Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΗ΄ (28η) Νοεμβρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Ομολογητού και Μάρτυρος ΣΤΕΦΑΝΟΥ του Νέου.

Δημοσίευση από silver »


Στέφανος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών ο Νέος, ο δια πασών των αρετών πεπλουτισμένος, ήτο από την Κωνσταντινούπολιν, εις την οποίαν εγεννήθη κατά τας ημέρας του Βασιλέως Αναστασίου Β΄ του και Αρτεμίου καλουμένου, του βασιλεύσαντος εν έτει ψιγ΄ - ψιε΄ (713 – 715). Είναι δε πράγματι μέγας πλούτος και θείον πράγμα η αρετή και πολλών εγκωμίων αξία αληθώς, όχι μόνον διότι ανταμείβει τους φίλους της φιλοτίμως, αλλά και διότι μόνον δι’ αυτών των εγκωμίων δύναται να σύρη προς το μέρος της τους φίλους της εξάπτουσα τον ζήλον εις τας ψυχάς και τας καρδίας αυτών. Επαινούντες δε τους φιλαρέτους και διηγούμενοι προθύμως τον βίον αυτών, δεικνύομεν προς αυτούς ευγνωμοσύνην και ευλάβειαν και παρακινούμεν και άλλους να μιμώνται αυτούς. Επειδή λοιπόν εις εκ τούτων είναι και ο μακάριος Στέφανος, άριστος εις όλα και της αρετής εραστής περιφανής, ας διηγηθώμεν λεπτομερώς την γέννησιν και ανατροφήν αυτού, τα ασκητικά παλαίσματα και τα μαρτυρικά τρόπαιά του ως και τα διαπρεπή αριστεύματα αυτού. Ούτος λοιπόν ο σπουδαίος και επίσημος βλαστός εγεννήθη εν Κωνσταντινουπόλει, ως είπομεν, από γονείς φιλοθέους και Ορθοδοξοτάτους, πλουσίους κατά την περιουσίαν, κατά δε την ψυχήν πλουσιωτέρους. Ούτοι δίδοντες ελεημοσύνας εις πένητας και φοιτώντες εις την Εκκλησίαν, ήκουαν την ιεράν Λειτουργίαν, παρεκάλουν δε τον Θεόν ίνα τους χαρίση παιδίον άρρεν, διότι είχον δύο θυγατέρας πριν ή γεννήσωσι τον Στέφανον. Η μήτηρ αυτού εκαλείτο Άννα και μετέβαινεν εις τον Ναόν των Βλαχερνών πολλάκις και παρεκάλει την Παναγίαν Θεοτόκον να της χαρίση υιόν κατά την επιθυμίαν της. Μίαν λοιπόν Παρασκευήν, κατά την οποίαν είχον παννυχίδα, ηύξησεν η Άννα την δέησιν εις τον ρηθέντα Ναόν, και παρεκάλει την Παναγίαν με δάκρυα, ίνα γεννήση άρρεν τέκνον και να το αφιερώση εις τον Ναόν της· εις το τέλος δε της προσευχής απεκοιμήθη ολίγον και βλέπει καθ’ ύπνον γυναίκα τινά ωραίαν και πάγκαλον, ήτις ήγγισε τους πόδας αυτής και της λέγει· «Ύπαγε εις ειρήνην και θέλεις συλλάβει υιόν, ως εζήτησας». Τότε η Άννα εξύπνησε και ανεχώρησε χαίρουσα δια το ποθούμενον άγγελμα. Μετ’ ολίγας ημέρας εψήφισαν Πατριάρχην τον Άγιον Γερμανόν και συνηθροίσθη άπειρον πλήθος δια να τον ίδωσιν, επειδή ήτο άνθρωπος περιφανής και ενάρετος· μετέβησαν λοιπόν και οι γονείς του Στεφάνου, ότε ήτο έγκυος η μήτηρ του, ήτις εστάθη εις τι μέρος εκ του οποίου έμελλε να διέλθη ο Πατριάρχης και του λέγει μετά πίστεως· «Ευλόγησον, Δέσποτα, το παιδίον το οποίον έχω εις την κοιλίαν μου». Ο δε είπε προς αυτήν ως προορατικός και Άγιος· «Ο Θεός να το ευλογήση δια πρεσβειών Στεφάνου του Πρωτομάρτυρος». Και την στιγμήν, κατά την οποίαν είπε ταύτα, είδεν η Άννα φλόγα πυρός εξελθούσαν εκ του στόματος του Πατριάρχου. Αφού δε εγεννήθη το παιδίον, το ωνόμασαν, κατά την πρόρρησιν, Στέφανον, λαβόντες δε αυτό οι γονείς του το έφεραν εις τον εν Βλαχέρναις Ναόν και λέγει η Άννα προς την Πανύμνητον· «Υποδέχθητι, Δέσποινα, τον παίδα τον οποίον μοι έδωκες· διότι εις σε και τον μονογενή σου Υιόν τον αφιερώ, ως προ της συλλήψεως έταξα». Ούτως ειπούσα προς την Εικόνα, λέγει ταύτα προς τον σύζυγόν της· «Αύτη η Δέσποινα, αγαπητέ μου σύζυγε, υπήρξεν η αιτία και εγέννησα τον Στέφανον». Τελέσαντες λοιπόν την ευχαριστίαν προς την Θεοτόκον αμφότεροι επέστρεψαν εις τον οίκον των. Όταν δε ήθελον να βαπτίσωσι το παιδίον, το έφεραν εις την Αγίαν Σοφίαν και το εβάπτισεν ο Άγιος Γερμανός το Μέγα Σάββατον. Μετά ταύτα, αφού εμεγάλωσε, το έδωσαν να μάθη γράμματα· και επειδή ήτο ευφυής και οξύτατος, έμαθεν εις ολίγον καιρόν πολλά μαθήματα και είχεν ευλάβειαν εις τους ιερούς λόγους, κατά την ανάγνωσιν των οποίων ίστατο όρθιος και δεν ενύσταζε ποτέ, προ πάντων δε όταν ήκουε λόγον τινά του θείου Χρυσοστόμου έχαιρε, διότι ηγάπα τα συγγράμματά του περισσότερον των άλλων και εξ αυτών εξεπαίδευσε τον βίον και την συμπεριφοράν του, διάγων εναρέτως· ποτέ δεν ωρκίσθη ούτε λόγον περιττόν ωμίλησεν, ούτε άλλον ήθελε να ακούση κατακρίνοντα τινα ή να λέγη απρεπείς λόγους. Ενίκησε την φιλαργυρίαν τελείως και δεν ήθελε να ίδη νομίσματα, κατεφρόνησε την τιμήν και την δόξαν και όλας τας ηδονάς του σώματος και απλώς ειπείν είχε τόσην ακτημοσύνην και ταπείνωσιν, ώστε έχαιρεν εις την λιτότητα της τραπέζης και την ευτέλειαν του ενδύματος περισσότερον ή όσον χαίρουσιν οι πλούσιοι εις τα πολύτιμα πράγματα. Κατ’ εκείνον τον καιρόν ανέβη εις τον θρόνον Λέων ο Ίσαυρος, όστις και Κόνων εκαλείτο, εν έτει ψιζ΄ (717), και πρώτον μεν υπεκρίνετο την πανουργίαν της αλώπεκος, ότι ετίμα την Ορθοδοξίαν ο αλιτήριος· έπειτα, το δέκατον έτος της βασιλείας του, εξήμεσε το δηλητήριον ο δόλιος και προσκαλεσάμενος τους άρχοντας της βουλής, είπε προς αυτούς ότι δεν πρέπει να τιμώσι τας αγίας Εικόνας, μήπως γίνουν όμοιοι των ειδωλολατρών, προσκυνούντες άψυχα είδωλα. Όταν λοιπόν ήκουσαν ταύτα οι άρχοντες κατά πολλά εσυγχύσθησαν και ταραχή πολλή έγινεν· ο δε βασιλεύς, δια να τους ειρηνεύση, είπε ταύτα ο δόλιος· «Δεν λέγω να μη προσκυνώμεν τας Εικόνας τελείως, αλλά να τας κρεμάσωμεν υψηλότερα δια να μη τας μολύνωμεν με τα ρυπαρά από τας αμαρτίας και ανάξια χείλη μας». Ταύτα δε έλεγεν ο παμμίαρος δια να σμικρύνη τον πόθον και την πολλήν ευλάβειαν, την οποίαν είχον προς τας αγίας Εικόνας οι Ορθόδοξοι, έπειτα ολίγον κατ’ ολίγον να τας αφανίση τελείως. Ταύτα μαθών ο Άγιος Γερμανός του υπέδειξε με αξιοπίστους μαρτυρίας των Αποστόλων, των Συνόδων και ετέρων Αγίων, ότι όσοι δεν τας προσκυνούσι, κολάζονται και τον ενουθέτει να μη τολμήση να φανερώση τοιαύτην γνώμην μιαράν και αντίθεον· διότι πρώτον μεν αυτός ως Πατριάρχης, έπειτα και όλοι οι Ορθόδοξοι ήσαν έτοιμοι να λάβουν επώδυνον θάνατον μάλλον ή τας ιεράς Εικόνας να αθετήσωσιν. Τότε ο ασεβής βασιλεύς τον μεν Άγιον Γερμανόν με ύβρεις και πληγάς εξώρισεν, ανεβίβασε δε αναξίως εις τον θρόνον τον μιαρόν Αναστάσιον, όστις, επειδή ήτο ομόφρων του βασιλέως, έκαμεν όσα κακά ηθέλησεν ο άθλιος, καθώς εις την Κυριακήν της Ορθοδοξίας σαφέστερα φαίνονται πολλοί λοιπόν Ορθόδοξοι, δια να μη βλέπουν τοιαύτην ασέβειαν, έφευγον από την πόλιν και κατέφευγον εις ερήμους και όρη, προτιμώντες να κατοικώσι με άγρια θηρία ή με τους ανοσίους εκείνους να πολιτεύωνται. Τότε και οι του Στεφάνου θαυμαστοί γονείς ηθέλησαν και αυτοί να φύγουν, εσκέπτοντο δε και την υπόσχεσιν την οποίαν είχον δώσει να τον αφιερώσουν εις τον Κύριον, έκρινον όμως ότι δεν ήτο καλόν να αφήσωσι τον παίδα εις τα Μοναστήρια της Πόλεως δια την εικονομαχίαν· όθεν τον έφεραν εις το όρος του Αυξεντίου, το οποίον είναι απέναντι της Κωνσταντινουπόλεως, εις την επαρχίαν των Βιθυνών, από τα άλλα όρη υψηλότερον, εις την κορυφήν του οποίου ευρίσκεται σπήλαιον κατάλληλον δι’ ησυχίαν και κατώκησαν εκεί προς διαδοχήν του Οσίου Αυξεντίου ενάρετοι άνθρωποι, ήτοι μετ’ εκείνον ο μαθητής αυτού Σέργιος, τρίτος ο Βενδημιανός, τέτερτος ο ιερός Γρηγόριος, πέμπτος δε ο προορατικώτατος Ιωάννης, προς τον οποίον έφεραν οι γονείς τον μακάριον Στέφανον και τον παρεκάλεσαν να τον κάμη Μοναχόν. Ο δε γέρων ηννόησε δια των διορατικών οφθαλμών του το θείον κάλλος της ψυχής του νέου και τον εδέχθη προθύμως λέγων ταύτα προς τους γονείς· «Όντως το Πνεύμα του Θεού εις το παιδίον τούτο αναπέπαυται». Τελέσας λοιπόν την νυκτικήν δοξολογίαν, κατά το σύνηθες, ενουθέτησεν ο Άγιος Γέρων τον Στέφανον να αρνηθή τα εγκόσμια και να ποθήση τον Κύριον περισσότερον από τους γονείς του, οι οποίοι είναι πολλάκις αίτιοι και κολάζονται τα τέκνα των. Αυτά και άλλα πλείονα λέγων τον εκούρευσε και τον ενέδυσε το άγιον Σχήμα, ότε ήτο ετών δεκαέξ ο τρισμακάριος· όμως εις τον αγώνα υπερέβη τους γέροντας και ενήστευεν, ηγρύπνει και απέκοπτεν όλας τας επιθυμίας της σαρκός· προ πάντων δε τόσον εκυρίευε του θυμού και της μνησικακίας ο χριστομίμητος, ώστε όχι μόνον δεν έκαμνε κακόν εις εκείνον, όστις ήθελε πταίσει εις αυτόν, αλλά και με αγαθοερίας τον αντήμειβε. Τοσούτον δε ήτο υπήκοος και υπηρέτει προθύμως εις όλους τους κόπους, ώστε εχαίρετο οπόταν έστελλον αυτόν εις τόπον μακρινόν να φέρη βάρη, έφερε δε το ύδωρ από πολύ μακράν, ήτοι από το κοιμητήριον του Αυξεντίου, το οποίον κατεσκεύασεν όταν έζη αυτός ο μακάριος και το αφιέρωσεν εις το Μοναστήριον των γυναικών, ονομάσας τον τόπον Τριχιναρίαν, διότι ενεδύοντο τρίχινα ή και δια το τραχύ και δύσβατον του τόπου· όχι δε μόνον το ύδωρ έφερεν από τον μακρινόν εκείνον τόπον προθύμως ο Στέφανος, αλλά και έτερα χρειαζόμενα καλοκαίρι και χειμώνα εσήκωνε και δεν ερραθύμησεν, ούτε εγόγγυσε ποτέ, ούτε τον κανόνα της Μοναχικής πολιτείας ημέλησεν, αλλά ηγωνίζετο ίσα με τον διδάσκαλόν του Ιωάννην. Ο μακάριος ούτος Ιωάννης, δια τον πολύν πόθον τον οποίον είχε προς τον Θεόν και την ενάρετον πολιτείαν του, ηκιώθη τοσαύτης Χάριτος, ώστε και τα άλογα ζώα υπετάσσοντο εις αυτόν και του προσέφερον υπηρεσίαν· ήτοι εκεί εις το όρος ευρίσκετο ένα κυνάριον μικρόν και όταν ετύγχανε και έλειπε μακράν ο Στέφανος και εχρειάζετο κάτι από κανένα Μοναστήριον ο διδάσκαλός του, έγραφεν επιστολήν και την εκρέμα εις τον τράχηλον του κυναρίου και του έλεγε να την υπάγη εις το γυναικείον Μοναστήριον και να φέρη ταχέως απόκρισιν· αυτό δε ως λογικόν έκαμνε παρευθύς το πρόσταγμα και πηγαίνον εις την κέλλαν της Ηγουμένης ανήγγελλεν εις αυτήν δια των υλακών και σκιρτημάτων την παρουσίαν του και εξήρχετο η Μοναχή, ήτις παρελάμβανε την επιστολήν και αφού εξετέλει το προστασσόμενον, έστελλε την απόκρισιν με τον αυτόν κύνα. Ημέραν τινά, ερχόμενος ο θεσπέσιος Στέφανος από τινα υπηρεσίαν, ευρίσκει τον θεοφόρον Ιωάννην και είχε την κεφαλήν εις το παράθυρον πικρώς οδυρόμενος· ο δε Στέφανος, ακούσας τον θρήνον του διδασκάλου, έπεσε πρηνής εις την γην διαλογιζόμενος τις η αιτία τοσούτων δακρύων· ο δε προορατικός εκείνος Ιωάννης, γνωρίσας τους διαλογισμούς του Στεφάνου, ήγειρεν αυτόν και του λέγει· «Δια σε κλαίω, τέκνον ηγαπημένον μου, διότι εγνώρισα ότι δια σε μέλλει να αυξηθή ο τόπος ούτος, αλλά και πάλιν να αφανισθή από τους δυσσεβείς εικονομάχους εις το ύστερον». Ο δε Στέφανος τον ηρώτησε, βαρέως στενάξας, και του λέγει· «Μήπως εγνώρισες, Πάτερ μου, ότι μέλλω να απολεσθώ και εγώ και να πέσω εις ταύτην την αίρεσιν;» Ο δε είπεν· «Ουχί, τέκνον, μη γένοιτο, πλην πρόσεχε να υπομείνης έως τέλους τας θλίψεις όπου θα σου έλθωσιν, ότι ο «υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται» (Ματθ. ι:22). Αυτά και έτερα πλείονα λέγων ο άγιος Γέρων, του εφανέρωσεν όσα έμελλε να του συμβώσιν έως τέλους. Τον καιρόν εκείνον απέθανεν ο κατά σάρκα πατήρ του Στεφάνου· όθεν λαβών συγχώρησιν επήγεν εις το Βυζάντιον και πωλήσας όλα του τα πράγματα διεμοίρασεν εις τους πτωχούς τα αργύρια· και επειδή η μία αδελφή του ήτο εκεί εντός της Κωνσταντινουπόλεως, Μοναχή εις εν Μοναστήριον, επήρε την άλλην και την μητέρα του και πηγαίνων εις το όρος τας εκούρευσεν ο Γέροντάς του και γίνεται της αδελφής και της κατά σάρκα μητρός αυτού Πνευματικός Πατήρ ο Στέφανος, και τας έβαλεν εις γυναικείον Μοναστήριον, αυτός δε έμεινεν εις την υπακοήν του Γέροντος, όστις εις ολίγον καιρόν ετελεύτησεν. Ο δε Στέφανος εσύναξεν όλους τους Μοναχούς και τον ενεταφίασαν ευλαβώς και εντίμως ως έπρεπεν. Οι δε Μοναχοί εψήφισαν Ηγούμενόν των τον θείον Στέφανον, όστις δεν έλαβε μόνον διπλήν την Χάριν ως ο Ελισσαίος από τον διδάσκαλον, αλλά και πολλαπλασίως έγινεν εναρετώτερος. Ήτο δε τότε ετών τριάκοντα, όταν έμεινε διάδοχος του Ιωάννου εις το σπήλαιον και εκοπίαζε καθ’ εκάστην ως μέλισσα άοκνος το γλυκύτατον μέλι της αρετής εργαζόμενος και γλυκαίνων τας ψυχάς των ακροατών με ψυχοσωτήρια λόγια· έκαμνε δε εργόχειρον, ποτέ μεν πλέκων τα δίκτυα, ποτέ δε γράφων βιβλίον, επειδή ήτο καλλιγράφος επιμελέστατος και εσπούδαζε να μη φάγη κόπον αλλότριον πώποτε, αλλά μάλλον άλλοι να τρέφωνται από το ιδικόν του εργόχειρον. Είχε δε τας αρετάς της ψυχής, ήτοι αγάπην, χαράν, ειρήνην, πραότητα, μακροθυμίαν, χρηστότητα· όθεν και πολλοί συνήγοντο από διαφόρους τόπους και εγίνοντο υπήκοοί του, δια να καρπώνωνται απ’ εκείνα τα μελίρρυτα λόγια. Ήλθε λοιπόν προς αυτόν πρώτος ενάρετος τις άνθρωπος, Μαρίνος ονόματι, έπειτα άλλοι τινές, Ιωάννης, Χριστοφόρος και Ζαχαρίας καλούμενοι, οίτινες ήσαν αγαθοί και πραότατοι· μετά ταύτα ήλθον και δύο κακότροποι, Σέργιος και Στέφανος καλούμενοι, δια τους οποίους θέλομεν είπει μετά ταύτα· επλήθυνε λοιπόν ο αριθμός των μαθητών αυτού έως είκοσιν. Όθεν ο μακάριος Στέφανος, δια να μη έχη ενόχλησιν και να διέρχεται με περισσοτέραν σκληραγωγίαν, εψήφισε τον Μαρίνον Ηγούμενον, αυτός δε εύρε τόπον τινά εις το αυτό όρος ησυχαστικώτερον, και εκεί έκτισε κελλίον μικρόν πολύ, το μάκρος δύο πήχεις και το πλάτος ενάμισυ, το δε ύψος όσον να ίσταται άνθρωπος κύπτων· εις δε το ανατολικόν μέρος έκαμε κόγχην μικράν ως Εκκλησίαν, αλλά την γνώμην του δεν εφανέρωσεν εις κανένα ειμή μόνον εις τον Μαρίνον, κλεισθείς δε μέσα εις το κελλίον αυτό έμεινε μόνος μόνω τω Θεώ προσευχόμενος· οι δε μαθηταί αυτού επήγαιναν εις το σπήλαιον, εις το οποίον ήτο πρότερον και δεν τον εύρισκον· όθεν έτρεχον εδώ και εκεί θρηνούντες την απουσίαν του διδασκάλου και ολοφυρόμενοι. Ακούσας δε εκείνος τας φωνάς και τα δάκρυα αυτών, ελυπήθη και τους εκάλεσεν προς αυτόν με φωνήν πραείαν, οι δε ιδόντες τοσαύτην στενοχωρίαν της οικοδομής έκλαιον συμπονούντες αυτόν και έλεγον· «Διατί, Πάτερ άγιε, γίνεσαι τόσον ριψοκίνδυνος και θέλεις αποθάνει προ καιρού δια την πολλήν σκληραγωγίαν, να υστερηθώμεν τοσαύτης ψυχικής ωφελείας;» Ο δε έλεγε προς αυτούς· «Στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν» (Ματθ. ζ:14) και αυτήν μόνον πρέπει να βαδίζουν όσοι ποθούσιν Βασιλείαν ουράνιον». Παρεκάλουν δε αυτόν οι μαθηταί του καν να σκεπάση το κελλίον δια να μη τον καίη ο ήλιος· ο δε απεκρίνατο· «Αρκεί ο ουρανός, τέκνα μου, και μη ζητώμεν άλλο περισσότερον». Έμενε λοιπόν το θέρος υπό του ηλίου καταφλεγόμενος και τον χειμώνα υπό των ανέμων και χιόνων βασανιζόμενος, και δεν είχεν άλλα ενδύματα ει μη μόνον μίαν ψάθην και εν κοντόρρασσον, δεν έφθανε δε αυτή η κακοπάθεια, αλλά και σίδηρα εφόρει εις όλον το σώμα του. επειδή όμως ήτο αδύνατον να κρύπτεται τοσαύτη αρετή, έτρεχον πολλοί εις αυτόν χάριν ωφελείας, διότι η οσμή του μύρου σύρει έκαστον προς αυτό τους πλησίον, ως ο μαγνήτης τον σίδηρον. Ήλθε λοιπόν και μία χήρα ευγενής και πλουσία, και του λέγει ότι είχε πόθον να ενδυθή το άγιον Σχήμα των Μοναχών, ίνα διέλθη τον βίον ατάραχον. Ο δε Όσιος ενουθέτησεν αυτήν ως έπρεπεν, ίνα ετοιμασθή επιμελώς εις τοιαύτην πολιτείαν ισάγγελον και να ετοιμάση τα πράγματά της να καλογερευθή ταχέως πριν έλθη ο θάνατος. Η δε θεοφιλής εκείνη γυνή εφύλαξε τον λόγον του Οσίου οσίως και ακριβώς εις την καρδίαν της, και απελθούσα εις την πατρίδα της πωλεί όλα της τα πράγματα, διαμοιράζει εις τους πτωχούς τα περισσότερα αργύρια, τα δε επίλοιπα εκράτησε δια να τα δώση εις τον Άγιον να τα κάμη ό,τι θελήση. Αφήνει γονείς και γείτονες, απαρνείται πάσαν απόλαυσιν του σώματος, και μεταβαίνει μετά προθυμίας πολλής προς τον Όσιον. Εκείνος όμως ο μακάριος την είδε με βλέμμα στρυφνόν και της λέγει· «Ο Χριστός λέγει εις το Ιερόν Ευαγγέκιον, ότι δεν δύναταί τις να είναι μαθητής του, εάν δεν αφήση όλα τα πράγματά του. Διατί συ παρέβης αυτήν την θείαν εντολήν και εκράτησες τόσα αργύρια;» Η δε γυνή ταύτα ακούσασα εθαύμασε δια το προορατικόν αυτού και λέγει· «Δεν τα εκράτησα, Πάτερ τίμιε, δια γνώμην φιλάργυρον, αλλά να τα φέρω της αγιωσύνης σου, να τα διαμοιράσης εις τους πτωχούς ως βούλεσαι, δια να έχω μισθόν περισσότερον». Τότε ο Όσιος την διέταξεν να υπάγη μετά του θεοφιλούς Μαρίνου να τα διαμοιράσωσιν εις τα πλησίον χωρία. Τούτου δε γενομένου, εκούρευσεν αυτήν ονομάσας Άνναν και την έβαλεν εις το γυναικείον Μοναστήριον, παραγγείλας εις την Ηγουμένην να επιμεληθή ταύτην, ίνα σώση την αθάνατον ψυχήν της δια βίου θεαρέστου και αγώνων πνευματικών. Κατ’ εκείνον τον καιρόν απέθανεν αθλίως ο άθλιος και θηριώδης βασιλεύς και έμεινε διάδοχος της βασιλείας και κακοδοξίας αυτού το ανοσιώτερον εκείνου και πικρότερον γέννημα, ήτοι Κωνσταντίνος ο Σαπρός και Κοπρώνυμος, ο βασιλεύσας εν έτει ψμα΄ (741), όστις επολέμει την Εκκλησίαν μιαίνων τα όσια ο ανόσιος και κατέκαυσεν όλας τας αγίας Εικόνας ο τρισκατάρατος. Έπειτα, διότι τον ήλεγξαν ευσεβείς τινες και ενάρετοι Μοναχοί και του υπέδειξαν ως σοφώτατοι δια των αγίων Γραφών ότι ήτο αντίθεος, εξεμάνη πολύ κατά των Μοναχών και τους επολέμει όσον ηδύνατο, ονομάζων αυτούς πλάνους, ειδωλολάτρας και άλλα όμοια. Εσύναξε λοιπόν τον μωρόν λαόν εις το παλάτιον και ηνάγκασεν όλους να ομόσουν ότι δεν θα προσκυνήση πλέον τις τας αγίας Εικόνας, αλλά θα λέγωσιν αυτάς είδωλα, και ότι δεν θα τολμήση να ομιλήση τις με Μοναχόν, ουδέ θα δεχθή τοιούτον εις τον οίκον του, αλλά και αν συναπαντηθή ποτέ τις μετά Μοναχού, να τον καλή μαυροφόρον, ειδωλολάτρην και αμνημόνευτον, έπειτα (ω μανίας δεινής και θηριώδους απανθρωπίας!) όλοι μαζί να λιθοβολώσιν αυτόν ως κακούργον και ληστήν. Ούτος ο Κοπρώνυμος Κωνσταντίνος, ευρών Ιερομόναχον τινα ομόφρονά του και ομογνώμονα, τον εκάθισε Πατριάρχην, χωρίς να χειροτονήσουν αυτόν κατά την τάξιν κανονικώς, αλλά μόνος ο βασιλεύς τυραννικώς ενέδυσεν ο ανίερος τον παμμίαρον και εφώνησε το «άξιος» εις τον ανάξιον ιερωσύνης και άξιον αισχύνης πολλής και καταφρονήσεως και τον ανεβίβασεν εις τον θρόνον, επειδή ήτο αποθαμμένος ο την ψυχήν νεκρός Αναστάσιος. Ω της ατόπου τόλμης και του βδελυρού εγχειρήματος! Ο φονεύς εφάνη ποιμενάρχης, όστις έλαβε τρεις γυναίκας ο αλιτήριος και καν να γίνη Ιερεύς ειδωλολατρών δεν ήτο άξιος, αλλά ο κακόδοξος τον εψήφισε δια να έχη αυτόν ομόφρονα, να αφανίσουν τας αγίας Εικόνας οι εναγείς και παμμίαροι. Έστειλε λοιπόν εις όλας τας πόλεις και χώρας γράμματα, να συναχθούν εις το Βυζάντιον οι Επίσκοποι, να κάμουν κατά των σεπτών Εικόνων μιαράν Σύνοδον. Και τις δύναται να διηγηθή πόσας ατοπίας ετέλεσαν οι ανόσιοι; Εξήλειψαν από τους τοίχους των θείων Ναών τα εκτυπώματα πάντων των Αγίων, τα Άγια κατεπάτουν, τας Εικόνας του Χριστού, της Θεοτόκου και των λοιπών Αγίων έκαιον εις το πυρ οι του πυρός κληρονόμοι και τελείως τας εξηφάνιζον ή τας έχριον με άσβεστον να μη φαίνωνται, ή έξεον τα χρώματα και τα μορφώματα των Αγίων και έμενον μόνον αι σανίδες άχρηστοι. Ω τόλμης δαιμονιώδους! Όπου ήτο ιστορημένον κανέν δένδρον, ή πετεινόν, ή θηρίον, ή άλλο όμοιον, το άφηναν, οι άχρηστοι, του δε Χριστού και των Αγίων τας μορφάς τελείως ηφάνιζον· όθεν έμεινεν η Εκκλησία εστερημένη πάσης ευπρεπείας, και εφαίνετο ως Νύμφη, χηρεύουσα, στυγνή και άκοσμος. Ω της συμφοράς! Ποία γλώσσα να εξηγήση και ποία ακοή να ακούση πράως τοιαύτην αξίαν θρήνων διήγησιν; Τας θύρας της Εκκλησίας του Χριστού «εν πελέκει και λαξευτηρίω κατέρραξαν» (Ψαλμ. ογ:6), και το Αγιαστήριον ενέπρησαν· όλοι δε οι ευσεβείς είχον μεγάλην λύπην, την δεινήν ταύτην συμφοράν οδυρόμενοι και μάλιστα το τάγμα των Μοναχών, επειδή αυτοί ήσαν από τους άλλους πλέον ευλαβείς και Ορθόδοξοι, τους οποίους εξώρισαν όχι μόνον από την Κωνσταντινούπολιν, αλλά και από τας λοιπάς χώρας της Ευρώπης και Βιθυνίας, και μόνον εις το βουνόν του Αυξεντίου εύρισκον καταφύγιον, τους οποίους υπεδέχετο ασμένως ο θείος Στέφανος και τους παρηγόρει να μη πικραίνωνται, με σοφούς λόγους παρακινών αυτούς να ίστανται εις την Ορθοδοξίαν ασάλευτοι και να ελπίζουν εις τον Θεόν, όστις έμελλε να ειρηνεύση πάλιν την Εκκλησίαν Του, τους δε αιρετικούς να διασκορπίση τάχιστα. Δια τοιούτων και άλλων ομοίων λόγων παρηγορών αυτούς τους απέλυεν εν ειρήνη και τους συνεβούλευε να δίδουν τόπον εις την οργήν, και να πηγαίνουν εις τόπον μακρινόν από το Βυζάντιον, να μη τους δίδουν ενόχλησιν οι κακόδοξοι και ούτως εποίησαν. Έμεινε λοιπόν η Κωνσταντινούπολις έρημος από Μοναχούς και άλλος μεν επήγαινεν εις την Ρώμην, άλλος εις το Παρθενικόν πέλαγος, και άλλοι αλλαχού· εξωρίσθησαν από τα Μοναστήρια και τα κελλία των και εξενιτεύθησαν, δια να μη αρνηθώσι την των αγίων Εικόνων προσκύνησιν, τας οποίας εμίσει σφόδρα ο αφρονέστατος τύραννος, όστις ηφάνισε πασών των Εκκλησιών την ευπρέπειαν· εξαιρέτως δε από τον επίσημον Ναόν της Θεοτόκου τον εν Βλαχέρναις εξήλειψεν όλην αυτού την ευπρέπειαν, όστις ήτο ο ωραιότερος από όλους και ευπρεπέστερος, διότι τον ιστόρησαν εικονογράφοι πρακτικοί και επιστήμονες και είχον ιστορήσει όλας τας Δεσποτικάς εορτάς και άλλους Αγίους, τας οποίας όλας Εικόνας ο άχρηστος έχρισε, και αντί αυτών εζωγράφισε δένδρα και πετεινά ο υιός της απωλείας και άλλα μάταια πράγματα· τους δε Ορθοδόξους, οίτινες τας επροσκυνούσαν, δεινώς ο δεινός και άσπλαγχνα εθανάτωσε και τα λείψανά των κατέκαυσεν ή κατεκρήμνισεν ή εβύθισεν εις το πέλαγος. Αντί Αγίων, εζωγράφιζεν ο ανόητος μορφάς ορνίθων και δένδρων και θηρίων και συγκαλέσαντες μετά του Πατριάρχου ανόσιον Σύνοδον, ανεθεμάτισαν οι αναθεματισμένοι τον Άγιον Γερμανόν, και όσους άλλους προσεκύνουν τας θείας Εικόνας, τους οποίους εκαλούσαν ειδωλολάτρας οι λατρευταί των δαιμόνων και των λίθων αναισθητότεροι και οι οποίοι έκαμαν τόσας ατοπίας, ώστε απορώ και θαυμάζω εις την άπειρον του Δεσπότου μακροθυμίαν, διότι δεν εσχίσθη η γη να τους καταπίη εις την άβυσσον με τα σώματα. Αφού δε ετελείωσαν εγγράφως την μιαράν ταύτην Σύνοδον, έχων πόθον ο βασιλεύς να υπογράψη εις ταύτην και ο Άγιος Στέφανος, ως εξακουστός όπου ήτο και εις την αρετήν περιβόητος, έστειλε προς αυτόν άρχοντα τινα μέγαν, πατρίκιον την αξίαν, ονόματι Κάλλιστον, και του λέγει· «Ύπαγε εις το βουνόν του Αυξεντίου να εύρης τον Ηγούμενον, τον αμνημόνευτον Στέφανον, να τον καταπείσης με γλυκείς και επιτηδείους λόγους να υπογράψη τον όρον της Συνόδου, την οποίαν εκάμαμεν, και δώσε του ολίγα σύκα, φοινίκια και άλλα όμοια όπου τρώγουν οι ερημίται, και χαιρέισον αυτόν απ’ εμέ λέγων· «Οι βασιλείς Κωνσταντίνος και Λέων οι ευσεβείς και Ορθοδοξότατοι σε ευλαβούνται ως έντιμον άνθρωπον και ενάρετον, και προσέταξαν να υπογράψης και συ την Ορθόδοξον Σύνοδον». Λαβών την εντολήν ταύτην ο Κάλλιστος έσπευσε και ανήγγειλε τα προστασσόμενα εις τον Όσιον, όστις ταύτα ακούσας απεκρίνατο· «Μη γένοιτο να προσυπογράψω την ψευδή ταύτην και ανίερον Σύνοδον, να ονομάσω φως το σκότος και γλυκύ το πικρότατον, ότι έτοιμος είμαι να χύσω το αίμα μου δια την των σεπτών Εικόνων προσκύνησιν· λάβε δε οπίσω αυτά τα φαγητά, τα οποία μου έστειλε, και ειπέ του, ότι εγώ δεν χρειάζομαι απ’ αυτόν, διότι μη γένοιτο να γλυκανθή ο λάρυγξ μου από αιρετικών βρώματα ή να λιπάνη την κεφαλήν μου αμαρτωλού έλαιον». Ταύτα ανήγγειλε προς τον βασιλέα επιστρέψας κατησχυμμένος ο Κάλλιστος. Όθεν εθυμώθη πολύ ο βασιλεύς και έστειλε στρατιώτας με τα ξίφη και αυτόν τον Κάλλιστον, προστάσσων αυτούς να αρπάσουν τον Στέφανον, να τον κατεβάσουν εις το κάτω Μοναστήριον, και να τον φυλάττουν εκεί έως εις άλλην πρόσταξιν. Φθάσαντες λοιπόν οι απεσταλμένοι με σπουδήν εις το σπήλαιον ετράβηξαν έξω βιαίως τον Όσιον, όστις από την πολλήν κάκωσιν του τόπου και την πολλήν εγκράτειαν ήτο εις τους μηρούς το δέρμα κολλημένον με τα οστά και δεν ηδύνατο να περιπατήση, ούτε να σταθή εις τους πόδας του· λοιπόν τον ελυπήθησαν δύο απ’ εκείνους τους ασπλάγχνους και τον εσήκωσαν εις τας χείρας των βαστάζοντες αυτόν επήγαν και τον εσφάλισαν με τους μαθητάς του εις το κοιμητήριον, φυλάττοντες αυτόν κατά το πρόσταγμα. Ο δε Όσιος με όλα ταύτα τα λυπηρά (καθόυι τον εφύλαττον ως κακούργον) δεν ημέλει ποσώς, αλλά έψαλλε ταύτα με τους συντρόφους· «Την άχραντον Εικόνα σου προσκυνούμεν, Αγαθέ», και άλλα τροπάρια της Ορθοδοξίας αρμόδια· έπειτα έλεγε και τούτο· «Τοις των εμών λογισμών λησταίς περιπεσών, εσυλήθην ο τάλας τον νουν» και τα λοιπά· τα οποία ακούοντες έξω της θύρας οι φύλακες, εταλάνιζον τον εαυτόν των λέγοντες· «Ουαί μας, ότι δικαίως μας λέγουσι ληστάς αυτοί οι Όσιοι, επειδή αυτοί κανέν κακόν δεν έπραξαν και ημείς τους εφυλακίσαμεν αδίκως και παρανόμως». Έκαμαν λοιπόν οι Όσιοι έγκλειστοι ημέρας εξ τελείως νήστεις και την εβδόμην έστειλεν ο τύραννος πρόσταγμα, να αφήσουν τον Άγιον να υπάγη πάλιν εις το κελλίον του, διότι τον επολέμουν οι Σκύθαι και εφοβήθη μήπως και τον έφθασεν η κατάρα του Αγίου, δι΄αυτό είπε να τον αφήσωσιν. Ο δε κάκιστος εκείνος μάλλον ή Κάλλιστος παρεκίνησεν ένα μαθητήν του Οσίου, Σέργιον το όνομα, τον οποίον ανεφέραμεν εν τοις έμπροσθεν, και του λέγει να εύρη κατά του Αγίου και διδασκάλου του ψευδομάρτυρας, ότι επόρνευσε με την άνωθεν Άνναν· ο δε έστερξεν ως φιλάργυρος, διότι τον επλήρωσεν ο Κάλλιστος και έγινε δεύτερος Ιούδας δια τα χρήματα ο δόλιος, όστις χωρισθείς της αγίας εκείνης συνοδείας ως σεσηπός μέλος και άχρηστον, επήγεν εις τον αρχιτελώνην της Νικομηδείας Αυλικάλαμον, και μετ’ αυτού συνεφώνησαν δια κακόν της κεφαλής των και έγραψαν κατηγορίαν κατά του Οσίου προς τον βασιλέα, ότι δήθεν ο Άγιος κατηγορεί αυτόν και τον λέγει αιρετικόν, συρογενή και βιτάλιον, και ότι κατασκευάζει παγίδας και άλλας πανουργίας κατά της ζωής του βασιλέως και έτερα όμοια· εις δε το τέλος έγραψαν και ψευδεστάτην κατηγορίαν, ότι είχε δήθεν ανηθίκους σχέσεις μετά της τιμίας Άννης, της οποίας είχε γίνει ανάδοχος, ως προανεφέραμεν, έλεγον ότι την είχε σκοπίμως ο Όσιος εις το κάτω Μοναστήριον, εκείθεν δε ανέβαινεν αύτη πολλάκις και την εμοίχευε νύκτα δια να μη αντιλαμβάνωνται οι άλλοι. Εις την δεινήν ταύτην συκοφαντίαν έβαλαν οι άνομοι μάρτυρα την δούλην της Άννης, της οποίας έταξαν να την ελευθερώσουν και να της δώσουν άνδρα πλούσιον τινα άνθρωπον του παλατίου, εάν μαρτυρήση ψευδώς τας άνωθεν κατηγορίας, εκείνη δε συνεφώνησε και εδέχθη δια την υπόσχεσιν. Όθεν γράψαντες την κατηγορίαν, την έστειλαν του βασιλέως, όστις ήτο τότε εις τα μέρη των Σκυθών όπου είχε πόλεμον και βλέπων την κατηγορίαν, έστειλε προς τον επίτροπόν του Άνθην γράμματα (τον Λέοντα είχε τότε φυλακισμένον) ούτω λέγοντα· «Ύπαγε παρευθύς εις το γυναικείον Μοναστήριον του Αυξεντίου, εις το οποίον ευρίσκονται πόρναι τινές προσποιούμεναι έξωθεν τας ευλαβείς, από αυτάς να συλλάβης μίαν ονόματι Άνναν, και να μου την στείλης εδώ με τα αυθεντικά άλογα». Ο δε του παρανόμου βασιλέως παρανομώτερος άρχων, ως είδε τα γράμματα, έδραμεν εις το Μοναστήριον με πλήθος στρατιωτών και ήρπασαν την Άνναν ως θηρία ανήμερα, ομού δε μετ’ αυτής απέστειλεν η Ηγουμένη και άλλην αδελφήν Θεοφανώ καλουμένην, ίνα την συνοδεύση, ενουθέτησε δε αυτάς να προσέχουν εις τας ερωτήσεις και να λέγουν όλην την αλήθειαν. Ιδών αυτάς ο τύραννος, εκάλεσε την Άνναν ξεχωριστά από την άλλην, και της λέγει· «Εγώ γνωρίζω βεβαίως, ότι σε πορνεύει ο μιαρός Στέφανος, δια τούτο θέλω να μου ειπής μόνον τον τρόπον, με τον οποίον σε επλάνησεν ο μάντις εκείνος και σε έκαμε να απαρνηθής τον πλούτον και την ευγένειαν, να καταφρονηθής τοσούτον και να μολύνης την σωφροσύνην σου με τοιούτον ανάξιον άνθρωπον». Η δε ακούσασα τοιούτον λόγον άσεμνον, απεκρίνατο· «Μη γένοιτο, βασιλεύ, δεν αφήκα εγώ τα πράγματά μου δια να μολύνω την ψυχήν μου πορνεύουσα, ψεύματα σου είπον οι κατήγοροι και πίστευσόν μοι της δούλης σου· ει δε, εδώ είναι το σώμα μου και κόψε και κάψε αυτό και δος ει τινα άλλην βάσανον θέλης, άλλος λόγος δεν εξέρχεται εκ του στόματός μου, μόνον ότι γνωρίζω τον άνδρα δίκαιον και Άγιον και της σωτηρίας μου αίτιον». Ταύτα ακούων ο τύραννος εσήκωσεν από τον θυμόν τον δάκτυλόν του και προστάσσει να φυλακίσουν την Άνναν, την δε Θεοφανώ και παρά την θέλησίν της απέλυσε να υπάγη εις το Μοναστήριον, εις το οποίον ελθούσα εκείνη ανήγγειλεν εις την Ηγουμένην και τον Όσιον τα γενόμενα. Ο δε βασιλεύς, νικήσας τους πολεμίους, επέστρεψεν εις το Βυζάντιον και εφυλάκισε την Άνναν εις σκοτεινόν και απαράκλητον τόπον τοσούτον, ώστε ωμοίαζε σχεδόν προς κόλασιν, εκεί δε έστειλεν ανθρώπους και έλεγον εις αυτήν να ομολογήση την επομένην, ότι ήτο πόρνος ο Στέφανος και να την τιμήση η βασίλισσα· η δε άρνησις δεν την ωφελεί, διότι το ομολογεί η δούλη της, εάν δε εξακολουθήση αρνουμένη, θα μαστιγωθή και θα λάβη επώδυνον θάνατον. Η δε απεκρίνατο· «Ας γίνη του Κυρίου το θέλημα». Την άλλην ημέραν συνήθροισε πλήθος λαού εις την φιάλην του παλατίου ο τύραννος και προστάσσει να φέρουν γυμνήν την Άνναν και πλήθος βουνεύρων. Τούτου δε γενομένου, λέγει προς αυτήν· «Αυτά όλα θέλω συντρίψει εις την ράχιν και την κοιλίαν σου, εάν δεν ομολογήσης τας μυσαράς πράξεις του Στεφάνου»· η σώφρων όμως και μεγαλόφρων Άννα εσιώπα δια τον Κύριον. Ο δε τύραννος εθυμώθη και καλών αυτήν μοιχαλίδα ο μυσαρός, προστάσσει να την δέρουν εις την ράχιν και την κοιλίαν άνδρες τέσσαρες, εκείνη δε η μακαρία μαστιγουμένη ώραν πολλήν ανηλεώς δεν έλεγεν άλλο ειμή: «Δεν γνωρίζω τον άνθρωπον, καθώς συ τον λέγεις· Κύριε, ελέησον». Η δε δολία και μυσαρά δούλη (ούτω του τυράννου προστάξαντος) ίστατο έμπροσθεν αυτής υβρίζουσα και κατηγορούσα την Άνναν και κινούσα τας χείρας κατ’ αυτής η πάντολμος, τινές δε των παρεστώτων προσεποιούντο ότι την ελυπούντο και την συνεβούλευον να κάμη του βασιλέως το θέλημα, να λυτρωθή από την βάσανον· αλλ’ αυτή η τρισμακάριστος δεν ήθελε να ειπή κανέν ψεύμα. Όταν λοιπόν την είδεν ο τύραννος, ότι ελιποθύμησεν από τας πληγάς, ηγέρθη του θρόνου και προστάσσει να την φυλάττουν εις τόπον τινά ανεπιμέλητον έως ου τελευτήση αύτη από την κακοπάθειαν, όπερ και εγένετο, τελειωθείσης της μακαρίας Άννης από τας βασάνους, αυτός δε εχήτει τρόπον και μηχανήν να φονεύση και τον δίκαιον άδικα. Προσκαλέσας λοιπόν ο βασιλεύς νέον τινά χειροδύναμον, του οποίου έκαμε πολλάς ευεργεσίας, ονομαζόμενον Γεώργιον, είπε προς αυτόν· «Πόσην αγάπην έχεις προς εμέ, φίλε μου;» Ο δε απεκρίνατο· «Τόσον επιθυμώ την υγείαν σου, ώστε είμαι έτοιμος να λάβω δια την αγάπην σου θάνατον». Ευχαριστήσας λοιπόν αυτόν ο τύραννος και ονομάζων αυτόν νέον Ισαάκ και άλλα τοιαύτα, είπε προς αυτόν· «Ούτε να αποθάνης θέλω δι’ εμέ, ούτε μέλος μικρόν να υστερηθής του σώματος, μόνον ταύτην την χάριν να μου κάμης προθύμως. Ύπαγε εις τον βουνόν του Αυξεντίου, να εύρης τον αμνημόνευτον Στέφανον και να τον καταπείσης να σε κουρεύση Μοναχόν, έπειτα να έλθης προς εμέ μαυροφορεμένος τρέχων». Ο δε υπεσχέθη να τελέση το προστασσόμενον· και απελθών πλησίον του σπηλαίου εκρύβη εις τους θάμνους έως την νύκτα και τότε εξελθών εφώναζεν ότι έχασε τον δρόμον και εζήτει να τον βοηθήσουν δια τον Κύριον, να μη τον φάγωσι τα θηρία. Ακούσας ο Άγιος τας φωνάς, είπεν εις τον Μαρίνον να τον φέρη εις το κελλίον του και βλέπων αυτόν ότι είχεν εξυρισμένα τα γένεια εγνώρισεν, ότι ήτο από τα βασίλεια και ερωτήσας αυτόν τι ήθελεν, απεκρίθη ο δόλιος, ότι δια να μη κολασθή συναναστρεφόμενος με εικονομάχους έφυγε τον κόσμον και επόθει να γίνη Μοναχός. Ταύτα ακούσας ο Άγιος είπε προς αυτόν, ότι δεν ηδύνατο να τον κουρεύση, διότι εφοβείτο τον βασιλέα να μη τον θανατώση ως τύραννος. Τότε ο δόλιος, δια να τον κάμη να μη έχη υποψίαν τινά εις αυτόν, είπε ταύτα με προσποιητήν θερμότητα· «Εις τον Θεόν σε καταγγέλλω να δώσης απολογίαν δια την ψυχήν μου, εάν δεν με κουρεύσης σήμερον, διότι επιστρέφω πάλιν εις τα πρότερα». Ταύτα ακούσας ο Όσιος και νομίζων ότι τα έλεγε με πόνον καρδίας εξ ευλαβείας, είπε προς αυτόν· «Αν και είναι κίνδυνος της ζωής μου το πράγμα τούτο, πλην επειδή ολοψύχως προσήλθες, σε αποδέχομαι κατά τον Δεσποτικόν λόγον· «Τον ερχόμενον προς με ου μη εκβάλω έξω» (Ιωάννου στ: 37). Τότε κατήχησεν ικανώς ο Όσιος τον ανόσιον και τον ενέδυσε το άγιον Σχήμα την τρίτην ημέραν, εκείνος δε έφυγε ευθύς ως τον έκαμε Μοναχόν και επήγε προς τον βασιλέα ο μιαρώτατος, τον οποίον ιδών εκείνος εχάρη πολλά και τον εφίλησεν, ότι του έκαμεν υπακοήν, δια να εύρη εις τον λαόν πρόφασιν να θανατώση τον δίκαιον ο άδικος. Και προστάξας να συναχθή όλος ο λαός εις το θέατρον, εστάθη ο τύραννος ώραν πολλήν και έλεγε πολλά κακά δια τον Άγιον και εις το τέλος της κατηγορίας έδειξε και τον Γεώργιον λέγων· «Ίδετε τι ετόλμησε να κάμη ο τρισκατάρατος, να μαυροφορέση τούτον, τον οποίον αγαπώ ως τέκνον μου και τον έλαβε σχεδόν από τας αγκάλας μου». Τότε όλοι οι ομόφρονές του εφώναξαν ότι άξιος θανάτου ήτο ο Στέφανος. Ο δε βασιλεύς απορρίψας τα μοναχικά ενδύματα του νέου κατεπάτουν αυτά ο λαός περιγελώντες, αυτόν δε τον ενέδυσε στρατιωτικά και πολλά τον ετίμησεν. Μετά ταύτα στέλλει ο βασιλεύς ανθρώπους εις το βουνόν και τον μεν Άγιον έδεσαν και έσυρον ως άγρια θηρία προς τα κάτω, τους δε μαθητάς αυτού εδίωξαν και το Μοναστήριον κατέκαυσαν. Τόσην δε καταφρόνησιν έκαμον οι εναγείς εις τον Άγιον, ώστε όστις τον έβλεπεν έκλαιον· άλλοι τον έδερον, άλλοι έπτυον εις το πρόσωπόν του, άλλοι έκοπτον κλάδους και επεριπάτουν έμπροσθέν του εις χλεύην και περιγέλασμα και άλλα μύρια κακά του έκαμαν εμπαίζοντες αυτόν, ως οι Ιουδαίοι τον Κύριον. Φθάσαντες δε εις τον αιγιαλόν, τον έβαλαν εντός μιας λέμβου και τον επήγαν εις το Μοναστήριον του Φιλιππικού, το οποίον ήτο εις την Χρυσόπολιν, πλησίον εις την Κωνσταντινούπολιν. Εκείθεν ανέφεραν εις τον βασιλέα, ότι τον έφεραν έως εκεί και ότι κατέκαυσαν όλον το Μοναστήριόν του. Ο δε εχάρη ακούσας τα κακά, τα οποία έκαμαν εις τους Οσίους και γράφει παρευθύς πρόσταγμα, ότι όστιςτολμήσει πλέον να πλησιάση εις το βουνόν του Αυξεντίου να θανατώνεται. Έπειτα συγκαλέσας όλους τους αιρεσιάρχας, ήτοι Θεοδόσιον τον Εφέσου Επίσκοπον, Κωνσταντίνον τον Νικομηδείας, Σισίννιον τον Παστιλλάν, Βασίλειον τον Τρικάκκαβον, Κάλλιστον τον προειρημένον πατρίκιον, Κομβοκόσονα τον πρώτον αντιγραφέα και Νασαράν τον των Σαρακηνών ομόφρονα, τους έστειλε να διαλεχθούν με τον Άγιον μήπως κατορθώσουν να τον νικήσουν και να τον φέρουν εις την μιαράν αυτών και άθεον αίρεσιν. Απελθόντες εκείνοι εις το Μοναστήριον έφεραν ενώπιόν των τον Άγιον βασταζόμενον, επειδή δεν ηδύνατο, να περιπατήση, ως είπομεν, και τότε λέγει εις αυτόν ο Εφέσου Θεοδόσιος· «Διατί, άνθρωπε του Θεού διαστρέφεις τον λαόν, ονομάζων πάντας ημάς αιρετικούς και λέγων ότι συ μόνος είσαι Ορθόδοξος και φρονείς καλλίτερα από τους βασιλείς, τους Πατριάρχας, τους Επισκόπους και υπέρ τους Χριστιανούς άπαντας; Μήπως θέλομεν ημείς να κολασθώμεν;» Ο δε Άγιος με πραείαν φωνήν απεκρίνατο· «Γνωρίζεις τι είπεν ο Προφήτης Ηλίας προς τον Αχαάβ, όταν του είπε· συ είσαι αυτός που διαστρέφεις τον λαόν; Δεν είμαι εγώ, είπεν, όστις διαστρέφω, αλλά συ και ο οίκος του πατρός σου». «Ούτω σας λέγω και εγώ, ότι εγώ δεν διαστρέφω τι, αλλά σεις, οίτινες αφήνετε την πρώτην παράδοσιν των Πατέρων και κάμνετε ιδικά σας νεώτερα σαπρά και παράλογα δόγματα· διο εις σας αρμόζει το ρητόν του Προφήτου· επειδή σήμερον συνήχθησαν οι βασιλείς της γης μετά των αρχόντων, με τους μισθωτούς ποιμένας και προδότας της ποίμνης, και κατά της του Χριστού Εκκλησίας κενά εμελέτησαν». Ταύτα ειπόντος του Αγίου εθυμώθη ο της Νικομηδείας Κωνσταντίνος, και εγερθείς του θρόνου ο αναιδέστατος ελάκτισε τον κατά γης καθήμενον Άγιον εις το πρόσωπον με πολλήν οργήν ο θεόργιστος, ο δε Άγιος από την αδυναμίαν του έπεσε κατά γης ύπτιος, έπειτα πάλιν τον εκτύπα εις την κοιλίαν συχνά με τους πόδας του. Οι δε άρχοντες ημπόδισαν αυτόν από τοιαύτην αυθάδειαν και λέγουσι προς τον Άγιον· «Ένα από ταύτα τα δύο έχει να γίνη, ή θα υπογράψης τον νόμον της Συνόδου, τον οποίον εγράψαμεν, ή θα λάβης ευθύς τον θάνατον, επειδή καταφρονείς τον Πατριάρχην και τον βασιλικόν νόμον ως υπερήφανος». Ο δε Άγιος είπε ταύτα προς τον Κάλλιστον· «Άκουσον, κύριε πατρίκιε· εις εμέ η ζωή μου είναι ο Χριστός, κατά τον Απόστολον, και είμαι έτοιμος δια την Εικόνα του Χριστού να λάβω τον θάνατον· λοιπόν, εάν έχω ένα κοχλιάριον αίματος ακόμη, ας χυθή και αυτό δια τον Χριστόν μου· πλην αναγνώσατέ μου τον όρον της Συνόδου σας, να ίδω που στηρίζετε την καταστροφήν των αγίων Εικόνων σεις οι νεώτεροι». Τότε ο Κωνσταντίνος της Νικομηδείας ανέγνωσε την αρχήν ούτω λέγων· «Όρος της αγίας και οικουμενικής εβδόμης Συνόδου». Ο δε Άγιος αρπάσας τον λόγον, έκαμε νεύμα να σιωπήσουν όλοι, και λέγει προς αυτούς· «Ω μέγα ψεύμα! Κακόν θεμέλιον εβάλετε και κακήν οικοδομήν ετελέσατε· σεις κατεπατήσατε τα Άγια, και την Σύνοδόν σας αγίαν και οικουμενικήν επωνομάσατε; Ω της ατοπίας! Οι τέσσαρες Πατριάρχαι, ο Ρώμης, ο Αλεξανδρείας, ο Αντιοχείας και ο Ιεροσολύμων ούτε ήσαν παρόντες, ούτε αντεπροσωπεύθησαν εις αυτήν, ειμή μόνον ο Κωνσταντινουπόλεως, και σεις την λέγετε ψευδώς οικουμενικήν; Εάν αυτή δεν συμφωνή με τας άλλας εξ, πως εβδόμην την ονομάζετε, και εγράψατε όλα τα εναντία των εξ Αγίων Συνόδων;» Λαβών τότε τον λόγον ο Τρικάκκαβος λέγει· «Και ποίον δόγμα των Συνόδων ηθετήσαμεν;» Εις ταύτα αποκριθείς ο Άγιος είπεν· «Δεν συνηθροίσθησαν εις αγίας Εκκλησίας όλαι οι Σύνοδοι; Η Α΄ εις την της Νικαίας Μητρόπολιν, η Β΄ εις την Αγίαν Ειρήνην εις το Βυζάντιον, η Γ΄ εις τον Άγιον Ιωάννην τον Θεολόγον εις την Έφεσον, η Δ΄ εις την Αγίαν Ευφημίαν της Χαλκηδόνος, η Ε΄ και η ΣΤ΄ εν Κωνσταντινουπόλει εις τον Ναόν της Αγίας Σοφίας! Εις αυτούς όλους τους Ναούς δεν ήσαν Εικόνες Αγίων; Πως δεν τας καθήρεσαν οι Άγιοι Πατέρες; Αποκρίθητι εις τούτο, Επίσκοπε». Ο δε είπεν· «Ούτως έχει η αλήθεια». Τότε ο Άγιος υψώσας προς τον ουρανόν τας χείρας και τα όμματα εβόησε λέγων· «Όστις δεν προσκυνεί τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, περιγραπτόν εις Εικόνα κατά το ανθρώπινον, να είναι αναθεματισμένος και η μερίς αυτού μετά των Ιουδαίων, οίτινες εσταύρωσαν τον Κύριον». Θαυμάζοντες λοιπόν την παρρησίαν του Οσίου οι αντικείμενοι, και μη δυνάμενοι να εναντιωθώσι, τον εφυλάκισαν, και επιστρέψαντες κατησχυμμένοι εις τον τύραννον, ανήγγειλαν άπαντα· ο δε εθυμώθη, και επρόσταξε να εξορίσωσι τον Άγιον εις την Προικόννησον· έκαμε δε εις το Μοναστήριον του Φιλιππικού ημέρας επτά νήστις και του έπεμπε μεν ο βασιλεύς φαγητά, ο Άγιος όμως δεν τα εδέχετο, αλλά τα επέστρεφεν οπίσω. Κατ’ εκείνας τας ημέρας ο Ηγούμενος της Μονής εκείνης ησθένησε και καλεί τον Άγιον να υπάγη να χαιρετισθώσιν, διότι ευρίσκετο εις τας παραμονάς του θανάτου· ο δε Άγιος επήγε και εγγίσας δια της δεξιάς αυτού την κεφαλήν του αρρώστου, έφυγεν ευθύς απ’ αυτού η ασθένεια, και έμεινεν όλως υγιής ο Ηγούμενος· αποχαιρετήσαντες δε αλλήλους εισήλθεν εις το πλοίον ο Στέφανος δια να υπάγη εις την εξορίαν του, και φθάσας εκεί εζήτει τους ερημικωτέρους τόπους της νήσου· ευρήκε δε σπήλαιον ησυχαστικόν, όπερ ωνόμαζον Κισσούδα, το οποίον είχε και Ναόν της Αγίας Άννης, του ήρεσε δε ο τόπος δια το ήσυχον, και κατοικήσας εις αυτό ετρέφετο από τα χόρτα. Μετ’ ολίγον καιρόν επήγαν εκεί και οι μαθηταί του, εκτός από δύο, ήτοι τον Σέργιον και τον Στέφανον, οίτινες έμειναν εις τον κόσμον οι ταλαίπωροι, ομοίως και η αδελφή του με την μητέρα των. Έκτισε δε εκεί ο Όσιος στύλον και επάνω εις αυτόν μικρόν τινα οικίσκον στενώτατον, εις τον οποίον εκλείσθη όταν ήτο ετών τεσσαράκοντα εννέα και τόσον εβασάνιζεν ο αοίδιμος την σάρκα, ώστε ήτο θαύμα εξαίσιον εις τους ορώντας και φρικτόν θέαμα, επειδή όσον επροχώρει εις το γήρας, τόσον περισσοτέραν σκληραγωγίαν διήρχετο και τόσον επιπονώτερον ηγωνίζετο, δια δε τας αρετάς αυτάς του έδωκεν ο Δεσπότης Χριστός χάριν να κάμνη θαυμάσια, από αυτά δε θα γράψωμεν ολίγα τινά προς πίστωσιν της αληθείας. Προσελθών ποτε προς τον Όσιον τυφλός τις εκ γενετής εδέετο με θερμότητα πίστεως να του δώση το ποθούμενον και γλυκύτατον φως. Ο δε πρώτον μεν εδειλία ως ταπεινόφρων να επιχειρισθή τοιαύτην πράξιν υπέρ άνθρωπον· έπειτα, βλέπων αυτόν ότι εδέετο ελεεινώς ο ταλαίπωρος, τον ελυπήθη και του λέγει· «Εάν έχης πίστιν εις τον Θεόν και προσκυνής ως πρέπει την αγίαν αυτού Εικόνα, ανάβλεψον». Τότε αμέσως (ω του θαύματος!) ο πρώην τυφλός ανέβλεψε, και δοξάζων τον Θεόν ηυχαρίστει τον Άγιον· τούτο είναι το πρώτον θαύμα, το οποίον έκαμεν εις την Προικόννησον, αλλά ακούσατε και έτερον. Γυνή τις ευγενής ήτο εις την Κύζικον και είχε παιδίον δέκα ετών δαιμονιζόμενον, το οποίον έφερεν εις την νήσον προς τον Όσιον· ως δε είδεν εκείνο από μακράν το κελλίον του Οσίου, έστρεφε το πρόσωπόν του και εσηκώνετο εις τον αέρα φωνάζον. Η δε μήτηρ έκλαιε και εφώναζε λέγουσα· «Ευσπλαγχνίσου με, Όσιε, την αθλίαν και λύσον την αθυμίαν μου, διότι δεν έχω άλλο τέκνον να με γηροκομήση την ταλαίπωρον». Πλησιάσασα δε εις την μητέρα του Αγίου, έπεσεν εις τους πόδας αυτής, και κλαίουσα έλεγεν· «Επειδή είσαι καλότυχος μήτηρ, ηξεύρεις την μητρικήν αγάπην και τα κέντρα της φύσεως, λυπήσου με λοιπόν και συμπόνεσον το βασανιζόμενον τέκνον μου». Αυτά και άλλα ελεεινότερα λέγουσα, την ευσπλαγχνίσθη ο Όσιος και προστάσσει μαθητήν του τινά να κάμη το σημείον του Σταυρού εις το σώμα του παιδός, αυτός δε προσηύχετο μετά δακρύων προς τον Κύριον, να το θεραπεύση ως παντοδύναμος· το δε παιδίον έπεσε κατά γης και έμεινεν άφωνον. Τότε ο Άγιος το έβαλε και προσεκύνησε την Εικόνα του Χριστού και κατόπιν το έδωσεν εις την μητέρα του τεθεραπευμένον. Άλλη τις γυνή, από την Ηράκλειαν της Θράκης, είχε δεινήν ασθένειαν, ως η πάλαι αιμορροούσα και έτρεχεν από αυτήν το αίμα επί επτά ήδη έτη. Επήγε λοιπόν και αυτή εις τον Άγιον και διηγήθη την συμφοράν, δεομένη τούτου με θερμά δάκρυα να την θεραπεύση ως συμπαθέστατος· αυτός δε προσηυχήθη δι’ αυτήν προς τον Παντοδύναμον ιατρόν και μετά τρεις ημέρας εθεραπεύθη. Όχι δε μόνον τους ασθενείς και τους δαιμονιζομένους ιάτρευεν, αλλά και τους θαλασσοπορούντας από διαφόρους κινδύνους και κλύδωνας ηλευθέρωσε· διότι όταν ήθελε γίνει μεγάλη τρικυμία εις την θάλασσαν και έβλεπεν ως βουνά μεγάλα τα κύματα, έλεγεν εις τους μαθητάς του και έκαμναν κοινώς προσευχήν, ωσαύτως και αυτός προσηύχετο λέγων· «Μη εν ποταμοίς ωργίσθης, Κύριε… ή εν θαλάσση το όρμημά σου;» (Αβακ. γ:8) και ούτως ευθύς εγίνετο γαλήνη και εσώζοντο οι κινδυνεύοντες, οι οποίοι διηγούντο εις όλους το θαυμάσιον· και άλλοι μεν έλεγον ότι τον έβλεπον εις την θάλασσαν και εκράτει το πλοίον να μη καταποντισθή, άλλοι δε πάλιν ότι εκάθητο εις το πηδάλιον και το εκυβέρνα. Κατά δε το δεύτερον έτος από της εξορίας απέθανεν η μήτηρ αυτού, ήτις έζησε θεαρέστως τόσον, ώστε εδόξαζε τον Θεόν ο Άγιος. Όταν δε έπνεε τα λοίσθια έκλαιεν η Θεοδότη, ήτις ήτο αδελφή του Αγίου. Η δε μακαρία Άννα είπε προς αυτήν· «Μη κλαίης, θύγατερ, αλλά χαίρε, διότι έρχεσαι και συ μετ’ εμού». Ταύτα ειπούσα απήλθε προς Κύριον και την εβδόμην ημέραν την συνώδευσεν η Θεοδότη κατά την πρόρρησιν. Τον καιρόν εκείνον στρατιώτης τις, ονόματι Στέφανος, το γένος Αρμένιος, από τα μέρη της Ευρώπης, ήτο ημίξηρος, ήτοι ο ήμισυς παραλυτικός και έκυπτεν εις την γην, μη δυνάμενος ουδόλως να σηκώνη την κεφαλήν· ακούσας δε ούτος τα υαύματα του Οσίου, μετέβη εις την νήσον και πεσών εις τους πόδας του Αγίου εζήτει την ίασιν. Ο δε ως δούλος του Θεού γνήσιος δεν ώκνησε εις το να προσφέρη το ζητούμενον· όθεν λέγει εις τον πάσχοντα· «Προσκύνησον την Εικόνα του Κυρίου και της Αγίας αυτού Μητρός να λάβης την ίασιν», ούτω δε ποιήσας ευθύς εθεραπεύθη· όταν δε επέστρεψεν εις την βάσιν του, τον ηρώτων οι άλλοι στρατιώται τι έκαμε και εθεραπεύθη. Ο δε έλεγεν ότι εις Μοναχός, ονόματι Στέφανος, όστις είναι εις Προικόννησον, μου έδειξε δύο Εικόνας του Χριστού και της Θεοτόκου, τας οποίας, ως προσεκύνησα, ηνωρθώθην. Οι δε βλάσφημοι εκείνοι και μιαροί διέβαλον το θαύμα εις τον άρχοντα της Θράκης, όστις έγραψεν ευθύς εις τον βασιλέα, εξαποστείλας προς αυτόν και τον ιαθέντα Στέφανον. Ακούσας ο τύραννος από τον Στέφανον τον τρόπον της ιατρείας δεν επίστευσεν, αλλά ασύνετος ων παρέμεινεν εις την απιστίαν, ηρώτα δε τον ιατρευθέντα εάν προσεκύνει ακόμη τα είδωλα, τα οποία του έδειξεν ο Στέφανος· αυτός δε ο αχάριστος είπεν, ότι πολύ μετενόησε δι’ αυτό όπου έκαμε, μάλιστα δε και ανεθεμάτισε τας αγίας Εικόνας ο μιαρώτατος. Τότε ο τύραννος εχάρη και, θέλων να τον ανταμείψη, τον έκανε κεντυρίωνα ήτοι να ορίζη εκατόν στρατιώτας. Αλλ’ η θεία δίκη τον άδικον δικαίως ετιμώρησεν ως αχάριστον· και ευθύς ως κατήλθεν από τα βασίλεια και ανήλθεν επί του ίππου του, εξηγριώθη ο ίππος και ρίπτων αυτόν χαμαί τον ελάκτισε τόσον, έως ου εξέψυξεν ο άθλιος. Ο δε τύραννος έστειλε και έφεραν από την εξορίαν τον Άγιον και τον έβαλεν εις σκοτεινήν φυλακήν δεδεμένον χείρας και πόδας με άλυσον. Μεθ’ ημέρας τινάς, καθίσας ο βασιλεύς εις τόπον τινά, όστις ωνομάζετο Φάρος, προστάσσει να φέρωσι τον Άγιον. Ο δε μακάριος Στέφανος εζήτησεν από Χριστιανόν τινα Ορθόδοξον εν νόμισμα, ήτοι αργύριον όπερ ίσχυε τον καιρόν εκείνον και είχε τετυπωμένον επ’ αυτού το ομοίωμα του βασιλέως· τούτο έκρυψεν εις το κουκούλιόν του ο Όσιος και όταν τον έφεραν, εφώναξεν ως δαιμονιζόμενος ο τύραννος λέγων· «Ω της συμφοράς! Ίδετε τον κακότροπον αυτόν άνθρωπον, όστις με υβρίζει· εγώ τον εκώρισα, δια να παύση τας κακουργίας του, αλλ’ αυτός εδίδασκε και εκεί τον λαόν να προσκυνώσι τα είδωλα». Ο δε Άγιος εσιώπα, κλίνων προς την γην το πρόσωπον. Όθεν θυμωθείς ο τύραννος λέγει· «Μιαρά κεφαλή, διατί δεν αποκρίνεσαι;» Τότε ο Άγιος είπεν· «Εάν θέλης να με κατακρίνης χωρίς εξέτασιν, θανάτωσέ με ταχέως, ως βούλεσαι· ει δε και ορίζεις να αποκρίνωμαι, συγκέρασον τον θυμόν σου με την πραότητα και άκουσον μακροθύμως να αποκρίνωμαι». Λέγει ο τύραννος· «Ειπέ μου ποίους όρους των Πατέρων παρέβημεν και μας ονομάζεις αιρετικούς;» Αποκρίνεται ο Άγιος· «Διατί αφηρέσατε παρανόμως τας αγίας Εικόνας από την Εκκλησίαν, τας οποίας οι Άγιοι Πατέρες προσέταξαν να προσκυνώμεν, δια να αγιαζώμεθα δια μέσου των;» Λέγει ο τύραννος· «Ποίαν σχέσιν έχουν οι Άγιοι με τα είδωλα;» Αποκρίνεται ο Άγιος· «Η προς την Εικόνα προσφερομένη τιμή διαβαίνει εις το πρωτότυπον, καθώς είπεν ο Μέγας Βασίλειος». Λέγει ο βασιλεύς· «Δίκαιον λοιπόν είναι να ιστορώμεν ημείς με αισθητά χρώματα τα δυσθεώρητα, ακατάληπτα και άρρητα ύψη της Θεολογίας, τα οποία δεν δύναται να εννοήση τις, καθώς λέγει ο Θεολόγος Γρηγόριος;» Αποκρίνεται ο Άγιος· «Δεν ζωγραφίζεται η άϋλος και ακατάληπτος φύσις της Θεότητος, της οποίας το είδος ούτε καν δυνάμεθα να εννοήσωμεν, αλλά τον Χριστόν εικονίζομεν κατά την ανθρωπίνην μορφήν, την οποίαν κατεδέχθη να ενδυθή δια την σωτηρίαν μας και την οποίαν εψηλάφησαν οι Απόστολοι· εις τι αμαρτάνομεν λοιπόν, προσκυνούντες την Εικόνα της μορφής του, δια την προς Αυτόν ευλάβειαν; Σεις δε όπου ετολμήσατε να ονομάσητε την Εικόνα του Χριστού ίσην προς το είδωλον του Απόλλωνος και της Θεοτόκου ίσην προς το είδωλον της Αρτέμιδος, ουαί σας, διότι εφθάσατε και να πατήσετε και να καύσετε αυτάς». Οργισθείς τότε ο τύραννος λέγει προς τον Άγιον· «Τυφλέ εις τον νουν και αληθώς αμνημόνευτε, τον Χριστόν επατήσαμεν ημείς ή σανίδας;» Τότε ο της αληθείας Ομολογητής Άγιος Στέφανος, δια να κάμη τον βασιλέα να εννοήση την μωρίαν του, ηθέλησε να τον πληγώση με το ξίφος του και λαμβάνων εις την χείρα το νόμισμα, όπερ είχε κεκρυμμένον εις το κουκούλιον, το έδειξεν εις αυτόν λέγων· «Τίνος είναι η εικών αύτη;» Λέγει ο τύραννος· «Ιδική μου». Ερωτά τότε ο Άγιος· «Εάν πατήση τις την εικόνα σου ταύτην, πρέπει να παιδεύεται;» Τότε οι παρεστώτες απεκρίθησαν· «Ναι πρέπον είναι να τιμωρηθή ο τοιούτος, επειδή τον βασιλικόν χαρακτήρα κατεπάτησεν». Εις αυτά εκβάλλων βαρύν στεναγμόν από τα βάθη της καρδίας του ο Άγιος, ταύτα μεγαλοφώνως εβόησεν· «Ω τυφλοί και ανόητοι, εάν την μορφήν του βασιλέως, όστις είναι φθαρτός άνθρωπος, είναι αμαρτία να ατιμάση τις, οποίαν κόλασιν νομίζετε ότι θα λάβουν όσοι κατεπάτησαν και κατέκαυσαν την άχραντον Εικόνα του Δεσπότου Χριστού και της Θεομήτορος;» Ταύτα ειπών ο πάνσοφος έρριψε κατά γης το αργύριον και το κατεπάτησεν, οι δε παρεστώτες έτρεξαν επάνω του ως θηρία και τον ήρπασαν να τον ρίψουν εις την θάλασσαν, δια να φανώσι τάχα ευλαβείς προς τον τύραννον· αλλ’ αυτός πάλιν, δια να δείξη ότι δεν εθυμώθη εις τοσαύτην καταφρόνησιν, την οποίαν του έκαμεν ο Άγιος, τους ημπόδισεν από τοιούτον κακόν, είπε μόνον να δέσουν τον Άγιον από τον τράχηλον και τας χείρας οπίσω και να τον βάλουν εις την δημοσίαν φυλακήν του Πραιτωρίου, έως να τον παιδεύσουν κατά τον νόμον, επειδή ετόλμησε να ατιμάση βασιλικόν μόρφωμα. Ω της αγνωσίας και τυφλότητος αυτών! Εκείνοι επάτουν την θείαν Εικόνα και την έκαιον, τον δε Άγιον εμίσουν, ότι την ανοσίαν μορφήν του βασιλέως επάτησεν. Ο δε Όσιος, όταν εισήρχετο εις την φυλακήν, εθερμάνθη η καρδία του και προεφήτευσε την τελευτήν αυτού λέγων· «Εδώ μέλλει να μείνω έως να τελειώσω την εξορίαν μου, ότι δια την τιμήν της αγίας Εικόνος του Χριστού μου έχω να λάβω ταχέως τον θάνατον». Έκλεισαν δε αυτόν εις την εσωτέραν φυλακήν, εις την οποίαν εύρεν άλλους τριακοσίους τεσσαράκοντα δύο Μοναχούς εναρέτους, οίτινες ήσαν όλοι φυλακισμένοι δια τας Αγίας Εικόνας, και πολλοί απ’ αυτούς εστερημένοι μελών· και άλλου είχον κόψει την ρίνα, άλλου τα ώτα, άλλου την χείρα, άλλου είχον εκβάλει τους οφθαλμούς, άλλου είχον χρίσει με πίσσαν τα γένεια, και άλλων τα είχον ξυρίσει τελείως προς καταφρόνησιν. Τούτους βλέπων ο θείος Στέφανος εμακάριζε με δάκρυα κατανύξεως, ότι ηξιώθησαν να πάθουν τοιαύτα δια τον Κύριον, τον δε εαυτόν του εταλάνιζεν, ότι δεν έλαβε και αυτός κολαστήρια όμοια. Όλοι λοιπόν οι θείοι Πατέρες εκείνοι ηυλαβούντο τον Άγιον ως πεπαιδευμένον εις τας τάξεις της μοναδικής πολιτείας, και τον ηρώτων ως διδάσκαλον· όθεν έγινε δια μέσου του, Μοναστήριον το Πραιτώριον και εφύλαττον ακριβώς τους τύπους και τους κανόνας του μοναδικού σχήματος. Όχι δε μόνον οι φυλακισμένοι, αλλά και οι φύλακες αυτοί ηυλαβούντο τον Στέφανον και τον είχον ως Άγγελον. Εις δε εκ των φυλάκων αυτού είπεν εις την γυναίκα του την υπόθεσιν, ότι εφυλάκισαν ένα Μοναχόν από το βουνόν του Αυξεντίου, Άγιον άνθρωπον. Η δε ευλαβής εκείνη γυνή έκαμε τρόπον και επήγε την νύκτα κρυφίως και προσεκύνησε τον Άγιον και τον παρεκάλεσε να την ευχηθή και να δέχεται απ’ αυτής μικράν τροφήν, δια να συντηρήται εις την ζωήν· ο δε Άγιος ηυχήθη αυτήν, αλλά τροφήν δεν ηθέλησε να του φέρη τελείως. Η δε ηρώτησεν αυτόν την αιτίαν και της απεκρίθη λέγων· «Ο Κύριος μάς παρήγγειλε να μη συγκοινωνώμεν με τους αιρετικούς· όθεν δεν έλαβα ποτέ από κανένα εικονομάχον τίποτε». Η δε ευσεβής εκείνη γυνή απεκρίνατο· «Μη γένοιτο, τίμιε Πάτερ, να ατιμάσω ποτέ καμμίαν Εικόνα των Αγίων· διότι ήκουσα από τον Άγιον Γερμανόν πόσην κόλασιν έχουν να λάβουν όσοι τας υβρίζουσιν· αλλά δια να βεβαιωθής δια του έργου την αλήθειαν, ολίγον καρτέρησον». Ταύτα ειπούσα, έφερεν από τον οίκον της τρεις αγίας Εικόνας, μίαν της Θεοτόκου με το Θείον Βρέφος και δύο των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, τας οποίας προσεκύνησεν έμπροσθεν αυτού και του λέγει· «Έχε αυτάς, Πάτερ Άγιε, να ενθυμήσαι της αμαρτωλής δούλης σου». Αποδεχθείς λοιπόν ο Άγιος την καλήν της προαίρεσιν, συγκατένευσε να του φέρη κατά Σάββατον και Κυριακήν εξ ουγγίας άρτου και τρία ποτήρια ύδατος, τίποτε δε άλλο πέραν τούτου, διότι μόνον τόσον έτρωγε την εβδομάδα καθ’ όλους τους ένδεκα μήνας κατά τους οποίους έκαμεν εις το Πραιτώριον. Εκεί λοιπόν καθεζομένων των Οσίων, ενάρετος τις Χριστιανός, εκ Κρήτης, ονόματι Αντώνιος, όστις υπέμεινεν ανδρικούς αγώνας δια τον Κύριον, λέγει προς τον Στέφανον και τους άλλους συνδεσμώτας· «Ακούσατε, Πατέρες Άγιοι, να σας διηγηθώ τας αριστείας του μακαρίου Παύλουνα κλαύσετε. Εις την Κρήτην ήτο εις αρχιστράτηγος ονόματι Θεοφάνης, το επώνυμον Λαρδατύρης· ούτος έφερε τον Άγιον αυτόν Παύλον εις εξέτασιν και του δεικνύει εν φοβερόν βασανιστήριον όργανον, καταπέλτην καλούμενον, και μίαν Εικόνα του Εσταυρωμένου λέγων· «Εν από τα δύο ταύτα ποίησον, ή την Εικόνα να πατήσης δια να ζήσης, ή να σε βάλω εις ταύτην την βάσανον». Ο δε γενναίος Παύλος εβόησε λέγων· «Μη γένοιτο, Κύριε Ιησού Χριστέ, να πατήσω την Εικόνα σου» και με τον λόγον έκυψεν εις την γην και την εφίλησεν· όθεν έδεσαν αυτόν εις τον καταπέλτην με δύο σανίδας δυνατά, και τον επέρασαν με σίδηρα εις όλον το σώμα· έπειτα κρεμάσαντες αυτόν κατακέφαλα, τον κατέκαυσαν». Ταύτα ειπόντος εκείνου έκλαιον άπαντες· άλλος δε τις από την ιεράν συνοδείαν εκείνην, όστις ήτο Ιερομόναχος από το Μοναστήριον της Πελεκητής και είχον κόψει την ρίνα του, τα δε γενειά του είχον χρισμένα με πίσσαν και νάφθαν, έτι δε και κατακεκαυμένον τον είχον δια την ευσέβειαν, ονομαζόμενος Θεοστήρικτος, ιδών ότι ο Άγιος ηγάπα να ακούη τας περί των Αγίων Ομολογητών διηγήσεις, ηγέρθη και είπε ταύτα· «Την αγίαν και Μεγάλην Πέμπτην ενώ ελειτουργούσαμεν εις το Μοναστήριον, έρχεται ο ηγεμών της Ασίας Μιχαήλ Λαχανοδράκων, τον οποίον επονομάζουσι Μηχανοδράκοντα δια την ωμότητά του και εισελθών εις την Εκκλησίας με πολλούς στρατιώτας, ανέτρεψε την Ιεράν Μυσταγωγίαν ο εναγής και έδεσε τους εκλεκτοτέρους Μοναχούς, τριάκοντα οκτώ τον αριθμόν, τους δε άλλους έδειρε και διαφόρως εβασάνισε, κόπτων την ρίνα των πρότερον και χρίσας με πίσσαν τα γένεια, από τους οποίους είς είμαι και εγώ καθώς μαρτυρεί η όψις μου. Εις ταύτα δεν εχόρτασεν ο παράνομος, αλλά το Μοναστήριον όλον με τας Εκκλησίας κατέκαυσε, τους δε τριάκοντα οκτώ Πατέρας έβαλεν εις θόλον τινά παλαιού λουτρού, και κτίσας την θύραν, αφήκεν αυτούς εκεί και απέθανον από την πείναν». Ταύτα ακούοντες οι Πατέρες εδάκρυσαν, και παρεκάλεσαν τον Άγιον να τους είπη λόγον τινά παρακλήσεως, όστις εστέναξεν εκ μέσου της καρδίας και λέγει προς αυτούς· «Αδελφοί και Πατέρες, πρέπει να λάβωμεν τον στέφανον της υπομονής. Εάν δε μας παραδώσουν οι ασεβείς εις πυρ, ή ξίφος, ή βυθόν, ή κρημνόν, ή εις άλλον σκληρότερον θάνατον, να υπομείνωμεν προθύμως καθώς και οι πρότεροι ημών έπαθον, Πέτρος ο Οσιώτατος, τον οποίον κατέκοψαν δια την Εικόνα του Χριστού ανηλεώς και Ιωάννης ο της Μοναγρίας Ηγούμενος, τον οποίον έκλεισαν εις σάκκον, και δένοντες εις αυτόν λίθος βαρύν εβύθισαν εις το πέλαγος. Με ποίους λόγους να διηγηθώ τας διαφόρους βασάνους, τας οποίας υπέμειναν οι μακάριοι; Αυτούς ας μιμηθώμεν και ημείς δια να θησαυρίσωμεν πλούτον άμετρον με ολίγην κακοπάθειαν, διότι όσα κακά πάθωμεν εδώ πρόσκαιρα, δεν είναι άξια να τα συγκρίνωμεν με την μέλλουσαν δόξαν του Παραδείσου» Αυτά και έτερα όμοια έλεγεν ο αοίδιμος Στέφανος, δια να προθυμοποιή τους συνδεσμώτας και συγκαταδίκους εις τον θάνατον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΘ΄ (29η) Νοεμβρίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΠΑΡΑΜΟΝΟΥ και των συν αυτώ Τριακοσίων Εβδομήκοντα ΜΑΡ

