Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ι΄ (10η) Ιουνίου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ και ΑΝΤΩΝΙΝΗΣ.

Δημοσίευση από silver »

Αλέξανδρος και Αντωνίνη οι άγιοι Μάρτυρες ήσαν από χωρίον ονομαζόμενον Κροδάμων ή Καρδάμου, και η μεν Αγία Αντωνίνα διήγε την ζωήν της σεμνώς και οσίως· συλληφθείσα δε από τον ηγεμόνα Φήστον και μη πεισθείσα να αρνηθή τον Χριστόν και να λατρεύση τους δαίμονας, εβλήθη εις πορνοστάσιον ένθα διέμεινε τρεις ημέρας νηστική. Φως τότε ουράνιον εφάνη εις αυτήν κατά την νύκτα, και βροντή έγινε μεγάλη· όθεν ευθύς ήνοιξαν αι θύραι του πορνοστασίου και ήλθεν εις αυτήν φωνή από τον ουρανόν, η οποία την παρεκίνει να σηκωθή και να φάγη άρτον. Όθεν η Αγία ζητήσασα άρτον έφαγε, και παρευθύς εβγήκεν από εκεί, και πάλιν παρεστάθη εις τον ηγεμόνα· μη πεισθείσα δε να θυσιάση εις τα είδωλα, ερρίφθη κατά γης και εδάρη με ξυλίνας σπάθας, και πάλιν εφέρθη εις το πορνοστάσιον. Τότε, δι’ αποκαλύψεως θείου Αγγέλου, εισήλθεν εκεί ο Αλέξανδρος, και δια το νέον της ηλικίας του (διότι ήτο έως εικοσιοκτώ χρόνων) ενομίσθη ότι επήγε δι’ αισχράν πράξιν. Εμβάς όμως ο μακάριος εκείνος νέος εις τον οίκον αυτόν της ανομίας, την μεν Αγίαν κρυφίως εξέβαλεν από το πορνοστάσιον, σκεπάσας την κεφαλήν της με την χλαμύδα του, αυτός δε έμεινεν εις το πορνοστάσιον· μετά δε ολίγην ώραν εφανερώθη η υπόθεσις αύτη, επειδή ελθόντες τινές στρατιώται δια να ατιμάσωσι την Αγίαν, είδον αυτόν εκεί μένοντα. Όθεν εφέρθη προς τον ηγεμόνα. Ερωτηθείς λοιπόν δια ποίαν αιτίαν έκαμε το πράγμα τούτο, δεν ηρνήθη, αλλ’ ωμολόγησε την υπόθεσιν με το ίδιον στόμα του. Όθεν πρώτον μεν εδάρη αυτός με ξυλίνας σπάθας, έπειτα δε επιάσθη και η Αγία, και ούτως έκοψαν και των δύο τα άκρα των χειρών και των ποδών. Ύστερον έχρισαν αυτούς με πίσσαν και τους έρριψαν εις ένα λάκκον γεμάτον από φωτιάν, και ούτω μέσα εις αυτόν ετελείωσαν τον δρόμον της αθλήσεως και έλαβον οι μακάριοι παρά Κυρίου τους στεφάνους του μαρτυρίου. Τελείται δε η αυτών σύναξις εις το Μοναστήριον το ονομαζόμενον του Μαξιμίνου, το ευρισκόμενον εις την Κωνσταντινούπολιν, όπου και τα τίμια αυτών ευρίσκονται λείψανα.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΑ΄ (11η) του αυτού μηνός Ιουνίου, μνήμη των Αγίων Αποστόλων ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ και ΒΑΡΝΑΒΑ.

Δημοσίευση από silver »

Βαρθολομαίος ο Απόστολος ήτο εις εκ των δώδεκα κηρύξας το Ευαγγέλιον εις τους Ινδούς, τους ονομαζομένους Ευδαίμονας· και αφ’ ου παρέδωκεν εις αυτούς το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ύστερον εσταυρώθη παρά των απίστων εις την Ουρβανούπολιν, και τελειώνει ενδόξως τον δρόμον του Μαρτυρίου του. Το δε άγιον αυτού λείψανον, τεθέν εντός μολυβδίνου κιβωτίου και ριφθέν εν τη θαλάσση, ωδηγήθη υπό της θείας προνοίας εις την νήσον της Σικελίας Λιπάραν ονομαζομένην, ένθα και εξέβη. Φανερωθέν δε εις τους εκεί ενεταφιάσθη και αναβλύζει πολλών θαυμάτων και ιαμάτων πηγάς εις πάντας τους προστρέχοντας αυτώ μετά πίστεως, οίτινες τυγχάνοντες των αιτημάτων των επανέρχονται μετά χαράς εις τα ίδια. Βαρνάβας δε ο Άγιος ήτο εις εκ των εβδομήκοντα, ο οποίος έγινε του Αποστόλου Πέτρου συνέκδημος όστις και Ιωσής ονομάζεται· ερμηνεύεται δε το όνομα Βαρνάβας υιός παρακλήσεως. Ούτος κατήγετο μεν από της φυλής του Λευϊ, εγεννήθη δε και ανετράφη εν τη νήσω Κύπρω, διότι ούτω περί αυτού αι Πράξεις των Αποστόλων διαλαμβάνουσιν· «Ιωσής δε ο επικληθείς Βαρνάβας από των Αποστόλων, ο εστι μεθερμηνευόμενον υιός παρακλήσεως, Λευϊτης, Κύπριος τω γένει» (Πράξ. δ: 36). Ούτος εκήρυξε πρώτον το Ευαγγέλιον του Χριστού εν Ιερουσαλήμ, Ρώμη και Αλεξανδρεία, κηρύττων δε και εν Κύπρω ελιθοβολήθη υπό των εκεί Ιουδαίων και Ελλήνων, και έπειτα παρεδόθη εις το πυρ. Τούτου τα άγια λείψανα συνέλεξε Μάρκος ο Απόστολος και Ευαγγελιστής και απέθεσεν αυτά εντός σπηλαίου, μεταβάς δε ούτος εις την Έφεσον ανήγγειλεν εις τον Παύλον την τελείωσίν του· ο δε Παύλος τούτο μαθών έκλαυσεν εφ’ ικανήν ώραν. Ούτος ο Άγιος Απόστολος Βαρνάβας λέγεται ότι ενεταφιάσθη ομού με το Άγιον Ευαγγέλιον το κατά Ματθαίον, το οποίον έγραψεν ιδίαις χερσί· ύστερον δε ευρέθη εις την Κύπρον το άγιον αυτό Ευαγγέλιον μετά του λειψάνου του Αποστόλου, όθεν και προνόμιον έλαβεν η νήσος της Κύπρου να μη υπόκειται εις ουδένα Πατριάρχην ή Μητροπολίτην, αλλά να είναι αυτοκέφαλος, και οι ταύτης Επίσκοποι να χειροτονώνται υπό του ιδίου αυτών Μητροπολίτου. Τελείται δε η σύναξις των Αγίων τούτων Αποστόλων εις τον σεπτόν Ναόν του Αγίου και κορυφαίου Αποστόλου Πέτρου, κείμενον πλησίον της αγιωτάτης μεγάλης Εκκλησίας.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΒ΄ (12η) Ιουνίου, μνήμη του Οσίου πατρός ημών ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ του Αιγυπτίου.

Δημοσίευση από silver »


