Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΓ΄ (23η) Ιανουαρίου, ο Όσιος και θεοφόρος πατήρ ημών ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ο εν τω Ολύμπω εν ειρήνη τελειούται

Δημοσίευση από silver »

Τη ΚΓ΄ (23η) Ιανουαρίου, ο Όσιος και θεοφόρος πατήρ ημών ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ο εν τω Ολύμπω εν ειρήνη τελειούται. Ευλογητός ο Θεός ο παντελεήμων και παντοδύναμος, όστις δυναμώνει και τώρα τινάς ευχαρίστους και ευγνώμονας δούλους του, ίνα πολεμώσιν ανδρείως τον πολέμιον δαίμονα και τον νικώσι κατά κράτος, λαμβάνοντες νίκης στεφάνους και τρόπαια ως αήττητοι, εις έλεγχον και επιστόμισιν ολιγοπίστων τινών, οι οποίοι λέγουσι πολλάς φλυαρίας και λοιδωρήματα, ότι οι καιροί και χρόνοι είναι αιτία και δεν πολιτεύονται τώρα θεαρέστως οι άνθρωποι, οίτινες ολοφάνερα ψεύδονται. Επειδή είδομεν και οφθαλμοφανώς επιστώθημεν, ότι πολλοί εις τους χρόνους μας εμαρτύρησαν και ευωδιάζουν τα τίμιά των και πανσεβάσμια λείψανα και άλλοι πάλιν ώσπερ τους παλαιούς Οσίους, Αντώνιον λέγω, Ευθύμιον και τους άλλους εναρέτους επολιτεύθησαν. Ώστε λοιπόν δεν είναι οι χρόνοι και καιροί αιτία της των πολλών αμελείας, αλλά η των ανθρώπων προαίρεσις· και απόδειξις τούτου ο νυν εις υπόθεσιν προκείμενος θεοφόρος Διονύσιος, όστις και τους παλαιούς επερίσσευσεν. Ότι τότε μεν ήσαν πολλοί ενάρετοι και ο ένας τον άλλον εμιμείτο και εζήλωνεν. Αλλά τώρα όπου είναι ολίγοι οι δόκιμοι, πίπτουσι και οι σπουδαίοι εις την αμέλειαν. Όσοι λοιπόν ευρεθώσι τώρα, κατά τους εσχάτους τούτους καιρούς, προς τον κοινόν ημών Δεσπότην ευγνώμονες, φυλάττοντες τα σωτήριά του προστάγματα, πρέπει να τους ευλαβήται πας τις από τους παλαιούς περισσότερον. Δια τούτο γράφω και εγώ τούτου του Πανοσίου Διονυσίου τον θεάρεστον Βίον και την ψυχωφελή διήγησιν και σας δίδω μάρτυρα τον Θεόν, την αυτοαλήθειαν, να είπω πάσαν την αλήθειαν και να μη γράψω αφ’ εαυτού τίποτε, αλλά όσα μου διηγήθησαν θεοφόροι πατέρες και αξιόπιστοι· επειδή το πρέπον και δίκαιον είναι να μη κρύπτωνται τα θεάρεστα διηγήματα, αλλά να τα ακούωσιν άπαντες, ίνα μιμώνται των Οσίων τας πράξεις και τα κατορθώματα· προσέχετε λοιπόν εις την τοιαύτην ωραιοτάτην διήγησιν. Διονύσιος ο εις έπαινον προκείμενος Όσιος εγεννήθη περί τα τέλη του ΙΕ΄ αιώνος, εις το χωρίον Πλάτινα της επαρχίας Φαναρίου Τρικκάλων. Οι γονείς του ήσαν πτωχοί αλλ’ ευσεβείς, Νικόλαος και Θεοδώρα ονομαζόμενοι, οίτινες ωνόμασαν αυτόν κατά το άγιον Βάπτισμα Δημήτριον· ειργάζοντο δε και ανέτρεφον το βρέφος επιμελώς, διότι όταν εκοιμάτο την νύκτα εσπαργανωμένον έβλεπον εις αυτό εξαίσιον θέαμα· ήτοι άνωθεν αυτού εφαίνετο το σημείον του Σταυρού λαμποκοπούν ως ο ήλιος, τούτο δε εφανέρωνε την μέλλουσαν αυτού αρετήν και κατάστασιν· ότι έμελλε να απαρνηθή τον κόσμον και πάντα τα σαρκικά θελήματα, να συσταυρωθή τω Χριστώ, κατά τον μακάριον Απόστολον. Βλέποντες λοιπόν οι γονείς εις το παιδίον τοιούτον θαυμάσιον, εδόξαζον τον Θεόν ελπίζοντες να ίδωσι και το αποβησόμενον. Όταν δε έγινε χρόνων επτά, το έβαλαν εις τα γράμματα και εις ολίγον καιρόν έγινε τέλειος, πεφωτισμένος εκ θείου Πνεύματος. Όσον δε εσπούδαζε τας Γραφάς, τόσον η ψυχή του εθέλγετο εις τον ένθεον έρωτα. Έμαθε δε και την καλλιγραφίαν και καθ’ εκάστην επρόκοπτεν εκ δυνάμεως εις δύναμιν. Δεν εδίδετο δε ο Όσιος ποσώς εις απόλαυσιν τινα του σώματος ούτε επόθησε ποσώς ψυχοβλαβή και μάταια πράγματα, ούτε με ατάκτους νέους συνηυλίζετο, δια να μη βλάπτεται από την συνομιλίαν των, αλλά εμελέτα καθ’ εκάστην τας θείας Γραφάς και είχε πολλήν ταπείνωσιν και πραότητα. Εγκρατεύετο υπέρμετρα και, απλώς ειπείν, τόσας αρετάς εφύλαττεν, ώστε τον εθαύμαζον άπαντες πως ηδύνατο τόσον νέος να έχη τοσαύτας αρετάς και να αγρυπνή όλην σχεδόν την νύκτα ευχόμενος. Μετά καιρόν οι γονείς του Οσίου απέθανον· όθεν ο νέος δια να εξοικονομή τα προς την χρείαν εδίδασκε τα παιδία των συγχωρίων του και με την πληρωμήν αυτών ως και από την καλλιγραφίαν επορεύετο. Μετά ταύτα έβαλε γνώμην καλήν να γίνη Μοναχός και καθώς εμελέτα ταύτα, έτυχεν εκεί εις το χωρίον του εις Ιερομόναχος από τα Μετέωρα, ονόματι Άνθιμος, μετά του οποίου συνομιλήσας συνεφώνησαν και ηκολούθησε την συνοδείαν του. Δεν έλαβε δε ο μακάριος άλλο τι από την περιουσίαν των γονέων του ειμή μόνον εν αργυρούν ποτήριον, το οποίον και εδώρησε εις τον προρρηθέντα Ιερομόναχον Άνθιμον. Αφού δε επήγαν εις τα Μετέωρα, έμεινεν υποτακτικός εις ενάρετον τινά, Σάββαν ονόματι, και τον υπηρέτει με άκραν ταπείνωσιν, φυλάττων πάσας τας αρετάς επιμελώς και αόκνως· ούτος δε ο Σάββας τον έκαμε ρασοφόρον και από Δημήτριον τον ωνόμασε Δανιήλ. Αφού λοιπόν έκαμεν εκεί ολίγον καιρόν, επεθύμησε να υπάγη εις το αγιώνυμον όρος του Άθω δια περισσοτέραν ησυχίαν και άσκησιν. Ζητήσας λοιπόν από τον Γέροντα συγχώρησιν, δεν τον άφηνε δια να τον έχηβοηθόν ψυχής τε και σώματος, φοβούμενος δε μήπως φύγη κρυφά, έκλεισε την θύραν της Μονής και την σκάλαν απέκρυψεν. Αλλά εις μάτην ο Γέρων κενά εμελέτησε, διότι ο νέος εγνώρισεν, ότι η επιθυμία του αύτη ήτο θεάρεστος· όθεν έκαμε και παρακοήν, επειδή δεν ήτο ακόμη Μοναχός, αλλά μόνον δόκιμος. Νύκτα λοιπόν τινά, έχων πίστιν εις τον Δεσπότην Χριστόν αδίστακτον, επήδησεν από τόσον ύψος και έπεσε κάτω, ώσπερ να ήτο ποτάμι απ’ έξω και ποσώς δεν εκτύπησεν, ότι η θεία δύναμις εβοήθησεν. Απελθών λοιπόν εις το όρος του Άθω και ερωτήσας που να εύρη τινά ενάρετον άνθρωπον, του ανήγγειλαν δι’ ένα πνευματικόν θαυμάσιον Προεστώτα του Όρους, Σεραφείμ ονομαζόμενον. Τούτον λοιπόν ευρών και συνομιλήσαντες, τον υπεδέχθη ασμένως, ως φιλόξενος όπου ήτο ο Γέρων και φιλομόναχος και νουθετήσας αυτόν ικανώς να φυλάττη επιμελώς πάσαν ακρίβειαν της μοναδικής πολιτείας, τον εκράτησεν εις την συνοδείαν του και κουρεύσας αυτόν, τον έκαμε μεγαλόσχημον ονομάσας Διονύσιον, ο δε Επίσκοπος του Όρους τον εχειροτόνησε Διάκονον και ελειτούργει τω Θεώ με πολλήν ευλάβειαν και ταπείνωσιν. Βλέπων δε ο Γέρων τας μεγάλας αρετάς αυτού τον εθαύμαζε. Κυριακήν δε τινά των Βαϊων, αφού ελειτούργησεν, ανεχώρησεν από το κελλίον και έκαμεν εις το δάσος έως το Μέγα Σάββατον· και τότε υπέστρεψεν εις τον Γέροντα, όστις ηρώτησεν αυτόν τι έτρωγε τόσας ημέρας και που ευρίσκετο. Ούτος του απεκρίθη, ότι ήτο εις την Σκήτην του Καρακάλλου και έτρωγε κάστανα ολίγα και μάλαθρα και εθαύμασεν ο Γέρων δια τον θείον αυτού ζήλον. Εις ολίγον καιρόν εψήφισαν Πρώτον του ΄Ορους τον Γέροντα του Οσίου και τον έστειλαν εις την Βλαχίαν με τους Ηγουμένους κατά το σύνηθες. Όθεν οι του Όρους Μοναχοί εχειροτόνησαν τον Όσιον Πρεσβύτερον, ίνα λειτουργή εις το Πρωτάτον αντί του Γέροντος. Έπειτα, όταν ήλθεν αυτός από την Βλαχίαν, παρέμεινε μετ’ αυτού ολίγον καιρόν ο Όσιος και κατόπιν τον παρεκάλεσε να τον συγχωρήση, ίνα υπάγη εις τόπον ήσυχον να προσεύχεται εις τον Θεόν, μόνος μόνω, κατά τον πόθον του. Ο Σεραφείμ όμως είχε πόθον και ωρέγετο να τον έχη εις την συνοδείαν του, να τον υπηρετή εις το γήρας του, αλλά πάλιν, δια να μη τον εμποδίση από την ησυχίαν, τού είπε να υπάγη όπου βούλεται, να πρεσβεύη και δι’ αυτόν και καμμίαν φοράν να έρχεται να συνομιλώσι, δια να γνωρίζη πως πορεύεται εις τους πειρασμούς των δαιμόνων και λογισμούς και έτερα συναντήματα. Λαβών λοιπόν από τον Γέροντα ο Όσιος συγχώρησιν να υπάγη εις την άσκησιν, εγύρευε τόπον ήσυχον και φθάσας εις την Σκήτην του Καρακάλλου, εύρε τόπον τινά δύσβατον και ψυχρότατον και εκεί κτίσας μικρόν κελλίον κατώκησεν εις αυτό και τόσον επεμελείτο την αρετήν ο αείμνηστος, ώστε δεν έπαυεν ημέραν και νύκτα εις τον μυστικόν αμπελώνα αεί εργαζόμενος. Ενήστευεν, ηγρύπνει, προσηύχετο και εποίει γονυκλισίας όσας ηδύνατο, είχε δε και την ψυχωφελή και θαυμασίαν βίβλον του Θηκαρά, την οποίαν συχνάκις ανεγίνωσκε. Ήτο δε η τροφή του Οσίου η μελέτη της θείας Γραφής και ολίγα κάστανα, επειδή από ταύτα γίνονται πολλά εις αυτό το όρος και δεν εφρόντιζε δι’ άλλο τίποτε, αλλά μόνον απ’ εκείνα έτρωγε, και ταύτα μόνον την ενάτην ώραν της ημέρας ξ΄ (60) και όχι περισσότερα· μόνον δε όταν τον έπαιρνε κανείς εις άλλο κελλίον να λειτουργήση, τότε έτρωγε και ολίγον άρτον, δια να φύγη τον έπαινον. Τόσην δε ακτημοσύνην είχεν, ώστε δεν έβαλλε κλείθρον εις την θύραν, επειδή δεν απέκτησεν άλλο τι, ειμή μόνον τα ράσα τα οποία εφόρει και ταύτα πενιχρά τε και άχρηστα. Έκτισε δε και Ναόν μικρόν εις δόξαν και το όνομα της υπερενδόξου και αδιαιρέτου Τριάδος και έκαμεν εκεί τρεις χρόνους μόνος, μόνω τω Θεώ προσευχόμενος και μηδέν των γηϊνων κτησάμενος, μόνα δε τα θεία κάλλη φανταζόμενος. Όθεν ως καθαρός τη καρδία και θείων αποκαλύψεων ηξιώθη. Ούτω λοιπόν εκεί ασκητεύων, επεθύμησε να ίδη και τους Αγίους Τόπους, ένθα ο Σωτήρ ημών εσταυρώθη· ότι συνήθειαν έχουν οι ερασταί, όταν δεν βλέπωσι παρόντα τον αγαπώμενον, επιποθούν να ίδουν καν τον οίκον αυτού ή ιμάτιον. Δια τούτο λοιπόν επεθύμει και αυτός να ιστορήση τους σεβασμίους τόπους εκείνους, εις τους οποίους ο ηγαπημένος μας Δεσπότης Χριστός κατώκησε και έπαθε, δια να μας λυτρώση από την αμαρτίαν. Απελθών λοιπόν μετά πάσης χαράς προσεκύνησε όλους τους Αγίους τόπους και έλαβεν εξ αυτού πολλήν ευφροσύνην εις την ψυχήν του και αγαλλίασιν. Ο δε Πατριάρχης των Ιεροσολύμων τον ηυλαβήθη και ηθέλησε να τον κρατήση δια να τον ψηφίση του θρόνου διάδοχον. Ο Όσιος όμως δεν ηθέλησεν, αλλά επέστρεψε πάλιν εις το Άγιον Όρος και ησκήτευεν ως πρότερον εις το κελλίον του. Τότε ηβουλήθη να μεγαλώση ολίγον την Εκκλησίαν του. Καθώς δε ειργάζετο, ήλθε Μοναχός τις γνώριμός του να τον επισκεφθή και βλέπει άλλους δύο, οίτινες εσήκωναν λίθους και τους έφερον εκεί όπου ο Όσιος έκτιζεν· όθεν ενόμισεν ότι ήσαν άνθρωποι και τους προσεκάλεσεν ο Όσιος· αλλά όταν επλησίασε και τον εχαιρέτησε, έγιναν οι δύο άφαντοι και έμεινε μόνος ο Όσιος και τον ηρώτα δια τους άλλους τι έγιναν· ο δε απεκρίνατο, ότι άλλος τις δεν ήτο εκεί, ειμή μόνον ο Θεός ο πανταχού παρών. Από τούτο εκατάλαβεν ο Όσιος ότι ο Κύριος τον εβοήθει εις το θείον έργον και εχάρη χωρίς ποσώς να κενοδοξήση εις την διάνοιαν, αλλά μάλλον εταπεινώνετο, διότι ήτο πεπαιδευμένος την θείαν Γραφήν και έλεγε μετά του Προφήτου: «Ουχ υψώθη η καρδία μου» (Ψαλμ. ρλ΄ :1) και τα λοιπά. Αλλά ακούσατε και άλλο θαύμα ηδύτερον, δια να καταλάβετε την προς ημάς του Δεσπότου πολλήν αγαθότητα. Επειδή ο Όσιος δεν εφρόντιζε ποσώς δια την σπατάλην του σώματος, αλλά μόνον εις τον Θεόν ετρύφα και έχαιρε, τρεφόμενος με άγρια κάστανα, ηθέλησεν ο παντελεήμων και πολυεύσπλαγχνος να τον φιλεύση μίαν Απόκρεω πλουσιοπάροχα, δια να δείξη την κηδεμονίαν την οποίαν έχει προς τους δούλους αυτού ο φιλάνθρωπος. Καθημένου του Οσίου κατά μόνας το Σάββατον της αποτυρώσεως, ήλθε Μοναχός τις ως από την Μονήν των Βουλγάρων και τον εχαιρέτησε λέγων· «Επειδή, τίμιε Πάτερ, η αγία Τεσσαρακοστή επλησίασε, κατά την οποίαν οι δούλοι του Θεού νηστεύουσι και πρέπει να παρηγορήσης αυτάς τας ημέρας της σαρκός την ασθένειαν, δέξου τον τυρόν τούτον και τα οψάρια, να φιλευθής, να ευχαριστήσης τον Κύριον». Ο δε Όσιος τα υπεδέχθη χαρούμενος και τον παρεκάλει να υπομείνη να φιλευθώσιν αμφότεροι· ο δε απεκρίνατο· «Εγώ δεν ευκαιρώ, μόνον φιλεύσου και δόξασον τον Θεόν, τον τρέφοντα πλουσίως τους δούλους του». Ταύτα ειπών ο φανείς, αφανής εγένετο. Ο δε Άγιος, ιδών τα οψάρια ότι ακόμη έτρεμαν και από τον τυρόν έσταζε γάλα νωπόν, εθαύμασε και τον χορηγόν Θεόν εμεγάλυνε, γνωρίσας την μεγάλην αυτού φιλανθρωπίαν και αγαθότητα. Τούτο το θαύμα δεν ωμολόγησε τότε εις ουδένα εις το Άγιον Όρος δια να μη τον δοξάζωσι· μόνον ύστερον, όταν έκτισε την Μονήν εις τον Όλυμπον, το είπεν εις τινας μαθητάς του, δια να τους βεβαιώση ότι ο Κύριος φροντίζει δια τους δούλους του. Αλλά ας είπωμεν και έτερον αυτού θαυματούργημα. Καθώς ησκήτευσεν ο Όσιος εις τον άνωθεν τόπον, εσυνάζοντο πολλοί πολλάκις από το Όρος και συνωμιλούσαν μετ’ αυτού δια ψυχικήν ωφέλειαν· τους οποίους βλέπων ένας ληστής και νομίζων ότι έδιδαν ελεημοσύνην του Αγίου, εμελέτησε να τον φονεύση δια να λάβη χρήματα. Μίαν ημέραν λοιπόν, κατά την οποίαν ήρχετο προς το κελλίον του, εκρύβη εις ένα ξηροπόταμον δια να τον φονεύση εκεί· καρτερήσας όλην την ημέραν, δεν τον είδεν όταν επέρασεν, ότι ο Κύριος τον εσκέπασε· επήγε λοιπόν ο ληστής εις το κελλίον να ίδη εάν ήλθεν εκεί ο Όσιος, βλέπων δε αυτόν εθαύμασε και τον ηρώτησεν από που επέρασεν· ο δε του απεκρίθη, ότι επέρασεν από τον χείμαρρον. Τότε θαυμάζων ο ληστής πως ετυφλώθη και δεν τον είδεν, ωμολόγησε την γνώμην του, λέγων· «Εγώ σε εκαρτέρουν εκεί δια να σε φονεύσω, αλλά εγνώρισα ότι είσαι δούλος του Θεού, όστις σε διαφυλάττει και σε σκέπει και συγχώρησόν μοι την κακουργίαν την οποίαν κατά σου εμελέτησα και δεήσου του Δεσπότου Χριστού να εξαλείψη τας ανομίας μου, και να με αξιώση να γίνω Μοναχός δόκιμος». Του απαντά ο Όσιος· «Εάν παύσης τας προτέρας μιαιφονίας και μετανοήσης ολοψύχως δια τας κακουργίας και φροντίσης δια την σωτηρίαν σου, θέλει συγχωρήσει πάσας τας αμαρτίας σου ο Θεός, ως ελεήμων και εύσπλαγχνος». Τούτους τους λόγους ο πρώην ληστής, ως θείον σπόρον εις την καρδίαν δεξάμενος, απήλθεν εις το Μοναστήριον και έγινε Μοναχός δόκιμος συνεργούσης της θείας χάριτος, ο δε Όσιος έμεινεν εκεί εις το κελλίον του χρόνους επτά σχολάζων εις προσευχάς και νηστείας· όθεν τον είχον όλοι εις μεγάλον σεβασμόν και πολλήν ευλάβειαν. Αλλ’ επειδή έπρεπε να είναι το φως επί την λυχνίαν, κατά την του Σωτήρος παραγγελίαν και να μη κρύπτεται υπό το μόδιον, ωκονόμησεν αυτός ο Κύριος και τον εψήσισαν εις την Μονήν του Φιλοθέου Ηγούμενον, χωρίς να ζητήση αυτός την αξίαν, ο ταπεινόφρων και μέτριος, αλλά οι αδελφοί πάντες επήγαν ικετεύοντες αυτόν και δεόμενοι, ίνα λάβη την προστασίαν της Ιεράς αυτής Μονής, δια να μη ερημώση και αφανισθή τελείως. Όθεν ο Όσιος, γνωρίσας ότι ήτο θέλημα του Κυρίου, εδέχθη την προστασίαν και εγκαταλείπει την ησυχίαν δια την των αδελφών σωτηρίαν. Ήτο δε τότε το Μοναστήριον αυτό Βουλγαρικόν, έχον την τάξιν των Βουλγάρων, την οποίαν εις την ημετέραν ευταξίαν ο Όσιος ερρύθμισε και εφρόντισε δια βιβλία Ελληνικά και δι’ όλα τα χρειαζόμενα. Δια να τους αυξήση δε τα εισοδήματα, επήρε τον κόπον και απήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν, κατά την τάξιν των Μοναστηρίων, να ζητήση βοήθειαν. Ο δε ελεήμων Θεός ωκονόμησε και του έδωσαν οι φιλόχριστοι πολλά χρήματα και πολλοί αυτόν ηυλαβήθησαν και τον ηκολούθησαν και ελθόντες εις την Μονήν εκουρεύθησαν. Ο δε Όσιος εποίμαινε κατά Θεόν άπαντας, προστάσσων να διάγουν όλοι εις τας ακολουθίας, και να έχουν ενδύματα και φαγητά κοινοβιάτικα. Αλλ’ επειδή ήσαν τινές Βούλγαροι κακότροποι, εμίσησαν τον Όσιον, διότι μετήλλαξε την τάξιν αυτών και του έκαμνον καθ’ εκάστην σκάνδαλα, ήθελον δε και να τον φονεύσουν. Γνωρίσας λοιπόν ο Όσιος την επιβουλήν αυτών, απεχαιρέτησε τους γνησιωτέρους και ανεχώρησεν απ’ εκεί, παίρνων τινάς Μοναχούς εναρέτους εις την συνοδείαν του και οικονομία Θεού απήλθεν εις την Σκήτην της Βεροίας, εις την οποίαν ευρίσκοντο Μοναχοί μόνον είκοσιν, εις την Μονήν του Οσίου Αντωνίου του Νέου και άλλοι τόσοι εις την Παναγίαν και εις την Αγίαν Τριάδα και εις τον Πρόδρομον άλλοι δέκα. Αλλά αφότου ήλθεν εκεί ο Άγιος έκαμεν άλλην πόλιν αυτήν την έρημον· ότι η αρετή αυτού είλκυσεν εκεί καθ’ ένα, ως ο μαγνήτης τον σίδηρον, και εσυνάζοντο πανταχόθεν, να βλέπουν εκείνην την αγγελοπρεπή θέαν και απαρνούμενοι τον κόσμον, έμειναν πολλοί εις την συνοδείαν του· διδασκόμενοι δε υπ’ αυτού και καθοδηγούμενοι, υπέμενον την στενοχωρίαν της ασκήσεως, δια να εύρουν ευρυχωρίαν εις τον Παράδεισον. Πρώτον μεν λοιπόν ανεκαίνισε τον Ναόν του Τιμίου Προδρόμου ο Όσιος· και με όλον ότι εις τας νηστείας και αγρυπνίας ηγωνίζετο, πάλιν από τας βαρυτέρας εργασίας δεν έλειπεν, αλλ’ αυτός εσήκωνε πέτρας και ξύλα και άλλα επίπονα ετέλει σπουδαίως και πρόθυμα, δια να πληρώση του Παύλου το πρόσταγμα, όστις γράφει εις την προς Θεσσαλονικείς Β΄, να μη τρώγη όστις δεν εργάζεται. Και όσον επεμελείτο τον αισθητόν Ναόν του Προδρόμου να γίνη μεγαλύτερος, τοσούτον και περισσότερον δια τον νοητόν των ψυχών ηγωνίζετο, γράφων Τάξεις και Κανόνας και Τύπους των αδελφών και διδάσκων αυτούς πως να πορεύωνται δια να αξιωθώσι της αιωνίου Βασιλείας και μακαριότητος. Ταύτα πολλοί από τα περίχωρα της Βεροίας βλέποντες εσυνάζοντο εκεί και εμόναζον, εδίδασκε δε αυτούς ο Όσιος, ως τέκνα του γνήσια, να καταφρονούν τα σωματικά θελήματα, δια να κληρονομήσουν τα ουράνια αγαθά τα πανευφρόσυνα και χαρμόσυνα· και όσα εις εκείνους εκήρυττεν, εφύλαττε και αυτός απαρασάλευτα· διότι ο ποιών και διδάσκων, μέγας κληθήσεται. Ενήστευε, λέγω, προσηύχετο και ηγρύπνει και ειργάζετο με πραότητα και ταπείνωσιν και άλλας αρετάς είχε, τας οποίας αφήνω δια βραχύτητα· μόνον δε τας τρεις ή τέσσαρας, τας οποίας είχεν υπέρ φύσιν σας ενθυμίζω, δια να τον μιμηθήτε κατά δύναμιν· ήτοι την νηστείαν, την οποίαν έκαμεν εις την Σκήτην του Καρακάλλου χρόνους επτά με τόσην ακτημοσύνην ως πετεινόν του αέρος μηδέν φροντίζων· και πάλιν ύστερον εις την Σκήτην της Βεροίας, τον καιρόν κατά τον οποίον έκτιζε και δεν έτρωγεν, ειμή μόνον οπώρας, και δεν απέκτησε δεύτερον ιμάτιον. Τόσην δε ελεημοσύνην είχε προς τους πτωχούς και συμπάθειαν, ώστε οσάκις ήρχετο εις την Μονήν από την Βέροιαν, εις την οποίαν πολλάκις επήγαινε δια να εξομολογή τα τέκνα του, όσην ελεημοσύνην του έδιδαν, αυτός την εμοίραζεν όλην εις τους πτωχούς. Ημέραν δε τινά του είπεν ο υποτακτικός του να κρατήση ολίγα χρήματα δια τας χρείας του Μοναστηρίου· ο δε απεκρίνατο· «Οι Μοναχοί δεν χρειάζονται χρήματα, ότι η πενία τούς γίνεται παιδαγωγία προς σωτηρίαν, αλλά οι κοσμικοί οίτινες έχουσι παιδία και γυναίκας και πληρώνουσι φόρους και έχουσιν άλλας πολλάς στενοχωρίας και βάρη, εκείνοι πρέπει να παίρνουν ελεημοσύνην και όχι ημείς οι άκληροι». Όχι δε μόνον ταύτας τας αρετάς είχεν ο παναοίδιμος, αλλά και την υψοποιόν ταπείνωσιν και υπετάσσετο εις όλους υπηρετών με άκραν ευτέλειαν και εφόρει πενιχρά και καταφρονημένα ιμάτια και εις πολλούς τόπους ηυτέλιζε τον εαυτόν του. Και όταν έγραφε διαθήκην ή άλλο γράμμα έλεγεν· «Εγώ ηξιώθην από Θεού μυρίων αγαθών ο ελάχιστος και πολλάς αμαρτίας ο αγνώμων ετέλεσα». Είχε δε και την αγάπην προς τον Θεόν και τον πλησίον ανόθευτον, όχι μόνον προς τους Μοναχούς, νουθετών αυτούς και παρακινών να φυλάττουν τας υποσχέσεις του σχήματος, αλλά και εις τα χωρία και πόλεις πολλάκις επήγαινε διδάσκων πάντας να φυλάττωσι τας σωτηρίους εντολάς του Κυρίου. Και καθολικά ήτο πατήρ των ορφανών και χηρών προστάτης, πτωχών υπερασπιστής με την ελεημοσύνην και θλιβομένων παραμυθία και απλώς ειπείν, τοις πάσι τα πάντα, κατά τον Παύλον, εγένετο δια να σώση όσους ηδύνατο. Και πάλιν με όλας ταύτας τας αρετάς δεν έλειψε ποτέ από τους οφθαλμούς του το δάκρυον, όταν ηύχετο ή ανεγίνωσκε ή και όταν συνωμίλει μετά τινων δια την θείαν Γραφήν. Όθεν έκαμνε και τους ακούοντας και εδάκρυζαν. Αφού λοιπόν κατέστησε την Μονήν του Προδρόμου Κοινόβιον και παρέδωκεν εις τους Μοναχούς τύπους και κανόνας πως να διάγωσιν, εσυνάχθησαν και άλλοι πολλοί από τα μικρά της Βεροίας Μονύδρια, ακούοντες τας αρετάς του Αγίου και του εζήτησαν συγχώρησιν να κτίσουν κελλία· ο δε