Ευαγγέλιο της Κυριακής (Ανανεώνεται κάθε Κυριακή)

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
g_aggelos
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1474
Εγγραφή: Πέμ Φεβ 24, 2005 6:00 am
Τοποθεσία: Άγγελος @ Αθήνα
Επικοινωνία:

Δημοσίευση από g_aggelos »

Κυριακή 23 Απριλίου



Ιωαν. α’ 1-17

Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην πρός τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος. Ούτος ην εν αρχή προς τον Θεόν. Πάντα δι' αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν. Εν αυτώ ζωή ην, και η ζωή ην το φως των ανθρώπων. Και το φως εν τη σκοτία φαίνει, και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν. Εγένετο άνθρωπος απεσταλμένος παρά Θεού, όνομα αυτώ Ιωάννης· ούτος ήλθεν εις μαρτυρίαν, ίνα μαρτυρήση περί του φωτός, ίνα πάντες πιστεύσωσι δι' αυτού. Ουκ ην εκείνος το φως, αλλ’ ίνα μαρτυρήση περί του φωτός. Ην το φώς το αληθινόν, ο φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον. Εν τω κόσμω ην, και ο κόσμος δι' αυτού εγένετο, και ο κόσμος αυτόν ουκ έγνω. Εις τα ίδια ήλθε, και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον. Όσοι δε έλαβον αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι, τοις πιστεύουσιν εις το όνομα αυτού, οι ουκ εξ αιμάτων, ουδέ εκ θελήματος σαρκός, ουδέ εκ θελήματος ανδρός, αλλ' εκ Θεού εγεννήθησαν. και ο Λόγος σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν, και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας. Ιωάννης μαρτυρεί περί αυτού και κέκραγε λέγων· ούτος ην ον είπον, ο οπίσω μου ερχόμενος έμπροσθέν μου γέγονεν, ότι πρώτος μου ην. Και εκ του πληρώματος αυτού ημείς πάντες ελάβομεν, και χάριν αντί χάριτος· ότι ο νόμος διά Μωϋσέως εδόθη, η χάρις και η αλήθεια διά Ιησού Χριστού εγένετο.


Απόδοση στη Νεοελληνική

Εν αρχή υπήρχεν ο Λόγος και ο Λόγος ήτο προς τον Θεόν και ο Θεός ήτο ο Λόγος. Αυτός υπήρχε εν αρχή προς τον Θεόν. Όλα έγιναν δι’ αυτού και χωρίς αυτόν τίποτε δεν έγινε από όσα έχουν γίνει. Μέσα εις αυτόν υπήρχε ζωή και η ζωή ήτο το φως των ανθρώπων. Και το φως φωτίζει εις το σκοτάδι αλλά το σκοτάδι δεν το κατανίκησε. Παρουσιάσθηκε κάποιος άνθρωπος, απεσταλμένος από τον Θεόν, του οποίου το όνομα ήτο Ιωάννης. Αυτός ήλθεν χάριν μαρτυρίας, να μαρτυρήσει διά το φως, δια να πιστέψουν όλοι δι’ αυτού. Δεν ήτο εκείνος το φως αλλά ήλθε να μαρτυρήσει διά το φως. Το φως το αληθινόν, το οποίον φωτίζει κάθε άνθρωπον, ήρχετο εις τον κόσμο. Εις τον κόσμον ήτο και ο κόσμος δι’ αυτού έγινε αλλά ο κόσμος δεν τον ανεγνώρισε. Εις τους δικούς του ήλθε αλλά οι δικοί του δεν τον εδέχθησαν. Εις όσους όμως τον εδέχθησαν, έδωκε εξουσίαν να γίνουν παιδιά του Θεού, εις εκείνους δηλαδή που πιστεύουν εις το όνομά του, οι οποίοι ούτε από αίματα ούτε από το θέλημα σαρκός ούτε από το θέλημα ανδρός, αλλά από τον Θεόν εγεννήθηκαν. Και ο Λόγος ενσαρκώθηκε και έμεινε μεταξύ μας και είδαμε την δόξαν του, μίαν δόξαν που έχει ένας μονογενής Υιός από τον Πατέρα, γεμάτος χάριν και αλήθεια. Ο Ιωάννης μαρτυρεί δι’ αυτόν και εφώναζε, «Αυτός είναι διά τον οποίον είπα, Εκείνος, που έρχεται ύστερα από εμέ, είναι ανώτερος από εμέ, διότι υπήρχε πριν από εμέ». Και από το πλήρωμα αυτού επήραμε όλοι εμείς και την μίαν χάριν κατόπιν της άλλης, διότι ο νόμος εδόθηκε διά του Μωυσέως, η χάρις και η αλήθεια ήλθαν διά του Ιησού Χρηστού.
g_aggelos
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1474
Εγγραφή: Πέμ Φεβ 24, 2005 6:00 am
Τοποθεσία: Άγγελος @ Αθήνα
Επικοινωνία:

Δημοσίευση από g_aggelos »

Κυριακή 30 Απριλίου

Ιωαν. κ’ 19-31

Ο Ιησούς Χριστός εμφανίζεται εις τους αποστόλους


Ούσης ούν οψίας τη ημέρα εκείνη τη μια των σαββάτων, και των θυρών κεκλεισμένων όπου ήσαν οι μαθηταί συνηγμένοι διά τον φόβον των Ιουδαίων, ήλθεν ο Ιησούς και έστη εις το μέσον, και λέγει αυτοίς, ειρήνη υμίν. και τούτο ειπών έδειξεν αυτοίς τάς χείρας και την πλευράν αυτού. εχάρησαν ούν οι μαθηταί ιδόντες τον Κύριον. Είπεν ούν αυτοίς ο Ιησούς πάλιν, ειρήνη υμίν, καθώς απέσταλκέ με ο πατήρ, καγώ πέμπω υμάς. και τούτο ειπών ενεφύσησε και λέγει αυτοίς· λάβετε Πνεύμα Αγιον, άν τινων αφήτε τάς αμαρτίας, αφίενται αυτοίς, άν τινων κρατήτε, κεκράτηνται. Θωμάς δέ είς εκ των δώδεκα, ο λεγόμενος Δίδυμος, ουκ ήν μετ' αυτών ότε ήλθεν ο Ιησούς. Έλεγον ούν αυτώ οι άλλοι μαθηταί, εωράκαμεν τον Κύριον. Ο δέ είπεν αυτοίς, εάν μη ίδω εν ταίς χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων, και βάλω τον δάκτυλόν μου εις τον τύπον των ήλων, και βάλω την χείρά μου εις την πλευράν αυτού, ου μη πιστεύσω. και μεθ' ημέρας οκτώ πάλιν ήσαν έσω οι μαθηταί αυτού και Θωμάς μετ' αυτών. Έρχεται ο Ιησούς των θυρών κεκλεισμένων, και έστη εις το μέσον και είπεν, ειρήνη υμίν. Είτα λέγει τώ Θωμά, φέρε τον δάκτυλόν σου ώδε και ίδε τάς χείράς μου, και φέρε την χείρά σου και βάλε εις την πλευράν μου, και μη γίνου άπιστος, αλλά πιστός. και απεκρίθη Θωμάς και είπεν αυτώ, ο Κύριός μου και ο Θεός μου. Λέγει αυτώ ο Ιησούς, ότι εώρακάς με, πεπίστευκας, μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες. Πολλά μέν ούν και άλλα σημεία εποίησεν ο Ιησούς ενώπιον των μαθητών αυτού, ά ουκ έστι γεγραμμένα εν τώ βιβλίω τούτω, ταύτα δέ γέγραπται ίνα πιστεύσητε ότι Ιησούς εστιν ο Χριστός ο υιός του Θεού, και ίνα πιστεύοντες ζωήν έχητε εν τώ ονόματι αυτού.

