Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Δ΄ (4η) Μαρτίου, μνήμη του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ του Αναχωρητού του Ιορδανίτου.

Δημοσίευση από silver »


Γεράσιμος ο Όσιος και θεοφόρος Πατήρ ημών ο Αναχωρητής και Ιορδανίτης αποκαλούμενος υπήρξεν υιός ευπόρων και αυστηρών κατά τα ήθη γονέων, γεννηθείς εις την Λυκίαν της Μικράς Ασίας περί τα τέλη του Δ΄ μετά Χριστόν αιώνος. Η ακριβής χρονολογία της γεννήσεώς του δεν είναι γνωστή, η δε παραδιδομένη υπό των παλαιοτέρων εντύπων Συναξαριστών ως λαβούσα χώραν κατά τους χρόνους του βασιλέως Κωνσταντίνου Δ΄ του Πωγωνάτου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη χξη΄ - χπε΄ (668 – 685) είναι εσφαλμένη. Τα περί του ζητήματος τούτου αναπτύσσομεν εν τη κάτωθεν του παρόντος παρατοθεμένη υποσημειώσει, ενταύθα δε παραθέτομεν τον Βίον αυτού ως παρελάβομεν τούτον εκ των παλαιοτέρων, αρκεσθέντες εις την διόρθωσιν μόνον της χρονολογίας γεννήσεως του Οσίου, βάσει των ελεγχθέντων στοιχείων. Αφηγούνται μεν πάντοτε το καλόν και επαινούσι τας αγαθάς πρόξεις αι Ιεραί και Θείαι Γραφαί, οδηγούσαι ημάς και προάγουσαι προς αρετήν, αλλ’ ημείς οι οκνηροί και χαύνοι, οι εν αναπαύσει βιούντες, αδρανούμεν προς αυτήν και υποστηρίζομεν, ότι η εργασία της αρετής είναι λίαν δυσχερής και δεν δύναται να κατορθωθή ευκόλως από τον καθένα, δια το προς τας ηδονάς επιρρεπές ημών και την προς τα πάθη αδυναμίαν. Όμως πολλοί των προ ημών βιωσάντων Πατέρων και άπαξ μόνον αναγνώσαντες Βίους σπουδαίων ανδρών, ευθύς υπό τούτων παραδειγματισθέντες ετράπησαν εις την άσκησιν της ομοίας αρετής και πλείστα όσα λαμπρά κατορθώματα επέτυχον. Όσον δε υψηλότερον ανήλθον τόσον περισσότερον παριστώσι το αξιόπιστον των Ιερών Γραφών και αποδεικνύουν, ότι δεν είναι αδύνατον το να διδάσκεται τις εξ αυτών, οι δε ραθυμούντες και προς εργασίαν της αρετής αδρανούντες διαθερμαίνονται δια των παραδειγμάτων των Αγίων και προς ζήλον εγείρονται και πείθονται πολλάκις τα αυτά να επιχειρήσωσι και δια τούτων εκείνους να προσεγγίσωσιν. Τοιούτος είναι και ο του μεγάλου Πατρός Γερασίμου Βίος, όστις προβάλλεται νυν ενώπιον ημών προς μελέτην και εις κοινήν των ακροωμένων αυτόν ωφέλειαν, ικανός αφ’ ενός μεν να αποδείξη την δύναμιν της αρετής, την οποίαν ο μέγας εκείνος Πατήρ κατώρθωσεν, αφ’ ετέρου δε να συναρπάση δια των παραδειγμάτων του εκείνους, οίτινες ποθούν την λαμπρότητα του Οσίου Πατρός Γερασίμου. Ταύτα δε δι’ ολίγων λέγομεν, αφ’ ενός μεν δια το στενόν και ασθενές της ημετέρας γλώσσης, αφ’ ετέρου δε ίνα μη φανή, ότι ο λόγος δια της μακρηγορίας και της κατά την τέχνην συνθέσεως μεγαλοποιεί το ευφημούμενον μεγαλείον, αλλ’ ότι ο προκείμενος μάλλον λόγος επικοσμείται και σεμνύνεται δι’ αυτής μόνης της των έργων μεγαλοπρεπείας. Ο θείος Γεράσιμος, το γέρας όντως των Μοναχών, εγεννήθη, ως είπομεν, εν τη επαρχία των Λυκίων, εκ γονέων ευπόρων, αλλά ηθικών και αυστηρών. Ενηλικιούμενος δε απέκτα και τον πλούτον της συνέσεως και δεν ηγάπα να διάγη κατά τον τρόπον των άλλων νέων, φροντίζων δηλαδή αποκλειστικώς και μόνον να τέρπη τας αισθήσεις, τα δε ψυχικά αγαθά να εγκαταλείπη, αλλά ατενίζων κυρίως προς τον Θεόν, διέκρινε καλώς τας αρετάς από των παρόντων την πλήρη ματαιότητα, κρίνων, ότι τίποτε άλλο δεν είναι αι απολαύσεις του βίου τούτου ει μη μόνον απάτη, σύγχυσις του λογισμού και τύφλωσις νοός. Απεμακρύνθη λοιπόν εκ των του κόσμου θορύβων και μετέβη προς τον ήρεμον και απλούν βίον της μοναδικής πολιτείας και κουρεύσας τας τρίχας της κεφαλής του απέβαλε μετ’ αυτών και πάσαν κοσμικήν μέριμναν, αφοσιώσας όλον τον εαυτόν του εις την αρετήν, την οποίαν μετά σπουδής ειργάζετο και μετά θερμού πόθου ισχυρώς ηγωνίζετο, ίνα αποκτήση. Ταύτα πάντα έπραττεν ο Άγιος λινα καταστήση την ψυχήν αυτού καθαράν από παντός πάθους και πάσης κηλίδος, και ίνα η διάνοια αυτού γίνη ευπρόσδεκτος των υψηλών χαρισμάτων του πνεύματος και του εκείθεν εκπηγάζοντος λαμπρού φωτός. Ένεκα τούτου και της γαστρός τας ορέξεις περιώριζε τόσον, ώστε να αδιαφορή προς πάσαν του φάρυγγος ηδονήν και να απεχθάνεται παν το βαρύνον την γαστέρα, ως ενοχλητικόν βάρος. Ούτω και τα σκιρτήματα των παθών της σαρκός κατηύναζε και η νηφαλιότης του νοός έμενεν ατάραχος. Και της μεν γαστρός ούτως εκράτει και κατ’ αυτόν τον τρόπον τας πολυτελείς τροφάς απηχθάνετο, αλλά και του ύπνου ισχυρότερος εγένετο, ουδέποτε παρασυρόμενος υπ’ αυτού. Εχρησιμοποίει δε τούτον τόσον μόνον όσον η φύσις ηδύνατο να ανθέξη, κατά δε το υπόλοιπον ηγρύπνει αυστηρός απασχολούμενος εις την προσευχήν και την μελέτην των πνευματικών λόγων. Κατ’ αυτόν λοιπόν τον τρόπον αγωνιζόμενος ο τρισμακάριος Όσιος εις την πατρίδα του την Λυκίαν και δείξας την πρέπουσαν εις τους Μοναχούς πολιτείαν και πολλούς ιδρώτας αποβάλλων κατά των πνευμάτων της πονηρίας, εσκέφθη να μεταβή εις την παρά τον Ιορδάνην έρημον, ίνα αγωνισθή δια μεγαλυτέρων αγώνων με την πεποίθησιν, ότι η ερημία είναι υψηλοτέρα της φιλοσοφίας και βοηθός και συνεργός εις τον αγώνα του. Έπραξε λοιπόν τούτο και ευθύς ως έφθασεν εκεί, ήρχισε τον ερημικόν βίον καθώς επεζήτησε, καλλιεργών καλλιτέραν αγωγήν και μεγαλυτέραν προς την αρετήν απόδοσιν. Διότι δεν ηθέλησε να παραμείνη εις τας προτέρας συνηθείας, αλλ’ επεδίδετο εις αληθείς κόπους προς το καλόν, καθ’ ημέραν προάγων τον εαυτόν του, δι’ ο και των όπισθεν επιλανθανόμενος και τοις έμπροσθεν επεκτεινόμενος, καθώς ο θείος Παύλος λέγει (Φιλ. γ: 14) και προχωρών καθώς ρωμαλέος τις δρομεύς, έτρεχεν άνευ επιστροφής ταχέως εις τον δρόμον της αρετής, επειγόμενος, ίνα αποκτήση το βραβείον της άνω κλήσεως. Ουχί δε μόνον ως καλός δρομεύς διέτρεχε τον της ασκήσεως δρόμον ο Άγιος, αλλά και ως καλός στρατιώτης ηγωνίζετο κατά των σκοτεινών δυνάμεων, επιτιθέμενος γενναίως κατ’ αυτών και αντικρούων μετά τόλμης τους κατ’ αυτού επερχομένους, ουχί προς αίμα και σάρκα διαγωνιζόμενος, αλλά προς τας αρχάς και τας εξουσίας του σκότους, κατά τον ίδιον θείον Παύλον (Εφ. στ: 12) καθ’ ων αρμόζει η πολεμική τέχνη και μέθοδος των γενναίων ανδρών και κατά των οποίων σκοτεινών δυνάμεων η επίθεσις είναι ανένδοτος και σφοδροτάτη και η μάχη ηρωϊκή και διαρκής. Διότι αύται δεν ησυχάζουν, ως λέγει ο σοφός, εάν δεν κάμουν το κακόν. Προς τοιαύτας δυνάμεις εμάχετο ο ανήρ, προς τόσον τρομερούς αντιπάλους και τόσον φρικτούς πολεμίους. Αλλ’ ήτο καλώς ησφαλισμένος ο μακάριος δια των όπλων της αρετής και ενδυναμούμενος υπό της άνωθεν Χάριτος εμάχετο επιμόνως, ώστε όχι μόνον άπαξ να τρέψη τους εχθρούς εις φυγήν και ούτοι υποχωρούντες να τον αφήσωσι του λοιπού ανενόχλητον. Διότι και τούτο δύναται να συμβή. Φεύγουν δηλαδή οι εχθροί, όταν καθ’ ολοκληρίαν ηττηθούν ή μάλλον δεικνύουν ότι φεύγουν, ίνα ούτω νεκρωθή το αγωνιστικόν φρόνημα του αγωνιστού και ούτως επανερχόμενοι ούτοι καταλάβουν αυτόν εξ απροόπτου. Δεν έπραττεν όμως ούτως ο θείος Γεράσιμος, αλλά διαρκώς ηγωνίζετο και διαρκώς ευρίσκετο εις πόλεμον εναντίον των σκοτεινών δυνάμεων. Διότι αν ο στρατιώτης του Χριστού, καταξιούμενος της εν πνεύματι γαλήνης, διάγει εν αναπαύσει, ποία η ωφέλεια; Η φήμη λοιπόν τον άνδρα διεκήρυττε μέγαν κατά την αρετήν και γνήσιον του Θεού θεράποντα και είλκυεν εξ όλων των σημείων πολλούς προς αυτόν και έπειθε τούτους να χρησιμοποιούν ως οδηγόν προς τον Θεόν τον Όσιον τούτον Γεράσιμον, εις τούτον να βασίζωνται δια την σωτηρίαν των ψυχών των και εις αυτόν να εμπιστεύωνται την κηδεμονίαν των. Αρκετοί δε εκ των προς αυτόν προσερχομένων προήρχοντο εκ των παλαιοτέρων Μοναχών, ακόμη και εξ αυτών των Αναχωρητών. Τοσούτον ονομαστός κατέστη ο θείος Γεράσιμος μεταξύ των κατ’ εκείνην την εποχήν Μοναχών. Βλέπων δε ο Όσιος τούτους, ότι προετίμων την μετ’ αυτού συνοίκησιν και προθυμοποιουμένους να μένωσι πλησίον του, ωκοδόμησε μεγίστην Λαύραν απέχουσαν του ποταμού Ιορδάνου ουχί περισσότερον του ενός μιλίου, ανήγειρε δε και Κοινόβιον δια της εργασίας των. Ταύτα δε αφού επραγματοποίησεν, έθεσε νόμους άριστα διατεταγμένους και λίαν ωφελιμωτάτους, κατά τους οποίους οι μεν εισερχόμενοι εις Κοινόβιον Μοναχοί να μένωσιν εν αυτώ και να ασκώνται εις την μοναδικήν εκπαίδευσιν. Όσοι δε εκ τούτων συνεχώς και δια μακρών κόπων εξεγυμνάζοντο και έφθανον εις βαθμόν τελειότητος, ούτοι πλέον ηδύναντο να εγκαθίστανται εις ίδια κελλία, άτινα δεν ήσαν ολιγώτερα των εβδομήκοντα. Εις τους ούτω πως εγκαθισταμένους εις ίδια αναχωρητικά κελλία προσέταξεν ο Άγιος να διάγωσιν υπό τον εξής κανόνα. Καθ’ όλας τας ημέρας της εβδομάδος έκαστος να ησυχάζη εντός του ιδικού του κελλίου, χωρίς να έχη τίποτε άλλο προςτροφήν παρά μόνον άρτον, ύδωρ και φοίνικας. Κατά δε το Σάββατον και την Κυριακήν να προσέρχωνται εις την Εκκλησίαν και να συμμετέχουν εις τας Ακολουθίας, έπειτα δε να τρώγουν εις το Κοινόβιον μαγειρευμένον φαγητόν και να πίνουν ολίγον οίνον. Εις δε το κελλίον επρόσταξε να μη ευρίσκεται τίποτε, ούτε να καίη πυρά, ούτε μαγειρευμένον φαγητόν να τρώγουν. Διότι εκήρυττεν, ότι η ακτημοσύνη κεκοσμημένη δια της ταπεινοφροσύνης είναι εκ των λαμπροτέρων αρετών. Έκαστος δε, εξ όσων δια των έργων των χειρών του κατά το διάστημα της εβδομάδος κατεσκεύαζε, να συνεισφέρη εις το Κοινόβιον καθ’ έκαστον Σάββατον, όταν ήρχετο εις αυτό. Κατά δε το δειλινόν της Κυριακής, παραλαμβάνων έκαστος το εφόδιον της εβδομάδος, ήτοι άρτους και φοίνικας και ύδωρ εντός αγγείου και βάϊα, να επανέρχεται εις το κελλίον του. με τοιούτον κανόνα και τύπον προέτρεπε τους προς αυτόν προσερχομένους Αναχωρητάς να ζουν ο Μέγας Γεράσιμος. Δι’ ο και ούτοι, ούτως εκπαιδευθέντες, τόσον ήσαν αμέριμνοι και αδιάφοροι δια την κατοχήν κοσμικών πραγμάτων, ώστε τίποτε άλλο δεν είχον πέραν εκείνων τα οποία ενεδύοντο, αλλ’ ούτε και δευτέραν περιβολήν είχον. Ως στρωμνήν δε εχρησιμοποίουν ή ψάθιον ή ευτελές τι σκέπασμα. Είχον ακόμη και μικρόν πήλινον αγγείον δι’ ύδωρ, το οποίον επήρκει δια να πίνουν και δια να διατηρούν τα βαϊα τα οποία έπλεκον. Ακόμη ο κανονισμός ο παραδοθείς εις αυτούς υπό του Μεγάλου Γερασίμου και αυστηρώς τηρούμενος ήτο, όταν εξέρχωνται να αφήνουν ανοικτά τα κελλία των, ώστε ο επιθυμών να δύναται να εισέλθη εντός αυτών και να λαμβάνη ό,τι χρειάζεται δια τας βιοτικάς του ανάγκας. Δι’ ουδέν δε εκ των βιοτικών πραγμάτων απηγόρευε την κοινήν χρήσιν. Ώστε και ούτοι, αν και εν τη ερήμω βιούντες, προσηρμόζοντο εις τον αποστολικόν τρόπον ζωής, έχοντες «άπαντα κοινά» (Πράξ. β: 44). Μετά των απλών δε εκείνων πραγμάτων, τα οποία είχον κοινά, είχον και την καρδίαν και την ψυχήν μίαν. Επειδή ουδείς ουδέν εκ των υπαρχόντων αυτού ενόμιζεν ως ιδικόν του, αλλά τα πάντα εθεώρουν κοινά. Λέγεται δε και τούτο περί τινων Αναχωρητών. Ότι ότε προσήλθον προς τον Όσιον Γεράσιμον και εζήτησαν παρ’ αυτού να τους επιτρέψη να θερμάνουν ύδωρ και να φάγουν μαγειρευμένον φαγητόν, να αναγινώσκωσι δε με λύχνον, ο μέγας Γεράσιμος απαντήσας είπεν· «Εφ’ όσον επιθυμείτε να ζήτε ούτω, περισσότερον συμφέρον είναι δια σας να διαμένετε εις το Κοινόβιον. Αυτά δε εγώ ουδόλως θα σας τα επιτρέψω εφ’ όσον απομένει εις εμέ ζωή». Ούτως απήντησεν ο Όσιος εις τους Αναχωρητάς. Αφού δε ήκουσαν οι Ιεριχούντιοι τα της πολιτείας του θείου Πατρός Γερασίμου, ότι ήτο τόσον αυστηρά και τόσον ακλόνητος και ο Βίος αυτού ήτο σκληρός και απαράκλητος, έθεσαν οι ίδιοι δια τους εαυτούς των νόμον να μεταβαίνουν καθ’ έκαστον Σάββατον και Κυριακήν εις τους Αναχωρητάς και να μεταφέρουν παράκλησίν τινα εις αυτούς, λιτά τινα δηλαδή φαγητά και τρόφιμα. Λέγομεν δε ταύτα εις έπαινον των Ιεριχουντίων εκείνων, οίτινες απέδειξαν ψυχήν φιλάρετον. Πολλοί όμως εκ των υποτακτικών του Μεγάλου Γερασίμου, αντιλαμβανόμενοι τους ερχομένους προς τον σκοπόν τούτον, επί τοσούτον έχανον την ευθυμίαν των και τόσον δυσάρεστον εθεώρουν την άφιξίν των, ώστε δεν επροθυμοποιούντο ούτε να τους ίδωσι κατά πρόσωπον ουδ’ υπέμενον αυτούς. Διότι καλώς εγνώριζον οι μακάριοι εκείνοι Μοναχοί, ότι μήτηρ της τελείας σωφροσύνης είναι η εγκράτεια, ήτις δύναται μόνη και τους ρυπαρούς λογισμούς να απομακρύνη και του ύπνου την βαρύτητα να ελαφρώση. Διότι, όχι μόνον δια λόγων, αλλά και δι’ έργων εδιδάχθησαν τούτο υπό του μεγάλου Πατρός αυτών. Επειδή ο θείος εκείνος ανήρ μεγάλως εξετίμα την εγκράτειαν, τόσον ώστε και κατά τας τεσσαράκοντα ημέρας της νηστείας να μένη άσιτος, αρκούμενος μόνον εις την Αγίαν Κοινωνίαν. Τοιουτοτρόπως λοιπόν βιώσας ο θείος Γεράσιμος και καταστάς πρότυπον αρετής και σωτηρίας, αναδειχθείς δε της κατά τον Ιορδάνην ερήμου πολίτης και πολιούχος, έφθασεν εις το σύνηθες τέλος του βίου, την δ΄ (4ην) του παρόντος μηνός κατά την δευτέραν υπατείαν του Αυγούστου Ζήνωνος εν έτει 475. Αλλά καιρός είναι να ενθυμηθώμεν και τα κατά τον άγριον λέοντα θαύματα, όστις και ζώντα θαυμασίως υπηρέτησε τον Μεγάλον Πατέρα και μεταστάντα τούτον εκ των προσκαίρων παραδόξως συνηκολούθησε. Τελευταίον λοιπόν μετά την διήγησιν ακολουθεί το θαύμα, όπερ και το τέλος του Βίου του Πατρός συνοδεύει και το Συναξάριον τερματίζει, έχον ούτω. Λέων τις εξ εκείνων οίτινες έζων εις την έρημον του Ιορδάνου, συναντήσας τον Άγιον παρά την όχθην του ποταμού, ευθύς ως τον αντίκρυσεν, ήρχισε να φωνάζη δυνατά και να ωρύεται εκ των πόνων, διότι είχεν εμπηχθή εις τον πόδα του αιχμηρόν τεμάχιον καλάμου και επροξένει εις τον λέοντα πόνον ανυπόφορον. Αντιληφθείς τούτο ο Όσιος και συμπαθήσας δια το πάθημα του θηρίου και ευσπλαγχνισθείς, συμπονέσας δε και δια τους μορφασμούς τους οποίους έκαμνε προς αυτόν το θηρίον, προσφέρει την υπηρεσίαν του και θέλων να το θεραπεύση, ανασηκώνει τον πόδα αυτού ήδη εξωγκωμένον εκ της φλεγμονής και εξάγει μετά προσοχής τον κοπτερόν κάλαμον, όστις είχεν εμπηχθή εις αυτόν. Ευθύς τότε ο μεν πόνος του ζώου έπαυσεν, ο δε λέων γίνεται ήμερος ως πρόβατον, όχι ότι μετέβαλε και την φυσικήν του κατάστασιν, αλλά μόνην την αγριότητα, και ηκολούθησε τον μέγαν Γεράσιμον. Όπου δε ο Όσιος μετέβαινε, συνηκολούθει ο λέων. Μέγα και εκπληκτικόν το γεγονός τούτο, αλλά πόσον εκπληκτικώτερον το εν συνεχεία ιστορούμενον; Ως θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις Αυτού! Επειδή, ως είπομεν, η Λαύρα δεν ήτο μακράν του ποταμού, όνος τις μετέφερεν εξ αυτού το αναγκαίον εις τους εν αυτή ασκητεύοντας Πατέρας ύδωρ. Τούτου του όνου την φύλαξιν ανέθεσεν ο Γέρων εις τον λέοντα, εμπιστευθείς εις το θηρίον το ονάριον ωσάν εις μικρόν βασκόν το πρόβατον. Έκαμνε λοιπόν ο λέων την υπηρεσίαν ταύτην επ’ αρκετόν χρονικόν διάστημα και ο πρότερον γενόμενος ήμερος ως πρόβατον λέων, εγένετο ήδη κύων και άλλοτε μεν ηκολούθει τον όνον, περιτριγυρίζων αυτόν προστατευτικώς, άλλοτε δε εκάθητο πλησίον του ή επέβλεπε τας οδούς όταν ο όνος έβοσκε. Τι όμως συνέβη κατόπιν; Ύπνος κατέλαβε κάποτε τον λέοντα και ενώ ο όνος έβοσκεν απεμακρύνθη απ’ αυτού. Διερχόμενοι δε τινες Άραβες έμποροι μα συνοδείαν καμήλων, έκλεψαν αυτόν. Εγερθείς εκ του ύπνου ο λέων ανεζήτησε τον όνον και αφού δεν τον εύρεν, επανήρχετο προς την Λαύραν σκυθρωπός και λυπημένος, κλίνων την κεφαλήν του προς την γην. Όταν λοιπόν είδεν ο Όσιος τον λέοντα εις τοιαύτην κατάστασιν και τον όνον απουσιάζοντα, υποπτεύθη το θηρίον, ότι υπούλως εφέρθη προς αυτόν και με ύφος χαρίεν, με προσήνειαν, αλλά και σοβαρότητα λέγει προς τον λέοντα· «Τι συμβαίνει, λέων; Έφαγες τον όνον; Φαίνεται λοιπόν ότι επανήλθες εις την προτέραν σου φύσιν, αν και εδοκίμασες να μεταβληθής εις πρόβατον και να έλθης εις την ιδιότητα του κυνός. Αλλ’ η φύσις ενίκησεν· ενεθυμήθης την προτέραν αλαζονείαν και την βασιλικήν σου κυριαρχίαν επί των άλλων ζώων, συ ο φονεύς και επεθύμησας πάλιν να άρχης. Αλλ’ εγώ θα σε ταπεινώσω και θα καταρρίψω το φρόνημά σου το επηρμένον και θα σε παρασκευάσω δια ταπεινής αγωγής να μη επιζητής τα παρελθόντα. Να είσαι λοιπόν, ουχί λέων, ως επεθύμησας, αλλ’ όνος αχθοφόρος όπως εκείνος, τον οποίον επεβουλεύθης». Ούτως αφού είπεν ο Γέρων μεθ’ απλότητος προστάσσει τον λέοντα να αναλάβη την υπηρεσίαν του όνου και φορτωμένος τα αγγεία να μεταφέρη το ύδωρ εις τους αδελφούς. Τούτο εγένετο πράγματι και ο λέων, ως πρότερον κατά την συμπεριφοράν εδεικνύετο αρνίον και έπειτα κύων, ούτω μετεβλήθη τώρα εις όνον φορτωμένον, φαινόμενον αληθώς θαυμαστόν. Παρήλθεν έκτοτε χρόνος αρκετός και ο λέων εξετέλει την διακονίαν ταύτην όχι μόνον αόκνως αλλά και ευχαρίστως. Τι όμως συνέβη μετά ταύτα; Μετά πάροδον χρόνου αρκετού οι αρπάσαντες τον όνον Άραβες έμποροι διήρχοντο και πάλιν από την ιδίαν παρά την όχθην του Ιορδάνου οδόν, έχοντες μεθ’ εαυτών και τον όνον, πορευόμενοι προς την αγίαν πόλιν Ιερουσαλήμ. Ευρισκόμενον λοιπόν το θηρίον εις τον ποταμόν, ίνα φέρη το ύδωρ προς τους αδελφούς, βλέπει τον όνον από μακράν, τον αναγνωρίζει και εγκαταλείψας ευθύς την ιδιότητα του όνου, μάλλον δε τα χαρακτηριστικά του ζώου τούτου, παρουσιάζεται ως λέων και βρυχώμενος βασιλικώς επιπίπτει κατά των οδηγούντων τον όνον. Τούτο αντιληφθέντες εκείνοι και τρομοκρατηθέντες έφυγον ολοταχώς. Αρπάσας τότε ο λέων το σχοινίον, δια του οποίου εσύρετο ο όνος, εύθυμος και δια πηδημάτων και άλλων παιγνιδίων, τα οποία έκαμνεν, εδείκνυε την χαράν του φαινόμενος εις τους βλέποντας ως στρατιώτης γενναίος, όστις επιστρέφει από τον πόλεμον μετά τροπαίων. Ευθύς ως είδε τούτον ο Μέγας Γεράσιμος, τον απήλλαξεν από τας αγγαρείας προστάξας ίνα ο όνος αναλάβη και πάλιν την προτέραν του εργασίαν. Ωνόμασε δε ο Άγιος τον λέοντα Ιορδάνην.Έκτοτε ο λέων παρέμεινεν εκεί εις την Λαύραν εν ανέσει περιπατών κάποτε και έξω αυτής. Παρήλθον έκτοτε τρία έτη και ο θείος Γεράσιμος μετέστη προς ον επόθησε Κύριον. Κατά τας ημέρας εκείνας ο Ιορδάνης (ο λέων) είτε παρά τον Ιορδάνην περιπατών, είτε εις άλλο μέρος, κατ’ οικονομίαν Θεού, δεν ευρίσκετο εκεί όταν ο Άγιος Γεράσιμος ετάφη υπό των Πατέρων. Όταν λοιπόν επανήλθε μετ’ ολίγον, εζήτει τον Γέροντα. Ο δε Αββάς Σαββάτιος ο εκ Κιλικίας, ο μαθητής του Αββά Γερασίμου, ιδών αυτόν του είπεν· «Ιορδάνη, ο Γέρων ημών μας αφήκεν ορφανούς και απεδήμησεν εις Κύριον, αλλά λάβε τροφήν και φάγε». Ο λέων όμως δεν ήθελε να φάγη, αλλά συνεχώς έστρεφε τα βλέμματα εδώ και εκεί επιθυμών να ίδη τον Γέροντα, εφώναζε δε δυνατά, χωρίς καθόλου να σιωπά. Ο δε Αββάς Σαββάτιος και οι άλλοι Πατέρες θωπεύοντες την ράχιν τού έλεγον να φάγη και να ησυχάση. Παρά ταύτα ο λέων δεν έπαυεν από του να φωνάζη και να ωρύεται, όσον δε προσεπάθουν να τον παρηγορήσωσι δια των λόγων, τόσον περισσότερον ωρύετο και δυνατώτερα εφώναζε και ηύξανε την συμπάθειαν εις τους παρεστώτας, με την λύπην την οποίαν εδείκνυεν ότι ησθάνετο, επειδή δεν είδε τον Άγιον Γέροντα. Λέγει λοιπόν προς αυτόν ο Αββάς Σαββάτιος· «Έλα μαζί μου, επειδή δεν πιστεύεις εις ημάς». Ηκολούθησε τότε ο λέων τον Αββάν Σαββάτιον, εκείνος δε τον ωδήγησεν εις τον τάφον του Οσίου, ευρισκόμενον εις απόστασιν ημίσεως μιλίου από της Εκκλησίας. Σταθείς δε ο Αββάς Σαββάτιος παρά τον τάφον του Γέροντος έκαμε μετάνοιαν. Όταν λοιπόν είδεν αυτόν ο λέων κάμνοντα μετάνοιαν έκαμε και αυτός το αυτό σχήμα της μετανοίας και επ’ αρκετόν χρόνον κλίνων διαρκώς την κεφαλήν του προς την γην έμενεν εκεί έως ότου απέθανεν επάνω εις τον τάφον. Εγένετο δε τούτο ουχί επειδή ο λέων είχε ψυχήν λογικήν, αλλά επειδή ο Θεός ευδοκεί να δοξάζη τους δοξάσαντας Αυτόν, όχι μόνον εν τη ζωή αλλά και μετά θάνατον, καταδεικνύων δια του εξαισίου τούτου οποίαν υποταγήν είχον τα θηρία εις τον Αδάμ προ της παραβάσεως. Ας μιμηθώμεν λοιπόν και ημείς, αδελφοί, τουλάχιστον των θηρίων την ευγνωμοσύνην, την οποίαν επεδείκνυον προς τους τον Κύριον υπηρετούντας, ων ταις πρεσβείαις της αυτών μερίδος καταξιωθείημεν και ημείς εν τη ημέρα της Κρίσεως. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ε΄ (5η) Μαρτίου, μνήμη του Αγίου Οσιομάρτυρος ΚΟΝΩΝΟΣ του εν Ισαυρία.