Ονούφριος ο Όσιος και ασκητής ήκμασε κατά τον Δ΄ (4ον) από Χριστού γεννήσεως αιώνα. Ούτος ησύχαζε πρότερον εις Κοινόβιον κείμενον πλησίον της Ερμουπόλεως των Θηβών· ακούσας δε ύστερον την ήσυχον και ερημικήν ζωήν του Προφήτου Ηλιού και Ιωάννου του Βαπτιστού εξήλθε του Κοινοβίου και κατώκησεν εις την έρημον έτη εξήκοντα αποκεχωρισμένος των ανθρώπων. Τούτον εύρεν ο Μοναχός Παφνούτιος όστις έγραψε και τον βίον αυτού. Ησύχαζε δε τότε ο Παφνούτιος εις την Αίγυπτον, ότε εκ Θεού φωτισθείς απήλθεν εις την εσωτέραν έρημον. Και απελθών ηξιώθη να ίδη δια των ιδίων αυτού οφθαλμών όσα ο ίδιος περί του Οσίου Ονουφρίου έγραψε, λέγων ταύτα: Καθημένου ποτέ εν τω κελλίω μου, ένευσεν ο Θεός εις την καρδίαν μου, ίνα μεταβώ εις την εσωτέραν έρημον, ίνα εύρω οσίους άνδρας και λάβω την ευλογίαν αυτών. Εξελθών λοιπόν του Μοναστηρίου έλαβον μετ’ εμού ολίγους άρτους και ύδωρ, όσα ηδυνάμην, και αρξάμενος της οδοιπορίας με πόθον πολύν, επεριπάτησα ολίγας ημέρας. Και ευρών ένα κεκλεισμένον σπήλαιον, έκρουσα την θύραν, λέγων κατά την τάξιν το «Πάτερ, ευλόγησον». Μη ακούσας δε απόκρισιν, ήνοιξα την θύραν, και εισελθών εύρον άνθρωπον ιστάμενον όρθιον εις σχήμα προσευχομένου, και προσεγγίσας εις αυτόν έπεσε κατά γης. Το δε ένδυμά του ήτο από φύλλα φοίνικος και έγινεν από την πολυκαιρίαν ως στάκτη εις τας χείρας μου. Εγώ δε φοβηθείς προσηυχόμην, λέγων τον άμωμον και άλλους ψαλμούς, όσους εγνώριζον και ως ηδυνάμην, και όλην την νύκτα εδεόμην δια την ψυχήν του, ενταφιάσας αυτόν ως ημπόρεσα. Και το πρωϊ φράξας την είσοδον ανεχώρησα, και περιπατήσας τέσσαρας ημέρας δεν είχα πλέον άρτον. Και ασθενήσας από την πείναν έπεσον εις την γην ως απονεκρωμένος. Τότε βλέπω ενώπιόν μου ένα θαυμάσιον Άγγελον εις μορφήν ανθρώπου, ωραίον τε και υπέρλαμπρον, διο και πολύ εφοβήθην. Εκείνος δε πλησιάσας με χαριέστατον πρόσωπον, με ήγγισεν εις τας χείρας, τους πόδας και τα χείλη μου. Τότε έλαβον ισχύν και δύναμιν κατά τρόπον θαυμαστόν, και επεριπάτησα με την θείαν εκείνην βοήθειαν άλλας τέσσαρας ημέρας νήστις. Και πάλιν είδον ομοίως τον Άγγελον δύο φοράς, όστις με ενεδυνάμωσε καθ’ ον τρόπον και ανωτέρω είπον, και επεριπάτησα την δευτέραν φοράν και πάλιν ημέρας τέσσαρας, και την τρίτην ημέρας δέκα με την θείαν δύναμιν άσιτος. Έπειτα έφθασα πολύ κουρασμένος από την οδοιπορίαν εις τόπον, όπου ο Θεός με ωδήγησε. Και καθήσας ολίγον να αναπαυθώ, βλέπω μακρόθεν ερχόμενον προς με άνθρωπον φοβερόν την θέαν, γυμνόν το σώμα και δασύτριχον, καλυπτόμενον ως άγριον ζώον με τας τρίχας του. Εις δε την μέσην ήτο περιεζωσμένος με βλαστούς δένδρων. Ιδών λοιπόν αυτόν εφοβήθην, και αναβάς εις υψηλόν βράχον εκρύβην. Εκείνος δε ελθών, έπεσεν εις το κάτω μέρος της πέτρας εκείνης κεκοπιακώς από το καύμα του ηλίου. Έπειτα, αφ’ ου εξεκουράσθη ολίγον, εφώνησε λέγων: Κατάβηθι, δούλε του Κυρίου Παφνούτιε, μη φοβείσαι. Διότι και εγώ άνθρωπος αμαρτωλός είμαι δουλεύων τω Θεώ δια την σωτηρίαν της ψυχής μου εις ταύτην την έρημον. Τότε εγώ εχάρην, και κατελθών μετά σπουδής έπεσον εις τους πόδας αυτού ζητών συγχώρησιν και ευλογίαν την πρέπουσαν. Εκείνος τότε με εσήκωσεν εκ της γης, και ασπασάμενοι αλλήλους εκαθήσαμεν. Ήτο δε εξαιρέτως ταλαιπωρημένος από το γήρας και την εγκράτειαν, και αι τρίχες του ήσαν λευκαί ως το γάλα. Εγώ δε έχων πόθον να μάθω την πολιτείαν του και το όνομα, είπον αυτώ. Δέομαί σου, αγιώτατε Πάτερ, καθώς ο Κύριος απεκάλυψέ σοι τα κατ’ εμέ, ούτω και συ φανέρωσόν μοι πόθεν είσαι, τι σου το όνομα, και πότε ήλθες εις ταύτην την έρημον. Ο δε απεκρίνατο. Το μεν όνομά μου είναι Ονούφριος, έχω δε εις τούτον τον τόπον χρόνους εβδομήκοντα με θηρία συνδιαιτώμενος, και με χόρτα και ύδωρ τρεφόμενος. Ούτε άλλον τινά άνθρωπον εώρακα ποτέ, μόνον σε τον οποίον έστειλεν ο Θεός, δια να ενταφιάσης το σώμα μου αύριον. Ο πατήρ μου ήτο βασιλεύς της Περσίας. Επειδή δε η μήτηρ μου ήτο στείρα, εδέοντο αμφότεροι του Θεού να τους δώση κλξρονομίαν. Και μετά πολλάς προσευχάς επήκουσεν αυτών ο Κύριος, και όταν συνέλαβεν η μήτηρ μου, έγινε χαρά μεγάλη εις το παλάτιον. Μετά την κύησιν είδεν ο πατήρ μου θείαν αποκάλυψιν, κελεύουσαν αυτόν να με ονομάση Ονούφριον εις το Άγιον Βάπτισμα· έπειτα να με οδηγήση εις ένα Μοναστήριον, το οποίον είναι εις την Θηβαϊδα της Αιγύπτου και το ονομάζουν ησυχαστήριον, και ούτως εποίησεν ο πατήρ μου. Και πορευόμενος με υπηρέτας προς Αίγυπτον μας συνώδευσεν από θείαν νεύσιν και βούλησιν έλαφος, η οποία με έτρεφε με το γάλα της καθ’ όλην εκείνην την οδοιπορίαν, προς θαυμασμόν και έκπληξιν πάντων. Φθάσαντες εις το ρηθέν Μοναστήριον, ανήγγειλεν ο πατήρ μου άπαντα εις τον Ηγούμενον, όστις είπεν αυτώ· εδώ ποσώς γυνή δεν επλησίασε πώποτε, και πως είναι δυνατόν να τραφή το παιδίον; Ο δε απεκρίνατο· καθώς ο Κύριος ωκονόμησε και μας συνώδευσεν εις όλον τον δρόμον η έλαφος, ήτις το έτρεφεν, ούτω πάλιν με το θείον πρόσταγμα θέλει έρχεσθαι και εδώ καθ’ εκάστην να το θηλάζη, έως να μεγαλώση. Ούτω λοιπόν έστερξεν ο Ηγούμενος και έμεινα εις εκείνο το Κοινόβιον· και ο μεν πατήρ μου απήλθεν εις τον οίκον του, η δε έλαφος ήρχετο καθ’ εκάστην ημέραν, έως τον τρίτον χρόνον, και με εθήλαζεν. Ήσαν δε πάντες οι Μοναχοί της Μονής εκείνης αγιώτατοι, πορευόμενοι εις πάσας τας εντολάς του Κυρίου άμεμπτοι· είχον όλοι μίαν ψυχήν και μίαν καρδίαν και αγάπην προς αλλήλους θαυμασίαν· ει τι ήρεσκεν εις τον ένα, έστεργον άπαντες· ενήστευον, προσηύχοντο όλην την νύκτα και την ημέραν έκαμνον με τόσην σιωπήν το εργόχειρον, ώστε ουδείς ετόλμα χωρίς ανάγκην να λαλήση λόγον βραχύτατον. Έμαθον λοιπόν παρ’ αυτών και εδιδάχθην την ιεράν Γραφήν, και της μοναχικής πολιτείας όλας τας τάξεις με πάσαν ακρίβειαν. Πολλάκις δε επαινούσαν τον Προφήτην Ηλίαν πως εδυναμώθη από τον Θεόν εις την έρημον με την υπομονήν και εγκράτειαν, και έλαβε χάριν παρά Θεού να ποιή θαυμάσια, και μάλιστα ότι δεν εδοκίμασεν ακόμη το πικρόν του θανάτου ποτήριον, αλλά μετέστη εις τον Παράδεισον σύσσωμος. Και πάλιν εις την Νέαν Διαθήκην τον υπέρτιμον Βαπτιστήν και Πρόδρομον, τον υπέρ πάντας τους αγίους χριστομαρτύρητον, τον οποίον επαινούσαν κατά πολύ. Ακούων όθεν καθ’ εκάστην τους Πατέρας όλου του Κοινοβίου να ευφημίζωσι τους τοιούτους, τους ηρώτησα: Λοιπόν οι αναχωρηταί έχουσιν παρρησίαν προς τον Θεόν περισσοτέραν; Οι δε είπον μοι· ναι, τέκνον, μεγαλύτεροι είναι από ημάς· ότι ημείς μεν βλέπομεν καθ’ εκάστην ο εις τον άλλον μας, αναγινώσκομεν την ακολουθίαν κοινώς με πνευματικήν ευφροσύνην και αγαλλίασιν. Όταν πεινάσωμεν, ευρίσκομεν την τράπεζαν ετοίμην. Εάν ασθενήση κάποιος από ημάς σωματικώς ή και ψυχικώς, τον βοηθούσι και υπηρετούσιν οι άλλοι με πολλήν επιμέλειαν, και απλώς ει τι άλλο χρειασθώμεν, ευρίσκομεν την αρμόζουσαν θεραπείαν. Αλλά εκείνοι οι ευλογημένοι ησυχασταί δεν έχουσιν εξ ανθρώπων τινά παράκλησιν, αλλά εις μόνον τον Θεόν ολοψύχως ελπίζουσιν. Εάν τους έλθη πειρασμός εκ του δαίμονος, δεν έχουν τινά να τους συμβουλεύση. Εάν πεινάσουν ή διψήσουν ή γυμνητεύσουν ή άλλο όμοιον χρειασθούν, δεν έχουν τίποτε από όλα τα αναγκαία του σώματος. Αλλά και εις τας ακολουθίας και προσευχάς σχολάζουσι περισσότερον, μη έχοντες σωματικόν εργόχειρον, και οι Άγγελοι του Θεού καθ’ εκάστην διακονούσιν αυτοίς, και όταν εξέρχεται η ψυχή αυτών εκ του σώματος την λαμβάνουσι μετά πολλής ευλαβείας και την φέρουν ενώπιον της Παναγίας Τριάδος ψάλλοντες με ευφροσύνην και αγαλλίασιν. Ταύτα ακούσας εγώ ο ελάχιστος από τους θεοφόρους Πατέρας ετρώθην εις την καρδίαν από τον πόθον και τον έρωτα της αναχωρήσεως, και καθ’ εκάστην ηύξανεν ο πόθος αυτός και ετήκετο η ψυχή μου δια την αγάπην της ησυχίας. Λοιπόν μίαν νύκτα έλαβον ολίγους άρτους και εξήλθον του Μοναστηρίου, δεόμενος του Θεού να με οδηγήση όπου είναι ευάρεστον αυτώ να οικήσω. Φθάσας δε εις την έρημον, έβαλα εις τον νουν μου να μείνω εκεί εις ένα όρος, και τότε βλέπω έμπροσθέν μου φως μέγα. Όθεν φοβηθείς εβουλήθην να επιστρέψω πάλιν εις το κοινόβιον. Αλλ’ ευθύς εφάνη εις εκείνο το φως ένας ωραιότατος άνθρωπος, θαυμάσιος την θέαν και ένδοξος, λέγων μοι. Μη φοβηθής, Ονούφριε· εγώ ειμι Άγγελος του Θεού, όστις με επρόσταξε να σε φυλάττω από την ώραν της γεννήσεως έως την τελευταίαν ημέραν σου. Πορεύου λοιπόν εις την προκειμένην οδοιπορίαν σου και μη δειλιάσης πανουργίας του δαίμονος, ούτε πειρασμούς ή άλλο συνάντημα. Ότι εγώ είμαι μαζί σου, να σε διαφυλάττω έως ότου παραστήσω την ψυχήν σου εις χείρας Θεού. Ταύτα μοι λαλήσας ο Άγγελος, με συνώδευσεν έως μίλια εβδομήκοντα, όπου ήτο ένα σπήλαιον και τότε αυτός μεν έγινεν άφαντος, εγώ δε κρούσας την θύραν του σπηλαίου, είδον να εξέρχεται εις γηραιός και χαριέστατος την θέαν και εξαιρέτως ενάρετος. Αφού προσεκύνησα αυτόν, με ησπάσατο λέγων. Καλώς ήλθες, τέκνον και αδελφέ συνεργάτα Ονούφριε· ο Κύριος να σε περισκέπη και να σε διαφυλάττη εις τον φόβον αυτού. Εισελθόντων λοιπόν εις το σπήλαιον, έμεινα παρ’ αυτώ ολίγας ημέρας διδασκόμενος διάφορα πράγματα και αφ’ ου με ενουθέτησε ικανώς όσα είναι αναγκαία δια την άσκησιν, είπε μοι: Ανάστηθι, τέκνον, ίνα σε οδηγήσω εις εν σπήλαιον ησυχαστικόν εις την εσωτέραν έρημον, εις το οποίον θέλει ο Κύριος να οικήσης μόνος σου, να πολεμήσης ανδρείως κατά του δαίμονος, ίνα λάβης της νίκης τα τρόπαια. Περιπατήσαντες ουν νυχθήμερα τέσσαρα, εφθάσαμεν εις μίαν καλύβην μικράν, ήτις είχε φοίνικα και βρύσιν ωραίαν, και λέγει μοι. Ούτος εστιν ο τόπος, τον οποίον σου ηυτρέπισεν ο Κύριος εις κατοίκησιν. Έμεινε λοιπόν μετ’ εμού ημέρας τριάκοντα, διδάσκων με πάσαν ακρίβειαν της μοναχικής παλαίστρας, και απελθών εις το σπήλαιον αυτού ήρχετο κάθε χρόνον και με επεσκέπτετο, έως ου απέθανεν εδώ και τον ενεταφίασα. Το δε όνομά του ήτο Ερμείας από την φυλήν του Ισάχαρ, καθώς μου είπε. Ταύτα ακούσας εγώ ο Παφνούτιος είπον αυτώ. Γνωρίζω, πάτερ αγιώτατε, ότι πολύν κόπον εδοκίμασας εις ταύτην την έρημον. Ο δε απεκρίνατο· πίστευσόν μοι αγαπητέ, ότι τόσην βάσανον υπέμεινα ώστε απηλπίσθην έως θανάτου δια την πολλήν καύσιν του θέρους και την του χειμώνος ψυχρότητα, πείναν και άλλας στενοχωρίας του σώματος· διότι τα ιμάτιά μου εφθάρησαν από την ψύχραν, και έμεινα ολόγυμνος, ασθενήσας ημέρας πολλάς, και άλλους πειρασμούς και βάσανα έπαθα, ώστε δεν φθάνει γλώσσα να τα διηγηθή. Και πάντα ταύτα υπέμεινα καρτερικώς, στοχαζόμενος, καθώς είναι πρέπον να κάμνη έκαστος, τα ανεκλάλητα αγαθά, τα οποία ητοίμασεν ο Θεός δια τους αγαπώντας Αυτόν. Ο δε Κύριος, ιδών την πολλήν μου στενοχωρίαν, εκέλευσε και εφύτρωσαν τρίχες εις όλον το σώμα μου, και σκεπόμενος υπ’ αυτών δεν ησθανόμην πλέον το ψύχος ή άλλην βάσανον. Αλλά και καθ’ εκάστην ημέραν μου έφερεν άγιος Άγγελος ένα άρτον, δια να στηρίζωμαι και να δουλεύω τω Θεώ με περισσοτέραν θερμότητα. Ακούσας ταύτα περά του Οσίου εθαύμασα, και είπον αυτώ· πόθεν κοινωνείς των θείων Μυστηρίων; Ο δε απεκρίνατο. Πάσαν Κυριακήν έρχεται άγιος Άγγελος και μας μεταλαμβάνει όλους τους ερημίτας, και την ημέραν αυτήν καθ’ ην θα κοινωνήσωμεν, πληρούμεθα πάσης πνευματικής παρακλήσεως. Ούτε πεινώμεν ή διψώμεν ούτε πόνον ή άλλην θλίψιν αισθανόμεθα, και όταν κάποιος εξ ημών επιθυμήση να ίδη άνθρωπον, αναλαμβάνεται υπό των Αγγέλων εις τον παράδεισον, και θεωρών τοσαύτην λάμψιν και ωραιότητα των ουρανίων ταγμάτων εξίσταται, μετέχων εκείνου του θείου φωτός· χαίρει τω πνεύματι· ευφραίνεται και αγάλλεται περισσώς, τοσούτου αγαθού αξιούμενος, λησμονεί τελείως όλους του προτέρους κόπους και τας στενοχωρίας τας οποίας υπέμεινεν· εις δε το μέλλον εξάπτεται μάλλον ο πόθος του εις τον ένθεον έρωτα, και δουλεύει περισσότερον εξ όλης της ψυχής εις τους πνευματικούς αγώνας, δια ν’ αξιωθή να κληρονομήση αιωνίως τοσαύτην μακαριότητα. Ταύτα του αειμνήστου Ονουφρίου διηγουμένου μοι, ησθανόμην τοσαύτην γλυκύτητα, ώστε ελησμόνησα παντελώς τα λυπηρά της οδοιπορίας, την πείναν και δίψαν και όλον τον κόπον εις ουδέν λογισάμενος. Ενδυναμωθείς δε ψυχή τε και σώματι, είπον αυτώ μετ’ αγαλλιάσεως, Μακάριος εγώ, όστις ηξιώθην και είδον σε, και ήκουσα τους γλυκυτάτους λόγους σου. Ο δε είπε μοι. Ας καταπαύσωμεν τον λόγον, ω τέκνον, και ας υπάγωμεν ίνα ίδης την κατοικίαν μου. Περιπατήσαντες ουν τρία μίλλια, εφθάσαμεν εις μικράν καλύβην έχουσαν πηγήν και φοίνικα πλησίον αυτής, και ευξάμενοι εκαθήσαμεν τα περί Θεού διηγούμενοι. Της δε ημέρας τελειουμένης, περί την ηλίου δύσιν βλέπω εις το μέσον του κελλίου ένα άρτον μεγάλον και ωραιότατον. Ο δε Άγιος είπε μοι. Έγειρε, τέκνον μου, φάγε και πίε ει τι εξαπέστειλεν ο Κύριος, ότι πολύ είσαι ταλαιπωρημένος από την οδοιπορίαν και εάν δεν φάγης έχεις κίνδυνον. Εγώ δε είπον. Ζη Κύριος ο Σωτήρ ημών, ου ενώπιον παριστάμεθα, ου μη φάγω, εάν δεν φιλευθώμεν με αδελφικήν αγάπην αμφότεροι. Επί πολύ λοιπόν τον παρεκάλεσα και μετά βίας τον κατέπεισα. Ευλογήσας λοιπόν την τράπεζαν, έκοψε τον άρτον, και φαγόντες εις δόξαν Θεού εχόρτασα και μας απέμεινεν άρτος. Μετά την ευχαριστίαν επεράσαμεν όλην την νύκτα προσευχόμενοι. Πρωϊας γενομένης βλέπω την όψιν του προσώπου τού Αγίου χλωμήν και ενηλλαγμένην. Όθεν δειλιάσας, ηρώτησα το αίτιον τούτου. Ο δε λέγει μοι. Μη φοβηθής, αδελφέ, ότι ο περί πάντας αγαθός και ευσπλαγχνος Κύριος σε απέστειλε, να ενταφιάσης το σώμα μου. Ιδού γαρ σήμερον τελειώνει η παροικία μου και απελεύσεται η ψυχή μου εις την ανεκλάλητον ευφροσύνην της ουρανίου μακαριότητος, και ενθυμού όταν υπάγης εις την Αίγυπτον να κηρύξης εις τους μοναχούς, και εις όλους τους χριστιανούς, ότι εζήτησα ταύτην την χάριν παρά Θεού, όστις τελέση το μνημόσυνόν μου και εορτάση με, ή γράψη και κηρύξη τον βίον μου, καθώς σου τον εδιηγήθηκα, να μη του έλθη ποσώς εκ του διαβόλου πειρασμός. Εγώ δε είπον αυτώ. Μεγάλως επιθυμώ, πάτερ Άγιε, τούτον τον τόπον, και δος μοι την ευλογίαν σου, να τελέσω ενθάδε το υπόλοιπον της ζωής μου. Λέγει μοι· δεν σε απέστειλεν ο Κύριος να