Ευαγγέλιο της Κυριακής (Ανανεώνεται κάθε Κυριακή)

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
g_aggelos
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1474
Εγγραφή: Πέμ Φεβ 24, 2005 6:00 am
Τοποθεσία: Άγγελος @ Αθήνα
Επικοινωνία:

Δημοσίευση από g_aggelos »

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου

Λουκ. ιη’ 10-14

Ο Φαρισαίος και ο τελώνης


Άνθρωποι δύο ανέβησαν εις το ιερόν προσεύξασθαι, ο είς Φαρισαίος και ο έτερος τελώνης. Ο Φαρισαίος σταθείς πρός εαυτόν ταύτα προσηύχετο· ο Θεός, ευχαριστώ σοι ότι ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή και ως ούτος ο τελώνης·
Νηστεύω δίς του σαββάτου, αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι. και ο τελώνης μακρόθεν εστώς ουκ ήθελεν ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν επάραι, αλλ έτυπτεν εις το στήθος αυτού λέγων· ο Θεός, ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ. Λέγω υμίν, κατέβη ούτος δεδικαιωμένος εις τον οίκον αυτού ή γάρ εκείνος· ότι πάς ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δέ ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται.

Απόδοση στη Νεοελληνική

Δύο άνθρωποι ανέβηκαν εις τον ναόν, δια να προσευχηθούν, ο ένας ήτο Φαρισαίος και ο άλλος τελώνης. Ο Φαρισαίος εστάθηκε και έκανε την εξής προσευχήν εν σχέσει με τον εαυτόν του : «Θεί, σε ευχαριστώ, διότι δεν είμαι όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί ή όπως αυτός εδώ ο τελώνης. Νηστεύω δυο φορές την εβδομάδα, δίνω το δέκατον από όλα, όσα αποκτώ». Ο τελώνης όμως εστεκότανε μακρυά και δεν ήθελε ούτε τα μάτια του να σηκώση εις τον ουρανόν αλλ’ εκτυπούσε το στήθος του και έλεγε, «Θεέ, ελέησέ με τον αμαρτωλόν». Σας λέγω, ότι αυτός κατέβηκε εις το σπίτι του δικαιωμένος από τον Θεόν παρά ο άλλος. Διότι όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθή, και εκείνος που ταπεινώνει τον εαυτό του θα υψωθή.
g_aggelos
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1474
Εγγραφή: Πέμ Φεβ 24, 2005 6:00 am
Τοποθεσία: Άγγελος @ Αθήνα
Επικοινωνία:

Δημοσίευση από g_aggelos »

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου

Λουκ. ιε’ 11-32

Ο άσωτος υιός


Είπε δέ· άνθρωπός τις είχε δύο υιούς. και είπεν ο νεώτερος αυτών τώ πατρί· πάτερ, δός μοι το επιβάλλον μέρος της ουσίας. και διείλεν αυτοίς τον βίον. και μετ ου πολλάς ημέρας συναγαγών άπαντα ο νεώτερος υιός απεδήμησεν εις χώραν μακράν, και εκεί διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού ζών ασώτως. Δαπανήσαντος δέ αυτού πάντα εγένετο λιμός ισχυρός κατά την χώραν εκείνην, και αυτός ήρξατο υστερείσθαι. και πορευθείς εκολλήθη ενί των πολιτών της χώρας εκείνης, και έπεμψεν αυτόν εις τους αγρούς αυτού βόσκειν χοίρους. και επεθύμει γεμίσαι την κοιλίαν αυτού από των κερατίων ών ήσθιον οι χοίροι, και ουδείς εδίδου αυτώ. Εις εαυτόν δέ ελθών είπε· πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δέ λιμώ απόλλυμαι! Αναστάς πορεύσομαι πρός τον πατέρα μου και ερώ αυτώ· πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου. Ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου· ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου. και αναστάς ήλθε πρός τον πατέρα αυτού. έτι δέ αυτού μακράν απέχοντος είδεν αυτόν ο πατήρ αυτού και εσπλαγχνίσθη, και δραμών επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν.
Είπε δέ αυτώ ο υιός· πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου, και ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου.
Είπε δέ ο πατήρ πρός τους δούλους αυτού· εξενέγκατε την στολήν την πρώτην και ενδύσατε αυτόν, και δότε δακτύλιον εις την χείρα αυτού και υποδήματα εις τους πόδας, και ενέγκαντες τον μόσχον τον σιτευτόν θύσατε, και φαγόντες ευφρανθώμεν, ότι ούτος ο υιός μου νεκρός ήν και ανέζησε, και απολωλώς ήν και ευρέθη. και ήρξαντο ευφραίνεσθαι. Ην δέ ο υιός αυτού ο πρεσβύτερος εν αγρώ· και ως ερχόμενος ήγγισε τη οικία ήκουσε συμφωνίας και χορών, και προσκαλεσάμενος ένα των παίδων επυνθάνετο τί είη ταύτα. Ο δέ είπεν αυτώ ότι ο αδελφός σου ήκει και έθυσεν ο πατήρ σου τον μόσχον τον σιτευτόν, ότι υγιαίνοντα αυτόν απέλαβεν. Ωργίσθη δέ και ουκ ήθελεν εισελθείν. ο ούν πατήρ αυτού εξελθών παρεκάλει αυτόν. Ο δέ αποκριθείς είπε τώ πατρί· ιδού τοσαύτα έτη δουλεύω σοι και ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον, και εμοί ουδέποτε έδωκας έριφον ίνα μετά των φίλων μου ευφρανθώ· Ότε δέ ο υιός σου ούτος, ο καταφαγών σου τον βίον μετά πορνών, ήλθεν, έθυσας αυτώ τον μόσχον τον σιτευτόν. Ο δέ είπεν αυτώ· τέκνον, σύ πάντοτε μετ εμού εί, και πάντα τα εμά σά εστιν· ευφρανθήναι δέ και χαρήναι έδει, ότι ο αδελφός σου ούτος νεκρός ήν και ανέζησε, και απολωλώς ήν και ευρέθη.

