Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΣΤ΄ (6η) του Δεκεμβρίου μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών ΝΙΚΟΛΑΟΥ Αρχιεπισκόπου Μύρων της Λυκίας του

Δημοσίευση από silver »



Νικόλαος ο της νίκης επώνυμος και εν Αγίοις θαυματουργός Πατήρ ημών εγεννήθη εις τα Πάταρα της Λυκίας, πότε ακριβώς δεν είναι γνωστόν, πάντως κατά το έτος τα΄ (300), επί της εποχής των ασεβών αυτοκρατόρων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού ήτο Αρχιερεύς των Μυραίων, έφθασε δε και μέχρι των χρόνων του Μεγάλου Κωνσταντίνου και έλαβε μέρος εις την Αγίαν Α΄ Οικουμενικήν Σύνοδον την εν Νικαία συγκροτηθείσαν κατά το έτος τκε΄ (325), εκοιμήθη δε περί το έτος τλ΄ (330). Παρακολουθήσατε όμως μετά μεγάλης προσοχής τον κατά πλάτος Βίον αυτού, όπως συνέγραψεν αυτόν ο Όσιος Συμεών ο Μεταφραστής, ίνα πολλήν την ευφροσύνην λάβητε, διότι όντως ούτος είναι ηδύτατος και πανευφρόσυνος. Επιδέξιος είναι, αδελφοί μου Χριστιανοί, η χειρ των ζωγράφων και επιτηδεία εις το να μιμηθή την αλήθειαν και να παραστήση τα πράγματα όπως φαίνονται. Ικανώτερος όμως και επιτηδειότερος είναι ο λόγος και καθαρώτερον δύναται να περιγράψη το πράγμα από την του ζωγράφου εικονογραφίαν, διότι ο λόγος παρακινεί την ψυχήν προς αγαθοεργίαν και μίμησιν των καλών ανθρώπων περισσότερον από την εικονογραφίαν την άψυχον. Και όλαι μεν αι διηγήσεις και οι λόγοι περί των Αγίων του Θεού δύνανται να ελκύσουν τον ακροατήν εις αρετήν και πράξιν του καλού· του Αγίου όμως Πατρός ημών Νικολάου ο Βίος και τα κατορθώματα δύνανται να παρακινήσουν περισσότερον τον άνθρωπον εις εφαρμογήν, διότι η ανάγνωσις αυτού προσφέρει μεγάλην ευφροσύνην και χαράν και εις τον λέγοντα τούτον και εις τον μετά πάσης προθυμίας ακούοντα, διότι αμφότεροι αισθάνονται χαράν και αγαλλίασιν. Τούτου του Αγίου τα έργα και τας πράξεις έρχομαι να διηγηθώ, ευλογημένοι Χριστιανοί, και παρακαλώ υμάς ίνα μετά προθυμίας ακούσητε. Εις τα μέρη της Ανατολής ήτο πόλις ήτις ελέγετο Πάταρα κειμένην εις την περιοχήν της Λυκίας. Aπό ταύτην λοιπόν την πόλιν κατήγετο, ως είπομεν, και ο μέγας θαυματουργός Πατήρ ημών Νικόλαος καταγόμενος εξ ευσεβών και Χριστιανών γονέων, οίτινες ούτε πολύ πτωχοί ήσαν ώστε να καταφρονώνται παρά των άλλων, αλλ΄ ούτε και πολύ πλούσιοι δια να υπερηφανεύωνται· είχον δε μόνον το αρκετόν προς συντήρησιν εαυτών και δια την των πτωχών συνδρομήν. Περί δε της αρετής αυτών φαίνονται εκ του υιού των· διότι και ο Κύριος λέγει εις το Ιερόν Ευαγγέλιον, ότι «εκ γαρ του καρπού το δένδρον γινώσκεται (Ματθ. ιβ: 33), ήτοι από τον καρπόν θα εννοήσης και το δένδρον. Δεν εγέννησαν δε οι γονείς αυτού άλλον υιόν ούτε πρότερον ούτε ύστερον και τούτο ίνα φανή ότι εις το εξής άλλος αδελφός δεν θέλει δυνηθή να φθάση αυτόν εις την αρετήν. Βρέφος δε έτι ων εδείκνυε τις ήθελε γίνει μετά ταύτα, διότι όλας τας ημέρας της εβδομάδος, πλην Τετάρτης και Παρασκευής, εθήλαζεν ως και τα λοιπά βρέφη, κατά δε την Τετάρτην και την Παρασκευήν ουδόλως έβαζε τον μαστόν της μητρός αυτού εις το στόμα του ειμή μόνον άπαξ της ημέρας· και τούτο μετά την δύσιν του ηλίου. Τοιούτος εφαίνετο απ΄ αρχής και παιδιόθεν ο Άγιος, ότι δηλαδή θα ευαρεστήση τον Θεόν. Όταν δε ήλθεν εις ηλικίαν δεκτικήν μαθήσεως, εφοίτησεν εις το σχολείον και έμαθε τα αρκούντα εις αυτόν γράμματα. Και τας μεν ατάκτους και απρεπείς συνομιλίας και συναναστροφάς των νέων καθ΄ ολοκληρίαν εμίσει, ηγάπα δε μόνον το να πηγαίνη τακτικά εις την Εκκλησίαν και να συναναστρέφηται μετά των φρονίμων και γερόντων, όπως λαμβάνη παρ΄ αυτών καλάς συμβουλάς ωφελούμενος ψυχικώς, τούτο δε είχεν ως κύριον έργον. Τοιούτος δε ων και παρ΄ όλων τιμώμενος, ανδρωθείς δε και κατά την ηλικίαν και την φρόνησιν, ο Άγιος εκρίθη άξιος Ιερωσύνης από τον Αρχιερέα του καιρού εκείνου, Νικόλαον και αυτόν καλούμενον, όστις και τον εχειροτόνησεν Ιερέα. Ήτο δε ο Αρχιερεύς εκείνος αδελφός του πατρός του, αναφέρεται δε εις τον λόγον του Αγίου ότι όταν εχειροτονείτο παρά του θείου του Ιερεύς, προείπεν εκείνος δι΄ αυτόν ενώπιον πάντων, εκ του Αγίου Πνεύματος φωτισθείς, ότι έμελλε να χειροτονηθή και Αρχιερεύς και πολλούς τεθλιμμένους θέλει παρηγορήσει και πολλάς ψυχάς θέλει εξαποστείλει εις την Βασιλείαν των ουρανών, ως το έδειξαν και τα πράγματα ύστερον και ηλήθευσεν ο λόγος του Αρχιερέως και θείου του. Αφ΄ ότου λοιπόν ο Άγιος εχειροτονήθη Ιερεύς τις δύναται να διηγηθή όσας αρετάς και καλωσύνας έκαμνε; Τις τας αγρυπνίας, τας νηστείας, την εγκράτειαν και τας προσευχάς υπέρ του λαού; Ταύτα βλέπων και ο θείος του, ο Αρχιερεύς Νικόλαος, εθαύμαζε διότι τοσούτον μέγας κατέστη εις την αρετήν. Θέλων δε να υπάγη χάριν προσκυνήσεως εις τα Ιεροσόλυμα, αφήκε τον Άγιον επίτροπον του θρόνου του και επιτηρητήν εις το Μοναστήριον, το οποίον είχε κτίσει ο ίδιος επονομάσας αυτό Νέαν Σιών. Εκυβέρνα δε ο Άγιος και την Επισκοπήν και το Μοναστήριον ως να ήτο ο ίδιος ο Αρχιερεύς. Αλλ΄ αυτά μεν έγιναν ύστερον, τα δε κατ΄ αρχάς ακούσατε. Νέου έτι όντος του Αγίου απέθανον ο πατήρ και η μήτηρ του και αφήκαν εις αυτόν όχι ολίγην περιουσίαν, την οποίαν διεσκόρπισεν εις διατροφάς πεινώντων, εις ενδυμασίας γυμνών και εις περίθαλψιν ορφανών και χηρών, ουχί δε εις αλόγους επιθυμίας, εις πολυτελή ενδύματα και εις παντοειδείς διασκεδάσεις ως οι νέοι της σημερινής εποχής, διότι ήκουε τον Προφητάνακτα Δαβίδ, όστις λέγει: «Πλούτος εάν ρέη, μη προστίθεσθε καρδίαν (Ψαλμ. ξα: 11). Τούτο έπραττε και ο Άγιος· δεν έδιδε προσοχήν καθ΄ ολοκληρίαν εις τον ρέοντα και φθαρτόν πλούτον, αλλά διεσκόρπιζεν αυτόν ως έπρεπεν, ίνα κερδήση άφθαρτον και αιώνιον· εκ των πολλών δε ελεημοσυνών, τας οποίας έπραξεν, ακούσατε μίαν θαυμαστήν και παράδοξον. Τον καιρόν εκείνον ήτο εις πολύ πλούσιος άνθρωπος, όστις είχε τρεις θυγατέρας παρθένους, κατά πολύ ωραίας. Από φθόνον δε του εχθρού ο άνθρωπος αυτός έφθασεν εις μεγάλην πτωχείαν και απεφάσισε να βάλη τας θυγατέρας του εις πορνείον, ίνα δια του μέσου αυτού προσπορίζωνται και οι τέσσαρες τα προς το ζην αναγκαία. Και ο μεν πατήρ των θυγατέρων εκείνων ούτως απεφάσισε να πράξη· ο δε πανάγαθος Θεός, ο γινώσκων τα κρύφια των καρδιών, θέλων να ελευθερώση τας τρεις εκείνας ψυχάς εκ της κολάσεως, έτι δε και να φανερωθή και η κρυπτή αρετή του Αγίου, τι ωκονόμησεν; Κατά την ιδίαν εκείνην ημέραν, κατά την οποίαν εφανέρωσεν ο πατήρ αυτός την βουλήν του, το έμαθε και ο Άγιος Νικόλαος· όθεν έσπευσεν ευθύς να σώση τας ψυχάς αυτάς και δέσας εις εν μανδήλιον τριακόσια φλωρία, επήγε κρυφίως την ιδίαν εκείνην νύκτα και ρίψας αυτά εκ τινος θυρίδος εις τον οίκον του πτωχεύσαντος πλουσίου ευθύς ανεχώρησε δια να μη φανερωθή εις κανένα, διότι απέφευγε τον έπαινον των ανθρώπων και μόνον ίνα αρέση εις τον Θεόν επεθύμει, διότι ήκουε του ιερού Ευαγγελίου λέγοντος· «Σου δε ποιούντος ελεημοσύνην, μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου» (Ματθ. στ: 3)· ήτοι, όταν πράττης την ελεημοσύνην, να μη το γνωρίζη κανείς. Και ο μεν Άγιος Νικόλαος ούτως εν τω κρυπτώ εποίησε την ελεημοσύνην· ο δε πατήρ εκείνος, εγερθείς την πρωϊαν εκ του ύπνου, βλέπει εντός της οικίας του το μανδήλιον δεδεμένον και λαβών αυτό εις τας χείρας του το έλυσε και βλέπει τα φλωρία· όθεν μείνας εκστατικός έτριβε τους οφθαλμούς του μη πιστεύων εις το γεγονός. Μετρήσας δε τα φλωρία εύρεν αυτά ακριβώς τριακόσια. Ποία αισθήματα νομίζετε να επλημμύρισαν την ψυχήν του την ώραν εκείνην; Έχαιρε μεν δια το καλόν, που του έγινεν, ήθελε δε να μάθη και ποίος να ήτο ο τούτο πράξας· μη γνωρίζων όμως τον ευεργέτην ηυχαρίστει τον Θεόν. Παρευθύς λοιπόν την ημέραν εκείνην ενύμφευσε την μεγαλυτέραν θυγατέρα του μετά τινος πλουσίου της πόλεως εκείνης, ελπίζων εις τον Θεόν, ότι Εκείνος, όστις ωκονόμησε την προίκα της πρώτης, Αυτός θα φροντίση και δια την προίκα των άλλων δύο. Και ο μεν πατήρ εκείνος ούτως έπραξεν· ο δε Άγιος, βλέπων ότι εις καλόν μετεχειρίσθη τα χρήματα και εγένετο ως ο Θεός ήθελεν, αμέσως την δευτέραν νύκτα δένει εις έτερον μανδήλιον άλλα τριακόσια φλωρία και έρριψε δια νυκτός και ταύτα εκ της ιδίας θυρίδος. Εγερθείς το πρωϊ ο πατήρ των θυγατέρων εκείνων εκ του ύπνου, βλέπει έτερον μανδήλιον με άλλα τριακόσια φλωρία. Όθεν θαυμάζων εις το γεγονός εσκέπτετο τις να ήτο ο πράττων την τοσαύτην καλωσύνην και μετά δακρύων παρεκάλει τον Θεόν και έλεγε· «Θεέ και Κύριε του ελέους, ο οικονομών την του ανθρώπου σωτηρίαν, ο μη θέλων τον θάνατον του αμαρτωλού έως του επιστρέψαι και ζην αυτόν, ο εκ των ουρανών καταβάς δια τας αμαρτίας ημών, δείξον εις εμέ τον πιστόν σου δούλον τον εμόν ευεργέτην, δια να γνωρίσω ποίος είναι αυτός όστις πράττων εις εμέ την τοσαύτην ελεημοσύνην με ήρπασεν από τας χείρας του διαβόλου». Ταύτα λέγων ήλπιζε να γνωρίση τον ευεργέτην· όθεν ενύμφευσε και την δευτέραν θυγατέρα, ελπίζων εις τον Θεόν, ότι ο οικονομήσας δια τας δύο θυγατέρας αυτού, θέλει οικονομήσει και δια την τρίτην. Από την ημέραν ταύτην επρόσεχε πάντοτε, εάν έλθη ο ευεργέτης του, να τρέξη να ίδη ποίος είναι ο ποιών την ελεημοσύνην. Και αυτός μεν τοιουτοτρόπως επρόσεχεν. Ο δε Άγιος Νικόλαος, βλέπων ότι ενύμφευσε και την δευτέραν θυγατέρα του, ηθέλησε να τελειώση το καλόν· όθεν έδεσε πάλιν εις έτερον μανδήλιον άλλα τριακόσια φλωρία και έρριψε και αυτά κρυφίως νύκτα τινά εκ της αυτής θυρίδος. Ο δε πατήρ των θυγατέρων προσέχων ήκουσε τον κτύπον των φλωρίων και ανοίξας αμέσως την θύραν, έτρεξε να φθάση τον Άγιον, όστις εννοήσας ότι τον αντελήφθησαν έσπευδε να φύγη. Τρέχοντες δε και οι δύο, έφθασεν ο άνθρωπος εκείνος τον Άγιον και γνωρίσας αυτόν, διότι ήτο πασίγνωστος εκ τε της αρετής και του γένους του, έπεσεν εις τους πόδας του και μετά δακρύων του έλεγεν· «Ευχαριστώ σε, δούλε του Θεού, ότι με ελυπήθης τον ταλαίπωρον και έκαμες την ελεημοσύνην ταύτην εις εμέ τον άθλιον· εάν δεν επρόφθανες ηθέλομεν χαθή ψυχικώς και σωματικώς». Ιδών δε ο Άγιος ότι εφανερώθη η αρετή του, λέγει προς αυτόν· «Δια την καλωσύνην την οποίαν έκαμα εις σε δεν θέλω να είπης εις ουδένα τίποτε εν όσω ζω. Δια τούτο σε καθιστώ υπεύθυνον ενώπιον του Θεού». Ταύτα δε ειπών ο Άγιος ανεχώρησεν αμέσως απ΄ αυτού. Την επαύριον ο πατήρ εκείνος ενύμφευσε και την τρίτην θυγατέρα του καλώς και διήλθε το υπόλοιπον της ζωής του εν ειρήνη δοξάζων τον Θεόν. Τούτο το μέγα καλόν, το οποίον εποίησεν ο Άγιος, γενόμενον γνωστόν, παρακινεί ημάς εις το να τον θαυμάζωμεν, τα άλλα όμως τα εν τω κρυπτώ, τα οποία ουδείς έμαθεν, τας ελεημοσύνας, λέγω, τας αγρυπνίας, τας νηστείας, και όλας τας άλλας αρετάς, αυτά μόνος ο Θεός γνωρίζει. Ημείς όμως από αυτό και μόνον δυνάμεθα να εννοήσωμεν και τα άλλα αυτού κατορθώματα, τα οποία εποίει εν τω κρυπτώ, αποφεύγων τον έπαινον των ανθρώπων και μόνον την του Θεού ζητών δόξαν· αλλ΄ όσον αυτός εκρύπτετο, τόσον ο Θεός τον εφανέρωνε δια να τον τιμήση, διότι δια των αγαθών έργων ετίμα τον Θεόν. Θέλων δε ποτε ο Άγιος να υπάγη εις τα Ιεροσόλυμα δια να προσκυνήση τον Πανάγιον Τάφον του Κυρίου και να εύρη και τόπον ησυχαστικόν δια να μείνη κατά μόνας, εύρε πλοίον Αιγυπτιακόν και εισελθών εις αυτό μετ΄ άλλων Χριστιανών, βλέπει καθ΄ ύπνον ότι ο διάβολος ο εχθρός της αληθείας έκοπτε τα εις το κατάρτιον σχοινία. Εξυπνήσας δε την πρωϊαν λέγει εις τους ναύτας, ότι «Σήμερον μεγάλη τρικυμία θέλει μάς εύρει, διότι είδον εις τον ύπνον μου ότι θα υποφέρωμεν. Όμως μη φοβηθήτε, αλλ΄ ελπίζετε εις τον Θεόν και αυτός θα μας ελευθερώση εκ του θανάτου». Ενώ δε έλεγεν ο Άγιος τους λόγους τούτους, παρουσιάσθη παρευθύς νέφος μέγα και σκοτεινόν και μετά το νέφος άνεμος και ταραχή της θαλάσσης μεγάλη, τόσον ώστε απελπισθέντες άπαντες ανέμενον τον θάνατον και άπαντες οι εν τω πλοίω ατενίζοντες τον Άγιον παρεκάλουν αυτόν μετά δακρύων, ίνα δεηθή του Θεού να καταπαύση ο άνεμος. Σταθείς δε εις προσευχήν ο Άγιος ευθύς ο άνεμος έπαυσεν, η θάλασσα ησύχασε και οι εν τω πλοίω εχάρησαν. Κατά δε την ώραν της τρικυμίας ναύτης τις αναβάς εις το κατάρτιον δια να διορθώση τα σχοινία του πανίου και καταβαίνων, εκ του φόβου της τρικυμίας εκρημνίσθη εις το κατάστρωμα του πλοίου και απέθανεν· ο δε Άγιος, ιδών ότι δια μεν την κατάπαυσιν του ανέμου εχάρησαν όλοι οι εν τω πλοίω, ελυπούντο όμως δια τον θάνατον του ναύτου, παρεκάλεσε τον Θεόν και ανέστησεν αυτόν ως εξ ύπνου. Φθάσαντες δε εις την ξηράν διηγούντο τα θαύματα του Αγίου· τότε πολλοί ασθενείς ενοχλούμενοι υπό διαφόρων ασθενειών προσέτρεχον εις αυτόν και εθεραπεύοντο. Ας συλλογισθή δε έκαστος πόσοι προσέτρεχον εις τον Άγιον δια την θεραπείαν των, και όμως άπαντας τους εις αυτόν προστρέχοντας εθεράπευσε την ημέραν εκείνην. Εισελθών δε εις Ιεροσόλυμα προσεκύνησε τους Αγίους Τόπους, τον Πανάγιον Τάφον του Κυρίου, τον Γολγοθάν, τον Τίμιον Σταυρόν και όλα τα σεβάσμια μέρη. Θέλων δε να μείνη εκεί να ησυχάση, Άγγελος Κυρίου τον προσέταξε την νύκτα να επιστρέψη εις την πατρίδα του. Ακούσατε δε τι συνέβη κατά την επιστροφήν. Ετοιμαζόμενος ο Άγιος να επιστρέψη εις την πατρίδα του, επήγεν εις τον λιμένα, και ηρώτησεν εις εν πλοίον που θα υπάγη· είπον δε οι ναύται· «Όπου εύρωμεν ναύλον, εκεί θα υπάγωμεν». Λέγει ο Άγιος· «Να σας δώσω τον ναύλον να με υπάγετε εις τα Πάταρα της Λυκίας». Έσπευσαν λοιπόν οι ναύται μετά του πλοιάρχου να αναχωρήσωσι· βλέποντες δε ότι είχον καλόν άνεμον ύψωσαν τα ιστία και ανεχώρησαν· θέλοντες δε να διέλθωσιν από την πατρίδα των έστρεψαν το πλοίον προς την κατεύθυνσιν αυτής, αλλ΄ ο Θεός, δια να μη λυπήση τον Άγιον, εξήγειρε μεγάλην τρικυμίαν, ώστε συνετρίβη το πηδάλιον και απελπισθέντες οι ναύται ανέμενον τον θάνατον, αλλ΄ ο Άγιος δια προσευχής του κατεπράϋνε την ταραχήν της θαλάσσης. Οι δε ναύται μετά του πλοιάρχου παρ΄ ελπίδα είδον ότι έφθασαν εις τα Πάταρα και πεσόντες εις τους πόδας του Αγίου του εζήτουν συγχώρησιν· ο δε Άγιος διδάξας και παραινέσας αυτούς τους είπε να μη επαναλάβωσι τοιούτον εις άλλον τινά, έπειτα ευχηθείς να υπάγωσι κατευώδιον εις τον τόπον των τους απέλυσεν. Με τοιούτον τρόπον επέστρεψεν ο Άγιος εις την πατρίδα του· πόσην δε χαράν ησθάνθησαν οι συμπατριώται αυτού, ότε είδον τον Άγιον, δεν δύναμαι να σας διηγηθώ. Νέοι και γεροντες, άνδρες και γυναίκες, ακόμη και οι Μοναχοί οι όντες εις το Μοναστήριον, εις το οποίον τον είχεν αφήσει ο θείος του επίτροπον, όλοι εξήλθον εις συνάντησίν του και εφιλοξένησεν αυτούς με λόγον Θεού, διδάξας τα ανήκοντα εις Χριστιανικάς ψυχάς τας επιθυμούσας την σωτηρίαν των. Ούτω πολιτευόμενος ο Άγιος ηγαπάτο παρ΄ όλων και επηνείτο και βλέποντες τας αρετάς του, πολλοί εμιμούντο αυτόν και εκ της διδασκαλίας του ωφελούμενοι, κατεφρόνουν τα φθαρτά και επεθύμουν τα ουράνια. Μέγας δε ων εις την αρετήν ο Άγιος και εις την κατά Θεόν πολιτείαν, δεν ηδύνατο να κρυφθή από τους ανθρώπους, αν και απέφευγε τον τούτων έπαινον, διότι εφανερώνετο παρά Θεού προς ωφέλειαν πολλών ψυχών και ακούσατε. Πλησίον εις τα Πάταρα ήτο πόλις, ήτις ελέγετο Μύρα· αποθανόντος δε κατά τας ημέρας εκείνας του Αρχιερέως της πόλεως ταύτης, εζήτουν οι κάτοικοι ίνα εύρωσιν Αρχιερέα άξιον του θρόνου. Εσυνάχθησαν όθεν οι Επίσκοποι και οι λοιποί Κληρικοί της επαρχίας των Μυραίων δια να εκλέξωσι τον νέον Αρχιερέα των, και πολλαί σκέψεις και συζητήσεις εγένοντο δια διάφορα πρόσωπα. Εγερθείς δε εις εκ των Επισκόπων, λέγει· «Ω αγία και ιερά σύναξις, ακούσατέ μου· αυτούς τους οποίους προτείνομεν ημείς δι΄ Αρχιερείς, θεωρούνται καλοί εξ ημών, αλλ΄ ας δεηθώμεν εις τον Θεόν ίνα ίδωμεν ποίον θα εκλέξη και ο Θεός». Ακούσαντες δε οι Επίσκοποι τους λόγους τούτους ηυχαριστήθησαν, και δεηθέντες την νύκτα εκείνην ίνα τους φανερώση τον άξιον, αίφνης Άγγελος Κυρίου εφάνη εις τινα Επίσκοπον πρεσβύτερον, λέγων· «Επίσκοπε, τι κοπιάζετε; Ο άξιος Αρχιερεύς είναι πλησίον σας, και σεις τον ζητείτε; Σήκω, ύπαγε εις την Εκκλησίαν και θα έλθη Ιερεύς τις συνετός, ονόματι Νικόλαος· αυτόν κάμετε Μητροπολίτην, διότι αυτός είναι άξιος να ποιμάνη τον λαόν, ως θέλει ο Θεός». Αφού ο Επίσκοπος είδε την οπτασίαν, ανέφερε ταύτην και εις τους άλλους Επισκόπους, οίτινες ακούσαντες τούτο εδόξαζον τον Θεόν· αυτός δε ελθών εις την Εκκλησίαν ανέμενε να ίδη εκείνον τον οποίον του είπεν ο Άγγελος. Ιστάμενος δε βλέπει τον Άγιον Νικόλαον πορευόμενον εις την Εκκλησίαν δια να προσευχηθή· ο δε Επίσκοπος ηννόησεν ότι εκείνος είναι και είπε· «Τέκνον μου, πως ονομάζεσαι»; Ο δε Άγιος με πραότητα απεκρίθη· «Νικόλαος, άγιε Δέσποτα»· Παρευθύς, αφού ήκουσεν ο Επίσκοπος τον Άγιον, είπε προς αυτόν· «Ακολούθει μοι». Και λαβών αυτόν εκ της χειρός, τον έφερεν εις τους άλλους Επισκόπους και Κληρικούς, και ως τον είδον, ηυχαρίστησαν τον Θεόν, όστις τους έδωκε τοιούτον Ποιμένα. Όθεν χειροτονήσαντες αυτόν Αρχιερέα, είπον προς τον λαόν· «Δεχθήτε, αδελφοί, τον άξιον Αρχιερέα και Ποιμένα τον από Θεού απεσταλμένον». Και τα μεν περί της χειροτονίας του εις Αρχιερέα ούτως εγένοντο· όσους δε κόπους και πόνους, αγρυπνίας και νηστείας, ελεημοσύνας και λοιπάς αγαθοεργίας εποίησεν, τις δύναται να διηγηθή; Αλλ΄ ο διάβολος, φθονών το καλόν, τι κατώρθωσε; Βλέπων την ευσέβειαν πληθυνομένην και τους Χριστιανούς αυξανομένους, δεν υπέφερεν. Όθεν παρεκίνησε κατά των Χριστιανών δύο βασιλείς, το ζεύγος του διαβόλου, τα θηρία τα ανήμερα, τους διώκτας της ευσεβείας, τον Διοκλητιανόν και τον Μαξιμιανόν, οίτινες εθέσπισαν μεγάλας τιμωρίας και βάσανα ανυπόφορα κατά των Χριστιανών. Έστειλαν δε ούτοι και τοπάρχας ωμοτάτους και απανθρώπους, οίτινες εκήρυττον πανταχού, ότι όστις είναι Χριστιανός, εάν μεν αρνήται τον Χριστόν να λαμβάνη μεγάλας τιμάς από τους βασιλείς, εάν δε επιμένη να μένη Χριστιανός και δεν σέβεται τα είδωλα, να λαμβάνη μεγάλας τιμωρίας και βάσανα. Πολλοί λοιπόν εκ των Χριστιανών ωμολόγησαν παρρησία τον Χριστόν ως Θεόν αληθή, και απέθανον μετά πολλών βασάνων, άλλοι δε εκ φόβου ηρνούντο, φεύ! Τον Χριστόν και εθυσίαζον εις τα είδωλα. Οι δε φοβούμενοι και μη θέλοντες να αρνηθούν τον Χριστόν, αλλ΄ ούτε να θυσιάσουν και εις τα είδωλα, έφευγον εις τα όρη και τα σπήλαια κρυπτόμενοι. Οι ορισμοί ούτοι των βασιλέων έφθασεν και εις τα Μύρα, εις την Επισκοπήν του Αγίου, οι δε τοπάρχαι ευρόντες τον Άγιον τον επαίδευσαν πολύ και τον εφυλάκισαν ομού μετά των άλλων Χριστιανών. Φυλακισμένος δε ων ο Άγιος υπέφερε προθύμως πάσαν κακοπάθειαν, ήτοι πείναν, δίψαν και τα τούτοις όμοια. Έμεινε δε ο Άγιος εν τη φυλακή ικανόν καιρόν διδάσκων τους Χριστιανούς να μένουν σταθεροί εις την Πίστιν. Και ο μεν εχθρός της αληθείας διάβολος ούτως ειργάσθη, ο δε Θεός, ο το του ανθρώπου συμφέρον θέλων, άλλως ωκονόμησε· διότι οι μεν δύο ασεβέστατοι βασιλείς εκείνοι αποθανόντες επορεύθησαν εις την γέενναν του πυρός, και αντ΄ αυτών εβασίλευσεν ο Χριστιανικώτατος μέγας Κωνσταντίνος, υιός της Αγίας Ελένης και Κωνσταντίου του Χλωρού, όστις ανελθών εις τον θρόνον διέταξε πανταχού όπου ευρίσκετο Χριστιανός εις την φυλακήν να ελευθερούται, αι Εκκλησίαι να ανοικοδομώνται και οι ειδωλολατρικοί ναοί να αφανίζωνται. Αμέσως λοιπόν ηλευθερώθησαν όλοι οι Χριστιανοί εκ των φυλακών, μεταξύ δε τούτων και ο Άγιος Νικόλαος και αποκατεστάθη πάλιν Αρχιερεύς και Ποιμήν των Μυραίων. Μετά την διαταγήν ταύτην του βασιλέως οι εν τη επαρχία του Αγίου ευρισκόμενοι ειδωλολατρικοί βωμοί, εις τους οποίους κατώκουν οι δαίμονες και προσεκυνούντο παρά των ανθρώπων, κατεκρημνίζοντο δια προσευχής του και διελύοντο εις χώμα, οι δε δαίμονες έφευγον εις τον αέρα κλαίοντες την συμφοράν των. Ήτο δε εκεί εις τα Μύρα και εις μέγας βωμός ειδωλολατρικός, πολύ μεγαλύτερος των άλλων, κατά τε το ύψος και το πλάτος, τον οποίον ωνόμαζον οι ειδωλολάτραι της θεάς Αρτέμιδος, ηθέλησε δε ο Άγιος να εξαφανίση και εκείνον· αφού λοιπόν προσηυχήθη, παρευθύς κατέπεσε και ο βωμός και τα είδωλα ως πίπτουν τα φύλλα του δένδρου εκ μεγάλου ανέμου το φθινόπωρον, έφευγον δε οι κατοικούντες εις αυτόν δαίμονες κλαίοντες και λέγοντες προς τον Άγιον· «Μας ηδίκησας· ημείς δεν σου επταίσαμεν και συ μας διώκεις από τον οίκον μας· εδώ είχαμεν την κατοικίαν μας πλανώντες τους ανθρώπους, οι οποίοι μας ελάτρευον και τώρα που να υπάγωμεν»; Λέγει προς αυτούς ο Άγιος· «Πορεύθητε εις το πυρ το εξώτερον, το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις Αγγέλοις αυτού». Τοιουτοτρόπως άπαντες οι βωμοί της περιοχής κατεστράφησαν. Κατά την εποχήν της βασιλείας του Μεγάλου Κωνσταντίνου ανεφάνη εις την Αλεξάνδρειαν, εις την οποίαν και κατώκει, ο αιρετικός Άρειος. Ούτος ήτο αρκετά πεπαιδευμένος κατά τα στοιχεία του κόσμου και εδείκνυεν εις την αρχήν ότι ήτο ευλαβής. Τούτον ο Άγιος Πέτρος (300-301), ο Μάρτυς και Αρχιερεύς, εχειροτόνησε Διάκονον· αφού δε εχειροτονήθη, ήρχισε να λέγη λόγια βλάσφημα κατά του Θεού, ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός αληθής, αλλά κτίσμα και ποίημα του Θεού. ιδών δε ο Αρχιερεύς ότι είναι βλάσφημος, τον απεμάκρυνε της Διακονίας. Μετά τον θάνατον του Πέτρου έλαβε την Αρχιερωσύνην της Αλεξανδρείας ο Αχιλλάς (311-312), όστις επανέφερε τον Άρειον εις την ευσέβειαν, εχειροτόνησε δε αυτόν και Πρωτοπρεσβύτερον Αλεξανδρείας. Αλλ΄ έως μεν έζη ο Αχιλλάς διετήρει την ευσέβειαν ο ασεβέστατος Άρειος· αποθανόντος όμως του Αχιλλά και ανελθόντος εις τον θρόνον του Αγίου Αλεξάνδρου (313-328), ήρχισε πάλιν ο αλιτήριος να βλασφημή ακόμη περισσότερον. Βλέπων ο Αρχιερεύς ότι όχι μόνον αυτός δεν ήθελε να διορθωθή αλλά και άλλους έσυρεν εις την πλάνην του, τον καθήρεσε και τον ανεθεμάτισεν, αυτός όμως εξηκολούθει να κηρύττη τα σαθρά αυτού δόγματα, παρέσυρε δε εις την μιαράν του αίρεσιν και τον Ευσέβιον Μητροπολίτην Νικομηδείας, τον Παυλίνον, Αρχιερέα της Τύρου και άλλον Ευσέβιον Μητροπολίτην Καισαρείας, όχι δε μόνον αυτούς, αλλά και πολλούς άλλους Κληρικούς και Αρχιερείς. Βλέπων ο Μέγας Κωνσταντίνος την σύγχυσιν της Εκκλησίας, έστειλε πανταχού διαταγάς, να συναχθώσιν όλοι οι Αρχιερείς και οι πρώτοι των Μοναχών εις την πόλιν Νίκαιαν, και να συνδιαλεχθώσιν μετά του Αρείου δια να αποδειχθή ποίος είναι ο πταίστης και βλάσφημος. Συνήχθησαν όθεν εν έτει 325 Αρχιερείς διακόσιοι τριάκοντα δύο και Ιερείς, Διάκονοι και Μοναχοί ογδοήκοντα εξ, ήτοι εν όλω τριακόσιοι δεκαοκτώ. Ήσαν δε έξαρχοι και πρώτοι της Αγίας ταύτης Α΄ Οικουμενικής Συνόδου οι εξής· Σίλβεστρος Πάπας Ρώμης, Μητροφάνης Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Αλέξανδρος Πατριάρχης Αλεξανδρείας, έχων ως βοηθόν αυτού τον Μέγαν Αθανάσιον, Διάκονον έτι τότε όντα, Ευστάθιος Πατριάρχης Αντιοχείας, Μακάριος Πατριάρχης Ιεροσολύμων, Παφνούτιος ο Ομολογητής, Σπυρίδων Αρχιερεύς Τριμυθούντος και άλλοι μετά των οποίων ήτο και μέγας και θαυματουργός Νικόλαος. Καθήσας δε ο βασιλεύς εις τον θρόνον, εκάθισαν εξ εκάστου μέρους από εκατόν πεντήκοντα εννέα Πατέρες. Εγένετο δε συζήτησις μετά του Αρείου με πολλήν αγωνίαν. Βλέπων ο Άγιος Νικόλαος ότι ο Άρειος προσεπάθει να αποστομώση όλους τους Αρχιερείς, θείω ζήλω κινούμενος ηγέρθη και έδωκεν εις αυτόν εν τοιούτον ράπισμα, ώστε εσείσθησαν τα μέλη του. Διαμαρτυρόμενος δε ο Άρειος λέγει προς τον βασιλέα· «Βασιλεύς δικαιότατε, είναι δίκαιον έμπροσθεν της βασιλείας σου να κτυπά κανείς τον άλλον; Εάν μεν έχη λόγον ας ομιλή ως και οι λοιποί Πατέρες· εάν δε είναι αμαθής ας σιωπά, ως και οι όμοιοί του· διατί να με ραπίση έμπροσθεν της βασιλείας σου»; Ακούσας ταύτα ο βασιλεύς ελυπήθη πολύ και λέγει προς τους Αρχιερείς· «Άγιοι Αρχιερείς, ο νόμος προστάσσει να κόπτεται ο χειρ εκείνου όστις τολμήση έμπροσθεν του βασιλέως να κτυπήση τινά· αφήνω όμως όπως κρίνη την πράξιν ταύτην η αγιότης σας». Απεκρίθησαν οι Αρχιερείς και είπον· «Βασιλεύ, ότι μεν κακώς έπραξεν ο Αρχιερεύς, το ομολογούμεν όλοι μας· πλην σε παρακαλούμεν, τώρα μεν ας τον αποβάλωμεν της Συνόδου και ας τον φυλακίσωμεν, μετά δε το πέρας των εργασιών αυτής θέλομεν τον καταδικάσει». Αφού λοιπόν επετίμησαν και εφυλάκισαν τον Άγιον, εφάνησαν κατά την νύκτα εκείνην εις την φυλακήν ο Χριστός και η Θεοτόκος και λέγουν· «Νικόλαε, διατί είσαι φυλακισμένος»; Και ο Άγιος απεκρίθη· «Δια την ιδικήν σας αγάπην». Λέγει προς αυτόν ο Χριστός· «Λάβε αυτό», και του έδωσε το άγιον Ευαγγέλιον, η δε Θεοτόκος του έδωσε το αρχιερατικόν ωμοφόριον. Την επαύριον τινές γνωστοί του, έφερον εις τον Άγιον άρτον και βλέπουσιν ότι ήτο λελυμένος εκ των δεσμών και εις μεν τον ώμον του, εφόρει το ωμοφόριον, εις δε τας χείρας εκράτει αναγινώσκων το άγιον Ευαγγέλιον·ερωτήσαντες δε που τα εύρε, τους είπε πάσαν την αλήθειαν. Μαθών τούτο ο βασιλεύς τον εξέβαλεν εκ της φυλακής και του εζήτει συγχώρησιν. Το αυτό έπραξαν και οι λοιποί Αρχιερείς. Διαλυθείσης δε της Συνόδου, επέστρεψαν άπαντες οι Αρχιερείς, ως και ο Άγιος Νικόλαος, εις την επαρχίαν των. Πείνα μεγάλη εγένετό ποτε εις την Λυκίαν, ομοίαν της οποίας δεν ενεθυμούντο ποτέ οι άνθρωποι και πολύ εστενοχωρούντο· τα δε Μύρα, η επαρχία του Αγίου, εκινδύνευε να καταστραφή. Αλλ΄ ο Άγιος λυπούμενος το ποίμνιόν του, τι ενήργησε; Πλοίαρχος τις εφόρτωσε το πλοίον του σίτον δια την Γαλλίαν, κατά δε την νύκτα φαίνεται εις αυτόν ο Άγιος Νικόλαος καθ΄ ύπνον και του λέγει· «Τον σίτον να τον υπάγης εις τα Μύρα της Λυκίας και όχι εις την Γαλλίαν, διότι εκεί είναι πείνα μεγάλη και θα τον εξοδεύσης με μεγάλην τιμήν και γρήγορα· λάβε δε και ως αρραβώνα τρία φλωρία και όταν φθάσης, λαμβάνεις και τα υπόλοιπα χρήματα». Εξυπνήσας την πρωϊαν ο πλοίαρχος εύρεν εις τας χείρας του τα νομίσματα και διηγηθείς τούτο εις τους ναύτας, έδειξε και τα νομίσματα. Όθεν ανεχώρησαν δια τα Μύρα της Λυκίας, διότι ηννόησεν ο πλοίαρχος ότι ήτο εκ Θεού τούτο και ότι ήθελον ωφεληθή. Φθάσαντες δε εις τα Μύρα επώλησαν τον σίτον με μεγάλην ωφέλειαν, οι δε άνθρωποι του τόπου εκείνου εδόξαζον τον Θεόν, όστις φροντίζει δια τους εις αυτόν ελπίζοντας. Ήθελον παύσει έως εδώ τον λόγον μου διηγούμενος τα του Αγίου κατορθώματα, επειδή και η ώρα παρήλθε. Σας παρακαλώ όμως να ακούσητε μετά προσοχής και τα επίλοιπα της διηγήσεως και να τελειώσω το λόγο μου. Εις την Μικράν Ασίαν υπήρχε χώρα, ήτις ωνομάζετο Μεγάλη Φρυγία, ήτο δε και άλλη Μικρά Φρυγία, ήτις παρέκειτο του Ελλησπόντου, και την οποίαν οι Έλληνες ωνόμαζον Τρωάδα. Εις την Μεγάλην Φρυγίαν κατώκουν άνθρωποι αλλόφυλοι και ξένοι, οι οποίοι ωνομάζοντο Τραϊφάλοι. Επαναστατήσαντες δε ούτοι έκαμον ιδικήν των βασιλείαν, χωρισθέντες εκ της βασιλείας του Κωνσταντίνου. Ακούσας ο Μέγας Κωνσταντίνος την επανάστασιν των Φρυγών, έπεμψε τρεις στρατηγούς με ικανόν στρατόν, όπως ειρηνεύσωσιν αυτούς· ωνομάζοντο δε οι στρατηγοί, ο εις Νεπωτιανός, ο δεύτερος Ούρσος και ο τρίτος Ερπυλίων. Πλέοντες δε και οι τρεις, έφθασαν εις τον λιμένα των Μυραίων, καλούμενον Ανδριάκην και επειδή ήτο κακοκαιρία, έμενον εκεί, έως να έλθη καιρός κατάλληλος· οι δε στρατιώται, έχοντες συνήθειαν εις την αρπαγήν, εισήλθον εις την πόλιν, όπως αγοράσωσι δήθεν άρτους, εκ τούτου δε εγένετο μεγάλη σύγχυσις εις την αγοράν των Μυραίων, διότι ήρπαζον ό,τι εύρισκον. Ακούσας ο Άγιος την σύγχυσιν, επορεύθη εις τον λιμένα, εύρε τους στρατηγούς και λέγει προς αυτούς· «Ποίοι είσθε η εξοχότης σας»; Εκείνοι ως τον είδον Αρχιερέα και γέροντα απεκρίθησαν ταπεινά· «Δούλοι του βασιλέως και της αγιωσύνης σου είμεθα και υπάγομεν κατά διαταγήν του βασιλέως να ειρηνεύσωμεν τους Ταϊφάλους, οι οποίοι επανεστάτησαν, αλλ΄ επειδή δεν κάμνει καιρόν επιτήδειον δια να αναχωρήσωμεν αναγκαζόμεθα να μένωμεν εδώ έως να καλωσυνεύση ο καιρός». Ο Άγιος απεκρίθη· «Αφού δια να ειρηνεύσητε κόσμον επαναστατημένον σας έστειλεν ο βασιλεύς, διατί ήλθετε εις ειρηνικόν κόσμον και ποιείτε σύγχυσιν»; Ως ήκουσαν ταύτα οι χιλίαρχοι, εφοβήθησαν ως Χριστιανοί και αγαθοί άνθρωποι όπου ήσαν και λέγουν προς τον Άγιον· «Ποίος είναι, Δέσποτα Άγιε, ο ποιών την σύγχυσιν»; Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Σεις είσθε· επειδή