Δημοσίευση από silver »


Κόνων ο Άγιος Οσιομάρτυς ήλμασε κατά τους χρόνους των Αγίων Αποστόλων καταγόμενος εκ κώμης τινός ονομαζομένης Βυδανής, ήτις απείχε της Μητροπόλεως των Ισαύρων δεκαοκτώ στάδια, ήτοι τρία και πλέον χιλιόμετρα, υιός υπάρχων γονέων, Νέστορος και Νάδας καλουμένων. Όταν δε ο Άγιος έφθασεν εις ανδρικήν ηλικίαν, παρακινηθείς υπό των γονέων του έλαβε δια γάμου γυναίκα ονόματι Άνναν, ούτος όμως έπεισε και την μακαρίαν εκείνην να προτιμήση την παρθενίαν μάλλον από τον γάμον. Όθεν συνέζων αμφότεροι όχι ως σύζυγοι, αλλ’ ως αδελφοί εργάται της παρθενίας και της καθαρότητος. Διότι ούτω ωδηγήθη ο Άγιος υπό του Αρχαγγέλου και Αρχιστρατήγου Μιχαήλ, όστις, καθώς λέγεται, εμφανισθείς εις αυτόν με λαμπρόν ένδυμα τον εδίδαξε την εις Χριστόν Πίστιν και βαπτίσας αυτόν εις το όνομα της Αγίας και Ζωαρχικής Τριάδος τον εκοινώνησε τα Άχραντα Μυστήρια. Αλλά και μέχρι τέλους της ζωής τού Αγίου δεν έπαυσεν ο Αρχάγγελος από του να συμπαρίσταται εις αυτόν αοράτως και να του χαρίζη την ενέργειαν των παραδόξων θαυμάτων, δια των οποίων ο Άγιος και την σύζυγόν του Άνναν έπεισε να παρθενεύη και τους γονείς του επέστρεψεν εις την Πίστιν του Χριστού. Λέγεται δε, ότι ο Νέστωρ, ο πατήρ του Αγίου τούτου, εκρατήθη υπό των ειδωλολατρών, διότι ωμολόγει Θεόν τον Χριστόν και ηξιώθη μαρτυρικού τέλους. Επειδή δε έλαβε χώραν συζήτησις και φιλονεικία μεταξύ του Αγίου Κόνωνος και των ειδωλολατρών, περί του ποίος Θεός είναι μεγαλύτερος, ο υπό του Αγίου δηλαδή δοξαζόμενος αληθής Θεός ή οι υπό των ειδωλολατρών πιστευόμενοι και επειδή οι ειδωλολάτραι έμελλον να υπάγωσι μακράν εις σκοτεινόν τι σπήλαιον δια να εορτάσωσιν εκεί ένα από τους ψευδωνύμους θεούς των, συνεφώνησον ότι εκείνος που θα φθάση πρώτος εις το σπήλαιον, εκείνου ο Θεός θα είναι μεγαλύτερος. Και οι μεν ειδωλολάτραι έτρεχον έφιπποι ίνα φθάσωσιν, ο δε Άγιος επορεύετο πεζός. Παρά ταύτα όμως έφθασε πρώτος ο Άγιος· τόσον δε τους υπερέβαλεν εις τον δρόμον, ώστε όταν ούτος επανήρχετο εκ του σπηλαίου, τότε συνήντησεν εκείνους, οίτινες έτρεχον κάθιδροι και ασθμαίνοντες. Το παράδοξον τούτο ιδόντες οι ειδωλολάτραι εθαύμασαν μεν δι’ αυτό, σκληροί όμως και πάλιν μένοντες, εζήτησαν να μάθωσι και εξ αυτού του ειδώλου του δαίμονος, ποίος θεός είναι μεγαλύτερος. Τότε ο Άγιος διέταξε το είδωλον να καταβή κάτω ομού μετά του εν τω ειδώλω δαιμονίου· κατέβη δε το δαιμόνιον και πλησιάσαν εις τους πόδας του Αγίου εφώναζεν· «Εις είναι ο Θεός, ο υπό σου κηρυττόμενος Χριστός». Τότε οι ειδωλολάτραι επίστευσαν εις τον Χριστόν και εφώναξαν και αυτοί· «Εις είναι Θεός αληθινός, ο Θεός του Κόνωνος. Ο Θεός του Κόνωνος ενίκησεν». Όθεν αι τοιαύται φωναί εκηρύττοντο μεγαλοφώνως υπό των Ισαύρων οσάκις ετελείτο η μνήμη του Αγίου τούτου Κόνωνος. Λέγεται δε, ότι ο θείος Κόνων τοιαύτην δύναμιν και εξουσίαν έλαβε παρά Θεού κατά των δαιμόνων, ώστε άλλους μεν δαίμονας απέστελλεν ίνα καλλιεργούν την γην, άλλους δε προς φύλαξιν των καρπών και άλλους έκλεισεν εντός πηλίνων αγγείων, τα οποία σφραγίσας έκρυψε και κατέχωσεν εις τα θεμέλια του οίκου του. Ο δε τρόπος του Μαρτυρίου αυτού ούτως εγένετο. Όταν ο ηγεμών Μάγνος έχων βασιλικάς προσταγάς επήγεν εις την Ισαυρίαν, τότε και ο Άγιος Κόνων συνελήφθη και ωδηγήθη προς αυτόν. Όθεν ομολογήσας τον Χριστόν και μη πεισθείς να θυσιάση εις τα είδωλα, εδάρη δυνατά και εδέθη. Τούτο δε μαθόν το πλήθος του λαού, έτρεξεν όπως διασώση μεν αυτόν, φονεύση δε τον ηγεμόνα, επειδή όλοι είχον φωτισθή υπό του Αγίου και έλαβον την επίγνωσιν της αληθείας, πιστεύσαντες εις τον Ιησούν Χριστόν. Αλλ’ ο μεν ηγεμών, τούτο μαθών έφυγε, τον δε Άγιον λύσαντες εκ των δεσμών και σπογγίσαντες το αίμοστάζον σώμα του τον μετέφεραν εις τον ολικον του, ένθα ο Άγιος ζήσας δύο έτη απήλθε προς Κύριον. Λέγεται δε και τούτο ότι, αφ’ ου ο Άγιος ετελεύτησεν, ηθέλησαν οι Χριστιανοί να μετατρέψωσιν εις Εκκλησίαν τον οίκον του και σκάπτοντες εύρον τα πήλινα εκείνα αγγεία, εις τα οποία ήσαν κεκλεισμένα τα πονηρά πνεύματα. Επειδή δε ηνοίχθη εν εξ εκείνων, καθ’ όσον εκ του βάρους ενόμισαν οι κατασκευάζοντες την Εκκλησίαν, ότι αυτό περιείχε χρυσόν, τα δαιμόνια εξήλθον εν είδει πυρός και οι μεν κτίζοντες την Εκκλησίαν έπεσαν κατά γην, το κτίριον της Εκκλησίας εκρημνίσθη, τα δε ξύλα και τα σχοινία εκάησαν και ουδείς ηδύνατο να πλησιάση εις τον τόπον εκείνον μετά την του ηλίου δύσιν. Πλην, μετ’ ολίγον καιρόν απηλλάγη ο τόπος εκείνος της ενοχλήσεως των δαιμόνων δια πρεσβειών του Αγίου και δια νηστείας και προσευχής των εκεί Χριστιανών.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΣΤ΄ (6η) Μαρτίου, ο Όσιος Πατήρ ημών ΗΣΥΧΙΟΣ ο Θαυματουργός εν ειρήνη τελειούται.

Δημοσίευση από silver »


Ησύχιος ο Όσιος Πατήρ ημών, ο περιβόητος του Θεού άνθρωπος, κατήγετο εκ της εν Γαλατία πόλεως Άνδραπα, εις την οποίαν και ανετράφη ευλαβώς εξ αυτής ταύτης της βρεφικής σχεδόν ηλικίας. Τας υλικάς δε μερίμνας μισήσας, εχρημάτισε κατοικητήριον του Αγίου Πνεύματος, διότι επόθει την απόλαυσιν της άνω Σιών. Όθεν αναχωρήσας εκ της πατρίδος του μετέβη εις την έρημον την προς την θάλασσαν της Αρδανίας κειμένην, ως επρόσταξεν αυτόν το Πνεύμα το Άγιον, εν συνεχεία δε μετέβη εις το όρος το ονομαζόμενον του Μαϊωνος. Βλέποντες τον Άγιον οι επί του όρους εκείνου κατοικούντες δαίμονες μετεχειρίζοντο πάντα τρόπον και μηχανορραφίαν, ίνα τον εκδιώξωσιν εκείθεν, μεταχειρισθέντες ως όργανα Ιωάννην τινά και Ιλαρίωνα και δια μέσου εκείνων ηρώτων τον Άγιον που έχει σκοπόν να κατοικήση. Ειπόντος δε του Αγίου ότι μέλλει να κατοικήση εις το όρος εκείνο, αντέλεγον ούτως οι κακούργοι εκείνοι· «Άνθρωπε, δεν γνωρίζεις τας δυσκολίας του τόπου και ζητείς να κατοικήσης εντός των κόλπων του θανάτου; Διότι ο τόπος ούτος είναι η κατοικία των θηρίων και των κλεπτών και όσοι κατοικήσωσιν εν αυτώ, δεν ζώσιν ουδέ μίαν μόνην ημέραν». Ταύτα ακούσας ο θείος Πατήρ εστάθη συλλογισμένος και περιειργάζετο τα πρόσωπα των ταύτα λεγόντων. Αντελήφθη λοιπόν με την διορατικήν δύναμιν του Αγίου Πνεύματος, ότι υπό δαιμόνων υποκινούμενοι λέγουν ταύτα οι άνθρωποι εκείνοι. Δια τούτο σημειώσας επ’ αυτών τον τύπον του Τιμίου Σταυρού, εδίωξεν εξ αυτών τους ασωμάτους δαίμονας. Είτα ανήλθεν εις μίαν των κορυφών του όρους εκείνου και κατώκησεν, ακολουθών τον τούτον οδηγούντα Θεόν. Εκεί λοιπόν κατοικήσας ο Όσιος, εκαλλιέργησε την γην καθ’ όσον ηδύνατο και εξ εκείνης ωκονόμει τα εις αυτόν αναγκαία. Ελθόντα δε πτηνά, τα οποία έτρωγον τα γεννήματά του, κατά την βλάστησιν, έλαβον μετ’ ολίγον καιρόν την τιμωρίαν· διότι άμα έτρωγον τους βλαστούς, έπιπτον νεκρά εις την γην. Επειδή δε πάλιν ήλθον άλλα και έβλαπτον τους καρπούς, ο Όσιος, υψώσας τους οφθαλμούς εις τους ουρανούς, επετίμησεν αυτά, λέγων· «Φύγετε από τους Μοναχούς και μη βλάπτετε τους κόπους αυτών». Τότε τα πτηνά ταύτα, ως να ήσαν λογικά, ήκουσαν την φωνήν του Οσίου και ανεχώρησαν και πλέον δεν εφάνησαν εις τον τόπον εκείνον. Ύστερον ο Όσιος κατέβη εις το κατώτερον μέρος του όρους και εκεί ευρών ύδωρ έκτισεν Εκκλησίαν εις το όνομα του Αγίου Αποστόλου Ανδρέου, εν αυτή δε ησύχαζε, προσευχόμενος τω Κυρίω. Καιρόν δε τινά, επειδή έφεραν Χριστιανοί τινές εις τον Όσιον την θυγατέρα των ενοχλουμένην υπό δαιμονίου και παρεκάλουν αυτόν να την ιατρεύση, ο Άγιος άνευ χρονοτριβής ιάτρευσεν αυτήν τη συνεργία του Πρωτοκλήτου Αποστόλου Ανδρέου και απέδωκε την κόρην εις τους γονείς της υγιαίνουσαν· αποδίδων δε αυτήν, είπε και τους προφητικούς τούτους λόγους εις τους γονείς και την θυγατέρα των· «Ταύτα μοι προλέγει το Πνεύμα το Άγιον, ότι μετά την αποβίωσίν μου θέλει κατασταθή ο τόπος ούτος σεμνών γυναικών και παρθένων Ασκητήριον και με τας απαύστους εκείνων προσευχάς θα διωχθή εντεύθεν όλη η των δαιμόνων παράταξις». Επραγματοποιήθησαν δε οι λόγοι ούτοι του Αγίου μετ’ ολίγον χρόνον. Άλλοτε, εξερχόμενος ο Όσιος εκ του κελλίου του, ως εκ θείας Προνοίας, βλέπει χωρικόν τινα, ο οποίος ωδήγει βόας σύροντας άμαξαν φορτωμένην· συνέβη δε να περιπλεχθή εις των βοών και να πέση πρηνής κατά γης, ο δε βοηλάτης έτρεξεν όπως τον ανεγείρη. Εις μάτην όμως εκοπίαζεν, επειδή ο βους μετεβλήθη σχεδόν εις λίθον αναίσθητον και δεν ηδύνατο να κινηθή εκ της θέσεώς του. Όθεν απορών ούτος περί του πρακτέου, εκάθητο θρηνών και βρέχων τον εαυτόν του με δάκρυα. Βλέπων δε αυτόν ο συμπαθής Ησύχιος, τον ελυπήθη δια την συμφοράν του και πλησιάσας τον πεπτωκότα βουν και τρίψας δια της χειρός του τον λαιμόν του είπεν εις αυτόν· «Εγέρθητι, ω οκνηρόν, και βάδισε τον υπόλοιπον δρόμον, μήπως ο εχθρός σε σφάξη με την μάχαιραν». Ταύτα ειπών ο Όσιος και σημειώσας επί του βοός το σημείον του Τιμίου Σταυρού ηγέρθη το ζώον και έσυρεν ελευθέρως την άμαξαν. Τούτο το θαύμα βλέπων ο βοηλάτης εξεπλάγη και πεσών εις την γην ηυχαρίστει τον Άγιον, διότι και αυτόν εσυμπόνεσε και το ζώον του ανέστησε και εις την οδόν τον ευώδωσεν. Ο μακάριος ούτος Ησύχιος, επειδή ανέπτυσσε περισσοτέραν αρετήν και εσπούδαζε να υποτάξη το χείρον εις το κρείττον, ήτοι το σώμα εις την ψυχήν, ηξιώθη να συνομιλή και με τους Αγίους Αγγέλους. Ούτω Άγγελος Κυρίου, ελθών προς αυτόν, του είπεν ότι μετά τριάκοντα ημέρας θέλει απέλθει προς Κύριον. Ευφρανθείς τότε ο Όσιος δια το χαροποιόν τούτο μήνυμα, προσεκάλεσε τους μετ’ αυτού όντας αδελφούς και είπε προς αυτούς τους εξοδίους και τελευταίους λόγους, προλαβών τον φόβον της μελλούσης κολάσεως, δια του οποίου κατετρόμαξεν άπαντας. Κατά δε το μεσονύκτιον, ενώ εισέτι ενουθέτει τους αδελφούς, έλαμψεν επ’ αυτού φως ουράνιον και ειπών· «Κύριε, εις χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου», απεδήμησεν, ο αοίδιμος, εις τας αιωνίους μονάς. Τότε οι παρατυχόντες αδελφοί, κηδεύσαντες ευλαβώς το και Αγγέλοις σεβάσμιον σώμα του, έθηκαν αυτό εντός πετρίνης θήκης, παρά τη βασιλική πύλη της Εκκλησίας· όταν δε εβασίλευσεν ο Κωνσταντίνος και η μήτηρ του Ειρήνη, εν έτει ψπα΄ (781), τότε ο της Αμασείας Επίσκοπος Θεοφύλακτος ανεκόμισε το ιερόν Λείψανον του Αγίου και μετέθηκεν αυτό εις την Αμάσειαν, αποθέσας τούτο εις το δεξιόν μέρος του Αγίου Βήματος, ένθα ευρίσκεται και μέχρι της σήμερον, παρά πάντων τιμώμενον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ζ΄ (7η) Μαρτίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΥ του Κτήτορος της εν Σαλαμίνι Ιεράς Μονής Φ

Δημοσίευση από silver »


