανεχώρησε δια να μη ίδη τον θάνατον του τέκνου της· το δε παιδίον έκλαιε ζητούν ύδωρ· ο δε Αρχάγγελος Μιχαήλ εφάνη πάλιν εις την Άγαρ και της λέγει· «Μη φοβού, Άγαρ, εγέρθητι, λάβε το παιδίον σου, και ιδού και ύδωρ να πίη και αυτό και συ». Τότε ήνοιξεν ο Θεός βρύσιν εκεί και έπιεν ο Ισμαήλ και η Άγαρ και εγέμισαν και τον ασκόν των. Τούτο είναι το πρώτον θαύμα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ.

β΄. Η λύτρωσις του Ισαάκ.
Γράφεται εις την Παλαιάν Διαθήκην, ότι ο Θεός εδοκίμασε τον Αβραάμ και του είπε· «Αβραάμ, λάβε τον υιόν σου τον ηγαπημένον, τον Ισαάκ, και ύπαγε επάνω εις το όρος εκείνο και σφάξε αυτόν δια την αγάπην μου». Το πρωϊ ηγέρθη ο Αβραάμ, ητοίμασε την όνον του, έσχισε ξύλα, τα οποία επήρε μαζί του και λαβών δύο υπηρέτας και Ισαάκ τον υιόν του, έφθασαν εις τρεις ημέρας εις το όρος, το οποίον τον διέταξεν ο Θεός και λέγει των υπηρετών του· «Μένετε σεις αυτού κάτωθεν του όρους και ημείς πηγαίνομεν επάνω να προσκυνήσωμεν και πάλιν θέλομεν καταβή». Τότε έλαβεν ο Ισαάκ τα ξύλα εις τον ώμον του και ο Αβραάμ έλαβε πυρ και μάχαιραν· αναβαίνοντες δε εις το όρος λέγει ο Ισαάκ προς τον Αβραάμ· «Πάτερ, ιδού τα ξύλα, το πυρ και η μάχαιρα, αλλά που είναι το πρόβατον το οποίον θα σφάξωμεν;» Λέγει ο Αβραάμ· «Θέλει εύρει ο Θεός, τέκνον μου, το πρόβατον». Όταν δε ανέβησαν εις την κορυφήν του όρους, έρριψεν εις την γην ο Αβραάμ τον υιόν του να τον σφάξη, και όταν ήπλωσε να λάβη την μάχαιραν, ο Αρχάγγελος Μιχαήλ εφάνη και του λέγει· «Αβραάμ, Αβραάμ, μη βάλης την μάχαιραν εις τον λαιμόν του παιδίου, μη σφάξης αυτό· διότι εγνώρισεν ο Θεός την καρδίαν σου, ότι δεν ελυπήθης τον αγαπητόν σου υιόν δια την αγάπην του Θεού». Ανέβλεψεν ο Αβραάμ και είδε και ήτο κριός δεδεμένος από τα κέρατα εις δένδρον· τότε έλαβε το πρόβατον εκείνο και το έσφαξεν αντί του υιού του Ισαάκ· ωνόμασε δε ο Αβραάμ το όρος εκείνο «Κύριος οίδε», διότι εφάνη εκεί η δύναμις του Θεού. Πάλιν απεκρίθη ο Άγγελος και είπεν εις τον Αβραάμ· «Ούτω προστάζει ο Θεός· επειδή συ τον ηγάπησες τόσον και απεφάσισες να σφάξης τον υιόν σου δια την αγάπην του, και Αυτός θα σε αυξήση και θα πληθύνη το γένος σου υπέρ τους αστέρας του ουρανού και υπέρ την άμμον της θαλάσσης και θέλει φημισθή το όνομά σου εις πάντα τα έθνη».

γ΄. Εμφάνισις εις τον μάντιν Βαλαάμ.
Ο Προφήτης Μωϋσής, ότε έμελλε να υπάγη εις την γην της επαγγελίας, ήτοι εις την γην Χαναάν, όπου αν διήρχετο, κατελάμβανε τον τόπον εκείνον και ηχμαλώτευε τους κατοικούντας αυτόν· αφού δε ηχμαλώτισε τον Σιών βασιλέα των Αμορραίων, ήλθε και εις την Ιεριχώ, εκεί δε ήτο βασιλεύς, ονόματι Βαλάκ, υιός του Σεπφώρ, όστις, ως τους είδεν, εφοβήθη και καλέσας τους συμβούλους του λέγει εις αυτούς· «Βλέπετε αυτό το πλήθος των Εβραίων; Εις ολίγας ημέρας θέλει μας καταστρέψει· όθεν προσπαθήσατε να εφεύρωμεν τρόπον να ελευθερωθώμεν από τας χείρας των». Υπήρχε δε κατ’ εκείνον τον καιρόν μάντις τις, ονόματι Βαλαάμ, υιός του Βεώρ, όστις εκείνον τον οποίον ήθελε καταρασθή, ήτο κατηραμένος, και εκείνον τον οποίον ήθελεν ευλογήσει, ήτο ευλογημένος. Τούτον σκεφθέντες απεφάσισαν πάντες μετά του βασιλέως να τον καλέσουν δια να καταρασθή τους Εβραίους· και παρευθύς έστειλαν άρχοντες να υπάγωσι προς Βαλαάμ με δώρα πολλά, δεόμενοι να υπάγη εις τον βασιλέα Βαλάκ. Ο δε μάντις τους είπε· «Μείνατε εδώ ταύτην την νύκτα και εγώ θα ερωτήσω τον Θεόν και αν με αφήση ο Θεός μου, θέλω έλθει μαζί σας». Ο δε Θεός του είπε να μη υπάγη. Πρωϊας δε γενομένης, είπεν ο Βαλαάμ προς τους απεσταλμένους· «Δεν με αφήνει ο Θεός μου». Επιστρέψαντες οι απεσταλμένοι εις τον βασιλέα, του είπον την απάντησιν· τότε στέλλει δεύτερον περισσοτέρους ανθρώπους και χρήματα και δώρα περισσότερα· ο δε Βαλαάμ πάλιν τους είπεν· «Εάν μου δώση ο βασιλεύς όλον τον οίκον του γεμάτον χρυσίον, δεν γίνομαι παρήκοος του Θεού μου· αλλά πάλιν μείνατε ταύτην την νύκτα και ως με διατάξει ο Θεός μου θέλω σας ειπή». Εκείνην δε την νύκτα του είπεν ο Θεός· «Ύπαγε και ό,τι θα σε προστάξω, εκείνο και θα ποιήσης». Ηγέρθη δε το πρωϊ ο Βαλαάμ και ανεχώρησε με τους απεσταλμένους του βασιλέως δια να υπάγη. Καθ’ οδόν όμως έτυχε να απομακρυνθή από τους απεσταλμένους· ο δε Αρχάγγελος Μιχαήλ, σταθείς έμπροσθεν της όνου, δεν την άφηνε να προχωρήση. Ο Βαλαάμ, μη βλέπων τον Άγγελον, έδερε την όνον του πολύ, αυτή δε άφησε την οδόν και επεριπάτει μέσα εις τους αγρούς· όθεν πάλιν την έδειρε και ωρθοπόδησεν εις την οδόν. Ο δε Άγγελος επήγε και εστάθη εν μέσω δύο φραγμών, όπου ήσαν άμπελοι και δεν άφηνε πλέον την όνον να διέλθη· βιαζόμενος δε ο Βαλαάμ να διαβή, εξεδάρη ο πους του από τον φράκτην· όθεν έδερε και πάλιν την όνον του· ο δε Αρχάγγελος Μιχαήλ πάλιν επήγε και εστάθη εις άλλον τόπον, όπου δεν ηδύνατο πλέον ουδέ δεξιά ουδέ αριστερά να διέλθη τις και ουδέ εκεί άφηνε την όνον να διέλθη· όθεν εγονάτισεν αύτη από τον φόβον της και πλέον δεν ήθελε να προχωρήση περισσότερον· ο δε Βαλαάμ εθυμώθη και λαβών ράβδον την έδερε πολύ. Τότε ήνοιξεν ο Θεός το στόμα της όνου και ωμίλησεν αύτη προς τον Βαλαάμ λέγουσα· «Τι έχεις μετ’ εμού και με δέρεις;» Ο δε Βαλαάμ λέγει· «Τι έχω; Έχεις τώρα τόσας φοράς που δεν υπάγεις εις την οδόν σου, αλλά περιπατείς ένθεν κακείθεν και εάν είχον μάχαιραν ήθελον σε σφάξει». Λέγει η όνος· «Δεν με είχες εμέ εκ νεότητός σου; Είδες ποτέ να κάμω ούτω; Αλλά τώρα ίσταται Άγγελος Κυρίου εμπρός μου και δεν με αφήνει να προχωρήσω». Ατενίσας τότε ο Βαλαάμ βλέπει καθαρά τον Άγγελον· και ως τον είδεν, από τον φόβον του έπεσε χαμαί και τον επροσκύνησεν. Ο δε Άγγελος του λέγει· «Διατί έδερες τόσον την όνον σου, ήτις δεν σοι έπταιεν; Εγώ ήμην όπου δεν την άφηνα και εβουλόμην να σε φονεύσω, διότι δεν μου αρέσει η οδός σου». Ο δε Βαλαάμ του λέγει· «Ήμαρτον, δεν εγίνωσκον ότι σοι μοι ανθίστασαι· αλλά εάν θέλης, να μη υπάγω». Ο δε Άγγελος του λέγει· «Ύπαγε, μόνον ό,τι σου ειπώ εγώ, εκείνο να ποιήσης». Τότε τον άφησε να συναντηθή πάλιν ο Βαλαάμ με τους άρχοντας του βασιλέως.