αφήνετε τους στρατιώτας σας και κάμνουν αρπαγήν εις την δημοσίαν αγοράν· σεις πταίετε». Πορευθέντες τότε αμέσως οι στρατηγοί εις την αγοράν των Μυραίων άλλους μεν εκ των στρατιωτών έδερον, άλλους συνεβούλευον και ούτως ειρήνευσαν τα πράγματα. Τότε ο Άγιος λαβών τους στρατηγούς εις την Μητρόπολιν εφιλοξένησεν αυτούς αρκούντως και ως καλός Πατήρ συμβουλεύσας και ευχηθείς αυτούς, τους συνώδευσε χαίροντας και ευχαριστημένους έως τον λιμένα των Μυραίων, τον Ανδριάκην. Τότε οι μεν στρατηγοί μετά του στρατού έμελον να εισέλθουν εις το πλοίον δια να αναχωρήσουν, ο δε Άγιος εξεκίνησε δια να επιστρέψη εις την πόλιν, πάραυτα όμως βλέπει άνδρας τε και γυναίκας κλαίοντας και παρακαλούντας αυτόν, όπως προφθάση και ελευθερώση τρεις εκ των συγγενών των, τους οποίους αδίκως ο διοικητής του τόπου Ευστάθιος κατεδίκασεν εις θάνατον δωροδοκηθείς παρά των εχθρών των. Γνωρίσας ο Άγιος το άδικον της αποφάσεως παρεκάλεσε τους στρατηγούς να τον ακολουθήσουν, αυτός δε έσπευδε δρομαίως ίνα φθάση εις τον τόπον της καταδίκης και σώση τους καταδίκους. Όπου δε καθ΄ οδόν συνήντα ανθρώπους ηρώτα εάν είδον τους καταδίκους και πληροφορούμενος περί της πορείας των έσπευδε δια να τους απαλλάξη εκ του θανάτου. Φθάσας τέλος κάθιδρως εις τον τόπον της εκτελέσεως επρόλαβε την τελευταίαν στιγμήν και αφήρεσεν εκ των χειρών του δημίου την σπάθην, με την οποίαν επρόκειτο να αποκεφαλίση τους μελλοθανάτους και λύσας αυτούς εκ των δεσμών δια των ιδίων του χειρών, τους αφήκεν ελευθέρους και ανεχώρησαν χαίροντες και δοξάζοντες τον Θεόν και τον Άγιον Νικόλαον. Διαδοθείσης της φήμης εις την πόλιν, έτρεχον άνδρες και γυναίκες να ίδουν το γεγονός. Το αυτό έπραξε και ο Ευστάθιος, ιππεύσας επί του ίππου του, έτρεχε να ίδη και αυτός τι συνέβαινεν. Ο δε Άγιος, ως είδεν αυτόν, τον ήλεγξε, διότι έκαμεν άδικον κρίσιν δωροδοκηθείς και κατεδίκασε τους αθώους ανθρώπους· αυτός δε ωμολόγησεν ότι ο Σιμωνίδης και ο Ευδόξιος οι πρώτοι του τόπου εμαρτύρησαν περί αυτών και δια τούτο εξέδωκε τοιαύτην απόφασιν. Τότε ο Άγιος διεμαρτυρήθη ενώπιον των τριών στρατηγών, ότι θα καταγγείλη την πράξιν εις τον βασιλέα, δια να μάθη και εκείνος, ότι ο Ευστάθιος είναι άδικος κριτής. Ακούσας ταύτα ο Ευστάθιος και φοβηθείς έπεσεν εις τους πόδας του Αγίου ζητών συγχώρησιν και ομολογών την άδικον κρίσιν, που έκαμεν, ο δε Άγιος τον συνεχώρησεν και έγινε μεταξύ των αγάπη. Aφού ταύτα πάντα είδον οι τρεις στρατηγοί, εισελθόντες εις το πλοίον ανεχώρησαν και φθάσαντες εις Φρυγίαν ειρήνευσαν τους Ταϊφάλους, είτα επιστρέψαντες εις Κωνσταντινούπολιν και προσκυνήσαντες τον βασιλέα, ανέφεραν ότι ειρήνευσαν τους Ταϊφάλους. Τότε ο βασιλεύς τους ετίμησε και πλείστα χαρίσματα τους έδωκε και εις μεγαλυτέραν τιμήν τους ανύψωσεν. Αλλά τι το μετά ταύτα; Ακούσατε, παρακαλώ, δια να γνωρίσητε τι κάμνει ο φθόνος εις τον άνθρωπον. Οι μεν στρατηγοί εκείνοι, ο Νεπωτιανός, ο Ούρσος και Ερπυλίων διέτριβον εις τα βασίλεια, ως πρώτοι του βασιλέως· φθονεροί δε τινες άνθρωποι του βασιλέως, μη δυνάμενοι να βλέπωσιν αυτούς ούτω τιμωμένους, επήγαν εις τον επίτροπον του βασιλέως, Αβλάβιον ονόματι, και του λέγουν· «Είδες τι εποίησαν οι τρεις στρατηγοί; Ο βασιλεύς τούς απέστειλε να ειρηνεύσουν τους Ταϊφάλους, αυτοί δε συνεννοηθέντες μετ΄ αυτών, σκέπτονται να πείσωσι τους μετ΄ αυτών στρατιώτας να επαναστατήσωσι κατά του βασιλέως, με την βοήθειαν δε και των Ταϊφάλων να βασιλεύσωσιν αυτοί». Ακούσας ταύτα ο Αβλάβιος εσκέπτετο πώς να χειρισθή την υπόθεσιν ταύτην· ιδόντες όμως οι συκοφάνται ότι άνευ χρημάτων δεν γίνεται τίποτε, έδωκαν εις αυτόν χρήματα και ούτος εφυλάκισεν αυτούς, μη γνωρίζοντος του βασιλέως Κωνσταντίνου, έμενον δε εις την φυλακήν, χωρίς να γνωρίζουν και αυτοί την αιτίαν. Οι φθονεροί όμως εκείνοι άνδρες, φοβούμενοι μη φανερωθούν εις τε τον Αβλάβιον και τον βασιλέα ψεύσται, έφερον εις τον Αβλάβιον και άλλα περισσότερα χρήματα και εζήτησαν να διατάξη όπως φονευθώσι το συντομώτερον, μήπως όντες εν τη φυλακή συνεννοηθώσι δήθεν μετά των Ταϊφάλων και έλθωσιν εκείνοι προς απελευθέρωσίν των. Βλέπων ο Αβλάβιος ότι και εις φόνον τον αναγκάζουσι, φοβούμενος δε μήπως του ζητήσουν να τους επιστρέψη τα χρήματα, τρέχει προς τον βασιλέα και προσποιούμενος τον λυπημένον λέγει προς αυτόν· «Πολυχρονεμένε βασιλεύ, οι τρεις στρατηγοί Νεπωτιανός, Ούρσος και Ερπυλίων, τους οποίους έπεμψας να ειρηνεύσωσι τους Ταϊφάλους, αντί να εκτελέσουν την προσταγήν σου, τους παρέσυραν με το μέρος των και σκέπτονται να επαναστατήσωσι κατά της βασιλείας σου. Λοιπόν εγώ τους εφυλάκισα και τώρα η βασιλεία σου αποφάσισον ως βούλεσαι ή διάταξον να φονευθώσιν, ή σκέψου πως θα απαλλαγής εξ αυτών δια να ίδωσι και άλλοι και σωφρονισθώσι».Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς και νομίζων ότι ο Αβλάβιος λέγει αλήθειαν, διέταξε να τους αναγγείλωσιν ότι την επομένην αποκεφαλίζονται. Όθεν γράψας ο Αβλάβιος την απόφασιν, έστειλεν είδησιν και εις την φυλακήν δια να τους δοθή η αγγελία. Όθεν ελθών ο δεσμοφύλαξ κλαίων τους ανήγγειλε την καταδίκην των, την οποίαν ώρισεν ο βασιλεύς, λέγων εις αυτούς· «Αύριον αποκεφαλίζεσθε· ό,τι λοιπόν έχετε να διατάξητε δια τας οικογενείας σας και τας περιουσίας σας κάμετε το συντομώτερον». Και ο μεν δεσμοφύλαξ ταύτα είπε· εκείνοι δε ακούσαντες την απόφασιν παρέλυσαν τα μέλη των, μη γνωρίζοντες δια ποίαν αιτίαν εδόθη τοιαύτη καταδικαστική απόφασις δι΄ αυτούς. Έλεγον δε προς αλλήλους· «Εις τι επταίσαμεν ενώπιον του Θεού και του βασιλέως και κατεδικάσθημεν ούτως; Ποία είναι η αμαρτία ημών και θέλουν να μας φονεύσουν»; Λέγει ο Νεπωτιανός· «Επειδή εφθάσαμεν εις αυτό το σημείον, αδελφοί μου, τώρα ανθρώπινος δύναμις δεν δύναται να μάς ελευθερώση· ενθυμείσθε τι συνέβη εις τα Μύρα της Λυκίας με τον μέγαν Νικόλαον, όστις ηλευθέρωσεν εκ του αδίκου θανάτου τους τρεις άνδρας· αυτός γνωρίζει και δι΄ ημάς ότι δεν έχομεν κανένα να μας βοηθήση· εις μεγάλην θλίψιν και οδύνην καρδίας ευρισκόμεθα και δεν υπάρχει κανείς να μας ελευθερώση εκ του κινδύνου τούτου· η φωνή μας έσβυσεν, η γλώσσα μας εξηράνθη και δεν δυνάμεθα να δεηθώμεν· ελάτε λοιπόν να παρακαλέσωμεν τον Θεόν και τον Άγιον Νικόλαον μήπως προφθάση η πρεσβεία του και απελευθερώση και ημάς τους αναιτίους, οι οποίοι δεν γνωρίζομεν τίποτε». Ήκουσαν και οι άλλοι και μετά δακρύων εβόησαν λέγοντες· «Κύριε ο Θεός του Πατρός ημών Νικολάου, του ελευθερώσαντος από τον άδικον θάνατον τους τρεις άνδρας εις τα Μύρα, πρόφθασον, Κύριε, και μη παρίδης την αδικίαν ταύτην, μηδέ λησμονήσης ημάς εις κίνδυνον θανάτου ευρισκομένους· ελευθέρωσόν μας εκ των χειρών των εχθρών μας· πρόφθασον εις βοήθειαν ημών ότι αύριον θανατούμεθα». Τοιαύτα και άλλα όμοια οι εν τη φυλακή εδέοντο του Θεού όλην την νύκτα. Βλέπων δε ο Θεός την αδικίαν και θέλων να δοξάση τον Άγιον, τι ωκονόμησε; Κατά την νύκτα εκείνην, ολίγον προ της ανατολής του ηλίου, φαίνεται ο μέγας Νικόλαος εις τον βασιλέα Κωνσταντίνον και του λέγει· «Βασιλεύ, εγείρου γρήγορα και ελευθέρωσον τους τρείς άνδρας, τους οποίους κατεδίκασες εις θάνατον, ειδ΄ άλλως θα κάμω δέησιν εις τον Θεόν να σου αφαιρέση την ζωήν». Λέγει ο βασιλεύς· «Ποίος είσαι συ, όστις με απειλείς; Και πως εισήλθες τοιαύτην ώραν εις τα βασίλεια»; Ο Άγιος απεκρίθη· «Εγώ είμαι ο Αρχιερεύς των Μυραίων Νικόλαος και με έστειλεν ο Θεός να σου είπω να ελευθερώσης τους τρεις αδικουμένους». Παρευθύς τότε εξύπνησεν ο βασιλεύς, ο δε Άγιος επήγε και εις τον έπαρχον Αβλάβιον και του λέγει· «Αβλάβιε, βεβλαμμένε εις τον νουν, διατί έλαβες χρήματα και ηδίκησας τους τρεις άνδρας, οι οποίοι δεν έπταισαν εις τίποτε; Γρήγορα να τους ελευθερώσης, διότι θα παρακαλέσω τον Θεόν και θα σου αφαιρέση την ζωήν». Ηρώτησεν ο Αβλάβιος· «Ποίος είσαι συ»; Και ο Άγιος απάντησεν· «Εγώ είμαι ο Νικόλαος ο δούλος του Θεού και Αρχιερεύς των Μυραίων». Ταύτα είπεν ο Άγιος και παρευθύς εξύπνησεν ο Αβλάβιος και εσκέπτετο τι εσήμαινε το όραμά του. Ενώ λοιπόν ο Αβλάβιος εσκέπτετο τα οραθέντα, έφθασαν οι υπηρέται του βασιλέως Κωνσταντίνου και του λέγουν· «Σπεύσον, διότι σε ζητεί ο βασιλεύς». Έσπευσε λοιπόν αμέσως να παρουσιασθή εις τον βασιλέα, ο δε βασιλεύς, ως είδεν αυτόν, ήρχισε να του διηγήται το όραμα το οποίον είδε. Λέγει ο Αβλάβιος· «Βασιλεύ, και εγώ το αυτό όνειρο είδα εις τον ύπνον μου, και δεν δύναμαι να εννοήσω τι συμβαίνει· όθεν ας φέρωμεν τους τρεις αυτούς άνδρας να τους εξετάσωμεν». Έφερον λοιπόν τους τρεις στρατηγούς και λέγει προς αυτούς ο βασιλεύς· «Τι μαγείας εποιήσατε και είδομεν τόσον φοβερά όνειρα, ώστε δεν ηδυνήθημεν να κοιμηθώμεν»; Τότε οι τρεις στρατηγοί βλέποντες ο εις τον άλλον έκλαιον, ο δε βασιλεύς ιδών ότι εκ των δακρύων και του φόβου δεν ηδύναντο να απαντήσουν, τους ωμίλησε με ημερότητα και τους λέγει· «Αποκρίθητέ μοι και μη φοβήσθε έμπροσθεν του φίλου σας βασιλέως». Βλέποντες αυτοί την ημερότητα του βασιλέως, είπον μετά δακρύων· «Ω βασιλεύ, μαγείας ημείς δεν γνωρίζομεν, ούτε και λόγον πικρόν είπομεν ποτέ κατά της βασιλείας σου, μάρτυρα έχομεν τον Θεόν, όστις βλέπει τα πάντα· εάν δε ποτε εσκέφθημεν κακόν κατά της βασιλείας σου, σε ορκίζομεν εις τον Θεόν μη λυπηθής καθόλου και ημάς και όλον το γένος μας, αλλά να μας εξολοθρεύσης. Ημείς, ω βασιλεύ, έχομεν παραγγελίαν εκ των γονέων μας να σεβώμεθα πρώτον τον Θεόν και δεύτερον τον βασιλέα. Ταύτα μελετώντες, όταν απέστειλας ημάς εις την Φρυγίαν προς τους Ταϊφάλους, κατεφρονήσαμεν όλα και με την βοήθειαν του Θεού ετελειώσαμεν το θέλημά σου, ηλπίζομεν δε να μας τιμήσης, τώρα όμως βλέπομεν, ότι όχι μόνον ατιμίαν αντί τιμής, αλλά και θάνατον απολαμβάνομεν». Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς επραϋνθη η καρδία του και λέγει με ιλαρότητα προς εκείνους· «Είπατέ μου, τίνα Άγιον επεκαλέσθητε εις την φυλακήν κατά την νύκτα ταύτην»; Απεκρίθησαν και είπον· «Ω βασιλεύ πολυχρονεμένε, επεκαλούμεθα τον Θεόν κλαίοντες και λέγοντες: «Κύριε, Κύριε, ο Θεός του Πατρός ημών Νικολάου, ο δια των πρεσβειών τούτου ελευθερώσας εκ του αδίκου θανάτου τους τρεις άνδρας εις τα Μύρα, αυτός ελευθέρωσον και ημάς από την συκοφαντίαν ταύτην». Ο δε βασιλεύς, ως ήκουσε το όνομα του Νικολάου, λέγει προς αυτούς· «Ποίος είναι ο Νικόλαος, περί του οποίου ομιλείτε και κατά τίνα τρόπον ηλευθέρωσε τους τρεις εκείνους άνδρας εις τα Μύρα; Είπατέ μοι λεπτομερώς». Απεκρίθη ο Νεπωτιανός και λέγει προς τον βασιλέα· «Ημείς, πολυχρονεμένε βασιλεύ, πηγαίνοντες εις την Μεγάλην Φρυγίαν προς τους Ταϊφάλους, ηναγκάσθημεν, επειδή ο καιρός ήτο ακατάλληλος, να προσορμίσωμεν το πλοίον εις τον Ανδριάκην, τον λιμένα των Μύρων. Εκεί ήλθεν ο Μητροπολίτης των Μυραίων Νικόλαος, όστις μας επεριποιήθη· ήτο άνθρωπος ενάρετος και Άγιος, όλος δε ο τόπος εκείνος είναι γεμάτος από τα θαύματα, τα οποία κάμνει καθ΄ εκάστην. Άκουσον δε, βασιλεύ, πως τον ευλαβούνται οι άνθρωποι του τόπου, καθώς και ο διοικητής των Μύρων Ευστάθιος, ο αντιπρόσωπος της βασιλείας σου. Άρχοντες τινές του τόπου εσυκοφάντησαν τρεις άνδρας και ο Ευστάθιος ώρισε κατά τον νόμον να τους αποκεφαλίσουν, ως και ημείς οι άθλιοι μέλλομεν σήμερον να πάθωμεν. Οι δε συγγενείς εκείνων έδραμον εις τον Αρχιερέα Νικόλαον και έπεσαν εις τους πόδας του κλαίοντες και λέγοντες· «Βοήθησόν μας, δούλε του Χριστού, ταύτην την ώραν, διότι ο Ευστάθιος, λαβών χρήματα, αδίκως διέταξε να φονεύσουν τρεις άνδρας εκ των συγγενών μας, χωρίς να πταίουν εις τίποτε». Ως ήκουσεν ο Αρχιερεύς ταύτα, σπεύσας ήρπασεν εκ των χειρών του στρατιώτου την σπάθην δια της οποίας ήθελε να αποκεφαλίση αυτούς και ουδείς είπε τι εναντίον του, ότι δεν έπραξε καλά, ουδέ ο Ευστάθιος είπε τίποτε, μάλιστα έπεσεν εις τους πόδας του ζητών συγχώρησιν. Όλα αυτά, ω βασιλεύ, είδομεν με τους οφθαλμούς μας, ενθυμούμενοι δε το καλόν το οποίον έκαμεν εις τους τρεις εκείνους ο Άγιος, επεκαλέσθημεν μετά δακρύων τον Θεόν, να προφθάση δι΄ ευχών του Αγίου και εις βοήθειαν ημών». Ως ήκουσε ο βασιλεύς ταύτα κατενύγη και λέγει προς τους τρεις εκείνους· «Εγώ χαρίζω την ζωήν σας και να γνωρίζητε ότι χάριν του Αρχιερέως εκείνου ηλευθερώθητε από τον θάνατον· υπάγετε λοιπόν να γίνητε και Μοναχοί παρ΄ αυτού γρήγορα και να του είπητε ότι τον ήκουσα και να μη με φοβερίζη». Ταύτα ειπών ο βασιλεύς, τους έδωκε και εν χρυσούν Ευαγγέλιον και χρυσούν θυμιατήριον κεκοσμημένον με πολυτίμους λίθους και δύο μεγάλας κεχρυσωμένας λαμπάδας να τας υπάγουν εις την Εκκλησίαν, εις την οποίαν αρχιεράτευεν ο μέγας Νικόλαος. Οι δε λαβόντες ταύτα ανεχώρησαν δια τον Άγιον· έγιναν δε και Μοναχοί, εκ δε των υπαρχόντων των άλλα μεν εδώρησαν εις την Εκκλησίαν του Αγίου, άλλα εις πτωχούς και άλλα εις τους συγγενείς των. Περί του θαύματος τούτου ας παύσω διηγούμενος, επειδή αρκετά είπον· ας διηγηθώ δε και περί άλλου, το οποίον έτι ζων ετέλεσεν, έπειτα δε να είπω όσα μετά θάνατον εποίησε και τότε συν Θεώ να καταπαύσω τον λόγον μου. Ναύταί ποτε εκινδύνευον να πνιγούν ταξιδεύοντες· ακούοντες δε τα περί του Αγίου, επεκαλέσθησαν αυτόν και είπον· «Άγιε Νικόλαε, βοήθησόν μας την ώραν ταύτην, διότι πνιγόμεθα». Παρευθύς τότε εφάνη ο μέγας Νικόλαος εις την πρύμνην του πλοίου και λαβών το τιμόνιον εκυβέρνα· είπε δε εις τους ναύτας· «Μη φοβήσθε, εγώ είμαι μαζί σας· με επεκαλέσθητε και ήλθον προς βοήθειάν σας». Μετ΄ ολίγον έπαυσεν ο άνεμος, η θάλασσα ησύχασε και ο Άγιος έγινεν άφαντος. Τότε είπον οι ναύται· «Ας αράξωμεν το πλοίον μας εις τον λιμένα των Μυραίων και ας υπάγωμεν προς τον Άγιον Νικόλαον, ίνα τον ευχαριστήσωμεν δια την βοήθειαν, την οποίαν μας έκαμε, να ίδωμεν δε και το πρόσωπόν του, διότι δεν τον έχομεν ίδει». Εξήλθον λοιπόν εις την ξηράν και ηρώτησαν· «Που ευρίσκεται ο Αρχιερεύς»; Τους είπον δε ότι τώρα επήγαινεν εις την Εκκλησίαν με τους Ιερείς του. Όθεν έσπευσαν να τον φθάσουν και εισελθόντες εις την Εκκλησίαν τον εύρον και τον εγνώρισαν εκ του σχήματος, όπως τον είχον ίδει εις την θάλασσαν, επειδή, ως είπομεν, δεν τον είχον ίδει άλλοτε. Πεσόντες τότε εις τους πόδας του έλεγον· «Ευχαριστούμεν σοι, δούλε του Θεού, διότι εάν δεν προέφθανες ηθέλομεν πνιγή εις την θάλασσαν». Εκείνοι μεν ούτως έλεγον και διηγούντο την υπόθεσιν. Ο δε Άγιος, ως προορατικός όπου ήτο και έχων Πνεύμα Άγιον, εγνώρισεν ότι δεν ήτο καθαρά η καρδία των και ήρχισε να τους διδάσκη λέγων· «Παρακαλώ σας, τέκνα μου, να εξετάσετε τας βουλάς και τα νοήματα των καρδιών και του νοός σας και να τα διευθύνητε εις το θέλημα του Θεού· διότι αν εκ των ανθρώπων κρυπτώμεθα και φαινώμεθα καλοί, εκ του Θεού όμως δεν είναι δυνατόν να κρυφθώμεν, διότι ο άνθρωπος βλέπει εις το πρόσωπον, ο δε Θεός εις την καρδίαν. Ακούσατε τι η Γραφή λέγει· «Μη ποιήτε το κακόν, ίνα μη επέλθη τούτο εις ημάς, αλλά ποιείτε το καλόν δια να το απολαύσητε και μη μολύνητε το σώμα σας, διότι ως λέγει ο θείος Παύλος «σεις είσθε ναός Θεού και εάν κανείς καταστρέφη τον ναόν του Θεού, θα καταστρέψη αυτόν ο Θεός» (Α΄ Κορ. γ: 16-17)· εάν ούτω ποιήτε θα έχητε πάντοτε τον Θεόν βοηθόν». Ο μεν Άγιος μετά την διδαχήν του ανεχώρησεν εις την Μητρόπολιν· οι δε ναύται, ωφεληθέντες εκ της διδαχής του μάλλον ή από την βοήθεαν της θαλάσσης, ανεχώρησαν εις τον τόπον των, δοξάζοντες τον Θεόν και ευχαριστούντες τον Άγιον. Αλλά περί μεν των θαυμάτων, τα οποία ετέλεσεν έτι ζων, ας καταπαύσω τον λόγον, επειδή παρήλθεν αρκετή ώρα και πρέπει, πριν τελειώσω την διήγησιν, να διηγηθώ και περί των θαυμάτων, τα οποία ετέλεσε μετά την οσίαν του κοίμησιν· πρώτον όμως ας διηγηθώ πως εκοιμήθη. Αναφέρεται εις ένα εγκωμιαστικόν του λόγον, ότι τοιούτος ήτο εις την θεωρίαν, ώστε και αν δεν τον είχεν ίδει κανείς ποτέ, και τον έβλεπε δια πρώτην φοράν εν μέσω πολλών ανθρώπων, τον εγνώριζεν εκ του ήθους του αγγελικού το οποίον είχε· τόσον έλαμπε το πρόσωπόν του, τόσον ήτο θεωρητικός, ώστε πολλάκις και εάν απλώς συνηντάτο καθ΄ οδόν μετά πολλών ανθρώπων και χωρίς καν να τους διδάξη, αμέσως επέστρεφον εκείνοι εις θεογνωσίαν εκ της θεωρίας και μόνον του προσώπου του· και λυπημένος εάν επήγαινε κανείς να είπη το παράπονόν του εις αυτόν, και μόνον με το να τον έβλεπεν, εφυγαδεύετο η λύπη του και επληρούτο χαράς· πτωχοί λυπημένοι βλέποντες αυτόν εχαίροντο και ηυφραίνοντο. Αλλ΄ επειδή ήτο άνθρωπος και αυτός και έμελλε να αποθάνη, ασθενήσας μικρόν εκοιμήθη εν ειρήνη, περί το έτος τλ΄ (330), και το μεν τίμιον σώμα του αφήκεν εις την γην προς ωφέλειαν των ανθρώπων, η δε μακαρία ψυχή του ανήλθεν εις τον ουρανόν μετά χαράς και υμνωδίας Αγγέλων. Και οι μεν ορφανοί και πτωχοί έκλαυσαν διότι απεστερήθησαν τον πατέρα και κυβερνήτην των, οι ξένοι και οι Μυραίοι και όλος ο κόσμος εθρήνησαν, ότι έχασαν τοιούτον Ποιμένα και Διδάσκαλον, οι δε Άγιοι Αρχάγγελοι και Άγγελοι εχάρησαν διότι υπεδέχθησαν εις τους κόλπους των τοιούτον Άγιον· οι Μάρτυρες ηυφράνθησαν διότι είδον τον συμμάρτυρα αυτών, οι Δίκαιοι ηγαλλιάσαντο, διότι είδον τον όμοιον με αυτούς· οι Ποιμένες και Διδάσκαλοι εχάρησαν, διότι ηνώθησαν μετά του Ποιμένος. Τι λέγω τα κατά μέρος; Ο ουρανός όλος, και τα τάγματα των Αγίων και Δικαίων εχάρησαν την ημέραν εκείνην. Αλλά και αν η μακαρία του ψυχή απήλθε του κόσμου τούτου ο Άγιος δεν ελησμόνησε, ούτε λησμονεί τους επικαλουμένους αυτόν. Δια τούτο και μετά την μακαρίαν του κοίμησιν άπειρα θαύματα εποίησε και ποιεί εις τους μετά πίστεως καταφεύγοντας προς αυτόν, αλλ΄ εγώ δια συντομίαν θα διηγηθώ μόνον εν ή δύο. Εις τα Μύρα, εις τα οποία αρχιεράτευσεν ο Άγιος, ωκοδόμησαν οι Χριστιανοί Εκκλησίαν μεγάλην επ΄ ονόματι του Αγίου Νικολάου του Θαυματουργού και κατ΄ έτος συνηθροίζοντο εκ των περιχώρων ως και εξ άλλων πολλών μερών και ετέλουν πανήγυριν. Εν μια των ημερών εισήλθον εις πλοίον Χριστιανοί τινες εκ μακρινού μέρους, δια να υπάγουν εις τα Μύρα χάριν προσκυνήσεως των ιερών λειψάνων του Αγίου· ο δε διάβολος, δια να εμποδίση από την προσκύνησιν τους Χριστιανούς εκείνους και όσους άλλους δυνηθή, τι εμεθοδεύθη; Ενθυμείσθε εκείνο το οποίον διηγήθημεν ανωτέρω, ότι ο Άγιος εκρήμνισε βωμόν τινα ελληνικόν της Αρτέμιδος και έφυγαν από εκεί οι δαίμονες κλαίοντες και έλεγον· «ηδίκησας ημάς, αδικητά Νικόλαε»; Ο πρώτος λοιπόν δαίμων του βωμού εκείνου, θέλων να κάμη κακόν εις τον Ναόν του Αγίου, μετεμορφώθη εις σχήμα γυναικός πτωχής και γραίας, ήτις εβάστα ελαιοδοχείον πλήρες ελαίου και κατά την ώραν κατά την οποίαν συνηθροίζοντο οι Χριστιανοί δια να εισέλθουν εις το πλοίον ενεφανίσθη και αυτός και λέγει προς αυτούς· «Που πηγαίνετε, αδελφοί μου»; Απεκρίθησαν εκείνοι· «Εις τα Μύρα της Λυκίας δια να προσκυνήσωμεν το ιερόν λείψανον του Αγίου Νικολάου». Λέγει η κατά το φαινόμενον πτωχή εκείνη γραία· «Σας παρακαλώ, αδελφοί μου, λάβετε τούτο το ελαιοδοχείον με το έλαιον και να το υπάγητε εις την Εκκλησίαν του Αγίου να ανάψητε την κανδήλαν να καή δια την αμαρτωλήν μου ψυχήν, διότι δεν δύναμαι να έλθω μαζί σας, επειδή φοβούμαι την θάλασσαν η οποία πολύ με ζαλίζει· όθεν, σας παρακαλώ, υπάγετε σεις και θα είναι και ιδικόν σας και ιδικόν μου το καλόν». Και ο μεν δαίμων παρεκάλει τους ναύτας ταύτα λέγων· εκείνοι δε αγνοούντες την τέχνην του δαίμονος έλαβον το ελαιοδοχείον και έπλεον αμέριμνοι καθ΄ όλην εκείνην την ημέραν. Περί δε το μεσονύκτιον φαίνεται ο Άγιος εις τον πλοίαρχον και λέγει προς αυτόν· «Το ελαιοδοχείον, το οποίον σας έδωκεν η πτωχή εκείνη, όταν εξημερώση να το ρίψητε εις την θάλασσαν, διότι είναι τέχνη του διαβόλου να καή η Εκκλησία μου και εάν ίδητε φοβερόν τι και παράδοξον εις την θάλασσαν, μη φοβηθήτε· διότι εγώ θα σας βοηθήσω να μη πάθητε τίποτε». Το πρωϊ, όταν εξημέρωσε, διηγήθη ο πλοίαρχος το όραμα και λαβών το ελαιοδοχείον έρριψεν αυτό εις την θάλασσαν, ευθύς δε ως το έρριψε, φλοξ μεγάλη ανέβη εκ της θαλάσσης και καπνός πολύς δυσωδέστατος, ως από θειάφι· η θάλασσα εφούσκωσε και εξηκόντιζε το ύδωρ υψηλά, τόσον ώστε εκινδύνευε να εισέλθη εντός του πλοίου. Βλέποντες ταύτα οι ναύται ηπόρουν, από δε τον φόβον των έπεσον πρηνείς (προύμυτα) κλαίοντες και λέγοντες μεγαλοφώνως· «Άγιε Νικόλαε, πρόφθασον και βοήθησόν μας, διότι βυθιζόμεθα». Μετά δε ώραν ικανήν, ότε κατεπράϋνεν η τρικυμία, συνελθόντες οι ναύται από την αγωνίαν εχάρησαν δοξάζοντες τον Θεόν και τον μέγαν Νικόλαον. Εις την Κωνσταντινούπολιν ήτο Χριστιανός τις ευλαβής και πιστός, καθ΄ υπερβολήν αγαπών τον Όσιον Πατέρα ημών Νικόλαον και αμοιβαίως παρά του Αγίου Πατρός ημών Νικολάου αγαπώμενος. Ούτος λοιπόν, θέλων ποτέ να ταξιδεύση δι΄ αναγκαίαν υπόθεσίν του, επήγε πρώτον εις τον Ναόν του Αγίου Νικολάου και προσηυχήθη εκ βάθους καρδίας· έπειτα αποχαιρετήσας τους συγγενείς και τους φίλους του, επεβιβάσθη εις το πλοιάριον. Κατά δε την ενάτην ώραν της νυκτός ηγέρθησαν οι ναύται, όπως στρέψωσι τα ιστία, μεταβληθέντος του ανέμου· ηγέρθη δε και ο ευλαβέστατος εκείνος άνθρωπος δια να υπάγη προς ανάγκην του· επειδή όμως οι ναύται κατεγίνοντο εις την στροφήν των ιστίων, περιπλεχθείς ο Χριστιανός εκείνος και συμποδισθείς (καθώς τούτο συνήθως συμβαίνει εις τοιαύτας περιπτώσεις), έπεσεν εις την θάλασσαν. Οι ναύται, αν και αντελήφθησαν το γενόμενον, δεν ηδυνήθησαν να μεταχειρισθώσιν ουδέν μέσον όπως ανασύρωσιν εκ της θαλάσσης τον άνθρωπον, αφ΄ ενός μεν διότι ήτο σκότος βαθύτατον, αφ΄ ετέρου δε διότι ο άνεμος έπνεε βιαιότερα και εβίαζε το πλοίον προς τα πρόσω. Όθεν καθήμενοι εθρήνουν λυπούμενοι και έκλαιον δια τον πικρόν θάνατον του ανδρός. Ο δε Χριστιανός εκείνος, πεσών εις την θάλασσαν ενδεδυμένος καθώς ήτο με όλα τα ενδύματά του και καταποντιζόμενος εις τον βυθόν του πελάγους, ενεθυμήθη και έλεγε νοερώς· «Άγιε Νικόλαε, βοήθει μοι». Φωνάζων δε νοερώς την φωνήν ταύτην, ω του θαύματος! Πολλά και ακατανόητα είναι τα θαυμάσιά σου Κύριε! Ευρέθη εν τω μέσω του οίκου του, μη αισθανθείς δε τούτο ενόμιζεν ότι ευρίσκεται ακόμη εις τον βυθόν της θαλάσσης. Όθεν και εκεί εφώναζεν όχι πλέον νοερώς, αλλ΄ αισθητώς· «Άγιε Νικόλαε, βοήθει μοι». Οι δε άνθρωποι της οικίας του ακούοντες τας φωνάς του εγερθέντες ήναψαν φως· αλλά και οι γείτονες και οι έξωθεν ακούσαντες, εξηγέρθησαν, και έτρεξαν και εκείνοι και βλέπουσιν αυτόν μεν εις το μέσον της οικίας του εστώτα και κράζοντα, ύδωρ δε πολύ της θαλάσσης να τρέχη από τα ενδύματα τα οποία εφόρει· όθεν εκ του θαυμασμού των και της εκστάσεως έμειναν άφωνοι και σιωπηλοί, αγνοούντες τι να είπωσιν. Ο δε Χριστιανός εκείνος εφώναζεν· «Αδελφοί, τι είναι αυτό το οποίον βλέπω; Εγώ γνωρίζω πολύ καλά, ότι χθες κατά την ενάτην ώραν σάς απεχαιρέτησα όλους και επεβιβάσθην εις το πλοίον, το οποίον επειδή εφύσησεν ούριος άνεμος επροχώρησεν αρκετά· κατά δε την δευτέραν ή τρίτην φυλακήν της νυκτός, ήτοι κατά την ενάτην ώραν της νυκτός, μετέβην δι΄ ανάγκην μου και συμποδισθείς υπό των ναυτών, ερρίφθην εις την θάλασσαν· όθεν επεκαλούμην τον Άγιον Νικόλαον εις βοήθειαν. Πως δε τώρα ευρίσκομαι εδώ δεν γνωρίζω και σας παρακαλώ να μου είπητε σεις, διότι εγώ είμαι εκστατικός και μου φαίνεται ότι παρεφρόνησα». Oι δε συναθροισθέντες Χριστιανοί, ταύτα ακούσαντες, βλέποντες δε και το ύδωρ της θαλάσσης, το οποίον έρρεεν εκ των ενδυμάτων του, εξεπλάγησαν, ως είπομεν, συλλογιζόμενοι το παράδοξον του θαύματος· όθεν έχαιρον μετά του διασωθέντος αδελφού και εδάκρυον εν ταυτώ, επί πολλήν ώραν το Κύριε, ελέησον! Κράζοντες. Ο δε Χριστιανός εκείνος εκδυθείς τα βεβρεγμένα ενδύματα και ενδυθείς άλλα, κατηυθύνθη εις τον Ναόν του Αγίου Νικολάου, όπου και διήνυσε το επίλοιπον διάστημα της νυκτός, προσπίπτων μετά δακρύων εις την εικόνα του Αγίου, δεόμενος και παρακαλών και τας ευχαριστίας αποδίδων με θαυμασμόν και έκπληξιν. Όταν δε ήλθεν η ώρα του όρθρου και συνηθροίσθη ο λαός εις τον Ναόν του Αγίου κατά το σύνηθες, τότε έγινεν εις όλους φανερόν το θαύμα του Αγίου· διότι μυρισθέντες τα ηδύπνοα και ευωδέστατα εκείνα αρώματα, τα οποία έφερεν ο διασωθείς εκείνος Χριστιανός εις τον Άγιον, βλέποντες δε και την Εκκλησίαν του Αγίου κατάφωτον, ηρώτων αλλήλους δια να μάθωσι την αιτίαν. Μαθόντες δε αυτήν, εξέστησαν άπαντες, και εδόξαζον μεν τον Θεόν, ηυχαρίστουν δε τον μέγαν Ιεράρχην Νικόλαον. Τούτο το εξαίσιον και υπερφυές αληθώς θαύμα και μεγαλούργημα του Αγίου διεφημίσθη εις όλην την μεγαλόπολιν του Κωνσταντίνου· έφθασε δε και εις τας ακοάς τόσον του τότε βασιλέως, όσον και του Πατριάρχου. Όθεν αυτοί εκάλεσαν τον διασωθέντα εκείνον Χριστιανόν επί Συνόδου· όστις παρασταθείς έμπροσθεν πάντων διηγήθη παρρησία, πως, κατά τίνα τρόπον και πότε ηκολούθησεν εις αυτόν το τοιούτον φρικτόν και εξαίσιον θαυματούργημα, το οποίον ακούσαντες όλοι οι παριστάμενοι Συνοδικοί εβόησαν· «Μέγας ει, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων σου»! Όθεν διαλαλήσαντες πανταχού το γενόμενον, συνήχθησαν οι Χριστιανοί εις τον Ναόν του Αγίου Νικολάου και εποίησαν λιτανείαν και αγρυπνίαν, δοξάζοντες μεν και ευλογούντες τον Θεόν, απονέμοντες δε και την πρέπουσαν ευχαριστίαν εις τον τούτου πιστόν θεράποντα Άγιον Νικόλαον. Αυτή είναι, αγαπητοί μου αδελφοί, η πολιτεία και αι πράξεις του Αγίου Νικολάου, όστις εδούλευσε τον Θεόν ολοψύχως και ο Θεός ετίμησεν αυτόν επί της γης και εν τω ουρανώ, διότι έσπευδε να αρέση εις τον Χριστόν και αντημείφθη χιλιοπλασίως. Δια τούτο και ημείς οι ακούοντες και αναγινώσκοντες τα κατορθώματα αυτού πρέπει να τον μιμηθώμεν δια να αρέσωμεν εις τον Δεσπότην Χριστόν τον Θεόν ημών. Δια τούτο πρέπει να συναθροιζώμεθα εις την Εκκλησίαν, όπου αναγινώσκονται τα ιερά βιβλία, ίνα ακούοντες τους Βίους και τα έπαθλα των Αγίων Ανδρών μιμώμεθα αυτούς. Διότι εάν μόνον ακούωμεν και δεν πράττωμεν, θα τιμωρηθώμεν περισσότερον· διότι λέγει ο Κύριος εις το Ιερόν Ευαγγέλιον, ότι «ο γνούς το θέλημα του Κυρίου εαυτού και μη ετοιμάσας μηδέ ποιήσας προς το θέλημα αυτού, δαρήσεται πολλάς (Λουκ. ιβ: 47). Αλλοίμονον, αδελφοί μου, εις ημάς τους αμαρτωλούς, οίτινες ακούομεν και δεν πράττομεν, διδασκόμεθα και δεν υπακούομεν, είμεθα Χριστιανοί και δεν ποιούμεν το θέλημα του Χριστού. Ποίον τότε το όφελος; Εάν είπης εις ασθενή ότι είναι υγιής, τι τον ωφέλησας; Ή εις πτωχόν ότι είναι πλούσιος, μήπως με τον λόγον τον επλούτισας; Ούτως είναι και εις ημάς τους Χριστιανούς· μήπως εάν είπωμεν ότι είμεθα Χριστιανοί και δεν φυλάττωμεν τας εντολάς του Χριστού, ωφελούμεθα τίποτε; Υλικώς κερδίζει ο άνθρωπος και αποκτά πλούτον, όταν εργάζεται και δεν σταματά την εργασίαν του. Και πάλιν πνευματικώς πλουτεί, όταν εργάζεται την αρετήν και δεν παύη μέχρις εσχάτης αναπνοής. Σπεύσωμεν λοιπόν και μη αποκάμωμεν πράττοντες το αγαθόν, ίνα δοξασθώμεν και βραβευθώμεν παρά του μισθαποδότου Χριστού, όστις βραβεύει τους εργαζομένους το αγαθόν αιωνίως και τιμωρεί εις αιώνιον καταδίκην τους αθλίους αμαρτωλούς. Πρέπει λοιπόν να συνδέσωμεν την Πίστιν μετά των έργων, ίνα βραβευθώμεν, διότι ο θείος Ιάκωβος λέγει εις την Καθολικήν αυτού Επιστολήν δι΄ εκείνους οίτινες έχουν πίστιν άνευ έργων: «Τι το όφελος, αδελφοί μου, εάν πίστιν λέγη τις έχειν, έργα δε μη έχη; Μη δύναται η πίστις σώσαι αυτόν; Εάν δε αδελφός ή αδελφή γυμνοί υπάρχωσι και λειπόμενοι ώσι της εφημέρου τροφής, είπη δε τις αυτοίς εξ ημών· υπάγετε εν ειρήνη, θερμαίνεσθε και χορτάζεσθε, μη δώτε δε αυτοίς τα επιτήδεια του σώματος, τι το όφελος; Ούτω και η Πίστις, εάν μη έργα έχη, νεκρά εστι καθ΄ εαυτήν» (Ιακ. β: 14-17). Ας αποκτήσωμεν λοιπόν και ημείς ομού με την Πίστιν και τα έργα, ίνα ακούσωμεν παρά του Κυρίου της ευκταίας φωνής· «Ευ δούλε αγαθέ και πιστέ, επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω· είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου» (Ματθ. κε: 23), ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν εν Χριστώ τω αληθινώ Θεώ ημών, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ζ΄ (7η) του Δεκεμβρίου, μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ Επισκόπου Μεδιολάνων.

