Χριστούγεννα των Kλεφτών (Α' ΜΕΡΟΣ)

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
toula
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 35855
Εγγραφή: Παρ Δεκ 11, 2009 7:29 am
Τοποθεσία: ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ (ΤΟΥΛΑ) - ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ - ΑΘΗΝΑ

Χριστούγεννα των Kλεφτών (Α' ΜΕΡΟΣ)

Δημοσίευση από toula »

Χριστούγεννα των Kλεφτών (Α' ΜΕΡΟΣ)

Τα «Χριστούγεννα των Κλεφτών» είναι ένα από τα πιο σπουδαία αφηγήματα του Ηπειρώτη Λογοτέχνη Χρήστου Χριστοβασίλη. Η ιστορία τοποθετείται χρονικά γύρω στα 1879-80 όταν ο συγγραφέας σε ηλικία μόλις 17-18 ετών εντάσσεται στα σώματα των «Κλέφτων». Η αναδημοσίευση του κειμένου γίνεται από την έκδοση του βιβλίου της Ιεράς Μονής Ελεούσης νήσου Ιωαννίνων.

Ήταν η δεύτερη χρονιά, που έτρωγα ψωμί με τους Κλέφτες, δέκα εφτά, ως δεκοχτώ χρονών παλικάρι, με σιδερένια καρδιά και φτερωμένα ποδάρια. Καπετάνος μου τότε ήταν ο Αητόγιαννος, ξακουσμένος γεροκλέφτης, πούχε περάσει όλα τα νιάτα του κι’ όσα γεράματα είχε στες πλάτες του, απάνω στο ντουφέκι και στους πολέμους με τους Τούρκους. Παλικάρια είμαστε είκοσι τέσσερα κι ο Καπετάνος μας ο Αητόγιαννος είκοσι πέντε. Στες είκοσι τ’ Αλωναριού εκείνης της χρονιάς ξημερωθήκαμε στο Μαναστήρι του Άι-Λια, απάνω στην «Όμορφη Ράχη» του Πίντου, για να γιορτάσομε κι εμείς μαζί με το Μαναστήρι, που γιόρταζε εκείνη την ημέρα την μνήμη του Προφήτ-Ηλία του, και να προσκηνύσωμε τη χάρη μιας παλιάς Παναγιάς, σκεπασμένης μ’ ασήμια και με χρυσάφια, και στολισμένης με διάφορα ασημένια και χρυσαφένια κρεμαστάρια, ταξίματα γιατρεμένων ανθρώπων, που κρέμονταν από την εικόνα.

Αλλ’ ήταν κι’ άλλος ένας λόγος, ακόμα, που βρεθήκαμε εκείνη την ημέρα στο Μαναστήρι του Άι-Λια: Μήπως εξαιτίας του πανηγυριού βρούμε και κανένα απόσπασμα τουρκικού στρατού, τριάντα-σαράντα αντρών, και το ματώσομε, γιατί είχαμε έναν ακέριον μήνα να πιαστούμε από ντουφέκι. Όταν μας είδε ο Γούμενος του Μαναστηριού χάρηκε, και μας δέχτηκε μ’ ανοιχτή αγκαλιά, λέγοντας μας:
– Στες είκοσι τ’ Αλωναριού όλοι μ’ αγαπούν κι’ επισκέφτονται το Μαναστήρι μου, γιατ’ είναι καλοκαίρι, γιατ’ έχω κρύα νερά, παλιά κρασιά και παχιά αρνιά και κριάρια και γιατί δεν έχω χιόνια, αλλά τα Χριστούγεννα, που γιορτάζει η εικόνα της θαυματουργής Παναγίας μου, -προσκυνούμε τη χάρη της—, δεν πατάει κανένας εδώ ψηλά, γιατ’ έχει τότε τρεις-τέσσερες πήχες χιόνι το Μαναστήρι μου, και το κρέας και τα λοιπά χρειαζούμενα τα φέρω άλλα από τα Γιάννινα κι άλλα από τα Τρίκαλα, κι’ αν μπορέσω ακόμα να το κατορθώσω να τα φέρω. Τότε γιορτάζω μόνος μου με τα καλογεράκια μου, και δεν με κάνει κανένας σας για γενιά.