Απόδοση στη Νεοελληνική

Κατά την εσπέραν της ημέρας εκείνης, της πρώτης της εβδομάδος, και ενώ οι πόρτες ήσαν κλειστές, εκεί όπου ήσαν συγκεντρωμένοι οι μαθητές, διότι εφοβούντο τους Ιουδαίους, ήλθε ο Ιησούς και στάθηκε εις το μέσον και τους λέγει, «Ειρήνη να είναι μαζί σας». Όταν είπε αυτό, τους έδειξε τα χέρια του και την πλευράν του. Οι μαθηταί εχάρησαν διότι είδαν τον Κύριον. Ο Ιησούς τους είπε πάλιν, «Ειρήνη να είναι μαζί σας. Καθώς έστειλε εμέ ο Πατέρας και εγώ στέλλω εσάς». Όταν είπε αυτό, εφύσησε εις το πρόσωπον και τους λέγει, «Λάβετε Πνεύμα Άγιον, εάν συγχωρήσετε τις αμαρτίες κανενός του είναι συγχωρημένες, αν κανενός δεν τις συγχωρήσετε, θα μείνουν ασυγχώρητες». Ο Θωμάς, ένας από τους δώδεκα, ο ονομαζόμενος Δίδυμος, δεν ήτο μαζί τους όταν ήλθε ο Ιησούς. Του είπαν λοιπόν οι άλλοι μαθηταί, «Είδαμε τον Κύριον». Αυτός δε τους είπε, «Εάν δεν ιδώ εις τα χέρια του το σημάδι από τα καρφιά, και δεν βάλω το δάκτυλό μου εις το σημάδι από τα καρφιά και δεν βάλω το χέρι μου εις την πλευρά του, δεν θα πιστέψω». Ύστερα από οκτώ ημέρες ήσαν πάλι μέσα εις το σπίτι οι μαθητές του και ο Θωμάς μαζί τους. Έρχεται ο Ιησούς, ενώ οι πόρτες ήσαν κλειστές, εστάθηκε εις το μέσον και είπε, «Ειρήνη να είναι μαζί σας». Έπειτα λέγει εις τον Θωμάν, «Φέρε το δάκτυλό σου εδώ και κοίταξε τα χέρια μου και φέρε το χέρι σου και βάλε το εις την πλευράν μου και μη γίνεσαι άπιστος αλλά πιστός». Ο Θωμάς του απεκρίθει, «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Ο Ιησούς του λέγει, «Επειδή με είδες, επίστεψες. Μακάριοι είναι εκείνοι που δεν με είδαν και όμως επίστεψαν». Και άλλα πολλά θαύματα έρκανε ο Ιησούς ενώπιον των μαθητών του, τα οποία δεν είναι γραμμένα εις το βιβλίον τούτο. Αλλά αυτά έχουν γραφεί για να πιστέψετε ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός ο Υιός του Θεού και πιστεύοντες να έχετε ζωήν εις το όνομα αυτού.
g_aggelos
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1474
Εγγραφή: Πέμ Φεβ 24, 2005 6:00 am
Τοποθεσία: Άγγελος @ Αθήνα
Επικοινωνία:

Δημοσίευση από g_aggelos »

Κυριακή 7 Μαΐου

Μαρκ. ιε’ 43 – ιστ’ 8

Ο Ενταφιασμός και η Ανάστασις του Ιησού Χριστού



Ελθών Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, ευσχήμων βουλευτής, ος και αυτός ην προσδεχόμενος την βασιλείαν του Θεού, τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού. Ο δε Πιλάτος εθαύμασεν ει ήδη τέθνηκε, και προσκαλεσάμενος τον κεντυρίωνα επηρώτησεν αυτόν ει πάλαι απέθανε, και γνούς από του κεντυρίωνος εδωρήσατο το σώμα τώ Ιωσήφ. Και αγοράσας σινδόνα και καθελών αυτόν ενείλησε τη σινδόνι και κατέθηκεν αυτόν εν μνημείω, ο ην λελατομημένον εκ πέτρας, και προσεκύλισε λίθον επί την θύραν του μνημείου. Η δε Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία Ιωσή εθεώρουν που τίθεται. Και διαγενομένου του σαββάτου Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η του Ιακώβου και Σαλώμη ηγόρασαν αρώματα ίνα ελθούσαι αλείψωσιν αυτόν. Και λίαν πρωί της μιάς σαββάτων έρχονται επί το μνημείον, ανατείλαντος του ηλίου. Και έλεγον πρός εαυτάς, τις αποκυλίσει ημίν τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου; Και αναβλέψασαι θεωρούσιν ότι αποκεκύλισται ο λίθος, ην γάρ μέγας σφόδρα. Και εισελθούσαι εις το μνημείον είδον νεανίσκον καθήμενον εν τοις δεξιοίς, περιβεβλημένον στολήν λευκήν, και εξεθαμβήθησαν. Ο δέ λέγει αυταίς, μη εκθαμβείσθε, Ιησούν ζητείτε τον Ναζαρηνόν τον εσταυρωμένον, ηγέρθη, ουκ έστιν ώδε, ίδε ο τόπος όπου έθηκαν αυτόν. Αλλ υπάγετε είπατε τοις μαθηταίς αυτού και τω Πέτρω ότι προάγει υμάς εις την Γαλιλαίαν, εκεί αυτόν όψεσθε, καθώς είπεν υμίν. Και εξελθούσαι έφυγον από του μνημείου, είχε δέ αυτάς τρόμος και έκστασις, και ουδενί ουδέν είπον, εφοβούντο γάρ.

Απόδοση στη Νεοελληνική

Ήλθε ο Ιωσήφ, ο από Αριμαθείας, ο οποίος ήτο σημαίνων βουλευτής που επερίμενε και αυτός την βασιλείαν του Θεού. Αυτός ετόλμησε και ήλθε εις τον Πιλάτον και εζήτησε το σώμα του Ιησού. Ο Πιλάτος εξεπλάγη όταν άκουσε ότι είχε ήδη πεθάνει. Και εκάλεσε τον εκατόνταρχον και τον ερώτησε εάν είχε πεθάνει προ πολλού. Και όταν επληροφορήθηκε από τον εκατόνταρχον, εδώρησε το σώμα εις τον Ιωσήφ. Αυτός δε αγόρασε σινδόνι και τον κατέβασε, τον ετύλιξε με το σινδόνι και τον έθεσε εις μνήμα, που ήτο λαξευμένον εις βράχον και εκύλισε ένα λίθον εις την πόρτα του μνήματος. Η δε Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία του Ιωσή παρατηρούσαν που τον βάζουν. Όταν πέρασε το Σάββατον, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία του Ιακώβου και η Σαλώμη αγόρασαν αρώματα δια να έλθουν να τον αλείψουν. Και πολύ πρωί,, την πρώτην ημέραν της εβδομάδος, έρχονται εις το μνήμα, αφού είχε ανατείλει ο ήλιος, και έλεγαν μεταξύ τους, «Ποιος θα μας κυλίσει τον λίθον από την πόρτα του μνημείου;». Και όταν εσήκωσαν τα μάτια τους, βλέπουν ότι ο λίθος είχε κυλισθεί. Ήτο δε πάρα πολύ μεγάλος. Και όταν εμπήκαν εις το μνήμα, είδαν ένα νέον με λευκήν στολήν να εκάθεται εις τα δεξιά και κατελήφθησαν από φόβον. Αυτός δε λέγειν εις αυτάς, «Μη τρομάζετε. Τον Ιησούν ζητάτε τον Ναζαρηνόν τον σταυρωμένον; Αναστήθηκε, δεν είναι εδώ. Να ο τόπος όπου τον έβαλαν. Αλλά πηγαίνετε και πέστε εις τους μαθητάς του και εις τον Πέτρον, «Πηγαίνει πριν από εσάς εις την Γαλιλαίαν, εκεί θα τον ιδήτε, καθώς σας είπε». Και εβγήκαν και έφυγαν από το μνημείον διότι τας κατείχε τρόμος και έκπληξις. Και σε κανένα δεν είπαν τίποτε, διότι εφοβούντο.
g_aggelos
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1474
Εγγραφή: Πέμ Φεβ 24, 2005 6:00 am
Τοποθεσία: Άγγελος @ Αθήνα
Επικοινωνία:

Δημοσίευση από g_aggelos »