μείνης εδώ, αλλά μόνον να ενταφιάσης το σώμα μου και να ευφρανθής με τους Οσίους δούλους Αυτού, όσοι οικούσιν εις ταύτην την έρημον και να κηρύξης εις τον κόσμον τοις φιλοχρίστοις την πολιτείαν αυτών εις δόξαν Θεού, ίνα τους μιμηθώσι το κατά δύναμιν. Αφού ήκουσα ταύτα παράτου Αγίου έπεσον εις τους πόδας του λέγων. Γινώσκω, αγιώτατε Πάτερ, ότι όσα αιτήσεις τω Θεώ δώσει σοι δια τους πολλούς σου αγώνας. Δέομαι λοιπόν και παρακαλώ σε να με ευλογήσης να γίνω εις την αρετήν όμοιός σου, να λάβω παρά Θεού μετά σου την αυτήν δόξαν και όμοιον στέφανον εις την αιώνιον ζωήν, καθώς εις ταύτην ηξιώθην και σε απήλαυσα. Ο δε απεκρίνατο. Ο Κύριος να μη σε λυπήση εις αυτό όπερ εζήτησας, αλλά να σε ευλογήση και να σε στηρίξη εις την αγάπην Του, να σε λυτρώση από πάσαν αμαρτίαν και πειρασμόν του αντικειμένου, και να τελειώση εις σε το έργον, το οποιον επόθησας. Οι Άγγελοί Του να σε σκεπάσωσι και να σε φυλάξωσιν από τας επιβουλάς του εχθρού, δια να μη εύρη ο ψυχοφθόρος ουδέν πταίσμα εις σε κατά την ώραν της κρίσεως, και η ευλογία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος είη μετά σου εν τω νυν αιώνι και εν τω μέλλοντι. Ταύτα ειπών και κλίνας τα γόνατα, ύψωσε προς τον ουρανόν τας χείρας και τα όμματα, λέγων μετά δακρύων. Ύψιστε Θεέ και αόρατε, ου η δύναμις ανεξιχνίαστος και η δόξα ακατανόητος και ανέκφραστος, και το έλεος άπειρον και αμέτρητον, υμνώ, ευλογώ, προσκυνώ και δοξάζω Σε, Ον επόθησα εκ νεότητός μου, και Σοι ηκολούθησα. Επάκουσόν μου, προς Σε γαρ εκέκραξα, ότι επείδες επί την ταπείνωσίν μου, έσωσας εκ των αναγκών την ψυχήν μου, ου συνέκλεισάς με εις χείρας εχθρών, αλλ’ έστησας εν ευρυχώρω τους πόδας μου. Δέομαί Σου, Κύριέ μου, τη Ση δεξιά σκέπασόν με, ίνα μη ταραχθή η ψυχή μου από τους δαίμονας, όταν εξέρχεται εκ του σώματος, αλλά παράλαβε αυτήν δι’ αγίων Αγγέλων Σου και κατάταξον αυτήν ένθα επισκοπεί το φως του προσώπου Σου, ότι ευλογητός Ει και δεδοξασμένος εις τους αιώνας. Μνήσθητι, πανοικτίρμων και πολυέλεε, του πιστού λαού Σου· και όστις ευρεθή εις κίνδυνον θαλάσσης ή εις θυμόν δικαστού ή εις άλλην τινά στενοχωρίαν, και Σε επικαλεσθή λέγων: Παντοδύναμε Κύριε, δια πρεσβειών του δούλου σου Ονουφρίου ελέησόν με, παρακαλώ την βασιλείαν σου, καθώς μου έταξες, επάκουσον της δεήσεως αυτού. Ταύτα προσευξάμενος είπε: Κύριε, εις χείρας Σου παρατίθημι το πνεύμα μου, και ούτως έπεσεν ύπτιος εις την γην, και πάλιν προσηύχετο μυστικά. Το δε πρόσωπόν του έγινεν ως φως, και τότε ωσφράνθην τόσην ευωδίαν, ώστε έμεινα εξεστηκώς από την άρρητον εκείνην πνοήν του Παραδείσου και γλυκύτητα, ευθύς δε έγιναν βρονταί και αστραπαί φοβεραί. Τότε έπεσον από τον φόβον μου εις την γην και βλέπω ανεωγμένους τους ουρανούς, και πάσαν την στρατιάν των Αγγέλων ψάλλουσαν άνωθεν του Αγίου γλυκυτάτους ύμνους και μελωδικά άσματα ευτάκτως με λαμπάδας ανημμένας και χρυσά θυμιατά εις τας χείρας αυτών ως διάκονοι. Εις δε το μέσον αυτών εφάνη φως μέγα, και εκ του φωτός εξήλθε φωνή γλυκυτάτη λέγουσα. Δεύρο, ψυχή φιλτάτη μου, ίνα σε οδηγήσω εις εκείνην την ανάπαυσιν των δικαίων και την άρρητον αγαλλίασιν, την οποίαν επόθησας. Τότε εξήλθε του σώματος η μακαρία εκείνη ψυχή εν είδει λευκοτάτης περιστεράς, και λαβών αυτήν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εις τας παναχράντους χείρας Αυτού ανήλθεν εις τους ουρανούς με τους Αγίους Αγγέλους, ψάλλοντας με ευφροσύνην και αγαλλίασιν. Εγώ δε εγερθείς κατεφίλουν μετά δακρύων το ιερώτατον λείψανον, το οποίον εξήστραπτεν ως πολυτίμητος μαργαρίτης και ευωδίαζεν ως αρώματα. Οδυρόμενος ουν αμέτρως ώραν πολλήν, διότι εστερήθην τόσον τάχιστα τοιούτου πολυτίμου θησαυρού, τον οποίον με τόσον κόπον απέκτησα, διελογιζόμην πως να σκάψω την γην να τον κρύψω, αφού εργαλείον δεν είχον σιδηρούν. Τότε ήλθον δύο λέοντες, και πλησιάσαντες με πραότητα έλειχον τους πόδας αυτού, και έκαμνον σχήματα τινά πένθους και θλίψεως, ώσπερ να ήσαν λογικά κτίσματα. Εγώ δε είπον προς αυτούς: ηξεύρω, ότι ο Θεός σας έστειλε να ενταφιάσωμεν το άγιον λείψανον· επειδή και τα άλογα ζώα υμνούσι τον ποιητήν και υπακούουσιν εις Αυτόν. Και λαβών την ράβδον μου εσημείωσα εις την γην το μήκος του τάφου. Οι δε έσκαψαν με τους όνυχας αυτών και έκαμαν λάκκον. Αφού λοιπόν αφήρεσα το άλλο ήμισυ επανωφόριόν μου, το οποίον μού έμεινεν από τον προαναφερθέντα ερημίτην, και τυλίξας το άγιον λείψανον μετ’ ευλαβείας ενεταφίασα αυτό· οι δε λέοντες ποιήσαντες μετάνοιαν εις τον τάφον του Αγίου και εις εμέ τον ελάχιστον ανεχώρησαν. Έμεινα τότε εγώ κλαίων, συλλογιζόμενος την αναξιότητα και τας αμαρτίας μου, και έλεγον ταύτα. Ουαί μοι τω αθλίω και οκνηρώ. Πόσους δούλους επιμελείς και εναρέτους έχει ο Κύριός μου και στρατιώτας ανδρείους; Αλλ’ όμως εγώ, αμελής τε και ράθυμος, ποίαν απολογίαν θα δώσω τω κτίστη μου; Ποίον βραβείον και στέφανον νίκης να λάβω, αφού δεν επολέμησα ποτέ μου κατά του δαίμονος; Ταύτα λέγων διελογιζόμην να υπομείνω εις εκείνον τον τόπον και να αγωνίζωμαι. Αλλ’ ευθύς έγινε σεισμός, και πεσόντος του όρους εκείνου, εσκέπασεν όλον το σπήλαιον, την πηγήν και τον φοίνικα, και άπαντα ηφανίσθησαν. Εγώ δε το συμβάν θεασάμενος, ηννόησα ότι δεν ήτο Θεού θέλημα να μείνω εκεί και έκλαιον. Επιφανείς δε έμπροσθέν μου ο προρρηθείς Άγγελος είπέ μοι. Μη κλαίης, αλλά χαίρε μάλλον, ότι ηξιώθης και είδες θαυμάσια. Πορευθείς λοιπόν εις Αίγυπτον, κήρυξον άπαντα τα περί του μακαρίου Ονουφρίου και των λοιπών, όσα είδες και θέλεις ίδει εις ταύτην την έρημον. Άπελθε λοιπόν εις ειρήνην παρά Θεού ενδυναμούμενος. Εκοιμήθη δε ο πανόλβιος Ονούφριος τη ιβ΄ (12η) Ιουνίου, εις δόξαν του Κυρίου υμών Ιησού Χριστού. Μετά ταύτα αναχωρήσας εκείθεν και περιπατήσας ημέρας τέσσαρας, έφθασα εις ένα κελλίον, και εισελθών εν αυτώ ουδένα εύρον εντός. Διο καθήσας περιέμενον τον οικήτορα, όστις ήλθε μετ’ ολίγην ώραν, και ήτο θαυμαστός την θέαν και σεβάσμιος, πολιός την τρίχα, ενδεδυμένος ιμάτιον πεπλεγμένον με φύλλα φοίνικος, το δε πρόσωπον αυτού εφαίνετο ως θείου Αγγέλου, και λέγει μοι. Ειρήνη σοι, αδελφέ μου και συνεργάτα Παφνούτιε, ο τον μακάριον ενταφιάσας Ονούφριον. Εγώ δε ταύτα ακούσας εθαύμασα και πεσών επί γης αυτώ προσεκύνησα. Ο δε είπέ μοι· ανάστα, τέκνον. Ο Κύριος σε ηξίωσε να απολαύσης τους φίλους Του, όστις και την έλευσίν σου μας απεκάλυψε. Γίνωσκε δε ότι εξήντα έτη έχομεν κατοικούντες εις ταύτην την έρημον και ουδένα είδομεν άλλον τινά άνθρωπον. Ούτω συνομιλούντων ημών, έφθασαν άλλοι τρεις γηραλέοι όμοιοι μετ΄αυτού εις το χρώμα και το ένδυμα, και ασπασάμενος αυτούς, εκαθήσαμεν εξηγούμενοι περί του μακαρίου Ονουφρίου και άλλων Αγίων. Έπειτα μου είπον: έγειρε, τέκνον, να φιλευθώμεν, ίνα στηριχθή η καρδία σου, ότι πολύν δρόμον επεριπάτησας, και ημείς τώρα χάριν σου συνήχθημεν, ίνα συνευφρανθώμεν ψυχή τε και σώματι. Εγερθέντες λοιπόν προσηυχήθημεν και ιδού βλέπω πέντε άρτους ζεστούς, ως να τους εξήγαγον εκείνην την ώραν από τον κλίβανον, έφερον δε και αυτοί άλλο είδος βρώσιμον, και εφάγαμεν προς αυτάρκειαν. Μετά την ευχαριστίαν μοι είπον. Ιδού σήμερον, ως ήκουσας, εξηκονταετή χρόνον έχομεν εις ταύτην την έρημον, και καθ’ εκάστην μάς έρχονται τέσσαρες άρτοι εκ θείου προστάγματος. Σήμερον δε χάριν σου ευρέθησαν πέντε. Και δεν ηξεύρομεν πόθεν φέρονται, μόνον αφού αναγνώσωμεν την ακολουθίαν του εσπερινού ευρίσκομεν αυτούς εις την τράπεζαν. Μετά ταύτα ετελέσαμεν αγρυπνίαν, όλην την νύκτα ευχόμενοι· και πρωϊας γενομένης τους παρεκάλεσα να μοι είπουν τα ονόματά των, πλην δεν ηθέλησαν, αλλ’ απεκρίθησαν· εκείνος όστις γινώσκει τα πάντα ηξεύρει και ημών τα ονόματα. Μόνον συγχώρησόν μας, και πρέσβευε ίνα ίδωμεν αλλήλους εις τον Παράδεισον. Ευλογηθείς λοιπόν παρ’ αυτών ανεχώρησα, και περιπατήσας ημέραν μίαν έφθασα εις τόπον πολύ ωραίον και επιτήδειον, ένθα ήτο σπήλαιον και πηγή ύδατος, και επότιζε διάφορα δένδρα από καρπούς φορτωμένα, ώστε εθαύμαζα δια το πλήθος και την ποικιλίαν αυτών. Ήσαν δε παντός είδους δένδρα, των οποίων η γεύσις των καρπών ήτο γλυκυτέρα του μέλιτος, και η ευωδία θαυμάσιος, τόσον ώστε μοι εφαίνετο ως να ευρισκόμην εις τον Παράδεισον. Ενώ λοιπόν εθαύμαζον την ωραιότητα αυτών, βλέπω τέσσαρας νέους ωραιοτάτους και ευειδείς, ενδεδυμένους δέρματα προβάτων, οίτινες πλησιάσαντες είπον μοι. Χαίροις, αδελφέ Παφνούτιε. Εγώ δε πεσών επί γης προσεκύνησα αυτούς. Αφού δε εκείνοι με ήγειραν εκαθήσαμεν συνομιλούντες. Ήσαν δε εις την όψιν τοσούτον ένδοξοι, ώστε ενόμιζα ότι ήσαν Άγγελοι εξ ουρανού κατερχόμενοι. Λαβόντες δε εκ των καρπών μου έδωσαν εις βρώσιν, δεικνύοντες ευσπλαγχνίαν και αγάπην πολλήν προς εμέ. Παρέμεινα δε εκεί ημέρας επτά, και ερωτήσας αυτούς πόθεν ήσαν, και πως ήλθον εις τον τόπον εκείνον, μοι απεκρίθησαν: Επειδή ο Κύριος σε απέστειλε, θα σου είπωμεν την αλήθειαν. Ημείς είμεθα από μίαν πόλιν καλουμένην Οξύρυχον. Οι γονείς μας είναι οι πρώτοι άρχοντες της πόλεως, βουλευταί την αξίαν, οίτινες μας έβαλαν εις τα γράμματα και αφού εμάθομεν τα κοινά, ηθέλησαν να μας στείλουν εις την σπουδήν, να μάθωμεν φιλοσοφικά. Και ημείς, αφού συνεσκέφθημεν, απεφασίσαμεν, του Θεού συνεργούντος, να μάθωμεν κάλλιον την σοφίαν Αυτού. Και ούτω ανεχωρήσαμεν κρυφίως από την πατρίδα μας και ήλθομεν εις την έρημον, έχοντες μεθ’ ημών ολίγους άρτους και ύδωρ μέτριον, τα οποία μας έφθασαν μίαν εβδομάδα. Έπειτα επεράσαμεν ημέρας πολλάς με πείναν και κακοπάθειαν, μη γνωρίζοντες τι να πράξωμεν και τότε βλέπομεν ενώπιον ημών άνδρα ένδοξον, ο οποίος μας έφερεν εις τούτον τον τόπον, και μας παρέδωκεν εις ένα άγιον γέροντα, όστις έζησεν ένα χρόνον διδάσκων ημάς πως να δουλεύωμεν τω Κυρίω. Και πληρωθέντος του χρόνου ετελειώθη ο Όσιος, και ιδού έχομεν εξ χρόνους ενταύθα, και δεν εφάγομεν άρτον ή άλλην τινά βρώσιν, ειμή μόνον από των καρπών τούτων των δένδρων. Τας πέντε ημέρας της εβδομάδος διαμένει έκαστος χωριστά ησυχάζων, το δε Σάββατον συναντώμεθα εδώ και διερχόμεθα τας δύο ημέρας αδελφικώς σιτιζόμενοι. Και πάλιν επιστρέφομεν εις την ησυχίαν, και ο εις δεν γνωρίζει του άλλου τους αγώνας και τα κατορθώματα. Εγώ δε είπον αυτοίς. Πόθεν κοινωνείτε των θείων μυστηρίων; Οι δε απεκρίθησαν· δια τούτο συναγόμεθα και ετοιμάσου να κοινωνήσης αύριον, ότε έρχεται Άγγελος Κυρίου και μας μεταλαμβάνει δια χειρός αυτού το άγιον Σώμα και Αίμα του Χριστού. Εγώ δε ακούσας εχάρην και εμείναμεν ψάλλοντες όλην την νύκτα, υμνούντες τον Βασιλέα Χριστόν. Το πρωϊ, όταν ήλθεν ο Άγγελος Κυρίου, ωσφράνθημεν οσμήν και ευωδίαν τερπνήν και θαυμάσιον, και επληρώθημεν ευφροσύνης εξ αυτού. Εγώ δε έμεινα εξεστηκώς, ως εάν ήμην εις τον Παράδεισον. Και ενδυναμωθείς τη καρδία υπό του Αγγέλου, ηγέρθην και κοινωνήσαντες δια χειρός αυτού, μας ηυλόγησε λέγων. «Γένοιτο εν υμίν το Σώμα τούτο και Αίμα του Δεσπότου Ιησού Χριστού του Θεού ημών τροφή άφθαρτος και ζωή αιώνιος». Και αποκριθέντες μετά φόβου είπομεν το Αμήν. Ήτο δε ημέρα Κυριακή, και εμείναμεν με χαράν μεγάλην εις τας καρδίας μας, και τότε είπε προς με ο Άγγελος. Άπελθε, Παφνούτιε, εις την Αίγυπτον, κήρυξον εις τους ευσεβείς πάντα όσα είδες και ήκουσας εις την έρημον, εξαιρέτως δε τα περί του Οσίου Ονουφρίου, τον οποίον σε ηξίωσεν ο Κύριος και απήλαυσες και συνηρίθμησέ σε μετά των Αγίων αυτού. Εγώ δε εζήτησα χάριν από τον Άγγελον να μοι συγχωρήση να κατοικήσω με τους Αγίους εκείνους έως το τέλος της ζωής μου και είπέ μοι. Καθώς ήρεσε τω Θεώ, ούτως είναι ανάγκη να γίνεται το άγιον Αυτού θέλημα, και οποίαν εργασίαν και πράξιν δυνηθή τις να τελέση κατά Θεόν πολιτευόμενος, λαμβάνει την αμοιβήν πολλαπλασίαν. Ύπαγε λοιπόν εις το κελλίον σου, επειδή ούτως ο Δεσπότης επρόσταξε. Και τον αυτόν μισθόν θέλεις απολαύσει εν ημέρα ανταποδόσεως, ώσπερ και αυτοί. Διότι είναι γεγραμμένον εις την βίβλον των Δικαίων το όνομά σου, ως είπόν σοι. Ταύτα ειπών ο Άγγελος άφαντος εγένετο. Οι δε αδελφοί ητοίμασαν τράπεζαν και εφάγομεν οπώρας εις δόξαν Θεού και όλην την ημέραν ησθανόμην την άρρητον εκείνην ευωδίαν. Την ακόλουθον νύκτα εποιήσαμεν αγρυπνίαν και το πρωϊ αποχαιρετήσας αυτούς τους παρεκάλεσα να μου είπουν τα ονόματά των. Οι δε απεκρίθησαν, ότι ο πρώτος εκαλείτο Ιωάννης, ο δεύτερος Ανδρέας, ο τρίτος Ηρακλαίμων, και ο άλλος Θεόφιλος. Οίτινες με συνώδευσαν πέντε μίλια, και τότε, ασπασάμενοι αλλήλους, επέστρεψαν εις το κελλίον των. Εγώ δε επορευόμην λυπούμενος άμα και ευφραινόμενος. Λύπην μεν είχον, ότι δεν ηξιώθην να οικήσω και εγώ εις τοιούτον τόπον ωραίον και πανευφρόσυνον. Χαράν δε πάλιν, ενθυμούμενος τας ευλογίας, ας έλαβον από τους οσίους δούλους του Χριστού, και από τον άγιον Άγγελον. Οδοιπορήσας λοιπόν ημέρας τρεις έφθασα εις την Αίγυπτον, και ευρών πολλούς αδελφούς φοβουμένους τον Κύριον ανεπαύθην μετ’ αυτών ημέρας δέκα, διηγούμενος εις αυτούς άπαντα τα άνωθεν ειρημένα. Οι δε ακούσαντες έκλαυσαν από την χαράν, ευχαριστούντες τον Κύριον. Ήσαν δε οι αδελφοί ούτοι φιλόχριστοι και φιλόξενοι, οίτινες έγραψαν σπουδαίως όσα ελάλησα, και τα έστειλαν εις όλην την Σκήτην, και τα ανέγνωσαν εις τους Αγίους Πατέρας, και πάντες εδόξασαν τον Θεόν. Έως εδώ είναι λόγοι του μακαρίου Παφνουτίου, ο οποίος, αφού έφθασεν εις το κελλίον του, έζησεν ολίγον καιρόν. Και τότε είδεν Άγιον Άγγελον λέγοντα αυτώ. Ελθέ, Όσιε του Θεού, εις τας ακινήτους σκηνάς ίνα αγάλλεσαι μετά των δικαίων, των τω Θεώ εν ερήμοις και όρεσιν ευαρεστησάντων. Ταύτα ακούσας ο Όσιος ηυχαρίστησε τω Κυρίω. Και ζήσας ολίγην ώραν απήλθε προς τον ποθούμενον, εις εκείνην την ανέκφραστον ηδονήν και άρρητον αγαλλίασιν, ης αξιωθείημεν και ημείς ταις των Οσίων Ονουφρίου και Παφνουτίου και των λοιπών Αγίων πρεσβείαις. Ίνα συνευφραινώμεθα μετ’ αυτών εις αιώνα τον ατελεύτητον δοξάζοντες Πατέρα και Υιόν συν τω Αγίω Πνεύματι, την μίαν και μόνην Θεότητα.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΓ΄ (13η) Ιουνίου, μνήμη της Αγίας Μάρτυρος ΑΚΥΛΙΝΗΣ.