Ήταν πολύς κόσμος από τα πλουσιοχώρια: Καστανιά, Βεντίστα, Γκουντουβάσντα, Μέτσοβο και λοιπά, και πολλοί τσελιγκάδες και πιστικοί, που είχαν τες στάνες ψηλά στες πλαγιές και στες ράχες του Πίντου, κι’ όλοι είχαν φέρει κάτι, κατά τη δύναμη του ο καθένας, για συντρομή του Μοναστηριού: κάθε τσέλεγκας από τρεις-τέσσερις προβατίνες ή γίδες, οι απλοί πιστικοί από κανένα αρνί ή κατσίκι ο καθένας, οι πλησιοχωρίτες διάφορα τάματα: λάδι, κηρί, στάρι, πρόσφορα, χρήματα, κι’ όσοι είχαν πάθος αρρώστιας διάφορα ασημένια ομοιώματα: χέρι, ποδάρι, μάτι. Μπήκαμε στην λειτουργία κι’ εκεί που ακούγαμε το Βαγγέλιο της ημέρας, έρχεται με τρόπο ο σκοπός μας και μας λέει κρυφά ότι Τούρκοι στρατιώτες μελίσσι, ένα τάγμα, ανέβαιναν στην «Όμορφη Ράχη». Ο Γούμενος καταταράχτηκε και καταστενοχωρήθηκε και μας είπε να προσπαθήσομε να γλυτώσομε εμείς τα κεφάλια μας όπως όπως, κι’ όσο γι’ αυτόν, αυτός ξέρει και τους γελάει τους Τούρκους. Βγήκαμε έξω από την Εκκλησιά, πήραμε τ’ άρματα μας, που τα είχαμε αφημένα στον νάρθηκα, και πεταχτήκαμε στην άκρη της ράχης να ιδούμε πόσοι Τούρκοι ήταν και πώς έρχονταν κι’ αναλόγως να συνταχτούμε.

Τι να ιδούμε; Χίλιοι στρατιώτες και παραπάνω είχαν ζώσει την ράχη του Μοναστηριού από κάτω κι’ ανέβαιναν παγανιστά, κι’ όσο ανέβαιναν αυτοί, τόσο ο κύκλος στένευε, κι’ η γραμμή τους πύκνονε. Μόνον από ένα μέρος της ράχης του Μαναστηριού ήταν ένας απότομος γκρεμός, κατάφυτος από πεύκα, που μπορούσε κανείς μόνον να τον κατέβη γλιστρώντας, κι’ αδύνατον να τον ανέβη, κι αν έπιαναν οι Τούρκοι κι’ αυτό το μέρος από τα κάτω είμαστε αναγκασμένοι ν’ ανοίξομε ντουφέκια, να σκοτώσομε καμιά εκατοστή διακοστή Τούρκους και να σκοτωθούμε κι’ εμείς ως το ένα. Δεν σύμφερε όμως αυτό, επειδή θα χαλούσαν ύστερα το Μαναστήρι οι Τούρκοι δίχως άλλο. Πήγαμε, λοιπόν όλοι, στην άκρη του γκρεμού, οπού μας έκρυφταν τα δέντρα και περιμέναμε να ιδούμε τι θάκαναν οι Τούρκοι. Περιμέναμε την ζωή ή τον θάνατο. Δέκα πέντε-είκοσι δρασκελιές τόπος χώριζε τον άλυσσο, π’ ανέβαινε από το βάθος του γκρεμού. Τότε ο Καπετάν Αητόγγιανος φώναξε προς την εικόνα της Παλιάς Παναγιάς του Μαναστηριού, που ήταν φορτωμένη στ’ ασήμια και στα χρυσαφικά.

– Άκουσε, ωρή Κυρά Παναγιά! Σε προσκυνώ και σε δοξάζω μ’ όλη μου την καρδιά… Εδώ σε θέλω: αν θέλησης να φώτισης τώρα τους Τούρκους ν’ αφήσουν άπιαστον αυτόν τον γκρεμό και γλυτώσομε, σου υπόσκομαι τα ερχόμενα Χριστούγεννα ναρθω μ’ όλα μου τα παλικάρια να σε προσκυνήσομε και να σε δοξάσομε και να σου κρεμάσω στην εικόνα σου μια σακούλα, μ’ εκατό λίρες, για τα έξοδα του Μαναστηριού σου… Αν όμως τους αφήσεις να πιάσουν το γκρεμό, τότε ούτε κι εμείς ζωή, ούτε κι’ εσύ την συντρομή μας, ούτε κι Χριστιανωσύνη κι’ η Ελευτερία προκοπή!