Απόδοση στη Νεοελληνική

Είπε επίσης : «Κάποιος άνθρωπος είχε δύο υιούς. Και ο νεώτερος απ’ αυτούς είπε εις τον πατέρα του, «Πατέρα, δός μου το μερίδιον της περιουσίας που αναλογεί σ’ εμέ». Και εμοίρασε εις αυτούς την περιουσίαν. Και ύστερα από λίγες ημέρες ο νεώτερος υιός εμάζεψε όλα και εταξείδεψε σε μακρυνή χώρα και εκεί εσπατάλησε την περιουσίαν του ζων βίον άσωτον. Όταν εξόδεψε ότι είχε, έγινε μεγάλη πείνα εις την χώραν εκείνην και αυτός άρχισε να στερείται. Και επήγε και προσκολλήθηκε εις έναν από τους πολίτας της χώρας εκείνης ο οποίος τον έστειλε εις τα χωράφια του να βόσκη χοίρους. Και επιθυμούσε να γεμίση την κοιλιά του από τα ξυλκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι και κανείς δεν του έδινε τίποτε. Τότε συνήλθε εις τον εαυτόν του και είπε, «Πόσοι μισθωτοί εργάται του πατέρα μου έχουν αρκετή τροφή και τους περισσεύει, ενώ εγώ χάνομαι από την πείνα! Θα σηκωθώ και θα πάω εις τον πατέρα μου και θα του πω, Πατέρα, αμάρτησα κατά του ουρανού και ενώπιόν σου, δεν είμαι πλέον άξιος να ονομάζωμαι υιός σου. Κάνε με σαν ένα από τους μισθωτούς εργάτας σου». Και εσηκώθηκε και ήλθε εις τον πατέρα του. Ενώ δε ήτο ακόμη μακρυά, τον είδε ο πατέρας του και τον σπλαγχνίστηκε και έτρεξε και έπεσε εις τον τράχηλόν του και τον κατεφίλησε. Του είπε δε ο υιός, «Πατέρα, αμάρτησα κατά του ουρανού και ενώπιόν σου και δεν είμαι πλέον άξιος να ονομάζωμαι υιός σου». Αλλ’ ο πατέρας είπε εις τους δούλους του, «Βγάλετε την στολήν την πρώτην και ντύσατέ τον και δώστε του δακτυλίδι για το δάκτυλό του και υποδήματα για τα πόδια του, και φέρετε το θρεμμένο μοσχάρι και σφάξατέ το και ας φάμε και ας ευφρανθούμε διότι ο υιός μου αυτός ήτανε νεκρός και ανέζησε, ήτανε χαμένος και ευρέθηκε». Και άρχισαν να ευφραίνονται . Ο υιός του όμως ο μεγαλύτερος ήτανε στο χωράφι και όταν επέστεφε, καθώς επλησίασε εις το σπίτι, άκουσε μουσικήν και χορούς. Εκάλεσε τότε ένα από τους υπηρέτας και ερώτησε τι εσήμαιναν αυτά. Εκείνος του είπε, «Ήλθε ο αδελφός σου, και ο πατέρας σου έσφαξε το θρεμμένο μοσχάρι, διότι τον απέκτησε πάλιν υγιαίνοντα». Αυτός όμως εθύμωσε και δεν ήθελε να μπη. Ο πατέρας του εβγήκε έξω και τον παρακαλούσε, αλλ’ αυτός απεκρίθη εις τον πατέρα του, «Τόσα χρόνια δουλεύω και ποτέ δεν παρέβηκα την εντολήν σου, σ’ εμέ όμως δεν έδωκες ούτε ένα κατσίκι, δια να διασκεδάσω με τους φίλους μου. Όταν όμως ήλθε ο υιός σου αυτός, που κατέφαγε την περιουσίαν σου με πόρνες, έσφαξες γι’ αυτόν θρεμμένο μοσχάρι». Ο πατέρας του είπε, «Παιδί μου, συ είσαι πάντοτε μαζί μου και ότι έχω είναι δικό σου. Έπρεπε να ευφρανθούμε και να χαρούμε διότι ο αδελφός σου αυτός ήτανε νεκρός και ανέζησε, χαμένος ήτανε και ευρέθηκε».
g_aggelos
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1474
Εγγραφή: Πέμ Φεβ 24, 2005 6:00 am
Τοποθεσία: Άγγελος @ Αθήνα
Επικοινωνία:

Δημοσίευση από g_aggelos »

Κυριακή 26 Φεβρουαρίου

Ματθ. κε’ 31 – 46

Η ημέρα της μελλούσης κρίσεως


Οταν δέ έλθη ο υιός του ανθρώπου εν τη δόξη αυτού και πάντες οι άγιοι άγγελοι μετ αυτού, τότε καθίσει επί θρόνου δόξης αυτού, και συναχθήσεται έμπροσθεν αυτού πάντα τα έθνη, και αφοριεί αυτούς απ αλλήλων ώσπερ ο ποιμήν αφορίζει τα πρόβατα από των ερίφων,
Και στήσει τα μέν πρόβατα εκ δεξιών αυτού, τα δέ ερίφια εξ ευωνύμων. Τότε ερεί ο βασιλεύς τοίς εκ δεξιών αυτού· δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου. Επείνασα γάρ, και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα, και εποτίσατέ με, ξένος ήμην, και συνηγάγετέ με, γυμνός, και περιεβάλετέ με, ησθένησα, και επεσκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην, και ήλθετε πρός με. Τότε αποκριθήσονται αυτώ οι δίκαιοι λέγοντες· κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα και εθρέψαμεν, ή διψώντα και εποτίσαμεν; Πότε δέ σε είδομεν ξένον και συνηγάγομεν, ή γυμνόν και περιεβάλομεν; Πότε δέ σε είδομεν ασθενή ή εν φυλακή, και ήλθομεν πρός σε; Και αποκριθείς ο βασιλεύς ερεί αυτοίς· αμήν λέγω υμίν, εφ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε. Τότε ερεί και τοίς εξ ευωνύμων· πορεύεσθε απ εμού οι κατηραμένοι εις το πύρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τώ διαβόλω και τοίς αγγέλοις αυτού. Επείνασα γάρ, και ουκ εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα, και ουκ εποτίσατέ με, ξένος ήμην, και ου συνηγάγετέ με, γυμνός, και ου περιεβάλετέ με, ασθενής και εν φυλακή, και ουκ επεσκέψασθέ με. Τότε αποκριθήσονται αυτώ και αυτοί λέγοντες· κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα ή διψώντα ή ξένον ή γυμνόν ή ασθενή ή εν φυλακή, και ου διηκονήσαμέν σοι; Τότε αποκριθήσεται αυτοίς λέγων· αμήν λέγω υμίν, εφ όσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε. Και απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οι δέ δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον.