Δημοσίευση από silver »

Αμβρόσιος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών εγεννήθη κατά το έτος τμ΄ (340) εις Μεδιόλανα της Ιταλίας, όπου και δια τας πολλάς του αρετάς κατέστη Επίσκοπος και από των οποίων ως αστήρ φωτεινότατος κατηύγασεν άπασαν την οικουμένην με το φως της διδασκαλίας του εκπληρώσας εις εαυτόν την εντολήν του Κυρίου την λέγουσαν· «Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς» (Ματθ. ε: 16). Τούτο δε δεν είπε μόνον προς τους Αποστόλους ο Κύριος, αλλά και προς πάντας τους διαδόχους αυτών Αρχιερείς, οι οποίοι πρέπει να λάμπωσιν ως το φως κατά τας αρετάς, ίνα βλέποντες οι άνθρωποι την χριστομίμητον αυτών πολιτείαν δοξάζωσι τον Θεόν. Όσοι δε Αρχιερείς δεν φυλάττουσι τας εντολάς του Κυρίου, καν εγγράμματοι και διδάσκαλοι είναι, αλλοίμονον εις αυτούς! Διότι δεν είναι Ποιμένες, αλλά λύκοι άρπαγες προβατόσχημοι και θέλουν καταπατηθή ως άλας άχρηστον και ανωφελές· «ου γαρ οι ακροαταί του νόμου δίκαιοι παρά τω Θεώ, αλλ΄ οι ποιηταί» καθώς λέγει ο θείος Παύλος (Ρωμ. β΄ 13). Και ο Δεσπότης λέγει· «όστις γαρ αν ποιήση το θέλημα του Πατρός μου του εν ουρανοίς, αυτός μου αδελφός και αδελφή και μήτηρ εστίν» (Ματθ. ιβ: 50). Και αλλαχού λέγει· «Ου πας ο λέγων μοι, Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την Βασιλείαν των ουρανών αλλ΄ ο ποιών το θέλημα του Πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ ζ :21). Και πάλιν λέγει· «ος δ΄ αν ποιήση και διδάξη, ούτος μέγας κληθήσεται» (Ματθ. ε: 19). Ναι κατ΄ αλήθειαν· όστις Αρχιερεύς διδάσκει τον λόγον του Θεού και φυλάττει τον νόμον απαρασάλευτα, φέρων ούτω τους αμαρτήσαντας εις μετάνοιαν και δεικνύων με τα έργα μάλλον την διδασκαλίαν ή με τους λόγους, ούτος θέλει λάβει παρά Κυρίου πλουσίας τας αμοιβάς των πόνων αυτού εν ημέρα ανταποδόσεως. Τούτο γνωρίζοντες οι παλαιοί Αρχιερείς εσπούδαζον να φυλάττουν πάσας τας σωτηρίους εντολάς. Ήσαν ταπεινοί και πραότατοι, ειρηνοποιοί, ελεήμονες και φιλόξενοι, ταπεινοί τη καρδία, εγκρατείς πολύ και σώφρονες. Δεν εφοβούντο βασιλείς και δυνάστας, ούτε ησχύνοντο άρχοντας, αλλ΄ ήλεγχον παρρησία τους παραβάτας και αυστηρώς αυτούς εκανόνιζον. Και εξόχως ο νυν εις ευφημίαν προκείμενος και κατά χρέος παρ΄ ημών πανηγυριζόμενος Αμβρόσιος ο της αμβροσίας επώνυμος, το της Ιταλίας αγλάϊσμα, ο εραστής της σοφίας και ζηλωτής του Προδρόμου και Ηλιού του παμμάκαρος. Τούτου τον Βίον έρχομαι σήμερον προς υμάς να διηγηθώ και προσέχετε επιμελώς να θαυμάσητε όχι μόνον τον ζήλον του Αρχιερέως, αλλά πολλώ μάλλον του αοιδίμου βασιλέως Θεοδοσίου την άκραν ταπείνωσιν και θερμοτάτην μετάνοιαν. Ούτος ο μακάριος της ηδυτάτης αμβροσίας αξίως επώνυμος εγεννήθη, ως είπομεν, εις την μεγαλόπολιν Μεδιόλανα, την εξακουστήν και περίφημον, από γονείς ευσεβείς και ευγενεστάτους. Ο πατήρ αυτού ήτο έπαρχος εις την Γαλλίαν, Αμβρόσιος και αυτός ονομαζόμενος. Μετά την τελευτήν των γονέων του έμεινεν ο Αμβρόσιος με μίαν αδελφήν μεγαλυτέραν απ΄ αυτόν, την οποίαν βλέπων ο νέος μίαν φοράν να ασπάζηται την χείρα ενός Επισκόπου, της έδωκε και αυτός την δεξιάν, λέγων· «Φίλησον και ταύτην, διότι και εγώ μέλλει να γίνω Επίσκοπος». Η δε μη κατανοήσασα την πρόρρησιν του παιδός, τον επέπληξεν· αλλ΄ ύστερον, όταν ετελειώθη η προφητεία του, εθαύμασεν η αδελφή του, εφύλαξε δε και αύτη η μακαρία έως τέλους παρθενίαν και άκρας αρετάς, μιμουμένη τον Άγιον. Όταν δε ο Άγιος έφθασεν εις ηλικίαν νόμιμον εγνώριζε πολλάς επιστήμας, εξαιρέτως δε την ρητορικήν. Όθεν όλοι τον εθαύμαζον, διότι έμαθεν εις ολίγον καιρόν τόσα γράμματα και τον εψήφισαν Αβοκάτον, ήτοι ρήτορα, δηλαδή δικηγόρον, όπως λέγομεν σήμερον, υπερήσπιζε τουτέστι τας διαφοράς των κρινομένων εις το παλάτιον και τοσούτον επιμελώς και με τοσαύτην ευγλωττίαν και σύνεσιν ερρητόρευεν, ώστε δεν ήτο άλλος όμοιός του και μάλιστα εις την δικαιοσύνην, την αλήθειαν και τας άλλας αρετάς, με τας οποίας ήτο εστολισμένος και έθαλλεν. Όθεν ο βασιλεύς Ουαλεντινιανός, όστις εξουσίαζε τότε την Ρώμην και όλην την Ευρώπην, δηλαδή όλα τα εσπέρια μέρη, τον έκαμεν ηγεμόνα να ορίζη όχι μόνον τα Μεδιόλανα, αλλά και πάσαν την Ιταλίαν. Όταν τον εψήφισεν ο βασιλεύς ηγεμόνα, του λέγει ο Πρόβος ο επίτροπος του βασιλέως· «Αμβρόσιε, λάβε την αξίαν, την οποίαν σου έδωσεν ο βασιλεύς και κυβέρνα τον λαόν όχι ως κριτής, αλλ΄ ως Επίσκοπος». Ταύτα είπεν ο Πρόβος με άλλην γνώμην, ήτοι να μη είναι πολύ αυστηρός εις τας κρίσεις και παιδεύει σκληρά τους πταίοντας, αλλ΄ ως ποιμήν να τους ευσπλαγχνίζεται όσον δύναται. Αλλά και ούτος ο λόγος ήτο πρόρρησις περί της εκκλησιαστικής ηγεμονίας, εις την οποίαν έμελλε μετά καιρόν να αναδειχθή ο Άγιος. Εκυβέρνα λοιπόν το οφφίκιον αυτού με τόσην γνώσιν και διάκρισιν, ώστε όλος ο λαός τον ηυχαρίστει τα μέγιστα. Κατ΄ εκείνον τον καιρόν απέθανεν ο βασιλεύς της Ανατολής Ιοβιανός, ο δε Ουαλεντινιανός έφερεν από την Παννονίαν τον γνήσιον αυτού αδελφόν Ουάλεντα και του έδωσε την κυβέρνησιν όλης της Ανατολής, ήτοι να ορίζη το Βυζάντιον, την Θράκην, την Αίγυπτον και όλα τα μέρη της Ελλάδος. Ο δε Ουαλεντινιανός παρέμεινεν εις την Δύσιν, ως είπομεν ανωτέρω, και εκήρυττε πανταχού την ευσέβειαν, εξοστρακίζων, όσον ηδύνατο, την αίρεσιν του Αρείου, εις την οποίαν ήτο βεβυθισμένος και ο τότε Αρχιερεύς των Μεδιολάνων Αυξέντιος· όθεν ο Κύριος έκοψε την ζωήν αυτού και κακώς ετελεύτησε. Τότε ο ευσεβέστατος βασιλεύς, προσκαλέσας τους Επισκόπους όλους της Ιταλίας, είπε προς αυτούς· «Γνωρίζετε καλώς, Πατέρες σεβασμιώτατοι, καθό ανατεθραμμένοι με θεία και ιερά μαθήματα, οποίος πρέπει να είναι ο έχων αρχιερωσύνης αξίωμα, ήτοι όχι μόνον με λόγον, αλλά και με πολιτείαν ενάρετον να διορθώνη το ποίμνιον, να το οδηγή προς νομήν σωτήριον και να έχη μαρτυρίαν της διδασκαλίας την πολιτείαν του. Τοιούτον λοιπόν άνθρωπον εκλέξατε δια τον επισκοπικόν θρόνον, ίνα και ημείς, οίτινες κυβερνώμεν την βασιλείαν, υποκλίνωμεν εις αυτόν μετά προθυμίας τας κεφαλάς μας και δεχώμεθα μετ΄ ευχαριστήσεως τους ελέγχους αυτού ως ιατρικήν θεραπείαν· διότι ως άνθρωποι σφάλλομεν και ημείς κατ΄ ανάγκην».Ταύτα λέγοντος του ευσεβούς βασιλέως, η Σύνοδος όλη παρεκάλεσεν να ψηφίση αυτός τον μέλλοντα Αρχιερέα, ως σοφός όπου ήτο και ευσεβέστατος. Ο δε απεκρίνατο· «Τούτο το επιχείρημα είναι έξω της ημετέρας δυνάμεως, διότι σεις είσθε ηξιωμένοι θείας Χάριτος, καθότι εδέχθητε την ακτίνα εκείνην του Παναγίου Πνεύματος και δια τούτο θέλετε κάμει εκλογήν καλλιτέραν». Ούτω λοιπόν οι μεν Αρχιερείς εξελθόντες από τα βασίλεια διελογίζοντο περί του εκλεκτέου. Οι δε λαϊκοί, οίτινες κατώκουν τα Μεδιόλανα, εφιλονείκουν μεταξύ των, οι Ορθόδοξοι και οι Αρειανοί, θέλοντες εκάστη παράταξις να ψηφίση τον ιδικόν της ομόφρονα. Ο δε θείος και θαυμαστός Αμβρόσιος, διαλάμπων τον καιρόν εκείνον με τας καλάς του αρετάς, αμέμπτως και ευσεβώς πολιτευόμενος και πεπαιδευμένος τον τε θείον και πολιτικόν νόμον, έκρινε τας υποθέσεις εκάστου ορθά και δίκαια και καθολικά ήτο ακριβής έλεγχος πάσης κακής πράξεως και στάθμη της διακρίσεως, καίτοι ήτο αμέτοχος του θείου Βαπτίσματος, διότι τον καιρόν εκείνον δεν εβαπτίζοντο, έως να φθάσουν εις την ηλικίαν του Χριστού. Ακούσας λοιπόν την στάσιν του λαού και την φιλονικίαν και φοβηθείς μήπως γίνη νεωτερισμός τις, έρχεται εις τα Μεδιόλανα ταχέως και με την πολλήν αυτού γνώσιν έπαυσε τα σκάνδαλα, λέγων προς τον λαόν, ότι δεν έπρεπε να γίνη ο Αρχιερεύς με στάσιν και σύγχυσιν, αλλά να προκρίνουν τον εναρετώτερον όλων, δια να είναι άξιος να ποιμαίνη τα λογικά θρέμματα. Οι δε ταύτα και έτερα πλείονα ακούσαντες παρ΄ αυτού ψυχοσωτήρια λόγια, απεκρίθησαν, φωτισθέντες εκ θείου Πνεύματος, ότι ουδείς άλλος ήτο αξιώτερος αυτού δια να γίνη Επίσκοπος. Όθεν όλοι εβόησαν προς τον βασιλέα, ότι τον Αμβρόσιον ήθελον δι΄ οδηγόν και Ποιμένα των. Ευθύς τότε ο βασιλεύς, ιδών τον σοφώτατον και αξιέπαινον τούτον άνδρα και γνωρίζων ότι ούτος ήτο ζυγός και στάθμη δικαιοσύνης αμίμητος, προσέταξε να τον βαπτίσουν και να τον χειροτονήσουν. Ο δε Αμβρόσιος, ταύτα ακούσας, ανεχώρησε, προφασιζόμενος ότι δεν ήτο άξιος τοιαύτης επιχειρήσεως και δια να μη του δώσουν περί τούτου άλλην ενόχλησιν, εξήλθε το εσπέρας της πόλεως με σκοπόν να υπάγη εις άλλην χώραν να κρυφθή δια να μη τον ευρίσκωσι και τον πειράζωσιν. Ο Κύριος όμως, όστις ήθελε να τεθή ο λύχνος επί την λυχνίαν και να φωτίση τους εν σκότει καθεύδοντας, τι ωκονόμησεν; Περιπατών ο Άγιος όλην την νύκτα (ήτο δε τότε η πρώτη του Δεκεμβρίου) ευρέθη πάλιν την πρωϊαν, ω του θαύματος! έξωθεν των τειχών της πόλεως των Μεδιολάνων. Οι δε ευλαβέστεροι των Χριστιανών, όσοι εξήλθον κατόπιν αυτού εις αναζήτησίν του, ευρόντες αυτόν, τον απήγαγον βιαίως εις την Μητρόπολιν και ανέφερον το γεγονός εις τον βασιλέα, δεόμενοι τούτου να τον ψηφίση δια γράμματος και να τον παρακαλέση να μη παρακούση, αλλά να δεχθή την αξίαν. Χαρείς ο βασιλεύς δια την εύρεσιν του Αμβροσίου, αλλά και διότι τους ανθρώπους, τους οποίους αυτός εψήφιζεν εις ηγεμονίαν, έκρινεν ο λαός αξίους της Μητροπόλεως, έγραψεν ευθύς μετά πάσης χαράς την ψήφον, προστάσσων να τον τελειώσουν το ταχύτερον. Γνωρίσας δε και ο Άγιος, ότι ήτο Θεού θέλημα, έστερξε και βαπτισθείς και χειροτονηθείς κατά την τάξιν, έλαβε την αρχιερατικήν χάριν τη 7η Δεκεμβρίου εν έτει 374. Ήτο δε παρών εις πάντα ταύτα ο βασιλεύς και αφού τον ενεθρόνισεν εις τον μέγιστον θρόνον της Μητροπόλεως, έκαμε την ευχαριστήριον ταύτην δέησιν προς τον Κύριον λέγων· «Ευλογημένον και δεδοξασμένον το όνομά σου, Δέσποτα Παντοκράτορ Σωτήρ ημών, ότι εις τον θείον τούτον άνδρα εγώ μεν παρέδωσα σώματα ανθρώπων προς κυβέρνησιν, Συ δε του ενεπιστεύθης ψυχάς αθανάτους προς καθοδήγησιν, αποδείξας ούτω δικαίας τας ψήφους μου». Μετ΄ ολίγας ημέρας συνομιλών ο Άγιος μετά του βασιλέως, τον εμέμφθη με πολλήν παρρησίαν και τον κατέκρινεν αυστηρώς, διότι τινές των αρχόντων του δεν έπραττον καλώς εις τινα πράγματα. Ο δε βασιλεύς δεν εσκανδαλίσθη ποσώς εις τοιούτον έλεγχον, αλλά μάλλον επήνεσε τον Άγιον, ως ζηλωτήν της ευσεβείας και της αμαρτίας κατήγορον, λέγων· «Εγώ μεν προ πολλού εγνώρισα τον ένθεον ζήλον σου· όθεν και σύμψηφος εις την χειροτονίαν σου γέγονα. Ιάτρευε λοιπόν, ως ο θείος Νόμος ορίζει, τα των ψυχών ημών αμαρτήματα». Ούτω λοιπόν καλώς και ορθοδόξως κυβερνήσας το βασίλειον ο ευσεβέστατος Ουαλεντινιανός έτη δεκαοκτώ απήλθεν προς Κύριον, αφήσας διαδόχους τους παίδας αυτού, Γρατιανόν και Ουαλεντινιανόν τον νέον. Ο δε αδελφός αυτού Ουάλης, όστις εβασίλευεν εις το Ανατολικόν μέρος, ήτο Αρειανός. Εκστρατεύσας δε ποτε κατά των Τατάρων ενικήθη υπ΄ αυτών και φεύγων εκρύβη εις αχυρώνα, εις τον οποίον και κατεκαύθη παραδοθέντος του αχυρώνος εις το πυρ, ούτω δε έμεινεν όλη η βασιλεία των Ρωμαίων εις τον Γρατιανόν, επειδή ο Ουάλης δεν έκαμε τέκνον. Επειδή και ούτος ήτο ευσεβής ως ο πατήρ αυτού, έγραψε πρόσταγμα πανταχού και ανεκάλεσεν όλους τους Αρχιερείς, τους οποίους ο Ουάλης ο θείος του εξώρισε δια την ευσέβειαν. Μαθών δε ότι η Θράκη ελεηλατήθη από τους βαρβάρους, τους φονεύσαντας τον Ουάλεντα, αφήκε την Ιταλίαν και απήλθεν εις την Παννονίαν. Κατά τον καιρόν εκείνον ήτο και ο μέγας Θεοδόσιος, όστις ήτο ονομαστότατος και διότι κατήγετο από γένος περιφανές και δια την πολλήν του ανδρείαν και γενναιότητα, ευρίσκετο δε τότε εις την Ισπανίαν, διότι εκεί εγεννήθη και ανετράφη και πολλοί άρχοντες τον εφθόνουν δια τας ανδραγαθίας του· όθεν ήτο περίλυπος. Ο δε βασιλεύς Γρατιανός τον εκάλεσεν εις βοήθειάν του και τον εχειροτόνησεν αρχηγόν του στρατού και του στόλου και τον έστειλε κατά των βαρβάρων εις πόλεμον, εκείνος δε καθωπλισμένος με το απροσμάχητον όπλον του Τιμίου Σταυρού και με την Ορθοδοξίαν ενίκησε τους εχθρούς του και τοσαύτην καταστροφήν τους κατήνεγκε, Θεού βοηθούντος, ώστε εθαύμασαν άπαντες. Εχάρη λοιπόν ο Γρατιανός δια την νίκην ταύτην και ευθύς έστεψε βασιλέα τον Θεοδόσιον και εκείνον μεν αφήκεν εις την Ανατολήν, αυτός δε απήλθεν εις Ιταλίαν, ανφότεροι δε ηγωνίζοντο να αξαλείψουν τον αρειανισμόν και μάλιστα ο Θεοδόσιος, διότι εις την Ανατολήν ήσαν πολλοί Αρειανοί εξ αιτίας του Ουάλεντος. Μετά δε καιρόν απέθανεν ο Γρατιανός από επιβουλάς κακών ανθρώπων, αφήσας τέκνα και αδελφόν τινα νέον ομώνυμον του πατρός αυτού, όστις και τον διεδέχθη εις τον θρόνον. Μάξιμος δε τις, καταφρονών την ηλικίαν του νέου Ουαλεντινιανού, ήρπασε τυραννικώς την Κυβέρνησιν της Δύσεως. Η δε Ιουστίνα, γυνή μεν του μεγάλου Ουαλεντινιανού, του δε νέου μήτηρ, ήτο Αρειανή· και έως μεν έζη ο σύζυγός της, έκρυπτε την αίρεσιν, τότε δε την εφανέρωσε και νουθετούσα πολλάκις τον απονήρευτον υιόν της, τον επλάνησε και πιστεύσας εις αυτήν, αρειάνιζεν. Ο δε μέγας Αμβρόσιος, αφού έλαβε την χειροτονίαν, διήρχετο πολιτείαν ισάγγελον, ενήστευεν όλην την εβδομάδα και μόνον το Σάββατον και την Κυριακήν έτρωγε και έδιδεν ελεημοσύνας πολλάς εις τους φυλακισμένους και άλλους πένητας. Όλον τον πλούτον, τον οποίον εκληρονόμησεν από τους γονείς του και από την Μητρόπολιν, διένειμεν εις πτωχούς και απόρους δια τον Κύριον, τα δε ακίνητα πράγματα του πατρός του, ήτοι αγρούς, αμπελώνας και άλλα όμοια, αφιέρωσεν εις την Εκκλησίαν, με την εντολήν να δίδουν οι Κληρικοί εις την αδελφήν του την εσοδείαν αυτών καθ΄ όλην την ζωήν αυτής δια συντήρησίν της, μετά δε τον θάνατόν της να μένουν τελείως εις την Μητρόπολιν. Δι΄ εαυτόν δε ουδέν εκράτησεν, αλλ΄ έλεγεν, ότι, καθώς ο Ποιητής και Δεσπότης μου πλούσιος ων, εκουσίως επτώχευσε και γυμνός προσηλώθη εις τον Σταυρόν, ούτω πρέπει και πάντες οι δούλοι του να τον μιμηθούν, ακολουθούντες Αυτόν γεγυμνωμένοι πάσης σαρκικής προσπαθείας και σχέσεως. Ήτο δε τόσον συμπαθητικός ο αείμνηστος, ώστε όταν του εξωμολογείτο τις αμαρτίαν τινά θανάσιμον, έκλαιε τόσον, ώστε έκαμνε τον εξομολογούμενον και εδάκρυζεν. Όταν δε ήθελε πληροφορηθή ότι έπραξέ τις ανόμημά τι και δεν ήρχετο εις μετάνοιαν, μετεχειρίζετο κάθε τρόπον και πάσαν μέθοδον, έτι δε και προσηύχετο δι΄ εκείνον, έως ότου τον ελκύση εις εξομολόγησιν· και απλώς ειπείν, ο Αμβρόσιος ήτο πασών των αρετών δοχείον και θησαυροφυλάκιον, εξόχως δε ήλεγχε τους αιρετικούς και όσοι εξ αυτών παρέμενον αμετανόητοι τους εδίωκε. Ακούσας δε ο Άγιος, ότι ο νέος βασιλεύς, απατηθείς υπό της μητρός του αρειανίζει, ηγωνίζετο να λυτρώση την ψυχήν αυτού από τον θάνατον και νουθετών αυτόν καθ΄ εκάστην, του ενεθύμιζε την ευσέβειαν του πατρός του και τον εδίδασκε περί της διαφοράς μεταξύ των Ορθοδόξων και των Αρειανών. Ο δε βασιλεύς, καθό νέος και απερίσκεπτος, επίστευε μάλλον εις την μητέρα αυτού ή τον Άγιον· όθεν και θυμωθείς κατ΄ αυτού τον εδίωξεν έξω της Εκκλησίας. Ο δε Άγιος απεκρίνατο· «Εγώ μεν θεληματικώς δεν εξέρχομαι της μάνδρας την οποίαν μοι ενεπιστεύθη ο Κύριος, εγκαταλείπων ούτω και προδίδων τα λογικά πρόβατα, έστω και αν πρόκειται να χύσω το αίμα μου· εάν δε εις σε φαίνεται εύλογον, βάλε εις τον λαιμόν μου την μάχαιραν, ότι μετά χαράς αποδέχομαι την σφαγήν δι΄ αγάπην του Δεσπότου μου». Ταύτα μαθών μετά καιρόν ο Μάξιμος γράφει εις τον βασιλέα να μη πειράζη την Εκκλησίαν, ούτε να προδώση την πατρικήν ευσέβειαν, διότι άλλως θα έλθη κατ΄ αυτού να τον πολεμήση. Επειδή όμως ο βασιλεύς δεν κατεπείσθη, ήλθε πράγματι κατ΄ αυτού ο Μάξιμος με πολύ στράτευμα και κατέλαβε τα Μεδιόλανα. Ο δε βασιλεύς μη έχων την δύναμιν να αντιταχθή εφοβήθη και έφυγεν εις τον Αυλώνα. Μετά ταύτα ο βασιλεύς Θεοδόσιος έγραψεν εις τον Ουαλεντινιανόν, ότι επειδή επρόδωσε την ευσέβειαν, τον εγκατέλειψεν ο Θεός, τον δε τύραννον εβοήθησεν, ως υπέρ της αληθείας αντιμαχόμενον και τον εδίωξεν από τον θρόνον του. Ταύτα γράψας ο ευσεβής και γνωστικός Θεοδόσιος, ήλθεν εις βοήθειαν αυτού, αφήσας την βασιλείαν του έρημον δια να αποδώση δικαιοσύνην και να επαναφέρη τον βασιλέα προς την ευσέβειαν, όπερ και εγένετο· και πρώτον μεν τον ελύτρωσε της μητρώας πλάνης και προς την πατρικήν αλήθειαν εχειραγώγησεν· έπειτα εκήρυξε πόλεμον κατά του Μαξίμου και φονεύσας αυτόν ως τύραννον, χωρίς να κάμη αιματοχυσίαν εις τον λαόν, έβαλε πάλιν εις τον θρόνον τον Ουαλεντινιανόν. Και ταύτα μεν έπραξεν ο πιστότατος βασιλεύς, δια να φυλάξη τας συνθήκας τας οποίας έδωσεν εις τον Γρατιανόν, όταν τον έκαμε βασιλέα. Είχε δε και άλλας αρετάς μεγάλας ούτος ο χριστομίμητος βασιλεύς, τας οποίας, εάν αφήσω αγράφους, θέλω σας προξενήσει ζημίαν μεγάλην. Λοιπόν προσέχετε, να λάβετε μεγάλην ωφέλειαν. Εις την Θεσσαλονίκην, ήτις ήτο και τότε πρωτεύουσα πόλις της Μακεδονίας μεγάλη και πολυάνθρωπος, εξερράγη εξ αφορμής του Ιπποδρόμου επανάστασις του λαού εναντίον των αρχών και κατεσφάγησαν πολλοί ανώτεροι αξιωματούχοι του στρατού μεταξύ των οποίων και ο στρατηγός διοικητής της φρουράς της πόλεως Βοθέριχος. Ταύτα μαθών ο Θεοδόσιος εθυμώθη και προστάσσει τους στρατιώτας του να φονεύσουν περί τας δύο χιλιάδας Θεσσαλονικείς. Οι στρατιώται όμως ευρόντες ευκαιρίαν απέκτειναν επτά χιλιάδας, μεταξύ δε των υπευθύνων εφονεύθησαν και πολλοί ανεύθυνοι, πράξιν την οποίαν, ως λέγουν, δεν εσκέφθη καλώς ο βασιλεύς, αλλά νικηθείς υπό του θυμού ως άνθρωπος ήμαρτε. Μαθών δε ταύτην την αξίαν πολλών δακρύων συμφοράν ο μέγας Αμβρόσιος, ελυπήθη πολύ και έκλαυσεν. Μεθ΄ ημέρας δε τινας επήγεν ο Θεοδόσιος εις τα Μεδιόλανα και θέλων να εισέλθη εις τον Ναόν δια να ακούση την λειτουργίαν κατά την συνήθειαν, επρόλαβε μακρόθεν ο Άγιος και δεν τον αφήκε να εισέλθη ούτε καν εις τον νάρθηκα, αλλ΄ είπε προς αυτόν· «Άραγε δεν γνωρίζεις την μεγάλην εκείνην μιαιφονίαν την οποίαν ετέλεσες; Ή μήπως η αξία της βασιλείας δεν αφήνει να γνωρίσης την αμαρτίαν σου; Πρέπει να ενθυμήσαι πάντοτε, ότι όλοι μας έχομεν κοινήν την φύσιν και ένα Προπάτορα. Πλούσιοι και πένητες από εν χώμα επλάσθημεν και πάλιν εις αυτό επιστρέφομεν, έως της κοινής αναστάσεως. Μήπως, επειδή φορείς την αλουργίδα και το διάδημα νομίζεις ότι δεν αποθνήσκεις και συ μεθαύριον, να γίνης σκωλήκων βρώμα και κόνις άχρηστος; Εις είναι ο Βασιλεύς και Δεσπότης, ο Δημιουργός απάσης της κτίσεως. Πως θα τολμήσης λοιπόν να ίδης με τους οφθαλμούς σου τον Ύψιστον; Με ποίους πόδας θα περιπατήσης το άγιον έδαφος του Ναού του; Πως θα υψώσης εις προσευχήν τας χείρας σου, αίτινες εισέτι στάζουσιν από το αίμα εκείνων των αδίκων φόνων, τους οποίους ετέλεσας; Πως θα τολμήσης να κοινωνήσης το πανάγιον Σώμα του Δεσπότου Χριστού, χωρίς να κλαύσης την ανομίαν σου και να κάμης την πρέπουσαν ικανοποίησιν και μετάνοιαν; Ύπαγε λοιπόν και μη εισέλθης εις τον Ναόν, ίνα μη αυξήσης με τοιαύτην καταφρόνησιν την προτέραν σου παρανομίαν και δέχου τούτον τον δεσμόν του κανόνος, εις τον οποίον ο των όλων Δεσπότης γίνεται σύμψηφος με τον εαυτόν μου».Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς, ως ευλαβής και εγγράμματος όπου ήτο, δεν εσκανδαλίσθη ποσώς, επειδή εγνώριζε ποία πράγματα είναι ίδια των Ιερέων και ποία των βασιλέων· όθεν στενάζων εκ βάθους καρδίας και δακρύων, εστράφη εις τα βασίλεια. Ήτο δε τότε η Αγία Ανάστασις και διήλθον μήνες οκτώ, έως ου έφθασεν η εορτή των Χριστουγέννων. Ο δε Θεοδόσιος εκάθητο εις το παλάτιον, κλαίων βαρύτατα. Ιδών δε αυτόν ούτω κλαίοντα άρχων τις σπουδαίος Ρουφίνος ονόματι, ηρώτησε την αιτίαν της τοσαύτης θλίψεως. Ο δε πικρώς στενάξας, έχυσε θερμότατα δάκρυα και λέγει προς αυτόν· «Συ μεν έχεις χαράν και παιγνίδια και δεν γνωρίζεις την θλίψιν μου· εγώ δε στενάζω και κλαίω πικρώς την ιδικήν μου συμφοράν, αναλογιζόμενος ότι οι δούλοι μου και πάντες οι πένητες εισέρχονται αφόβως εις την Εκκλησίαν και προσεύχονται εις τον Δεσπότην Χριστόν, εις εμέ δε εκλείσθη η θύρα, όχι μόνον αυτή η επίγειος, αλλά και από της Βασιλείας των ουρανών είμαι εξωρισμένος δια την μεγίστην παρανομίαν μου». Ο δε Ρουφίνος, θέλων να προσφέρη εις τον βασιλέα εκδούλευσιν, είπε προς αυτόν· «Εάν ορίζης, δέσποτα, υπάγω να παρακαλέσω τον Αρχιερέα πολύ έως να τον καταπείσω να σου συγχωρήση το πταίσιμον». Λέγει ο βασιλεύς· «Εγώ γνωρίζω καλώς ότι είναι δικαία η απόφασις του Αμβροσίου και ότι δεν θέλει εντραπή την εξουσίαν της βασιλείας μου και να παραβή το θείον πρόσταγμα». Ο Ρουφίνος όμως υπέσχετο ότι οπωσδήποτε θα πείση τον Άγιον να του δώση συγχώρησιν. Όθεν λέγει προς αυτόν ο Θεοδόσιος· «Ύπαγε λοιπόν ταχέως, παρακάλεσέ τον μετά πολλής ταπεινώσεως και εγώ έρχομαι υστερώτερα». Επήγε λοιπόν ο Ρουφίνος και πίπτων εις τους πόδας του Αγίου έκειτο ώραν ικανήν δεόμενος. Ο δε ελέγχων αυτόν, έλεγεν, ότι δεν τον συνεχώρει, αλλ΄ ήτο έτοιμος να λάβη μάλλον θάνατον, παρά να παραβή τον νόμον. Ο Ρουφίνος διεμήνυσε ταύτα εις τον βασιλέα, δια να μη κοπιάση εις μάτην· είχε δε φθάσει τότε ο βασιλεύς εις το μέσον της αγοράς, όταν του ήλθε το μήνυμα και είπεν· «Ας υπάγω και θέλω υπομείνη τους δικαίους ελέγχους του Αγίου». Απελθών λοιπόν εστάθη έξωθεν του Ναού, παρακαλών να τύχη συγχωρήσεως. Ο δε Άγιος, μη γνωρίζων την αγαθήν πρόθεσιν του βασιλέως, την συντριβήν και την άκραν αυτού ταπείνωσιν και νομίσας ότι δυναστικώς εζήτει συγχώρησιν, του λέγει· «Πως εναντιούσαι εις τον Θεόν και καταπατών τους Νόμους αυτού τολμάς να εισέλθης τυραννικώς εις τον οίκον του»; Ο δε απεκρίνατο μετ΄ ευλαβείας και ταπεινότητος· «Δεν θρασύνομαι κατά των θείων Νόμων, Άγιε Δέσποτα, ούτε με βίαν και κενοδοξίαν ζητώ να εισέλθω έστω και εις τα άγια πρόθυρα, αλλά παρακαλώ σε, ως του Δεσπότου Χριστού διάδοχον, να μιμηθής την φιλανθρωπίαν και ευσπλαγχνίαν αυτού του κοινού Δεσπότου μας, και μη κλείης εις εμέ την θύραν, ήτις είναι ανεωγμένη εις όλους όσοι μετανοούν με θερμότητα». Τότε ο Άγιος τον ηρώτησε· «Και συ ποίαν μεταμέλειαν έδειξες μετά την παρανομίαν σου; Με ποία φάρμακα τας ανιάτους σου πληγάς εθεράπευσες»; Λέγει ο βασιλεύς· «Εγώ μεν με πνεύμα συντετριμμένον και με δάκρυα ζητώ την συγχώρησιν, έργον δε ιδικόν σου είναι να δείξης την φιλανθρωπίαν του Θεού και να συνθέσης τα ιατρικά φάρμακα».Τότε ο πάνσοφος Αμβρόσιος, ιδών αυτόν εξ όλης καρδίας μεταμελούμενον, έδωκεν εις αυτόν κανόνα ευάρμοστον δια το πραχθέν ανόμημα και είπε προς αυτόν· «Γράψε νόμον, οπόταν κάμης απόφασιν να θανατώσουν πταίστην τινά δια τας πράξεις του, να παρέρχωνται τριάκοντα ημέραι και τότε να εκτελήται». Ταύτην την συνετήν νουθεσίαν ο βασιλεύς δεξάμενος, ευθύς προσέταξε να γραφή ο νόμος εκείνος, τον οποίον ιδιοχείρως υπέγραψε και τότε τον συνεχώρησεν ο Αμβρόσιος και εισελθών με θάρρος εις τον Ναόν έπεσεν εις την γην ουχί γονατιστός, αλλά πρηνής και μετά πολλής ευτελείας και ταπεινότητος ανέσπα τας τρίχας της κεφαλής του, έτυπτε το στήθος και εκτύπα την κεφαλήν εις το έδαφος, βρέχων αυτό με θερμότατα δάκρυα και βοών την δαβιτικήν εκείνην φωνήν: «Εκολλήθη τω εδάφει η ψυχή μου· ζήσον με κατά τον λόγον σου» (Ψαλμ. ριη: 25) εδέετο συγχωρήσεως. Επειδή δε ήτο η ώρα της Αγίας Κοινωνίας, εγερθείς ομοίως με δάκρυα, εισήλθεν εις το άγιον Βήμα και εστάθη πλησίον της αγίας Τραπέζης, δια να κοινωνήση καθώς είχε συνήθειαν να κάμνη εις την Κωνσταντινούπολιν. Αλλ΄ ούτε εδώ υπέμεινε να σιωπήση ο ιερός Αμβρόσιος, αλλ΄ ηθέλησε να του φανερώση την διαφοράν του τόπου των ιερωμένων από του των λαϊκών· και πρώτον μεν τον ηρώτησεν εάν εχρειάζετο τι. Ο δε απήντησεν, ότι ανέμενε να κοινωνήση τα θεία Μυστήρια. Τότε ο Άγιος του διεμήνυσε με τον Αρχιδιάκονον ταύτα· «Εις τα ένδοθεν του θυσιαστηρίου, ω βασιλεύς, μόνον οι Ιερείς πρέπει να εισέρχωνται, οι δε κοσμικοί ουδαμώς· Έξελθε λοιπόν έξω και στάσου εις την τάξιν των λαϊκών, διότι η αλουργίς δεν χρίει Ιερείς, αλλά βασιλείς». Ο δε πιστότατος Θεοδόσιος εδέχθη και ταύτην την νουθεσίαν μετά χαράς, αποκριθείς, ότι δεν εισήλθεν εξ υπερηφανείας, αλλά διότι τοιαύτην τάξιν είχον εις το Βυζάντιον. Με τοιαύτην λοιπόν και τοσαύτην αρετήν διέλαμπον αμφότεροι, ο τε βασιλεύς και ο Αρχιερεύς οι αείμνηστοι. Εγώ δε θαυμάζω και των δύο τα κατορθώματα, του μεν την παρρησίαν και την του θείου ζήλου θερμότητα, του δε την ευπείθειαν και την της Πίστεως καθαρότητα. Όσα λοιπόν εδιδάχθη υπό του Αμβροσίου ο βασιλεύς εις τα Μεδιόλανα, εκείνα και εφύλαττεν ολοψύχως, όταν επέστρεψεν εις την Κωνσταντινούπολιν. Όθεν εν μια των Δεσποτικών εορτών, ότε τον προσεκάλεσεν ο Πατριάρχης Νεκτάριος να εισέλθη εις το άγιον Βήμα να κοινωνήση, ο ευλαβής βασιλεύς ευθύς του απεκρίθη, λέγων· «Δεν δύναμαι να εισέλθω, διότι εδιδάχθην από τον θείον Αμβρόσιον πόσον διαφέρει ο Ιερεύς από τον βασιλέα». Είχε δε και άλλην αφορμήν ωφελείας ούτος ο βασιλεύς· ήτο δε αύτη η σύζυγός του, η τιμία Πλακίλλα, η οποία του υπενθύμιζε πάντοτε τους θείους νόμους δια των λόγων και δια των πράξεων. Διότι αυτή η αείμνηστος δεν υπερηφανεύθη ποτέ δια την αξίαν της βασιλείας, αλλά περισσότερον ανεζωπύρει αύτη την θείαν αγάπην εις την καρδίαν της, επειδή η μεγάλη ευεργεσία, την οποίαν έλαβεν από τον Θεόν, ηύξανε μάλλον τον προς Αυτόν έρωτα· όθεν εφρόντιζε δια τους ασθενείς όλους της Πόλεως, τυφλούς, κεκρατημένους, παραλύτους και άλλους ασθενείς, εις των οποίων τας οικίας επήγαινε μόνη της και τους υπηρέτει η τρισμακάριστος εις όλα τα χρειαζόμενα. Δεν ηρκείτο δε με το να στείλη τους δορυφόρους και τους δούλους της, αλλ΄ αυτή δια μισθόν περισσότερον απήρχετο εις τα ξενοδοχεία των Εκκλησιών και εθεράπευε τους ασθενείς. Εμαγείρευεν, έπλυνε τα αγγεία και πάσαν άλλην δουλικήν υπηρεσίαν ταπεινώς κατεδέχετο. Είχε δε και άλλην συνήθειαν, να λέγη ταύτα πολλάκις προς τον ομόζυγον· «Πρέπει σου, άνερ, να συλλογίζεσαι πάντοτε οποίος ήσο πρότερον και πως κατέστης το ύστερον, διότι αυτά ενθυμούμενος, δεν θέλεις φανή προς τον ευεργέτην Θεόν αχάριστος, αλλά θέλεις κυβερνήσει νομίμως την βασιλείαν, την οποίαν Εκείνος σοι έδωκε και ούτω να τον ευχαριστής καθώς πρέπει». Ούτω λοιπόν θεαρέστως πολιτευομένη η μακαρία Πλακίλλα απήλθε προς Κύριον. Ο θαυμάσιος Αμβρόσιος κατέβαλλε κόπους μεγάλους επιστρέφων τους αιρετικούς, ως άνωθεν είπομεν· και καθ΄ εκάστην επίστευον πολλοί, βλέποντες την ένθεον αυτού πολιτείαν και τα θαύματα, τα οποία ετέλει ο Κύριος δια μέσου αυτού και εθεραπεύοντο ασθενείς, δαίμονες εδιώκοντο και έτερα ενηργούντο παράδοξα, τα οποία βλέποντες έτρεχον πολλοί εις την Πίστιν. Δεν έκαμνε σχεδόν άλλην υπηρεσίαν, μόνον εβάπτιζε τους πιστεύοντας, εις από τους οποίους ήτο και ο σοφώτατος και θεολογικώτατος Αυγουστίνος, τον οποίον αυτός κατήχησε με την πολλήν του σοφίαν και σύνεσιν. Ήτο δε πρότερον ο ιερός Αυγουστίνος βεβυθισμένος εις την αίρεσιν των Μανιχαίων και με τας διδαχάς του τον έκαμεν ο Αμβρόσιος να πιστεύση εις τον Χριστόν και να βαπτισθή υπ΄ αυτού, έγινε δε ο ιερός Αυγουστίνος τοσούτον ενάρετος και μέγας υπέρμαχος της Εκκλησίας, ώστε εχειραγώγησε πολλούς προς την ευσέβειαν με τας διδαχάς του και με τα πάνσοφα συγγράμματά του. Απερχόμενος ημέραν τινά ο μέγας ούτος Αμβρόσιος προς την Ρώμην δια τινα υπόθεσιν, ενυκτώθη καθ΄ οδόν και έμεινεν εις τον οίκον πλουσίου τινός ανδρός, όστις ανέπαυσεν όλους, τον Αρχιερέα και τους συνοδεύοντας αυτόν Κληρικούς, πλουσιοπαρόχως. Το πρωϊ τον ηρώτησεν ο Άγιος εάν εδοκίμασε θλίψιν τινα καθ΄ όλην την ζωήν. Ταύτα δε είπε, διότι είδεν ότι είχε πλούτον ανείκαστον. Ο δε απεκρίνατο· «Δι΄ ευχών σου, Δέσποτα Άγιε, ουδέποτε με ελύπησεν ο Θεός, ούτε με εζημίωσεν ουδόλως, ούτε γνωρίζω τι είναι ασθένεια· αλλά και πολλάς δωρεάς μού απέστειλεν ο Πανάγαθος, πλούτον, δόξαν, τέκνα και πάσαν άλλην απόλαυσιν». Ο δε Άγιος ακούσας ταύτα εδάκρυσε και λέγει προς τους Κληρικούς· «Εγέρθητε ταχέως να φύγωμεν από τον κατηραμένον τούτον οίκον, δια να μη μας προφθάση ο θυμός του Θεού». Ιδών δε ότι ημέλουν να ετοιμάσουν τους ίππους, τους επρόσταξεν εντονώτερα να φύγουν το συντομώτερον. Παρευθύς δε ως ανεχώρησαν και προ του να διατρέξωσιν ούτε εν στάδιον (ω των θαυμασίων σου, Δέσποτα!) ήνοιξεν η γη και κατέπιε την οικίαν εκείνην με τον πλούσιον και όλους τους συγγενείς και τον πλούτον του. Θαυμάσαντες οι ακολουθούντες τον Άγιον δια το φοβερόν αυτό συμβεβηκός, ηρώτησαν αυτόν πως το εγνώρισεν. Ο δε απεκρίνατο· «Γνωρίζετε βέβαια, ότι όταν έχη τις θλίψεις, διαφόρους πειρασμούς και βάσανα, ο Κύριος είναι μετ΄ αυτού και τον τιμωρεί ως τέκνον του ηγαπημένον δια τα παραμικρά αμαρτήματα, τα οποία έπραξε, δια να τον δοξάση ύστερον εις την Βασιλείαν αυτού αιώνια. Όταν δε πάλιν έχη τις εις τούτον τον κόσμον απόλαυσιν άλυπον, υγείαν, ευημερίαν και άλλα όμοια, άνευ τιμωριών και θλίψεων, είναι σημείον της απωλείας αυτού αψευδέστατον, διότι είναι παρωργισμένος ο δίκαιος Κριτής κατ΄ αυτού και τον έχει αποφασισμένον, δια τας πράξεις του, εις την αιώνιον κόλασιν, του δίδει δε εδώ απόλαυσιν πρόσκαιρον δια μικράς τινας αγαθοεργίας, τας οποίας ετέλεσεν. Επ΄ αληθείας, αδελφοί, έπρεπε να θρηνώμεν απαρηγόρητα, όταν δεν μας έρχωνται πειρασμοί και βάσανα, και πάλιν, όταν μας παιδεύη ο δίκαιος Κριτής και πάνσοφος Ιατρός, πρέπει όχι μόνον να υπομένωμεν τους πόνους καρτερικώς, αλλά και να τον ευχαριστώμεν χρεωστικώς, όπως και τους σωματικούς ιατρούς, τους οποίους πληρώνομεν να κόψουν και να καύσουν τα μέλη μας δια την ελπιζομένην υγείαν και σωτηρίαν μας». Ταύτα και έτερα πλείονα λέγων ο Άγιος, έτρεφε ψυχικώς τους ακούοντας και αφού έφθασαν εις την Ρώμην, τον παρεκάλεσεν η αδελφή του να λειτουργήση εις την Εκκλησίαν αρχοντίσσης τινός, ήτις είχεν εις εκείνον πολλήν ευλάβειαν και καθώς ελειτούργει του έφερον γυναίκα παραλυτικήν να την θεραπεύση. Ο δε σπλαγχνισθείς επ΄ αυτήν και ποιήσας ευχήν προς Κύριον, την εθεράπευσε. Τελέσας δε εις την Ρώμην και άλλα διάφορα θαύματα, επέστρεψεν εις τα Μεδιόλανα και ετέλεσε περισσότερα. Οι δε αιρετικοί έλεγον, ότι με τέχνην μαντείας τα έκαμνεν. Εις δε απ΄ εκείνους, όστις κατηγόρει τον Άγιον περισσότερον, εδαιμονίσθη ενώπιον πάντων με δικαίαν κρίσιν του Θεού, όταν δε τον ετάρασσε το δαιμόνιον, ωμολόγει και παρά την θέλησίν του την αλήθειαν, λέγων ότι ο Αμβρόσιος είναι Άγιος και τα δόγματά του ορθόδοξα, των δε Αρειανών ψευδή και μάταια. Διότι η Αγία Τριάς είναι ομοούσιος, Πατήρ, Υιός και Πνεύμα Άγιον. Οι δε ανόητοι και παράφρονες Αρειανοί εθυμώθησαν ταύτα ακούοντες από τον δαιμονιζόμενον και αντί να πιστεύσουν εις τοιαύτην αψευδεστάτην μαρτυρίαν, προσθέντες κακόν επί κακού, τον έρριψαν εις τον ποταμόν και επνίγη ο άθλιος. Έτερος δε τις αιρετικός από τους πρώτους επίστευσε και εβαπτίσθη και ερωτήσαντες αυτόν τινές την αιτίαν, δια την οποίαν επίστευσε τόσον ταχέως, απεκρίνατο, ότι εγνώρισεν οφθαλμοφανώς την αλήθειαν, διότι όταν εδίδασκεν ο Αμβρόσιος, έβλεπεν ωραιότατον Άγγελον, όστις του ωμίλει εις τα ώτα και τον ενουθέτει όσα εκήρυττε. Συνέβη δε και άλλο γεγονός κατά τας τελευταίας ημέρας του Αμβροσίου, το οποίον δεν είναι πρέπον να αφήσωμεν άγνωστον. ΆΑνθρωπος τις ονόματι Κρεσκόβιος εκρύπτετο εις την Εκκλησίαν δια πταίσιμόν τι, το οποίον έπραξεν. Ο δε ηγεμών των Μεδιολάνων, Στηλίχων καλούμενος, έστειλεν ανθρώπους του παλατίου ημέραν τινά, κατά την οποίαν ήτο ο Άγιος μόνος, να συλλάβουν τον κρυπτόμενον. Ούτοι εισήλθον βιαίως εις τον Ναόν του Κυρίου και λαβόντες αυτόν εφυλάκισαν, έπειτα επήγαν εις την αγοράν, εις την οποίαν ήτο ο ηγεμών και πάσα η πόλις συνηθροισμένη διά τινα πανήγυριν και είπον προς αυτόν, ότι έκαμαν καθώς τους προσέταξεν. Ο δε Άγιος εσκανδαλίσθη πολύ εις αυτό, βλέπων ότι κατεπάτησαν τον Ναόν του Κυρίου και πίπτει μετά θερμών δακρύων εις προσευχήν, προς τον Κύριον δεόμενος να τιμωρήση τους τολμητάς δημίους, οίτινες τον κατεφρόνησαν. Όθεν ο το θέλημα των φοβουμένων αυτόν ποιών Κύριος επήκουσε της δεήσεως του δούλου του και ευθύς ως έφθασαν εις την αγοράν οι δήμιοι, ως εκ θαύματος, επέδραμον εκεί θηρία τινά, τα οποία ονομάζουσι λεοπαρδάλεις και προξενούν πολλήν ζημίαν εις εκείνα τα μέρη της Ιταλίας και τους εξέσχισαν έμπροσθεν του ηγεμόνος, χωρίς να δυνηθή τις να τους βοηθήση· και το θαυμασιώτερον, ότι δεν έθιξαν άλλον τινά, παρά μόνον εκείνους και εάν δεν έφευγε και ο άρχων να κρυφθή ταχέως, θα εθανάτωναν και αυτόν· εκείνος δε φοβηθείς προσέταξε να εκβάλουν από την φυλακήν τον υπεύθυνον, τον οποίον απέστειλεν εις τον Άγιον και εζήτει να τον συγχωρήση δια το τόλμημα. Πολλά και άλλα θαυμάσια ετέλεσεν ο Παντοδύναμος δια προσευχών του Αμβροσίου και τοιαύτα, ώστε ηπλώθη η φήμη του σχεδόν εις όλον τον κόσμον και πολλοί ήρχοντο από μακρινάς χώρας δια να τον ίδουν και να ακούσουν εκείνα τα γλυκύτερα της αμβροσίας και του νέκταρος λόγια και μάλιστα η βασίλισσα των Μαρκομάννων, ήτις ήτο ειδωλολάτρις και ακούσασα την ένθεον αυτού πολιτείαν, απήλθεν εις επίσκεψιν αυτού και τόσον ηυφράνθη από τον λόγον του, ώστε επίστευσεν εις τον Χριστόν. Ο δε Άγιος την εβάπτισε και της έδωκεν εγγράφως την Ορθόδοξον Πίστιν και ποίαν πολιτείαν να διάγη και παν άλλο αναγκαίον προς σωτηρίαν· εξαιρέτως δε την παρεκάλεσε να μη αφήση ποτέ τον άνδρα της να κάμη πόλεμον κατά των Ρωμαίων. Ούτω λοιπόν καλώς πολιτευσάμενος ο γλυκύτατος Αμβρόσιος και πολλούς λόγους ψυχωφελείς συγγραψάμενος και επιμελώς κυβερνήσας την Εκκλησίαν, ως καλός Ποιμήν και ουχί μισθωτός, εφύλαξεν αυτήν αλύμαντον από αισθητούς και νοητούς λύκους. Αλλ΄ ήλθεν η ώρα να υπάγη προς τον ποθούμενον· όθεν ασθενήσας, έκειτο εις την κλίνην. Ο δε Στηλίχων, ο έπαρχος, ακούσας ότι απέθνησκεν ο Αμβρόσιος, ελυπήθη πολύ και έλεγεν ότι ο θάνατός του θέλει είναι απάσης της Ιταλίας απώλεια. Έστειλε δε και τινας άρχοντας να είπωσι του Αγίου όπως παρακαλέση τον Θεόν και του δώση ακόμη ολίγην ζωήν δια το συμφέρον του λαού, διότι βασιλεύς τις εβούλετο να τους πολεμήση, αλλά διότι ηυλαβείτο τον Άγιον έως ου έζη δεν τους επείραζεν. Ο δε Αμβρόσιος απεκρίνατο, λέγων· «Εγώ δεν τολμώ να πειράσω τον Κύριόν μου και όταν ορίση ας με λάβη, εγώ δε τον ευχαριστώ και τον δοξάζω». Ήσαν δε δύο Διάκονοι εις άλλο κελλίον πλησίον του Αγίου και συνομιλούντες μυστικώς έλεγον· «Άραγε, ποίος θα γίνη Επίσκοπος μετά την τελευτήν του Αγίου»; Ο δε έτερος απεκρίνατο, ότι «Ο Σιμπλίκιος ο Ηγούμενος του δείνος Μοναστηρίου είναι ενάρετος άνθρωπος και φίλος του Αυγουστίνου, πιστεύω δε ότι αυτόν θα κάμωσιν». Ο δε Άγιος, γνωρίσας δια Πνεύματος Αγίου εκείνα τα οποία έλεγον οι Διάκονοι, απεκρίθη ταύτα δυνατά και τον ήκουσαν λέγοντα· «Καλός είναι ο Σιμπλίκιος, αλλ΄ είναι γέρων». Ταύτα ακούσαντες οι Διάκονοι εξεπλάγησαν και το είπον εις τον λαόν· όθεν εψήφισαν Αρχιερέα τον ρηθέντα Σιμπλίκιον. Ο δε Άγιος προσευχόμενος παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού, τη 4η του Απριλίου του έτους 397 παραμονή του Πάσχα υπάρχων ετών πεντήκοντα επτά, εις τον καιρόν των βασιλέων Θεοδοσίου και Ουαλεντινιανού. Αλλ΄ επειδή κατά τα περισσότερα έτη τυγχάνει η Αγία Ανάστασις ή η Μεγάλη Εβδομάς κατά τας αρχάς του μηνός Απριλίου, δια τούτο την εορτάζομεν την εβδόμην Δεκεμβρίου, ότε εχειροτονήθη Επίσκοπος. Το δε τίμιον αυτού και άγιον λείψανον εναπετέθη εις την Μητρόπολιν των Μεδιολάνων, την οποίαν τοσούτον ελάμπρυνεν. Ετέλεσε δε και μετά θάνατον θαύματα πολλά εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, του παντοδυνάμου Θεού, Ω πρέπει η τιμή, το κράτος και η προσκύνησις, εις τους αιώνας. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Η΄ (8Η) του Δεκεμβρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ Επισκόπου Κύπρου.

Δημοσίευση από silver »

Σωφρόνιος ο Όσιος Πατήρ ημών κατήγετο από την μεγάλην νήσον Κύπρον, υιός Χριστιανών και ευλαβών γονέων· ήτο δε πολυμαθής δια την ευφυϊαν του. Αναγινώσκων δε και μελετών νυχθημερόν τας θείας Γραφάς και τους λόγους του Κυρίου, τόσον έγινεν ευλαβής και ενάρετος, ώστε ηξιώθη να λάβη παρά Θεού μεγάλα χαρίσματα και να τελή και θαύματα. Δια τούτο μετά τον θάνατον Δαμιανού του αγιωτάτου Επισκόπου Κύπρου, εχειροτονήθη υπό των Επισκόπων, συμφωνούντος και όλου του λαού, Αρχιεπίσκοπος της εν Κύπρω αγιωτάτης Εκκλησίας· αφ΄ ου δε εχειροτονήθη, έγινε των πενήτων πλουτιστής, των πεινώντων τροφεύς, ορφανών βοηθός, χηρών προστάτης, καταπονουμένων λυτρωτής και γυμνών σκέπη. Όθεν δια τοιούτων αρετών πολιτευσάμενος ο αοίδιμος και τω Θεώ ευαρεστήσας, εν ειρήνη εκοιμήθη. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Θ΄ (9η) του Δεκεμβρίου, η Σύλληψις της Αγίας ΑΝΝΗΣ μητρός της Υπεραγίας Θεοτόκου.

Δημοσίευση από silver »


Ιωακείμ και Άννα οι θείοι γεννήτορες της Θεοτόκου λυπούμενοι δια την ατεκνία αυτών ανεχώρησαν ο μεν Ιωακείμ εις το όρος, η δε Άννα εις περιβόλιον, ένθα αμφότεροι προσηύχοντο δια να χαρίση εις αυτούς καρπόν κοιλίας ο Κύριος. Ο δε Πανάγαθος Θεός, θέλων να ετοιμάση δι΄ εαυτόν Ναόν ζώντα και οίκον Άγιον ίνα κατοικήση, απέστειλεν εις τούτους, εκ των οποίων ηυδόκησε να γεννηθή η κατά σάρκα μήτηρ αυτού, τον Άγγελόν του περί του οποίου λέγουσιν ότι ήτο ο Γαβριήλ. Τούτον δε αποστείλας προανήγγειλεν ότι θέλει συλλάβει η στείρα και γηραιά Άννα, ίνα με την σύλληψιν της στείρας βεβαιώση την εκ της Παναγίας Παρθένου ιδικήν Του άσπορον Σύλληψιν και άφθορον Γέννησιν. Συνελήφθη λοιπόν η Παναγία Θεοτόκος και Παρθένος Μαρία εν τη κοιλία της Άννης εκ σπέρματος του Ιωακείμ και εγεννήθη, όχι καθώς λέγουσί τινες επτά μηνών ή χωρίς ανδρός, άπαγε! Αλλ΄ εννέα τελείων μηνών και εκ συναφείας ανδρός, πλην εξ επαγγελίας και Αγγέλου προρρήσεως και υπέρ τους νόμους της φύσεως, τόσον δια το άγονον της Άννης, όσον και δια το γηραλέον αυτής, διότι μόνος ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός συνελήφθη χωρίς συνάφειαν ανδρός και χωρίς σποράν εκ της Αγίας Παρθένου Μαρίας, απορρήτως και ανερμηνεύτως, καθώς ηξεύρει μόνος αυτός· και επειδή ήτο τέλειος Θεός, δια τούτο και όλα τα της κατά Σάρκα Αυτού οικονομίας προσέλαβε τέλεια, καθώς και την των ανθρώπων φύσιν τελείαν Αυτός εδημιούργησε και έπλασεν απ΄ αρχής κατά την δημιουργίαν του κόσμου. Ταύτην λοιπόν την Σύλληψιν της Υπεραγίας Θεοτόκου πανηγυρίζομεν σήμερον, προς μνήμην των θείων χρησμών και χαροποιών αγγελιών, των δοθεισών υπό Αγγέλου εις τους Δικαίους Θεοπροπάτορας περί συλλήψεως της Αγνής Θεομήτορος. Διότι τούτους τους δια λόγων χρησμούς του Αγγέλου έργα και πράγματα ποιών ο εκ του μηδενός υποστήσας τα πάντα Θεός, εκίνησε την στειρεύουσαν και γηραλέαν μήτραν της Άννης εις καρποφορίαν· και την διανύσασαν την ζωήν της με ατεκνίαν, ταύτην παραδόξως παιδοτόκον μητέρα εργάζεται σήμερον και χαρίζει εις τους Δικαίους άξιον καρπόν τής αυτών αιτήσεως, διότι ηυδόκησεν, ώστε οι σώφρονες γονείς να γεννήσωσι θυγατέρα την προ των αιώνων προορισθείσαν και εκλεχθείσαν εκ πασών των γενεών, από της οποίας Αυτός να γεννηθή έμελλεν. Η δε Σύναξις αυτών τελείται εν τω σεβασμίω Οίκω της Θεοτόκου, τω όντι εν τοις Ευοράνοις παρά την αγιωτάτην Μεγάλην Εκκλησίαν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ι΄ (10η) του Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΓΕΜΕΛΛΟΥ του Πολυάθλου.