Δημοσίευση από silver »


Παράμονος ο Άγιος Μάρτυς και οι συν αυτώ ασκήσαντες Άγιοι Μάρτυρες ήσαν κατά τους χρόνους του βασιλέως Δεκίου και Ακυλίνου άρχοντος της Ανατολής εν έτει σν΄ (250), η δε αιτία του Μαρτυρίου αυτών υπήρξε τοιαύτη. Εις ένα τόπον, Ιερόν ονομαζόμενον, της Βαλσατίας, ήτοι της νυν λεγομένης Μπάστρας ή Βασόρας της ευρισκομένης παρά το στόμιον του Τίγρητος ποταμού, αναβρύουσι θερμά νερά πλούσια, τα οποία ιατρεύουσιν ασθενείας. Εις τα θερμά λοιπόν ταύτα επήγεν ο άρχων Ακυλίνος, ίνα ιατρευθή από ασθένειαν σωματικήν, η οποία τον ηνώχλει. Όθεν προσέταξε να ακολουθώσιν αυτόν από την Νικομήδειαν όσοι Χριστιανοί ήσαν εκεί δεδεμένοι δια την του Χριστού πίστιν· μεταβάς δε εις τον ναόν της ψευδοθεάς Ίσιδος και τας μιαράς του θυσίας τελέσας, προσέταξε και τους Μάρτυρας του Χριστού να προσκυνήσωσι και να θυσιάσωσιν εις τα είδωλα. Επειδή δε εκείνοι δεν επείσθησαν, προσέταξε να τους θανατώσωσιν όλους και ούτως έλαβον οι γενναίοι τους στεφάνους της αθλήσεως παρά του Πμβασιλέως Χριστού, τον αριθμόν όντες τριακόσιοι εβδομήκοντα. Τούτους λοιπόν βλέπων ούτως ασπλάγχνως θανατωθέντας ο Άγιος Παράμονος, με μεγάλην φωνήν ανεβόησε λέγων· «Μεγαλωτάτην ασέβειαν βλέπω, διότι ο μιαρός ούτος άρχων τόσους πολλούς δικαίους και μάλιστα ξένους όντας κατασφάζει, ως να ήσαν άλογα ζώα». Ο δε άρχων, ταύτα ακούσας, ήναψεν από οργήν και ευθύς προστάσσει να τον θανατώσωσι· τούτο δε ηγνόει ο Μάρτυς. Όθεν συλλαβόντες αυτόν αιφνιδίως οι απεσταλμένοι εκεί που αφόβως περιεπάτει, άλλοι μεν τον εκτύπων με λόγχας, άλλοι δε ετρύπων την γλώσσαν και τα λοιπά μέλη του με καλάμια κοπτερώτατα· και ούτως έμπροσθεν του άρχοντος εθανάτωσαν αυτόν και προς τας ουρανίους Μονάς τον απέστειλαν, ίνα χαίρη αιωνίως μετά των λοιπών τριακοσίων εβδομήκοντα. Το δε άγιον αυτού λείψανον ενεταφιάσθη μετά των λειψάνων των ανωτέρω Αγίων.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Λ΄ (30η) Νοεμβρίου, μνήμη του Αγίου ενδόξου και πανευφήμου Αποστόλου ΑΝΔΡΕΟΥ του Πρωτοκλήτου.

Δημοσίευση από silver »