Απόδοση στη Νεοελληνική

Όταν δε έλθη ο Υιός του ανθρώπου με όλην του την δόξαν και όλοι οι άγγελοι μαζί του, τότε θα καθήση εις τον θρόνον της δόξης του και θα μαζευθούν ενώπιόν του όλα τα έθνη και θα χωρίση τους μεν από τους δε, όπως ο βοσκός χωρίζει τα πρόβατα από τα κατσίκια, και θα τοποθετήση τα μεν πρόβατα προς τα δεξιά του, τα δε κατσίκια προς τα αριστερά του. Τότε θα πη ο Βασιλεύς εις εκείνους, που θα είναι προς τα δεξιά, «Ελάτε οι ευλογημένοι του Πατέρα μου, κληρονομήστε την βασιλείαν, η οποία είναι ετοιμασμένη για σας από τον καιρόν της δημιουργίας του κόσμου. Διότι επείνασα και μου εδώκατε να φάγω, εδίψασα και μ’ εποτίσατε, ξένος ήμουνα και μ’ επήρατε εις το σπίτι, γυμνός ήμουνα και μ’ ενδύσατε, αρρώστησα και μ’ επισκεφθήκατε, εις την φυλακήν ήμουνα και ήλθατε σ’ εμέ». Τότε θα του αποκριθούν οι δίκαιοι και θα πουν, «Κύριε, πότε σε είδαμε να πεινάς και σ’ εθρέψαμε ή να διψάς και σ’ εποτίσαμε; Πότε δε σε είδαμε ξένον και σ’ επήραμε εις το σπίτι ή γυμνόν και σ’ ενδύσαμε; Πότε σε είδαμε άρρωστον ή φυλακισμένον και ήλθαμε σ’ εσέ;». Ο Βασιλεύς θα απαντήση και θα τους πη, «Αλήθεια σας λέγω, ότι εκάνατε εις ένα από τούτους τους ασήμαντους αδελφούς μου, σ’ εμέ το εκάνατε». Τότε θα πη και σ’ εκείνους, που θα είαι προς τα αριστερά, «Φύγετε απ’ εμέ, καταραμένοι, στην αιώνια φωτιά, που εχει ετοιμασθή δια τον διάβολον και τους αγγέλους του, διότι επείνασα και δεν μου εδώκατε να φάγω, εδίψασα και δεν μ’ εποτίσατε, ξένος ήμουνα και δεν μ’ επήρατε εις το σπίτι, γυμνός ήμουνα και δεν μ’ ενδύσατε, ασθενής ήμουνα και φυλακισμένος και δεν μ’ επισκεφθήκατε». Τότε θα αποκριθούν και αυτόί και θα πουν, «Κύριε, πότε σε είδαμε να πεινάς ή να διψάς και να είσαι ξένος ή γυμνός ή ασθενής ή φυλακισμένος και δεν σε υπηρετήσαμε;». Τότε θα αποκριθή εις αυτούς και θα πη, «Αλήθεια σας λέγω, ότι δεν εκάνατε εις ένα από τους ασήμαντους τούτους, ούτε εις εμέ εκάνατε». Και αυτοί θα μεταβούν εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον».
g_aggelos
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1474
Εγγραφή: Πέμ Φεβ 24, 2005 6:00 am
Τοποθεσία: Άγγελος @ Αθήνα
Επικοινωνία:

Κυριακή 5 Μαρτίου

Δημοσίευση από g_aggelos »

Κυριακή 5 Μαρτίου

Ματθ. στ’ 14 - 21

Ανθρώπινη και θεϊκή συγγνώμη – Νηστεία


Εάν γάρ αφήτε τοίς ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο πατήρ υμών ο ουράνιος· εάν δέ μη αφήτε τοίς ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ο πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα υμών. Οταν δέ νηστεύητε, μη γίνεσθε ώσπερ οι υποκριταί σκυθρωποί· αφανίζουσι γάρ τα πρόσωπα αυτών όπως φανώσι τοίς ανθρώποις νηστεύοντες· αμήν λέγω υμίν ότι απέχουσι τον μισθόν αυτών. Σύ δέ νηστεύων άλειψαί σου την κεφαλήν και το πρόσωπόν σου νίψαι, όπως μη φανής τοίς ανθρώποις νηστεύων, αλλά τώ πατρί σου τώ εν τώ κρυπτώ, και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τώ κρυπτώ αποδώσει σοι εν τώ φανερώ. Μη θησαυρίζετε υμίν θησαυρούς επί της γής, όπου σής και βρώσις αφανίζει, και όπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι· θησαυρίζετε δέ υμίν θησαυρούς εν ουρανώ, όπου ούτε σής ούτε βρώσις αφανίζει, και όπου κλέπται ου διορύσσουσιν ουδέ κλέπτουσιν· όπου γάρ εστιν ο θησαυρός υμών, εκεί έσται και η καρδία υμών

Απόδοση στη Νεοελληνική

Εάν συγχωρήσετε εις τους ανθρώπους ότι κακό έχουν κάνει, θα συγχωρήση και σας ο Πατέρας σας ο ουράνιος. Εάν όμως δεν συγχωρήτε τους ανθρώπους, τότε ούτε ο Πατέρας σας θα συγχωρήση τα παραπτώματά σας. «Όταν νηστεύετε, μη γίνεσθε σκυθρωποί όπως οι υποκριταί, οι οποίοι παραμορφώνουν τα πρόσωπά τους, διά να τους ιδούν οι άνθρωποι ότι νηστεύουν. Αλήθεια σας λέγω, ότι έχουν λάβει την ανταμοιβήν τους. Συ όμως, όταν νηστεύης, άλειψε το κεφάλι σου και πλύνε το πρόσωπόν σου, δια να μη ιδουν οι άνθρωποι ότι νηστεύεις αλλά μόνον ο Πατέρας σου, που είναι εκεί παρών κρυφά, και ο Πατέρας σου, που βλέπει τι γίνεται εις τα κρυφά, θα σε ανταμείψη εις τα φανερά. Μη θησαυρίζετε δια τον εαυτόν σας θησαυρούς εις την γην, όπου ο σκόρος και η σαπίλα τους καταστρέφουν και όπου οι κλέπται κάνουν διάρρηξιν και τους κλέβουν, αλλά θησαυρίζετε δια τον εαυτόν σας θησαυρούς εις τον ουρανόν, όπου ούτε σκόρος ούτε σαπίλα τους καταστρέφει και όπου κλέπται δεν κάνουν διάρρηξιν και κλέβουν. Διότι όπου είναι ο θησαυρός σου, εκεί θα είναι και η καρδιά σου».
g_aggelos
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1474
Εγγραφή: Πέμ Φεβ 24, 2005 6:00 am
Τοποθεσία: Άγγελος @ Αθήνα
Επικοινωνία:

Δημοσίευση από g_aggelos »

Κυριακή 12 Μαρτίου

Ιωαν. α’ 44-52

Οι μαθηταί του Ιωάννου του Βαπτιστού και ο Ιησούς


Τή επαύριον ηθέλησεν ο Ιησούς εξελθείν εις την Γαλιλαίαν· και ευρίσκει Φίλιππον και λέγει αυτώ· ακολούθει μοι. Ήν δέ ο Φίλιππος από Βηθσαϊδά, εκ της πόλεως Ανδρέου και Πέτρου. Ευρίσκει Φίλιππος τον Ναθαναήλ και λέγει αυτώ· όν έγραψε Μωϋσής εν τώ νόμω και οι προφήται, ευρήκαμεν, Ιησούν τον υιόν του Ιωσήφ τον από Ναζαρέτ. Και είπεν αυτώ Ναθαναήλ· εκ Ναζαρέτ δύναταί τι αγαθόν είναι; λέγει αυτώ Φίλιππος· έρχου και ίδε. Είδεν ο Ιησούς τον Ναθαναήλ ερχόμενον πρός αυτόν και λέγει περί αυτού· ίδε αληθώς Ισραηλίτης, εν ώ δόλος ουκ έστι. Λέγει αυτώ Ναθαναήλ· πόθεν με γινώσκεις; απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτώ· πρό του σε Φίλιππον φωνήσαι, όντα υπό την συκήν είδόν σε. Απεκρίθη Ναθαναήλ και λέγει αυτώ· ραββί, σύ εί ο υιός του Θεού, σύ εί ο βασιλεύς του Ισραήλ. Απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτώ· ότι είπόν σοι, είδόν σε υποκάτω της συκής, πιστεύεις; μείζω τούτων όψει. Και λέγει αυτώ· αμήν αμήν λέγω υμίν, απ' άρτι όψεσθε τον ουρανόν ανεωγότα, και τους αγγέλους του Θεού αναβαίνοντας και καταβαίνοντας επί τον υιόν του ανθρώπου.

Απόδοση στη Νεοελληνική

Την άλλην ημέραν ήθελε ο Ιησούς να μεταβή εις την Γαλιλαίαν και βρίσκει τον Φίλιππον και του λέγει, «Ακολούθησέ με». Κατήγετο δε ο Φίλιππος από την Βηθσαϊδά, από την πόλιν του Ανδρέα και του Πέτρου. Ο Φίλιππος ευρίσκει τον Ναθαναήλ και του λέγει, «Ευρήκαμε εκείνον, δια τον οποίον έγραψε ο Μωυσής εις τον νόμον και οι Προφήται, τον Ιησούν, τον υιόν του Ιωσήφ από την Ναζαρέτ». Και ο Ναθαναήλ του είπε, «Είναι δυνατόν από την Ναζαρέτ να προέλθη κανένα καλό;» Λέγει εις αυτόν ο Φίλιππος, «Έλα να ιδής». Είδε ο Ιησούς τον Ναθαναήλ να έρχεται προς αυτόν και είπε, «Να ένας αληθινός Ισραηλίτης εις τον οποίον δεν υπάρχει δόλος». Ο Ναθαναήλ του είπε, «Από πού με γνωρίζεις;». Και ο Ιησούς του απεκρίθη, «Πριν σε φωνάξη ο Φίλιππος, σε είδα να είσαι κάτω από μια συκιά». Ο Ναθαναήλ του λέγει, «Ραββί, συ είσαι ο Υιός του Θεού, συ είσαι ο βασιλεύς του Ισραήλ». Ο Ιησούς του απεκρίθη, «Επειδή σου είπα ότι σε είδα κάτω από τη συκιά, πιστεύεις; Θα ιδής μεγαλύτερα πράγματα από αυτά». Και προσέθεσε, «Αλήθεια, αλήθεια, σας λέγω, από τώρα θα βλέπετε τον Ουρανόν ανοιγμένον και τους αγγέλους του Θεού να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν προς τον Υιόν του ανθρώπου».
g_aggelos
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1474
Εγγραφή: Πέμ Φεβ 24, 2005 6:00 am
Τοποθεσία: Άγγελος @ Αθήνα
Επικοινωνία:

Δημοσίευση από g_aggelos »

Κυριακή 19 Μαρτίου

Μαρκ. β’ 1-12

Η θεραπεία παραλυτικού


Και εισήλθε πάλιν εις Καπερναούμ δι ημερών και ηκούσθη ότι εις οίκόν εστι. Και ευθέως συνήχθησαν πολλοί, ώστε μηκέτι χωρείν μηδέ τα πρός την θύραν· και ελάλει αυτοίς τον λόγον. Και έρχονται πρός αυτόν παραλυτικόν φέροντες, αιρόμενον υπό τεσσάρων. Και μη δυνάμενοι προσεγγίσαι αυτώ διά τον όχλον, απεστέγασαν την στέγην όπου ήν, και εξορύξαντες χαλώσι τον κράβαττον, εφ ώ ο παραλυτικός κατέκειτο. Ιδών δέ ο Ιησούς την πίστιν αυτών λέγει τώ παραλυτικώ· τέκνον, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου. Ήσαν δέ τινες των γραμματέων εκεί καθήμενοι και διαλογιζόμενοι εν ταίς καρδίαις αυτών· τί ούτος ούτω λαλεί βλασφημίας; τις δύναται αφιέναι αμαρτίας ει μη είς ο Θεός; Και ευθέως επιγνούς ο Ιησούς τώ πνεύματι αυτού ότι ούτως αυτοί διαλογίζονται εν εαυτοίς, είπεν αυτοίς· τί ταύτα διαλογίζεσθε εν ταίς καρδίαις υμών; Τί εστιν ευκοπώτερον, ειπείν τώ παραλυτικώ, αφέωνταί σου αι αμαρτίαι, ή ειπείν, έγειρε και άρον τον κράβαττόν σου και περιπάτει; ίνα δέ ειδήτε ότι εξουσίαν έχει ο υιός του ανθρώπου αφιέναι επί της γής αμαρτίας — λέγει τώ παραλυτικώ. Σοί λέγω, έγειρε και άρον τον κράβαττόν σου και ύπαγε εις τον οίκόν σου. Και ηγέρθη ευθέως, και άρας τον κράβαττον εξήλθεν εναντίον πάντων, ώστε εξίστασθαι πάντας και δοξάζειν τον Θεόν λέγοντας ότι ουδέποτε ούτως είδομεν.