Κυριακή 14 Μαΐου

Ιωαν. ε’ 1-15

Ο Ιησούς Χριστός θεραπεύει τον ασθενή της δεξαμενής Βηθεσδά


Μετά ταύτα ην η εορτή των Ιουδαίων, και ανέβη ο Ιησούς εις Ιεροσόλυμα. Έστι δε εν τοις Ιεροσολύμοις επί τη προβατική κολυμβήθρα, η επιλεγομένη εβραϊστί Βηθεσδά, πέντε στοάς έχουσα. Εν ταύταις κατέκειτο πλήθος πολύ των ασθενούντων, τυφλών, χωλών, ξηρών, εκδεχομένων την του ύδατος κίνησιν. Άγγελος γαρ κατά καιρόν κατέβαινεν εν τη κολυμβήθρα, και εταράσσετο το ύδωρ, ο ουν πρώτος εμβάς μετά την ταραχήν του ύδατος υγιής εγίνετο ω δήποτε κατείχετο νοσήματι. Ην δε τις άνθρωπος εκεί τριάκοντα και οκτώ έτη έχων εν τη ασθενεία αυτού. Τούτον ιδών ο Ιησούς κατακείμενον, και γνούς ότι πολύν ήδη χρόνον έχει, λέγει αυτώ, θέλεις υγιής γενέσθαι; Απεκρίθη αυτώ ο ασθενών, Κύριε, άνθρωπον ουκ έχω, ίνα όταν ταραχθή το ύδωρ, βάλη με εις την κολυμβήθραν, εν ω δε έρχομαι εγώ, άλλος πρό εμού καταβαίνει. Λέγει αυτώ ο Ιησούς, έγειρε, άρον τον κράβαττόν σου και περιπάτει. και ευθέως εγένετο υγιής ο άνθρωπος, και ήρε τον κράβαττον αυτού και περιεπάτει. Ην δε σάββατον εν εκείνη τη ημέρα. Έλεγον ουν οι Ιουδαίοι τω τεθεραπευμένω, σάββατόν εστιν, ουκ έξεστί σοι άραι τον κράβαττον. Απεκρίθη αυτοίς, ο ποιήσας με υγιή, εκείνός μοι είπεν, άρον τον κράβαττόν σου και περιπάτει. Ηρώτησαν ουν αυτόν, τις εστιν ο άνθρωπος ο ειπών σοι, άρον τον κράβαττόν σου και περιπάτει; Ο δε ιαθείς ουκ ήδει τις εστιν, ο γάρ Ιησούς εξένευσεν όχλου όντος εν τω τόπω. Μετά ταύτα ευρίσκει αυτόν ο Ιησούς εν τω ιερώ και είπεν αυτώ, ίδε υγιής γέγονας, μηκέτι αμάρτανε, ίνα μη χείρόν σοι τι γένηται. Απήλθεν ο άνθρωπος και ανήγγειλε τοις Ιουδαίοις ότι Ιησούς εστιν ο ποιήσας αυτόν υγιή.

Απόδοση στη Νεοελληνική

Ύστερα από αυτά ήτο εορτή των Ιουδαίων και ανέβηκε ο Ιησούς εις τα Ιεροσόλυμα. Υπάρχει δε εις τα Ιεροσόλυμα κοντά εις την πύλην των Προβάτων μία δεξαμενή, η οποία ονομάζεται Εβραϊστή Βηθεσδά και η οποία έχει πέντε στοές. Σε αυτές ήταν ξαπλωμένος μεγάλος αριθμός ασθενών, τυφλών, χωλών, παραλυτικών, οι οποίοι επερίμεναν να κινηθεί το νερό. Διότι ένας άγγελος κατέβαινε πότε-πότε εις την δεξαμενή και ετάρασσε το νερό. Εκείνος λοιπόν που έμπαινε πρώτος, μετά την ταραχή του νερού, εθεραπεύετο από οποιοδήποτε νόσημα και αν υπέφερε. Υπάρχει εκεί ένας, ο οποίος επί τριάντα οκτώ χρόνια ήτανε άρρωστος. Όταν ο Ιησούς τον είδε κατάκοιτον και κατάλαβε ότι είχε ήδη πολύ χρόνο εκεί, του λέγει, «Θέλεις να γίνεις υγιής;». Απεκρίθει εις αυτόν ο ασθενής, «Κύριε, δεν έχω άνθρωπο να με βάλει εις την δεξαμενή, όταν το νερό ταραχθεί, και ενώ έρχομαι κατεβαίνει άλλος πριν από εμέ». Ο Ιησούς του λέγει, «Σήκω επάνω, σήκωσε το κρεβάτι σου και περπάτησε». Και αμέσως έγινε υγιής ο άνθρωπος και σήκωσε το κρεβάτι του και περπατούσε. Η ημέρα εκείνη ήτο Σάββατο. Γι’ αυτό έλεγαν οι Ιουδαίοι εις τον θεραπευθέντα, «Είναι Σάββατο, δεν σου επιτρέπεται να σηκώσεις το κρεβάτι σου». Αυτός τους απεκρίθει, «Εκείνος που με έκανε υγιή εκείνος μου είπε, «Σήκωσε το κρεβάτι σου και περπάτησε». Τότε τον ρώτησαν, «Ποιος είναι ο άνθρωπος που σου είπε, «Σήκωσε το κρεβάτι σου και περπάτησε»; Αλλά ο θεραπευθείς δεν ήξερε ποιος είναι, διότι υπήρχε πολύς κόσμος εις το μέρος εκείνο και ο Ιησούς ξέφυγε. Ύστερα τον ευρήκε ο Ιησούς εις τον ναόν και του είπε, «Ιδές, έγινες υγιής, μην αμαρτάνεις πλέον, δια να μη σου συμβεί κάτι χειρότερον». Έφυγε ο άνθρωπος και είπε εις τους Ιουδαίους ότι ο Ιησούς είναι αυτός που τον έκανε υγιή.
g_aggelos
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1474
Εγγραφή: Πέμ Φεβ 24, 2005 6:00 am
Τοποθεσία: Άγγελος @ Αθήνα
Επικοινωνία:

Δημοσίευση από g_aggelos »