ασπασίως πάντας δεχόμενος τους εβοήθει ψυχή τε και σώματι· ήσαν δε απ’ εκείνους πολλοί ενάρετοι, αλλά ένας Ιερομόναχος, Ματθαίος ονόματι, επερίσσευεν άπαντας. Τούτον ιδών ο Άγιος κατά πολλά γηραιόν και σεβάσμιον, τον ηυλαβήθη και τον έβαλεν εις το κελλίον πλησίον του, δια να εξομολογή όσους ήρχοντο. Τούτον δεν είδε κανείς όταν έτρωγεν, αλλά ήτο κεκλεισμένος πάντοτε και είχε το πένθος ως τον μέγαν Αρσένιον και τον Εφραίμ τον Σύρον και έκλαιε τόσον συχνάκις, ώστε είχεν εις το στήθος τεμάχιον ράσου δια να σφογγίζη τα δάκρυα. Ήτο δε εις την γενειάδα και εις την στάσιν του σώματος όμοιος με τον Θεολόγον Γρηγόριον. Και τοσούτον ήτο εις την θέαν σεβάσμιος και αιδέσιμος, ώστε οπόταν τις εσυντύχαινε μετ’ αυτού δεν ετόλμα να τον ίδη εις το πρόσωπον. Αλλά ας έλθωμεν εις τον θαυμάσιον Διονύσιον. Το καιρόν εκείνον επήγεν ο Πατριάρχης Ιερεμίας δι’ αναγκαίαν υπόθεσιν εις τα Ιεροσόλυμα, εις τα οποία και οι δύο άλλοι Πατριάρχαι συνήχθησαν. Ο δε Άγιος είχε πόθον πολύν να λάβη από τους τέσσαρας Πατριάρχας συγχωρητικά γράμματα. Απελθών λοιπόν εις την Θεσσαλονίκην εισήλθεν εις πλοίον και έπλευσεν εις Αίγυπτον, εκείθεν δε εις Ιεροσόλυμα. Αφού δε επέτυχε του ποθουμένου, επέστρεψε πάλιν δια θαλάσσης και καθώς έπλεον έγινε τοσαύτη τρικυμία, ώστε έμελλε να καταποντισθή το πλοίον εις ολίγον διάστημα. Τότε ο Άγιος, βλέπων τον επικρεμάμενον κίνδυνον, ελυπήθη ότι έμελλε να συναπολεσθή με βαρβάρους και εδεήθη μετά δακρύων προς τον Δεσπότην Χριστόν, ταύτα με πίστιν ανόθευτον λέγων· «Σώσον με, Κύριε Ιησού Χριστέ, καθώς έσωσας τους μαθητάς Σου κινδυνεύοντας, ότι Συ εξουσιάζεις την θάλασσαν και καταπραϋνεις τον σάλον των κυμάτων αυτής όταν βούλεσαι». Ταύτα του Οσίου προσευξαμένου με δάκρυα (ω της προς τους φιλούντας Σε, Χριστέ, χρηστότητος, αγάπης και οικειότητος!) παρευθύς έπαυσεν η ταραχή της θαλάσσης και εγένετο γαλήνη θαυμασία. Οι δε αγνώμονες βάρβαροι, αντί να ευχαριστήσουν τον Όσιον, τον εφθόνησαν και ηβουλήθησαν να τον ρίψουν εις το πέλαγος, λέγοντες ότι την θάλασσαν εμάντευσε, διότι ύψωσε την Παναγίαν ο Άγιος, κατά την συνήθειαν. Αλλά η θεία χάρις, ήτις τον εφύλαττεν εις πολλών ωφέλειαν, τους ημπόδισεν από τοιούτον επιχείρημα, φωτίζουσα ένα ναύτην, όστις ήτο φιλανθρωπότερος και συνεβούλευσε τους άλλους να μη τον πνίξωσι. Λυτρωθείς λοιπόν ο Όσιος από την επιβουλήν, με την συμβουλήν του ανθρώπου εκείνου έφθασεν εις το Μοναστήριον. Ιδόντες δε αυτόν οι αδελφοί εχάρησαν, διότι ακόμη τον εχρειάζοντο να τους καταρτίση με νουθεσίας προς ευταξίαν και βελτίωσιν. Ωσαύτως ηυφράνθη και ο Άγιος και εδόξασε τον Κύριον, βλέπων αυτούς ότι εφύλαττον τας παραγγελίας του. Διηγήθη δε και τα συμβάντα εις την θάλασσαν προς τον Πνευματικόν Ματθαίον απόκρυφα. Μετά ταύτα επλήθυναν τα κελλία και οι αδελφοί πάντες εις τας αρετάς προέκοπτον θεία δυνάμει και χάριτι. Και όχι μόνον τα Κοινόβια ηύξανον, αλλά και τινα Καθίσματα (Κάθισμα ονομάζεται παρά τοις Μοναχοίς κελλίον ησυχαστικόν μακράν του Μοναστηρίου ευρισκόμενον, αλλ’ εξ αυτού εξαρτώμενον, εις το οποίον διαμένουν εις ή περισσότεροι Μοναχοί.) έγιναν, εκ των οποίων δεν υπήρχον πρότερον εις την Σκήτην και καθ’ εκάστην προέκοπτον· ότι πριν έλθη εις την Βέροιαν ο Όσιος, πολύ ολίγοι και σπάνιοι ευρίσκοντο οι ενάρετοι. Αλλά μετά την αυτού επέλευσιν, πολλοί την πολιτείαν αυτού ζηλώσαντες εγέμισαν τα περίχωρα, όχι μόνον άνδρες, αλλά και γυναίκες και παιδία έφευγον από τας οικίας των δια την Ουράνιον Βασιλείαν και εμόναζον. Εκείνας τας ημέρας απέθανεν ο της Βεροίας Επίσκοπος και συναχθέντες όλοι συνεφώνησαν να ψηφίσουν τον Όσιον. Πηγαίνοντες λοιπόν οι πρόκριτοι εις το Μοναστήριον, τον παρεκάλεσαν πολύ να δεχθή την προστασίαν και δεν ηθέλησε, κρίνων τον εαυτόν του, ως ταπεινόφρων, τοιαύτης αξίας ανάξιον και παρεβίασαν αυτόν να τους υπακούση· δια να μη τον πειράζουν δε, τους είπε να καρτερήσουν έως την άλλην ημέραν να τους δώση απόκρισιν. Ανοίξας δε ο Όσιος το ιερόν Ευαγγέλιον ανέγνωσεν ένα στίχον και γνωρίσας ότι δεν ήτο θέλημα Θεού να γίνη Αρχιερεύς, έφυγεν εις τόπον απόκρυφον. Το πρωϊ, ζητήσαντες αυτόν εις τα περίχωρα, δεν τον εύρον· όθεν επιστρέψαντες περίλυποι εχειροτόνησαν τινά καλούμενον Νεόφυτον, τον οποίον μετά χρόνους ατίμως καθήρεσαν. Ο δε Όσιος, αφού έκαμεν εκεί εις την Σκήτην της Βεροίας πολύν καιρόν, ηθέλησε να υπάγη εις τα μέρη του Ολύμπου, δια να εύρη τόπον ήσυχον να κατοικήση να μη του δίδουν ενόχλησιν. Απελθών λοιπόν εις χωρίον τι, Μαλαθραίαν καλούμενον, κείμενον εις τους πρόποδας του όρους, έμεινεν εις την οικίαν ενός φιλοχρίστου, τον οποίον ηρώτησεν ακριβώς δια την θέσιν του τόπου, εάν είχεν ύδωρ και δένδρα· ο δε είπεν εις αυτόν όλην την αλήθειαν, ότι ήτο ο τόπος ωραιότατος με πολλάς πηγάς και δένδρα μεγάλα, πεύκα και έτερα και με κοιλάδας ωραιοτάτας. Ταύτα ακούσας εχάρη ο Όσιος και τον παρεκάλεσε δια τον Κύριον να τον οδηγήση έως εκεί. Απήλθον λοιπόν εις τον τόπον, όπου τώρα το Μοναστήριον της Αγίας Τριάδος, και βλέπων ο Όσιος τοιούτον τόπον χαριέστατον, επλήσθη χαράς και αγαλλιάσεως και έμεινεν ώραν πολλήν θαυμάζων και στοχαζόμενος την θέσιν του τόπου, το ύψος των δύο κορυφών του όρους, τα πολλά και μεγάλα δένδρα, την ομαλήν πεδιάδα και το πόσιμον ύδωρ εκείνο το διαυγές και γλυκύτατον. Ταύτα ιδών ο Όσιος έλεγε ταύτα κατά διάνοιαν· «Ώδε κατοικήσω, ότι ηρετισάμην» (Ψαλμ. 131:15) το όρος αυτό το θαυμάσιον. Ευχαριστήσας δε του φιλοχρίστου ανδρός, είπεν εις αυτόν· «Ύπαγε, δούλε του Θεού, εις τον οίκον σου και εγώ απομένω εδώ να γυρίσω όλον το όρος, να ίδω εάν μου αρέση εις κατοίκησιν». Έμεινε λοιπόν εκεί ημέρας τινάς. Έπειτα, επειδή δεν είχε τροφήν, κατέβη εις την οικίαν εκείνου του ανθρώπου και ηγόρασεν ολίγον άλευρον και το εζύμωσε, με το οποίον πολλάς ημέρας επέρασεν. Εις ολίγον καιρόν ηκούσθη εις τα περίχωρα ότι εις Ασκητής πνευματοφόρος ανεφάνη εις τον Όλυμπον· όθεν ήλθεν άλλος τις Μοναχός να συνοικήσουν, τον οποίον ο Όσιος περιχαρώς υπεδέχθη· και μεθ’ ημέρας τινάς ήλθον και άλλοι και πάλιν έτεροι, ώστε πολύ επλήθυνον. Όθεν ο Όσιος προσεκάλεσε κτίστας να οικοδομήσουν κελλία και Εκκλησίαν προς σωματικήν και ψυχικήν ανάπαυσιν. Κτίζοντες λοιπόν οι Μοναχοί τα κελλία, επήγαν τινές Χριστιανοί από αγνωσίαν και απλότητα και είπον εις τον Αγαρηνόν εκείνον, όστις ώριζε τότε το όρος, ότι ήλθεν εκεί ένας Ασκητής Άγιος και έκτιζε Μοναστήριον. Ταύτα ακούσας ο ηγεμών, Σάκος καλούμενος, πολύ εθυμώθη, ότι έκτισαν χωρίς το θέλημά του, ενώ αυτός είχε τον τόπον αγοράσει· και πηγαίνων εις τον δικαστήν της Λαρίσης, όστις εξουσίαζε τα περίχωρα, εξέδωσε διαταγήν να υπάγωσιν εις τον δικαστήν δεδεμένους όλους τους Μοναχούς και τον Όσιον, τας δε οικοδομάς να κρημνίσωσι. Ταύτα μαθών εις Ιερεύς από το Λιτόχωρον εμήνυσε του Αγίου να φύγωσι σύντομα, ίνα μη τους φυλακίσωσιν· ο δε Όσιος ελυπήθη ότι εξωρίζετο από τοιούτον τόπον ψυχοσωτήριον, όμως μετά δακρύων ανεχώρησε με τους αδελφούς, ταύτα λέγων· «Εάν είναι θέλημά σου, Χριστέ μου, να γίνη εδώ Μοναστήριον, δείξε την άμαχόν Σου δύναμιν και οικονόμησε να επιστρέψω εδώ γρήγορα». Αναχωρήσαντες δε εκείθεν επήγαν εις το όρος της Ζαγοράς και βλέπων, ότι ήτο και εκείνος ο τόπος δια κατοικίαν Μοναχών επιτήδειος, ηθέλησε να κτίση κελλία και Εκκλησίαν εις δόξαν Θεού και αίνεσιν ακατάπαυστον· και ούτως εις ολίγας ημέρας εποίησεν. Και τόσον πλήθος Μοναχών εσυνάχθησαν από την καλήν φήμην του Οσίου, άλλοι δια να τον ίδωσι και έτεροι χάριν εξομολογήσεως, ώστε έγινεν ο τόπος εκείνος σχεδόν πόλις πολυάνθρωπος. Υπομείνας λοιπόν εκεί χρόνον ένα και πολλούς προς σωτηρίαν οδηγήσας, έγραψε τύπον εκείνον των αδελφών, πως να διάγωσιν· έπειτα πάλιν υπέστρεψαν εις τον Όλυμπον με τρόπον θαυμάσιον· και ακούσατε την αιτίαν, να λάβετε πολλήν αγαλλίασιν και να γνωρίσετε πόσην παρρησίαν είχε προς τον Θεόν ο θεόπνευστος Διονύσιος. Από την ώραν όπου τον εδίωξαν από τον Όλυμπον, δεν έβρεξεν εις εκείνην την περιοχήν και είχον λύπην πολλήν οι εγχώριοι δια την πείναν και τον λιμόν όστις ενέσκηψεν. Ημέραν δε τινά εφάνησαν σύννεφα πολλά εις τα δύο χωρία του Ολύμπου, Μαλαθραίαν και Λιτόχωρον· ταύτα βλέποντες οι άνθρωποι των άλλων χωρίων αυτούς εμακάριζον, νομίζοντες ότι πολλή βροχή ήρχετο· αλλ’ αυτό ήτο όλος θυμός και οργή θεήλατος, ότι πολλή και μεγάλη χάλαζα έπεσεν, ώστε εχάλασεν όλα τα δένδρα, αμπελώνας και χωράφια και τα κεραμίδια όλα των οικιών συνέτριψεν, ώσπερ να τα εκτύπα τις με σιδηράν ράβδον· και τόσον μεγάλαι βροχαί και αστραπαί εγίνοντο, ώστε έπιπτον επί της γης οι άνθρωποι πρηνείς και ήτο χάλαζα επάνω εις την γην τρεις σπιθαμάς· τότε λοιπόν οι εγχώριοι έκλαιον την μεγάλην αυτών συμφοράν, μη ηξεύροντες το αίτιον· αλλά οι γνωστικοί και ευλαβείς το εκατάλαβαν λέγοντες· «Επειδή εδιώξαμεν απ’ εδώ τον Ασκητήν και Άγιον άνθρωπον, μας παιδεύει ο Κύριος δίκαια». Και ο Ιερεύς εκείνος, όστις του εμήνυσε να φύγη, ταύτα εφώναζεν· «Ω της συμφοράς! Βαβαί της του Θεού δικαιοκρισίας! Δια να εξορίσωμεν τον Όσιον Διονύσιον μάς ήλθε τοιαύτη συμφορά ανέλπιστα· αλλά εάν δεν τον προσκαλέσωμεν να κάμη προς Κύριον δέησιν, ίνα μας συγχωρήση, θέλομεν απολεσθή ολότελα». Ταύτα ο λαός ακούοντες, εδέοντο μετά δακρύων να τους συγχωρήση ο Κύριος. Ο δε ηγεμών, βλέπων των καρπών την απώλειαν, ελυπείτο διότι δεν είχε να πληρώση τους φόρους της βασιλείας και ερωτήσας τους ανθρώπους τις ήτο η αιτία και τους ήλθε τοιαύτη συμφορά και φθορά της εσοδείας αυτών, του απεκρίθησαν· «Διότι εδιώξαμεν απ’ εδώ τον Ασκητήν εκείνον, όστις ήτο Άγιος άνθρωπος, μας ήλθε τοσαύτη απώλεια και εάν δεν προσκαλέσωμεν αυτόν πάλιν και να τον παρακαλέσωμεν να έλθη εις το κελλίον του, μας αποστέλλει ο Κύριος ζημίαν και θλίψιν μεγαλυτέραν». Τους λέγει ο ηγεμών· «Υπάγετε λοιπόν οι πρόκριτοι με ένα Ιερέα και δύο από τους δούλους μου με γράμμα μου και παρακαλέσατε αυτόν να έλθη χωρίς φόβον εις το όρος να κατοικήση με τους συντρόφους του». Απελθόντες λοιπόν έφθασαν εντός τριών ημερών εις την Ζαγοράν, και ευρόντες τον Όσιον και ασπασάμενοι αυτόν, του έδωκαν το εσφραγισμένον του ηγεμόνος πιττάκιον, λέγοντες δια στόματος καταλεπτώς την υπόθεσιν. Ο Όσιος όμως εδίσταζε φοβούμενος μήπως τον ζητούσι με επιβουλήν να τον κακοποιήσωσιν· αλλά ο Ιερεύς του ώμοσεν, ότι δεν ήτο δόλος, αλλ’ αλήθεια και εφίλησαν την χείρα αυτού οι υπηρέται του ηγεμόνος με πολλήν ταπείνωσιν λέγοντες· «Ο αυθέντης μας σε χαιρετά πολλά και σε παρακαλεί να έλθης εις το Μοναστήριόν σου να ευλογήσης τον τόπον, ότι αφ’ ότου ανεχώρησας δεινώς βασανίζεται». Τότε έλαβε θάρρος ο Άγιος και έστερξε να υπάγη· οι δε Ζαγοριανοί συναθροισθέντες έμπροσθεν αυτού ωδύροντο δια την φυγήν του και έλεγον· «Μη εγκαταλείψης ημάς ορφανούς, αλλά ενθυμού ημάς εις τας ευχάς σου, να παρακαλέσης τον Κύριον δι’ ημάς». Ο δε Όσιος τους έταξε να τους επισκέπτεται πάλιν πολλάκις προς νουθεσίαν των και ούτως επέστρεψεν εις το Λιτόχωρον. Ακούσαντες οι εγχώριοι τον ερχομόν του εχάρησαν και συναθροισθέντες όλοι τον επροσκύνησαν· και αυτός ο ηγεμών ήλθε πεζός και τον εχαιρέτησε λέγων· «Χαίροις, Πάτερ τίμιε, και συγχώρησόν μας εις όσα σου επταίσαμεν, ότι δεν ηξεύραμεν ότι είσαι δούλος Θεού και ανέβα τώρα χωρίς τινά φόβον εις το όρος, κτίσε Εκκλησίαν και οικοδομάς όσας βούλεσαι, να έχουν οι Μοναχοί σου ανάπαυσιν, να δοξάζετε τον Θεόν αμέριμνα». Τότε ο Όσιος τον ηυχαρίστησε και έταξε να παρακαλή τον Κύριον δι’ αυτόν να γίνη πολύχρονος· έλαβε δε υπ’ αυτού εξουσίαν έγγραφον να οικοδομήση Ναόν και κελλία όσα βούλεται. Ανελθών λοιπόν εις το όρος κατώκησε πρώτον εις ένα σπήλαιον και έκτισεν εκεί μικράν Εκκλησίαν, νομίζων ότι δεν συνάζονται πολλοί άνθρωποι· αλλά ύστερα ήλθον αναρίθμητοι, ουχί πλούσιοι αλλά πτωχοί και πένητες και εγίνοντο Μοναχοί δια την στενοχωρίαν των, τους οποίους υπεδέχετο ο Όσιος ως από Θεού πεμπομένους, αυτόν μιμούμενος, λέγοντα· «Τον ερχόμενον προς με ου μη εκβάλω έξω» (Ιωάν. στ: 37). Απελθών δε εις τας χώρας εζήτει βοήθειαν δια την των αδελφών κυβέρνησιν και ούτως εσώζοντο και οι Μοναχοί σωματικώς υπ’ αυτών τρεφόμενοι και οι κοσμικοί με την ελεημοσύνην την οποίαν τους έδιδον. Εις αυτό έβαλεν ο Άγιος πολλήν επιμέλειαν, ήτοι να σώση ψυχάς ανθρώπων, να γίνη στόμα Θεού, καθώς Αυτός εις τον Ιερεμίαν εδήλωσε λέγων· «Εάν εξαγάγης τίμιον από αναξίου, ως το στόμα μου έση» (Ιερ. ιε: 19). Λέγει δε και ο Αδελφόθεος Ιάκωβος, ότι όποιος διδάξη αδελφόν και τον επιστρέψη εις μετάνοιαν, ας ηξεύρη, ότι αυτός θέλει σώσει και την ιδικήν του ψυχήν από τον θάνατον και θα εξαλείψη όλα του τα αμαρτήματα. Ταύτα γιγνώσκων ο μακάριος εμερίζετο εις τρία, εις την ησυχίαν, εις την αύξησιν του Μοναστηρίου και εις την των χριστιανών ωφέλειαν και ποτέ μεν ησύχαζεν εις το του Γολγοθά σπήλαιον, ποτέ δε εις το όρος των Ελαιών, άλλοτε εις τον Άγιον Λάζαρον ή και εις το Μέγα Σπήλαιον, εις το οποίον αναβλύζει ύδωρ ηδύτατον· τας ονομασίας αυτάς είχε δώσει ο Όσιος και εκεί εις τον Όλυμπον, όταν ήλθεν από τα Ιεροσόλυμα. Είχε δε και συνήθειαν να αναβαίνη εις την κορυφήν του Ολύμπου δύο φοράς τον χρόνον να λειτουργή ο αείμνηστος, την στ΄ (6ην) Αυγούστου, κατά την οποίαν εορτάζομεν την του Σωτήρος Χριστού Μεταμόρφωσιν και την κ΄ (20ην) Ιουλίου, εορτήν του Προφήτου Ηλιού. Εις τούτον τον τόπον και Ναόν εις το όνομα του Προφήτου Ηλιού ωκοδόμησεν ο Όσιος και πηγαίνουν έως την σήμερον οι Μοναχοί κάθε χρόνον και χαρμονικώς εορτάζουσι. Μετά καιρόν, βλέπων ο Όσιος, ότι οι αδελφοί επλήθυναν, ηθέλησε να κτίση την πρώτην οικοδομήν και να την στερεώση με τείχη και να κτίση κελλία δια την των αδελφών ανάπαυσιν. Αυτός λοιπόν εβοήθει τους κτίστας εις τας βαρείας υπηρεσίας, έφερεν εις την κάμινον ξύλα, λίθους και εις όλα συνεκοπίαζεν ως οι εργάται και δεν εκουράζετο από τον πόθον, τον οποίον είχε και την ευλάβειαν. Έκτισε δε πολλούς Ναούς του Θεού, τους οποίους δια συντομίαν δεν γράφομεν. Και με όλους αυτούς τους κόπους δεν ημέλει ποσώς την εγκράτειαν, αν και άλλοι έτρωγον πολλάκις οψάριον και έπινον δια τον κόπον δια να δύνανται να δουλεύωσιν, αυτός όμως μόνον οπώρας έτρωγε και ύδωρ έπινεν· αλλά ας είπωμεν ολίγα τινά από τα πολλά του θαυμάσια, δια να γνωρίσητε πόσην παρρησίαν είχε προς Κύριον. Εν μια των ημερών επήγεν εις ένα χωρίον δια να διορθώση ψυχάς ο θαυμάσιος· και όταν έλειπεν ο Όσιος, ήλθεν εις βοσκός εις το Μοναστήριον τού κάτω σπηλαίου και βλέπων, ότι ο τόπος ήτο δια μάνδραν προβάτων επιτήδειος, εσύναξε ξύλα, ο αλιτήριος, να κτίση μικρόν οικητήριον· οι νεώτεροι Μοναχοί τον συνεβούλευον να μη επιχειρήση τοιαύτην πράξιν, δια να μη σκανδαλίση τον Άγιον· αλλ’ αυτός τους ύβρισε και έκαμεν ό,τι εβούλετο. Μετά τρεις ημέρας ήλθεν ο Όσιος και έστειλεν ένα νεώτερον να φέρη ύδωρ να πίωσιν, ο δε ανήγγειλεν εις αυτόν δια τον βοσκόν, ότι έκαμε μάνδραν και εφοβείτο τους κύνας να μη τον δαγκάσωσιν· του λέγει ο Όσιος· «Ύπαγε εις την βρύσιν και μη φοβείσαι». Ο δε απελθών, όταν επέστρεφε, τον εδάγκασεν εις κύων και ελθών εις τον Όσιον έκλαιεν· όθεν εξήλθεν ο Όσιος και με πραότητα συνεβούλευσε τον βοσκόν λέγων· «Διατί ήλθες εδώ να μας πειράζης, άνθρωπε; Δεν εύρες άλλού τόπον να κάμης την μάνδραν σου, παρά εδώ εις το Μοναστήριόν μας, να μας δίδης ενόχλησιν; Σύρε απ’ εδώ με την ποίμνην σου, να μη σε εύρη η οργή του Θεού». Ο δε βοσκός, ως αγροίκος και άγνωστος, απεκρίνατο· «Κανένας πειρασμός σας έφερεν εδώ, γέρον, να μου εμποδίζετε τα πρόβατα»; Του λέγει ο Όσιος· «Τα πρόβατά σου ευρίσκουν ανάπαυσιν εις κάθε τόπον ως ζώα άλογα, ημείς δε τα λογικά του Δεσπότου πρόβατα δεν έχομεν αλλού τόπον αρμόδιον προς Θεού ευαρέστησιν». Ταύτα μεν έλεγε προς τον ασύνετον βοσκόν ο Όσιος, αλλ’ αυτός ο ανόσιος τον ύβρισεν άσχημα και αναίσχυντα, ούτω λέγων· «Δεν πηγαίνω εγώ απ’ εδώ, όπου εγεννήθην και ανετράφην, αλλά συ φύγε, όστις ήλθες προχθές και δεν εξουσιάζεις τον τόπον κακόγηρε». Τότε ο Όσιος απεκρίνατο λέγων· «Ευλογητός ο Θεός, όστις οικονομεί προς το συμφέρον μας άπαντα· αυτός, εάν είναι θέλημά του εδώ να οικήσω, να σε παιδεύση σε και τα πρόβατα, δια να καταλάβης τις είναι ο Θεός και πως πρέπει να τιμάς τους δούλους Του». Ταύτα ειπών ο Όσιος απήλθεν εις το κελλίον του· ο δε ελεεινός εκείνος βοσκός, μη βάλλων ποσώς εις τον νουν του την του δικαίου δικαίαν απόφασιν, επήγε να βοσκήση εις τους πρόποδας του όρους τα πρόβατα· αλλά (ω του θαύματος, ω της ταχείας του Θεού εκδικήσεως!) εξερριζώθη αυτομάτως μία πέτρα από το υψηλότερον μέρος του όρους και εφόνευσε πολλά πρόβατα. Και πάλιν ο ασύνετος δεν εκατάλαβεν, ότι η κατάρα του Οσίου τον έφθασε, να του ζητήση συγχώρησιν εις όσα αφρόνως ελάλησεν, αλλά πάλιν έβοσκεν εις του Μοναστηρίου τα όρια· όθεν εις ολίγας ημέρας εψόφησαν όλα τα πρόβατα και αυτός έπεσεν εις μεγάλην ασθένειαν και εκοίτετο εις τους ορώντας ελεεινόν και ξένον θέαμα και μήτε να φάγη μήτε να πίη ηδύνατο, αλλ’ έμεινεν ωσάν σκιά· η όψις του εγένετο μέλαινα, από δε τους πόνους επεθύμει τον θάνατον. Οψέποτε λοιπόν ενθυμηθείς την του Οσίου επιτίμησιν και την αυτού προς εκείνον αυθάδειαν, ανήγγειλε προς τους συγγενείς αυτού την υπόθεσιν και αυτοί τον συνεβούλευσαν να υπάγη προς αυτόν να ζητήση συγχώρησιν να ιατρευθή ή καν να τελευτήση, ίνα μη βασανίζεται. Τον εφόρτωσαν λοιπόν εις ένα ονάριον και τον επήγαν εις το όρος. Τότε έτυχε και κατέβαινεν ο Άγιος και ερωτήσας αυτούς που επήγαιναν του ανήγγειλαν καταλεπτώς την υπόθεσιν· ο δε Όσιος τον ελυπήθη ως συμπαθής και εύσπλαγχνος και ευλογήσας αυτόν, επρόσταξε να τον αφήσουν εκεί εις την Μονήν να τρώγη από τα κράνα, τα οποία έτρωγαν οι Μοναχοί· εις επτά δε ημέρας ιατρεύθη τελείως και επέστρεψε περιπατών εις τον οίκον του. Άλλην φοράν έτυχεν ο Όσιος εις την περιοχήν του Κίτρους εις ένα χωρίον Τουρίαν καλούμενον, οι δε Χριστιανοί τον παρεκάλεσαν να προσμείνη ολίγας ημέρας να εξομολογηθούν και υπήκουσεν. Αφού λοιπόν έμεινε τρεις ημέρας και εξωμολόγησε πολλούς, ήτο εκεί και εις δημογέρων, ένυλος δαίμων, όστις δεν εξωμολογήθη ουδέποτε, αλλά μάλιστα και τους άλλους εχλεύαζε, διότι εξωμολογούντο τας πράξεις αυτών εις άνθρωπον ομοιοπαθή, όστις δεν δύναται να τους ωφελήση. Ταύτας και άλλας φλυαρίας λέγων εκείνος ο ασυνείδητος, το έμαθεν από τινα Ιερέα ο Όσιος και τον παρεκάλεσε να παρακινήση τον δημογέροντα να τον φέρη εκεί να συνομιλήσωσι· τούτου δε γενομένου και ιδών αυτόν ο Όσιος του είπε πολλάς ρήσεις του ιερού Ευαγγελίου, ότι μας προστάσσει ο Κύριος να εξομολογούμεθα αλλήλοις τα παραπτώματα ημών και έχουσι την εξουσίαν οι Αρχιερείς και οι Ιερείς να συγχωρώσι τα αμαρτήματα, εκείνος δε όστις καταφρονεί την εξομολόγησιν κολάζεται. Αυτά και έτερα πλείονα είπε προς αυτόν ο Όσιος, ελπίζων να τον φέρη εις μεταμέλειαν· αλλ’ αυτός ο ανόσιος τον περιεγέλα και εχλεύαζεν. Όθεν ιδών αυτόν αδιόρθωτον, είπε ταύτα, τον Μέγαν Παύλον μιμούμενος· «Επειδή διαστέφεις τας ευθείας οδούς του Κυρίου και χλευάζεις τους λόγους μου και τας του Χριστού παραγγελίας, ταλαίπωρε, ιδού χειρ Κυρίου επί σε και οργή ανηλεής επί τον οίκον σου, δια να ίδωσι και άλλοι να επιστρέψουν προς μετάνοιαν». Ταύτα ειπών, επήγεν εις την οδόν του ο Όσιος, ο δε ανόσιος εκείνος έπεσε με όλους της οικίας αυτού εις ασθένειαν και οι μεν άλλοι όλοι κακώς ετελεύτησαν, αυτός δε εκοίτετο ελεεινόν θέαμα και εβασανίζετο δικαίως ο άδικος. Τότε