Ανδρέας ο ένδοξος Απόστολος του Κυρίου κατήγετο από μικράν περίχωρον της Ιερουσαλήμ, ήτις ωνομάζετο Βηθσαϊδά, και η οποία ήτο πατρίς και των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Φιλίππου· είχε δε ο Άγιος Ανδρέας αδελφόν τον κορυφαίον Απόστολον Πέτρον. Βηθσαϊδά δε είναι όνομα Εβραϊκόν και ερμηνεύεται Ελληνιστί τόπος αλιείας· αύτη κατά τους χρόνους εκείνους ήτο άσημος, καθό πόλις μικρά, νυν όμως τυγχάνει επισημοτάτη, διότι εκ ταύτης εξήλθον οι Μαθηταί και Απόστολοι και ιδίως οι αδελφοί Πέτρος ο Κορυφαίος και Ανδρέας ούτος ο Πρωτόκλητος. Όθεν είναι αύτη σήμερον ιστορικωτάτη και ενδοξοτάτη και ταύτην όλος ο κόσμος, βασιλείς και άρχοντες, μικροί και μεγάλοι, τιμώσι και θαυμάζουσι, διότι εις εκείνην την πόλιν ο Κύριος ημών εύρεν αγαθούς και ταπεινούς ανθρώπους, τους οποίους εκάλεσε Μαθητάς του και οι οποίοι αμέσως τον ηκολούθησαν προθύμως. Αλλ’ ίσως ερωτήση τις διατί δεν ηκολούθησαν τον Χριστόν όλοι οι τότε άνθρωποι, αλλά ολίγοι μόνον; Και λέγομεν· διότι οι μεν πολλοί των ανθρώπων, μόνοι των και εξ ιδίας προαιρέσεως, δεν ηθέλησαν να πιστεύσουν εις τον Χριστόν, αλλά νομίζοντες εαυτούς σοφούς, δεν εταπεινώθησαν να πιστεύσουν εις την φαινομένην μωρίαν του κηρύγματος του Χριστού· οι δε Απόστολοι, απλοί όντες και ιδιώται, εξ όλης καρδίας ηκολούθησαν τον Χριστόν. Διο και Αυτός «έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι», καθώς λέγει και ο Θεολόγος Ιωάννης εις το κατ’ αυτόν Ευαγγέλιον (α:12). Ότι δε αληθής είναι η λύσις της απορίας ταύτης, δυνάμεθα μεν και εξ άλλων πολλών Αγίων να το αποδείξωμεν, εξόχως όμως από τον σήμερον εορταζόμενον Άγιον και ένδοξον τούτον Απόστολον Ανδρέαν, όστις πρώτον μεν ήτο άνθρωπος ιδιώτης και αγράμματος, επειδή δε είχεν αγαθήν προαίρεσιν, ακολουθήσας τον Χριστόν και πιστεύσας εις τους λόγους του, εγένετο Απόστολος και διδάσκαλος της οικουμένης. Από τοιαύτην λοιπόν άσημον πατρίδα καταγόμενος ο ένδοξος ούτος Απόστολος Ανδρέας, ως και ο αδελφός αυτού Πέτρος ο Κορυφαίος, είχον αμφότεροι και πατέρα πτωχότατον, ο οποίος εδίδαξε τους υιούς του την ιδίαν τέχνην του αλιεύειν, ως πάντες οι πτωχοί έχουν συνήθειαν να μανθάνουν και τα τέκνα των ό,τι αυτοί γνωρίζουσι, μη δυνάμενοι, ως εκ της πτωχείας των, να εκπαιδεύουν ταύτα εις επιστήμας και άλλας ωφελίμους τέχνας. Ο πατήρ των ωνομάζετο Ιωνάς, ήτο δε ο πρώτος αλιεύς και εψάρευεν εις όλας τας λίμνας, αίτινες ευρίσκοντο κύκλωθεν της Ιερουσαλήμ, ήτοι παρά την θάλασσαν της Τιβεριάδος, ιδίως δε παρά την λίμνην της Γενησαρέτ, και εις άλλας θαλάσσας. Ο Πέτρος είχε γυναίκα την θυγατέρα του Αριστοβούλου, του αδελφού Βαρνάβα του Αποστόλου· ο δε μακάριος Ανδρέας, καταφρονήσας την κοσμικήν σύγχυσιν, προέκρινε την παρθενίαν, την οποίαν και ηκολούθησε και δεν ηθέλησε να νυμφευθή. Αφού δε ήκουσε ο θείος Ανδρέας ότι ο Πρόδρομος Ιωάννης περιπατεί εις την Ιουδαίαν και τα περίχωρα του Ιορδάνου και κηρύττει μετάνοιαν, έτρεξεν εις τον Ιωάννην και εγένετο μαθητής του, αφήσας τα πάντα κατά μέρος· και έχων επιθυμίαν ν’ αναβιβάση τον νουν του εις υψηλοτέραν έννοιαν, αφήκε τον κόσμον και τα του κόσμου, προσκολληθείς δε εις τον Ιωάννην, ακούσας τους προφητικούς λόγους του και έχων την ψυχήν του κεκαθαρμένην από αμαρτίας, εγνώρισε παρευθύς, ότι η διδαχή και το κήρυγμα του Προδρόμου είναι εκ θελήματος Θεού και ότι είναι αληθής Πρόδρομος και πρόξενος της σωτηρίας· δια τούτο και ηκολούθησεν εξ όλης του της καρδίας ο Ανδρέας τον Πρόδρομον και όλως παρεδόθη εις αυτόν, ήτοι παρέδωκεν αμέσως και νουν και καρδίαν. Ο Πρόδρομος, θέλων ν’ αναβιβάση τον λογισμόν των μαθητών του εις υψηλοτέραν έννοιαν, ίνα μη υπολαμβάνωσιν αυτόν Χριστόν, αλλά δούλον και υπηρέτην και πρόδρομον και κήρυκα του Χριστού, έλαβε μαζί του δύο μαθητάς, τον Απόστολον Ανδρέαν και έτερον τον Θεολόγον Ιωάννην, και επήγεν εκεί όπου ήτο ο Κύριος και Σωτήρ ημών Ιησούς Χριστός. Ιδών δε τον Χριστόν, είπε· «Ίδε ο αμνός του Θεού» (Ιωάν, α:36), και ακούσαντες οι δύο ούτοι Μαθηταί την μαρτυρίαν ταύτην του Ιωάννου περί του Χριστού, αφέντες τον Ιωάννην ηκολούθησαν τον Χριστόν. Στραφείς είτα ο Ιησούς και ιδών τους Αγίους Αποστόλους Ανδρέαν και Ιωάννην ακολουθούντας είπε προς αυτούς· «Τι ζητείτε;» οι δε είπον αυτώ· Ραββί, ο λέγεται ερμηνευόμενον Διδάσκαλε, που μένεις; Λέγει αυτοίς· Έρχεσθε και ίδετε. Ήλθον ουν και είδον που μένει και παρ’ αυτώ έμειναν την ημέραν εκείνην· ώρα δε ην ως δεκάτη» (Ιωάν. α: 39-40). Αλλά ίδετε, αδελφοί Χριστιανοί, και θαυμάσατε την αγαθήν προαίρεσιν του Αγίου Ανδρέου. Άμα ευρήκεν αυτός τον θησαυρόν, δεν ηθέλησε να τον έχη μόνος, αλλ’ αμέσως προσεκάλεσε και τον αδελφόν του εις απόλαυσιν τούτου· ευρίσκει τον αδελφόν του Πέτρον, όστις ωνομάζετο Σίμων, και είπε προς αυτόν· «Ευρήκαμεν τον Μεσσίαν» (Ιωάν. 42), όστις ερμηνεύεται Χριστός και αμέσως ανεχώρησεν ο Πέτρος οδηγούμενος υπό του Ανδρέου προς εύρεσιν του Μεσσίου, του Κυρίου Ιησού Χριστού· ο δε Ιησούς ιδών τον Πέτρον είπε· «Συ ει Σίμων, ο υιός Ιωνά. Συ κληθήση Κηφάς, ο ερμηνεύεται Πέτρος» (Ιωάν. α:43). Πιστεύσαντες λοιπόν αμφότεροι οι αδελφοί Ανδρέας και Πέτρος εις τον Χριστόν, ανεχώρησαν μετά ταύτα και οι δύο προς εύρεσιν του τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου. Ακολούθως κατά τον καιρόν εκείνον ο βασιλεύς Ηρώδης, διατάξας την σύλληψιν του Ιωάννου, διότι ήλεγχεν αυτόν ως ασεβέστατον και παράνομον, επειδή έλαβε γυναίκα την γυναίκα του αδελφού του Φιλίππου κ.λ.π., έθεσε τον Πρόδρομον εις την φυλακήν· ο δε Πρόδρομος Ιωάννης, Προφήτης ων, εγνώριζεν ότι αυτός θέλει φονευθή υπό του Ηρώδου, δια να σώση δε τους μαθητάς του και να μη μείνουν πάλιν μετά των Εβραίων, απέστειλεν αυτούς προς τον Χριστόν, να τον ερωτήσουν και πάλιν αυτοπροσώπως· «Συ είσαι εκείνος, τον οποίον οι Προφήται έγραψαν ότι θα έλθη ή άλλον περιμένομεν;» Ο δε Χριστός, ο ετάζων καρδίας και νεφρούς, ουδέν έκρυψεν απ’ αυτών, ούτε πολύ απέδειξε την θεότητα αυτού, αλλά θελήσας πραγματικώς να βεβαιώση την αλήθειαν είπε προς αυτούς· «Πορευθέντες απαγγείλατε Ιωάννη α είδετε και ηκούσατε· τυφλοί αναβλέπουσι και χωλοί περιπατούσι, λεπροί καθαρίζονται, κωφοί ακούουσι, νεκροί εγείρονται, πτωχοί ευαγγελίζονται»(Λουκ. ζ:22). Μετά ταύτα, ευρισκομένου του Ιωάννου εις την φυλακήν, ο Χριστός ανεχώρησεν από την Ιερουσαλήμ και επήγεν εις την λίμνην Γενησαρέτ, εκεί δε ευρών τον Ανδρέαν και τον Πέτρον, οίτινες έρριπτον τα δίκτυα εις την θάλασσαν, αντί να ονειδίση αυτούς διότι άφησαν τον διδάσκαλόν των τον Πρόδρομον εις την φυλακήν και ανεχώρησαν, γινώσκων ως Θεός, ότι η πτωχεία τους ηνάγκασε να εργάζωνται, είπε προς αυτούς· «Άφετε τα δίκτυα ταύτα και ακολουθείτε με και θέλω σάς κάμει αλιείς (ψαράδες) ανθρώπων», αυτοί δε αμέσως αφέντες τα δίκτυα ηκολούθησαν τον Χριστόν. Ας έλθωμεν όμως εις την υπόθεσιν του Αποστόλου Ανδρέου. Ούτος ο Απόστολος, αφήσας τα πάντα, ως είπομεν, εγένετο ακόλουθος του Χριστού και πρώτος των άλλων Αποστόλων εκλήθη εις την διδαχήν του Διδασκάλου του, δια τούτο και Πρωτόκλητος ωνομάσθη. Βλέπων ο Απόστολος τα καθ’ ημέραν διάφορα θαύματα του Χριστού, τόσον περισσότερον αφιέρωνε νουν και ψυχήν και εδέετο του Χριστού και ηκολούθει αυτόν κατά πόδας παντού και πάντοτε, είχε δε και προθυμίαν ίνα εύρη κατάλληλον καιρόν να θανατωθή υπέρ του ονόματος του Διδασκάλου του, όπερ και ηξιώθη μετά ταύτα. Ακολούθως δε ο Χριστός, αφήσας τας πόλεις, ανεχώρησεν εις την έρημον, εις την οποίαν ηκολούθησεν αυτόν ο Ανδρέας μετά των άλλων Μαθητών και πλήθος ανθρώπων, ίνα ακούσωσι την διδαχήν του. Επειδή δε εις την έρημον δεν υπήρχον τροφαί να φάγωσιν οι πολυπληθείς άνθρωποι και προϊδών την ανάγκην ταύτην ο θείος Ανδρέας, σπεύδει πρώτος εις τον Χριστόν και είπε· «Διδάσκαλε, μόνον πέντε άρτοι κρίθινοι μας ευρίσκονται και ολίγα οψάρια· τι να κάμωμεν δια να χορτάσωμεν τόσον πλήθος ανθρώπων;» Τότε ο Χριστός, ευλογήσας τους πέντε άρτους εκείνους, εχόρτασε τον λαόν, όστις ήτο πέντε χιλιάδες εκτός των γυναικών και παιδίων και εξ αυτών των πέντε άρτων επερίσσευσαν δώδεκα κοφίνια πλήρη. Τούτο μαρτυρεί ο θείος Θεολόγος εις το στ΄ Κεφάλαιον του Ιερού Ευαγγελίου· τούτο δε πιστεύομεν άπαντες οι Χριστιανοί, εξ αυτού δε, αλλά και εκ του κατωτέρω, καταλαμβάνει έκαστος την φιλίαν και παρρησίαν του Αποστόλου Ανδρέου, την οποίαν είχε προς τον Διδάσκαλόν του τον Χριστόν. Κατά την εορτήν του Πάσχα των Εβραίων επήγαν και τινες των Ελλήνων εμπόρων, οίτινες επεθύμουν να ίδωσι τον Χριστόν και προσέτρεξαν εις τον Απόστολον Φίλιππον, όπως ούτος μεσιτεύση και οδηγήση αυτούς· μη έχων δε ούτος την παρρησίαν και το θάρρος εις τον Χριστόν, προσέτρεξεν εις τον Ανδρέαν, δίδων τα πρωτεία ως Πρωτόκλητον και αμφότεροι αμέσως μετέβησαν και ανέφερον την επιθυμίαν των Ελλήνων εις τον Χριστόν, όπως ίδωσι και προσκυνήσωσιν αυτόν. Μετά τινα καιρόν, προδοθείς υπό του Ιούδα, εσταυρώθη ο Χριστός, αναστάς δε εφάνη προς τους Μαθητάς του εις το όρος της Γαλιλαίας, και απέστειλεν αυτούς ίνα διδάξουν τον κόσμον, λέγων προς αυτούς· «Πορευθέντες, μαθητεύσατε πάντα τα έθνη» (Ματθ. κη: 19). Ακολούθως απέστειλε και το Πανάγιον αυτού Πνεύμα, φωτίσας αυτούς εις πάντα, έτι δε και να γνωρίζωσιν όλας τας γλώσσας των εθνών. Τότε οι Απόστολοι συναχθέντες έβαλον κλήρους εις ποία μέρη της γης θα μεταβή έκαστος να διδάξη. Και οι μεν άλλοι Απόστολοι έλαβον κλήρους διαφόρων άλλων τόπων και χωρών, ο δε Απόστολος Ανδρέας έλαβε κλήρον να κηρύξη εις την Βιθυνίαν, την Θράκην, τα παράλια της Κωνσταντινουπόλεως από το Βυζάντιον έως την Καλλίπολιν, και όλα τα μέρη της Θράκης μέχρι της Καβάλλας, ήτις λέγεται εις τας Πράξεις των Αποστόλων Νεάπολις, υπό δε των Βυζαντινών ωνομάζετο Χριστούπολις. Εις τον κλήρον του ενδόξου Αποστόλου Ανδρέου έλαχεν ωσαύτως η Ελλάς άπασα, ήτοι η Μακεδονία, η Θεσσαλία και όλα τα μέρη από την Θεσσαλονίκην μέχρι των Φαρσάλων και από τα Φάρσαλα μέχρι της Αχαϊας, ένθα νυν και ευρίσκονται αι παλαιαί Πάτραι. Αλλά και εις όλα τα μέρη της Ανατολής, της Μαύρης Θαλάσσης και της Σκυθίας εδίδαξεν· ο Άγιος. Τους διαφόρους και απεράντους τούτους τόπους κληρωθείς εις τον κλήρον ο Πρωτόκλητος, δεν εδειλίασε από το πλήθος των ανθρώπων, των τόπων, των πόλεων και των χωρίων ώστε να οκνήση ή να βαρυνθή, αλλ’ έχων εις τον νουν του την παραγγελίαν του Χριστού, όστις είπεν: «Ιδού εγώ αποστέλλω υμάς ως πρόβατα εν μέσω λύκων» (Ματθ. ι:16) «και μη φοβηθήτε από των αποκτεινόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι» (Ματθ. ι:28) και άλλα τοιαύτα, και θαρρών ο Απόστολος εις την ακαταμάχητον τούτου δύναμιν, προθύμως και με χαράν ήρχισε τον δρόμον του από Ιερουσαλήμ να μεταβή και να υπάγη κατά σειράν εις όλα τ’ ανωτέρω μέρη, είχε δε μεθ’ εαυτού και τινας ακολούθους. Πολλοί μεν οι τόποι, οι δρόμοι και αι αποδημίαι του Αποστόλου Ανδρέου και αδύνατον είναι να περιγράψη τις τούτους ή τους πειρασμούς όσους απήντα εις πάσαν πόλιν και χώραν· αδύνατον να εξιστορήση και διηγηθή άνθρωπος τας διδαχάς, τας θεραπείας, τας ελεημοσύνας, τας στερήσεις, τους καταδιωγμούς, τα παθήματα του Αγίου τούτου· όθεν και μικράν απλήν ιστορίαν αυτού αναφέρομεν, μη δυνάμενοι ως εκ των ασθενών μας δυνάμεων να περιγράψωμεν τα απερίγραπτα αυτού θαύματα. Περιπατών ο Άγιος Ανδρέας από τόπου εις τόπον, μετέβη και εις τινα πόλιν προς τα δεξιά της Μαύρης Θαλάσσης, ονομαζομένην Αμισόν, απέχουσαν δε από της Σινώπης στάδια εννεακόσια, ήτοι μίλια εβδομήκοντα εξ. Εκεί εύρεν ο Άγιος Απόστολος πλήθος ανθρώπων πεπλανημένων και ασεβών, ων οι μεν εις την Ελληνικήν, οι δε εις την Ιουδαϊκήν πλάνην ήσαν βεβυθισμένοι. Εκτός όμως των πολλών κακών, τα οποία είχον οι Αμισηνοί, είχον και εν καλόν, την φιλοξενίαν, και εδέχοντο εις την πόλιν και τας οικίας των πάντα ξένον διαβάτην και τον επεριποιούντο κατά τας δυνάμεις του έκαστος· ούτως εχόντων των Αμισηνών, εισήλθεν ο Άγιος εις την πόλιν και εφιλοξενήθη εις την οικίαν Ιουδαίου τινός, εσυλλογίζετο δε δια τίνος τρόπου να καταπείση τοσούτον πλήθος ανθρώπων πεπλανημένων και να τους φέρη εις την παραδοχήν των διδαχών του. την επομένην ημέραν μετέβη ο Άγιος το πρωϊ εις την συναγωγήν των Ιουδαίων, ένθα ήσαν συνηθροισμένοι άπαντες οι Ιουδαίοι και ηρώτησαν τον Άγιον πολλοί, τις είναι, πόθεν έρχεται και ποίον είναι το κήρυγμα αυτού. Ο δε Άγιος Ανδρέας, αρξάμενος της διδαχής περί του Σωτήρος Χριστού και διδάξας εκ των Μωσαϊκών και λοιπών Προφητικών βιβλίων, τους απέδειξεν ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, περίτου οποίου προανήγγειλαν οι Προφήται ότι θα έλθη εις τον κόσμον δια την σωτηρίαν των ανθρώπων. Τότε, ω του θαύματος! επληρώθη αμέσως ο λόγος του Χριστού, τον οποίον είπεν: «Ελθέ να γίνης αλιεύς (ψαράς) ανθρώπων». Ακούσαντες οι Ιουδαίοι εκείνοι την διδαχήν και τους λόγους του Αποστόλου, αμέσως μετενόησαν, επίστευσαν, εβαπτίσθησαν και από Ιουδαίοι εγένοντο Χριστιανοί, δούλοι Χριστού, οίτινες έφερον έμπροσθεν του Αποστόλου άπαντες τους ασθενείς αυτών και έκαστος εθεραπεύθη κατά το είδος της ασθενείας του και εγένετο ο Απόστολος ουχί μόνον ιατρός της ψυχής, αλλά και του σώματος. Έκτισε δε εκεί Εκκλησίας και εχειροτόνησεν Ιερείς από τους πιστεύσαντας εκείνους Ιουδαίους. Εκείθεν αναχωρήσας επορεύθη εις την Τραπεζούντα, όπου ομοίως διδάξας και βαπτίσας πολλούς και άλλους Ιερείς χειροτονήσας, απήλθεν εις την Λαζικήν, και εκεί ποιήσας τα αυτά, πλήθος άπειρον Ελλήνων τε και Ιουδαίων επίστευσαν εις τον Χριστόν, αμέσως δε απεφάσισεν ο Άγιος να μεταβή εις Ιερουσαλήμ, πρώτον μεν να παρευρεθή εκεί εις την εορτήν του Πάσχα, ήτις ήγγιζε, δεύτερον δε να ίδη και τον αδελφόν αυτού Πέτρον και μάλιστα επεθύμει να ίδη και τον Απόστολον Παύλον, περί του οποίου ήκουσεν ότι προσήλθεν εις το κήρυγμα των Αποστόλων, γενόμενος και αυτός Απόστολος και διδάσκαλος των εθνών. Μετά ταύτα επέστρεψε μετά του Θεολόγου Ιωάννου εις την Έφεσον, ήτις ήτο εις τον κλήρον του Ιωάννου και μόλις φθάσας εκεί ο Απόστολος είδεν αποκάλυψιν εκ Θεού, όπως υπάγη εις Βιθυνίαν και διδάξη τους ανθρώπους του κλήρου του. Αμέσως τότε ανεχώρησε και εισήλθεν εις την πόλιν Νίκαιαν, ιδών δε πλήθος ανθρώπων Ελλήνων τε και Ιουδαίων, εδίδαξεν αυτούς και τους κατέπεισε δια πολλών θαυμάτων να επιστρέψουν και να πιστεύσουν τον Χριστόν. Και άλλοτε μεν τον ιατρόν εις πάντας τους ασθενείς έκαμνε και τους εθεράπευεν αυθωρεί, άλλοτε τα διάφορα άγρια θηρία, άτινα κατέτρωγαν τους ανθρώπους εις τα μέρη εκείνα, δια της σιδηράς ράβδου του, εχούσης τον Σταυρόν, άλλα μεν εδίωκε, άλλα δε εθανάτωνε· και άλλοτε κατέστρεφεν εκ θεμελίων ναούς τινας Ελληνικών ψευδωνύμων θεών, της Αφροδίτης και της Αρτέμιδος. Όσοι δε των Ελλήνων δεν επίστευσαν εις την διδαχήν του Αποστόλου, εις τούτους εισήρχοντο τα δαιμόνια, άτινα εβασάνιζον αυτούς και κατέτρωγαν τας εαυτών σάρκας και άλλα πολλά κακά υπέφερον ως άξιοι ικανής τιμωρίας, ένεκα της απιστίας και επιμονής των. Αλλ’ επί τέλους ο Άγιος Μαθητής του Χριστού του ελθόντος αμαρτωλούς σώσαι, ευσολαγχνισθείς, εθεράπευσε τους απίστους τούτους δαιμονιζομένους, οίτινες, ω του θαύματος! επίστευσαν και εβαπτίσθησαν. Δύο έτη μείνας εις την Νίκαιαν ο Άγιος και χειροτονήσας Ιερείς απήλθεν εις την Νικομήδειαν, η οποία ήτο πολυάνθρωπος· εν τούτοις επίστευσαν εκεί άπαντες· και βαπτίσας τους Έλληνας μετέβη εις την Χαλκηδόνα, περιελθών δε την Προποντίδα, το Σκούταρι της Κωνσταντινουπόλεως, έως τα Νεόκαστρα, ένθα επίστευσαν πολλοί και εβαπτίσθησαν, επήγεν εις την Ποντοηράκλειαν και εκείθεν επορεύθη εις την πόλιν Αμάστριδα, πόλεις και αυτάς της Βιθυνίας, εις όλα δε ταύτα τα μέρη τα αυτά ποιήσας, και Ιερείς χειροτονήσας, ανεχώρησε δια την Σινώπην, πόλιν του Πόντου, εις την οποίαν λέγεται ότι μετέβη και ο αδελφός του Πέτρος να ίδη τον Άγιον Απόστολον Ανδρέαν· οι της Σινώπης μάλιστα Χριστιανοί δεικνύουν μέχρι σήμερον δύο θρόνους μαρμαρίνους, εις τους οποίους λέγουν ότι εκάθισαν οι θείοι Απόστολοι· εκεί ευρίσκεται και παλαιά Εικών του Αποστόλου Ανδρέου, η οποία πολλά καθ’ εκάστην θαύματα ποιεί εις δόξαν Χριστού. Προ δε του Αποστόλου Ανδρέου είχε μεταβή εις Σινώπην ο Απόστολος Ματθίας, εις εκ των δώδεκα, ο συγκαταριθμηθείς με τους λοιπούς ένδεκα εις τον τόπον του Ιούδα, αλλ’ άμα αρχίσας να διδάσκη τους Σινωπείς, ούτοι συνέλαβον αυτόν και τον απήγαγον εις τας φυλακάς· ελθών δε εις Σινώπην και ο Ανδρέας και ακούσας ότι ο Ματθίας είναι εις την φυλακήν, αμέσως εποίησε προσευχήν και την αυτήν στιγμήν εθραύσθησαν τα δεσμά, αι φυλακαί ηνοίχθησαν και εξήλθεν ο Ματθίας· οι δε Σινωπείς, άγριοι άνθρωποι και άπιστοι κατ’ εκείνον τον καιρόν, ιδόντες τον Ανδρέαν θραύσαντα τας φυλακάς και συναθροισθέντες επί το αυτό, άλλοι μεν εσκέφθησαν να κατακαύσουν την οικίαν εις την οποίαν εκάθητο ο Απόστολος, άλλοι δε συλλαβόντες αυτόν από τας χείρας και πόδας, τον έσυρον εις τας οδούς και εις τα χώματα· έτεροι δε κτυπήσαντες αυτόν ανηλεώς, τον έρριψαν έξω της πόλεως εις κόπρον τινά, νομίσαντες αυτόν αποθανόντα. Αλλ’ ο μεν Απόστολος ταύτα και άλλα υπέφερε μιμούμενος τον Διδάσκαλόν του Χριστόν, ο δε Χριστός δεν άφησε τον Μαθητήν αυτού να βασανίζηται και να τιμωρήται τοιουτοτρόπως, αλλά φανείς προς αυτόν και δώσας θάρρος και άλλα θαύματα ποιήσας ιάτρευσεν αυτόν. Επειδή δε εις Σινωπεύς απέκοψε δια των οδόντων του τον δάκτυλον της χειρός του Αγίου, αποκατέστησεν αυτόν υγιά ως και πρότερον και ευλογήσας αυτόν και καθοδηγήσας εις το να μη αμελή την διδασκαλίαν του και το κήρυγμά του, ανελήφθη εις ουρανούς, ο δε Απόστολος Ανδρέας την επαύριον λίαν πρωϊ εισήλθε πάλιν εις την Σινώπην υγιής το σώμα, άνευ πληγών, χαίρων και αγαλλόμενος. Ταύτα ιδόντες οι κάτοικοι της Σινώπης και θαυμάσαντες την υπεράνθρωπον καρτερίαν του Αγίου, ιδίως δε τα μεγάλα θαύματα του Χριστού, και ότι τον αποθανόντα και καταπληγωθέντα Άγιον εποίησε κατά την νύκτα υγιά, δι’ όλα ταύτα μεταμεληθέντες προσέπεσαν άπαντες εις τους πόδας του Αγίου και εζήτησαν συγχώρησιν. Ακολούθως ο Άγιος εδίδαξεν αυτούς τον λόγον της αληθείας και εβάπτισε πάντας εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, δεχθέντας τον Χριστιανισμόν και κηρύττοντας τον Χριστόν Σωτήρα και ελευθερωτήν των σωμάτων και των ψυχών αυτών. Εποίησε δε τότε ο Άγιος Απόστολος Ανδρέας και το εξής μέγα θαύμα· ιδών κατ’ εκείνην την στιγμήν γυναίκα έχουσαν μονογενή υιόν, τον οποίον εχθρός τις εφόνευσε και εγένετο άφαντος, η δε μήτηρ του φονευθέντος μη έχουσα παρηγορίαν προσέπεσεν εις τον Άγιον και επίστευσεν εξ όλης ψυχής και καρδίας εις τον Χριστόν, και ευσπλαγχνισθείς ταύτην, και δια να αποδείξη εις τους πιστεύσαντας τον αληθινόν Θεόν, ανέστησεν εκ νεκρών τον υιόν της, και το θαύμα τούτο ιδόντες οι κάτοικοι της Σινώπης επίστευσαν απαξάπαντες συν γυναιξί και τέκνοις αυτών. Μετά ταύτα χειροτονήσας και εκεί ο θείος Απόστολος Ιερείς απήλθε το δεύτερον εις τας πόλεις του Πόντου Αμισόν και Τραπεζούντα, εις τας οποίας βαπτίσας τους ολίγους εναπομείναντας εις την πλάνην, μετέβη εις Νεοκαισάρειαν. Εκείθεν μετέβη εις Σαμόσατα ένθα κατοικούσαν Έλληνες πολλοί, οίτινες ενόμιζον εαυτούς ως τους σοφωτέρους της γης· αλλ’ ο θείος Απόστολος δια των σοφωτέρων κηρυγμάτων του διέλυσεν ως ιστόν αράχνης την σοφίαν των Ελλήνων και των ρητόρων, αποδείξας την ρητορίαν και σοφίαν των πλάνην και πεοσθέντες εις τα κηρύγματα και τα θαύματα του Αγίου προσήλθον εις μετάνοιαν και εβαπτίσθησαν άπαντες. Ακολούθως μετέβη εις την Ιερουσαλήμ προς συνάντησιν των Αποστόλων, προκειμένου να συνέλθωσιν εις Σύνοδον και να κάμωσι το Πάσχα. Ότι δε οι θείοι Απόστολοι συνήγοντο εις Ιεροσόλυμα εις Σύνοδον, ομολογείται εκ των Πράξεων των Αποστόλων, ένθα ο θείος Λουκάς ο Ευαγγελιστής λέγει· «Συνήχθησαν δε οι Απόστολοι και οι Πρεσβύτεροι ιδείν περί του λόγου τούτου» (Πράξ. ιε:6) Μετά την εορτήν του Πάσχα, παραλαβών ο θείος Ανδρέας τους Αποστόλους Ματθίαν και Θαδδαίον συνώδευσεν αυτούς μέχρι των συνόρων της Μεσοποταμίας εις πόλιν Χορασσάν· εκεί διατρίψας ο Ανδρέας ολίγας ημέρας και αφήσας αυτούς να διδάσκωσι τα μέρη ταύτα, ανεχώρησεν εις τους ανατολικούς τόπους της Μαύρης Θαλάσσης, εις τους Αλανούς, τους Αβασγούς και την Σεβαστούπολιν, ένθα εκήρυξε το Ευαγγέλιον, και προσείλκυσεν εις την Χριστιανικήν θρησκείαν άπαντας τους κατοίκους των πόλεων και χωρών αυτών. Κατόπιν διήλθε τους Ζικχούς, τους Βοσποριανούς, το στένωμα του Καφά, εις το οποίον διέμεινεν ο Άγιος αρκετόν καιρόν, κηρύξας και εις τους τόπους τούτους τον Χριστόν, διδάξας και παραινέσας άπαντας τους ανθρώπους, οίτινες επίστευσαν και εβαπτίσθησαν. Αναχωρήσας είτα ο Άγιος εκ των ως άνω μερών μετέβη εις το Βυζάντιον, ποιήσας δε και εις την πόλιν ταύτην πολλά θαύματα, καθωδήγησεν άπαντας εις θεογνωσίαν, οι δε Βυζαντινοί ιδόντες το φως το αληθινόν όχι μόνον επίστευσαν, αλλά και Ναόν μεγαλοπρεπή αμέσως ανήγειραν εις το όνομα της Θεοτόκου. Έπειτα χειροτονήσας Επίσκοπον ένα από τους Εβδομήκοντα (70) Αποστόλους ονόματι Στάχυν, απήλθεν εις την Ηράκλειαν της Θράκης κειμένην προς δυσμάς της Κωνσταντινουπόλεως, ένθα διδάξας και επιστρέψας πολλούς ασεβείς εις μετάνοιαν εχειροτόνησε και εκεί έτερον Επίσκοπον ονόματι Απελλήν. Αναχωρήσας εκείθεν ο Άγιος εξήλθεν εις άλλας πόλεις και χωρία, βαπτίζων άπαντας εις το όνομα του Κυρίου Ιησού. Κατόπιν διήλθεν άπασαν την Θράκην, την Μακεδονίαν και την Θεσσαλίαν, εις τας οποίας ποιήσας τα αυτά, προσείλκυσεν εις τον Χριστόν όλους τους κατοίκους των μερών τούτων. Ακολούθως επορεύθη εις την Ελλάδα, κατόπιν εις την Πελοπόννησον, όπου προς δυσμάς ευρίσκεται πόλις αρχαία, Παλαιαί Πάτραι ονομαζομένη· εισελθών δε ο Απόστολος εις αυτήν εφιλοξενήθη εις την οικίαν ασθενούς τινος κατοίκου, όστις ωνομάζετο Σώσιος, εις τον οποίον θέσας την αγίαν χείρα του εθεράπευσεν αμέσως αυτόν από της επικινδύνου και ανιάτου ασθενείας του. Μετά δε έτερον ασθενή αιχμάλωτον του ηγεμόνος Αιγεάτου και της γυναικός αυτού Μαξιμίλλας, εις την πόλιν των Πατρών, ερριμμένον εις τας ακαθαρσίας της πόλεως, εις τον οποίον ουδείς ελπίδα ζωής έδιδεν, ευσπλαγχνισθείς ο θείος Απόστολος, μη έχοντα προστασίαν και περίθαλψιν παρ’ ουδενός, μετέβη προς αυτόν και ανέκραξε· «Εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, τον οποίον εγώ κηρύττω, λάβε την υγείαν σου και ύπαγε εις οδόν ειρήνης». Και ω του θαύματος! εγένετο υγιής ο δούλος της Μαξιμίλλας. Αμέσως ούτος απήλθεν εις την οικίαν της κυρίας του, εις την οποίαν διηγήθη τα συμβάντα με χαράν και αγαλλίασιν, ότι ξένος τις με δύο λόγους τον εθεράπευσε. Μετά παρέλευσιν ολίγων ημερών η Μαξιμίλλα, η κυρία του ιατρευθέντος υπό του Αποστόλου δούλου, έπεσεν εις βαρυτάτην ασθένειαν, εις την οποίαν έτρεξαν όλοι οι ιατροί, αλλά δεν ηδυνήθησαν με όλα τα μέσα να την ωφελήσουν. Όλους τους θησαυρούς του ο ανήρ αυτής διέθεσεν εις ιατρούς και ιατρικά, αλλ’ εστάθη αδύνατον να την θεραπεύσουν· ο δε Αιγεάτης, βλέπων ότι η γυνή του έφθασεν εις τον έσχατον κίνδυνον, απελπισθείς, ευρίσκετο εις μεγάλην λύπην, διότι δεν ηδύνατο με όλα τα πλούτη του να θεραπεύση αυτήν, και ήτο έτοιμος ν’ αυτοχειριασθή άμα επλησίαζεν ο θάνατος εις την γυναίκα του. Αφού απηλπίσθησαν οι εν τη οικία του Αιγεάτου και επερίμενον πότε να αποθάνη η γυνή, ενεθυμήθησαν τινες τον Απόστολον. Όθεν έσπευσαν και παρεκάλεσαν αυτόν, όπως σπεύση εις βοήθειαν και θεραπείαν της ασθενούσης γυναικός του Αιγεάτου, ο δε Άγιος μεταβάς και θέσας την χείρα του επ’ αυτής αμέσως εθεραπεύθη αύτη και ηγέρθη της κλίνης υγιής. Τούτο το θαύμα του Αγίου ιδών ο Αιγεάτης έλαβεν ιδιοχείρως πλήθος θησαυρού και έρριψεν εις τους πόδας του Αγίου, παρακαλών αυτόν γονυκλινώς να λάβη τον προσφερόμενον θησαυρόν εις αμοιβήν του. Αλλ’ ο Απόστολος κατεφρόνησε τους θησαυρούς του Αιγεάτου, διότι επεθύμει την μεταμέλειαν του λαού της Αχαϊας και των Πατρών και την μετάνοιαν του Αιγεάτου, όθεν δεν εδέχθη τους προσφερθέντας θησαυρούς του, αλλ’ είπε προς αυτόν· «Ημείς με θησαυρούς και με δώρα δεν θεραπεύομεν ουδένα, απ’ εναντίας ο Διδάσκαλός μας Χριστός μάς παρήγγειλε: «δωρεάν ελάβετε δωρεάν δότε» (Ματθ. ι:8), δωρεάν δηλαδή ελάβετε την Χάριν του Θεού δωρεάν να την αποδώσητε και εις τους άλλους ανθρώπους». Ταύτα και άλλα ειπών ο Άγιος και κατηχήσας αυτούς τον λόγον της αληθείας ανεχώρησεν. Περιπατών μετά ταύτα την πόλιν, απήντησεν εις οδόν κείμενον άνθρωπον τινα παράλυτον, όστις είχεν αρκετόν καιρόν ασθενής μη δυνάμενος να περιπατήση, ούτε είχε προστάτην τινά να τον περιποιήται και να τον περιθάλπη και να τον ελεή· ευσπλαγχνισθείς δε και τούτον ο Άγιος κατέστησεν αυτόν δια της επιθέσεως της δεξιάς αυτού υγιαίνοντα και περιπατούντα. Εγένετο λοιπόν το όνομα του Αγίου γνωστόν εις τας Πάτρας, ιδίως εις τους πτωχούς τους υπό πολλών ασθενειών υποφέροντας και πάσχοντας, οίτινες προσέτρεχον και προσπίπτοντες εις τους πόδας του Αποστόλου ελάμβανον την ίασιν. Ήσαν δε εκ τούτων άλλοι τυφλοί, των οποίων δια της επιθέσεως των χειρών του ήνοιγε τους οφθαλμούς, έτεροι λεπροί, και άλλοι με άλλας ασθενείας, τους οποίους εκαθάριζε και εθεράπευε, και τους οποίους εβάπτιζεν εις την θάλασσαν, εις το όνομα της Αγίας Τριάδος. Έτερος τις λεπρός κατάκοιτος παρά την θάλασσαν εις την άμμον, έξω της πόλεως Πατρών, εις κίνδυνον ευρισκόμενος, πιστεύσας άμα ακούσας τον Άγιον Ανδρέαν, ιάθη εντελώς, αν και είχε την λέπραν του Ιώβ, και εβαπτίσθη αμέσως, γενόμενος ακόλουθος του Αποστόλου, ακολουθών αυτόν παντού και πάντοτε και κηρύττων μεγαλοφώνως ως κήρυξ την δύναμιν του Αγίου και την πίστιν εις τον Χριστόν. Τοιουτοτρόπως, δια πολλών διδαχών και δια των αποστολικών του κηρυγμάτων ως και δια πολλών θαυμάτων ωδήγησεν ο Άγιος άπαντας τους κατοίκους της πόλεως των Πατρών εις την θεογνωσίαν της Χριστιανικής πίστεως. Χαίρων λοιπόν και αγαλλόμενος ο Άγιος δια τας σωζομένας ψυχάς, εδόξαζε πάντοτε τον αγαθοδότην Θεόν. Μετά ταύτα οι Χριστιανοί δια των ιδίων χειρών αυτών κατέστρεψαν τους ναούς των ειδώλων, αυτοί οι ίδιοι κατέσπασαν όλα τα είδωλα και αυτοί κατέκαυσαν τα αρχαία Εβραϊκά βιβλία ως παραίτια της πλάνης και της ειδωλολατρίας των ανθρώπων. Συνάξαντες είτα οι κάτοικοι τους θησαυρούς των έρριψαν αυτούς εις τους πόδας του Αγίου Ανδρέου· ο δε Απόστολος του Χριστού, τους μεν θησαυρούς των ανθρώπων δεν εδέχθη, την προθυμίαν δε και την καλήν διάθεσιν αυτών επαινέσας και την αγαθήν γνώμην των Πατρέων αποδεξάμενος, διέταξε μέρος μεν των προ των ποδών του ερριμμένων θησαυρών να μοιράσουν εις τους ενδεείς και πτωχούς, μέρος δε εξ αυτών να διαθέσωσι δια την οικοδόμησιν Εκκλησίας, εις την οποίαν να εισέρχωνται οι Χριστιανοί δια να δοξάζωσι τον Χριστόν. Εντός ολίγου ο Ναός ωκοδομήθη μεγαλοπρεπέστατος, εσυνάζοντο δε εις αυτόν οι Πατρείς λετουργούμενοι και αγιαζόμενοι υπό των χειροτονηθέντων παρά του Αγίου Αποστόλου Ανδρέου Επισκόπων και Ιερέων. Έτρεχον δε ακούοντες και την μελίρρυτον διδαχήν του Αγίου, διότι καθ’ εκάστην εδίδασκε τας Γραφάς και ηρμήνευε τους Προφήτας, ομού δε με την λοιπήν διδασκαλίαν του απεδείκνυε και ότι εις και μόνος είναι ο Θεός ο κατά τους εσχάτους χρόνους κατελθών εκ των ουρανών και σαρκωθείς εκ της Αγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, δια την σωτηρίαν του γένους των ανθρώπων. Μετ’ ολίγον καιρόν, ο προρρηθείς ανθύπατος Αιγεάτης, του οποίου η γυνή Μαξιμίλλα ιατρεύθη υπό του Αποστόλου, απήλθεν εις Ρώμην προς τον Καίσαρα, ίνα δώση λόγον των εν τη υπηρεσία πράξεών του και να λάβη επομένως πάλιν την εξουσίαν παρά του Καίσαρος. Στρατοκλής δε τις αδελφός του Αιγεάτου, σοφός και μαθηματικός εν Αθήναις, μετέβη εις Πάτρας να επιτροπεύση τον Αιγεάτην κατά την απουσίαν του, έχων μεθ’ εαυτού υπηρέτην τινά πιστότατον, τον οποίον ηγάπα ως αδελφόν καθό φρόνιμον και ειλικρινή. Ούτος εσεληνιάσθη κατά τας ημέρας εκείνας και υπέφερε τρομερά από τα δαιμόνια, ελυπείτο δε ο Στρατοκλής δια την ασθένειαν αυτού τόσον ώστε και μέχρις οδυρμών και κλαυθμών έφθασεν· ουδείς δε των ιατρών ηδύνατο να σώση τον δυστυχή αυτόν υπηρέτην. Ταύτα μαθούσα η γυνή του Αιγεάτου Μξιμίλλια προσεκάλεσε κατ’ οίκον τον ανδράδελφον αυτής Στρατοκλήν, και είπεν· «Ανδράδελφε, είναι αδύνατον να ιατρευθή και θεραπευθή ο πιστός αυτός δούλος σου με όλους τους ιατρούς και ιατρικά του κόσμου· εις μάτην θα υπάγωσι τα έξοδά σου. Εις την πόλιν μας είναι ένας ξένος ιατρός, ονόματι Ανδρέας, ο οποίος θεραπεύει όλας τας ασθενείας άνευ μισθού· αυτόν πρέπει να φέρης και είμαι βεβαία ότι αμέσως θέλει τον θεραπεύσει και απαλλάξει εκ της επικινδύνου ταύτης ασθενείας του· διότι και εγώ εις βαρυτάτην ασθένειαν υποπέσασα και μυρίας όσας θυσίας και ιατρούς και ιατρικά έκαμεν ο αδελφός σου Αιγεάτης ίνα με σώση εκ του κινδύνου, όμως δεν ηδυνήθη ουδείς άλλος, ειμή μόνος ο ξένος ούτος ιατρός, με ένα λόγον με ιάτρευσε και ήδη ευρίσκομαι εις πληρεστάτην υγείαν». Ταύτα ακούσας ο σοφός και πεπαιδευμένος των Αθηνών Στρατοκλής, προσεκάλεσεν αμέσως τον Άγιον· άμα δε εισήλθεν ο Απόστολος εις την οικίαν του Στρατοκλέους, ω του θαύματος! πάραυτα ανεχώρησαν τα δαιμόνια εκ του υπηρέτου εκείνου, όστις αμέσως εγένετο υγιής. Το θαύμα τούτο ιδόντες ο Στρατοκλής και η Μαξιμίλλα δεν άφησαν να παρέλθη καιρός, αλλ’ αναθεματίσαντες την αρχαίαν εκείνην πλάνην, εδόξασαν τον Θεόν και εγένοντο Χριστιανοί, βαπτισθέντες υπό του Αποστόλου, οίτινες απ’ εκείνης της ημέρας ήσαν αχώριστοι από τον Άγιον Ανδρέαν, καθ’ εκάστην διδασκόμενοι παρ’ αυτού τον λόγον της αληθείας και της εις Χριστόν πίστεως. Μετά τινας ημέρας επέστρεψεν εκ Ρώμης ο ανθύπατος Αιγεάτης και ηθέλησε να συνευρεθή μετά της γυναικός του Μαξιμίλλας, εκείνη δε βαπτισμένη ούσα υπό του Αγίου και μη θέλουσα συγκοινωνίαν μετά του ασεβούς και αβαπτίστου ανδρός της Αιγεάτου, κατ’ ερχάς μεν προσεποιήθη την ασθενή· μετά ταύτα δε ιδούσα ότι δεν ηδύνατο να κρύπτηται μέχρι τέλους, εφανερώθη· οι δε ευνούχοι και άλλοι τινές είπον προς τον άνδρα της· «Από την ημέραν της αναχωρήσεώς σας εις Ρώμην, μέχρι της ελεύσεώς σας, άφησε τα προλαβόντα φαγητά και έπεσεν εις μεγάλην νηστείαν, χλευάζει τους μεγάλους θεούς, προσκυνεί τον Χριστόν και διδάσκεται από τον ξένον εκείνον άνθρωπον, όστις είναι εδώ. Η δε γνώμη της και η καρδία της προσηλώθη εις αυτόν και μόνον». Ταύτα ακούσας μετ’ απορίας ο Αιγεάτης, αμέσως περιεκυκλώθη υπό δαιμονίων, εγένετο έξω φρενών και υβρίζων και φοβερίζων τον Άγιον ότι θα τον θανατώση, διέταξε την φυλάκισίν του και εσκέπτετο με ποίον θάνατον να τον θανατώση. Κατά δε το μεσονύκτιον, παραλαβών ο Στρατοκλής την νύμφην αυτού Μαξιμίλλαν και άλλους εκ των πιστευσάντων και βαπτισθέντων Χριστιανών, έτρεξαν εις την φυλακήν, εις την οποίαν ήτο ο Άγιος, ούσαν εσφραγισμένην με την ιδιαιτέραν σφραγίδα του Αιγεάτου και των στρατιωτών ασφαλώς φυλασσόντων τον Άγιον. Φθάσαντες λοιπόν εκεί, εκτύπησαν ελαφρά την θύραν, ίνα ακούση τούτους ο Άγιος. Ακούσας ο θείος Απόστολος τον κτύπον της θύρας και προσευχηθείς ήνοιξεν η θύρα και εισήλθον εις την φυλακήν προσπέσαντες εις τους πόδας του Αγίου ο τε Στρατοκλής και η Μαξιμίλλα, ικετεύοντες και παρακαλούντες τον Απόστολον να τους στερεώση και ενδυναμώση εις την αληθινήν πίστιν του Χριστού. Ο δε Άγιος Ανδρέας, πολλά διδάξας και παραινέσας αυτούς, αμέσως δε και τον Στρατοκλήν χειροτονήσας Επίσκοπον Παλαιών Πατρών και ευχηθείς και ευλογήσας, απέστειλεν αυτούς εις οδόν ειρήνης· και αυτοί μεν απήλθον, ο δε Άγιος δια προσευχής σφαλίσας την θύραν της φυλακής, καθώς ήτο αύτη εσφραγισμένη, εκάθητο αναμένων την απόφασιν του ασεβούς Αιγεάτου· ούτος δε ιδών επί τέλους το αδύνατον να συγκατατεθή η γυνή του Μαξιμίλλα εις τας προτροπάς και παρακλήσεις και απειλάς του, όπως επανέλθη αύτη εις την ειδωλολατρίαν, εισελθόντος του σατανά εις την καρδίαν του και τυφλωθείς από τον θυμόν, απεφάσισε τον σταυρικόν θάνατον του Αγίου, νομίσας δια της αποφάσεώς του ταύτης ότι ο Άγιος ήθελε φοβηθή και μεταμεληθή, ελανθάνετο δε και ετυφλούτο, ότι ο σταυρικός θάνατος ήτο χαρά και αγαλλίασις και ζωή αιώνιος του Αγίου, καθόσον έμελλε να γίνη συγκοινωνός των παθημάτων του Διδασκάλου αυτού Χριστού. Διετάχθησαν λοιπόν οι στρατιώται να συνοδεύσουν εις τον τόπον του σταυρού τον Άγιον και σταυρώσωσιν αυτόν κατωκέφαλα· άμα δε φθάσας και ιδών τον Σταυρόν ο Απόστολος, προσευχηθείς και εγκωμιάσας αυτόν ως αίτιον της εις ουρανόν αυτού αναβάσεως, κατηχήσας δε, διδάξας και ευλογήσας τους παρευρεθέντας Χριστιανούς, χαίρων και αγαλλόμενος ανέβη εις τον Σταυρόν, οι δε στρατιώται του Αιγεάτου εξεπλήρωσαν πιστώς τας διαταγάς του, καρφώσαντες εις τον Σταυρόν τας χείρας και τους πόδας του Αγίου με την κεφαλήν προς τα κάτω. Μετά την σταύρωσιν, ο Επίσκοπος Πατρών Στρατοκλής έσπευσε να καταβιβάση εκ του Σταυρού τον Άγιον. Αλλ’ ο Αιγεάτης, ως έχων την εξουσίαν της πόλεως, δεν άφησεν αυτόν· συναθροισθέντες δε οι Χριστιανοί επέμενον να ξεκαρφώσουν τον Άγιον από τον Σταυρόν, αλλ’ ο Άγιος ζων έτι επί του Σταυρού προέτρεπε το πλήθος να μη αντισταθή κατά της αποφάσεως του Αιγεάτου και γίνη συγχυσις, διότι θέλων και επιθυμών τον υπέρ Χριστού θάνατον προσήλθεν εκουσίως εις τον Σταυρόν. Ιδών ο Αιγεάτης την αγανάκτησιν και την ορμήν του λαού, έσπευσε να καταβιβάση τον Άγιον, αλλ’ ούτε αυτόν τον ασεβή άφησεν ο Άγιος, είπε δε προς εκείνον· «Κάλλιον είναι να λύσης τον εαυτόν σου από τα νοητά δεσμά της απιστίας, παρά εμέ από τα αισθητά ταύτα· διότι εγώ μεν μετ’ ολίγον θέλω υπάγει εις αιωνίαν ανάπαυσιν, συ δε, αν δεν μετανοήσης και πιστεύσης εις τον Χριστόν, γίνωσκε, ότι εις ολίγας ημέρας κακώς έχων θέλεις απολέσει και την πρόσκαιρον και την αιώνιον ζωήν». Ταύτα και άλλα ειπών ο Απόστολος Ανδρέας προς τον Αιγεάτην και συμβουλεύσας και πάλιν τον λαόν να επιμείνη εις την πίστιν του Χριστού, και ευλογήσας και συγχωρήσας τους Χριστιανούς, παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας του Δεσπότου Χριστού, γέρων τότε ων ογδοηκοντούτης την ηλικίαν. Ο δε ασεβής Αιγεάτης, μη υποφέρων την κατακραυγήν του λαού των Πατρών, εγένετο μανιώδης· οδηγούμενος δε υπό των δαιμονίων και μεταμεληθείς δια τον άδικον θάνατον του Αποστόλου και ιατρού της πόλεως, ανέβη εις κρημνόν υψηλόν, ονομαζόμενον Υψηλά Αλώνια και εκείθεν πεσών κάτω συνετρίβη και διεσκορπίσθησαν τα οστά αυτού παρά τον άδην. Τότε ο Στρατοκλής και η Μαξιμίλλα, καταβιβάσαντες το τίμιον σώμα του Αποστόλου εκ του Σταυρού και μύροις αλείψαντες τούτο, κατέθεσαν εν επισήμω τόπω. Ο δε Στρατοκλής, διαμοιράσας τα πλούτη του αδελφού του Αιγεάτου εις πάντας τους πτωχούς και ενδεείς, και κτίσας Επισκοπήν δι’ ιδίων του εξόδων εις τον τόπον όπου ήτο το σώμα του Αγίου Ανδρέου, διετέλεσεν εκεί Επίσκοπος το επίλοιπον της ζωής αυτού, καλώς ποιμάνας το εμπιστευθέν εις αυτόν υπό του Αγίου ποίμνιον· ομοίως και η Μαξιμίλλα εσκόρπισε το χρυσίον αυτής εις τας χείρας των πτωχών, κρατήσασα δε μέρος εξ αυτού, έκτισε δύο Μοναστήρια, το μεν δια τους άνδρας, το δε δια τας γυναίκας· και ούτω καλώς και θεαρέστως και αύτη βιώσασα, απήλθε προς τας αιωνίους μονάς. Το δε τίμιον λείψανον του Αποστόλου Ανδρέου μετεκομίσθη μετά παρέλευσιν καιρού εκ Πατρών εις Κωνσταντινούπολιν, καθ’ όσον η φήμη και τα μετά ταύτα θαύματα του Αγίου εις την πόλιν των Παλαιών Πατρών, μεταδιδόμενα υπό των προσερχομένων εκ της Πελοποννήσου και αλλαχού εις προσκύνησιν του Αγίου ηκούσθησαν και εις τους βασιλείς, εβασίλευε δε τότε ο υιός του Μεγάλου Κωνσταντίνου Κωνστάντιος. Ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο πρώτος βασιλεύς Χριστιανός, είχε αφήσει κληρονόμους τρεις υιούς, τον Κωνστάντιον, τον Κωνσταντίνον και τον Κώνσταντα· οι μεν δύο έλαβον έκαστος το μερίδιον της βασιλείας του, ήτοι ο Κώνστας την Ρώμην, ο Κωνσταντίνος τας Γαλλίας, ο δε Κωνστάντιος την Κωνσταντινούπολιν, τον θρόνον του πατρός του. Ούτος λοιπόν επεθύμησε να φέρη εις την Κωνσταντινούπολιν τα άγια λείψανα των ενδόξων Αποστόλων Ανδρέου, Λουκά και Τιμοθέου, όπως καταθέση αυτά εις τον κτισθέντα υπό του πατρός του Ναόν των Αγίων Αποστόλων. Λοιπόν ουδένα άλλον ενέκρινε κατάλληλον δια την μετακόμησιν των αγίων τούτων λειψάνων, έχοντα ευλάβειαν προς τα θεία, ειμή τον μετ’ ολίγον μαρτυρήσαντα Άγιον Αρτέμιον, τοπάρχην τότε της Αλεξανδρείας και όλης της Αιγύπτου. Μεταβάς λοιπόν ο Άγιος Αρτέμιος κατά διαταγήν του βασιλέως εις την Έφεσον, παρέλαβε το του Αποστόλου Τιμοθέου άγιον λείψανον. Έπειτα μετέβη εις Θήβας της Βοιωτίας από της οποίας παρέλαβε το του Αποστόλου και Ευαγγελιστού Λουκά. Μετά δε ταύτα μεταβάς εις Παλαιάς Πάτρας και ζητήσας μετ’ επιμονής παρά των Πατρέων το λείψανον του Αποστόλου Ανδρέου, δεν ηδυνήθη να πείση τούτους να ενδώσωσιν εις την διαταγήν του βασιλέως· ούτε τα προς αυτούς αποσταλέντα βασιλικά δώρα, ούτε αι παρά του Αγίου Αρτεμίου απειλαί επτόησαν τούτους να αποστείλουν το τίμιον λείψανον του Αποστόλου Ανδρέου εις Κωνσταντινούπολιν. Αλλά μετ’ ου πολύ σκεφθέντες, ότι αφ’ ενός μεν, εάν ούτοι εμμένουν, ο βασιλεύς ήθελε παραλάβει και δυναστικώς το λείψανον του Αποστόλου, αφ’ ετέρου δε έχοντες και ανάγκην αναπόφευκτον ποσίμου ύδατος, ανέφεραν προς τον βασιλέα, ότι τότε συγκατατίθενται να δώσουν το άγιον λείψανον, εάν ο βασιλεύς δι’ εξόδων του μεταφέρη δι’ υδραγωγείου το παρά τας υπωρείας του Παναχαϊκού όρους αναβρύον άφθονον ύδωρ εντός της πόλεως Πατρών, όπερ και εγένετο. Δια του ύδατος τούτου υδρεύεται η πόλις και σήμερον. Λαβών λοιπόν δευτέραν διαταγήν του βασιλέως ο Άγιος Αρτέμιος, διαταχθείς επιπροσθέτως να λάβη αυτός ο ίδιος την φροντίδα δια την κατασκευήν του υδραγωγείου τούτου, διέταξεν αμέσως και έστησαν σκηνάς επί της θέσεως Σαμακεάς, άνωθεν του Αγίου Προφήτου Ηλιού, ένθα ήδη κείται η Ιερά Μονή Γηροκομείου, διώρισεν είτα επιστάτας προς επίβλεψιν της κατασκευής του υδραγωγείου, και εφρόντισε δια την προμήθειαν των απαιτουμένων τροφών προς διατροφήν των εργαζομένων, ώστε μετά παρέλευσιν ολίγων ημερών, πληροφορηθέντες περί των υπό του βασιλικού επιτρόπου προμηθευμένων αφθόνων τροφών, όχι μόνον οι ενοικούντες εις την πόλιν των Πατρών ενδεείς, αλλά και οι των πέριξ χωρίων τυφλοί, χωλοί και λοιποί ανάγκην έχοντες προσέτρεχον αγεληδόν καθ’ εκάστην εις τας ειρημένας σκηνάς, και ελάμβανον πλουσίως ελεημοσύνην παρά του Αγίου Αρτεμίου. Εκ τούτου επωνομάσθη η θέσις αύτη Γηροκομείον, και μετ’ ου πολύ εκτίσθη και η Ιερά Μονή. Αλλά το έργον τούτο καίτοι διερχόμενον ανώμαλον και κρημνώδη τόπον, επεραιώθη εν διαστήματι μικρού χρόνου και διωχετεύθη το ύδωρ επί τινος λοφίσκου άνωθεν της πόλεως των Πατρών, ένθα ήδη υπάρχει και το επί των Ενετών κτισθέν φρούριον, και τότε οι Πατρείς παρέδωκαν ευχαρίστως και αγογγύστως εις τον Άγιον Αρτέμιον το τίμιον λείψανον του πολιούχου και προστάτου αυτών Αποστόλου Ανδρέου. Τοιουτοτρόπως έφθασαν άπαντα τα άγια λείψανα των Αποστόλων εις Κωνσταντινούπολιν μετά μεγάλης πομπής και θρησκευτικής παρατάξεως· ο δε βασιλεύς Κωνστάντιος, δεξάμενος μετά σεβασμού και ευλαβείας ταύτα, κατέθεσαν εις τον περιφανή Ναόν των Αγίων Αποστόλων προς το δεξιόν μέρος του Αγίου Βήματος, η κατάθεσις δε αύτη του λειψάνου του εορτάζεται κατά την εικοστήν Ιουνίου. Ήσαν δε προσκυνούμενα και τιμώμενα τα άγια ταύτα λείψανα παρά πάντων των ευσεβών, και όλα υπήρχον εις Κωνσταντινούπολιν, ενόσω υπήρχον βασιλείς Χριστιανοί. Ότε δε κατεκτήθη η Κωνσταντινούπολις υπό των ασεβών διεμοιράσθησαν και τα τίμια λείψανα εις διάφορα μέρη εις χείρας των ευσεβών και Ορθοδόξων Χριστιανών. Εις δε την πόλιν των Πατρών και μετά τόσας καταστροφάς και άλλας πολιτικάς μεταβολάς και κατακτήσεις εξ ομοφύλων και αλλοφύλων, τας οποίας πολλάκις υπέστη και αίτινες κατέστρεψαν την ένδοξον ταύτην πόλιν και τον περιφανή αυτής Ναόν του ενδόξου Αποστόλου Ανδρέου, υπάρχει και σήμερον περιφανέστατος Ναός του Αγίου, του οποίου η διακόσμησις είναι μοναδική· προσέρχονται δε καθ’ εκάστην εκ διαφόρων τόπων προσκυνηταί, τιμώντες και θαυμάζοντες την αποστολικήν ταύτην Εκκλησίαν. Υπάρχει δε και σήμερον εις αυτήν ο κοπείς υπό του Σινωπέως δάκτυλος του Αγίου Ανδρέου, υπό πάντων των ευσεβών ευλαβώς προσκυνούμενος. Ούτος είναι ο Βίος και η πολιτεία του Αγίου Αποστόλου Ανδρέου, ευλογημένοι Χριστιανοί· τοιουτοτρόπως επολιτεύθη ο Άγιος, τοιουτοτρόπως ηγωνίσθη, εσταυρώθη και έτυχε της ουρανίου Βασιλείας· ημείς δε, δια να σωθώμεν, ας φυλάττωμεν τας εντολάς του Θεού, την καρδίαν μας καθαράν από λογισμούς ρυπαρούς, ως λέγουν αι Γραφαί: «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθ. ε:8)· ας θησαυρίζωμεν θησαυρούς εν ουρανοίς, όχι εξ αδικιών, αλλ’ εκ των ιδρώτων ημών. Μη μεθύωμεν, ίνα μη διψήσωμεν εις το πυρ το εξώτερον· μη καταλαλώμεν, ίνα μη καταδικασθώμεν· μη οργιζώμεθα εναντίον των πλησίων μας, αλλά να είμεθα πράοι και επιεικείς, ως λέγει το Ευαγγέλιον: «Μάθετε απ’ εμού, ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς ημών» (Ματθ. ια: 29)· ούτως ας πράττωμεν, ίνα της κολάσεως ελευθερωθώμεν, της δε Βασιλείας των ουρανών επιτύχωμεν, ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, Χάριτι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω ανάρχω αυτού Πατρί, και τω Παναγίω αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Α΄ (1η) του μηνός Δεκεμβρίου μνήμη του Αγίου Προφήτου ΝΑΟΥΜ.

Δημοσίευση από silver »


Ναούμ ο Άγιος Προφήτης ήτο από Ελκεσέμ πέραν εις Βατταρείμ, καταγόμενος από την φυλήν του Συμεών, ακμάσας προ Χριστού έτη υξ΄ (460), προεφήτευσε δε μετά τον Προφήτην Ιωνάν και έδωκε σημείον δια την πόλιν Νινευϊ, ότι αυτή θέλει αφανισθή εκ γλυκέων υδάτων και από πυρκαϊάν υπόγειον, της προφητείας του ταύτης πληρωθείσης και δια των έργων· διότι η περί την Νινευϊ λίμνη, πλημμυρίσασα από σεισμόν, κατεπόντισεν αυτήν και το πυρ, προερχόμενον από την έρημον, κατέκαυσε το υψηλότερον μέρος τής πόλεως. Ταύτα προφητεύσας εναντίον της Νινευϊ και συγγράψας την προφητικήν του βίβλον, την εις τρία κεφάλαια διηρημένην, εκοιμήθη εν ειρήνη και ετάφη εις την εαυτού γην. Ερμηνεύεται δε Ναούμ Ανάπαυσις ή Παράκλησις εγώ πάσιν ή φρόνημα ή υπόληψις.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Β΄ (2α) του μηνός Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου Προφήτου ΑΒΒΑΚΟΥΜ

Δημοσίευση από silver »


ΑΒΒΑΚΟΥΜ ο θείος Προφήτης κατήγετο από την φυλήν του Πατριάρχου Συμεών, ήτο δε υιός Σαφάτ, προ Χριστού ων έτη χ΄ (600). Ούτος προείδε την αιχμαλωσίαν και άλωσιν, εις την οποίαν έμελλε να υποβληθή η Ιερουσαλήμ και ο Ναός του Θεού, και έκλαυσε πικρώς· ότε δε αφίκετο ο Ναβουχοδονόσωρ εις Ιερουσαλήμ, έφυγεν εις την Οστρακίνην, χώραν μεταξύ Αιγύπτου και Πετραίας Αραβίας και ήτο ξένος και πάροικος εις την γην του Ισμαήλ. Όταν δε επέστρεψαν εις την Βαβυλώνα οι Χαλδαίοι, έχοντες μετ΄ αυτών τους αιχμαλώτους Ισραηλίτας, όσοι ευρέθησαν εις Ιερουσαλήμ και Αίγυπτον, τότε και ο Προφήτης ούτος επανήλθεν εις την ιδικήν του γην. Ο Άγιος ούτος Προφήτης υπηρετών κάποτε τους θεριστάς, έλαβε φαγητόν και είπεν εις τους οικείους του· «Εγώ θα υπάγω εις μακρυνόν τόπον, και ταχέως πάλιν θέλω επανέλθει· εάν όμως εγώ βραδύνω, κομίσατε σεις φαγητόν εις τους θεριστάς». Ταύτα ειπών, ηρπάγη από Άγγελον Κυρίου και επήγεν εις Βαβυλώνα και έδωκε τροφήν εις τον Προφήτην Δανιήλ, ο οποίος ήτο κεκλεισμένος εντός του λάκκου των λεόντων· και πάλιν αρπαγείς από τον ίδιον Άγγελον έφθασεν εν μια στιγμή εις την Ιουδαίαν και προσέφερε το φαγητόν εις τους θεριστάς, χωρίς να είπη εις ουδένα το γενόμενον τούτο θαυμάσιον εις αυτόν. Προεγνώρισε δε, ότι ταχέως θέλει επιστρέψει εις Ιεροσόλυμα ο εν Βαβυλώνι ηχμαλωτισμένος λαός των Εβραίων· αποθανών δε δύο έτη πριν ή επανέλθη ο λαός, ενεταφιάσθη εις τον ιδικόν του αγρόν. Ούτος ο Προφήτης έδωκε σημείον εις την Ιουδαίαν, ειπών ότι, όταν ίδωσιν οι άνθρωποι φως εις τον Ναόν, τότε όψονται την δόξαν του Θεού. Προείπε δε και δια την συντέλειαν του Ναού, ότι αύτη θέλει γίνει από έθνος δυτικόν, ήτοι από τους εν τη δύσει Ρωμαίους και ότι το άπλωμα, τουτέστι το καταπέτασμα του Δαβείρ, ήτοι του ενδοξοτάτου οίκου των Αγίων, θέλει σχισθή εις μικρά σχίσματα και ότι τα κιονόκρανα των δύο στύλων του Ναού θα αφαιρεθώσι, και ουδείς θέλει γνωρίσει που μέλλουν να τεθώσι. Ταύτα δε θέλουσι φερθή υπό Αγγέλου εις την έρημον του Σινά, εις την οποίαν κατ΄ αρχάς επήχθη η Σκηνή του Μαρτυρίου, και επ΄ αυτών θέλει γνωρισθή ο Κύριος κατά το τέλος και θέλει φωτίσει εκείνους όσοι διώκονται εξ αρχής από τον νοητόν όφιν διάβολον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Γ΄ (3η) του Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου Προφήτου ΣΟΦΟΝΙΟΥ

Δημοσίευση από silver »


Σοφονίας ο Άγιος Προφήτης ήτο υιός Χουσί, καταγόμενος από την φυλήν του Πατριάρχου Συμεών υιού Ιακώβ, εκ του αγρού Σαβάραθα, ακμάσας προ Χριστού έτη χ΄ (600), εδέχθη δε χάρισμα προφητείας και προεφήτευσε δια την άλωσιν της Ιερουσαλήμ και δια το τέλος και την καταστροφήν τών Ιουδαίων, προς δε και ότι ο εξ εθνών λαός θέλει γίνει λαός περιούσιος του Θεού, τούθ΄ όπερ μέλλει να είναι αισχύνη μεν των ασεβών, δόξα δε των δικαίων και ότι θέλει γίνει Χριστός ο Κύριος Κριτής πάσης λογικής πνοής και θέλει ανταποδώσει εκάστω κατά τα έργα του. Αποθανών λοιπόν ούτος ετάφη εις το ιδικόν του κτήμα, προσμένων την υστερινήν και παγκόσμιον ανάστασιν. Σοφονίας δε ερμηνεύεται σκοπιά Κυρίου ή συνιών κρυπτά. Ήτο δε ο αοίδιμος ούτος Προφήτης, όμοιος κατά τον χαρακτήρα του προσώπου με τον Θεολόγον Ιωάννην, έχων το γένειον ολίγον τι στρογγυλώτερον από το εκείνου.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Δ΄ (4η) του Δεκεμβρίου, μνήμη της Αγίας Μεγαλομάρτυρος ΒΑΡΒΑΡΑΣ

Δημοσίευση από silver »