δ΄. Εμφάνισις κατά τον θάνατον του Μωϋσέως.
Το βιβλίον της Αγίας Γραφής, όπερ καλείται Δευτερονόμιον, διηγείται δια τον Αρχιστράτηγον Μιχαήλ, ότι ο Μωϋσής, όταν έμελλε να αποθάνη, ανέβη εις όρος τι, όπερ ήτο πλησίον της Ιεριχούς, εκεί δε του έδειξεν ο Θεός όλην την γην Χαναάν και του είπε· «Αυτήν την γην, την οποίαν υπεσχέθην εις τον Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ, θέλουν την κληρονομήσει άλλοι και συ δεν θα υπάγης εκεί». Εις εκείνο το όρος απέθανεν ο Μωϋσής· και ο διάβολος ηθέλησε να έμβη εις το σώμα του Μωϋσέως, να πλανήση τους Εβραίους και να τους είπη άλλον νόμον και άλλους λόγους. Τότε ο Αρχιστράτηγος Μιχαήλ εφάνη έμπροσθέν του και τον επετίμησε και του είπε· «Επιτιμήσαι σοι Κύριος ο Θεός, διάβολε», και παρευθύς έφυγεν ο διάβολος. Τούτο βεβαιώνει ο Απόστολος Ιούδας (όχι ο προδότης) και λέγει· «Ο δε Μιχαήλ Αρχάγγελος, ότε τω διαβόλω διακρινόμενος διελέγετο περί του Μωϋσέως σώματος, ουκ ετόλμησε κρίσιν επενεγκείν βλασφημίας, αλλ’ είπεν· Επιτιμήσαι σοι Κύριος» (Επιστολή Ιούδα, εδάφ. 9).

ε΄. Εμφάνισις εις τον Ιησούν του Ναυή.
Το βιβλίον του Ιησού του Ναυή διηγείται, ότι ο Ιησούς ο υιός του Ναυή είδεν αυτόν τον Αρχάγγελον Μιχαήλ ούτως: Ο Μωϋσής, όταν απέθνησκεν, άφησε διάδοχόν του εις τους Εβραίους τον Ιησούν τον υιόν Ναυή. Εκείνος έλαβε τους Εβραίους και τους επήγεν εις τόπον ονόματι Γάλγαλα· εκεί ετέλεσαν οι Εβραίοι το Πάσχα και έφαγον εκ του σίτου της γης εκείνης· έκτοτε έλειψε και το μάννα από τους Εβραίους. Κατ’ εκείνας δε τας ημέρας ευρίσκετο ο Ιησούς εις την Ιεριχώ· αναβλέψας δε είδεν άνθρωπον έμπροσθέν του και είχε το ξίφος του γυμνόν· ελθών δε πλησίον του, του λέγει· «Ιδικός μας είσαι ή εχθρός;» Απεκρίθη εκείνος· «Εγώ είμαι ο Αρχιστράτηγος Κυρίου Μιχαήλ και ήλθα προς σε». Φοβηθείς δε ο Ιησούς έπεσεν επί πρόσωπον και προσκυνήσας τον Άγγελον είπε· «Τι προστάζεις, Κύριε, να ποιήσω;» Του λέγει ο Αρχάγγελος· «Λύσαι το υπόδημα εκ των ποδών σου· ο γαρ τόπος εφ’ ω νυν έστηκας επ’ αυτού, άγιός εστι» (Ιησού Ναυή ε: 15).

στ΄. Εμφάνισις εις τον Γεδεών.
Εις το βιβλίον των Κριτών γράφεται δια τον Αρχιστράτηγον Μιχαήλ ούτως: «Εποίησαν οι Εβραίοι το πονηρόν εναντίον Κυρίου και τους παρέδωκεν ο Θεός εις την χείρα βασιλέως Μαδιάμ επτά έτη· και ενεδυναμώθη ο Μαδιάμ κατά των Εβραίων, οι δε Εβραίοι εποίησαν τας καλύβας των εις τους λίθους και εις τα όρη· όταν δε έσπερνάν τι, ήρχοντο οι Μαδιανίται και το εθέριζαν, ουδέ πρόβατον τους άφηναν, ουδέ άλλο βόσκημα· επήγαν δε και εις τα Ιεροσόλυμα δια να τα αιχμαλωτίσουν. Κατ’ εκείνον τον καιρόν ήτο τις Εβραίος ονόματι Ιωάς, όστις είχεν υιόν ονόματι Γεδεών· θερίζων δε ο Γεδεών είδεν έμπροσθέν του τον Αρχάγγελον Μιχαήλ, όστις του λέγει· «Κύριος μετά σου, ισχυρός των δυνάμεων» (Κριτ. στ:12). Λέγει ο Γεδεών· «Μετ’ εμού ο Κύριος; Και εάν είναι μεθ’ ημών ο Θεός, διατί μας εύρον αυτά τα κακά όλα; Και που είναι όλα τα θαύματά Του, όσα μας διηγούνται οι πατέρες ημών, οίτινες έλεγον· «Ο Θεός μάς έβγαλεν από την Αίγυπτον» και τώρα μας απεδίωξε και μας παρέδωκεν εις χείρας του Μαδιάμ;» Τότε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ του λέγει· «Ύπαγε με την δύναμίν σου αυτήν και θέλεις σώσει τους Εβραίους από τον πειρασμόν αυτόν». Απεκρίθη ο Γεδεών· «Εγώ, Κύριέ μου, να ελευθερώσω τους Εβραίους; Και πως θα γίνη αυτό, αφού εγώ είμαι μικρότερος πάντων και η χιλιάς μου είναι ταπεινοτέρα παρά πάντα τα έθνη;» Του λέγει· «Ο Κύριος θέλει είναι μετά σου δια να νικήσης τον Μαδιάμ ως ένα άνδρα». Απεκρίθη ο Γεδεών· «Εάν πρόκειται να γίνη αυτό, μένε αυτού, έως να φέρω την θυσίαν μου έμπροσθέν σου». Και είπεν ο Άγγελος· «Μένω, μόνον ύπαγε». Επήγε δε ο Γεδεών και εποίησεν ερίφιον βρασμένον, έλαβε δε και άζυμον άρτον και επήγεν εις τον Άγγελον να φάγη. Ο δε Άγγελος του λέγει· «Λάβε αυτά και θέσον πλησίον αυτού του λίθου». Τότε εκτείνας ο Άγγελος προς το κρέας την ράβδον, την οποίαν εκράτει εις την χείρα του, εξήλθε πυρ εκ του λίθου και κατέκαυσε τα φαγητά εκείνα, παρευθύς δε ανελήφθη απ’ έμπροσθεν του Γεδεών ο Άγγελος. Ο δε Γεδεών έπεσεν επί πρόσωπον και είπεν· «Ουαί ημίν, ότι είδον τον Άγγελον Κυρίου πρόσωπον προς πρόσωπον».