Δημοσίευση από silver »


Γέμελλος ο Άγιος Μάρτυς ήτο κατά τους χρόνους του βασιλέως Ιουλιανού του Παραβάτου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη τξα΄ - τξγ΄ (361 – 363), κατήγετο δε εκ της πόλεως Αγκύρας της Μικράς Ασίας, από την ενορίαν την καλουμένην Κλιμαξίνην. Διελθόντος δε ποτε του Ιουλιανού δια της Αγκύρας, εστάθη ο Άγιος ούτος κατά πρόσωπον εκείνου και κατεπλήγωνεν αυτόν με λόγια ένθεα ως με βέλη. Τότε ο βασιλεύς οργισθείς σφόδρα επρόσταξε να ζωσθή ο Άγιος πεπυρωμένην σιδηράν ζώνην, κατεκαίετο δε δι΄ αυτής τόσον δυνατά, ώστε το υγρόν το οποίον έτρεχεν από το καύσιμον της σαρκός του επλήρωσεν όλην την εκεί γην. Είτα προστάσσεται να ακολουθή τον ασεβή τύραννον καθ΄ οδόν. Όταν δε ο Αποστάτης έφθασεν εις την πόλιν της Εδέσσης, τότε ο Άγιος εξηπλώθη από τα τέσσαρα μέρη του σώματος και επληγώθη με ξύλα κοπτερά· έπειτα κατετρυπήθη εις το σώμα με σιδηρά πεπυρωμένα και κρεμασθείς κατεξεσχίσθη τας σάρκας υπό των δημίων. Επειδή δε ο του Χριστού Αθλητής κατεφρόνει τας βασάνους και ύβριζε τον ασεβή βασιλέα, τίθεται εντός πεπυρωμένου τηγανίου πλήρους ελαίου, ρητίνης και λίπους και άνωθεν δέρεται με ραβδία σιδηρά, τα οποία είχον αγκίδας· δια θείας όμως δυνάμεως έπεσε ραγδαία βροχή και έσβεσε την πυράν· όθεν ο Μάρτυς έμεινεν αβλαβής. Ταύτα βλέπων ο μιαρός βασιλεύς εξεπλάγη και προσέταξε να εμπήξωσι καρφία εις την κεφαλήν του Μάρτυρος, έως ου φθάσωσι μέχρι του εγκεφάλου· έπειτα ρίπτεται ο Άγιος επί του εδάφους· μετά ταύτα κρεμάται υψηλά και εκδέρεται ως πρόβατον με μαχαίρας, από των ποδών έως εις τους ώμους. Όθεν ο γενναίος αγωνιστής εφαίνετο θέαμα ξένον και φοβερόν, επειδή με τοιαύτα αφόρητα βάσανα ηδύνατο και να περιπατή και να συνδιαλέγηται με τους παρεστώτας. Κατ΄ οικονομίαν δε Θεού, απαντήσας ο Άγιος Ιερέα τινά, εβαπτίσθη υπ΄ αυτού, διότι ακόμη ήτο αβάπτιστος· αφ΄ ου δε εβαπτίσθη εξήλθε της ιεράς κολυμβήθρας όλος υγιής, χωρίς να έχη εις το σώμα ουδεμίαν πληγήν ή έστω σημείον πληγής. Τότε ήκουσεν ουρανόθεν θείαν φωνήν, η οποία του έλεγε· «Μακάριος είσαι, Γέμελλε, διότι πολλά εμόχθησας». Ταύτα μαθών ο Παραβάτης, εκρέμασεν τον Άγιον εις Σταυρόν και εκάρφωσε με καρφία τας χείρας και τους πόδας του· ούτω δε κρεμάμενος προσηυχήθη ο τρισόλβιος και παρέδωκεν εις Κύριον το πνεύμα του. Το δε τίμιον αυτού σώμα Χριστιανοί τινες κρυφίως καταβιβάσαντες από τον Σταυρόν, το ενεταφίασαν εις επίσημον τόπον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΑ΄ (11η) του Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΜΕΙΡΑΚΟΣ και διήγησις πάνυ ωφέλιμος.

Δημοσίευση από silver »


Μείραξ ο μακάριος Μάρτυς του Χριστού ήτο Αιγύπτιος, γεννηθείς εκ γονέων Χριστιανών εις πόλιν ονομαζομένην Τενεσή, βαπτισθείς δε ανετρέφετο και εξεπαιδεύετο υπό των γονέων του με την αμώμητον και καθαράν πίστιν του Χριστού. Ύστερον όμως, από μικρόνοιαν και κουφότητα, ηπατήθη υπό του διαβόλου και προσελθών εις τον εκεί Αμιράν, ηρνήθη, φεύ! την πίστιν του Χριστού· και όχι μόνον τούτο, αλλά και την ζώνην του κόψας και τον Σταυρόν πατήσας, έλαβε την μάχαιραν εις τας χείρας και ηλάλαζε την ελεεινήν εκείνην φωνήν· «Από σήμερον είμαι πλέον Αγαρηνός και όχι Χριστιανός». Όθεν επί έτη τινά έχαιρε τιμάς και δόξαν, πλησίον εις τον Αμιράν και τους μετ΄ αυτού, χωρίς να φροντίζη τελείως δια την σωτηρίαν του. Οι δε γονείς του, τούτο μαθόντες, δεν έπαυον παρακαλούντες τον Θεόν ίνα μεταβάλη την γνώμην του υιού των. Όθεν βλέπων ο Θεός την αγαθήν προαίρεσιν και επίμονον αυτών παράκλησιν, εκίνησε την καρδίαν του υιού αυτών εις μετάνοιαν. Δια τούτο αυτός ο ίδιος ο Μείραξ παρουσιασθείς εις τους γονείς του, λέγει· «Ιδού, κύριοι και γλυκύτατοι γονείς μου, ότι ήλθον, διότι ηννόησα ο ταλαίπωρος ότι εσκοτίσθην τον νουν και εποίησα τοιαύτην παραφροσύνην. Τώρα δε παρακαλώ να γίνω πάλιν Χριστιανός και να είμαι ομού με σας». Οι δε γονείς του απεκρίθησαν· «Ημείς, τέκνον, όταν έπραξας το κακόν αυτό, εχύσαμεν πολλά δάκρυα και ποτέ δεν επαύσαμεν παρακαλούντες τον Θεόν, δια να σε φωτίση να γνωρίσης την αλήθειαν και να επιστρέψης πάλιν προς τον Χριστόν τον σωτήρα σου· δια τούτο τώρα ευχαριστούμεν την αγαθότητά Του, διότι δεν παρέβλεψε την ταπεινήν ημών δέησιν. Πλην, τέκνον, καθώς και συ γνωρίζεις, δεν είναι δυνατόν να σε έχωμεν μαζί μας, διότι φοβούμεθα τον Αμιράν μήπως εκ τούτου κινδυνεύσωμεν, παρέχοντες υποψίαν, ότι ημείς σε μετεβάλαμεν. Αλλ΄ εάν θέλης να απαλλαγής από το μέγα αμάρτημα της αρνήσεως και να εύρης τον Θεόν ίλεων, να μη περιπέσωμεν δε και ημείς εξ αιτίας σου εις κατηγορίας, να γίνης δε και τόσον οικείος και φίλος του Χριστού, ώστε να καταστής και πρεσβευτής εις αυτόν δι΄ όλον το γένος σου, ύπαγε εις τον Αμιράν και καθώς παρρησία ηρνήθης τον Χριστόν, ούτω παρρησία ομολόγησον πάλιν αυτόν, ως να μη γνωρίζωμεν ημείς ουδέν περί τούτου. Και βεβαίως ο Θεός, τέκνον, θέλει ευοδώσει την οδόν σου ταύτην καθώς βούλεται». Τότε ο Μείραξ λαβών την συμβουλήν αυτήν παρά των γονέων του, ως επίσης και την ευλογίαν των, λαβών δε και εις την χείρα του ζώνην, επορεύθη εις την συναγωγήν των Αγαρηνών. Ζωσθείς λοιπόν τότε την ζώνην, την οποίαν εκράτει, έμπροσθεν εις τον Αμιράν, ετύπωσε τον Τίμιον Σταυρόν εις εν ξύλον και ασπασάμενος αυτόν ήρχισε να φωνάζη, με όσην δύναμιν είχε, το «Κύριε ελέησον». Ο δε Αμιράς, κρατήσας αυτόν, λέγει· «Τι έπαθες»; Ο δε Μείραξ απεκρίθη· «Μόλις τώρα ήλθον εις τον εαυτόν μου από την γενομένην εις εμέ σκότωσιν του διαβόλου και προσέπεσον εις τον Χριστόν μου και πάλιν έγινα Χριστιανός, καθώς ήμην και πρότερον. Όθεν ήλθον να φανερώσω τούτο εις σε και εις όλην την ιδικήν σου συναγωγήν και να ομολογήσω μεν έμπροσθεν εις όλους τον Χριστόν, να αναθεματίσω δε την θρησκείαν σας». Ταύτα ακούσας ο Αμιράς έρριψεν αυτόν εις την φυλακήν και προσέταξε να μείνη εκεί τρεις ημέρας, χωρίς να του δώσωσι φαγητόν ή ποτόν. Μετά ταύτα εξήγαγεν αυτόν εκ της φυλακής και τον έκρινε πάλιν· και επειδή εύρεν αυτόν ομολογητήν του Χριστού, τον έδειρε μετρίως και πάλιν έκλεισεν αυτόν εις την φυλακήν. Μετά τρεις δε άλλας ημέρας πάλιν ανέκρινεν αυτόν· και ευρών επιμένοντα και ομολογούντα τον Χριστόν, έδειρεν αυτόν με βούνευρα και πάλιν τον έκλεισεν εις την φυλακήν. Μετά δε τρεις ημέρας πάλιν παρέστησεν αυτόν έμπροσθέν του και βλέπων, ότι στερεώς και αμεταθέτως ωμολόγει τον Χριστόν, έδειρεν αυτόν ανηλεώς επί των πληγών του σώματος και έδωκε κατ΄ αυτού την τελευταίαν απόφασιν της εις θάνατον καταδίκης. Όθεν λαβόντες τούτον οι υπηρέται επεβιβάσθησαν πλοιαρίου, καθώς προσετάχθησαν, και προχωρήσαντες εις την θάλασσαν έως τέσσαρα στάδια, ήτοι έως ήμισυ μίλιον, τον αφήκαν και προσηυχήθη, είτα αποκόψαντες την κεφαλήν του, έρριψαν αυτήν εις τον βυθόν της θαλάσσης. Και το μεν σώμα αυτού είτε εξήλθε της θαλάσσης, είτε όχι, τούτο δεν εφανερώθη· η δε τιμία αυτού κεφαλή εξήλθεν εις την ξηράν. Ταύτην γνωρίσαντες Χριστιανοί τινες έλαβον αυτήν ως πολύτιμον δώρον· διαβληθέντες δε εις τον Αμιράν δια τούτο, έδωκαν εις αυτόν εκατόν φλωρία και ούτως επετράπη εις αυτούς να έχωσι το ποθούμενον ακωλύτως. Τότε λοιπόν ποιήσαντες αργυράν θήκην, εναπέθεσαν την μαρτυρικήν κεφαλήν με την πρέπουσαν τιμήν και ευλάβειαν και έκτοτε μέχρι σήμερον αναβλύζει πάντοτε μύρον ευώδες και επιτελεί πολλάς και διαφόρους ιατρείας εις δόξαν μεν του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, εις πληροφορίαν δε των σκανδαλιζομένων και δισταζόντων περί της εν ουρανοίς δόξης αυτού και των ομοίων του.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΒ΄ (12η) του Δεκεμβρίου, μνήμη του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ Επισκόπου Τριμυθούντο

Δημοσίευση από silver »

Τη ΙΒ΄ (12η) του Δεκεμβρίου, μνήμη του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ Επισκόπου Τριμυθούντος της εν Κύπρω, του Θαυματουργού.