τινές των συγγενών του εμήνυσαν του Αγίου, παρακαλούντες αυτόν να υπάγη να του δώση βοήθειαν. Ο μεν λοιπόν Όσιος εκίνησε παρευθύς, αλλά προτού να φθάση εις τον άρρωστον, αυτός ο άθλιος ελεεινώς εξεψύχησεν. Εις τούτο πολλά ελυπήθη ο Άγιος, ότι δεν τον επρόφθασε ζώντα ίνα τον φέρη εις μετάνοιαν. Αλλά ας είπωμεν και άλλο παρόμοιον δια να γνωρίσετε του Οσίου την δύναμιν. Πηγαίνωνο Όσιος την άνοιξιν εις την πόλιν Κατερίνην, συνήντησε καθ’ οδόν νεάνιδας τινάς με νέους, αι οποίοι ετραγουδούσαν άσεμνα και άπρεπα λόγια, με τα οποία επαρακινούσαν τους νέους εις αισχράς και ατόπους επιθυμίας. Ταύτα ακούων ελυπήθη ο μακάριος και λέγει εις αυτάς· «Διατί λέγετε σεις, αίτινες είσθε παρθένοι, αυτά τα αισχρά και άσεμνα λόγια και μολύνετε την παρθενίαν σας και παρακινείτε και τους νέους αυτούς προς ασέλγειαν και δεν ενθυμείσθε τον θάνατον»; Ταύτα ειπόντος του Οσίου εσιώπησαν όλαι, μόνον δε μία, ήτις ήτο πλέον αναίσχυντος, απεκρίθη με αυθάδειαν λέγουσα· «Σεις πορνεύετε, ψευδομόναχοι, και ημάς διδάσκεις, υποκριτά, και δεν υπάγεις εις την οδόν σου; Τι σε μέλει δι’ ημάς, αίτινες δεν σε συγγενεύομεν»; Τότε της λέγει ο Όσιος· «Ευλογητός ο Θεός, όστις οικονομεί προς το συμφέρον άπαντα· αυτός να παιδεύση, αφρονεστάτη, την αχαλίνωτον γλώσσαν σου, δια να γίνης εις τας άλλας, προς σωφρονισμόν, υπόδειγμα». Ταύτα ειπών, επήγε το βράδυ και έμεινεν εις ένα φιλομόναχον· εκείνη δε η ταλαίπωρος πριν φθάση εις την οικίαν τού πατρός της εδαιμονίσθη αφρίζουσα και την γην λακτίζουσα. Οι δε γονείς αυτής ελυπούντο μη γιγνώσκοντες πόθεν της ήλθε τοιαύτη παίδευσις, αλλά μία από τας συντρόφους της είπεν εις αυτούς καταλεπτώς την υπόθεσιν· όθεν έδραμον μετά δακρύων εις όλην την πόλιν ερωτώντες δια τον Ασκητήν εις ποίον οίκον κατέλυσε και ευρόντες αυτόν, έπεσον εις τους πόδας του, δεόμενοι να συγχωρήση την άγνωστον παίδα, ως αμνησίκακος· ο δε Όσιος, ευλογήσας αυτήν, εσωφρόνισε ψυχή τε και σώματι και ιαθείσα δεν υπανδρεύθη από τον φόβον της, αλλά ετέλεσε την ζωήν της σώφρονα. Ήτο τις Μοναχός εις την Βέροιαν, όστις εγνώριζεν ολίγα γράμματα και επειδή του έτυχε εν μαντικόν βιβλίον εις χείρας του, ανέγνωσε δια δοκιμήν ολίγον, επικαλούμενος τους δαίμονας. Νύκτα δε τινά κοιμώμενος, είδεν εις όνειρον γιγαντιαίον τινά αιθίοπα, όστις του λέγει· «Επειδή με προσεκάλεσες ήλθα και εάν θέλης προσκύνησόν με να σου κάμω το ζήτημα». Ο δε Μοναχός, γνωρίσας ότι ήτο ο δαίμων, είπεν εις αυτόν· «Κύριον τον Θεόν μου προσκυνήσω και αυτώ μόνω λατρεύσω». Τότε του έδωκεν ο δαίμων εις το πρόσωπον μετά θυμού μέγα ράπισμα λέγων· «Επειδή δεν με προσκυνείς, διατί με εκάλεσες»; Τότε από τον πόνον ο Μοναχός εξύπνησε και δυνατά εφώναζε κλαίων και συναχθέντες τινές είδον την σιαγόνα του τόσον πρησμένην και μαυρισμένην, ώστε ήτο ξένον θέαμα· εις ολίγας δε ημέρας επρήσθη και εμαύρισεν έτι χειρότερα, οι δε οφθαλμοί του ποσώς δεν εφαίνοντο. Όθεν έστειλαν μήνυμα εις τον Άγιον να έλθη να τον ίδη. Βλέπων δε αυτόν ο Όσιος έκαμε προσευχήν εις τον Κύριον και ψάλλοντες της Θεοτόκου την παράκλησιν, τον έχρισε με θείον μύρον και ιατρεύθη δοξάζων τον Κύριον. Γυνή τις χήρα, Ζωή ονόματι, είχε δύο παίδας, Δημήτριον και Αρσένιον, εις τούτον δε ήλθε δεινή ασθένεια και επρήσθη το πρόσωπόν του, η δε Ζωή ως μήτηρ περισσώς εθλίβετο· όθεν λέγει εις αυτήν ο Δημήτριος· «Εάν δεν υπάγω τον αδελφόν μου εις τον Όλυμπον, όπου ασκητεύει ο Αββάς Διονύσιος, δεν θεραπεύεται». Η δε είπεν εις αυτόν· «Ύπαγε». Απελθόντες λοιπόν εις τον Όσιον και ειπόντες την υπόθεσιν, τους υπεδέχθη ασμένως και ποιήσας ευχήν εις τον άρρωστον και χρίσας αυτού το πρόσωπον με άγιον έλαιον, εις ολίγας ημέρας εθεραπεύθη· προσμείνας δε εκεί ολίγον καιρόν, ωρέχθη τας τάξεις των Μοναχών ο Αρσένιος και έβαλε γνώμην να γίνη Μοναχός· συμβουλευθείς δε και τον Δημήτριον τον παρεκίνησε και εκείνος να το κάμη, υποσχόμενος να γίνη και αυτός ύστερα. Ερρασοφόρεσε λοιπόν ο Αρσένιος, ο δε Δημήτριος επιστρέψας εις τον οίκον των ανήγγειλεν εις την μητέρα του το γενόμενον, ήτις ελυπήθη τόσον ώστε εθρήνει απαρηγόρητα. Γυνή δε τις την συνεβούλευσε να πληρώση μάντισσαν τινά, να τον κάμη να φύγη από το Μοναστήριον. Έκαμε λοιπόν την κακοπραγίαν η μάντισσα, επικαλουμένη με επωδάς τον έξαρχον των δαιμόνων, τον οποίον έστειλεν εις τον Όλυμπον να βγάλη από την Μονήν τον Αρσένιον. Αλλά δεν ηδυνήθη ποσώς ο αδύνατος να έμβη εις το Μοναστήριον· ότι η θεία δύναμις, ήτις κατώκει εκεί, τον εδίωκεν· όθεν επιστρέψας εις την μητέρα τού Αρσενίου κατησχυμμένος και άπρακτος, την έσφιγγεν από τον λαιμόν και την έδερε λέγων· «Διατί με έστειλες εις τον Ασκητήν, τον δούλον του Θεού, τον οποίον δεν δύναμαι να πλησιάσω; Αλλ’ εγώ να σου δώσω την πρέπουσαν αντάμειψιν». Ταύτα λέγων ο δαίμων συχνάκις αυτήν ελάκτιζε δυνατά και την εμάστιζε, η δε εφώναζε· συναχθέντες δε οι γείτονες και ερωτώντες την αιτίαν, ωμολόγησε την αλήθειαν· έστειλε δε τον Δημήτριον να προσκαλέση τον Άγιον και παρευθύς ως ήλθε και έκαμεν ευχήν δι’ αυτήν προς Κύριον ιατρεύθη· όθεν ύστερον ηγάπησε τόσον το σχήμα των Μοναχών, ώστε έγινε και αυτή Μοναχή, καθώς επίσης και ο Δημήτριος. Άλλη τις γυνή, ονόματι Παρασκευή, από το χωρίον Ραψάνη, ήτο συγκύπτουσα και έκυπτε τόσον η κεφαλή της, ώστε έφθασεν έως τα γόνατα και ήτο εις τους ορώντας ελεεινόν θέαμα και ούτε να καθίση ή να περιπατήση ή να σηκώση ποσώς επάνω την κεφαλήν ηδύνατο· ο δε ανήρ αυτής ελυπείτο πολύ και εξώδευεν εις τους ιατρούς ανωφελώς τα αργύρια, ότι ανθρωπίνη δύναμις δεν έφθανε να την θεραπεύση, μόνον ο Θεός ο πάντα δυνάμενος, όστις ωκονόμησε και έτυχεν εις αυτό το χωρίον ο δούλος του Διονύσιος, τον οποίον παρεκάλεσε μετά δακρύων ο ανήρ τής ασθενούς να κοπιάση εις την οικίαν του, να κάμη δι’ αυτήν προς Κύριον δέησιν. Απελθών λοιπόν ο Όσιος προσηύξατο και εγγίσας την δεξιάν εις την άρρωστον (ω του θαύματος!) ευθύς ηγέρθη ορθή· οι δε παρόντες ορώντες τοιούτον τέρας εξίσταντο και ίσταντο ευχαριστούντες τον υπουργόν ταύτης της ευποιϊας και δοξάζοντες τον Δημιουργόν και Σωτήρα μας. Εις άλλο χωρίον Ίσβορον καλούμενον ήτο άνθρωπος τις, έχων θυγατέρα οχλουμένην υπό του πονηρού δαίμονος, ο δε πατήρ αυτής ησθάνετο τους πόνους εις την καρδίαν περισσότερον από την κόρην· εδοκίμασε λοιπόν με πολλούς τρόπους να την θεραπεύση, αλλά δεν ηδυνήθη. Τέλος πάντων ενεθυμήθη τον Όσιον και απελθών έπεσεν εις τους πόδας αυτού, δεόμενος να την ιατρεύση δια τον Κύριον. Όθεν επήγεν εις την οχλουμένην ο Άγιος και προσευξάμενος έφυγεν ευθύς το πονηρόν δαιμόνιον, καθώς υπό του φωτός το σκότος διώκεται. Αυτά και έτερα περισσότερα ετέλεσεν ο θεόπνευστος, τα οποία δια συντομίαν δεν γράφομεν· μόνον δε δια το προορατικόν το οποίον είχε να είπωμεν ολίγα τινά, δια να καταλάβετε ότι και το προφητικόν είχε χάρισμα. Ότε ήτο εις το όρος της Δημητριάδος ο Άγιος, του είπεν ο οικονόμος του Μοναστηρίου εκείνου, ότι δεν είχον ρόβην να φάγουν οι βόες· όθεν επήγεν εις ένα χωρίον Πορταριάν καλούμενον και έμεινεν εις την οικίαν ενός Ιερέως και αφού εσύντυχε ψυχωφελή και χρήσιμα λόγια, είπε και τούτο, ότι εχρειάζετο ρόβην και να του δανείση έως την άνοιξιν· ο δε Ιερεύς είχεν ένα κάδον γεμάτον, αλλά επροφασίσθη ότι δεν είχε και επήγε να ζητήση εις τους γείτονας· και καθώς εβγήκεν από τον οίκον του, έπεσεν ο κάδος όστις είχε την ρόβην εις το μέσα σπίτι και εχύθηκεν. Ο δε Όσιος το εγνώρισε και εφώνησεν αυτόν, ούτω λέγων· «Πάτερ Γεώργιε, υπόστρεψε ότι ο κάδος έπεσε, να συνάξης το σπόριμον»· επιστρέψας λοιπόν ο Ιερεύς και ιδών τον κάδον εθαύμασε και λέγει εις τον Άγιον· «Η ευχή σου, Πάτερ, εφανέρωσε την αλήθειαν, επειδή εγώ σου είπα ότι δεν έχω, ως ολιγόπιστος, δια να μη υστερηθώσιν οι βόες μου· αλλά επειδή ο Κύριος εφανέρωσε το κρυπτόμενον, πάρε όσον χρειάζεσαι και ευλόγησον το επίλοιπον να φθάση δια τον οίκον μου»· ούτω λοιπόν επορεύθη ο Άγιος και έφθασε και εις τον Ιερέα όσον απέμεινεν. Ακούσατε και έτερον. Όταν ο Όσιος έκτιζε το Μοναστήριον, προεφήτευσε λέγων: «Μετά την εμήν τελευτήν θέλει έλθει εις Επίσκοπος, όστις θα κτίση πύργον εις αυτόν τον τόπον», και ούτως εγένετο· ότι αφού εκοιμήθη ο Όσιος ο Επίσκοπος Κίτρους Σωφρόνιος έκτισε πύργον εκεί, όστις έως της σήμερον φαίνεται. Το αυτό και δια τον Γολγοθάν προεφήτευσεν, ότι μέλλει να κτισθή και εκεί πύργος και τον έκτισεν ο Πλαταμώνος Επίσκοπος. Άλλην φοράν, ενώ ησύχαζε κάτωθεν της Μονής εις το σπήλαιον, μετέβη νύκτα τινά και κτυπά την θύραν του Μοναστηρίου λέγων· «Ανοίξατε, Πατέρες, να κάμωμεν δια τον αδελφόν Λογγίνον προσευχήν, ότι κινδυνεύει εις θάνατον». Όταν δε εξημέρωσεν, ήλθεν ο Λογγίνος από τα βουκόλια και τους είπεν ότι κατά ταύτην την νύκτα επήγαν λησταί και έκλεψαν τα σκεύη των βουκολίων και το άλογον και γυμνώσαντες το σπαθί να τον κόψουν, εφάνη έξαφνα εις άνθρωπος και τους είπε να μη τον φονεύσουν και τον άφησαν. Άλλην φοράν ήλθον δύο Μοναχοί από την Μονήν του Καρακάλλου και είπον προς τον Άγιον· «Εις Μοναχός ράπτης την τέχνην, κακότροπος, ήλθεν εις ημάς και εκοινοβίασε και μίαν νύκτα διέρρηξε το σκευοφυλάκιον και μας επήρε το χρυσίον, το οποίον δια τας χρείας της Μονής εφυλάττομεν». Τότε ο Όσιος ελυπήθη τους αδελφούς και εστέναξεν· είτα τους παρηγόρησε λέγων· «Μείνατε εδώ να κάμωμεν προς Κύριον δέησιν να μας φανερώση τον ιερόσυλον». Και το πρωϊ, αφού έκαμαν μικράν αγρυπνίαν και παράκλησιν, τους παρηγόρησε λέγων· «Ιδών ο Θεός την πτωχείαν σας, σας εφανέρωσε το ζητούμενον· λοιπόν υπάγετε εις την νήσον Σκίαθον και εκεί ευρήσετε τον κλέπτην εκείνον αμόναχον· και μη τον ελέγξετε παρρησία, να μη το μάθουν οι αρχηγοί των κρατούντων να πάρουν τα χρήματα, αλλά ομιλήσατέ του με καλόν τρόπον, με πραότητα, ίνα τα λάβετε». Ούτω λοιπόν εποίησαν και λαβόντες τα χρήματα επέστρεψαν εις το Μοναστήριον. Καθήμενος δε ποτε εις την Μονήν της Ζαγοράς ο Όσιος και συνομιλών με τους αδελφούς, είπε προς τινας από τούτους· «Υπάγετε έξω εις την οδόν και μη αφήσετε τον άνθρωπον, όστις έρχεται, να έμβη εις το Μοναστήριον, ότι δια να μας βλάψη έρχεται». Απελθόντες δε εύρον κακότροπον τινά, όστις ήρχετο να εξυβρίση τον Άγιον και δεν τον αφήκαν να εισέλθη· όθεν επέστρεψεν άπρακτος· και μεθ’ ημέρας τινάς προσέπεσεν εις τον Άγιον ζητών συγχώρησιν και μετανοήσας δια τα πρότερα αμαρτήματα, διωρθώθη ως έπρεπεν. Άλλοτε πάλιν εις τον Γολγοθάν με τους αδελφούς καθεζόμενος είπεν εις αυτούς· «Ιδού έρχονται προς ημάς δύο Μοναχοί», και λαβών χάρτην ιστόρησε τας μορφάς αυτών, ότι ήξευρε την ζωγραφικήν επιτήδεια και τον μεν ένα εζωγράφισε με γένεια, τον δε έτερον νεώτερον· την επομένην ημέραν ήλθον οι Μοναχοί και ο πρώτος όστις είχε γένεια ήτο Διάκονος, την κλήσιν Ιάκωβος, όστις έμεινε και ετελεύτησεν εις το Μοναστήριον, ο δε νεώτερος και αυτός Διάκονος, Ηλίας καλούμενος, έγινε μετά ταύτα Ηγούμενος, έπειτα δε και Πλαταμώνος Επίσκοπος. Μία χήρα γραία ήτο ασθενής και εμήνυσε του Οσίου να την κάμη Μοναχήν πριν αποθάνη· ο δε είπεν εις αυτήν· «Μη φοβείσαι δια τον θάνατον, ότι αφού καλογερευθής, μέλλει να ζήσης ακόμη χρόνια δώδεκα» και ούτως εγένετο, καθώς επροφήτευσεν ο θεόπνευστος. Άλλη γυνή είχεν υιόν μονογενή, όστις έγινε Μοναχός εις τον Όλυμπον· έπειτα επήγε να ίδη την μητέρα του, ήτις ήρπασεν από την κεφαλήν του θυμωμένη το καλυμμαύχιον και ρίψασα τούτο τον ενέδυσε κοσμικά και τον εκράτησεν εις τον οίκον της. Εις ολίγας ημέρας επήγεν εις το χωρίον εκείνο ο Άγιος και πηγαίνουσα εις αυτόν η γυνή, επλησίασε να ασπασθή την χείρα του, π δε είπεν εις αυτήν, με όλον ότι δεν την είδεν άλλην φοράν· «Μη μου εγγίζης, αθλία, ήτις κατεπάτησες το αγγελικόν σχήμα και θαρρείς να έχης τον υιόν βοηθόν εις το γήρας σου· αλλά ουαί σοι, ότι αυτός αποθνήσκει αύριον κακόν θάνατον, συ δε ν’ απολαύσης την τιμωρίαν της αφροσύνης σου». Και την άλλην ημέραν εκρημνίσθη από δένδρον υψηλόν ο υιός αυτής και ετελεύτησε, καθώς ο Όσιος επροφήτευσεν. Άλλη τις γυνή γερόντισσα από ένα χωρίον του Πλαταμώνος, Αίγανη καλούμενον, υπαντήσασα τον Άγιον, είπεν εις αυτόν· «Δεν δύναμαι πλέον να δουλεύω και παρακαλώ τον Κύριον να με αναπαύση»· ο δε απεκρίνατο· «Μη λυπείσαι δι’ αυτό, ότι σήμερον αποθνήσκεις και λάβε αυτά τα τρία αργύρια να πληρώσης τους Ιερείς να σε θάψωσιν». Ούτως είπε και εις ολίγον διάστημα η γραία ησθένησε και εσυνάχθησαν αι γειτόνισσαι, η δε είπε προς αυτάς δια τον Όσιον και ταύτα λέγουσα, κατά την του Οσίου προφητείαν, εξεψύχησεν. Αλλά τι να διηγούμαι ένα καθ’ ένα τα τούτου τερατουργήματα, τα οποία υπερβαίνουν ψάμμον θαλασσίαν και άστρα ουράνια; Εις πολλούς τα μέλλοντα προεφήτευσε και πολλάς ατέκνους, ευτέκνους με την προσευχήν του εποίησε. Πολλούς προς ψυχικήν σωτηρίαν ωδήγησε με τας διδαχάς και νουθεσίας του και πολλούς πειρασμούς υπό των Αγαρηνών υπέμεινε και κινδύνους, ως ο μακάριος Παύλος, εν γη, εν θαλάσση και εν παντί τόπω από τους μισοχρίστους και άφρονας, από τα οποία όλα ο Κύριος τον εφύλαξε σώον και αβλαβή. Αλλ’ επειδή και αυτός σάρκα εφόρει και έμελλε να τελευτήση ως άνθρωπος, ήλθεν η ώρα της μεταστάσεως αυτού και ακούσατε. Καθώς ευρίσκετο εις το όρος της Δημητριάδος με τον Καθηγούμενον της Μονής εκείνης Παρθένιον και ανεγίγνωσκον οι αδελφοί το Μεσονυκτικόν, επειδή δεν ηδύνατο να στέκη εις τους πόδας ο Όσιος, εκάθισεν εις το μαγειρείον να αναπαυθή ολίγον και οι άλλοι έψαλλον. Ήτο δε τότε Ιανουάριος και δεν είχεν ιμάτια να προφυλαχθή ολίγον από την ψύχραν, καθώς φορούσιν οι φιλόσαρκοι, αλλά μόνον ένα πενιχρόν και άχρηστον. Αφού λοιπόν ανέγνωσαν το Μεσονυκτικόν, επήγεν ο Ιερεύς και τον ετράβηξε να εξυπνήση, νομίζων ότι απεκοιμήθη ο Άγιος· αυτός όμως ο μακάριος έβλεπεν όρασιν και εκοίτετο μεν ακίνητος ως λίθος αναίσθητος, αλλά ολίγον ανέπνεε. Μετά δε πολλήν ώραν εφώναξεν ο Όσιος λέγων· «Δόξα σοι, Χριστέ Βασιλεύ ο Θεός ημών, δόξα σοι. Ευχαριστώ σοι, Παναγία Δέσποινα, ότι μου επήκουσες». Οι δε Μοναχοί τον ηρώτων τι έπαθε· ούτος δε είπεν εις αυτούς· «Καθώς εκαθόμουν, εχώρισεν η ψυχή μου του σώματος και τότε ήρχισα να φωνάζω, λέγων· “Παναγία Δέσποινα, καθώς μου ήκουσες, παρακαλώ Σε και τώρα, επάκουσόν μου του δούλου Σου και ανάστησόν με να μετανοήσω δια τας αμαρτίας μου” και ούτω μου επήκουσεν η Κυρία μου· λοιπόν υπάγετέ με εις τον Όλυμπον, δια να τελειώσω εκεί το της ζωής μου υπόλοιπον, να παραγγείλω και εις τους Πατέρας πως να διάγωσιν». Και απερχόμενος απεχαιρέτα τους αδελφούς ούτω λέγων· «Ηξεύρετε, αδελφοί κατά Θεόν, πατέρες και τέκνα μου, ότι ο καιρός της τελευτής μου έφθασε, καθώς ο Θεός με επληροφόρησε· λοιπόν σας παραγγέλλω να μη αμελήτε την ψυχήν σας, αλλά να μετανοήτε δια τα αμαρτήματά σας, έως ότου έχετε καιρόν, δια να λυτρωθήτε της ατελευτήτου κολάσεως και να αξιωθήτε της αιωνίου αγαλλιάσεως». Οι μεν λοιπόν ταύτα ακούσαντες εθρήνουν την τούτου στέρησιν, αυτός δε έφθασεν εις τον Όλυμπον και δεν επήγεν εις το Κοινόβιον, αλλά εις το κελλίον του Γολγοθά δια το ασύγχυστον· συναχθέντες δε εκεί μετά του Ηγουμένου οι πρόκριτοι, είπεν εις αυτούς· «Γιγνώσκετε ότι εις ολίγας ημέρας χωρίζομαι από την αγάπην σας και σας παραγγέλλω να ενθυμήσθε, ότι όλα τα πρόσκαιρα παρέρχονται ως όνειρον, δι’ αυτό και εγώ πάντα κατεφρόνησα δια την αγάπην του Κυρίου μου». Ταύτα τα πνευματικά του τέκνα ακούοντες έκλαιον, ο δε Όσιος παρηγορήσας αυτούς με τους μελιρρύτους λόγους αυτού τους έστειλεν εις το Μοναστήριον, κρατήσας μόνον δύο, οίτινες ήσαν πλέον δόκιμοι, και μετά τρεις ημέρας ανεχώρησαν εις το όρος των Ελαιών, όστις είναι τόπος ησυχαστικώτερος· εκεί ανεγίγνωσκε τους ύμνους του Θηκαρά, ανεγίγνωσκε δε νύκτα και ημέραν, ότι ήτο φιλομαθής και πολυμαθής. Έκαμε λοιπόν εκεί ημέρας τινάς και μήτε στρώμα είχε, μήτε πυρ, μήτε άλλην παράκλησιν σώματος, ενώ ήτο χειμών ψυχρότατος και εχιόνιζεν. Ως εκ τούτου ησθένησε και τότε τον παρεκάλεσαν να υπάγη εις το Κοινόβιον να τον επιμεληθώσιν, ως έπρεπεν· όθεν, δια να μη τους λυπήση, συγκατένευσε και κατέβη εις το σπήλαιον, εις το οποίον κατώκει προ του να κτίση το Μοναστήριον. Τότε συνήχθησαν εκεί Μοναχοί και τον ηρώτων λέγοντες· «Η διαθήκη και η παραγγελία, την οποίαν μας αφήκες, τίμιε Πάτερ, είναι εις τινα μέρη επιβαρής εις τους αδελφούς και δυσπαράδεκτος». Ο δε είπεν εις αυτούς· «Όσα είναι καλά και εύλογα φυλάξετε, τα δε βαρέα αφήσατε· πλην, τούτο σας παραγγέλλω· κατά τον τύπον του Αγίου Όρους πορεύεσθε και αγωνίζεσθε όσον δύνασθε και ο Κύριος να σας κυβερνήση αντί εμού». Τότε νουθετών και αποχαιρετών αυτούς είπεν· «Έχετε αγάπην, υπομονήν και ταπείνωσιν, τέκνα μου, την ξενητείαν ασπάσασθε, την σιωπήν, την προσευχήν και τας νηστείας, τας οποίας οι Άγιοι Πατέρες μάς παρέδωσαν, αγογγύστως φυλάττετε, μάλιστα και περισσοτέρας όσον δύνασθε· μη είναι τις από σας ανυπότακτος και ιδιόρρυθμος ή μάλλον ειπείν δαιμονόρρυθμος, ότι αυτό είναι από όλα τα αμαρτήματα το χειρότερον· ότι όποιος κοινοβιάτης έχει αργύρια ή και ιμάτια από τους άλλους περισσότερα, δεν αξιώνεται της ουρανίου αγαλλιάσεως. Εάν δε ευρεθή τις τοιούτος, ας τον διώκουν από το Μοναστήριον ως ψωραλέον πρόβατον, δια να μη μολυνθώσιν από την λύμην αυτού τα επίλοιπα· εξομολογείσθε συχνάκις τους λογισμούς σας, δια να μη εμφωλεύουν εις τας ψυχάς σας οι δαίμονες· εάν συμβή να σκανδαλισθώσι τινές, ας κάμουν διαλλαγήν πριν να βασιλεύση ο ήλιος, καθώς προστάσσει ο Κύριος· ας κάμουν όλοι εργόχειρον, έκαστος ό,τι γνωρίζει και δύναται· όστις δε δύναται και δεν εργάζεται, ας μη τρώγη κατά τον μέγαν Απόστολον. Όστις θέλει να φύγη από το Μοναστήριον, ας το λέγη του Ηγουμένου πρότερον να λαμβάνη συγχώρησιν, ει δε και φύγη απόκρυφα, ας είναι εις την ψυχήν του το αμάρτημα και εγώ αθώος της απωλείας του· οι νεώτεροι ας υποτάσσωνται εις τους γέροντας και αυτοί πάλιν ας τους νουθετώσι με έργα καλά και λόγους ψυχωφελείς· τον ασθενή επιμελείσθε ως μέλος σας· να μη έχη τις φιλίαν με νεώτερον, μήτε να πηγαίνη ο ένας εις το κελλίον του άλλου· έχετε κατά Θεόν αγάπην προς αλλήλους· και εάν ούτω πολιτευθήτε, αξιώνεσθε της Βασιλείας των ουρανών, να συνευφραίνεσθε πάντοτε με τον Δεσπότην Χριστόν και τους Αγίους άπαντας· και εάν εύρω και εγώ προς Αυτόν παρρησίαν, θέλω παρακαλεί δια σας πάντοτε. Έχετε δε ως καλόν σημείον ότι ο Θεός υπεδέχθη τους κόπους μου, το εάν αυξηθώσι τα Μοναστήρια, τα οποία με πολλούς κόπους και ιδρώτας έκτισα και τοσούτον εβασανίσθηκα». Ταύτα ειπών ο μακάριος έκαμεν ευχήν δι’ αυτούς προς τον Κύριον και τους έστειλεν εις το Μοναστήριον, αυτός δε έμεινεν εκεί ολίγας ημέρας παλαίσας με την ασθένειαν· και τότε εις τας κγ΄ (23) του Ιανουαρίου μηνός παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού ο θεόπνευστος· το δε τίμιον αυτού λείψανον εντίμως και σεβασμίως ενεταφίασαν εις τον νάρθηκα της Εκκλησίας, τον οποίον έκτισε με τας χείρας του αυτός ο μακάριος. Όταν δε ύστερον μετά χρόνους τινάς έσκαψαν τον τάφον του Οσίου, εύρον το άγιον αυτού λείψανον ευωδιάζον περισσότερον από μύρα και αρώματα και έως την σήμερον ευωδιάζει θαυμασιώτατα, όπου είναι μόνον τα οστά, και πολλάς θαυματουργίας ετέλεσεν εις όσους τον επεκαλέσθησαν μετά πίστεως, εις δόξαν του ενδοξαζομένου Θεού, του δοξάζοντος τους Αυτόν αντιδοξάζοντας. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΔ΄ (24η) Ιανουαρίου, μνήμη της Οσίας μητρός ημών ΞΕΝΗΣ και των δύο αυτής θεραπαινίδων.