Δημοσίευση από silver »

Ακυλίνα η Αγία Μάρτυς ήκμασε κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού, εν έτει 298 καταγομένη εκ της Βίβλου, πόλεως της Παλαιστίνης θυγάτηρ περιφανούς τινος άρχοντος, Ευτολμίου ονομαζομένου. Πενταετής εβαπτίσθη υπό του Επισκόπου Ευθαλίου, όταν δε έφθασεν εις το δέκατον έτος της ηλικίας της εδίδασκε τας ομήλικας αυτής κόρας να απέχωσι μεν από της πλάνης των ειδώλων, να προσέρχωνται δε εις την πίστιν του Χριστού· όθεν δια την αιτίαν ταύτην διεβλήθη εις τον ανθύπατον Ουλοσιανόν παρά τινος Νικοδήμου. Προσήχθη λοιπόν έμπροσθεν του ηγεμόνος, και ερωτηθείσα ωμολόγησε παρρησία το όνομα του Χριστού. Διο έδειραν αυτήν ασπλάγχνως και με σιδηράς βελόνας πυρακτωμένας διετρύπησαν τα ώτα της, ώστε έρρεον τα αίματα εκ της ρινός. Έπειτα λαβούσα την δια ξίφους απόφασιν, απεκεφαλίσθη και ούτως η μακαρία έλαβε παρά Κυρίου τον αμάραντον του μαρτυρίου στέφανον. Τελείται δε η αυτής Σύναξις και εορτή εις τον μαρτυρικόν αυτής Ναόν, ο οποίος κείται πλησίον εις τον τόπον τον καλούμενον της Φιλοξένου, εν τω περιτειχίσματι.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΔ΄ (14η) μνήμη του Αγίου ενδόξου Προφήτου ΕΛΙΣΣΑΙΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Ελισσαίος ο Άγιος του Θεού Προφήτης ήτο υιός Σαφάτ από Αελμούθ εκ της γης του Πατριάρχου Ρουβίμ· συνέβη δε εις τον Προφήτην τούτον εν παράδοξον θαύμα· διότι ότε αυτός εγεννήθη εις τα Γάλγαλα, η χρυσή δάμαλις, η εκεί προσκυνουμένη, εβόησε με τόσον μεγάλην φωνήν, ώστε ηκούσθη εις την Ιερουσαλήμ. Ο δε Αρχιερεύς θεωρήσας εις τας δύο πέτρας τας εν τω στήθει αυτού κρεμαμένας, από τας οποίας η μία ωνομάζετο Δήλωσις και η άλλη Αλήθεια, είπε τον λόγον τούτον. «Σήμερον εγεννήθη προφήτης εις την Ιερουσαλήμ, ο οποίος θέλει κρημνίσει τα γλυπτά και θέλει συντρίψει τα χωνευτά είδωλα». Ότε δε ο Προφήτης ούτος Ελισσαίος έφθασεν εις ηλικίαν και εχρίσθη προφήτης υπό του Ηλιού, πολλά θαυμάσια εποίησεν ο Θεός δια μέσου αυτού· ότε δε απέθανεν ενεταφιάσθη εις την Σεβαστούπολιν την εν Σαμαρεία ευρισκομένην. Ούτος ο Προφήτης επροφήτευσε περί της Χριστού παρουσίας και ιάτρευσε τα ύδατα της Ιεριχώ, τα οποία έκαμνον ατέκνους τους ανθρώπους και τα ζώα όπου έπινον εξ αυτών, τα ιάτρευσε δε ρίψας άλας εις αυτά και ειπών· «Τάδε λέγει Κύριος· ιατρεύω τα νερά ταύτα». Ούτος ανέστησε και δύο νεκρούς, ένα ότε ήτο ακόμη εν ζωή, τον υιόν δηλαδή της Σωμανίτιδος, και άλλον μετά τον θάνατόν του. Ούτος τον μεν Νεεμάν τον Σύρον εκαθάρισεν από την λέπραν, τον δε υπηρέτην του Γιεζήν λεπρόν εποίησε δια την φιλαργυρίαν και παρακοήν του. Ούτος και τα ρείθρα του ποταμού Ιορδάνου κτυπήσας με την μηλωτήν του Ηλιού τα διεχώρισε και τα διαπέρασε και πολλά άλλα εποίησε θαύματα. Τελείται δε η αυτού σύναξις εις τον αγιώτατον και προφητικόν του Ναόν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΕ΄ (15η) Ιουνίου, μνήμη του Αγίου Προφήτου ΑΜΩΣ.

Δημοσίευση από silver »

Αμώς ο Προφήτης ήτο πατήρ Ησαϊου του Προφήτου, και εγεννήθη εν τη χώρα Θεκουέ, εις την γην του Πατριάρχου Ζαβουλών· επροφήτευσε δε έτη πεντήκοντα, ακμάσας προ της παρουσίας του Χριστού έτη 799. Αμεσίας δε ο ψευδοϊερεύς Βαιθήλ πολλάκις έδειρε και κατηγόρησεν αυτόν, και τελευταίον ο υιός του τον εθανάτωσε, πλήξας κατά την μήνιγγα τον μακάριον δια χονδράς ράβδου, επειδή ήλεγχεν αυτόν ο Άγιος Προφήτης δια τας χρυσάς δαμάλεις, τας οποίας προσεκύνουν οι Ιουδαίοι και ελάτρευον ως θεούς. Μετέβη δε εις την πατρικήν του γην ενώ ήτο ακόμη ζωντανός και μετά δύο ημέρας εκοιμήθη, και ετάφη μετά των πατέρων του. Αμώς δε μεθερμηνεύεται καρτερός, πιστός, λαός σκληρός, στερεός. Ήτο δε κατά τον χαρακτήρα του σώματος δασύτριχος, γέρων σχεδόν, το γένειον έχων οξύ, και παρόμοιος κατά το είδος με τον Θεολόγον Ιωάννην.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΣΤ΄ (16η) Ιουνίου, μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών ΤΥΧΩΝΟΣ Επισκόπου Αμαθούντος της νήσου Κύπρου

Δημοσίευση από silver »