– Άσκημα μίλησες της Παναγιάς, Καπετάνε, και θα μας οργιστή!
Είπε του Καπετάνου, ο Γεράκης, το πρωτοπαλίκαρο του.
– Είσαι παιδί εσύ (του απάντησε ο Καπετάνος) και δεν ξέρεις. Θέλουν κι’ οι άγιοι φοβέρες και συμφωνίες.

Οι Τούρκοι ζύγωσαν, έφτασαν, πάτησαν στην άκρη του γκρεμού… Τους βλέπαμε ανάμεσα από τα δέντρα, χωρίς να μας βλέπουν εκείνοι καθόλου. Στάθηκαν.
– Αχ! Τους Αντίχριστους! (είπε ο Καπετάνος). Μας την έφκιασαν! Κι’ εμείς θα πάμε χαμένοι, αλλά κι’ αυτούς θα τους πάρει ο Διάβολος! Κρίμα όμως το καημένο το Μαναστήρι, που δεν θα μείνει πέτρα απανωτή! Τι νάχη πάθει η Παναγιά και δεν τους μποδίζει.

Άξαφνα βάρεσε μια σάλπιγγα κι ο άλυσσος, που ήταν κάτω στην άκρη του γκρεμού, ξεκόπηκε, ο μισός έκανε δεξιά, κι’ ο άλλος μισός ζερβιά, κι’ ενώ οι Τούρκοι ανέβαιναν, εμείς γλιστρούσαμε σαν χέλια τον κατήφορο του γκρεμού, φεύγαμε και βγαίναμε έξω από την ζώνη της πολιορκίας! Όταν ξεμακρυνθήκαμε πολύ, κι’ είμαστε πλειά στην ασφάλεια, στήσαμε τα ντουφέκια μας πυραμίδες και δοξάσαμε την Παλιά την Παναγιά με τ’ ασήμια και με τα χρυσάφια, που στράβωσε τους Τούρκους και μας άφησαν ανοιχτόν τον γκρεμό να γλυτώσομε, και γλυτώσαμε μια χαρά. Χαίρονταν όλοι και τραγουδούσαν και μονάχα εγώ λυπιόμουν, που γυρίσαμε τες πλάτες στους Τούρκους. Ήθελα ν’ ανάβαμε το ντουφέκι κι’ ας μην γλυτώναμε ούτε ένας! Έφτανε που θα σκοτώναμε πολλούς εχτρούς.

Πέρασε ο Αλωνάρης, ο Αύγουστος, κι’ όλος ο Τρυγητής από τότε, και στες αρχές του Αϊ-Δημητριου με τες πρώτες πάχνες και τα πρώτα κρύα των βουνών κατεβήκαμε στα ξενειμαδιά, κάτω στα ριζοβούνια του Πίντου, αντίκρυ από τα Γιάννινα, κι’ εκεί λημεριάζαμε πότε στη μια μεριά και πότε στην άλλη και καμιά φορά, τραβούσαμε ως το Πωγώνι από την μια μεριά κι’ ως την Λάμαρη από την άλλη και κάναμε κάνα μικρό πατατράκ με κανένα τούρκικο στρατιωτικό απόσπασμα, και γυρίζαμε πάλι στα λημέρια μας με μεγάλη προσοχή κι’ ησυχάζαμε σαν να ήμασταν πεθαμένοι. Έτσι κυλήσαμε ως τες είκοσι τ’ Αντριώς. Το βράδυ διαταγή του Καπετάνου να συνταχτούμε όλοι στην Δρακοσπηλιά, εκεί ακριβώς, που σμίγουν τα δυο ποτάμια, το Μετσοβίτικο κι’ ο Μπαλντούμας και κάνουν το Διπόταμο, το λεγόμενο παρακάτω Αρτηνό, δηλαδή τον Άραχτο.