Δημοσίευση από silver »

Τη ΚΔ΄ (24η) Ιανουαρίου, μνήμη της Οσίας μητρός ημών ΞΕΝΗΣ και των δύο αυτής θεραπαινίδων.

Ξένης της θαυμασίας ο καινός και ξένος βίος, εις μεν την ποσότητα είναι πολύ ολίγος και βραχύτατος, εις δε την διήγησιν είναι υπερβολικά πλούσιος και ευπρεπέστατος και τόσον κατανυκτικός και γλυκύτατος, ώστε δύναται να δώση εις τους ευλαβείς ακροατάς μεγάλην ωφέλειαν. Ότι αυτή η μακαρία ήτο από γένος επιφανές και ευγενέστατον, το δε βαπτιστικόν της όνομα ήτο Ευσεβία. Οι γονείς της ήσαν φιλόθεοι, πλούσιοι άρχοντες της πρεσβυτέρας Ρώμης και ένδοξοι, εις δε την εν γένει διαγωγήν των επιφανέστεροι. Φιλαρέτως λοιπόν και χριστιανικώς ανατραφείσα, όταν έφθασεν εις ηλικίαν νόμιμον, την εζήτησεν ως νύμφην του πλούσιος τις όμοιος αυτής και εις το γένος περιφανέστατος. Και οι μεν γονείς αυτής, μη γνωρίζοντες την γνώμην της, εδέχθησαν δώσαντες τον λόγον αυτών, συνάμα δε και ευτρεπίζοντες τα των γάμων αρμόδια. Η μεγαλόφρων όμως και πάνσεμνος αύτη κόρη είχε τον νουν όλον αφιερωμένον εις τον ουράνιον νυμφίον τον περικαλλή και αθάνατον, εις την αγάπην του οποίου ήτο αιχμαλωτισμένη και είχε την καρδίαν της τετρωμένην και πληγωμένην όλως δι’ όλου εις τον θείον αυτού έρωτα. Τούτους τους λόγους των γάμων η μακαρία ακούσασα και νομίζουσα αυτούς λήρους και φλυαρήματα, απεφάσισε να φύγη κρυφά, ίνα φυλάξη την παρθενίαν της. Ωμολόγησε λοιπόν την σκέψιν της εις δύο γυναίκας από τας δούλας της, τας οποίας εγνώριζεν ότι ήσαν πισταί και δεν θα ωμολογούσαν ποτέ το μυστικόν. Αφού λοιπόν της υπεσχέθησαν ότι δεν θα εξέλθη ποτέ από το στόμα των ό,τι εμπιστευθή εις αυτάς, είπε ταύτα· «Εγώ, αδελφαί μου ηγαπημέναι, εμίσησα τον κόσμον τούτον ως φθαρτόν και ευμάραντον και μόνον τον Σωτήρα μου και Δεσπότην επόθησα και βούλομαι να φύγω κρυφίως από τους γονείς μου δια να μη με υπανδρεύσωσι. Λοιπόν επειδή σας αγαπώ περισσότερον από τας άλλας μας δούλας, σας λέγω την γνώμην μου, εάν θέλετε να με ακολουθήσετε, να σας έχω εις τούτον τον κόσμον ως αδελφάς και μητέρας μου και εις τον μέλλοντα να απολαύσωμεν ομοίαν δόξαν μακαριότητος· και μη φοβηθήτε εις τούτο, ότι δυνατόν να σας τύχη κανένας κίνδυνος· ότι μάρτυρα σας δίδω τον Χριστόν, δεν αλλάσσω την γνώμην μου, καν μυρίους θανάτους αν μου δώσωσι». Ταύτα αι πιστόταται εκείναι και όντως ευγνώμονες δούλαι παρά της Οσίας ακούσασαι έταξαν να μη χωρισθούν απ’ αυτής ουδέποτε και να την ακολουθήσουν προθύμως όπου και αν υπάγη και έως θανάτου να την αγαπώσι και να την φυλάττωσιν. Ούτω λοιπόν και αι τρεις αύται Όσιαι, συντασσόμεναι κοινή γνώμη εις τον κοινόν Δεσπότην, προητοιμάζοντο από την ώραν εκείνην εις την σκληραγωγίαν και κακοπάθειαν, δια να είναι συνηθισμέναι ύστερον, ίνα μη έλθη ασθένεια τις εις αυτάς. Εκαρτέρουν λοιπόν καιρόν επιτήδειον, ούτως ώστε να μη εννοήση τις άλλος, ότι φεύγουσιν. Όσα δε στολίδια αργυρά και χρυσά ως και ιμάτια πολύτιμα είχεν η όντως ευσεβής Ευσεβία επήρε κρυφίως από τους γονείς της και τα έστειλε με τας δούλας αυτής εις χήρας και ορφανά, δια να τα εύρη εις αιώνα τον μέλλοντα. Όταν δε επλησίαζαν αι ημέραι των γάμων, ενεδύθησαν ανδρώαν στολήν και εξήλθον νυκτός από την οικίαν κλαίουσαι άμα και χαίρουσαι. Έκλαιον, λέγω, όχι δια λύπην τινά, αλλά από την χαράν των, ότι τας εφώτισεν ο Θεός να απαρνηθούν τον μάταιον κόσμον, να εύρουν την σωτηρίαν των και προσηύχοντο λέγουσαι· «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, φώτισον ημάς και προς σωτηρίαν οδήγησον, ότι Σε εξ όλης μας ψυχής εποθήσαμεν». Η δε Οσία ενουθέτει τας άλλας τοιαύτα λέγουσα· «Φυλάττεσθε ακριβώς να μη μεταβάλη γνώμην καμμία από σας, ότι άλλη οδός από την άσκησιν δεν είναι μακαριωτέρα. Ότι πρώτον μεν ελυτρώθημεν από τα λυπηρά του κόσμου και τας μερίμνας του βίου. Δεύτερον, ελπίζομεν να απολαύσωμεν τα μέλλοντα αγαθά, τα αληθινά και αιώνια». Όθεν με τούτους και τους τοιούτους ψυχωφελείς λόγους εστερεώθησαν καλλίτερα. Αφού λοιπόν έφθασαν εις την θάλασσαν, Θεού ευδοκούντος εύρον πλοίον, το οποίον έφευγε την ώραν εκείνην δια την Αλεξάνδρειαν. Όθεν επιβιβασθείσαι αυτού έφθασαν εκεί εντός ολίγων ημερών, διότι έκαμε καιρόν επιτήδειον. Εκείθεν πάλιν με άλλο πλοίον έστρεψαν εις την νήσον Κων, δια να μη δυνηθούν ποτέ να τας εύρωσι, διότι εγνώριζεν ότι έμελλον οι γονείς της να κάμουν μεγάλην εξέτασιν εις πολύν κόσμον και Μοναστήρια δια να την εύρωσι. Δι’ αυτό λοιπόν ανεζήτει τόπον έρημον, είπε δε και εις τας άλλας· «Φυλάττεσθε ακριβώς να μη θαρρεύσετε κανενός το μυστικόν, ούτε την πατρίδα μας καν να ομολογήσητε, ούτε να με λέγητε Ευσεβίαν, καθώς με εβάπτισαν. Αλλά Ξένην να με ονομάζετε και εις τούτο δεν ψεύδεσθε. Επειδή την σήμερον ξένη λογίζομαι, ότι εξωρίσθην από την πατρίδα και τους φιλτάτους γονείς μου και έγινα πτωχή και ξένη δια τον ξενητεύσαντα Κύριον». Αφού λοιπόν έφθασαν εις την νήσον, εύρον οικίαν τινά και πληρώσασαι το ενοίκιον κατώκησαν εις αυτήν. Η δε μακαρία Ξένη είχε πόθον να εύρη πατέρα τινά πνευματικόν έμπειρον, εις τον οποίον να υποτάσσεται δια να μη κάμνη το θέλημά της ουδέποτε. Όθεν κλίνασα τα γόνατα και την καρδίαν προς Κύριον προσηύχετο μετά δακρύων ταύτα λέγουσα· «Θεέ μου, όστις βλέπεις και κυβερνάς τα σύμπαντα, μη εγκαταλείπης ημάς, αίτινες αφήκαμεν πατρίδα και συγγενείς δια την αγάπην σου, αλλά εξαπόστειλόν μας κανένα απλανή σωτήρα και οδηγόν, καθώς εύρεν η Θέκλα τον Παύλον, να τον ακολουθήσωμεν αι ταπειναί, υπ’ αυτού ποιμαινόμεναι, ίνα μη σφάλωμεν εν γνώσει ή εν αγνοία εις τίποτε ενώπιον της μεγαλειότητός σου». Ταύτα της Αγίας προσευξαμένης επήκουσεν ευθύς ο πανάγαθος Θεός εις την ψυχοσωτήριον αυτής αίτησιν. Και βλέπει ερχόμενον προς αυτάς ιεροπρεπή τινα γέροντα, εις το είδος ασκητικόν, την όψιν λαμπρόν και σεβάσμιον και την θέαν αγγελικόν κατ’ αλήθειαν. τούτον ιδούσα η παρθένος ηγαλλιάσατο και δραμούσα έπεσεν εις τους πόδας αυτού μετά δακρύων λέγουσα· «Δια την αγάπην του Χριστού, μη μας παρίδης τας ξένας, Δέσποτα άγιε, αλλά δίδαξόν μας και προς σωτηρίαν οδήγησον». Ο δε σεβάσμιος εκείνος γέρων ηρώτησε πόθεν ήσαν και πως εις την νήσον ευρέθησαν. Αι δε είπον αυτώ πνευματικά την αλήθειαν και αυτός απεκρίνατο· «Ξένος είμαι και εγώ εις τούτον τον τόπον και έρχομαι από τα Ιεροσόλυμα, εις τα οποία επήγα χάριν προσκυνήσεως και τώρα επιστρέφω εις την πατρίδα μου». Η δε Οσία ενόμισεν από το σχήμα ότι ήτο Επίσκοπος και τον ηρώτησε να είπη την πατρίδα και το αξίωμά του. Ο δε απεκρίνατο· «Εγώ είμαι από την Μύλασαν, πόλιν της Καρίας, Παύλος ονομαζόμενος, Ηγούμενος εις εν μικρόν Μοναστήριον». Τότε η μακαρία Ξένη, ταύτα εκ του Παύλου ακούσασα, εθαύμασεν ότι της επήκουσεν ο πανάγαθος Κύριος και της έστειλε κατά την δέησιν και τον άνθρωπον. Όθεν εις μεν τον Θεόν απέδωκε μετά δακρύων την πρέπουσαν ευχαριστίαν, τον δε Παύλον παρεκάλει να γίνη κατά πνεύμα πατήρ της και να έχη την φροντίδα αυτών και την μέριμναν. Ο δε Όσιος απεκρίνατο· «Εδώ εις τον ξένον τόπον δεν δύναμαι να σας κυβερνήσω, πρέπει δε και να υπάγω ταχέως εις το Μοναστήριόν μου. Αλλά αν θέλετε να έλθετε μαζί μου εις τον τόπον εκείνον, ημπορώ να σας φροντίζω τα χρειαζόμενα». Ταύτα μετά χαράς δεχθείσαι αι Όσιαι επήγαν εις την Μύλασαν, εκεί δε έδωκεν εις αυτάς ο Παύλος κελλία ησυχαστικά πλησίον εις το Μοναστήριόν του. Έκτισε δε εκεί και η Οσία Ξένη Εκκλησίαν εις το όνομα Στεφάνου του Πρωτομάρτυρος και με τον καιρόν έγινε Μοναστήριον γυναικών, διότι εσυνάχθησαν και άλλαι πολλαί προς ζήλον αυτής και μίμησιν. Αλλ’ ουδείς εγνώρισεν από που ήτο η Οσία και πως ωνομάζετο, διότι ο μακάριος Παύλος έλεγεν ότι τας έφερεν από την Κων και εις τούτο δεν εψεύδετο. Τον καιρόν εκείνον εκοιμήθη ο Επίσκοπος εκείνης της πόλεως Κύριλλος και εψήφισαν τον προρηθέντα Παύλον, όστις συνεβούλευσε την Ξένην να γίνη Ιεροδιάκονος, καθώς είχον τότε συνήθειαν. Αλλ’ αυτή ως ταπεινόφρων δεν ήθελε να δεχθή ιερωσύνης φορτίον επάνω της. Όμως και παρά την θέλησίν της την εχειροτόνησε. Πόσους δε πόνους και κόπους υπέμεινεν, αφού έλαβε την αξίαν, δεν μας φθάνει η ώρα να διηγούμεθα. Μάλιστα καθ’ όσον ήτο πρότερον καλομαθημένη και συνηθισμένη εις τα εύμορφα φαγητά, ενώ τότε διήρχετο βίον άϋλον όντως και ξένον η Ξένη, των Αγγέλων εφάμιλλον και με τόσην σκληραγωγίαν επέρνα, ώστε οι δαίμονες έφριττον μακρόθεν και δεν ετόλμων να την πλησιάσωσιν, ότι κάθε τρεις ημέρας έτρωγε μίαν φοράν, ότε δεν είχε πόλεμον. Αλλ’ όταν ηγωνίζετο, έτρωγε μόνον κάθε εβδομάδα άρτον ξηρόν. Όμως οίνον, έλαιον, χόρτα, όσπρια ή άλλο πράγμα μαγειρευμένον δεν εδοκίμαζεν, ούτε κανέν είδος οπωρικού παντελώς. Αλλά και εκείνο το ολίγον παξιμάδι, το οποίον έβρεχεν εις το ύδωρ, το εσυγκέρνα με δάκρυα και έβαζε και στάκτην από θυμιατήριον και ούτως ελάμβανεν ολίγην τροφήν με πολλήν κακοπάθειαν, εσθίουσα κατά τον μακάριον Δαβίδ σποδόν ωσεί άρτον και κιρνώσα μετά κλαυθμού το πόμα της. Ταύτα η μακαρία Ξένη ετέλει κρυφίως από τας άλλας όσον ηδύνατο, δια να φύγη τον έπαινον. Μόνον δε αι δύο δούλαι της την εστοχάζοντο πολλάκις και έπασχον να την μιμούνται κατά δύναμιν και την εθαύμαζον, ότι με όλην εκείνην την ασιτίαν πάλιν δεν άφηνε τον κανόνα της, αλλά ηγωνίζετο το περισσότερον της νυκτός με γονυκλισίας και προσευχήν. Πολλάκις δε την είδον να γονατίζη εις προσευχήν από την δύσιν του ηλίου και έμενεν ούτω προσευχομένη μέχρις ότου έκρουε το σήμαντρον του όρθρου. Και άλλας φοράς πάλιν διήρχετο όλην την νύκτα προσευχομένη και κλαίουσα και το θαυμασιώτερον, με όλον ότι ετέλει τοιαύτας αρετάς, είχεν επάνω εις όλα την ταπείνωσιν και δεν έλειψαν ποτέ προσευχομένης τα δάκρυα από τους οφθαλμούς της, ως να ήτο τις φονεύς και πόρνος και κακότροπος άνθρωπος. Είχε δε η Οσία την πραότητα και ποτέ δεν εθυμώθη ούτε ωργίσθη κατά τινος. Επίσης είχε την αγάπην προς πάσας και τας υπηρέτει με πολλήν ευτέλειαν φορούσα πάντοτε άχρηστα και ποταπά ιμάτια, ωσάν εκείνα τα οποία φορούσιν οι επαίται και απλώς ειπείν (δια να μη πολυλογούμεν) όλας τας αρετάς κατώρθωσεν η αοίδιμος και ούτω καλώς αγωνισαμένη, ήλθεν η ώρα να υπάγη προς τον ποθούμενον. Ήτο δε η εορτή του Αγίου Εφραίμ, όχι του Σύρου, αλλ’ άλλου τινός, όστις ηγωνίσθη εκεί εις την Μύλασαν, προσεκάλεσαν δε τον Επίσκοπον Παύλον εις εν χωρίον, Λευκήν καλούμενον, εις το οποίον ήτο του ρηθέντος Αγίου Εφραίμ ναός και το άγιον λείψανον. Η δε μακαρία Ξένη συνάξασα τας αδελφάς λέγει εις αυτάς με πολλήν ταπείνωσιν· «Ευχαριστώ σας, αδελφαί και κυρίαι μου, δια την πολλήν αγάπην και ευσπλαγχνίαν, την οποίαν εις εμέ την ξένην εδείξατε, και φιλανθρώπως ως αδελφήν σας γνησίαν εκυβερνήσατε. Αλλά και τώρα σας παρακαλώ και δέομαι περισσότερον, να δείξητε προς με μάλιστα την αγάπην σας, να μη με λησμονήσητε. Αλλά να δέεσθε του Θεού δια την ψυχήν μου, όταν προσεύχεσθε, να μου συγχωρήση της αναξίας δούλης σας, και ούτω δια των αγίων ευχών σας ελπίζω να γίνω αθάνατος μετά θάνατον, ότι σήμερον ήλθε το τέλος της παροικίας μου και έχω εις την καρδίαν οδύνην και φόβον άρρητον, μήπως και εμποδίσουν αι αμαρτίαι μου την προς Κύριον άνοδόν μου, εάν αι ιεραί προσευχαί σας δεν βοηθήσωσι. Λυπούμαι δε πολύ και θλίβομαι, διότι δεν έτυχεν εδώ ο πνευματικός μας πατήρ Παύλος να με βοηθήση εις την ανάγκην μου. Αλλά σεις, όταν έλθη, ειπέτε του να μη ξεχάση της Ξένης, την οποίαν αυτός κατά το λόγιον του Κυρίου και Δεσπότου ημών Ιησού Χριστού συνήγαγε και εις οδόν σωτηρίας απήγαγε». Ταύτα η Οσία ενώ έλεγε, εθρήνουν όλαι απαρηγόρητα, την ορφανίαν τοιαύτης μητρός φιλόπαιδος οδυρόμεναι και μάλιστα αι δύο δούλαι της, αι οποίαι δεν έπαυον τον θρήνον ολότελα, τόσον ώστε έκαμαν και την Αγίαν να κλαύση ως συμπαθεστάτη. Έπειτα τας παρηγόρησε λέγουσα· «Παύσασθε των οδυρμών, αδελφαί. Ζηλώσατε τας φρονίμους παρθένους, φροντίσατε να πληρώσητε τα αγγεία σας ελαίου, ότι η ημέρα Κυρίου ως κλέπτης έρχεται». Ταύτα ειπούσα εσήκωσε προς τον ουρανόν τας χείρας και όμματα και προσηύχετο δακρύουσα και λέγουσα: «Θεέ μου, όστις με εκυβέρνας έως τώρα την ξένην φιλανθρωπότατα και έγινες πατήρ και μήτηρ και τροφεύς και γλυκυτάτη παραμυθία μου, Αυτός και νυν αξίωσόν με να έλθω εις την ουράνιον βασιλείαν σου. Μνήσθητι, Κύριε, και ταύτης όλης της αδελφότητος, και λύτρωσαι αυτάς από τας πανουργίας του δαίμονος. Εξαιρέτως δε, ως αγαθός, μνήσθητι τούτων των δύο μου ομοδούλων και καθώς εις την ζωήν ταύτην την πρόσκαιρον, εις την φυγήν, εις τους κόπους και αγώνας μου εκοινώνησαν και δεν εξεχώρισαν από λόγου μου, ούτω και εις την βασιλείαν σου αξίωσόν μας να μείνωμεν αχώριστοι πάντοτε». Ταύτα προσευξαμένη η Οσία επήρεν από όλας συγχώρησιν, και απελθούσα εις τον Ναόν έκλεισε και κλίνουσα τα γόνατα προσηύχετο. Αι δε δύο δούλαι της παρετήρουν από την χαραμάδαν της θύρας και είδαν εις την Ξένην ξένον θαυμάσιον. Εξαίφνης ήλθε φως ουρανόθεν, και ευωδία αρωμάτων ανεκδιήγητος, ήτις δεν ωμοίαζε με μόσχους επιγείους και θυμιάματα, αλλά άλλη τις του Παραδείσου γλυκυτάτη και πάντερπνος. Όθεν ήνοιξαν τας θύρας και εισελθούσαι βλέπουσι την μακαρίαν Ξένην μακαρίως υπνώσασαν. Λοιπόν συνήχθησαν όλαι και έκλαιον ακατάπαυστα. Ο δε Θεός, όστις δοξάζει εκείνους όπου τον δοξάζουσιν, εδόξασε και της Ξένης και ηγαπημένης νύμφης του την αγίαν μετάστασιν, δια να φανερώση εις όλους πόσης παρρησίας ηξιώθη. Ήτο δε τότε ώρα έκτη της ημέρας, ο ουρανός ξάστερος χωρίς σύννεφα, λάμπων φαιδρότατα ο ήλιος και τότε εφάνη εις τον ουρανόν ένας στέφανος από αστέρας, εις το μέσον του οποίου ήτο Σταυρός πάλιν με άστρα λαμπρότατα. Τούτο το θαυμάσιον βλέποντες πάντες εξέστησαν. Το σημείον τούτο ιδών και ο Επίσκοπος Παύλος εις την Λευκήν ευρισκόμενος, εις την οποίαν έκαμναν την πανήγυριν, είπε ταύτα, φωτισθείς υπό θείου πνεύματος· «Η κυρία Ξένη εκοιμήθη, και δι’ αυτό εφάνη τοιούτον σημείον θαυμάσιον». Έδραμον λοιπόν ευθύς όλοι προς το Μοναστήριον της Οσίας χωρίς να φάγωσι τίποτε, διότι την ώραν εκείνην ετελείωσε την λειτουργίαν ο Επίσκοπος, και δεν επήγαν εις την φιλίαν, αλλά εσυνάχθη πλήθος πολύ ανδρών τε και γυναικών δοξάζον μεγαλοφώνως τον Κύριον, και εξόχως αι γυναίκες όλαι της πόλεως, αι οποίαι εβόων προς τον Επίσκοπον· «Μη κρύψης τον μαργαρίτην, Δέσποτα. Μη θάψης τον θησαυρόν. Μη καλύψης τον έπαινον και δόξαν της πόλεως. Αλλά ας βαστάσωμεν και ημείς τον λύχνον αυτόν φανερά, να καταισχυνθούν Ιουδαίοι και ειδωλολάτραι, να γνωρίσουν του Εσταυρωμένου την δύναμιν». Τότε ο Επίσκοπος προσελθών προσεκύνησε την Οσίαν με πολλήν φωτοχυσίαν και θυμιάματα, και την επέρασαν από το μέσον της πόλεως. Ο δε των αστέρων θαυμάσιος στέφανος ηκολούθει και αυτός όπου η κλίνη εφέρετο. Και όταν εσταματούσαν οι βαστάζοντες, να κάμωσιν εις πάσαν Εκκλησίαν λιτανείαν και δέησιν κατά την τάξιν, εστέκετο και ο στέφανος. Όθεν από τοιούτον θαυμάσιον εσυνάχθησαν και από τα περίχωρα τόσον πλήθος ώστε εστενοχωρήθησαν. Όλην λοιπόν την νύκτα εκείνην ηγρύπνησαν ψάλλοντες και πολλοί ασθενείς εθεραπεύθησαν, εγγίζοντες εις το άγιον λείψανον. Ότι όστις είχεν αρρωστίαν τινά πολυχρόνιον, χωρίς να εξοδεύση εις βότανα χρήματα, ή να βασανίζεται ημέρας πολλάς, εις μίαν ώραν, ως ήθελεν ασπασθή μετά πίστεως την κλίνην, ω του θαύματος! ιατρεύετο. Όταν λοιπόν έφθασαν εις τόπον καλούμενον Σικίνιον προς το νότιον μέρος της πόλεως, την ενεταφίασαν εκεί καθώς η Οσία Ξένη είχε προστάξει και τότε ο κύκλος των αστέρων αφανής εγένετο μετά την του αγίου λειψάνου κατάθεσιν. Ώστε όλοι εγνώρισαν, ότι δια την Οσίαν εφαίνετο και ηκολούθει το λείψανόν της έως ότου την ενεταφίασαν. Τας δε σινδόνας, τας οποίας είχον εις τον κράββατόν της, διεμοίρασεν ο Επίσκοπος εις τον λαόν δι’ ευλάβειαν να έχουν εις την ψυχήν βοήθειαν. Εις ολίγον καιρόν ετελεύτησαν και αι δύο δουλεύτριαι της Αγίας Ξένης και τας ενεταφίασαν με την κυρίαν των καθώς αύτη παρήγγειλεν. Εκείνη δε η οποία εκοιμήθη πρωτύτερα δεν ωμολόγησε δια την Δέσποινα τίποτε. Αλλά η άλλη εφανέρωσεν άπαντα. Διότι της έδωσαν όρκον αι αδελφαί και ο Επίσκοπος επιτίμιον, να το είπη εις δόξαν Θεού. Όθεν δια να μη μείνη εις τον δεσμόν, τους είπε καταλεπτώς την υπόθεσιν. Ότι ήτο από την μεγαλόδοξον Ρώμην, θυγάτηρ μεγάλου άρχοντος, και εκαλείτο Ευσεβία το βαπτιστικόν της και κύριον όνομα, ότι απέφυγε τους γάμους δια τον έρωτα του Σωτήρος και ωνομάσθη Ξένη σοφώτατα, ως δια Χριστόν τον εραστήν αυτής ξενητεύσασα και εκουσίως η πλουσία πτωχεύσασα και πολλήν κακοπάθειαν υπομείνασα. Ταύτα ακούσαντες εξεπλήττοντο και ηύξησαν την ευλάβειαν προς την μακαρίαν Ξένην όσοι το έμαθον. Μετά καιρόν ολίγον και ο τρισόλβιος Παύλος, ο αοίδιμος όντως και αξιέπαινος, απήλθε προς Κύριον, καλώς και θεαρέστως ποιμάνας τα λογικά του θρέμματα, οπότε ετέλεσε το λείψανόν του θαυμάσια. Ούτος είναι της μακαρίας Ξένης ο ξένος βίος και η πολιτεία η αξιέπαινος. Ούτως εμίσησε μάταιον πλούτον, ρέουσαν δόξαν και πάσαν απόλαυσιν πρόσκαιρον και τώρα αγάλλεται αιωνίως εις τον Παράδεισον. Μνηστήρα επίκηρον κατεφρόνησεν, ηδονάς φθειρομένας εγκαταλείψασα, και τώρα απολαμβάνει του ουρανίου νυμφίου τα άρρητα κάλλη και αισθάνεται αιωνίως την ανέκφραστον ηδονήν εκείνην την ακήρατον και όντως ακόρεστον. Αυτήν μιμηθήτε και σεις, αδελφαί εν Χριστώ, όσαι ηρνήθητε τον κόσμον και εμελανοφορέσατε έξωθεν, δια να έχετε έσωθεν θλίψιν εις την καρδίαν, ενθυμούμεναι το πάθος του Δεσπότου Χριστού και τας αμαρτίας σας, αι οποίαι ήσαν αιτία και εσταυρώθη ο αναμάρτυτος. Όθεν πρέπει πάντοτε να είναι εις τους οφθαλμούς σας τα δάκρυα. Ναι, κατ’ αλήθειαν, καθώς όσαι γυναίκες χηρεύσουσι θρηνούσι καθ’ εκάστην απαρηγόρητα, ενθυμούμεναι την καλήν συνοδείαν, την ευσπλαγχνίαν και άλλας καλωσύνας, τας οποίας είχον οι σύζυγοι αυτών και δια τας οποίας αιτίας δεν υποφέρουσι να υπάγωσιν εις χαράς και παιγνίδια, ούτε να ακούσουν άσματα, αλλά μοιρολογούνται την δυστυχίαν των, διότι υστερήθησαν τοιαύτην συνοδείαν. Τοιουτοτρόπως πρέπει να θρηνώσιν εις την ψυχήν αυτών καθημερινώς όσαι απηρνήθησαν τον κόσμον παρθένοι και χηρευόμεναι και ενυμφεύθησαν τον Δεσπότην Χριστόν, τον ωραίον όντως υπέρ πάντας τους υιούς των ανθρώπων και υπερθαύμαστον. Δια την αγάπην λοιπόν του Χριστού μας δεν πρέπει να έχετε εις τούτον τον πρόσκαιρον κόσμον άλλην ματαίαν απόλαυσιν, μόνον αυτόν να ποθήτε εξ όλης καρδίας σας και πάσας τας σαρκικάς ηδονάς να μισήσητε. Αυτόν καθ’ ημέραν ως καθρέπτην στοχάζεσθε και αγωνίζεσθε όσον δύνασθε να μιμήσθε την πολιτείαν του και μη φορείτε μαλακά ιμάτια, ούτε να ζητείτε εκλεκτά και διάφορα φαγητά ή ματαίας τιμάς και άλλα ψυχοβλαβέστερα. Ταπεινωθήτε λοιπόν δια την αγάπην αυτού και στενοχωρηθήτε εδώ πρόσκαιρα, δια να δοξασθήτε αιώνια και να έχετε απόλαυσιν ατελεύτητον. Προπάντων δε και εν πάσι και μετά πάντων, φυλάττεσθε ακριβώς και φεύγετε από την συνομιλίαν των ανδρών και να μη συντύχη ποτέ εάν είναι δυνατόν καμμία μοναχή της με άνδρα. Όταν δε άνδρες τινές φέρουσιν εις το Μοναστήριον τα χρειαζόμενα, μόνον η Καθηγουμένη και η θυρωρός ας λαμβάνη ταύτα, αι δε λοιπαί Μοναχαί, όταν είναι νεώτεραι, να μη εξέρχωνται από την κέλλαν των να σινομιλώσι με άνδρας ολότελα, ούτε και με τον εφημέριον αυτόν, όστις σας ιερουργή, μη πολυλογείτε. Μήτε καμμία σας να τον πάρη να τον φιλεύση εις το κελλίον της. Σας συμβουλεύω δε, κατά την ολίγην μου γνώσιν, αυτός να είναι κοσμικός ιερεύς και να έχη γυναίκα. Τας αιτίας δεν γράφω δια βραχύτητα και δια να μη φανώ Ιερομονάχων κατήγορος. Αλλ’ έκαστος ας το συλλογισθή επιμελώς και θέλει επαινέσει την γνώμην μου. Εγώ πολλάς χώρας και πόλεις διήλθον και Μοναστήρια αναρίθμητα και ήκουσα πολλά πράγματα, τα οποία δεν αρμόζει να γράφωμεν. Μόνον τόσον σας λέγω, να φεύγετε οι άνδρες από τας συνομιλίας των Μοναζουσών και αυταί από σας. Ότι καθώς το αναμμένον κάρβουνον, όταν κάμη ώραν πολλήν εις το άχυρον, ανάπτει φλόγα και καθώς όταν το πυρ πλησιάζη εις την πυρίτιδα, αύτη ανάπτει και εκρήγνυται, ούτω και όταν συνομιλώσιν οι άνδρες με τας γυναίκας, εξάπτεται η φλοξ της πορνείας εις την διάνοιάν των και κινδυνεύουσι. Φυλάττεσθε λοιπόν επιμελώς άμωμοι νύμφαι του Χριστού. Τηρήσατε την ψυχήν εις τούτον τον ολίγον χρόνον της παροικίας ημών αμόλυντον. Και κακοπαθήσατε πρόσκαιρα. Σπείρετε δάκρυα, να θερίσετε ευφροσύνην αιώνιον, ίνα συναγάλλεσθε πάντοτε με τον ουράνιον νυμφίον, συν αυτώ βασιλεύουσαι εις αιώνα τον ατελεύτητον. Γένοιτο.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΕ΄ (25η) Ιανουαρίου, μνήμη του εν αγίοις πατρός ημών ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως

Δημοσίευση από silver »

Τη ΚΕ΄ (25η) Ιανουαρίου, μνήμη του εν αγίοις πατρός ημών ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Θεολόγου.