Σπυρίδων ο εν Αγίοις Πατήρ ημών, της οικουμένης το καύχημα και των πιστών το αγλάϊσμα, ήκμασε κατά τους χρόνους του βασιλέως Κωνσταντίνου του Μεγάλου (306- 337) και του υιού αυτού Κωνσταντίου (337-361), κατήγετο δε εκ της περιφήμου νήσου Κύπρου. Τοσούτον δε η αρετή και τα ένθεα του Αγίου τούτου κατορθώματα την οικουμένην κατηύγασαν, ώστε δεν πρέπει να μείνη κανείς Χριστιανός όστις να μη γνωρίση εν πάση λεπτομερεία τον Βίον του. Ο Θεοφόρος ούτος Πατήρ είναι εκείνος, όστις λαβών μέρος εις την εν Νικαία Αγίαν Α΄ Οικουμενικήν Σύνοδον εποίησεν ενώπιον πάντων των απαρτιζόντων αυτήν Αγίων Πατέρων το μέγα εκείνο και υπερφυές θαύμα της κεραμίδος, δια του οποίου τον μεν φιλόσοφον του Αρειανισμού κατέβαλε, τας δε αληθείας της Ορθοδόξου ημών Πίστεως εκράτυνεν. Ας ίδωμεν όμως, ευλογημένοι Χριστιανοί, απ΄ αρχής τον ένθεον αυτού Βίον και ας εγκύψωμεν εις την μελέτην αυτού, διότι ούτος, όπως και όλων των φιλοθέων ανδρών οι Βίοι, δίδουν πολλήν ωφέλειαν εις την ψυχήν, και κατ΄ αλήθειαν δύνανται να αυξήσουν τον πλούτον αυτής, διότι μας κάμνουν όχι μόνον να απέχωμεν από το κακόν, αλλά και να προκόπτωμεν εις το καλόν. Επειδή όστις έχει περιπέσει εις αμαρτήματα, ακούων τοιαύτας πράξεις ενθέους και κατορθώματα υπερφυσικά, διορθώνεται, μισεί την παλαιάν του κακίαν, επιμελείται την αρετήν και γίνεται θερμότερος εις την άσκησιν αυτής, παρακινούμενος εις μίμησιν αναλόγως της δυνάμεως αυτού και προσπαθεί να μιμηθή το όμοιον. Και πάντων μεν των Αγίων αι Βιογραφίαι είναι ωραίαι και ψυχωφελέσταται, ως είπομεν· όμως ο Βίος του Οσίου Πατρός ημών Σπυρίδωνος είναι πλέον ευφρόσυνος εις την ψυχήν και ηδύτατος εις την ακοήν, διεγείρων άμα τον νουν και την καρδίαν. Τούτου λοιπόν του μεγάλου Πατρός τον Βίον και τα εξαίσια θαύματα άρχομαι διηγούμενος προς την υμετέραν αγάπην, και σας παρακαλώ όλους να ακούσητε μετά προθυμίας και κατανύξεως. Ούτος ο μέγας Πατήρ ημών Σπυρίδων ήτο από της νεότητος αυτού άνθρωπος απλούς πολύ και ταπεινός, εμιμείτο δε πάντοτε του μακαρίου Δαβίδ του Προφήτου την πραότητα, του Ιακώβ το άπλαστον και του Αβραάμ το φιλόξενον, διαμοιράζων όλην την περιουσίαν αυτού εις πένητας. Δια τας αρετάς του δε ταύτας δεν εκληρονόμησε γην φθαρτήν, αλλά την μακαρίαν και αδιάδοχον, κατά την αψευδή του Κυρίου επαγγελίαν ειπόντος: «Μακάριοι οι πραείς ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γην» (Ματθ. ε: 5) και «Μακάριοι οι ελεήμονες ότι αυτοί ελεηθήσονται» (Ματθ. ε: 7). Δια τον πρόσκαιρον δε πλούτον, τον οποίον εις τούτον τον κόσμον κατεφρόνησε τότε, απολαμβάνει και τώρα και εις τους απεράντους αιώνας τον άσυλον θησαυρόν, τον Χριστόν δηλαδή, τον Μαργαρίτην τον πολύτιμον. Επλούτησε δε και δια ποταμών θαυμάτων, τα οποία ενεργούνται καθ΄ εκάστην και ουδέποτε εξαντλούνται.Ήτο δε ο Άγιος κατ΄ αρχάς ποιμήν προβάτων, πλην δεν ήτο αγροίκος εις το ήθος και αμίλητος, αλλά μάλιστα επιμελητής καλών τάξεων και προς τους πτωχούς και ξένους τόσον ελεήμων και εύσπλαγχνος, ώστε εδέχετο πάντα άνθρωπον εις τον οίκον του και με πολλήν αγάπην, κατά την δύναμιν αυτού, τον εφίλευεν. Ένιπτε των κεκοπιασμένων τους πόδας, ητοίμαζε τράπεζαν και υπηρέτει εις όλα τα χρειαζόμενα με τόσην ταπείνωσιν και ευλάβειαν, όσην δεικνύουν οι πιστοί δούλοι προς τους αυθέντας των. Είχε δε συγκεκραμένην με την σεμνότητα την σωφροσύνην και με την ανδρείαν την πραότητα και τας λοιπάς αρετάς. Έλαβε δε ο Άγιος και σύζυγον κατά τους ιερούς νόμους, τιμιωτάτην και σώφρονα, μετά της οποίας απέκτησε και τέκνα, μετά δε τον θάνατον αυτής διήγε μετά οσιότητος χωρίς τινα ηδονήν ή επιθυμίαν σαρκός αλλά πάσαν αρετήν εργαζόμενος, εμελέτα σπουδαίως τον νόμον του Θεού, γενόμενος εις την ψυχήν φιλανθρωπότατος και εις την γνώμην επιεικέστατος και απλώς ειπείν ήτο αληθής εικών και αρχέτυπον των αρετών, έχων ιστορημένας όλας τας αρετάς εις εαυτόν, τόσον ώστε πολύ ολίγοι ηδυνήθησαν να τον μιμηθούν εις τας χάριτας. Ούτω λοιπόν λάμπων εις τας πράξεις της ζωής του ο Άγιος ηξιώθη πολλών και πλουσίων δωρεών παρά Θεού, αι οποίαι δύνανται να μας φανερώσουν την εν ουρανοίς δόξαν αυτού και μεγαλειότητα. Εθεράπευε διαφόρους ασθενείας, εφώτιζε τυφλούς, εδίωκε τα πονηρά πνεύματα και πλείονα άλλα θαύματα ετέλει άξια εκπλήξεως, με την Χάριν της θείας Δυνάμεως, την οποίαν είχε συνεργόν και τον εβοήθει· όθεν έγινε και Ποιμήν ανθρώπων αντί ποιμήν προβάτων, ως ήτο το πρότερον. Όταν δε ο Μέγας Κωνσταντίνος εγένετο βασιλεύς των Χριστιανών, τότε και ο θαυματουργός Σπυρίδων Επίσκοπος Τριμυθούντος γνωρίζεται, ήτις είναι πόλις της Κύπρου περίφημος. Πόσην δε επιμέλειαν είχεν εις την αρετήν, μετά την εις Επίσκοπον χειροτονίαν του, φανερώνουν σαφέστατα τα θαυμάσια, τα οποία ετέλεσε και τα οποία είναι αδύνατον να εξιστορήσωμεν άπαντα, διότι είναι αναρίθμητα· και πάλιν να αποσιωπήσωμεν όλα είναι πρόξενον μεγάλης ζημίας. Θέλομεν λοιπόν διηγηθή ολίγα εκ των πολλών και ταύτα κατά σειράν, ήτοι θα είπωμεν πρώτον όσα γράφει ο Μεταφραστής Συμεών, τα οποία είναι όλα αξιόπιστα και παραδεδεγμένα υπό της Εκκλησίας, από τους παλαιούς χρόνους, ύστερον δε θέλομεν διηγηθή τα νεώτερα, όσα δηλαδή ετελέσθησαν υπό του Αγίου μετά την εις Κέρκυραν μετακομιδήν του ιερού αυτού Λειψάνου, και ταύτα πάλιν όχι όλα, διότι και τούτο είναι αδύνατον, αλλ΄ ολίγα τινά εξ αυτών προς πίστωσιν και των άλλων, αφήνοντες τα περισσότερα, εξ όσων άλλοι μεταγενέστεροι έγραψαν. Θέλων ο μεγαλοδύναμος Θεός, ως δίκαιος Κριτής, να παιδεύση την νήσον της Κύπρου, την υστέρησεν από βροχήν και ήτο τοσαύτη ανομβρία, ώστε έγινε πείνα μεγάλη, ταύτην δε ηκολούθησε θανατικόν ως συνήθως συμβαίνει και καθ΄ εκάστην απέθνησκον αναρίθμητοι. Ήτο όθεν ανάγκη, έναντι του μεγάλου αυτού θυμού του Κυρίου, να ευρεθή εις έτερος Ηλίας ή άλλος τις όμοιος εκείνου εις τα έργα, όστις να δυνηθή να ανοίξη δια της προσευχής του τους ουρανούς. Όντως δε τοιούτος ήτο ο μέγας κατά την ψυχήν και θαυμαστός Σπυρίδων, ο οποίος, βλέπων το τρομερόν αυτό κακόν να αφανίζη καθημερινώς το λογικόν του ποίμνιον, ως αληθής ποιμήν και ουχί μισθωτός επόνει τα σπλάγχνα υπό της πατρικής αγάπης νικώμενος και έκαμε προς τον Θεόν δέησιν. Ο δε ουράνιος Πατήρ ημών, ως εύσπλαγχνος, δεν παρείδε την προσευχήν του δούλου του, αλλ΄ ευθύς επλήρωσε δια νεφών τον ουρανόν και (το θαυμασιώτερον!) δια να μη νομίση κανείς, ότι η βροχή έγινεν από τα στοιχεία με τους νόμους της φύσεως, ωκονόμησε και ίσταντο επί ώραν πολλήν τα νέφη και δεν έβρεχον, έως ου επαναλάβη ο Άγιος την δέησιν, όστις προσηυχήθη και πάλιν θερμότερον. Τότε, ευθύς ως έτρεξαν τα δάκρυα του Σπυρίδωνος, ήλθεν εις την γην τοσαύτη βροχή, Χάριτι του παντελεήμονος Θεού, ώστε επότισεν όλην την νήσον και ηύξησαν τα γεννήματα, οι δε άνθρωποι ελυτρώθησαν από τα δεινά των. Τολμώ όθεν να είπω, ότι ο Σπυρίδων ήτο και από τον Ηλίαν φιλανθρωπότερος· διότι εκείνος απέκλεισε πρώτον τους ουρανούς και ύστερα ήνοιξεν αυτούς, ούτος όμως ως εύσπλαγχνος δεν τον εμιμήθη εις το πρώτον, αλλά μόνον εις το δεύτερον. Ακούσατε δε έτερον θαύμα παρόμοιον. Άλλον καιρόν ήτο μεγάλη συμφορά και ακαρπία μεγάλη εις την νήσον, όσοι δε είχον σίτον και άλλους καρπούς εις τας αποθήκας έτρωγον και έπινον, καθώς το κάμνουν και τώρα οι πλούσιοι, αγαλλόμενοι εις τας τοιαύτας παιδεύσεις του Θεού και ακρίβαινον τους καρπούς, δια να κερδήσουν οι ανόσιοι περισσότερα από την δυστυχίαν των πενήτων. Απήλθε λοιπόν πένης τις και άπορος εις φιλάργυρον, παρακαλών αυτόν με ταπείνωσιν να του δανείση ολίγον καρπόν, δια να σώση την οικογένειάν του. Έκειτο δε ο πτωχός εις τους πόδας του πλουσίου μετά δακρύων δεόμενος δια να τον κινήση εις οίκτον. Αλλά δεν έκλινεν εκείνη η λιθίνη ψυχή εις συμπάθειαν. Ιδών λοιπόν ότι ματαίως έκλαιε και παρεκάλει τον άσπλαγχνον, έδραμε προς τον Άγιον, αναγγέλλων πρώτον μεν την εσχάτην αυτού πτωχείαν και δεύτερον την του πλουσίου σκληρότητα. Ταύτα ακούσας ο Άγιος, πεφωτισμένος παρά Θεού, προεφήτευσεν εκείνο όπερ έμελλε να γίνη την νύκτα και του λέγει· «Μη λυπήσαι, διότι αύριον θα ίδης εμπεπλησμένον τον οίκον σου, τον δε πλούσιον από όλους χλευαζόμενον να σε παρακαλή και μη θέλων να πάρης όσον σίτον χρειάζεσαι». Τότε ο πτωχός, νομίζων ότι του είπε ταύτα ο Άγιος μόνον προς παρηγορίαν της θλίψεώς του, απήλθε περίλυπος, βλέπων κενήν, καθώς ενόμιζε, και άπρακτον την ελπίδα του. Αλλά το μεσονύκτιον, Θεού θέλοντος, ήλθε βροχή τόσον ραγδαία, ώστε κατεστράφησαν οι σωροί του πλουσίου, οι δε καρποί εχύθησαν εις το μέσον της οδού και ήσαν εις την διάθεσιν παντός, όστις ήθελε να πάρη χωρίς να πληρώση. Την πρωϊαν, ιδών ο πλούσιος την συμφοράν, την οποίαν έπαθε δικαίως, εθρήνει. Οι δε έχοντες ανάγκην έδραμον δια να αρπάσωσιν, ήτο δε μετ΄ αυτών και ο προαναφερθείς πτωχός, όστις θαυμάζων την πρόρρησιν του Αγίου κατεγέλα τον πλούσιον και χωρίς να σπείρη ενέπλησε καρπόν την οικίαν του. Όταν δε ο ωμός εκείνος και άσπλαγχνος πλούσιος είδεν ότι ήρπαζον αφόβως το πράγμα του, δια να δείξη γνώμην φιλόχριστον ο φιλόχρυσος, έτι δε και δια να εκπληρωθή η πρόρρησις του Αγίου, έλεγεν εις τους πτωχούς να λάβωσιν όσον βούλονται. Τόσον λοιπόν ήτο συμπαθής ο Άγιος, ώστε όχι μόνον δια πολλούς, αλλά και δι΄ ένα ήνοιξε τους καταρράκτας του ουρανού δια να ωφελήση πτωχούς και να συνετίση πλουσίους. Και πολλοί μεν άλλοι διωρθώθησαν, πλην ο προαναφερθείς εκείνος φιλάργυρος ουδόλως ωφελήθη, ούτε ευσπλαγχνικώτερος έγινε, καθώς θέλετε ακούσει εν συνεχεία. Εις έτερος γεωργός, γνώριμος του Αγίου, έχων μεγάλην στέρησιν σίτου και από την πείναν ταλανιζόμενος, απήλθε προς αυτόν τον άφρονα πλούσιον, ελπίζων ότι τον εσωφρόνισε το προηγούμενον πάθημα. Ο δε πλούσιος τον μεν σίτον εζημιώθη, την δε φειδωλίαν και την προς τον πλησίον ωμότητα ουδόλως μετέβαλε. Του έλεγε λοιπόν ο πτωχός να του δανείση ολίγον καρπόν και το θέρος να του τον αποδώση με το διάφορον. Αλλ΄ εκείνος του απεκρίθη με την συνήθη σκληρότητά του, ότι χωρίς χρήματα ούτε κόκκον σίτου δεν του έδιδε. Μη έχων λοιπόν ο τάλας άλλην ελπίδα, μιμείται τον άλλον πτωχόν, περί του οποίου προείπομεν, και τρέχει προς τον ευλογημένον Σπυρίδωνα, τον οποίον ως κοινόν θησαυρόν είχον όλοι οι πένητες και του λέγει την ανάγκην του, την ασπλαγχνίαν, την οποίαν επέδειξεν ο πλούσιος και την απάντησιν εκείνου. Τότε τον παρηγορεί ο Άγιος και τον αποστέλλει εις τον οίκον του. Την δε πρωϊαν επήγεν ο Άγιος μόνος προς τον πτωχόν φέρων τεμάχιον χρυσίου εις σχήμα όφεως και του λέγει· «Ύπαγε, τέκνον, βάλε το χρυσίον εις ενέχυρον, δια να λάβης εκείνο το οποίον χρειάζεσαι». Λαβών εις χείρας τον χρυσούν όφιν ο πτωχός επήγε τρέχων και με μεγάλην χαράν εις τον πλούσιον, ιδών δε αυτό ο πρώην σκληρός και αδυσώπητος και κωφός τα ώτα προς δέησιν, έγινεν ευθύς γλυκύς και φιλάνθρωπος και έδωσεν εις τον πτωχόν σίτον τόσον, ώστε του έφθασε και έσπειρε και εξοικονόμησε τας ανάγκας τού οίκου του, έως ότου ήλθεν η νέα εσοδεία, η οποία με το θέλημα του Θεού, και δια πρεσβειών του Αγίου, έγινε τόσον καλή, ώστε έφθασεν εις τον πτωχόν να καλύψη τας ανάγκας του και να πληρώση το χρέος του. Λαβών τότε ο πτωχός το χρυσίον το επέστρεψεν ως ευλαβής και πιστός εις τον Άγιον, όστις είπε προς αυτόν· «Ας υπάγωμεν, τέκνον μου, να το δώσωμεν εις τον φιλάνθρωπον Θεόν, όστις σε ευσπλαγχνίσθη και το εδάνεισεν». Απελθόντες λοιπόν εις κήπον τινα, έβαλε χαμαί το χρυσίον και βλέπων προς τον ουρανόν, είπε ταύτα· «Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ, ο πάντα ποιών και μετασκευάζων μόνω τω βούλεσθαι, καθώς ποτε κατά τον καιρόν Μωϋσέως μετεσχημάτισας εις όφιν την ράβδον του, αυτός και το χρυσίον τούτο, καθώς πρότερον από όφιν εις τοιούτον είδος μετέβαλες, ούτω και τώρα μετάστρεψον αυτό εις την προτέραν μορφήν, δια να δοξασθή το σον Πανάγιον Όνομα και να γνωρίση ο άνθρωπος ούτος την κηδεμονίαν και φροντίδα, την οποίαν έχεις προς ημάς και να βεβαιωθή δια της πράξεως, ότι είναι αληθέστατον το ρητόν της Γραφής το λέγον: «πάντα όσα ηθέλησεν ο Κύριος εποίησεν» (Ψαλμ. ριγ: 11). Ούτως είπεν ο Άγιος και (ω του θαύματος!) ευθύς έγινεν όφις ζων το άψυχον χρυσίον και εισήλθεν εις την φωλεάν του, από την οποίαν τον επήρε το πρώτον ο Άγιος και τον μετέβαλεν εις την χρυσήν εκείνην μορφήν. Τούτο το παράδοξον θαύμα βλέπων ο γεωργός όλος τρέμων από το θάμβος και εκπληττόμενος, έπεσε κατά γης και έχυνε θερμότατα δάκρυα, νομίζων εαυτόν ανάξιον της τοιαύτης Χάριτος. Ο δε Άγιος, εγείρας αυτόν, του έδωσε ψυχικήν και σωματικήν δύναμιν, λέγων προς αυτόν να μη δίδη εις ανθρώπους την δόξαν και την αίνεσιν, αλλ΄ εις τον Παντοδύναμον Θεόν. Τούτο το θαύμα δεν χρειάζεται να καλλωπίση κανείς με λόγους, διότι αφ΄ εαυτού του είναι μέγα και τεράστιον· αλλ΄ ακούσατε και έτερον όμοιον. Άνθρωπος τις ενάρετος, φίλος ακριβός του Αγίου, εμισείτο υπό κακοτρόπων τινών δια τας αρετάς και τας φιλοθέους πράξεις του· όθεν τον εσυκοφάντησαν, ότι δήθεν έπραξε κακόν μέγα, δια το οποίον τον απεφάσισεν ο έπαρχος αδίκως εις θάνατον. Τούτο μαθών ο Άγιος εκίνησε παρευθύς να υπάγη εις τον τόπον, εις τον οποίον τον είχον δέσμιον, να τον λυτρώση από τον θάνατον. Ήτο δε χειμών και η οδός διήρχετο από ποταμόν τινα, όστις ήτο από τας βροχάς πλημμυρισμένος και δεν είχε πέρασμα. Τότε ο Άγιος ενθυμούμενος τι εποίησεν ο Ιησούς του Ναυή εις τον Ιορδάνην και διέβησαν με την Κιβωτόν τόσον θαυμάσια (Ιησού Ναυή γ: 11-17), έχων δε πίστιν βεβαίαν, ότι ο αυτός Θεός, όστις ενήργησε τοιαύτα τεράστια, ηδύνατο να τελέση και έτερα όμοια, προστάσσει τον ποταμόν ως δούλον του, λέγων· «Στάσου, ο Δεσπότης των απάντων ορίζει να περάσω δια να λυτρώσω τον φίλον μου». Ούτως είπε και ευθύς ο λόγος έργον εγένετο και, ω εξαισίου τερατουργήματος! Εστάθη οπίσω το ρεύμα και έμεινεν ο τόπος κενός έως ου διήλθεν ο Άγιος και όσοι άλλοι ευρέθησαν, ούτως ώστε δεν έγινεν η πάρεργος αύτη υπόθεσις ολιγώτερον θαυμασία από την κυρίως υπόθεσιν δια την οποίαν μετέβαινεν ο Άγιος. Μάλιστα από τούτο κατωρθώθη και εκείνο ταχύτερον, διότι όσοι είδον τοιούτον φρικωδέστατον θέαμα, έδραμον εις την πόλιν πρότερον, κηρύττοντες μεγαλοφώνως το θαυματούργημα. Τούτο μαθών και ο έπαρχος εξεπλήττετο και ευλαβηθείς τον Άγιον ελευθερώνει τον φίλον του και χαρίζει τούτον εις αυτόν μετά χαράς αντιλαμβάνων παρά του Αγίου την ευλογίαν του. Ο δε Άγιος, λαβών αυτόν, έστρεψεν οπίσω χαίρων και αγαλλόμενος. Ουχί δε μόνον της θαυματουργίας την χάριν είχεν ο Άγιος, αλλά και το της προφητείας και προοράσεως και διοράσεως χάρισμα, γνωρίζων τα κρύφια μυστήρια και τας αμαρτίας εκάστου, τον οποίον έβλεπεν. Όθεν μετεχειρίζετο πάντα τρόπον έως ότου φέρη αυτόν εις μετάνοιαν, από δε το κάτωθεν θαύμα να πιστωθήτε την αλήθειαν. Ηγάπα ο Άγιος πάντοτε κατά πολλά την ταπείνωσιν, εταλαιπώρει δε εαυτόν και εις τα αναγκαία του σώματος και εξόχως είχε συνήθειαν να περιπατή πεζός, μη ιππεύων, ουδέποτε μιμούμενος τον Διδάσκαλον και Σωτήρα μας. Μίαν δε φοράν είχεν οδοιπορήσει επί πολύ και διαβαίνων από χωρίον τι κάθιδρως και κεκοπιακώς από το μάκρος της οδού επήγεν εις φίλον του, να λάβη άνεσιν, εκείνος δε τον υπεδέχθη αγαλλιώμενος, ξενίζων αυτόν και ετοιμάζων νιπτήρα να πλύνη χριστομομήτως τους πόδας του. Οι δε γείτονες, ακούσαντες ότι ο μέγας Σπυρίδων ήτο εκεί, έτρεχον όλοι και εφιλονείκουν τις να τον περιποιηθή περισσότερον. Γυνή δε τις αμαρτωλή επήγε να φιλήση τους πόδας του, αυτός δε γνωρίσας με την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος την απόκρυφον αμαρτίαν της γυναικός, της είπεν ηπίως και ταπεινώς, χωρίς να τον ακούση άλλος τις· «Μη μου εγγίσης, ω γύναι». Τούτο δε είπε, δια να την κάμη να έλθη εις μετάνοιαν και να μισήση την πονηράν εργασίαν, καθώς και ύστερον έγινε, διότι σπεύδουσαν περισσότερον να πλησιάση την ήλεγξεν εκφώνως ο Άγιος και φανερώς την αμαρτίαν αυτής κατωνόμασε. Τότε η γυνή εκείνη παρακινουμένη από τον της συνειδήσεως έλεγχον και εκπληττομένη εις τοιούτον θαυμάσιον, έκλινεν εις την γην την κεφαλήν μετά πολλής κατανύξεως και έπλυνε τους πόδας αυτού, ουχί δια ύδατος χλιαρού, αλλά μάλιστα δια δακρύων θερμών, εξομολογουμένη παρρησία το κεκρυμμένον αυτής ανόμημα. Καθώς δε αυτή εμιμήθη την πόρνην, ήτις έδραμεν εις τον Δεσπότην Χριστόν και πλύνουσα δια των δακρύων της τους αχράντους πόδας του Κυρίου, έλαβε των ανομημάτων την συγχώρησιν, ούτω και ο Άγιος μιμούμενος τον Χριστόν της είπε τα αυτά τα σωτήρια λόγια· «Θάρσει, θύγατερ· αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου» (Ματθ. θ: 2)· και· «Ίδε υγιής γέγονας, μηκέτι αμάρτανε» (Ιωάν. ε: 14). Ούτω λοιπόν εθεραπεύθη η ασθενής, όσοι δε άλλοι ήκουσαν την υπόθεσιν έλαβον παρ΄ αυτής παράδειγμα διορθώσεως. Αρκετός είναι ο λόγος έως εδώ και ήρκουν τα προρρηθέντα θαυμάσια να φανερώσουν την αρετήν του μεγάλου Σπυρίδωνος· αλλά δια να εννοήσητε ποίος ήτο εις την πίστιν και πόσον ζήλον είχε προς την ευσέβειαν, ακούσατε και το εφεξής. Όταν εβασίλευσεν ο Μέγας Κωνσταντίνος συνηθροίσθη η Αγία και περιώνυμος Α΄ Οικουμενική Σύνοδος των Τριακοσίων Δέκα και Οκτώ (318) Θεοφόρων Παυέρων, δια να καταδικάσουν την αίρεσιν του ασεβούς Αρείου, του λέγοντος κτίσμα τον Κτίστην και να δογματίσουν τον Υιόν του Θεού ομοούσιον του ανάρχου Πατρός. Ήσαν δε οι πρώτοι υπέρμαχοι της αιρέσεως, ο Νικομηδείας Ευσέβιος, ο Νικαίας Θέογνις και ο Χαλκηδόνος Μακάριος, οίτινες έχοντες αρχηγόν τον Άρειον, εφρόνουν κτιστόν τον αληθινόν Υιόν του Θεού οι ασύνετοι. Ω μανίας και λύσσης αμέτρου! Τα πονηρότατα κτίσματα εδογμάτιζον κτίσμα τον Κτίστην της κτίσεως. Οι δε της ευσεβείας υπέρμαχοι, οίτινες συνηθροίσθησαν δια να στερεώσουν την Ορθόδοξον Πίστιν και να καταδικάσουν την αντίχριστον πλάνην, ήσαν οι περισσότεροι, ήσαν δε άπαντες Πατέρες ενάρετοι και θαυμάσιοι, αι πράξεις και αρεταί των οποίων έλαμπον με την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος. Μεταξύ δε τούτων διεκρίνοντο ο μέγας εν Αγίοις Αλέξανδρος, όστις ήτο μεν τότε ακόμη Ιερομόναχος, αλλ΄ επείχε τον τόπον του μακαρίου Μητροφάνους Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, όστις ήτο κλινήρης και ο μέγας Αθανάσιος, Διάκονος τότε ακόμη ων, επέχων το τόπον του Πατριάρχου Αλεξανδρείας. Κατά τούτων εφθόνησάν τινες, διότι δεν είχον ακόμη το αξίωμα της Αρχιερωσύνης, όμως ούτοι ήσαν πρώτοι εις τας διαλέξεις. Πλησίον λοιπόν τοιούτων φωστήρων ήτο και ο ταπεινόφρων Σπυρίδων, του οποίου η αρετή και η θεία Χάρις, ήτις κατώκει εις αυτόν, επερίσσευσε την κοσμικήν σοφίαν των φιλοσόφων. Εις δε φιλόσοφος ήτο εις το λέγειν ικανώτερος των άλλων, διότι είχε μεγάλην ευγλωττίαν και μάθησιν και τόσον εβοήθει τον Άρειον με την πολλήν εμπειρίαν του, ώστε απεστόμωνε πολλούς και οι Ορθόδοξοι δεν ηδύνατο να αναπτύξουν εις βοήθειάν των συλλογισμόν τινα, τον οποίον να μη αντικρούση με την πολλήν του μάθησιν ο φιλόσοφος. Δια να φανή λοιπόν ότι η νίκη δεν είναι εις τα λόγια των ψευδοσυλλογισμών, αλλ΄ εις την αλήθειαν του Χριστού, δεν τον ενίκησεν άλλος τις από τους εγγραμμάτους Πατέρας, ειμή ο απλούς και αγράμματος Σπυρίδων, όστις δεν εγνώριζεν άλλο τι ειμή Ιησούν τον Εσταυρωμένον. Όταν λοιπόν είδε τον φιλόσοφον θερμαινόμενον πολύ από την διάλεξιν, να λέγη λοιδορίας κατά του Χριστού και άλλα λόγια βλάσφημα, επλησίασε και του λέγει ο Άγιος· «Έλα να ομιλήσης και μετ΄ εμού, φιλόσοφε». Τότε οι άλλοι Ορθόδοξοι, γνωρίζοντες την απλότητα αυτού, την απαιδευσίαν εις την Ελληνικήν γλώσσαν και την μικράν μάθησίν του, τον ημπόδιζον και δεν τον άφηνον να ομιλήση με τον φιλόσοφον. Ο δε Άγιος γνωρίζων πόσα περισσότερα δύναται να επιτύχη η άνωθεν σοφία από την ανθρωπίνην την καταργουμένην και άσοφον, δεν υπήκουσεν εις τούτο· όθεν είπε ταύτα προς τον φιλόσοφον· «Εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού δος και εις εμέ ολίγην ακρόασιν». Ο δε ρήτωρ του λέγει· «Ειπέ ει τι θέλεις». Τότε ο μέγας την αρετήν και απλούς την μάθησιν Σπυρίδων υπό του Παναγίου Πνεύματος εμφορούμενος και κρατών εις χείρας κεραμίδα, λέγει· «Εις είναι ο Θεός του ουρανού και της γης, ο των απάντων Δημιουργός. Ούτος έκαμε τας ουρανίους Δυνάμεις, έπλασε τον άνθρωπον και εποίησεν όλα τα φαινόμενα και τα αόρατα πράγματα. Με τούτου τον Λόγον και το Πνεύμα ηπλώθη ο ουρανός, παρήχθη η γη, συνήχθη η θάλασσα, ετάθη ο αήρ, εγεννήθησαν όλα τα ζώα και επλάσθη ο άνθρωπος, το μέγα τούτο κτίσμα και θαυμάσιον δημιούργημα. Όλα από τούτον έγιναν· αστέρες, φωστήρες, ημέρα, νύκτα και τα επίλοιπα. Τούτον τον Λόγον γνωρίζοντες ημείς, ότι είναι Υιός του Θεού αληθής, ομοούσιος με τον Πατέρα, πιστεύομεν ότι εγεννήθη από την Παρθένον, εσταυρώθη και ετάφη ως άνθρωπος και ως Θεός ανέστη συναναστήσας και ημάς, και χαρίζει ημίν άφθαρτον ζωήν και αϊδιον. Τούτον πιστεύομεν ακόμη Κριτήν του κόσμου, όστις μέλλει να έλθη δια να κρίνη τον κόσμον όλον, ημείς δε θέλομεν δώσει εις Αυτόν απολογίαν δι΄ όλα τα έργα, τους λόγους και τα ενθυμήματα ημών». «Τούτον γνωρίζομεν Ομοούσιον με τον Πατέρα, Σύνθρονον, Ομότιμον και Ομόδοξον. Η Αγία Τριάς όμως αν και είναι τρία Πρόσωπα και τρεις Υποστάσεις, Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα, όμως και τα τρία αυτά πρόσωπα είναι εις Θεός και μία Ουσία άρρητος και ακατάληπτος, την οποίαν ο νους του ανθρώπου δεν δύναται να χωρέση και να καταλάβη, δια το άπειρον της Θεότητος· διότι καθώς είναι αδύνατον να βάλης όλον το πέλαγος της θαλάσσης εις μικρότατον αγγείον, ούτω δεν είναι δυνατόν ανθρώπινος νους να χωρέση το άπειρον πέλαγος της ακαταλήπτου Θεότητος· και δια να πιστωθής την αλήθειαν, πρόσεχε εις τούτο το μικρόν και ευτελέστατον πράγμα, αν και δεν έπρεπε να παρομοιάσωμεν εκείνην την άκτιστον και υπερούσιον Φύσιν με κτιστόν και φθαρτόν δημιούργημα, όμως, επειδή οι οφθαλμοί είναι πιστότεροι των ώτων και πας ολιγόπιστος, όπως σεις, δεν πιστεύει εν ευκολία, εάν δεν ίδη με τους σωματικούς οφθαλμούς, δια τούτο θέλω σας αποδείξει οφθαλμοφανώς την αλήθειαν με την κεραμίδα ταύτην, ήτις είναι και αυτή και τρισύνθετος και μιας ουσίας και φύσεως». Αφού είπε ταύτα ο Άγιος, εποίησε το σημείον του Τιμίου Σταυρού με την δεξιάν, εκράτει δε με την αριστεράν την κεραμίδα και λέγει· «Εις το όνομα του Πατρός», και ευθύς, ω των θαυμασίων σου, Χριστέ βασιλεύς! το πυρ εκ του οποίου ήτο εψημένη η κεραμίς, ανέβη προς τα άνω· λέγει είτα «και του Υιού», και ευθύς το ύδωρ δι΄ ου επλάσθη αύτη έρρευσε προς τα κάτω· λέγει πάλιν· «και του Αγίου Πνεύματος», και ανοίξας την χείρα του, είχε μείνει εν αυτή μόνον το χώμα εξ ου κατεσκευάσθη αύτη. Το θαύμα τούτο βλέποντες άπαντες εξέστησαν και μάλιστα ο φιλόσοφος, ο οποίος την μεν ακοήν επλήγη, την δε ψυχήν εξεπλάγη και η φωνή του εχάθη. Μετά δε ώραν ικανήν απεκρίνατο· «Όσα είπες, Άγιε άνθρωπε, τα δέχομαι όλα και τα ομολογώ». Ο δε Άγιος του λέγει· «Επειδή λοιπόν ομολογείς με τον λόγον, έλα να δείξης και με το έργον, ότι πράγματι γνωρίζεις ποίος είναι ο Θεός όστις εποίησε τα πάντα· ας υπάγωμεν εις την Εκκλησίαν να λάβης το σημείον της Ορθοδόξου Πίστεως».