Βαρβάρα η ένδοξος του Χριστού Μεγαλομάρτυς έζη κατά τους χρόνους του ασεβεστάτου τυράννου Μαξιμιανού του εν έτει σπδ – τε (284-305) βασιλεύσαντος· κατήγετο δε από την Ανατολήν, εκ πόλεώς τινος, ήτις ωνομάζετο Ηλιούπολις. Κατά την εποχήν εκείνην τοπάρχης της Ηλιουπόλεως ήτο ο πατήρ της Αγίας, όστις ωνομάζετο Διόσκορος, άνθρωπος αρκετά πλούσιος· κατώκει δε εις τι χωρίον λεγόμενον Γελασσόν, το οποίον ήτο μακράν από την Ηλιούπολιν δώδεκα στάδια (2.220 μέτρα περίπου). Ήτο δε η Βαρβάρα μονογενής θυγάτηρ του Διοσκόρου, ωραιοτάτη και πάγκαλος, όχι μόνον κατά την ωραιότητα του προσώπου, αλλά και κατά την ανατροφήν, και ήτο τοσούτον εύτακτος και ευγενής κατά τα ήθη, ώστε οι γονείς αυτής ησθάνοντο δια τούτο εν τη καρδία αυτών υπερβολικήν χαράν και ηθικήν ομού ευχαρίστησιν. Επειδή όμως ήτο μικρά ακόμη και ωραία, οι γονείς της, έκριναν συμφέρον να την προφυλάξουν όσον ηδύναντο περισσότερον. Έκτισαν λοιπόν επίτηδες πύργον υψηλόν και την έκλεισαν εις αυτόν δια να μη την βλέπουν οι άνθρωποι. Της έδωσαν δε με αφθονίαν από όλα τα πράγματα, όσα της εχρειάζοντο, δηλαδή υπηρετρίας, τροφάς, ενδύματα και άλλα διάφορα ανάλογα του πλούτου και της καταστάσεως αυτών. Όταν μετά καιρόν έφθασεν η κόρη εις ηλικίαν νόμιμον, πολλοί από τους πρώτους των αρχόντων και των μεγιστάνων της πόλεως, ακούοντες την καλήν της φήμην και το περιβόητον όνομα, την εζήτησαν ως σύζυγον από τον πατέρα της. Αυτός όμως δεν ηθέλησε να δώση τον λόγον του εις κανένα, αν δεν απεφάσιζε πριν εις τούτο η Βαρβάρα. Αναβάς λοιπόν εις τον πύργον, ηρώτησεν αυτήν αν ήθελε να την υπανδρεύση. Αλλ΄ εκείνη, πριν ακόμη περιμείνη να τελειώση τον λόγον του ο πατήρ της, του απεκρίθη με αγανάκτησιν και οργήν· «Δεν θέλω να μου κάμης πλέον τοιούτον λόγον, διότι θα με αναγκάσης να θανατωθώ μόνη μου και θα χάσης τότε το τέκνον σου». Ο πατήρ της, ακούσας τους λόγους τούτους, δεν την εστενοχώρησε περισσότερον, διότι ηννόησεν ότι η θυγάτηρ του δεν ηναντιούτο εις αυτόν από δυστροπίαν ή απείθειαν, αλλά διότι επόθει να μείνη παρθένος. Κατέβη λοιπόν από τον πύργον χωρίς να της είπη τότε λόγον σκληρόν, ελπίζων ότι με τον καιρόν θα την καταπείση με λόγους καταλλήλους και κολακείας να δεχθή την υπανδρείαν. Κατ΄ εκείνας τας ημέρας ο Διόσκορος απεφάσισε να οικοδομήση έξωθεν του πύργου λουτρόν ωραιότατον. Αφού λοιπόν έκαμε το σχέδιον και έδωκεν εις τους τεχνίτας τας αναγκαίας οδηγίας και τους είπε συγχρόνως, ότι θα τους ικανοποιήση αν επιμεληθούν και προσέξουν να γίνη ωραίον το κτίριον, ανεχώρησε προσωρινώς από το χωρίον του και επήγεν εις άλλην χώραν, εις την οποίαν είχεν αναγκαίαν υπόθεσιν. Επειδή όμως ο Διόσκορος εβράδυνε να επιστρέψη, κατήλθε του πύργου η Βαρβάρα και επήγε να επισκεφθή το κτιζόμενον λουτρόν. Είδε λοιπόν ότι όλη η οικοδομή είχε δύο μόνον παράθυρα· όθεν ηρώτησε τους κτίστας διατί δεν έκαμαν και άλλο εν παράθυρον προς το νότιον μέρος, ώστε να φωτίζεται το λουτρόν περισσότερον. Οι κτίσται της απεκρίθησαν, ότι ούτως είχε προστάξει ο πατήρ της. Τότε αυτή τους είπε πάλιν· «Κάμετε χωρίς άλλο και το τρίτον παράθυρον και εγώ αποκρίνομαι προς τον πατέρα μου, αν σας ερωτήση δια τούτο». Έκαμαν λοιπόν οι κτίσται καθώς τους είπεν. Αυτή δε κατέβαινε συχνά και παρηκολούθει την οικοδομήν και βλέπουσα τα τρία παράθυρα έχαιρεν. Ο δε πανάγαθος και ελεήμων Θεός, όστις γνωρίζει όλα τα πράγματα πριν ακόμη πραγματοποιηθώσιν, ευχαριστηθείς από την αγαθήν και φρόνιμον γνώμην αυτής, εφώτισε την ψυχήν της θαυμάσια και ενέπλησε την καρδίαν της από Πνεύμα Άγιον και παρρησίαν προς τον μόνον αληθή Θεόν και Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Σταθείσα λοιπόν εις την κολυμβήθραν του λουτρού και βλέπουσα προς ανατολάς εχάραξε με τον δάκτυλόν της τον τύπον του θείου Σταυρού επάνω εις τα μάρμαρα· και, ω του θαύματος! ως να ήτο ο δάκτυλός της εργαλείον σιδηρούν ήνοιξε τόσον βαθύν λάκκον εις το μάρμαρον, ώστε το σημείον του Σταυρού εκείνου φαίνεται μέχρι της σήμερον, δια να κηρύττεται η θαυματουργία και η δύναμις του Κυρίου και Θεού ημών πάντοτε. Και όχι μόνον ο Σταυρός αυτός, αλλά και αυτό το λουτρόν σώζεται μέχρι της σήμερον και κάμνει διάφορα θαύματα, και θεραπεύει όσους έχουν ασθένειάν τινα, όταν προσέλθουν εις αυτό μετά πίστεως. Τοιούτον δε λουτρόν και αν το ονομάση κανείς Ιορδάνιον ρείθρον ή πηγήν Σιλωάμ, ή και Προβατικήν κολυμβήθραν, δεν αμαρτάνει· διότι η δύναμις του Θεού ετέλεσε και εις τούτο πολλά και παράδοξα θαύματα. Ημέραν τινά, επιστρέφουσα από το λουτρόν η Βαρβάρα, παρετήρησε τα είδωλα, τα οποία προσεκύνει ο πατήρ της· στενάξασα δε εκ βάθους ψυχής δια την αναισθησίαν και τυφλότητα αυτού, έπτυσε τα είδωλα κατά πρόσωπον και είπεν· «Όμοιοι με σας να γίνουν, όσοι σας προσκυνούν και σας καλούν εις βοήθειάν των». Ταύτα ειπούσα εισήλθεν εις τον πύργον και έμεινεν εντός αυτού νηστεύουσα και προσευχομένη και περιμένουσα βοήθειαν από τους ουρανούς. Μετ΄ ολίγας ημέρας έφθασεν ο πατήρ της Διόσκορος, όστις ιδών το τρίτον παράθυρον ηπόρησε, πως το έκαμαν χωρίς αυτός να παραγγείλη. Οι δε παρευρισκόμενοι τεχνίται είπον προς αυτόν την αλήθειαν. Τότε ηρώτησε περί τούτου την θυγατέρα του, η οποία είπε προς αυτόν. «Εγώ, πάτερ, προσέταξα και το έκαμαν, διότι φαίνεται ωραιότερον το λουτρόν με τα τρία παράθυρα παρά με τα δύο». Ο πατήρ της, οργισθείς, είπε προς αυτήν· «Ειπέ μου, δια ποίον λόγον και αιτίαν σου φαίνεται ωραιότερον;» Λέγει προς αυτόν τότε η Βαρβάρα· «Αι τρεις θυρίδες φωτίζουσι πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον». Τούτο δε ειπούσα, ηννόει την της Αγίας Τριάδος υπόστασιν και μεγαλειότητα. Εις τους λόγους τούτους της Βαρβάρας εθυμώθη ακόμη περισσότερον ο πατήρ της και αρπάσας αυτήν την έφερεν εις το λουτρόν και της είπε· «Πως γίνεται το φως των τριών αυτών θυρίδων φωτιστικόν εις πάντα άνθρωπον;» Η Βαρβάρα απεκρίθη· «Πρόσεχε, πάτερ, να εννοήσης το αίτιον». Ταύτα ειπούσα, εποίησε το σημείον του Τιμίου Σταυρού και δεικνύει εις αυτόν τα τρία της δάκτυλα, λέγουσα· «Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα. Με το φως αυτό όλη η κτίσις νοερώς καταλάμπεται». Ο αληθής ούτος λόγος της Βαρβάρας όχι μόνον δεν ηυχαρίστησε τον πατέρα της, όστις ήτο συνηθισμένος να προσκυνή τα ψευδή και απατηλά είδωλα, αλλ΄ απ΄ εναντίας τον έκαμε να γίνη θηριώδης. Ο ασεβέστατος και σκληροκάρδιος ούτος άνθρωπος ελησμόνησε δια μιας τους νόμους του Θεού, δεν συνελογίσθη ότι ήτο πατήρ και ότι η κόρη εκείνη ήτο αίμα του, αλλά σύρας το ξίφος του ώρμησε να την θανατώση. Αυτή όμως, σωθείσα δια της φυγής από τον κίνδυνον, κατέφυγεν εις ένα όρος εκεί πλησίον, εις το οποίον φθάσασα ύψωσε προς τον ουρανόν τας χείρας, τους οφθαλμούς και την διάνοιάν της και επεκαλείτο τον Θεόν εις βοήθειαν. Πράγματι, ο πανάγαθος Θεός δεν εβράδυνε ποσώς, αλλά καθώς έσωσε την Πρωτομάρτυρα Θέκλαν, την οποίαν εδέχθη μία πέτρα σχισθείσα εις δύο, ούτω και την αοίδιμον ταύτην Βαρβάραν, τρέχουσαν εις τα ορεινότερα μέρη, με όμοιο θαυματούργημα ελύτρωσε· διότι ενώ έτρεχε κατεπάνω της ο δήμιος εκείνος και όχι πατήρ της, εσχίσθη μία πέτρα δια θείας θελήσεως και προσταγής και την εδέχθη εντός αυτής κρύπτουσα ταύτην από τον αιμοβόρον πατέρα της. Ο λίθινος όμως εκείνος άνθρωπος ή μάλλον ειπείν και των λίθων αυτών αναισθητότερος, δεν μετενόησεν ούτε ωπισθοδρόμησε καν ιδών εξαφανισθείσαν από του προσώπου αυτού την Βαρβάραν, αλλ΄ ως τέκνον του ανθρωποκτόνου δαίμονος έτρεχεν εδώ και εκεί, ίνα θύση και απολέση. Ευρών δε δύο ποιμένας, οι οποίοι έβοσκον τα πρόβατά των εκεί πλησίον, τους ηρώτησεν αν ήξευραν, που ήτο κρυμμένη η θυγάτηρ του. Ο εις εξ αυτών ήτο συμπαθής και φιλάνθρωπος και κρίνων άδικον να προδώση την διωκομένην Μάρτυρα, ηρνήθη και είπεν, ότι δεν την είδε ποσώς· επροτίμησεν ως γνωστικός να είπη ψεύδος σωτήριον, παρά αλήθειαν βλάπτουσαν. Ο δε άλλος ποιμήν, πονηρός και απάνθρωπος, δεν ωμίλησε μεν δια να μη τον ακούσωσι, με τον δάκτυλόν του όμως έδειξε την οδόν εις τον Διόσκορον, δια να εύρη την Μάρτυρα. Όμως η θεία δίκη επαίδευσεν αμέσως το κακούργημα τούτο, διότι όλα τα πρόβατα του κακοτρόπου εκείνου και άφρονος βοσκού έγιναν κάνθαροι και έμειναν τοιούτοι μέχρι τέλους και περιεκύκλουν τον τάφον της Αγίας. Ευρών επί τέλους την Αγίαν ο Διόσκορος εις το όρος την έδειρεν ανηλεώς· έπειτα αρπάσας αυτήν εκ των πλοκάμων της κεφαλής την έσυρε βιαίως εις τον οίκον του. Εκεί δε φθάσαντες την έκλεισεν εις μικρόν οικίσκον και σφραγίσας την θύραν, έβαλε φύλακας να την φυλάττουν. Έπειτα επήγεν εις τον ηγεμόνα Μαρκιανόν, όστις εξουσίαζε τότε την πόλιν εκείνην, και είπε προς αυτόν· «Η θυγάτηρ μου καταφρονεί και αποστρέφεται τους θεούς ημών και μόνον τον Εσταυρωμένον Ιησούν Χριστόν σέβεται και τιμά εξ όλης ψυχής». Αφού είπε ταύτα, έφερε και την θυγατέρα του και την παρέδωκεν εις τας χείρας του Μαρκιανού, εξώρκισε δε αυτόν εις τους θεούς των να μη την λυπηθή παντελώς, αλλά να την βασανίση με παντός είδους βίαια και σκληρά κολαστήρια. Καθίσας ο Μαρκιανός εις την έδραν του δικαστηρίου προσέταξε να φέρωσι την Μάρτυρα, η οποία, άμα παρουσιάσθη και την είδεν εκείνος, έκθαμβος γενόμενος από το εξαίσιον κάλλος και το σεμνόν ήθος της, ελησμόνησε προς στιγμήν τους όρκους του Διοσκόρου, και είπε προς αυτήν με γλυκείαν φωνήν και με πραότητα· «Δεν λυπείσαι τον εαυτόν σου, Βαρβάρα; Διατί δεν προσφέρεις θυσίαν εις τους θεούς, τους οποίους λατρεύουν και οι γονείς σου; Εγώ λυπούμαι να θανατώσω μίαν νέαν, η οποία έχει εξαίσιον κάλλος! Σε συμβουλεύω λοιπόν να υπακούσης εις ό,τι σου λάγω και να προσκυνήσης τους θεούς, άλλως θα με αναγκάσης να σε θανατώσω με τον πλέον σκληρόν τρόπον». Η δε Μάρτυς απεκρίθη προς αυτόν· «Εγώ προσφέρω θυσίαν δοξολογίας εις τον Θεόν μου, όστις εποίησε τον ουρανόν και την γην και όλα τα λοιπά κτίσματα. Οι θεοί όμως, τους οποίους συ λατρεύεις, είναι κατεσκευασμένοι από αργύριον και χρυσίον, έργα χειρών ανθρώπων και των εθνών δαιμόνια». Ταύτα ακούσας ο δικαστής ωργίσθη και προσέταξεν ευθύς να την γυμνώσουν και να την δείρουν ανηλεώς με σκληρά βούνευρα, να τρίψωσι δε τας πληγάς της με ύφασμα τρίχινον, δια να αισθάνεται δριμυτέρους τους πόνους. Τοσούτον λοιπόν απανθρώπως την εμαστίγωσαν, ώστε κατεπλήγωσαν και κατετρύπησαν το σώμα της, από δε το ρέον εκ των πληγών της άσπιλον αυτής αίμα κατεκοκκίνισε το μέρος της γης, εις την οποίαν την είχον ερριμμένην. Αφού τέλος πάντων την εβασάνισαν ούτως επί πολλήν ώραν, την έρριψαν εις την φυλακήν προσωρινώς, μέχρις ότου την εξετάσωσι και δεύτερον. Περί το μεσονύκτιον όμως εφάνη αίφνης έμπροσθεν αυτής φως φαεινόν, από το οποίον έλαμψεν όλον το δεσμωτήριον. Υπεράνω δε του φωτός τούτου εφάνη ο Δεσπότης Χριστός, όστις ενθαρρύνας αυτήν, της είπε· «Μη φοβηθής ουδόλως, Βαρβάρα, ούτε να αποκάμης από τας βασάνους και τας τιμωρίας των σκληροκαρδίων αυτών ανθρώπων, αλλά να εμμείνης σταθερά εις το φρόνημά σου, εγώ δε θέλω μένει πάντοτε μετά σου και θέλω σε διαφυλάττει δια παντός υπό την σκέπην μου». Ταύτα του Δεσπότου Χριστού προς την Αγίαν λέγοντος, αι πληγαί αυτής ηφανίσθησαν και όλον το σώμα της εθεραπεύθη εντελώς. Δι΄ ο αύτη ησθάνθη εγκάρδιον αγαλλίασιν και ευχαρίστησιν ανέκφραστον. Γυνή δε τις θεοσεβής και ενάρετος, Ιουλιανή ονομαζομένη, έτυχε να ευρεθή τότε μετά της Αγίας, η οποία ιδούσα το παράδοξον τούτο θαύμα, εδόξασεν από καρδίας τον Θεόν. Επειδή δε είχε την αυτήν γνώμην και το αυτό φρόνημα με την Μάρτυρα, απεφάσισεν εν τη καρδία αυτής να υπομείνη και αύτη εις την πρώτην ευκαιρίαν παντός είδους τιμωρίας και βασάνους δια την αγάπην και το όνομα του Ιησού Χριστού. Ούτως εχόντων των πραγμάτων ήλθε και εκ δευτέρου ο ηγεμών εις το δικαστήριον και προσέταξε να φέρωσι πάλιν ενώπιόν του την Βαρβάραν, την οποίαν ιδόντες οι περιεστώτες εντελώς υγιαίνουσαν και χωρίς να έχη καμμίαν πληγήν εις το σώμα της, εξεπλάγησαν άπαντες. Ο ασεβής ηγεμών όμως, τετυφλωμένος από την πλάνην του, δεν ηθέλησε να αναγνωρίση την μεγάλην τού αληθινού Θεού δύναμιν, αλλ΄ είπεν ο άφρων προς την Μάρτυρα· «Βλέπεις, Βαρβάρα, πόσην δύναμιν έχουσιν οι θεοί μου, οι οποίοι σε ηυσπλαγχνίσθησαν και θεράπευσαν τας πληγάς σου»; Αυτή δε απεκρίθη προς αυτόν· «Οι θεοί σου, οίτινες είναι τυφλοί και ανίσχυροι καθώς συ, πως είναι δυνατόν να κάμουν τοιαύτην θαυμασίαν πράξιν; Αυτοί μάλλον έχουν ανάγκην από τους ανθρώπους. Όχι λοιπόν, δεν με εθεράπευσαν οι θεοί σου, με ιάτρευσεν ο Χριστός, ο αληθής Υιός του ζώντος Θεού, αυτός τον οποίον δεν δύνασαι συ να ίδης, διότι οι οφθαλμοί σου είναι βεβαρημένοι από το σκότος της ασεβείας». Ακούσας ο ηγεμών τους λόγους τούτους της Αγίας ωργίσθη σφόδρα και προσέταξε να καταξεσχίσωσι τας σάρκας της με σιδηρούς όνυχας, να καίωσι τα ξεσχισμένα μέλη της με λαμπάδας ανημμένας και να κτυπώσι με σφύραν την αγίαν αυτής κεφαλήν. Έτυχε δε πάλιν και τότε να ευρεθή εκεί παρούσα και η αγαθή και θεοσεβής Ιουλιανή, η οποία βλέπουσα τας τιμωρίας και τας βασάνους, τας οποίας έκαμνον εις την Μάρτυρα και το αίμα, το οποίον έρρεε ποταμηδόν εκ της κεφαλής και του λοιπού σώματος αυτής, μη δυναμένη δε άλλως να την βοηθήση, τόσον συνεκινήθη από τον πόνον, τον οποίον ησθάνετο εις την καρδίαν της, ώστε ήρχισε να κλαίη απαρηγόρητα. Ο ηγεμών, ιδών αυτήν κλαίουσαν, ηρώτησε ποία ήτο. Μαθών δε ότι ήτο Χριστιανή και αυτή και ότι δια την προς την Βαρβάραν συμπάθειάν της έκλαιε, προσέταξε να κρεμάσωσιν αμέσως και αυτήν πλησίον της Αγίας, να ξεσχίσωσι τας σάρκας της και με λαμπάδας ανημμένας να την κατακαίωσιν. Ούτω λοιπόν βασανιζομένη και αυτή σκληρώς, κατά την προσταγήν του άρχοντος, και πάσχουσα αλγεινώς, ύψωσε τους οφθαλμούς της προς τον ουρανόν και είπε· «Δέσποτα Χριστέ Βασιλεύ, καρδιογνώστα και παντοδύναμε, γνωρίζεις ότι δια την αγάπην σου πάσχω όλα αυτά τα δεινά· λοιπόν μη με εγκαταλείπης μηδέ αφήσης να με νικήση ο αλιτήριος ούτος και να καυχηθή δι΄ εμέ, αλλ΄ αξίωσόν με να εγκαρτερήσω μέχρι τέλους, δια να λάβω τον στέφανον της αθλήσεως». Ενώ δε η Ιουλιανή εδέετο ούτω προς τον Θεόν, ο σκληροκάρδιος άρχων προσέταξε να κόψωσι τους μαστούς και των δύο. Πλην και η απάνθρωπος αύτη πράξις δεν μετέβαλε ποσώς την απόφασιν αυτών, απεναντίας μάλιστα η Μεγαλομάρτυς Βαρβάρα έψαλλε τότε λέγουσα· «Κύριε, μη απορρίψης ημάς από του προσώπου σου, και το Πνεύμα σου το άγιον μη αντανέλης αφ΄ ημών» (Ψαλμ. ν: 13-14). Αφού λοιπόν υπέμειναν και αυτήν την τρομεράν βάσανον, προσέταξεν ο άρχων την μεν Ιουλιανήν να φυλακίσωσι, την δε Βαρβάραν να την περιφέρωσι γυμνήν εις όλην την πόλιν και συγχρόνως να την δέρωσιν ασπλάγχνως. Η δε σεμνή Μάρτυς, θεατριζομένη δια τοιούτου απρεπεστάτου τρόπου και συγχρόνως δερομένη, δεν εθλίβετο ποσώς δια τας βασάνους ταύτας, αλλ΄ ατενίσασα τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν είπε· «Δέσποτα Κύριε, ο περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις και περιτυλίσσων την γην με ομίχλην, αυτός και την εμήν γύμνωσιν σκέπασον, Βασιλεύ των ουρανών, και μη αφήσης να βλέπωσιν οι ασεβείς τα μέλη μου, δια να μη γίνω μυκτηρισμός αυτών και χλευασμός και περιγέλασμα». Ήκουσεν εκ Ναού αγίου αυτού ο ταχύς Θεός και έσπευσεν ευθύς εις αντίληψιν της πασχούσης Μάρτυρος. Εφάνη δε έμπροσθεν αυτής καθήμενος επί χερουβικού άρματος και την μεν καρδίαν αυτής επλήρωσεν ευφροσύνης και αγαλλιάσεως, δια της θείας και πανευφροσύνου παρουσίας Αυτού, το δε άγιον αυτής σώμα, κατά προσταγήν Αυτού, ενέδυσαν οι Άγιοι Άγγελοι με στολήν λαμπροτάτην και ένδοξον. Όχι δε μόνον τούτο εγένετο, αλλά και τας πληγάς αυτής εθεράπευσε πάλιν ως και πρότερον. Οι δε υπηρέται την παρουσίασαν εις τον άρχοντα, όστις ιδών αυτήν ούτως ενδεδυμένην ησχύνθη· όθεν μη δυνάμενος να την νικήση με απειλάς και βασάνους, ούτε με υποσχέσεις αγαθών και πλούτου, απεφάσισε να θανατώση αυτήν και την ομόφρονα αυτής Ιουλιανήν. Προσέταξε λοιπόν να αποκεφαλίσωσι και τας δύο. Εις όλας τας τιμωρίας και τας βασάνους, τας οποίας ανεφέραμεν ότι εδοκίμασεν η Μάρτυς Βαρβάρα, ήτο παρών ο αιμοβόρος πατήρ αυτής και τας έβλεπεν ο άσπλαγχνος. Δεν επόνεσε δε ο ασεβής και παμμίαρος, ούτε ποσώς ελυπήθη την θυγατέρα του, ούτε εχόρτασεν εις τόσας παιδεύσεις και ξεσχισμούς όσους αυτή έπαθεν, αλλ΄ ενόμιζεν ακόμη ο άφρων, ότι ήθελον κατηγορήσει αυτόν ως άνανδρον και ασθενή κατά την ψυχήν, αν άφηνε να την φονεύση άλλος. Όθεν άμα ο δικαστής εξέδωκε την κατ΄ αυτής καταδικαστικήν απόφασιν, ευθύς ήρπασεν αυτήν ως τίγρις λυσσώσα, δια να την θανατώση με τας ιδίας του χείρας ο κακούργος! Λοιπόν ο μεν Διόσκορος έλαβε την κόρην του, άλλος δε δήμιος έλαβε την Ιουλιανήν και επορεύθησαν εις το όρος, εις το οποίον απεκεφαλίσθη η Βαρβάρα υπό του πατρός της. Αλλ΄ ενώ επορεύοντο εις τον τόπον του θανάτου αυτών αι δύο Μάρτυρες, αντί να λυπώνται και να θρηνούν, απ΄ εναντίας μάλιστα έχαιρον και ηυχαριστούντο, ως να ήσαν προσκεκλημέναι εις γάμον ή άλλην τινά διασκέδασιν φιλικήν και χαρμόσυνον. Η δε Αγία Μάρτυς του Χριστού Βαρβάρα εδέετο πάλιν προς τον Κύριον, λέγουσα· «Άναρχε Θεέ, ο ποιήσας τον ουρανόν ωσεί θόλον και θεμελιώσας την γην επί των υδάτων· ο προστάσσων τον ήλιον να φωτίζη τον κόσμον όλον και τα νέφη να βρέχωσιν· ο χαρίζων τοσαύτα αγαθά εις δικαίους και αμαρτωλούς και ευεργετών καλούς και κακούς ως ανεξίκακος και πανάγαθος· αυτός και νυν, Βασιλεύ πλουσιόδωρε, επάκουσόν μου της δούλης σου δεομένης. Ναι Κύριέ μου, παρακαλώ σε εκ βάθους καρδίας μου, όστις μνημονεύει το Μαρτύριόν εις δόξαν του Αγίου σου Ονόματος, αξίωσον αυτόν να μη εγγίση ουδέποτε εις τον οίκον αυτού λοιμώδης νόσος, ούτε λώβη, ούτε καμμία άλλη θανατηφόρος ασθένεια να λυπήση αυτόν και την οικογένειάν του. Διότι συ, Κύριέ μου, γινώσκεις το ασθενές των ανθρώπων, τους οποίους ηυδόκησας να πλάσης κατ΄ εικόνα και καθ΄ ομοίωσιν ιδικήν σου». Ενώ δε η Αγία προσηύχετο τοιουτοτρόπως, αίφνης ηκούσθη ουρανόθεν φωνή, η οποία προσεκάλει αυτήν τε και την Ιουλιανήν εις εκείνην την αιώνιον και ανεκλάλητον αγαλλίασιν και υπέσχετο εις αυτήν ότι θα πραγματοποιήση όσα εζήτησε δια της προσευχής της. Ταύτην την γλυκυτάτην φωνήν ακούσασα η Μάρτυς Βαρβάρα ενεθαρρύνθη περισσότερον και αγαλλομένη έτρεχε να φθάση το ταχύτερον εις τον τόπον της τελειώσεως, όπου φθάσασα έκλινε την ιεράν αυτής κεφαλήν και εδέχθη το Μαρτύριον. Απεκεφάλισε δε αυτήν ο άσπλαγχνος και αιμοβόρος πατήρ της, την δε Ιουλιανήν απεκεφάλισεν ο δήμιος. Αλλ΄ ενώ οι άδικοι φόνοι εξετελούντο, η θεία δίκη, άγρυπνος πάντοτε, ετιμώρησεν αμέσως τον ασεβή εκείνον και αιμοβόρον παιδοκτόνον παραδειγματικώτατα· διότι μόλις ούτος ήρχισε να καταβαίνη εκ του όρους, εις το οποίον είχε πράξει τον απάνθρωπον εκείνον φόνον, αίφνης κεραυνός καταπεσών εκ του ουρανού κατέκαυσεν αυτόν και εκ του σώματός του ουδέ ίχνος καν εφάνη. Ούτως ο άθλιος εκείνος και βδελυρός άνθρωπος εστερήθη και της παρούσης και της μελλούσης ζωής, διότι ήτο ανάξιος και εις την μίαν να ζη και την άλλην να απολαύση. Η θεία δε αύτη οργή δεν περιωρίσθη εις μόνην την τιμωρίαν του παιδοκτόνου Διοσκόρου, αλλά και μέχρις αυτού του ηγεμόνος Μαρκιανού έφθασεν η λάμψις του κεραυνού εκείνου ως προειδοποίησις αψευδής και συμβολική του ασβέστου εκείνου πυρός, εκ του οποίου έμελλε να κολάζεται αιωνίως. Άνθρωπος δε τις ευσεβής Χριστιανός, Ουαλεντίνος ονομαζόμενος, έλαβε τα ιερά σώματα των δύο Μαρτύρων και τιμήσας αυτά με ψαλμωδίας και πνευματικούς ύμνους, τα μετέφερεν εις το χωρίον Γελασσόν· εκεί δε όταν έφθασε, τα ενεταφίασεν ιεροπρεπώς. Το Μαρτύριον αυτών ας είναι ίασις νόσων, ψυχών αγαλλίασις και φιλοθέων ανδρών εντρύφημα πολυέραστον. Ας είναι εις δόξαν Χριστού του μόνου αληθινού Θεού ημών, εις τον οποίον πρέπει πάσα δόξα, τιμή, κράτος, μεγαλωσύνη και μεγαλοπρέπεια, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :

Δημοσίευση από silver »