Γρηγόριος ο πάνσοφος και θαυμάσιος ανήρ εγεννήθη εις τα μέρη της Ανατολής εις χωρίον καλούμενον Αριανζός, κείμενον πλησίον της πόλεως Ναζιανζού, ήτις ευρίσκεται εις την δευτέραν των Καππαδοκών επαρχίαν περί το έτος τκθ΄ (329). Οι γονείς του ήσαν πλούσιοι, ευγενείς, έντιμοι και ενάρετοι. Η μεν μήτηρ αυτού ήτο ευσεβής από την αρχήν και Χριστιανή Ορθόδοξος, από γένος ευγενικώτατον, ο δε πατήρ ήτο ειδωλολάτρης πρότερον, αλλ’ ύστερον, αφού εγέννησε τον Άγιον Γρηγόριον, εμίσησε την ειδωλολατρίαν και προσήλθεν εις την ευσέβειαν· εκαλείτο δε και αυτός ομοίως Γρηγόριος, η δε γυνή ωνομάζετο Νόννα. Αύτη πρώτον μεν ήτο στείρα και άτεκνος, όθεν πολλάκις εδέετο του Παντοδυνάμου Θεού μετά πίστεως να της δώση παιδίον αρσενικόν και να του το αφιερώση, ως η Άννα τον Σαμουήλ, εξ αυτής της γεννήσεως και αναγεννήσεως. Ιδών λοιπόν ο Κύριος της γυναικός την ευλάβειαν, επήκουσε της δεήσεως αυτής και της εφανέρωσε μίαν νύκτα εις το όραμα, ότι μέλλει να γεννήση υιόν, όστις θα γίνη δούλος του Θεού γνησιώτατος και να τον ονομάση Γρηγόριον. Ταύτα βλέπουσα εις τον ύπνον της η Νόννα εχάρη. Αφού λοιπόν εγέννησεν αυτόν και τον απεγαλάκτισε, τον επήρεν από τας αγκάλας της και με την προθυμίαν της πίστεως ενίκησε τα σπλάγχνα της φύσεως και τον αφιέρωσεν εις τον Θεόν, καθώς έταξε προ της συλλήψεως· αυτός δε πάλιν ο θεοχαρίτωτος εδείκνυεν από βρέφος οποίος έμελλε να γίνη, όταν έλθη εις ηλικίαν νόμιμον· και δεν έκαμνε ποσώς αταξίας και παιδικά παιγνίδια ούτε άλλας πράξεις των παιδίων εζήτει να κάμνη, αλλά μόνον εσπούδαζε τα γράμματα· και τόσον τα επόθησεν εξ όλης ψυχής και καρδίας του, ώστε ελησμόνει το φαγητόν πολλάκις δια να μη αμελήση το μάθημα· ομοίως και ο πατήρ αυτού Γρηγόριος έδειξε τόσην θερμότητα και ευλάβειαν εις την πίστιν του Χριστού μετά την θείαν αυτού αναγέννησιν, ώστε τον εψήφισαν οι ευσεβείς της πόλεως εκείνης ποιμένα των και διδάσκαλον και εχειροτονήθη Αρχιεπίσκοπος της Ναζιανζού, όστις και πρότερον μεν ήτο ενάρετος, αλλά τότε δια την αξίαν της Αρχιερωσύνης εφύλαττε πάσαν ακρίβειαν της Ορθοδοξίας επιμελέστατα. Όταν δε ο νέος Γρηγόριος έφθασεν εις το δέκατον έτος της ηλικίας του, επειδή είχε πόθον να μάθη τας επιστήμας των γραμμάτων, επήγεν εις την Καισάρειαν και εκεί συναναστρεφόμενος με τους εξαιρέτους και μαθηματικούς διδασκάλους, επήρεν εις ολίγον καιρόν αρκετά των γραμμάτων την παίδευσιν, διότι πρώτον μεν ήτο εις την ευφυϊαν του νοός επιδέξιος, δεύτερον δε έβαλε πολύν πόθον και εσπούδαζεν υπέρμετρα. Αφού λοιπόν έκαμεν ικανόν καιρόν εις Καισάρειαν, επήγεν εις την Παλαιστίνην να μάθη και ρητορικήν, όχι την τάξιν αυτής, αλλά το καλλώπισμα του λόγου και τον στολισμόν της φράσεως. Από την Παλαιστίνην επήγεν εις την Αλεξάνδρειαν, εις ένα τόπον Φάρον καλούμενον· όχι μόνον δε αυτάς τας τρεις πόλεις περιήλθεν, αλλά και πολλάς άλλας χώρας και τόπους επιθυμών να συνομιλήση με σοφούς και μαθηματικούς ανθρώπους, ίνα μάθη τάξιν και φρόνησιν. Όθεν πολλήν ωφέλειαν απέκτησεν από τούτο και περισσώς εκαρπώθη· ύστερον δε πάλιν έχων πόθον να σοφισθή περισσότερον, ηθέλησε να υπάγη εις τας Αθήνας, όπου ήσαν τότε οι μεγάλοι φιλόσοφοι. Εισήλθε λοιπόν εις ένα πλοίον Αιγινήτικον και έπλεον εις το Παρθενικόν πέλαγος· εκεί δε εξαφνικά ήλθεν άλλος άνεμος εναντίος και τόσον άγριος και χαλεπώτατος, ώστε το σκάφος εκινδύνευε να καταποντισθή και ήτο τόσον σκότος, ώστε μήτε ουρανός εφαίνετο, ούτε θάλασσα, αλλά παρομοίως ήτο ως εις την ενάτην πληγήν της Αιγύπτου, σκότος ψηλαφητόν και υπέρμετρον. Έκλαιον λοιπόν όλοι του πλοίου, θρηνούντες απαρηγόρητα τον του σώματος θάνατον, ο δε νέος Γρηγόριος εφοβείτο μάλλον τον της ψυχής θάνατον, επειδή ήτο ακόμη αβάπτιστος και εθλίβετο από τους άλλους περισσότερον. Έπειτα ενεθυμήθη εκείνα τα παλαιά του Θεού θαυμάσια, όσα ετέλεσεν εις ευεργεσίαν των αχαρίστων Ιουδαίων εις την γην και την θάλασσαν, την οποίαν έσχισεν εις δύο και επέρασαν οι Εβραίοι, οι δε διώκοντες αυτούς κατεποντίσθησαν άπαντες. Ύστερα δε πάλιν ότι ανέβλυσεν ύδωρ από την πέτραν και τους επότισε και ότι τροφήν ουρανόθεν τοσούτους χρόνους τους έβρεχε και τους έτρεφε με αυτάρκειαν, ότι τους τρεις Παίδας εφύλαξεν αβλαβείς εις την κάμινον και ότι τον Δανιήλ από τους λέοντας και τον Ιωνάν εις την κοιλίαν του κήτους σώον και ακέραιον διεφύλαξε· ταύτα, λέγω, και άλλα εξαίσια θαυμάσια του παντοδυνάμου Θεού ο σοφός Γρηγόριος ενθυμούμενος, έλαβε θάρρος και σχίζων τα ιμάτιά του έχυνε κρουνηδόν τα δάκρυα, επικαλούμενος μεγαλοφώνως τον Θεόν εις βοήθειαν, λέγων ταύτα εξ όλης καρδίας του· «Παρακαλώ την Βασιλείαν σου, Κύριέ μου Ιησού Χριστέ, να με ευσπλαγχνισθής τον ανάξιον δούλον σου, να μη με πάρης μη έχοντα γάμου ένδυμα, αλλά αξίωσόν της θείας αναγεννήσεως· ναι, Πανάγαθε Δέσποτα, λύτρωσαί με ως Παντοδύναμος από τούτον τον επικρεμάμενον κίνδυνον και ευθύς μόλις φθάσω εις την ξηράν, να λάβω την σφραγίδα του Αγίου Βαπτίσματος, ίνα είμαι αληθής και εξαίρετος δούλος σου». Ταύτα αφού είπε μετά πίστεως, επήκουσεν ο Κύριος αυτού της δεήσεως και έγινεν, ω του θαύματος! εις μίαν στιγμήν η πρώην αγριευμένη θάλασσα, ταπεινή και ήμερος, υπακούσασα εις το θείον πρόσταγμα. Τούτο το μέγα θαυμάσιον ιδόντες οι ναύται όλοι και οι λοιποί, οίτινες ήσαν εις το πλοίον, εξεπλάγησαν και επίστευσαν εις τον Χριστόν, οίτινες ήσαν ειδωλολάτραι πρότερον και ομοφώνως ωμολόγησαν άπαντες, ότι ο Θεός του Γρηγορίου τους ελύτρωσεν απ’ εκείνον τον μέγαν κίνδυνον και ότι αυτός μόνος είναι Θεός Παντοδύναμος. Τοιούτος ήτο και προ του Αγίου Βαπτίσματος ο μέγας ούτος Γρηγόριος, όστις μετέστρεψεν όλους του πλοίου εις θεογνωσίαν, με τοιαύτην θαυματουργίαν. Όταν δε επήγεν εις τας Αθήνας, δεν ημπορώ να διηγηθώ με πόσην τιμήν τον εδέχθησαν και πόσον ηυλαβούντο την αρετήν και ευταξίαν του όλοι οι Αθηναίοι μαθηταί και διδάσκαλοι. Εις ολίγον καιρόν ήλθεν εις τας Αθήνας και ο Μέγας Βασίλειος δια να μάθη και αυτός φιλοσοφίαν, καθώς είχαν οι σπουδαίοι τον καιρόν εκείνον συνήθειαν, να συνάγωνται εις τας Αθήνας δι’ ανωτέρας σπουδάς. Όταν λοιπόν εγνώρισαν ο ένας του άλλου την αρετήν και τον ένθεον ζήλον, ηγαπήθησαν τόσον, ώστε δεν ηδύναντο να ξεχωρίσουν ουδόλως απ’ αλλήλων, αλλ’ εκάθησαν εις μίαν οικίαν, έτρωγον μαζί και είχον μίαν γνώμην και οι δύο και ένα θέλημα και σχεδόν ειπείν ευρίσκετο μία ψυχή εις εκείνα τα δύο σώματα και ο εις από τον άλλον ελάμβανε μεγάλην ωφέλειαν, όχι μόνον εις την αρετήν, αλλά και εις τα μαθήματα· ότι ως δύο γεωργοί σπουδαίοι και έμπειροι με την ιδίαν προθυμίαν γεωργούντες τον αγρόν της φιλοσοφίας και σπείροντες, με πολύν κόπον εθέρισαν τον καρπόν της επιμελείας των· με ταύτην λοιπόν την επιμέλειαν και την υπομονήν των επέρασαν όλους τους συνομηλίκους των. Μάλιστα δε εγκρατεύοντο τόσον, ώστε μόνον δια να ζουν έτρωγον και μόνον από τα αναγκαία και χρειαζόμενα, ευχαριστούντες τον Κύριον, ως ο Προφήτης Ηλίας και ο Ιωάννης ο Πρόδρομος· τα δε άλλα όσα κολακεύουν την κοιλίαν και φέρουν ηδονήν κατεφρόνουν και παντελώς απεστρέφοντο. Δια δε την σωφροσύνην, την οποίαν εφύλαξαν έως τέλους της ζωής των, τι να είπωμεν; Τόσον εφυλάχθησαν καθαροί και αμόλυντοι, ώστε επερίσσευσαν εις την σωφροσύνην τον Ξενοκράτην εκείνον τον διαβόητον, όστις εκοιμάτο με μίαν γυναίκα πόρνην και ποσώς δεν έβαλλεν εις τον νουν του, ότι ήτο γυνή πλησίον του· την πλεονεξίαν και μειονεξίαν έφευγον και μόνον επεριποιούντο το δίκαιον· την ακτημοσύνην τοσούτον ηγάπησαν, ώστε υπερέβησαν τον Αντισθένην, τον Πυθαγόραν και τον Κράτητα και απέδειξαν τα σεμνά εκείνων και τίμια, ως παίδων παιγνίδια, ότι υπερβολικά κατεφρόνουν την των χρημάτων και άλλων πραγμάτων απόκτησιν. Την αλαζονείαν και έπαρσιν εβδελύσσοντο και την υπεροψίαν και υπερηφάνειαν ηφάνισαν με την της φιλοσοφίας σεμνότητα. Δια δε την φρόνησιν, την οποίαν είχον οι Άγιοι, δεν είναι ανάγκη να γράφωμεν, διότι όλη των η ζωή ήτο μία μελέτη και επιθυμία ακατάπαυστος, ημέραν και νύκτα, πως να δυνηθούν να αποκτήσουν την ουράνιον φιλοσοφίαν μάλλον ή την επίγειον· αλλ’ όμως εσπούδαζαν να αποκτήσουν και ταύτην δια να βοηθήσουν την Εκκλησίαν μας, να εκριζώσουν από τον σίτον τα ζιζάνια· προσεπάθησαν, καθ’ υπερβολήν, να περάσουν τους παλαιούς, να φανούν τιμιώτεροι· και ούτως εγένετο με τον πολύν των κόπον και με την θείαν βοήθειαν, καθώς από τα συγγράμματά των φαίνεται· ότι εις τα γραμματικά δεν τους ελάνθανε τίποτε, ούτε μέτρα επιστήμης ή τρόποι και σκοποί της ποιητικής, ούτε πλήθος ιστοριών και ευγλωττία πολιτικών λέξεων. Της ρητορικής δε την ευταξίαν και το κάλλος της φράσεως εδιάλεξαν, απορρίψαντες το ψεύδος ως μάταιον· την δε ηθικήν φιλοσοφίαν και όση είναι εις τα δόγματα τοσούτον εσπούδασαν, ώστε υπερέβησαν άπαντας· ούτω και τας άλλας επιστήμας αρκετώς εσπούδασαν, αριθμητικήν, λέγω, γεωμετρίαν, μουσικήν και αστρονομίαν, δια να γίνωσι διδάσκαλοι τέλειοι. Και τότε ο μεν Βασίλειος εγύρισεν εις τον τόπον του, τον δε Γρηγόριον δυναστικώς οι Αθηναίοι εκράτησαν και κατά πολλά τον ετίμησαν, καθίζοντες αυτόν εις τον σοφιστικόν θρόνον, διότι ωρέγοντο την σοφίαν και ευγλωττίαν του και την θαυμασίαν πολιτείαν του και είχον πόθον να μάθουν τα ήθη του. Παρέμεινε λοιπόν προς ολίγον εις τας Αθήνας ο θείος Γρηγόριος βλέπων την μεγάλην αγάπην, την οποίαν έδειξαν προς αυτόν και τας τοσαύτας παρακλήσεις τας οποίας του έκαμνον οι Αθηναίοι. Αλλά πάλιν εις ολίγον καιρόν παρεκάλεσε τους φιλοσόφους να τον συγχωρήσουν να υπάγη εις την πατρίδα του, από την οποίαν έλειπε χρόνους τριάκοντα. Αφού λοιπόν έλαβε την άδειαν, επήγεν εις τους γονείς του και λαμβάνει από τον πατέρα του το Άγιον Βάπτισμα, αν και ήτο και πρωτύτερα φωτισμένος. Τότε ο πατήρ του τον εχειροτόνησεν Ιερέα άκοντα, μετά μεγάλης δυσκολίας δεχθέντα, δια να μη γίνη του πατρός του παρήκοος· πλην έχων πόθον πολύν να απολαύση τον ηγαπημένον του Βασίλειον, έφυγε κρυφίως από την πατρίδα του και επήγεν εις την Μαύρην θάλασσαν, όπου ευρίσκετο τότε ο Μέγας Βασίλειος και συνευφρανθέντες τω πνεύματι, επολιτεύοντο ζωήν ισάγγελον· ο δε Θεός ήτο εις το μέσον αυτών κατά την υπόσχεσιν· «ου γαρ εισι δύο ή τρεις συνηγμάνοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμί εν μέσω αυτών» (Ματθ. ιη: 20). Τότε δε εκεί ευρισκόμενοι έγραψαν νόμους και όρους δια τους φιλοθέους Ασκητάς, οι οποίοι αναχωρούσιν από τον κόσμον, πως να πορεύωνται. Επειδή δε ο πατήρ τού Αγίου Γρηγορίου, Γρηγόριος, εγήρασε πλέον και επειδή εκοιμήθη ο εις υιός, τον οποίον είχε δεύτερον από τον Άγιον Γρηγόριον, την κλήσιν Καισάριος, έγραψε παρακλητικάς επιστολάς προς τον Άγιον να υπάγη προς αυτόν, να κυβερνήση το πράγμα της Εκκλησίας και να του δώση και την ευχήν του, επειδή ήτο χρόνων ενενήκοντα και επλησίαζεν εις τον θάνατον. Όθεν αν και είχε πόθον ο Άγιος να κάθηται εις την αναχώρησιν, πλην δια να μη παρακούση του πατρός του έστερξε να υστερηθή την ποθουμένην του ησυχίαν και τον φίλον του. Φθάσας λοιπόν εις την πατρίδα του την εύρεν εις μεγάλην σύγχυσιν, ότι τον καιρόν εκείνον εβασίλευεν ο Ουάλης, όστις ήτο Αρειανός· όθεν πολλοί Αρχιερείς εξωρίσθησαν από τους θρόνους, διότι δεν συνεκοινώνουν με τους ασεβείς, οι δε αιρετικοί εποίμαιναν τον λαόν οι ανόσιοι και μερικοί Επίσκοποι εσυγκοινωνούσαν από τον φόβον των εις την αίρεσιν· άλλοι εδελεάζοντο από χρήματα και άλλοι ενικώντο από απλότητα, μεταξύ δε τούτων ήτο και ο πατήρ του Αγίου Γρηγορίου, ο οποίος με το να ήτο απλούς και αγράμματος έπεσεν εις αυτήν την αίρεσιν, οι Μοναχοί όμως της πόλεως Ναζιανζού και οι περισσότεροι του λαού δεν εδέχοντο να επικοινωνήσουν μετ’ αυτού, αλλά εμάκρυναν φεύγοντες· ο Άγιος λοιπόν έκαμε δεήσεις ολονυκτίους με νηστείας και δάκρυα, δεόμενος εις τον Πανάγαθον Θεόν να δώση εις τον λαόν ένωσιν και ομόνοιαν. Έπειτα κατέπεισε τον πατέρα του με νουθεσίας και παραδείγματα και ωμολόγησε την αλήθειαν, ζητήσας από τον Θεόν συγχώρησιν δια την προτέραν πλάνην του. Επίσης εδίδαξε και τον επίλοιπον λαόν, οδηγήσας άπαντας εις την Ορθοδοξίαν και ούτως έφερε την πατρίδα του εις την αλήθειαν της πίστεως και εις την ομόνοιαν και ειρήνην. Μετά καιρόν εκάθησεν εις τον θρόνον της βασιλείας ο τρισκατάρατος Ιουλιανός ο Παραβάτης, όστις έκαμε πολλά κατά των Χριστιανών ο άχρηστος και μισόχριστος, υστέρησε τας Εκκλησίας από τα προνόμια και τα εισοδήματα, τα οποία εχάρισεν εις αυτάς ο φιλόχριστος Κωνσταντίνος και άλλας ζημίας έκαμεν ούτος ο αλιτήριος τύραννος· εξόχως δε προσέταξεν ως φθονερός και παγκάκιστος να μη μανθάνουν οι παίδες των Χριστιανών Ελληνικά γράμματα. Ο δε Άγιος εις πείσμα του παρανόμου βασιλέως συνέθεσεν ωραιότατα ποιήματα, στηλιτεύων τας αισχρολογίας και τους μύθους των Ελλήνων ως φλυαρήματα, και τόσον απεγύμνωσε την πολύθεον πλάνην, ώστε πας όστις είχεν ολίγην γνώσιν, την περιεγέλα ως ματαίαν και αξίαν πάσης καταφρονήσεως· συνέθεσε δε και στίχους ηρωϊκούς και ιαμβικούς, τραγωδίας και κωμωδίας και άλλα ποιήματα πολλά εις πάσαν υπόθεσιν, εις έπαινον αρετής, εις κάθαρσιν ψυχής τε και σώματος, εις προσευχήν και θεολογίαν και άλλα διάφορα, τα οποία όλα έγραψε με μέτρα τεχνικά, φεύγων πάσαν Ελληνικήν φλυαρίαν· και εσύστησεν εις τους Χριστιανούς μίαν διδασκαλίαν πάνσοφον, δια να την μανθάνουν οι παίδες των πιστών, να παιδεύωνται εις την μάθησιν και να στερεώνωνται εις την ευσέβειαν. Ταύτα δε όλα έκαμεν ο Άγιος προς καταισχύνην του βασιλέως και ενίσχυσιν και ζήλον της Ορθοδόξου πίστεως. Τον καιρόν εκείνον εκοιμήθη η αδελφή του Γρηγορίου, Γοργονία ονόματι, οι δε γονείς του ήσαν υπέργηροι, πλησίον εις τους εκατόν χρόνους· όθεν ο πατήρ αυτού παρεκάλεσε πολύ τον Άγιον να λάβη το βάρος της Επισκοπής επάνω του, να κυβερνά την Εκκλησίαν, επειδή αυτός πλέον δεν ηδύνατο. Όθεν και πάλιν, παρά την θέλησίν του, εδέχθη και τούτο το φορτίον δια να σώση πολλάς ψυχάς και να κυβερνήση τους γονείς του. Εις ολίγον καιρόν ετελεύτησε πρώτον ο πατήρ αυτού και ύστερα η μήτηρ του, τους οποίους ενεκωμίασε με λόγους επιταφίους, καθώς έκαμε και εις την τελευτήν του Καισαρίου και της Γοργονίας, των αδελφών του, επειδή όλοι ήσαν ενάρετοι και εσώθησαν. Μετά ταύτα εγκατέλειψε την αξίαν της Αρχιερωσύνης και επήγεν εις την Σελεύκειαν, όπου έμεινεν ικανόν καιρόν εις ένα Ναόν της Αγίας Πρωτομάρτυρος Θέκλης, έως ότου ακούση ότι εψήφισαν άλλον Επίσκοπον. Τον καιρόν εκείνον υπήρχον εις όλας τας πόλεις κακαί και χαλεπαί αιρέσεις, όχι μόνον των Αρειανών, αλλά και των Πνευματομάχων, οίτινες έλεγον κτίσμα, οι άθεοι, το Πνεύμα το Άγιον· και τόσον ηπλώθησαν αυταί αι βλασφημίαι πανταχού, ώστε δεν είχον πλέον πουθενά οι Ορθόδοξοι τόπον ειρηνικόν να στέκουν, αλλά τους εδίωκον από κάθε χώραν. Εις την Κωνσταντινούπολιν ήτο μεγαλυτέρα σύγχυσις· όθεν ο Μέγας Βασίλειος παρεκάλεσε πολύ τον σοφόν Γρηγόριον να υπάγη εις την Κωνσταντινούπολιν, παίρνων και άλλους Αρχιερείς εις την συνοδείαν του, ίνα υπερμαχήσουν με όλην την δύναμιν, να ανασπάσουν από το μέσον τα ζιζάνια. Όταν λοιπόν έφθασεν ο πάνσοφος εις την βασιλεύουσαν, εύρε την Εκκλησίαν ταπεινωμένην και καταφρονημένην από την βασιλικήν εξουσίαν και τα σκεύη της αδίκως αρπαγμένα και καταπατηθέντα από τους ασεβείς και κακόφρονας. Καθώς λοιπόν εισήλθεν εις την πόλιν ο μέγας Γρηγόριος, εσφενδόνησεν (ως άλλος Δαβίδ τον αλλόφυλον) τα σαθρά και μάταια των κακοδόξων διδάγματα και εστερέωσε την Ορθοδοξίαν, καθημερινώς νουθετών εκείνους οίτινες εδελεάσθησαν εις την πλάνην των κακοδόξων και τους έφερεν εις ολίγας ημέρας όλους, με την σοφίαν των λόγων του, εις την επίγνωσιν της αληθείας· τόσον δε εκοπίασε και εκακοπάθησεν, όσον ουδείς άλλος των Αρχιερέων ουδέποτε· διότι δεν είχεν ακόμη ξερριζωμένας τας προειρημένας αιρέσεις ο πάνσοφος και πάλιν εφάνη άλλος διάβολος, ο επώνυμος της απωλείας Απολλινάριος, όστις έκαμεν ιδικήν του αίρεσιν, βλασφημών την ενανθρώπησιν του Θεού ο μισάνθρωπος και έλεγεν, ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού δεν έλαβε ψυχήν νοεράν, αλλά άλογον. Ταύτα λέγων ο της απωλείας υιός Απολλινάριος, ως έμπειρος εις την Ελληνικήν παίδευσιν, εξηπάτησε πολλούς με την πολυλογίαν του και τους έσυρεν εις την κακοδοξίαν του. Όθεν έπεσεν ο σοφός Γρηγόριος πάλιν εις μέγαν και ακαταπόνητον πόλεμον, ελέγχων, επιτιμών, παρακαλών, τους μεν να φυλάττουν την πίστιν και να μη πέσουν εις τον κρημνόν της αιρέσεως, τους δε ηπατημένους να επιστρέψουν οπόθεν εξέπεσον. Αλλ’ οι μαθηταί τού Απολλιναρίου έσμιξαν με τους Αρειανούς και τόσον παρεκίνησαν τινάς από τους ηπατημένους, ώστε ώρμησαν να λιθοβολήσουν τον θείον Γρηγόριον, ως οι Ιουδαίοι τον Στέφανον. Αλλ’ ο Θεός τον εφύλαξε και δεν ηδυνήθησαν να τον βλάψουν, μόνον τον επήγαν εις τον κριτήν ως στασιαστήν και κατάδικον· ω της αγνωσίας και αδικίας! Ο μέγας Γρηγόριος εξητάζετο ως αποστάτης και εναντίος των βασιλικών διατάξεων, ο της αταξίας ειρηνευτής και ιατρός των ατοπημάτων άμισθος, ο μαθητής του πραοτάτου Χριστού, του δείξαντος την άκραν ταπείνωσιν! Αλλά με όλας τας ατιμίας αυτάς και κακώσεις, τας οποίας του έκαμαν, ποσώς δεν εκάκισεν, αλλά τα υπέμεινε με πραότητα λέγων· «Έτοιμος είμαι δια το όνομά σου, Χριστέ μου, να λάβω και θάνατον, ότι η χάρις σου είναι μετ’ εμού». Ούτω λοιπόν εφάνη Μάρτυς εις την προαίρεσιν και με τόσους κόπους αγωνιζόμενος εδοξάσθη δια την αρετήν την οποίαν ειργάζετο· ότι ο Θεός εβοήθησε και έστρεψε την ατιμίαν που του άκαμαν πρότερον εις τιμήν και δόξαν ύστερον και τον εχειροτόνησαν Πατριάρχην αυτής της βασιλευούσης των πόλεων. Τούτο δε έκαμαν όχι δια χάριν ανθρωπίνην, αλλά δια μισθόν των καμάτων του. Εκυβέρνησε λοιπόν την Εκκλησίαν ο Άγιος ολίγον καιρόν ατάραχα· αλλά και πάλιν ο σπορεύς της κακίας εφθόνησε να βλέπη εις τον μέγιστον και υπέρτιμον αυτόν θρόνον τοιούτον σοφώτατον και αήττητον της αληθείας υπέρμαχον· όθεν έχων συνεργόν του και βοηθόν φιλόσοφον τινα κυνικόν από την Αίγυπτον, καλούμενον Μάξιμον, έβγαλεν από τον θρόνον τον μέγαν Γρηγόριον και εκάθισεν εις αυτόν τον ανάξιον Μάξιμον, με διαβολάς και πανουργεύματα· ούτος ο Μάξιμος δεν εκάθισεν εις τον θρόνον με Σύνοδον, αλλά παρανόμως ως άνομος. Ήτο δε ούτος μαθητής του και τον ηγάπα ο Άγιος, μη ηξεύρων τας πανουργίας του, ότι αυτός ο κακότροπος ήτο απόκρυφα αιρετικός. Έκαμε λοιπόν τρόπον και επήρε την αξίαν ο ανάξιος, αλλ’ ολίγον καιρόν την εχάρη, επειδή ο λαός δεν τον ήθελε και παρεκάλουν τον Άγιον να μη αναχωρήση από την πόλιν, αλλά να μείνη πάλιν εις τον θρόνον του, να ποιμάνη τα πρόβατα δια να μη τα σπαράξουν οι άρπαγες λύκοι, ήτοι οι αιρετικοί, οίτινες κατά τον καιρόν εκείνον ευρίσκοντο. Ο Άγιος όμως, έχων πόθον να ησυχάση από τα σκάνδαλα, ητοιμάσθη ν’ αναχωρήση. Ως ήκουσε τούτο όλη η πόλις εσυνάχθησαν άπαντες, άνδρες τε και γυναίκες, νέοι και γέροντες, την ορφανίαν αυτών οδυρόμενοι, εις δε ευλαβής είπε ταύτα προς τον μέγαν Γρηγόριον· «Υπάγεις, Πάτερ, αλλά γίγνωσκε ότι παίρνεις και την Αγίαν Τριάδα μετά σου». Ταύτα ακούσας ο Άγιος έμεινε δια τον ζήλον της πίστεως· έστειλε δε γράμματα και ο ευσεβέστατος βασιλεύς Θεοδόσιος Α΄, όστις επολέμει τότε εις τα μέρη της Μακεδονίας με τους βαρβάρους και επρόστασσε να βάλουν εις τον θρόνον τον Άγιον Γρηγόριον, τον δε Μάξιμον να εξορίσουν. Έπαυσαν λοιπόν τα σκάνδαλα και έμεινε πάλιν ο καλός ποιμήν εις τον θρόνον του και έλαμπε με την διδασκαλίαν ως άλλος ήλιος, διώκων το σκότος των αιρέσεων και φωτίζων άπασαν την υφήλιον, κοπιάζων καθ’ εκάστην ωσάν επιμελής γεωργός, όστις καθαρίζει από τον αγρόν τας ακάνθας και ξερριζώνει τα ζιζάνια, δια να εσοδειάση τον καιρόν του θέρους τον σίτον ακοπίαστα. Καθ’ ημέραν εδίδασκεν εις την Εκκλησίαν και συνέτρεχεν ο λαός να ακούη εκείνα τα γλυκύτατα και πάνσοφα λόγια· και οι μεν πιστοί εβεβαιώνοντο, οι δε άπιστοι και κακόδοξοι άφηναν την πλάνην και εβαπτίζοντο. Τόσον δε ανεπτυγμένην είχε την τέχνην και μάθησιν της Θεολογίας, ώστε κανείς άλλος δεν ηδυνήθη να τον φθάση ουδέποτε, διο και πρεπόντως επήρε το όνομα Θεολόγος. Ηθέλησαν δε οι Ορθόδοξοι να κάμουν κατά των αιρετικών μεγάλην εκδίκησιν, ήτοι να εξορίσουν τον άνωθεν Μάξιμον με τους ακολούθους του και να τους παιδεύσουν πρεπόντως δια την ζημίαν και καταφρόνησιν, την οποίαν έκαμαν εις τον Άγιον· αυτός όμως ο πράος και μιμητής του Δεσπότου δεν τους επέτρεψε λέγων· «Δεν μας προστάσσει ο Χριστός, τέκνα μου, να τιμωρώμεν τους πταίστας ημών ούτε να κάμνωμεν εις τους εχθρούς μας εκδίκησιν, αλλά να επιστρέφωμεν τους πεπλανημένους να γνωρίσουν το σφάλμα των και να προσέλθουν εις την ευσέβειαν· αυτό είναι δι’ εμέ η εκδίκησις· να σώσω τους εμέ αδικήσαντας· λοιπόν έχετε υπομονήν και μακροθυμίαν, ότι μακρόθυμος ανήρ πολύς εν φρονήσει· αγαπάτε εκείνους, οίτινες σας μισούσι· κάμνετε καλόν εις εκείνους, οίτινες σας εκακοποίησαν και συγχωρείτε πάντα όστις σας έπταισε και αφήτε τον Θεόν να κάμη αυτός ως ορίση την εκδίκησιν, καθώς εκείνος επρόσταξε λέγων· «Εμή εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω». Με ταύτα και άλλα παραινετικά και ψυχωφελή λόγια ειρήνευσε τον λαόν και ησύχασαν. Αφού δε ο βασιλεύς Θεοδόσιος ενίκησε τους εχθρούς του και υποτάξας αυτούς τους υπεχρέωσε να του δίδουν ωρισμένον φόρον, επέστρεψε νικητής και τροπαιούχος εις τα βασίλεια. Τότε ετίμησε πολύ τον Αρχιερέα Γρηγόριον, συνοδεύσας δε αυτόν με τους δορυφόρους του και όλην την Σύγκλητον τον επήγεν εις Εκκλησίαν και κάμνων εις αυτόν μεγάλην φήμην τον ηυχαρίστησε δια τους πολλούς κόπους και την κακοπάθειαν που υπέμεινεν από τους κακόφρονας δια την ευσέβειαν. Αφού λοιπόν τον ενεκωμίασεν, ως έπρεπε, του έδωκεν εις τας χείρας την αρχιερατικήν ράβδον και εφίλησεν ο εις του άλλου την δεξιάν, και λέγει προς αυτόν ο αοίδιμος· «Ο Θεός δια της ιδικής μας χειρός σου δίδει την Εκκλησίαν του και σου παραδίδω και εγώ τον ιερόν θρόνον να τον κυβερνάς ως έμπειρος». Ο δε Άγιος περιχαρής γενόμενος εφίλησε τον βασιλέα και τον ευχήθηκε. Ταύτα οι Αρειανοί βλέποντες εφθόνησαν πολλά δια την τιμήν την οποίαν έκαμεν ο βασιλεύς εις τον Άγιον και ανεζήτουν καιρόν επιτήδειον να θανατώσουν αυτόν, δια να μη τον έχουν αντίδικον· επλήρωσαν όθεν οι άνομοι ένα νέον να φονεύση τον Άγιον απόκρυφα, δια να μη γίνη εις τον λαόν σύγχυσις· ούτος εδοκίμασε να τελέση τοιαύτην παρανομίαν και δεν ηδυνήθη, διότι ο Θεός, όστις εφύλαττε τον δούλον του, τον ημπόδισεν· όθεν ο νέος ηννόησε την θείαν θαυματουργίαν και φοβούμενος την φοβεράν ανταπόδοσιν, μετενόησεν εκ καρδίας το πταίσιμον και πηγαίνων εις τον Άγιον έπεσεν εις τους πόδας αυτού, μετά δακρύων ζητών συγχώρησιν· και ερωτών αυτόν ο Άγιος τι έκαμε, δεν ηδύνατο να απαντήση από τα δάκρυα. Τότε του λέγει εις κληρικός, όστις ήξευρε την υπόθεσιν· «Αυτός είναι ο φονεύς, όστις ακούμβησε το σπαθί εις το στήθος σου να σε θανατώση, καθώς οι εχθροί μας του παρήγγειλαν, αλλά ο Χριστός σε εφύλαξε· τώρα λοιπόν μετανοεί δια την αμαρτίαν του και σου ζητεί συγχώρησιν». Τότε παρευθύς ο χριστομίμητος Γρηγόριος ενηγκαλίσθη τον εχθρόν του, λέγων· «Ο Δεσπότης Χριστός, όστις εφύλαξεν εμέ, τέκνον μου, αυτός να συγχωρήση και το ιδικόν σου πταίσιμον· μόνον άφες την αίρεσιν και πρόσελθε εις την ορθήν ομολογίαν να δουλεύης εις τον Χριστόν με καθαράν συνείδησιν». Ως ήκουσεν η πόλις όλη την τοιαύτην ανεξικακίαν του Αγίου, τον ηγάπησαν έτι περισσότερον. Εις εκείνους τους χρόνους από όλον τον κόσμον με πρόσταγμα βασιλικόν συνηθροίσθη εις την βασιλεύουσαν των πόλεων, την Κωνσταντινούπολιν, η Αγία και Οικουμενική Β΄ Σύνοδος εναντίον Μακεδονίου του Πνευματομάχου, όστις την θεότητα του Αγίου Πνεύματος δεν επίστευε και πολλούς από τους αγνώστους ανθρώπους εις απώλειαν έφερεν. Εις αυτήν την Αγίαν Σύνοδον εκάθησαν εκατόν πεντήκοντα Άγιοι Πατέρες, έχοντες Εξάρχους μεταξύ των Αγίων, εκτός του Αγιωτάτου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως και τους Πατριάρχας Αλεξανδρείας Τιμόθεον, Ιεροσολύμων Κύριλλον και Αντιοχείας Μελέτιον, ο οποίος ήτο άνθρωπος ευσεβής και ενάρετος· αυτόν εξώρισαν από τον θρόνον του οι Αρειανοί πρωτύτερα και έπαθε δια την αγάπην του Χριστού πολλά βάσανα, επειδή ήτο δίκαιος και άμεμπτος. Τότε με την συμβουλήν και πρόσταξιν πάντων απεφάσισεν η Σύνοδος να έχη τον θρόνον του ο Γρηγόριος. Κατ’ εκείνας δε τας ημέρας εκοιμήθη εκεί εις την πόλιν ούτος ο μέγας την αρετήν Μελέτιος και τον ενεταφίασαν με πολλήν τιμήν και ευλάβειαν. Μετά τούτο ήλθον και άλλοι Αρχιερείς από την Μακεδονίαν και από την Αίγυπτον, οίτινες ως άνθρωποι και αυτοί εσκανδαλίσθησαν και ηναντιούντο διότι εκάθησαν εις τον θρόνον τον Άγιον Γρηγόριον, χωρίς να τους ερωτήσουν και αυτούς. Βλέπων λοιπόν ο Άγιος ότι εφιλονικούσαν μεταξύ των οι Αρχιερείς δι’ αυτόν και έκαμνον σύγχυσιν, εστάθη εις το μέσον της Συνόδου και τους λέγει· «Άγιοι Αρχιερείς, εάν τους άλλους διδάσκετε να ειρηνεύουν, διατί σεις να μάχεσθε; Εάν είμαι εγώ η αιτία του σκανδάλου, σας παρακαλώ να με εβγάλετε όχι μόνον από τον θρόνον, αλλά και από τον κόσμον, να με ποντίσετε ως τον Ιωνάν εις την θάλασσαν· μόνον ειρηνεύετε και μη κάμνετε εις την Εκκλησίαν σύγχυσιν· λυπηθήτε τους κόπους και τους μόχθους, τους οποίους υπέμεινα να την ειρηνεύσω και κυβερνήσατέ την ως δύνασθε· και σας ευχαριστώ επ’ αληθείας, διότι με λυτρώνετε από φροντίδας και συγχύσεις, να περάσω το γήρας μου εις την ησυχίαν καθώς επιθυμεί η ψυχή μου αμέριμνα». Ταύτα αφού είπεν ο Άγιος, οι μεν Αρχιερείς έμειναν ως σκυθρωποί από την εντροπήν των, αυτός δε εξερχόμενος από την Σύνοδον, επήγεν εις τον βασιλέα και του λέγει· «Εις σε μεν, ω κράτιστε βασιλεύ, δι’ όσα καλά κατώρθωσες εις την Εκκλησίαν, εύχομαι πλουσίαν την εκ του Κυρίου ανταπόδοσιν, την χάριν δε την οποίαν ζητώ της βασιλείας σου, δέομαί σου να μου δώσης δια τον Κύριον· δεν σου ζητώ πλούτον και πράγματα πρόσκαιρα, μόνον να με συγχωρήσης ν’ αναχωρήσω από τα σκάνδαλα, να παύση ο φθόνος, να ειρηνεύσουν οι Αρχιερείς, να εύρω και εγώ από τους μεγάλους μου κόπους ολίγην άνεσιν». Ο δε βασιλεύς και όλη η Σύγκλητος, από την πολλήν αγάπην που του είχον, επικράνθησαν· δια να μη τον λυπήσουν όμως τον άφησαν και έφυγε. Μετά την αναχώρησιν του θείου Γρηγορίου, η μεν αγία Σύνοδος εξέλεξε Πατριάρχην τον θείον Νεκτάριον από την Ταρσόν της Κιλικίας, ο δε Γρηγόριος επήγεν εις το χωρίον της Καππαδοκίας Αριανζόν, εις το οποίον εγεννήθη και εις το οποίον είχε κληρονομίαν από τον πατέρα του και εις αυτό εκάθησεν. Επειδή δε προ μικρού είχεν αναπαυθή ο Μέγας Βασίλειος, έκαμεν εκεί ο Μέγας Γρηγόριος τον επιτάφιον λόγον του εις τον Μέγαν τούτον φωστήρα και ακολούθως επήγεν εις την Καισάρειαν και τον ανέγνωσεν εις την Εκκλησίαν. Έπειτα επέστρεψεν εις την Ναζιανζόν, από την οποίαν έλειψε χρόνους ολοκλήρους δώδεκα (12), τους οποίους έκαμεν εις την Κωνσταντινούπολιν. Τον καιρόν εκείνον οι μαθηταί του Απολλιναρίου, μη δυνάμενοι να σπείρουν εκεί εις την βασιλεύουσαν την αίρεσίν των, διότι εφοβούντο τον Άγιον Γρηγόριον, την εσκόρπισαν εις άλλους τόπους της χώρας και επλάνησαν πολλούς με τα μιαρά των διδάγματα· τινές δε απ’ εκείνους ετόλμησαν και επήγαν εις την Ναζιανζόν και εχειροτόνησαν Επισκόπους ιδικούς των οι αλιτήριοι, τους οποίους εξώρισεν ο Άγιος φθάνων εκεί και χειροτονήσας Ορθοδόξους, εκαθάρισε δε πάλιν την Ναζιανζόν από τον μολυσμόν της αιρέσεως. Πολύ τον παρεκάλεσαν να μείνη εκεί εις την πατρίδα του, αλλά δεν έστερξεν, ότι ηγάπα πολύ την ησυχίαν. Μόνον εχειροτόνησεν εκεί εις την Ναζιανζόν Αρχιερέα ένα ταπεινόφρονα και ενάρετον άνθρωπον, ονόματι Ευλάλιον, τον οποίον είχεν υπηρέτην πρότερον και ήξευρε την αρετήν και πολιτείαν του. Και τότε αφού ανέσπασε τα ζιζάνια της αιρέσεως, επήγε πάλιν εις την Αριανζόν και ησύχαζε, γράφει δε εκείθεν προς τινα Πρεσβύτερον, ονόματι Κλυδώνιον, άνδρα θεοσεβέστατον και εις άλλους τινάς, να μη δέχωνται τας χειροτονίας των Απολλιναριστών, αλλά να τους αποστρέφωνται ως παρανόμους και ξένους από την Εκκλησίαν του Χριστού. Έγραφε δε ο Άγιος και εις άλλους τόπους και χώρας και έστελλε πανταχού γράμματα, όπου ήθελεν ακούσει ότι ευρίσκοντο αιρετικοί Επίσκοποι και εστηλίτευεν αυτούς, ανατρέπων τα δυσσεβή και άθεά των δόγματα, καθώς φαίνεται και εις τας δύο του επιστολάς, τας οποίας γράφει προς τον Κλυδώνιον και εις τους στίχους τους οποίους συνέθεσε, δια δύο αιτίας, σοφώτατα. Πρώτον μεν δια να ελέγξη το παράνομον πρόσταγμα του παραβάτου Ιουλιανού, όστις ενομοθέτησε να μη μανθάνουν οι Χριστιανοί ελληνικά γράμματα, ως άνωθεν είπομεν· δεύτερον δε διότι έβλεπε τον Απολλινάριον γράφοντα πολλά βιβλία με στίχους και μέτρα διάφορα, με τα οποία εξηπάτησε και επλάνησε πολλούς, φαινόμενος δια μαθηματικός εις άπαντας. Δια τούτο έγραψε τα πολύστιχα μέτρα ο Άγιος και άλλα ποιήματα συνέθεσεν, όσα εγνώριζεν ότι εχρειάζοντο οι Χριστιανοί, δια να μη αναγιγνώσκουν τα των αιρετικών ολότελα. Δι’ αυτήν λοιπόν την αιτίαν έμεινεν εκεί εις την Αριανζόν, εις την οποίαν είχεν άδειαν να γράφη ασύγχυστα και ούτως ησυχάσας ικανόν καιρόν, εκαθάρισε τον εαυτόν του, δια μέσου της φιλοσοφίας. Αρκεί δε μόνον να είπωμεν ενταύθα περί του μεγάλου τούτου Πατρός, ότι εάν έπρεπε να γίνη εις στύλος έμψυχος και ζωντανός, συντεθειμένος εξ όλων των αρετών, ο στύλος ούτος ήτο ο μέγας Γρηγόριος· διότι υπερνικήσας με την λαμπρότητα της ζωής του τους ευδοκιμούντας κατά την πράξιν, εις τόσην ακρότητα της θεωρίας υψώθη, ώστε όλοι ενικώντο υπό της σοφίας του, τόσον εις τους λόγους, όσον και εις τα δόγματα. Τα σωζόμενα αυτού συγγράμματα, λογογραφικά και ποιητικά παντός μέτρου, δεικνύουσι την λαμπράν και γλαφυράν αυτού ρητορείαν και θαυμασίαν πολυμάθειαν. Το ύψος των θεολογικών αυτού νοημάτων ως και ότι εις πάντα λόγον σχεδόν αναφέρει περί της Αγίας Τριάδος, προεξένησεν εις αυτόν την επωνυμίαν «Θεολόγος Τριαδικός». Ούτω λοιπόν καθ’ εκάστην αναβαίνων από υψηλοτέρας εις υψηλοτέραν θεωρίαν ο Άγιος, έφθασε και καιρός να μεταβή από την παρούσαν πρόσκαιρον ζωήν εις την αιώνιον και μακαρίαν· όθεν μετά πολλούς πόνους και αγωνίσματα απήλθε προς ον επόθησε Κύριον κατά την κε΄ (25ην) Ιανουαρίου του έτους 391, ζήσας εις την παροικίαν ταύτην την πολυτάραχον και πολύδακρυν χρόνους εξήκοντα δύο. Ήτο δε εις τον τύπον του σώματος ολίγον ωχρός και χαριέστατος, σιμός εις την ρίνα, ίσας έχων τας οφρύς, επειδή είχεν ένα τραύμα το οποίον ήτο επάνω εις το ομματόκλαδον· το γένειον είχεν όχι πολλά μικρόν, αλλά αρκούντως δασύ, φαλακρός, λευκός εις τας τρίχας, εφαίνοντο δε τα άκρα της γενειάδος του ωσάν περικεκαπνισμένα. Ταις αυτού αγίαις πρεσβείαις ο Θεός ελέησον ημάς. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΣΤ΄ (26η) Ιανουαρίου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΑΝΑΝΙΟΥ Πρεσβυτέρου, ΠΕΤΡΟΥ δεσμοφύλακος και των σ

Δημοσίευση από silver »

Τη ΚΣΤ΄ (26η) Ιανουαρίου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΑΝΑΝΙΟΥ Πρεσβυτέρου, ΠΕΤΡΟΥ δεσμοφύλακος και των συν αυτοίς επτά στρατιωτών.