Κυριακή 21 Μαΐου

Ιωάν. δ’ 5-42

Ο Ιησούς Χριστός και η Σαμαρείτις


Έρχεται ουν εις πόλιν της Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ, πλησίον του χωρίου ο έδωκεν Ιακώβ Ιωσήφ τω υιώ αυτού, ην δε εκεί πηγή του Ιακώβ. Ο ουν Ιησούς κεκοπιακώς εκ της οδοιπορίας εκαθέζετο ούτως επί τη πηγή, ώρα ην ωσεί έκτη. Έρχεται γυνή εκ της Σαμαρείας αντλήσαι ύδωρ. Λέγει αυτή ο Ιησούς, δος μοι πιείν. Οι γάρ μαθηταί αυτού απεληλύθεισαν εις την πόλιν ίνα τροφάς αγοράσωσι. Λέγει ουν αυτώ η γυνή η Σαμαρείτις, πως συ Ιουδαίος ων παρ' εμού πιείν αιτείς, ούσης γυναικός Σαμαρείτιδος; ου γάρ συγχρώνται Ιουδαίοι Σαμαρείταις. Απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτή, ει ήδεις την δωρεάν του Θεού, και τις εστιν ο λέγων σοι, δος μοι πιείν, συ αν ήτησας αυτόν, και έδωκεν αν σοι ύδωρ ζων. Λέγει αυτώ η γυνή, Κύριε, ούτε άντλημα έχεις, και το φρέαρ εστί βαθύ, πόθεν ουν έχεις το ύδωρ το ζων; Μη συ μείζων ει του πατρός ημών Ιακώβ, ος έδωκεν ημίν το φρέαρ, και αυτός εξ αυτού έπιε και οι υιοί αυτού και τα θρέμματα αυτού; Απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτή, πας ο πίνων εκ του ύδατος τούτου διψήσει πάλιν, ος δι' αν πίη εκ του ύδατος ου εγώ δώσω αυτώ, ου μη διψήση εις τον αιώνα, αλλά το ύδωρ ο δώσω αυτώ, γενήσεται εν αυτώ πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον. Λέγει προς αυτόν η γυνή, Κύριε, δος μοι τούτο το ύδωρ, ίνα μη διψώ μηδέ έρχωμαι ενθάδε αντλείν. Λέγει αυτή ο Ιησούς· ύπαγε φώνησον τον άνδρα σου και ελθέ ενθάδε. Απεκρίθη η γυνή και είπεν· ουκ έχω άνδρα. Λέγει αυτή ο Ιησούς, καλώς είπας ότι άνδρα ουκ έχω, πέντε γάρ άνδρας έσχες, και νυν ον έχεις ουκ έστι σου ανήρ, τούτο αληθές είρηκας. Λέγει αυτώ η γυνή, Κύριε, θεωρώ ότι προφήτης ει συ. Οι πατέρες ημών εν τω όρει τούτω προσεκύνησαν και υμείς λέγετε ότι εν Ιεροσολύμοις εστίν ο τόπος όπου δει προσκυνείν. Λέγει αυτή ο Ιησούς, γύναι, πίστευσόν μοι ότι έρχεται ώρα ότε ούτε εν τω όρει τούτω ούτε εν Ιεροσολύμοις προσκυνήσετε τω πατρί. Υμείς προσκυνείτε ο ουκ οίδατε, ημείς προσκυνούμεν ο οίδαμεν, ότι η σωτηρία εκ των Ιουδαίων εστίν. Αλλ' έρχεται ώρα, και νυν εστιν, ότε οι αληθινοί προσκυνηταί προσκυνήσουσι τω πατρί εν πνεύματι και αληθεία και γάρ ο πατήρ τοιούτους ζητεί τους προσκυνούντας αυτόν. Πνεύμα ο Θεός, και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν. Λέγει αυτώ η γυνή, οίδα ότι Μεσσίας έρχεται ο λεγόμενος Χριστός, όταν έλθη εκείνος, αναγγελεί ημίν πάντα. Λέγει αυτή ο Ιησούς, εγώ ειμι ο λαλών σοι. Και επί τούτω ήλθον οι μαθηταί αυτού, και εθαύμασαν ότι μετά γυναικός ελάλει, ουδείς μέντοι είπε, τι ζητείς ή τι λαλείς μετ' αυτής; Αφήκεν ουν την υδρίαν αυτής η γυνή και απήλθεν εις την πόλιν, και λέγει τοις ανθρώποις, δεύτε ίδετε άνθρωπον ος είπέ μοι πάντα όσα εποίησα, μήτι ούτος εστιν ο Χριστός; Εξήλθον ουν εκ της πόλεως και ήρχοντο προς αυτόν. Εν δε τω μεταξύ ηρώτων αυτόν οι μαθηταί λέγοντες, ραββί, φάγε. Ο δέ είπεν αυτοίς, εγώ βρώσιν έχω φαγείν, ην υμείς ουκ οίδατε. Έλεγον ουν οι μαθηταί προς αλλήλους, μη τις ήνεγκεν αυτώ φαγείν; Λέγει αυτοίς ο Ιησούς, εμόν βρώμά εστιν ίνα ποιώ το θέλημα του πέμψαντός με και τελειώσω αυτού το έργον. Ουχ υμείς λέγετε ότι έτι τετράμηνός εστι και ο θερισμός έρχεται; ιδού λέγω υμίν, επάρατε τους οφθαλμούς υμών και θεάσασθε τάς χώρας, ότι λευκαί εισι πρός θερισμόν ήδη. Και ο θερίζων μισθόν λαμβάνει και συνάγει καρπόν εις ζωήν αιώνιον, ίνα και ο σπείρων ομού χαίρη και ο θερίζων. Εν γάρ τούτω ο λόγος εστίν ο αληθινός, ότι άλλος εστίν ο σπείρων και άλλος ο θερίζων. Εγώ απέστειλα υμάς θερίζειν ο ουχ υμείς κεκοπιάκατε, άλλοι κεκοπιάκασι, και υμείς εις τον κόπον αυτών εισεληλύθατε. Εκ δε της πόλεως εκείνης πολλοί επίστευσαν εις αυτόν των Σαμαρειτών διά τον λόγον της γυναικός, μαρτυρούσης ότι είπέ μοι πάντα όσα εποίησα. Ως ουν ήλθον προς αυτόν οι Σαμαρείται, ηρώτων αυτόν μείναι παρ' αυτοίς και έμεινεν εκεί δύο ημέρας. Και πολλώ πλείους επίστευσαν διά τον λόγον αυτού, τη τε γυναικί έλεγον ότι ουκέτι διά την σην λαλιάν πιστεύομεν, αυτοί γάρ ακηκόαμεν, και οίδαμεν ότι ούτός εστιν αληθώς ο σωτήρ του κόσμου ο Χριστός.

Απόδοση στη Νεοελληνική

‘Ερχεται λοιπόν εις μία πόλιν της Σαμαρείας που λέγεται Συχάρ, κοντά εις το χωράφι που έδωκε ο Ιακώβ εις τον Ιωσήφ, τον υιόν του. Εκεί υπήρχε το πηγάδι του Ιακώβ. Ο Ιησούς, κουρασμένος από την οδοιπορία, εκάθησε, όπως ήτο κοντά εις το πηγάδι, η ώρα ήτο περίπου έξι. Έρχεται μία γυναίκα από την Σαμάρεια διά να πάρει νερό. Ο Ιησούς της λέγει, «Δος μου να πιω», διότι οι μαθηταί του είχαν φύγει εις την πόλιν διά να αγοράσουν τρόφιμα. Η Σαμαρείτις γυναίκα του λέγει, «Πως συ που είσαι Ιουδαίος ζητάς να πιεις από εμέ που είμαι γυναίκα Σαμαρείτις;». Διότι οι Ιουδαίοι δεν επικοινωνούν με του Σαμαρείτας. Ο Ιησούς της απεκρίθει, «Εάν ήξερες την δωρεά του Θεού και ποιος είναι εκείνος που σου λέγει «Δος μου αν πιω», συ θα τον παρακαλούσες και θα σου έδινε νερό ζωντανό». Λέγει εις αυτόν η γυναίκα, «Κύριε, κουβά δεν έχεις και το πηγάδι είναι βαθύ, από πού λοιπόν έχεις το νερό το ζωντανό; Μήπως είσαι συ μεγαλύτερος από τον πατέρα μας Ιακώβ που μας έδωκε το πηγάδι και ήπιε από αυτό ο ίδιος και τα παιδιά του και τα ζώα του;». Ο Ιησούς της απεκρίθει, «Όποιος πίνει από το νερό αυτό θα διψάσει και πάλι, εκείνος όμως που θα πιει από το νερό που εγώ θα του δώσω, δεν θα διψάσει ποτέ, αλλά το νερό που θα του δώσω, θα γίνει μια εσωτερική πηγή νερού που θα αναβρύει εις ζωή αιώνιον». Λέγει εις αυτόν η γυναίκα, «Κύριε, δος μου το νερό αυτό διά να μη διψώ ούτε να έρχομαι εδώ να αντλώ». Ο Ιησούς της λέγει, «Πήγαινε, φώναξε τον άντρα σου και έλα εδώ». Η γυναίκα απεκρίθει, «Δεν έχω άνδρα». Λέγει εις αυτήν ο Ιησούς, « Καλά είπες ότι δεν έχεις άνδρα, διότι πέντε άνδρες επήρες και τώρα εκείνον που έχεις δεν είναι άνδρας σου, εις αυτό είπες αλήθεια». Λέγει εις αυτόν η γυναίκα, «Κύριε, βλέπω ότι εσύ είσαι προφήτης. Οι πατέρες μας εις το όρος τούτο, ελάτρευσαν τον Θεόν, ενώ σεις λέτε ότι εις τα Ιεροσόλυμα είναι ο τόπος όπου πρέπει να λατρεύεται ο Θεός». Λέγει εις αυτήν ο Ιησούς, «Πίστεψέ με γυναίκα, ότι έρχεται ώρα που ούτε εις το όρος τούτο ούτε εις τα Ιεροσόλυμα θα λατρεύετε τον Πατέρα. Σεις λατρεύετε εκείνο που δεν ξέρετε, εμείς λατρεύουμε εκείνο που ξέρομε, διότι η σωτηρία έρχεται από τους Ιουδαίους. Αλλά έρχεται η ώρα, και μάλιστα ήλθε ήδη, που οι αληθινοί προσκυνηταί θα λατρεύσουν τον Πατέρα πνευματικά και αληθινά, διότι τέτοιοι θέλει ο Πατέρας να είναι εκείνοι που τον λατρεύουν. Ο Θεός είναι Πνεύμα και εκείνοι που τον λατρεύουν πρέπει να τον λατρεύουν πνευματικά και αληθινά». Λέγει εις αυτόν η γυναίκα, «Ξέρω ότι θα έλθει ο Μεσσίας, ο λεγόμενος Χριστός. Όταν έλθει εκείνος, θα μας τα γνωρίσει όλα». Ο Ιησούς της λέγει, «Εγώ είμαι που μιλώ μαζί σου». Την στιγμή αυτήν ήλθαν οι μαθηταί του και απόρησαν που μιλούσε με γυναίκα, κανείς όμως δεν είπε, «Τι ζητάς;» ή «Γιατί μιλάς μαζί της;». Η γυναίκα άφησε την στάμνα της, επήγε εις την πόλιν και είπε εις τους ανθρώπους, «Ελάτε να ιδήτε έναν που μου είπε όλα όσα έκανα, μήπως είναι αυτός ο Χριστός;». Εβγήκαν λοιπόν από την πόλιν και ήρχοντο εις αυτόν. Εν τω μεταξύ τον παρακαλούσαν οι μαθηταί και του έλεγαν, «Ραββί, φάγε». Αυτός δε τους είπε, «Εγώ έχω φαγητό να φάγω, το οποίον σεις δεν ξέρετε». Έλεγαν τότε οι μαθηταί μεταξύ τους, «Μήπως του έφερε κανείς να φάγει;». Λέγει εις αυτούς ο Ιησούς, «Το φαγητό μου είναι να κάνω το θέλημα εκείνου, που με έστειλε και να τελειώσω το έργον του. Δεν λέτε, «Τέσσερις μήνες ακόμη και ο θερισμός έρχεται»; Σηκώστε τα μάτια σας, σας λέγω, και ιδέτε τα χωράφια ότι είναι άσπρα, έτοιμα προς θερισμό. Ήδη ο θεριστής παίρνει μισθό και μαζεύει καρπό διά την ζωή την αιώνιον, διά να χαίρουν μαζί και ο σπορεύς και ο θεριστής. Εδώ η παροιμία είναι αληθινή, ότι άλλος σπέρνει και άλλος θερίζει. Εγώ σας έστειλα να θερίσετε εκείνο, διά το οποίο δεν εκοπιάσατε, άλλοι έχουν κοπιάσει και εσείς εμπήκατε εις τον κόπον τους». Πολλοί από τους Σαμαρείτας της πόλεως εκείνης επίστεψαν εις αυτόν εξ’ αιτίας της μαρτυρίας της γυναίκας: «Μου είπε όλα όσα έκανα». Όταν λοιπόν ήλθαν οι Σαμαρείται προς αυτόν, τον
παρακαλούσαν να μείνει κοντά τους, και έμεινε εκεί δύο ημέρες. Και πολλοί περισσότεροι επίστεψαν έπειτα από όσα τους είπε, εις δε την γυναίκα έλεγαν, «Ο λόγος που πιστεύομε δεν είναι πλέον τα όσα μας είπες, αλλά διότι τον ακούσαμε εμείς οι ίδιοι και ξέρομε ότι αυτός είναι αληθινά ο Σωτήρ του κόσμου, ο Χριστίος».
g_aggelos
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1474
Εγγραφή: Πέμ Φεβ 24, 2005 6:00 am
Τοποθεσία: Άγγελος @ Αθήνα
Επικοινωνία:

Δημοσίευση από g_aggelos »

Κυριακή 28 Μαΐου

Ιωάν. θ’ 1-38

Η θεραπεία του εκ γενετής τυφλού


Και παράγων είδεν άνθρωπον τυφλόν εκ γενετής. Και ηρώτησαν αυτόν οι μαθηταί αυτού λέγοντες, ραββί, τις ήμαρτεν, ούτος ή οι γονείς αυτού, ίνα τυφλός γεννηθή; Απεκρίθη Ιησούς, ούτε ούτος ήμαρτεν ούτε οι γονείς αυτού, αλλ' ίνα φανερωθή τα έργα του Θεού εν αυτώ. Εμέ δει εργάζεσθαι τα έργα του πέμψαντός με έως ημέρα εστίν, έρχεται νυξ ότε ουδείς δύναται εργάζεσθαι. Όταν εν τω κόσμω ω, φως ειμί του κόσμου. Ταύτα ειπών έπτυσε χαμαί και εποίησε πηλόν εκ του πτύσματος, και επέχρισε τον πηλόν επί τους οφθαλμούς του τυφλού και είπεν αυτώ, ύπαγε νίψαι εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ, ο ερμηνεύεται απεσταλμένος. Απήλθεν ουν και ενίψατο, και ήλθε βλέπων. Οι ουν γείτονες και οι θεωρούντες αυτόν το πρότερον ότι τυφλός ην, έλεγον, ουχ ούτος εστιν ο καθήμενος και προσαιτών; Άλλοι έλεγον ότι ούτος εστιν, άλλοι δε ότι όμοιος αυτώ εστιν. Εκείνος έλεγεν ότι εγώ ειμι. Έλεγον ουν αυτώ, πως ανεώχθησάν σου οι οφθαλμοί; Απεκρίθη εκείνος και είπεν, άνθρωπος λεγόμενος Ιησούς πηλόν εποίησε και επέχρισέ μου τους οφθαλμούς και είπέ μοι, ύπαγε εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ και νίψαι, απελθών δε και νιψάμενος ανέβλεψα. Είπον ούν αυτώ, που εστιν εκείνος; Λέγει, ουκ οίδα. Άγουσιν αυτόν προς τους Φαρισαίους, τον ποτε τυφλόν. Ην δε σάββατον ότε τον πηλόν εποίησεν ο Ιησούς και ανέωξεν αυτού τους οφθαλμούς. Πάλιν ουν ηρώτων αυτόν και οι Φαρισαίοι πως ανέβλεψεν. Ο δέ είπεν αυτοίς, πηλόν επέθηκέ μου επί τους οφθαλμούς, και ενιψάμην, και βλέπω. Έλεγον ουν εκ των Φαρισαίων τινές, ούτος ο άνθρωπος ουκ έστι παρά του Θεού, ότι το σάββατον ου τηρεί. Άλλοι έλεγον, πως δύναται άνθρωπος αμαρτωλός τοιαύτα σημεία ποιείν; Και σχίσμα ην εν αυτοίς. Λέγουσι τω τυφλώ πάλιν, σύ τι λέγεις περί αυτού, ότι ήνοιξέ σου τους οφθαλμούς; Ο δε είπεν ότι προφήτης εστίν. Ουκ επίστευσαν ουν οι Ιουδαίοι περί αυτού ότι τυφλός ην και ανέβλεψεν, έως ότου εφώνησαν τους γονείς αυτού του αναβλέψαντος και ηρώτησαν αυτούς λέγοντε, ούτός εστιν ο υιός υμών, όν υμείς λέγετε ότι τυφλός εγεννήθη; Πως ουν άρτι βλέπει; Απεκρίθησαν δε αυτοίς οι γονείς αυτού και είπον, οίδαμεν ότι ούτός εστιν ο υιός ημών και ότι τυφλός εγεννήθη· Πως δε νυν βλέπει ουκ οίδαμεν, ή τις ήνοιξεν αυτού τους οφθαλμούς ημείς ουκ οίδαμεν, αυτός ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε, αυτός περί εαυτού λαλήσει. Ταύτα είπον οι γονείς αυτού, ότι εφοβούντο τους Ιουδαίους, ήδη γάρ συνετέθειντο οι Ιουδαίοι ίνα, εάν τις αυτόν ομολογήση Χριστόν, αποσυνάγωγος γένηται. Διά τούτο οι γονείς αυτού είπον ότι ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε. Εφώνησαν ουν εκ δευτέρου τον άνθρωπον ος ην τυφλός, και είπον αυτώ, δος δόξαν τω Θεώ, ημείς οίδαμεν ότι ο άνθρωπος ούτος αμαρτωλός εστιν. Απεκρίθη ουν εκείνος και είπεν, ει αμαρτωλός εστιν ουκ οίδα, έν οίδα, ότι τυφλός ων άρτι βλέπω. Είπον δέ αυτώ πάλιν, τί εποίησέ σοι; Πως ήνοιξέ σου τους οφθαλμούς; Απεκρίθη αυτοίς, είπον υμίν ήδη, και ουκ ηκούσατε, τι πάλιν θέλετε ακούειν; Μη και υμείς θέλετε αυτού μαθηταί γενέσθαι; Ελοιδόρησαν αυτόν και είπον, συ ει μαθητής εκείνου, ημείς δε του Μωυσέως εσμέν μαθηταί. Ημείς οίδαμεν ότι Μωυσεί λελάληκεν ο Θεός, τούτον δε ουκ οίδαμεν πόθεν εστίν. Απεκρίθη ο άνθρωπος και είπεν αυτοίς, εν γάρ τούτω θαυμαστόν εστιν, ότι υμείς ουκ οίδατε πόθεν εστί, και ανέωξέ μου τους οφθαλμούς. Οίδαμεν δε ότι αμαρτωλών ο Θεός ουκ ακούει, αλλ' εάν τις θεοσεβής ή και το θέλημα αυτού ποιή, τούτου ακούει. Εκ του αιώνος ουκ ηκούσθη ότι ήνοιξέ τις οφθαλμούς τυφλού γεγεννημένου. Ει μη ην ούτος παρά Θεού, ουκ ηδύνατο ποιείν ουδέν. Απεκρίθησαν και είπον αυτώ, εν αμαρτίαις συ εγεννήθης όλος, και συ διδάσκεις ημάς; Και εξέβαλον αυτόν έξω. Ήκουσεν ο Ιησούς ότι εξέβαλον αυτόν έξω, και ευρών αυτόν είπεν αυτώ, συ πιστεύεις εις τον υιόν του Θεού; Απεκρίθη εκείνος και είπε, και τις εστι, Κύριε, ίνα πιστεύσω εις αυτόν; Είπε δε αυτώ ο Ιησούς, και εώρακας αυτόν και ο λαλών μετά σου εκείνος εστιν. Ο δε έφη, πιστεύω, Κύριε, και προσεκύνησεν αυτώ.