ζ΄. Εμφάνισις εις τον Μανωέ και την γυναίκα αυτού.
Μετά τον θάνατον του Γεδεών, ήτο τις άνθρωπος από την χώραν Σαραά, εκ της φυλής Δαν, ονόματι Μανωέ. Ούτος είχε γυναίκα, ήτις ήτο στείρα· ο δε Αρχάγγελος Μιχαήλ εφάνη προς την γυναίκα και της είπε· «Συ είσαι στείρα και δεν εγέννησες ακόμη, αλλά θέλεις γεννήσει και φυλάττου από σήμερον να μη πίης οίνον και του παιδίου την κεφαλήν να μη ξυρίσης, διότι είναι δώρον εις τον Θεόν· και αυτό θέλει βασιλεύσει εις τους Εβραίους». Η δε γυνή επήγεν ευθύς και εύρε τον άνδρα της και του λέγει· «Σήμερον, εκεί όπου εκαθήμην, εφάνη τις άνθρωπος λαμπρός, του οποίου η θεωρία ήτο ως Αγγέλου και τον ηρώτησα πως τον λέγουν, αλλά δεν ηθέλησε να μου ομολογήση· μόνον μου είπεν ότι θέλω γεννήσει υιόν και να μη πίω οίνον ούτε ξυράφιον να βάλω εις την κεφαλήν του παιδίου». Τότε εδεήθη ο Μανωέ προς τον Θεόν και είπε· «Παρακαλώ σε, Θεέ μου, δείξε μας τον άνθρωπον εκείνον, να τον ίδωμεν τις είναι, να μας καθοδηγήση τι να ποιήσωμεν εις το παιδίον όταν γεννηθή». Επήκουσε λοιπόν ο Θεός τον Μανωέ και επήγε και πάλιν ο Αρχιστράτηγος Μιχαήλ εις την γυναίκα του Μανωέ καθημένην εις το χωράφιον· δραμούσα δε εκείνη γρήγορα εύρε τον άνδρα της και του λέγει· «Πάλιν εφάνη ο άνθρωπος ο χθεσινός, και τρέχε γρήγορα να τον ίδης». Επήγεν λοιπόν ο Μανωέ και εύρε τον Άγγελον και του λέγει· «Συ είσαι ο φανείς εις την γυναίκα μου;» Απεκρίθη ο Μιχαήλ· «Εγώ είμαι». Του λέγει ο Μανωέ· «Τι προστάζεις να ποιήσω εις το παιδίον όταν γεννηθή;» Απεκρίθη ο Άγγελος· «Ό,τι είπον εις την γυναίκα σου να φυλάττεται· ομοίως και το παιδίον οίνον να μη πίη, ακάθαρτον να μη φάγη και να μη ξυρισθή». Ο δε Μανωέ του λέγει· «Μένε αυτού να φέρω φαγητόν να σε φιλεύσω» (διότι δεν εγνώριζεν ο Μανωέ ότι ήτο Άγγελος ο φαινόμενος). Λέγει ο Αρχάγγελος προς τον Μανωέ· «Ποίησον θυσίαν εις τον Θεόν, και εμέ μη με φιλεύσης». Πάλιν δε τον ηρώτησεν ο Μανωέ και του λέγει· «Παρακαλώ σε, δείξε μας το όνομά σου, πως σε λέγουν, ίνα όταν πληρωθή ο λόγος σου σε δοξάσωμεν». Απεκρίθη ο Άγγελος· «Τι ερωτάς το όνομά μου; Και αυτό είναι θαυμαστόν». Έλαβεν ο Μανωέ την θυσίαν του και ήναψε πυρ να την καύση· ομού δε με την φλόγα ανέβη και ο Άγγελος εις τους ουρανούς και έκτοτε δεν τον είδον να φανή προς αυτούς· ο δε Μανωέ και η γυνή του εκ του φόβου των έπεσον χαμαί και είπον· «Ουαί ημίν, ότι είδομεν Άγγελον».

η΄. Η σφαγή των Εβραίων.
Εις την Αγίαν Γραφήν, εις το βιβλίον «Παραέιπόμενα» γράφεται ότι ο βασιλεύς Δαβίδ ηθέλησε να αριθμήση το πλήθος των Εβραίων πόσον ήτο εις τον καιρόν της βασιλείας του. Όθεν προσκαλεί τον γραμματέα της βασιλείας του, ονόματι Ιωάβ, και του λέγει· «Ύπαγε και αρίθμησε τους Εβραίους από Βηρσαβεέ έως Δαν και φέρε μου τον αριθμόν να τον ίδω». Του λέγει ο Ιωάβ· «Πλήθος πολύ είναι, βασιλεύ, και τις η ανάγκη να τους μετρήσης; Ότι δούλοι σου είναι, καν πολλοί, καν ολίγοι, μόνον να μη οργισθή ο Θεός δια την εργασίαν ταύτην την οποίαν θέλομεν ποιήσει». Ο δε βασιλεύς ηνάγκασε τον Ιωάβ να τους μετρήση. Επήγε λοιπόν ο Ιωάβ και εμέτρησε τους Εβραίους και εύρεν ότι όσοι κατώκουν εις τα Ιεροσόλυμα ήσαν εκατόν χιλιάδες, εκτός των γυναικών, των μικρών παιδίων και των γερόντων· και πάλιν αφήκε τον περισσότερον τόπον άμετρον, διότι η διαταγή του βασιλέως παρώργισε τον Θεόν. Έγινε λοιπόν θάνατος εις τους μετρημένους και απέθνησκον οι περισσότεροι. Ο δε Θεός είπε προς τον Γαδ, τον υπηρέτην του βασιλέως Δαβίδ· «Ειπέ εις τον Δαβίδ, τρία κακά να εκλέξη, δια την αμαρτίαν την οποίαν εποίησεν· ή τρία έτη να γίνη πείνα εις τον κόσμον όλον· ή τρεις μήνας να τον κυνηγούν οι εχθροί του, έως ου να κινδυνεύση και εις θάνατον ή τρεις ημέρας μόνον να γίνη θανατικόν εις τον μετρημένον κόσμον». Επήγε λοιπόν ο Γαδ και είπεν εις τον Δαβίδ· «Ούτω προστάζει ο Θεός· έκλεξον εν εκ των τριών τούτων: ή τρία έτη να γίνη πείνα εις όλον τον κόσμον ή τρεις μήνας να σε κυνηγούν οι εχθροί σου έως ου κινδυνεύσης και εις θάνατον ή τρεις ημέρας μόνον να γίνη θανατικόν εις τον αριθμημένον κόσμον». Απεκρίθη ο Δαβίδ· «Στενά μοι είναι και τα τρία, πλην κάλλιον να πέσω εις τους οικτιρμούς του Θεού, παρά εις χείρας ανθρώπων· ας γίνη τρεις ημέρας θανατικόν». Τότε έστειλεν ο Θεός τον Αρχιστράτηγον Μιχαήλ και εν διαστήματι τριών ωρών εφόνευσεν εβδομήκοντα χιλιάδας λαού· ο δε Κύριος πάλιν είπεν εις τον Άγγελον και έπαυσε το θανατικόν. Αναβλέψας δε ο Δαβίδ, είδε τον Άγγελον ιστάμενον εις το αλώνιον ανθρώπου τινός, Ορνά ονόματι, ήτο δε υψηλός ο Άγγελος από την γην έως τον ουρανόν και εις την χείρα του εκράτει ξίφος γυμνόν, η δε χειρ του ήτο ηπλωμένη προς τα Ιεροσόλυμα· και εκ του φόβου του ο Δαβίδ έπεσεν επί πρόσωπον κλαίων και λέγων· «Αρκεί, Κύριέ μου, η οργή σου· ας έλθη εις εμέ ο θυμός σου και μη εις τον λαόν σου». Απεκρίθη ο Άγγελος και λέγει εις τον Δαβίδ· «Γρήγορα ποίησον θυσίαν εις τον Θεόν εδώ εις το αλώνιον, δια να παύση ο θυμός Του». Επήγε παρευθύς ο Δαβίδ και ηγόρασε το αλώνιον εκείνο μαζί με τον σίτον τον οποίον ηλώνιζεν ο Ορνά, τους βόας και το άροτρον· και το μεν άροτρον έσχισεν εις τεμάχια, τους δε βόας έσφαξε, και τον σίτον έκαυσεν ομού με τους βόας και εποίησε θυσίαν εις τον Θεόν. Τότε είπεν ο Θεός εις τον Αρχιστράτηγον Μιχαήλ και έπαυσε φονεύων τους Εβραίους. Εκεί εις εκείνο το αλώνιον έκτισεν ο Σολομών μετά ταύτα την Σιών.