Τύχων ο Άγιος και θαυματουργός ήκμασεν επί των βασιλέων Αρκαδίου και Ονωρίου εν έτει υ΄ (400)· έχων δε γονείς ευσεβείς και φιλοχρίστους αφιερώθη υπ’ αυτών εις τον Θεόν και έμαθε τα ιερά γράμματα. Όθεν αφ’ ου εμελέτησεν αρκετά τας Αγίας Γραφάς, πρώτον μεν έγινεν αναγνώστης και ανεγίνωσκεν εν τη Εκκλησία τους θείους Λόγους, είτα δε δια την εις όλα επιτηδειότητά του και δια την καθαρωτάτην και ακατηγόρητον ζωήν του εχειροτονήθη Διάκονος υπό του αγιωτάτου Επισκόπου Αμαθούντος, Μνημονίου ονομαζομένου. Αφ’ ου δε εκείνος ετελεύτησεν, ανεβιβάσθη ούτος εις τον θρόνον της Επισκοπής υπό του μεγάλου και Αγίου Επιφανίου της Κύπρου. Όθεν δια του λόγου και της διδασκαλίας του επέστρεψε μεν πολλούς από της πλάνης των ειδώλων εις την προς Χριστόν πίστιν, πολλούς δε ελληνικούς ναούς κατέστρεψε και συνέτριψε τα εν αυτοίς είδωλα. Με τοιαύτα λοιπόν κατορθώματα διαπρέψας απήλθε προς Κύριον, θαύματα πολλά και ζων και μετά θάνατον εργασάμενος, εκ των οποίων εν ή δύο είναι άξιον να αναφέρωμεν ενταύθα, εις απόδειξιν της αρετής και αγιότητος τού θείου ανδρός. Ότε ο Άγιος ήτο νέος ωρίσθη από τον πατέρα του, αρτοπώλην όντα, να πωλή άρτους εις τους αγοράζοντας· αυτός όμως αντί να πωλή, τους έδιδε χάρισμα εις τους πτωχούς. Μαθών τούτο ο πατήρ του ωργίσθη, επειδή από το επάγγελμα τούτο επορίζετο τα δια τας ανάγκας τού οίκου του απαραίτητα. Ο δε Τύχων έλεγε προς τον πατέρα του, ότι δανείζει τους άρτους εις τον Θεόν, και ότι έχει έγγραφον χρεωστικήν ομολογίαν, ότι τα έλαβεν ο Θεός· και, ω του θαύματος! παρευθύς έγινεν αληθής και έμπρακτος ο λόγος του Αγίου, επειδή και αι αποθήκαι του πατρός του ευρέθησαν γεμάται από σίτον περισσότερον παρ’ όσον εγέμιζον, όταν από το αλώνιον εφέρετο ο σίτος. Τούτο δε το θαύμα, αν και είναι μεγάλον, πλην και άλλοι Άγιοι τοιούτον εποίησαν, διότι ο Πανάγαθος Θεός δεν λείπει από του να δίδη εις τους ανθρώπους σίτον και τα άλλα αγαθά του, ίνα και αυτοί πλουσίως μοιράζωσι την ελεημοσύνην εις τους πτωχούς. Το δε έτι μεγαλύτερον θαύμα το εις δόξαν μόνου του Αγίου τούτου αποβλέπον, και το οποίον σύγκρισιν με άλλο παρόμοιον δεν έχει, είναι τούτο· ο Άγιος ούτος εφύτευσε κλήμα, το οποίον ευθύς ερρίζωσε, παρευθύς εβλάστησε φύλλα, παρευθύς ήνθησε, παρευθύς έκαμε σταφυλάς ωρίμους και γλυκείας. Διότι εις ποίον άλλο μέρος της Κύπρου εφάνη ποτέ σταφυλή ώριμος κατά την παρούσαν δεκατην έκτην του Ιουνίου, κατά την οποίαν η μνήμη του Αγίου τούτου τελείται; Βεβαίως εις κανένα· το δε παράδοξον τούτο γίνεται ούτω. Το κλήμα εκείνο το φυτευθέν υπό του Αγίου, έχει μεν σταφύλια άωρα, όταν δε αρχίση η θεία λειτουργία εν τη εορτή του Αγίου αρχίζουσι τα άσπρα σταφύλια του κλήματος να μαυρίζωσι και να ωριμάζωσιν· όταν τελειώση η θεία Λειτουργία τότε και τα σταφύλια γίνονται ώριμα γλυκύτατα και εις το φαγείν χρησιμώτατα.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΖ΄ (17η) του αυτού μηνός Ιουνίου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΜΑΝΟΥΗΛ, ΣΑΒΕΛ και ΙΣΜΑΗΛ.

Δημοσίευση από silver »