Απόδοση στη Νεοελληνική

Όταν ύστερα από λίγες ημέρες ήλθε πάλιν εις την Καπερναούμ, διαδόθηκε ότι βρίσκεται σε κάποιο σπίτι. Και αμέσως εμαζεύτηκαν πολλοί, ώστε να μην τους χωρή πλέον ο χ΄ψρος εμπρός εις την πόρτα, και τους εκήρυττε τον λόγον. Και έρχονται και του φέρουν ένα παραλυτικόν, τον οποίον εβάσταζαν τέσσερα πρόσωπα. Και επειδή δεν μπορούσαν να τον πλησιάσουν εξ’ αιτίας του πλήθους, αφήρεσαν την στέγην, όπου ευρίσκετο, έκαναν ένα άνοιγμα και κατέβασαν το κρεββάτι, όπου ήτανε ξαπλωμένος ο παραλυτικός. Όταν ο Ιησούς είδε την πίστιν τους, λέγει εις τον παραλυτικόν, «Παιδί μου, σου συγχωρούνται αι αμαρτίαι». Εκάθοντο δε εκεί μερικοί από τους γραμματείς και εσκέπτοντο μέσα τους, «Γιατί λέγει αυτός βλασφημίας κατ’ αυτόν τον τρόπον; Ποιος μπορεί να συγχωρή αμαρτίας παρά μόνον ένας, ο Θεός;». Ο Ιησούς αμέσως εκατάλαβε μέσα του ότι αυτά σκέπτονται και τους λέγει, «Γιατί κάνετε τις σκέψεις αυτές μέσα σας; Τι είναι ευκολότερον να πω εις τον παρασυτικόν, «Σου συγχωρούνται αι αμαρτίαι» ή να πω, «Σήκω και πάρε το κρεββάτι σου και βάδιζε»; Αλλά δια να μάθετε ότι ο Υιός του ανθρώπου έχει εξουσίαν να συγχωρεί αμαρτίας επί της γης» -λέγει εις τον παραλυτικόν, «Σου λέγω, σήκω επάνω και πάρε το κρεββάι σου και πήγαινε εις το σπίτι σου». Και εσηκώθηκε αμέσως και αφού εσήκωσε το κρεββάτι εβγήκε υπό τα βλέμματα όλων, ώστε να εκπλαγούν όλοι και να δοξάζουν τον Θεόν και να λέγουν, «Ποτέ δεν είδαμε τέτοια πράγματα».
g_aggelos
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1474
Εγγραφή: Πέμ Φεβ 24, 2005 6:00 am
Τοποθεσία: Άγγελος @ Αθήνα
Επικοινωνία:

Δημοσίευση από g_aggelos »

Κυριακή 26 Μαρτίου

Μαρκ. η’ 34 – θ’ 1


Κλήσις εις αυταπάρνησιν


Και προσκαλεσάμενος τον όχλον συν τοις μαθηταίς αυτού είπεν αυτοίς· όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού, και ακολουθείτω μοι. Ος γαρ αν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν· ος δ αν απολέση την εαυτού ψυχήν ένεκεν εμού και του ευαγγελίου, ούτος σώσει αυτήν. Τι γάρ ωφελήσει άνθρωπον εάν κερδήση τον κόσμον όλον, και ζημιωθή την ψυχήν αυτού; Ή τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού; Ος γάρ εάν επαισχυνθή με και τους εμούς λόγους εν τη γενεά ταύτη τη μοιχαλίδι και αμαρτωλώ, και ο υιός του ανθρώπου επαισχυνθήσεται αυτόν όταν έλθη εν τη δόξη του πατρός αυτού μετά των αγγέλων των αγίων. Και έλεγεν αυτοίς· αμήν λέγω υμίν ότι εισί τινες των ώδε εστηκότων, οίτινες ου μη γεύσωνται θανάτου έως αν ίδωσι την βασιλείαν του Θεού εληλυθυίαν εν δυνάμει.

Απόδοση στη Νεοελληνική

Και αφού εκάλεσε το πλήθος μαζί με τους μαθητάς του τους είπε, «Εάν κανείς θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτόν του και ας σηκώσει τον σταυρόν του και ας με ακολουθήσει. Διότι όποιος θέλει να σώσει την ζωή του, αυτός θα την χάσει, εκείνος δε που θα χάσει την ζωή του εξ’ αιτίας εμού και του ευαγγελίου, αυτός θα την σώσει. Διότι τι θα ωφελήσει τον άνθρωπον να κερδίσει τον κόσμον όλον και να ζημιωθεί την ψυχήν του; Ή τι αντάλλαγμα είναι δυνατόν αν δώσει ο άνθρωπος δια την ψυχήν του; Διότι όποιος εντρέπεται δι’ εμέκαι δια τους λόγους μου εις την γενεάν αυτήν την μοιχαλίδα και αμαρτωλήν και ο Υιός του ανθρώπου θα αισθανθεί ντροπή γι’ αυτόν, όταν έλθει με όλην την δόξαν του Πατέρα του μαζί με τους αγίους αγγέλους». Και τους έλεγε, «Αλήθεια σας λέγω, ότι υπάρχουν μερικοί από αυτούς, που στέκονται εδώ, οι οποίοι δεν θα γευθούν θάνατον, εως ότου ιδούν την βασιλείαν του Θεού να έρχεται εμ δύναμιν».
g_aggelos
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1474
Εγγραφή: Πέμ Φεβ 24, 2005 6:00 am
Τοποθεσία: Άγγελος @ Αθήνα
Επικοινωνία:

Δημοσίευση από g_aggelos »