Τότε ο φιλόσοφος, επιστρέψας ευθύς προς ακριβή θεοσέβειαν, είπε προς τους παρεστώτας και τους μαθητάς αυτού ταύτα· «Ω άνδρες, έως ου ο αγών περιωρίζετο εις λόγους μόνον, αντέλεγον και εγώ με την τέχνην της έξω σοφίας· αλλ΄ εφ΄ όσον όχι πλέον λόγοι, αλλά θεία τις Δύναμις και θαυματουργία ηγέρθη εναντίον μου και μου απέδειξε με την απλότητα των λόγων του Αγίου τούτου ανδρός την άρρητον αυτής Δύναμιν, ομολογώ ότι ενικήθην. Δεν εντρέπομαι δε να είπω τούτο, αλλά συμβουλεύω και σας να μισήσητε την απιστίαν εξ όλης καρδίας σας, και πιστεύοντες εις τον Χριστόν, να ακολουθήσητε εις την Πίστιν του Αγίου τούτου γέροντος, του οποίου η μεν γλώσσα είναι ανθρωπίνη, τα δε λόγια αγγελικά και ουράνια». Πόσην αισχύνην νομίζετε, ω ακροαταί, να έλαβον εκ των λόγων τούτων οι Αρειανοί και πόσην τιμήν και χαράν οι νικήσαντες Ορθόδοξοι; Τοσαύτη ήτο η νίκη των Ορθοδόξων, ώστε δεν έμειναν εις την αρειανήν πανωλεθρίαν ειμή μόνον εξ, οι δε λοιποί άπαντες επέστρεψαν εις την Ορθοδοξίαν, γνωρίσαντες την αλήθειαν. Ούτω λοιπόν εκυρώθη η απόφασις της Συνόδου και έμειναν οι αιρετικοί καταφρονεμένοι, οι δε ευσεβείς αγαλλόμενοι και έκθαμβοι από την θαυματουργίαν του απλουστάτου Σπυρίδωνος. Ευχαριστούντες όθεν τον Σωτήρα Κύριον, είχον τον Άγιον εις μεγάλην ευλάβειαν, όχι μόνον ο κοινός λαός και οι Αρχιερείς, αλλά και αυτός ο βασιλεύς τον εθαύμασε και τον ετίμησεν ικανώς, τον παρεκάλει δε να δέεται υπέρ αυτού πάντοτε εις τον Θεόν. Αφού δε ετελειώθη η Σύνοδος τον προέπεμψε κατευόδιον εις τον τόπον του. Ελθών εις την Κύπρον ο Άγιος, εύρεν αποθαμμένην την θυγατέρα του Ειρήνην, η οποία δεν είχε γνωρίσει άνδρα, αλλ΄ είχε φυλάξει την παρθενίαν της άσπιλον, δια να την προσφέρη εις τον ουράνιον Νυμφίον Χριστόν. Υπέμεινε δε ο Άγιος την θλίψιν καρτερικώς ως φρόνιμος, μετ΄ ολίγας δε ημέρας έρχεται γυνή τις δακρυρροούσα, και του λέγει, ότι έδωσε παρακαταθήκην τινά εις την θυγατέρα του, ήτοι χρυσούν κόσμημα πολύτιμον, να της το φυλάξη. Μετά ταύτα εκοιμήθη και δεν επρόφθασε να της το ζητήση. Ο δε Άγιος ερευνήσας όλον τον οίκον επιμελώς και μη ευρίσκων το ζητούμενον, επήγεν εις τον τάφον της θυγατρός του, ακολουθούντων και ετέρων τινών, και ομιλήσας προς αυτήν ως να ήτο ζώσα την ηρώτησε λέγων· «Ειρήνη τέκνον μου, που άβαλες το χρυσούν κόσμημα της γυναικός»; Η δε νεκρά με ζώσαν φωνήν απεκρίνατο· «Εις τον δείνα τόπον το έχω φυλαγμένον, Πάτερ μου». Έφριξαν τότε πάντες οι ακούσαντες εις το παράδοξον τερατούργημα. Ο δε Άγιος, ως να ήτο ζωής και θανάτου κύριος, είπε πάλιν προς αυτήν· «Κοιμήθητι, τέκνον, έως να σε αναστήση ο Κύριος εις την κοινήν ανάστασιν». Είτα πορευθείς εις τον τόπον, τον οποίον του υπέδειξεν η θυγάτηρ του, εύρε το χρυσίον, και ούτως έλαβε πίστωσιν περισσοτέραν το θαυμάσιον. Δια να μη απομείνει άμοιρος της χάριτος του Αγίου η Αντιόχεια, ακούσατε τι ο Θεός ωκονόμησε. Μετά την κοίμησιν του Μεγάλου Κωνσταντίνου, διεμοίρασαν οι υιοί αυτού το Βασίλειον, και επήρε τα μέρη της Ανατολής ο Κωνστάντιος. Ευρισκόμενος δε ούτος εις την Αντιόχειαν, περιέπεσεν εις δεινήν ασθένειαν και δεν ηδύνατο ουδείς ιατρός να τον θεραπεύση, ειμή μόνον ο μέγας και Παντοδύναμος Θεός, όστις ιατρεύει τας ψυχάς και τα σώματα, προς τον οποίον ηύχετο καθ΄ εκάστην και ο βασιλεύς δεόμενος μετά πολλής ευλαβείας και ταπεινότητος. Νύκτα δε τινα βλέπει εις το όραμά του Άγγελον Κυρίου, και του δεικνύει χορόν Επισκόπων, εις το μέσον του οποίου ίσταντο δύο, ως προστάται και αρχηγοί των άλλων, και του λέγει· «Βλέπεις εκείνους τους δύο Επισκόπους, ω βασιλεύς; αυτοί μόνον δύνανται να σε θεραπεύσουν». Εγερθείς του ύπνου διελογίζετο τίνες να ήσαν εκείνοι, τους οποίους του έδειξεν ο Άγγελος· αλλά να εννοήση ουδόλως ηδύνατο, διότι ούτε όνομα των ανδρών του είπεν, ούτε πατρίδα. Έστειλε λοιπόν πρόσταγμα να συναχθούν εις το παλάτιόν του όλοι της επαρχίας του οι Επίσκοποι, δια να εύρη τους οραθέντας. Τούτου γενομένου, συνήχθησαν Επίσκοποι ικανοί, αλλά δεν είδε μεταξύ αυτών τον ποθούμενον. Όθεν στέλλει και εις την Κύπρον γράμματα να έλθωσι και αυτής οι Επίσκοποι. Τότε ο μέγας Σπυρίδων, υποτασσόμενος εις το βασιλικόν πρόσταγμα, επήγεν ευθύς συνοδευόμενος από φίλον του τινά, ενάρετον και άγιον άνθρωπον, Τριφύλλιον το όνομα, όστις δεν ήτο ακόμη τότε Επίσκοπος, αλλ΄ ο Άγγελος του έδειξεν ούτω του βασιλέως, διότι ήτο εψηφισμένος από την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος. Απήλθον λοιπόν και οι δύο εις τα βασίλεια, ενδεδυμένοι ταπεινά, καθώς ήσαν και εις την γνώμην και εις το φρόνημα. Όταν δε εισήλθον εις το παλάτιον, ιδών αυτούς ούτως ευτελείς υπηρέτης τις αυθάδης και πολύ αναίσχυντος, του εφάνησαν ανάξιοι να υπάγουν εις τον βασιλέα τοιούτοι άνθρωποι και διώκων αυτούς, έδωκε ράπισμα του ευλογημένου Σπυρίδωνος, όστις, ως γενναία ψυχή όπου ήτο και έτοιμος να πάθη και περισσότερα δι΄ αγάπην του Διδασκάλου του, έκαμεν εκείνο, το οποίον αυτός ο Χριστός παραγγέλλει εις το ιερόν Ευαγγέλιον, στρέφει δηλαδή και το άλλο μέρος του προσώπου του δια να του δώση και δεύτερον ράπισμα. Αυτή η μεγάλη ταπείνωσις συνεκλόνισεν εκείνον τον άφρονα, μάλιστα δε ακούσας ότι ήτο Αρχιερεύς προσέπεσεν εις τους πόδας αυτού και εδέετο μετά δακρύων να του δώση συγχώρησιν. Τότε ο Άγιος τον συνεχώρησε παρευθύς, μιμούμενος την μακροθυμίαν του Σωτήρος, και με λόγους ψυχωφελείς τον ενουθέτησε να μη είναι πλέον τόσον αυθάδης και υβριστής προς τους ξένους ανθρώπους και μάλιστα τους εκκλησιαστικούς. Ακολούθως ανέβησαν εις το παλάτιον και εισήλθον εις την αίθουσαν του θρόνου. Βλέπων δε ο Τριφύλλιος τόσον ωραία και πλούσια πράγματα, εθαύμαζε, διότι δεν τα είχεν ίδει άλλην φοράν.Ήτο δε τότε νέος την ηλικίαν ο Τριφύλλιος και ιδών τον βασιλέα με φοβερόν και περίδοξον σχήμα, επί του θρόνου καθεζόμενον, εξεπλήττετο. Ο δε Άγιος εγνώρισε τους διαλογισμούς του Τριφυλλίου και του λέγει· «Τι θαυμάζεις; Μηπως αυτός είναι θαυμασιώτερος από τους άλλους ανθρώπους ή δικαιότερος, επειδή έχει τοσαύτην κενοδοξίαν και ματαιότητα; Δεν αποθνήσκει και αυτός αύριον ως ο ευτελής και άδοξος πένης; Μήπως δεν θα τον βάλουν και αυτόν εις τον τάφον να σαπηθή; Ή μήπως και εις το φοβερόν Δικαστήριον δεν θα παρασταθή με τρόπον αδέκαστον; Διατί τιμάς τα φθαρτά και τα ρέοντα ως εστώτα και δεν στοχάζεσαι εκείνην την δόξαν την επουράνιον»; Ενώδε ούτως αυτοί συνωμίλουν, τους εκύτταζεν από τον θρόνον ο βασιλεύς και βλέπων ότι το σχήμα του Αγίου ωμοίαζε μετά του υπ΄ αυτού οραθέντος και εις την στολήν και εις την ράβδον και εις τα επίλοιπα, τον εγνώρισεν· αλλά τον Τριφύλλιον δεν ηδύνατο να τον γνωρίση, διότι δεν ήτο καθώς τον είδεν εις την όρασιν. Τότε από την χαράν λησμονήσας την ασθένειαν και το της αλουργίδος αξίωμα, τρέχει προς τον μέγαν Σπυρίδωνα με πολλήν ταπείνωσιν και ευτέλειαν, δεικνύων δια του έργου πόσον μεγάλη διαφορά υπάρχει μεταξύ ενός προσκαίρου βασιλέως και ενός δούλου του Επουρανίου και Αιωνίου Παντάνακτος και υποκλίνας την κεφαλήν εζήτει την ευχήν του Αγίου μετά δακρύων, ως να ήτο αύτη κανέν ισχυρότατον φάρμακον, το οποίον ηδύνατο ευκόλως να θεραπεύση το πάθος του. Πράγματι, ευθύς ως ήγγισεν η χειρ του Αγίου εις την βασιλικήν κεφαλήν (ω της οξυτάτης ιατρείας!) έφυγεν η ασθένεια και έλαβεν ο βασιλεύς την ποθουμένην ίασιν. Τις να διηγηθή την χαράν και αγαλλίασιν, η οποία έγινε την ημέραν εκείνην εις τα βασίλεια; Μεγάλην εορτήν και χαρμόσυνον πανήγυριν ήγειραν, έχοντες όλοι εις τα χείλη των τον Σπυρίδωνα. Αυτός ηκούετο πανταχού, αυτόν έβλεπον όλοι και αυτός ήτο από όλους το τιμώμενον πρόσωπον. Τι όθεν εγένετο; Εθεράπευσε μήπως το σώμα μόνον του βασιλέως ο καλός ιατρός και αφήκε την ψυχήν αθεράπευτον; Όχι· αλλά και εις αυτήν έδωκε τα αρμόδια φάρμακα, λέγων τα εξής ψυχωφελέστατα λόγια· «Ενθυμού πάντοτε, ω βασιλεύ, την ευεργεσίαν, την οποίαν σου έκαμεν ο Θεός ο πανάγαθος και ας είσαι συμπαθής εις τους πταίοντας και εις τους πτωχούς ευεργετικός και φιλόδωρος. Προς όσους είναι υστερημένοι από τα χρειαζόμενα πράγματα, άνοιγε τα σπλάγχνα και την χείρα φιλανθρωπότατα και απλώς όσον υπερβαίνειςτους άλλους εις την αξίαν, τόσον πρέπει να είσαι και εις την αρετήν υψηλότερος, διότι, εάν δεν είσαι τοιούτος, δεν λογίζεσαι βασιλεύς, αλλά άθλιος τύραννος. Μεταξύ δε των άλλων φύλαττε ακριβώς την ευσέβειαν και μη δεχθής παραμικρόν τι δόγμα, το οποίον να μη δέχεται η Αγία Εκκλησία μας». Ο μεν λοιπόν Άγιος είπε ταύτα· ο δε βασιλεύς, θέλων να του ανταμείψη την χάριν, του έδιδε πολύ χρυσίον, αλλ΄ αυτός δεν το εδέχθη ουδόλως, λέγων· «Δεν είναι πρέπον, ω βασιλεύς, να με ανταμείψης με μισητήν φιλίαν. Φαίνεται εις σε εύλογον να διαπλεύσω τοσούτον πέλαγος, να υπομείνω την δριμύτητα του χειμώνος και των ανέμων την αγριότητα, δια να λάβω χρυσίον εις πληρωμήν, το οποίον είναι πάντων των κακών η αιτία και πάσης δικαιοσύνης απώλεια»; Αλλ΄ όσον εκείνος επροφασίζετο, τόσον ο βασιλεύς εδέετο βιαιότερον, παρακαλών αυτόν να το δεχθή, διότι εθεώρει μεγάλην δι΄ αυτόν αισχύνην να λάβη τοιαύτην ευεργεσίαν και να μη δώση ουδεμίαν ανταμοιβήν. Όθεν ηναγκάσθη ο Άγιος να λάβη βιαίως το χρυσίον, πριν όμως εξέλθη από την χώραν το διεμοίρασεν όλον εις τους πένητας, διδάσκων με την πράξιν πως πρέπει να υπολογίζουν τον χρυσόν όσοι ποθήσωσι τον Χριστόν· διότι όστις επιθυμεί χρήματα, είναι αυτοθέλητος αιχμάλωτος αυτών. Τούτο μαθών ο βασιλεύς τον ηυλαβήθη ακόμη περισσότερον, ενθυμούμενος δε τας νουθεσίας του πάντοτε έκαμνε πολλήν φιλανθρωπίαν εις ξένους και πένητας, χήρας και ορφανά ηυσπλαγχνίζετο και πάντας τους ενδεείς πλουσιοπαρόχως ηλέει· αλλά και δια τους Κληρικούς όλους εκ της αγάπης του Σπυρίδωνος ενομοθέτησε πρώτος αυτός από όλους τους βασιλείς, να μη πληρώνουν φόρον τινά, κρίνων άπρεπον να πληρώνουν οι υπηρέται και αντιπρόσωποι του επουρανίου Βασιλέως φόρους εις τον επίγειον και θνητόν άνακτα. Αφού ανεχώρησεν ο Άγιος από τα βασίλεια, τον επήρε φιλόχριστος τις να τον φιλοξενήση εις την οικίαν του· εκεί ήλθε γυνή τις βάρβαρος, μη γνωρίζουσα να ομιλήση ελληνικά, βαστάζουσα βρέφος αποθαμμένον εις τας αγκάλας της και το θέτει εις τους πόδας του Αγίου, δεομένη με νεύμα και σχήματα και άμετρα δάκρυα να το αναστήση. Την ελυπήθη λοιπόν ο Άγιος, επόνεσε τα σπλάγχνα ως συμπαθέστατος και εβούλετο να κάμη προς Θεόν δέησιν· αλλά πάλιν του εφαίνετο τόλμη μεγάλη να ζητήση από τον Δεσπότην Χριστόν τοιούτον χάρισμα. Συνεβουλεύθη όθεν τον Διάκονόν του Αρτεμίδωρον, άνθρωπον ευλαβή και ενάρετον, τι να πράξη. Ο δε απεκρίνατο· «Επειδή ο ελεήμων Θεός επακούει τας προσευχάς σου, καθώς πολλάκις εγνωρίσθη, δεήσου της ευσπλαγχνίας του να αναζωώση και τούτο τα βρέφος· τον βασιλέα ιάτρευσας και τους πτωχούς ν΄ αφήσης παραπονουμένους»; Πείθεται εις την καλήν συμβουλήν ο Άγιος, κλίνει τα γόνατα, καταβρέχει την γην με δάκρυα και δέεται του ευσπλάγχνου Ιατρού μετά πίστεως να αναστήση τον παίδα της ταλαιπώρου μητρός και να την δείξη «επί τέκνω ευφραινομένην» (Ψαλμ. ριβ: 9). Ούτω λοιπόν ο Άγιος προσηύξατο· ο δε παντοδύναμος Θεός, ο αναστήσας ποτέ δια Ηλιού τον παίδα Σαραφθίας της Σωμανίτιδος, αυτός πάλιν και του Σπυρίδωνος ήκουσε και ηγέρθη θαυμασίως το πρώην νεκρόν παιδίον και κλαυθμηρίζον εζήτει την τροφόν και μητέρα του. Μέγας ει, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου! Ως είδεν η γυνή ζων το ηγαπημένον τέκνον της, από την υπερβολήν του πράγματος και την άμετρον χαράν της εξέψυχε. Παρακάλεσε λοιπόν πάλιν τον μέγαν Σπυρίδωνα ο Αρτεμίδωρος να μη τους αφήση λυπημένους, αλλά καθώς έδωκεν εις την μητέρα το βρέφος, ούτω να δώση και εις το τέκνον την μητέρα του ζώσαν. Πείθεται ο Άγιος και ανυψώσας τους οφθαλμούς προς ουρανόν, εδεήθη πάλιν εις Εκείνον, όστις ζωοποιεί τους νεκρούς και κυβερνά τον κόσμον όλον με την σοφίαν του· είτα στρέφει προς την νεκράν και λέγει· «Εν ονόματι του Κυρίου ανάστηθι». Η δε ευθύς ηγέρθη ως από ύπνου και λαμβάνει το βρέφος εις τας αγκάλας της. Τούτου γενομένου, παρήγγειλεν εις την γυναίκα και εις τον Διάκονον να μη φανερώσουν εις ουδένα το θαυμάσιον. Αλλ΄ ο Διάκονος, εν όσω μεν έζη ο Άγιος, δεν το είπεν· αφού όμως εκοιμήθη, το εδημοσίευσε πανταχού, κρίνων ζημίαν των φιλοθέων να σιωπήση το τοιούτον τεράστιον. Αφού επέστρεψεν από την Αντιόχειαν εις την Κύπρον ο Άγιος και έφθασε Χάριτι Θεού κατευόδιον εις τον οίκον του, επήγεν άνθρωπος τις εις αυτόν να αγοράση αίγας, αφού δε συνεφώνησαν την τιμήν εκάστης αιγός, είπεν ο Άγιος εις τον αγοραστήν να βάλη εις εν μέρος τα χρήματα δι΄ όσας αίγας θα αγοράση και ούτω να τας λάβη. Αυτός δε βλέπων ότι από την απλότητά του ούτε καν εμέτρησε τα αργύρια, εκράτησε την αξίαν μιας αιγός και επλήρωσε τας άλλας. Ο Άγιος όμως, ως προορατικός, εγνώρισε τον δόλον, αλλά δεν είπε τίποτε, όταν δε επήγαν εις την μάνδραν, είπε προς αυτόν· «Είσελθε, τέκνον, και λάβε όσας επλήρωσας». Εκείνος όμως, ως φιλάργυρος, έλαβε και μίαν επί πλέον απλήρωτον, όταν δε απεμακρύνθη ολίγον, επέστρεψεν η αίξ, ως να είχε γνώσιν ότι ήτο απλήρωτος και εισήλθεν εις την μάνδραν και ούτως εποίησε τρις. Ο δε αδικητής εκείνος, βλέπων ότι αύτη δεν τον ηκολούθει, την εσήκωσεν εις τον ώμον του. Η δε πάλιν αντεμάχετο και εφώναζεν ελέγχουσα τον πλεονέκτην, ηγωνίζετο δε να φύγη από τας χείρας του και τον εκτύπα με τα κέρατα, ώστε εθαύμαζον οι παρεστώτες. Ο δε Άγιος είπε προς αυτόν· «Τέκνον, μήπως και ελησμόνησες να την πληρώσης και δια τούτο δεν έρχεται»; Τότε ωμολογήσας την αλήθειαν, εζήτησε συγχώρησιν και αφού την επλήρωσεν, εξήλθεν εκείνη μόνη από την μάνδραν και τον ηκολούθει. Εις την αυτήν νήσον και εις απόστασιν τριάκοντα σταδίων (5.550μ. περίπου) από της Μητροπόλεως Κωνσταντίας, είναι χωρίον Ερυθρά καλούμενον. Εις τούτο απήλθε ποτέ ο Άγιος δια τινα υπόθεσιν και εισελθών εις την Εκκλησίαν προσέταξε τον Διάκονον του χωρίου να είπη τον εσπερινόν σύντομα, διότι ήτο από την οδοιπορίαν κατάκοπος και ήθελε να αναπαυθή. Ο Διάκονος όμως έψαλλεν αργά το «Κύριε, εκέκραξα», δια να τον επαινέσουν. Τότε ο Άγιος βαρυνθείς, του λέγει αυστηρά· «σιώπα»· ευθύς δε εχάθη η φωνή του και έμεινε βωβός και άφωνος ο προ μικρού υψίφωνος και μεγαλόφωνος. Όθεν ετελείωσε τον Εσπερινόν μόνος ο Άγιος. Τούτο μαθόντες άπαντες οι κάτοικοι του χωρίου εκείνου συνήχθησαν όλοι, αφ΄ ενός μεν δια να ίδωσι τον Άγιον, αφ΄ ετέρου δε δια να τον παρακαλέσουν να ευσπλαγχνισθή τον Διάκονον, εξόχως μάλιστα οι συγγενείς του εδέοντο να τον συγχωρήση. Ο δε Άγιος προσευχηθείς του επανέφερε μεν την φωνήν όχι όμως και τόσον εύλαλον ως το πρότερον, αλλ΄ ολίγον βραχείαν, τούτο δε έπραξεν εις ψυχικήν θεραπείαν του και δια να μη υπερηφανεύηται. Άλλοτε πάλιν εισήλθεν ο Άγιος εις την Εκκλησίαν να ψάλη Εσπερινόν και σταθείς φαιδρός εις το θυσιαστήριον εφημέρευεν· αλλ΄ άνθρωποι δεν ήσαν εκεί να αποκριθώσιν, ειμή μόνον Διάκονος τις, όστις ήναπτε τας κανδήλας και ο οποίος ήκουε φωνή άνωθεν αοράτως, ως μυριάδων ανθρώπων, αποκρινομένην και λέγουσαν· «Και τω Πνεύματί σου», ήτο δε η φωνή αυτή τόσον γλυκυτάτη και εναρμόνιος, ώστε δεν ωμοίαζεν ουδόλως με ανθρωπίνην. Καθώς δε ετελείωνεν ο Διάκονος την ευχήν με φόβον και έκστασιν, ήκουε πάλιν, ω του θαύματος! το «Κύριε, ελέησον» θεσπεσίως επαδόμενον. Η δε φωνή αυτή ηκούσθη και έξω της Εκκλησίας· όθεν οι πλησίον εκεί κατοικούντες, ακούοντες την μελωδικήν αυτήν βοήν, έδραμον εις τον Ναόν και εισελθόντες εις αυτόν εύρον τον Αρχιερέα μόνον και ολιγοστούς άλλους, οίτινες ομοίως έλεγον ότι ήκουον μεν φωνήν έμμουσον πλήρη αγαλλιάσεως θειοτάτης, αλλ΄ ουδένα έβλεπον. Θαυμάσαντες λοιπόν όλοι εδόξαζον τον Θεόν, όστις δοξάζει τους δούλους του. Άλλοτε έψαλλε τον Εσπερινόν, εις δε το μέσον αυτού εκάη το έλαιον του λύχνου και έμελλε να σβύση· όθεν ίστατο με λύπην ο Άγιος και έβλεπε τον λύχνον. Ευθύς τότε από αόρατον δύναμιν εξεχείλισεν ούτος από έλαιον, το οποίον εχύνετο κατά γης, έβαλον δε οι υπηρέται κάτωθεν αυτού αγγεία πολλά, τα οποία εγέμισαν. Καιρόν τινα επήγεν ο Άγιος εις χώραν καλουμένην Κυρήνην με τον μαθητήν του Τριφύλλιον, όστις ήτο τότε χειροτονημένος Επίσκοπος. Ενώ δε διέβαινον από τόπον ωραιότατον, Παρτύμνην λεγόμενον, βλέπων ο Τριφύλλιος την ωραιότητα και την τερπνότητα αυτού, επεθύμησε να αποκτήση και αυτός εκεί περιβόλιον και να το αφιερώση εις την Επισκοπήν του. Και μόνον όμως ότι διελογίσθη τούτο απλώς, χωρίς να είπη τίποτε δια στόματος, εγνώρισεν ο Άγιος τον διαλογισμόν του και του λέγει· «Διατί βάλλεις εις την καρδίαν σου κενά και μάταια πράγματα και επιποθείς δένδρα και χωράφια, τα οποία φαίνονται μόνον ότι είναι αληθινά, πλην όμως δεν έχουν τίποτε άλλο εκτός από το όνομα; Ημείς έχομεν εις τους ουρανούς αγαθά πανευφρόσυνα, άφθαρτα και αιώνια και οικίαν αχειροποίητον· αυτά να επιποθής, Τριφύλλιε, και με εκείνων την ελπίδα να χαίρης και προ της ώρας, διότι εκείνα δεν μεταβιβάζονται από του ενός εις τον άλλον, αλλ΄ όστις αξιωθή άπαξ να τα απολαύση, είναι παντοτεινός κύριος αυτών». Ταύτα ακούσας ο Τριφύλλιος και μεταμεληθείς, εζήτησε συγχώρησιν, διήλθε δε τόσον ενάρετον βίον ο μακάριος, ώστε έγινε σκεύος εκλογής, κατά τον θείον Παύλον, και ηξιώθη πολλών χαρισμάτων. Γυνή τις ονόματι Σωφρονία, εις την πίστιν ευσεβής, έχουσα άνδρα ειδωλολάτρην, επήγαινεν εις τον Άγιον πολλάκις και τον παρεκάλει να λυτρώση από της απιστίας τον άνδρα της, ο οποίος είχε και πολλήν ευλάβειαν προς τον Άγιον και πολλάκις συνωμίλουν μεταξύ των φιλικώς, διότι ηγωνίζετο ο Άγιος να τον ελκύση. Καθώς λοιπόν έτρωγον ομού ημέραν τινά εις την Επισκοπήν, είπε ταύτα προς τον υπηρέτην αυτού ο Άγιος· «Γνώριζε, τέκνον, ότι ο βοσκός μας απεκοιμήθη και έχασε τα πρόβατα, αφού δε εξύπνησεν, τα εζήτησεν εις τόπον πολύν, αλλά δεν ηδυνήθη να τα εύρη· όθεν λυπηθείς δι΄ αυτό, μας έστειλεν είδησιν και τώρα έφθασεν εις την θύραν ο απεσταλμένος. Ύπαγε λοιπόν και ειπέ του ότι τα εύρεν όλα ο βοσκός εις το δείνα σπήλαιον και ας μη στενοχωρείται». Αφού λοιπόν είπε ταύτα ο υπηρέτης εις τον απεσταλμένον, ο οποίος, πράγματι, είχε φθάσει εις την θύραν, έμεινεν εκείνος εν αναμονή και εις ολίγον διάστημα έφθασε και έτερος απεσταλμένος, όστις είπε όσα προηγουμένως προείπεν ο Άγιος, ότι δηλαδή ευρέθησαν εις το σπήλαιον τα χαμένα πρόβατα. Ταύτα ακούσας ο ειδωλολάτρης εξέστη και ήθελε να προσφέρη θυσίαν προς τον Άγιον, αλλ΄ ο Άγιος ημπόδισεν αυτόν λέγων· «Εγώ δεν είμαι Θεός, αλλά δούλος του Θεού ομοιοπαθής με σε, αλλά διότι προσκυνώ τον αληθή Θεόν, μου δίδει τοιαύτα χαρίσματα· εάν λοιπόν ομολογήσης και συ Αυτόν Θεόν αληθινόν, τότε θέλεις γνωρίσει το κράτος Αυτού και την άμαχον δύναμιν». Με τοιαύτα λόγια και έργα θαυμάσια έκαμεν η φιλόχριστος εκείνη ψυχή τον ειδωλολάτρην να έλθη προς την ευσέβειαν και ενεδύθη τον Χριστόν δια του Αγίου Βαπτίσματος.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Συνέχεια του Βίου του Αγίου Σπυρίδωνος