θ΄, ι΄ και ια΄. Εμφανίσεις εις τον Προφήτην Ηλίαν.
Μετά τον θάνατον του Δαβίδ, του Σολομώντος και του Ροβοάμ, εβασίλευσεν εις την Σαμάρειαν ο βασιλεύς Αχαάβ. Τούτου η γυνή ωνομάζετο Ιεζάβελ, αυτή δε εζήτει να φονεύση τον Προφήτην Ηλίαν, διότι ο Ηλίας εφόνευσε πεντήκοντα ειδωλολάτρας ιερείς της Ιεζάβελ. Ο δε Ηλίας, φοβούμενος την Ιεζάβελ, έφυγεν εις την έρημον και εκάθισε κάτωθεν δένδρου να κοιμηθή, λυπούμενος δε έλεγεν· «Λάβε, Θεέ μου, την ψυχήν μου, διότι δεν δύναμαι να υπομένω πεινασμένος και διωκόμενος». Με τον λόγον τούτον εκοιμήθη· ο δε Αρχιστράτηγος Μιχαήλ επήγε και τον εξύπνησε, λέγων προς αυτόν· «Ανάστηθι και φάγε». Αναβλέψας δε ο Ηλίας είδεν άνωθεν της κεφαλής του άρτον ζεστόν και ύδωρ εις αγγείον· όθεν εγερθείς έφαγε και έπιε και εκοιμήθη πάλιν· ο δε Αρχάγγελος Μιχαήλ τον εξύπνησε πάλιν και του είπε· «Εγείρου και φάγε ακόμη, διότι πολλήν οδόν έχεις να βαδίσης». Τότε ο Ηλίας εγερθείς έφαγε πάλιν και εχορτάσθη, με την δύναμιν δε του φαγητού εκείνου επεριπάτησε τεσσαράκοντα ημέρας νήστις. Μετά τον θάνατον του Αχαάβ εβασίλευσεν ο Οχοζίας· ημέραν δε τινα βλέπων από τας κιγκλίδας του παλατίου του, έπεσε κάτω και εκτύπησε, εκ τούτου δε εκινδύνευσε να αποθάνη. Έστειλε λοιπόν ανθρώπους να υπάγουν εις μάντισσάν τινα, να την ερωτήσουν εάν θα υγιάνη. Ο δε Αρχιστράτηγος Μιχαήλ επήγεν εις τον Προφήτην Ηλίαν και του λέγει· «Εγείρου και ύπαγε εις συνάντησιν των ανθρώπων του βασιλέως και ειπέ προς αυτούς· επειδή ο βασιλεύς δεν ελπίζει εις τον Θεόν, αλλά εις μάντισσαν γυναίκα αμαρτωλήν, ούτω λέγει ο Θεός: Να μη εγερθή από τον κράββατον, εις τον οποίον κείται, έως να τον εγείρουν τεθνεώτα». Επήγε λοιπόν ο Προφήτης και είπε τους λόγους του Αγγέλου εις τους απεσταλμένους του βασιλέως. Και άλλοτε πάλιν εζήτουν οι στρατιώται τον Προφήτην Ηλίαν, επειδή δε εφοβείτο ούτος να καταβή από το όρος, εις το οποίον ήτο κρυμμένος, επήγεν ο Αρχάγγελος Μιχαήλ και του είπε να καταβή.

ιβ΄. Η συντριβή των Ασσυρίων.
Εις την Ασσυρίαν ήτο τις βασιλεύς ονόματι Σενναχηρίμ, εις δε τα Ιεροσόλυμα ήτο βασιλεύς ονόματι Εζεκίας. Ο Σενναχηρίμ ηθέλησε να αιχμαλωτίση τα Ιεροσόλυμα. Όθεν συναθροίσας όλον του τον στρατόν, απέστειλεν αυτόν εις τα Ιεροσόλυμα με τον αρχιστράτηγον Ραψάκην ονόματι. Ημέραν τινά εξήλθον τρεις άνθρωποι από την Ιερουσαλήμ δια να συνομιλήσουν με τον Ραψάκην λόγους ειρηνικούς· ο δε Ραψάκης τους λέγει· «Ούτω προστάζει ο βασιλεύς των Ασσυρίων Σενναχηρίμ προς τον βασιλέα Εζεκίαν: Εις τι είσαι θαρρετός; Μήπως με λόγους γίνεται ποτέ πόλεμος; Και τώρα εις τι ελπίζεις και δεν με προσκυνείς; Έλθετε να με προσκυνήσητε και εγώ θα σας δώσω δύο χιλιάδας ίππους, αν δύνασθε και σεις να δώσετε αναβάτας δι’ αυτούς. Μη ελπίζετε δε εις τον Θεόν σας να σας σώση από τας χείρας μου, διότι ο Θεός είπεν εις εμέ να έλθω να σας πολεμήσω». Οι δε τρεις άνδρες εκείνοι, οίτινες ελέγοντο ο μεν εις Σωμνάς, ο άλλος Ελιακίμ και ο τρίτος Ιωάς, απεκρίθησαν προς αυτόν και του λέγουν· «Λάλει προς ημάς και μη προς τον λαόν». Ο δε Ραψάκης τους λέγει· «Μη προς τον κύριον υμών ή προς υμάς με απέστειλεν ο κύριός μου να είπω τους λόγους τούτους; Ουχί ούτως, αλλά προς τον λαόν τον καθήμενον επί τα τείχη και τρώγοντα κόπρον και πίνοντα ούρον. Μη δε και σεις ούτω ποιήσητε, αλλ’ ως λέγει ο βασιλεύς μου να γίνη». Εστάθη δε πάλιν ο Ραψάκης εν μέσω και είπε μεγαλοφώνως· «Ούτω προστάζει ο βασιλεύς Ασσυρίας Σενναχηρίμ· Μη σας γελά ο βασιλεύς σας Εζεκίας και σας λέγει ότι δεν φοβείται· μόνον ελάτε με το καλόν και προσκυνήσετέ με και εγώ να σας δώσω εδώ αμπέλους και χωράφια και οίκους, διπλά απ’ όσα έχετε αυτού, μη ελπίζετε δε εις τον Θεόν σας να σας σώση· που είναι ο Θεός των άλλων πόλεων που ηχμαλωτίσαμεν; Πως δεν εβοήθησε την Αιμάθ χώραν και την Αρφάδ και την Σεπφαουραϊμ και την Σαμάρειαν, αλλά τας ηχμαλωτίσαμεν πάσας; Ποίος Θεός δύναται να σώση πόλιν από τας ιδικάς μας χείρας»; Όλοι τότε εσιώπησαν και δεν ηδυνήθη τις να του αποκριθή. Επιστρέψαντες οι τρεις εκείνοι άνδρες εις τον βασιλέα, του είπον τους λόγους του Ραψάκου· και ως ήκουσεν ο βασιλεύς Εζεκίας τους λόγους αυτούς, έσχισε τα ιμάτιά του και ενδυθείς σάκκον επήγεν εις τον ναόν, έστειλε δε και τους τρεις άνδρας εκείνους προς τον Προφήτην Ησαϊαν να του είπωσιν· «Ούτω λέγει ο βασιλεύς Εζεκίας· Ημέρα θλίψεως και ονειδισμού είναι η σήμερον ημέρα· και φοβούμεθα πολύ μήπως αποθάνωμεν· δια τούτο δεήθητι του Θεού, εάν σου ακούση, να μας ελευθερώση από την αιχμαλωσίαν». Απεκρίθη ο Ησαϊας και είπε προς τους απεσταλμένους· «Είπατε εις τον βασιλέα Εζεκίαν, ας μη φοβηθή από τους λόγους του Ραψάκου, διότι ούτω λέγει ο Θεός του ουρανού και της γης· φόβον μέγα θέλω βάλει εις το στράτευμα του Σενναχηρίμ και συντριμόν μέγαν θα ποιήσω εις τους ανθρώπους του, τελευταίον δε θα φονεύσω και αυτόν». Την νύκτα εκείνην, κατά τον λόγον του Προφήτου Ησαϊου, ο Αρχιστράτηγος Μιχαήλ κατέκοψε από τον στρατόν του Σενναχηρίμ εκατόν ογδοήκοντα πέντε χιλιάδες λαού· πρωϊας δε γενομένης ηγέρθησαν οι επίλοιποι από τον ύπνον και εύρον το πλήθος των φονευθέντων στρατιωτών, όθεν φοβηθέντες φόβον μέγαν έφυγαν από τα Ιεροσόλυμα, τον δε βασιλέα Σενναχηρίμ τον εφόνευσαν οι δύο υιοί του, ο Αδραμέλεχ και ο Σαρασάρ· και εβασίλευσεν ο τρίτος υιός του Ασορδάν.