Τη Ε΄ (5η) του Δεκεμβρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΣΑΒΒΑ του Ηγιασμένου.
Σάββας ο μέγας την αρετήν και θαυμάσιος Πατήρ ημών, κατήγετο από την χώραν των Καππαδοκών εκ του χωρίου του καλουμένου Μουταλάσκη, εις το οποίον και εγεννήθη εν έτει υλθ΄ (439), από γονείς ευσεβείς και περιφανείς, οίτινες εκαλούντο ο μεν πατήρ Ιωάννης, η δε μήτηρ Σοφία. Όταν δε ο παις έγινεν ετών πέντε, απήλθον οι γονείς του εις την Αλεξάνδρειαν δι΄ αναγκαίαν της στρατείας υπόθεσιν, διότι ο πατήρ του ήτο στρατευμένος, αυτόν δε αφήκαν με όλην την περιουσίαν των εις τον αδελφόν του πατρός του, Ερμείαν ονόματι, δια να μανθάνη γράμματα, εις περίπτωσιν δε θανάτου των γονέων του, να μείνη ο Σάββας κληρονόμος εις την περιουσίαν των. Ανετρέφετο λοιπόν το παιδίον εις τον οίκον του θείου του· βλέπον όμως ότι η γυνή εκείνου ήτο κακόγνωμος και φιλομόχθηρος και με ολίγην αιτίαν εσκανδαλίζετο, ανεχώρησεν εκείθεν και απήλθεν εις τον έτερον θείον του, αδελφόν και αυτόν του πατρός του, ονόματι Γρηγόριον, μετά του οποίου εχρημάτισεν ολίγον καιρόν, πολιτευόμενος τοσούτον ενάρετα, ώστε οι ορώντες αυτόν εθαύμαζον, διότι δεν έπαιζε ποσώς ως τα άλλα παιδία, ούτε άλλην τινά αταξίαν ετέλεσεν, αλλ΄ ως γέρων φρόνιμος εγνωρίζετο. Ήτο δε εκεί πλησίον, είκοσι στάδια απέχον από την Μουταλάσκην, Μοναστήριον τι Φλαβιαναί ονομαζόμενον. Επειδή δε ο νέος αριστεύς του Χριστού είχε πόθον να δουλεύση δια την σωτηρίαν αυτού, καταφρονήσας πλούτον, χρήματα, σαρκός περιφάνειαν και όλα όσα θέλγουσι τας ψυχάς των νέων και μισήσας πάσαν σωματικήν ηδυπάθειαν δια τον ένθεον έρωτα, απήλθεν εις το προαναφερθέν Μοναστήριον και παρεκάλει τον Προεστώτα να τον συναριθμήση εις το ποίμνιόν του και να τον κουρεύση Μοναχόν. Ο δε Ηγούμενος τον υπεδέχθη μετά χαράς, βλέπων την πολλήν αυτού προθυμίαν και θείαν έφεσιν. Οι θείοι όμως του Σάββα επήγαν εις την Μονήν και με διαφόρους λόγους και προτροπάς, ηγωνίζοντο να τον απομακρύνουν εκείθεν, λέγοντες, ότι καλύτερον ήτο να υπανδρευθή, να αποκτήση τέκνα και να απολαύση τα ηδέα του βίου, παρά να βασανίζεται με τόσην σκληραγωγίαν και άσκησιν. Ο δε Σάββας, ως νουνεχής και φρόνιμος, δεν εσυλλογίσθη ποσώς τα ψυχοβλαβή και άστοχα λόγια αυτών, αλλά προέκρινε να ευρίσκηται εις τον Οίκον μάλλον του Θεού, παρά να συγκατοική με τους συγγενείς του,
Ενθυμούμενος την παραβολήν του πλουσίου και του Λαζάρου, ότι εκείνος, όστις είχεν εδώ πλούτον και πάσαν απόλαυσιν, χρειάζεται τώρα εκεί μίαν ρανίδα ύδατος και δεν του την δίδουν, αλλά καταφλέγεται δεινώς την γλώτταν βασανιζόμενος· και πάλιν ο πτωχός, όστις είχεν εδώ τόσην στενοχωρίαν και βάσανον, απήλθεν εις τους κόλπους του Αβραάμ και απολαμβάνει χαράν ανεκλάλητον και ευφροσύνην αιώνιον. Ούτω λοιπόν ο καλός νεανίας παιδιόθεν εφαίνετο των γερόντων σοφώτερος, κρίνων ανόητον να προτιμήση, δια πρόσκαιρον ηδονήν, αιώνιον κόλασιν. Έμεινε λοιπόν εις το Μοναστήριον, υποτασσόμενος εις όλας τας τάξεις και σκληραγωγίας της μοναδικής πολιτείας, τας οποίας αόκνως εφύλαττε και μάλιστα την εγκράτειαν και τόσον ενήστευεν, ώστε εργαζόμενος εις τον κήπον ημέραν τινά και βλέπων εις το δένδρον μήλα ευώδη και ωραιότατα, ενικήθη ως άνθρωπος και έλαβεν εν δια να το φάγη· έπειτα γνωρίζων ότι ήτο πειρασμός του δαίμονος και τον παρεκίνει να παραβή τον όρον της τάξεως, το να φάγη προ της διατεταγμένης ώρας, ενθυμούμενος δε και πόσον κακόν έπαθον οι Προπάτορες, δια να μη φυλάξουν το θείον πρόσταγμα, έρριψε κατά γης το μήλον και δεν το έφαγεν. Όχι δε μόνον τούτο, αλλά και νόμον έδωκε κατά του εαυτού του, να μη φάγη πλέον μήλον εις όλην του την ζωήν· τον οποίον και έως τέλους ετήρησεν, έκτοτε δε κατεπάτησε και ενίκησε παντελώς τον της γαστριμαργίας δαίμονα και τα λοιπά πάθη τοσούτον ανδρείως, ώστε υπερέβη όλους τους Μοναχούς, του Μοναστηρίου εκείνου, εις αγρυπνίαν, εις προσευχήν, εις ταπείνωσιν και εις τα λοιπά κατορθώματα τόσον, ώστε ηξιώθη από μικρός να ποιή θαυμάσια, από τα οποία ένα είναι και το εξής. Χειμώνα τινά εβράχη ο αρτοποιός και μη έχων πώς να στεγνώση τα ενδύματά του, επειδή δεν ήτο ήλιος, τα έβαλεν εις τον κλίβανον (τον φούρνον), κατά δε την επομένην ελησμόνησε να τα πάρη και ήναψε τον κλίβανον δια να ψήσουν άρτον. Τότε ο αρτοποιός ενεθυμήθη τα ενδύματα, και επικραίνετο διότι ήτο το πυρ ανημμένον και δεν ήτο δυνατόν να το σβύσουν τόσον γρήγορα. Ο δε θείος Σάββας, καταφρονήσας του σώματος, εισήλθεν ευθύς εις τον κλίβανον και εξέβαλε τα ενδύματα αβλαβή, χωρίς να καή ποσώς καν μία τρίχα από την κεφαλήν του. Οι δε ορώντες εθαύμασαν και απ΄ εκείνην την ώραν τον ηυλαβούντο όχι ως παιδίον, αλλ΄ ως σεβάσμιον γέροντα, προορώντες την μέλλουσαν αυτού αρετήν και την προς Θεόν παρρησίαν, της οποίας ηξιώθη ύστερον. Aφού λοιπόν εχρημάτισεν εις τα Φλαβιανά ικανόν καιρόν, επεθύμησε να υπάγη εις τα Ιεροσόλυμα, αφ΄ ενός μεν ίνα ιστορήση τους Αγίους Τόπους, αφ΄ ετέρου δε, όπως ίδη εναρέτους και αγίους άνδρας και ωφεληθή εξ αυτών. Λοιπόν παρεκάλεσε τον Ηγούμενον να του επιτρέψη να αναχωρήση, εκείνος όμως δεν εδέχετο, διότι επόθει να τον έχη εις την Μονήν, δια να ωφελούνται οι αδελφοί. Όθεν τον συνεβούλευε να μείνη εις το Κοινόβιον, να υποτάσσηται καλύτερον εις άλλους, παρά να κάμη το θέλημά του. Ο δε Θεός, ο προγινώσκων τα μέλλοντα, έστειλεν Άγγελον και λέγει προς τον Ηγούμενον· «Μη τολμήσης να εμποδίσης πλέον τον Σάββαν, αλλά συγχώρησον εις αυτόν, ίνα απέλθη όπου επιθυμεί». Ο Ηγούμενος ταύτα ακούσας απέλυσεν αυτόν· όθεν λαβών ο Σάββας συγχώρησιν από όλην την αδελφότητα, ανεχώρησεν. Ήτο δε τότε ετών δεκαοκτώ, εκ των οποίων είχεν εις το Μοναστήριον δέκα, διότι οκτώ μόνον ετών ήτο, όταν ενεδύθη το Σχήμα και κατεφρόνησε τα εγκόσμια. Φθάσας δε εις τα Ιεροσόλυμα εν καιρώ χειμώνος και καταλύσας εις την Μονήν του ιερού Πασαρίωνος, όπου ήτο εις Γέρων από την Καππαδοκίαν, έμεινε μετ΄ αυτού έως ότου παρέλθη ο χειμών. Μαθόντες την εκεί άφιξιν του Σάββα και την ένθεον αυτού πολιτείαν, διεφιλονείκουν πολλοί ποίος να λάβη αυτόν εις το Μοναστήριόν του· εκείνος όμως ο μακάριος δεν ηθέλησε να υπάγη μετ΄ ουδενός εξ αυτών, διότι κατά πολλά ηγάπα την ησυχίαν και ακούσας τας αρετάς του μεγάλου Ευθυμίου, ότι έλαμπεν εις την έρημον της Ανατολής και εφώτιζε τα μέρη εκείνα υπέρ τον ήλιον με τας διδασκαλίας και τα θαύματά του, ετρώθη την καρδίαν να γίνη μαθητής τού μεγάλου Ευθυμίου (επειδή το όμοιον αγαπά το όμοιον πάντοτε), να τρέφεται η ψυχή του πνευματικώς με τας αρετάς εκείνου και να αυξάνεται. Απελθών όθεν έπεσεν εις τους πόδας του μεγάλου Ευθυμίου, μετά δακρύων δεόμενος να τον υποδεχθή και αυτόν εις την ποίμνην του, να τον ποιμάνη με τα επίλοιπα πρόβατα. Ο δε Ευθύμιος, ως έμπειρος εις τους πνευματικούς αγώνας και δόκιμος, βλέπων του παιδός την νεότητα, δεν ηθέλησε να τον υποδεχθή παρευθύς εις την Λαύραν, αλλ΄ έστειλεν αυτόν εις το Μοναστήριον, το οποίον είχε παράμερα από την Λαύραν και εις το οποίον ήτο Προεστώς ο μέγας Θεόκτιστος, είπε δε του Σάββα να σταθή εκεί, έως ότου κάμη γένεια και παιδευθή καλώς τας τάξεις του μοναδικού επαγγέλματος. Ο δε μακάριος Σάββας, επειδή ήτο εις όλας τας αρετάς πεπαιδευμένος, δεν ηναντιώθη, αλλ΄ είπε προς αυτόν μετ΄ ευλαβείας και ταπεινότητος· «Εγώ, Πάτερ Άγιε, ήλθον εις την αγιωσύνην σου, δια να με οδηγήσης προς σωτηρίαν και είμαι έτοιμος να υπακούω εις όλα τα σωτήρια προστάγματά σου». Έστειλε λοιπόν ο μέγας Ευθύμιος τον Σάββαν προς τον μακάριον Θεόκτιστον, γράφων εις αυτόν, ότι ούτος είχε πεπληρωμένην την ψυχήν θείου Πνεύματος και να τον κυβερνήση επιμελώς, επειδή αυτός έμελλε να πληρώση την οικουμένην από την δόξαν αυτού εις το ύστερον, καθώς και εγένετο και εγνωρίσθη αληθεστάτη η προφητεία του· ότι αυτός έκτισεν εις την Παλαιστίνην Λαύραν μεγάλην και συνήχθησαν εις αυτήν Μοναχοί αναρίθμητοι, εις τους οποίους ο Σάββας ήτο κανών και στάθμη ακριβεστάτη αγιωσύνης και τους έδωκε νόμον και τάξεις, καθώς εδιδάχθη απ΄ αυτόν τον μέγαν Ευθύμιον, προστάσσων επάνω εις όλα να μη δεχθώσι ποτέ αγένειόν τινα, το οποίον έως την σήμερον φυλάττουν απαρασάλευτα. ΈΕμεινε λοιπόν ο θείος Σάββας με τον μακάριον Θεόκτιστον και υπηρέτει επιμελώς εις όλας τας σωματικάς διακονίας, ήτοι έφερε ξύλα και ύδωρ, έσκαπτε τον κήπον και άλλας βαρείας υπηρεσίας ετέλει επιμελώς, επειδή ήτο όχι μόνον ταπεινός και καλόγνωμος, αλλά και ανδρείος την δύναμιν και μεγάλος εις το ανάστημα του σώματος· όθεν όλους εβοήθει μετά χαράς και πάντες τον ηυχαρίστουν και τον ηγάπων. Παρ΄ όλας όμως τας βαρείας ταύτας σωματικάς εργασίας δεν έλειπε ποσώς ο μακάριος και από τας νυκτερινάς ευχάς και ακολουθίας, αλλά και τας καθημερινάς υπηρεσίας αόκνως εποίει· και εις τας νυκτερινάς ακολουθίας πρώτος εισήρχετο και πάντες εθαύμαζον βλέποντες τόσην αρετήν και ευπρέπειαν τελειότητος εις ηλικίαν νεάζουσαν. Βλέπων δε ο δαίμων την προθυμίαν αυτού, εδοκίμασε να τον εμποδίση από τον ένθεον έρωτα με τρόπον τοιούτον. Ήτο αδελφός τις εις εκείνο το φροντιστήριον, το γένος Αλεξανδρεύς, Ιωάννης ονόματι, όστις παρεκάλει πολλάκις τον μακάριον Θεόκτιστον να τον συγχωρήση να υπάγη εις την Αλεξάνδρειαν, εις την οποίαν ετελεύτησαν οι γονείς του, να τακτοποιήση τα της περιουσίας των, να του δώση δε τον Σάββαν συνοδόν, όστις ήτο δυνατός, έμπειρος και πρόθυμος εις πάσαν υπηρεσίαν. Μετά βίας λοιπόν συγκατετέθη ο Θεόκτιστος και απελθόντες εις Αλεξάνδρειαν ηρεύνησαν περί των πραγμάτων του Ιωάννου και εξετέλεσαν πάντα όσα εχρειάζοντο. Εκεί όμως εις την Αλεξάνδρειαν ήσαν, ως ανωτέρω εγράψαμεν, και οι γονείς του Σάββα, οίτινες, γνωρίσαντες αυτόν, προσεπάθησαν να τον κρατήσουν και τον εβίαζον με πολλά μηχανήματα, δια να γραφή αντί του πατρός του εις την στρατείαν, να λάβη πολλήν τιμήν από τον βασιλέα και δόξαν ρέουσαν. Ο δε μακάριος Σάββας, γνωρίσας την επίνοιαν του πονηρού, ότι με την αγάπην και συμπάθειαν των γονέων του, επεδίωκε να τον εμποδίση από τους πνευματικούς αγώνας και να τον κάμη να επιστρέψη εις τα οπίσω, απεκρίθη προς αυτούς με σοφίαν και σύνεσιν· «Δεν είναι πρέπον να αγαπήσω υμάς περισσότερον από τον Δεσπότην μου, διότι αυτός ούτος είπεν· «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ, ουκ έστι μου άξιος» (Ματθ. ι: 37 ). Ούτε να προτιμήσω την πρόσκαιρον στρατείαν από την ευαγγελικήν, διότι εάν έχη τιμωρίαν πολλήν και κατάκρισιν όστις αφήση την στρατείαν του επιγείου βασιλέως, πόσον κίνδυνον θα έχη, όστις καταφρονήση την επουράνιον και αθετήση το Αγγελικόν σχήμα ο άθλιος; Εάν λοιπόν θέλητε να σας έχω δια γονείς μου, μη μου αναφέρετε πλέον τοιαύτην υπόθεσιν». Αφήκαν λοιπόν αυτόν μη δυνάμενοι να τον εμποδίσουν και τον παρεκάλεσαν να δεχθή τουλάχιστον ποσόν αργυρίων δια μικρά έξοδα συντηρήσεως και του έδιδον χρυσά είκοσιν. Αυτός όμως άλαβε μόνον τρία και ταύτα δια να μη σκανδαλισθώσιν, ότι δεν τους κατεδέχθη, τα οποία πάλιν δεν τα εξώδευσεν, αλλ΄ όταν έφθασαν εις το φροντιστήριον, τα έδωκεν εις τον Θεόκτιστον δια να μη έχη τίποτε ίδιον. Αφού λοιπόν διέτριψεν εκεί ο Σάββας δέκα έτη, εκοιμήθη ο μακάριος Θεόκτιστος και εψήφισεν ο μέγας Ευθύμιος άλλον Ηγούμενον, Λογγίνον ονομαζόμενον. Εις τον καιρόν του Λογγίνου ήτο ο θαυμάσιος Σάββας ετών τριάκοντα, δόκιμος και τέλειος εις πάσαν ασκητικήν διαγωγήν. Έχων δε πόθον πολύν ν΄ αναχωρήση εις τόπον ησυχαστικόν και έρημον, εζήτησεν από τον Λογγίνον συγχώρησιν, όστις έγραψε περί τούτου εις τον μέγαν Ευθύμιον· διότι χωρίς την βουλήν εκείνου ουδέν έπραττεν. Ο δε μέγας Ευθύμιος, γνωρίζων την πολλήν θερμότητα του Σάββα εις τα πνευματικά και τον ένθεον έρωτα, του απήντησε να μη τον εμποδίση ποσώς, αλλά να τον αφήση εις το θέλημά του, να διάγη καθώς επιθυμεί. Λαβών όθεν ο Σάββας την εξουσίαν, απήλθεν εις τι σπήλαιον, το οποίον ήτο εις το νότιον μέρος του Μοναστηρίου και εκεί παρέμενε καθ΄ όλην την εβδομάδα έως το Σάββατον χωρίς τροφήν τινα, μόνον προσευχήν εποίει και εργόχειρον, έκαστον δε Σάββατον επήγαινεν εις το Μοναστήριον πεντήκοντα σπυρίδας (ζεμπίλια) και έτρωγε μετά των αδελφών το Σάββατον και την Κυριακήν, κατόπιν πάλιν συνήθροιζε βάϊα, ήτοι φύλλα φοινίκων, όσα τον έφθανον την εβδομάδα, και εισήρχετο εις το σπήλαιον και ούτω διήλθον πέντε έτη. Ιδών λοιπόν αυτόν ο θείος Ευθύμιος ούτω βιούντα, τον ωνόμαζε παιδαριογέροντα και τον έλαβεν εις την συνοδείαν του ομού με άλλον αυτού μαθητήν, Δομετιανόν ονόματι, με τον οποίον είχον αμφότεροι συνήθειαν να πηγαίνουν κατ΄ έτος, μετά την εορτήν των Θεοφανείων, εις την ενδοτέραν έρημον, να ασκητεύουν όλην την μεγάλην Τεσσαρακοστήν. Κατά δε την Αγίαν Ανάστασιν ήρχοντο πάλιν εις την Λαύραν. Εκίνησαν λοιπόν τότε και οι τρεις και περιεπάτουν εις εκείνην την πανέρημον, εκείθεν από την Νεκράν θάλασσαν· επειδή δε ο δρόμος ήτο μακρός, ο τόπος άνυδρος, αι ημέραι καυστικαί και θερμόταται, εξησθένησεν ο Σάββας και ελιποθύμησε, μη δυνάμενος να περιπατήση ποσώς, έπεσε δε κατά γης ως νεκρός. Ο δε Ευθύμιος, ιδών αυτόν ελυπήθη πολύ και πηγαίνων ολίγον παράμερα εποίησε δέησιν προς Κύριον, λέγων· «Δέσποτα Θεέ, σπλαγχνίσου τον δούλον σου τούτον τον νέον και δος μας ύδωρ, να μη αποθάνη υπό της δίψης και του καύματος». Ούτως ειπών, εκτύπησεν εις την γην με το σκαλίδιον τρις, η δε γη αισθανομένη θειοτέρας δυνάμεως υπήκουσεν (ω του θαύματος!) και από την άνυδρον και άγονον έρημον εξήλθεν ύδωρ ηδύ και γλυκύτατον, εξ ου ευθύς ως ο Σάββας έπιεν, έλαβεν αοράτως θείαν δύναμιν και πλέον δεν εκουράσθη, ούτε εδειλίασε την δυσχέρειαν της οδού. Αφού έφθασαν εις τον ποθούμενον τόπον, έπασχε πολλά ο θείος Σάββας να μιμήται εις πάντα τρόπον τον μέγαν Ευθύμιον και μόνον αυτόν είχεν ως αρχέτυπον της αρετής και εικόνα ζώσαν και έμψυχον δια να μη παρεκκλίνη ουδόλως από τας τάξεις και τα ήθη του. Αλλ΄ εις ολίγον καιρόν απήλθε προς Κύριον ο μέγας την αρετήν Ευθύμιος, οι δε μαθηταί αυτού, μετά την κοίμησιν του διδασκάλου, ημέλουν κατ΄ ολίγον την αρετήν και δεν είχον τόσην προθυμίαν εις την άσκησιν· όθεν ο θείος Σάββας εμάκρυνε φυγαδεύων και ήτο εις την έρημον του Ιορδάνου, καθ΄ ον καιρόν ησκήτευεν εκεί ο μέγας Γεράσιμος. Τότε ήτο ο Σάββας τριάκοντα πέντε ετών, όταν ήρχισε να τον πολεμή ο δαίμων· ου μόνον δε αοράτως του έδιδεν ενόχλησιν και τον επείραζε κρυφίως, καθώς κάμνει εις όλους τους εναρέτους, αλλά και φανερά έπασχεν ο δόλιος να τον εκφοβή, δια να μη είναι εις την έρημον. Νύκτα δε τινα, εν ω έκειτο δια να λάβη ολίγην ανάπαυσιν από τον πολύν κόπον της ασκήσεως, είδε πλησίον του όφεις, σκορπίους και άλλα διάφορα ερπετά, τα οποία εδείκνυον ότι ήθελον να τον φάγωσιν. Ο δε Σάββας το μεν πρώτον εδειλίασεν, αλλ΄ ύστερον, συλλογιζόμενος την μηχανήν των δαιμόνων, ηγέρθη μετά θάρρους και ούτω προσηύχετο· «Ου φοβηθήσομαι από φόβου νυκτερινού, αλλ΄ επί ασπίδα και βασιλίσκον επιβήσομαι» (Ψαλμ. 90: 5,13 ). Ταύτα λέγοντος του Οσίου, όλα εκείνα τα ιοβόλα θηρία ως καπνός ηφανίσθησαν. Μετ΄ ολίγας πάλιν ημέρας ο δαίμων έγινε λέων μέγας και φοβερός και εδείκνυεν, ότι ήθελε να ορμήση επάνω του. Ο δε Άγιος δεν εδειλίασε ποσώς, αλλά του είπεν αταράχως· «Εάν έλαβες παρά Θεού εξουσίαν κατ΄ εμού, μη αμελής, ότι έτοιμος είμαι να με φάγης κατά την θείαν νεύσιν και βούλησιν· ει δε μη, τι μάτην ταράττεσαι; Εγώ δύναμαι να σε καταπατήσω με του Δεσπότου την δύναμιν». Ταύτα είπε και ευθύς έγινε ο υποκρινόμενος άφαντος και από την ώραν εκείνην ο Άγιος όχι μόνον τους νοητούς, αλλά και τους αισθητούς θήρας υπέταξε και συγκατώκουν μετ΄ αυτού, χωρίς ποσώς να τον βλάπτωσι. Τέσσαρές τινες Αγαρηνοί τον συνήντησάν ποτε καθ΄ οδόν και είχον τόσην πείναν, ώστε εκινδύνευον. Ιδόντες λοιπόν αυτόν, του εζήτουν εάν είχέ τι βρώσιμον. Ο δε έλαβεν αυτούς εις το σπήλαιον ευσπλάγχνως και απλώσας εις την γην την μηλωτήν του, εφίλευσεν αυτούς εξ εκείνων, τα οποία είχεν, ήτοι καρδίας καλάμων και ρίζας μελεαγρίων. Οι βάρβαροι ευλαβηθέντες την αρετήν αυτού, εθαύμασαν και το φιλόξενον· και τότε μεν έφαγον από τα ευρεθέντα και ευχαριστήσαντες ανεχώρησαν· μεθ΄ημέρας δε τινας του έφερον τυρούς και άρτους και φοίνικας. Ο δε Όσιος, ώσπερ φιλόπονος μέλισσα, ήτις συλλέγει από κάθε τόπον το χρήσιμον, ούτω και αυτός ωφελήθη ψυχικώς από τούτο και έλεγε καθ΄ εαυτού τοιαύτα· «Ουαί σοι, ψυχή μου ταλαίπωρε και προς τον Ευεργέτην αχάριστε! Ιδού δια μικράν και ποταπήν χάριν, την οποίαν έλαβον ούτοι οι βάρβαροι, μου έφερον τοσούτον πλουσίαν ανταμοιβήν και ημείς, οίτινες ελάβομεν από τον Πλάστην τοσαύτα χαρίσματα, ποίαν ανταμοιβήν του εδώσαμεν; Ποίαν Αυτού εντολήν εφυλάξαμεν; Ποίαν απολογίαν θα δώσωμεν εις τον Κύριον κατά την ώραν της Κρίσεως»; Ήτο δε Μοναχός τις φίλος του Σάββα, Άνθος ονόματι, όστις επήγεν εις την έρημον μετ΄ αυτού, δια να ασκητεύουν αμφότεροι ομού. Μετ΄ ολίγας όμως ημέρας διήλθον εκείθεν βάρβαροί τινες κακόγνωμοι και δύστροποι άνθρωποι και εμελέτησαν να τους θανατώσουν. Δια να εύρουν λοιπόν μικράν πρόφασιν, έστειλαν τον ένα εις το σπήλαιον να διαμαρτυρηθή εις τους Ασκητάς, ότι δήθεν αυτοί τους ηδίκησαν εις τινα υπόθεσιν και εζημιώθησαν οι βάρβαροι εξ αυτών. Εσυκοφάντουν δε τον Όσιον ψευδώς, δια να εξαναγκάσουν αυτόν να σκανδαλισθή, να ομιλήση λόγον βαρύν και εκ τούτου να εύρουν αφορμήν να τους αποκτείνωσιν. Ίσταντο λοιπόν οι άλλοι μακρόθεν και ο εις επλησίασεν εις τους Οσίους, οίτινες βλέποντες τον κίνδυνον, καθωπλίσθησαν δια της ιεράς προσευχής, ταύτα προς τον Κύριον λέγοντες· «Ούτοι εν άρμασι και ούτοι εν ίπποις, ημείς δε εν ονόματι Κυρίου Θεού ημών μεγαλυνθησόμεθα» (Ψαλμ. ιθ: 8 ) και τα λοιπά του ψαλμού. Ταύτα ηυχήθησαν και, ω του θαύματος! εσχίσθη η γη και κατέπιεν εκείνον τον ένα, όστις επήγεν εκεί. Οι δε λοιποί, ιδόντες τοιούτον τεράστιον, ετρόμαξαν και έφυγον περιδεείς και κατάφοβοι, έκτοτε δε ούτε αυτοί, ούτε άλλοι κακοποιοί ετόλμησαν πλέον να επιχειρήσωσι τι κατ΄ αυτών, αλλά ούτε και οι δαίμονες επειράθησαν καν να τον πειράξωσιν. Όθεν ο Σάββας κατώκει αφόβως την έρημον και επειδή έγιναν φίλοι με τον μακάριον Θεοδόσιον δια μέσου του Άνθου, έκτισεν εκεί Λαύραν περιφανή και ευρύχωρον με τοιούτον τρόπον θαυμάσιον. Αφού εχρημάτισεν εκεί ο Σάββας έτη τέσσαρα, ανήλθέ ποτε εις το υψηλότατον εκείνο βουνόν, εις το οποίον λέγεται ότι επήγεν η μακαρίτις βασιλίς Ευδοκία και την εδίδαξεν ο μέγας Ευθύμιος. Εκεί λοιπόν διανυκτερεύων ο Σάββας, είδε οπτασίαν τινά θαυμάσιον. Γυνή τις ωραιοτάτη εφάνη ενώπιον αυτού, ενδεδυμένη στολήν λαμπράν και περιφανεστάτην, και του εδείκνυε τον χείμαρρον, ο οποίος τρέχει νοτίως του Σιλωάμ, του έλεγε δε ταύτα· «Κατοίκησον, Σάββα, εις εκείνο το σπήλαιον, το οποίον είναι κατ΄ Ανατολάς του χειμάρρου και εγώ θα σου στέλλω εξ ύψους βοήθειαν». Ταύτα ιδών ο Όσιος ενεπλήσθη χαράς και αγαλλιάσεως και χειραγωγούμενος ως υπό τινος δεξιάς από την θείαν και σοφήν Πρόνοιαν, εισήλθεν εις το σπήλαιον· ήτο δε τότε ετών τεσσαράκοντα. Ο δε τόπος ήτο πολύ άβατος και με πολλήν κακοπάθειαν ανήρχετο και μάλιστα όταν ελάμβανε το ύδωρ από την πηγήν, η οποία ήτο μακράν απ΄ εκεί δεκαπέντε στάδια (2775 μέτρα περίπου), και την ωνόμαζον Επτάστομον. Όθεν κρεμάσας άνωθεν ένα σχοινίον ανέβαινεν ευκολώτερα. Πλην άλλην παραμυθίαν δεν είχε προς τα αναγκαία του σώματος, μόνον τα χόρτα, τα οποία εγέννα η γη αυτομάτως εκεί πλησίον εις το σπήλαιον. Αλλ΄ ο Θεός, όστις τον προσέταξε να κατοικήση εκεί, αυτός του έστελλε και βοήθειαν κατά την θείαν Του υπόσχεσιν και εφώτισεν Ισμαηλίτας τινάς, οι οποίοι ευλαβηθέντες αυτόν του έφερον τυρούς, άρτους, φοίνικας και άλλα διάφορα βρώματα, όχι μόνον δις ή τρις, αλλά πολλάκις, ωσάν να του επλήρωναν φόρον. Έμεινε λοιπόν ο Άγιος εις το σπήλαιον εκείνο επί πέντε έτη με ησυχίαν πολλήν, μόνος μόνω τω Θεώ προσευχόμενος, έκτοτε δε διεσκεδάσθησαν αι κατ΄ αυτού κακουργίαι των δαιμόνων, οι οποίοι έφευγον μη δυνάμενοι να τον βλέπωσιν· όθεν έχων άδειαν από τους δαίμονας και γαλήνην από τους ανθρώπους, εδέχθη και άλλους πολλούς εις την συνοδείαν του εναρέτους και φύλακας ακριβείς των εντολών του Κυρίου, τους οποίους προσείλκυε προς εαυτόν με την καλήν του φήμην και υπερθαύμαστον αρετήν, ως ο μαγνήτης τον σίδηρον. Επειδή λοιπόν καθ΄ εκάστην επλήθυνον οι προσερχόμενοι, ήτο ανάγκη να οικοδομήση εκεί Λαύραν, να κτίση κελλία, να εργάζηται την γην και άλλας υπηρεσίας να εκτελή αναγκαίας δια το σώμα. Πρώτον μεν λοιπόν έκτισε πύργον προς το βόρειον μέρος του βουνού εις τας πηγάς του χειμάρρου· έπειτα ωκοδόμησεν Εκκλησίαν και έκαμε Λαύραν ευρύχωρον, αφού δε ενεκαινίασε τον Ναόν, όστις ιερωμένος ήθελεν υπάγει να προσκυνήση, τον υπεχρέωνε και ελειτούργει, διότι εκείνος ήτο πολύ μέτριος και ταπεινός εις το φρόνημα και ευλαβούμενος το μεγαλείον της ιερωσύνης δεν ήθελε να ιερωθή. Ήτο δε πολύ συνετός και δόκιμος εις την μοναδικήν διαγωγήν, και εστήριζε τους αδελφούς καθ΄ εκάστην ημέραν και ώραν, τους μεν παρακαλών, τους δε νουθετών, ετέρους επιτιμών και απλώς πάντας εδίδασκε και παρεκίνει να ίστανται γενναίοι και ανδρείοι εις τους πειρασμούς των δαιμόνων και να υπομένουν μεγαλοψύχως την κακοπάθειαν της ερήμου χωρίς καμμίαν λύπην, αλλά μάλιστα να χαίρωνται ευφραινόμενοι με την ελπίδα των μελλόντων αγαθών, τα οποία, δια τον ολίγον εκείνον κόπον, έμελλον να απολαύσουν εις τον Παράδεισον. Με τοιαύτα και έτερα πλείονα ο πάνσοφος Σάββας επροθυμοποίει τους μαθητάς, λύων παν πρόσκομμα και εμπόδιον και υψιπετείς αυτούς προς την αρετήν και ανωτέρους των παγίδων του πονηρού απεργαζόμενος. Εις όλα δε τα αναγκαία του σώματος τους επεμελείτο και τους εβοήθει κρυφίως, δια να μη δυσχεραίνωσιν από την στέρησιν αυτών και το βάρος του κόπου, και επιστρέφωσιν εις τα όπισθεν. Επειδή δε το ύδωρ ήτο μακράν του σπηλαίου, ως είπομεν άνωθεν, ελυπούντο εκ τούτου οι Μοναχοί, διότι είχον στενοχωρίαν και κόπον πολύν. Όθεν ο Όσιος νύκτα τινά εποίησε θερμώς προς Κύριον δέησιν, λέγων ταύτα· «Δέσποτα Θεέ παντοδύναμε, εάν είναι της Σης απορρήτου σοφίας οικονομία και ευδοκία της Χάριτός Σου να κατοικώσιν εις τον τόπον τούτον ενάρετοι δούλοι σου, να Σε υμνώσιν ακαταπαύστως, επίβλεψον ευμενώς εφ ημάς και πρόσταξον την γην σου να αναβλύση ύδωρ εδώ πλησίον εις αναψυχήν ημών και απόλαυσιν». Ούτως ηύξατο και παρευθύς ήκουσε κτύπον κάτωθεν του χειμάρρου και παρακύψας είδεν άγριον όνον (επειδή ήτο η νυξ πανσέληνος), όστις έσκαπτε την γην με τον πόδα του και αφού έκαμε μικρόν λάκκον, εξήλθεν ύδωρ και έπιεν. Ο δε Όσιος ταύτα ιδών εχάρη λίαν, γνωρίσας ότι ήτο θεία επισκοπή και κατελθών με σκαλίδιον έσκαψεν ολίγον εις αυτόν τον τόπον, εις τον οποίον ήτο ο όναγρος και παρευθύς, (ω των αφράστων χαρίτων σου, Δέσποτα!) εξήλθεν ύδωρ πολύ και γλυκύτατον, το οποίον έφερεν εις το μέσον της Λαύρας. Με το ύδωρ τούτο υπηρετούνται όλοι οι Πατέρες έως την σήμερον και ούτε τον χειμώνα πληθαίνει, ούτε το θέρος ολιγοστεύει ποσώς, αλλ΄ είναι πάντοτε δαψιλές προς αυτάρκειαν. Άλλοτε πάλιν ευρισκόμενος ο Όσιος εις άλλο μέρος του χειμάρρου και λέγων ψαλμούς του Δαβίδ βλέπει εις τον κρημνόν πύρινον στύλον, του οποίου η κορυφή έφθανεν έως τον ουρανόν. Ταύτα ιδών έλαβε μεγάλην χαράν ομού και φόβον, γνωρίζων ότι ήτο θαύμα τι απόρρητον. Αφού δε εξημέρωσεν, εφαίνετο ακόμη η όρασις του πυρίνου στύλου και πλησιάσας ο Όσιος είδε μέγα και θεσπέσιον σπήλαιον, ομοιάζον κυριολεκτικώς προς Εκκλησίαν, έχον εις το ανατολικόν μέρος κόγχην, ουχί εξ ανθρώπων κατεσκευασμένην, αλλά από την θείαν δεξιάν ωκοδομημένην. Από το νότιον μέρος υπήρχε πλατεία είσοδος, η οποία επέτρεπεν εις τον ήλιον να φωτίζη πλουσίως το εσωτερικόν του σπηλαίου και να φέρη έως τα βάθη αυτού αέρα εύκρατον και υγιέστατον· εις δε το βόρειον μέρος ήτο άλλο σπήλαιον έχον σχήμα διακονικού. Ευρών λοιπόν ο Σάββας εκείνο το θεόκτιστον οικοδόμημα, ανεπλήρωσε και αυτός με ανθρωπίνην τέχνην όσον από την φύσιν ελείπετο και έκαμε Ναόν ωραιότατον, επρόσταξε δε να συνάγωνται όλοι οι αδελφοί εις αυτόν καθ΄ εκάστην Κυριακήν να ψάλλουν κοινώς την ακολουθίαν των. Ιδών δε πέτραν τινά, η οποία ήτο άνωθεν του Ναού, έσκαψε εις ένα μέρος της αυτοκατασκευάστου εκείνης οροφής του διακονικού και έκτισεν εν μικρόν καλλίον απόκρυφον, δια να ησυχάζη όταν θέλη, από αυτό δε εισήρχετο εις τον Ναόν έσωθεν. Επειδή δε η φήμη τού Οσίου έτρεχεν εις όλον τον κόσμον, συνηθροίζοντο πολλοί ευλαβείς και έφερον προς αυτόν ελεημοσύνας, δια να εξοδεύη εις τας οικοδομάς και τας άλλας ανάγκας, τας οποίας είχε καθημερινώς, επειδή οι Μοναχοί επληθύνοντο. Όσα δε χρήματα εσύναζεν ο Όσιος δεν τα εφύλαττεν, αλλά τα εξώδευεν εις οικοδομάς των κελλίων και εις άλλας ανάγκας. Αλλ΄ επειδή πολλάκις εις τον καλόν σίτον φυτρώνουν τα ζιζάνια και εις την άμπελον η βάτος, και καθώς ο μαθητής έγινε προδότης, ο Κάϊν αδελφοκτόνος και πλείστα άλλα παρόμοια, τα οποία γεννώνται εκ του φθόνου, όπως εις πολλά βιβλία ιστορείται, τοιουτοτρόπως και εις την συνοδείαν του Οσίου Σάββα έτυχον και τινες ουχί μαθηταί, αλλά μάλλον στασιασταί και κακότροποι, οι οποίοι εμίσουν τον Όσιον και εζήτουν πρόφασιν, εάν δυνηθούν, να τον βλάψουν. Απήλθον λοιπόν εις τον τότε Πατριάρχην των Ιεροσολύμων και (επειδή δεν είχον να είπωσιν ότι έκαμε τι πταίσιμον) τον εσυκοφάντησαν, λέγοντες ότι δεν ήτο άξιος να ποιμάνη τόσους Μοναχούς, εζήτησαν δε να τους δώση άλλον Ηγούμενον, διότι, ωσάν να μη έφθανεν, ότι εκείνος δεν έγινεν Ιερεύς, αλλά και άλλους πολλούς ημπόδιζεν από την ιερουργίαν, ως αμαθής και άγροικος. Ο Πατριάρχης Σαλούστιος (486-494), όστις ήτο τότε, ηυλαβείτο πολύ τον Άγιον δια την αρετήν του και δεν επίστευσεν εις τα ψευδή και δολερά αυτών λόγια· πλην δια να τους ειρηνεύση ολίγον είπε προς αυτούς· «Μείνατε εδώ, έως ότου έλθη ο Σάββας και τότε θα εξετάσω ακριβώς την υπόθεσιν». Έμειναν λοιπόν αυτοί νομίζοντες, ότι θέλει τον στερήσει από την προστασίαν, χειροτονών άλλον Ηγούμενον. Όταν όμως ήλθεν ο Όσιος, δεν τον ηρώτησε καθόλου ο φρόνιμος δικαστής, αλλ΄ έμπροσθεν των κατηγόρων αυτού τον εχειροτόνησεν Ιερέα εν έτει (492). Έπειτα είπε προς αυτούς· «Ιδού τώρα έχετε Καθηγούμενον, τον οποίον εψήφισεν ο Κύριος και όχι άνθρωπος και τον εχειροτονήσαμεν, ουχί δι΄ ευεργεσίαν αυτού, αλλά δια σας». Αφού τους είπε ταύτα, απήλθε μετ΄ αυτών εις την Λαύραν και πρώτον μεν καθιέρωσε τον άγιον εκείνον Ναόν, έπειτα έκτισε και θυσιαστήριον άγιον, εις το οποίον αφήκε πολλά άγια λείψανα. Ήτο δε τότε ο μακάριος Σάββας ετών πεντήκοντα τριών, όταν έλαβε την ιερωσύνην εις τον καιρόν του βασιλέως Αναστασίου (491-518). Είχε δε ο Όσιος συνήθειαν να μιμήται εις όλας τας τάξεις τον μέγαν Ευθύμιον, καθώς είπομεν· και επειδή εκείνος είχε συνήθειαν να αναχωρή από την Λαύραν την δεκάτην τετάρτην (14ην) Ιανουαρίου έως την Ανάστασιν, εκράτησε και ο Σάββας αυτήν την τάξιν και ανεχώρει μετά τας εορτάς των Αγίων Αντωνίου και Ευθυμίου, διέτριβε δε εις την έρημον έως την Κυριακήν των Βαϊων. Διαβαίνων λοιπόν ποτέ την Νεκράν θάλασσαν, είδε εν νησίδιον έρημον και εστερημένον πάσης παραμυθίας και απολαύσεως· όθεν επεθύμησε να παραμείνη εις αυτό τας αγίας ημέρας των νηστειών. Πηγαίνων όμως εκεί, έπεσεν από βασκανίαν του δαίμονος εις βόθρον τινά, εκ του οποίου ανεδίδετο αιθάλη (καπνιά) ως από καμίνου πυρός, έκαυσε δε τον πώγωνα, την όψιν και έτερα μέρη του σώματος αυτού τοιουτοτρόπως, ώστε έκειτο ύστερον εις την Λαύραν ημέρας πολλάς και μόνον από την φωνήν εγνωρίζετο, όλη δε η μορφή του ηλλοιώθη· αλλά και να ομιλήση δεν ηδύνατο, έως ου θεία τις θεωρία και δύναμις άνωθεν επισκεψαμένη αυτόν τον εθεράπευσε τελείως και υγιή αποκατέστησε. Μετά καιρόν απήλθε πάλιν ο Όσιος εις την ησυχίαν, λαβών εις την συνοδείαν του ένα μαθητήν του ονόματι Αγάπιον. Εν μια δε των ημερών έκειτο ο Αγάπιος ύπτιος, από δε την πείναν και τον κόπον ταλαιπωρούμενος απεκοιμήθη· ο Σάββας όμως ήτο έξυπνος και προσηύχετο. Τότε βλέπει λέοντα ιστάμενον άνωθεν του μαθητού του, όστις τον περιετριγύριζεν οσφραινόμενος· όθεν ο Όσιος εφοβήθη μήπως τον φάγη το θηρίον και ευθύς εποίησε δι΄ αυτόν προς Κύριον δέησιν. Τότε ο λέων διωκόμενος από την δύναμιν της ιεράς προσευχής έφυγε, χωρίς να βλάψη καθόλου τον Αγάπιον, μόνον δε με την ουράν του τον εκτύπησεν εις το πρόσωπον και εξύπνησεν· ιδών δε ούτος τον λέοντα, έδραμε προς τον Όσιον έντρομος, ο οποίος πρώτον μεν του έδωσε θάρρος, έπειτα δε τον ενουθέτησε να προσέχη και να μη νικάται πλέον από τον ύπνον, δια να μη αλωθή, ούτε να βλαφθή ποσώς από θηρία ορατά και αόρατα. Άλλοτε πάλιν πηγαίνων ο Όσιος με τον Αγάπιον εις την έρημον του έδωσε να βαστάζη την μηλωτήν (τον σάκκον) με άρτους ξηρούς, τόσους, όσους έφθαναν δια τον μαθητήν κατά τον καιρόν, κατά τον οποίον θα διέτριβον εις την έρημον, διότι ο Σάββας δεν έτρωγε τίποτε όλην την Μεγάλην Τεσσαρακοστήν, πλήν Σαββάτου και Κυριακής, ότε εκοινώνει τα θεία Μυστήρια. Προχωρούντες λοιπόν προς τον Ιορδάνην, διήλθον από κρημνώδη τινα τόπον, εις την άκραν του οποίου βλέπουν εν σπήλαιον εις υψηλόν μέρος πολύ δυσανάβατον. Μετεχειρίσθησαν λοιπόν πάντα τρόπον και ανέβησαν με κόπον και βάσανον πολύν ή μάλλον ειπείν με την βοήθειαν του Κυρίου, όστις εφώτισε τον Σάββαν και τον ωδήγησε δια να εύρη τον κεκρυμμένον θησαυρόν να ωφεληθώσιν. Εισελθόντες λοιπόν εις το σπήλαιον, είδον Ασκητήν τινα αγιώτατον, όστις ουδέν αγγείον είχεν, ούτε σκεύος ποσώς, αλλά διήρχετο αμερίμνως και χωρίς φροντίδων τον βίον ο τρισμακάριος, είχε δε ούτος και χάρισμα προορατικόν. Αφού λοιπόν εποίησεν ευχήν κατά το σύνηθες, είπεν ο Αναχωρητής προς τον Όσιον· «Πόθεν εκινήθης, θαυμάσιε Σάββα, και τις σου ηρμήνευσε τον τόπον, να έλθης έως ημάς; Εις τούτο θαυμάζω πολύ και εξίσταμαι, διότι είναι τεσσαράκοντα παρά δύο έτη, κατά τα οποία κάθημαι με την βοήθειαν του Κυρίου εις τούτο το σπήλαιον και ούτε κανένα είδον ποτέ μου ούτε άνθρωπος μου ωμίλησεν ουδόλως». Ο δε απεκρίνατο· «Ο Θεός, όστις σου εφανέρωσε το όνομά μου, αυτός και εμέ εφώτισε και ωδήγησε να σε απολαύσω». Αφού λοιπόν ηυφράνθησαν ψυχικώς και συνωμίλησαν επί ώραν ικανήν, λαβόντες την ευλογίαν αυτού ανεχώρησαν και διατρίψαντες καιρόν τινα εις την έρημον, εκίνησαν πάλιν να έλθουν εις το Μοναστήριον. Διαβαίνοντες δε από τον τόπον εκείνον, ανέβησαν εις το σπήλαιον και ιδόντες τον Αναχωρητήν γονατιστόν κατ΄ Ανατολάς, ενόμισαν, ότι ήτο ζωντανός και προσηύχετο. Έμειναν λοιπόν καρτερούντες ώραν πολλήν· αλλ΄ αφού ενύκτωσε και αυτός δεν ηγέρθη από την γην, επλησίασεν ο Σάββας και λέγει προς αυτόν· «Πάτερ ευλόγησον». Εκείνος όμως δεν απεκρίθη· όθεν εγγίσας αυτόν, εγνώρισεν ότι απήλθεν η μακαρία ψυχή του προς Κύριον και είπε προς τον Αγάπιον· «Ας τον ενταφιάσωμεν, τέκνον, επειδή δια τούτο ο Θεός μάς απέστειλε». Σεμνώς λοιπόν και ευλαβώς περιστείλαντες το ιερόν αυτού λείψανον, έθεσαν αυτό εις εν μέρος του σπηλαίου, ψάλλοντες τα αρμόδια της ταφής τροπάρια, έπειτα φράξαντες την είσοδον με λίθους μεγάλους επέστρεψαν εις την Λαύραν την ημέραν του Λαζάρου και εώρτασαν την αγίαν του Σωτήρος Ανάστασιν. Τον καιρόν εκείνον απέθανεν ο πατήρ του Αγίου εις την Αλεξάνδρειαν, η δε μήτηρ αυτού, ακούουσα την αγαθήν φήμην του Σάββα, επώλησεν όλα τα υπάρχοντα αυτής και λαβούσα τα αργύρια, απήλθεν εις την Λαύραν και ιδούσα αυτόν εις τοσαύτην προκοπήν ενάρετον, εχάρη χαράν μεγάλην. Ο δε Σάββας την ενουθέτησε ν΄ απαρνηθή τον κόσμον και πάντα τα πρόσκαιρα αγαθά, εάν επόθει να απολαύση τα αεί διαμένοντα. Πείθεται λοιπόν η καλόγνωμος μήτηρ του φρονίμου παιδός και γενομένη Μοναχή, έμεινε μετ΄ αυτού, εις ολίγον δε καιρόν ανεπαύθη και παρέδωσε την ψυχήν της εις τας χείρας του Θεού ζήσασα πολιτείαν θεάρεστον. Ο δε Όσιος, ενταφιάσας αυτήν, εδαπάνησεν όλα αυτής τα χρήματα εις διαφόρους κατασκευάς της Λαύρας, ξενώνας, κήπους, περιτοιχίσεις και έτερα χρειαζόμενα. Έστειλε δε ποτε ο Όσιος αδελφόν τινα με υποζύγια να φέρη ξύλα από την Ιεριχώ δια την οικοδομήν ενός πανδοχείου. Ο δε, απελθών, εφόρτωσε τα ζώα και καθώς ήρχετο προς την Λαύραν εδίψησε, διότι έκαιε πολύ ο ήλιος· όθεν μη δυνάμενος πλέον να περιπατή την ξηράν εκείνην και άνυδρον γην, έπεσε και εκείτετο ως νεκρός. Τότε ενεθυμήθη τον διδάσκαλόν του, ότι έχει παρρησίαν προς Κύριον, και είπε ταύτα· «Δέσποτα Θεέ, βοήθησόν μοι δια πρεσβειών Σάββα του σου θεράποντος». Και παρευθύς, ως είπε τον λόγον, αυτός ο Θεός, ο οδηγήσας εν στήλη νεφέλης τον Ισραήλ, προσέταξε και τότε νεφέλην πλήρη ύδατος, η οποία ελθούσα επάνω του Μοναχού, τον εσκέπαζε και τον εδρόσιζε, ακόμη δε (ω του θαύματος!) και επότιζε και ενεδυνάμωνεν αυτόν. Ηκολούθει δε η νεφέλη, σκέπουσα αυτόν, έως ου έφθασεν υγιής εις το Μοναστήριον. Ήτο δε μακράν από την Λαύραν είκοσι στάδια εν όρος, του Καστελλίου καλούμενον, εις το οποίον δεν ετόλμα να υπάγη κανείς δια το τραχύ και άγριον του τόπου και διότι κατώκουν εκεί δαίμονες αναρίθμητοι. Ο δε Όσιος απήλθεν έχων την ελπίδα του εις τον Κύριον και ράνας όλον τον τόπον με έλαιον του Τιμίου Σταυρού, παρέμεινεν εκεί όλην την αγίαν Τεσσαρακοστήν. Και εις μεν την αρχήν είχε τόσους πολέμους από τους δαίμονας, ώστε εμελέτησε ν΄ αναχωρήση, μη δυνάμενος να υπομείνη τας φοβεράς ταραχάς, τας οποίας εποίουν. Αλλ΄ ο πανάγαθος Κύριος, ο πάλαι των Αββάν Αντώνιον δυναμώσας, αυτός και τον Σάββαν ενεθάρρυνε παραστάς προς αυτόν και του είπε να κάμη υπομονήν έως τέλους. Και πράγματι ούτως έπραξε και τόσον τον εβοήθησεν ο Κύριος και τόσον φοβερόν εις τους δαίμονας τον κατέστησεν, ώστε τον έβλεπον και έφευγον· όθεν ο δίκαιος έχαιρε και έμεινεν εκεί προσευχόμενος έως το τέλος των νηστειών. Τότε πάλιν οι δαίμονες συνήχθησαν, δια να δοκιμάσουν τον ύστερον πόλεμον, εάν δυνηθούν να τον εκφοβίσουν· και μετασχηματισθέντες εις ερπετά και θηρία και κόρακας επροξένουν πολλήν ταραχήν, κτύπους, φωνάς και άμετρον σύγχυσιν. Ο δε Όσιος, μηδέν φοβηθείς, γενναίως προσηύχετο· όθεν αυτοί, μη δυνάμενοι να τον βλέπουν, ωμολόγησαν και εκουσίως την ήτταν των και έλεγον ταύτα με ανθρωπίνην φωνήν, ολολύζοντες· «Δεν σε φθάνει, Σάββα, το σπήλαιον, η πέτρα, ο χείμαρρος και όση άλλη γη της ερήμου κατώκησας, αλλ΄ ήλθες και εδώ εις τα όριά μας και φιλονεικείς να μας εκβάλης από τον οίκόν μας; ιδού, αναχωρούμεν και σε αφήνομεν κύριον, εφόσον βλέπομεν ότι έχεις τον Θεόν σύμμαχον». Αυτά και άλλα περισσότερα λέγοντες, ως να έκλαιον την συμφοράν των και ποιούντες κτύπους και θόρυβον, έφυγον το μεσόνυκτον, φαινόμενοι ωσάν κόρακες, καθώς τους είδον μερικοί ποιμένες, οι οποίοι εφύλαττον πρόβατα εις εκείνα τα όρια και το εμαρτύρησαν. Δια τούτο και συνήχθησαν το πρωϊ έντρομοι εις τον Όσιον και του ανήγγειλαν όσα είδον και ήκουσαν. Ο δε Όσιος, ιδών αυτούς τεταραγμένους και καταφόβους, εποίησεν ευχήν προς Κύριον δι΄ αυτούς και διδάξας και θαρρύνας αυτούς και ευλογήσας, απέλυσεν εν ειρήνη. Αφού λοιπόν παρήλθεν η νηστεία, επέστρεψεν ο Άγιος εις την Λαύραν, και αφού ετέλεσε λαμπρώς την εορτήν της Αγίας Αναστάσεως, έλαβεν αδελφούς τινας μεθ΄ εαυτού και απήλθεν εις το Καστέλλιον, το οποίον και εκαθάρισεν επιμελώς δια να κτίση κελλία και ξενώνας. Ευρών δε αρχαίον τι κτήριον αρκετά μεγάλον, λαμπρόν πολύ και ωραιότατον, εστολισμένον και υψηλόν με λίθους καλλίστους, εχάρη, συλλογιζόμενος ότι ήτο Θεού θέλημα να γίνη και εκεί Μοναστήριον. Ήρχισε λοιπόν ευθύς να κτίζη· και πρώτον μεν έκαμε το ευρύχωρον εκείνο κτήριον Ναόν Άγιον και το αφιέρωσεν εις τον Κύριον· έπειτα έκαμε και άλλα όσα ηδύνατο, αναλόγως των χρημάτων, τα οποία είχε· μη έχων δε πλέον άλλα χρήματα, έπαυσε την εργασίαν ολίγον καιρόν. Αλλ΄ ο ελεήμων Θεός, ο προστάξας ημάς να μη μεριμνώμεν τι να φάγωμεν και τι να πίωμεν, διότι αυτός φροντίζει και έχει την μέριμναν και την κηδεμονίαν μας με περισσοτέραν αγάπην και από αυτόν τον πατέρα και την μητέρα μας, εφρόντισε και δια τον δούλον του Σάββαν, επειδή θέλημα και οικονομία Αυτού ήτο να γίνη και ο τόπος εκείνος εναρέτων ανδρών οικητήριον. Ήτο τότε αρχηγός εις τα Κοινόβια της Βηθλεέμ εις πνευματικός αγιώτατος, Μαρκιανός ονόματι, όστις είχε την φροντίδα και έστελλεν όλα τα χρειαζόμενα εις τους Μοναχούς. Ούτος λοιπόν είδε κατ΄ όναρ ωραίον τινά εις την όψιν και έκλαμπρον, λέγοντα προς αυτόν τοιαύτα· «Μαρκιανέ, συ κάθεσαι αναπαυόμενος και άλυπος, διότι δεν χρειάζεσαι τίποτε από τα αναγκαία του σώματος, αλλ΄ ο δούλος του Θεού Σάββας, όστις έχει τόσην αγάπην προς τον Δεσπότην, βασανίζεται με τους αδελφούς του εις το Καστέλλιον και ουδέ καν ζωοτροφίαν έχουσιν, ούτε είναι κανείς να τους βοηθήση. Λοιπόν μη αμελήσης ουδόλως, αλλά στείλε εις αυτούς όσα χρειάζονται». Ταύτα ιδών ο καλός Μαρκιανός, έστειλεν ευθύς εις το Καστέλλιον όλα τα υποζύγιά του φορτωμένα σίτον, οίνον και άλλα διάφορα βρώματα. Ο δε Σάββας, ταύτα δεξάμενος και μαθών τα της οπτασίας, εβεβαιώθη καλλίτερα, ότι Θεού θέλημα ήτο να γίνη και εκεί Μοναστήριον και ευχαριστήσας τον Κύριον, έσπευσε θερμότερον, έως ου ετελείωσε και το Κοινόβιον του Καστελλίου, εγκατέστησε δε και εις αυτό Μοναχούς, όσους του εφάνη αρμόδιον. Είχε δε ο Όσιος πολλήν φροντίδα εις αυτό το Καστέλλιον, να κατοικώσι γέροντες Μοναχοί, έχοντες πείραν και πράξιν εις την μοναδικήν πολιτείαν, τους δε κοσμικούς και νεωτέρους έβαλλεν εις άλλο Μοναστήριον, το οποίον έκτισεν εις το βόρειον μέρος της Λαύρας και έμενον εκεί έως να μάθουν το Ψαλτήριον και πάσαν άλλην πράξιν αναγκαίαν εις τους Μοναχούς. Έβαλε δε εις αυτούς και Προεστώτα απαθή και ενάρετον να τους γυμνάζη να γίνωνται άξιοι του σχήματος, διότι ο Μοναχός, έλεγε, πρέπει να είναι σπουδαίος, διακριτικός, νηφάλιος, σώφρων και κόσμιος και απλώς να μη χρειάζεται διδασκαλίαν, αλλά να είναι άξιος να χαλιναγωγή τα μέλη του και να φυλάττη τον νουν ασφαλώς. Όταν δε ήθελεν ίδει τινά, ότι έμαθεν ακριβώς την μοναχικήν διαγωγήν και ήτο άξιος να μάχεται με τους εναντίους λογισμούς, τότε τον εισήγαγεν εις την Λαύραν και τον συνηρίθμει μετά της αδελφότητος. Αγένειον δε ουδέποτε δι΄ ουδεμίαν αιτίαν συνεχώρησε να εισέλθη εις την Λαύραν, δια το σκάνδαλον. Έλεγε δε ταύτα· «Αύτη η τάξις είναι πατροπαράδοτος και όστις παραβή ταύτην αμαρτάνει βαρέως εις τον Θεόν, καθώς έχω παραγγελίαν από τον μέγαν Ευθύμιον, όστις δεν με εδέχθη εις το Μοναστήριον, διότι ήμην χωρίς γένειον, αλλά με απέστειλεν εις τον μακάριον Θεόκτιστον, διότι μεγάλην ζημίαν έχει εις την ψυχήν ο Μοναχός, όστις συναυλίζεται με παιδία αγένεια». Όσοι δε εκ των προσερχομένων ήσαν ακόμη αγένειοι, τους έστελλε προς τον Όσιον Θεοδόσιον, όστις είχε φροντιστήριον, τριάκοντα πέντε στάδια (6.475 μέτρα περίπου) μακρύτερα της Λαύρας. Υπεδέχετο δε τούτους ο Θεοδόσιος και έσπευδε με κάθε τρόπον να ικανοποιήση την επιθυμίαν του Σάββα, διότι είχον ο εις προς τον άλλον αγάπην και όσα ο Σάββας επεθύμει, ετέλει ο Θεοδόσιος, επειδή αμφότεροι είχον μίαν γνώμην και βούλησιν ένθεον. Ούτοι οι δύο ήσαν και Προεστώτες όλων των Μοναχών, ο μεν Σάββας των Αναχωρητών και των Ησυχαστών, ο δε Θεοδόσιος των Κοινοβιατών. Ταύτην δε την προστασίαν δεν εζήτησαν αυτοί, αλλ΄ ο Πατριάρχης Σαλούστιος τους την ανέθεσεν, ως εναρέτους και αξίους να κυβερνήσουν ψυχάς ανθρώπων. Μετά τον θάνατον του Σαλουστίου έγινε Πατριάρχης ο Ηλίας Α΄ (494- 516), όστις επόθει να συναθροίση ομού πολλούς σπουδαίους Μοναχούς, κατοικούντας εις κελλία περί τον πύργον του Δαβίδ. Λοιπόν οικοδομήσας Μοναστήριον πλησίον της Επισκοπής, υπεδέχετο τους Μοναχούς και έδιδεν εις αυτούς όλα τα χρειαζόμενα, τροφάς και ενδύματα. Όθεν πολλοί εις ολίγον καιρόν συνήχθησαν, των οποίων τα κελλία, εις τα οποία κατώκουν το πρότερον, ηγόρασεν ο μακάριος Σάββας, δια να τα κάμη πανδοχεία και να υποδέχηται εις αυτά τους ξένους. Επήρε λοιπόν εν μέρος εξ αυτών, όσα τον έφθανον τα αργύρια, τα οποία είχε. Θέλων δε να αγοράση και μερικά άλλα, τα οποία ήσαν πολύ χρήσιμα και αναγκαία εις την Λαύραν, δεν είχε να τα πληρώση, διότι δεν του ευρίσκοντο άλλα χρήματα, ειμή μόνον ήμισυ φλωρίον· πλην έχων τας ελπίδας του όλας προς τον Κύριον, έδωκεν εκείνα τα ολίγα χρήματα δι΄ αρραβώνα των εχόντων τα κελλία, συμφωνήσας μετ΄ αυτών, ότι εάν κατά την επομένην δεν δώση εις αυτούς ολόκληρον την αξίαν των να χάνη και τον αρραβώνα. Ταύτα συμφωνήσας, απέβλεπε μόνον προς την ακένωτον δεξιάν του παντοδυνάμου Δεσπότου, εις τον οποίον εστήριζε τας ελπίδας του, να του δώση βοήθειαν· όθεν και της ελπίδος του ταύτης δεν απέτυχε. Το πρωϊ, ως εξημέρωσεν, ήλθε προς αυτόν εις ξένος άνθρωπος άγνωστος, τον οποίον δεν είχεν ίδει ποτέ και έδωσεν εις αυτόν φλωρία χρυσά εκατόν εβδομήκοντα, χωρίς δε να μείνη ή να του είπη κανένα λόγον ή όνομα, ανεχώρησεν. Ο δε Σάββας εγνώρισε πόθεν ήλθε προς αυτόν τόση βοήθεια και ηυχαρίστησε τον Κύριον· όθεν και την τιμήν των καλλίων επλήρωσε και έτερον οίκον μέγαν έκτισε και άλλους δύο εις το Καστέλλιον και ένα εις την Αγίαν Πόλιν πλησίον εις τον Πύργον του Δαβίδ και έτερον εις την Ιεριχώ, δια να υποδέχωνται τους ξένους, οίτινες ήρχοντο εις προσκύνησιν. Έχοντος λοιπόν του Αγίου τοσούτον ζήλον, του έστειλεν ο Θεός και δύο κτίστας πεπαιδευμένους, αδελφούς κατά σάρκα, το γένος Ισαύρους, την κλήσιν Θεόδουλον και Γελάσιον· όθεν έχων τοιούτους τεχνίτας υπηκόους ωκοδόμησεν όσας ελλείψεις είχεν η Λαύρα έτι δε και έτερα Μοναστήρια, δεξαμενάς υδάτων, πηγάς, φούρνους, ζυμωτήρια, νοσοκομεία και άλλα διάφορα. Έκτισε δε και Ναόν μέγιστον και υπέρκαλον, διότι δεν εχώρουν εις τον πρώτον οι αδελφοί και εγκαινιάσας αυτόν ο Πατριάρχης Ηλίας, τον αφιέρωσεν εις το όνομα της υπερενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου Μαρίας. Βλέποντες οι κακότροποι εκείνοι και συκοφάνται μαθηταί αυτού, περί των οποίων προείπομεν, ότι οι αδελφοί επληθύνοντο και πάντα τα της Λαύρας ήνθουν και προέκοπτον εις το καλύτερον, εφθόνουν, και ως κακόγνωμοι επεβουλεύοντο τον Άγιον και καθ΄ εκάστην έπλεκον δόλους, μηχανώμενοι πάντα τρόπον δια να τον βλάψουν οι άφρονες. Ο δε Όσιος, ως μαθητής γνήσιος της ειρήνης, δίδων τόπον εις την οργήν, ανεχώρησεν από την Λαύραν, δια να μη τον βλέπουν, προτιμών να πολεμή με τους δαίμονας μάλλον ή με τους ανθρώπους. Τούτο δε έκαμε δια δύο τινά, ένα μεν δια να μαράνη τον φθόνον με την αποδημίαν αυτού και δεύτερον δια να νικήση την κακίαν με την πολλήν ανεξικακίαν και επιείκειαν. Απήλθε λοιπόν εις τα μέρη της Σκυθοπόλεως, εις τόπον έρημον, εις ποταμόν καλούμενον των Γαδάρων· εις αυτόν εύρεν ευρύχωρον σπήλαιον, εις το οποίον κατώκει λέων μέγας και φοβερώτατος. Αφού εποίησεν ευχήν ο Άγιος ώραν ικανήν, απεκοιμήθη εκεί εις το σπήλαιον και την ώραν του μεσονύκτου ήλθεν εκείνο το δεινόν θηρίον και ευρόν αυτόν κοιμώμενον, εδάγκασε την άκραν του ιματίου ταπεινά και τον έσυρε με πολλήν ημερότητα, δια να τον φέρη έξω του σπηλαίου. Ο Όσιος, έξυπνος γενόμενος και ιδών τοιαύτην θέαν φοβερωτάτην, δεν εδειλίασεν, αλλ΄ ήρχισε να αναγινώσκη την ακολουθίαν του Όρθρου· ο δε λέων, ιδών αυτόν, ότι προσεκύνει και ηύχετο, αφήκεν αυτόν και παραμερίσας (ω του θαύματος!) ανέμενεν, έως να είπη την Ακολουθίαν ο Άγιος, ο οποίος, αφού ετελείωσεν, έπεσε πάλιν να κοιμηθή ολίγον εις τον τόπον εις τον οποίον είχεν ο λέων την στρώσιν του. Τότε εκείνος, ως είδεν ότι έπεσε πάλιν ο Όσιος, ήρπασεν αυτόν με τους οδόντας του από το ιμάτιον και τον έσυρε δυνατά να τον εκβάλη από τον οίκον του· ο δε Σάββας είπε προς αυτόν· «Τι κοπιάς, θηρίον, να με διώξης; Το σπήλαιον είναι μεγάλον και φθάνει και δια τους δύο μας· αν λοιπόν θέλης να κατοικώμεν ομού, ησύχασον· εάν πάλιν δεν σου αρέση, ύπαγε να εύρης άλλο κατοικητήριον και άφες τούτο εις εμέ, διότι εγώ επλάσθην εκ χειρός Κυρίου και ετιμήθην κατ΄ εικόνα αυτού και ομοίωσιν». Ταύτα είπεν ο Σάββας με ταπεινήν λαλιάν και υπακούσαν το θηρίον (ω των μεγίστων τεραστίων σου, παντοδύναμε Κύριε!) ανεχώρησεν εκείθεν και αφήκε τον Άγιον ανενόχλητον. Αφού δε κατώκησεν εκεί ο Όσιος ημέρας πολλάς, ηκούσθη η φήμη αυτού εις όλα εκείνα τα περίχωρα· όθεν συνήχθησαν και εκεί πολλοί και μάλιστα νέος τις επιφανής, υιός πλουσίων γονέων, Βασίλειος το όνομα, όστις έμεινεν εις την υπακοήν του Σάββα και ηγωνίζετο. Λησταί δε τινες, νομίζοντες ότι είχε χρήματα πολλά ο Βασίλειος, επήγαν την νύκτα να του τα κλέψωσι και μηδέν ευρόντες, εθαύμασαν την ακτημοσύνην αυτών και την ανείκαστον πενίαν και ευλαβούμενοι ανεχώρησαν. Οδεύσαντες δε ολίγον διάστημα πέραν του σπηλαίου τους συνήντησαν λέοντες φοβεροί και εξαίσιοι εις το μέγεθος, φοβηθέντες λοιπόν και μη έχοντες άλλην βοήθειαν, είπον ταύτα· «Σας ορκίζομεν δια των ευχών του Μοναχού Σάββα, να μη μας βλάψητε». Οι δε λέοντες, ακούσαντες αυτό το σεβάσμιον όνομα, ως να ήθελον λάβει βαρείαν πληγήν, ευθύς έφυγον. Θαυμάσαντες οι λησταί το παράδοξον επέστρεψαν εις το σπήλαιον, και ανήγγειλαν εις τον Άγιον το γενόμενον τεράστιον και υπεσχέθησαν να μη αδικήσουν πλέον ουδένα, αλλά με τον κόπον των να ζωοτροφώνται και ούτως εποίησαν. Αύτη η φήμη, ότι και τα ανήμερα θηρία ηυλαβούντο τον Σάββαν, επλήρωσε τα περίχωρα, και τον εσέβοντο· όθεν πολλοί ήρχοντο μετ΄ ευλαβείας να τον βλέπωσιν. Ο δε Όσιος, φεύγων πάλιν τον έπαινον, αφήκε Προεστώτα εις τους εκεί Μοναχούς ενάρετόν τινα, ονόματι Ταράσιον, και ανεχώρησε. Νομίζων δε ο Όσιος ότι εκ της πολυκαιρίας θα έπαυσεν ο φθόνος των κακίστων εκείνων Μοναχών, επέστρεψε πάλιν εις την Λαύραν, αλλ΄ εύρεν ηυξημένον μάλλον το πάθος και δριμύτερον τον φθόνον, διότι εις την κατά του Οσίου καταδρομήν ενέμενον όχι μόνον οι πρώτοι, περί των οποίων είπομεν ανωτέρω, αλλά και έτεροι πολλοί, τους οποίους παρέσυρον εις την πονηράν των γνώμην οι πρώτοι, ήσαν δε τώρα όλοι τον αριθμόν εξήκοντα, οίτινες εκίνουν δολίως τα χείλη, κανά και μάταια μελετώντες κατά του Αγίου και έπραττον καθ΄ εκάστην σκάνδαλα εις όλην την Λαύραν και πολλήν σύγχυσιν. Ο δε Σάββας, βλέπων την απώλειαν αυτών, ελυπείτο και τα σπλάγχνα δεινώς εκόπτετο και ηγωνίζετο, όσον ηδύνατο, να νικήση τον μεν φθόνον των με την αγάπην και την μακροθυμίαν, την δε κακίαν των με την χρηστότητα και την καλωσύνην, αλλά δεν ηδυνήθη να τους φέρη εις μεταμέλειαν, επειδή, καθώς λέγει και η παροιμία, ο κάβουρας δεν περιπατεί ποτέ ορθά, ούτε ο Άραψ λευκαίνεται. Όθεν ο Όσιος ανεχώρησε πάλιν από την ποίμνην του και απελθών εις τα όρια της Νικοπόλεως κατώκησε κάτωθεν μιας κερατίδος (χαρουπιάς) σκεπόμενος υπό των κλάδων αυτής και τρεφόμενος από τα κεράτια. Αλλ΄ ο Πανάγαθος Θεός, δια τον οποίον έπασχε ταύτα, τον εφρόντιζε και εκεί και τον κατέστησε περιβόητον και σεβάσμιον εις όλους, διότι ο κύριος τού αγρού εκείνου, μαθών την αρετήν του ανδρός, επήγε και του έκτισε κελλίον και παν ό,τι εχρειάζετο του εκόμιζεν. Οι δε επίβουλοι εκείνοι στασιασταί, ευρόντες αφορμήν συκοφαντίας την μακράν αποδημίαν του διδασκάλου των, διέδωσαν φήμην ψευδή, η οποία ηκούσθη εις όλα τα Μοναστήρια, ότι ο Σάββας έγινε θηριάλωτος, ότι δηλαδή τον έφαγαν τα θηρία· έπειτα απήλθον εις την Αγίαν Πόλιν και είπον εις τον Πατριάρχην ταύτα· «Δέσποτα Άγιε, ο διδάσκαλος ημών πηγαίνων εις την έρημον της Νεκράς θαλάσσης εφαγώθη από ένα λέοντα και σε παρακαλούμεν, αν θέλης, να μας δώσης άλλον Ηγούμενον». Ο δε Πατριάρχης απεκρίθη· «Δεν θέλω πιστεύσει ποτέ ότι αφήκεν ο Θεός τοιούτον φίλον του και αγιώτατον άνθρωπον να τον φάγωσι τα θηρία. Υπάγετε λοιπόν να τον αναζητήσητε επιμελώς, και να τον εύρητε, ή υπομείνατε έως ου τον φανερώση ο Κύριος». Επέστρεψαν λοιπόν οι δόλιοι άπρακτοι. Μετά τινας δε ημέρας, ότε ήτο η εορτή των Εγκαινίων (13 Σεπτεμβρίου), ήλθεν ο Σάββας μετά τινων αδελφών εις την Αγίαν Πόλιν κατά το σύνηθες· ιδών δε αυτόν ανελπίστως ο Πατριάρχης εχάρη λίαν και τον παρεκάλει να μη αφήση πλέον την ποίμνην του έρημον, αλλά να έχη την φροντίδα αυτής, να την κυβερνά όσον δύναται. Ο δε Όσιος προφασιζόμενος έλεγεν ότι δεν ήτο άξιος να ποιμάνη τόσα λογικά πρόβατα. Τότε ο Πατριάρχης είπε προς αυτόν· «Εάν παρακούσης την εντολήν μου αυτήν δεν θέλεις πλέον ίδει το πρόσωπόν μου, επειδή δεν υποφέρω να βλέπω άλλους να τρυγούν τους πόνους σου». Τότε ο μακάριος Σάββας εξ ανάγκης, δια να μη γίνη παρήκοος εφανέρωσε εις τον Πατριάρχην τους λόγους, οι οποίοι τον εξηνάγκασαν να φεύγη. Ο δε Πατριάρχης έγραψεν αμέσως εις τους Μοναχούς άπαντας τα εξής: «Αδελφοί και τέκνα εν Χριστώ, μάθετε ότι ο πατήρ και διδάσκαλός σας δεν έγινε θηριάλωτος, καθώς είπατε, αλλ΄ ιδού έρχεται και πάλιν εις την ποίμνην του, επειδή τον παρεκάλεσα, διότι είναι άδικον να υστερηθή την Λαύραν, την οποίαν μετά τόσων κόπων και πόνων έκτισεν. Υποδεχθήτε λοιπόν αυτόν μετά της προσηκούσης τιμής· εάν δε και τινες εξ υμών φανώσιν απειθείς, ως αυθάδεις και υπερήφανοι, μη θέλοντες να υποτάσσωνται εις τον κανονικόν των ποιμένα, προστάσσω να τους διώξητε παρευθύς δια να μη προξενώσι σκάνδαλα». Λαβών λοιπόν ο Σάββας την επιστολήν απήλθεν εις την Λαύραν, όπου και ανέγνωσαν αυτήν εις επήκοον πάντων. Οι δε στασιασταί εκείνοι, ταύτα ακούσαντες, ήρπασαν ευθύς δικέλλας και λαξευτήρια και εκρήμνισαν από θεμελίων μετά θυμού και οργής τον πύργον, τον οποίον είχον εκτισμένον, αρπάσαντες δε ως άγριοι δαίμονες τους λίθους και τα ξύλα, τα έρριπτον εις τον χείμαρρον. Αφού λοιπόν οι αποστάται εκείνοι Μοναχοί ταύτα έπραξαν, αρπάσαντες τα ράσα των Μοναχών και ό,τι άλλο ηδυνήθησαν, έφυγον εκείθεν και απήλθον εις την Μονήν του Σουκά, αλλά δεν τους εδέχθη ο Ηγούμενος αυτής Ακυλίνος, όστις ήτο ενάρετος άνθρωπος και εγνώριζε την κακήν των γνώμην, εκείνοι δε απήλθον εις τινα χείμαρρον, Θεκώον καλούμενον, εις τον οποίον ήσαν παλαιά τινα κελλία, τα οποία διώρθωσαν, κτίζοντες και έτερα εκ θεμελίων και κατώκησαν εκεί επονομάσαντες αυτά Νέαν Λαύραν. Και αυτά μεν έκαμαν εκείνοι· οι δε επίλοιποι αδελφοί, αφού ανεσπάσθησαν τα ζιζάνια, έμειναν ως ο αφιερωμένος εις τον Θεόν σίτος, εύχρηστος και καθαρώτατος. Ο δε ανεξίκακος Σάββας, μαθών που κατώκησαν οι αποστατήσαντες, εφόρτωσε τα υποζύγια της Λαύρας και του Καστελλίου τρόφιμα και ό,τι άλλο εχρειάζετο και επήγε να τους φιλοδωρήση. Εκείνοι δε ιδόντες αυτόν μακρόθεν εγόγγυζον προς αλλήλους, λέγοντες· «Βλέπετε, ότι ούτε εδώ δεν μας αφήνει ειρηνικούς αυτός ο κίβδηλος, αλλ΄ έρχεται πάλιν να μας σκανδαλίση»; Ο δε Όσιος πλησιάσας τους εχαιρέτησε μετά πολλής ταπεινώσεως, και τους έδωκε την δωρεάν. Ιδών δε ότι είχον μεγάλην ανάγκην από Ναόν και Προεστώτα, όστις να τους καθοδηγή, διότι έκαμνον πολλάς αταξίας και είχον μεγάλην σύγχυσιν μεταξύ των, ανέφερε πάντα ταύτα εις τον Πατριάρχην και τον παρεκάλεσε να τους βοηθήση και εκείνος, δίδων εις αυτούς Ηγούμενον. Ο δε Πατριάρχης έδωκεν εις τον Άγιον φλωρία εβδομήκοντα και εξουσίαν να τους κυβερνήση, ως βούλεται. Επεριποιήθη λοιπόν αυτούς ο Όσιος επιμελώς εις όλα τα χρειαζόμενα, ούτως ώστε να μη τους λείπει τίποτε, τους έκτισε δε και Ναόν πλουσιώτατον, αρτοποιείον και έτερα όσα ήσαν αναγκαία· τους έδωκε δε και Προεστώτα ενάρετόν τινα και προορατικόν Μοναχόν, Ιωάννην ονόματι, καταγόμενον από την Ελλάδα, όστις εγνώριζε τα μέλλοντα και προεφήτευσεν εις την τελευτήν αυτού όσα σκάνδαλα και αιρέσεις έμελλον να γίνουν εις εκείνην την Λαύραν. Όσα δε προείπεν, ετελειώθησαν όλα, τα οποία όμως αφήνω δια βραχύτητα, επειδή δεν είναι αρμόδια· αλλά πρέπον είναι να γράψω του Οσίου τα κατορθώματα, όστις αφού έκαμε διαλλαγήν με τους αποστάτας και εκυβέρνησε την Μονήν αυτών ως ηδύνατο, επιστρέψας εις την Λαύραν και ποιήσας εκεί έως την εικοστήν (20) Ιανουαρίου κατά την τάξιν, ανεχώρησε πάλιν εις την έρημον. Ιάκωβος δε τις Ιεροσολυμίτης, τον τρόπον αυθάδης, παρεκίνησε και άλλους τινάς ομοίους αυτού εις την υπερηφάνειαν και απελθόντες εις τόπον καλούμενον Επτάστομον λάκκον επεχείρησαν να κάμουν ιδικόν των Μοναστήριον. Εθεμελίωσαν λοιπόν Ναόν, κελλία και άλλα χρειαζόμενα κτίρια. Οι δε αδελφοί της Λαύρας ηγανάκτησαν και δεν τους άφησαν να τελέσουν τα μελετώμενα. Αυτοί δε είπον, ότι με την συγκατάθεσιν του Σάββα τα έκτιζαν· όθεν τούτο ακούσαντες, δεν τους ημπόδισαν, νομίζοντες ότι την αλήθειαν λέγουσιν. Επανελθών δε εις την Λαύραν ο θείος Σάββας, εκάλεσε τον Ιάκωβον και ενουθέτησεν αυτόν πατρικώς να απέχη του εγχειρήματος, διότι η γνώμη του δεν ήτο κατά Θεόν, επειδή, πριν παιδαγωγήση εαυτόν, ήθελε να γίνη άλλων Προεστώς και Ηγούμενος. Ο Ιάκωβος όμως, ως φιλόνεικος, ηναντιούτο εις τας ψυχοφελείς νουθεσίας του Οσίου και δεν επροθυμοποιείτο να τηρήση την εντολήν του. Ο δε Σάββας είπε προς αυτόν· «Εγώ, τέκνον μου, κατά Θεόν σε συμβουλεύω και συ απειθείς; Πρόσεχε μήπως πάθης μεγάλην ζημίαν και τότε θα γνωρίσης το συμφέρον σου». Ταύτα ειπών ο Άγιος απήλθεν εις τον πύργιον, ευθύς δε ήλθε κλόνος εις τον Ιάκωβον και έτρεμεν όλον το σώμα του· έπειτα του ήλθε πυρετός λαύρος, επί επτά δε μήνας κατέκειτο, ελεεινώς οδυνώμενος. Απελπισθείς λοιπόν της ζωής παντελώς ο Ιάκωβος και ενθυμηθείς την παρακοήν του εις τας εντολάς του Αγίου, παρεκάλεσε τους αδελφούς να τον υπάγωσι βαστακτόν εις τους πόδας αυτού, και να παρακαλέσουν τον Όσιον να τον λύση από τον δεσμόν της παρακοής, δια να μη αποθάνη ασυγχώρητος. Τούτου γενομένου, ευθύς ως τον είδεν ο πράος και άκακος Σάββας τον συνεπάθησε και είπε προς αυτόν με πραότητα· «Εγνώρισες, αδελφέ, ποίος είναι ο καρπός της αυθαδείας και ποία τα επίχειρα της παρακοής»; Ο δε μετά βίας και κόπου πολλού ηδυνήθη να ομιλήση από το βάρος της ασθενείας ειπών ταύτα· «Συγχώρησόν μοι, Πάτερ τίμιε, επειδή χωρίζομαι πλέον από την ποίμνην σου και υπάγω εις την τελευταίαν αποδημίαν». Ο δε Όσιος απεκρίθη· «Ο Θεός, αδελφέ, να σε συγχωρήση». Ούτως ειπών, έλαβεν αυτόν από την χείρα και, ω του θαύματος! ως του ήγγισεν η δεξιά του Αγίου, έφυγεν εξ αυτού η δεινή εκείνη ασθένεια και εγένετο όλως υγιής, έπειτα κοινωνήσας αυτόν των θείων Μυστηρίων, του έδωκε και σωματικήν τροφήν όθεν εθαύμασαν άπαντες, βλέποντες εσθίοντα και περιπατούντα τον άνθρωπον αυτόν, όστις πρότερον δεν ηδύνατο να ομιλήση ή να σαλεύση ποσώς. Έδωκε λοιπόν κανόνα εις τον ιατρευθέντα ο Όσιος να μη υπάγη πλέον εις το Μοναστήριον, το οποίον έκτισε. Ταύτα μαθών και ο Πατριάρχης έστειλεν ανθρώπους και εκρήμνισαν εκ θεμελίων την οικοδομήν εκείνην της παρακοής. Ακολούθως έκτισεν ο Άγιος άλλα κελλία μακράν απ΄ εκεί πέντε στάδια και Ναόν ευκτήριον, τον δε Ιακώβ προσέταξε να υπηρετή τους ξένους, οίτινες ήρχοντο εις προσκύνησιν, δια να γυμνασθή εις την υπακοήν, υπηρέτει δε και εις όλας τας υπηρεσίας του μαγειρείου. Επειδή όμως δεν είχεν ουδόλως πείραν τοιούτου επιτηδεύματος, έσφαλλε πολλάκις, μάλιστα δε ημέραν τινά εμαγείρευσε κουκκία υπέρ τα χρειαζόμενα και επερίσσευσαν πολλά, τα οποία δεν εφύλαξε να τα φάγωσι την επομένην, αλλ΄ ως άπειρος τα έρριψεν ως να ήσαν σκύβαλα. Ταύτα ιδών ο Σάββας επήγε κρυφίως και τα εμάζευσε, ξηράνας δε αυτά εις τον ήλιον, τα έβρασεν επιμελώς με μυρωδικά και εκάλεσε τον Ιάκωβον να συμφάγουν εις την τράπεζαν. Καθώς δε έτρωγον, είπεν ο Σάββας εις τον Ιάκωβον· «Συγχώρησόν μοι, εάν δεν είναι καλόν το μαγείρευμα, διότι δεν ήξευρα να το κάμω καλύτερον». Λέγει ο Ιάκωβος· «Μάρτυς μου ο Κύριος, πολύν καιρόν έχω να φάγω νοστιμώτερον μαγείρευμα». Λέγει και ο Άγιος· «Γνώριζε, τέκνον, ότι τα κουκκία, τα οποία απέρριψας ως άχρηστα εις το ρυάκι, αυτά είναι. εάν λοιπόν δεν είσαι άξιος να παρασκευάσης μίαν χύτραν μαγείρευμα, πως θα γίνης Προεστώς αδελφών, να κυβερνήσης ψυχάς ανθρώπων; Ή δεν ήλουσες τον μακάριον Παύλον, λέγοντα ότι, Όστις δεν γνωρίζει να κυβερνήση τον οίκον του, πως θα γίνη Προεστώς Εκκλησίας;» (Α΄ Τιμ. γ: 5). Ταύτα λέγων ο μέγας Σάββας και νουθετήσας αυτόν πρεπόντως και ικανώς, τον απέλυσεν. Μετά καιρόν, ησυχάζων εις το κελλίον του ο Ιάκωβος, επειράζετο πολύ από λογισμούς πορνείας και τόσον τον επολέμησεν ο διάβολος και τοιούτον σκάνδαλον του έδωκεν, ώστε απέκοψεν ο ασύνετος τα παιδαγόνα του μόρια. Έπειτα εφώναζε από τους πόνους βασανιζόμενος. Οι δε Μοναχοί συναχθέντες παρεσκεύασαν φάρμακα, όπως ηδύναντο. Ταύτα μαθών ο Άγιος εδίωξεν τον Ιάκωβον ως επίβουλον της ιδίας αυτού ζωής, έδειξεν όμως ούτος κατόπιν ικανήν μετάνοιαν, και στενάζων εξ όλης καρδίας απήλθεν εις τον μακάριον Θεοδόσιον και έπεσεν εις τους πόδας αυτού με θερμά δάκρυα διηγούμενος το πάθημά του και ικετεύων αυτόν να μεσιτεύση εις τον Σάββαν, να του συγχωρήση το έγκλημα. Τούτο ποιήσας ο Θεοδόσιος, συνεχώρησεν ο Σάββας τον Ιάκωβον δια την αγάπην του φίλου του και δεξάμενος αυτόν εις την Λαύραν, του έδωκε κανόνα βαρύτατον, να μη εξέλθη πλέον ουδόλως από το κελλίον του, ούτε να ομιλήση μετά τινος, αλλά να προσεύχηται μετά δακρύων προς τον Κύριον ακατάπαυστα, να τον συμπαθήση ως εύσπλαγχνος. Αποδεχθείς λοιπόν μετά χαράς τον κανόνα ο Ιάκωβος έδειξε τοιαύτην μετάνοιαν, ώστε τον συνεχώρησεν ο Κύριος, έδειξε δε και εις τον Άγιον και οπτασίαν, δια να τον λύση και αυτός από τον δεσμόν του κανόνος. Είδε λοιπόν εις το όραμά του λαμπρόν τινα και αστραπόμορφον άνδρα ιστάμενον πλησίον αυτού, ήτο δε εκεί και ο Ιάκωβος· εις δε τους πόδας αυτού έκειτο εις νεκρός. Ποιήσας δε ευχήν δια τον νεκρόν ο Ιάκωβος, τον ανέστησε. Τότε λέγει εις τον Σάββαν ο φαινόμενος· «Ιδού ο νεκρός εγήγερται, λοιπόν συγχώρησον και συ τον εγείραντα». Ταύτα ιδών ο Σάββας, επρόσταξε τον Ιάκωβον να εξέλθη του κελλίου του. Εξελθών δε εκείνος ησπάσθη όλους τους αδελφούς και εκοινώνησε τα θεία Μυστήρια, κατά δε την εβδόμην ημέραν απήλθε προς Κύριον. Γέρων δε τις από την Βηθανίαν ορμώμενος, ονόματι Άνθιμος, ήτο απέναντι του χειμάρρου εις αναχωρητικόν κελλίον, εις τον οποίον διέτριψεν έτη τριάκοντα, μετερχόμενος πάσαν αρετήν εις τον αγώνα της ασκήσεως. Κατά δε το γήρας αυτού ησθένησε βαρέως και έκειτο κλινήρης, μη δυνάμενος να σαέύση από την ασθένειαν. Ιδών δε αυτόν ο Άγιος τοσούτον ταλαιπωρούμενον, τον παρεκάλεσεν όπως δεχθή να τον φέρουν εις εν κελλίον της Λαύρας, δια να τον υπηρετήσουν οι αδελφοί, αλλά δεν ηθέλησεν ο μακάριος, λέγων· «Εδώ ελπίζω εις τον Κύριόν μου να τελειώσω, όπου εξ αρχής κατώκησα». Εν μια λοιπόν των νυκτών εγερθείς ο μακάριος Σάββας προ της συνάξεως, ήκουσε γλυκυτάτην ψαλμωδίαν και νομίζων ότι οι αδελφοί έψαλλον τον Όρθρον, ηπόρησε πως ούτοι δεν έλαβον κατά την τάξιν συγχώρησιν. Απελθών λοιπόν εις την Εκκλησίαν και ευρών τας θύρας κεκλεισμένας, επέστρεψεν εις το κελλίον, αλλά και πάλιν ήκουεν ηδυτάτην ωδήν και έψαλλον ταύτα· «Διελεύσομαι… εν φωνή αγαλλιάσεως και εξομολογήσεως, ήχου εορτάζοντος» (Ψαλμ. μα: 5 ). Εννοήσας τότε ο Άγιος ότι από την κέλλαν του μακαρίου Ανθίμου εξήρχετο η φωνή, εξύπνησεν όλην την αδελφότητα και απελθόντες μετά κηρών και θυμιαμάτων εύρον αυτόν μόνον εις το κελλίον τελειωθέντα και λαβόντες το άγιον αυτού λείψανον ευλαβώς και τελέσαντες όσα ο νόμος διακελεύεται, εντίμως αυτόν ενεταφίασαν. Έτερος δε τις αδελφός, Αφροδίσιος καλούμενος, ήτο εις την Μονήν του Θεοδοσίου, το γένος Ασιανός, μεγάλος κατά το ανάστημα του σώματος και τοσούτον ισχυρός και ανδρείος, ώστε εσήκωνεν από την γην μόνος του με μεγάλην ευκολίαν σίτου μόδια δώδεκα (Μόδιον=3.6 περίπου κιλά). Τούτον έβαλον εις τους ημιόνους επιμελητήν, ημέραν δε τινά εκτύπησεν ούτος ένα ημίονον εις το πρόσωπον και απέθανεν· έπειτα λαβών το σαμάριον και το φορτίον αυτού απήλθεν εις την Λαύραν. Ο δε Σάββας ιδών αυτόν, ότι μετενόησεν εξ όληε ψυχής δια το αμάρτημα και ήτο πρόθυμος να εκτελέση τον πρέποντα κανόνα, τον προσέταξε να κάθηται εις την κέλλαν του, χωρίς να ομιλήση με άλλον τινά το σύνολον, να μη εξέλθη ποτέ της Λαύρας και να εγκρατεύεται κατά τε την γλώσσαν και την κοιλίαν του. Ταύτην την εντολήν ο γενναίος δεξάμενος, εφάνη μάλλον κατά την ψυχήν ή το σώμα ανδρείος και ισχυρός, παραμείνας τριάκοντα ολόκληρα έτη κεκλεισμένος εις το κελλίον του. Δεν είχε χύτραν ή χάλκωμα, δεν ήναψε πυρ, δεν εδοκίμασεν έλαιον, ούτε έπιεν οίνον ή σίκερα· δεν είχεν ιμάτιον δεύτερον, αλλ΄ εκοιμάτο εις το ψαθίον, κλαίων καθ΄εκάστην και εργαζόμενος το εργόχειρον, ήτοι έπλεκε καθ΄ έκαστον μήνα σπυρίδας ενενήκοντα, τας οποίας έδιδεν εις ένα αδελφόν της Λαύρας, όστις του έφερε την ζωοτροφίαν. Συνέκειτο δε αύτη εξ όσων επερίσσευον από τους αδελφούς, τα οποία δεν έτρωγεν άλλος τις είτε λάχανα είτε όσπρια· ταύτα ετοποθέτουν εις λεκάνην και του τα έστελλον· εάν δε ταύτα είχον και δυσοσμίαν τινά δεν τα επέστρεφεν ο μακάριος, αλλ΄ ως από Θεού δωρεάν στελλόμενα τα έτρωγε μετ΄ ευχαριστίας.