Δημοσίευση από silver »

Είχε δε ο Άγιος και αιγοπρόβατα, καθώς είπομεν, δια τας ανάγκας των πτωχών της Επισκοπής, νύκτα δε τινα επήγαν κλέπται να τα κλέψωσιν· αλλ΄ ο πανάγαθος Κύριος, ως επιμελητής του Ποιμένος, είχε και την μέριμναν των προβάτων. Μόλις λοιπόν εισήλθον οι κλέπται εις την αυλήν, εις την οποίαν ήσαν τα πρόβατα, ευθύς εδέθησαν αοράτως χείρας και πόδας με δεσμά και αλύσεις· όθεν μη δυνάμενοι να σαλεύσουν, έστεκον ούτως όλην την νύκτα, έχοντες οπίσω τας χείρας δεδεμένας ως κατάδικοι. Ιδών δε αυτούς το πρωϊ ο Άγιος εις τούτο το σχήμα, τους ελυπήθη και ποιήσας δέησιν δι΄ αυτούς, τους ελύτρωσεν από τα δεσμά και τους λέγει· «Τέκνα μου, μη κάμνετε πλέον ούτως, ίνα μη κολασθήτε, αλλά κερδίζετε την ζωοτροφίαν σας με τον κόπον σας». Έπειτα τους έδωκε δωρεάν και δύο κριούς με ιλαρόν πρόσωπον, δια τον κόπον της αθελήτου εκείνης αγρυπνίας των. Τον καιρόν εκείνον ηθέλησεν ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας να κάμη Σύνοδον, να συναχθούν οι Αρχιερείς όλοι της επαρχίας του και να κάμουν προς τον Θεόν κοινήν δέησιν, δια να συντριβούν όσα είδωλα ευρίσκοντο ακόμη εις διαφόρους τόπους, διότι είχε πολύν πόθον να τα αφανίση τελείως ως ζηλωτής της ευσεβείας θερμότατος. Ήλθον λοιπόν άπαντες οι Επίσκοποι και άλλοι ενάρετοι άνθρωποι και γενομένης κοινής προσευχής, επήκουσεν ο ευεργέτης Θεός των δούλων αυτού και πίπτοντα άπαντα κατά γης συνετρίβησαν και έγιναν κόνις, ένα δε μόνον έμεινεν εις τον τόπον του. Λοιπόν και πάλιν έκαμαν δι΄ αυτό και κοινήν παράκλησιν και ξεχωριστά έκαστος, αλλά το μιαρώτατον εκείνο δεν έπεσε. Τούτο δε όλον έγινεν οικονομικώς, δια να δοξάση τον δούλον αυτού ο Κύριος και να φανερώση εις πολλούς εκείνο, το οποίον δεν εγνώριζον, τουτέστιν οποίος ήτο ο μέγας Σπυρίδων και οποίαν δύναμιν εκέκτητο η δέησίς του. Όθεν την νύκτα εκείνην είδεν ο Πατριάρχης καθ΄ ύπνους Άγγελον Κυρίου και του λέγει· «Μη λυπείσαι δια το είδωλον, το οποίον δεν έπεσε, διότι ούτως είναι το θέλημα του Κυρίου, έως να έλθη από την Κύπρον ο μέγας Σπυρίδων, ο Τριμυθούντος Επίσκοπος, και προσκάλεσον αυτόν τάχιστα». Ταύτα ακούσας ι Πατριάρχης εχάρη λίαν και έστειλε πλοίον και γράμματα παρευθύς, γράφων την αιτίαν και την οπτασίαν, την οποίαν είδε, παρακαλών όπως έλθη χωρίς πρόφασιν τινά ο Άγιος. Λαβών ο Άγιος τα γράμματα του Πατριάρχου ως υπήκοος δεν ημέλησεν, αλλ΄ εκίνησε παρευθύς και φθάνων εις τον λιμένα της Αλεξανδρείας, τον οποίον λέγουσι νέαν Πόλιν, εξήλθεν από το πλοίον να υπάγη εις το Πατριαρχείον, κατά διάνοιαν προσευχόμενος και ευθύς ως ήγγισεν εις την γην οι πόδες του, το είδωλον εκείνο, το οποίον ανθίστατο πρότερον και δεν έπιπτε με τας ευχάς τόσων Αρχιερέων, εκρημνίσθη, ω του θαύματος! την ώραν εκείνην και έγινε χώμα λεπτότατον. Τούτο ιδών ο Πατριάρχης εγνώρισε τον ερχομόν του Αγίου και λέγει εις τους παρεστώτας· «Να είσθε βέβαιοι, ότι ήλθεν ο μέγας Σπυρίδων και δα τούτο κατεκρημνίσθη το είδωλον». Τότε οι Αρχιερείς και ο λαός όλος εξήλθον μετ΄ ευλαβείας και προϋπήντησαν εντίμως τον Άγιον, καθώς έπρεπε. Τούτο το μέγα θαυμάσιον εκηρύχθη πανταχού και έλαβον όλοι πολλήν αγαλλίασιν και όχι μόνον οι Ορθόδοξοι εις την πίστιν εστερεώθησαν, αλλά και πολλοί Έλληνες εβαπτίσθησαν. Τα θαύματα δε ταύτα του Αγίου όχι μόνον με λόγους απλούς αδημοσιεύθησαν, αλλά και δι΄ εικόνων ιστορήθησαν, όπως δια της εικόνος εκείνης της αψίδος, της μεταξύ του αρχοντικού λεγομένου πυλώνος και του Ναού ισταμένης, εν τη πόλει της Τριμυθούντος. Εις τον Ναόν αυτόν εφημέρευε ζων ο Άγιος και υπό την αψίδα εκείνην υπήρχεν ο τάφος αυτού ο επί αιώνας ολοκλήρους αποθησαυρίσας το ιερόν αυτού Λείψανον. Η δε αγία αυτού μετάστασις εγένετο ούτω.Τον καιρόν του θέρους είχεν εργάτας εις το χωράφιόν του και ως ταπεινόφρων εθέριζε και αυτός· τότε, χωρίς καθόλου να φαίνωνται σύννεφα, ήλθον ουρανόθεν ψιχαλίδες λεπταί ωσάν δρόσος μόνον εις την κεφαλήν του Αγίου και όχι άλλου τινός εκ των συμπαρευρισκομένων, εφανέρωσε δε τούτο ότι θάλλει και αυτός κατά τας αρετάς ως αγαθόν σπαρτόν με την ουράνιον δρόσον και ότι ήλθεν η ώρα να εσοδειασθή από τον ουράνιον Γεωργόν ο άριστος ούτος και έμψυχος καρπός. Καθώς λοιπόν έθεσε την δεξιάν χείρα εις την ιεράν αυτού κεφαλήν και δεικνύει εις τους παρεστώτας ταύτην την δρόσον, έγινε και άλλο θαυμάσιον και του εφύτρωσαν την ώραν ταύτην τρίχες τινές ξανθαί και μαύραι, αι οποίαι δεν γνωρίζω τι εσήμαινον· αλλ΄ ο Άγιος εγνώρισε τούτο και λέγει προς τους παρεστώτας· «Μάθετε, ότι εις ολίγην ώραν χωρίζεται η ψυχή μου από του σώματος, ο δε Πανάγαθος Θεός θέλει τιμήσει με δόξαν πολλήν την τελευτήν μου, αναρίθμητοι δε άνθρωποι θέλουν κάμνει κατά την ημέραν αυτήν μεγάλην πανήγυριν». Αυτά και έτερα προφητεύσας και νουθετήσας τους παρόντας να φυλάττωσι τας εντολάς του Κυρίου και μάλιστα την προς τον Θεόν και τον πλησίον αγάπην, αφήκε την ιεράν του ψυχήν εις χείρας Θεού τη ιβ΄ (12η) Δεκεμβρίου του έτους τμη΄ (348) ων ετών εβδομήκοντα οκτώ (78), καταλιπών εις την πατρίδα αυτού το ιερόν του Λείψανον, προς παραμυθίαν των πιστών και ως πηγήν ιαμάτων. Διότι και τώρα μετά την κοίμησιν αυτού, καθ΄ ο μάλιστα πλησιέστερος προς τον Θεόν και έχων την παρρησίαν μεγαλυτέραν, δεν έπαυσεν ούτε παύει τας θαυματουργίας, αλλά καθ’ εκάστην τελεί εξαίσια, από τα οποία να είπωμεν ολίγα τινά εις πίστωσιν και των άλλων και ούτω να χαλάσωμεν τα ιστία του λόγου, διότι επλεύσαμεν μέγα πέλαγος και επιβάλλεται να προσορμισθώμεν τέλος και εις τον λιμένα της σιωπής. Έλεγε φιλόχριστος τις αληθής και ενάρετος, φίλος μέγας του Αγίου ταύτα. «Κατά την δωδεκάτην του Δεκεμβρίου επήγα και εγώ εις την εορτήν του μεγάλου Σπυρίδωνος, και πλησιάσας εις τον τάφον του, ησθανόμην θείαν επισκοπήν ενεργουμένην από το άγιον αυτού Λείψανον, και τόσην άνεσιν και γλυκύτητα έλαβεν η καρδία μου, ώστε επήρθη το πνεύμα μου και μόνον τα ουράνια αγαθά εφαντάζετο. Λησμονήσας όθεν παντελώς τα επίγεια, αλλά και του ιδίου μου σώματος, έμεινα άφωνος και άσιτος, ούτε ωμίλησα μετά τινος, ούτε τροφήν ή πόσιν εγεύθην όλην την ημέραν εκείνην, ειμή μόνον την Αγίαν Σάρκα και το Τίμιον Αίμα του Δεσπότου Χριστού, τα οποία εκοινώνησα». «Άλλοτε πάλιν, κατ΄ αυτήν ταύτην την ημέραν της εορτής, επήγα εις τον τάφον του Αγίου, και όταν ησπάσθην το ιερόν αυτού Λείψανον, ενεπλήσθη η καρδία μου γλυκύτητα άμετρον. Έπειτα επήγα να αγοράσω ενδύματα να ενδύσω πτωχούς, διότι ο χειμών εκείνος ήτο ψυχρός πολύ, αφού δε επήρα όσα ήθελα, εβουλόμην να απιστρέψω εις το χωρίον μου, διότι είχα μεγάλην ανάγκην· αλλ΄ ο ουρανός ήτο κατάφορτος από βαρέα και σκοτεινά νέφη, δεικνύων ότι πρόκειται να κάμη μεγάλας βροχάς. Μη έχων όθεν τι άλλο να κάμω, έρριψα τας ελπίδας μου εις τον Θεόν και εις τον Άγιον. Φορτώνω λοιπόν τας ημιόνους και προστρέξας εις τον Ναόν, λέγω ταύτα εκ πίστεως· «Οδήγησόν μας εις την οδοιπορίαν ταύτην, Άγιε του Θεού, συνόδευσον ημάς και κράτει τα φοβερά νέφη και την βίαν και αγριότητα των ανέμων, να μη μας προξενήση η βροχή βλάβην τινά». Ταύτα ειπών εξήλθον της πόλεως, καθ΄ όλην δε την οδοιπορίαν έβλεπα οφθαλμοφανώς τον Άγιον και ημπόδιζε την βροχήν, κρατών τα νέφη· η δε βροχή ήτο από την σύγχυσιν του αέρος και την συνέλευσιν των νεφών τόσον χαμηλά, ώστε εγνωρίζετο φανερά η θαυματουργία. Όταν δε έφθασε εις τον οίκον μου, ο μεν Άγιος έγινεν άφαντος, η δε καρδία μου επλήσθη χαράς, ως να είχεν εγγίσει εις αυτήν ο Άγιος και να της μετέδωσεν από την ηδονήν αυτού την ευφρόσυνον. Τότε ευθύς ως εισήλθον εις την οικίαν μου, κατέβη τόσον μεγάλη και ραγδαία βροχή, ώστε εκράτησε τρεις ημέρας». «Όχι δε μόνον τότε μου επήκουσεν ο Άγιος, αλλά και άλλην αθυμίαν και λύπην μου πάλιν, κατ΄ άλλο έτος, μου έλυσεν, ότε ήτο η εορτή του και δεν ηδυνάμην να υπάγω. Είχον όθεν εκ τούτου θλίψιν άμετρον, όμως προσηυχόμην, δεόμενος αυτού να με επισκεφθή και πάλιν και να με αξιώση της συνήθους ευφροσύνης και χάριτος. Τότε μου εφάνη ότι επήγα εις τον Ναόν και είδα τον Άγιον ψάλλοντα με τους χοροστάτας και εδοξολόγει έως τέλους του όρθρου και εκοινώνησεν όλους τους αδελφούς εκ της αυτού ελλάμψεως και ευλογήσας ημάς ανεχώρησε. Ταύτα ιδών δι΄ εκστάσεως έλαβα μεγάλην χαράν και αγαλλίασιν πνευματικήν». Ούτως ο Άγιος εθανάτωσε και την γυναίκα εκείνην, η οποία μοιχευθείσα ηρνείτο την αμαρτίαν της και δεν ήθελε να ομολογήση αυτήν· αλλά και ότε ακόμη εγέννα το μοιχίδιον παιδίον, έλεγεν ότι από τον άνδρα της συνέλαβεν, αν και ο ανήρ της προ είκοσι μηνών είχεν αναχωρήσει εις μακρινόν ταξίδιον.Έως εδώ, αδελφοί, είναι όσα θαυμάσια γράφει ο Μεταφραστής, ότι ετέλεσεν ο μέγας Σπυρίδων· αλλά και τώρα και πάντοτε όστις επικαλεσθή αυτόν μετά της προσηκούσης ευλαβείας και πίστεως, λυτρώνεται από κάθε κίνδυνον, καθώς πολλοί το εγνώρισαν εις διαφόρους καιρούς και τόπους. Εξόχως δε εις την περίφημον νήσον της Κερκύρας, όπου νυν ευρίσκεται το ιερόν αυτού και πάνσεπτον Λείψανον, σώον ακόμη, ω του θαύματος! χιλίους εξακοσίους τόσους χρόνους τώρα και δεν εφθάρη ουδόλως, αλλά μένει ακέραιον προς απόδειξιν και στήριγμα της Ορθοδόξου ημών Πίστεως και προς παντοτεινόν παράδειγμα αρετής, εναντίον των αμεταθέτων της φύσεως όρων· επειδή όπου βούλεται ο Θεός νικάται φύσεως τάξις. Έμεινε δε το ιερώτατον του Αγίου Σπυρίδωνος Λείψανον υπό την γην έτη πολλά, πλείστα όσα θαύματα καθ΄ εκάστην επιτελούν, είτα ανακομισθέν και σώον και ακέραιον, Χάριτι Θεού ευρεθέν, απεθησαυρίζετο μέχρι του εβδόμου αιώνος εις την ιδίαν αυτού πατρίδα άπειρα καθ΄ εκάστην βρύον θαύματα. Δα τας επιγενομένας όμως τότε καταδρομάς των βαρβάρων το άγιον αυτού Σκήνος μετηνέχθη Θεού ευδοκία εις Κωνσταντινούπολιν, ένθα ετιμάτο, ως ηγιασμένον παρά Θεού, υπό πάντων των Ορθοδόξων, μάλιστα δε υπό των εν τη Πόλει, οίτινες είχον τούτο ως θησαυρόν πολύτιμον, όταν δε τούτο εξετίθετο προς προσκύνησιν παρευρίσκοντο και αυτοί οι αυτοκράτορες, ως πληροφορούμεθα από του οκτωήχου δοξαστικού του εσπερινού της ιδιαιτέρας αυτού Ακολουθίας. Μετά δε την της Κωνσταντινουπόλεως αξιοθρήνητον άλωσιν και τα επακολουθήσαντα εν ταύτη δεινά, Ιερεύς τις, Γεώργιος Καλοχαιρέτης ονομαζόμενος, παρέλαβεν εκείθεν το ιερώτατον του Αγίου Σπυρίδωνος Λείψανον και δια μυρίων περιπετειών και προφυλάξεων μετέφερεν αυτό εις Κέρκυραν, ένθα ευρών πανευκλεή και σεβάσμιον Ναόν κατέθηκεν εν αυτώ το πάνσεπτον Λείψανον· και ως έχων το υψηλόν της ιερωσύνης αξίωμα, προσέφερε καθ΄ εκάστην τω Κυρίω τας ευχαριστίας. Με την εκεί δε κατάθεσιν του ιερού Λειψάνου και την επισκίασιν του Παναγίου Πνεύματος, ελάμβανον χώραν εις τον Ναόν αυτόν πλείσται ιάσεις και θαυματουργίαι, δια τας οποίας ο της Κερκύρας χριστεπώνυμος λαός εκπληττόμενος προσέτρεχε μετά πάσης ευλαβείας εις το ιερόν του γίου τέμενος, ευχαριστών τον δοξάσαντα αυτόν Κύριον, δια την απόλαυσιν τοιούτου θησαυρού και τοιούτου πολιούχου υπερασπιστού. Ανακαινισθείσης μετά ταύτα της πόλεως και εις έτερον μέρος μετατεθείσης, οι τότε εκ Κερκύρας Ιερείς της οικογενείας Βούλγαρη, εις τους οποίους δια τινος γυναικός ονόματι Ασημίνης είχε μεταβιβασθή η κατά κόσμον κυριότης του ιερού τούτου Λειψάνου εγείρουσιν άλλον Ναόν επ΄ ονόματι του Αγίου, όστις Ναός και δια πλουσίων δώρων και πολυτίμων αφιερωμάτων του Κερκυραϊκού λαού και των ξένων έγινε περίδοξος, καθώς και τώρα φαίνεται. Εντός δε του Ναού τούτου η αξιοθέατος θήκη των Αγίων Λειψάνων δοξάζεται παρά πάντων δια τας διαφόρους θαυματουργίας και ο θαυματουργός Σπυρίδων πάντας εκπλήττει δια τα άπειρα θαύματα, τα οποία και μετά θάνατον ενεργεί, εξ ων ολίγα τινά μόνον είναι δυνατόν να αναφέρωμεν ενταύθα προς πίστωσιν και των άλλων. Το πάλαι ποτέ, εις την νήσον των Κερκυραίων, στερουμένην των προς το ζην αναγκαίων και κατακυριευμένην από βιαίαν πείναν, ο Άγιος εχάρισε σίτον δια πλοίων, επιφανείς εις τους πλοιάρχους και προμηνύσας εις τούτους την ανάγκην της νήσου, κατά το άγιον και Μέγα Σάββατον· δια τούτο λαμπρώς και τερπνόν ετελέσθη το τότε Πάσχα εις την πρώην τεθλιμμένην νήσον, με την του Αγίου προμήθειαν. Και πάλιν, εις τινα Θεόδωρον, έμπορον εκ της Ανατολής, όστις εστερήθη παντελώς την όρασιν, προσέτρεξε δε με θερμήν πίστιν εις τον Ναόν του Αγίου, εχάρισεν εις αυτόν οξύτατον το φως. Και άλλοτε, ενώ λοιμός εμάστιζε την πόλιν των Κερκυραίων, προσέτρεχον δε πάντες αδιακρίτως υγιείς τε και ασθενείς εις το ιερόν του Αγίου τέμενος έπρεπεν, ένεκα του μιάσματος, κατά τους νόμους της φύσεως, να μολυνθή η πόλις ολόκληρος· εν τούτοις ουδέν σχεδόν υπέφερεν ο ευλαβής εκείνος λαός, αλλά ταχέως πάλιν δια της μεσιτείας του Αγίου ηξιώθη της προτέρας υγιεινής καταστάσεως. Προσέτι δε εις δύο τυφλούς κωπηλάτας, οίτινες ως ανίκανοι απεπέμφθησαν εκ του στόλου των Ενετών, ο μεν εκ πλοίου του Αντωνίου Βερνάρδου, ο δε εξ Ιερωνύμου του Μαυρικανού, ο μέγας Σπυρίδων εχορήγησεν ολόκληρον την όρασιν. Ποίον δε δεν εξέπληξε το θαύμα εκείνο, το οποίον επετέλεσεν ο Άγιος, όταν άνθρωποί τινες, από ζήλον ευλαβείας, αναβάντες αφόβως εις την υψιώροφον κορυφήν του κωδωνοστασίου της Εκλησίας του Αγίου, δια να σβέσωσιν αναφανείσαν εκεί φλόγα, ήτις ανήφθη συνεπεία κεραυνού και εκ της οποίας ηπειλείτο να κατακαή ολόκληρος ο Ναός, ένεκα δε της κεραυνικής βίας κατακρημνισθέντες από του ύψους εκείνου ουδέν έπαθον κακόν, αλλά διεσώθησαν αβλαβείς; Άλλοτε πάλιν εις των αριστοκρατών, μάταια φλυαρών και φρυαττόμενος, κατεγέλα παιδίον το οποίον, επειδή είχεν ανίατον ασθένειαν, κατέπεσε χάριν θεραπείας εις την οδόν, ίνα διέλθη άνωθεν αυτού η θήκη των Λειψάνων του Αγίου καθ΄ ην ώραν ελιτανεύετο τούτο κατά παλαιάν συνήθειαν και τον πάτριον νόμον. Προσέτι δε χλευάζων και τους γονείς αυτού, οίτινες προσέκλαιον, προέφθασεν η θεία Δίκη τον άφρονα και εξαίφνης την αυτήν ώραν διαρραγέντος πυροβόλου το πυρ κατέκαυσε τον δεξιόν οφθαλμόν αυτού. Τούτου πολλοί τότε ζώντες εχρημάτισαν αυτόπται μάρτυρες. Διο μετά ταύτα ολονύκτιος εστάθη η μετάνοια αυτού εν τω Ναώ του Αγίου και παννύχιοι μετά δακρύων αι προσευχαί του ζητούντος συγχώρησιν από τον Άγιον. Κατά δε το 1673 σωτήριον έτος, ενώ πάλιν λοιμώδες μίασμα διέφθειρε και αγρούς και πόλιν και κώμας, ώστε εις πάντας επεκρέματο αφεύκτως ο σκληρός θάνατος, διότι είχε κατακυριευθή υπό του λοιμού σχεδόν ολόκληρος η νήσος (και τούτο δις κατά το αυτό έτος) ο θαυματουργός ούτος Άγιος εθεράπευσε την νήσον και έκαμε πάντας να ιατρευθώσι δια μιάς. Και τω όντι ήτο μέγα το θαύμα να βλέπη τις κατά την ημέραν της πανηγύρεως του υπό του Αγίου γενομένου θαύματος εις τον παραδόξως ως είπομεν ομματωθέντα τυφλόν Θεόδωρον, τη δεκάτη Τρίτη του Ιουλίου μηνός, τους πρώην ημιθανείς εν τω άμα τεθεραπευμένους και υγιαίνοντας. Αλλά και δεύτερον θαύμα εποίησεν ο Άγιος κατ΄ αυτήν την Αγίαν ημέραν των Βαϊων, καθ΄ ην τελείται η ετήσιος λιτή του μεγάλου Σπυρίδωνος, και είδον πάλιν οι άνθρωποι, ω του θαύματος! καταπεπαυμένον τον λοιμόν. Εποίησε δε και άλλο μέγα τω όντι και εξαίσιον τερατούργημα ο Άγιος Σπυρίδων, διαφυλάξας την νήσον αλύμαντον από της επιδρομής των Αγαρηνών της γενομένης κατά το έτος 1716, όπερ θαύμα άπασα η νήσος Κέρκυρα θαυμάζει και του οποίου με λαμπράν φωνήν ανακηρύττει το παράδοξον. Ο δε αρχιναύαρχος του Ενετικού στόλου και διοικητής της νήσου Κερκύρας Ανδρέας ο Πιζάνης διενοήθη να ανεγείρη εις τον Ναόν του Αγίου θυσιαστήριον δια να τελήται εν αυτώ καθ΄ εκάστην υπό Λατίνου Ιερέως λειτουργία, νομίσας ότι δια τούτου θ΄ αποδώση εις τον Άγιον ευχαριστίαν, δια την ελευθέρωσιν της πόλεως από της καταδρομής των βαρβάρων. Αλλά πως ποτε ο της Ορθοδοξίας πρόμαχος ήθελε συγχωρήσει εις την σεπτήν Εκκλησίαν αυτού να θυσιάζηται ο Υιός του Θεού υπό ετεροδόξων ιερέων με άζυμα; Όθεν δις φανερωθείς ο Άγιος εις τον ύπνον αυτού διέταξεν αυτόν ν΄ απομακρυνθή από το επιχείρημα τούτο, αλλ΄ ούτος δεν κατεπείθετο, διότι επίστευσε περισσότερον εις την θεολογίαν αυτού, όστις του έλεγεν ότι το όνειρον έγινεν εκ συνεργείας διαβολικής· ηπείλει δε ακόμη και τους Ιερείς τους δικαιούχους του αγίου Λειψάνου, διότι δεν συγκατετίθεντο εις τοιούτον καινοτόμημα. Αφού λοιπόν δια της οπτασίας δεν απεμακρύνετο του επιχειρήματος, ήναψε παραδόξως νύκτα τινά η πυριτιδοθήκη του παλαιού φρουρίου και κατακρημνίσασα τας εν τη ακροπόλει οικίας, εφόνευσε πάντας τους περί αυτήν και πολλούς των άλλων Λατίνων· και ο μεν Ανδρέας Πιζάνης επνίγη μεταξύ δύο ξύλων περισφιγξάντων τον τράχηλον αυτού, ο δε κακόβουλος αυτού θεολόγος ευρέθη νεκρός. Ότε δε ταύτα συνέβαινον, ο προ της πυριτιδοθήκης διωρισμένος φύλαξ έβλεπε τον Άγιον προσερχόμενον με δάδα, όστις και τον μετέφερε σώον πλησίον της Εκκλησίας του Εσταυρωμένου. Εις δε των εν τη πόλει Ενετών, ευρισκόμενος κατά την ιδίαν ώραν εις το υπερώον αυτού, είδε τρεις φλόγας εξερχομένας από το κωδωνοστάσιον της Εκκλησίας του Αγίου Σπυρίδωνος και διευθυνομένας προς την ακρόπολιν, ευθύς δε μετά τούτο και η πυριτιδοθήκη ανετινάχθη. Εις δε την Ενετίαν, κατά την αυτήν νύκτα, κεραυνός επιπεσών επί της εικόνος του Πιζάνου κατέκαυσεν αυτήν, χωρίς να βλάψη άλλον τινά των εν τη οικία. Πάντα δε τα παράδοξα ταύτα ετελέσθησαν κατά το 1718 τη 12η Νοεμβρίου. Ω θαύμα! Ω κλέος των Ορθοδόξων! Ποίος λοιπόν τώρα και από ταύτην την κρίσιν του ουρανού δεν βλέπει βλασφήμους και βδελυκτάς ενώπιον του Θεού τας καινοτομίας της παπικής Εκκλησίας; Αλλ΄ είθε να φωτίση αυτούς ο Θεός να επιστρέψωσιν εις την αλήθειαν, από την οποίαν παρεξετράπησαν! Τοιούτος λοιπόν ήτο περί την πίστιν και μετά θάνατον ο θείος Σπυρίδων. Αλλά ποίος δύναται να διηγηθή τα δια του πολιούχου Πατρός ημών καθ΄ εκάστην τελούμενα τερατουργήματα; Την Κυριακή των Βαϊων, την εποχήν καθ΄ ην ο αείμνηστος Νικηφόρος ο Θεοτόκης, ο νέος της Εκκλησίας φωστήρ, εδίδασκεν εν Κερκύρα, απαριθμών τα διάφορα θαύματα του Αγίου Σπυρίδωνος, εις την προστασίαν του οποίου αφιέρωνε τους ακροατάς αυτού, ομιλών προς αυτόπτας και μάρτυρας μετά δύο εβδομάδας λέγει, ότι ενώ το χαριτόβρυτον του Αγίου Λείψανον ελιτανεύετο, έφερον γυναίκα τινά δαιμονιώσαν, ήτις εξέβαλλεν αφρούς από το στόμα και έτριζε τους οδόντας αυτής· και μολονότι ήτο αύτη δεδεμένη χείρας και πόδας, δύο και τρείς άνθρωποι μόλις και μετά βίας ηδύναντο να εμποδίσωσι την ορμήν των κινημάτων αυτής. Το πρόσωπόν της ήτο παραμορφωμένον και δεν ωμοίαζε με μορφήν ανθρώπου· η φωνή της ήτο ηλλοιωμένη και διάφορος, διότι πότε μεν εμυκάτο ως βους, πότε υλάκτει ως κύων και άλλοτε εκλαυθμύριζεν ως μικρόν βρέφος. Αφού δε την εξήπλωσαν τρεις φοράς κατά γης και τρεις φοράς διήλθεν επ΄ αυτής το Λείψανον του Θαυματουργού Σπυρίδωνος, εις τύπον της Αγίας Τριάδος, την οποίαν εν τω μέσω της Συνόδου εκήρυξεν, ευθύς, ω του θαύματος! η γυνή ήλθεν εις εαυτήν, έπαυσε να οδύρεται και να εκπέμπη τας αλλοκότους εκείνας κραυγάς και ωμίλησεν ως άνθρωπος. Όθεν εν τω άμα ηλευθέρωσεν αυτήν από τα δεσμά· εγερθείσα δε μόνη με τα δάκρυα εις τους οφθαλμούς, έπεσεν εις τους πόδας του Αγίου και προσκυνούσα ηυχαρίστει αυτόν. Κατά το 1769 έτος παραδόξως εθεράπευσε παραλυτικόν τινα γερμανόν στρατιώτην απόμαχον, όστις μετά πίστεως και θερμοτάτων δακρύων προσέπεσεν εις τους πόδας του Αγίου, ο δε τότε κυβερνήτης της νήσου Ανδρέας Δόνας, ακούσας τον θόρυβον των ανθρώπων και των κωδώνων δια το εξαίσιον τούτο θαύμα προσεκάλεσε τους ιατρούς των δημοσίων νοσοκομείων και πληροφορηθείς παρ΄ αυτών περί τούτου επορεύθη εις την Εκκλησίαν του Αγίου ένθα έψαλαν ευχαριστήριον ύμνον προς τον Άγιον. Έτι δε η νήσος της Κερκύρας η έχουσα τον Θαυματουργόν Σπυρίδωνα προστάτην και εν ταις περιστάσεσι βοηθόν, πανδήμως διακηρύττει την περί τα τέλη του έτους 1855 χορηγηθείσαν υπό του Αγίου προστασίαν, ως εκ της οποίας εσώθη από της λαοφθόρου και καταστρεπτικής χολέρας, ήτις, οσάκις ενεφανίζετο εν Ευρώπη, απεδεκάτιζε πολυανθρώπους πόλεις και ουδεμία ανθρώπινος αρωγή ή ιατρική βοήθεια ηδύναντο να αναχαιτίση αυτήν, οδεύουσαν πάντοτε προς το έργον της καταστροφής. Όντως, περί τον Οκτώβριον του 1855, η τότε καταμαστίζουσα την Ευρώπην χολέρα ενσκήπτει αίφνης εις Κέρκυραν και πρώτον κρούσμα αναφαίνεται εις το προάστιον Μανδουκίου. Τρόμος μέγας καταλαμβάνει την πόλιν και άπασαν την νήσον. Καθ΄ όλα τα φαινόμενα και ως εκ της καταστάσεως της τε πόλεως και των προαστίων και ως εκ του μεγάλου αριθμού των κατοίκων σχετικώς προς την έκτασιν της πόλεως και μάλιστα των συνοικιών αυτής, εφαίνετο ότι ήθελεν επιπέσει μανιώδης κατά των κατοίκων και σχεδόν άπασαι αι οικογένειαι ώφειλον να ετοιμασθώσιν, ίνα πενθηφορήσωσι και πλήθος τάφων ώφειλον να ανοιχθώσιν. Άπας λοιπόν ο λαός ομοθυμαδόν, ευθύς ως ηκούσθη το πρώτον κρούσμα, προσφεύγει κατά το εσπέρας εις την Εκκλησίαν του Αγίου μετά δακρύων και γονυπετής επικαλείται την αρωγήν αυτού, επί τρεις συνεχείς εσπέρας απευθύνων παρακλήσεις προς τον Θεόν και προς τον Άγιον. Ως εκ της προς τον Θεόν όθεν μεσιτείας του Αγίου, η Κέρκυρα δεν υπέκυψεν εις την κοινήν τύχην όλων των άλλων πόλεων, εις τας οποίας η χολέρα ενεφανίσθη· και τω όντι ο αριθμός των κρουσμάτων και των θανάτων απέβη μυριάκις μικρότερος από ό,τι ανεμένετο αναποφεύκτως. Η επί της νήσου όμως επισκοπή και αντίληψις του Αγίου εγένετο περισσότερον αισθητή κατά την πρώτην Κυριακήν του Νοεμβρίου, κατά την οποίαν γίνεται ως γνωστόν καθ΄ έκαστον έτος λιτανεία του ιερού Λειψάνου, και κατά την οποίαν συνέρχεται πολυάριθμος λαός. Τότε ενόμιζόν τινες, και μάλιστα οι ιατροί, ότι ένεκα της συρροής του λαού η νόσος ήθελεν έτι μάλλον εξαπλωθή και οι νεκροθάπται θα ειργάζοντο αδιακόπως. Ουδείς όμως εκ του λαού συνεμερίσθη τον φόβον αναθέσαντες τας ελπίδας των εις τον Άγιον. Πράγματι κατ΄ εκείνην την ημέραν άπας σχεδόν ο λαός της εξοχής συνέρρευσεν εις την πόλιν και άπασα η πόλις και η εξοχή συνεκεντρώθησαν εις την πλατείαν, δια της οποίας έμελλε να διέλθη το ιερόν Λείψανον. Εγένετο λοιπόν μετά του ιερού Κλήρου δέησις και παράκλησις προς τον θαυματουργόν Σπυρίδωνα και γονυπετούντες και δακρύοντες επεκαλούντο την βοήθειαν αυτού και την προς τον Θεόν μεσιτείαν του. Συγκίνησις μεγάλη κατελάμβανε τότε το πλήθος και θέαμα καταπληκτικώτατον ήτο να βλέπη τις τον προς τον Άγιον σεβασμόν και την πίστιν του λαού. Και όντως, μέγας ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού! από της ημέρας εκείνης λίαν επαισθητή εγένετο η ελάττωσις των κρουσμάτων, οι θάνατοι σχεδόν εξέλιπον και η νόσος έφευγεν απελθούσης της θείας οργής, η δε βροτοκτόνος χολέρα εμηδενίζετο έναντι της ισχύος των μεσιτειών του Αγίου και κατά την ενδεκάτην Δεκεμβρίου τα κρούσματα έπαυσαν ολοτελώς. Ουδείς κάλαμος, ουδεμία γλώσσα, ηδύνατο να περιγράψη την ευγνωμοσύνην του λαού προς τον Άγιον. Ο δε Αρχιερεύς του καιρού εκείνου Αθανάσιος συνέταξεν επίτηδες ευχαριστίαν προς τον Κύριον και προσέταξε να ψαλή εις απάσας τας Εκκλησίας της Επισκοπής του. Ούτος είναι ο Βίος και ταύτα τα μάλλον γνωστά παλαιά θαύματα του Αγίου Σπυρίδωνος. Αλλά ποίος δύναται, ως είπομεν, να απαριθμήση επακριβώς το πλήθος των θαυματουργιών τόσον των παλαιοτέρων, όσον και των της τελευταίας εκατονταετίας, μέχρι και σήμερον; Η Κέρκυρα είναι θεατής των απείρων αυτού θαυμάτων. Όλοι οι απανταχού Ορθόδοξοι, και οι Δυτικοί ακόμη, μαρτυρούν και κηρύττουν την θαυματουργόν χάριν του Αγίου Σπυρίδωνος. Οι θαλασσοπορούντες δε ιδιαιτέρως και οι εν θλίψεσιν ευρισκόμενοι προς τον Άγιον Σπυρίδωνα καταφεύγουσι. Τα πολλά και πολύτιμα αφιερώματα τα εν τη Εκκλησία αυτού ευρισκόμενα είναι τρανή απόδειξις των θαυματουργιών αυτού. Ουδείς μετά πίστεως και κατανύξεως προσφεύγων προς τον Άγιον Σπυρίδωνα αποτυγχάνει του ποθουμένου. Όθεν ας αναπέμψωμεν όλοι ημείς οι ταπεινοί Έλληνες και μάλιστα οι εκ της νήσου Κερκύρας καταγόμενοι ομοφώνως δόξαν και ευχαριστίαν προς τον πανάγαθον Θεόν τον παραχωρήσαντα εις την φιλτάτην ημών πατρίδα τοιούτον ιερόν κειμήλιον, και ας αναφωνήσωμεν· «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις Αυτού! Εις Αυτόν ανήκει η δόξα και το κράτος, η τιμή και η προσκύνησις εις τους αιώνας». Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΓ΄ (13η) Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου Νέου Ιερομάρτυρος ΓΑΒΡΙΗΛ, Αρχιεπισκόπου Σερβίας, του εν Πρού

Δημοσίευση από silver »

Τη ΙΓ΄ (13η) Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου Νέου Ιερομάρτυρος ΓΑΒΡΙΗΛ, Αρχιεπισκόπου Σερβίας, του εν Προύση μαρτυρήσαντος κατά το έτος αχνθ΄ (1659).