Μανουήλ, Σαβέλ και Ισμαήλ οι ένδοξοι Μάρτυρες κατήγοντο από την Περσίαν, ήσαν δε αυτάδελφοι και έζων κατά τους χρόνους Ιουλιανού του Παραβάτου εν έτει τξγ΄ (363). Ούτοι αποσταλέντες από τον βασιλέα των Περσών, Βαλάνον ονομαζόμενον, δια να κάμωσι πρεσβείαν και μεσιτείαν περί ειρήνης, μεταξύ αυτού και του Ιουλιανού, και βλέποντες τον Παραβάτην Ιουλιανόν, ότι εθυσίαζεν εις τα είδωλα πέραν εις την Χαλκηδόνα και ότι πολλοί υπετάσσοντο εις την πλάνην του, εθρήνουν και έκλαιον δια την εκείνων απώλειαν, επειδή ήσαν ευσεβείς και ελάτρευον τω Χριστώ. Παρεκάλουν δε τον Κύριον να διαφυλαχθώσιν εις την αυτού πίστιν και να μη συγκοινωνήσωσι με την πλάνην των ειδώλων. Φανερωθέντες δε ότι είναι Χριστιανοί, ωδηγήθησαν εις τον Ιουλιανόν, και ομολογήσαντες τον Χριστόν μετά παρρησίας υπεβλήθησαν εις μεγάλας βασάνους παρ’ αυτού, διο και μεγάλων στεφάνων ηξιώθησαν παρά Κυρίου. Ας ίδωμεν όμως το κατά πλάτος μαρτύριον αυτών δια να γνωρίσωμεν καλύτερον την υπομονήν των Αγίων και την μανίαν των τυράννων. Δεν είναι δε τόσον θαυμαστόν και παράδοξον, το ότι εκείνοι οι παλαιοί τύραννοι ειδωλολάτραι εδίωκον με τόσην μανίαν την Εκκλησίαν του Χριστού και επαίδευον εκείνους, οίτινες ωμολόγουν το όνομα αυτού, διότι αυτοί όντες όλως διόλου προσηλωμένοι και ανατεθραμμένοι εις την πλάνην των ειδώλων, ενόμιζον ότι ορθώς λατρεύουν, χωρίς να στοχασθούν αποτρόπαιον και μισητήν την πλάνην των, αλλ’ ως πατροπαράδοτον την ενηγκαλίζοντο και την ησπάζοντο· ενόμιζον δε την πίστιν των Χριστιανών αποτρόπαιον και ευκαταφρόνητον, δια τούτο και επαίδευον σκληρώς εκείνους οίτινες ήσαν προσηλωμένοι εις αυτήν. Δεν πρέπει όθεν να απορή κανείς δι’ αυτούς, καθόσον ούτοι ήσαν ανατεθραμμένοι εις την λατρείαν των ειδώλων, αλλά να τους λυπήται δια την πλάνην των. Θαυμαστότερον όμως είναι το να πολεμήται τις από εκείνους οίτινες εστάθησαν το πρώτον φίλοι, ύστερον δε εχθροί άσπονδοι και φοβεροί διώκται· καθώς εις από αυτούς εστάθη και ο αποστάτης Ιουλιανός, ο οποίος εξ αρχής εξεπαιδεύθη και έμαθε και νόμους και συνηθείας των Χριστιανών, ανατραφείς μέσα εις την Ορθοδοξίαν, και αξιωθείς και μαθημάτων, και θείων λόγων, και αυτών των Μυστηρίων της Πίστεως· αυτός δε ύστερον υπετάγη εις τους δαίμονας, και τα μεν των Χριστιανών ενόμιζεν ως άχρηστα, τα δε των Ελλήνων σεβάσματα εδόξασε, και εχρημάτισεν αυτός, όστις ανετράφη εις τας αγκάλας της Ορθοδόξου Πίστεως, ο κάκιστος των διωκτών απάντων αυτής και ο πλέον αναιδέστατος· τον οποίον Παραβάτην Ιουλιανόν πάντες τον ηξεύρετε. Και μόνη δε η προσωνυμία αυτού τον αποδεικνύει μισητόν και αποβεβλημένον, εξαιρέτως δε η κακίστη αυτού γνώμη, ήτις ήτο εφευρετική πάσης κακίας. Αυτός λοιπόν ο τρισάθλιος Παραβάτης, μελετήσας απροσδοκήτως να αποστατήση κατά του Θεού, απεφάσισε και την εναντίον του θείου του Κωνσταντίου αποστασίαν, όστις θείος του τον έκαμε διάδοχον της βασιλείας του, συγχρόνως δε σκοτισθείς πλέον την διάνοιαν κατελήφθη και από άσπονδον μίσος κατά των Χριστιανών, μετά των οποίων το πρότερον και αυτός εκαλείτο Χριστιανός. Ληστρικώς όθεν την βασιλείαν των Ρωμαίων καταλαβών υπερηφανεύθη δια τούτο μεγάλως και εις ύψος αρθείς, έγινεν εις όλους απεχθής και βαρύτατος, μη φροντίζων άλλο τι, ει μη πως να σύρη εις την ασέβειάν του όλους τους Χριστιανούς, και να τους παραστήση εις τους ιδίους αυτού δαίμονας ο μιαρώτερος τούτων και απανθρωπότερος· και άλλους μεν με απειλάς βασάνων, άλλους δε με κολακευτικούς λόγους προσεπάθει να ελκύση προς την ιδίαν αυτού πλάνην. Τούτου όμως την κακουργίαν και βδελυράν απάτην πολλοί των Χριστιανών κατεφρόνησαν, οι δε περισσότεροι και την δοκιμήν της τιμωρίας υπέφερον με γενναιότητα, και μέχρι θανάτου ηγωνίσθησαν, καταισχύναντες τον τύραννον. Επειδή λοιπόν κοντά εις τους τόσους άλλους, οίτινες υπέφερον την του αποστάτου τυραννίαν, είναι και οι σήμερον εορταζόμενοι τρεις ούτοι γενναίοι Μάρτυρες, μανουήλ, Σαβέλ και Ισμαήλ, οίτινες είναι και η υπόθεσις του λόγου μας, ως χρέος απαραίτητον και προς ζήλον άλλων πολλών πρέπει να διηγηθώμεν τους αγώνας και τα παλαίσματα αυτών, και πως με εκείνον τον ένθερμον ζήλον και θεϊκόν έρωτα κατήσχυναν τον αποστάτην και ωσάν ανόητον τινά παίδα περιέπαιζαν αυτόν, δια να γνωρίση πας τις την γενναιότητα, το προς Θεόν σέβας και την ανδρείαν αυτών. Τούτων των γενναιοτάτων πατρίς ήτο η Περσία· το δε γένος από μεν την μητέρα αυτών ευσεβείς και φιλόχριστοι· ο δε πατήρ αυτών τη ασεβεία απέθανεν· η ζωή των τιμία και θαυμαστή, και εις την ευσέβειαν πρέπουσα. Αδελφοί και οι τρεις ψυχή τε και σώματι, ων του μεν πρώτου το όνομα ήτο Μανουήλ, του δε δευτέρου Σαβέλ και του τρίτου Ισμαήλ. Τούτων η φροντίς και επιμέλεια δεν ήτο άλλη, ει μη πως να φύγουν την πατρικήν ασέβειαν ως βδελυράν, μισητήν και αποτρόπαιον· καθότι οι Πέρσαι σέβονται τον ήλιον, η δε λατρεία αυτών είναι λύχνοι και θυσίαι βρωμεραί, και το να μιαίνωνται με διάφορα μιάσματα, εις τα οποία οι τρεις ούτοι ούτε καν να ατενίσουν ήθελον, νομίζοντες και τούτο ως μίασμα, διδαχθέντες καλώς από την νεότητά των εις τα θεία της Ορθοδοξίας δόγματα παρά τινος ευγενούς και επιφανούς ανδρός, το όνομα Ευνοϊκού, και ανατραφέντες παρ’ αυτού τω όντι ευνοϊκώς εις τα της Πίστεως δόγματα. Επειδή δε τότε ο Ιουλιανός αποστείλας επιστολάς και πρέσβεις εις τον βασιλέα της Περσίας εζήτει να κάμουν μεταξύ των συνθήκην ειρήνης, αυτός εκλέξας τους τρεις τούτους αδελφούς ως πλέον πεπαιδευμένους των άλλων απέστειλεν εις Κωνσταντινούπολιν προς τον βασιλέα Ιουλιανόν. Ο τρισάθλιος όμως ούτος χωρίς να εντραπή ούτε την αρετήν των ανδρών, ούσαν μεγάλην και θαυμαστήν, ούτε από ποίον απεστάλησαν, ούτε την πρεσβείαν, δια την οποίαν ήλθον καλεσμένοι από αυτόν, ούτε καν να στοχασθή τα ενδεχόμενα, ανταμείβει τους τιμίους αυτούς άνδρας με ανυποφόρους παιδείας, και τελευταίον με τον πικρότατον θάνατον, φιλοφρονήσας αυτούς με τοιαύτας περιποιήσεις, αι οποίαι έπρεπον εις την μιαράν αυτού ψυχήν και τον ασεβέστατον τρόπον. Πως δε εγένετο τούτο, προχωρών ο λόγος θέλει το φανερώσει. Ήλθον λοιπόν οι Άγιοι από την Περσίαν φέροντες μεθ’ εαυτών και τα του βασιλέως αυτών γράμματα υπέρ της ειρήνης και φιλίας, τόσον εις τον βασιλέα των Ρωμαίων Ιουλιανόν, όσον και εις τους άλλους αξιωματούχους του Κράτους. Ο δε Παραβάτης κατ’ αρχάς τους εδέχθη με την πρέπουσαν τιμήν, ως απεσταλμένους επί μεγάλου πράγματος ήτοι της ειρήνης, ηξίωσε δε τούτους πάσης βασιλικής φιλοφροσύνης και συναναστροφής, και της μετ’ αυτού τραπέζης και διότι ήσαν άξιοι πάσης τιμής, αλλά και διότι μόνον η οδοιπορία εις την οποίαν υπεβλήθησαν δια να έλθουν ήτο μυρίων τιμών και περιποιήσεων αξία. Ο κακός όμως τύραννος δεν μετεχειρίζετο αληθώς και ειλικρινώς την δεξίωσιν ταύτην, αλλά πανούργως, καυώς και μετ’ ολίγον εφανερώθη, καθόσον τα κάκιστα αυτού έργα τον απέδειξαν αχρείον και δολιώτατον. Επειδή λοιπόν εφάνη τότε αρεστόν εις αυτόν να υπάγη εις τόπον τινά της Βιθυνίας, καλούμενον Όργια του Τρίγωνος, και να διέλθη το στενόν της Χαλκηδόνος, προσεκάλεσεν όλους τους υπ’ αυτόν ομογνώμονας να τον ακολουθήσουν· παρέλαβε δε μεθ’ εαυτού και τους τρεις τούτους άνδρας, καθότι επρόκειτο να τελέση εκεί εορτήν πάνδημον, δια να ευχαριστήση τους εναγείς αυτού δαίμονας με θυσίας και αίματα. Πάντες λοιπόν οι άλλοι, ως όντες εσκοτισμένοι εκ της πλάνης και κυριευμένοι από το βαθύ σκότος της ειδωλολατρείας, συνεώρταζον μετ’ αυτού και συνεθυσίαζον, υποτεταγμένοι όλη ψυχή εις την ασέβειαν· μόνον δε οι τρεις ούτοι ουδέ καν με τους οφθαλμούς ανοικτούς ηθέλησαν να ίδουν τα όσα εκεί εγίνοντο· αλλά μένοντες εις τινα γωνίαν μακράν των θυσιών, και κλαίοντες και λυπούμενοι, παρεκάλουν τον Θεόν να τους ενδυναμώση να φυλάξουν την προς Αυτόν λατρείαν αβλαβή και να μη μολυνθούν με την συναναστροφήν των ασεβών, νομίζοντες και την ολίγην μετ’ αυτών συναναστροφήν, ασέβειαν. Εξαιρέτως δε παρεκάλουν τον Θεόν, ως εύσπλαγχνον, δια να επιστρέψη και εκείνους οίτινες ήσαν κεκρατημένοι από αυτήν την νόσον της ασεβείας, και να τους κάμη να εννοήσουν εις ποίαν πλάνην ευρίσκονται, να γνωρίση δε εις αυτούς εκείνον όστις μας παρήγαγεν εκ του μη όντος εις το είναι και πάλιν εκπεσόντας μας ανέπλασε δια της ενσάρκου Αυτού οικονομίας. Και αυτοί μεν, καθώς είπομεν, ξεχωρίσαντες εαυτούς, εστέκοντο μόνοι μεταξύ των ζητούντες από τον Θεόν τοιαύτα, και την θείαν βοήθειαν επικαλούμενοι. Επειδή δε από τον βασιλέα ήλθε τις, κουβικουλάριος την αξίαν, και εβίαζεν αυτούς να προσέλθουν εις την θυσίαν, νομίζων ο δυστυχής ότι και οι άνδρες ούτοι είναι ηπατημένοι ωσάν και αυτόν, ανεβόησαν και οι τρεις με μίαν φωνήν· σιώπα, ω άνθρωπε, και φύγε από ημάς, επειδή δεν θέλομεν ημείς αρνηθή ποτέ την πίστιν εις την οποίαν ανετράφημεν, μήτε τον Θεόν μας θέλομεν εγκαταλείψει δια να λατρεύσωμεν τους ιδικούς σας δαίμονας, μήτε τόσον ανόητοι θα φανώμεν, ώστε να προσφέρωμεν σέβας εις τα άψυχα είδωλα. Μήπως δι’ αυτά ήλθομεν; Ή δι’ αυτά τόσον μακράν οδόν περιεπατήσαμεν; Δια να παραδώσωμεν τον εαυτόν μας, και να προδώσωμεν και την πίστιν μας; Ημείς μόνον δια να επιτύχωμεν την ειρήνην ήλθομεν, και να βεβαιώσωμεν εκείνα οπού επροστάχθημεν· κατά δε τα άλλα είμεθα ως πρότερον ευρισκόμεθα. Ας ακούση αυτά και ο ιδικός σου βασιλεύς, και όσοι είναι πλησίον του, ότι ημάς δεν θέλετε ελκύσει ποτέ εις την πλάνην σας, μήτε θέλετε μας παρασύρει από την γνώμην και προαίρεσιν οπού έχομεν εις τον Θεόν αν και ηθέλετε μας είπει και άλλα περισσότερα, και μας αναλώσει με σίδηρον και πυρ, και όργανα διαφόρων κολαστηρίων, και αν τελευταίον ηθέλετε χωρίσει τας ψυχάς μας και από αυτά τα ίδια σώματα. Τους λόγους τούτους καθώς ήκουσεν ο του παρανόμου βασιλέως παρανομώτερος υπηρέτης έσπευσεν ευθύς να τους μεταβιβάση εις τον βασιλέα. Ας στοχασθή δε πας τις τώρα το προσωπείον με το οποίον εσκέπαζε πρότερον ην κακίαν του ο παράνομος βασιλεύς και τον απατηλόν και δόλιον τρόπον, τον οποίον μετεχειρίσθη αρχικώς, όστις κατά μεν το φαινόμενον ήτο φιλοφροσύνη προς τους πρεσβευτάς του ξένου βασιλέως, κατά αλήθειαν όμως ήτο έχθρα και υπόκρισις. Αφ’ ου ήκουσε ταύτα ο παγκάκιστος βασιλεύς, τότε μεν δεν επρόσταξεν άλλο τι, ει μη να φυλακίσουν τους Αγίους δια να κάμη την εορτήν του άνευ τινός λύπης, και να μη προξενηθή κανέν εμπόδιον εις την μιαράν θυσίαν των ειδώλων, διότι ούτω συνέφερεν εις αυτόν τότε, ύστερον δε να συλλογισθή με ποίον τρόπον να τους μεταχειρισθή. Οι δε μακάριοι, φερόμενοι εις την φυλακήν, έψαλλον καθ’ οδόν· «Δεύτε αγαλλιασώμεθα τω Κυρίω, αλαλάξωμεν τω Θεώ τω Σωτήρι ημών· προφθάσωμεν το πρόσωπον αυτού εν εξομολογήσει, και εν ψαλμοίς αλαλάξωμεν αυτώ», και το «τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών, ο ποιών αεί μεθ’ ημών ένδοξά τε και εξαίσια; Ημείς γαρ λαός Αυτού, και έργα των χειρών Αυτού, και Αυτόν δια παντός επικεκλήμεθα». Κατά δε την πρωϊαν της επομένης, καθίσας ο τύραννος εις το κριτήριον, προστάζει να φέρουν ενώπιόν του τους Μάρτυρας· και πρώτον μεν εδοκίμασε με κολακευτικούς λόγους να πλανήση τους Αγίους, και με πανουργίαν να ατονήση την δύναμιν της ψυχής αυτών, χωρίς να δείξη ακόμη την αγριότητα της ψυχής του. Λέγει λοιπόν εις αυτούς· ο ιδικός σας βασιλεύς σάς έστειλεν ως φίλους μας και ομόφρονας· δια τούτο μάλιστα πρέπει να συνεορτάσετε και σεις με ημάς, ίνα αμφότεροι λατρεύοντες και συνδοξάζοντες τα ίδια, αναπτύξωμεν μεταξύ ημών εμπιστοσύνην και φιλίαν, δι’ αυτού δε του τρόπου βεβαιωθή και η συνδιαλλαγή μας και τα πραττόμενα δια την ειρήνην, συνδέοντες ταύτα με την αυτήν λατρείαν και το ομόπιστον. Εάν δε σεις δοξάζετε και πιστεύετε άλλα, γινώσκετε ότι όχι ως πρέσβεις και ειρηνοποιοί ήλθετε, αλλ’ ως εχθροί τα εναντία φρονούντες. Επειδή, αν δεν είσθε εχθροί, έπρεπε να ευλαβηθήτε την λατρείαν μας, καθότι και οι Πέρσαι τιμώσι με ημάς και τον ήλιον και την σελήνην και όλους τους αστέρας, έτι δε και την λαμπράν του πυρός δύναμιν, δια να μη λέγω τους άλλους θεούς οπού παλαιόθεν σέβονται από τους οποίους έχομεν τας ευτυχίας, και από αυτούς κρέμαται η του παντός πρόνοια. Ταύτα ακούσαντες οι Άγιοι από τον βασιλέα, με γνώσιν και ανδρείαν απεκρίθησαν· ημείς, ω βασιλεύ, Χριστιανοί εξ αρχής και είμεθα και ονομαζόμεθα, εις τούτο δε το πολύτιμόν μας και πράγμα και όνομα μάς ωδήγησεν ο παιδαγωγός μας, ανήρ σοφώτατος εις τα θεία και αμίμητος εις την αρετήν, κεκοσμημένος δια της ιερωσύνης, όστις έδειξεν εις ημάς και υπερβολικήν εύνοιαν, καθώς και το όνομα αυτού Ευνοϊκός ονομάζεται. Τοιούτον λοιπόν και ημείς διδάσκαλον και οδηγόν μας έχοντες, γνωρίζοντες δε μάλιστα ότι και η μήτηρ μας παρ’ αυτού εδιδάχθη την ευσέβειαν, με κανένα τρόπον δεν θέλομεν αρνηθή και καταφρονήσει τα τίμια εκείνου και αξιολογώτατα διδάγματα, ή τέλος πάντων να προσηλωθώμεν εις τα ιδικά σας δόγματα τα έχοντα την απάτην και βδελυγμίαν άπειρον. Τι δε άλλο ανοητότερον ηθέλαμεν πράξει, αν αφήνοντες τον Ποιητήν του παντός αποδώσωμεν θεϊκόν σέβας εις τους δαίμονας; Το δε ότι προβάλλεις εις ημάς, ότι οι παλαιοί ημών πρόγονοι έμειναν εις την πλάνην των, δια να μη λέγωμεν ότι και αυτός ο ίδιος ημών πατήρ σφαλερώς αυτήν επροτίμησε, και με αυτά πάσχεις να μας καταπείσης, γνώρισε ότι ποτέ δεν θέλομεν αρνηθή την πίστιν μας, την οποίαν ενώπιον Θεού και Αγγέλων ωμολογήσαμεν. Τούτο και πολλοί Πέρσαι εγνώρισαν, όμως δεν ημπόρεσαν να μας μεταστρέψουν από την γνώμην μας. Αν δε ημείς εσφάλαμεν εις εκείνα δια τα οποία ήλθομεν και εφάνημεν άπιστοι και πολέμιοι, τότε θα είχες δικαιολογίαν να μας ανακρίνης, αλλά συ αφήνων τας υποθέσεις δια τας οποίας εστάλημεν, κάθησαι και μας εξετάζεις ποίος είναι ο λατρευτής και φίλος των θεών σου, και ποίος ο τούτων καταφρονητής και αδιάφορος. Εις τους λόγους τούτους, θυμού πλησθείς ακρατήτου ο ανόητος βασιλεύς λέγει εις αυτούς με οργήν· πως σεις, απαίδευτοι όντες της ελληνικής γλώσσης και ζήσαντες ιδιώται, αναισχυντείτε, και με λόγους βαρβάρους και διεστραμμένους δοκιμάζετε να καταπείσητε ημάς οπού επαιδεύθημεν άκρως εις την σπουδήν, μάλιστα δε οπού έχομεν γνώσιν και από τας ιδικάς σας γραφάς; Ηξεύρετε ότι και εγώ μίαν φοράν είχα μάθει τας βίβλους των Χριστιανών, με όλον όμως τούτο αφ’ ου ηννόησα ότι αύται είναι σαθραί και καταφρονητέαι, ευθύς τας απέρριψα. Ουδείς δε θαρρών εις αυτάς θέλει ωφεληθή ούτε θέλει πράξει επωφελές τι και λόγου άξιον έργον. Ταύτας δια να αποδείξη τις, μέτριος την γνώσιν, ψευδείς και ανισχύρους, δεν χρειάζεται πολύν καιρόν. Αφήσατε λοιπόν και σεις αυτάς, και την παιδικήν και ανόητον γνώσιν, και καταπείσθητε εις εμέ, όστις σας συμβουλεύω τα προς ωφέλειαν. Αν δε δεν υπακούσητε εις εμέ, η δοκιμή των βασάνων θέλει σας διδάξει ποία αντί ποίων προεκρίνατε, και ότι η αυθάδειά σας αυτή και η φιλονεικία της Πίστεως θέλει σας οδηγήσει εις κακόν. Εις το άκουσμα των βασάνων περισσότερον ανδρειωθέντες οι Άγιοι, με περισσότερον θάρρος απεκρίθησαν εις τον τύραννον· εμάθομεν ημείς από τον ιδικόν μας Θεόν και Δεσπότην να μη προδίδωμεν ένεκα φόβου την ευσέβειαν, διότι αυτός μας λέγει· μη φοβήσθε από εκείνους οίτινες φονεύουν το σώμα, ούτε όταν μας οδηγούν εις κριτήρια να φροντίζωμεν τι να αποκριθώμεν, επειδή αυτό το Πανάγιον Πνεύμα μάς καθοδηγεί εις τους αγώνας, πλημμυρίζει την ψυχήν μας με θάρρος και μας δίδει λόγον αποκρίσεως· την δε αμάθειαν, την οποίαν προβάλλεις εις ημάς, συ όστις νομίζεις όστις είσαι ο