ιγ΄. Η από του πυρός της καμίνου διαφύλαξις των Αγίων Τριών Παίδων.
Ο βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ εποίησεν εικόνα χρυσήν, της οποίας το ύψος ήτο πήχεις εξήκοντα και το πλάτος πήχεις εξ· έστησε δε αυτήν εις κάμπον, ονόματι Δεειρά, εις την Βαβυλώνα. Αφού την ητοίμασαν, απέστειλε τους ανθρώπους του να συναγάγουν πάντας τους υπάτους, τους στρατηγούς, τους τοπάρχας, τους ηγουμένους, τους τυράννους, τους επ’ εξουσιών και πάντας τους άρχοντας των χωρών, δια να παραστούν εις τα εγκαίνια της εικόνος, την οποίαν έστησε. Συνήχθησαν λοιπόν οι τοπάρχαι, οι ύπατοι, οι στρατηγοί, οι ηγούμενοι, εις την χώραν της Βαβυλώνος, κατά την διαταγήν του βασιλέως. Τότε ο κήρυξ εβόησε με όλην την δύναμίν του λέγων· «Προς υμάς λέγω έθνη, λαοί, φυλαί, γλώσσαι, εις οιανδήποτε ώραν ακούσετε της φωνής της σάλπιγγος, της σύριγγος, της κιθάρας, της σαμβύκης και του ψαλτηρίου, όλοι να πέσητε να προσκυνήσετε την εικόνα του βασιλέως Ναβουχοδονόσορος· εάν δε κανείς δεν προσκυνήση την εικόνα, κατ’ αυτήν την ιδίαν ώραν θέλει βληθή εις την κάμινον του πυρός την καιομένην». Τότε, όταν εσάλπισαν τα όργανα, έπεσον όλοι και προσεκύνησαν την εικόνα του βασιλέως εκτός των τριών Παίδων, Ανανία, Αζαρία και Μισαήλ, οίτινες δεν προσεκύνησαν την εικόνα του βασιλέως. Οργισθείς όθεν ο βασιλεύς είπεν εις τους υπηρέτας του· «Καύσατε καλά την κάμινον, έως επτά φοράς, και είτα ρίψατε τους τρεις Παίδας εντός αυτής» και ούτως έγινεν. Έβαλαν λοιπόν εις την κάμινον εκείνην την καιομένην τους Τρεις Αγίους Παίδας, το πυρ όμως δεν τους ήγγισε· διότι ο Αρχάγγελος Μιχαήλ κατέβη από του ουρανού εις την κάμινον και εδρόσισε την φλόγα της καμίνου. Τότε ατενίσας ο βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ είδεν ότι ήσαν τέσσαρες· όθεν ηρώτησε τους υπηρέτας του· «Δεν είπα να ρίψετε τρεις ανθρώπους; Πως τώρα είναι τέσσαρες»; Και όλοι των εθαύμασαν εις το θαύμα, όπερ εφάνη εις αυτούς την ημέραν εκείνην.

ιδ΄. Η διαφύλαξις του Δανιήλ εν τω λάκκω των λεόντων.
Μετά τον θάνατον του βασιλέως Ναβουχοδονόσορος εβασίλευσεν ο υιός του Βαλτάσαρ, μετ’ εκείνον δε εβασίλευσεν ο Δαρείος ο βασιλεύς. Εις τούτον εφάνη καλόν και διώρισεν εκατόν είκοσιν άρχοντας εις όλην του την βασιλείαν, διώρισε δε και τρεις λογιστάς επάνω εις αυτούς. Εις δε εξ αυτών ήτο και ο Προφήτης Δανιήλ, πρώτος εις την σύνεσιν, διότι είχε Πνεύμα Άγιον· όθεν ο βασιλεύς, θαυμάζων την σοφίαν του, τον διώρισεν επίτροπον της βασιλείας του. Βλέποντες δε οι λογαριασταί, ότι τον ετίμησεν ο βασιλεύς, εφθόνησαν και εζήτουν ευκαιρίαν να τον φονεύσουν. Αλλά δεν ηδύναντο να εύρουν αιτίαν ουδεμίαν, διότι ήτο πιστός άνθρωπος εις τας βασιλικάς προσταγάς. Οι δε λογαριασταί είπον μεταξύ των· «Δεν ευρίσκομεν πταίσιμον εις τον Δανιήλ, μόνον εις την πίστιν του να του εύρωμεν πταίσιμον». Τότε επήγαν εις τον βασιλέα Δαρείον και τον παρεκίνησαν να εκδώση διαταγήν ότι έως τεσσαράκοντα ημέρας να μη ζητήση ουδείς τίποτε ούτε από τον Θεόν ούτε από ανθρώπους· όποιος δε παραβή την εντολήν του να τον ρίπτωσιν εις τον λάκκον των λεόντων. Ο δε Προφήτης Δανιήλ, επειδή είχε τοιαύτην συνήθειαν, προσεκύνει τρις της ημέρας τον Θεόν. Κατά την συνήθειάν του λοιπόν κλίνας τα γόνατα και κατ’ εκείνην την ημέραν, προσηύχετο εις τον Θεόν· τότε οι φθονεροί εκείνοι κατήγγειλαν εις τον βασιλέα την υπό του Δανιήλ παράβασιν της διαταγής. Ως ήκουσεν ο βασιλεύς δια τον Δανιήλ ελυπήθη πολύ, διότι τον υπερηγάπα· αλλά και μη θέλων ηναγκάσθη και επρόσταξε να ρίψουν τον Δανιήλ εις τον λάκκον των λεόντων δια την παράβασιν της προσταγής του. Τούτου δε γενομένου έθεσαν λίθον μέγαν εις την θύραν του λάκκου, και εσφράγισαν τον λάκκον με την σφραγίδα του βασιλέως και τα δακτυλίδια των λογαριαστών. Ο δε βασιλεύς από την λύπην του εκοιμήθη άδειπνος εκείνην την νύκτα. Ο Θεός όμως έστειλε τον Αρχιστράτηγον Μιχαήλ, όστις έκλεισε τα στόματα των λεόντων και ουδόλως εβλάβη ο Δανιήλ. Πρωϊας δε γενομένης ηγέρθη ο βασιλεύς και λαβών μεθ’ εαυτού τους λογαριαστάς επήγαν εις τον λάκκον εκείνον, εις τον οποίον ήσαν τα θηρία, και έκραξεν ο βασιλεύς μακρόθεν· «Ζης, Δανιήλ φίλε μου»; Και ο Δανιήλ απεκρίθη· «Να ζης, βασιλεύ, εις τους αιώνας· ο Θεός απέστειλε τον Άγγελόν του, και έκλεισε τα στόματα των λεόντων, και είμαι εν τη ζωή έως τώρα». Τότε ο βασιλεύ πολλά χαρείς επρόσταξε και εξήγαγον τον Δανιήλ από τον λάκκον των λεόντων.