Ανανίας και Πέτρος οι Άγιοι Μάρτυρες ήσαν κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού και Μαξιμιανού ηγεμόνος της Φοινίκης, εν έτει 295. Συλληφθείς λοιπόν ο Άγιος Ανανίας εφέρθη εις τον ηγεμόνα και επειδή ωμολόγησε μεν τον Χριστόν, ενέπαιξε δε τα είδωλα, δέρεται με ραβδία και κατακαίεται εις τας πλευράς με σούβλας πεπυρωμένας· έπειτα αλείφουσι τα κεκαυμένα μέλη του με όξος και άλας. Μετά ταύτα δια προσευχής του ο Άγιος έσεισε τον ναόν και κατεκρήμνισε τα είδωλα εις την γην. Τούτου ένεκα βάλλεται εις την φυλακήν ένθα λαμβάνει τροφήν παρά Θεού· δια δε του θαύματος ελκύει τον δεσμοφύλακα Πέτρον εις την πίστιν του Χριστού και μετ’ αυτού ρίπτεται εις την θάλασσαν κατά διαταγήν του ηγεμόνος, ομού με επτά άλλους στρατιώτας, τους οποίους έφερεν ο Άγιος εις την πίστιν του Χριστού δια του παραδόξου θαύματος, ότι δηλαδή εφυλάχθη αβλαβής από των βασάνων όσας υπέμεινε. Και ούτω πάντες οι μακάριοι ούτοι έλαβον παρά Χριστού τους στεφάνους της αθλήσεως.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΖ (27η) Ιανουαρίου, η ανακομιδή του λειψάνου του εν Αγίοις πατρός ημών ΙΩΑΝΝΟΥ Αρχιεπισκόπου Κω

Δημοσίευση από silver »

Τη ΚΖ (27η) Ιανουαρίου, η ανακομιδή του λειψάνου του εν Αγίοις πατρός ημών ΙΩΑΝΝΟΥ Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ.
Πάλιν λαμπρά και χαρμόσυνος πανήγυρις και πολύφωτος εορτή κατέλαβε την Εκκλησίαν μας, τον χειμώνα της αθυμίας και το ψύχος της αμαρτίας αφανίζουσα, η μνήμη, λέγω, του διδασκάλου και χρυσοστόμου Πατρός, του οποίου ο φθόγγος, ως και των μακαρίων Αποστόλων, εξήλθεν όντως εις όλα της οικουμένης τα πέρατα και ενεπλήσθη πάσα πόλις και πάσα χώρα από τα χρυσά και λαμπρότατα ρήματα αυτού. Ιδού ήλθεν η χελιδών η πολύφωνος και καλλίφωνος, το μέγα μυστήριον της κοινής Αναστάσεως ως θείον έαρ λαμπρώς εγκαινίζουσα και με την προς ολίγον σιγήν και κατάπαυσιν της πίστεως εμφανίζουσα τον απέραντον ανακαινισμόν της κατά Χριστόν ηλικίας και πνευματικής νεότητος. Παρέστι το χρυσούν στόμα και μετά σιγήν ου σιγών αλλά μάλλον λαλούν ως αληθώς γλυκυτέρους λόγους κηρίου και μέλιτος και ποθεινοτέρους και τιμιωτέρους ατιμήτων λίθων και χρησιμοτέρους χρυσίου κατά αλήθειαν. Η γλώσσα, η βροντώσα τα μεγαλεία της χάριτος, ως πλήκτρω κρουομένη τω πνεύματι και οξυγράφου εκμιμουμένη κάλαμον, τον σαρκωθέντα Θεόν ημών αναγγέλουσα. Χρυσόστομος ο μέγιστος στύλος της Εκκλησίας και πύργος της ευσεβείας άσειστος, ο των αδικουμένων Πατήρ και της διδασκαλίας λύχνος άσβεστος, ο χρόνους πολλούς δια τον Χριστόν διωκόμενος και δια φθόνον των επιβούλων κρυπτόμενος, εφανερώθη σήμερον μετά χρόνους τρεις και τριάκοντα από της αυτού οσίας κοιμήσεως και έλαμψεν υπέρ τον αισθητόν αυτόν ήλιον. Ήλθε μετά τους μακρούς και πικρούς εκείνους διωγμούς ή γλυκείς, να είπω καλλίτερα, επειδή δια τον Χριστόν τους έπαθεν. Ήλθε πάλιν, λέγω, μετά την λαμπράν εξορίαν και τον μακάριον θάνατον εις την ποίμνην αυτού και εισήλθεν εις την πόλιν εντίμως και δικαίως, από την οποίαν αδίκως εδιώχθη το πρότερον. Αλλά ας είπωμεν, κατά τάξιν, εξ αρχής την διήγησιν, δια να λάβετε περισσοτέραν ευφροσύνην και αγαλλίασιν· ήτοι να σημειώσωμεν τίνες ήσαν αιτία και έγινεν η ανακομιδή του αγίου λειψάνου του χρυσορρήμονος και πως και πότε αύτη εγένετο. Ούτος ο μακάριος και θείος πατήρ ημών Ιωάννης ο Χρυσόστομος, επειδή δεν παρέβλεπε το δίκαιον εκ φιλοπροαωπίας, αλλ’ ήλεγχε πάσαν αδικίαν, δια τούτο ήλεγχε και την βασίλισσαν Ευδοξίαν δια τας παρανομίας και αδικίας, όσας έκαμνε και μάλιστα, επειδή δια τυραννικού τρόπου αφήρεσε τον αγρόν μιας χήρας, Καλλιπρόπης καλουμένης. Τούτου ένεκα εξωρίσθη ο Άγιος πρότερον μεν δις, αλλά πάλιν ανεκλήθη της εξορίας· τρίτον δε και τελευταίον επέμφθη εις Κουκουσόν (αύτη κατ’ άλλους μεν είναι χωρίον πλησίον εις την Τοκάτην και λέγεται τουρκιστί Κιοκ-Σουν, κατ’ άλλους είναι η λεγομένη Κούκουσις και Κούκουσα και ευρίσκεται εις τα σύνορα της Καππαδοκίας και της ελάσσονος Αρμενίας, τιμωμένη με θρόνον Επισκόπου). Από δε της Κουκουσού εξωρίσθη εις Αραβισσόν, ήτις τώρα ονομάζεται Αραπισσός, ως λέγουσί τινες· από δε της Αραπισσού εξωρίσθη εις Πιτυούντα (η οποία και τώρα ούτως ονομάζεται, ούσα πλησίον εις την Τοκάτην και λεγομένη κατ’ άλλους Μπίζερε). Αυτοί δε οι τρεις ειρημένοι τόποι ήσαν όχι μόνον έρημοι και εστερημένοι των αναγκαίων, αλλά και επολεμούντο υπό των πλησιοχώρων Ισαύρων. Εκεί λοιπόν ευρισκόμενος εξόριστος ο μέγας ούτος Πατήρ και ένσαρκος άγγελος, εκλήθη εις τους ουρανούς υπό του Δεσπότου των απάντων, δια μέσου Πέτρου και Ιωάννου των ιερών Αποστόλων και ούτω μετέβη λοιπόν από της γης εις τας ουρανίους σκηνάς. Το δε άγιον αυτού λείψανον απεθησαυρίσθη εις τα Κόμανα της Καππαδοκίας, ομού μετά των αγίων λειψάνων των Αγίων Μαρτύρων Βασιλίσκου και Λουκιανού, καθώς παρ’ αυτών των ιδίων απεκαλύφθη εις αυτόν έτι ζώντα, δι’ οπτασίας νυκτερινής. Αφού δε οι μαθηταί του Αγίου, οίτινες τον συνώδευσαν εις την εξορίαν, ενεταφίασαν αυτόν, επήγαν εις Ρώμην, όπου κατ’ εκείνον τον καιρόν Πάπας ήτο ο Άγιος Ιννοκέντιος και βασιλεύς ο αδελφός του Αρκαδίου Ονώριος και διηγήθησαν εις αυτούς εξ αρχής όλας τας τιμωρίας, τας οποίας εποίησαν εις τον θείον Χρυσόστομον· δηλαδή ότι επλήρωσαν ανθρώπους δια να τον φονεύσωσιν, ότε επήγαινον αυτόν εις την εξορίαν και ότι εκείνοι πολλάς του έκαμνον τυραννίας, δια να πράξωσι την εντολήν των εχθρών του, ότε ως Άγγελον υπεδέχετο αυτόν η Ανατολή, αλλ’ ο Θεός δεν ηθέλησε να γίνη τοιούτος φόνος και τον εφύλαξεν. Επίσης διηγήθησαν εις αυτούς πως εφάνησαν εις αυτόν οι ένδοξοι Απόστολοι· ομοίως δε και τον μέγαν σεισμόν τον οποίον έκαμεν ο Θεός μετά την εξορίαν του δικαίου, όστις εχάλασε τα βασίλεια και σχεδόν άπασαν την πόλιν, την φοβεράν χάλαζαν, ήτις επροξένησε τόσην ζημίαν, ώστε και αυτήν την στήλην της μυσαράς Ευδοξίας συνέτριψεν· το θείον πυρ το οποίον εξήλθεν εκ του θρόνου του Αγίου, το οποίον έβλαψε πολύ τον Ναόν εκ του οποίου θαυμασίως διεδόθη και προς το ανάκτορον, διότι εντός τριών ωρών κατέκαυσεν αυτό τελείως. Ταύτα ακούσαντες οι Ρωμαίοι εχάρησαν ομού και ελυπήθησαν. Και ελυπήθησαν μεν δια τας βασάνους των πονηρών εκείνων κατά του Αγίου, εχάρησαν δε δια την σταθερότητα αυτού, εξαιρέτως δε ο Πάπας και ο βασιλεύς εξεκαύθησαν υπό θείου ζήλου και έγραψαν αμφότεροι επιστολάς προς τον Αρκάδιον ελέγχοντες την παρανομίαν και αδικίαν αυτού. Και ο μεν Πάπας έπεμψεν εις τον βασιλέα αφορισμόν, έχοντα ως εξής· «Φωνή αίματος του δικαίου Ιωάννου βοά προς τον Θεόν κατά σου, βασιλεύ Αρκάδιε! Διότι τον καιρόν της ειρήνης εποίησας καιρόν διωγμού εις την Εκκλησίαν εξορίζων τον αληθή ποιμένα της, μεθ’ ου και αυτόν τον Χριστόν, φεύ! εξώρισας και παρέδωκας το ποίμνιον αυτού εις μισθωτούς και όχι αληθείς ποιμένας· εγώ δεν λυπούμαι δια τον Χρυσόστομον, ότι μακάριος εκείνος δια τα μεγάλα του κατορθώματα και τρισμακάριος δια τας αναριθμήτους κολάσεις, ας υπέμεινε, δι’ ων έλαβε τον κλήρον εις την Βασιλείαν του Θεού μετά των Αποστόλων και Μαρτύρων· λυπούμαι όμως δια την ιδικήν σου απώλειαν, διότι, ίνα ποιήσης το θέλημα μιας γυναικός άφρονος, εστέρησας όλον τον κόσμον της μελιρρύτου διδαχής του. δια τούτο και εγώ ο ελάχιστος, όστις επιστεύθην του Κορυφαίου τον θρόνον, κανονίζω σε και αυτήν, χωρίζων υμάς της αγίας κοινωνίας των θείων του Χριστού Μυστηρίων· και ει τις τολμήση να κοινωνήση υμάς, να είναι καθηρημένος και αφωρισμένος· ει δε και υμείς βιάσητε τινα, μη γένοιτο, να κοινωνήση υμάς, καταφρονούντες την Αποστολικήν ταύτην διάταξιν, να είσθε ως οι τελώναι και εθνικοί παρά τω Ορθοδόξω συστήματι και να μένη η αμαρτία ενώπιον υμών, όπως εν ημέρα της κρίσεως λάβητε την πρέπουσαν παίδευσιν· τον δε Αρσάκιον, ον εβάλετε επί του θρόνου του Χρυσοστόμου, καθαιρούμεν και μετά θάνατον, ως και πάντας τους μετά τούτου συγκοινωνήσαντας· διότι μοιχώ τω τρόπω έλαβε την αξίαν ο ανάξιος· τον δε Θεόφιλον, όχι μόνον καθαιρούμεν, αλλά και αφορίζομεν, ίνα η και του Χριστού αλλότριος. Ταύτα, ως ημείς δένομεν εν τη γη, ούτω δένονται και εν τω ουρανώ καθώς ακούεις εις το ιερόν Ευαγγέλιον». Ο δε Ονώριος έστειλε και αυτός άλλην επιστολήν, έχουσαν ούτω· «Αδελφέ Αρκάδιε, δεν γνωρίζω ποία επαναστατική ενέργεια σε παρεκίνησε να ακούσης μίαν γυναίκα και να ποιήσης ταύτα, τα οποία άλλος βασιλεύς Χριστιανός δεν εποίησε· και δικαίως σε κατακρίνουσιν όλοι οι εδώ Επίσκοποι, ότι εξώρισας άνευ κρίσεως τον μέγαν Αρχιερέα του Θεού, τον οποίον εφόνευσαν δια τιμωριών και βασάνων οι στρατιώται σου· έτι δε και ότι τους Αρχιερείς τοποτηρητάς, τους οποίους έστειλεν απ’ εδώ η Εκκλησία των Ρωμαίων, προς τιμήν ημών και προς βεβαίωσιν της αληθείας, όχι μόνον εφυλάκισας, αλλά και τα χρήματα, άπερ είχον δι’ έξοδά των αφήρεσας, διο και εκινδύνευσαν υπό της πείνης εις θάνατον. Ούτω ποιήσας δεν κατεφρόνησας τα Αποστολικά παραγγέλματα; Σπεύσον, αδελφέ, ίνα δι’ έργων ευαρεστήσης Θεόν και ανθρώπους· διόρθωσον τα σφάλματά σου, γιγνώσκων ότι αι προσευχαί των Ιερέων στερεώνουσι την βασιλείαν μας». Δεξάμενος τας επιστολάς ο Αρκάδιος ελυπήθη υπερβολικά και τινάξας την ραθυμίαν, πρώτον μεν ετιμώρησε τους κακοποιήσαντας τους Ρωμαίους Αρχιερείς, εκ των οποίων άλλους μεν εμαστίγωσε, ετέρους δε εθανάτωσε, κρεμάσας αυτούς εις τα ξύλα. Όλους δε τους συγγενείς της Ευδοξίας, οίτινες συνήργησαν εις την του Αγίου καθαίρεσιν, καθήρεσε και εδήμευσε την περιουσίαν των. Ουδέ της ιδίας αυτού γυναικός εφείσθη τελείως, αλλ’ έδειρε και ετιμώρησεν αυτήν τόσον, ώστε υπό της στενοχωρίας της ησθένησε. Κατόπιν έδεσε τον Μηνάν, τον Θεότεκνον και τον Ισχυρίωνα τους ανεψιούς Θεοφίλου, τον Γαβάλων Σεβηριανόν και τον Βεροίας Ακάκιον, οίτινες ευρέθησαν εκεί και έστειλεν αυτούς λίαν περιφρονημένους προς τον Πάπαν Ιννοκέντιον, γράφων και επιστολήν εις αυτόν με πολλήν ταπείνωσιν προς απάντησιν, τοιαύτα λέγουσαν· «Εγώ δεν εγνώριζον ουδέν εξ όσων επράχθησαν κατά των απεσταλμένων υμών, όταν δε έμαθον ταύτα, εθανάτωσα τους αυτούς αδικήσαντας· ούτε επίσης εις καθαίρεσιν του Ιωάννου ήμην αίτιος, αλλ’ Επίσκοποι τινες άθλιοι, οίτινες μοι έδειξαν εκκλησιαστικούς Κανόνας και εδέχθησαν το αμάρτημα, τους οποίους πιστεύσας έδωκα την άδικον ψήφον. Στέλλω όθεν τη Οσιότητί σου τον Ακάκιον, τον Σεβηριανόν και τους συγγενείς τού πονηρού Θεοφίλου, εις τον οποίον θέλω γράψει να έλθη εκεί βιαίως και τιμώρησον αυτούς ως βούλεσαι· ημάς δε συγχώρησον τη πατρική φιλανθρωπία σου και μη ημάς στερήσης της των Αχράντων Μυστηρίων ιεράς μεταλήψεως, ότι και το τέκνον σου Ευδοξίαν επαίδευσα και βαρέως εμαστίγωσα· όθεν και ασθενήσασα βαρέως κατάκειται κλινήρης· λοιπόν μη ημάς παιδεύσης περισσότερον, Πάτερ τιμιώτατε, καθ’ όσον μάλιστα μετανοούμεν εξ όλης καρδίας και πρέπει κατά την άπειρον ευσπλαγχνίαν του Παναγάθου Θεού, να συγχωρήση ημάς η υμετέρα Οσιότης». Έγραψε δε και εις τον Ονώριον, ίνα μεσιτεύση προς τον Πάπαν να του στείλη συγχώρησιν. Δεξάμεος ο Πάπας τας επιστολάς του Αρκαδίου εχάρη λίαν δια την ταπείνωσιν αυτού, διο έγραψεν εις τον μαθητήν του Χρυσοστόμου Πρόκλον, όστις ήτο τότε Επίσκοπος Κυζίκου, να υπάγη εις την Κωνσταντινούπολιν, να λύση τους βασιλείς εκ του αφορισμού, να κοινωνήση αυτούς των θείων Μυστηρίων και να καθίση Πατριάρχης επιτροπικός, έως ου να εξετάσωσι τον Αττικόν επιμελώς. Έγραψε δε ιδιαιτέρως και προς τον Αρκάδιον, ότι εδέχθη την μετάνοιαν αυτού και τον συγχωρεί, αλλά να διατάξη να γράψωσι το όνομα του Χρυσοστόμου εις τα ιερά δίπτυχα και να στείλη τον Θεόφιλον εις την Θεσσαλονίκην, εις την οποίαν θα υπάγη και ο ίδιος δι’ αναγκαίαν υπόθεσιν. Ταύτας τας εντολάς ο βασιλεύς ασμένως δεξάμενος και έχων απόφασιν να τας εκτελέση, έγραψε προς τον Θεόφιλον ούτως· «Ετάραξας όλην την οικουμένην και έλαβες την τοποκρατορίαν σατανικώς εφ’ εαυτού σου, χωρίς να σεβασθής νόμους εκκλησιαστικούς, ούτε βασιλικήν εξουσίαν· όθεν αναχώρησον ευθύς άνευ ουδεμιάς προφάσεως και ύπαγε εις την Θεσσαλονίκην να κριθής υπό του Ρώμης Αρχιεπισκόπου». Λαβών την επιστολήν ταύτην ο Θεόφιλος εταράχθη βλέπων τας απειλάς του αυτοκράτορος· όμως δεν επρόφθασε να υπάγη εις Θεσσαλονίκην, διότι ο Θεός του έστειλεν ανίατον ασθένειαν και οδυνώμενος υπό λιθιάσεως ωμολόγει παρρησία τας κακουργίας, τας οποίας έπραξεν εις τον Χρυσόστομον και δια τας οποίας δικαίως επαιδεύετο, έως ου κακώς εξεψύχησεν. Όχι δε μόνον ο Θεόφιλος, αλλά και όλοι όσοι συνεκοινώνησαν εις την εξορίαν του Χρυσοστόμου ετιμωρήθησαν υπό θεηλάτου πληγής, κακώς οι κακοί απολεσθέντες· εξόχως δε η Ευδοξία έπεσεν εις αιμόρροιαν και εσάπισεν όλον το σώμα της, ώστε εξ αυτού σκώληκες εξήρχοντο και δυσωδία ανυπόφορος, εξ ων εγνώρισεν, ότι δια τον Άγιον τιμωρείται. Διο παρεκάλει αυτόν με γοεράς φωνάς, απέδωκε τον αμπελώνα εις την χήραν ως και τας άλλας αδικίας, τας οποίας εποίησε και με πολλάς οδύνας εξεψύχησε. Και πάλιν ουδέ μετά θάνατον έμεινεν ατιμώρητος, διότι έτρεμεν ο τάφος αυτής, εις έκπληξιν των ορώντων ανείκαστον, ο οποίος κλόνος εκράτησε τριάκοντα τρία έτη, έως ου έφεραν από της εξορίας το άγιον λείψανον. Αφήκε δε η Ευδοξία θυγατέρας τέσσαρας· Πουλχερίαν, Φουλίαν, Αρκαδίαν και Μαρίαν και ένα υιόν ονόματι Θεοδόσιον. Εβασίλευσε δε ο Αρκάδιος έτη δέκα τέσσαρα και ετελεύτησεν, οκταετούς όντος του νέου Θεοδοσίου, αι δε αδελφαί του Θεοδοσίου δεν ενυμφεύθησαν. Εκυβέρνα δε το βασίλειον η Πουλχερία, ούσα τότε ετών δέκα εννέα, έως ου ήλθεν ο Θεοδόσιος εις ηλικίαν νόμιμον. Βασιλεύοντος δε Θεοδοσίου του Μικρού ήδη έτη τριάκοντα, ο Άγιος Πρόκλος, μαθητής και Διάκονος χρηματίσας του θείου Χρυσοστόμου, κοινή ψήφω έγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Κατά δε τον τέταρτον χρόνον της πατριαρχίας του Πρόκλου, ήτοι εν έτει υλε΄ (435), έπεισε τον βασιλέα και έπεμψε δια να φέρωσιν εις Κωνσταντινούπολιν το λείψανον του θείου πατρός. Φθάσαντες οι απεσταλμένοι εις τα Κόμανα, ηρώτησαν τους εγχωρίους να δείξωσιν εις αυτούς τον τάφον, ίνα πάρωσι το λείψανον. Οι δε επικράνθησαν υπέρμετρα, ότι εστερούντο τοιούτου θησαυρού ατιμήτου· πλην δεν ετόλμησαν να εναντιωθώσιν εις το βασιλικόν πρόσταγμα, αλλ’ έφεραν αυτούς εις τον τάφον του μάκαρος και καθώς εσήκωσαν τον λίθον να εκβάλωσιν έξω το λείψανον, έμεινεν ακίνητον, ω του θαύματος! και δεν ηδυνήθησαν τόσοι άνδρες να σαλεύσωσιν αυτό ολοτελώς. Όθεν επέστρεψαν οι αποσταλέντες εις τα βασίλεια άπρακτοι. Κηρύττοντες εις όλην την πόλιν το θαυμάσιον τούτο, ότι δηλαδή ο Άγιος δεν έδωκε τον εαυτόν του, αλλ’ έμεινεν ακίνητος· (τούτο δε το έκαμε, διότι με αυθεντίαν και υπερηφάνειαν ήθελε να πάρη το λείψανόν του ο βασιλεύς, τον οποίον ηθέλησε να διδάξη ο Άγιος ταπεινοφροσύνην και μετριότητα). Τούτου χάριν περεκάλεσε τον Άγιον ο βασιλεύς αποστείλας εις αυτόν επιστολήν ήτις περιείχε ταύτα: «Εις τον Οικουμενικόν Πατριάρχην, Διδάσκαλον και πνευματικόν Πατέρα Ιωάννην τον Χρυσόστομον, την προσκύνησιν προσφέρω, εγώ ο βασιλεύς Θεοδόσιος. Ημείς, Πάτερ τίμιε, νομίζοντες ότι το σώμα σου τυγχάνει νεκρόν, ως και τα λοιπά σώματα των αποθανόντων, ηθελήσαμεν να μεταφέρωμεν αυτό απλώς εις ημάς, δια τούτο και του ποθουμένου δικαίως εστερήθημεν· αλλά σύ, Πάτερ τιμιώτατε, συγχώρησον ημάς μετανοούντας, διότι συ εδίδαξας εις πάντας την μετάνοιαν και δος τον εαυτόν σου, ως Πατήρ φιλόπαις, εις ημάς τους φιλοπάτορας υιούς σου και τους σε ποθούντας εύφρανον δια της παρουσίας σου». Λαβόντες λοιπόν οι απεσταλμένοι την επιστολήν ταύτην και φθάσαντες εις τον τόπον, ετέλεσαν καθώς ο βασιλεύς τους επρόσταξε και βλέπουσι πάλιν άλλο θαυμάσιον· ήτοι φως άρρητον με πολλήν λαμπηδόνα από του τάφου αναπηδήσαν, ευωδία δε ανείκαστος εξήλθε του τάφου και δεν εφαίνετο ως νεκρός ο Άγιος, αλλά φαιδρός εις την όψιν γεμάτος αμβροσίας και νέκταρος. Ότε λοιπόν επέμφθη η επιστολή αύτη και ετέθη επί του στήθους του Αγίου, έδωκε τον εαυτόν του ο θείος Πατήρ, διότι η θήκη ήτις περιείχε το άγιον λείψανον ευκόλως και χωρίς κόπον εφέρετο ανεμποδίστως. Τότε έγιναν και πολλά θαυμάσια εις όσους μετά πίστεως τον ησπάσθησαν. Εξόχως δε ήτο εις χωλός εν τω μέσω του πλήθους και με πολύν του κόπον έκαμε τρόπον και ήγγισεν εις τους πόδας του το του Αγίου ιμάτιον και ευθύς ιάθη. Θέτοντες λοιπόν το ιερόν λείψανον εις χρυσοκόλλητον λάρνακα και βαστάζοντες αυτήν εκίνησαν την οδοιπορίαν πρόθυμοι με ψαλμωδίαν πολλήν, με λαμπάδας και θυμιάματα και εις όσας πόλεις και χώρας υπεδέχοντο τον Άγιον, ηγιάζοντο. Όταν δε επλησίασαν εις την Χαλκηδόνα και το ήκουσαν εις την βασιλεύουσαν, έδραμον όλοι νέοι και γέροντες με πόθον πολύν να το προϋπαντήσωσιν, ως έπρεπε, και εγέμισε πλοία όλη η θάλασσα, ήτις εφαίνετο ώσπερ γη στερεά. Όταν έφθασε το άγιον λείψανον αντίπεραν της Κωνσταντινουπόλεως, εξήλθεν ο Πατριάρχης μετά του βασιλέως και όλη η Σύγκλητος δια να προϋπαντήσωσι τον Άγιον. Την θήκην δε την έχουσαν το άγιον λείψανον έβαλον εις πλοίον βασιλικόν. Γενομένης δε τρικυμίας, τα μεν άλλα πλοία διεσκορπίσθησαν εις έν και άλλο μέρος, το δε πλοίον το περιέχον το άγιον λείψανον εξήλθεν εις τον αγρόν της Καλλιτρόπης χήρας, την οποίαν η Ευδοξία ηδίκησεν, ως προείπομεν· και τότε πάλιν έγινεν εις την θάλασσαν γαλήνη. Όταν δε έφθασαν εις τον ωρισμένον τόπον εκείνοι, οίτινες εβάσταζον το τίμιον λείψανον, είδον ότι έκλινε πάλιν θαυμασίως προς το εν μέρος αφ’ εαυτού του, εκείνο το ηυτρεπισμένον και ητοιμασμένον δια τον Άγιον κουβούκλιον και προσεκάλει με σχήμα το λείψανον. Μέγας ει, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου! Όταν έβαλον εις το πλοίον εκείνο το τίμιον λείψανον, ο μεν βασιλεύς είχε πόθον να υπάγη εις τα βασίλεια, αλλ’ ως φαίνεται δεν ήθελεν ο Άγιος Χρυσόστομος, δια τούτο κατέβη το ρεύμα της θαλάσσης του Ελλησπόντου δυνατόν. Πρώτον λοιπόν εφέρθη το άγιον λείψανον εις τον Ναόν του Αποστόλου Θωμά, τον ονομαζόμενον του Αμαντίου, όπου ο βασιλεύς ήτο παρών και εσκέπαζε δια της βασιλικής του χλαμύδος την θείαν σορόν του λειψάνου και ομού παρεκάλει τον Άγιον να παύση τον κλονισμόν του τάφου της μητρός του, ο οποίος έτρεμεν ήδη τριάκοντα τρία έτη· και δη επέτυχε της αιτήσεως διότι εστάθη, παραδόξως, ο κινούμενος τάφος εκείνης. Μετά ταύτα εκομίσθη το άγιον λείψανον εις τον Ναόν της Αγίας Ειρήνης· εκεί δε έβαλον το άγιον λείψανον επάνω εις το ιερόν Σύνθρονον και εβόησαν άπαντες: «Απόλαβε τον θρόνον σου, Άγιε». Είτα απέθεσαν την θήκην του λειψάνου επί της βασιλικής αμάξης και έφεραν αυτό εις τον Ναόν των Αγίων Αποστόλων. Εκεί έβαλαν το άγιον λείψανον επάνω εις την ιεράν καθέδραν και, και ω του θαύματος! επεφώνησεν εις τον λαόν το «Ειρήνη πάσι και τη Ευδοξία συγχώρησον». Και ύστερον ετέθη υποκάτω εις την γην όπου και τώρα ευρίσκεται. Ότε δε η ιερά λειτουργία ετελείτο, θαύματα μεγάλα εγίνοντο, εν των οποίων είναι τούτο. Άνθρωπος τις πάσχων από ασθένειαν, ονομαζομένην αρθρίτιδα (αύτη προξενεί πόνους και οδύνας εις τας αρθρώσεις και τους αρμούς των μελών του σώματος) και παράλυτος ων και σχεδόν ακίνητος, ήγγισε της ιεράς θήκης του αγίου λειψάνου και, ω του θαύματος! παρευθύς ηλευθερώθη τελείως από του πάθους. Ούτως ηξεύρει να δοξάζη ο Θεός τους δοξάζοντας Αυτόν δια της πολιτείας των. Τελείται δε η αυτού σύναξις εν τω πανσέπτω Ναώ των Αγίων Αποστόλων όπου και το ιερόν αυτού σώμα ευρίσκεται, υποκάτω του θυσιαστηρίου. Περί δε της εξορίας του Αγίου και πως με πολλήν γενναιότητα υπέφερεν ο Χρυσορρήμων τα λυπηρά, θέλομεν μεταχειρισθή τα ίδια του λόγια, τα οποία έγραψεν εν είδει επιστολής εις τον Επίσκοπον Κυριακόν, όντα και αυτόν εξόριστον. Έχουσι δε ούτως:
Επιστολή του θείου Χρυσοστόμου.
Φέρε, ω αδελφέ Κυριακέ, να ανακουφίσω την πληγήν της λύπης σου και να διασκεδάσω του λογισμού σου το νέφος. Τι πράγμα σε κάμνει, αδελφέ, να λυπάσαι και να αδημονής; Διότι ο χειμών είναι μέγας και η τρικυμία αύτη, ήτις επλάκωσε την Εκκλησίαν του Θεού, είναι πικρά και βαρεία; Ναι, εγώ το ηξεύρω και ουδείς αντιλέγει εις τούτο, αλλά, εάν αγαπάς, εγώ θα σοι υποβάλω μίαν παρομοίωσιν των τωρινών ταραχών. Πολλάκις βλέπομεν την αισθητήν θάλασσαν ταραττομένην όλην κάτωθεν εκ της αβύσσου, βλέπομεν δε και τους ναύτας, οίτινες αγνοούντες τι να πράξωσιν ένεκεν της υπερβολικής τρικυμίας, δένουσι τας χείρας εις τα γόνατά των, και κάθηνται απορούντες, επειδή δεν βλέπουν ούτε ουρανόν, ούτε πέλαγος, ούτε γην, αλλά κείνται επί του καταστρώματος του πλοίου και εκεί κλαίουσι και οδύρονται. Καθώς λοιπόν τοιαύτη τρικυμία γίνεται εις την ορατήν θάλασσαν, ούτω τώρα και εις την Εκκλησίαν του Θεού γίνεται χειροτέρα τρικυμία και περισσότερα κύματα. Όθεν παρακάλει, αδελφέ, τον Δεσπότην και Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, ο οποίος δεν καταπαύει την τρικυμίαν ταύτην με τέχνην και δυσκολίαν, αλλά με μόνον το νεύμα και την θέλησίν Του διαλύει την ταραχήν. Και αν ακόμη παρακάλεσας τον Κύριον και δεν εισηκούσθης, μη αμελήσης, διότι τοιαύτη συνήθεια είναι εις τον φιλάνθρωπον Θεόν, να μη εισακούη παρευθύς, προνοούμενος δια την σωτηρίαν μας. Διότι μήπως δεν ηδύνατο να λυτρώση τους τρεις Αγίους Παίδας εκείνους, όπως μη ριφθώσιν εις την κάμινον; Ναι, ηδύνατο· αλλ’ όμως πρότερον δεν τους ελύτρωσεν. Αφ’ ου δε εκείνοι ηχμαλωτίσθησαν εις την Βαβυλώνα και αφού εγκατελείφθησαν εις την χώραν των βαρβάρων και εξωρίσθησαν εκ της πατρικής των κληρονομίας, και αφ’ ου ερρίφθησαν εις την κάμινον και απηλπίσθησαν παρά πάντων, ώστε ουδεμία βοήθεια έμεινεν εις αυτούς, τότε δη τότε ο αληθινός Θεός αιφνιδίως την θαυματουργίαν εποίησε και διεσκόρπισε το πυρ, το οποίον ήτο εις την κάμινον των Χαλδαίων. Η κάμινος λοιπόν έγινεν Εκκλησία εις τους εν αυτή ευρισκομένους Παίδας· όθεν και εκάλουν όλα τα κτίσματα, Αγγέλους, δυνάμεις, στοιχεία και ούτως όλα συναθροίζοντες έλεγον· «Ευλογείτε πάντα τα έργα Κυρίου τον Κύριον». Βλέπεις, αδελφέ, ότι η υπομονή των δικαίων μετέβαλε το πυρ εις δρόσον και ότι αυτή έπεισε τον τύραννον Ναβουχοδονόσορα να στέλλη επιστολάς εις όλον του το βασίλειον και να λέγη· «Μέγας είναι ο Θεός Σεδράχ, Μισάχ και Αυδεναγώ». Και βλέπε πόσον απότομον και φοβεράν διαταγήν εξέδωκεν· όποιος, λέγει, ήθελεν είπει λόγον εναντίον των τριών Παίδων, τούτου το οίκημα να διαρπάζηται και η περιουσία του να γίνηται αυθεντική». Λοιπόν μη λυπήσαι, αδελφέ Κυριακέ, διότι και εγώ, όταν εξωρίσθην εκ της Κωνσταντινουπόλεως, δεν εφρόντιζον δια κανέν πράγμα, αλλά έλεγον ταύτα καθ’ εαυτόν: «Εάν θέλη η βασίλισσα να με εξορίση, του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής» (Ψαλμ. κγ:1). Εάν θέλη να με πριονίση, ας με πριονίση· έχω εις τούτο παράδειγμα τον Προφήτην Ησαϊαν· αν θέλη να με ρίψη εις το πέλαγος, ενθυμούμαι τον Προφήτην Ιωνάν, παρόμοιον τι παθόντα· αν θέλη να με βάλη εν λάκκω, έχω παράδειγμα τον Προφήτην Δανιήλ, όστις ετέθη εν τω λάκκω των λεόντων· εάν θέλη να με λιθοβολήση, έχω τον Πρωτομάρτυρα Στέφανον, όστις τούτο εδοκίμασεν· αν με αποκεφαλίση, έχω υπόδειγμα τον Βαπτιστήν Ιωάννην· αν θέλη να αφαιρέση την περιουσίαν μου, εάν έχω, ας την λάβη· «Γυμνός εξήλθον εκ κοιλίας μητρός μου, γυμνός και απελεύσομαι» (Ιώβ α:21). Εις εμέ παραγγέλλει και ο Απόστολος λέγων: «Πρόσωπον Θεός ανθρώπου ου λαμβάνει» (Γαλ. β:6), και «Ει έτι ανθρώποις ήρεσκον, Χριστού δούλος ουκ αν ήμην» (Γαλ. α:10). Οπλίζει με δε και ο Δαβίδ λέγων: «Ελάλουν εν τοις μαρτυρίοις σου εναντίον βασιλέων και ουκ ησχυνόμην» (Ψαλμ. ριη:46). Πολλά κατεσκεύασαν εναντίον μου οι μισούντες με, αλλά όλα τα έπραξαν εκ του φθόνου των και της κακίας. Ηξεύρω βεβαίως ότι λυπείσαι, αδελφέ, διότι εκείνοι, οίτινες με εξώρισαν, παρρησία περιέρχονται τας αγοράς και ακολουθεί αυτούς πλήθος δορυφόρων και δούλων· αλλ’ όμως ενθυμήθητι πάλιν τον πλούσιον και τον Λάζαρον, ποίος μεν εις την παρούσαν ζωήν εθλίβη, ποίος δε πολλά απήλαυσε. Διότι τι έβλαψε τον Λάζαρον η πολλή πτωχεία; Δεν εφέρθη εκείνος εις τους κόλπους του Αβραάμ με δόξαν αθλητού και τροπαιούχου; Τι δε ωφέλησεν ο πλούτος τον πλούσιον, τον ενδεδυμένον με πορφύραν και βύσσον; Βεβαίως ουδέν· διότι που είναι τώρα οι κόλακες και η βασιλική του τράπεζα; Δεν εφέρθη εις τον τόπον ο άθλιος, δεδεμένος ως ληστής, φέρων την ψυχήν του γυμνήν από τον κόσμον τούτον και φωνάζων με κενήν και ανωφελή φωνήν: «Πάτερ Αβραάμ, ελέησόν με και πέμψον Λάζαρον, ίνα βάψη το άκρον του δακτύλου του εν ύδατι και με αυτό δροσίση την γλώσσαν μου, η οποία φλογίζεται πικρώς εις την φλόγα ταύτην;» (Λουκ. ιστ:24). Άθλιε πλούσιε, τι πατέρα ονομάζεις τον Αβραάμ, την ζωήν του οποίου δεν εμιμήθης; Ο Αβραάμ πάντα άνθρωπον εξενοδόχει εις τον οίκον του, συ δε ουδέ ένα πτωχόν εφρόντισας να θρέψης. Δεν πρέπει να πενθήση τις και να κλαύση, ότι ο δυστυχής πλούσιος, ο κεκτημένος τόσον πλούτον, έγινεν ενδεής και μιάς μόνης ρανίδος ύδατος; Και διατί τούτο; Επειδή εις τον χειμώνα της παρούσης ζωής δεν έσπειρε, δια τούτο ήλθε το θέρος της άλλης ζωής και δεν εθέρισε. Και τούτο γίνεται κατ’ οικονομίαν του Δεσπότου των όλων Θεού, δηλαδή να είναι η κόλασις των ασεβών και αμαρτωλών και η ανάπαυσις των ευσεβών και δικαίων αντικρύ η μία εις την άλλην. Διατί; Ίνα βλέπωσιν αλλήλους οι ασεβείς και οι ευσεβείς, και οι αμαρτωλοί και οι δίκαιοι, και ούτω να γνωρίσωσιν ο εις τον άλλον· διότι τότε έκαστος Μάρτυς θέλει γνωρίσει τον τύραννον ο οποίος τον εβασάνισε, και αντιστρόφως, έκαστος τύραννος θέλει γνωρίσει τον Μάρτυρα, τον οποίον ετιμώρησεν». Και ότι αυτά τα οποία λέγω δεν είναι ιδικά μου λόγια, άκουσον την Σοφίαν του Σολομώντος, λέγοντος: «Τότε στήσεται εν παρρησία πολλή ο δίκαιος κατά πρόσωπον των θλιψάντων αυτόν» (Σοφ. ε:1), διότι ως ο οδοιπόρος περιπατών εις το καύμα του ηλίου και ευρίσκων κατά τύχην πηγήν τινα καθαρού ύδατος, κατακαίεται μεν εκ της δίψης, εμποδίζεται δε του να πίη νερόν ή καθώς τις λίαν πεινασμένος, όστις παρακάθηται μεν εις τράπεζαν τινά, ήτις περιέχει διάφορα φαγητά, εμποδίζεται δε από άλλον τινά δυνατώτερον να μη φάγη, καθώς, λέγω, οι τοιούτοι, και ο διψασμένος δηλαδή και ο πεινασμένος, πολύν πόνον και τιμωρίαν δοκιμάζουσι, διότι και ο διψασμένος δεν ημπορεί να σβύση την δίψαν του δια του ύδατος και ο πεινασμένος δεν ημπορεί να ανακουφίση την πείναν του δια του φαγητού, τοιουτοτρόπως θέλει ακολουθήσει και εν τη ημέρα της κρίσεως· διότι θα βλέπωσι μεν τους Αγίους ευφραινομένους οι ασεβείς και οι αμαρτωλοί, δεν θα δυνηθώσιν όμως να απολαύσωσι και αυτοί από την βασιλικήν εκείνην τράπεζαν των Δικαίων. Όθεν και ο Θεός, θέλων να τιμωρήση τον Αδάμ, τον ετοποθέτησεν αντικρύ του Παραδείσου και εκεί να εργάζηται την γην, ίνα καθ’ εκάστην βλέπων μεν τον ποθεινόν εκείνον τόπον του Παραδείσου εκ του οποίου εξήλθε, μη ημπορών δε να τον απολαύση, έχη πάντοτε πόνον και θλίψιν εις την ψυχήν του αφόρητον. Εάν δε, αδελφέ Κυριακέ, δεν ανταμωθώμεν εις την παρούσαν ζωήν, αλλ’ όμως εκεί, εις την άλλην, ουδείς θέλει μας εμποδίσει του να συναντηθώμεν και να συζώμεν ομού. Τότε δε θέλομεν ίδει και εκείνους οι οποίοι μας εξώρισαν, καθώς και ο Λάζαρος είδε τον πλούσιον και οι Μάρτυρες θα ίδωσι τους τυράννους, οίτινες τους εμαρτύρησαν. Δια τούτο λοιπόν μη λυπήσαι, αγαπητέ αδελφέ, αλλ’ ενθυμού τον Προφήτην Ησαϊαν λέγοντα· «Μη φοβείσθε ονειδισμόν ανθρώπων, και τω φαυλισμώ αυτών μη ηττάσθε· ως γαρ ιμάτιον βρωθήσεται υπό χρόνου και ως έρια βρωθήσεται υπό σητός» (Ησ. να: 7-8). Συλλογίσθητι δε και τον Δεσπότην ημών Χριστόν, ότι εν τοις σπαργάνοις έτι ων εδιώκετο και εις την βάρβαρον γην των Αιγυπτίων απερρίπτετο – ποίος; Εκείνος όστις κρατεί τον κόσμον εις τας χείρας του· και διατί; Ίνα γίνη τύπος εις ημάς και παράδειγμα, του να μη παραπονώμεθα και να γογγύζωμεν εις τους πειρασμούς. Ενθυμήθητι δε, προς χάριν μου, και το πάθος του Σωτήρος και πόσας ύβρεις ο Δεσπότης των απάντων υπέμεινε δι’ ημάς· διότι άλλοι μεν των Ιουδαίων ωνόμαζον αυτόν Σαμαρείτην και οινοπότην, άλλοι δε δαιμονισμένον και ψευδοπροφήτην· διότι έλεγον, ότι «Ιδού άνθρωπος φάγος και οινοπότης» (Λουκ. ζ:34) και «Εν τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια» (Ματθ. θ:34). Τι δε να σοι λέγω, πως υπήγαν, ω του θαύματος! να κατακρημνίσωσιν Αυτόν; Και πως εις το πρόσωπον Αυτόν έπτυον; Και ραπίσματα τω έδιδον; Τι να σοι λέγω; Πως επότιζον αυτόν χολήν και με τον κάλαμον έτυπτον την παναγίαν του κεφαλήν και ενέδυον αυτόν με εμπαικτικήν χλαμύδα; Τι να σοι λέγω, πως με ακάνθας εστεφάνωνον αυτόν και εγονάτιζον έμπροσθέν Του, εμπαίζοντες και παν είδος χλεύης κατ’ Αυτού εκτοξεύοντες; Τι να σοι λέγω, πως έφερον αυτόν εις το Πάθος και εις τον Σταυρόν, γυμνόν και κατάκριτον, οι αιμοβόροι εκείνοι σκύλοι; Και πως όλοι οι Μαθηταί του τον εγκατέλιπον; Διότι ο μεν Πέτρος τον ηρνήθη, ο δε Ιούδας τον επρόδωκεν, οι δε επίλοιποι έφυγον, και μόνος λοιπόν ίστατο γυμνός εν τω μέσω των όχλων εκείνων (διότι εορτή του Πάσχα ήτο τότε, η οποία συνήθροιζεν όλους τους Ιουδαίους εις τα Ιεροσόλυμα ίνα εορτάσωσιν)· ή τι να σοι λέγω πως εσταύρωσαν Αυτόν ως πονηρόν ανά μέσον δύο ληστών; Τι δε να σοι διηγώμαι, πως ο Κύριος έμενεν άταφος όταν τον κατεβίβαζον από του Σταυρού, έως ου ήλθεν Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας και εζήτησεν Αυτόν ίνα τον θάψη; Και πως τον εσυκοφάντησαν, ότι δεν ανεστήθη, αλλ’ οι Μαθηταί του τον έκλεψαν; Ενθυμήθητι δε πάλιν τους Αποστόλους του Κυρίου, ότι εις την αρχήν του Ευαγγελίου εξεδιώκοντο εκ παντός τόπου και ότι εκρύπτοντο εις τας πόλεις, και ο μεν Παύλος ήτο κεκρυμμένος εις την πορφυροπώλιδα γυναίκα, ο δε Πέτρος εις τον Σίμωνα τον σκυτοτόμον και δεν είχον τελείως παρρησίαν εις τους πλουσίους· ύστερον όμως όλα έγιναν εύκολα εις αυτούς· ούτω και συ, αδελφέ, μη λυπήσαι, αν τώρα συμβαίνωσι λυπηρά, διότι ύστερον θα επακολουθήσωσι τα χαροποιά. Ήκουσα δε και δια τον φλύαρον εκείνον Αρσάκιον, τον οποίον εκάθισεν η βασίλισσα Πατριάρχην εις τον θρόνον μου, ότι καθ’ υπερβολήν έθλιψε τους αδελφούς και τας Παρθένους, οίτινες με υπερησπίζοντο και δεν ηθέλησαν να συγκοινωνήσωσι με αυτόν, εκ των οποίων πολλοί και απέθανον εν τη φυλακή δι’ αγάπην μου. Εκείνος, λέγω, ο προβατόσχημος λύκος, ο οποίος έχει μεν σχήμα Επισκόπου, είναι δε μοιχός κατ’ αλήθειαν, διότι καθώς η γυνή ονομάζεται μοιχαλίς, όταν, ζώντος του ανδρός της, λάβη άλλον άνδρα, ούτω αυτός είναι μοιχός ουχί κατά σάρκα, αλλά κατά πνεύμα, επειδή, ζώντος εμού του Επισκόπου της Κωνσταντινουπόλεως, αυτός ήρπασε τον θρόνον μου. Ταύτα σοι, αδελφέ Κυριακέ, γράφομεν από την Κουκουσόν, όπου εξωρίσθημεν κατά προσταγήν της βασιλίσσης. Πολλαί δε θλίψεις και πειρασμοί μοι ηκολούθησαν καθ’ οδόν, αλλ’ όμως δι αυτά δεν εφρόντισα. Όταν δε ήλθομεν εις την χώραν των Καππαδοκών και εις την Ταυροκιλικίαν, χοροί Αγίων Πατέρων μας προϋπήντων· αλλά και πλήθος Μοναχών και Παρθένων, οίτινες έχυνον βρύσεις δακρύων από τους οφθαλμούς των και έκλαιον απαρηγόρητα, βλέποντες ημάς ότι εφερόμεθα εις την εξορίαν και έλεγον προς αλλήλους ότι συμφερώτερον ήτο εις τον κόσμον να σβεσθή ο ήλιος ή να σιωπήση το στόμα του Ιωάννου. Οι λόγοι ούτοι με ετάραξαν και με ελύπησαν, αδελφέ, περισσότερον, αφ’ όσον όλα τα δεινά τα οποία έπαθον, επειδή και έβλεπον όλους κλαίοντας· δια δε τα άλλα, όσα μοι συνέβησαν, ουδόλως εφρόντισα. Κατά πολλά δε μας περιεποιήθη και ο Επίσκοπος ταύτης της πόλεως, και πολλήν αγάπην έδειξεν εις ημάς, ώστε εάν ήτο δυνατόν και εάν δεν εφυλάττομεν τους όρους και Κανόνας, τους μη συγχωρούντας να γίνωνται μεταθέσεις Επισκόπων και να μη είναι δύο Επίσκοποι εν μια και τη αυτή Επισκοπή, βεβαίως ήθελε δώσει και τον θρόνον του εις ημάς. Δέομαι λοιπόν και αντιβολώ, απόρριψον, αδελφέ, την λύπην και αθυμίαν από της ψυχής σου και ενθυμού και ημάς εις τας προς Θεόν ικεσίας σου.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΗ΄ (28η) Ιανουαρίου, μνήμη του Οσίου πατρός ημών ΕΦΡΑΙΜ του Σύρου.