Λαυρέντιος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών ο οσιώτατος και δικαιότατος άνθρωπος κατήγετο εκ της πόλεως των Μεγάρων, εις την οποίαν και εγεννήθη κατά το πρώτον ήμισυ του ιστ΄ (16ου) αιώνος. Οι γονείς του ήσαν Ορθόδοξοι και λίαν ευλαβείς εις την Πίστιν, εκαλούντο δε ο μεν πατήρ αυτού Δημήτριος, η δε μήτηρ Κυριακή. Ενηλικιωθείς δε ο δίκαιος ούτος συνεζεύχθη μετά νομίμου γυναικός καλουμένης Βασίλως, εξ ης απέκτησε δύο υιούς, τον Ιωάννην και τον Δημήτριον. Ήτο δε ο Άγιος γεωργός το επάγγελμα, μετήρχετο δε και την τέχνην του οικοδόμου. Επορεύθη δε ποτέ μετ’ άλλων δύο συμπατριωτών του εις τόπον τινά της Κορίνθου καλούμενον Λιάντρον προς καλλιέργειαν των εκεί αγρών. Εκεί δε ευρισκομένου, νύκτα τινά ενεφανίσθη εις αυτόν εν οράματι η Κυρία ημών Θεοτόκος και τον επρόσταξε να μεταβή εις τόπον τινά, τον οποίον του υπέδειξεν, ίνα οικοδομήση τον Ναόν Αυτής. Αφυπνισθείς τότε ο δίκαιος γέρων ηρώτησε· «Ποία είσαι η προστάττουσά με να ανεγείρω τον Ναόν σου»; Ηκούσθη δε παρευθύς φωνή λέγουσα· «Ο Ναός μου ευρίσκεται κατηδαφισμένος εις την νήσον Σαλαμίνα κατά το βόρειον αυτής μέρος». Ταύτα ο μακάριος γέρων ακούσας δεν επίστευσεν, αλλά κατά την επομένην νύκτα βλέπει πάλιν την Παναγίαν προστάττουσαν αυτόν μετ’ απειλής· ο δε, εν απιστία μένων, ουδόλως υπελόγισε την προσταγήν. Όθεν βλέπει και δια τρίτην φοράν την Θεοτόκον απειλούσαν αυτόν και λέγουσαν· «Τάχιστα πορεύου, άνθρωπε, εις την νήσον, εις την οποίαν σου είπον, να εκτελέσης το παρ’ εμού προσταττόμενον». Ο δε ταπεινός γέρων, έντρομος γενόμενος, επέστρεψε παρευθύς εις την πατρίδα του τα Μέγαρα και διηγούμενος το όραμα από άλλους μεν εγένετο πιστευτός, άλλοι δε αμφέβαλλον και ούτω παρέμεινεν ο γέρων εις την οικίαν του αναποφάσιστος. Κατά δε την νύκτα ενεφανίσθη εις αυτόν και πάλιν η Θεομήτωρ απειλούσα βαρέως αυτόν, ίνα μεταβή εις την νήσον και εκτελέση το προσταττόμενον. Του υπέδειξε δε κατά το όραμα και τα κτήματα της Μονής μετά των ορίων των, τα οποία κατεπατούντο από διαφόρους, οίτινες ενέμοντο ταύτα, ενώ ήσαν ιδιοκτησία της Μονής. Ο δε γέρων εκπλαγείς προσηύχετο και θεία νεύσει και οδηγία ήλθεν εις την παραλίαν. Ήτο όμως τόσον μεγάλη θαλασσοταραχή, ώστε ουδαμού εφαίνετο πλοιάριόν τι δια να τον μεταφέρη εις την Σαλαμίνα. Ενώ δε εκάθητο συλλογιζόμενος και απηλπισμένος, ακούει αίφνης φωνήν άνωθεν, λέγουσαν εις αυτόν· «Ρίψον την κάπαν σου εις την θάλασσαν και αφού καθίσης επάνω εις αυτήν, θα σε οδηγήση χωρίς κίνδυνον εις την νήσον». Απορρίψας τότε ο μακάριος πάντα δισταγμόν, έπραξε καθώς ήκουσε και ούτως έφθασε σώος και αβλαβής εις την Σαλαμίνα. Μεταβάς δε ευθύς εις τον τόπον, τον οποίον του υπέδειξεν η Θεοτόκος, ότι υπήρχεν εκεί το πάλαι ωκοδομημένος ο Ναός της Θεοτόκου, έσκαψε και ανεύρε την εικόνα Αυτής. Κατόπιν με ιδικά του χρήματα και συνεισφοράς των ευσεβών ανωκοδόμησε την ηρειπωμένην παλαιάν Μονήν και εγένετο εις αυτήν Μοναχός μετονομασθείς Λαυρέντιος, διότι πρότερον εκαλείτο Λάμπρος. Μετ’ ολίγον καιρόν εγένετο Μοναχή και η σύζυγός του Βασιλική, η οποία μετωνομάσθη Βασσιανή. Συναθροίσας δε ο Όσιος εκεί και τινας Ιερομονάχους και Μοναχούς συνέζη μετ’ αυτών, οικοδομήσας τα αναγκαία κελλία. Δεν έπαυε δε προσευχόμενος αδιαλείπτως εις τον Θεόν, διδάσκων και νουθετών και γενόμενος τύπος και κανών εις τους άλλους μονάζοντας, πανταχόθεν δε προσέτρεχον Χριστιανοί εις την νειφανή ταύτην Μονήν της Θεοτόκου μετά πάσης ευλαβείας, θεραπευόμενοι δια πρεσβειών του Αγίου από παντός είδους ασθενείας. Εκ των θαυμάτων τούτων ολίγα θέλομεν ενταύθα διηγηθή προς υμνολογίαν του Παντάνακτος Θεού. Ούτω πολιτευόμενος ο Όσιος επέτυχεν, όπως εντός μικρού χρονικού διαστήματος αποδοθή και πάλιν εις την Μονήν η περιουσία αυτής, ήτις είχε καταπατηθή υπό διαφόρων χωρικών, απέμενε δε εις αρκετά μεγάλος ελαιών ευρισκόμενος εις την Γλυφάδα, τον οποίον κατεκράτει Οθωμανός τις πανίσχυρος. Τούτον τον ελαιώνα δεν ηδυνήθη η Μονή να ανακτήση, αν και ο Όσιος Λαυρέντιος ενήργησεν αυτοπροσώπως προς τούτο, φθάσας και μέχρις αυτού του Οικουμενικού Πατριάρχο Κωνσταντινουπόλεως. Μετά πάροδον δε αρκετού χρονικού διαστήματος ησθένησεν η σύζυγος του Οθωμανού, ήτις κατώκει εις τας Αθήνας και ουδείς ιατρός ή φάρμακον ηδυνήθην να την θεραπεύση. Έφθασε τότε εις τα ώτα της ασθενούς Οθωμανίδος η φήμη, ότι ο Όσιος Λαυρέντιος δια των προσευχών του πολλούς εθεράπευσεν εις τας Αθήνας. Παρεκάλεσε λοιπόν τον σύζυγον αυτής, όπως της επιτρέψη να καλέση τον Όσιον Λαυρέντιον δια να την θεραπεύση. Εκείνος όμως επί τω αιτήματι τούτω της συζύγου του εξηγριώθη και εφρύαξεν από θυμόν, αλλ’ όταν η κατάστασίς της εχειροτέρευσε και ευρίσκετο πλέον εις τα πρόθυρα του θανάτου ηναγκάσθη να υποχωρήση και εκάλεσεν ο ίδιος τον Όσιον Λαυρέντιον εις την οικίαν του. Ο Όσιος τότε παρευθύς μετέβη εις τον οίκον του Οθωμανού άρχοντος, επλησίασε την ασθενή και αφού δια της ράβδου του εσημείωσεν επί της ασθενούς Οθωμανίδος το σημείον του Σταυρού, ανέγνωσε σχετικάς προσευχάς και απήλθε. Την επομένην η ασθενούσα ήρχισε να καλλιτερεύη και εις ολίγας ημέρας εθεραπεύθη εντελώς. Ο Οθωμανός άρχων τότε εκάλεσε τον Όσιον και αφού μετά βαθυτάτου σεβασμού τον ηυχαρίστησε και του εζήτησε συγχώρησιν δια την προτέραν αγνωσίαν του, απέδωσε εις την Ιεράν Μονήν της Φανερωμένης, δι’ επισήμων εγγράφων, τον ελαιώνα, τον οποίον πρότερον ηρνείτο να επιστρέψη. Υπήρχεν αόμματος τις επί πολλά έτη ονομαζόμενος Κυριαζής, εκ κώμης τινός της Ευβοίας καλουμένης Φύλλα, όστις μαθών την φήμην του Αγίου προσέτρεξε μετά θερμού ζήλου και ευλαβείας εις την Μονήν του Οσίου. Ευρών δε τον Άγιον προσέπεσεν εις τους πόδας αυτού παρακαλών τούτον να ικετεύση την Θεοτόκον, όπως θεραπευθή εκ της ασθενείας του. Ο δε πρόθυμος εις ευσπλαγχνίαν Όσιος παρεκάλεσεν ευθύς την Θεοτόκον μετά πολλών δακρύων και παραχρήμα ηνεώχθησαν οι οφθαλμοί αυτού και εθεραπεύθη, ευχαριστήσας τον Θεόν και την Υπέραγνον Παρθένον· επέστρεψε δε χαίρων εις τον οίκον αυτού, διηγούμενος τα θαυμάσια της Θεοτόκου, τα δια των παρακλήσεων του Οσίου Λαυρεντίου τελούμενα. Κατ’ εκείνον τον καιρόν Γεώργιος τις το όνομα, καταγόμενος εκ της νήσου των Θερμιών, εβασανίζετο υπό πνευμάτων ακαθάρτων υπέρ τα είκοσιν έτη. Μαθών δε τα θαύματα του Αγίου δια της Θεοτόκου εξεκίνησεν από τον οίκον αυτού κατ’ ευθείαν δια την Μονήν και φθάσας εκεί προσέπεσε μετ’ ευλαβείας εις τους πόδας του Αγίου παρακαλών αυτόν μετά δακρύων και λέγων· «Άγιε του Θεού, ικέτευσον υπέρ εμού του αναξίου δούλου σου την Θεοτόκον, όπως θεραπευθώ από την τοιαύτην μεγάλην ασθένειαν του ακαθάρτου πνεύματος». Ιδών τούτον ο Όσιος Λαυρέντιος ευσπλαγχνίσθη αυτόν και αφού προσηυχήθη εις την Θεοτόκον, ω του θαύματος! ιάθη μετ’ ολίγας ημέρας ο άνθρωπος ούτος και μετ’ ολίγον επέστρεψεν εις την ιδίαν αυτού πατρίδα δοξάζων την Κυρίαν Θεοτόκον και διηγούμενος την του Αγίου προς τον Θεόν παρρησίαν. Ας διηγηθώμεν τώρα, ευλογημένοι Χριστιανοί, και έτερον θαυμάσιον, όπερ είναι και το θαυμασιώτερον. Ότε ωκοδόμει την Μονήν ο Άγιος Λαυρέντιος, εφάνη εις αυτόν εν οράματι η Θεοτόκος και τον επρόσταξε να πορευθή εις τινα τόπον της Σαλαμίνος, εις τον οποίον ήτο κατακεχωσμένος λίθινός τις κίων, τον οποίον, αφού ανεύρη, να μεταφέρη εις την Μονήν προς χρήσιν της οικοδομής. Αφού λοιπόν ανεύρεν αυτόν και τον εκόμιζεν εις την Μονήν, εκ συνεργείας του σατανά, άνθρωπός τις εκ των εκεί ευρεθέντων, πεσών υπό τον κίονα, κατεπλακώθη υπ’ αυτού, βοηθεία όμως της Θεοτόκου έμεινεν αβλαβής. Όθεν άπαντες οι ιδόντες ύμνησαν τον Θεόν και την Θεοτόκον. Αλλ’ ας διηγηθώμεν και έτερον θαύμα της Θεοτόκου. Κατά την δεκάτην πέμπτην του μηνός Αυγούστου αθροίζεται εις την Μονήν πλήθος ανθρώπων εκ Μεγάρων, εκ Σαλαμίνος, εξ Αθηνών και εξ άλλων μερών προς τιμήν της πανσέπτου Κοιμήσεως της Θεοτόκου και εξ ευλαβείας προς αυτήν. Μεταξύ λοιπόν των συναθροισθέντων Χριστιανών ήτο και τις Επίσκοπος εξ Αθηνών, Ιάκωβος το όνομα, όστις νικώμενος υπό πλεονεξίας, αδικίας και αρπαγής, αρπάσας τα κηρία και άλλα τινά αφιερώματα και υβρίσας περιφρονητικώς τον Γέροντα Λαυρέντιον ανεχώρησε και μετέβη εις την Σαλαμίνα. Αλλ’ εκεί ευρισκόμενος ο Επίσκοπος βλέπει κατ’ εκείνην την νύκτα, καθ’ ύπνον, την Παναγίαν Θεοτόκον, καταπατούσαν αυτόν επί του αυχένος. Απειλούσα δε αυτόν τον προσέτασσεν όπως αποστείλη το ταχύτερον άπαντα τα αφαιρεθέντα. Ο δε Επίσκοπος, έντρομος, ευθύς ως εξημέρωσεν απέστειλεν εις την Μονήν πάντα όσα είχεν αφαιρέσει, ίνα λάβη παρά της Θεοτόκου συγχώρησιν. Αυτός, ευλογημένοι Χριστιανοί, είναι ο Βίος και η πολιτεία του Οσίου Πατρός ημών Λαυρεντίου. Τόσον δίκαιος και ενάρετος ήτο ο ευλογημένος εκείνος άνθρωπος και τόσον αγαθός κατά την ψυχήν και την καρδίαν υπήρξεν, ώστε και ηγαπήθη υπό της πανενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, ήτις και εφανέρωσεν εις αυτόν την πανάχραντον Εικόνα Της και έκαμεν αυτόν κτήτορα της αγίας αυτής Μονής, την οποίαν, ως δείκνυται εκ τινος επιγραφής, ωκοδόμησεν ούτος εν έτει αχπβ΄ (1682). Μετά δε την εύρεσιν της αγίας Εικόνος της Θεοτόκου, τις δύναται να διηγηθή τας αρετάς του Αγίου και τα θαύματα άτινα εποίησεν από την λαμπροφανή ταύτην ημέραν μέχρι της σήμερον; Όντως «θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού». Εκοιμήθη δε ο Άγιος Λαυρέντιος τη στ΄ (6η) του μηνός Μαρτίου του έτους 1707, η δε μνήμη αυτού τελείται τη 7η του αυτού μηνός. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Η΄ (8η) Μαρτίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ Επισκόπου Νικομηδείας.

Δημοσίευση από silver »


Θεοφύλακτος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών κατήγετο εκ της Ανατολής, ακμάζων κατά τα έτη της βασιλείας των Ισαύρων, Κωνσταντίνου Ε΄ του Κοπρωνύμου (741 – 775) και των διαδόχων αυτού· πορευθείς δε εις Κωνσταντινούπολιν (περί το έτος 780), εσχετίσθη μετά του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ταρασίου (784 – 806), όταν ακόμη εκείνος ήτο πρωτασηκρήτης, δηλαδή πρώτος μεταξύ των υπηρετούντων εις τας βασιλικάς σάκρας, όπως ωνόμαζον οι Βυζαντινοί τα βασιλικά γραφεία και οι οποίοι ωνομάζοντο ασηκρήται και υπ’ αυτού καλώς εξεπαιδεύθη εις τα θεία. Όταν δε, θεία ψήφω, ανήλθεν ο ιερός Ταράσιος εις τον θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως εν έτει ψπδ΄ (784), αφ’ ου παρητήθη οικειοθελώς του θρόνου ο προ αυτού Παύλος ο Κύπριος (780 – 784), ο οποίος επειδή έλαβε την Αρχιερωσύνην παρά των εικονομάχων ωνόμαζε μόνος τον εαυτόν του ανάξιον, τότε και ο ιερώτατος Μιχαήλ ο μετέπειτα Επίσκοπος Συνάδων και ο ιερός Θεοφύλακτος ούτος έγιναν Μοναχοί και εστάλησαν υπό του θείου Ταρασίου (περί το έτος 785) εις το υπό τούτου οικοδομηθέν Μοναστήριον, το ευρισκόμενον εις την είσοδον του Ευξείνου Πόντου. Καιρόν δε τινα, κατά τον οποίον τα κυνικά καύματα ήσαν εις επίτασιν λόγω του θέρους και εδίψων υπερβολικώς, τότε, οι μακάριοι, ίνα ασκηθώσιν εις την δίψαν και την εγκράτειαν, ήνοιξαν τον χάλκινον σωλήνα του κρουνού και αφήκαν να χύνεται το ύδωρ, χωρίς αυτοί να πίωσι καθόλου. Τοιαύτην αρετήν και άσκησιν μετήρχοντο οι τρισόλβιοι ούτοι Πατέρες, διο και μεγάλων ηξιώθησαν παρά Θεού δωρημάτων. Επειδή λοιπόν η αρετή των δύο τούτων Αγίων Πατέρων εμεγαλύνθη και ήστραψεν ως αστήρ φαεινότατος, τούτου ένεκα εκρίθησαν υπό του μεγάλου Ταρασίου άξιοι Αρχιερωσύνης· και ευθύς ο μεν Μιχαήλ προεχειρίσθη Επίσκοπος εις τα Σύναδα, πόλιν ένδοξον της μεγάλης Φρυγίας, περίφημον δια τα θαυμαστά μάρμαρά της, Επισκόπους είκοσιν έχουσα, τώρα δε κρημνισμένην ούσαν, ο δε ιερός Θεοφύλακτος εχειροτονήθη (περί το έτος 800) Επίσκοπος εις την Νικομήδειαν. Όσα δε έπραξεν εκεί κατορθώματα ο μακάριος Θεοφύλακτος, αυτά ταύτα τα πράγματα μαρτυρούν, διότι έκτισεν Εκκλησίας και νοσοκομεία, επροστάτευε τα ορφανά και τας χήρας, ηλέει δε μετά τοσαύτης αγαθότητος, ώστε εγέμιζε φιάλην με ζεστόν ύδωρ και με αυτό έπλυνε και εκαθάριζεν ιδίαις χερσίν ο συμπαθέστατος τους τυφλούς και χωλούς και τους άλλους ασθενείς, τους έχοντας τα μέλη των βεβλαμμένα. Αφ’ ου δε ο μέγας Ταράσιος, πατριαρχεύσας επί έτη είκοσι δύο, απήλθε προς Κύριον και αφ’ ου έγινε Πατριάρχης ο πάνσοφος Νικηφόρος (806 – 815), τότε ηκολούθησε μεγάλη ταραχή και συμφορά εις την του Χριστού Εκκλησίαν, διότι κατά την εποχήν εκείνην εβασίλευσε Λέων Ε΄ ο Αρμένιος εν έτει ωιγ΄ (813), όστις εφρύαξε κατά των Αγίων Εικόνων. Όθεν ο Άγιος Νικηφόρος έστειλε και έφερε τους εκλεκτούς και ελλογίμους Αρχιερείς, τον Κυζίκου Αιμιλιανόν, τον Σάρδεων Ευθύμιον, τον Θεσσαλονίκης Ιωσήφ, τον Αμορίου Ευδόξιον, τον Συνάδων Μιχαήλ, τον μακάριον τούτον Θεοφύλακτον και άλλους πολλούς, μεταξύ των οποίων και Ηγουμένους και Μοναχούς. Συμπαραλαβών δε όλους τούτους μετέβη εις τον δυσσεβή και αποστάτην βασιλέα. Κατά την γενομένην τότε ενώπιον του βασιλέως συζήτησιν προέτειναν οι Άγιοι εκείνοι Πατέρες πολλάς μαρτυρίας εκ των Θείων Γραφών, αι οποίαι υποστηρίζουσιν ότι πρέπει να προσκυνώνται αι άγιαι Εικόνες, όμως δεν ηδυνήθησαν να καταπείσωσι τον άφρονα βασιλέα, όστις έμεινεν αδιόρθωτος. Τότε ο μακάριος ούτος Θεοφύλακτος είπε προς τον βασιλέα· «Γνωρίζω ότι καταφρονείς την μακροθυμίαν και την υπομονήν του Θεού· γίνωσκε όμως, ότι θα επέλθη αίφνης κατά σου μέγας όλεθρος και αφανισμός και η καταστροφή σου θέλει γίνει ως ανεμοστρόβιλος, ώστε να μη ευρεθή κανείς, όστις θα δυνηθή να σε σώση εκ του κινδύνου». Τους λόγους τούτους ακούσας ο θηριώνυμος βασιλεύς, ωργίσθη σφόδρα και ευθύς επρόσταξε να εξορισθώσιν όλοι οι ανωτέρω Αρχιερείς. Όθεν, ο μεν Άγιος Νικηφόρος εξωρίσθη εις την νήσον Θάσον, ο αοίδιμος Συνάδων Μιχαήλ εις Ευδοκιάδα, πόλιν της Καππαδοκίας, άλλοι Αρχιερείς αλλαχού, ο δε μακάριος Θεοφύλακτος εξωρίσθη εις Στρόβιλον, το οποίον ήτο φρούριον παραθαλάσσιον, εις το θέμα των Κιβυρραιωτών. Εκεί λοιπόν διελθών, ο αοίδιμος, έτη τριάκοντα και υπομείνας γενναίως την κακοπάθειαν της εξορίας, απήλθε προς ον επόθησε Κύριον (περί το έτος 840). Αφ’ ου δε εφονεύθη ο Λέων Ε΄ ο Αρμένιος κατά την νύκτα των Χριστουγένων, ψάλλων τον ειρμόν «Τω Παντάνακτος εξεφαύλισαν πόθω» και αφ’ ου η Ορθοδοξία έλαμψεν επί Μιχαήλ Γ΄ (842 – 867) και Θεοδώρας της ευσεβεστάτης Βασιλίδος, τότε ο Αγιώτατος Πατριάρχης Μεθόδιος (842 – 846) έφερεν εκ της εξορίας το τίμιον Λείψανον του μακαρίου τούτου Θεοφυλάκτου και απέθετο αυτό εις την Νικομήδειαν, εις τον Ναόν των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού, τον οποίον, έτι ζων, είχεν ο ίδιος ο Άγιος ανεγείρει.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Η΄ (8η) Μαρτίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΠΑΥΛΟΥ Επισκόπου Πλουσιάδος του Ομολογητού.