ια΄. Η αρπαγή του Αββακούμ.
Μετά τον θάνατον του βασιλέως Δαρείου, εβασίλευσεν ο Κύρος· εκεί δε εις την Βαβυλώνα ήτο θηρίον μέγα, το οποίον πάντες οι Βαβυλώνιοι επροσκύνουν ως θεόν. Ο δε Κύρος είπε προς τον Δανιήλ: «Προσκύνησε και συ τον θεόν αυτόν». Λέγει ο Δανιήλ προς τον βασιλέα· «Εγώ προσκυνώ τον Θεόν του ουρανού και της γης· αλλά δος μοι εξουσίαν να φονεύσω εγώ το θηρίον χωρίς ξίφος ή ξύλον». Του λέγει ο βασιλεύς· «Ποίησον ως θέλεις». Τότε έλαβεν ο Δανιήλ πίσσαν, λίπος και τρίχας, ενώσας δε όλα αυτά ομού εποίησε δώδεκα άρτους και τους έρριψεν εις το στόμα του θηρίου, παρευθύς δε έσκασε το θηρίον εκείνο. Ως είδον οι Βαβυλώνιοι ότι εφόνευσεν ο Δανιήλ τον θεόν των, ελυπήθησαν πολύ, δραμόντες δε όλοι ομού εις τον βασιλέα Κύρον του είπον· «Δος μας τον Δανιήλ να τον φονεύσωμεν, ειδεμή σε κατακαίομεν». Τότε και μη θέλων ο βασιλεύς παρέδωκεν εις τας χείρας των Βαβυλωνίων τον Δανιήλ. Εκεί δε εις την Βαβυλώνα ήτο λάκκος μέγας, όστις είχεν επτά λέοντας, εις αυτόν δε τον λάκκον έρριψαν τον Δανιήλ, και έμεινεν εξ ημέρας. Κατ’ εκείνον τον καιρόν ήτο και ο Προφήτης Αββακούμ εις τα Ιεροσόλυμα. Ούτος είχε βράσει όσπρια να τα υπάγη εις τον αγρόν του δια τους εργάτας, διότι ήτο καιρός θέρους· λαβών δε αυτά και άρτον εις καλάθιον επορεύετο, εις δε την οδόν συνήντησε τον Αρχιστράτηγον Μιχαήλ, όστις του λέγει· «Αββακούμ, το φαγητόν αυτό να το υπάγης εις την Βαβυλώνα, εις τον λάκκον των λεόντων, όπου ευρίσκεται ο Προφήτης Δανιήλ, δια να φάγη, διότι είναι πεινασμένος». Ο δε Αββακούμ του λέγει· «Κύριε, εγώ την Βαβυλώνα δεν είδα και τον λάκκον των λεόντων δεν γινώσκω που είναι». Τότε τον έλαβεν ο Αρχάγγελος Μιχαήλ από την κορυφήν και κρατών αυτόν τον επήγεν έως εις τον λάκκον των λεόντων, έκραξε δε ο Αββακούμ· «Δανιήλ, Δανιήλ, λάβε αυτό το φαγητόν, το οποίον σου έστειλεν ο Θεός». Και είπεν ο Δανιήλ· «Με ενεθυμήθη ο Θεός και δεν με άφησε να αποθάνω;» Εγερθείς δε έφαγεν έως ου εχόρτασε. Και πάλιν ο Αρχάγγελος Μιχαήλ ήρπασε τον Αββακούμ και τον επήγεν εις τα Ιεροσόλυμα, η δε απόστασις της οδού ταύτης είναι, ως λέγουσι, δώδεκα ημερών, και πάλιν επήγε το φαγητόν εις τους εργάτας ζεστόν. Πρωϊας δε γενομένης επήγεν ο βασιλεύς Κύρος και εξέβαλε τον Δανιήλ από τον λάκκον ζώντα, εκείνους δε οίτινες τον έρριψαν εις αυτόν, τους έβαλεν εις τον λάκκον και τους έφαγαν τα θηρία.

Θαύματα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ αναφερόμενα εν τη Καινή Διαθήκη.
Τα θαύματα, τα οποία προείπομεν, εποίησεν ο Αρχιστράτηγος Μιχαήλ προς της ενσάρκου οικονομίας του Χριστού. Μετά δε την σάρκωσιν εποίησε περισσότερα. Αυτός ο Μιχαήλ ηλευθέρωσε τους Αποστόλους από την φυλακήν, εις την οποίαν τους εφύλαττον οι αρχιερείς, διότι εδίδασκον τον λαόν, καθώς το διηγούνται αι Πράξεις των Αποστόλων· αυτός και τον Απόστολον Φίλιππον ωδήγησεν εις το να βαπτίση τον ευνούχον· αυτός εφάνη εις τον Κορνήλιον, κατά την ώραν της προσευχής του, και του είπε να καλέση τον Πέτρον να τον βαπτίση· αυτός ηλευθέρωσε και τον Απόστολον Πέτρον από την φυλακήν, τον οποίον έμελλε να φονεύση ο βασιλεύς Ηρώδης προς χάριν των Ιουδαίων· αυτός έσφαξε και τον Ηρώδην, διότι υπερηφανεύθη ως θεός· αυτός εφάνη και εις τον Παύλον, όταν εκινδύνευε να σχισθή το πλοίον και του είπε να μη φοβήται· αυτόν τον Αρχάγγελον είδε και ο Θεολόγος Ιωάννης εις την Αποκάλυψιν. Αυτός ετάραττε και το ύδωρ εις την προβατικήν κολυμβήθραν και ιατρεύοντο κατ’ έτος οι ασθενείς. Αυτός δε μέλλει να φονεύση και τον Αντίχριστον εις την συντέλειαν του κόσμου, καθώς το λέγει ο Θεολόγος Ιωάννης εις την Αποκάλυψίν του. Ακούσατε δε και έτερα θαύματα, τα οποία έκαμεν ο Αρχιστράτηγος Μιχαήλ μετά την ένσαρκον οικονομίαν του Σωτήρος Χριστού και μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων.