Δημοσίευση από silver »

Εφραίμ ο θαυμάσιος πατήρ ημών ήτο το γένος Σύρος γεννηθείς, ως πιθανώς εικάζεται, εις την πόλιν Νίσιβιν της Μεσοποταμίας επί της βασιλείας του Διοκλητιανού περί το τστ΄ (360), επί του οποίου οι γονείς αυτού, ευσεβείς όντες Χριστιανοί, ωμολόγησαν γενναίως την εις τον Ιησούν Χριστόν πίστιν. Προσληφθείς εκ νεαράς ηλικίας υπό του Επισκόπου της πόλεως ταύτης Ιακώβου ανετράφη υπ’ αυτού επιμελώς, διαγνώσαντος την αγαθήν φύσιν του παιδός. Ων δε ο Όσιος εκ νεότητος ενάρετος, έφευγε τας επιβλαβείς ομιλίας των συνομηλίκων του και δεν έχανε ποτέ τον καιρόν του επί ματαίω, αλλ’ ανεγίγνωσκε καθ’ εκάστην τας ιεράς βίβλους των Γραφών, μελετών και σπουδάζων εις αυτάς ακατάπαυστα, εις τας οποίας ησθάνετο τόσην γλυκύτητα, ώστε του ήρμοζε το ρητόν του Προφήτου· «Ως γλυκέα τω λάρυγγί μου τα λόγια σου, υπέρ μέλι τω στόματί μου» (Ψαλμ. ριη (118): 103). Δια τούτο κατώρθωσεν όλας τας αρετάς ο μακάριος, νηστείαν, λέγω, αγρυπνίαν, χαμευνίαν, χρηστότητα, ακτημοσύνην, πραότητα και τα τούτων συνακόλουθα· εξαιρέτως δε την άσυλον ταπεινοφροσύνην, η οποία θανατοί τους δαίμονας. Έμαθε δε και γράμματα και έγινε σοφός διδάσκαλος, καθώς εις τα θαυμάσια συγγράμματά του φαίνεται, με τα οποία μας διδάσκει καθ’ ώραν έως την σήμερον, νουθετών, παρακαλών, συμβουλεύων. Όθεν δι’ αυτού ορθοτομούμεν τον ευσεβή λόγον της πίστεως και προς την απόκτησιν της αρετής εγειρόμεθα πρόθυμοι και εξόχως προς την χριστομίμητον και πολυτίμητον αγάπην προς τον Θεόν και τον πλησίον, δια την οποίαν έβαλλε τόσην σπουδήν και επιμέλειαν ο θαυμάσιος και τόσον την απέκτησεν, ώστε όλοι τον εθαύμαζον. Ακούσατε δε πως και αυτός ο ίδιος, όταν ήλθεν η ώρα να υπάγη προς τον ποθούμενον, το ωμολόγησεν, όχι δια κενοδοξίαν, αλλά προς νουθεσίαν ημών ταύτα λέγων· «Ποτέ μου εις όλην μου την ζωήν δεν ωλιγώρησα προς Κύριον, ούτε τινά ελοιδόρησα, ούτε εξήλθεν άφρων λόγος από το στόμα μου, ουδέ τινα κατηράσθην, ούτε μετά τινος των πιστών ήλθον εις διενέξεις». Ταύτα βεβαίως όλα είναι μεγάλα κατορθώματα και εξαίσια· ήτο δε και το δάκρυον εις τους οφθαλμούς του πάντοτε, ώστε εις όλην του την ζωήν έχυσε σχεδόν ένα ποταμόν σωτηριωδεστάτων δακρύων. Τα δάκρυα δε ακολουθούσαν στεναγμοί εκ βάθους καρδίας, ωσάν να έβγαινε πυρ από τα σπλάγχνα του, καθώς ημπορεί να πιστωθή έκαστος από τα κατανυκτικά του συγγράμματα, εις τα οποία διηγείται πολλάκις δια την δευτέραν του Χριστού παρουσίαν και την αδέκαστον κρίσιν της φοβεράς εκείνης ετάσεως· και τόσον τυπώνει εις τας διανοίας μας τον τρόμον της φρικτής εκείνης ημέρας, ώστε δειλιά ο καθείς αναγιγνώσκων, πως ωδύρετο ελεεινώς ο δίκαιος, ως κατάκριτος. Εις τους τοιούτους λογισμούς σχολάζων ο Όσιος εμάκρυνε φυγαδεύων, πάντας τους θορύβους του βίου εγκαταλείπων και εις την έρημον αυλιζόμενος περιεπάτει από τόπου εις τόπον, ωφελών και ωφελούμενος. Πνεύματι δε θείω κινούμενος, ότε η πατρίς του Νίσιβις παρεδόθη εις τους Πέρσας, εξήλθεν από την πατρίδα του και φθάνει εις την Έδεσσαν δια να προσκυνήση τα άγια λείψανα, τα οποία εις αυτήν ευρίσκοντο, έτι δε και δια να εύρη τινά ενάρετον και λόγιον άνθρωπον, να ωφεληθή από αυτόν· δια την αιτίαν δε αυτήν έκαμε και δέησιν προς τον Θεόν, ταύτα λέγων· «Δέσποτα, Κύριε Ιησού Χριστέ, αξίωσόν με να υπαντήσω τινά άνθρωπον εις την Έδεσσαν, δια να μου είπη λόγον τινά ωφέλιμον δια την ψυχήν μου». Ταύτα ευξάμενος έξω της πόλεως, περιεπάτει να έμβη εις αυτήν και επαρατηρούσεν εάν τύχη τις καθώς ήθελεν. Ούτω λοιπόν περιπατούντα και συλλογιζόμενον τον υπήντησε μία πόρνη εστολισμένη, κατά την συνήθειαν των νεανίδων του έρωτος· τούτο δε ήτο Θεού θέλημα, όστις οικονομεί με τα εναντία τα εναντία με τρόπον μυστικόν και απόρρητον· ο δε Όσιος, βλέπων αυτήν, έμεινεν εξεστηκώς και περίλυπος, πως του συνέβη όλως το εναντίον της αιτήσεώς του· η γυνή δε εστάθη και αυτή και τον έβλεπεν ώραν πολλήν. Ο Άγιος λοιπόν, δια να την κάμη να εντραπή, είπε ταύτα· «Διατί τολμάς και με βλέπεις, ω γύναι, με αναισχυντίαν και δεν εντρέπεσαι»; Η δε απεκρίθη λέγουσα· «Εγώ δεν έχω τόσον άδικον να σε παρατηρώ, επειδή από την πλευράν σου έγινα, όταν μας έπλασεν ο Κύριος· συ όμως πρέπει να παρατηρής εις την γην από την οποίαν εβγήκες· μάλιστα δε εφ’ όσον είσαι Μοναχός και θεωρείσαι νεκρός εις το σώμα, δεν έπρεπε να με ατενίσης ουδόλως εις το πρόσωπον». Ταύτα ανελπίστως ακούσας ο Όσιος, αυτήν μεν ηυχαρίστησεν ομολογών ότι έλεγε την αλήθειαν, τον δε Κύριον εδόξασεν, ότι επήκουσε την δέησίν του και ωφελήθη. Εισελθών λοιπόν εις την πόλιν έμεινεν ολίγας ημέρας εις τινα οικίαν· εκεί πλησίον ήτο μία γυνή αναίσχυντος, της οποίας το παράθυρον έβλεπεν εις το του Οσίου. Ενώ δε μίαν ημέραν ο Όσιος έβραζε μαγείρευμα, ήνοιξεν εκείνη το παράθυρον λέγουσα: «Αββά, ευλόγησον». Ούτος δε της απήντησε με ταπεινήν φωνήν: «Ο Κύριος να σε ευλογήση». Τότε εκείνη εγέλασεν άσεμνα λέγουσα: «Σου λείπει τίποτε φαγητόν να σου δώσω»; Λέγει ο Όσιος· «Τρεις λίθοι λείπουσι και ολίγος πηλός να κλείσωμεν αυτήν την θυρίδα, να μη μου δώσης πλέον ενόχλησιν». Τότε η αναίσχυντος δεν εντράπη, αλλά ωμολόγησε την αλήθειαν λέγουσα· «Εγώ σε εχαιρέτησα εύσπλαγχνα, διότι έχω πόθον να κοιμηθώ μαζί σου και συ υπερηφανεύθης ευθύς και μου λέγεις να φράξω την είσοδον»; Αυτά και έτερα όμοια του έλεγε, διότι καθολικά ο δαίμων την παρεκίνησε να πειράξη τον σώφρονα και σεμνόν, η άσεμνος. Αλλ’ όσον εκείνη τον παρεκίνει με σατανικά λόγια εις άπρεπον έρωτα, τόσον αυτός πάλιν της απεκρίνετο με ψυχωφελή και σωτήρια. Τέλος πάντων, βλέπων την αναισχυντίαν της, είπε ταύτα· «Εάν ορέγεσαι να κοιμηθώμεν μαζί, ας υπάγωμεν όπου θέλω εγώ». Εκείνη δε, νομίζουσα ότι είχε κελλίον τι απόκρυφον και ήθελε να κάμη εκεί την αμαρτίαν, δια να μη τον ίδη κανείς, εχάρη και του λέγει· «Ας υπάγωμεν όπου βούλεσαι». Ο δε είπεν εις αυτήν· «Εις το μέσον της πόλεως θέλω να υπάγωμεν». Η δε απεκρίθη· «Και δεν εντρέπεσαι τους ανθρώπους, οι οποίοι θα μας εμπαίζωσι»; Τότε ο πάνσοφος, αφού την έφερε τεχνηέντως εκεί όπου ήθελε και δια των ιδίων αυτής όπλων επολέμησεν αυτήν, απεκρίνατο· «Τους ανθρώπους εντρέπεσαι και τον Θεόν δεν φοβείσαι, ταλαίπωρε, όστις βλέπει όλας τας πράξεις μας, είτε εις το φανερόν είτε εις το απόκρυφον γίνονται και μας δίδει δεινήν τιμωρίαν και αιώνιον κόλασιν, δια την ολίγην αυτήν απόλαυσιν, όπου λαμβάνομεν αμαρτάνοντες»; Αυτά και άλλα πολλά λέγων ο πάνσοφος, εψάρευσε την πόρνην, του Θεού συνεργήσαντος· και τόσον φόβον επήρεν εις την ψυχήν της από τα λόγια του, ώστε μετενόησεν εξ όλης καρδίας δι’ όλα της τα αμαρτήματα, και προσπίπτουσα μετά δακρύων εις τους πόδας του, εζήτει να της συγχωρήση την άλογον επιθυμίαν και ακόλαστον γνώμην, την οποίαν είχεν εις εκείνον πρότερον και να την διδάξη πως να πορεύεται και να την οδηγήση εις τόπον σωτήριον. Ο δε Όσιος εδέχθη την μετάνοιαν αυτής προθύμως και νουθετήσας αυτήν να μη επιστρέψη πλέον εις τα πρότερα, αλλά να πορεύεται μετά σωφροσύνης, εγκρατευομένη παντός απρεπούς λογισμού και ατόπου πράξεως, την έβαλεν είτα εις Μοναστήριον· αύτη δε επολιτεύθη το υπόλοιπον της ζωής της θεάρεστα και εσώθη. Και εις τούτο ο Όσιος ήτο αίτιος, όστις την εδίδαξεν, ενώ ήθελε να τον κολάση με τας παγίδας του δράκοντος. Ούτω λοιπόν ο θείος Εφραίμ, από μεν την πρώτην πόρνην, ήτις τον υπήντησε καθ’ οδόν, πολύ ωφελήθη, την δε ετέραν πολύ ωφέλησε και εσώθη με του Θεού την βοήθειαν. Καταλιπών μετά ταύτα την Έδεσσαν, ανεχώρησεν εις παρακείμενον όρος ασκητεύσας εις αυτό επί τινα χρόνον. Μετά ταύτα επανελθών εις την πόλιν ο Όσιος ανεχώρησεν από την Έδεσσαν και απήλθεν εις την Καισάρειαν δια να συναντήση τον Μέγαν Βασίλειον, την πηγήν των δογμάτων και της ευσεβείας τον πρόμαχον. Βλέπων δε αυτόν ο θείος Εφραίμ, τον ευφήμησε πολύ, διότι, ως προορατικός όπου ήτο, είδε με το όμμα της ψυχής μίαν περιστεράν απαστράπτουσαν ως ο ήλιος, ήτις εκάθητο εις τον δεξιόν ώμον του Μεγάλου Βασιλείου και του ωμίλει εις το ους· αυτός δε εδίδασκε τον λαόν λέγων όσα η ένθεος εκείνη περιστερά του έλεγεν, η οποία του εφανέρωσε και τον Όσιον Εφραίμ και γνωρίσας τις ήτο από την χάριν του Παναγίου Πνεύματος, συνωμίλησαν και ηυφράνθησαν πνευματικώς, απολαύσαντες ο ένας τον άλλον. Λέγουσι δε τινές ότι τότε ο Μέγας Βασίλειος, γνωρίσας εκ Θεού οποίος ήτο ο Εφραίμ, εχειροτόνησε τούτον Διάκονον, άλλοι δε πάλιν λέγουσιν ότι ήτο Διάκονος και τον εχειροτόνησε τότε Ιερέα. Πιθανώτερον όμως φαίνεται ότι ο Όσιος ηρνήθη να λάβη μεγαλύτερον του Διακόνου αξίωμα εν τη Εκκλησία δια να είναι όλως αφωσιωμένος εις την μελέτην των θείων Γραφών και την συγγραφήν. Ούτος ο Όσιος εδέχθη από τον Θεόν της διδασκαλίας το τάλαντον, το οποίον εσπούδαζε διαφοροτρόπως να το αυξάνη εις τας ψυχάς των ανθρώπων, ως δούλος ευγνωμονέστατος. Και τούτο ο ίδιος ο Όσιος Εφραίμ το εφανέρωσε μοναχός του και ωμολόγησεν εις ένα ενάρετον πνευματικόν μίαν οπτασίαν την οποίαν είδεν, όταν ήτο ακόμη μικρός, ούτω λέγων· «Είδα μίαν άμπελον, ήτις είχε σταφυλάς αναριθμήτους, αύτη δε εφύτρωσεν εις την γλώσσαν μου και εκβαίνουσα έξω από το στόμα μου, ήπλωσαν τα κλήματα και εσκέπασαν όλην την γην και εκάθηντο όλα τα πετεινά εις αυτήν την άμπελον και έβοσκον και όσον αυτά έτρωγον τον καρπόν, τόσον εκείνος επλήθυνε». Ταύτα μεν είπεν ο Όσιος δια τον εαυτόν του και άλλο περισσότερον δεν εφανέρωσεν. Εκείνοι όμως, οίτινες ηξιώθησαν να θεωρώσι θεία Μυστήρια, είδον πολλάς αποκαλύψεις περί αυτού εις δε από εκείνους είπεν ότι είδεν πληθύν Αγγέλων, οι οποίοι κατέβαινον άνωθεν, με ένα βιβλίον χειρόγραφον· και ηρώτα ο ένας Άγγελος τον άλλον. «Τις να είναι άξιος, να λάβη την βίβλον εις χείρας του»; Και άλλος μεν έλεγεν ένα, άλλος άλλον, τους πλέον σώφρονας και ευλαβείς ονομάζοντες. Τέλος συνεφώνησαν όλοι οι Άγγελοι ότι ο Όσιος Εφραίμ ήτο άξιος δια το βιβλίον και του το έδωσαν εις τας χείρας του· και ούτως έλαβε τέλος η όρασις. Τότε ο ευλαβής εκείνος ανήρ ηγέρθη έμφοβος και πηγαίνων εις την Εκκλησίαν, εύρε τον Όσιον Εφραίμ διδάσκοντα τον λαόν με τα μελίρρυτα εκείνα λόγια και εφανέρωσε την όρασιν· και απ’ εκείνην την ώρα εξεχύθη η χάρις του Θεού εις τον Όσιον, τόσον ώστε εκυματούσαν τα ρείθρα των νοημάτων εις την γλώσσαν του και εδίδασκε με τόσην ευκολίαν και γρηγορότητα, ώστε σου εφαίνετο, ότι τα έβλεπε γεγραμμένα και τα έλεγε· και δεν έφθανεν η γλώσσα του να λέγη όσα ο νους εγέννα με τόσην ταχύτητα. Είχε δε ο Όσιος και το σωτήριον δάκρυον, καθώς είπομεν, και μάλιστα κατά την νύκτα, ότε ηγρύπνει το περισσότερον δια το ήσυχον και προσηύχετο και μόνον ολίγον ύπνον ελάμβανε, όσον να φυλάττη το σώμα άβλαβον, να μη ασθενήση από τους πολλούς κόπους και πόνους, χαμευνίαν, σκληραγωγίαν και κάκωσιν· εξόχως δε είχε τόσην ακτημοσύνην και πτωχείαν εκούσιον, ώστε άλλος δεν τον επέρασε, καθώς αυτός την υστάτην ώραν της μεταστάσεώς του εμαρτύρησε, την αλήθειαν λέγων· «Δεν απέκτησεν ο Εφραίμ αργύριον ή χρυσίον ή βαλάντιον ή πήραν ή ράβδον, ούτε άλλο πράγμα επίγειον, αλλά μόνον είχα τον πόθον εις τα ουράνια από την ώραν όπου ήκουσα από το άγιον Ευαγγέλιον, ότι προσέταξεν ο Δεσπότης τους Αποστόλους του να μη αποκτήσουν πράγμα επίγειον». Αυτά είναι λόγια αυτού του τρισμάκαρος, τα οποία είναι πιστότερα παρά να τα έλεγεν άλλος δια λόγου του. Ίδετε λοιπόν με πόσον πόθον εφύλαττε του Αγίου Ευαγγελίου τα λόγια και πόσον ήτο ζηλωτής και μιμητής του Διδασκάλου και Σωτήρος μας και των μαθητών αυτού, ο αείμνηστος. Ταπεινοφροσύνην δε και μετριότητα είχε τόσην ο Όσιος, ώστε έτρωγε με την στάκτην τον άρτον και έσμιγε το ύδωρ με δάκρυα. Όσους δε τον επαινούσαν και τον ενεκωμίαζον όχι μόνον τους εδίωκεν, αλλά και πολύ τους εχθρεύετο, καθώς άλλος μισεί εκείνον όστις τον περιγελά και τον εμπαίζει, και εκοκκίνιζεν η όψις του και ίδρωνεν από τον πόνον τον οποίον ησθάνετο η ψυχή του, όταν τις τον ευφήμιζεν. Όχι δε μόνον ζων είχε τοσαύτην ταπείνωσιν, αλλά και την ώραν, κατά την οποίαν έμελλε να τελευτήση, προσέταξε με αφορισμόν να μη του ψάλη κανείς τροπάρια, μήτε να του κάμουν εγκώμιον, ούτε να τον θάψουν με ράσα καλά, ούτε εις χωριστόν τάφον, αλλά με παλαιά και άχρηστα εις τον τάφον των ξένων· διότι (καθώς έλεγεν) είχε συνθήκας με τον Θεόν να ενταφιασθή με τους ξένους ως ξένος και πάροικος. Ήτο δε και πολύ φιλόξενος και εύσπλαγχνος εις τους πένητας και όταν είχεν, έδιδεν ελεημοσύνην όσην ηδύνατο· όταν όμως δεν είχεν (επειδή ήτο πτωχότατος και τον περισσότερον καιρόν δεν του ευρίσκετο τίποτε) έπαιρνε τους ξένους και τους πένητας και τους εφίλευε με την σωτήριον διδασκαλίαν του, όπερ είναι, υπέρ την σωματικήν βρώσιν, αναγκαιότερον. Ήτο δε και τόσον λόγιος, ώστε οι λόγοιτου ηδύναντο να μαλάξουν πάσαν ψυχήν, να παρηγορήσουν τον θλιβόμενον και να πραϋνουν τον οργιζόμενον. Αλλά και η όψις του, η ευταξία και το ήθος του έκαμνε καθ’ ένα και κατενύγετο η καρδία του. Κατά δε την Ορθοδοξίαν ήτο σφόδρα ζηλωτής και ακαταγώνιστος πρόμαχος της αμώμου πίστεως και ακούσατε μίαν μηχανήν την οποίαν έκαμεν ο σοφώτατος δια να μη ζημιωθούν οι πιστοί. Τον καιρόν εκείνον ήτο ο δυσσεβής Απολλινάριος, όστις εκαινοτόμησε πολλά ορθά δόγματα και διδάγματα των Διδασκάλων μας, διαστρέψας αυτά εις την μιαράν αυτού γνώμην και έγραψε πολλά φλυαρήματα κατά των Ορθοδόξων, ο κακόδοξος. Συντάξας δε επιμελώς δύο βιβλία με πολλούς κόπους και βάσανα, τα είχεν έτοιμα δια να αντιμάχεται με τους πιστούς, όταν εύρη καιρόν επιτήδειον. Είχε δε ούτος γυναίκα τινά πολύ ηγαπημένην ομόγνωμον αυτού και ομόφρονα, όχι μόνον εις την αίρεσιν, αλλά και εις τας σαρκικάς ηδονάς υπήκοον, καθώς έλεγον οι γείτονες. Εις αυτήν λοιπόν έδωκεν ο Απολλινάριος τα δύο αυτά βιβλία να τα φυλάττη δια να μη του τα κλέψουν οι Ορθόδοξοι. Τούτο μαθών ο Εφραίμ προσεποιήθη ότι ήτο εις την αίρεσιν του Απολλιναρίου και αυτός και πηγαίνων εις τον οίκον εκείνης της γυναικός, της έδωκε δωρεάν από την έρημον χάριν ευλογίας· και ούτως επήγαινε πολλάκις, όταν έλειπεν ο Απολλινάριος· και όταν εγνώρισεν ότι δεν είχεν υποψίαν τινά η γυνή δι’ αυτόν, της εζήτησε τα βιβλία να τα αναγνώση, δια να ηξεύρη να μάχεται με τους αιρετικούς (ούτως ωνόμασε τους Ορθοδόξους ο πάνσοφος, καθώς τους εθεωρούσαν αυτοί οι κακόδοξοι), δια να μη τον νικήσουν ως αμαθή και απαίδευτον. Δελεασθείσα λοιπόν η γυνή από ταύτην την πιθανοφανή μηχανήν του μάκαρος, του έδωκε τα βιβλία, με την υπόσχεσιν να τα επιστρέψη την άλλην ημέραν. Λαβών λοιπόν αυτά ο Όσιος, ανέγνωσεν εις διαφόρους τόπους και επειδή δεν είχε καιρόν να αντιγράψη αυτά και να αναιρέση τας αιρέσεις εκείνας, επειδή η γυνή δεν του άφηνε πολλάς ημέρας, τι μηχανάται ως φρόνιμος; Ετοίμεσε ψαρόκολλαν καλήν και εκόλλησε με αυτήν όλα τα φύλλα επιμελέστατα το ένα με το άλλο, τόσον καλά, ώστε δεν ήτο δυνατόν να ξεκολλήσουν πλέον, εάν δεν εσχίζοντο· κατόπιν τα έδεσεν απ’ έξω καθώς ήσαν και τα παρέδωκε της γυναικός, η οποία δεν τα ήνοιξεν, αλλά τα εφύλαξεν εις τον τόπον των. Μετά δε ημέρας τινάς παρεκίνησε τους Ορθοδόξους ο Όσιος να κάμουν Σύνοδον, ήτις να διαλεχθή με τον Απολλινάριον δια να γνωρισθή η αλήθεια. Τούτου γενομένου, ήλθεν εις την Σύνοδον ο Απολλινάριος, όστις ήτο υπέργηρως και μη δυνάμενος να ομιλή πολλά λόγια, είπε προς τους Ορθοδόξους ταύτα· «Εγώ, Πατέρες Άγιοι, δεν δύναμαι πλέον να φιλονικώ με πολλούς φωνάζων· έχω όμως δύο βιβλία πολύτιμα, τα οποία έγραψα με άμετρον επιμέλειαν και ας αναγνωσθο΄τν εις την Σύνοδον· και ό,τι γράφουν τα βιβλία, αυτά ομολογώ και εγώ με το στόμα μου». Τότε εδοκίμασε να ανοίξη το ένα βιβλίον και δεν ηδυνήθη να εύρη ούτε αρχήν, ούτε τέλος, ούτε μέσην, διότι τα φύλλα έγιναν ένα σώμα και ούτε να τα σχίση ηδύνατο. Λαμβάνων και το άλλο βιβλίον, εύρε και αυτό ομοίως ως και το πρότερον· όθεν επήρε τόσην λύπην και αθυμίαν από την εντροπήν του, ώστε έφυγεν από την Σύνοδον· και μη δυνάμενος να υποφέρη την συμφοράν, κακώς ο κακός εξέψυχεν. Ούτως ελυτρώθησαν οι ευσεβείς από την μιαράν αυτού αίρεσιν, αυτός δε ο δείλαιος έλαβεν εις αμοιβήν των κόπων του τον πρέποντα θάνατον εις αρραβώνα της ατελευτήτου κολάσεως. Τοιούτος ήτο λοιπόν κατά τον ζήλον της Ορθοδοξίας ο Όσιος και ούτως εις την ψυχήν εκείνην ήτο πεφυτευμένη πάσα αρετή, ώστε δικαίως ήθελε καλέσει τις αυτήν πηγήν διαφόρων ναμάτων, ή λειμώνα κεκοσμημένον δια ποικίλων ανθέων και ρόδων, ή και άλλον επίγειον ουρανόν, περιλαμπόμενον πάντοθεν υπό πολυφώτων αστέρων· ή και Παράδεισον, ως τον της Εδέμ, όστις ουδέποτε εμαράνθη, αλλ’ ήτο πάντοτε ευθαλής και γεμάτος καρποφόρων δένδρων και καρπών ωραίων και αφθάρτων, άψαυστον όμως και ανεπίβατον υπό του πονηρού όφεως, του εχθρού και επιβούλου της ημετέρας σωτηρίας. Αλλά ας έλθωμεν εις την οσίαν αυτού μετάστασιν δια να δώσωμεν τέλος της διηγήσεως· μόνον να αναφέρωμεν τι κατά την τελευτήν αυτού, αναγκαίον μάλιστα προς απόδειξιν της ενοικούσης εις αυτόν θείας χάριτος. Ως προείπομεν, ο Όσιος παρήγγειλε να μη ενταφιάσωσιν αυτόν δια πολυτελούς ενδύματος· και πάλιν κατά την ώραν του θανάτου επανέλαβε το αυτό, προσθέσας ότι, εάν υπάρχη τις εκ των αδελφών, όστις προητοίμασε τοιούτον ένδυμα, ας δώση αυτό εις τον έχοντα ανάγκην. Εις δε εκ των περιφανεστέρων και αγαπητοτέρων εις αυτόν, προετοιμάσας λαμπρόν ένδυμα, εσκόπευε να ενδύση το σώμα εκείνου μετά θάνατον· αλλ’ αφού ήκουσε την παραγγελίαν ελυπείτο, διότι προελήφθη ο σκοπός αυτού. Εσκέφθη δε να μη δώση το ένδυμα, ως παρηγγέλθη, νομίσας ότι ήτο προτιμότερον να διανείμη εις τους πτωχούς την αξίαν αυτού εις χρήματα και επομένως ήθελεν ούτως ευχαριστήσει περισσότερον τον Όσιον. Αλλά μόλις ταύτα συλλογισθείς, έλαβε και την τιμωρίαν της παρακοής. Ευθύς ενώπιον πάντων κυριεύεται υπό δαιμονίου, πίπτει προ της κλίνης του μακαρίου σπαρασσόμενος, στρεβλώνει τας χείρας, διαστρέφει τους οφθαλμούς, εκβάλλει αφρούς εκ του στόματος και πράττει όσα άλλα φοβερά μανία δύναται να επιφέρη εις τον άνθρωπον. Ο δε θείος Εφραίμ εννοήσας εξ Αγίου Πνεύματος, ότι τούτο ήτο καρπός αμαρτίας, εξαγορεύει τον ασθενή άμα συνελθόντα και επιτιμήσας αυτόν δια την ασθένειαν του λογισμού, εσυγχώρησεν αυτόν και δια της προσευχής και επιθέσεως των χειρών μόνον απέβαλε το δαιμόνιον, και ιατρεύσας τον ασθενή προέτρεπε να εκπληρώση κατά γράμμα την προτέραν παραγγελίαν. Ούτω λοιπόν ο ιερός Εφραίμ κατά το τέλος του βίου δια τοιούτου θαύματος επεσφράγισε τας πράξεις αυτού, έπειτα δε συμβουλεύσας ικανώς τους παρόντας ίνα εργάζωνται την αρετήν, και ευλογήσας αυτούς και προρρήσεις τινάς προειπών, ακριβώς μετά ταύτα εκπληρωθείσας, παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού εν ειρήνη, το έτος τοθ΄ (379), και ούτω στεφανηφόρος απήλθεν εις τας αιωνίους μονάς και εις την λαμπρότητα, η οποία προσμένει τους τοιούτους, δια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, εις τον οποίον πρέπει δόξα και τιμή και κράτος, συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΘ΄ (29η) Ιανουαρίου, η ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου Ιερομάρτυρος ΙΓΝΑΤΙΟΥ του θεοφόρου.