Μετάφραση τής Ευαγγελικής περικοπής

Τον καιρόν εκείνον καθώς εβάδιζε ο Ιησούς, είδε άνθρωπον γεννημένον τυφλόν καί τον ερώτησαν οι μαθηταί του, Ραββί, ποιος αμάρτησε, αυτός ή οι γονείς του δια να γεννηθη τυφλός; Απεκρίθη ο Ιησούς, Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά διά να φανερωθούν εξ αφορμής του τα έργα του θεού. Εγώ πρέπει να κάνω τα έργα εκείνου πού με έστειλε ενόσω είναι ήμερα θα έλθη νύχτα, όταν κανείς δεν θα μπορεί να έργασθη . Όσον καιρόν είμαι εις τον κόσμον, είμαι το φως του κόσμου. Όταν είπε αύτα, έφτυσε χάμω και έκανε πηλόν με το φτύσιμο και αλειψέ τον πηλόν επάνω εις τα μάτια του τυφλού και του είπε, Πήγαινε, πλύσου εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ, το οποίον μεταφράζεται Απεσταλμένος. Έφυγε λοιπόν και πλύθηκε και επέστρεψε βλέπων. Οι γείτονες και εκείνοι που προηγουμένως τον έβλεπαν ότι ήτο τυφλός, έλεγαν, Δεν είναι αυτός που καθότανε και ζητιάνευε;. Μερικοί έλεγαν ότι αυτός είναι και άλλοι ότι είναι κάποιος που του μοιάζει. Εκείνος έλεγε, Εγώ είμαι. Του είπαν τότε, Πώς άνοιξαν τα μάτια σου; Απεκρίθη εκείνος, Ένας άνθρωπος που ονομάζεται Ιησούς έκανε πηλόν και μου άλειψε τα μάτια και μου είπε, Πήγαινε εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ και πλύσου. Όταν επήγα και πλύθηκα, απέκτησα το φως μου. Τότε τον ερώτησαν, Που είναι εκείνος; και αυτός απεκρίθη, Δεν ξέρω. Οδηγούν αυτόν, τον άλλοτε τυφλόν, εις τους Φαρισαίους. Ήτο δε Σάββατον, όταν έκανε ό Ιησούς τον πηλόν και άνοιξε τα μάτια του. Τότε οι Φαρισαίοι πάλιν τον ερώτησαν πως απέκτησε το φως του, αυτός δε είπε, Μου έβαλε πηλόν εις τα μάτια και πλύθηκα και βλέπω. Μερικοί από τούς Φαρισαίους είπαν, Αυτός ο άνθρωπος δεν είναι από τον θεόν, διότι δεν τηρεί το Σάββατον. Άλλοι έλεγαν, Πώς μπορεί άνθρωπος αμαρτωλός να κάνη τέτοια θαύματα;. Και έγινε διχασμός μεταξύ τους. Λέγουν πάλιν εις τον τυφλόν, Συ τι λες γι' αυτόν αφού σου άνοιξε τα μάτια;. Αυτός είπε, Είναι προφήτης. Οι Ιουδαίοι δεν ήθελαν να πιστέψουν ότι ήτανε τυφλός και απέκτησε το φως του, έως ότου εφώναξαν τους γονείς του και τους ερώτησαν, Αυτός είναι ο υιός σας, δια τον οποίον λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς λοιπόν τώρα βλέπει;. Απεκρίθησαν εις αυτούς οι γονείς του, Ξέρομεν ότι αυτός είναι ο υϊός μας και ότι γεννήθηκε τυφλός. Πώς όμως τώρα βλέπει, δεν γνωρίζομεν, ουτε ξέρομεν ποιός άνοιξε τα μάτια του. Αυτός ηλικίαν έχει, ερωτήσατε τον, θα μιλήση για τον εαυτόν του. Αυτά είπαν οι γονείς του, διότι εφοβούντο τους Ιουδαίους, επειδή οι Ιουδαίοι είχαν ήδη συμφωνήσει να γίνει αποσυνάγωγος όποιος ομολογήσει ότι αυτός είναι ο Χριστός. Γι' αυτό οι γονείς του είπαν, Ηλικίαν έχει, ερωτήσατε τον. Εφώναξαν τότε δια δευτέραν φοράν τον άνθρωπον πού ήτανε τυφλός και του είπαν, Δόξασε τον θεόν. Εμείς ξέρομεν ότι ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός. Εκείνος απεκρίθη, Εάν είναι αμαρτωλός, δεν ξέρω. Ένα πράγμα ξέρω, ότι ενώ ήμουν τυφλός, τώρα βλέπω. Τότε πάλιν τον ερώτησαν, Τι σου έκαμε; Πώς σου άνοιξε τα μάτια; Αυτός τους απεκρίθη, Σας είπα ήδη και δεν εδώσατε προσοχήν γιατί θέλετε πάλιν να το ακούσετε; Μήπως θέλετε και σεις να γίνετε μαθηταί του; Τότε τον έβρισαν και του είπαν, Συ είσαι μαθητής εκείνου, εμείς είμεθα μαθηταί του Μωυσέως. Εμείς ξέρομεν ότι εις τον Μωυσήν εμίλησεν ο θεός, αλλά γι' αυτόν δεν ξέρομεν από που είναι. Ο άνθρωπος τους απεκρίθη, Αυτό ακριβώς είναι το εκπληκτικόν, ότι σεις δεν ξέρετε από που είναι, και όμως μου άνοιξε τα μάτια. Ξέρομεν δε ότι τους αμαρτωλούς ο θεός δεν τους ακούει, αλλά εάν κανείς είναι θεοσεβής και κάνη το θέλημα του, εκείνον ακούει. Ποτέ πριν δεν ακούσθηκε ότι άνοιξε κάποιος τα μάτια τυφλού εκ γενετής. Εάν ο άνθρωπος αυτός δεν ήτο από τον θεόν, δεν θα μπορούσε να κάνη τίποτε. Εκείνοι του απεκρίθησαν, Συ γεννήθηκες ολόκληρος μέσα στην αμαρτίαν και μας διδάσκεις; Και τον έβγαλαν έξω. Άκουσε ο Ιησούς ότι τον έβγαλαν έξω και όταν τον ευρήκε του είπε, Πιστεύεις συ εις τον Υϊόν του θεού; Απεκρίθη εκείνος, Και ποιος είναι, Κύριε, για να πιστέψω σ' αυτόν; Ο Ιησούς του είπε, Τον έχεις ιδή, είναι μάλιστα αυτός που μιλεί μαζί σου. Πιστεύω, Κύριε, είπε ε
κείνος και Τον προσκύνησε.
g_aggelos
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1474
Εγγραφή: Πέμ Φεβ 24, 2005 6:00 am
Τοποθεσία: Άγγελος @ Αθήνα
Επικοινωνία:

Δημοσίευση από g_aggelos »