Δημοσίευση από silver »


Παύλος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών ούτος έζησε κατά τους χρόνους των εικονομάχων. Επειδή δε έβλεπεν αυτούς να φέρωνται με μεγάλην μανίαν και οργήν κατά της του Χριστού Εκκλησίας, να ανατρέπωσι πάσαν ακρίβειαν νόμων, να αφανίζωσι τας μορφάς των αγίων Εικόνων και επομένως να ανατρέπωσι την ευτρέπειαν και τον στολισμόν των ιερών Ναών, κατετόξευσεν αυτούς δια των λόγων του, ως δια βελών ο αοίδιμος. Όθεν υπέμεινε παρ’ αυτών εξορίας, διωγμούς και πολλάς άλλας κακουχίας δια την τιμήν και προσκύνησιν της του Χριστού αγίας Εικόνος. Ανδρείως λοιπόν και γενναίως αγωνισάμενος υπέρ της Ορθοδοξίας, παρέθετο την ψυχήν του εις χείρας Θεού.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ι΄ (10ην) Μαρτίου, ο Άγιος Νεομάρτυς ΜΙΧΑΗΛ ο Μαυρουδής, ο εν Θεσσαλονίκη μαρτυρήσας εν έτει αφμδ΄

Δημοσίευση από silver »