σοφώτερος πάντων, γνωρίζεις να μας είπης ποίος είναι αλογώτερος και ανοητότερος, εκείνος όστις γνωρίζεις τον Θεόν και Κτίστην του παντός, και αποδίδει εις αυτόν πάσαν τιμήν, εις του οποίου την χείρα όλα περιέχονται, και αυτοί οι αστέρες είναι μετρητοί, καθώς λέγει η Ιερά Γραφή, ή εκείνος όστις αφήνει Αυτόν, και προσκυνεί τα κτίσματα Αυτού, και ανοήτως αποδίδει εις αυτά το θείον όνομα, ίνα μη είπωμεν δια τας προσφερομένας εις τους δαίμονας και τα είδωλα τιμάς και τα άλλα άτοπα, με τα οποία σεις οι λογιώτατοι χαίρετε; Διότι αν είχετε έστω και ολίγον λογικόν, δεν ηθέλετε στηριχθή εις τα τοιαύτα ούτε ηθέλετε πέσει εις τόσον σκότος από την αναισθησίαν σας· επειδή ουδείς λογικός άνθρωπος και κύριος του λογισμού δεν ήθελε πέσει ποτέ εις τοιαύτην φανεράν πλάνην, καθόσον τούτο είναι το γνώρισμα του λογίου, το να μεταχειρίζεται το λογικόν με ορθόν λόγον, και με αυτό να εκλέγη τα καλλίτερα· καλλίτερον δε από όλα τα καλά είναι το να γνωρίζη τις τον αληθινόν Θεόν, όπερ είναι το πρώτιστον των αγαθών, και ανάβασις του νοός προς τον Θεόν. Οι ιδικοί σας όμως λόγοι, και η κομψότης της εκφράσεως, όχι μόνον είναι πλήρεις ματαίων φλυαριών και μύθων, αλλά σας προξενούν και μεγάλην έπαρσιν, και σας αποχωρίζουν από τον Θεόν, όπερ είναι το χείριστον πάντων, και το οποίον έπαθες και συ, με το να ανοίξης εις αυτούς τους λήρους τα ώτα σου και όλος προσηλώθης και κατεποντίσθης τόσον, ώστε κατήντησες να αλλάξης και το όνομά σου, και αντί Χριστιανός και ευσεβής, επροτίμησες να ονομάζησαι άθεος και παραβάτης. Τους λόγους τούτους ακούσασα η θηριώδης και μιαρά εκείνη ψυχή του τυράννου, και κατά αλήθειαν γεμάτη από σκότος ειδωλικόν, εγέμισεν από άγριον θυμόν, και ευθύς προστάζει να εξαπλώσουν εις την γην τους Μάρτυρας και με λωρία ωμά και σκληρά να δέρουν αυτούς ανά τέσσαρες άνδρες· τούτου δε γενομένου εβράχη όλον το σώμα των Μαρτύρων από τα αίματα, αι πληγαί δε και τα τραύματα τα οποία επροξενήθησαν εις τα σώματά των έφερον οδύνην αφόρητον εις αυτούς. Αφήσας δε τούτους ολίγον επρόσταξεν είτα να καρφώσουν τας χείρας και τους πόδας αυτών με καρφία εις το ξύλον, και κατόπιν τους εκρέμασε. Ακολούθως επρόσταξε να τους ξέουν με σιδηρούς όνυχας, ξεομένων δε των Μαρτύρων έπιπτον τα μέλη αυτών εις την γην, και από κάθε μέρος του σώματος αυτών αι οδύναι ήσαν υπερβολικαί και αφόρητοι. Παρ’ όλα ταύτα όμως η δύναμις και το ανδρείον της ψυχής αυτών δεν εσμικρύνθη ούτε εμαλακώθη, αλλά θεωρούντες προς μόνον τον Χριστόν, τοιαύτα και με τον νουν και με την γλώσσαν των έλεγον: Και συ, Κύριε Ιησού, εις το ξύλον εκρεμάσθης παρά των παρανόμων, και ίνα θεατρίσης και εκριζώσης την αμαρτίαν υπέμεινας τον δια Σταυρού θάνατον· εις το ξύλον και ημείς οι οποίοι Σε ηγαπήσαμεν κρεμάμεθα, δια να αποβάλωμεν ξεόμενοι την της σαρκός παχύτητα, και δια να ιατρεύσωμεν την ψυχήν μας, ήτις επληγώθη με την αμαρτίαν, υποφέρομεν την πληγήν των σιδηρών ονύχων· αλλ’ επειδή και την ασθένειαν της ανθρωπότητος γνωρίζεις, δος και εις ημάς τη ώρα ταύτη την εξ ύψους βοήθειάν σου, και ελάφρυνον τους πόνους, και την σκληρότητα αυτών καταπράϋνον, διότι έχοντες την άμαχον ελπίδα σου, υποβάλλομεν τον εαυτόν μας εις τους αφορήτους πόνους τούτους, των οποίων την πικρότητα βλέπεις πόση είναι, Κύριε, και ότι μάς καταδαμάζει υπερβολικά· οίδαμεν δε ότι ταχύς ων προς βοήθειαν συ ο γλυκύτατος Ιησούς θέλεις φροντίσει και περί ημών των δούλων σου, όχι δια τόσον μόνον δι’ ο σου δεόμεθα, αλλά και περισσότερα από όσα σου εζητήσαμεν». Δεν άφησε δε ο Θεός τους δούλους του ημελημένους, αλλά και πρίν ακόμη αποτελειώσουν την δέησιν, Άγγελος Κυρίου επιφανείς ελάφρωσε τας οδύνας και τους πόνους αυτών, και τα σώματα αυτών καλώς ενεδυνάμωσε, και προς τους λοιπούς αγώνας ενίσχυσε, δίδων εις αυτούς μεγάλης βοηθείας χάριν και ελπίδα των μελλόντων αγαθών μεγαλυτέραν. Καθ’ ον δε χρόνον εγίνοντο ταύτα, προστάζει ο τύραννος να τους ανακουφίσουν ολίγον από τα κολαστήρια, και τρόπον τινά περιπαίζων αυτούς λέγει· βλέπετε πως σας λυπούμαι ακόμη και δεν εφήρμοσα τα βαρύτερα κολαστήρια με την ελπίδα ότι θα επιστρέψητε. Εις τους λόγους τούτους λυπηθέντες οι Άγιοι, και πλήρεις όντες παρρησίας, απεκρίθησαν λέγοντες· μη νομίσης ω θεομάχε, ότι ημείς θέλομεν μεταβάλει γνώμην, διότι καθώς μας βλέπεις ουδόλως μετετράπημεν· κάμε λοιπόν εν συνεχεία και ό,τι άλλο αγαπάς· ιδού ημείς είμεθα έτοιμοι να υπομείνωμεν πάντα, και στρεβλώσεις και σφοδροτέρους ραβδισμούς, και αν εις το πυρ κατακαώμεν, τρυφήν μάλλον θέλομεν το νομίσει παρά κόλασιν, καθόσον εις εκείνους οίτινες έχουν την θείαν γνώσιν είναι τω όντι τρυφή και χαρά το να πάσχουν δια τον υπέρ αυτών παθόντα Χριστόν. Ο ασύνετος όμως τύραννος και με όλον ότι εδοκίμασε τους γενναίους Μάρτυρας, ακόμη ων κωφός κατά τε τας φρένας και τα ώτα, δοκιμάζει και με άλλον τρόπον να απατήση τους αητήτους Μάρτυρας. Απομακρύνει τον Μανουήλ, κρατήσας δε τους δύο μόνους, τον Σαβέλ και τον Ισμαήλ, ενόμισεν ότι ημπορεί να απατήση αυτούς με λόγους, τάχα συμβουλεύων και νουθετών τα προς ωφέλειαν αυτών. Όθεν λέγει· ο μεν Μανουήλ, κακή τύχη γεννηθείς από τον ευγενή πατέρα σας, διότι δια την κακοήθειάν του ούτε αδελφόν σας ημπορώ να τον ονομάσω, ων καθ’ ολοκληρίαν σκληρός και φιλόνεικος, ανόητα και ποιεί και φρονεί, ανόητα πράγματα παρακινών και σας να τον ακολουθήτε, χωρίς να σας οδηγή και να σας συμβουλεύη εις την οφειλομένην απονομήν σεβασμού και τιμής προς τους θεούς. Σεις όμως, μανθάνοντες κατά τον παρόντα καιρόν το συμφέρον σας, εκείνον μεν αφήσατε να φλυαρή ματαίως, σεις δε μείνατε μαζί με ημάς και προσκυνήσατε τους ιδικούς μας θεούς, δια να τους έχητε βοηθούς, και δια να απολαύσητε εις το εξής πολλάς και μεγάλας αντιδόσεις παρ’ αυτών. Ταύτα του τυράννου λέγοντος, μη ανεχόμενοι οι καλλίνικοι Μάρτυρες ούτε καν να ακούσουν τους λόγους τούτους, εφώναξαν με παρρησίαν· τι απατάς, ω ανόητε βασιλεύ, τον εαυτόν σου, ανοίγων μυρίας οδούς απάτης ποικιλοτρόπως μεταμορφούμενος ως ο υπό του ελληνικού μύθου αναφερόμενος Πρωτεύς σας; Αν δεν σε εδίδαξεν έως τώρα η δοκιμή την οποίαν έκαμες, και αν δεν σοι αρκούν τα πρώτα κολαστήρια, τα οποία εφήρμοσες εναντίον μας, μεταχειείσου και όσα άλλα διαλογίζεσαι με όλην σου την δύναμιν· επειδή μόνον αν εχάνομεν τας φρένας μας ηθέλομεν λατρεύσει τους εκ πηλού κατεσκευασμένους θεούς σου, οι οποίοι οφθαλμούς έχουσι και δεν βλέπουν, ώτα και δεν ακούουν, ρίνας και δεν οσφραίνονται, χείρας και πόδας και από αυτούς δεν ωφελούνται, καθώς και οι λίθινοι οι οποίοι την ουσίαν του λίθου δεν αποβάλλουσιν, αυτόχρημα λίθοι υπάρχοντες, τους οποίους και ο θείος Δαβίδ καλώς και ορθώς απεκάλεσε αναισθήτους και μωρούς, καθώς και εκείνους που πιστεύουν εις αυτούς πλέον παράφρονας και ανοήτους ωνόμασε. Ταύτα ακούσας ο εσκοτισμένος την διάνοιαν βασιλεύς, και όλως έξω φρενών γενόμενος, και μη δυνάμενος να συγκρατηθή από τον θυμόν του, προστάζει ευθύς να κατακαύσουν τας πλευράς και τας μασχάλας των Αγίων με λαμπάδας ανημμένας, ίνα καθώς εκαίετο εκείνος από τον θυμόν,κατακαίωνται και αυτοί από το πυρ. Οι δε μακάριοι Μάρτυρες, μολονότι κατεφλέχθησαν από το πυρ, εις την ανυπόφορον ταύτην βάσανον ηυχαρίστουν τον Δεσπότην Θεόν, χωρίς να αποβλέπωσιν εις τα παρόντα λυπηρά, αλλά προς την αιώνιον μόνον χαράν και απόλαυσιν, ούτε δε ησθάνοντο λύπην τινά δια τας βασάνους τας οποίας υφίσταντο, αλλ’ ελυπούντο διότι δεν εδοκίμαζον δεινοτέρας από αυτάς. Τόσον είχον εξαφθή από τον προς Χριστόν διακαή έρωτα, ώστε και της φύσεως αυτής ελησμόνησαν. Ο σκληροκάρδιος όμως και δαιμονόπληκτος Παραβάτης, ωσάν να μη ησθάνετο τα όσα έπραττεν, είπε πάλιν προς τους Μάρτυρας· δεν καταλαμβάνετε ότι οι θεοί ακόμη δεν σας εμίσησαν τελείως, προσμένοντες ίσως την επιστροφήν σας; Δια τούτο δε και με ανεξικακίαν σας υποφέρουν, και ελαφρύνουν τους πόνους σας. Τούτο οι καλλίνικοι Μάρτυρες νομίσαντες άξιον γέλωτος και αναισθησίαν άκραν του νοός του, ανεβόησαν μεγάλως· καμμίαν μετοχήν δεν έχομεν ημείς με τους ιδικούς σου θεούς, αθλιώτατε! Έχομεν τον ιδικόν μας Θεόν και Σωτήρα, τον οποίον ομολογούμεν και γνωρίζομεν βοηθόν εις όλους τους πόνους μας. Αυτός μας ελευθερώνει από τα παρόντα δεινά, και μας δίδει θάρρος όταν πάσχωμεν, και μας ενδυναμώνει να καταφρονώμεν και σαρκός και σιδήρου και παντός άλλου αλγεινού συμβεβηκότος· επειδή πως άλλως ημπορούσε σώμα και αίμα να υποφέρη τοσαύτας βασάνους, από τας οποίας και η τόσον σκληρά λιθίνη φύσις ήθελε διαλυθή και κατά κράτος αφανισθή; Αν δε το επικείμενον επί σε νέφος του σκότους δεν εσκόταζε τον νουν σου, και δεν εσήκωνεν από σου την αίσθησιν, θα ημπορούσες να καταλάβης, ότι η ιδική μας λατρεία είναι θεία και θαυμαστή, και εις τον Θεόν όντως πρέπουσα. Τώρα όμως δεν δύνασαι να εννοήσης τίποτε εξ αυτών ούτε θέλεις να εννοήσης, διότι είσαι όλος δοσμένος εις την μυσαράν των δαιμονίων τύφλωσιν· επειδή εις αυτά τα αίσχιστα έργα αυτοί οι δαίμονες σε επλάνησαν και σε έσυραν. Ταύτα βλέπων και ακούων ο Παραβάτης και φοβηθείς, μήπως με την πολλήν εξέτασιν υβρίζεται περισσότερον από τους Αγίους, προσέτι δε και διότι απηλπίσθη από του να τους καταπείση, αφήκεν αυτούς παντελώς και εστράφη πάλιν προς τον Μανουήλ, ελπίζων μήπως καν αυτόν ήθελεν εύρει, όστις να κλίνη εις το θέλημά του· εκ δευτέρου όθεν με απειλάς και τιμωρίας των προτέρων μεγαλυτέρας τον εφοβέριζε· με όλον τούτο ο ανδρείος Μάρτυς ουδέ καν την κεφαλήν του έστρεψε παντελώς να ακούση εκείνα τα οποία έλεγεν ο Παραβάτης, και τα οποία προ πολλού είχε καταφρονήσει, μάλλον δε εφανέρωσε μεγαλυτέραν και ανδρειοτέραν την προθυμίαν του, και με πεπαρρησιασμένην φωνήν εβόησε· διατί ματαιοπονείς; Διατί αναισχυντείς, ω τύραννε, ματαίως; Τι; Δεν εγνώρισες την αμετάτρεπτον ημών απόφασιν; Δεν ηννόησες ότι και οι τρεις είμαθα συνδεδεμένοι μετ’ αλλήλων και ότι μίαν γνώμην και διάνοιαν έχομεν και οι τρεις και ότι ένα μόνον και τον αυτόν Θεόν δοξάζομεν; Λοιπόν ή και τους τρεις νίκησον ή και από τους τρεις απομακρύνθητι· ο τρις αριθμός είναι τίμιος, με τον οποίον ημείς ετιμήθημεν. Με την Παναγίαν Τριάδα και οι τρεις είμεθα περιτειχισμένοι, και με την δύναμιν Αυτής ηνώθημεν, και μένομεν αχώριστοί, μη φοβούμενοι ουδέν δεινόν· επειδή και τώρα πάλιν τα ίδια λέγομεν, τα οποία πολλάκις είπομεν. Τα όσα λέγονται παρά του ενός, νόμιζέ τα και παρά των τριών· την γνώμην και την σταθερότητα της ψυχής μας μίαν νόμιζε· δεν θέλομεν αρνηθή ποτέ την πίστιν με την οποίαν ανετράφημεν· τους ιδικούς σου δαίμονας δεν θέλομεν λατρεύσει· τον Κύριον και Θεόν ημών δεν θέλομεν αρνηθή και εγκαταλείψει· δεν αλλάσσομεν τα μέλλοντα αγαθά με τα προσωρινά και μάταια, μήτε προτιμώμεν την μικράν ταύτην ζωήν αντί της μελλούσης αϊδίου και αιωνίου. Εις τους λόγους τούτους απελπισθείς ο παράνομος τύραννος και αποκαμών από όλα, μάλιστα φοβηθείς, μήπως και με την πολλήν ένστασιν και εναντιότητα των Αγίων ήθελον παρακινηθή και άλλοι εκ των ειδωλολατρών υπηκόων του και επιστρέψουν εις την πίστιν του Χριστού, διέταξε να κατακαύσουν και τούτου τας μασχάλας με λαμπάδας ανημμένας, και ομού με τούτο ορίζει να τυλίξουν τον Άγιον με καλάμους και κατασφίγγοντες αυτόν να τον κατακεντώσι με βέλη αιχμηρά, τελευταίον δε δίδει την κατ’ αυτών απόφασιν, προστάξας να καρφώσωσι πρότερον εις τας κεφαλάς και τας ωμοπλάτας αυτών καρφία, να εμπήξουν δε και εις τους όνυχάς των καλάμια οξέα, και μετά τούτο να τους υποβάλουν και εις τον δια ξίφους θάνατον, ύστερον δε να ανάψουν ευθύς πυράν και να ρίψουν εις αυτήν τα σώματα των Αγίων, δια να μη ημπορέσουν οι Χριστιανοί να πάρουν ουδέ την τέφραν των σωμάτων αυτών, αν τυχόν ήθελον προθυμοποιηθή τινές να το κάμουν. Φερόμενοι λοιπόν οι Άγιοι παρά των στρατιωτών, έφθασαν εις τον τόπον της καταδίκης, Κωνσταντίνον ονομαζόμενον, όστις ήτο κρημνώδης, και κατά πάντα δυσώδης, εις τούτον δε τον τόπον σταθέντες ανέπεμψαν οι Μάρτυρες την τελευταίαν αυτήν ευχήν εις τον Δεσπότην Χριστόν: «Ο Θεός ο προαιώνιος και άναρχος, ο εκ του μη όντος εις το είναι παραγαγών τα σύμπαντα, ο επ’ εσχάτων των ημερών δια την ημετέραν σωτηρίαν κενώσας σεαυτόν, και εν μορφή δούλου ημίν συναναστραφείς, και θάνατον υπομείνας τον δια σταυρού, ίνα ημάς των δεσμών της αμαρτίας λύσης και βασιλείας της Σης μετόχους ποιήσης, πρόσδεξαι εν ειρήνη τους δούλους σου και τοις σοι απ’ αιώνος ευηρεστηκόσι κατάταξον· ότι δια το σον άγιον όνομα τον δια ξίφους τούτον αιρούμεθα θάνατον, και της παρούσης ζωής εξιστάμεθα· αλλά και τον περιεστώτα ημάς όχλον, και τη του πονηρού απάτη δεδουλωμένον, τη Ση επιγνώσει, οικτίρμον, επίστρεψον, και δος αυτοίς νουν υγιή τε και έμφρονα, όπως σε τον μόνον αληθινόν Θεόν εννοήσωσι, και εις σε μόνον εαυτούς αναθέσωσι». Ταύτα των Μαρτύρων ευξαμένων, ήλθε φωνή εκ των ουρανών λέγουσα· «έλθετε ίνα λάβητε τους στεφάνους της δόξης και απολαύσητε την μακαρίαν ζωήν, επειδή και ετελειώσατε καλώς τον δρόμον των κόπων σας». Εν τω άμα δε εκόπησαν αι άγιαι κεφαλαί αυτών τη δεκάτη εβδόμη του Ιουνίου, του τριακοστού εξηκοστού δευτέρου (362) έτους από Χριστού· ευθύς δε ο τόπος εις τον οποίον ίσταντο, σχισθείς εις δύο μέρη, εδέχθη τα σώματα των Αγίων, δια να φυλαχθούν σώα και αβλαβή, και δια να φανή και το πρόσταγμα του τυράννου μάταιον, ον κατά αλήθειαν τοιούτον, με το να επρόσταξε να καούν τα σώματα των Μαρτύρων· οι δε δήμιοι, ιδόντες το παράδοξον αυτό, κακώς έφυγον· πολλοί όμως από τους παρεστώτας, πιστεύσαντες εις τον Χριστόν, αφήκαν την προτέραν αυτών πλάνην και συνηριθμήθησαν με τους λοιπούς Χριστιανούς· οι οποίοι προσμείναντες δύο ημέρας εις τον τόπον, και παρακαλούντες τον Θεόν εκ ψυχής των, έξαφνα απέδωκεν η γη με θαυμαστόν τρόπον τα σώματα των Αγίων γεμάτα από ευωδίαν άρρητον· και ούτω λαβόντες τα τίμια λείψανα εντίμως αυτά με μεγάλην τιμήν ενεταφίασαν τα οποία καθ’ εκάστην ημέραν μυρίας ιάσεις αναβλύζουσι, και εις τους προς αυτά ερχομένους την χάριν δωρούνται. Τοιούτον υπήρξε το τέλος των Αγίων αλλά και η θεία δίκη δεν ημέλησε δι’ εκείνα τα οποία έκαμεν ο Παραβάτης, αλλ’ έδωκεν εις αυτόν τυχαίως κακήν την πληρωμήν, διότι οδηγήσασα αυτόν εις τά σύνορα της Περσίας, τον ηνάγκασε να παραδώση εκεί κακώς την αθλίαν ψυχήν του. Τουτο δε διότι ο μεν βασιλεύς των Περσών υπεξεκαίετο ακόμη από τον θυμόν δια τον φόνον τον οποίον έκαμεν ο Παραβάτης εις τους ιδικούς του ανθρώπους, τούτ’ έστι τους Μάρτυρας, με το να εστάθη ο παράνομος άδικος, αφιλίωτος και εχθρός της ειρήνης· ο αλιτήριος δε πάλιν Ιουλιανός με σοβαρόν φρύαγμα εγγίσας εις την Περσίαν, και πολεμήσας μετά των Περσών, και κακώς ο ανόσιος νικηθείς, με δίκαιον τρόπον δέχεται εις τα εντόσθιά του καιρίαν πληγήν· και έγινε γέλως εις τους πλανήσαντας αυτόν δαίμονας, γέλως δε και εις τους Χριστιανούς, τους οποίους ηπείλησε να κακοποιήση δεινώς ο διεφθαρμένος· δια το οποίον πρέπει να αποδώσωμεν δόξαν εις τον Θεόν, όστις δεν άφησεν επί πολύ την ράβδον των αμαρτωλών εις τον κλήρον των δικαίων, και όστις δίδει εις τους αγαπώντας Αυτόν ταχέως την σωτηρίαν των ψυχών και τα μέλλοντα αγαθά. Ότι αυτώ πρέπει πάσα δόξα, τιμή, προσκύνησις και ευχαριστία τω Πατρί και τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΗ΄ (18η) Ιουνίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΛΕΟΝΤΙΟΥ και των συν αυτώ ΥΠΑΤΙΟΥ και ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ.