Κυριακή 2 Απριλίου

Μαρκ. θ’ 17-31


Θεραπεία δαιμονισμένου παιδιού


καί αποκριθείς είς εκ του όχλου είπε· διδάσκαλε, ήνεγκα τον υιόν μου πρός σε, έχοντα πνεύμα άλαλον. 18 και όπου άν αυτόν καταλάβη, ρήσσει αυτόν, και αφρίζει και τρίζει τους οδόντας αυτού, και ξηραίνεται· και είπον τοίς μαθηταίς σου ίνα αυτό εκβάλωσι, και ουκ ίσχυσαν. 19 ο δέ αποκριθείς αυτώ λέγει· ώ γενεά άπιστος, έως πότε πρός υμάς έσομαι; έως πότε ανέξομαι υμών; φέρετε αυτόν πρός με. και ήνεγκαν αυτόν πρός αυτόν. 20 και ιδών αυτόν ευθέως το πνεύμα εσπάραξεν αυτόν, και πεσών επί της γής εκυλίετο αφρίζων. 21 και επηρώτησε τον πατέρα αυτού· πόσος χρόνος εστίν ως τούτο γέγονεν αυτώ; ο δέ είπε· παιδιόθεν. 22 και πολλάκις αυτόν και εις πύρ έβαλε και εις ύδατα, ίνα απολέση αυτόν· αλλ εί τι δύνασαι, βοήθησον ημίν σπλαγχνισθείς εφ ημάς. 23 ο δέ Ιησούς είπεν αυτώ το ει δύνασαι πιστεύσαι, πάντα δυνατά τώ πιστεύοντι. 24 και ευθέως κράξας ο πατήρ του παιδίου μετά δακρύων έλεγε· πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τη απιστία. 25 ιδών δέ ο Ιησούς ότι επισυντρέχει όχλος, επετίμησε τώ πνεύματι τώ ακαθάρτω λέγων αυτώ· το πνεύμα το άλαλον και κωφόν, εγώ σοι επιτάσσω, έξελθε εξ αυτού και μηκέτι εισέλθης εις αυτόν. 26 και κράξαν και πολλά σπαράξαν αυτόν εξήλθε, και εγένετο ωσεί νεκρός, ώστε πολλούς λέγειν ότι απέθανεν. 27 ο δέ Ιησούς κρατήσας αυτόν της χειρός ήγειρεν αυτόν, και ανέστη. 28 και εισελθόντα αυτόν εις οίκον οι μαθηταί αυτού επηρώτων αυτόν κατ ιδίαν, ότι ημείς ουκ ηδυνήθημεν εκβαλείν αυτό. 29 και είπεν αυτοίς· τούτο το γένος εν ουδενί δύναται εξελθείν ει μη εν προσευχή και νηστεία.

Απόδοση στη Νεοελληνική

Και ένας από το πλήθος απεκρίθη, «Διδάσκαλε σου έφερα τον υιόν μου, που έχει πνέυμα άλαλον. Όπου τον πιάσει, τον ρίχνει κάτω και αφρίζει και τρίζει τα δόντια και γίνεται ξερός. Και είπα εις τους μαθητές σου να το βγάλουν αλλά δεν μπόρεσαν». Αυτός δε απεκρίθει, «Ω γενεά άπιστη, έως πότε θα είμαι μαζί σας, έως πότε θα σας ανέχομαι; Φέρετέ τον σε εμέ». Και του τον έφεραν. Και μόλις το πνεύμα τον είδε, αμέσως τον συνετάραξε και έπεσε εις την γην και εκυλιότανε και άφριζε. Και ερώτησε τον πατέρα του, «Πόσος καιρός είναι από τότε που του συνέβη αυτό;». Αυτός δε είπε, «Από παιδικής ηλικίας. Πολλές φορές και στην φωτιά τον έριξε και στα νερά δια να τον εξολοθρεύση. Αλλ’ αν μπορείς να κάνεις τίποτε βοήθησέ μας, σπλαγχνίσου μας». Ο δε Ιησούς του είπε, «Εάν μπορείς να πιστέψεις όλα είναι δυνατά εις εκείνον που πιστεύει». Τότε εφώναξε αμέσως ο πατέρας του παιδιού και με δάκρυα είπε, «Πιστεύω, Κύριε, βοήθησε την απιστίαν μου». Όταν δε ο Ιησούς είδε ότι μαζεύεται κόσμος, επέπληξε το πνεύμα το ακάθαρτον και του είπε, «Το άλαλον και κωφό πνεύμα, εγώ σε διατάσσω, έβγα από αυτόν και να μη μπης ποτέ πλέον μέσα του». Αυτό, αφού εφώναξε και τον εσπάραξε δυνατά, εβγήκε, το δε παιδί έγινε σαν νεκρός, ώστε πολλοί να λέγουν ότι πέθανε. Αλλά ο Ιησούς τον έπιασε από το χέρι, τον εσήκωσε και εστάθηκε όρθιος. Και όταν ο Ιησούς εμπήκε εις το σπίτι, τον ερώτησαν οι μαθηταί του ιδιαιτέρως, «Γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να το βγάλωμε;». Και αυτός τους είπε, «Το γένος αυτό δεν είναι δυνατόν να βγη με κανένα άλλο μέσον παρά με προσευχή και νηστείαν». Και όταν έφυγαν από εκεί, επερνούσαν δια της Γαλιλαίας και ο Ιησούς δεν ήθελε να μάθη κανείς τίποτε, διότι εδίδασκε τους μαθητάς του και τους έλεγε ότι ο Υιός του ανθρώπου θα παραδοθή εις τα χέρια των ανθρώπων και θα τον θανατώσουν και αφού θανατωθή, την Τρίτη ημέρα θα αναστηθή.
g_aggelos
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1474
Εγγραφή: Πέμ Φεβ 24, 2005 6:00 am
Τοποθεσία: Άγγελος @ Αθήνα
Επικοινωνία:

Δημοσίευση από g_aggelos »