Συνέχεια στο επόμενο
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :

Δημοσίευση από silver »

Εις αυτήν λοιπόν την διαγωγήν διαρκέσας ο αδαμάντινος εκείνος και του αδάμαντος χρησιμώτερός τε και γενναιότερος τριάκοντα έτη, ως είπομεν, χωρίς να αηδιάση ουδόλως ή να ασθενήση ή να πονέση ο στόμαχός του, ηξιώθη και προορατικού χαρίσματος. Γνωρίζων δε πότε έμελλε να αναπαυθή, το είπεν εις τον Όσιον επτά ημέρας ενωρίτερον, ζητών συγχώρησιν να του επιτρέψη να υπάγη να αποχαιρετήση τον Θεοδόσιον και να επιστρέψη πάλιν εις το κελλίον του. Ο δε Όσιος, επειδή και αυτός εκ θείας αποκαλύψεως εγνώρισε την τελευτήν αυτού, τον έστειλε με άλλον αδελφόν καλούμενον Θεόδουλον, ενεχείρισε δε εις αυτούς και επιστολήν εις την οποίαν έγραφε ταύτα· «Ιδού, αδελφέ εν Χριστώ, φίλτατε κύριε Θεοδόσιε, στέλλω σοι τον κοινόν ημών αδελφόν Αφροδίσιον, άνθρωπόν ποτε σάρκα φορούντα, νυν δε με την Χάριν του Θεού γενόμενον Άγγελον». Τούτον υποδεξάμενος ο μέγας Θεοδόσιος και φιλεύσας και ασπασάμενοι τον τελευταίον ασπασμόν απεχαιρετίσθησαν και επιστρέψας εις το κελλίον του και ολίγον ασθενήσας απήλθε προς Κύριον, ανταλλαξάμενος αντί των επιγείων τα επουράνια. Το δε θείον αυτού και ιερόν λείψανον, συναχθέντες όλοι οι Άγιοι Πατέρες των Μοναστηρίων ενεταφίασαν μετά λαμπάδων και θυμιαμάτων εις τόπον επίσημον. Τοιούτος διδάσκαλος προς αρετήν ήτο ο μέγας Σάββας και ούτως ωραίους συνήθροιζε τους καρπούς των πόνων του. Τόσον μεγάλα και θαυμάσια ήσαν τα ένθεα αυτού κατορθώματα, ήτοι τα τόσα Μοναστήρια και αι τόσαι άλλαι οικοδομαί τας οποίας έκτισε, τα συνεχή κατά των δαιμόνων τρόπαια, η των υποσκελισθέντων αδελφών επανόρθωσις, τους οποίους από ανθρώπους κατέστησεν Αγγέλους και το να προβλέπη τα μέλλοντα. Αλλ΄ ας είπωμεν και τα επίλοιπα.
Πόλις είναι πέραν του Ιορδάνου εις το ανατολικόν μέρος, Μεδαπά καλουμένη, της οποίας οι άνθρωποι ηυλαβούντο πολύ τον Όσιον δια την πνευματικήν ωφέλειαν, την οποίαν ελάμβανον παρ΄ αυτού και του έφερον προς αντιμισθίαν πολλά αναγκαία πράγματα δια τας ανάγκας των Μοναστηρίων. Εις δε εξ εκείνων, ονόματι Γερόντιος, ήτο από πολλού ασθενής και απελθών εις την Αγίαν Πόλιν χάριν προσκυνήσεως, ηθέλησε να αναβή και εις το όρος των Ελαιών. Ανελθών λοιπόν εις υποζύγιον, επήγαινεν έφιππος, καθ΄ οδόν όμως, είτε από πειρασμόν του δαίμονος, είτε από άλλην τινά αιτίαν, συνέπεσε να ταραχθή το κτήνος· όθεν έπεσεν ο δυστυχής Γερόντιος και τόσον συνετρίβησαν τα οστά του, ώστε ουδείς ιατρός ετόλμα να επιχειρισθή τι επ΄ αυτού, αλλ΄ όλοι κοινώς απεφάνθησαν, ότι μέλλει να αποθάνη. Εις δε αδελφός του Γεροντίου νεώτερος, ιδών αυτόν τοιουτοτρόπως ελεεινώς συντριβέντα, ελυπήθη κατά πολλά και γνωρίζων, ότι η προσευχή του μακαρίου Σάββα ήτο ταχύτατον και ωφελιμώτατον φάρμακον κατά πάσης ασθενείας και ότι οι ιατροί βασανίζουν μεν επί μακρόν τον ασθενή, μόνον όμως τον πλούτον του κατατρώγουν, χωρίς ουδόλως να τον ωφελήσουν, τρέχει παρευθύς εις την Λαύραν και πίπτει εις τους πόδας του Αγίου, την συμφοράν τού αδελφού οδυρόμενος και παρακαλών αυτόν να κοπιάση να τον ίδη. Ταύτα ακούσας ο ευσπλαγχνικώτατος Άγιος ελυπήθη και απόντα τον Γερόντιον και απελθών εις την οικίαν αυτού, εποίησε πρώτον ευχήν προς Κύριον, έπειτα τον έχρισε με το σωτηριώδες έλαιον του Τιμίου Σταυρού και παρευθύς, ω της οξυτάτης θεραπείας! Ο πρώην συντεθλασμένος τα μέλη και ανενέργητος ευρέθη εις μίαν στιγμήν όλος υγιής, γεγονός το οποίον πάντας τους παρόντας εξέπληξε, γνωρίσαντας την μεγάλην παρρησίαν, την οποίαν είχεν ο Σάββας προς Κύριον. Ύστερον πάλιν απήλθεν ο υιός τού Γεροντίου, Θωμάς ονόματι, και εύρε τον Άγιον εις τον ξενώνα, τον οποίον είχεν εις την Ιεριχώ. Ο δε Όσιος, ασμένως αυτόν δεξάμενος, ηθέλησε και σωματικώς να τον φιλεύση και όταν εκάθησεν εις την τράπεζαν, ηρώτησε τον υπηρέτην εάν είχεν οίνον να φέρη. Ο δε απεκρίνατο ότι δεν είχεν οίνον, ειμή μόνον ολίγον όξος εις κολοκύνθιον. Ο δε Άγιος του λέγει· «Ευλογητός ο Θεός, απ΄ αυτό το όξος να πίωμεν. Αυτός, όστις εποίησε το ύδωρ οίνον, δύναται να μετατρέψη και τούτου την δριμύτητα». Ταύτα είπε το μελιχρόν και ένθεον εκείνο στόμα και παρευθύς ευρέθη το όξος οίνος γλυκύτατος ευφραίνων αληθώς καρδίαν ανθρώπου. Ο δε Όσιος προσέταξε να φέρουν πυρ και θυμίαμα, λέγων· «Επισκοπή θεία έγινεν εις ημάς την ώραν ταύτην». Όχι δε μόνον έως εκεί έμεινεν η θαυματουργία, αλλά και επλήθυνε τοσούτον ο οίνος, ώστε έφθασε δι΄ όλους και εχορτάσθησαν. Ο δε Θωμάς, εκπλαγείς δια την υπερβολήν του θαύματος, εζήτησε παρά του Αγίου την κολοκύνθην, διότι είχεν ακόμη οίνον και λαβών αυτήν ανεχώρησε με την συνοδείαν του, έφθασε δε ο επίλοιπος οίνος δι΄ όλον τον δρόμον των και πάλιν ύστερον, αφού το κολοκύνθιον έμεινε κενόν, το εφύλαξεν ο Θωμάς ως θησαυρόν πολυτίμητον και όταν ήθελεν ασθενήσει τις το επλήρωνεν ύδατος και το έχυνεν εις τον ασθενή, όστις παρευθύς εθεραπεύετο.
Καιρόν τινα απήρχετο ο Όσιος εις τον Ιορδάνην συνοδευόμενος από ένα μαθητήν του, νέον την ηλικίαν, καθ΄ οδόν δε τους συνήντησαν κοσμικοί τινες, έχοντες εις την συνοδείαν των κόρην ωραιοτάτην. Ο δε Όσιος, θέλων να δοκιμάση τον μαθητήν του, εκύτταξε την κόρην και είπε προς αυτόν· «Η νέα αυτή, νομίζω, ότι είναι τυφλή· ούτως έχει η αλήθεια»; Ο δε απεκρίνατο· «Όχι, Πάτερ, έχει και τους δύο οφθαλμούς καλούς». Ο Άγιος πάλιν του λέγει· «Επλανήθης, τέκνον, διότι εγώ είδον ότι λείπει ο εις οφθαλμός αυτής». Ο νέος, μη γνωρίζων την δοκιμασίαν του Οσίου, είπε προς αυτόν· «Εγώ, Πάτερ, την εκύτταξα επιμελώς και έχει δύο λαμπρούς και γλυκυτάτους οφθαλμούς». Τότε ο πάνσοφος, αφού τον έβαλεν εις τα δίκτυα και δεν ηδύνατο πλέον να διαφύγη μεταχειριζόμενος πρόφασίν τινα, είπε προς αυτόν· «Επειδή δεν ενθυμείσαι το παράγγελμα της Αγίας Γραφής, το οποίον λέγει· «Μη σε νικήση κάλλους επιθυμία, μηδέ αγρευθής σοις οφθαλμοίς, μηδέ συναρπασθής από των αυτής βλεφάρων» (Παροιμ. στ: 25), από τώρα και εις το εξής να μη εισέλθης πλέον εις το κελλίον μου, έως να μάθης να χαλιναγωγής τας αισθήσεις σου και ιδίως την όρασιν». Ούτως ειπών, απέστειλεν αυτόν εις το Καστέλλιον και έμεινεν εκεί, έως ου επαιδαγωγήθη καλώς και τότε τον εδέχθη πάλιν χαίροντα εις την συνοδείαν του. Άλλοτε πάλιν έβραζεν ο μάγειρος κολοκύνθας δια τους κτίστας, οίτινες έκτιζον, επάνω δε εις την ώραν, κατά την οποίαν ήθελε να σερβίρη το μαγείρευμα, γευθείς εξ αυτού, το εύρε πικρότερον χολής· όθεν λυπηθείς πολύ, διότι ουδέν άλλο είχον να προσφέρουν, το ανέφερεν εις τον Άγιον, όστις επήγεν εις το μαγειρείον και ποιήσας το σημείον του Τιμίου Σταυρού εις το στόμιον της χύτρας, έδωσεν εντολήν εις τον μάγειρον να σερβίρη. Ούτω λοιπόν εποίησεν, η δε κολοκύνθη ευρέθη γλυκυτέρα του μέλιτος. Άλλοτε πάλιν, περιπατών ο μακάριος εις την οδόν, ήτις υπάγει από τον Ρουβάν εις τον Ιορδάνην, εύρε λέοντα μέγαν, εις τον πόδα του οποίου είχε καρφωθή τεμάχιον ξύλου και δεν ηδύνατο να περιπατήση, αλλ΄ έκειτο κατά γης. Ιδών δε τον Όσιον ο λέων, εσήκωσε τον πόδα του υψηλά και του τον εδείκνυε δια να τον λυπηθή να του εκβάλη τον σκόλοπα. Ο δε Όσιος, ως φιλάγαθος, ηυσπλαγχνίσθη και αφήρεσεν απ΄ αυτού επιδεξίως το ξύλον. Τότε ο λέων, λησμονήσας ένεκα της ευεργεσίας την φυσικήν αυτού αγριότητα, και δια να μη φανή προς αυτόν αχάριστος, ηκολούθησε μετά πάσης προθυμίας τον Άγιον και υπετάσσετο εις αυτόν ως ευγνώμων δούλος. Είχε δε ο Όσιος κοσμικόν τινα υπηρέτην, ονόματι Φλάϊον και ένα ονάριον, το οποίον εφόρτωνεν ούτος και έκαμνε τας υπηρεσίας της Λαύρας. Οπόταν δε ο Φλάϊος επήγαινε να εκτελέση άλλην υπηρεσίαν, έδιδε τον όνον εις τον λέοντα, όστις κρατών με τους οδόντας του το σχοινίον, το οποίον είχεν εις τον χαλινόν και απερχόμενος έβοσκεν αυτόν από πρωϊας έως εσπέρας, είτα τον επότιζε και κατόπιν τον επήγαινεν εις το Μοναστήριον, τούτο δε εποίει πάντοτε καθ΄ όλας τας εορτάς, ή όταν δεν τον εχρειάζοντο δια μεταφοράν τινα. Μετά πολλάς δε ημέρας, απερχόμενος ο Φλάϊος εις υπηρεσίαν, ή από έπαρσιν αυτού, ή από φθόνον του δαίμονος, περιέπεσεν εις πορνείαν και την ημέραν εκείνην, καθ΄ ην έπραξε την αμαρτίαν ο Φλάϊος, εθυμώθη ο λέων και έφαγε τον όνον· όθεν ο Φλάϊος εγνώρισεν, ότι δια την πτώσιν αυτού ο όνος απώλετο και δεν ετόλμα να παρρησιασθή εις τον Άγιον, αλλ΄ απήλθεν εις την χώραν του. Ο δε Όσιος δεν παρείδεν αυτόν, αλλά πολλά ζητήσας εύρε τον απολωλότα και με νουθεσίας τον ωδήγησε προς μετάνοιαν και με θερμά δάκρυα, νηστείας και κόπους πολλούς του σώματος ηξιώθη παρά Θεού συγχωρήσεως.
Φθάνουν όσα εγράψαμεν ανωτέρω να φανερώσουν την μεγίστην χάριν και παρρησίαν προς Κύριον του Αγίου· πλην ας είπωμεν ολίγα τινά και δια την πορείαν αυτού προς το Βυζάντιον. Κατά τον καιρόν του βασιλέως Αναστασίου (491-518), έγινε στάσις εις τας Εκκλησίας μεταξύ των Αρχιερέων, τινές εκ των οποίων ήσαν εις την αίρεσιν των μονοφυσιτών Διοσκόρου και Σεβήρου, καθώς επίσης και ο βασιλεύς, όστις ανεβίβαζεν εις τους αρχιερατικούς θρόνους τους αναθεματίζοντας την εν Χαλκηδόνι Σύνοδον, τους δε Ορθοδόξους εξώριζε, καθώς αδίκως εξώρισε και τον μακάριον Ηλίαν τον της Παλαιστίνης Αρχιεπίσκοπον, όστις παρεκάλεσε τον μέγαν Σάββαν και άλλους τινάς εναρέτους Πατέρας να υπάγωσιν εις τον βασιλέα, να τον παρακαλέσουν να ειρηνεύση τα σκάνδαλα. Έγραψε δε και επιστολήν ο Πατριάρχης ταύτα λέγουσαν· «Βασιλεύ πολυχρονεμένε, ιδού στέλλω πρέσβεις και μεσίτας προς το κράτος σου τους οικιστάς της ερήμου και εξόχως τον μέγαν Σάββαν, των Ασκητών το κεφάλαιον. Λοιπόν ευλαβήσου τον κόπον των και τους θείους ιδρώτας των και παύσον τον πόλεμον των Εκκλησιών· μη αφήνης να προχωρή το κακόν, φιλόχριστε, εάν θέλης να ευαρεστήσης τον Κύριον, όστις σου εχάρισε την βασιλείαν και το διάδημα». Όταν λοιπόν έφθασαν εις την βασιλεύουσαν οι Όσιοι, ωκονόμησεν ο Πανάγαθος, όστις δοξάζει τους Αυτόν αντιδοξάζοντας, και είδεν ο βασιλεύς οπτασίαν τινα δια τον Άγιον, εξ ης πολλά τον ετίμησε και ακούσατε. Όταν εισήλθον οι Πατέρες εις το παλάτιον, τους μεν άλλους αφήκαν οι φύλακες και εισήλθον, τον δε Σάββαν, ιδόντες ενδεδυμένον με ευτελή και πτωχικά ιμάτια, δεν τον αφήκαν· όθεν εστέκετο έξω. Ήτο δε τότε εβδομήκοντα τριών ετών. Αναγνώσας δε την επιστολήν ο βασιλεύς, ηρώτησε τις ήτο ο Σάββας, και μαθών ότι έμεινεν έξω, έστειλε δορυφόρους να τον εύρωσιν. Όταν δε εισήλθεν ο Άγιος εις το Ανάκτορον, είδεν ο βασιλεύς Άγγελον αστραπόμορφον με λαμπράν στολήν, όστις προεπορεύετο του Αγίου και του έκαμνε τόπον να περιπατή ανεμποδίστως. Ταύτα είδεν ο βασιλεύς, όχι δια την αρετήν του, επειδή ως αιρετικός δεν ήτο άξιος να ίδη τοιαύτα θαυμάσια, αλλά δια να γνωρίση, ότι ο Σάββας ήτο Άγιος άνθρωπος και ευθύς ηγέρθη του θρόνου και του έκαμε μεγάλην τιμήν. Αφού εκάθισαν όλοι οι Όσιοι, τους ηρώτησεν ο βασιλεύς να είπη έκαστος τι χάρισμα ήθελεν εξ αυτού, αυτοί δε αφήκαν την κοινήν της Εκκλησίας υπόθεσιν και εζήτησαν σωματικάς δωρεάς και χαρίσματα. Ο βασιλεύς ικανοποίησε τα αιτήματα όλων αυτών, εθαύμασε δε δια τον Σάββαν, πως δεν ωμίλησε και είπε προς αυτόν· «Συ, Πάτερ τίμιε, πως έλαβες τοσούτον κόπον, να έλθης έως ημάς και δεν μας εζήτησας τίποτε»; Ο δε απεκρίνατο· «Εγώ, κράτιστε βασιλεύ, πρώτον μεν ήλθον να προσκυνήσω την σην ευσέβειαν, πριν αποθάνω, έπειτα να σε παρακαλέσω δια την Αγίαν Πόλιν της Ιερουσαλήμ και τον Αρχιεπίσκοπον αυτής, να μη έχης κατ΄ αυτού καμμίαν δυσαρέσκειαν και το σπουδαιότερον, να ειρηνεύσης τας Εκκλησίας. Όταν αυτά ποιήσης, τότε θέλεις έχει τον Θεόν φίλον και θέλει σου συγχωρήσει τας αμαρτίας, δίδων εις σε και τα κατά των εχθρών νικητήρια».
Θαυμάσας ο βασιλεύς δια την ελευθερίαν του Σάββα και διότι δεν εζήτησε πρόσκαιρα και χαμαίζηλα πράγματα, αλλά την ειρήνευσιν της Εκκλησίας, τους μεν άλλους απέλυσεν, εις εκείνον δε εχάρισε χίλια φλωρία, να τα εξοδεύση εις τα Μοναστήρια του, του έδωσε δε και εξουσίαν, ίνα εισέρχεται ακωλύτως εις το παλάτιον, οπόταν θέλη. Περί του Πατριάρχου Ηλία όμως ωμίλησε λόγους κατηγορηματικούς και ήτο σφόδρα θυμωμένος κατ΄ αυτού, αλλ΄ ο μακάριος Σάββας με πολλήν γνώσιν και παρρησίαν επέτυχε να καταπραϋνη τον θυμόν αυτού και τον έπεισε να αναθεωρήση την άδικον απόφασίν του, περί ισοβίου εξορίας του και του επέτρεψε να παραμείνη και πάλιν εις τον θρόνον του δια την αγάπην του Σάββα. Αφού δε ο Όσιος επεράτωσεν επιτυχώς την αποστολήν του, δεν ανεχώρησεν αμέσως τότε από την Κωνσταντινούπολιν, επειδή ήτο χειμών, αλλ΄ έμεινεν έξω της πόλεως εις προάστιον, λεγόμενον του Ρουφίνου. Εκεί επήγαιναν πολλοί εκ της Πόλεως και τον επεσκέπτοντο και πολλοί εξ αυτών έγιναν μαθηταί του γνήσιοι, εξόχως δε η εγγονή του βασιλέως Ουαλεντίνου Ιουλιανή και η του Πομπηϊου, υιού του βασιλέως, σύζυγος, Αναστασία καλουμένη, η οποία εμόνασεν ύστερον εις το όρος των Ελαιών και ετέλεσε μεγάλους αγώνας και θαυμάσια κατορθώματα εις δόξαν Θεού. Κατά τον καιρόν εκείνον έγινεν εις τα χωρία των Ιεροσολύμων πείνα μεγάλη και θανατικόν και όσον παρήρχοντο αι ημέραι επί τοσούτον και το δεινόν τούτο κακόν επλήθυνε και εξηπλούτο εις πολλάς χώρας του Βυζαντίου. Εκ του κακού τούτου αναρίθμητοι οικίαι ηρημώθησαν και έμειναν ακατοίκητοι. Αι δε υπηρεσίαι της βασιλείας και αυτός ο βασιλεύς, δια να μη ζημιωθή το ταμείον του Κράτους, ενομοθήτησαν, όπως τους οφειλομένους φόρους των αποθνησκόντων πληρώνουν οι επιζώντες γείτονες αυτών. Τούτον τον παράνομον και άσπλαγχνον νόμον ακούσας ο εύσπλαγχνος Σάββας, επήγε πάλιν εις τον βασιλέα και εξέθεσεν εις αυτόν το άτοπον του πράγματος, αποδεικνύων την δια τούτου παντελή απώλειαν των πενήτων και ότι ο νόμος αυτός δεν ήτο προς το συμφέρον της βασιλείας, αλλά μάλιστα προς ζημίαν μεγάλην και εξολόθρευσιν. Διότι ήτο αδικία απερίγραπτος, όσοι εσώθησαν από τα δύο εκείνα δεινά της πείνης και της θανατηφόρου επιδημίας, να βασανίζωνται πάλιν ύστερον από το Κράτος, δια να πληρώσουν φόρον τόσον άδικον. Στενοχωρούμενοι δε υπό της βίας και εξωθούμενοι υπό της ανάγκης θέλουν πράξει νεώτερόν τι, εκ του οποίου θέλει ζημιωθή το Κράτος περισσότερον. Ταύτα λέγων ο Σάββας παρεκάλει τον βασιλέα εξ όλης καρδίας και μετά πολλής της δεήσεως να εξαλείψη τοιαύτην απόφασιν παράνομον.
Ευλαβηθείς τον Άγιον ο βασιλεύς, ηθέλησεν να κάμη την επιθυμίαν του· αλλ΄ ο μισόκαλος πάλιν ηναντιώθη, επειδή ήτο παρών μέγας τις άρχων πρωτοσύμβουλος του βασιλέως, Μαρίνος ονόματι, όστις τον ημπόδισεν ο τρισκατάρατος λέγων ταύτα· «Βασιλεύ, οι περισσότεροι άνθρωποι της Παλαιστίνης είναι Νεστοριανοί, δι΄ αυτό δεν πρέπει να τους κάμης τοιαύτην χάριν». Τότε ο Άγιος είπε προς αυτόν μετά θυμού· «Παύσον από του να εξάπτης εις τον βασιλέα τον παλαιόν πόλεμον και μετανόησον δια τα λόγια, τα οποία ελάλησας, ειδ΄ άλλως εις ολίγας ημέρας απολείται μετ΄ ήχου το σον μνημόσυνον, και θέλει αφανισθή η δόξα σου άπασα». Ο Μαρίνος όμως έμεινεν εις την πονηρίαν του, μη βάλλων κατά τον νουν ποσώς την ψυχωφελή νουθεσίαν του Αγίου. Ο δε Όσιος, λαβών από τον βασιλέα άλλας χιλίας δραχμάς χάρισμα, απήλθεν εις την Παλαιστίνην. Ο άδικος δε νόμος εκείνος έμεινεν ούτως αδιόρθωτος τότε, έως ου απέθανεν ο Αναστάσιος και έγινε βασιλεύς ο Ιουστίνος Α΄ (518-527). Τότε απέστειλε προς αυτόν επιστολάς ο θείος Σάββας και επέτυχε διορθώσεις τινάς, ο δε μετά ταύτα βασιλεύσας Ιουστινιανός Α΄ (527-565) τον εξήλειψε τελείως. Όσον αφορά τον άθλιον εκείνον Μαρίνον, ολίγας ημέρας μετά από όσα προεφήτευσε περί αυτού ο Άγιος, γενομένης στάσεως εις την πόλιν, διήρπασαν όλην την περιουσίαν αυτού και την οικίαν του κατέκαυσαν, ολίγον δε έλειψε να κόψουν και την κεφαλήν του, εάν δεν ήθελε μετανοήσει και κλαύση την ανομίαν του, γνωρίσας την πρόρρησιν του Αγίου. Τούτο διηγούντο πολλοί εις το Βυζάντιον και μάλιστα ο του βασιλέως υιός Πομπήϊος και Αναστασία η αυτού σύζυγος, θαυμάζοντες το προορατικόν του Αγίου. Μετά ταύτα απήλθον οι τα του Σεβήρου φρονούντες και παρεκίνησαν δια παντός τρόπου τον βασιλέα εις θυμόν κατά των Αγίων Πατριαρχών Αντιοχείας Φλαβιανού και Παλαιστίνης Ηλία, τους οποίους και πάλιν εξώρισεν. Αντί δε του Φλαβιανού έβαλον εις την Αντιόχειαν Πατριάρχην τον αιρετικόν αυτόν Σεβήρον (513-518), ο οποίος έστειλεν εις την Ιερουσαλήμ ιδικά του συνοδικά γράμματα μετά τινων Κληρικών και πολλών στρατιωτών, παραγγέλλων ότι εάν δεν δεχθή ο μακάριος Ηλίας τα του Διοσκόρου και αυτού δόγματα, να τον εκβάλουν από τον θρόνον του. Ταύτα μαθών ο θείος Σάββας συνήθροισεν όλους τους Μοναχούς και εδίωξεν απράκτους τους βασιλικούς ανθρώπους, ως να ήσαν αιχμάλωτοι. Έμπροσθεν τούτων ανεθεμάτισαν όλοι οι ευσεβείς τους κοινωνούς του Σεβήρου, μετά των οποίων ήτο συνηριθμημένος και ο βασιλεύς Αναστάσιος, όστις θέλων να εκδικήση τοιαύτην αισχύνην και προσβολήν αυτού, έστειλεν άρχοντα με εξουσίαν βασιλικήν, χειροτονήσας αυτόν δούκα πάσης Παλαιστίνης, δια να εκβάλη τον Ηλίαν βιαίως από τον θρόνον του, εάν δεν δεχθή τα του Διοσκόρου και Σεβήρου ασεβή δόγματα.
Απελθών ο δουξ εφυλάκισεν ευθύς τον Αρχιεπίσκοπον, εκείνος δε του εζήτησε να του επιτρέψη να εξέλθη της φυλακής και εις ωρισμένην ημέραν, καθ΄ ην θα ετελείτο εορτή χαρμόσυνος και θα ήσαν όλοι οι Χριστιανοί συνηθροισμένοι, να κάμη το πρόσταγμα του βασιλέως. Εξελθών λοιπόν ο Πατριάρχης συνήθροισεν όλους τους κοσμικούς, ο δε θείος Σάββας τους Μοναχούς. Έτυχε δε εκεί παρών και ο ανεψιός του βασιλέως Υπάτιος, όστις είχεν αιχμαλωτισθή και τότε ήρχετο λυτρωθείς με αργύρια. Αφού λοιπόν συνήχθησαν άπαντες εις Ναόν τινα μέγαν, εβόησεν ο Αρχιερεύς ταύτα εις επήκοον πάντων· «Όστις φρονεί τα των Ευτυχούς και Νεστορίου, Σεβήρου τε και Σωτηρίχου, ανάθεμα· και όστις δεν φυλάττει τα δόγματα των τεσσάρων Αγίων και Οικουμενικών Συνόδων, να είναι αναθεματισμένος». Τότε ο δουξ εθυμώθη ιδών ότι ηπατήθη, πλην φοβηθείς το πλήθος του λαού έφυγεν ησύχως εις την Καισάρειαν. Ο δε ανεψιός του βασιλέως ώμοσε να μένη εις την Ορθοδοξίαν συγκοινωνός των Αγίων έως εσχάτης αναπνοής και εχάρισεν εις τον Σάββαν πλήθος χρημάτων, δια να φανή προς αυτόν ευλαβής και προς τα θεία πιστός και Ορθόδοξος. Ο δε Όσιος ευχαριστήσας αυτόν, τον παρεκάλεσε να μεσολαβήση εις τον βασιλέα παρακινών αυτόν εις ευσπλαγχνίαν ίνα μη θυμωθή, επειδή δεν εφύλαξαν το πρόσταγμά του. Έγραψε δε ο Όσιος, με την βουλήν πάντων των Μοναχών, και επιστολήν προς τον βασιλέα, τοιαύτα λέγουσαν· «Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο αιώνιος Βασιλεύς και Θεός των απάντων, έδωκεν εις το θεοφιλές κράτος σου τα σκήπτρα της βασιλείας, δια να κυβερνάς με την θεοσέβειάν σου εν ειρήνη τας Εκκλησίας και εξόχως την μητέρα των Εκκλησιών, από την οποίαν ήρχισε το της ευσεβείας μέγα μυστήριον και απ΄ εντεύθεν διέβη εις τα της γης πέρατα και το οποίον ημείς, οίτινες κατοικούμεν εις τούτον τον Άγιον Τόπον, εφυλάξαμεν έως την σήμερον ανόθευτον, καθώς τούτο παρελάβομεν από τους Αγίους Αποστόλους και θέλομεν φυλάξει αυτό έως τέλους με την Χάριν του Θεού, χωρίς να εξέλθωμεν ουδόλως από την ορθοτομίαν του λόγου, ούτε να φθείρωμεν αυτόν με τας βεβήλους καινοτομίας των εκάστοτε υπεναντίων».
«Εις ταύτην την αμώμητον Πίστιν, βασιλεύς, ανετράφη και η βασιλεία σου εκ νεότητος· όθεν θαυμάζομεν πως εις τας ημέρας της ευσεβείας σου γίνεται εις την μητέρα των Εκκλησιών τόση ταραχή και σύγχυσις, και σύρουν οι υπηρέται σου εις το μέσον της αγοράς, έμπροσθεν Ιουδαίων και εθνικών, τους Ιερωμένους και Μοναχούς, τους αγίους αυτούς άνδρας, με τοσαύτην καταφρόνησιν, ως να ήσαν κακούργοι και άνομοι, και αναγκάζουν αυτούς να μολύνουν την Πίστιν την άμωμον. Όθεν παρακαλούμεν το κράτος σου να προστάξης, να μη μας πειράζωσι πλέον εις τα ζητήματα της Πίστεως, διότι άτοπον και παράλογον πράγμα είναι το και να είπη κανείς μόνον, ότι οι τόσοι ημείς Ιεροσολυμίται Ασκηταί και οι τόσοι άλλοι ενάρετοι άνθρωποι δεν επαιδεύθημεν καλώς εις την Πίστιν και τώρα εις το γήρας μας θέλετε σεις να μας ερμηνεύσητε την ευσέβειαν. Όθεν φανερόν είναι, ότι αυτή η καινοφανής διόρθωσις, όπως την ονομάζετε, της πατροπαραδότου και υγιούς Πίστεως, δεν είναι διόρθωσις, αλλά διαστροφή και νόθευσις. Μάλιστα δε και όσοι αυτήν παραδέχονται, απέρχονται εις την αιώνιον κόλασιν. Όθεν ημείς ουδόλως θέλομεν δεχθή καινοτομίαν τινά της Πίστεως, εμμένομεν δε εις όσα παρέδωκαν εις ημάς οι θεοφόροι ημών Πατέρες οι τε εν Νικαία το πρώτον συνελθόντες Τριακόσιοι Δεκαοκτώ και οι των λοιπών Αγίων Τριών Οικουμενικών Συνόδων και είμεθα έτοιμοι όχι μόνον πάσαν θλίψιν και κάκωσιν, αλλά και μυρίους θανάτους μα λάβωμεν, παρά να εξέλθωμεν από την Ορθοδοξίαν έστω και επ΄ ελάχιστον. Η δε ειρήνη του Θεού η υπερέχουσα πάντα νουν θέλει φρουρήσει την Αγίαν Εκκλησίαν Αυτού και θέλει καταπαύσει την επεγερθείσαν εναντίον αυτής ζάλην με νεύμα και πρόσταξιν του σου κράτους, εις δόξαν Αυτού και καύχημα της ενδόξου και θεοφιλούς βασιλείας σου».
Την επιστολήν ταύτην του Οσίου λαβών ο βασιλεύς την ανέγνωσε μεν, αλλ΄ απόκρισιν δεν είχε καιρόν να δώση, διότι μετέβαινεν εις τον πόλεμον. Ημείς δε ας έλθωμεν εις την περί του μακαρίου Σάββα διήγησιν. Αφού εξώρισαν αδίκως τον Πατριάρχην Ηλίαν, καθώς άνωθεν εγράψαμεν, έγινε πείνα μεγάλη και ακρίβεια πολλή εις όλην την Παλαιστίνην επί πέντε έτη και ουδόλως, κατά το διάστημα αυτό, έβρεξεν· όθεν ήτο πανταχού της Παλαιστίνης μεγάλη στενοχωρία, όχι μόνον μεταξύ των κοσμικών, αλλά και μεταξύ των Μοναχών, όσοι ήσαν εις κελλία και Μοναστήρια. Ο δε μέγας Σάββας εκυβέρνα επτά μεγάλα Μοναστήρια, τα οποία επίσης είχον μεγάλην στέρησιν των αναγκαίων, πλην αυτός δεν είχε μέριμνάν τινα περί τούτου, αλλ΄ εις μόνον τον Δεσπότην είχεν εναποθέσει τας ελπίδας του και παρ΄ Αυτού εζήτει βοήθειαν. Προσκαλέσας δε τους Ηγουμένους των Μοναστηρίων, είπε προς αυτούς να μη μεριμνώσι περί τούτου, ούτε να πικραίνωνται ουδόλως, αλλά να ελπίζωσιν εις τον Κύριον και εκείνος θέλει δώσει εις αυτούς τα χρειαζόμενα. Μετ΄ ολίγας ημέρας ήλθεν η Λαύρα του Αγίου εις τόσην στέρησιν, ώστε δεν είχον ούτε άλευρον, ούτε άλλο τι βρώσιμον. Απελθών λοιπόν ο διακονητής, είπε προς αυτόν, ότι κατά την ερχομένην Κυριακήν δεν θα είχον άρτον ούτε δια να λειτουργήσουν. Η θαυμασία όμως εκείνη ψυχή ουδέ τότε απηλπίσθη της θείας Προνοίας, αλλ΄ είπε προς αυτόν· «Εκείνος, τέκνον, όστις μάς είπε να μη μεριμνώμεν περί της αύριον, Αυτός έχει την φροντίδα μας και θέλει μάς στείλει εξ ύψους βοήθειαν, ώστε να μη στερηθώμεν της ιεράς Λειτουργίας». Ούτως ο Όσιος προεφήτευσε και (ω της μεγίστης προς αυτόν κηδεμονίας σου, Δέσποτα!) πριν φθάση η Κυριακή, ήλθον άγνωστοι τινες άνθρωποι, ως εκ θείας Προνοίας απεσταλμένοι, και φέρουν τριάκοντα υποζύγια φορτωμένα σίτον, οίνον και έλαιον και όσα άλλα είναι εις τροφήν επιτήδεια. Ευχαριστήσας λοιπόν τον Κύριον ο Όσιος, είπε προς τον κελλάρην· «Τι λέγεις, ολιγόπιστε; Αφήνομεν τώρα την ιερουργίαν δια την στέρησιν του άρτου»; Ο δε έπεσεν εις τους πόδας αυτού, μετανοών την προτέραν μικροψυχίαν και αιτών μετά δακρύων συγχώρησιν. Νουθετήσας λοιπόν αυτόν ο Όσιος να μη είναι πλέον τοσούτον μικρόψυχος, αλλά να επιρρίπτη προς τον Θεόν την μέριμναν, κατά τον Δαυϊδ, εν ειρήνη τον απέλυσε. Κατά την επομένην ήλθον από το σπήλαιον Μοναχοί τινες, λέγοντες, ότι οι ποιμένες αφήκαν τα πρόβατα και έτρωγαν τα σπαρτά της Λαύρας, όχι δε μόνον τούτο, αλλά και αυτοί πολλάκις εισήρχοντο εις το Μοναστήριον και ήρπαζον τροφάς δια της βίας προξενούντες εις τους αδελφούς καθ΄ εκάστην πολλήν ταραχήν και θόρυβον. Ο δε Άγιος παρήγγειλεν εις τους ποιμένας με ταπείνωσιν και πραότητα, κατά το σύνηθες, να απέχουν από την Λαύραν και να μη προξενήσουν πλέον άλλην ζημίαν εις τα των Μοναστηρίων. Εκείνοι όμως δεν έλαβον ουδόλως υπ΄ όψιν των τα λόγια του, αλλά πάλιν εποίουν ως πρότερον. Αλλ΄ ο Κύριος τούς εδίδαξε με το έργον να μη καταφρονώσι τους δούλους του και παρευθύς, ω παραδόξων πραγμάτων! Έστυψε το γάλα των προβάτων και απεστειρώθησαν· όθεν απέθνησκον τα αρνία των, μη έχοντα γάλα να φάγωσιν. Οι δε ποιμένες ηννόησαν, ότι δια την παρακοήν των έπαθον τοιαύτην ζημίαν και δραμόντες εις τον Άγιον έπεσαν εις τους πόδας αυτού, ολοφυρόμενοι δια την ζημίαν, και θερμώς εξομολογούμενοι την αμαρτίαν. Υπέσχοντο δε να μη πλησιάσουν πλέον εις τα όρια της Λαύρας. Ο δε συγχωρήσας ηυλόγησεν αυτούς, ομού δε με την ευλογίαν ελύθη και η τιμωρία, ηφανίσθη η των μαστών στείρωσις, έρρευσε κρουνηδόν το γάλα, και τα αρνία τρεφόμενα έθαλλον, όθεν μετεβλήθη εις χαράν η κατήφεια των ποιμένων.
Κινούμενος υπό της άνωθεν θείας Προνοίας ο Άγιος επήγε με δύο άλλους αδελφούς, Στέφανον και Ευθάλιον καλουμένους, να επισκεφθώσι τον μακάριον Πατριάρχην Ηλίαν, ο οποίος ήτο εις την εξορίαν δια την Ορθόδοξον Πίστιν, επειδή, ως ανωτέρω είπομεν, δεν ηθέλησε να ομολογήση τα του Σεβήρου. Ιδών δε ο Πατριάρχης τον Άγιον εχάρη πολύ και ευχαριστήσας αυτόν, όπου έλαβε τόσον κόπον, ογδοήκοντα ετών άνθρωπος, να περιέλθη τόσον τόπον, δια να τον εύρη εις την δεινήν εκείνην εξορίαν, τον εκράτησε πλησίον του ημέρας πολλάς, δια να απολαύση ο εις τον έτερον. Είχον δε συνήθειαν να συναντώνται καθ΄ εκάστην ημέραν την ενάτην ώραν να τρώγωσι μαζί· ημέραν δε τινα δεν εξήλθεν ο Πατριάρχης από το κελλίον του· όθεν έμεινε και ο θείος Σάββας νήστις με τους συντρόφους του. Τέλος το μεσονύκτιον εξήλθε περίλυπος ο Πατριάρχης και λέγει προς αυτούς· «Εγώ δεν έχω καιρόν να φάγω και μη με περιμένετε». Οι δε ηρώτησαν αυτόν την αιτίαν και διατί είχε τοσαύτην κατήφειαν. Ο δε απεκρίνατο πικρώς στενάξας· «Γνώριζε, μακάριε Σάββα, ότι ταύτην την ώραν απέθανε ο βασιλεύς Αναστάσιος και μέλλω να υπάγω και εγώ κατά την δεκάτην από σήμερον ημέραν, να παρασταθώμεν εις το φρικώδες Βήμα του Δεσπότου Χριστού, ίνα δικασθώμεν αμφότεροι». Την νύκτα δε ταύτην κατά την οποίαν είδεν ο Πατριάρχης την οπτασίαν έβλεπε και ο Άγιος κεραυνούς να κτυπώσι τον βασιλέα, αυτός δε φεύγων απέρρηξεν αισχρώς την ψυχήν. Πράγματι δε μετ΄ ολίγας ημέρας ηκούσθη η φήμη, ότι ο βασιλεύς ετελεύτησε. Μετά ταύτα ηκολούθησε και η κοίμησις του μακαρίου Ηλία κατά την πρόρρησιν. Μετά τον θάνατον του Αναστασίου εψήφισαν βασιλέα τον Ιουστίνον Α΄ (518-527), όστις έστειλεν εις όλην την Οικουμένην προστάγματα, να αναλάβουν και πάλιν τους θρόνους των οι Ορθόδοξοι Αρχιερείς και να γράψουν εις τας ιεράς βίβλους την εν Χαλκηδόνι συγκροτηθείσαν Αγίαν Δ΄ Οικουμενικήν Σύνοδον δια να απολαύση γαλήνην η Εκκλησία. Ήτο δε τότε γέρων ο τρισμακάριος Σάββας υπερβαίνων τα ογδοήκοντα έτη, ασθενής και αδύνατος από την άσκησιν, πλην εις την προθυμίαν της ψυχής ήτο νεώτερος και δεν εδίστασε καθόλου, αλλά δια τον ζήλον της Ορθοδοξίας έδραμεν εις την Καισάρειαν και την Σκυθόπολιν, κηρύσσων πανταχού το ευσεβές του βασιλέως διάταγμα και γράφων τας μέχρι τότε συγκροτηθείσας τέσσαρας Αγίας Οικουμενικάς Συνόδους εις τας ιεράς βιβλους των Εκκλησιών και νουθετών πάντας και οδηγών προς την Ορθοδοξίαν με το μέλι της γλυκυτάτης διδασκαλίας του.
Εις την οδόν δε εις την οποίαν επορεύετο έκειτο γυνή ασθενής αιμορροούσα από πολλών ετών, εξήρχετο δε απ΄ αυτής τοιαύτη δυσωδία, ώστε δεν ηδύνατο κανείς να πλησιάση· ακόμη δε και αυτοί οι συγγενείς της την εσιχαίνοντο· όθεν είχεν η δυστυχής μεγάλην στενοχωρίαν και βάσανον, επειδή ουδείς ιατρός ηδύνατο να της προσφέρη βοήθειαν. Ως είδε λοιπόν αυτή τον Άγιον διαβαίνοντα εκείθεν, εφώναξε ταύτα δακρύουσα· «Δούλε του Θεού, λυπήσου με την ταλαίπωρον». Ο δε σπλαγχνισθείς επ΄ αυτήν, επλησίασε και λαβών αυτήν εκ της χειρός την ήγειρε τεθεραπευμένην. Αύτη η φήμη ηκούσθη πανταχού και προσελθών τις, όστις είχε θυγάτριον υπό του πονηρού δαίμονος χαλεπώς βασανιζόμενον, παρεκάλει αυτόν να το θεραπεύση. Ευσπλαγχνισθείς δε αυτόν ο φιλανθρωπότατος Σάββας, εσφράγισε την παίδα με το σημείον του Τιμίου Σταυρού εις το όνομα του Δεσπότου Χριστού και ευθύς ελυτρώθη του δαίμονος και έλαβεν αυτήν ο πατήρ αυτής υγιαίνουσαν. Διότι τοσαύτην χάριν είχεν ο θείος Σάββας εις την ψυχήν, ώστε όσα εζήτει από τον Θεόν τα ελάμβανεν ανεμποδίστως και ετέλει τοιαύτα θαύματα. Το δε σώμα πάλιν είχεν υπήκοον εις το θέλημά του ο Όσιος και ούτε όταν ενήστευεν ήτο ασθενής από την πολλήν εγκράτειαν, καίτοι τας τεσσαρακοστάς έτρωγε μόνον άπαξ της εβδομάδος και συγχρόνως έκαμνεν όλας τας υπηρεσίας, ούτε όταν έτρωγε καθ΄ εκάστην εβλάπτετο ο στόμαχός του ουδόλως, αλλ΄ ήτο πάντοτε υγιής και άνοσος, ως άνθρωπος δυνατής και αβλαβούς κράσεως. Καθώς δε ήτο γενναίος εις το σώμα, ούτως ήτο και εις την ψυχήν· εις δε το φρόνημα ήτο μέτριος, εις τον τρόπον επιεικής, εις την ομιλίαν ηδύς και γλυκύτατος, εις το ήθος απλούστατος, εις την φρόνησιν βεβαιότατος, είχε δε και την αγάπην προς πάντας ειλικρινή και ανυπόκριτον.
Κατά το τέταρτον έτος της ανομβρίας ήλθον εις τον Άγιον οι Μοναχοί του σπηλαίου ζητούντες συγχώρησιν να αναχωρήσουν, διότι δεν ηδύναντο πλέον να υπομένουν την στενοχωρίαν του ύδατος. Ο δε Όσιος είπε προς αυτούς· «Υπομείνατε ολίγας ημέρας και θέλει έλθει το θείον έλεος εις σας». Ούτως είπε, και την τρίτην ημέραν ήλθεν εις εκείνο το Μοναστήριον τόση βροχή, ώστε επλήρωσεν όλας τας δεξαμενάς των υδάτων· και το παραδοξότερον, ότι δεν έβρεξεν εις άλλον τόπον ουδόλως, ειμή μόνον εις την Λαύραν εκείνην, από την οποίαν εμελέτων να φύγωσιν. Εις δε τα έτερα Μοναστήρια, τα οποία ήσαν εκεί πέριξ, ούτε ρανίς δεν έπεσεν· όθεν έδραμον και εκείνων οι Προεστώτες και Καθηγούμενοι και πίπτοντες εις τους πόδας του Αγίου, έλεγον ταύτα παραπονούμενοι· «Τι επταίσαμεν ημείς οι ταλαίπωροι και δεν κάμνεις και δι΄ ημάς δέησιν, να στείλη δρόσον ο Κύριος και εις ημάς, οίτινες έχομεν στενοχωρίαν και χρειαζόμεθα ανάψυξιν»; Ο δε, παρηγορών αυτούς, έλεγεν· «Εις εκείνους οίτινες είχον μεγαλυτέραν ανάγκην κατέπεμψε την ευλογίαν του ο Κύριος, εις ολίγον δε καιρόν θέλει αποστείλει και εις σας τα ελέη του».
Ήλθε δε και η ημέρα των Εγκαινίων (Η 13η Σεπτεμβρίου του Ναού της Αναστάσεως) και ήσαν όλαι αι βρύσεις ξηραί, μη ευρισκομένου ουδαμού ύδατος· όθεν πολλοί εκινδύνευσαν. Ο δε Πατριάρχης Ιωάννης ο Γ΄ (516-524), ηρεύνα και έσκαπτε εις κάθε τόπον δια να εύρη ύδωρ, αλλά δεν ηδύνατο· όθεν σφόδρα ωδύρετο δια την συμφοράν της πόλεως. Ιδών δε αυτόν ούτω κλαίοντα φίλος τις αυτού, Σούμος ονόματι, είπε προς αυτόν· «Άλλην ιατρείαν δεν έχομεν, δέσποτα, ειμή μόνον να παρακαλέσης τον μέγαν Σάββαν, όπως ποιήση προς Κύριον δέησιν και μας λυτρώση από της μάστιγος ταύτης». Προσκαλέσας λοιπόν αυτόν ο Αρχιερεύς, τον παρεκάλει να δεηθή εις τον Θεόν όπως ευσπλαγχνισθή τον λαόν και στείλη ουρανόθεν το έλεός του. Ο δε Άγιος, προφασιζόμενος έλεγεν, ότι ήτο υπέρ την δύναμίν του η αίτησις. Τότε ο Πατριάρχης έπεσεν εις τους πόδας τού Οσίου μετά δακρύων δεόμενος και των γονάτων αυτού απτόμενος και παρεκάλει αυτόν να του υπακούση να μη απολεσθή τόσος κόσμος από την στέρησιν του ύδατος. Μη δυνάμενος λοιπόν να πράξη άλλως ο Άγιος, εκλείσθη εις τινα οίκον και παρήγγειλε προς όλους να προσεύχωνται, αυτός δε διέμεινεν έγκλειστος προσάγων θερμάς δεήσεις προς Κύριον. Την δε τρίτην ημέραν, κατά την πρώτην φυλακήν της νυκτός, έγινεν αίφνης συστροφή νεφών και αέρος σκότωσις και ήλθε τοσαύτη βροχή, ώστε επλημμύρισαν όλοι οι ποταμοί και τα φρέατα, αι δε πηγαί ενεπλήσθησαν ύδατος. Τότε όλοι οι κάτοικοι της πόλεως λυτρωθέντες των δεινών με μίαν ψυχήν και μίαν γλώσσαν ανέπεμπον την ευχαριστίαν προς τον Θεόν. Ολίγον μετά ταύτα ετελεύτησεν ο Πατριάρχης Ιωάννης, αφήσας εις τον θρόνον διάδοχον επιφανή τινα και ενάρετον Κληρικόν, τον Πέτρον Α΄ (524-552). Μετά τρία έτη ο βασιλεύς Ιουστίνος, γέρων ων, ησθένησε βαρέως· όθεν μη δυνάμενος πλέον να κυβερνά το βασίλειον, εψήφισεν αυτοκράτορα τον ανεψιόν του στρατηγόν και πατρίκιον Ιουστινιανόν. Ο δε Πατριάρχης Πέτρος επήγαινε συχνά με τον θείον Σάββαν εις την έρημον και τον ηυλαβείτο πολύ, όπως και οι πρότερον αυτού πατριαρχεύσαντες. Είχε δε ο Πατριάρχης αδελφήν τινα, Ησυχίαν ονόματι, πολύ ενάρετον, ήτις ήτο βαρέως ασθενής και ουδείς ιατρός ηδύνατο να την θεραπεύση· όθεν είχε μεγάλην την θλίψιν δι΄ αυτήν και παρεκάλεσε τον Άγιον να την θεραπεύση. Ο δε Όσιος, ποιήσας επ΄ αυτής τρις το σημείον του Τιμίου Σταυρού, την ανήγειρεν ευθύς υγιά εκ της κλίνης. Τοιαύτην αμοιβήν έλαβεν από τον Άγιον ο Επίσκοπος, δια την τιμήν και ευλάβειαν την οποίαν είχε προς αυτόν. Κατά τον καιρόν αυτόν ετελεύτησεν η Ιουλιανή η εγγονή του βασιλέως. Οι δε ευνούχοι αυτής, ως πιστότατοι όπου ήσαν και φίλοι του μακαρίου Σάββα από τον καιρόν της μεταβάσεώς του εις Κωνσταντινούπολιν, έλαβον χρήματα αναρίθμητα και τα έφερον, παρακαλούντες όπως τους δεχθή να γίνουν Μοναχοί. Ο Άγιος όμως δεν ηθέλησε να παραβή την τάξιν και να βάλη εις την Λαύραν αγένειόν τινα· μόνον αφού ενουθέτησεν αυτούς ικανώς τους έστειλεν εις τον Όσιον Θεοδόσιον τον Κοινοβιάρχην. Ολίγον δε μετά ταύτα ο Όσιος Θεοδόσιος ετελεύτησε.
Κατά την εποχήν εκείνην εψήφισαν και οι Σαμαρείται ιδικόν των βασιλέα κάποιον Ιουλιανόν ονόματι και εβασάνιζον πολύ τους Χριστιανούς, πολλούς δε και εθανάτωσαν, επερχόμενοι εις τα χωρία, τα οποία εγειτόνευον με αυτούς και μάλιστα εις τα περίχωρα της Νεαπόλεως. Εκεί τον μεν Επίσκοπον απέκτειναν, άλλους Ιερείς ηχμαλώτισαν, άλλους εφόνευσαν, ετέρους δε δια πυρός κατέκαυσαν και άλλας μυρίας ύβρεις κατά των Χριστιανών διέπραξαν οι ανόσιοι. Ταύτα μαθών ο βασιλεύς έστειλε στράτευμα και καθυπέταξε τους Σαμαρείτας, εφόνευσαν δε και τον βασιλέα αυτών Ιουλιανόν· τον δε Σιλουανόν, όστις έπραξε πολλά άτοπα κατά των Χριστιανών, κατέκαυσαν δικαίως τον άδικον, δια να πληρωθή εις αυτόν η του Οσίου Σάββα πρόρρησις. Εις δε απ΄ εκείνους οίτινες ηκολούθουν αυτόν, την κλήσιν Αρσένιος, την αξίαν ιλλούστριος (λαμπρός—επιφανής), επήγεν εις το Βυζάντιον και έχων παρρησίαν (δεν γνωρίζω πόθεν και πως) προς τον βασιλέα, του είπε πολλά ψεύματα, ότι οι άνθρωποι της Παλαιστίνης ήσαν οι αίτιοι της των Σαμαρειτών στάσεως· όθεν εθυμώθη ο βασιλεύς κατ΄ αυτών και εσκέπτετο να τους τιμωρήση. Ταύτα μαθών ο Πατριάρχης της Ιερουσαλήμ, ελυπήθη τον λαόν αυτού και παρεκάλεσε θερμώς τον Άγιον να υπάγη και πάλιν εις την Κωνσταντινούπολιν να παρακαλέση τον βασιλέα, όπως μη κακοποιήση τους αναιτίους. Ο δε Όσιος, αν και γέρων πλέον ενενήκοντα ετών, δεν ηναντιώθη ποσώς, δεν ώκνησε, δεν εδειλίασε το μάκρος της οδού ή ασθένειαν του σώματος, αλλά δια να σώση ψυχάς από κίνδυνον θανάτου, εκίνησε με τόσην προθυμίαν, ως να ήτο νέος και ανδρείος και επήγεν εις το Βυζάντιον. Ακούσας ο βασιλεύς, ότι ο Σάββας έρχεται, έστειλεν ευθύς πλοίον βασιλικόν και πολλούς δορυφόρους να τον φέρωσι με τιμήν πολλήν καθώς έπρεπεν· έπειτα έστειλε και τον Πατριάρχην Επιφάνιον με όλον τον Κλήρον να τον προϋπαντήσωσι, κρίνων εν τη διανοία αυτού, ότι δεν υπεδέχετο επίγειόν τινα, αλλ΄ ουράνιον Άγγελον. Αφού δε έφθασεν ο Σάββας εις το Παλάτιον, έβλεπεν ο βασιλεύς στέφανον με λάμψιν ανθηράν εις την κεφαλήν του Αγίου εστολισμένον με διαφόρους χάριτας και εξαστράπτοντα από λαμπρότητα. Καταπλαγείς όθεν δια την όρασιν ταύτην και εγερθείς ταχέως από της καθέδρας αυτού, ησπάζετο την ιεράν εκείνην κεφαλήν με πολλήν χαράν και ευλάβειαν.
Αφού λοιπόν κατησπάσθη τον Όσιον ο βασιλεύς και έλαβε τας ευλογίας αυτού, εκάλεσεν ευθύς και την βασίλισσαν και τον παρεκάλεσε να την ευλογήση και να την ευχηθή να κάμη τέκνον, διότι ήτο στείρα και είχον πολλήν εκ τούτου αθυμίαν αμφότεροι. Ο δε Άγιος δεν ηυχήθη ουδόλως εις αυτήν τεκνογονίαν, μόνον ηυχήθη αμφοτέρους τους βασιλείς να τους ενδυναμώνη ο Κύριος, να τους δίδη νίκην κατ΄ εχθρών και έτερα όμοια. Η δε βασίλισσα του έλεγε πάλιν δια παιδοποιϊαν, αλλ΄ ο Όσιος επαναλάμβανε την πρώτην ευχήν. Τούτο δε έγινε πολλάκις, ώστε πάντες ηννόησαν, ότι δεν ήθελε να της ευχηθή ο Άγιος τεκνογονίαν· όθεν απήλθεν η βασίλισσα περίλυπος. Μερικοί δε φίλοι του βασιλέως ηρώτησαν τον Όσιον· «Διατί δεν ηυχήθης τέκνον εις την βασίλισσαν, αλλά την εσκανδάλισες τόσον»; Ο δε απεκρίνατο· «Ο Θεός να μη της δώση τέκνον, διότι εάν γεννηθή εξ αυτής παιδίον, θέλει ανακαινίσει τα δόγματα του Σεβήρου, και θέλει προκαλέσει περισσότερον θόρυβον και σύγχυσιν εις την Εκκλησίαν από τον Αναστάσιον». Ο δε βασιλεύς Ιουστινιανός τόσην αγάπην και ευλάβειαν έδειξε προς τον Άγιον, ώστε όχι μόνον συνεχώρησε τους Παλαιστίνους, αλλά και τους Σαμαρείτας εδίωξεν έξω της πόλεως, προστάξας να κάμουν τας συναγωγάς αυτών έξωθεν, εθέσπισε δε και νόμον να μη κληρονομούν οι επιζώντες τους αποθνήσκοντας, δια να μη πλεονάζη ο πλούτος των, όστις δε εξ αυτών στασιάση εις το εξής, να τον φονεύωσι. Τούτο φοβηθείς και ο ρηθείς Αρσένιος εδέχθη και έλαβε το άγιον Βάπτισμα παρά του Οσίου, διότι ήτο Σαμαρείτης το πρότερον. Αλλά ταύτα μεν έγιναν ύστερον· ημείς δε ας είπωμεν περί του πιστού βασιλέως και τα επίλοιπα. Γνωρίζων ο Ιουστινιανός πόσον ετίμησε τον Άγιον ο βασιλεύς Αναστάσιος, ο οποίος αν και δεν ήτο Ορθόδοξος εν τούτοις του εχάρισε τόσον χρυσίον, ηθέλησε και αυτός να του δώση ακόμη περισσότερον. Ευχαριστήσας ο Όσιος τον βασιλέα δια την καλήν αυτού προαίρεσιν, είπε προς αυτόν· «Εκείνος ο φιλόστοργος Πατήρ και φροντιστής των ψυχών και των σωμάτων ημών, όστις έτρεφε πλουσίως τον απειθή λαόν εις την έρημον, έχει και την μέριμναν και φροντίδα ημών, αλλ΄ από το κράτος σου χρειαζόμεθα να μας κάμης φιλοτιμίαν αναγκαιοτέραν χρημάτων, εάν ορίζη η βασιλεία σου. Οι Παλαιστίνοι υπέστησαν και ανά πάσαν στιγμήν υφίστανται πολλά από τους Σαμαρείτας. Πολλά κτίσματα και Ναούς τούς εχάλασαν, πρόβατα και βόας και άλλα κτήνη τούς ήρπασαν, πολλούς εξ αυτών ηχμαλώτευσαν, τους καρπούς των κατέκαυσαν και ετέρας ζημίας επροξένησαν εις αυτούς, περιήλθον δε εις τοιαύτην πτωχείαν, ώστε ούτε την καθημερινήν των τροφήν δεν έχουσι και λιμοκτονούσιν οι τάλανες».
«Δι΄ όλα αυτά δέονται και παρακαλούν την βασιλείαν σου, συνέχισε λέγων ο Όσιος, να τους αφήσης ολίγον καιρόν τον φόρον, δια να λάβουν ολίγην άνεσιν και κατόπιν να πληρώνουν πάλιν το οφειλόμενον· έτι δε, όσοι έρχονται να προσκυνήσουν τον ζωοποιόν Τάφον του Σωτήρος μας χρειάζονται και αυτοί στέγην, να αναπαύωνται ολίγον από τον κόπον της οδοιπορίας, μάλιστα εάν ασθενήσωσιν. Όθεν είναι πολύ αναγκαίον να κτισθή δια τον σκοπόν αυτόν νοσοκομείον ευρύχωρον, αλλά και ο θείος Ναός της Θεοτόκου, τον οποίον έκτισεν ο Πατριάρχης Ηλίας, είναι ημιτελής και έχει ανάγκην συμπληρωματικής κατασκευής και στολισμού· ομοίως και τα Μοναστήρια, τα οποία έκτισα, δεν έχουν ουδέν φρούριον πλησίον των, ώστε να προφυλάσσωνται οι αδελφοί εις ώραν ανάγκης. Προ πάντων δε αι αιρέσεις του Αρείου, του Νεστορίου, του Ωριγένους και των Μονοφυσιτών θορυβούν και ταράττουν την Εκκλησίαν. Δια τούτο πρέπει η βασιλεία σου να βάλη εις τούτο πολλήν επιμέλειαν, να αφανίσης με την πολλήν σου δύναμιν τα ζιζάνια. Εάν τελέσης αυτά, τα οποία σοι είπον, έχω θάρρος και ελπίζω εις τον Θεόν να σου χαρίση πλουσίας τας αμοιβάς, να υποταχθούν εις σε η Ρώμη, η Καρχηδών και όσα άλλα μέρη εστασίασαν, να προσκυνήσουν πάλιν το κράτος της ευσεβείας σου».
Τοιαύτας αιτήσεις φιλοθέους τε και κοινωφελείς εποίησεν ο θείος Σάββας, ο δε πιστότατος βασιλεύς, έχων μεγάλην δίψαν να φιλοτιμήση τον Άγιον, έγραψεν ευθύς προστάγματα εις όλους τους τόπους κατά των προαναφερθέντων αιρετικών, προστάσσων τους ηγεμόνας και τους άρχοντας όπως άνευ ουδεμιάς αναβολής τελέσουν ευθύς το προστασσόμενον. Έγραψε δε προς Αντώνιον, τον Αρχιερέα της Ασκάλωνος και τον Ζαχαρίαν, να εκτιμήσωσι τας ζημίας τας οποίας επροξένησαν οι Σαμαρείται εις τους Παλαιστίνους δια να τους ανταμείψη, απαλλάσσων αυτούς από της καταβολής των φόρων επί τόσα έτη, όσας δε Εκκλησίας κατέστρεψαν να τας ανακαινίσουν με κρατικά έξοδα· έτι δε να κτίσουν εις την Αγίαν Πόλιν νοσοκομείον, εις το οποίον να αφιερώσουν σιτηρέσιον κατ΄ έτος φλωρία χίλια οκτακόσια πεντήκοντα· να κτίσουν δε πλησίον της Λαύρας πύργον και φρούριον ισχυρόν δια να το έχουν οι Μοναχοί εις κάθε περίστασιν ασφαλές καταφύγιον. Προ πάντων δε να αναθεματίσουν επισήμως τας προρρηθείσας αιρέσεις και να αγωνισθούν δια την εξάλειψιν αυτών.
Ταύτα διέταξεν ο βασιλεύς με πολλήν επιμέλειαν, ο δε ΄Αγιος τον ηυχαρίστησεν, υποσχόμενος να δέηται του Θεού υπέρ αυτού και ο λόγος του εις ολίγον καιρόν επραγματοποιήθη. Όλη η Αφρική, το ισχυρόν κράτος των Βανδήλων η Καρχηδών, η Ρώμη και πολλά άλλα μέρη ήλθον εις την υποταγήν του, καθώς ηυχήθη εις αυτόν ο Άγιος. Λαβών δε ο Όσιος τα βασιλικά προστάγματα, ανεχώρησεν επιστρέφων εις Ιεροσόλυμα και διαβαίνων από την Καισάρειαν και την Σκυθόπολιν εκήρυττε πανταχού την Ορθοδοξίαν, διδάσκων και νουθετών άπαντας προς ευσέβειαν, ενεχείρισε δε και προς τους προρρηθέντας Επισκόπους τας επιστολάς του βασιλέως, οίτινες λαβόντες αυτάς απήλθον εις την πρώτην Παλαιστίνην, εις την οποίαν οι Σαμαρείται είχον προξενήσει τας μεγαλυτέρας ζημίας και εξετίμησαν αυτάς εις δώδεκα κεντηνάρια (390 κιλά χρυσού περίπου) χρυσού, εις δε την Σκυθόπολιν μετριώτερον, τα ποσά δε ταύτα εχάρισεν ο Ιουστινιανός από τους φόρους κατά την υπόσχεσιν. Εκτίσθησαν δε εις ολίγον καιρόν και αι οικοδομαί και το φρούριον κατά την προσταγήν του βασιλέως.
Ο δε Όσιος, αφού επέστρεψεν εις τους Αγίους Τόπους και προσεκύνησε τον Τάφον του Σωτήρος, ήλθεν εις την Λαύραν αυτού και μετά μικρόν ησθένησε. Τότε ο Πατριάρχης Πέτρος απήλθεν ευθύς εις επίσκεψίν του και ιδών αυτόν ότι δεν είχε τίποτε από όσα έχει ανάγκην ο ασθενής προς θεραπείαν του σώματος, τον παρεκάλεσε να δεχθή να τον υπάγουν εις το Πατριαρχείον δια να εύρη ολίγην ανακούφισιν. Όθεν έκαμεν υπακοήν, και τον επήγαν εις το Πατριαρχείον, εις το οποίον έμεινεν ολίγον καιρόν βασανιζόμενος υπό της νόσου. Επειδή όμως έφθασε τότε και η ώρα να μεταβή προς τον ποθούμενον Χριστόν, του απεκάλυψεν ο Κύριος δι΄ οπτασίας ότι μέλλει να υπάγη εις τα ουράνια. Ευθύς τότε προστάσσει και τον επήγαν εις το κελλίον του και ασπασάμενος όλους τους αδελφούς εψήφισεν αντ΄ αυτού Προεστώτα πνευματικόν τινα έμπειρον και άξιον να ποιμάνη τοσαύτα λογικά θρέμματα, Μελιτάν καλούμενον, και ούτω παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις τας αχράντους χείρας του Δεσπότου Χριστού, τη Πέμπτη (5) του Δεκεμβρίου μηνός εν έτει 533, ζήσας τα πάντα έτη ενενήκοντα τέσσαρα. Συνήχθη δε τότε όχι μόνον το πλήθος πάντων των Μοναχών, αλλά και κοσμικοί αναρίθμητοι και Ιερείς και Αρχιερείς ομού μετά του Πατριάρχου, οι οποίοι μετά της προσηκούσης τιμής, μετά φωταψίας, υμνωδιών και θυμιαμάτων, ενεταφίασαν το πάνσεπτον εκείνο και ιερώτατον λείψανον. Τοιούτος μεν ήτο ο Βίος του μακαρίου Σάββα, και ούτως υπερφυή τα κατά Θεόν αυτού κατορθώματα. Αλλ΄ ας είπωμεν και ολίγα τινά από τα πολλά του θαυμάσια, τα οποία εποίησε μετά την σεβασμίαν αυτού μετάστασιν. Διάκονός τις, Ρωμύλος ονόματι, ήτο εις την Γεθσημανή, του οποίου διέρρηξαν την οικίαν και έκλεψαν εξ αυτής πολύ αργύριον· όθεν οδυρόμενος την συμφοράν, απήλθεν εις τον Ναόν του Αγίου Θεοδώρου, όστις εφανέρωνε τους κλέπτας, και εδέετο να του αποκαλύψη το αγνοούμενον. Ποιήσας λοιπόν εκεί ημέρας πέντε, βλέπει τον Μάρτυρα την νύκτα και λέγει προς αυτόν· «Τι κλαίεις»; Ο δε είπε την αιτίαν· του λέγει δε πάλιν ο Άγιος, ώσπερ απολογούμενος· «Δεν ήμην εδώ, διότι ο μακάριος Σάββας εκοιμήθη και προσετάχθημεν όλοι οι Μάρτυρες να συνοδεύσωμεν την αγίαν του ψυχήν εις τον τόπον της αναπαύσεώς της. Πήγαινε όμως τώρα εις τον δείνα τόπον, και εκεί θα εύρης τους κλέπτας και το αργύριον». Πράγματι ούτω και εγένετο.
Δύο άλλοι αδελφοί φίλοι πιστοί του Αγίου είχον χωράφιον και αμπελώνα, κατά δε την ώραν του τρυγητού ησθένησαν βαρέως αμφότεροι και έκειντο βασανιζόμενοι· εχάνετο δε ο καρπός διότι δεν ήτο κανείς δια να τον συνάξη. Έχοντες λοιπόν διπλήν την θλίψιν, την δεινήν ασθένειαν και την του αμπελώνος απώλειαν, ενθυμούμενοι δε την αγάπην την οποίαν είχε προς αυτούς ο Άγιος ότε ακόμη ευρίσκετο εις την παρούσαν ζωήν, τον επεκαλέσθησαν εις βοήθειαν και ευθύς φαίνεται εις έκαστον εξ αυτών χωριστά και τους λέγει· «Εδεήθην του Θεού δια σας και σας εθεράπευσε· λοιπόν υπάγετε αύριον εις την άμπελον υγιαίνοντες». Την πρωϊαν λοιπόν ηγέρθησαν χωρίς καμμίαν ασθένειαν και απελθόντες εκήρυττον λαμπρώς την θαυματουργίαν της θεραπείας των και ετέλεσαν εορτήν χαρμόσυνον.
Γυνή τις από την Παλαιστίνην καλουμένη Γινάρουσα, ευσεβής και φιλάρετος, έταξε να κάμη δύο παραπετάσματα δια τους δύο Ναούς του Οσίου, του σπηλαίου και του Καστελλίου. Ανέθεσε λοιπόν αύτη εις δύο γυναίκας να κατασκευάσουν ταχέως τα παραπετάσματα ταύτα, δώσασα εις αυτάς όλα τα απαιτούμενα υλικά και πληρώσασα και τον κόπον των· εκείναι όμως αμελούσαν. Η δε Γινάρουσα επικραίνετο μήπως και λυπηθή ο Άγιος δια την βραδύτητα και την μη εκτέλεσιν της υποσχέσεως. Αλλ΄ ο θαυμάσιος Σάββας εφάνη εις οπτασίαν και της λέγει· «Μη λυπείσαι και αύριον γίνονται τα παραπετάσματα καθώς έταξες». Ταύτα μεν είπε προς αυτήν πράος και ήμερος· προς τας γυναίκας όμως, αι οποίαι επληρώθησαν να τα υφάνωσιν, εφάνη φοβερός και άγριος, απειλών ότι εάν δεν κάμνουν αμέσως το έργον θα τας αφανίση. Την πρωϊαν έντρομοι αι γυναίκες ανέφερον προς αλλήλας την όρασιν και ευθύς άφησαν όλας τας άλλας εργασίας των και εξετέλεσαν μόνον εκείνην. Τοιουτοτρόπως εξεπληρώθη η υπόσχεσις της θεοφιλούς εκείνης γυναικός.
Καιρόν τινα έφεραν σίτον εις την Νεκράν θάλασσαν, και καθώς ήρχετο Σαρακηνός τις με τας καμήλους φορτωμένας, όταν ήτο πλησίον της Λαύρας εις τον κρημνόν, παρεπάτησεν ολίγον μία μεγάλη κάμηλος και έπεσε κάτω εις τον χείμαρρον με όλον το φορτίον αυτής. Ο Σαρακηνός ως είδε την κάμηλον κρημνιζομένην εβόησεν· «Αββά Σάββα, αι ευχαί σου να την βοηθήσουν». Πριν τελειώση τον λόγον του βλέπει γέροντα τινα ασπρογένην επάνω της καμήλου καθήμενον. Κατελθών δε από άλλο μέρος ευκολόβατον εις τον χείμαρρον εύρεν αυτήν υγιά χωρίς να έχη καν παραμικράν πληγήν και θαυμάσας επί τούτω ο βάρβαρος ηυχαρίστησε θερμώς τον Άγιον με δωρεάς όχι μόνον τότε, αλλά και κατ΄ έτος έδιδεν εις την Μονήν του Αγίου από τον κόπον του τρία νομίσματα προς ευχαριστίαν της χάριτος. Ας είπωμεν δε και άλλο τι γλυκύ και παράδοξον δια τέλος και σφραγίδα των άλλων, τα οποία ετέλεσε μετά θάνατον.
Καιρόν τινα ένεκεν της ανομβρίας δεν είχεν η Λαύρα ύδωρ, καθώς και ανωτέρω είπομεν. Εκ τούτου δε εστενοχωρούντο πολύ οι Μοναχοί και εσκέπτοντο να κτίσουν οικοδομήν επάνω της πέτρας να σκάψουν δε και κάτωθεν αυτής λάκκον βαθύτατον, ως φρέαρ, δια να συνάγωνται εκεί τα όμβρια ύδατα. Εμίσθωσαν λοιπόν προς τούτο δύο καλούς τεχνίτας Μάμαντα και Αυξέντιον καλουμένους και έκτισαν όλην την οικοδομήν επάνω εις την πέτραν, κάτωθεν της οποίας έκειτο του Σάββα το μακάριον λείψανον. Έπειτα επελέκησαν μέρος της πέτρας δια να κάμουν δεξαμενήν, εις την οποίαν θα συνεκεντρούντο τα ύδατα της βροχής. Τότε έγινεν αιφνιδίως ραγδαία και μεγάλη βροχή τόσον, ώστε ενεπλήσθη ύδατος η οικοδομουμένη δεξαμενή και θραυσθείσα παρεσύρθη εις τον κρημνόν. Και ο μεν Μάμας μετά βίας ηδυνήθη να σωθή εκ του κινδύνου, ο δε Αυξέντιος, όστις ήτο και νεώτερος, παρεσύρθη υπό των υδάτων και ερρίφθη ομού με τους λίθους της οικοδομής εις τον κρημνόν, όστις ήτο βάθους δέκα οργυιών. Έκλαιε δε ο Μάμας την του νέου απώλειαν, νομίζων, ότι απέθανεν από την πλημμύραν των υδάτων και τα κτυπήματα των λίθων. Αφού όμως έπαυσεν η βροχή, ευρέθη ο νέος Αυξέντιος κάτωθεν των καταπεσόντων λίθων, ω των θαυμασίων σου, παντοκράτωρ και παντοδύναμε Δέσποτα! Όλως υγιής, χωρίς να έχη ουδόλως παραμικράν πληγήν εις το σώμα του, διότι ο Άγιος με την δύναμιν της μεγίστης παρρησίας αυτού προς τον Κύριον ημπόδιζε τους λίθους και διεκώλυε τα ύδατα να μη τον εγγίσουν. Εξελθών λοιπόν υγιής και χαίρων, εκήρυττε πανταχού την μεγίστην ταύτην θαυματουργίαν, την οποίαν ετέλεσεν εις αυτόν ο τρισόλβιος Σάββας, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, του ενός Θεού, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :

Δημοσίευση από silver »

Τη ΣΤ΄ (6η) του Δεκεμβρίου μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών ΝΙΚΟΛΑΟΥ Αρχιεπισκόπου Μύρων της Λυκίας του Θαυματουργού.

Άγγελος εν τω κόσμω αληθώς ανεδείχθης Νικόλαε Χριστού Ιεράρχα και νυν αγγέλων χοροίς συνών την δε ημών προσφοράν δέξαι Άγιε· ταις σαις γαρ αντιλήψεσι, προστρέχοντες αναβοώμεν Χαίρε ο τύπος της εγκρατείας
Χαίρε ο λύχνος της ευσεβείας
Χαίρε της Τριάδος η σάλπιγξ η εύηχος
Χαίρε της Αρείου μανίας ο έλεγχος
Χαίρε ύψος ταπεινώσεως και αγάπης θησαυρός
Χαίρε βοηθός ιλαρότητος και θαυμάτων ποταμός
Χαίρε ότι εδείχθης εκκλησίας λαμπρότης
Χαίρε ότι τυγχάνεις ιερέων φαιδρότης
Χαίρε πτωχών προστάτης θερμότατος
Χαίρε ημών λιμήν ακλυδωνέστατος
Χαίρε οξύς κυβερνήτης πλεόντων
Χαίρε ταχύς αρωγός των βοώντων
ΧΑΙΡΟΙΣ ΠΑΤΕΡ ΝΙΚΟΛΑΕ