Κυριακή 4 Ιουνίου

Ιωάν. ιζ’ 1-13

Η προσευχή του Ιησού


Ταύτα ελάλησεν ο Ιησούς, και επήρε τους οφθαλμούς αυτού εις τον ουρανόν και είπε, πάτερ, ελήλυθεν η ώρα. Δόξασον σου τον υιόν, ίνα και ο υιός σου δοξάση σε, καθώς έδωκας αυτώ εξουσίαν πάσης σαρκός, ίνα παν ο δέδωκας αυτώ δώση αυτοίς ζωήν αιώνιον. Αύτη δε έστιν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσι σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν. Εγώ σε εδόξασα επί της γης, το έργον ετελείωσα ο δέδωκας μοι ίνα ποιήσω. Και νυν δόξασον με συ, πάτερ, παρά σεαυτώ τη δόξη η είχον προ του τον κόσμον είναι παρά σοι. Εφανέρωσα σου το όνομα τοις ανθρώποις ους δέδωκας μοι εκ του κόσμου. Σοι ήσαν και εμοί αυτούς δέδωκας, και τον λόγον σου τετηρήκασι. Νυν έγνωκαν ότι πάντα όσα δέδωκας μοι παρά σου έστιν ότι τα ρήματα α δέδωκας μοι δέδωκα αυτοίς, και αυτοί έλαβον, και έγνωσαν αληθώς ότι παρά σου εξήλθον, και επίστευσαν ότι συ με απέστειλας. Εγώ περί αυτών ερωτώ. Ου περί του κόσμου ερωτώ, αλλά περί ων δέδωκας μοι, ότι σοι είσι, και τα εμά πάντα σα έστι και τα σα εμά, και δεδόξασμαι εν αυτοίς. Και ουκέτι ειμί εν τω κόσμω, και ούτοι εν τω κόσμω εισί, και εγώ προς σε έρχομαι. πάτερ άγιε, τήρησον αυτούς εν τω ονόματι σου ω δέδωκας μοι, ίνα ώσιν εν καθώς ημείς. ότε ήμην μετ' αυτών εν τω κόσμω, εγώ ετήρουν αυτούς εν τω ονόματι σου. Ους δέδωκας μοι εφύλαξα, και ουδείς εξ αυτών απώλετο ει μη ο υιός της απωλείας, ίνα η γραφή πληρωθή. Νυν δε προς σε έρχομαι, και ταύτα λαλώ εν τω κόσμω ίνα έχωσι την χαράν την εμήν πεπληρωμένην εν αυτοίς.


Απόδοση στη Νεοελληνική

Τον καιρόν εκείνον, αφού εσήκωσε ο Ιησούς τα μάτια του εις τον ουρανόν είπε, «Πατέρα, ήλθε ή ώρα, δόξασε τον Υϊόν σου, δια να σε δοξάσει και ο Υιός σου, σύμφωνα με την εξουσίαν που του έδωκες επί όλων των ανθρώπων, δια να δώση ζωήν αιώνιον εις τον καθένα από εκείνους που του έδωκες Αυτή είναι η αιώνιος ζωή: το να γνωρίζουν σε τον μόνον αληθινόν θεόν και τον Ιησούν Χριστόν, τον οποίον έστειλες. Εγώ σε εδόξασα επί της γης, ετελείωσα το έργον που μου έδωκες να κάνω, και τώρα δόξασε με συ, Πατέρα, πλησίον σου με την δόξαν που είχα μαζί σου πριν να υπάρξει ο κόσμος. Εφανέρωσα το όνομά σου εις τούς ανθρώπους, τους οποίους μου έδωκες από τον κόσμον. Δικοί σου ήσαν και τούς έδωκες σ' εμένα, και τον λόγον σου έχουν τηρήσει. Τώρα κατάλαβαν ότι όλα όσα μου έδωκες, είναι από σένα, διότι τα λόγια που μας έδωκες, τους τα έδωκα και αυτοί τα εδέχθησαν και εγνώρισαν αληθινά ότι εβγήκα από σένα και επίστεψαν ότι συ με έστειλες. Εγώ γι' αυτούς παρακαλώ, δεν παρακαλώ για τον κόσμο, αλλά για εκείνους που μου έδωκες, επειδή είναι δικοί σου και όλα τα δικά μου είναι δικά σου και τα δικά σου είναι δικά μου, και έχω δοξασθεί δι’ αυτών. Δεν θα είμαι πλέον εις τον κόσμον, ενώ αυτοί θα είναι εις τον κόσμον, και εγώ έρχομαι σ' εσένα. Πατέρα άγιε, φύλαξε τους με την δύναμιν του ονόματός σου που μου έδωκες, δια να είναι ένα όπως είμεθα εμείς. Όταν ήμουν μαζί τους εις τον κόσμον, εγώ τους εφύλαττα με την δύναμιν του ονόματός σου, εκείνους που μου έδωκες τους εφύλαξα και κανένας απ' αυτούς δεν εχάθηκε παρά ο υιός της απωλείας δια να εκπληρωθεί η γραφή. Άλλα τώρα έρχομαι σ' εσένα, και αυτά τα λέγω ενώ είμαι ακόμη εις τον κόσμον, δια να έχουν την χαράν μου μέσα τους τελείαν».
g_aggelos
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1474
Εγγραφή: Πέμ Φεβ 24, 2005 6:00 am
Τοποθεσία: Άγγελος @ Αθήνα
Επικοινωνία:

Δημοσίευση από g_aggelos »

Κυριακή 11 Ιουνίου

Ιωάννη ζ’ 37-52, η’ 12

Το ζωντανό νερό


Εν δε τη εσχάτη ημέρα τη μεγάλη της εορτής ειστήκει ο Ιησούς και έκραξε λέγων, εάν τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω. Ο πιστεύων εις εμέ, καθώς είπεν η γραφή, ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος. Τούτο δε είπε περί του Πνεύματος ου έμελλον λαμβάνειν οι πιστεύοντες εις αυτόν, ούπω γαρ ην Πνεύμα Άγιον, ότι Ιησούς ουδέπω εδοξάσθη. Πολλοί ουν εκ του όχλου ακούσαντες τον λόγον έλεγον, ούτός εστιν αληθώς ο προφήτης, άλλοι έλεγον, ούτός εστιν ο Χριστός, άλλοι έλεγον, μη γάρ εκ της Γαλιλαίας ο Χριστός έρχεται; Ουχί η γραφή είπεν ότι εκ του σπέρματος Δαυίδ και από Βηθλεέμ της κώμης, όπου ην Δαυίδ, ο Χριστός έρχεται; Σχίσμα ουν εν τω όχλω εγένετο δι' αυτόν. Τινές δε ήθελον εξ αυτών πιάσαι αυτόν, αλλ' ουδείς επέβαλεν επ' αυτόν τας χείρας. Ηλθον ουν οι υπηρέται προς τους αρχιερείς και Φαρισαίους, και είπον αυτοίς εκείνοι, διατί ουκ ηγάγετε αυτόν; Απεκρίθησαν οι υπηρέται, ουδέποτε ούτως ελάλησεν άνθρωπος, ως ούτος ο άνθρωπος. Απεκρίθησαν ουν αυτοίς οι Φαρισαίοι, μη και υμείς πεπλάνησθε; Μη τις εκ των αρχόντων επίστευσεν εις αυτόν ή εκ των Φαρισαίων; Αλλ' ο όχλος ούτος ο μη γινώσκων τον νόμον επικατάρατοί εισι! Λέγει Νικόδημος προς αυτούς, ο ελθών νυκτός προς αυτόν, εις ων εξ αυτών, μη ο νόμος ημών κρίνει τον άνθρωπον, εάν μη ακούση παρ' αυτού πρότερον και γνω τι ποιεί; Απεκρίθησαν και είπον αυτώ, μη και συ εκ της Γαλιλαίας ει; Ερεύνησον και ίδε ότι προφήτης εκ της Γαλιλαίας ουκ εγήγερται. Πάλιν ουν αυτοίς ο Ιησούς ελάλησε λέγων, εγώ ειμι το φως του κόσμου, ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήση εν τη σκοτία, αλλ' έξει το φως της ζωής.