Κυριακή 9 Απριλίου


Μαρκ. ι’ 32-45

Τρίτη πρόρρησις του θανάτου του


Ησαν δέ εν τη οδώ αναβαίνοντες εις Ιεροσόλυμα· και ήν προάγων αυτούς ο Ιησούς, και εθαμβούντο, και ακολουθούντες εφοβούντο. και παραλαβών πάλιν τους δώδεκα ήρξατο αυτοίς λέγειν τα μέλλοντα αυτώ συμβαίνειν, ότι ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα και ο υιός του ανθρώπου παραδοθήσεται τοίς αρχιερεύσι και γραμματεύσι, και κατακρινούσιν αυτόν θανάτω και παραδώσουσιν αυτόν τοίς έθνεσι, και εμπαίξουσιν αυτώ και μαστιγώσουσιν αυτόν και εμπτύσουσιν αυτώ και αποκτενούσιν αυτόν, και τη τρίτη ημέρα αναστήσεται. και προσπορεύονται αυτώ Ιάκωβος και Ιωάννης υιοί Ζεβεδαίου λέγοντες, διδάσκαλε, θέλομεν ίνα ό εάν αιτήσωμεν ποιήσης ημίν. Ο δέ είπεν αυτοίς, τί θέλετε ποιήσαί με υμίν; Οι δέ είπον αυτώ, δός ημίν ίνα είς εκ δεξιών σου και είς εξ ευωνύμων σου καθίσωμεν εν τη δόξη σου. Ο δέ Ιησούς είπεν αυτοίς, ουκ οίδατε τί αιτείσθε. δύνασθε πιείν το ποτήριον ό εγώ πίνω, και το βάπτισμα ό εγώ βαπτίζομαι βαπτισθήναι; Οι δέ είπον αυτώ, δυνάμεθα. ο δέ Ιησούς είπεν αυτοίς· το μέν ποτήριον ό εγώ πίνω πίεσθε, και το βάπτισμα ό εγώ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε, το δέ καθίσαι εκ δεξιών μου και εξ ευωνύμων ουκ έστιν εμόν δούναι, αλλ οίς ητοίμασται. Καί ακούσαντες οι δέκα ήρξαντο αγανακτείν περί Ιακώβου και Ιωάννου. Ο δέ Ιησούς προσκαλεσάμενος αυτούς λέγει αυτοίς, οίδατε ότι οι δοκούντες άρχειν των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών και οι μεγάλοι αυτών κατεξουσιάζουσιν αυτών, ουχ ούτω δέ έσται εν υμίν, αλλ ός εάν θέλη γενέσθαι μέγας εν υμίν, έσται υμών διάκονος, και ός εάν θέλη υμών γενέσθαι πρώτος, έσται πάντων δούλος, και γάρ ο υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι, και δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών.

Απόδοση στη Νεοελληνική

Ανέβαιναν τον δρόμο προς τα Ιεροσόλυμα και ο Ιησούς εβάδιζε πριν Από αυτούς και ήσαν κατάπληκτοι, εκείνοι δε που ακολουθούσαν εφοβούντο. Και επήρε πάλιν κατά μέρος τους δώδεκα και άρχισε να τους λέγει τα μέλλοντα να του συμβούν, ότι , «Ιδού, αναβαίνομεν εις τα Ιεροσόλυμα και ο Υιός του ανθρώπου θα παραδοθεί εις τους αρχιερείς και τους γραμματείς και θα τον καταδικάσουν εις θάνατον και θα τον παραδώσουν εις τους εθνικούς. Θα τον εμπαίξουν και θα τον μαστιγώσουν, θα τον φτύσουν και θα τον θανατώσουν και την τρίτην ημέραν θα αναστηθεί». Και τον πλησιάζουν ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, οι υιοί του Ζεβεδαίου και του λέγουν, «Διδάσκαλε, θέλομεν εκείνο, που θα σου ζητήσωμεν, να μας το κάνεις». Αυτός δε τους είπε, «Τι θέλετε να σας κάνω;». Εκείνοι του είπαν, «Δος μας να καθήσωμεν ο ένας εις τα δεξιά σου και ο άλλος εις τα αριστερά σου όταν έλθει η μέρα της δόξης σου». Ο Ιησούς τους είπε, «Δεν ξέρετε τι ζητάτε. Μπορείτε να πιείτε το ποτήρι, που εγώ πίνω και να βαπτισθήτε το βάπτισμα, που εγώ βαπτίζομαι;». Εκείνοι είπαν, «Μπορούμε». Ο Ιησούς τους είπε, «Το ποτήρι που εγώ θα πιω, θα το πιήτε και θα βαπτισθήτε το βάπτισμα, το οποίον εγώ βαπτίζομαι. Το να σας βάλω όμως να καθήσετε εις τα δεξιά μου ή εις τα αριστερά, δεν είναι δικαίωμά μου να το δώσω, αλλά είναι δι’ εκείνους, δια τους οποίους έχει ετοιμασθεί. Και όταν οι δώσεκα το άκουσαν, άρχισαν να αγανακτούν εναντίων του Ιακώβου και του Ιωάννου. Ο δε Ιησούς τους εκάλεσε και τους λέγει, «Ξέρετε ότι εκείνοι που θεωρούνται άρχοντες των εθνών, τα καταδυναστεύουν, και οι μεγάλοι άνδρες τους τα καταπιέζουν. Μεταξύ σας όμως δεν θα συμβαίνει το ίδιο. Αλλά εκείνος που θέλει να γίνει μεγάλος μεταξύ σας, θα είναι υπηρέτης σας, και εκείνος που θέλει να είναι μεταξύ σας πρώτος, θα είναι δούλος όλων. Διότι και ο Υιός του ανθρώπου δεν ήλθε να υπηρετηθεί αλλά να υπηρετήσει και να δώσει την ζωήν του λύτρον διά πολλούς.
g_aggelos
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1474
Εγγραφή: Πέμ Φεβ 24, 2005 6:00 am
Τοποθεσία: Άγγελος @ Αθήνα
Επικοινωνία:

Δημοσίευση από g_aggelos »