Μιχαήλ ο νεοφανής και μέγας του Χριστού Μάρτυς, ο αποκαλούμενος Μαυρουδής, κατήγετο εκ μικρού τινος χωρίου καλουμένου Γρανίτσα της επαρχίας Ευρυτανίας, κειμένου εις την περιοχήν των Αγράφων. Οι γονείς του ωνομάζοντο Δημήτριος και Σωτήρα, αμφότεροι θεοσεβείς και δίκαιοι, φιλόπτωχοι και εις τας ακολουθίας της Εκκλησίας συντρέχοντες. Ανέτρεφον δε ούτοι τον υιόν των με πάσαν σεμνότητα και ταπεινοφροσύνην, διότι εις αυτούς ήτο χαρισμένος από τον Θεόν. Τον εδίδασκον να φυλάττη τας εντολάς του Θεού, επειδή από την διαφύλαξιν των εντολών του Θεού αποδεικνύεται η αγάπη την οποίαν έχει τις προς Αυτόν, ως ο ίδιος λέγει εις το Ευαγγέλιον· «Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνος εστιν ο αγαπών με· ο δε αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του Πατρός μου και εγώ αγαπήσω αυτόν και εμφανίσω αυτώ εμαυτόν» (Ιωάν. ιδ: 21). Από αυτά δε τα ευαγγελικά ρητά έκαμε καλήν αρχήν να γίνη πληρωτής των εντολών του Κυρίου. Μετ’ ολίγον καιρόν απέθανεν ο πατήρ του και ανεπαύθη εις τας αιωνίους μονάς· η δε μήτηρ του, όσον ηδύνατο, με κάθε προθυμίαν ανέτρεφε τον υιόν της, τον οποίον, αφ’ ου έφθασεν εις νόμιμον ηλικίαν, υπάνδρευσε με νόμιμον γυναίκα. Κατόπιν ο Μιχαήλ ανεχώρησεν εις Θεσσαλονίκην, όπου εσχετίσθη με τους κατοίκους, άλλοτε μεν συναναστρεφόμενος τους αρτοποιούς, άλλοτε δε πάλιν καθήμενος μόνος εις εργαστήριον πωλών άρτους και με ταύτην την εργασίαν εξοικονόμει τον άρτον του. Έδιδε δε και ελεημοσύνην εις τους πτωχούς και εις τας Εκκλησίας κατά δύναμιν· εσύχναζεν εις τας ακολουθίας της Εκκλησίας· επρόσεχεν ακροαζόμενος τους θείους λόγους· και ήρχετο τακτικά και εις ημάς μόνον και μόνον δια να ακούη τους ιερούς λόγους. Θέλων δε ο Άγιος να γίνη Μοναχός, ημποδίζετο υπό πολλών, οίτινες του έλεγον, ότι συμφώνως προς τους θείους και ιερούς Κανόνας δεν είναι συγκεχωρημένον να μονάση τις άνευ συμφώνου γνώμης της συζύγου του. Όταν δε έφθασεν η της Μεγάλης Τεσσαρακοστής Τρίτη Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, ήλθεν ούτος πρώτος από όλους εις την Εκκλησίαν, εξ αυτού του μεσονυκτίου, ήκουε δε μετά προσοχής όλην την ακολουθίαν ως και τους ιερούς του Ευαγγελίου λόγους, τους οποίους, ως θείον σπόρον ενεφύτευεν εις το βάθος της καρδίας του. Μετά παρέλευσιν τριών ημερών έθεσε τούτους εις εφαρμογήν με την δύναμιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Την Δευτέραν της μεσονηστίμου εβδομάδος, μετά τον Εσπερινόν, λαβών ευλογίαν παρά του Ιερέως, ανεχώρησε δρομαίως, ενεργήσας αντιθέτως προς την συνήθειάν του. Διότι ημείς (λέγει ο συγγραφεύς περί εαυτού), συνηθίζαμεν μετά την απόλυσιν της ακολουθίας να κάμνωμεν ανάγνωσιν, προς ωφέλειαν των ακροατών. Τότε οι μεν άλλοι παρέμειναν έως ότου τελειώση η ανάγνωσις. Εκείνος όμως, ως να τον εβίαζε τις, ή και να τον ωδηγούσεν, εξήλθε πρότερον, μεταβάς δε εις το εργαστήριόν του εκάθισεν εκεί. Ελθόν τότε παιδίον τι των Αγαρηνών φειτόνων του, έχον από πρότερον γνωριμίαν μετ’ αυτού, εζήτει να αγοράση άρτον, ο δε Μάρτυς ηρώτα το παιδίον, που πηγαίνει, τι πιστεύει και εάν εννοή εκείνο το οποίον λέγει. Τούτο ο Μάρτυς έπραττε συχνά, αλλά τότε αυστηρότερον συνωμίλει με τον μικρόν Αγαρηνόν. Έτυχε δε να διέρχεται από εκεί εις εκ των νομοδιδασκάλων των Οθωμανών, τον οποίον αφού εχαιρέτησεν ο μικρός του λέγει· «Ακούεις, διδάσκαλε, τι μου λέγει αυτός ο άπιστος»; Εκείνος τότε στραφείς είπε προς τον Μάρτυρα· «Τι είναι αυτά τα οποία λέγεις, άπιστε άνθρωπε, και βλασφημείς την πίστιν μας, ήτις είναι ένδοξος και πολύτιμος»; Ο δε Άγιος μετά παρρησίας απαντά· «Εγώ είμαι αληθώς πιστός και ευσεβής με την Χάριν του Χριστού μου του αληθινού Θεού και γνωρίζω τι λέγω και τι πιστεύω, ώστε να είμαι έτοιμος να αποθάνω δια την ομολογίαν της Πίστεώς μου. Σεις δε ταλαίπωροι, ουδέ τι λέγετε γνωρίζετε, ούτε τι πιστεύετε, αλλ’ είσθε πεπλανημένοι και περιπατείτε εις το σκότος, έχοντες μίαν θρησκείαν γεμάτην από μυθολογίας και πλάσματα». Τούτων ούτω λεχθέντων, εντός ολίγου συνηθροίσθησαν εκεί πλήθος Αγαρηνών, οίτινες συλλαβόντες τον Άγιον τον έφεραν εις τον κριτήν της πόλεως λέγοντες· «Ηκούσαμεν τον άνθρωπον αυτόν να βλασφημή τον Μωάμεθ και τον Θεόν». Ο κριτής τότε, λαβών εις τας χείρας του χάρτην, ήρχισε να ερωτά λεπτομερώς τον Άγιον και να γράφη τας αποκρίσεις του. Και πρώτον μεν τον ηρώτησε· «Τι πιστεύεις και πως ονομάζεσαι και ποία είναι η πατρίς σου»; Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Χριστιανός είμαι, από την επαρχίαν της Ευρυτανίας, από Χριστιανούς γονείς εγεννήθην και ονομάζομαι Μιχαήλ». Ο κριτής συνέχισε· «Γνωρίζεις γράμματα»; Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Όχι». Λέγει ο κριτής· «Εφ’ όσον δεν γνωρίζεις γράμματα, πως κηρύττεις εμπρός εις το κριτήριόν μου τον Χριστόν, όστις ήτο άνθρωπος, Θεόν αληθινόν και Δημιουργόν του παντός και όστις, καθώς σεις λέγετε, υπέμεινε πάθη και εσταυρώθη και ετάφη»; Ο δε Μάρτυς απεκρίθη· «Αν ήθελες, ω δικαστά, να ακούσης με προσοχήν το μέγα μυστήριον της ενσάρκου οικονομίας του Χριστού, δεν ήθελες εναντιωθή ουδόλως, ούτε δε και θα έλεγες ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός. Όμως εις όσα με ηρώτησες, σου αποκρίνομαι». Θεολογών τότε ο απλούς και θεοφώτιστος Μιχαήλ, λέγει· «Δύο είναι τα πρώτα και σοβαρώτατα κεφάλαια, τα οποία σας απομακρύνουν από την αλήθειαν, το δε χείριστον είναι ότι πιστεύοντες εις τον ένα Θεόν δεν ομολογείτε τα εν τω Θεώ τρία πρόσωπα· το δεύτερον δε ότι δεν πιστεύετε εις τον ενυπόστατον Λόγον, όστις προ των αιώνων μεν εγεννήθη εκ του Θεού και Πατρός, κατά δε τους τελευταίους χρόνους έγινεν άνθρωπος τέλειος, δια την σωτηρίαν των ανθρώπων. Ο τρόπος της ενανθρωπήσεώς του δεν δύναται να εξιστορηθή· όμως, καθ’ όσον είναι δυνατόν εις ανθρωπίνην δύναμιν, σου εξηγώ, αρχίζων από το πρώτον κεφάλαιον, ότι δηλαδή ο Θεός είναι τρισυπόστατος· άκουσον λοιπόν. Μόνος ο Θεός είναι αϊδιος, αιώνιος, άναρχος, ατελεύτητος, άτμητος, άκτιστος, ασύγχυτος, άτρεπτος· τα δε κτίσματα είναι τρεπτά δια τούτο και φθαρτά. Αυτός λοιπόν, συνέχισε λέγων ο Άγιος, ο εις και μόνος Θεός, δεν είναι ούτε χωρίς λόγον ούτε χωρίς σοφίαν· ώστε ο Λόγος του Θεού, ο αυτός είναι και Σοφία του Θεού. Επειδή η σοφία με λόγον είναι, εξ ανάγκης και είναι αδύνατον να υπάρξη χωρίς Λόγον. Αν λοιπόν ήτο ποτέ ο Θεός και δεν ήτο ο Λόγος και η σοφία του Θεού, ο Θεός κατ’ ανάγκην θα ήτο άλογος και άσοφος, τουθ’ όπερ είναι μεγάλη ασέβεια να είπη τις, ακόμη δε και αδύνατον. Ώστε άναρχος είναι και ο Λόγος και η σοφία του Θεού, επειδή είναι και αχώριστος από τον Θεόν. Αλλ’ ούτε λόγος ευρίσκεται άνευ πνεύματος, γεγονός το οποίον και σεις ομολογείτε. Διότι λέγοντες τον Χριστόν ότι είναι Λόγος του Θεού, λέγετε ούτω ότι είναι και Πνεύμα του Θεού. Αφρόνως όμως και με πολλήν αμάθειαν, διότι δεν χωρίζετε τα πρόσωπα του Λόγου και του Πνεύματος· δι’ ο τα υπέρ φύσιν και άτρεπτα φρονείτε συγκεχυμένα, και υπολαμβάνετε ως τρεπτά και ανθρωποπρεπή. Εις Θεός είναι λοιπόν τρία πρόσωπα και πάλιν εις Θεός. Έχει λοιπόν ο Θεός Λόγον και Πνεύμα, αλλά δεν τα έχει ανυπόστατα, καθώς τα έχομεν ημείς οι άνθρωποι, αλλά τα έχει ενυπόστατα και τέλεια, καθώς πρέπει εις τον Θεόν. Ως επί παραδείγματι η λάμψις του ηλίου εκπορεύεται από αυτόν και καταβαίνει μέχρις ημών και ούτε η λάμψις ούτε η ακτίς χωρίζεται ποτέ από τον δίσκον του ηλίου. Λέγοντες δε ημείς λάμψιν και ακτίνα, δεν λέγομεν άλλον ήλιον, παρά τον ένα. Καθ’ όμοιον τρόπον και τον Λόγον του Θεού λέγοντες Θεόν, ακόμη δε και το Πνεύμα του Θεού το Άγιον, δεν λέγομεν άλλον Θεόν, παρά τον ένα Εκείνον, όστις ανάρχως και αϊδίως θεωρείται με τον συνάναρχον Λόγον του και το Άγιον Πνεύμα του· και τούτο, το να πιστεύσωμεν ημείς ούτως, αυτός ο Χριστός ο του Θεού Λόγος μάς το εδίδαξεν. Ούτω λοιπόν πιστεύομεν και ομολογούμεν και με αυτήν την πίστιν μέλλομεν να αποθάνωμεν. Και ταύτα μεν αρκούν εις το πρώτον κεφάλαιον· ας μεταβώμεν δε και εις το δεύτερον. Ο Χριστός δεν είναι μόνον Θεός αληθινός, αλλ’ εν ταυτώ και τέλειος άνθρωπος, διπλήν έχων την ενέργειαν, όπως και η ακτίς του ηλίου, ήτις όχι μόνον φωτίζει τα πάντα, αλλά και ζωογονεί και θερμαίνει αυτά. Και είναι όχι μόνον παντοκράτωρ και παντοδύναμος, αλλά και δίκαιος. Έπλασε λοιπόν ο Θεός τον άνθρωπον και τον επρόσταξε να φυλάττη τας θείας Του εντολάς. Αλλ’ επειδή ο άνθρωπος υπήκουσεν εις τον διάβολον εκουσίως και ημάρτησε, παραβαίνων την θείαν εντολήν, δια τούτο και δικαίως κατεδικάσθη εις θάνατον. Διότι δεν ήτο ίδιον του δικαίου Θεού με την βίαν να ελευθερώση τον άνθρωπον από τον διάβολον. Επειδή, δια του τρόπου τούτου, αρπάζων δηλαδή με την βίαν από τας χείρας του τον άνθρωπον, ήθελεν αδικήσει τον διάβολον, όστις δεν τον έλαβε με την βίαν. Προς τούτοις δε ήθελεν αναιρεθή και το αυτεξούσιον του ανθρώπου, αν ο Θεός με βίαν και δυναστείαν τον ηλευθέρωνε, πράγμα το οποίον δεν ήτο ίδιον του δικαιοκρίτου Θεού, το να αφανίζη δηλαδή το ιδικόν του έργον. Ήτο λοιπόν αναγκαίον να γίνη ένας άνθρωπος αναμάρτητος και να ζήση αναμαρτήτως και δι’ αυτού του τρόπου να βοηθήση τον άνθρωπον, όστις ημάρτησεν εκουσίως. Αλλ’ επειδή δεν υπάρχει ουδείς άνθρωπος αναμάρτητος, έστω και αν μία ημέρα μόνον είναι η ζωή του, καθώς λέγει η θεία Γραφή, δια τούτο, ο μόνος αναμάρτητος Λόγος του Θεού, υιός ανθρώπου γίνεται και γεννάται από Παρθένου και μαρτυρείται με φωνήν πατρικήν από τους ουρανούς και εκουσίως ενοχλείται από τον διάβολον και πολεμείται ως άνθρωπος και νικά τον πειρασμόν, με έργα δε και μεγάλα θαύματα φανερώνει και αποδεικνύει την Θεότητά Του και την εις αυτόν πίστιν και με τοιούτον τρόπον ζήσας χωρίς αμαρτίαν, αναλαμβάνει τα πάθη ημών των καταδίκων, ακόμη και αυτόν τον θάνατον. Έπειτα καταβαίνει εις τον Άδην δια να σώση και εκεί τους πιστεύσαντας. Αναστηθείς δε από τον τάφον μετα τρεις ημέρας και αναληφθείς εις τους ουρανούς ετίμησε τον άνθρωπον κάμνων αυτόν συγκάθεδρον με τον Θεόν και Πατέρα. Και καθίσας εις τα δεξιά του Θρόνου της μεγαλωσύνης εις τους ουρανούς, κατέπεμψεν εκείθεν το Πνεύμα το Άγιον και εφώτισε τους Αγίους του Μαθητάς και Αποστόλους, εκείνοι δε κατόπιν εφώτισαν τον κόσμον όλον εις την αληθή Θεογνωσίαν, με την συνεργίαν του Κυρίου, όστις εβεβαίωνε το κήρυγμά των με τα επακολουθούντα θαύματα. Ταύτα ο κριτής ακούσας ηρώτησεν· «Αλλά την Μαριάμ, ήτις εγέννησε τον Ιησούν, πως την έχετε»; Και ο Άγιος απεκρίθη. «Επειδή Θεόν τέλειον και άνθρωπον τέλειον εγέννησεν, από το μεγαλύτερον ονομάζομεν, κηρύττοντες αυτήν αληθή Θεοτόκον». Λέγει ο κριτής· «Είναι δυνατόν να χωρηθή ο Θεός εις κοιλίαν και να γεννηθή»; Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Όλα τα αδύνατα και δύσκολα εις τους ανθρώπους, εις τον Θεόν είναι δυνατά και εύκολα· και όπου θελει ο Θεός, αι τάξεις της φύσεως νικώνται. Δια τούτο πιστεύομεν, ότι εχωρήθη ο αχώρητος και εγεννήθη χρονικώς, καθό άνθρωπος, καθώς αυτός γνωρίζει». Ο δε κριτής ηρώτησε και πάλιν· «Τον προφήτην μας, πως τον έχετε»; Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Από τον καιρόν του Χριστού μέχρι σήμερον, κανείς προφήτης δεν ήλθεν, διότι λέγει ο Κύριος, ότι οι Προφήται έως του Βαπτιστού Ιωάννου επροφήτευσαν. Ώστε ο ιδικός σας δεν είναι προφήτης, επειδή είναι μεταγενέστερος από τον Χριστόν και καμμίαν προφητείαν δεν είπε· πως λοιπόν θα τον είπωμεν