Νικόλαος ο της νίκης επώνυμος και εν Αγίοις θαυματουργός Πατήρ ημών εγεννήθη εις τα Πάταρα της Λυκίας, πότε ακριβώς δεν είναι γνωστόν, πάντως κατά το έτος τα΄ (300), επί της εποχής των ασεβών αυτοκρατόρων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού ήτο Αρχιερεύς των Μυραίων, έφθασε δε και μέχρι των χρόνων του Μεγάλου Κωνσταντίνου και έλαβε μέρος εις την Αγίαν Α΄ Οικουμενικήν Σύνοδον την εν Νικαία συγκροτηθείσαν κατά το έτος τκε΄ (325), εκοιμήθη δε περί το έτος τλ΄ (330). Παρακολουθήσατε όμως μετά μεγάλης προσοχής τον κατά πλάτος Βίον αυτού, όπως συνέγραψεν αυτόν ο Όσιος Συμεών ο Μεταφραστής, ίνα πολλήν την ευφροσύνην λάβητε, διότι όντως ούτος είναι ηδύτατος και πανευφρόσυνος. Επιδέξιος είναι, αδελφοί μου Χριστιανοί, η χειρ των ζωγράφων και επιτηδεία εις το να μιμηθή την αλήθειαν και να παραστήση τα πράγματα όπως φαίνονται. Ικανώτερος όμως και επιτηδειότερος είναι ο λόγος και καθαρώτερον δύναται να περιγράψη το πράγμα από την του ζωγράφου εικονογραφίαν, διότι ο λόγος παρακινεί την ψυχήν προς αγαθοεργίαν και μίμησιν των καλών ανθρώπων περισσότερον από την εικονογραφίαν την άψυχον. Και όλαι μεν αι διηγήσεις και οι λόγοι περί των Αγίων του Θεού δύνανται να ελκύσουν τον ακροατήν εις αρετήν και πράξιν του καλού· του Αγίου όμως Πατρός ημών Νικολάου ο Βίος και τα κατορθώματα δύνανται να παρακινήσουν περισσότερον τον άνθρωπον εις εφαρμογήν, διότι η ανάγνωσις αυτού προσφέρει μεγάλην ευφροσύνην και χαράν και εις τον λέγοντα τούτον και εις τον μετά πάσης προθυμίας ακούοντα, διότι αμφότεροι αισθάνονται χαράν και αγαλλίασιν. Τούτου του Αγίου τα έργα και τας πράξεις έρχομαι να διηγηθώ, ευλογημένοι Χριστιανοί, και παρακαλώ υμάς ίνα μετά προθυμίας ακούσητε.
Εις τα μέρη της Ανατολής ήτο πόλις ήτις ελέγετο Πάταρα κειμένην εις την περιοχήν της Λυκίας. Aπό ταύτην λοιπόν την πόλιν κατήγετο, ως είπομεν, και ο μέγας θαυματουργός Πατήρ ημών Νικόλαος καταγόμενος εξ ευσεβών και Χριστιανών γονέων, οίτινες ούτε πολύ πτωχοί ήσαν ώστε να καταφρονώνται παρά των άλλων, αλλ΄ ούτε και πολύ πλούσιοι δια να υπερηφανεύωνται· είχον δε μόνον το αρκετόν προς συντήρησιν εαυτών και δια την των πτωχών συνδρομήν. Περί δε της αρετής αυτών φαίνονται εκ του υιού των· διότι και ο Κύριος λέγει εις το Ιερόν Ευαγγέλιον, ότι «εκ γαρ του καρπού το δένδρον γινώσκεται (Ματθ. ιβ: 33), ήτοι από τον καρπόν θα εννοήσης και το δένδρον. Δεν εγέννησαν δε οι γονείς αυτού άλλον υιόν ούτε πρότερον ούτε ύστερον και τούτο ίνα φανή ότι εις το εξής άλλος αδελφός δεν θέλει δυνηθή να φθάση αυτόν εις την αρετήν. Βρέφος δε έτι ων εδείκνυε τις ήθελε γίνει μετά ταύτα, διότι όλας τας ημέρας της εβδομάδος, πλην Τετάρτης και Παρασκευής, εθήλαζεν ως και τα λοιπά βρέφη, κατά δε την Τετάρτην και την Παρασκευήν ουδόλως έβαζε τον μαστόν της μητρός αυτού εις το στόμα του ειμή μόνον άπαξ της ημέρας· και τούτο μετά την δύσιν του ηλίου.
Τοιούτος εφαίνετο απ΄ αρχής και παιδιόθεν ο Άγιος, ότι δηλαδή θα ευαρεστήση τον Θεόν. Όταν δε ήλθεν εις ηλικίαν δεκτικήν μαθήσεως, εφοίτησεν εις το σχολείον και έμαθε τα αρκούντα εις αυτόν γράμματα. Και τας μεν ατάκτους και απρεπείς συνομιλίας και συναναστροφάς των νέων καθ΄ ολοκληρίαν εμίσει, ηγάπα δε μόνον το να πηγαίνη τακτικά εις την Εκκλησίαν και να συναναστρέφηται μετά των φρονίμων και γερόντων, όπως λαμβάνη παρ΄ αυτών καλάς συμβουλάς ωφελούμενος ψυχικώς, τούτο δε είχεν ως κύριον έργον. Τοιούτος δε ων και παρ΄ όλων τιμώμενος, ανδρωθείς δε και κατά την ηλικίαν και την φρόνησιν, ο Άγιος εκρίθη άξιος Ιερωσύνης από τον Αρχιερέα του καιρού εκείνου, Νικόλαον και αυτόν καλούμενον, όστις και τον εχειροτόνησεν Ιερέα. Ήτο δε ο Αρχιερεύς εκείνος αδελφός του πατρός του, αναφέρεται δε εις τον λόγον του Αγίου ότι όταν εχειροτονείτο παρά του θείου του Ιερεύς, προείπεν εκείνος δι΄ αυτόν ενώπιον πάντων, εκ του Αγίου Πνεύματος φωτισθείς, ότι έμελλε να χειροτονηθή και Αρχιερεύς και πολλούς τεθλιμμένους θέλει παρηγορήσει και πολλάς ψυχάς θέλει εξαποστείλει εις την Βασιλείαν των ουρανών, ως το έδειξαν και τα πράγματα ύστερον και ηλήθευσεν ο λόγος του Αρχιερέως και θείου του.
Αφ΄ ότου λοιπόν ο Άγιος εχειροτονήθη Ιερεύς τις δύναται να διηγηθή όσας αρετάς και καλωσύνας έκαμνε; Τις τας αγρυπνίας, τας νηστείας, την εγκράτειαν και τας προσευχάς υπέρ του λαού; Ταύτα βλέπων και ο θείος του, ο Αρχιερεύς Νικόλαος, εθαύμαζε διότι τοσούτον μέγας κατέστη εις την αρετήν. Θέλων δε να υπάγη χάριν προσκυνήσεως εις τα Ιεροσόλυμα, αφήκε τον Άγιον επίτροπον του θρόνου του και επιτηρητήν εις το Μοναστήριον, το οποίον είχε κτίσει ο ίδιος επονομάσας αυτό Νέαν Σιών. Εκυβέρνα δε ο Άγιος και την Επισκοπήν και το Μοναστήριον ως να ήτο ο ίδιος ο Αρχιερεύς. Αλλ΄ αυτά μεν έγιναν ύστερον, τα δε κατ΄ αρχάς ακούσατε. Νέου έτι όντος του Αγίου απέθανον ο πατήρ και η μήτηρ του και αφήκαν εις αυτόν όχι ολίγην περιουσίαν, την οποίαν διεσκόρπισεν εις διατροφάς πεινώντων, εις ενδυμασίας γυμνών και εις περίθαλψιν ορφανών και χηρών, ουχί δε εις αλόγους επιθυμίας, εις πολυτελή ενδύματα και εις παντοειδείς διασκεδάσεις ως οι νέοι της σημερινής εποχής, διότι ήκουε τον Προφητάνακτα Δαβίδ, όστις λέγει: «Πλούτος εάν ρέη, μη προστίθεσθε καρδίαν (Ψαλμ. ξα: 11). Τούτο έπραττε και ο Άγιος· δεν έδιδε προσοχήν καθ΄ ολοκληρίαν εις τον ρέοντα και φθαρτόν πλούτον, αλλά διεσκόρπιζεν αυτόν ως έπρεπεν, ίνα κερδήση άφθαρτον και αιώνιον· εκ των πολλών δε ελεημοσυνών, τας οποίας έπραξεν, ακούσατε μίαν θαυμαστήν και παράδοξον.
Τον καιρόν εκείνον ήτο εις πολύ πλούσιος άνθρωπος, όστις είχε τρεις θυγατέρας παρθένους, κατά πολύ ωραίας. Από φθόνον δε του εχθρού ο άνθρωπος αυτός έφθασεν εις μεγάλην πτωχείαν και απεφάσισε να βάλη τας θυγατέρας του εις πορνείον, ίνα δια του μέσου αυτού προσπορίζωνται και οι τέσσαρες τα προς το ζην αναγκαία. Και ο μεν πατήρ των θυγατέρων εκείνων ούτως απεφάσισε να πράξη· ο δε πανάγαθος Θεός, ο γινώσκων τα κρύφια των καρδιών, θέλων να ελευθερώση τας τρεις εκείνας ψυχάς εκ της κολάσεως, έτι δε και να φανερωθή και η κρυπτή αρετή του Αγίου, τι ωκονόμησεν; Κατά την ιδίαν εκείνην ημέραν, κατά την οποίαν εφανέρωσεν ο πατήρ αυτός την βουλήν του, το έμαθε και ο Άγιος Νικόλαος· όθεν έσπευσεν ευθύς να σώση τας ψυχάς αυτάς και δέσας εις εν μανδήλιον τριακόσια φλωρία, επήγε κρυφίως την ιδίαν εκείνην νύκτα και ρίψας αυτά εκ τινος θυρίδος εις τον οίκον του πτωχεύσαντος πλουσίου ευθύς ανεχώρησε δια να μη φανερωθή εις κανένα, διότι απέφευγε τον έπαινον των ανθρώπων και μόνον ίνα αρέση εις τον Θεόν επεθύμει, διότι ήκουε του ιερού Ευαγγελίου λέγοντος· «Σου δε ποιούντος ελεημοσύνην, μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου» (Ματθ. στ: 3)· ήτοι, όταν πράττης την ελεημοσύνην, να μη το γνωρίζη κανείς. Και ο μεν Άγιος Νικόλαος ούτως εν τω κρυπτώ εποίησε την ελεημοσύνην· ο δε πατήρ εκείνος, εγερθείς την πρωϊαν εκ του ύπνου, βλέπει εντός της οικίας του το μανδήλιον δεδεμένον και λαβών αυτό εις τας χείρας του το έλυσε και βλέπει τα φλωρία· όθεν μείνας εκστατικός έτριβε τους οφθαλμούς του μη πιστεύων εις το γεγονός. Μετρήσας δε τα φλωρία εύρεν αυτά ακριβώς τριακόσια. Ποία αισθήματα νομίζετε να επλημμύρισαν την ψυχήν του την ώραν εκείνην; Έχαιρε μεν δια το καλόν, που του έγινεν, ήθελε δε να μάθη και ποίος να ήτο ο τούτο πράξας· μη γνωρίζων όμως τον ευεργέτην ηυχαρίστει τον Θεόν. Παρευθύς λοιπόν την ημέραν εκείνην ενύμφευσε την μεγαλυτέραν θυγατέρα του μετά τινος πλουσίου της πόλεως εκείνης, ελπίζων εις τον Θεόν, ότι Εκείνος, όστις ωκονόμησε την προίκα της πρώτης, Αυτός θα φροντίση και δια την προίκα των άλλων δύο. Και ο μεν πατήρ εκείνος ούτως έπραξεν· ο δε Άγιος, βλέπων ότι εις καλόν μετεχειρίσθη τα χρήματα και εγένετο ως ο Θεός ήθελεν, αμέσως την δευτέραν νύκτα δένει εις έτερον μανδήλιον άλλα τριακόσια φλωρία και έρριψε δια νυκτός και ταύτα εκ της ιδίας θυρίδος. Εγερθείς το πρωϊ ο πατήρ των θυγατέρων εκείνων εκ του ύπνου, βλέπει έτερον μανδήλιον με άλλα τριακόσια φλωρία. Όθεν θαυμάζων εις το γεγονός εσκέπτετο τις να ήτο ο πράττων την τοσαύτην καλωσύνην και μετά δακρύων παρεκάλει τον Θεόν και έλεγε· «Θεέ και Κύριε του ελέους, ο οικονομών την του ανθρώπου σωτηρίαν, ο μη θέλων τον θάνατον του αμαρτωλού έως του επιστρέψαι και ζην αυτόν, ο εκ των ουρανών καταβάς δια τας αμαρτίας ημών, δείξον εις εμέ τον πιστόν σου δούλον τον εμόν ευεργέτην, δια να γνωρίσω ποίος είναι αυτός όστις πράττων εις εμέ την τοσαύτην ελεημοσύνην με ήρπασεν από τας χείρας του διαβόλου». Ταύτα λέγων ήλπιζε να γνωρίση τον ευεργέτην· όθεν ενύμφευσε και την δευτέραν θυγατέρα, ελπίζων εις τον Θεόν, ότι ο οικονομήσας δια τας δύο θυγατέρας αυτού, θέλει οικονομήσει και δια την τρίτην.
Από την ημέραν ταύτην επρόσεχε πάντοτε, εάν έλθη ο ευεργέτης του, να τρέξη να ίδη ποίος είναι ο ποιών την ελεημοσύνην. Και αυτός μεν τοιουτοτρόπως επρόσεχεν. Ο δε Άγιος Νικόλαος, βλέπων ότι ενύμφευσε και την δευτέραν θυγατέρα του, ηθέλησε να τελειώση το καλόν· όθεν έδεσε πάλιν εις έτερον μανδήλιον άλλα τριακόσια φλωρία και έρριψε και αυτά κρυφίως νύκτα τινά εκ της αυτής θυρίδος. Ο δε πατήρ των θυγατέρων προσέχων ήκουσε τον κτύπον των φλωρίων και ανοίξας αμέσως την θύραν, έτρεξε να φθάση τον Άγιον, όστις εννοήσας ότι τον αντελήφθησαν έσπευδε να φύγη. Τρέχοντες δε και οι δύο, έφθασεν ο άνθρωπος εκείνος τον Άγιον και γνωρίσας αυτόν, διότι ήτο πασίγνωστος εκ τε της αρετής και του γένους του, έπεσεν εις τους πόδας του και μετά δακρύων του έλεγεν· «Ευχαριστώ σε, δούλε του Θεού, ότι με ελυπήθης τον ταλαίπωρον και έκαμες την ελεημοσύνην ταύτην εις εμέ τον άθλιον· εάν δεν επρόφθανες ηθέλομεν χαθή ψυχικώς και σωματικώς». Ιδών δε ο Άγιος ότι εφανερώθη η αρετή του, λέγει προς αυτόν· «Δια την καλωσύνην την οποίαν έκαμα εις σε δεν θέλω να είπης εις ουδένα τίποτε εν όσω ζω. Δια τούτο σε καθιστώ υπεύθυνον ενώπιον του Θεού». Ταύτα δε ειπών ο Άγιος ανεχώρησεν αμέσως απ΄ αυτού. Την επαύριον ο πατήρ εκείνος ενύμφευσε και την τρίτην θυγατέρα του καλώς και διήλθε το υπόλοιπον της ζωής του εν ειρήνη δοξάζων τον Θεόν. Τούτο το μέγα καλόν, το οποίον εποίησεν ο Άγιος, γενόμενον γνωστόν, παρακινεί ημάς εις το να τον θαυμάζωμεν, τα άλλα όμως τα εν τω κρυπτώ, τα οποία ουδείς έμαθεν, τας ελεημοσύνας, λέγω, τας αγρυπνίας, τας νηστείας, και όλας τας άλλας αρετάς, αυτά μόνος ο Θεός γνωρίζει. Ημείς όμως από αυτό και μόνον δυνάμεθα να εννοήσωμεν και τα άλλα αυτού κατορθώματα, τα οποία εποίει εν τω κρυπτώ, αποφεύγων τον έπαινον των ανθρώπων και μόνον την του Θεού ζητών δόξαν· αλλ΄ όσον αυτός εκρύπτετο, τόσον ο Θεός τον εφανέρωνε δια να τον τιμήση, διότι δια των αγαθών έργων ετίμα τον Θεόν. Θέλων δε ποτε ο Άγιος να υπάγη εις τα Ιεροσόλυμα δια να προσκυνήση τον Πανάγιον Τάφον του Κυρίου και να εύρη και τόπον ησυχαστικόν δια να μείνη κατά μόνας, εύρε πλοίον Αιγυπτιακόν και εισελθών εις αυτό μετ΄ άλλων Χριστιανών, βλέπει καθ΄ ύπνον ότι ο διάβολος ο εχθρός της αληθείας έκοπτε τα εις το κατάρτιον σχοινία. Εξυπνήσας δε την πρωϊαν λέγει εις τους ναύτας, ότι «Σήμερον μεγάλη τρικυμία θέλει μάς εύρει, διότι είδον εις τον ύπνον μου ότι θα υποφέρωμεν. Όμως μη φοβηθήτε, αλλ΄ ελπίζετε εις τον Θεόν και αυτός θα μας ελευθερώση εκ του θανάτου». Ενώ δε έλεγεν ο Άγιος τους λόγους τούτους, παρουσιάσθη παρευθύς νέφος μέγα και σκοτεινόν και μετά το νέφος άνεμος και ταραχή της θαλάσσης μεγάλη, τόσον ώστε απελπισθέντες άπαντες ανέμενον τον θάνατον και άπαντες οι εν τω πλοίω ατενίζοντες τον Άγιον παρεκάλουν αυτόν μετά δακρύων, ίνα δεηθή του Θεού να καταπαύση ο άνεμος. Σταθείς δε εις προσευχήν ο Άγιος ευθύς ο άνεμος έπαυσεν, η θάλασσα ησύχασε και οι εν τω πλοίω εχάρησαν. Κατά δε την ώραν της τρικυμίας ναύτης τις αναβάς εις το κατάρτιον δια να διορθώση τα σχοινία του πανίου και καταβαίνων, εκ του φόβου της τρικυμίας εκρημνίσθη εις το κατάστρωμα του πλοίου και απέθανεν· ο δε Άγιος, ιδών ότι δια μεν την κατάπαυσιν του ανέμου εχάρησαν όλοι οι εν τω πλοίω, ελυπούντο όμως δια τον θάνατον του ναύτου, παρεκάλεσε τον Θεόν και ανέστησεν αυτόν ως εξ ύπνου. Φθάσαντες δε εις την ξηράν διηγούντο τα θαύματα του Αγίου· τότε πολλοί ασθενείς ενοχλούμενοι υπό διαφόρων ασθενειών προσέτρεχον εις αυτόν και εθεραπεύοντο. Ας συλλογισθή δε έκαστος πόσοι προσέτρεχον εις τον Άγιον δια την θεραπείαν των, και όμως άπαντας τους εις αυτόν προστρέχοντας εθεράπευσε την ημέραν εκείνην. Εισελθών δε εις Ιεροσόλυμα προσεκύνησε τους Αγίους Τόπους, τον Πανάγιον Τάφον του Κυρίου, τον Γολγοθάν, τον Τίμιον Σταυρόν και όλα τα σεβάσμια μέρη. Θέλων δε να μείνη εκεί να ησυχάση, Άγγελος Κυρίου τον προσέταξε την νύκτα να επιστρέψη εις την πατρίδα του. Ακούσατε δε τι συνέβη κατά την επιστροφήν. Ετοιμαζόμενος ο Άγιος να επιστρέψη εις την πατρίδα του, επήγεν εις τον λιμένα, και ηρώτησεν εις εν πλοίον που θα υπάγη· είπον δε οι ναύται· «Όπου εύρωμεν ναύλον, εκεί θα υπάγωμεν». Λέγει ο Άγιος· «Να σας δώσω τον ναύλον να με υπάγετε εις τα Πάταρα της Λυκίας». Έσπευσαν λοιπόν οι ναύται μετά του πλοιάρχου να αναχωρήσωσι· βλέποντες δε ότι είχον καλόν άνεμον ύψωσαν τα ιστία και ανεχώρησαν· θέλοντες δε να διέλθωσιν από την πατρίδα των έστρεψαν το πλοίον προς την κατεύθυνσιν αυτής, αλλ΄ ο Θεός, δια να μη λυπήση τον Άγιον, εξήγειρε μεγάλην τρικυμίαν, ώστε συνετρίβη το πηδάλιον και απελπισθέντες οι ναύται ανέμενον τον θάνατον, αλλ΄ ο Άγιος δια προσευχής του κατεπράϋνε την ταραχήν της θαλάσσης. Οι δε ναύται μετά του πλοιάρχου παρ΄ ελπίδα είδον ότι έφθασαν εις τα Πάταρα και πεσόντες εις τους πόδας του Αγίου του εζήτουν συγχώρησιν· ο δε Άγιος διδάξας και παραινέσας αυτούς τους είπε να μη επαναλάβωσι τοιούτον εις άλλον τινά, έπειτα ευχηθείς να υπάγωσι κατευώδιον εις τον τόπον των τους απέλυσεν.
Με τοιούτον τρόπον επέστρεψεν ο Άγιος εις την πατρίδα του· πόσην δε χαράν ησθάνθησαν οι συμπατριώται αυτού, ότε είδον τον Άγιον, δεν δύναμαι να σας διηγηθώ. Νέοι και γεροντες, άνδρες και γυναίκες, ακόμη και οι Μοναχοί οι όντες εις το Μοναστήριον, εις το οποίον τον είχεν αφήσει ο θείος του επίτροπον, όλοι εξήλθον εις συνάντησίν του και εφιλοξένησεν αυτούς με λόγον Θεού, διδάξας τα ανήκοντα εις Χριστιανικάς ψυχάς τας επιθυμούσας την σωτηρίαν των. Ούτω πολιτευόμενος ο Άγιος ηγαπάτο παρ΄ όλων και επηνείτο και βλέποντες τας αρετάς του, πολλοί εμιμούντο αυτόν και εκ της διδασκαλίας του ωφελούμενοι, κατεφρόνουν τα φθαρτά και επεθύμουν τα ουράνια. Μέγας δε ων εις την αρετήν ο Άγιος και εις την κατά Θεόν πολιτείαν, δεν ηδύνατο να κρυφθή από τους ανθρώπους, αν και απέφευγε τον τούτων έπαινον, διότι εφανερώνετο παρά Θεού προς ωφέλειαν πολλών ψυχών και ακούσατε. Πλησίον εις τα Πάταρα ήτο πόλις, ήτις ελέγετο Μύρα· αποθανόντος δε κατά τας ημέρας εκείνας του Αρχιερέως της πόλεως ταύτης, εζήτουν οι κάτοικοι ίνα εύρωσιν Αρχιερέα άξιον του θρόνου. Εσυνάχθησαν όθεν οι Επίσκοποι και οι λοιποί Κληρικοί της επαρχίας των Μυραίων δια να εκλέξωσι τον νέον Αρχιερέα των, και πολλαί σκέψεις και συζητήσεις εγένοντο δια διάφορα πρόσωπα. Εγερθείς δε εις εκ των Επισκόπων, λέγει· «Ω αγία και ιερά σύναξις, ακούσατέ μου· αυτούς τους οποίους προτείνομεν ημείς δι΄ Αρχιερείς, θεωρούνται καλοί εξ ημών, αλλ΄ ας δεηθώμεν εις τον Θεόν ίνα ίδωμεν ποίον θα εκλέξη και ο Θεός». Ακούσαντες δε οι Επίσκοποι τους λόγους τούτους ηυχαριστήθησαν, και δεηθέντες την νύκτα εκείνην ίνα τους φανερώση τον άξιον, αίφνης Άγγελος Κυρίου εφάνη εις τινα Επίσκοπον πρεσβύτερον, λέγων· «Επίσκοπε, τι κοπιάζετε; Ο άξιος Αρχιερεύς είναι πλησίον σας, και σεις τον ζητείτε; Σήκω, ύπαγε εις την Εκκλησίαν και θα έλθη Ιερεύς τις συνετός, ονόματι Νικόλαος· αυτόν κάμετε Μητροπολίτην, διότι αυτός είναι άξιος να ποιμάνη τον λαόν, ως θέλει ο Θεός». Αφού ο Επίσκοπος είδε την οπτασίαν, ανέφερε ταύτην και εις τους άλλους Επισκόπους, οίτινες ακούσαντες τούτο εδόξαζον τον Θεόν· αυτός δε ελθών εις την Εκκλησίαν ανέμενε να ίδη εκείνον τον οποίον του είπεν ο Άγγελος. Ιστάμενος δε βλέπει τον Άγιον Νικόλαον πορευόμενον εις την Εκκλησίαν δια να προσευχηθή· ο δε Επίσκοπος ηννόησεν ότι εκείνος είναι και είπε· «Τέκνον μου, πως ονομάζεσαι»; Ο δε Άγιος με πραότητα απεκρίθη· «Νικόλαος, άγιε Δέσποτα»· Παρευθύς, αφού ήκουσεν ο Επίσκοπος τον Άγιον, είπε προς αυτόν· «Ακολούθει μοι». Και λαβών αυτόν εκ της χειρός, τον έφερεν εις τους άλλους Επισκόπους και Κληρικούς, και ως τον είδον, ηυχαρίστησαν τον Θεόν, όστις τους έδωκε τοιούτον Ποιμένα. Όθεν χειροτονήσαντες αυτόν Αρχιερέα, είπον προς τον λαόν· «Δεχθήτε, αδελφοί, τον άξιον Αρχιερέα και Ποιμένα τον από Θεού απεσταλμένον». Και τα μεν περί της χειροτονίας του εις Αρχιερέα ούτως εγένοντο· όσους δε κόπους και πόνους, αγρυπνίας και νηστείας, ελεημοσύνας και λοιπάς αγαθοεργίας εποίησεν, τις δύναται να διηγηθή; Αλλ΄ ο διάβολος, φθονών το καλόν, τι κατώρθωσε; Βλέπων την ευσέβειαν πληθυνομένην και τους Χριστιανούς αυξανομένους, δεν υπέφερεν. Όθεν παρεκίνησε κατά των Χριστιανών δύο βασιλείς, το ζεύγος του διαβόλου, τα θηρία τα ανήμερα, τους διώκτας της ευσεβείας, τον Διοκλητιανόν και τον Μαξιμιανόν, οίτινες εθέσπισαν μεγάλας τιμωρίας και βάσανα ανυπόφορα κατά των Χριστιανών. Έστειλαν δε ούτοι και τοπάρχας ωμοτάτους και απανθρώπους, οίτινες εκήρυττον πανταχού, ότι όστις είναι Χριστιανός, εάν μεν αρνήται τον Χριστόν να λαμβάνη μεγάλας τιμάς από τους βασιλείς, εάν δε επιμένη να μένη Χριστιανός και δεν σέβεται τα είδωλα, να λαμβάνη μεγάλας τιμωρίας και βάσανα. Πολλοί λοιπόν εκ των Χριστιανών ωμολόγησαν παρρησία τον Χριστόν ως Θεόν αληθή, και απέθανον μετά πολλών βασάνων, άλλοι δε εκ φόβου ηρνούντο, φεύ! Τον Χριστόν και εθυσίαζον εις τα είδωλα. Οι δε φοβούμενοι και μη θέλοντες να αρνηθούν τον Χριστόν, αλλ΄ ούτε να θυσιάσουν και εις τα είδωλα, έφευγον εις τα όρη και τα σπήλαια κρυπτόμενοι. Οι ορισμοί ούτοι των βασιλέων έφθασεν και εις τα Μύρα, εις την Επισκοπήν του Αγίου, οι δε τοπάρχαι ευρόντες τον Άγιον τον επαίδευσαν πολύ και τον εφυλάκισαν ομού μετά των άλλων Χριστιανών. Φυλακισμένος δε ων ο Άγιος υπέφερε προθύμως πάσαν κακοπάθειαν, ήτοι πείναν, δίψαν και τα τούτοις όμοια. Έμεινε δε ο Άγιος εν τη φυλακή ικανόν καιρόν διδάσκων τους Χριστιανούς να μένουν σταθεροί εις την Πίστιν. Και ο μεν εχθρός της αληθείας διάβολος ούτως ειργάσθη, ο δε Θεός, ο το του ανθρώπου συμφέρον θέλων, άλλως ωκονόμησε· διότι οι μεν δύο ασεβέστατοι βασιλείς εκείνοι αποθανόντες επορεύθησαν εις την γέενναν του πυρός, και αντ΄ αυτών εβασίλευσεν ο Χριστιανικώτατος μέγας Κωνσταντίνος, υιός της Αγίας Ελένης και Κωνσταντίου του Χλωρού, όστις ανελθών εις τον θρόνον διέταξε πανταχού όπου ευρίσκετο Χριστιανός εις την φυλακήν να ελευθερούται, αι Εκκλησίαι να ανοικοδομώνται και οι ειδωλολατρικοί ναοί να αφανίζωνται. Αμέσως λοιπόν ηλευθερώθησαν όλοι οι Χριστιανοί εκ των φυλακών, μεταξύ δε τούτων και ο Άγιος Νικόλαος και αποκατεστάθη πάλιν Αρχιερεύς και Ποιμήν των Μυραίων. Μετά την διαταγήν ταύτην του βασιλέως οι εν τη επαρχία του Αγίου ευρισκόμενοι ειδωλολατρικοί βωμοί, εις τους οποίους κατώκουν οι δαίμονες και προσεκυνούντο παρά των ανθρώπων, κατεκρημνίζοντο δια προσευχής του και διελύοντο εις χώμα, οι δε δαίμονες έφευγον εις τον αέρα κλαίοντες την συμφοράν των. Ήτο δε εκεί εις τα Μύρα και εις μέγας βωμός ειδωλολατρικός, πολύ μεγαλύτερος των άλλων, κατά τε το ύψος και το πλάτος, τον οποίον ωνόμαζον οι ειδωλολάτραι της θεάς Αρτέμιδος, ηθέλησε δε ο Άγιος να εξαφανίση και εκείνον· αφού λοιπόν προσηυχήθη, παρευθύς κατέπεσε και ο βωμός και τα είδωλα ως πίπτουν τα φύλλα του δένδρου εκ μεγάλου ανέμου το φθινόπωρον, έφευγον δε οι κατοικούντες εις αυτόν δαίμονες κλαίοντες και λέγοντες προς τον Άγιον· «Μας ηδίκησας· ημείς δεν σου επταίσαμεν και συ μας διώκεις από τον οίκον μας· εδώ είχαμεν την κατοικίαν μας πλανώντες τους ανθρώπους, οι οποίοι μας ελάτρευον και τώρα που να υπάγωμεν»; Λέγει προς αυτούς ο Άγιος· «Πορεύθητε εις το πυρ το εξώτερον, το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις Αγγέλοις αυτού». Τοιουτοτρόπως άπαντες οι βωμοί της περιοχής κατεστράφησαν. Κατά την εποχήν της βασιλείας του Μεγάλου Κωνσταντίνου ανεφάνη εις την Αλεξάνδρειαν, εις την οποίαν και κατώκει, ο αιρετικός Άρειος. Ούτος ήτο αρκετά πεπαιδευμένος κατά τα στοιχεία του κόσμου και εδείκνυεν εις την αρχήν ότι ήτο ευλαβής. Τούτον ο Άγιος Πέτρος (300-301), ο Μάρτυς και Αρχιερεύς, εχειροτόνησε Διάκονον· αφού δε εχειροτονήθη, ήρχισε να λέγη λόγια βλάσφημα κατά του Θεού, ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός αληθής, αλλά κτίσμα και ποίημα του Θεού. ιδών δε ο Αρχιερεύς ότι είναι βλάσφημος, τον απεμάκρυνε της Διακονίας. Μετά τον θάνατον του Πέτρου έλαβε την Αρχιερωσύνην της Αλεξανδρείας ο Αχιλλάς (311-312), όστις επανέφερε τον Άρειον εις την ευσέβειαν, εχειροτόνησε δε αυτόν και Πρωτοπρεσβύτερον Αλεξανδρείας. Αλλ΄ έως μεν έζη ο Αχιλλάς διετήρει την ευσέβειαν ο ασεβέστατος Άρειος· αποθανόντος όμως του Αχιλλά και ανελθόντος εις τον θρόνον του Αγίου Αλεξάνδρου (313-328), ήρχισε πάλιν ο αλιτήριος να βλασφημή ακόμη περισσότερον. Βλέπων ο Αρχιερεύς ότι όχι μόνον αυτός δεν ήθελε να διορθωθή αλλά και άλλους έσυρεν εις την πλάνην του, τον καθήρεσε και τον ανεθεμάτισεν, αυτός όμως εξηκολούθει να κηρύττη τα σαθρά αυτού δόγματα, παρέσυρε δε εις την μιαράν του αίρεσιν και τον Ευσέβιον Μητροπολίτην Νικομηδείας, τον Παυλίνον, Αρχιερέα της Τύρου και άλλον Ευσέβιον Μητροπολίτην Καισαρείας, όχι δε μόνον αυτούς, αλλά και πολλούς άλλους Κληρικούς και Αρχιερείς. Βλέπων ο Μέγας Κωνσταντίνος την σύγχυσιν της Εκκλησίας, έστειλε πανταχού διαταγάς, να συναχθώσιν όλοι οι Αρχιερείς και οι πρώτοι των Μοναχών εις την πόλιν Νίκαιαν, και να συνδιαλεχθώσιν μετά του Αρείου δια να αποδειχθή ποίος είναι ο πταίστης και βλάσφημος. Συνήχθησαν όθεν εν έτει 325 Αρχιερείς διακόσιοι τριάκοντα δύο και Ιερείς, Διάκονοι και Μοναχοί ογδοήκοντα εξ, ήτοι εν όλω τριακόσιοι δεκαοκτώ. Ήσαν δε έξαρχοι και πρώτοι της Αγίας ταύτης Α΄ Οικουμενικής Συνόδου οι εξής· Σίλβεστρος Πάπας Ρώμης, Μητροφάνης Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Αλέξανδρος Πατριάρχης Αλεξανδρείας, έχων ως βοηθόν αυτού τον Μέγαν Αθανάσιον, Διάκονον έτι τότε όντα, Ευστάθιος Πατριάρχης Αντιοχείας, Μακάριος Πατριάρχης Ιεροσολύμων, Παφνούτιος ο Ομολογητής, Σπυρίδων Αρχιερεύς Τριμυθούντος και άλλοι μετά των οποίων ήτο και μέγας και θαυματουργός Νικόλαος. Καθήσας δε ο βασιλεύς εις τον θρόνον, εκάθισαν εξ εκάστου μέρους από εκατόν πεντήκοντα εννέα Πατέρες. Εγένετο δε συζήτησις μετά του Αρείου με πολλήν αγωνίαν.
Βλέπων ο Άγιος Νικόλαος ότι ο Άρειος προσεπάθει να αποστομώση όλους τους Αρχιερείς, θείω ζήλω κινούμενος ηγέρθη και έδωκεν εις αυτόν εν τοιούτον ράπισμα, ώστε εσείσθησαν τα μέλη του. Διαμαρτυρόμενος δε ο Άρειος λέγει προς τον βασιλέα· «Βασιλεύς δικαιότατε, είναι δίκαιον έμπροσθεν της βασιλείας σου να κτυπά κανείς τον άλλον; Εάν μεν έχη λόγον ας ομιλή ως και οι λοιποί Πατέρες· εάν δε είναι αμαθής ας σιωπά, ως και οι όμοιοί του· διατί να με ραπίση έμπροσθεν της βασιλείας σου»; Ακούσας ταύτα ο βασιλεύς ελυπήθη πολύ και λέγει προς τους Αρχιερείς· «Άγιοι Αρχιερείς, ο νόμος προστάσσει να κόπτεται ο χειρ εκείνου όστις τολμήση έμπροσθεν του βασιλέως να κτυπήση τινά· αφήνω όμως όπως κρίνη την πράξιν ταύτην η αγιότης σας». Απεκρίθησαν οι Αρχιερείς και είπον· «Βασιλεύ, ότι μεν κακώς έπραξεν ο Αρχιερεύς, το ομολογούμεν όλοι μας· πλην σε παρακαλούμεν, τώρα μεν ας τον αποβάλωμεν της Συνόδου και ας τον φυλακίσωμεν, μετά δε το πέρας των εργασιών αυτής θέλομεν τον καταδικάσει». Αφού λοιπόν επετίμησαν και εφυλάκισαν τον Άγιον, εφάνησαν κατά την νύκτα εκείνην εις την φυλακήν ο Χριστός και η Θεοτόκος και λέγουν· «Νικόλαε, διατί είσαι φυλακισμένος»; Και ο Άγιος απεκρίθη· «Δια την ιδικήν σας αγάπην». Λέγει προς αυτόν ο Χριστός· «Λάβε αυτό», και του έδωσε το άγιον Ευαγγέλιον, η δε Θεοτόκος του έδωσε το αρχιερατικόν ωμοφόριον. Την επαύριον τινές γνωστοί του, έφερον εις τον Άγιον άρτον και βλέπουσιν ότι ήτο λελυμένος εκ των δεσμών και εις μεν τον ώμον του, εφόρει το ωμοφόριον, εις δε τας χείρας εκράτει αναγινώσκων το άγιον Ευαγγέλιον·ερωτήσαντες δε που τα εύρε, τους είπε πάσαν την αλήθειαν. Μαθών τούτο ο βασιλεύς τον εξέβαλεν εκ της φυλακής και του εζήτει συγχώρησιν. Το αυτό έπραξαν και οι λοιποί Αρχιερείς. Διαλυθείσης δε της Συνόδου, επέστρεψαν άπαντες οι Αρχιερείς, ως και ο Άγιος Νικόλαος, εις την επαρχίαν των.
Πείνα μεγάλη εγένετό ποτε εις την Λυκίαν, ομοίαν της οποίας δεν ενεθυμούντο ποτέ οι άνθρωποι και πολύ εστενοχωρούντο· τα δε Μύρα, η επαρχία του Αγίου, εκινδύνευε να καταστραφή. Αλλ΄ ο Άγιος λυπούμενος το ποίμνιόν του, τι ενήργησε; Πλοίαρχος τις εφόρτωσε το πλοίον του σίτον δια την Γαλλίαν, κατά δε την νύκτα φαίνεται εις αυτόν ο Άγιος Νικόλαος καθ΄ ύπνον και του λέγει· «Τον σίτον να τον υπάγης εις τα Μύρα της Λυκίας και όχι εις την Γαλλίαν, διότι εκεί είναι πείνα μεγάλη και θα τον εξοδεύσης με μεγάλην τιμήν και γρήγορα· λάβε δε και ως αρραβώνα τρία φλωρία και όταν φθάσης, λαμβάνεις και τα υπόλοιπα χρήματα». Εξυπνήσας την πρωϊαν ο πλοίαρχος εύρεν εις τας χείρας του τα νομίσματα και διηγηθείς τούτο εις τους ναύτας, έδειξε και τα νομίσματα. Όθεν ανεχώρησαν δια τα Μύρα της Λυκίας, διότι ηννόησεν ο πλοίαρχος ότι ήτο εκ Θεού τούτο και ότι ήθελον ωφεληθή. Φθάσαντες δε εις τα Μύρα επώλησαν τον σίτον με μεγάλην ωφέλειαν, οι δε άνθρωποι του τόπου εκείνου εδόξαζον τον Θεόν, όστις φροντίζει δια τους εις αυτόν ελπίζοντας. Ήθελον παύσει έως εδώ τον λόγον μου διηγούμενος τα του Αγίου κατορθώματα, επειδή και η ώρα παρήλθε. Σας παρακαλώ όμως να ακούσητε μετά προσοχής και τα επίλοιπα της διηγήσεως και να τελειώσω το λόγο μου. Εις την Μικράν Ασίαν υπήρχε χώρα, ήτις ωνομάζετο Μεγάλη Φρυγία, ήτο δε και άλλη Μικρά Φρυγία, ήτις παρέκειτο του Ελλησπόντου, και την οποίαν οι Έλληνες ωνόμαζον Τρωάδα. Εις την Μεγάλην Φρυγίαν κατώκουν άνθρωποι αλλόφυλοι και ξένοι, οι οποίοι ωνομάζοντο Τραϊφάλοι. Επαναστατήσαντες δε ούτοι έκαμον ιδικήν των βασιλείαν, χωρισθέντες εκ της βασιλείας του Κωνσταντίνου. Ακούσας ο Μέγας Κωνσταντίνος την επανάστασιν των Φρυγών, έπεμψε τρεις στρατηγούς με ικανόν στρατόν, όπως ειρηνεύσωσιν αυτούς· ωνομάζοντο δε οι στρατηγοί, ο εις Νεπωτιανός, ο δεύτερος Ούρσος και ο τρίτος Ερπυλίων. Πλέοντες δε και οι τρεις, έφθασαν εις τον λιμένα των Μυραίων, καλούμενον Ανδριάκην και επειδή ήτο κακοκαιρία, έμενον εκεί, έως να έλθη καιρός κατάλληλος· οι δε στρατιώται, έχοντες συνήθειαν εις την αρπαγήν, εισήλθον εις την πόλιν, όπως αγοράσωσι δήθεν άρτους, εκ τούτου δε εγένετο μεγάλη σύγχυσις εις την αγοράν των Μυραίων, διότι ήρπαζον ό,τι εύρισκον. Ακούσας ο Άγιος την σύγχυσιν, επορεύθη εις τον λιμένα, εύρε τους στρατηγούς και λέγει προς αυτούς· «Ποίοι είσθε η εξοχότης σας»; Εκείνοι ως τον είδον Αρχιερέα και γέροντα απεκρίθησαν ταπεινά· «Δούλοι του βασιλέως και της αγιωσύνης σου είμεθα και υπάγομεν κατά διαταγήν του βασιλέως να ειρηνεύσωμεν τους Ταϊφάλους, οι οποίοι επανεστάτησαν, αλλ΄ επειδή δεν κάμνει καιρόν επιτήδειον δια να αναχωρήσωμεν αναγκαζόμεθα να μένωμεν εδώ έως να καλωσυνεύση ο καιρός». Ο Άγιος απεκρίθη· «Αφού δια να ειρηνεύσητε κόσμον επαναστατημένον σας έστειλεν ο βασιλεύς, διατί ήλθετε εις ειρηνικόν κόσμον και ποιείτε σύγχυσιν»; Ως ήκουσαν ταύτα οι χιλίαρχοι, εφοβήθησαν ως Χριστιανοί και αγαθοί άνθρωποι όπου ήσαν και λέγουν προς τον Άγιον· «Ποίος είναι, Δέσποτα Άγιε, ο ποιών την σύγχυσιν»; Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Σεις είσθε· επειδή αφήνετε τους στρατιώτας σας και κάμνουν αρπαγήν εις την δημοσίαν αγοράν· σεις πταίετε». Πορευθέντες τότε αμέσως οι στρατηγοί εις την αγοράν των Μυραίων άλλους μεν εκ των στρατιωτών έδερον, άλλους συνεβούλευον και ούτως ειρήνευσαν τα πράγματα. Τότε ο Άγιος λαβών τους στρατηγούς εις την Μητρόπολιν εφιλοξένησεν αυτούς αρκούντως και ως καλός Πατήρ συμβουλεύσας και ευχηθείς αυτούς, τους συνώδευσε χαίροντας και ευχαριστημένους έως τον λιμένα των Μυραίων, τον Ανδριάκην. Τότε οι μεν στρατηγοί μετά του στρατού έμελον να εισέλθουν εις το πλοίον δια να αναχωρήσουν, ο δε Άγιος εξεκίνησε δια να επιστρέψη εις την πόλιν, πάραυτα όμως βλέπει άνδρας τε και γυναίκας κλαίοντας και παρακαλούντας αυτόν, όπως προφθάση και ελευθερώση τρεις εκ των συγγενών των, τους οποίους αδίκως ο διοικητής του τόπου Ευστάθιος κατεδίκασεν εις θάνατον δωροδοκηθείς παρά των εχθρών των. Γνωρίσας ο Άγιος το άδικον της αποφάσεως παρεκάλεσε τους στρατηγούς να τον ακολουθήσουν, αυτός δε έσπευδε δρομαίως ίνα φθάση εις τον τόπον της καταδίκης και σώση τους καταδίκους. Όπου δε καθ΄ οδόν συνήντα ανθρώπους ηρώτα εάν είδον τους καταδίκους και πληροφορούμενος περί της πορείας των έσπευδε δια να τους απαλλάξη εκ του θανάτου. Φθάσας τέλος κάθιδρως εις τον τόπον της εκτελέσεως επρόλαβε την τελευταίαν στιγμήν και αφήρεσεν εκ των χειρών του δημίου την σπάθην, με την οποίαν επρόκειτο να αποκεφαλίση τους μελλοθανάτους και λύσας αυτούς εκ των δεσμών δια των ιδίων του χειρών, τους αφήκεν ελευθέρους και ανεχώρησαν χαίροντες και δοξάζοντες τον Θεόν και τον Άγιον Νικόλαον. Διαδοθείσης της φήμης εις την πόλιν, έτρεχον άνδρες και γυναίκες να ίδουν το γεγονός. Το αυτό έπραξε και ο Ευστάθιος, ιππεύσας επί του ίππου του, έτρεχε να ίδη και αυτός τι συνέβαινεν. Ο δε Άγιος, ως είδεν αυτόν, τον ήλεγξε, διότι έκαμεν άδικον κρίσιν δωροδοκηθείς και κατεδίκασε τους αθώους ανθρώπους· αυτός δε ωμολόγησεν ότι ο Σιμωνίδης και ο Ευδόξιος οι πρώτοι του τόπου εμαρτύρησαν περί αυτών και δια τούτο εξέδωκε τοιαύτην απόφασιν. Τότε ο Άγιος διεμαρτυρήθη ενώπιον των τριών στρατηγών, ότι θα καταγγείλη την πράξιν εις τον βασιλέα, δια να μάθη και εκείνος, ότι ο Ευστάθιος είναι άδικος κριτής. Ακούσας ταύτα ο Ευστάθιος και φοβηθείς έπεσεν εις τους πόδας του Αγίου ζητών συγχώρησιν και ομολογών την άδικον κρίσιν, που έκαμεν, ο δε Άγιος τον συνεχώρησεν και έγινε μεταξύ των αγάπη.
Aφού ταύτα πάντα είδον οι τρεις στρατηγοί, εισελθόντες εις το πλοίον ανεχώρησαν και φθάσαντες εις Φρυγίαν ειρήνευσαν τους Ταϊφάλους, είτα επιστρέψαντες εις Κωνσταντινούπολιν και προσκυνήσαντες τον βασιλέα, ανέφεραν ότι ειρήνευσαν τους Ταϊφάλους. Τότε ο βασιλεύς τους ετίμησε και πλείστα χαρίσματα τους έδωκε και εις μεγαλυτέραν τιμήν τους ανύψωσεν. Αλλά τι το μετά ταύτα; Ακούσατε, παρακαλώ, δια να γνωρίσητε τι κάμνει ο φθόνος εις τον άνθρωπον. Οι μεν στρατηγοί εκείνοι, ο Νεπωτιανός, ο Ούρσος και Ερπυλίων διέτριβον εις τα βασίλεια, ως πρώτοι του βασιλέως· φθονεροί δε τινες άνθρωποι του βασιλέως, μη δυνάμενοι να βλέπωσιν αυτούς ούτω τιμωμένους, επήγαν εις τον επίτροπον του βασιλέως, Αβλάβιον ονόματι, και του λέγουν· «Είδες τι εποίησαν οι τρεις στρατηγοί; Ο βασιλεύς τούς απέστειλε να ειρηνεύσουν τους Ταϊφάλους, αυτοί δε συνεννοηθέντες μετ΄ αυτών, σκέπτονται να πείσωσι τους μετ΄ αυτών στρατιώτας να επαναστατήσωσι κατά του βασιλέως, με την βοήθειαν δε και των Ταϊφάλων να βασιλεύσωσιν αυτοί». Ακούσας ταύτα ο Αβλάβιος εσκέπτετο πώς να χειρισθή την υπόθεσιν ταύτην· ιδόντες όμως οι συκοφάνται ότι άνευ χρημάτων δεν γίνεται τίποτε, έδωκαν εις αυτόν χρήματα και ούτος εφυλάκισεν αυτούς, μη γνωρίζοντος του βασιλέως Κωνσταντίνου, έμενον δε εις την φυλακήν, χωρίς να γνωρίζουν και αυτοί την αιτίαν. Οι φθονεροί όμως εκείνοι άνδρες, φοβούμενοι μη φανερωθούν εις τε τον Αβλάβιον και τον βασιλέα ψεύσται, έφερον εις τον Αβλάβιον και άλλα περισσότερα χρήματα και εζήτησαν να διατάξη όπως φονευθώσι το συντομώτερον, μήπως όντες εν τη φυλακή συνεννοηθώσι δήθεν μετά των Ταϊφάλων και έλθωσιν εκείνοι προς απελευθέρωσίν των. Βλέπων ο Αβλάβιος ότι και εις φόνον τον αναγκάζουσι, φοβούμενος δε μήπως του ζητήσουν να τους επιστρέψη τα χρήματα, τρέχει προς τον βασιλέα και προσποιούμενος τον λυπημένον λέγει προς αυτόν· «Πολυχρονεμένε βασιλεύ, οι τρεις στρατηγοί Νεπωτιανός, Ούρσος και Ερπυλίων, τους οποίους έπεμψας να ειρηνεύσωσι τους Ταϊφάλους, αντί να εκτελέσουν την προσταγήν σου, τους παρέσυραν με το μέρος των και σκέπτονται να επαναστατήσωσι κατά της βασιλείας σου. Λοιπόν εγώ τους εφυλάκισα και τώρα η βασιλεία σου αποφάσισον ως βούλεσαι ή διάταξον να φονευθώσιν, ή σκέψου πως θα απαλλαγής εξ αυτών δια να ίδωσι και άλλοι και σωφρονισθώσι».Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς και νομίζων ότι ο Αβλάβιος λέγει αλήθειαν, διέταξε να τους αναγγείλωσιν ότι την επομένην αποκεφαλίζονται. Όθεν γράψας ο Αβλάβιος την απόφασιν, έστειλεν είδησιν και εις την φυλακήν δια να τους δοθή η αγγελία. Όθεν ελθών ο δεσμοφύλαξ κλαίων τους ανήγγειλε την καταδίκην των, την οποίαν ώρισεν ο βασιλεύς, λέγων εις αυτούς· «Αύριον αποκεφαλίζεσθε· ό,τι λοιπόν έχετε να διατάξητε δια τας οικογενείας σας και τας περιουσίας σας κάμετε το συντομώτερον». Και ο μεν δεσμοφύλαξ ταύτα είπε· εκείνοι δε ακούσαντες την απόφασιν παρέλυσαν τα μέλη των, μη γνωρίζοντες δια ποίαν αιτίαν εδόθη τοιαύτη καταδικαστική απόφασις δι΄ αυτούς. Έλεγον δε προς αλλήλους· «Εις τι επταίσαμεν ενώπιον του Θεού και του βασιλέως και κατεδικάσθημεν ούτως; Ποία είναι η αμαρτία ημών και θέλουν να μας φονεύσουν»; Λέγει ο Νεπωτιανός· «Επειδή εφθάσαμεν εις αυτό το σημείον, αδελφοί μου, τώρα ανθρώπινος δύναμις δεν δύναται να μάς ελευθερώση· ενθυμείσθε τι συνέβη εις τα Μύρα της Λυκίας με τον μέγαν Νικόλαον, όστις ηλευθέρωσεν εκ του αδίκου θανάτου τους τρεις άνδρας· αυτός γνωρίζει και δι΄ ημάς ότι δεν έχομεν κανένα να μας βοηθήση· εις μεγάλην θλίψιν και οδύνην καρδίας ευρισκόμεθα και δεν υπάρχει κανείς να μας ελευθερώση εκ του κινδύνου τούτου· η φωνή μας έσβυσεν, η γλώσσα μας εξηράνθη και δεν δυνάμεθα να δεηθώμεν· ελάτε λοιπόν να παρακαλέσωμεν τον Θεόν και τον Άγιον Νικόλαον μήπως προφθάση η πρεσβεία του και απελευθερώση και ημάς τους αναιτίους, οι οποίοι δεν γνωρίζομεν τίποτε». Ήκουσαν και οι άλλοι και μετά δακρύων εβόησαν λέγοντες· «Κύριε ο Θεός του Πατρός ημών Νικολάου, του ελευθερώσαντος από τον άδικον θάνατον τους τρεις άνδρας εις τα Μύρα, πρόφθασον, Κύριε, και μη παρίδης την αδικίαν ταύτην, μηδέ λησμονήσης ημάς εις κίνδυνον θανάτου ευρισκομένους· ελευθέρωσόν μας εκ των χειρών των εχθρών μας· πρόφθασον εις βοήθειαν ημών ότι αύριον θανατούμεθα». Τοιαύτα και άλλα όμοια οι εν τη φυλακή εδέοντο του Θεού όλην την νύκτα. Βλέπων δε ο Θεός την αδικίαν και θέλων να δοξάση τον Άγιον, τι ωκονόμησε; Κατά την νύκτα εκείνην, ολίγον προ της ανατολής του ηλίου, φαίνεται ο μέγας Νικόλαος εις τον βασιλέα Κωνσταντίνον και του λέγει· «Βασιλεύ, εγείρου γρήγορα και ελευθέρωσον τους τρείς άνδρας, τους οποίους κατεδίκασες εις θάνατον, ειδ΄ άλλως θα κάμω δέησιν εις τον Θεόν να σου αφαιρέση την ζωήν». Λέγει ο βασιλεύς· «Ποίος είσαι συ, όστις με απειλείς; Και πως εισήλθες τοιαύτην ώραν εις τα βασίλεια»; Ο Άγιος απεκρίθη· «Εγώ είμαι ο Αρχιερεύς των Μυραίων Νικόλαος και με έστειλεν ο Θεός να σου είπω να ελευθερώσης τους τρεις αδικουμένους». Παρευθύς τότε εξύπνησεν ο βασιλεύς, ο δε Άγιος επήγε και εις τον έπαρχον Αβλάβιον και του λέγει· «Αβλάβιε, βεβλαμμένε εις τον νουν, διατί έλαβες χρήματα και ηδίκησας τους τρεις άνδρας, οι οποίοι δεν έπταισαν εις τίποτε; Γρήγορα να τους ελευθερώσης, διότι θα παρακαλέσω τον Θεόν και θα σου αφαιρέση την ζωήν». Ηρώτησεν ο Αβλάβιος· «Ποίος είσαι συ»; Και ο Άγιος απάντησεν· «Εγώ είμαι ο Νικόλαος ο δούλος του Θεού και Αρχιερεύς των Μυραίων». Ταύτα είπεν ο Άγιος και παρευθύς εξύπνησεν ο Αβλάβιος και εσκέπτετο τι εσήμαινε το όραμά του.
Ενώ λοιπόν ο Αβλάβιος εσκέπτετο τα οραθέντα, έφθασαν οι υπηρέται του βασιλέως Κωνσταντίνου και του λέγουν· «Σπεύσον, διότι σε ζητεί ο βασιλεύς». Έσπευσε λοιπόν αμέσως να παρουσιασθή εις τον βασιλέα, ο δε βασιλεύς, ως είδεν αυτόν, ήρχισε να του διηγήται το όραμα το οποίον είδε. Λέγει ο Αβλάβιος· «Βασιλεύ, και εγώ το αυτό όνειρο είδα εις τον ύπνον μου, και δεν δύναμαι να εννοήσω τι συμβαίνει· όθεν ας φέρωμεν τους τρεις αυτούς άνδρας να τους εξετάσωμεν». Έφερον λοιπόν τους τρεις στρατηγούς και λέγει προς αυτούς ο βασιλεύς· «Τι μαγείας εποιήσατε και είδομεν τόσον φοβερά όνειρα, ώστε δεν ηδυνήθημεν να κοιμηθώμεν»; Τότε οι τρεις στρατηγοί βλέποντες ο εις τον άλλον έκλαιον, ο δε βασιλεύς ιδών ότι εκ των δακρύων και του φόβου δεν ηδύναντο να απαντήσουν, τους ωμίλησε με ημερότητα και τους λέγει· «Αποκρίθητέ μοι και μη φοβήσθε έμπροσθεν του φίλου σας βασιλέως». Βλέποντες αυτοί την ημερότητα του βασιλέως, είπον μετά δακρύων· «Ω βασιλεύ, μαγείας ημείς δεν γνωρίζομεν, ούτε και λόγον πικρόν είπομεν ποτέ κατά της βασιλείας σου, μάρτυρα έχομεν τον Θεόν, όστις βλέπει τα πάντα· εάν δε ποτε εσκέφθημεν κακόν κατά της βασιλείας σου, σε ορκίζομεν εις τον Θεόν μη λυπηθής καθόλου και ημάς και όλον το γένος μας, αλλά να μας εξολοθρεύσης. Ημείς, ω βασιλεύ, έχομεν παραγγελίαν εκ των γονέων μας να σεβώμεθα πρώτον τον Θεόν και δεύτερον τον βασιλέα. Ταύτα μελετώντες, όταν απέστειλας ημάς εις την Φρυγίαν προς τους Ταϊφάλους, κατεφρονήσαμεν όλα και με την βοήθειαν του Θεού ετελειώσαμεν το θέλημά σου, ηλπίζομεν δε να μας τιμήσης, τώρα όμως βλέπομεν, ότι όχι μόνον ατιμίαν αντί τιμής, αλλά και θάνατον απολαμβάνομεν». Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς επραϋνθη η καρδία του και λέγει με ιλαρότητα προς εκείνους· «Είπατέ μου, τίνα Άγιον επεκαλέσθητε εις την φυλακήν κατά την νύκτα ταύτην»; Απεκρίθησαν και είπον· «Ω βασιλεύ πολυχρονεμένε, επεκαλούμεθα τον Θεόν κλαίοντες και λέγοντες: «Κύριε, Κύριε, ο Θεός του Πατρός ημών Νικολάου, ο δια των πρεσβειών τούτου ελευθερώσας εκ του αδίκου θανάτου τους τρεις άνδρας εις τα Μύρα, αυτός ελευθέρωσον και ημάς από την συκοφαντίαν ταύτην». Ο δε βασιλεύς, ως ήκουσε το όνομα του Νικολάου, λέγει προς αυτούς· «Ποίος είναι ο Νικόλαος, περί του οποίου ομιλείτε και κατά τίνα τρόπον ηλευθέρωσε τους τρεις εκείνους άνδρας εις τα Μύρα; Είπατέ μοι λεπτομερώς». Απεκρίθη ο Νεπωτιανός και λέγει προς τον βασιλέα· «Ημείς, πολυχρονεμένε βασιλεύ, πηγαίνοντες εις την Μεγάλην Φρυγίαν προς τους Ταϊφάλους, ηναγκάσθημεν, επειδή ο καιρός ήτο ακατάλληλος, να προσορμίσωμεν το πλοίον εις τον Ανδριάκην, τον λιμένα των Μύρων. Εκεί ήλθεν ο Μητροπολίτης των Μυραίων Νικόλαος, όστις μας επεριποιήθη· ήτο άνθρωπος ενάρετος και Άγιος, όλος δε ο τόπος εκείνος είναι γεμάτος από τα θαύματα, τα οποία κάμνει καθ΄ εκάστην. Άκουσον δε, βασιλεύ, πως τον ευλαβούνται οι άνθρωποι του τόπου, καθώς και ο διοικητής των Μύρων Ευστάθιος, ο αντιπρόσωπος της βασιλείας σου. Άρχοντες τινές του τόπου εσυκοφάντησαν τρεις άνδρας και ο Ευστάθιος ώρισε κατά τον νόμον να τους αποκεφαλίσουν, ως και ημείς οι άθλιοι μέλλομεν σήμερον να πάθωμεν. Οι δε συγγενείς εκείνων έδραμον εις τον Αρχιερέα Νικόλαον και έπεσαν εις τους πόδας του κλαίοντες και λέγοντες· «Βοήθησόν μας, δούλε του Χριστού, ταύτην την ώραν, διότι ο Ευστάθιος, λαβών χρήματα, αδίκως διέταξε να φονεύσουν τρεις άνδρας εκ των συγγενών μας, χωρίς να πταίουν εις τίποτε». Ως ήκουσεν ο Αρχιερεύς ταύτα, σπεύσας ήρπασεν εκ των χειρών του στρατιώτου την σπάθην δια της οποίας ήθελε να αποκεφαλίση αυτούς και ουδείς είπε τι εναντίον του, ότι δεν έπραξε καλά, ουδέ ο Ευστάθιος είπε τίποτε, μάλιστα έπεσεν εις τους πόδας του ζητών συγχώρησιν. Όλα αυτά, ω βασιλεύ, είδομεν με τους οφθαλμούς μας, ενθυμούμενοι δε το καλόν το οποίον έκαμεν εις τους τρεις εκείνους ο Άγιος, επεκαλέσθημεν μετά δακρύων τον Θεόν, να προφθάση δι΄ ευχών του Αγίου και εις βοήθειαν ημών». Ως ήκουσε ο βασιλεύς ταύτα κατενύγη και λέγει προς τους τρεις εκείνους· «Εγώ χαρίζω την ζωήν σας και να γνωρίζητε ότι χάριν του Αρχιερέως εκείνου ηλευθερώθητε από τον θάνατον· υπάγετε λοιπόν να γίνητε και Μοναχοί παρ΄ αυτού γρήγορα και να του είπητε ότι τον ήκουσα και να μη με φοβερίζη». Ταύτα ειπών ο βασιλεύς, τους έδωκε και εν χρυσούν Ευαγγέλιον και χρυσούν θυμιατήριον κεκοσμημένον με πολυτίμους λίθους και δύο μεγάλας κεχρυσωμένας λαμπάδας να τας υπάγουν εις την Εκκλησίαν, εις την οποίαν αρχιεράτευεν ο μέγας Νικόλαος. Οι δε λαβόντες ταύτα ανεχώρησαν δια τον Άγιον· έγιναν δε και Μοναχοί, εκ δε των υπαρχόντων των άλλα μεν εδώρησαν εις την Εκκλησίαν του Αγίου, άλλα εις πτωχούς και άλλα εις τους συγγενείς των. Περί του θαύματος τούτου ας παύσω διηγούμενος, επειδή αρκετά είπον· ας διηγηθώ δε και περί άλλου, το οποίον έτι ζων ετέλεσεν, έπειτα δε να είπω όσα μετά θάνατον εποίησε και τότε συν Θεώ να καταπαύσω τον λόγον μου. Ναύταί ποτε εκινδύνευον να πνιγούν ταξιδεύοντες· ακούοντες δε τα περί του Αγίου, επεκαλέσθησαν αυτόν και είπον· «Άγιε Νικόλαε, βοήθησόν μας την ώραν ταύτην, διότι πνιγόμεθα». Παρευθύς τότε εφάνη ο μέγας Νικόλαος εις την πρύμνην του πλοίου και λαβών το τιμόνιον εκυβέρνα· είπε δε εις τους ναύτας· «Μη φοβήσθε, εγώ είμαι μαζί σας· με επεκαλέσθητε και ήλθον προς βοήθειάν σας». Μετ΄ ολίγον έπαυσεν ο άνεμος, η θάλασσα ησύχασε και ο Άγιος έγινεν άφαντος. Τότε είπον οι ναύται· «Ας αράξωμεν το πλοίον μας εις τον λιμένα των Μυραίων και ας υπάγωμεν προς τον Άγιον Νικόλαον, ίνα τον ευχαριστήσωμεν δια την βοήθειαν, την οποίαν μας έκαμε, να ίδωμεν δε και το πρόσωπόν του, διότι δεν τον έχομεν ίδει». Εξήλθον λοιπόν εις την ξηράν και ηρώτησαν· «Που ευρίσκεται ο Αρχιερεύς»; Τους είπον δε ότι τώρα επήγαινεν εις την Εκκλησίαν με τους Ιερείς του. Όθεν έσπευσαν να τον φθάσουν και εισελθόντες εις την Εκκλησίαν τον εύρον και τον εγνώρισαν εκ του σχήματος, όπως τον είχον ίδει εις την θάλασσαν, επειδή, ως είπομεν, δεν τον είχον ίδει άλλοτε. Πεσόντες τότε εις τους πόδας του έλεγον· «Ευχαριστούμεν σοι, δούλε του Θεού, διότι εάν δεν προέφθανες ηθέλομεν πνιγή εις την θάλασσαν». Εκείνοι μεν ούτως έλεγον και διηγούντο την υπόθεσιν. Ο δε Άγιος, ως προορατικός όπου ήτο και έχων Πνεύμα Άγιον, εγνώρισεν ότι δεν ήτο καθαρά η καρδία των και ήρχισε να τους διδάσκη λέγων· «Παρακαλώ σας, τέκνα μου, να εξετάσετε τας βουλάς και τα νοήματα των καρδιών και του νοός σας και να τα διευθύνητε εις το θέλημα του Θεού· διότι αν εκ των ανθρώπων κρυπτώμεθα και φαινώμεθα καλοί, εκ του Θεού όμως δεν είναι δυνατόν να κρυφθώμεν, διότι ο άνθρωπος βλέπει εις το πρόσωπον, ο δε Θεός εις την καρδίαν. Ακούσατε τι η Γραφή λέγει· «Μη ποιήτε το κακόν, ίνα μη επέλθη τούτο εις ημάς, αλλά ποιείτε το καλόν δια να το απολαύσητε και μη μολύνητε το σώμα σας, διότι ως λέγει ο θείος Παύλος «σεις είσθε ναός Θεού και εάν κανείς καταστρέφη τον ναόν του Θεού, θα καταστρέψη αυτόν ο Θεός» (Α΄ Κορ. γ: 16-17)· εάν ούτω ποιήτε θα έχητε πάντοτε τον Θεόν βοηθόν». Ο μεν Άγιος μετά την διδαχήν του ανεχώρησεν εις την Μητρόπολιν· οι δε ναύται, ωφεληθέντες εκ της διδαχής του μάλλον ή από την βοήθεαν της θαλάσσης, ανεχώρησαν εις τον τόπον των, δοξάζοντες τον Θεόν και ευχαριστούντες τον Άγιον. Αλλά περί μεν των θαυμάτων, τα οποία ετέλεσεν έτι ζων, ας καταπαύσω τον λόγον, επειδή παρήλθεν αρκετή ώρα και πρέπει, πριν τελειώσω την διήγησιν, να διηγηθώ και περί των θαυμάτων, τα οποία ετέλεσε μετά την οσίαν του κοίμησιν· πρώτον όμως ας διηγηθώ πως εκοιμήθη. Αναφέρεται εις ένα εγκωμιαστικόν του λόγον, ότι τοιούτος ήτο εις την θεωρίαν, ώστε και αν δεν τον είχεν ίδει κανείς ποτέ, και τον έβλεπε δια πρώτην φοράν εν μέσω πολλών ανθρώπων, τον εγνώριζεν εκ του ήθους του αγγελικού το οποίον είχε· τόσον έλαμπε το πρόσωπόν του, τόσον ήτο θεωρητικός, ώστε πολλάκις και εάν απλώς συνηντάτο καθ΄ οδόν μετά πολλών ανθρώπων και χωρίς καν να τους διδάξη, αμέσως επέστρεφον εκείνοι εις θεογνωσίαν εκ της θεωρίας και μόνον του προσώπου του· και λυπημένος εάν επήγαινε κανείς να είπη το παράπονόν του εις αυτόν, και μόνον με το να τον έβλεπεν, εφυγαδεύετο η λύπη του και επληρούτο χαράς· πτωχοί λυπημένοι βλέποντες αυτόν εχαίροντο και ηυφραίνοντο.
Αλλ΄ επειδή ήτο άνθρωπος και αυτός και έμελλε να αποθάνη, ασθενήσας μικρόν εκοιμήθη εν ειρήνη, περί το έτος τλ΄ (330), και το μεν τίμιον σώμα του αφήκεν εις την γην προς ωφέλειαν των ανθρώπων, η δε μακαρία ψυχή του ανήλθεν εις τον ουρανόν μετά χαράς και υμνωδίας Αγγέλων. Και οι μεν ορφανοί και πτωχοί έκλαυσαν διότι απεστερήθησαν τον πατέρα και κυβερνήτην των, οι ξένοι και οι Μυραίοι και όλος ο κόσμος εθρήνησαν, ότι έχασαν τοιούτον Ποιμένα και Διδάσκαλον, οι δε Άγιοι Αρχάγγελοι και Άγγελοι εχάρησαν διότι υπεδέχθησαν εις τους κόλπους των τοιούτον Άγιον· οι Μάρτυρες ηυφράνθησαν διότι είδον τον συμμάρτυρα αυτών, οι Δίκαιοι ηγαλλιάσαντο, διότι είδον τον όμοιον με αυτούς· οι Ποιμένες και Διδάσκαλοι εχάρησαν, διότι ηνώθησαν μετά του Ποιμένος. Τι λέγω τα κατά μέρος; Ο ουρανός όλος, και τα τάγματα των Αγίων και Δικαίων εχάρησαν την ημέραν εκείνην. Αλλά και αν η μακαρία του ψυχή απήλθε του κόσμου τούτου ο Άγιος δεν ελησμόνησε, ούτε λησμονεί τους επικαλουμένους αυτόν. Δια τούτο και μετά την μακαρίαν του κοίμησιν άπειρα θαύματα εποίησε και ποιεί εις τους μετά πίστεως καταφεύγοντας προς αυτόν, αλλ΄ εγώ δια συντομίαν θα διηγηθώ μόνον εν ή δύο.
Εις τα Μύρα, εις τα οποία αρχιεράτευσεν ο Άγιος, ωκοδόμησαν οι Χριστιανοί Εκκλησίαν μεγάλην επ΄ ονόματι του Αγίου Νικολάου του Θαυματουργού και κατ΄ έτος συνηθροίζοντο εκ των περιχώρων ως και εξ άλλων πολλών μερών και ετέλουν πανήγυριν. Εν μια των ημερών εισήλθον εις πλοίον Χριστιανοί τινες εκ μακρινού μέρους, δια να υπάγουν εις τα Μύρα χάριν προσκυνήσεως των ιερών λειψάνων του Αγίου· ο δε διάβολος, δια να εμποδίση από την προσκύνησιν τους Χριστιανούς εκείνους και όσους άλλους δυνηθή, τι εμεθοδεύθη; Ενθυμείσθε εκείνο το οποίον διηγήθημεν ανωτέρω, ότι ο Άγιος εκρήμνισε βωμόν τινα ελληνικόν της Αρτέμιδος και έφυγαν από εκεί οι δαίμονες κλαίοντες και έλεγον· «ηδίκησας ημάς, αδικητά Νικόλαε»; Ο πρώτος λοιπόν δαίμων του βωμού εκείνου, θέλων να κάμη κακόν εις τον Ναόν του Αγίου, μετεμορφώθη εις σχήμα γυναικός πτωχής και γραίας, ήτις εβάστα ελαιοδοχείον πλήρες ελαίου και κατά την ώραν κατά την οποίαν συνηθροίζοντο οι Χριστιανοί δια να εισέλθουν εις το πλοίον ενεφανίσθη και αυτός και λέγει προς αυτούς· «Που πηγαίνετε, αδελφοί μου»; Απεκρίθησαν εκείνοι· «Εις τα Μύρα της Λυκίας δια να προσκυνήσωμεν το ιερόν λείψανον του Αγίου Νικολάου». Λέγει η κατά το φαινόμενον πτωχή εκείνη γραία· «Σας παρακαλώ, αδελφοί μου, λάβετε τούτο το ελαιοδοχείον με το έλαιον και να το υπάγητε εις την Εκκλησίαν του Αγίου να ανάψητε την κανδήλαν να καή δια την αμαρτωλήν μου ψυχήν, διότι δεν δύναμαι να έλθω μαζί σας, επειδή φοβούμαι την θάλασσαν η οποία πολύ με ζαλίζει· όθεν, σας παρακαλώ, υπάγετε σεις και θα είναι και ιδικόν σας και ιδικόν μου το καλόν». Και ο μεν δαίμων παρεκάλει τους ναύτας ταύτα λέγων· εκείνοι δε αγνοούντες την τέχνην του δαίμονος έλαβον το ελαιοδοχείον και έπλεον αμέριμνοι καθ΄ όλην εκείνην την ημέραν. Περί δε το μεσονύκτιον φαίνεται ο Άγιος εις τον πλοίαρχον και λέγει προς αυτόν· «Το ελαιοδοχείον, το οποίον σας έδωκεν η πτωχή εκείνη, όταν εξημερώση να το ρίψητε εις την θάλασσαν, διότι είναι τέχνη του διαβόλου να καή η Εκκλησία μου και εάν ίδητε φοβερόν τι και παράδοξον εις την θάλασσαν, μη φοβηθήτε· διότι εγώ θα σας βοηθήσω να μη πάθητε τίποτε». Το πρωϊ, όταν εξημέρωσε, διηγήθη ο πλοίαρχος το όραμα και λαβών το ελαιοδοχείον έρριψεν αυτό εις την θάλασσαν, ευθύς δε ως το έρριψε, φλοξ μεγάλη ανέβη εκ της θαλάσσης και καπνός πολύς δυσωδέστατος, ως από θειάφι· η θάλασσα εφούσκωσε και εξηκόντιζε το ύδωρ υψηλά, τόσον ώστε εκινδύνευε να εισέλθη εντός του πλοίου. Βλέποντες ταύτα οι ναύται ηπόρουν, από δε τον φόβον των έπεσον πρηνείς (προύμυτα) κλαίοντες και λέγοντες μεγαλοφώνως· «Άγιε Νικόλαε, πρόφθασον και βοήθησόν μας, διότι βυθιζόμεθα». Μετά δε ώραν ικανήν, ότε κατεπράϋνεν η τρικυμία, συνελθόντες οι ναύται από την αγωνίαν εχάρησαν δοξάζοντες τον Θεόν και τον μέγαν Νικόλαον.
Εις την Κωνσταντινούπολιν ήτο Χριστιανός τις ευλαβής και πιστός, καθ΄ υπερβολήν αγαπών τον Όσιον Πατέρα ημών Νικόλαον και αμοιβαίως παρά του Αγίου Πατρός ημών Νικολάου αγαπώμενος. Ούτος λοιπόν, θέλων ποτέ να ταξιδεύση δι΄ αναγκαίαν υπόθεσίν του, επήγε πρώτον εις τον Ναόν του Αγίου Νικολάου και προσηυχήθη εκ βάθους καρδίας· έπειτα αποχαιρετήσας τους συγγενείς και τους φίλους του, επεβιβάσθη εις το πλοιάριον. Κατά δε την ενάτην ώραν της νυκτός ηγέρθησαν οι ναύται, όπως στρέψωσι τα ιστία, μεταβληθέντος του ανέμου· ηγέρθη δε και ο ευλαβέστατος εκείνος άνθρωπος δια να υπάγη προς ανάγκην του· επειδή όμως οι ναύται κατεγίνοντο εις την στροφήν των ιστίων, περιπλεχθείς ο Χριστιανός εκείνος και συμποδισθείς (καθώς τούτο συνήθως συμβαίνει εις τοιαύτας περιπτώσεις), έπεσεν εις την θάλασσαν. Οι ναύται, αν και αντελήφθησαν το γενόμενον, δεν ηδυνήθησαν να μεταχειρισθώσιν ουδέν μέσον όπως ανασύρωσιν εκ της θαλάσσης τον άνθρωπον, αφ΄ ενός μεν διότι ήτο σκότος βαθύτατον, αφ΄ ετέρου δε διότι ο άνεμος έπνεε βιαιότερα και εβίαζε το πλοίον προς τα πρόσω. Όθεν καθήμενοι εθρήνουν λυπούμενοι και έκλαιον δια τον πικρόν θάνατον του ανδρός. Ο δε Χριστιανός εκείνος, πεσών εις την θάλασσαν ενδεδυμένος καθώς ήτο με όλα τα ενδύματά του και καταποντιζόμενος εις τον βυθόν του πελάγους, ενεθυμήθη και έλεγε νοερώς· «Άγιε Νικόλαε, βοήθει μοι». Φωνάζων δε νοερώς την φωνήν ταύτην, ω του θαύματος! Πολλά και ακατανόητα είναι τα θαυμάσιά σου Κύριε! Ευρέθη εν τω μέσω του οίκου του, μη αισθανθείς δε τούτο ενόμιζεν ότι ευρίσκεται ακόμη εις τον βυθόν της θαλάσσης. Όθεν και εκεί εφώναζεν όχι πλέον νοερώς, αλλ΄ αισθητώς· «Άγιε Νικόλαε, βοήθει μοι». Οι δε άνθρωποι της οικίας του ακούοντες τας φωνάς του εγερθέντες ήναψαν φως· αλλά και οι γείτονες και οι έξωθεν ακούσαντες, εξηγέρθησαν, και έτρεξαν και εκείνοι και βλέπουσιν αυτόν μεν εις το μέσον της οικίας του εστώτα και κράζοντα, ύδωρ δε πολύ της θαλάσσης να τρέχη από τα ενδύματα τα οποία εφόρει· όθεν εκ του θαυμασμού των και της εκστάσεως έμειναν άφωνοι και σιωπηλοί, αγνοούντες τι να είπωσιν. Ο δε Χριστιανός εκείνος εφώναζεν· «Αδελφοί, τι είναι αυτό το οποίον βλέπω; Εγώ γνωρίζω πολύ καλά, ότι χθες κατά την ενάτην ώραν σάς απεχαιρέτησα όλους και επεβιβάσθην εις το πλοίον, το οποίον επειδή εφύσησεν ούριος άνεμος επροχώρησεν αρκετά· κατά δε την δευτέραν ή τρίτην φυλακήν της νυκτός, ήτοι κατά την ενάτην ώραν της νυκτός, μετέβην δι΄ ανάγκην μου και συμποδισθείς υπό των ναυτών, ερρίφθην εις την θάλασσαν· όθεν επεκαλούμην τον Άγιον Νικόλαον εις βοήθειαν. Πως δε τώρα ευρίσκομαι εδώ δεν γνωρίζω και σας παρακαλώ να μου είπητε σεις, διότι εγώ είμαι εκστατικός και μου φαίνεται ότι παρεφρόνησα». Oι δε συναθροισθέντες Χριστιανοί, ταύτα ακούσαντες, βλέποντες δε και το ύδωρ της θαλάσσης, το οποίον έρρεεν εκ των ενδυμάτων του, εξεπλάγησαν, ως είπομεν, συλλογιζόμενοι το παράδοξον του θαύματος· όθεν έχαιρον μετά του διασωθέντος αδελφού και εδάκρυον εν ταυτώ, επί πολλήν ώραν το Κύριε, ελέησον! Κράζοντες. Ο δε Χριστιανός εκείνος εκδυθείς τα βεβρεγμένα ενδύματα και ενδυθείς άλλα, κατηυθύνθη εις τον Ναόν του Αγίου Νικολάου, όπου και διήνυσε το επίλοιπον διάστημα της νυκτός, προσπίπτων μετά δακρύων εις την εικόνα του Αγίου, δεόμενος και παρακαλών και τας ευχαριστίας αποδίδων με θαυμασμόν και έκπληξιν. Όταν δε ήλθεν η ώρα του όρθρου και συνηθροίσθη ο λαός εις τον Ναόν του Αγίου κατά το σύνηθες, τότε έγινεν εις όλους φανερόν το θαύμα του Αγίου· διότι μυρισθέντες τα ηδύπνοα και ευωδέστατα εκείνα αρώματα, τα οποία έφερεν ο διασωθείς εκείνος Χριστιανός εις τον Άγιον, βλέποντες δε και την Εκκλησίαν του Αγίου κατάφωτον, ηρώτων αλλήλους δια να μάθωσι την αιτίαν. Μαθόντες δε αυτήν, εξέστησαν άπαντες, και εδόξαζον μεν τον Θεόν, ηυχαρίστουν δε τον μέγαν Ιεράρχην Νικόλαον. Τούτο το εξαίσιον και υπερφυές αληθώς θαύμα και μεγαλούργημα του Αγίου διεφημίσθη εις όλην την μεγαλόπολιν του Κωνσταντίνου· έφθασε δε και εις τας ακοάς τόσον του τότε βασιλέως, όσον και του Πατριάρχου. Όθεν αυτοί εκάλεσαν τον διασωθέντα εκείνον Χριστιανόν επί Συνόδου· όστις παρασταθείς έμπροσθεν πάντων διηγήθη παρρησία, πως, κατά τίνα τρόπον και πότε ηκολούθησεν εις αυτόν το τοιούτον φρικτόν και εξαίσιον θαυματούργημα, το οποίον ακούσαντες όλοι οι παριστάμενοι Συνοδικοί εβόησαν· «Μέγας ει, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων σου»! Όθεν διαλαλήσαντες πανταχού το γενόμενον, συνήχθησαν οι Χριστιανοί εις τον Ναόν του Αγίου Νικολάου και εποίησαν λιτανείαν και αγρυπνίαν, δοξάζοντες μεν και ευλογούντες τον Θεόν, απονέμοντες δε και την πρέπουσαν ευχαριστίαν εις τον τούτου πιστόν θεράποντα Άγιον Νικόλαον. Αυτή είναι, αγαπητοί μου αδελφοί, η πολιτεία και αι πράξεις του Αγίου Νικολάου, όστις εδούλευσε τον Θεόν ολοψύχως και ο Θεός ετίμησεν αυτόν επί της γης και εν τω ουρανώ, διότι έσπευδε να αρέση εις τον Χριστόν και αντημείφθη χιλιοπλασίως. Δια τούτο και ημείς οι ακούοντες και αναγινώσκοντες τα κατορθώματα αυτού πρέπει να τον μιμηθώμεν δια να αρέσωμεν εις τον Δεσπότην Χριστόν τον Θεόν ημών. Δια τούτο πρέπει να συναθροιζώμεθα εις την Εκκλησίαν, όπου αναγινώσκονται τα ιερά βιβλία, ίνα ακούοντες τους Βίους και τα έπαθλα των Αγίων Ανδρών μιμώμεθα αυτούς. Διότι εάν μόνον ακούωμεν και δεν πράττωμεν, θα τιμωρηθώμεν περισσότερον· διότι λέγει ο Κύριος εις το Ιερόν Ευαγγέλιον, ότι «ο γνούς το θέλημα του Κυρίου εαυτού και μη ετοιμάσας μηδέ ποιήσας προς το θέλημα αυτού, δαρήσεται πολλάς (Λουκ. ιβ: 47). Αλλοίμονον, αδελφοί μου, εις ημάς τους αμαρτωλούς, οίτινες ακούομεν και δεν πράττομεν, διδασκόμεθα και δεν υπακούομεν, είμεθα Χριστιανοί και δεν ποιούμεν το θέλημα του Χριστού. Ποίον τότε το όφελος; Εάν είπης εις ασθενή ότι είναι υγιής, τι τον ωφέλησας; Ή εις πτωχόν ότι είναι πλούσιος, μήπως με τον λόγον τον επλούτισας; Ούτως είναι και εις ημάς τους Χριστιανούς· μήπως εάν είπωμεν ότι είμεθα Χριστιανοί και δεν φυλάττωμεν τας εντολάς του Χριστού, ωφελούμεθα τίποτε; Υλικώς κερδίζει ο άνθρωπος και αποκτά πλούτον, όταν εργάζεται και δεν σταματά την εργασίαν του. Και πάλιν πνευματικώς πλουτεί, όταν εργάζεται την αρετήν και δεν παύη μέχρις εσχάτης αναπνοής. Σπεύσωμεν λοιπόν και μη αποκάμωμεν πράττοντες το αγαθόν, ίνα δοξασθώμεν και βραβευθώμεν παρά του μισθαποδότου Χριστού, όστις βραβεύει τους εργαζομένους το αγαθόν αιωνίως και τιμωρεί εις αιώνιον καταδίκην τους αθλίους αμαρτωλούς. Πρέπει λοιπόν να συνδέσωμεν την Πίστιν μετά των έργων, ίνα βραβευθώμεν, διότι ο θείος Ιάκωβος λέγει εις την Καθολικήν αυτού Επιστολήν δι΄ εκείνους οίτινες έχουν πίστιν άνευ έργων: «Τι το όφελος, αδελφοί μου, εάν πίστιν λέγη τις έχειν, έργα δε μη έχη; Μη δύναται η πίστις σώσαι αυτόν; Εάν δε αδελφός ή αδελφή γυμνοί υπάρχωσι και λειπόμενοι ώσι της εφημέρου τροφής, είπη δε τις αυτοίς εξ ημών· υπάγετε εν ειρήνη, θερμαίνεσθε και χορτάζεσθε, μη δώτε δε αυτοίς τα επιτήδεια του σώματος, τι το όφελος; Ούτω και η Πίστις, εάν μη έργα έχη, νεκρά εστι καθ΄ εαυτήν» (Ιακ. β: 14-17). Ας αποκτήσωμεν λοιπόν και ημείς ομού με την Πίστιν και τα έργα, ίνα ακούσωμεν παρά του Κυρίου της ευκταίας φωνής· «Ευ δούλε αγαθέ και πιστέ, επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω· είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου» (Ματθ. κε: 23), ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν εν Χριστώ τω αληθινώ Θεώ ημών, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”