Κυριακή 16 Απριλίου

Ιωαν. ιβ’ 1-18

Η Μαρία μυρώνει τον Ιησούν εις Βηθανίαν


Ο ούν Ιησούς πρό έξ ημερών του πάσχα ήλθεν εις Βηθανίαν, όπου ήν Λάζαρος ο τεθνηκώς, όν ήγειρεν εκ νεκρών. Εποίησαν ούν αυτώ δείπνον εκεί, και η Μάρθα διηκόνει, ο δέ Λάζαρος είς ήν των ανακειμένων σύν αυτώ. Η ούν Μαρία, λαβούσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικής πολυτίμου, ήλειψε τους πόδας του Ιησού και εξέμαξε ταίς θριξίν αυτής τους πόδας αυτού, η δέ οικία επληρώθη εκ της οσμής του μύρου. Λέγει ούν είς εκ των μαθητών αυτού, Ιούδας Σίμωνος Ισκαριώτης, ο μέλλων αυτόν παραδιδόναι, διατί τούτο το μύρον ουκ επράθη τριακοσίων δηναρίων και εδόθη πτωχοίς; είπε δέ τούτο ουχ ότι περί των πτωχών έμελεν αυτώ, αλλ' ότι κλέπτης ήν, και το γλωσσόκομον είχε και τα βαλλόμενα εβάσταζεν. Είπεν ούν ο Ιησούς, άφες αυτήν, εις την ημέραν του ενταφιασμού μου τετήρηκεν αυτό. Τους πτωχούς γάρ πάντοτε έχετε μεθ' εαυτών, εμέ δέ ου πάντοτε έχετε. Εγνω ούν όχλος πολύς εκ των Ιουδαίων ότι εκεί εστι, και ήλθον ου διά τον Ιησούν μόνον, αλλ' ίνα και τον Λάζαρον ίδωσιν όν ήγειρεν εκ νεκρών. Εβουλεύσαντο δέ οι αρχιερείς ίνα και τον Λάζαρον αποκτείνωσιν, ότι πολλοί δι' αυτόν υπήγον των Ιουδαίων και επίστευον εις τον Ιησούν. Τη επαύριον όχλος πολύς ο ελθών εις την εορτήν, ακούσαντες ότι έρχεται Ιησούς εις ῾Ιεροσόλυμα, έλαβον τα βαία των φοινίκων και εξήλθον εις υπάντησιν αυτώ, και έκραζον, ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο βασιλεύς του Ισραήλ. Ευρών δέ ο Ιησούς ονάριον εκάθισεν επ' αυτό, καθώς εστι γεγραμμένον, μη φοβού, θύγατερ Σιών, ιδού ο βασιλεύς σου έρχεται καθήμενος επί πώλον όνου. Ταύτα δέ ουκ έγνωσαν οι μαθηταί αυτού το πρώτον, αλλ' ότε εδοξάσθη ο Ιησούς, τότε εμνήσθησαν ότι ταύτα ήν επ' αυτώ γεγραμμένα, και ταύτα εποίησαν αυτώ. Εμαρτύρει ούν ο όχλος ο ών μετ' αυτού ότε τον Λάζαρον εφώνησεν εκ του μνημείου και ήγειρεν αυτόν εκ νεκρών.
Διά τούτο και υπήντησεν αυτώ ο όχλος, ότι ήκουσαν τούτο αυτόν πεποιηκέναι το σημείον.

Απόδοση στη Νεοελληνική

Έξη ημέρες πριν από το Πάσχα ήλθε ο Ιησούς εις την Βηθανίαν, όπου ήτο ο Λάζαρος, ο οποίος είχε πεθάνει και τον οποίον ανέστησεν εκ νεκρών. Εκεί του έκαναν δείπνο και η Μάρθα υπηρετούσε, ο δε Λάζαρος ήτο μεταξύ εκείνων που ήσαν μαζί του στο τραπέζι. Η Μαρία τότε επήρε μίαν λίτραν γνησίου πολύτιμου μύρου νάρδου, άλειψε τα πόδια του Ιησού και τα εσφόγγισε με τα μαλλιά της, και το σπίτι εγέμισε από την μυρωδιά του μύρου. Λέγει τότε ένας από τους μαθητάς του, ο Ιούδας, ο υιός του Σίμωνος ο Ισκαριώτης, εκείνος που θα τον παρέδιδε, «Γιατί δεν επουλήθηκε αυτό το μύρον για τριακόσια δηνάρια και δεν εδόθηκε εις τους πτωχούς;». Αυτό το είπε όχι από ενδιαφέρον δια τους πτωχούς, αλλά διότι ήτο κλέπτης και είχε το ταμείον και αφαιρούσε εκείνα που έβαζαν μέσα. Τότε είπε ο Ιησούς, «Αφήστε την, δια την ημέρα του ενταφιασμού μου το εφύλαξε, διότι τους πτωχούς τους έχετε πάντοτε μαζί σας, ενώ εμέ δεν με έχετε πάντοτε». Πολλοί από τους Ιουδαίους έμαθαν ότι είναι εκεί, και ήλθαν όχι μόνο δια τον Ιησούν, αλλά και δια να δουν τον Λάζαρον, τον οποίον ανέστησε εκ νεκρών. Οι αρχιερείς τότε απεφάσισαν να θανατώσουν και τον Λάζαρον, διότι εξ’ αιτίας του πολλοί από τους Ιουδαίους έφευγαν και επίστευαν εις τον Ιησούν. Την επόμενη ημέραν πολύς κόσμος που είχε έλθει εις την εορτήν, όταν άκουσαν ότι έρχεται ο Ιησούς εις τα Ιεροσόλυμα, επήραν κλάδους από φοίνικας και εβγήκαν προς προϋπάντησίν του και έκραζαν, «Ωσαννά, ευλογημένος να είναι εκείνος που έρχεται εις το όνομα του Κυρίου, ο βασιλεύς του Ισραήλ». Ο δε Ιησούς ευρήκε ένα μικρόν όνον, και εκάθησε επάνω του, καθώς είναι γραμμένον, Μη φοβάσαι, θυγατέρα Σιών, να, ο βασιλεύς σου έρχεται καθισμένος εις ένα πουλάρι όνου. Τα λόγια αυτά δεν τα καταλάβαιναν τότε οι μαθηταί του, αλλά όταν εδοξάσθηκε ο Ιησούς, τότε θυμήθηκαν ότι αυτά ήσαν γραμμένα γι’ αυτόν και ότι του τα έκαναν. Ο δε κόσμος που ήτο μαζί του έδινε μαρτυρίαν ότι εφώναξε τον Λάζαρον από το μνήμα και τον ανέστησε εκ νεκρών. Δια τούτο και τον υποδέχθηκε ο κόσμος διότι άκουσαν ότι έκανε αυτό το θαύμα. Είπαν τότε οι Φαρισαίοι μεταξύ τους, «Βλέπετε ότι δεν κάνετε τίποτε; Να, όλος ο κόσμος έτρεξε οπίσω του».
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”