προφήτην»; Ταύτα όλα όσα είπεν ο Μάρτυς Μιχαήλ ο κριτής τα έγραψεν. Έπειτα δε στραφείς με άγριον βλέμμα προς τον Άγιον του λέγει· «Βλέπεις ότι έγινες κατάκριτος από τους ιδικούς σου λόγους και υπόδικος εις τους νόμους; Δια τούτο μέλλεις να παραδοθής εις το πυρ, αν δεν μετανοήσης και αρνηθής εκείνα τα οποία είπες, δια να εύρης έλεος». Τότε ο Μάρτυς εβόησε με μεγάλην φωνήν και είπε· «Πιστεύω εις τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν, όστις είναι Θεός αληθινός και δημιουργός και πλάστης μου και είμαι έτοιμος, εάν είναι δυνατόν, να υπομείνω μυρίας βασάνους δια την αγάπην Του. Δια τούτο, από τα χρήματα, τα οποία έχω, λάβετε και αγοράσατε ξύλα δια να με καύσητε, διότι δεν θέλω από τα ιδικά σας να προσφερθώ θυσία εις τον Θεόν μου». Και ευθύς ως είπε ταύτα έπτυσεν αυτόν και το χαρτίον του. Τότε ο κριτής ρίψας τον Άγιον εις την γην τον ερράβδισε σφοδρώς και έπειτα τον εφυλάκισεν. Ήτο δε τότε περίπου η ενάτη ώρα της ημέρας, ότε από το κριτήριον ήλθον προς ημάς (λέγει ο συγγραφεύς) πιστοί τινες και μας ανήγγειλαν όλα τα γενόμενα. Ημείς δε ευθύς ως ηκούσαμεν τούτο, φόβου και χαράς ενεπλήσθημεν, φόβου μεν, συλλογιζόμενοι την ασθένειαν της φύσεως, χαράς δε, ελπίζοντες ότι ο Θεός, όστις έδωσεν εις τον δούλον του τοιαύτην γνώσιν και ευτολμίαν λόγου, εις το να κηρύξη μετά παρρησίας το όνομά Του ενώπιον των αλλοπίστων, Αυτός έως τέλους θέλει ενδυναμώσει και την ασθένειαν της ανθρωπίνης φύσεως. Όθεν παραγγείλαντες πολλά εις τους ευσεβείς εκείνους, προς ενίσχυσιν του Μάρτυρος, απεστείλαμεν τούτους εις την φυλακήν προς παρηγορίαν του. Εκείνοι δε μεταβάντες και όντες γνώριμοι με τον δεσμοφύλακα, εύρον τον Άγιον εις την φυλακήν, δεδεμένον με δύο αλύσεις και προσευχόμενον. Ως δε εκείνοι είδον τον Μάρτυρα, ότι δεν ήτο τεταραγμένος ουδόλως, αλλά χαρίεις και αλλοίαν έχων την όψιν από την θείαν Χάριν, δι’ εκείνα τα οποία έπαθε και υπέμεινε, συνεκάθισαν μαζί του και του είπον όσα εγώ τους παρήγγειλα. Ο Άγιος δε τους απεκρίθη· «Ας έχη θάρρος ο Γέρων, διότι δεν θέλει με εγκαταλείψει ποτέ η δύναμις του Θεού, ήτις με προστατεύει, αλλά και την ασέβειαν θέλω διαπομπεύσει και δια τον Χριστόν θέλω μαρτυρήσει». Αφού δε και περί άλλων πολλών συνωμίλησαν επ’ αρκετόν, όταν ενύκτωσεν ανεχώρησαν. Την πρωϊαν πάλιν, μετά από τον Όρθρον, απέστειλα τους ιδίους εις αυτόν να του είπουν τα πρέποντα και να τον παρακινήσουν εις το Μαρτύριον. Εκείνος δε, ως είδεν ότι ήλθον και ήκουσεν εκείνα τα οποία του έλεγον, τους είπεν· Αδελφοί, ο Κύριός μου αυτήν την νύκτα, ότε προσηυχόμην, εφάνη προς εμέ τον ανάξιον και ενεδυνάμωσε την αδυναμίαν μου. Δίδων δε θάρρος εις την ψυχήν μου, είπεν εις εμέ· «Μιχαήλ, ιδικέ μου Αθλητά, χαίρε. Καθώς δε εγώ δια σε και δι’ όλον το γένος των ανθρώπων προσέφερα την ψυχήν μου και υπέμεινα σταυρικόν θάνατον, καθ’ όμοιον τρόπον είναι ανάγκη και συ να αποθάνης δια την αγάπην μου, δια να ζήσης και να βασιλεύσης μετ’ εμού. Βλέπε λοιπόν μη φοβηθής το πυρ, διότι η θεωρία του μόνον έχει τον φόβον, η δε δοκιμή του είναι ευκαταφρόνητος. Θέλεις δε υπομείνει ταύτα ενδυναμούμενος από την ανίκητόν μου δύναμιν». Αυτά λέγων εις εμέ ο Κύριος με ηυλόγησε και απήλθεν. Εμέ δε περιέβαλεν υπερβολική αγάπη και χαρά ανεκλάλητος τόσον, ώστε δεν ηδυνάμην να κρατήσω τον εαυτόν μου και μόνον επρόσμενα πότε να έλθη εκείνη η ευλογημένη ώρα, να χωρισθώ από τούτον τον κόσμον και να ενωθώ με τον Χριστόν μου. Κατά δε την τρίτην ώραν της ημέρας συνήχθησαν οι αρτοποιοί εις τον κριτήν λέγοντες· «Αυτός ο άνθρωπος χρεωστεί εις ημάς, άλλοι δε χρεωστούν εις αυτόν· όθεν, παράδωσον αυτόν εις ημάς δια να τακτοποιήση τους λογαριασμούς του, δι’ εκείνα, τα οποία χρεωστεί και του χρεωστούν». Παρέδωκε λοιπόν αυτόν ο κριτής δεδεμένον εις τον έπαρχον της πόλεως και ήλθον μετ’ αυτού εις το εργαστήριόν του. Εκεί δε ενώ εθεώρουν τους λογαριασμούς του, όσα αυτός είχε και ποίοι του εχρεώστουν, εδίψασεν ο Άγιος και παρεκάκεσεν ένα από τους εκεί φίλους του, να του φέρη οίνον να πίη. Εκείνος δε πράγματι μετέβη ευθύς και του έφερε και έπιεν. Ως δε είδον οι φονείς τον κομιστήν, ολίγον έλειψε να τον φονεύσουν. Ο δε Μάρτυς, συμπονέσας τον φίλον του, εφώναξεν εις τον έπαρχον· «Άδικε και άνομε, τι κακοποιείς τον άνθρωπον του Θεού; Εγώ είμαι ο αίτιος και εις εμέπρέπει η τιμωρία, όχι εις τον αναίτιον»! Αλλ’ ο έπαρχος, μη υποφέρων τον έλεγχον του Αγίου, τον εκτύπησε με την ράβδον εις την κεφαλήν τόσον, ώστε πίπτων κατά γης μετά βίας εσηκώθη. Αναχωρήσαντες εκείθεν κατόπιν τον έκλεισαν και πάλιν εις την φυλακήν, παραγγείλαντες εις τον δεσμοφύλακα να τον φυλάττη με προσοχήν, διότι ανέμενον τον ανώτερον κριτήν να εκδώση την απόφασιν του θανάτου του. Ούτος ήλθε την Τετάρτην της μεσονηστίμου εβδομάδος και την Πέμπτην εκάθησεν επί της δικαστικής έδρας. Έφεραν τότε τον Μάρτυρα εις το κριτήριον χαίροντα όλον και απαστράπτοντα εκ των ακτίνων της θείας Χάριτος. Επλησίαζε τότε η έκτη ώρα της ημέρας και λαμβάνων ο κριτής εις τας χείρας του τον χάρτην επί του οποίου είχε γραφή η ομολογία του Μάρτυρος, ήρχισε και αυτός να τον ερωτά δια τα γεγραμμένα, αν αληθεύωσι και αν, ως έχουσι, τα ωμολόγησε και πόθεν τα εδιδάχθη. Ο δε Μάρτυς απεκρίθη· «Μη ερωτάς, κριτά, εάν αληθεύωσιν αυτά, διότι είναι φανερώτερα από τον ήλιον και εγώ είμαι όστις ωμολόγησα τότε ταύτα, τώρα δε πάλιν τα ομολογώ και κηρύττω ως αληθή, ως πιστά και βέβαια. Ταύτα εδιδάχθην πατροπαραδότως από ευσεβείς γονείς. Πρώτος δε διδάσκαλός μου εις ταύτα πάντα άλλος τις δεν είναι ει μη ο Ιησούς, ο Υιός του Θεού και Θεός αληθινός». Λέγει τότε με θυμόν ο κριτής· «Άφησε, άθλιε, αυτά και μετανόησε δια να ελεηθής από τον Θεόν εις τους ουρανούς και από τον προφήτην μας και δια να σε δοξάσωμεν και ημείς εις την γην, αλλά περισσότερον δια να αποφύγης τον πικρόν θάνατον του πυρός». Αλλά και πάλιν ο Μάρτυς του Χριστού μηδόλως πτοηθείς απεκρίθη μετά γενναιότητος· «Δεν αρνούμαι τον Θεόν μου, δεν προτιμώ το σκότος από το φως ούτε το ψεύδος από την αλήθειαν, αλλά θέλω να αποθάνω δια τον Χριστόν μου, δια να ζήσω με Αυτόν. Μη με φοβερίζης, κριτά, διότι δεν θέλεις με καταπείσει· διότι εγώ ανέμενον την ημέραν ταύτην ως πανήγυριν λαμπράν και ως ημέραν ελευθερίας, της οποίας όλος ο κόσμος δεν είναι αντάξιος. Τι με ωφελούν τα κέρδη των χρημάτων, τα οποία μου υπόσχεσθε; Το αργύριόν σας να απολεσθή ομού με σας, όπου φαντάζεσθε ότι θα αλλάξω την Βασιλείαν των ουρανών με χρήματα και δόξαν προσωρινήν. Λοιπόν, μη χάνης καιρόν, αλλά παράδοσόν με εις τον Θεόν μίαν ώραν ενωρίτερον, διότι θέλω και αγαπώ να γίνω θυσία του Κυρίου μου, να ψηθώ ως άρτος ηδύς, να τεθώ εις την τράπεζαν της Αγίας Τριάδος και να προσφερθώ ως ευώδες θυμίαμα εις αυτήν. Κάμε το συντομώτερον εκείνο το οποίον θέλεις· δεν φοβούμαι τας προσκαίρους κολάσεις· δεν αρνούμαι την αγάπην τού γλυκυτάτου μου Ιησού, όστις είναι και έρως και αγάπη και έφεσις και ζωή και ανάστασις και Βασιλεία των ουρανών. Δια των λόγων τούτων εξέπληξεν ο Άγιος τον κριτήν τόσον, ώστε λαβών εκείνος το μανδήλιόν του και επί πολύ ακουμβών την κεφαλήν του επάνω εις αυτό εγέμισεν όλος από δάκρυα. Έπειτα, ως να εξύπνησεν εκ του ύπνου, έδωκε τοιαύτην κατά του Μάρτυρος έγγραφον απόφασιν· «Επειδή Μιχαήλ ο από Χριστιανών γονέων, επαρακινήθη θεληματικώς και ήλθεν ενώπιον πολλών αρχόντων και αρχομένων, οίτινες ευρέθησαν εμπρός εις το κριτήριόν μου και ωμολόγησε μετά παρρησίας, ότι ο Χριστός είναι Θεός αληθινός και ότι οι προφήται δι’ Αυτόν επροφήτευσαν και ότι η Παρθένος Μαριάμ όπου εγέννησε τον Ιησούν Χριστόν είναι κυρίως και αληθώς Θεοτόκος, προσθέτων και τούτο, ότι έως τον καιρόν του Χριστού ήσαν οι Προφήται, οι δε μετέπειτα είναι ψεύσται και πλάνοι· και όστις και τον ιδικόν μας προφήτην τον Μωάμεθ φανερά απεκάλεσε ψεύστην και πλάνον και με άλλας ύβρεις τον εξουθένωσε και επειδή δεν θέλει να μετανοήση δι’ εκείνα τα οποία ελάλησεν, ορίζει ο νόμος να παραδοθή εις το πυρ, κατά την δεκάτην του Μαρτίου ημέραν Πέμπτην της εβδομάδος, ώραν ενάτην». Την απόφασιν αυτήν λαβών ο έπαρχος εξήλθεν από το κριτήριον έχων και τον Άγιον δεδεμένον, όστις μιμούμενος και εις τούτο τον Κύριον έτρεχεν όπισθεν ώσπερ αρνίον άκακον εις την σφαγήν, χωρίς να εναντιώνεται ή να κραυγάζη. Μόνον μετ’ ευχαριστίας και μετά ταπεινού σχήματος συνήγεν όλον τον νουν του εις τα ουράνια, εκεί όπου κατοικεί ο Δεσπότης Χριστός. Η δε πόλις όλη συνηθροίσθη, ίνα ίδουν το Μαρτύριόν του, ως από κοινήν συμφωνίαν και οι μεν Χριστιανοί ίσταντο μακρόθεν διωκόμενοι, τα δε πλήθη των Αγαρηνών ήσαν πλησίον, πνέοντες θυμόν, απειλούντες, υβρίζοντες και ατακτούντες, ώσπερ θηρία ανήμερα. Ήτο δε εκεί πάνδημον θέαμα, το να βλέπη τις όλον τον τόπον κατειλημμένον από το πλήθος των ανθρώπων, τας στέγας των οίκων γεμάτας, τους ορόφους, τους Ναούς, τα δένδρα, τα τείχη, διότι όλοι ως νέφος μελισσών συνήχθησαν δια να ίδουν τον αγώνα του Μάρτυρος, πως ηγωνίζετο και πως ενίκησε τους ορατούς και αοράτους εχθρούς. Πιστεύω δε ότι δεν έλειπον από το στάδιον ούτε Άγγελοι, ούτε Μαρτύρων ψυχαί, προσμένοντες να ευφημήσουν τον νικητήν. Αφού λοιπόν έφθασαν εις τον τόπον, εις τον οποίον έμελλε να τελειωθή ο Άγιος, θέλοντας οι δήμιοι να τον εκφοβίσουν, έστησαν αυτόν έμπροσθεν εις το πυρ και εμπήξαντες δύο ξύλα εις την γην, έδεσαν την άλυσιν όπου εφόρει ο Μάρτυς. Έπειταεκδύοντες αυτόν, τον άφησαν μόνον με το επανωφόριον και ήρχισε πάλιν ο έπαρχος να τον κολακεύη συμπονών δήθεν αυτόν και νομίζων ότι θα μαλάξη την αδαμαντίνην αυτού ψυχήν. Αλλ’ ο Μάρτυς του λέγει· «Δεν εντρέπεσαι, ταλαίπωρε, να διαστρέφης την ορθήν Πίστιν του Κυρίου; Διατί δεν εκτελείς συντόμως την απόφασιν του θανάτου μου; Εγώ πιστεύω και ομολογώ, καθώς σας προείπον, ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο αληθινός Υιός του Θεού και Θεός, όστις ήλθεν εις τον κόσμον ίνα σώση τους αμαρτωλούς, από τους οποίους εγώ είμαι ο έσχατος και τελευταίος· δεν θέλεις με καταπείσει, άθλιε, έστω και αν ακόμη μοι δώσης μύρια βασίλεια. Άλλη Βασιλεία με αναμένει άφθαρτος και αϊδιος». Τότε διατάσσει ο έπαρχος να αλειφθή πρώτον με θειάφι, αφού δε τον ήλειψαν, ανάπτουσιν υποκάτω του πυρ και ευθύς ήναψε ώσπερ κηρός, ούτω δε ίστατο καιόμενος πολλήν ώραν, υμνών εν σιγή τον Θεόν. Έπειτα στρέφων δεξιά και αριστερά και ιδών που ευρίσκετο το περισσότερον πυρ, εκεί πεσών, ο μακάριος, το μεν σώμα του παρέδωκεν εις το πυρ, την δε ψυχήν του εις χείρας Θεού. Ω της ανδρείας σου, Μιχαήλ αξιοθαύμαστε! Ω της στερράς και αδαμαντίνης σου ψυχής! Πως δεν εφοβήθης την αγρίαν ορμήν των αλλοπίστων, αλλ’ ως βέλη νηπίων ενόμιζες όλα αυτών τα μηχανήματα; Πως δεν εφοβήθης το τρομερόν εκείνο πυρ; Όθεν Άγγελοι εθαύμασαν την ανδρείαν της ψυχής σου· δαίμονες ησχύνθησαν· οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί ηυφράνθησαν, οι αλλόπιστοι κατησχύνθησαν, όλον το σύστημα των ευσεβών σε επήνεσεν επί της γης και κατ’ έτος και καθ’ υποχρέωσιν πανηγυρίζει την μνήμην σου· και εν ουρανοίς Άγιοι σε υπεδέχθησαν με φωνήν αγαλλιάσεως και με ήχον εορταζόντων, δοξάζοντες και ευλογούντες Χριστόν τον νικοποιόν Θεόν· Ω η δόξα και το κράτος εις τους απεράντους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΑ΄ (11η) του αυτού μηνός Μαρτίου, μνήμη του Αγίου Πατρός ημών ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων

Δημοσίευση από silver »


Σωφρόνιος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών εγεννήθη εις την Δαμασκόν της Συρίας περί το έτος 580 από Χριστού, υπό γονέων ευσεβών και σωφρόνων, πατρός μεν Πλινθά, μητρός δε Μυρούς καλουμένων. Πεπροικισμένος δε ων παρά Θεού δια σπανίων προτερημάτων, και μάλιστα της ευφυϊας και της φιλομαθείας, κατέστη κάτοχος πολλών γνώσεων. Προς τούτοις, αν και κατώκει εντός της πόλεως, ήσκει την αρετήν και επεδίδετο εις την άσκησιν την κατορθουμένην εις τας ερήμους υπό των Ασκητών. Μετά ταύτα θέλων ο Άγιος να επιτύχη έτι ανωτέραν πνευματικήν κατάρτισιν μετέβη εις την Παλαιστίνην, εις το Μοναστήριον του Μεγάλου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου. Ευρών δε εκεί κατά τον πόθον του άνδρα τινά, ονόματι Ιωάννην, επικαλούμενον Μόσχον, κάτοχον πάσης σοφίας εσωτερικής τε και εξωτερικής, συγκατώκησε μετ’ αυτού και έγινε Μοναχός εις την Μονήν αυτήν του Οσίου Θεοδοσίου. Εδιδάσκετο δε εκεί παρά του μακαρίου εκείνου Ιωάννου τα μαθήματα, τα οποία εκείνος εγνώριζε καλλίτερον, διδάσκων και αυτός αντιστρόφως εις εκείνον τας ιδικάς του γνώσεις. Επειδή δε και οι δύο ούτοι άνθρωποι του Θεού διεκαίοντο υπό του πόθου να επισκεφθώσι τα ονομαστά Μοναστήρια της Ανατολής και να γνωρίσωσιν εκ του πλησίον τους εις αυτά ασκουμένους μεγάλους Πατέρας του καιρού εκείνου δια να λάβωσι παρ’ αυτών ωφέλειαν πνευματικήν, εταξίδευσαν εις διάφορα μέρη, την Αίγυπτον, την Συρίαν, την Μικράν Ασίαν, την Κύπρον, την Σάμον και πολλά άλλα μέρη εις τα οποία υπήρχαν Μοναστήρια και Πατέρες ονομαστοί. Εις την Αλεξάνδρειαν εγνωρίσθησαν με τον τότε Πατριάρχην, τον αγιώτατον Ιωάννην τον Ελεήμονα (610 – 619), μετά του οποίου συνεδέθησαν δια στενής φιλίας. Εκεί εις την Αλεξάνδρειαν ευρισκόμενος ο θείος Σωφρόνιος έπαθεν επίχυσιν εις τους οφθαλμούς του και εθεραπεύθη δια θαύματος υπό των Αγίων και θαυματουργών Αναργύρων Κύρου και Ιωάννου, οι οποίοι ως μισθόν εζήτησαν παρ’ αυτού να συγγράψη τα θαύματα, όσα ετέλουν καθ’ εκάστην, όπερ και προθύμως δεχθείς ο Άγιος συνέγραψε ταύτα κατά την επιθυμίαν των Αγίων. Εις την Αλεξάνδρειαν ο θείος Σωφρόνιος μετά του μακαρίου Ιωάννου του Μόσχου παρέμειναν μέχρι του έτους χιδ΄ (614). Επειδή δε τότε ηπειλείτο εισβολή των Περσών εις Αίγυπτον και επειδή ήθελον να μεταβώσι και εις την Ρώμην προς προσκύνησιν του ιερού τάφου του πρωτοκορυφαίου των Αποστόλων θείου Πέτρου και των άλλων Αγίων, έτι δε και δια να γνωρίσωσι και τους εκεί Αγίους Πατέρας, επήγαν εις την Ρώμην. Εκεί εις την Ρώμην ευρισκομένων των μακαρίων τούτων Πατέρων, συνέγραψεν ο Μόσχος, βοηθούμενος και υπό του θείου Σωφρονίου, το περίφημον Λειμωνάριον, βιβλίον το οποίον περιέγραφε πλείστας όσας θαυμαστάς ιστορίας από την ζωήν των Οσίων Πατέρων. Εις την Ρώμην δε ευρισκομένων εισέτι των Οσίων απήλθε προς Κύριον εν έτει χιθ΄ (619) ο μέγας την αρετήν Ιωάννης ο Ελεήμων. Τούτο πληροφορηθείς ο θείος Σωφρόνιος συνέθεσεν εις αυτόν επιτάφιον εγκωμιαστικόν λόγον, δια του οποίου απεκάλυψε τον άμετρον θησαυρόν της ελεημοσύνης και της ευσπλαγχνίας, τον οποίον είχεν εν τη ψυχή του ο τρισμακάριστος εκείνος άνθρωπος και βαρέως εθρήνησε την τούτου στέρησιν. Συνέγραψε δε και ο μακάριος Ιωάννης ο Μόσχος τον Βίον τού εν Αγίοις Πατρός ημών Ιωάννου του Ελεήμονος, τον οποίον όμως δεν επρόλαβε να τελειώση, διότι εν τω μεταξύ προέλαβε και αυτόν ο θάνατος κατά το ίδιον έτος 619 και ούτως ετελείωσε το έργον εκείνο ο θείος Σωφρόνιος. Μετά τον θάνατον του Ιωάννου Μόσχου παραλαβών ο θείος Σωφρόνιος το οσιακόν εκείνου Λείψανον κατά την παραγγελίαν, την οποίαν είχεν αφήσει εις αυτόν έτι ζων ο Ιωάννης, να ενταφιάση τούτο εις το όρος του Σινά, ήλθεν εις Παλαιστίνην. Μη δυνηθείς δε να μεταβή εις το Σινά λόγω των επιδρομών των Αράβων, ενεταφίασεν αυτό εις την Μονήν του Οσίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου. Μετά ταύτα, βλέπων ο Άγιος την Εκκλησίαν ταραττομένην από τας επιβουλάς των Μονοφυσιτών και των διαφόρων άλλων αιρετικών, μετέβη εις την Αλεξάνδρειαν, όπου προσεπάθησε να πείση τον τότε Πατριάρχην Κύρον, εργαζόμενον υπέρ της ενώσεως με τους Μονοφυσίτας, όπως παραμείνη πιστός εις τα θεσπισθέντα υπό της εν Χαλκηδόνι συνελθούσης Αγίας Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Επειδή όμως εκείνος παρέμενεν αμετάπειστος, μετέβη και εις την Κωνσταντινούπολιν προς τον Πατριάρχην Σέργιον και τον αυτοκράτορα Ηράκλειον. Ευρών δε και τούτους τα αυτά φρονούντας και προσπαθούντας να αλλοιώσουν τα Ορθόδοξα δόγματα, διδάσκοντες μίαν εις Χριστόν θέλησιν, και δριμύτατα ενώπιον πάντων ελέγξας, επέστρεψε περίλυπος εις Ιεροσόλυμα. Όμως οι αγώνες του θείου Σωφρονίου δεν απέβησαν επί ματαίω. Όσον και αν οι αιρετικοί ήσαν οι ισχυροί της εποχής, η Ορθοδοξία εθριάμβευσεν. Η συνελθούσα μετά ταύτα, εν έτει χπ΄ (680), Αγία ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος τους μεν αιρετικούς Σέργιον και Πύρρον και Παύλον και Πέτρον τους Πατριάρχας Κωνσταντινουπόλεως και Ονώριον της Ρώμης και Κύρον της Αλεξανδρείας, και τους συν αυτοίς αιρετικούς ανεθεμάτισε, τον δε θείον Σωφρόνιον, καθώς και τον αγιώτατον Μάξιμον τον Ομολογητήν και τους άλλους Ορθοδόξους αγωνιστάς εδικαίωσεν. Ούτω γενναίως υπέρ της Ορθοδοξίας ηγωνίζετο ο Άγιος και προ ακόμη της εις Επίσκοπον χειροτονίας του, περιερχόμενος Ανατολήν και Δύσιν, κατά το υπόδειγμα των Αγίων Αποστόλων, τους μεν Ορθοδόξους στηρίζων εις την αλήθειαν της Πίστεως, τους δε αιρετικούς, οίτινες ήσαν τότε οι Μονοφυσίται, οι Μονοθεληταί και πλείστοι άλλοι, καυτηριάζων. Κατά την εποχήν εκείνην απήλθε προς Κύριον ο μέγας την αρετήν Πατριάρχης Ιεροσολύμων Άγιος Μόδεστος 632 – 634, ότε επινεύσει του Παναγίου Πνεύματος εκλήθη να ανέλθη εις τον ευκλεέστατον θρόνον των Ιεροσολύμων ο διαπρύσιος ούτος της Ορθοδοξίας κήρυξ θείος Σωφρόνιος. Κλήρος και λαός, άρχοντες και αρχόμενοι της Αγίας Πόλεως αυτόν έκριναν κατάλληλον να αναλάβη την διακυβέρνησιν του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων κατά τας δυσχερείς εκείνας περιστάσεις, καθ’ ας οι Άραβες εξωτερικώς και οι διάφοροι αιρετικοί εσωτερικώς ηπείλουν την Αγίαν Πόλιν. Όθεν δια την υπερβάλλουσαν αρετήν αυτού και τα σπάνια άλλα χαρίσματα, δια των οποίων ήτο πεπροικισμένος, την αγχίνοιαν, την μόρφωσιν, την διάκρισιν και τα άλλα όμοια, ανήλθεν επί του θρόνου της μητρός των Εκκλησιών εν έτει χλδ΄ (634) ο και προ της χειροτονίας του αξιώτατος Σωφρόνιος. Αφού δε τούτο εγένετο και αφού ετέθη ως αληθώς ο λύχνος επί την λυχνίαν και εφώτιζε πάντας τους εν τη οικία (Ματθ. ε:15), άπαντας δηλαδή τους πιστούς της αγιωτάτης αυτής Εκκλησίας, τις δύναται να διηγηθή με πόσην φροντίδα και με ποίους κόπους εποίμανε την θεόθεν δοθείσαν εις αυτόν ποίμνην; Διότι δεν διεξήγαγε πνευματικόν μόνον αγώνα κατά των αιρετικών Μονοθελητών, ως είπομεν, οι οποίοι ήρχισαν τότε να πληθύνωνται εις τας άλλας Εκκλησίας και τους οποίους άλλοτε μεν ανέτρεπε δια των θείων Γραφών και των Αποστολικών και Πατρικών παραδόσεων, άλλοτε δε τους ενίκα δια των ιδικών του διδασκαλιών, αλλ’ επί πλέον ο ιερός Σωφρόνιος είχε να αντιμετωπίση και σκληρόν κατά των βαρβάρων επιδρομέων πόλεμον. Διότι οι Άραβες, περικυκλώσαντες πανταχόθεν την Ιερουσαλήμ, μυρίας στερήσεις και κινδύνους προεκάλουν εις αυτήν και τέλος δια τας αμαρτίας του λαού κατέλαβον αυτήν εν έτει χλζ΄ (637). Αλλά και κατά τας πικροτέρας εκείνας στιγμάς της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων ο θείος Σωφρόνιος σοφώς πολιτευθείς πολλά υπέρ διασώσεως αυτής δια καταλλήλων συνθηκών επέτυχεν. Τοιουτοτρόπως λοιπόν, καλώς και θεοφιλώς πολιτευσάμενος ο μακάριος και πολλούς εις την ευθείαν οδόν καθοδηγήσας και στόμα Θεού χρηματίσας, κατά τον Προφήτην Ιερεμίαν, και επί τρία έτη και μήνας τρεις ποιμάνας το ποίμνιον του Χριστού και πολλά συγγράμματα λόγου και μνήμης άξια αφήσας εις την Εκκλησίαν του Χριστού ο αοίδιμος ούτος Πατήρ και μέγας Πατριάρχης εν ειρήνη προς Κύριον εξεδήμησε την ια΄ (11ην) Μαρτίου του έτους χλη΄ (638), το επόμενον δηλαδή έτος από της καταλήψεως των Ιεροσολύμων υπό των Αράβων, την οποίαν βαρέως έφερεν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΒ΄ (12η) του αυτού μηνός Μαρτίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών και Ομολογητού ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ της Σιγρια

Δημοσίευση από silver »