Όταν συνταχτήκαμε όλοι εκεί, εξόν τρεις, που τους είχε φάγει το τούρκικο το βόλι -Θεός σχωρέσ’ τους- τον Δρακογιώργο, τον Λαφοπόδι και τον Κρυφοπάτη, που τους τραγουδούσαμε κάθε μέρα τα ονόματα τους, μας είπε ο Καπετάνος:
– Έ παιδιά! Θυμάστε να ‘χωμε κάνα χρέος, κάνα τάξιμο πουθενά αυτές τες ημέρες;
Όλοι κοιταχτήκαμε ο ένας με τον άλλο, χωρίς να θυμούμαστε τίποτε.
– Ωρέ παλιόπαιδα! (Μας είπε τότε με πατρικό ύφος), δεν θυμάστε ότι έχομε τάμα να πάμε τα Χριστούγεννα στον Άι-Λιά της «Όμορφης Ράχης», απάνω στα κορφοβούνια τ’ Ασπροποτάμου να ευχαριστήσομε την Παλιά την Παναγιά με τ’ ασήμια και με τα χρυσάφια, που μας γλύτωσε από του Χάρου το στόμα στες είκοσι τ’ Αλωναριού και να της δώσομε το χρέος, που της υποσκεθήκαμε, την σακούλα με τες εκατό λίρες;
– Αλήθεια! Αλήθεια! (Φωνάξαμε όλοι). Αλλ’ αν δεν μπορέσομε να σπάσωμε από τα χιόνια;
– Αυτό (είπε ο Καπετάνος) είναι λογαριασμός της Παναγιάς! Εμείς πρέπει να κάνομε το χρέος μας, να κινήσω-με τον ανήφορο, κι’ όπως ορίζει αυτή ύστερα ας γένη! Τώρα, παιδιά μου να μάσωμε τες εκατό λίρες… Εμπρός! Εγώ, ως καπετάνος, βάνω το κατά δύναμη μου είκοσι πέντε λίρες. Γράψε (μου είπε εμένα) Αητόγιαννος καπετάνος, λίρες είκοσι πέντε.

Έβγαλα χαρτί και σημείωσα τες είκοσι πέντε λίρες του Καπετάνου, κι’ ύστερα είπα:
– Σημειώνω κι’ εγώ τ’ όνομα μου με δέκα πέντε λίρες.
– Για την ηλικία σου (μου είπε ο Καπετάνος) είναι πολλές οι δεκαπέντε λίρες, αλλά συ είσαι αρχοντόπουλο και δεν έχεις ανάγκη να κάνης οικονομίες σαν εμάς. Ας είναι καλά ο πατέρας σου…

Είχαν μείνει ακόμα εξήντα λίρες να μαζευτούν για την Παναγιά, κι’ επειδή οι αποδέλοιποι σύντροφοι μας ήταν είκοσι, τώβραν εύλογο να προσφέρουν από τρεις λίρες ο καθένας κι’ έκλεισε ο λογαριασμός του χρέους μας προς την παλιά την Παναγιά: είκοσι πέντε και δέκα πέντε σαράντα ο Καπετάνος κι’ εγώ. Κι εξήντα οι άλλοι σωστές εκατό λίρες.

Ύστερα από λίγο, φάγαμε ψωμί κι ελιές, γιατ’ ήταν σαρακοστή του Σαρανταήμερου, κι’ αφού μοιράσαμε την υπηρεσία της νυχτοφυλακής, γήραμε να κοιμηθούμε, έχοντας ο καθένας την μισή την κάπα στρώμα, την άλλη την μισή σκέπασμα κι’ ένα κοτρώνι για προσκέφαλο. Εγώ δεν κοιμήθηκα καθόλου εκείνη την βραδιά. Ο νους μου είχε γίνει πέλαγο από τουρκοφάγα σχέδια. Διψούσα για δόξα, να φκιάσω το τραγούδι μου, να το τραγουδούν όλες οι όμορφες Ηπειρώτισσες, και να τ’ ακούν στον τάφο τους τα κόκαλα μου κι’ η ψυχή μου στον Παράδεισο και να χαίρονται. Κατά τ’ άκριτα μεσάνυχτα μ’ έκλεψε ο ύπνος, και μ’ όλη μου την ξαγρύπνια ξύπνησα την άλλη μέρα στην συνηθισμένη ώρα μαζί με τους άλλους, «την ώρα των Κλεφτών».

Εκείνο το πρωί είχε πέσει πολλή αντάρα κι’ είμαστε σε μεγάλη ασφάλεια. Γι’ αυτό κι’ ο Καπετάνος όρισε να λημεριάσομε και την βραδιά εκείνης της ημέρας στο ίδιο μέρος, στην Δρακοσπηλιά. Πριν να διαλυθεί η αντάρα, είχαμε σκορπίσει όλοι και μόνον ένας έμενε να προσεχή την σπηλιά από μακριά για κάθε ενδεχόμενο. Εγώ τράβηξα μονάχος και βγήκα στην ράχη κι’ αγνάντευα τα Γιάννινα, που τα είχα ως δύο ώρες μακριά, και το πλιότερο διάστημα το σκέπαζε η καθαρογάλαζια Λίμνη.

Συνεχίζεται...

www.orthmad.gr
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”