Δημοσίευση από silver »


Λεόντιος ο Άγιος κατήγετο μεν από την Ελλάδα, έζησε δε κατά τους χρόνους του βασιλέως Ουεσπασιανού, εν έτει ο΄ (70). Και επειδή είχεν ανδρείαν και ρώμην φυσικήν, η οποία ηυξήθη με την ηλικίαν του σώματος, συνηριθμήθη εις τα στρατιωτικά τάγματα. Φανείς δε εις τον πόλεμον ανδρείος και πολλάς νίκας κατορθώσας, προς τούτοις δε φημισθείς ότι είχε σύνεσιν και λογισμόν φρόνιμον, δια ταύτα όλα ετιμήθη με την στολήν της στρατηγικής αξίας, και με τα άλλα σημεία αυτής· έγεινε δηλαδή αρχιστράτηγος. Ούτος λοιπόν ευρισκόμενος εις την εν Αφρική Τρίπολιν, έδιδεν εις τους πτωχούς από τα βασιλικά σιτηρέσια, και γνησίως και καθαρώς ελάτρευε τον Χριστόν. Μαθών δε περί αυτού Αδριανός ο ηγεμών της Φοινίκης απέστειλεν εις τον Άγιον τον τριβούνον Ύπατον, ομού με άλλους δύο στρατιώτας, εις εκ των οποίων ωνομάζετο Θεόδουλος. Ο δε Ύπατος, ελθών εις τον Άγιον, εκρατήθη από μίαν θέρμην υπερβολικήν, και ήκουσε μίαν φωνήν, η οποία ήλθεν άνωθεν· εφάνη δε και Άγγελος Κυρίου εις αυτόν λέγων, ότι αν θέλη να ελευθερωθή από την ασθένειαν, είναι ανάγκη να επικαλεσθή τρεις φοράς τον Θεόν του Λεοντίου· την φωνήν δε αυτήν ήκουσε και ο Θεόδουλος. Αφού λοιπόν ο Ύπατος έκαμεν ό,τι προσετάχθη υπό του Αγγέλου, ιατρεύθη από την θέρμην· συναντήσας δε τον Άγιον και μη ηξεύρων, ότι είναι αυτός ο παρ’ αυτού ζητούμενος, εφιλοξενήθη από τον ίδιον. Ύστερον δε επιζητών τον Άγιον Λεόντιον, ωνόμαζεν αυτόν κατά προσποίησιν φίλον ιδικόν του και των θεών· ο δε Άγιος εφανέρωσε μεν εαυτόν, ότι αυτός είναι ο παρ’ αυτού ζητούμενος Λεόντιος, έλεγε δε ότι τους ονομαζομένους θεούς μισεί και αποστρέφεται. Ταύτα δε ακούσαντες ο Ύπατος και ο Θεόδουλος προσέπεσον εις τους πόδας του Αγίου, και εζήτουν να λάβωσι δι’ αυτού την του Χριστού ένωσιν και οικείωσιν. Τότε λοιπόν ο Άγιος προσηυχήθη εις τον Θεόν υπέρ αυτών· όθεν ήλθεν από τον ουρανόν σύννεφον με νερόν, το οποίον εβάπτισεν αυτούς και εφώτισεν, ενέδυσε δε αυτούς και λευκά ενδύματα. Ταύτα βλέποντες οι Έλληνες εταράχθησαν και τα απεκάλυψαν όλα εις τον ηγεμόνα Αδριανόν, ο οποίος παρέστησε και τους τρεις Αγίους έμπροσθέν του, και τους παρεκίνει να αρνηθώσι την πίστιν του Χριστού. Μη δυνηθείς όμως να τους καταπείση, επρόσταξε τον μεν Άγιον Θεόδουλον να δείρωσι με ξυλίνας σπάθας. Αφού δε ταύτα έγιναν, απεκεφάλισαν και τους δύο, και ούτως έλαβον παρά Κυρίου τον του μαρτυρίου αμάραντον στέφανον. Τον δε Άγιον Λεόντιον πρώτον έδειραν με βούνευρα και επειδή δεν επείθετο εις τας παρακινήσεις και κολακείας του ηγεμόνος, αλλά ενέπαιζεν αυτόν, τον έδειραν πάλιν δυνατά και κρεμάσαντες τον εξέσχισαν. Είτα εκρέμασαν πέτραν βαρείαν και μεγάλην από τον λαιμόν του, και κατά μεν το παρόν τον έκλεισαν εις την φυλακήν, ύστερον δε εξαπλώσαντες αυτόν κατά γης τον ετάνυσαν από τέσσαρας πασσάλους και τον έδειραν. Δερόμενος δε ο μακάριος παρέδωκε την αγίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού. Τελείται δε η αυτού σύναξις και εορτή πέραν εις το Καμαρίδιον και εις τον Ευκτήριον Ναόν του Αγίου τον ευρισκόμενον πλησίον εις την πύλην της Πηγής.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΘ΄ (19η) Ιουνίου, μνήμη του Αγίου Αποστόλου ΙΟΥΔΑ.

Δημοσίευση από silver »


Ιούδας, ο του Κυρίου Απόστολος, ήτο εκ των δώδεκα Αποστόλων, και εν μεν τω κατά Λουκάν Ευαγγελίω (κεφ. στ:16) ομοίως και εν ταις Πράξεσι (κεφ. α:13) ονομάζεται Ιούδας Ιακώβου, δηλαδή αδελφός Ιακώβου του αδελφοθέου, εν δε τω κατά Ματθαίον Ευαγγελίω ονομάζεται Θαδδαίος και Λεββαίος (κεφ. ι:3), ο οποίος έγραψε και την Καθολικήν επιστολήν, την φωτιστικήν εκείνην και δογματικήν, εις πάντας τους πιστεύσαντας Χριστιανούς. Ήτο δε αυτάδελφος νομιζόμενος του Κυρίου, καθότι ήτο υιός του Μνήστορος Ιωσήφ, κατά τον θείον Επιφάνιον (Αιρέσ. οη΄) και υπηρέτης του φρικτού Μυστηρίου της υπέρ λόγον ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου. Ούτος λοιπόν πεμφθείς εις τον κόσμον παρ’ αυτού του Χριστού, ως αδελφός αυτού και μυσταγωγός, και ως άνθραξ πυρωθείς ταις αυτού λαμπρότησι, πάσαν πλάνην κατέφλεξε και τους εσκοτισμένους εφώτισε, διότι ούτος έλκων τον ζυγόν του Σωτήρος και την αύλακα τέμνων και σπείρων τον σπόρον της ευσεβείας εις την Οικουμένην, πολύν εποίησε καρπόν και πολλούς τη αληθινή πίστει στηρίξας έπεισε τούτους να χλευάζωσι και να περιγελώσι τα των Ελλήνων είδωλα. Επειδή δηλαδή οι λατρεύοντες τους ψευδωνύμους θεούς δεν ηδύναντο να ιατρεύσωσι τας ανιάτους ασθενείας, δια τούτο κατέφευγον εις τον Άγιον τούτον Απόστολον, και ούτως ελάμβανον διπλήν την ιατρείαν, σώματος και ψυχής, διότι η ιατρεία των του σώματος ασθενειών οδηγός εγίνετο εις τους απίστους προς την πίστιν του Χριστού. Πορευθείς λοιπόν ο θείος ούτος Ιούδας εις την Μεσοποταμίαν και εις τα εκείσε πλησιόχωρα μέρη, εκήρυξε το Ευαγγέλιον του Χριστού και εφώτισε τα εν αυτή ευρισκόμενα έθνη· μετέβη δε και εις την πόλιν Έδεσσαν και προς τον τοπάρχην Αύγαρον, τον οποίον εθεράπευσε λεπρόν όντα (εάν ούτος δηλαδή υποτεθή, ότι είναι ο Θαδδαίος). Ύστερον δε επορεύθη εις την πόλιν Αραρά, και εκεί, κρεμασθείς υπό των απίστων και δια βελών πληχθείς, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, και έλαβε παρ’ αυτού τον του Μαρτυρίου αμάραντον στέφανον.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”