Θεοφάνης ο Όσιος Πατήρ ημών εγεννήθη εν Κωνσταντινουπόλει περί το έτος ψνθ΄ (759), βασιλεύοντος του δυσσεβούς και εικονομάχου βασιλέως Κωνσταντίνου Ε΄ του Κοπρωνύμου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη ψμα΄ - ψοε΄ (741 – 775). Οι γονείς του υπήρξαν ευγενείς και πλούσιοι άρχοντες της Θεσσαλονίκης, και ο μεν πατήρ αυτού εκαλείτο Ισαάκ και ήτο στρατηγός εν τη αρχή των Αιγαιοπελαγιτών, η δε μήτηρ του ωνομάζετο Θεοδότη. Εν τη παιδική δε έτι ηλικία του Αγίου ευρισκομένου απέθανεν ο πατήρ αυτού, η δε μήτηρ του αναλαβούσα την εκπαίδευσιν αυτού εδίδαξεν εις αυτόν τα Ελληνικά γράμματα και την κατά Χριστόν διδασκαλίαν, δωδεκαετή δε έτι όντα τον ενύμφευσε και παρά την θέλησίν του μετά τινος εναρέτου, πλουσίας, ευγενούς και ωραιοτάτης νέας, ονόματι Μεγαλώ, μετά της οποίας και συνέζησεν επί οκτώ έτη. Επειδή όμως ο μακάριος Θεοφάνης ηγάπα την Μοναχικήν πολιτείαν και όλος ο πόθος του ήτο αφιερωμένος εις αυτήν, ουδόλως ηρέσκετο εις τα του γάμου. Μάλιστα έπεισεν εις τούτο και την ευλογημένην εκείνην Μεγαλώ και διήρχοντο τον βίον των εν παρθενία. Τούτο πληροφορηθείς ο πανθερός του ηνάγκαζε τον νέον να πράττη τα του γάμου. Και όχι μόνον ούτος αλλά και ο βασιλεύς μετά του οποίου, λόγω του αξιώματός του, συνεδέετο ο πενθερός του Οσίου επέδρα επί τον Όσιον προσπαθών να αποτρέψη αυτόν από του σκοπού του. Επειδή όμως ο Όσιος δεν επείθετο, τον απέστειλεν ο βασιλεύς εις το φρούριον της Κυζίκου, το οποίον τότε εκτίζετο, ίνα συμβοηθήση και αυτός, νομίζων ότι ούτω θα τον απέσπα από την αφοσίωσίν του προς τον Θεόν. Όμως ο Όσιος και εκεί μεταβάς την μεν εντολήν του βασιλέως εξετέλεσε δαπανήσας και εξ ιδίων του εξόδων, από δε του σκοπούτου ουδόλως απεμακρύνθη, αλλά γνωρισθείς και με τους εις τα μέρη εκείνα ασκουμένους Μοναχούς, θερμότερος εγίνετο εις τον πόθον τής τηρήσεως της καθαράς παρθενίας και της μοναχικής πολιτείας, μάλιστα δε εν τη περιοχή εκείνη και τον ασκητικόν αυτού ετέλεσε δίαυλον κατόπιν. Όταν δε ο Όσιος έφθασεν εις το εικοστόν πρώτον έτος της ηλικίας του, τότε και ο θηριώνυμος βασιλεύς Λέων ο Δ΄ και ο πενθερός τού Οσίου απέθανον και ούτως όχι μόνον ο Όσιος εις αυτό το άνθος της ηλικίας του έμεινεν ελεύθερος να πράξη κατά το θέλημά του, αλλά και η οικουμένη ολόκληρος απηλευθερώθη από της τυραννίας των Ισαύρων, διότι τα σκήπτρα της βασιλείας ανέλαβεν η ευσεβεστάτη βασίλισσα Ειρήνη μετά του υιού της Κωνσταντίνου του ΣΤ΄ εν έτει ψπ΄ (780). Όθεν, επειδή τα πράγματα ηκολούθησαν κατά την επιθυμίαν του, δια τούτο διανείμας ο Όσιος την περιουσίαν του εις πτωχούς και πένητας και ελευθερώσας τους δούλους του, απεφάσισαν μετά της συζύγου του να αναχωρήσουν δια την Μοναχικήν πολιτείαν. Έδωσε λοιπόν τότε ο Όσιος και εις την σύζυγόν του χρήματα αρκετά, διότι είχον κληρονομήσει και οι δύο άφθονον περιουσίαν από τους γονείς των και έπραξαν κατά τον πόθον των. Και η μεν μακαρία Μεγαλώ εκουρεύθη Μοναχή εις εν Μοναστήριον της Πριγκηποννήσου μετονομασθείσα Ειρήνη Μοναχή, ο δε Όσιος, απελευθερωθείς πλέον πάσης φροντίδος και ταραχής, αφιέρωσεν εξ ολοκλήρου τον εαυτόν του εις τον Κύριον. Μετέβη λοιπόν τότε ο μακάριος εις το όρος της Σιγριανής, όπου και εκάρη Μοναχός εις εν Μοναστήριον του Πολυχνίου ή Πολυχρονίου ονομαζόμενον, του οποίου Ηγούμενος ήτο ευσεβής τις Γέρων, ονόματι Χριστοφόρος, και κλεισθείς εντός κελλίου κατεγίνετο εις το εργόχειρον της καλλιγραφίας και με τον κόπον των ιδίων χειρών του όχι μόνον τα δι’ εαυτού αναγκαιούντα εξοικονόμει, αλλά και εις άλλους έδιδε τα χρειώδη. Κατά το διάστημα τούτο ανοικοδόμησε και την παλαιάν Μονήν της Σιγριανής, η οποία τότε ήτο κατεστραμμένη. Μετά ταύτα, αφού ήδη είχον παρέλθει εξ έτη, αναχωρήσας ο Όσιος εκ του Μοναστηρίου εκείνου ήλθεν εις την νήσον Κλώνυμον, ήτις κοινώς λέγεται Καλόλιμνος και υπόκειται εις τον Επίσκοπον Νικομηδείας. Εκεί, αφού έκτισε νέον μέγα Μοναστήριον, επανήλθεν εις το όρος της Σιγριανής, όπου και τους ασκητικούς αυτού αγώνας συνέχισεν. Ότε δε ο Όσιος ευρίσκετο εις το πεντηκοστόν έτος της ηλικίας του, ησθένησε προσβληθείς υπό λιθιάσεως των νεφρών και της ουροδόχου κύστεως. Όθεν εκ τούτου παρέμενεν έκτοτε πάντοτε κλινήρης ο αοίδιμος. Μετά ταύτα εβασίλευσεν ο Λέων Ε΄ ο Αρμένιος, ο εικονομάχος, εν έτει ωιγ΄ (813). Υπάρχων δε και ούτος βεβυθισμένος εις την πλάνην της εικονομαχίας προσεπάθει να σύρη και τον Άγιον εις την ιδικήν του πλάνην. Αλλ’ ο Όσιος ούτος Πατήρ ημών Θεοφάνης, όπως πάντοτε, ούτω και τώρα δεν εφάνη μικρόψυχος ούτε δειλός. Μολονότι δε ήτο ακίνητος εκ της σωματικής ασθενείας, ενεδυναμώθη όμως υπό της προθυμίας της ψυχής και υπό του ζήλου της Ορθοδοξίας. Όταν δε ο τύραννος διέταξε τον Άγιον να έλθη προς αυτόν, ειπών· «Ελθέ, ίνα ευχηθής υπέρ εμού, επειδή θα εκστρατεύσω κατά των Βουλγάρων», τότε ο Άγιος, αν και ευρίσκετο εν ακινησία, ως είπομεν, μετέβη από της Μονής μέχρι του αιγιαλού δι’ αμάξης και επιβιβασθείς εις πλοίον ήλθεν εις την Βασιλεύουσαν. Αλλ’ αν και ως πρόθυμος εργάτης της υπακοής έσπευσε να εκτελέση το προστασσόμενον και να παραστή εις τον τόπον εις τον οποίον εκαλείτο, όμως δεν ηθέλησε να αντικρύση τον βασιλέα κατά πρόσωπον. Ο δε βασιλεύς διεμήνυσεν εις αυτόν, ειπών· «Εάν συγκατανεύσης εις την παράκλησίν μου και πεισθής εις τους λόγους μου, γνώριζε ότι θέλω γίνει πρόξενος πολλών αγαθών εις σε και εις το Μοναστήριόν σου· εάν όμως δεν θελήσης να υπακούσης, θέλω σε κρεμάσει επί ξύλου και με το ιδικόν σου παράδειγμα θέλω τρομοκρατήσει και όσους άλλους δεν θα θελήσουν να υπακούσουν εις τους λόγους μου». Τότε ο Άγιος, υπό ζήλου θείου πλησθείς, ανταπήντησε· «Τας δωρεάς σου και τους θησαυρούς σου μη δώσης εις εμέ, το δε ξύλον, εις το οποίον θα με κρεμάσης, ή και το πυρ, ετοίμασον σήμερον, διότι αυτά επιθυμώ δια την του Χριστού μου αγάπην». Ταύτα ακούσας ο δυσσεβής βασιλεύς, παρέδωκε τον Άγιον εις τον Ιωάννην τον αποκαλούμενον Μάντιν, όστις εκαυχάτο δια τους λόγους και την σοφίαν του και ήτο κυριευμένος υπό της πλάνης των εικονομάχων. Διότι ενόμισεν ο ανόητος τύραννος, ότι εκείνος θα ηδύνατο να διαστρέψη τον Άγιον με τους λόγους του και τας μαγικάς τέχνας του. Ωδηγήθη λοιπόν τότε ο Άγιος εις το Μοναστήριον των Αγίων Σεργίου και Βάκχου, το οποίον έκειτο πλησίον του βασιλικού παλατίου. Γενομένης δε εκεί πολλής συζητήσεως δια τας Αγίας Εικόνας, ήλθεν ο Όσιος εις φιλονικίαν με τον Ιωάννην. Κατανικήσας δε τούτον με την δύναμιν της σοφίας του κατεβρόντησεν αυτόν και τον κατέστησεν άφωνον, αποδείξας ούτως ότι είναι αμετάθετος εις το ορθόν της Πίστεως φρόνημα. Τοιουτοτρόπως απέστειλε κατησχυμμένον εις τον τύραννον τον υπηρέτην εκείνον του ψεύδους, όστις, αντί να αποκτήση δόξαν και υπόληψιν ρήτορος και σοφού, απέκτησε μάλλον υπόληψιν βαρβάρου και αγραμμάτου. Είπε δε ούτος προς τον βασιλέα· «Ευκολώτερον, βασιλεύ, δύναται τις να μαλακώση τον σίδηρον ή να μεταβάλη τον άνδρα τούτον». Ταύτα ακούσας ο τύραννος φέρει τον Άγιον εις τα ανάκτορα, τα ονομαζόμενα του Ελευθερίου, και κλείει αυτόν εις εν οίκημα σκοτεινότατον· έπειτα διώρισε φύλακας, προς τους οποίους έδωκεν εντολήν να μη επιτρέψωσιν εις ουδένα να τον υπηρετήση. Ούτω λοιπόν κεκλεισμένος ο Άγιος διήλθεν εκεί δύο έτη. Υπομείνας δε γενναίος πάσαν θλίψιν και στενοχωρίαν, κατήσχυνε και εις τούτο τον τύραννον. Επειδή δε καθ’ εκάστην, αν και εξηναγκάζετο, δεν επείθετο ο Άγιος να υποταγή εις την κακοδοξίαν του τυράννου, δια τούτο εξορίζεται εις την νήσον Σαμοθράκην, την πλησιάζουσαν εις την νήσον Θάσον. Η εξορία αύτη επετάχυνε το τέλος του Αγίου, διότι μόνον εικοσιτρείς ημέρας μετά την εξορίαν έζησεν ο Άγιος εν τη νήσω ταύτη εν η και εν έτει ωιε΄ (815) ή κατ’ άλλους ωιη΄ (818), παρέδωκε την αγίαν ψυχήν του οσίως και ειρηνικώς εις χείρας Θεού λαβών τον της ομολογίας αμάραντον στέφανον. Ούτως έως τέλους γενναίως ηγωνίσατο και υπέμεινεν ο μακάριος Θεοφάνης. Δια πόσων δε ευλογιών επλούτισε την Σαμοθράκην ο Άγιος και κατά τας ολίγας ημέρας της εκεί προσμονής του και μετά θάνατον και πόσας ιάσεις έλαβον οι εν τη Σαμοθράκη ασθενείς από του αγίου αυτού Λειψάνου καθ’ όσον χρόνον παρέμεινεν εκεί μέχρι της ανσκομιδής του παραλείπομεν να είπωμεν. Είτα εν έτει 822 ελθόντες οι μαθηταί του ανεκόμισαν το ιερόν αυτού Λείψανον και μετακομίσαντες αυτό το εναπέθεσαν εντός θήκης εις την Μονήν της Σιγριανής. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εν τη αγιωτάτη μεγάλη Εκκλησία και εις το Μοναστήριον το υπ’ αυτού συσταθέν εν τη Σιγριανή.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΓ΄ (13η) του αυτού μηνός Μαρτίου, η ανακομιδή του ιερού Λειψάνου του εν Αγίοις Πατρός ημών ΝΙΚΗΦΟΡ

Δημοσίευση από silver »


Νικηφόρος ο εν Αγίοις Αγιώτατος Πατήρ ημών, ο τον ευκλεέστατον της περιφανούς Κωνσταντινουπόλεως κοσμήσας θρόνον, αφού σθεναρώς υπέρ της Αγίας Ορθοδοξίας και των σεπτών και αγίων Εικόνων ηγωνίσθη και δια τούτο υπό του εικονομάχου Λέοντος Ε΄ του Αρμενίου εξωσθείς του Πατριαρχικού θρόνου εν έτει ωιε΄ (815), και μακράν της Κωνσταντινουπόλεως εξορισθείς και αφού επί δέκα τέσσαρα έτη υπέμεινε γενναίως εις την εξορίαν, μη αποδεχθείς ούτε την συμβιβαστικήν λύσιν, την οποίαν του προέτεινεν ο διαδεχθείς τον Λέοντα αυτοκράτωρ Μιχαήλ Β΄ (820 – 829), ως ασύμφωνον προς τας αποφάσεις της Αγίας Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου περί προσκυνήσεως των σεπτών Εικόνων, απήλθε προς Κύριον εν έτει ωκθ΄ (829) Ιουνίου β΄ (2α). Αφού δε παρήλθον έκτοτε έτη δεκατέσσαρα, καθηρέθη από τον θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως ο ψευδοπατριάρχης, μάλλον δε μαντιάρχης, Ιωάννης ο παράνομος, ανεβιβάσθη δε εις τον θρόνον αυτής ο αγιώτατος Πατριάρχης Μεθόδιος εν έτει ωμβ΄ (842). Ούτος λοιπόν, εκτός των άλλων αυτού αρετών και κατορθωμάτων, και την Ανακομιδήν του Ιερού Λειψάνου του Αγιωτάτου Νικηφόρου μετά χρόνους τέσσαρας από της αναρρήσεως αυτού εις τον θρόνον επέτυχεν, ειπών εις τους τότε βασιλείς Μιχαήλ Γ΄ (842-867) και Θεοδώραν, την μητέρα αυτού, τους εξής αξιομνημονεύτους λόγους· «Δεν είναι δίκαιον να μη κομισθή εις την Κωνσταντινούπολιν το τίμιον και ιερόν Λείψανον του αιδεσίμου και πανοσίου εν Πατριάρχαις Νικηφόρου, ο οποίος δια την Ορθόδοξον και αμώμητον Πίστιν εξωρίσθη από τον Πατριαρχικόν θρόνον και ετελείωσε την ζωήν του εις την εξορίαν». Εις τούτους λοιπόν τους λόγους πεισθέντες οι βασιλείς, απέστειλαν ευθύς ανθρώπους, ίνα φέρωσι το τίμιον του Αγίου Λείψανον εκ της Μονής του Αγίου Θεοδώρου, εις την οποίαν απέκειτο. Μετ’ αυτών δε μετέβη και ο ίδιος ο θείος Μεθόδιος, ον ηκολούθησαν και Ιερείς και Μοναχοί. Ευρόντες λοιπόν το τίμιον του Αγίου Λείψανον όλως άφθαρτον και ολόκληρον, διαφυλαχθέν εις διάστημα ετών δεκαεννέα, τα οποία είχον παρέλθει από της κοιμήσεως του Αγίου μέχρι της ανακομιδής του ιερού αυτού Λειψάνου, έβαλον αυτό εις το βασιλικόν πλοίον και το έφεραν εις την Κωνσταντινούπολιν με λαμπάδας και ύμνους πνευματικούς. Όταν δε το πλοίον διέπλεε το πέραμα της Ακροπόλεως, τότε ο βασιλεύς και όλη η Σύγκλητος κρατούντες λαμπάδας προϋπήντησαν το άγιον Λείψανον και το ησπάζοντο. Είτα φέροντες τούτο επάνω εις τους ώμους των, απέθεντο εις την Μεγάλην Εκκλησίας. Εκεί δε, αφού ετέλεσαν αγρυπνίαν, το πρωϊ επήραν πάλιν αυτό εις τους ώμους των και το έφεραν εις τον Ναόν των Αγίων Αποστόλων των Μεγάλων, κατά την τρισκαιδεκάτην (13ην) ταύτην του παρόντος μηνός, κατά την ιδίαν δηλαδή ημέραν καθ’ ην απήλθε και εις την εξορίαν. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εν τοις ανωτέρω Αγίοις Αποστόλοις τοις Μεγάλοις.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”