Θαύματα του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ κατά τους Βυζαντινούς χρόνους.
α΄. Περί της οικοδομής του εν Σωσθενίω Ναού του Αρχαγγέλου Μιχαήλ.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος, όταν έκτισε την Κωνσταντινούπολιν, έκανε Ναόν επ’ ονόματι του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ, έξωθεν εις τα περίχωρα, εις τόπον λεγόμενον Σωσθένιον· έκτισε δε τον Ναόν δια ταύτην την αιτίαν. Εις την αρχαίαν Ιωλκόν ήτο βασιλεύς τις ονόματι Πελίας, ούτος δε είχεν ανεψιόν ονόματι Ιάσονα, τον οποίον έστειλε να υπάγη εις την Σκυθίαν. Ο δε Ιάσων συνήθροισε πεντήκοντα νέους εκλεκτούς και δυνατούς και εμβήκεν εις πλοίον δια να υπάγη εις τον τόπον, εις τον οποίον τον έστειλεν ο θείος του. Πηγαίνοντας εκείνοι οι άνθρωποι ηχμαλώτευσαν και κάστρα και χώρας, έως ου έφθασαν εις το ανατολικόν μέρος, εις χώραν καλουμένην Βεβρυκία· εκεί ήτο βασιλεύς ονόματι Άμυκος, τον οποίον εβουλήθησαν να φονεύσουν και να αιχμαλωτίσουν και τον τόπον του· αυτός όμως τους εδίωξε με πολύ στράτευμα έως ου έφυγαν εις το Σωσθένιον. Εκεί εκάθισαν οι νέοι και εσκέπτοντο τι να ποιήσωσι. Την ώραν εκείνην άνθρωπος χρυσόπτερος και μέγας εφάνη εν μέσω αυτών, και τους είπε να μη δειλιάσουν τον Άμυκον, αλλά να υπάγουν να τον φονεύσουν· και ούτως εποίησαν. Αφ’ ου λοιπόν τον εφόνευσαν, επήγαν πάλιν εις την θέσιν εκείνην να μοιράσουν τα λάφυρα, και είπον μεταξύ των· «Ας ποιήσωμεν ανδριάντα δια τον άνθρωπον εκείνον τον χρυσόπτερον, όστις μας εφάνη». Και ούτως εποίησαν και τον έστησαν εκεί προς ενθύμησιν. Τον ανδριάντα εκείνον είδεν ο Μέγας Κωνσταντίνος και εθαύμαζε τι να εσήμαινεν. Ηρώτησε δε και τους άρχοντάς του, αλλά ουδέ εκείνοι εγνώριζον την αιτίαν. Τότε παρεκάλεσε τον Θεόν να του δείξη τι είναι εκείνος και δια νυκτός εφάνη ο Αρχάγγελος Μιχαήλ εις τον βασιλέα και του λέγει· «Εγώ είμαι ο Αρχιστράτηγος Μιαήλ ο βοηθός των Χριστιανών, όστις εβοήθησα και σε και ενίκησες τους εχθρούς σου· δια τούτο κτίσε Εκκλησίαν εις το όνομά μου, και εγώ θέλω σε φυλάττει από όλους τους εχθρούς σου έως τέλους της ζωής σου». Παρευθύς λοιπόν εποίησεν ο βασιλεύς ως του είπεν ο Αρχάγγελος, οικοδομήσας Εκκλησίαν μεγάλην, την οποίαν επροίκισε με πολλά εισοδήματα. Έκτοτε συνηθροίζοντο οι Χριστιανοί από όλα τα περίχωρα και εποίουν πανήγυριν κατ’ αυτήν την ημέραν. Χριστιανός δε τις είχε παιδίον, το οποίον ήτο κωφόν και βωβόν εκ κοιλίας μητρός του, ελάμβενε δε αυτό ο πατήρ του κατ’ έτος και επήγαιναν εις την Εκκλησίαν του Ταξιάρχου, ένθα παρεκάλει πάντοτε τον Αρχάγγελον να ιατρεύση το παιδίον του. Από τας πολλάς λοιπόν παρακλήσεις επήκουσεν ο Αρχάγγελος την δέησιν του πτωχού εκείνου· και κατά την ώραν κατά την οποίαν ετελείτο η θεία Λειτουργία και έκειτο το παιδίον έμπροσθεν της Εικόνος του Αρχιστρατήγου, όταν έμελλε να είπη ο Διάκονος: «Πρόσχωμεν, τα Άγια τοις Αγίοις», τότε απεκρίθη το παιδίον εκείνο και είπε το «Πρόσχωμεν», έκτοτε δε ιατρεύθη το παιδίον, ο δε πατήρ του εώρταζε κατ’ έτος την εορτήν των Ταξιαρχών.

β΄, γ΄ και δ΄. Περί της απαλλαγής της Κωνσταντινουπόλεως από του κινδύνου των Αβάρων, των Περσών και των Αγαρηνών. Συνηθροίσθησάν ποτε οι Άβαροι δια να αιχμαλωτίσουν την Κωνσταντινούπολιν· έμειναν δε έξωθεν αυτής πολύν καιρόν και την επολεμούσαν. Ο δε Αρχιερεύς του καιρού εκείνου συνήθροισε τον λαόν όλον της πόλεως και επήγαν εις τον Ναόν του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ, ένθα εδέοντο του Θεού να ελευθερωθούν από την αιχμαλωσίαν. Ημέραν δε τινά, κατά την οποίαν έμελλον οι Άβαροι να έμβουν εις την Πόλιν, ο Αρχιστράτηγος Μιχαήλ εφάνη εις το μέσον των ως αστραπή και από τον φόβον των έπεσον κατά πρόσωπον και εστράφησαν οπίσω· δια νυκτός δε εφάνη πάλιν εις τον βασιλέα των Αβάρων και του είπε· «Φύγε γρήγορα με όλον σου το στράτευμα, διότι αύριον θέλεις αποθάνει συ και οι άνθρωποί σου». Τότε εφοβήθη ο βασιλεύς και έφυγε δια νυκτός εις τον τόπον του. Και άλλοτε πάλιν οι Πέρσαι συνήθροισαν πλήθος αναρίθμητον και επήγαν εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως, την οποίαν απέκλεισαν και ημπόδιζαν τας τροφάς να εισέρχωνται εις αυτήν τόσον, ώστε εκινδύνευσαν οι πολίται να αποθάνουν από την πείναν· μόνον δε εις τον Θεόν είχον τας ελπίδας των και εις το πρώτον θαύμα του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ εθάρρουν· δια τούτο επήγαν πάλιν εις τον Ναόν του και τον παρεκάλουν να δείξη θαύμα ως το πρώτον. Ημέραν τινά έβαλαν οι Πέρσαι κλίμακας δια να έμβουν εις την Πόλιν, αλλ’ ο Αρχιστράτηγος Μιχαήλ, καθώς και πρότερον, ως αστραπή φοβερά εφάνη έμπροσθέν των· οι δε Πέρσαι, ως τον είδον, εσυγχύσθησαν και εσφάγησαν μεταξύ των· ενόμιζον δε ότι πολεμούν με τους Πολίτας· τότε, ως εγνώρισαν οι πολίται την συμφοράν των Περσών, εξήλθον και αυτοί και εφόνευσαν όσους ηδυνήθησαν. Άλλοτε πάλιν συνηθροίσθησαν πλήθος πολύ Αγαρηνών δια θαλάσσης και επήγαν εις την Πόλιν, επί της βασιλείας Κωνσταντίνου εγγόνου του Ηρακλείου και πάλιν και αυτός συνήθροισε τον λαόν και επήγαν εις τον Ναόν του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ, όστις ωνομάζετο του Ευσεβίου, ένθα παρεκάλουν τον Θεόν και τον Αρχιστράτηγον Μιχαήλ να τους βοηθήση. Ημέραν δε τινά ο Αρχιστράτηγος Μιχαήλ ετρύπησεν όλα τα πλοία των Αγαρηνών και οι περισσότεροι άνθρωποι επνίγησαν· τρία δε μόνον πλοία απέμειναν, τα οποία εστράφησαν εις τα οπίσω.

ε΄. Περί της διασώσεως της πόλεως Ακολίας.
Εις την Μαύρην Θάλασσαν ήτο πόλις ονόματι Ακόλια· συνηθροίσθησαν δε ποτέ πολύ πλήθος Σαρακηνών, οίτινες επήγαν να την αιχμαλωτίσουν, έμειναν δε καιρόν πολύν έξω της πόλεως και δεν ηδύναντο να ποιήσωσι τι, ώστε απεφάσισαν να αναχωρήσωσι. Προδότης όμως τις της πόλεως τους είπεν ότι οι Χριστιανοί έχουν εντός αυτής Εκκλησίαν του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ, ήτις είναι πλησίον εις το τειχόκαστρον, εκεί δε παρακαλούν τον Θεόν να τους βοηθήση και δια τούτο δεν δύνασθε σεις να ποιήσητε τίποτε. Ως ήκουσαν τουτο οι Σαρακηνοί, εποίησαν τειχόκαστρον ξύλινον και με πολλάς τέχνας, σχοινία, κυλίνδρους και λοιπά, έσυραν μέγαν λίθον και τον έρριψαν εις την στέγην της Εκκλησίας του Ταξιάρχου, παρευθύς δε όταν έρριψαν τον λίθον, εστράφησαν εις τα οπίσω τα πρόσωπα του αμιρά και πάντων των αρχηγών του στρατού, ως και εκείνων οίτινες έρριψαν τον λίθον· ως έπαθον τούτο αυτοί οι ταλαίπωροι, εφόρτωσαν εις καμήλους πολλάς θυμίαμα, κηρία και ελαιόλαδον, εξέβαλον δε και άργυρον από τα ηνία των ίππων και τα επήγαν εις τον Ναόν του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ· ωρκίσθησαν δε και μεταξύ των, ότι δια πολύν χρόνον να μη υπάγουν εις Ακόλιαν δια κανέν κακόν· όθεν εγύρισαν τότε και πάλιν τα πρόσωπά των εις τας θέσεις των.