Γαβριήλ ο αγγελώνυμος ούτος Αρχιεπίσκοπος της Σερβίας, ευρισκόμενός ποτε εις μεγάλην στενοχωρίαν, ως μη δυνάμενος να οικονομήση το χρέος της επαρχίας του, επήγεν εις την Βλαχίαν, και εκείθεν εις Μοσχοβίαν χάριν ελέους, ήτοι δια να λάβη βοήθειάν τινα ικανήν να κυβερνήση τα της επαρχίας του. Κατ΄ εκείνον δε τον καιρόν κατά τον οποίον έλειπε ο Γαβριήλ από την επαρχίαν του, Μάξιμός τις, ευρών ευκαιρίαν, ήρπασε δυναστικώς τον Αρχιεπισκοπικόν θρόνον του και όταν επέστρεψεν ο Γαβριήλ εύρε τον Μάξιμον εις την επαρχίαν του. Όθεν εζήτει να τον εξώση και να επαναλάβη τον θρόνον του. Αλλ΄ ο Μάξιμος, προσθέτων ανομίαν επί τη ανομία, επήγεν εις τον βεζύρην, όστις ήτο τότε μετά του βασιλέως εις Προύσαν, και κατηγόρησε ψευδώς τον ευλογημένον Γαβριήλ, ότι επιβουλεύεται την βασιλείαν των. Ακούσας ταύτα ο βεζύρης, έστειλε παρευθύς και έφερεν έμπροσθέν του τον Γαβριήλ, εξετάσας δε αυτόν με μεγάλην ακρίβειαν και μαθών όσα ηκολούθησαν μεταξύ των δύο, ηννόησε πάσαν την αλήθειαν· παρ΄ όλα ταύτα όμως λέγει προς τον Άγιον· «Επειδή κατηγορήθης ότι είσαι επίβουλος της βασιλείας, πρέπει κατά τους νόμους να θανατωθής. Αν όμως αφήσης την πίστιν σου, και έλθης εις την ιδικήν μας, θέλω σου χαρίσει την ζωήν, και θέλω σου δώσει το πρώτον αξίωμα της βασιλείας μας, να διέλθης ζωήν χαριεστάτην, ευδαίμωνα και δεδοξασμένην». Ταύτα ακούσας παρ΄ ελπίδα ο μακάριος Γαβριήλ, απεκρίθη με μεγάλην ευτολμίαν· «Εγώ είμαι τελείως αμέτοχος από την κατηγορίαν ταύτην και τούτο πας τις το αντιλαμβάνεται, ο δε κατήγορός μου ζητεί με κάθε τρόπον να με εκβάλη από το μέσον, δια να πάρη την επαρχίαν μου· όθεν αδίκως αποθνήσκω· το δε να αφήσω την πίστιν μου, και να έλθω εις την ιδικήν σας, δια να ελευθερωθώ από τον θάνατον, δεν είναι δυνατόν να το δεχθώ ποτέ, εν όσω είμαι με τας φρένας μου, είμαι δε έτοιμος να υπομείνω, με την δύναμιν του Χριστού μου, μύρια βάσανα, και να αποθάνω δια την αγάπην του, όχι μίαν φοράν, αλλά εκατόν, αν είναι δυνατόν· τα δε αξιώματα και τα ψευδή ταύτα επίκηρα αγαθά, τα οποία μου υπόσχεσαι, ας είναι δια σας».Τότε παραλαβόντες τον Άγιον οι βασανισταί ήρχισαν να τον παιδεύουν με πολλά και διάφορα βάσανα, δια να τον κάμουν να μεταβάλη γνώμην και να αρνηθή τον Χριστόν. Αλλ΄ ο γενναίος Αθλητής τα εδέχετο όλα με μεγάλην καρτεροψυχίαν, και είχε μεγάλην χαράν ότι ηξιώθη να πάθη δια τον Χριστόν, καθώς και ο Χριστός έπαθε δι΄ αυτόν. Τέλος ιδόντες οι ασεβείς το αμετάθετον της γνώμης του, τον επήγαν εις τον διωρισμένον τόπον, ένθα τον εκρέμασαν και ούτω παρέδωκε την αγίαν και τρισολβίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΔ΄ (14η) του Δεκεμβρίου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΦΙΛΗΜΟΝΟΣ και ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΥ και του Αγίου Μάρτυρος

Δημοσίευση από silver »

Τη ΙΔ΄ (14η) του Δεκεμβρίου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΦΙΛΗΜΟΝΟΣ και ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΥ και του Αγίου Μάρτυρος ΑΡΡΙΑΝΟΥ και των τεσσάρων Προτεκτόρων των συναθλησάντων αυτώ.

Φιλήμων, Απολλώνιος και Αρριανός οι Άγιοι Μάρτυρες ως και οι μετά του Αγίου Αρριανού συναθλήσαντες Άγιοι Τέσσαρες Προτέκτορες ήσαν κατά τον καιρόν του τυράννου Διοκλητιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σπδ΄ - τε΄ (284-305), υπό του οποίου εκινήθη και πάλιν διωγμός μέγας κατά των Χριστιανών. Τότε ήτο ηγεμών εις την Θηβαϊδα της Αιγύπτου ο Αρριανός, όστις ειδωλολάτρης ων πρότερον εθανάτωσε πολλούς Χριστιανούς και μάλιστα δύο, Ασκλάν και Λεωνίδην καλουμένους, τους οποίους εβασάνισε με διάφορα κολαστήρια. Ημέραν δε τινα, κατά την οποίαν όλη η χώρα ήτο συνηθροισμένη εις το θέατρον, έδειξεν ο ηγεμών τα παιδευτήρια όργανα και έλεγε προς τους περιεστώτας με βλέμμα άγριον· «Όσοι δεν προσκυνήσουν τους θεούς, θέλουν αποθάνει βιαίως με ταύτα τα κολαστήρια». Τότε πηδούν εις το μέσον του θεάτρου άνδρες τριάκοντα επτά και καταγελώντες τα άδικα των τυράννων προστάγματα, ωμολόγησαν τον Χριστόν παρρησία, οι γενναιότατοι. Εις δε εξ εκείνων, Αναγνώστης την τάξιν, ονόματι Απολλώνιος, βλέπων τα διάφορα είδη των κολαστηρίων εδειλίασε και ίστατο εις δισταγμόν τι να πράξη από τα δύο, να βασανισθή δηλαδή ομού με τους άλλους, ή να αρνηθή την ευσέβειαν. Ταύτα σκεπτόμενος διελογίσθη να μετέλθη μέθοδόν τινα, δια να αποφύγη τον θάνατον, χωρίς να προσκυνήση τα είδωλα· έτυχε δε τότε και ευρίσκετο πλησίον του Έλλην τις, ειδωλολάτρης, Φιλήμων ονόματι, όστις έπαιζε τους αυλούς και έδιδεν εις τους ακροατάς πολλήν χαράν και απόλαυσιν με εκείνα τα όργανα· δια την τέχνην του δε ταύτην τον ωνόμαζον χοραύλην και τον ηγάπα και ο ηγεμών, διότι όταν ήτο εύκαιρος, τον προσεκάλει και έπαιζε. Τούτον τον Φιλήμονα επλήρωσεν ο Απολλώνιος, δώσας εις αυτόν τέσσαρα χρυσά φλωρία, δια να ενδυθή εκείνος τα ιδικά του ιμάτια, και προσερχόμενος ενώπιον του άρχοντος να προσποιηθή πρώτον ότι είναι Χριστιανός, έπειτα όμως να πεισθή δήθεν και να θυσιάση εις τα είδωλα, ώστε να νομίσουν όλοι ο Απολλώνιος προσέφερε θυσίαν εις αυτά. Εδέχθη λοιπόν ο Φιλήμων και εκδυθείς τα ιμάτιά του, ενδύεται τα του Απολλωνίου, σκεπάσας δε και το πρόσωπόν του ως ηδύνατο, επήγεν εις το θέατρον. Αλλ΄ ο πανάγαθος Θεός, όστις επιθυμεί την σωτηρίαν των ανθρώπων, ωκονόμησεν ως παντοδύναμος και έγινεν η υπόκρισις αλήθεια, δια να σωθούν και οι δύο ούτοι και να λάβουν της νίκης τον στέφανον· εφώτισε, λέγω, την ψυχήν του Φιλήμονος και καθώς έκαμε τον Σταυρόν του δια να δείξη ότι είναι Χριστιανός, ω του θαύματος! με τον Σταυρόν ενδύεται την ευσέβειαν και ελθούσα εις αυτόν η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος εστερεώθη εις την ευσέβειαν και παρρησία εβόα· «Χριστιανός είμαι και δούλος Χριστού του αληθινού Θεού». Ο δε ηγεμών, δια να τον κάμη να φοβηθή, του λέγει με αγριότητα· «Δεν είδες προχθές πόσας τιμωρίας υπέστησαν ο Ασκλάς και ο Λεωνίδης, οίτινες κακώς απωλέσθησαν»; Ο δε Φιλήμων απεκρίνατο· «Το θαυμάσιον το οποίον είδα εις εκείνους, οι οποίοι εσταμάτησαν το καράβι σου, όταν ήτο εις το μέσον του ποταμού και δεν ηδύνατο να σαλεύση ώσπερ να ήτο προσηραγμένον, αυτό με έκαμε και επίστευσα και είμαι έτοιμος να λάβω δια τον Χριστόν μου τον θάνατον». Μη δυνάμενος λοιπόν να τον μεταστρέψη ο ηγεμών προσέταξε τους παρεστώτας να φέρουν τον χοραύλην Φιλήμονα, δια να παίξη την λύραν, μήπως και τον επιστρέψη, μη γνωρίζων ότι αυτός μετά του οποίου συνδιελέγετο προηγουμένως ήτο ο Φιλήμων. Εζήτουν λοιπόν εις όλην την χώραν τον Φιλήμονα και μη ευρόντες αυτόν έφερον τον αδελφόν του, Θέωνα καλούμενον, τον οποίον ηρώτησεν ο άρχων που ευρίσκεται ο Φιλήμων, εκείνος δε του τον έδειξε, λέγων ότι εκείνος με το σκεπασμένον πρόσωπον ήτο ο ζητούμενος. Τότε ο άρχων προσέταξε να τον ξεσκεπάσουν και ιδών αυτόν εγέλασε, νομίζων, ότι ηστειεύετο· όταν όμως είδεν ότι επέμενεν ομολογών τον Χριστόν τον ηρώτησε λέγων· «Ειπέ μοι, εις την υγείαν των βασιλέων, αληθώς ομιλείς ή προσποιείσαι δια να περιγελάς τους Χριστιανούς»; Ο δε απεκρίνατο· «Αληθώς σου ομιλώ, ω άρχων, και δεν ψεύδομαι, αλλά έτοιμος είμαι να πάθω μυρίους θανάτους δια την ομολογίαν αυτήν του Χριστού μου». Τότε εθυμώθη ο άρχων ταύτα ακούων και ηρώτα τους παρεστώτας, εάν ήτο δίκαιον να τον θανατώση ευθύς ως αρνητήν της πίστεως ή να του δώση διορίαν καιρού. Ο δε λαός τον ηγάπα πολύ και παρεκάλουν τον άρχοντα λέγοντες· «Μη απολέσης την απόλαυσιν όλης της πόλεως». Λέγει προς αυτόν ο τύραννος· «Βλέπεις, Φιλήμον, πόσην αγάπην σού έχουν όλοι και πως συμπονούν δια τον θάνατόν σου; Λοιπόν μη φανής και συ προς αυτούς αχάριστος, αλλά θυσίασον εις τους θεούς και μεθαύριον που έχομεν μεγάλην πανήγυριν να παίξης τα όργανα και να μας δώσης πολλήν απόλαυσιν». Λέγει ο Φιλήμων· «Η πανήγυρις αύτη με κάμνει να ενθυμούμαι την ουράνιον αγαλλίασιν και αύτη η πρόσκαιρος μουσική με παρακινεί να φαντάζωμαι την Αγγελικήν υμνωδίαν και την ανέκφραστον ηδονήν. Λοιπόν γνώριζε, ότι δεν μεταβάλλω γνώμην ουδέποτε και μη κουράζεσαι να με δοκιμάζης». Λέγει προς αυτόν ο άρχων· «Και να αποθάνης δια τον Χριστόν, πάλιν δεν λογίζεσαι Μάρτυς, διότι δεν έχεις το Βάπτισμα». Ο δε Μάρτυς απεκρίνατο· «Σε ευχαριστώ, διότι μου επροξένησας μεγάλην ωφέλειαν, ενθυμήσας εις εμέ το άγιον Βάπτισμα». Ούτως ειπών ο Άγιος προς τον άρχοντα, στρέφει προς τον λαόν το πρόσωπον και λέγει μεγαλοφώνως ταύτα· «Σας παρακαλώ, εάν κανείς μεταξύ σας υπάρχη Χριστιανός, όστις να μη φοβήται τον θάνατον δια την ευσέβειαν, ας έλθη ευθύς να με βαπτίση δια τον Κύριον». Ταύτα ειπών δεν είδεν ουδένα να πλησιάση, εκ του φόβου του άρχοντος. Όθεν στραφείς προς τον ουρανόν εδάκρυσε λέγων· «Δέσποτα Χριστέ ο Θεός μου, όστις με ελύτρωσας από την προτέραν πλάνην, ως αγαθός και φιλάνθρωπος, μη με αφήσης ακοινώνητον του θείου Βαπτίσματος, αλλ΄ ως θέλεις δείξον μοι Ιερέα και ύδωρ να γίνω Χριστιανός τέλειος». Ταύτα λέγων, ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ! Κατέβη από τον αέρα νεφέλη με ύδωρ και εβάπτισε τον Φιλήμονα. Έπειτα η μεν νεφέλη ανέβη εις ύψος, ο δε βαπτιζόμενος είπε προς τους παρεστώτας· «Βλέπετε όσοι είσθε Χριστιανοί, ότι αφού δεν ετόλμησε κανείς να παρρησιασθή, ήλθεν αυτός ο Δεσπότης Χριστός και με εβάπτισεν; Άφετε λοιπόν πάσαν δειλίαν και παρρησιασθήτε, να λάβητε πλουσίαν αντάμειψιν· συ δε, ω ηγεμών, άφες την ανωφελή μανίαν και εννόησον, ότι πολεμείς ανωφελώς κατά του Θεού εκείνου όστις μέλλει, όταν κρίνη τον κόσμον, να σε κατακρίνη εις ατελεύτητον κόλασιν». Ταύτα ειπόντος του Αγίου, απεκρίθη ο ηγεμών και λέγει προς αυτόν· «Άφες αυτά τα φλυαρήματα, ενθυμήσου την εορτήν και λάβε την λύραν και τους αυλούς να ευφράνης τους φίλους σου, ειδεμή συ μεν λαμβάνεις ως απειθής τον προσήκοντα θάνατον, έτεροι δε θα παίξουν τους αυλούς σου, να χαίρωνται». Τότε πάλιν ο Φιλήμων εζήτησεν από τον Θεόν και τούτο το θέλημα, λέγων· «Επάκουσον, Κύριε Βασιλεύ, της δεήσεώς μου και καθώς απέστειλας εις εμέ το ύδωρ και με εβάπτισας, ούτω και τώρα ας έλθη πυρ να κατακαύση τους αυλούς μου, τους οποίους έδωσα εις τον Απολλώνιον, όταν ήλθα εις το Μαρτύριον, δια να μη μείνη σημείον τι της προτέρας μου αγνωσίας και ματαιότητος». Δεν είχεν ακόμη τελειώσει την ευχήν και πίπτον πυρ ουρανόθεν εις τας χείρας του Απολλωνίου, τους μεν αυλούς κατέκαυσε, τας δε χείρας αυτού ουδόλως έβλαψεν. Ιδών λοιπόν ο Απολλώνιος το τοιούτον θαυμάσιον, έδραμεν εις το στάδιον και ανεκήρυξε την εις Χριστόν πίστιν, ο δε ηγεμών τον μεν Απολλώνιον εφυλάκισε δια να τον εξετάση βραδύτερον, τον δε Φιλήμονα επρόσταξε να ραβδίσωσιν. Ο δε λαός συμπονούντες τον Άγιον εφώναζον όλοι προς τους στρατιώτας, να μη τον δέρωσιν. Όθεν ο άρχων πάλιν τον εκολάκευε να επιστρέψη εις την προτέραν ασέβειαν και τον προσεκάλει να τον φιλεύση με δείπνον πλουσιοπάροχον και άλλας αμοιβάς. Ο Άγιος όμως απεκρίνατο· «Ο δείπνος ο ιδικός μου είναι ητοιμασμένος εις τα ουράνια και δεν χρειάζομαι τίποτε από σε». Τότε προσέταξεν ο άρχων και ετρύπησαν τους αστραγάλους και των δύο Αγίων Μαρτύρων, Απολλωνίου και Φιλήμονος και περάσαντες σχοινία από τας τρύπας τους έσυρον εις όλην την χώραν· έπειτα λέγει προς αυτούς ο άρχων· «Βλέπετε πόσον πόνον σάς δίδει αυτή η βάσανος; Που είναι ο δυνατός Θεός σας και δεν σας ελύτρωσεν»; Απεκρίθη ο Φιλήμων· «Ακόμη, Αρριανέ, δεν ηννόησας, ότι όχι μόνον με λόγια, αλλά και εις την πράξιν τας βασάνους υπομένομεν; Συ είδες ύδωρ και πυρ εξ ουρανού κατελθόντα και άλλα θαυμάσια και ζητείς και άλλα; Όμως ας ίδης εν ακόμη παράδειγμα, δια να εννοήσης, ότι εγώ δεν βλάπτομαι από τας κολάσεις σου, διότι φυλάττομαι υπό του Θεού». Ταύτα ειπών, εζήτησε και του κατεσκεύασαν εν όργανον χαλκούν· ήτο δε τούτο ως θρονίον γυναικείον, έβαλε δε εις αυτό παιδίον τι και εκάθητο, αλλά πέριξ αυτού ήτο σκεπασμένον με το χάλκωμα, προσέταξε δε να το τοξεύουν οι στρατιώται· ρίψαντες δε εκείνοι όλα τα βέλη, εξέβαλον ύστερον το παιδίον αβλαβές, διότι ταύτα έπιπτον επί του χαλκώματος και επέστρεφον άπρακτα. Τότε είπε προς τον άρχοντα· «Καθώς δεν εβλάψατε τον παίδα ποσώς, αλλά μάλλον σεις εβασανίσθητε, ούτω και εμέ δεν θέλετε νικήσει ποτέ, όσας κολάσεις και αν μου δώσετε, διότι η δύναμις του Χριστού με περικυκλώνει με τείχος αδαμάντινον και δεν συλλογίζομαι τας βασάνους σας».Τότε θυμωθείς ο Αρριανός ηθέλησε να δείξη ψεύστην τον Άγιον και κρεμάσας αυτόν εις δένδρον, τον ετόξευσαν όλοι δυνατά, όσοι είχον τόξα και έρριψαν όλα τα βέλη επάνω του· όμως ο Άγιος ηύχετο προς τον Θεόν και δεν τον ήγγισαν, αλλ΄ έπιπτον μέρος μεν εξ αυτών εις το δένδρον, μέρος δε εις την γην, άλλα δε πάλιν εκρέμαντο θαυμασίως εις τον αέρα. Ο δε ηγεμών επλησίασε να ίδη το θαυμάσιον, αλλά καθώς ητένισε τον Φιλήμονα, θαύμα εις το θαύμα ηκολούθησε, διότι βέλος τι κατελθόν από του αέρος ενεσφηνώθη με τόσην ορμήν και δύναμιν εις τον δεξιόν οφθαλμόν τού άρχοντος, ώστε ετυφλώθη αμέσως· η δε τύφλωσις αύτη έγινε φώτισις ψυχής, ότι ούτως οικονομεί η πάνσοφος του Θεού σοφία. Πρότερον, όταν είχε τους οφθαλμούς, ήτο τυφλός εις την ψυχήν και ανόητος και επολέμει με τον Παντοδύναμον ο ανίσχυρος, νυν δε, τυφλός ων, εγνώρισε τον αληθέστατον Θεόν και προστάσσων να κατεβάσουν τον Άγιον, τον προσεκύνησε, παρακαλών να του δώση την ίασιν και να πιστεύση εις τον Χριστόν. Ο δε είπε προς αυτόν· «Εάν σε θεραπεύσω τώρα, θέλεις είπει ότι είμαι μάντις· αλλ΄ αφού αποθάνω, τότε λάβε χώμα από τον τάφον μου, χρίσε τον οφθαλμόν σου, επικαλούμενος τον Χριστόν, και αμέσως θέλεις λάβει μόνος σου την ίασιν». Τότε ο Αρριανός, έχων πόθον να θεραπευθή, προσέταξε να αποκεφαλίσουν τον Απολλώνιον και τον Φιλήμονα, λέγων· «Εάν είπε ψεύματα δια την ιατρείαν μου ο Φιλήμων, ιδού έκαμα την εκδίκησιν δίδων εις αυτόν τον θάνατον· εάν δε αληθεύση, λαμβάνω την ποθουμένην υγείαν πάραυτα». Μετά λοιπόν την τελευτήν και τον ενταφιασμόν των Αγίων, επήρεν ο ηγεμών χώμα εκ του τάφου των και χρίσας τον οφθαλμόν του, είπε ταύτα· «Εις το όνομά σου, Χριστέ Ιησού, δια τον οποίον εθανατώθησαν ούτοι, βάλλω εις τον οφθαλμόν μου το χώμα τούτο, και εάν αναβλέψω, θα είπω και εγώ, ότι πλην σου δεν υπάρχει άλλος Θεός κάμνων θαυμάσια». Ταύτα λέγων, έλαβε διπλήν την ίασιν και όχι μόνον έξωθεν εφωτίσθη, αλλά και κατά την ψυχήν περισσότερον και εβόα ταύτα αγαλλιώμενος· «Χριστιανός είμαι» και ηυχαρίστει τον Κύριον· έπειτα επήγεν εις τον οίκον του και εβαπτίσθη με όλους του παλατίου του, απηλευθέρωσε τους τριάκοντα εξ Χριστιανούς από την φυλακήν και επήρε με δύο Επισκόπους τα ιερά Λείψανα των Αγίων Μαρτύρων και τα έβαλε με σινδόνας πολυτίμους και πολλά αρώματα εις τόπον έντιμον με πολλήν ευλάβειαν, έδωσε δε και πολλάς ελεημοσύνας εις πένητας και άλλα πολλά καλά ετέλεσεν. Εις ολίγον καιρόν ηκούσθη ο λόγος εις τα βασίλεια, ότι ο Αρριανός έγινε Χριστιανός· όθεν στέλλει ο βασιλεύς τέσσαρας από τους προτέκτορας να τον φέρουν εκεί, να μάθη την αλήθειαν· οι δε απελθόντες τον έδεσαν δια να τον παραλάβωσιν. Ο δε Άγιος έδωκεν εις αυτούς οκτακόσια νομίσματα, δια να τον υπάγουν εκεί όπου ήσαν τα ιερά Λείψανα των Αγίων, να προσευχηθή· όθεν επήγαν όλοι ομού και πίπτων κατά γης εφίλει τον τάφον ευλαβώς, δεόμενος να τον βοηθήσουν οι Άγιοι να μαρτυρήση δια τον Κύριον. Τότε παρευθύς εξήλθε φωνή εκ του τάφου, ήτις ωμοίαζε με την του Φιλήμονος και λέγει προς αυτόν· «Ανδρίζου, Αρριανέ, και μη φοβείσαι, διότι ο Δεσπότης σε προσκαλεί και σου πλέκει τον στέφανον του Μαρτυρίου· μετά σου δε θα μαρτυρήσουν και οι προτέκτορες (σωματοφύλακες) και θα λάβουν από τον Χριστόν, εις την Βασιλείαν Αυτού, μεγάλην αντάμειψιν». Ταύτα ακούσαντες όλοι εθαύμασαν· επιστρέψαντες δε πάλιν εις τον οίκον του Αρριανού, καθώς ούτος εζήτησεν, απήλαυσεν εκεί χάριν πλουσίαν από τον Θεόν και εγνώρισε τον τρόπον και τον καιρόν της τελειώσεως αυτού. Καλέσας δε και τους δούλους αυτού, προεφήτευσε τα μέλλοντα λέγων· «Έλθετε μετ΄ εμού εις την Αλεξάνδρειαν· έπειτα εγώ μεν θα υπάγω εις τον βασιλέα και κατά την ογδόην του αυτού μηνός τελειώνω τον αγώνα του Μαρτυρίου με την βοήθειαν του Κυρίου. Θα με ρίψουν δε με σάκκον εις την θάλασσαν· σεις όμως, ενθυμούμενοι καλώς τους λόγους μου τούτους, να έλθετε εις τον αιγιαλόν την ενδεκάτην του αυτού μηνός, κατά την έκτην ώραν, δια να παραλάβετε το Λείψανόν μου από την ράχιν ενός δελφίνος, που θα το φέρη και να το ενταφιάσητε ομού με τα Λείψανα των άλλων Αγίων Μαρτύρων». Ταύτα ειπών προς τους δούλους αυτού ο Άγιος απήλθεν εις τον Διοκλητιανόν, όστις τον υπεδέχθη το πρώτον με ιλαρότητα, έπειτα ηυτρέπισε λουτρόν έμπροσθεν εις τον ναόν του Απόλλωνος, εκεί δε ελούσθησαν ομού με τον Αρριανόν και εξελθόντες έξω του είπε να προσφέρη θυσίαν εις τον Απόλλωνα. Ο δε απεκρίνατο λέγων· «Πως είναι δυνατόν, ω βασιλεύ, να αφήσω τον αληθή Θεόν, από τον οποίον είδον τοιαύτα θαυμάσια, και να προσκυνήσω άψυχα και αναίσθητα είδωλα»; Τότε ο Διοκλητιανός ξεσκεπάζων την ψευδοσχηματισμένην πραότητα προστάσσει να τον δέσουν χείρας και πόδας και να κρεμάσουν εις όλον το σώμα του λίθους μεγάλους, έπειτα να τον ρίψουν εις χάσμα τι μέγα και εκεί να τον καταχώσουν από επάνω με λίθους και χώματα. Τούτου γενομένου, αυτός εκάθητο εις θρόνον υψηλόν, και έλεγε λόγια βλάσφημα κατά του Χριστού ο δείλαιος· έπειτα δε προσέθεσε και ταύτα· «Τώρα θα ίδωμεν εάν έλθη ο Χριστός να τον βοηθήση και να τον λυτρώση από τας χείρας μου». Αυτά και έτερα λέγων ο σαπρός σκώληξ με πολλήν υπερηφάνειαν, εκάθισεν εις τον ίππον του, δια να υπάγη εις τα βασίλεια. Όταν όμως έφθασεν εις το δωμάτιόν του δια να αναπαυθή, βλέπει, ω Δέσποτα των απάντων Χριστέ Βασιλεύ! Θέαμα φρικτόν και εξαίσιον, από μόνην την Σην ανεξερεύνητον δύναμιν δυνάμενον να πραγματοποιηθή. Είδε, δηλαδή κρεμασμένους εις την βασιλικήν κλίνιν τους λίθους και τα σχοινία, με τα οποία είχε δεδεμένον τον Μάρτυρα, όταν τον έρριψαν εις το φοβερόν εκείνο χάσμα, αυτός δε ο Αρριανός έκειτο επί της κλίνης αναπαυόμενος. Ταύτα ιδών ο Διοκλητιανός εφοβήθη, νομίζων, ότι κάποιος από τους άρχοντάς του, επήρε τυραννικώς το βασίλειον· όθεν ήρχισε να φωνάζη, δια να δράμουν οι δούλοι του να τον βοηθήσουν, ο δε Άγιος του λέγει με πραότητα· «Μη συγχύζεσαι, διότι δεν σε επεβουλεύθη κανείς, αλλά είμαι εγώ ο Αρριανός ο ηγεμών της Θηβαϊδος, τον οποίον έρριψας εις το χάσμα, έπειτα έλεγες, ότι δεν ηδύνατο ο Χριστός να με λυτρώση από τας χείρας σου». Τότε έμεινεν άφωνος ώραν πολλήν και έμφοβος· έπειτα εξελθών έξω εφώναζεν ως δαιμονιζόμενος, λέγων, ότι οι Χριστιανοί ήσαν μάντεις και γόητες και άλλα παρόμοια φλυαρήματα· έπειτα προστάσσει να βάλουν τον Άγιον εις σάκκον και κατόπιν να τον γεμίσουν άμμον και να τον ρίψουν βαθειά εις το πέλαγος.Τότε παρρησιάζονται και οι προαναφερθέντες τέσσαρες άρχοντες, ήτοι οι προτέκτορες, οι οποίοι ιδόντες τοιούτον θαυμάσιον επίστευσαν εις τον Χριστόν και ενεθυμούντο την περί τούτου πρόρρησιν του Αγίου Φιλήμονος. Αφού λοιπόν προσήλθον εις τον τύραννον τον ήλεγξαν λέγοντες· «Διατί καταδικάζεις τον δίκαιον, άδικε, χωρίς να πράξη τι πταίσιμον; Ο Χριστός είναι ο αληθής Θεός, όστις ενεργεί τοιαύτα θαυμάσια και μη κοπιάς ανωφελώς, διότι καν υποκάτω εις τα όρη και τα υψηλά βουνά τον καταχώσης, καν εις το βάθος της θαλάσσης τον καταποντίσης, καν άλλο δεινότερον κακόν πράξης κατ΄ αυτού, ο Χριστός, ως αληθής Θεός, είναι δυνατός να τον αναστήση, καθώς εγνώρισες σήμερον από τον άρχοντα Αρριανόν, με τον οποίον και ημείς είμεθα πρόθυμοι να αποθάνωμεν δια τον Χριστόν· και πιστεύομεν ότι καθώς αυτόν εξέβαλεν από το βυθόν της γης, εις τον οποίον ήτο καταχωσμένος με τόσους λίθους, ούτω δύναται ν΄ αναστήση και ημάς και να μας δώση ζωήν καλλιτέραν και αιώνιον». Λέγει προς αυτούς ο τύραννος ειρωνευόμενος· «Εγώ και πρότερον, όταν ετηρούσατε τας εντολάς μου, ικανοποιούσα όλα τα αιτήματά σας, δια να μη σας πικραίνω, ως να ήμην πατήρ σας· όθεν και τώρα πάλιν δεν θα σας λυπήσω, αλλά θα σας δώσω τον θάνατον του Αρριανού προθυμότατα». Τότε ο πρεσβύτερος των προτεκτόρων, την κλήσιν Θεότυχος, απεκρίνατο· «Ο Θεός ο αληθινός, τον οποίον προσκυνούμεν και δια τον οποίον λαμβάνομεν θάνατον, να σου δώση την πρέπουσαν αντάμειψιν της αγάπης αυτής, την οποίαν μας έδειξες· πλην και ταύτην την χάριν παρακαλώ να μου κ΄μη η βασιλεία σου· τα πράγματά μου όλα ν΄ αφήσης να διαμοιρασθώσιν εις δύο μέρη, το εν να δοθή εις τα βασίλεια και το άλλο να διαμοιρασθή εις χήρας και ορφανά». Ταύτα λέγοντος του Θεοτύχου, είπον προς αυτόν οι επίλοιποι· «Ας αφήσωμεν, αδελφοί, άπαντα εις την άνω Πρόνοιαν και Αυτός ο Θεός θέλει οικονομήσει ως βούλεται· ημείς δε ας φροντίσωμεν δια το τέλος μας». Τότε ο βασιλεύς ίστατο συλλογιζόμενος και θαυμάζων επί ώραν πολλήν την προθυμίαν, την οποίαν είχον δια τον θάνατον. Ο δε Αρριανός, βλέπων τον βασιλέα συλλογιζόμενον, εφοβήθη μήπως μεταβάλη γνώμην και δεν τους θανατώση· όθεν λέγει προς αυτόν· «Μη σε πλανά ο διάβολος και έχης ελπίδα τινά από εμάς, διότι ημείς δεν μεταβάλλομεν γνώμην, έστω και αν μας έδιδες μυρίους θανάτους». Όθεν ο τύραννος βλέπων την στερεάν των γνώμην απηλπίσθη τελείως και δίδει κατ΄ αυτών την τελευταίαν απόφασιν, να τους βάλουν εις σάκκους έκαστον χωριστά και να γεμίσουν τους σάκκους με άμμον, έπειτα να τους ρίψουν εις το πέλαγος· τούτου δε ούτω γενομένου επληρώθη η προφητεία του Αγίου Φιλήμονος. Αλλά και πάλιν άλλο θαυματούργημα έγινε τότε· καθώς δηλαδή τους έρριψαν οι στρατιώται εις την θάλασσαν, εφάνη θηριόψαρον μέγα πολύ και θαυμάσιον, ομοιάζον με δελφίνα· ούτος εσήκωσε και τους πέντε σάκκους εις την ράχιν του με τρόπον θαυμάσιον και τρέχων ως ταχύπλοον πλοίον, τους επήγεν εις την Αλεξάνδρειαν, εκεί δε εις τον αιγιαλόν ανέμενον οι παίδες του Αρριανού, καθώς εκείνος τους προσέταξεν, οίτινες ιδόντες τον δελφίνα εξεπλάγησαν και δια το μέγεθος το οποίον είχε και διότι ίσταντο επάνω αυτού οι σάκκοι με τόσην ασφάλειαν και δεν εγλύστρων να πέσωσιν εις την θάλασσαν· έτι δε ενθυμούμενοι, ότι ο αυθέντης των Αρριανός τούς είπε μόνον δια το ιδικόν του Λείψανον, αυτά δε ήσαν πέντε, διηπόρουν θαυμάζοντες. Τότε ακούουν φωνήν εκ Θεού ήτις τους λέγει· «Λάβετε το Λείψανον του αυθέντου σας και τα άλλα τέσσαρα των Προτεκτόρων και βάλετε αυτά ομού με τα Λείψανα των Αγίων μου Ασκλά και Λεωνίδους». Τότε ο δελφίν πλησιάσας απέθεσε μετά σεβασμού τους σάκκους εις τον αίγιαλόν και επέστρεψε πλέων οπίσω εις το πέλαγος. Λαβόντες οι δούλοι τα άγια Λείψανα έβαλαν αυτά εις λέμβον και έπλεον και έπλεον τον ποταμόν επί τρία ημερονύκτια· όταν δε ήσαν εις την μητρόπολιν των Αντινοϊτών, εις την οποίαν ήτο θέλημα Θεού να μείνουν τα άγια Λείψανα, εστάθη η λέμβος με γεμάτα ιστία και δεν εσάλευε τελείως· οι δε σύντροφοι όλοι εκοιμώντο. Τότε ήλθε φωνή τις λέγουσα δις· «Θεοδοτίων (ούτω ωνομάζετο ο κυβερνήτης του πλοίου), εδώ είναι θέλημα του Θεού να μείνουν τα Λείψανα». Έξυπνος δε γενόμενος ο Θεοδοτίων και βλέπων την λέμβον ως δεδεμένην, εξήλθεν έξω και φθάσας εις την πόλιν, ανήγγειλε την υπόθεσιν· οι δε εγχώριοι έδραμον λαμπαδηφόροι με θυμιάματα ψάλλοντες και υμνολογούντες τον Κύριον· και ούτω λαμπρώς και ευλαβώς ενεταφίασαν αυτά εις τον τόπον, τον οποίον ο Θεός ωκονόμησε και εις τον οποίον καθ΄ εκάστην γίνονται εις τους ασθενείς ιάματα και άλλα θαυμάσια, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, του ενός και μόνου Θεού. Ω πρέπει κράτος, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”