Απόδοση στη Νεοελληνική

Την τελευταία ημέρα την μεγάλη της εορτής εστάθηκε ο Ιησούς και εφώναξε δυνατά : "Εάν κανείς διψά, ας έλθη σε εμέ και ας πιει. Εκείνος που πιστεύει σε εμέ, καθώς είπε η γραφή, "θα τρέξουν από την κοιλιά του ποταμοί νερού ζωντανού". Αυτό το είπε διά το Πνεύμα, το οποίον θα έπαιρναν εκείνοι που θα πίστευαν σε Αυτόν. Διότι δεν είχε δοθή ακόμη το Πνεύμα Άγιον, επειδή ο Ιησούς δεν είχε ακόμα δοξασθεί. Πολλοί από το πλήθος, όταν άκουσαν αυτά, έλεγαν," Μήπως ο Χριστός έρχεται από την Γαλλιλαίαν; Δεν είπε η γραφή ότι ο Χριστός έρχεται από το σπέρμα του Δαυίδ και από την κωμόπολη Βηθλεέμ, όπου ήτο ο Δαυίδ;". Έγινε λοιπόν διχασμός γι' αυτόν μεταξύ του πλήθους. Μερικοί ήθελαν να τον πιάσουν αλλά κανείς δεν έβαλε χέρι επάνω του. Τότε επέστρεψαν οι υπηρέτες προς τους αρχιερείς και τους Φαρισαίους, οι οποίοι τους είπαν: "Γιατί δεν τον φέρατε;" Απεκρίθησαν οι υπηρέται : "Κανείς άνθρωπος δεν εμίλησε ποτέ όπως μιλεί αυτός ο άνθρωπος". Οι Φαρισαίοι τους απεκρίθησαν :"Μήπως και εσείς έχετε πλανηθεί; Επίστεψε σε Αυτόν κανείς από τους άρχοντας ή τους Φαρισαίους; όσο γι' αυτόν τον όχλο, που δεν ξέρει τον νόμο, είναι καταραμένος". Λέγει εις αυτούς ο Νικόδημος, ο οποίος είχε έλθει εις αυτόν την νύχτα και ο οποίος ήτο ένας από αυτούς, "Καταδικάζει άνθρωπον, ο νόμος μας εάν δεν τον ηκούσει προηγουμένως και μάθη τι έκανε;" Απεκρίθει εις αυτόν: "Μήπως και εσύ είσαι από την Γαλιλαίαν; Ερεύνησε και θα ιδής, ότι δεν έχει έλθει προφήτης από την Γαλιλαίαν". Πάλιν ο Ιησούς τους εμίλησε και είπεν : "Εγώ είμαι το φως του κόσμου. Εκείνος που με ακολουθεί δεν θα περπατήσει εις το σκοτάδι αλλά θα έχει το φως της ζωής".
g_aggelos
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1474
Εγγραφή: Πέμ Φεβ 24, 2005 6:00 am
Τοποθεσία: Άγγελος @ Αθήνα
Επικοινωνία:

Δημοσίευση από g_aggelos »

Κυριακή 18 Ιουνίου


Των Αγίων Πάντων - Ματθ. ι 32-33, 37-38, ιθ 27-30

Πάς ουν όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς.
όστις δ’ αν αρνήσηται με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι αυτόν καγώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς.
Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος. και ο φιλών υιόν ή θυγατέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος.
και ος ου λαμβάνει τον σταυρόν αυτού και ακολουθεί οπίσω μου, ουκ έστι μου άξιος.
Τότε αποκριθείς ο Πέτρος είπεν αυτώ. ιδού ημείς αφήκαμεν πάντα και ηκολουθήσαμεν σοι. τι άρα έσται ημίν;
ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς. αμήν λέγω υμίν ότι υμείς οι ακολουθήσαντες μοι, εν τη παλιγγενεσία, όταν καθίση ο υιός του ανθρώπου επί θρόνου δόξης αυτού, καθίσεσθε και υμείς επί δώδεκα θρόνους κρίνοντες τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ.
και πάς ος αφήκεν οικίας ή αδελφούς ή αδελφάς ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή τέκνα ή αγρούς ένεκεν του ονόματος μου, εκατονταπλασίονα λήψεται και ζωήν αιώνιον κληρονομήσει.
Πολλοί δε έσονται πρώτοι έσχατοι και έσχατοι πρώτοι.

Απόδοση στην Νεοελληνική


Είπε ο Κύριος στους μαθητές του : "Καθέναν που θα με ομολογήσει εμπρός στους ανθρώπους, θα τον ομολογήσω και εγώ εμπρός στον Πατέρα μου τον ουράνιον. Εκείνος όμως που θα με αρνηθεί εμπρός στους ανθρώπους, θα τον αρνηθώ και εγώ εμπρός στον Πατέρα μου τον ουράνιον. Εκείνος, που αγαπά πατέρα ή μητέρα περισσότερο από εμέ, δεν μου είναι άξιος. Και εκείνος, που αγαπά υιόν ή θυγατέρα περισσότερο από εμέ, δεν μου είναι άξιος. Και εκείνος, που δεν παίρνει τον σταυρό του και δεν με ακολουθεί δεν μου είναι άξιος". Τότε έλαβε τον λόγο ο Πέτρος και του είπε :"Να εμείς που αφήκαμε όλα και σε ακολουθήσαμε. Τι λοιπόν θα απολαύσωμε ;". Ο δε Ιησούς τους είπε :"Αλήθεια σας λέγω, ότι εσείς, οι οποίοι με ακολουθήσατε, όταν ο Υιός του ανθρώπου καθήσει εις τον θρόνο της δόξης του εις την Νέαν Δημιουργίαν, θα καθήσετε και εσείς σε δώδεκα θρόνους, δια να κρίνεται τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ. Και καθένας που άφηκε σπίτια ή αδελφούς ή αδελφές ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή παιδιά ή χωράφια δια το όνομά μου, θα πάρει εκατό φορές περισσότερα και θα κληρονομήσει ζωήν αιώνιον. Πολλοί δε, οι οποίοι είναι πρώτοι, θα γίνουν τελευταίοι, και εκείνοι που είναι τελευταίοι, θα γίνουν πρώτοι".
g_aggelos
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1474
Εγγραφή: Πέμ Φεβ 24, 2005 6:00 am
Τοποθεσία: Άγγελος @ Αθήνα
Επικοινωνία:

Δημοσίευση από g_aggelos »

Κυριακής 25 Ιουνίου

Ματθ. δ 18-23

Ο Ιησούς Χριστός καλεί τους πρώτους μαθητάς του


Περιπατών δε παρά την θάλασσαν της Γαλιλαίας είδε δύο αδελφούς, Σίμωνα τον λεγόμενον Πέτρον και Ανδρέαν τον αδελφόν αυτού, βάλλοντας αμφίβληστρον εις την θάλασσαν. Ήσαν γαρ αλιείς. Και λέγει αυτοίς, δεύτε οπίσω μου και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων. Οι δε ευθέως αφέντες τα δίκτυα ηκολούθησαν αυτώ. Και προβάς εκείθεν είδεν άλλους δύο αδελφούς, Ιάκωβον τον του Ζεβεδαίου και Ιωάννην τον αδελφόν αυτού, εν τω πλοίω μετά Ζεβεδαίου του πατρός αυτών καταρτίζοντας τα δίκτυα αυτών, και εκάλεσεν αυτούς. Οι δε ευθέως αφέντες το πλοίον και τον πατέρα αυτών ηκολούθησαν αυτώ. Και περιήγεν όλην την Γαλιλαίαν ο Ιησούς διδάσκων εν ταις συναγωγαίς αυτών και κηρύσσων το ευαγγέλιον της βασιλείας και θεραπεύων πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν εν τω λαώ.

Απόδοση στην νεοελληνική

Τον καιρό εκείνο όταν περπατούσε ο Ιησούς κοντά εις την λίμνη της Γαλιλαίας, είδε δύο αδελφούς, τον Σίμωνα, ο οποίος ελέγετο Πέτρος, και τον Ανδρέα τον αδελφό του, να ρίχνουν δίχτυ εις την λίμνη, διότι ήσαν ψαράδες. Και τους λέγει, "Ελάτε, ακολουθήστε με, και θα σας κάνω ψαράδες ανθρώπων" . Αυτοί εγκατέλειψαν αμέσως τα δίχτυα και τον ακολούθησαν. Και όταν επροχώρησε από εκεί, είδε άλλους δύο αδελφούς, τον Ιάκωβο, τον υιόν του Ζεβεδαίου και τον Ιωάννη τον αδελφό του, μέσα σε πλοιάριο, μαζί με τον Ζεβεδαίο, τον πατέρα τους, να επισκευάζουν τα δίχτυα τους και τους εκάλεσε. Αυτοί αμέσως άφησαν το πλοιάριο και τον πατέρα τους και τον ακολούθησαν. Ο Ιησούς εγύριζε ολόκληρη την Γαλιλαία και εδίδασκε εις τας συναγωγάς των και εκήρυττε το ευαγγέλιον της βασιλείας και εθεράπευε κάθε ασθένεια και κάθε αδυναμία εις τον λαόν.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”