στ΄ και ζ΄. Τα εις Κολασσάς και εις Γέρμια θαύματα.
Εποίησε δε και άλλα θαύματα ο Αρχιστράτηγος Μιχαήλ, όπως εις τας Κολοσσάς της Φρυγίας, ήτοι εν Χώναις και εις τα Γέρμια, ένθα ήσαν αγιάσματα του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ. Και περί μεν του εν Χώναις θαύματος βλέπε εις την στ΄ (6ην) Σεπτεμβρίου, ότε εορτάζει την ανάμνησιν τούτου η του Χριστού Ορθόδοξος Εκκλησία. Εις δε τα Γέρμια, ένθα ήτο ομοίως αγίασμα επ’ ονόματι του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ, πολλά εγένοντο θαύματα και όσοι επήγαιναν εκεί παρευθύς ιατρεύοντο από πάσαν ασθένειαν, διότι το ύδωρ εκείνο είχε μικρούς ιχθείς, οι οποίοι έλειχον το σώμα του ασθενούς και εθεραπεύετο, ένα δε εκ των θαυμάτων τούτων είναι και το ακόλουθον. Κατ’ εκείνον τον καιρόν ήτο εις την Κωνσταντινούπολιν άρχων μέγας και πρώτος της πόλεως ονόματι Στούδιος, ο οποίος ησθένησεν έως θανάτου, ουδείς δε ιατρός ηδυνήθη να τον ιατρεύση. Εις δε τας ημέρας της ασθενείας του, άνθρωπός τις, ονόματι Γουλέων, επήγεν από τα Γέρμια εις την Πόλιν να επισκεφθή τον ασθενή Στούδιον, του διηγήθη δε τότε και τα θαύματα όσα εγίνοντο εις το αγίασμα εκείνο· ως ήκουσεν ο Στούδιος, επίστευσεν εις την βοήθειαν του Θεού και επήγεν εκεί με άλλους τινάς ασθενείς· και ευθύς ως εμβήκεν εις το αγίασμα εκείνο, παρευθύς ιατρεύθη ουχί μόνον αυτός, αλλά και όλοι οι συνακολουθήσαντες αυτόν· εις δε εξ εκείνων είχεν γλαύκωμα εις τους οφθαλμούς και ιατρεύθη και εκείνος. Τότε, ως είδεν ο άρχων Στούδιος τα τόσα θαύματα, εδαπάνησε την περισσοτέραν περιουσίαν του και έκτισεν Εκκλησίαν μεγάλην, άφησε δε και εισοδήματα πολλά εις εκείνον τον Ναόν, και καθ’ εκάστην ημέραν ει τις ασθενής επήγαινε μετά πίστεως ιατρεύετο, πολλοί τυφλοί ανέβλεψαν και χωλοί περιεπάτησαν εξ εκείνου μόνον του αγιάσματος του Αρχαγγέλου Μιχαήλ.

η΄ και θ΄. Η θεραπεία του Μοναχού Μαρκιανού και του ιατρού.
Εις τον καιρόν του ευσεβεστάτου βασιλέως Μιχαήλ του Γ΄ και Θεοδώρας της μητρός του, της αναστυλωσάσης την Ορθοδοξίαν, ήτο Μοναχός τις Μαρκιανός ονόματι εις το Μοναστήριον του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ, το επονομαζόμενον του Ευσεβίου, εντός της Κωνσταντινουπόλεως. Αυτός ο Μαρκιανός, όταν ασθενούσε, ποτέ δεν εζήτει ιατρούς ουδέ ιατρικά, μόνον προσέπιπτεν εις την εικόνα του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ και ιατρεύετο και ούτως εποίει πάντοτε. Ημέραν δε τινα ασθενήσας βαρέως προσέπεσε και πάλιν, κατά την συνήθειαν την οποίαν είχεν, εις την εικόνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και εζήτει βοήθειαν· ο δε Αρχιστράτηγος, θέλων να τον δοκιμάση, δεν τον ιάτρευσεν. Ερχόμενοι δε οι συγγενείς και οι φίλοι του τού έλεγον να προσκαλέση ιατρόν, αλλ’ αυτός δεν τους ήκουεν· εκείνοι δε επήγαν κρυφίως εις ιατρόν τινα φίλον του Μαρκιανού και του εζήτησαν τας οδηγίας του δια την θεραπείαν του ασθενούς, ο δε ιατρός τους έδωκε τας απαιτουμένας οδηγίας και τα κατάλληλα ιατρικά να τα θέσουν εις τον ασθενή, όταν αυτός κοιμηθή. Επήραν λοιπόν εκείνοι τα φάρμακα και τα έκρυψαν εις το προσκέφαλον του Μαρκιανού, αναμένοντες ευκαιρίαν δια να τα θέσουν εις τον ασθενή. Την νύκτα εκοιμήθησαν όλοι όσοι τον περιεποιούντο, ο δε Μαρκιανός είχεν ανοικτούς τους οφθαλμούς του· βλέπει δε τότε τον Αρχάγγελον Μιχαήλ, ως να εξήλθεν από το βήμα της Εκκλησίας, έχων μεθ’ εαυτού άλλους δύο νέους ωραίους και θαυμαστούς, βαδίζων δε ήλθεν εις το προσκέφαλον του Μαρκιανού και ιδών τα ιατρικά λέγει εις τον Μαρκιανόν· «Τι είναι αυτά»; Απεκρίθη ο Μαρκιανός· «Δεν γνωρίζω, Αρχάγγελε». Τότε λέγει ο Αρχιστράτηγος προς τους νέους· «Λάβετε αυτά τα ιατρικά και υπάγετε να τα βάλετε εις το προσκέφαλον του ιατρού, όστις τα έκαμε». Και οι μεν νέοι εξήλθον της Εκκλησίας, αυτός δε επήρεν έλαιον εκ της κανδήλας της Εικόνος του και ήλειψε τον Μαρκιανόν, παρευθύς δε ιατρεύθη από την ασθένειάν του και εδόξασε τον Θεόν. Το μεσονύκτιον επήγεν ο Ιερεύς της Εκκλησίας να ψάλη τον Όρθρον και εύρε τον Μαρκιανόν υγιά, όστις του είπε πάντα όσα είδε. Πρωϊας δε γενομένης επήγεν ο Ιερεύς εις τον οίκον του ιατρού και εύρεν αυτόν βαρέως ασθενή. Τότε διηγήθη ο Ιερεύς όσα ήκουσεν από τον Μαρκιανόν· και ως ήκουσεν ο ιατρός την αιτίαν της ασθενείας του ηγέρθη βασταζόμενος και επήγεν εις τον Ναόν του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ, έμεινε δε εκεί όλην την ημέραν κλινήρης, το δε εσπέρας ιατρεύθη και έκτοτε δεν επήγεν εις τον οίκον του, αλλά εμόνασεν εκεί εις τον Ναόν και ό,τι αν είχεν τα εχάρισεν εις την Εκκλησίαν. Αυτά και άλλα πολλά, τα οποία αδύνατον είναι να γράψωμεν, όλα είναι θαύματα του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ. Ας ίδωμεν δε τώρα και όσα θαύματα επετέλεσαν οι δύο ομού Αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ. Όσα επετέλεσε μόνος ο Αρχάγγελος Γαβριήλ τα ανεφέραμεν εις το Συναξάριον αυτού (βλ. σελ. 209 και επομένας).


Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”