Δημοσίευση από silver »

Τη ΚΘ΄ (29η) Ιανουαρίου, η ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου Ιερομάρτυρος ΙΓΝΑΤΙΟΥ του θεοφόρου.

Ιγνάτιος ο Θεοφόρος έγινε διάδοχος των Αποστόλων, δεύτερος Επίσκοπος χρηματίσας Αντιοχείας, μετά τον Εύοδον· εμαθήτευσε δε ομού με τον Σμύρνης Πολύκαρπον πλησίον εις τον Ευαγγελιστήν Ιωάννην τον Θεολόγον. Ούτος λοιπόν εν έτει ρι΄ (110) εφέρθη έμπροσθεν του βασιλέως Τραϊανού και αφού υπέμεινεν όλας τας δοκιμασίας των βασάνων και έμεινεν αβλαβής από τούτων, τη χάριτι του Χριστού, εστάλη παρά του βασιλέως εις την Ρώμην, δια να πολεμήση με τα θηρία. Γενομένου δε τούτου, διεσπαράχθη ο Όσιος υπό των λεόντων, καθώς επεθύμει και ηύχετο· τα δε τίμια αυτού λείψανα συνάξαντες τινές Χριστιανοί, έφεραν αυτά εις την Αντιόχειαν και τα προσέφεραν ως δώρον πολυτιμότατον και ποθούμενον εις τους εκεί αδελφούς, οι οποίοι μετά πάσης ευλαβείας απεθησαύρισαν αυτά υποκάτω εις την γην. Όθεν, τούτου χάριν, εορτήν χαρμόσυνον εορτάζει σήμερον η του Χριστού Εκκλησία την σεπτήν ταύτην ανακομιδήν των λειψάνων του.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Λ΄ (30η) Ιανουαρίου, μνήμη των εν Αγίοις Πατέρων ημών και Οικουμενικών Διδασκάλων ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ του Μεγ

Δημοσίευση από silver »

Τη Λ΄ (30η) Ιανουαρίου, μνήμη των εν Αγίοις Πατέρων ημών και Οικουμενικών Διδασκάλων ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ του Μεγάλου, ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ του Θεολόγου και ΙΩΑΝΝΟΥ του Χρυσοστόμου.

Η των Αγίων Τριών Ιεραρχών Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου κοινή κατά την σήμερον μνήμη εορτάζεται δια την εξής αιτίαν. Εις τον καιρόν της βασιλείας Αλεξίου του Κομνηνού, όστις έγινε βασιλεύς μετά τον Βοτανειάτην εν έτει απα΄ (1081) από Χριστού, εγένετο εν Κωνσταντινουπόλει φιλονεικία μεταξύ των ελλογίμων και εναρέτων ανδρών, εξ ων τινες προετίμων τον Μέγαν Βασίλειον, επειδή με τους λόγους του ηρεύνησε την φύσιν των όντων, με τας αρετάς του δε ωμοίαζε και συνερίζετο με τους Αγγέλους, καθότι δεν συνεχώρει προχείρως τους αμαρτάνοντας, αλλ’ ήτο σοβαρός κατά το ήθος και δεν είχεν εις εαυτόν κανέν γήϊνον. Έλεγον δε ούτοι τον θείον Χρυσόστομον κατώτερον του Βασιλείου, επειδή εκείνος είχε δήθεν τρόπον εναντίον του Βασιλείου και ευκόλως συνεχώρει τους αμαρτάνοντας. Έτεροι εκ του εναντίου ύψωναν τον θείον Χρυσόστομον και έλεγον αυτόν του Βασιλείου και Γρηγορίου ανώτερον, καθότι μετεχειρίζετο διδασκαλίας συγκαταβατικωτέρας, οδηγών όλους με το σαφές και εύκολον της φράσεώς του και ελκύων τους αμαρτωλούς εις μετάνοιαν, υπερβαίνοντα δε τους ανωτέρω δύο Πατέρας με το πολύ πλήθος των μελιρρύτων συγγραμμάτων του και με το ύψος και πλάτος των νοημάτων. Άλλοι δε πάλιν, συμπάθειαν έχοντες εις τα του Θεολόγου Γρηγορίου συγγράμματα, έλεγον αυτόν ανώτερον του Βασιλείου και Χρυσοστόμου, καθότι αυτός με το κομψόν και πεποικιλμένον της φράσεώς του και με το υψηλόν και δυσνόητον των λόγων του και με το ανθηρόν των λέξεων, υπερέβη όλους τους σοφούς και τους παλαιούς και περιβοήτους εις την εξωτερικήν Ελληνικήν σοφίαν και τους νεωτέρους εκκλησιαστικούς. Όθεν εκ της τοιαύτης διαφοράς και φιλονεικίας διηρέθησαν εις τρία μέρη τα πλήθη των Χριστιανών και άλλοι μεν ελέγοντο Ιωαννίται, άλλοι δε Βασιλείται και άλλοι Γρηγορίται. Επειδή λοιπόν ήσαν ούτω διηρημένοι οι Χριστιανοί και ούτω εφιλονείκουν οι σοφοί, εφάνησαν εν οράματι οι τρεις ούτοι Ιεράρχαι και διδάσκαλοι, πρώτον μεν έκαστος χωριστά, έπειτα δε και οι τρείς ομού, ουχί εν οράματι, αλλ’ οφθαλμοφανώς εις τον Ιωάννην τον τότε Επίσκοπον της πόλεως Ευχαϊτων. Ήτο δε ούτος ανήρ ελλόγιμος και έμπειρος της Ελληνικής παιδείας, καθώς μαρτυρούσι τα παρ’ αυτού πονηθέντα συγγράμματα, προς τούτοις δε είχε φθάσει και εις το άκρον της αρετής. Εις τούτον, λέγω, φανέντες με εν στόμα του λέγουσι και οι τρεις· «Ημείς εν είμεθα πλησίον εις τον Θεόν, καθώς βλέπεις, και καμμίαν εναντιότητα ουδέ μάχην έχομεν, αλλά κατά τους διαφόρους καιρούς, κατά τους οποίους ετύχομεν, ούτω και ο καθείς από ημάς, υπό του θείου κινούμενος Πνεύματος, διαφόρους και τας διδασκαλίας συνέγραψε· και όσα εδιδάχθημεν υπό του Αγίου Πνεύματος, ταύτα και εξεδώκαμεν δια την σωτηρίαν των ανθρώπων. Και πρώτος μεταξύ ημών δεν υπάρχει ούτε δεύτερος, αλλά εάν τον ένα είπης, ευθύς και οι δύο άλλοι ακολουθούσι. Δια τούτο πρόσταξον τους φιλονεικούντας να μη χωρίζωνται εξ αιτίας ημών, διότι εις ημάς ήτο και είναι προθυμία, και ότε είμεθα ζώντες και αφού μετέστημεν, το να ειρηνεύωμεν και να φέρωμεν τον κόσμον εις ένωσιν και ομόνοιαν και όχι να τον χωρίζωμεν. Δια τούτο και εις ημέραν μίαν ένωσον και τους τρεις ημάς και σύνθεσον τα της εορτής μας τροπάρια, καθώς είναι πρέπον εις την σύνεσίν σου και παράδος εις τους Χριστιανούς, ότι εν είμεθα πλησίον εις τον Θεόν. Βεβαίως δε και ημείς θέλομεν συμβοηθήσει εις την σωτηρίαν εκείνων, όσοι τελούσι την κοινήν μνήμην μας, επειδή έχομεν τινα παρρησίαν και δύναμιν εις τον Θεόν». Ταύτα ειπόντες οι Άγιοι, εφάνησαν ότι ανέβησαν πάλιν εις τους ουρανούς, καταλαμπόμενοι από φως άπειρον και ο εις τον άλλον καλούντες κατ’ όνομα. Εγερθείς λοιπόν ο Ευχαϊτων Ιωάννης έκαμε καθώς του διώρισαν οι θείοι Ιεράρχαι. Και το μεν πλήθος του λαού κατεσίγασε, τους δε φιλονεικούντας ειρήνευσε (διότι ήτο περιβόητος κατά την αρετήν ο ανήρ, όθεν και ο λόγος του είχε δύναμιν και πειθώ) και την εορτήν ταύτην παρέδωκε να εορτάζεται υπό της Εκκλησίας του Θεού. Και βλέπε, ω αναγνώστα, την σύνεσιν και διάκρισιν του θείου τούτου ανδρός. Επειδή δηλαδή εύρε τον Ιανουάριον τούτον μήνα, ότι είχε και τους τρεις τούτους Ιεράρχας εορταζομένους, τον μεν Μέγαν Βασίλειον κατά την πρώτην, τον δε Θεολόγον Γρηγόριον κατά την εικοστήν πέμπτην και τον θείον Χρυσόστομον κατά την εικοστήν εβδόμην, τούτου χάριν πάλιν ήνωσεν αυτούς κατά την τριακοστήν ταύτην του αυτού μηνός και τόσον εστόλισε την ακολουθίαν τούτων με κανόνας και τροπάρια και με λόγον εγκωμιαστικόν καθώς έπρεπεν εις τοιούτους μεγάλους Πατέρας της Εκκλησίας, ο χαριτώνυμος ούτος Ιωάννης, ώστε φαίνονται ότι κατά νεύσιν και φωτισμόν, ως νομίζω, των τριών Αγίων Ιεραρχών συνετέθησαν τα άσματα της ακολουθίας ταύτης· διότι τελείως δεν έχουσι καμμίαν έλλειψιν από τα επιχειρήματα εκείνα, όσα αποβλέπουσιν εις έπαινον των Αγίων. Όθεν τα τροπάρια αυτά είναι ανώτερα από όσα άλλα τροπάρια έγιναν έως του νυν και από όσα εις το μέλλον θα γίνωσιν. Ήσαν δε κατά την θέσιν του σώματος και τον χαρακτήρα του προσώπου τοιούτοι οι τρεις Ιεράρχαι. Ο μεν θείος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ήτο μικρός κατά το ανάστημα του σώματος, είχε μεγάλην κεφαλήν, ήτο ξηρός και πολλά λεπτόσαρκος, μακρομύτης και πλατείς έχων τους ρώθωνας, ωχρός ομού και λευκός, είχε βαθουλωτούς τους οφθαλμούς και μεγάλους τους βολβούς· όθεν εκ τούτων ηκολούθει να λάμπη με χαριέστατα όμματα, αν και κατά τα άλλα μέλη του σώματος εφαίνετο ότι ήτο λυπηρός. Είχε μεγάλον το μέτωπον και χωρίς τρίχας, χαραγμένον με πολλάς ρυτίδας· είχε νώτα μεγάλα, και το γένειον μικρόν και ωραιότατον, ανθισμένον με ολίγας λευκάς τρίχας· από δε την νηστείαν είχε τας σιαγόνας εις άκρον βαθουλωμένας. Έτι δε αναγκαίον να είπωμεν δια τούτον τον Άγιον, ότι με τους λόγους και την ρητορικήν του ευφράδειαν υπερέβαλεν όλους τους σοφούς και ρήτορας των Ελλήνων, μάλιστα δε και εξαιρέτως με το πλάτος των νοημάτων και με το σαφές και ανθηρόν της φράσεως. Τόσον δε πολλά εσαφήνισε και εξήγησε την Θείαν Γραφήν, ως ουδείς άλλος, και τόσον μέγας έγινεν ο χρυσορρήμων ούτος, κατά την πρακτικήν και θεωρητικήν φιλοσοφίαν, ώστε όλους ομού υπερέβαλε τους εναρέτους, πηγή χρηματίσας της αγάπης και ελεημοσύνης και όλος ων αυτόχρημα φιλαδελφία τε και διδασκαλία. Ούτος λοιπόν ζήσας έτη ξγ΄ (63) και ποιμάνας την Εκκλησίαν του Χριστού έτη εξ, προς αυτόν εξεδήμησεν. Ο δε Μέγας Βασίλειος ήτο κατά την θέσιν και το ανάστημα του σώματος πολλά μακρύς, ξηρός και ολιγόσαρκος, μελαχροινός ομού και ωχρός κατά το χρώμα, μακρομύτης, είχε τας οφρύς στρογγυλάς, το δέρμα, το επάνω των οφρύων, συμμαζωμένον και προσέχοντα εις τον εαυτόν του. Είχε το πρόσωπον ζαρωμένον με ολίγας ρυτίδας, είχε τας παρειάς μακράς και τους μήνιγγας δασείς από τρίχας συνεστραμμένας και κυκλοειδείς. Εφαίνετο εις την επιφάνειαν, ότι είχεν ολίγον κουρευμένας τας τρίχας· το γένειον είχε μακρόν αρκετά και τας τρίχας μαύρας ομού με λευκάς. Ούτος ο Άγιος υπερέβαλλε κατά την παιδείαν των λόγων, όχι μόνον τους σοφούς και ελλογίμους, όσοι ήσαν εις τον καιρόν του, αλλά και αυτούς ακόμη τους παλαιούς· διότι φθάσας εις παν είδος παιδείας, εκάστης αυτών το κράτος και την νίκην απέκτησεν. Όχι δε μόνον ταύτα, αλλά και την δια πράξεως ήσκησε φιλοσοφίαν και δι’ αυτής ανέβη εις την θεωρίαν των όντων· εκ τούτων δε ανέβη και εις τον θρόνον της Αρχιερωσύνης· γενόμενος δε ετών με΄ (45) και ποιμάνας την Εκκλησίαν έτη πέντε προς Κύριον εξεδήμησεν. Ο δε Θεολόγος Γρηγόριος ήτο μέτριος μεν κατά την θέσιν και το ανάστημα του σώματος, ολίγον δε ωχρός ομού και χαρίεις· πλατύς εις την ρίνα και τα οφρύδια ίσα· έβλεπεν ήμερα και καταδεκτικά, είχε τον δεξιόν οφθαλμόν ξηρότερον από τον αριστερόν και εφαίνετο εν σημείον πληγή εις το εν άκρον του οφθαλμού του· είχε το γένειον δασύ μεν αρκετά, όχι δε και μακρόν· ήτο φαλακρός και λευκός εις την κεφαλήν και εφαίνοντο τα άκρα του γενείου του ωσεί περικεκαπνισμένα. Είναι δε άξιον να είπωμεν περί του Θεολόγου τούτου, ότι αν έπρεπε να γίνη στύλος έμψυχος ή ζωντανός, συντεθειμένος από όλας τας αρετάς, ο στύλος ούτος ήτο ο Μέγας Γρηγόριος. Διότι υπερνικήσας με την λαμπρότητα της ζωής του τους ευδοκιμούντας κατά την πράξιν, εις τόσην ακρότητα της θεωρίας ανέβη, ώστε όλοι ενικώντο από την σοφίαν του και εις τους λόγους και εις τα δόγματα. Όθεν απέκτησε κατ’ εξαίρετον τρόπον και το να επονομάζηται Θεολόγος. Αλλ’ επειδή αυτοί οι τρισόλβιοι εκοπίασαν δια την σωτηρίαν μας, πρέπει να τους εορτάζωμεν και ημείς και να τους ευχαριστώμεν όσον δυνάμεθα· ότι άλλο δεν εφρόντιζον ούτε εμελέτων, ειμή μόνον ένα σκοπόν είχον, οι τρισμακάριοι, να στερεώσουν την ευσέβειαν· ένα αγώνα, την αρετήν· εν επεμελούντο και εσπούδαζον αόκνως, έργοις και τρόποις και λόγοις, την των ψυχών σωτηρίαν, δια την οποία τοσούτον εκακοπάθησαν κηρύττοντες την πίστιν εις άπασαν την οικουμένην και όλους ημάς κοινώς ευηργέτησαν. Όθεν είμεθα και ημείς χρεώσται να αντιτιμήσωμεν τους ευεργέτας και να ευχαριστήσωμεν το κατά δύναμιν, επειδή εις το κατά χρέος δεν φθάνομεν. Ας φιλοτιμήσωμεν λοιπόν τους λογιωτάτους με λόγους, διότι η πάνσοφος Αγία Τριάς, η αδιαίρετος και υπερούσιος, ωκονόμησε να ευρεθώσι κατ’ εκείνους τους χρόνους των αιρέσεων αυτοί οι ουράνιοι άνθρωποι και επίγειοι άγγελοι, αι σάλπιγγες της αληθείας και σοφώτατοι ρήτορες, αι όντως βρονταί της ακτίστου θεότητος, δια να σπαράξωσι και να σκορπίσωσι τους υβριστάς της Ορθοδόξου πίστεως και να διώξωσι τους λύκους με την σφενδόνην των λόγων των. Αύτη η επίγειος της ουρανίου Τριάδος τριάς ισάριθμος, μας εδίδαξε να προσκυνώμεν αυτήν καθώς πρέπει ασύγχυτα και να ομολογώμεν ούτω, καθώς αυτοί παρ’ αυτής εδιδάχθησαν, την ακρίβειαν της πίστεως, λέγοντες: «Θεός μεν αγέννητος ο Πατήρ, Θεός δε γεννητός ο Υιός και Θεός εκπορευτός το Πνεύμα το Άγιον. Οι αυτοί τρείς και εις, και το παραδοξότατον πάσι, πλην τοις γνησίοις λατρευταίς των τριών, ασαφές τε και άγνωστον. Τρεις μεν χαρακτήρες, ουχί Θεοί· εις δε Θεός, ότι μία Θεότης και η αυτή· ούτε τας υποστάσεις ενούσα τω αυτής ενιαίω, ούτε πάλιν εκείναις συμπληθυνομένη δια το πλήθος, αλλ’ οίον ακτίνας προβαλλομένη, εξ ηλίου τε προϊούσας ενός και τηρούσας ένα τον ήλιον, ουδέν εχούσας διάφορον, πλην ή μόνον έκαστον την ιδιότητα, ουδέν περιττόν ή ελλείπον. Αλλά και φύσει και δόξη και δυνάμει και αγαθότητι, λίαν ακριβές αποσώζουσα το ίσον, μάλλον δε το ταυτόν και αϊδίως αλλήλαις συνούσας και συνεσομένας εις το απέραντον». Ούτω μας εδίδαξαν να ομολογώμεν περί της Αγίας Τριάδος οι τρεις Ιερώτατοι ούτοι φωστήρες και Διδάσκαλοι και εστήριξαν τα ορθά δόγματα με διδάγματα σοφώτατα, με διωγμούς, κινδύνους τε και πολέμους έως θανάτου και μετά θάνατον. Αλλ’ ω φωστήρες υπέρλαμπροι του σύμπαντος κόσμου και του στερεώματος τούτου τοσούτον τιμιώτεροι, όσον αυτοί μεν τας σωματικάς όψεις, σεις δε τας ψυχικάς περιλάμπετε! Ω μακαρία και Δευτέρα τριάς το της πρώτης και μεγάλης Τριάδος απεικόνισμα και απαύγασμα οίτινες εδοξάσθητε υπ’ αυτής, ως ταύτην αντιδοξάσαντες, μέμνησθε και ημών των αχρείων, διαφυλάξατε με τας ευπροσδέκτους ικεσίας σας εις ειρήνην την Εκκλησίαν, και αξιώσατε και ημάς να συνδοξάζωμεν μεθ’ υμών Πατέρα, Υιόν και Πνεύμα Άγιον, τον ένα Θεόν, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΛΑ΄ (31η) Ιανουαρίου, μνήμη των Αγίων και θαυματουργών Αναργύρων ΚΥΡΟΥ και ΙΩΑΝΝΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Τη ΛΑ΄ (31η) Ιανουαρίου, μνήμη των Αγίων και θαυματουργών Αναργύρων ΚΥΡΟΥ και ΙΩΑΝΝΟΥ.

Κύρος και Ιωάννης οι θαυματουργοί Άγιοι Ανάργυροι ήσουν κατά τους χρόνους του ασεβεστάτου βασιλέως Διοκλητιανού εν έτει 292 και ο μεν περιφανής και λαμπρότατος αστήρ Κύρος εγεννήθη εις την περιφανεστάτην πόλιν της Αιγύπτου Αλεξάνδρειαν, την οποίαν ωκοδόμησεν ο Μέγας Αλέξανδρος και την ωνόμασεν ούτω προς τιμήν του, ο δε Ιωάννης ήτο εκ της Εδέσσης της Μεσοποταμίας ήτις ονομάζεται τώρα κοινώς Ουρφά. Ήτο δε ο Κύρος πιστός Χριστιανός από τους γονείς του, εις την πολιτείαν ενάρετος και την τέχνην ιατρός εμπειρότατος, το δε εργαστήριόν του φαίνεται έως την σήμερον, γνωστόν εις άπαντας, διότι έκτισαν εις αυτό μετέπειτα ιεράν Εκκλησίαν των Αγίων Τριών Παίδων, εις την οποίαν τελούνται καθ’ εκάστην θαυμάσια και αι ασθένειαι θεραπεύονται με την δύναμιν του Θεού, αντί των ιατρικών θεραπειών, αίτινες εγίνοντο τότε με βότανα της τέχνης και φάρμακα διάφορα. Αυτή δε η μεταβολή έγινε δια του εξής τρόπου. Τον καιρόν κατά τον οποίον ήτο Πατριάρχης εις την Αλεξάνδρειαν ο θαυμάσιος και μέγας Απολλινάριος, όχι ο αιρετικός όστις εσύγχυσε την Λαοδίκειαν καταχεών την αισχύνην αυτού, ο τρισάθλιος, αλλά έτερος ευσεβέστατος και της αληθείας εραστής διάπυρος, ούτος είχεν ανεψιόν τινα, τον οποίον ανέθρεψε και τον εδίδασκε την Ορθοδοξίαν και την θεάρεστον πολιτείαν, δια να τον κάμη της αρετής του διάδοχον. Όθεν ο νέος, τοιούτως παιδευθείς, επορεύετο φρόνιμα· ότε δε έφθασεν εις ηλικίαν νόμιμον, είπε προς τον θείον του να τον υπανδρεύση· ο δε Αρχιερεύς εύρε πρόφασιν, λέγων· «Εγώ, τέκνον μου, θέλω να κτίσω Εκκλησίαν των Τριών Παίδων και είναι ανάγκη να είσαι επιστάτης εις την οικοδομήν ταύτην και ύστερον θέλω σε υπανδρεύσει». Ήρχισαν λοιπόν το έργον με μεγάλην σπουδήν και έκτισαν την Εκκλησίαν εις το άνωθεν του Κύρου εργαστήριον, κάμνοντες εις την αυλήν το νοσοκομείον και κατεστάθη το ιατρείον Ναός περίφημος, όστις εις ολίγον καιρόν ετελείωσε. Κατόπιν έστειλεν ο Απολλινάριος εις Βαβυλώνα ενάρετον τινά Ηγούμενον ενός Μοναστηρίου, δίδων εις αυτόν και επιστολήν, εις την οποίαν έγραφεν ικετευτικώς, ως προσευχόμενος εις τους Αγίους Τρεις Παίδας και παρακαλών αυτούς να στέρξουν να πάρη μέρος εκ των αγίων των λειψάνων να το βάλη εις τον Ναόν, τον οποίον έκτισεν εκεί εις την Αλεξάνδρειαν· διότι είχεν εις αυτούς τους Αγίους πολλήν ευλάβειαν και έχων πίστιν εις αυτούς, τους έγραφε την επιστολήν ωσάν να έζων σωματικώς να την ανεγίνωσκον. Απελθών λοιπόν με πολλήν σπουδήν εις την Βαβυλώνα ο ευλαβής Ηγούμενος, εγονάτισεν έμπροσθεν των αγίων λειψάνων μετά δακρύων και πίστεως και εδέετο αυτών να δεχθούν την επιστολήν και να κάμνουν, καθώς ο ευλαβής Πατριάρχης έγραφεν. Τότε ηγέρθη ο εις Άγιος, όστις ήτο εις το μέσον των άλλων, ώσπερ να εκοιμάτο (ω θείας οικονομίας, ω φρικτού διηγήματος!) και απλώσας την χείρα έλαβε την επιστολήν και πάλιν ανεπαύθη χωρίς να ομιλήση ολοτελώς. Ο Ηγούμενος εθαύμασε μεν εις τοιούτον εξαίσιον θέαμα, ελυπείτο όμως διότι δεν επέτυχε της αιτήσεως και έμεινε μίαν εβδομάδα εις τον Ναόν προσευχόμενος· βλέπων δε ότι δεν του έδιδον τίποτε, επέστρεψε περίλυπος, φέρων δάκρυα εις τον Πατριάρχην αντί αγίων λειψάνων, όστις τον έστειλε πάλιν λέγων· «Ύπαγε εκ δευτέρου και παρακάλεσον τους Αγίους θερμότερα και ελπίζω εις τον Θεόν να μη έλθης άπρακτος· εάν δε πάλιν δεν σου δώσουν, φέρε μου την επιστολήν, ήτις έλαβεν αγιασμόν απ’ εκείνους και θα την έχω ως παραμυθίαν». Ο καλός λοιπόν εκείνος Ηγούμενος, ως ταπεινός και υπήκοος, επήγεν εις την Βαβυλώνα με πολύν κόπον και κακοπάθειαν και προσελθών εις τους Αγίους εδέετο μετά δακρύων να λυπηθώσι τον κόπον του, να συγκαταβούν εις την ευλαβή του Πατριάρχου αίτησιν. Ταύτα και πλείστα έτερα πολλάς ημέρας ευχόμενος, δεν είδε κανέν σημείον· όθεν απελπισθείς του ποθουμένου, έσκυψε να πάρη καν την επιστολήν κατά την πρόσταξιν και καθώς έσυρε την επιστολήν, εξεκόλλησεν, ω του θαύματος! η χειρ, ήτις την εκράτει, από το σώμα και την επήρεν εις τας χείρας του χαίρων και έστρεψεν η προτέρα θλίψις εις αγαλλίασιν. Φθάσαντος τούτου εις την Αλεξάνδρειαν, ετέλεσαν όλοι οι πιστοί μεγάλην εορτήν και πανήγυριν και μάλιστα ο Αρχιεπίσκοπος, όστις ενεκαινίασε τον ιερόν Ναόν, εις τον οποίον έθεσαν την αγίαν εκείνην δεξιάν με την επιστολήν, ευχαριστούντες τον Κύριον· έπειτα εχειροτόνησε τον ανεψιόν του Ιερέα, αντί να τον υπανδρεύση, καθώς του έταξε, λέγων προς αυτόν· «Με ταύτην την Εκκλησίαν σε ενύμφευσα, τέκνον μου, και όσην αγάπην ήθελες έχει εις την γυναίκα σου, έχε την εις την Εκκλησίαν να εύρης την σωτηρίαν σου». Και ταύτα μεν περί της οικοδομής του Ναού εκεί όπου ήτο το εργαστήριον του Κύρου επί το προκείμενον όμως επανέλθωμεν. Ο φιλόχριστος Κύρος, ο συμπαθής και ευσπλαγχνος, τόσον ήτο σπουδαίος και επιμελής να θεραπεύη ψυχάς και σώματα, ώστε έγινε πολλών σωτηρίας αίτιος· διότι με την πρόφασιν της ιατρικής εδίδασκε την ευσέβειαν λέγων· «Όστις αγαπά να μη αρρωστήση, ας φυλάγεται αναμάρτητος, επειδή εκ της αμαρτίας έρχεται πολλάκις η ασθένεια». Τους δε αρρώστους ιάτρευεν ο Κύρος όχι με βιβλία των ιατρών Γαληνού και Ιπποκράτους, ουδέ με βότανα και χορτάρια, αλλά με το όνομα του Σωτήρος Χριστού, το παντοδύναμον και σωτήριον, και με τας ιεράς βίβλους της Παλαιάς και Νέας Διαθήκης, από τας ρήσεις των οποίων τους εδίδασκε· και ούτω τους μεν Έλληνας εις θεογνωσίαν επέστρεφε, τους δε πιστούς εστερέωνε καλύτερα. Όθεν, μη υποφέρων να βλέπη το καλόν ο μισόκαλος, επαρακίνησε τινάς και τον επρόδωσαν ως Χριστιανόν εις τον άρχοντα της πόλεως, ο οποίος ήτο σκληρότατος και απάνθρωπος άνθρωπος, καθώς ήτο και ο αυθέντης του ο Διοκλητιανός, ο δυσσεβής και παράνομος. Προσέταξε λοιπόν ο άρχων να φέρουν τον Κύρον εις το κριτήριον· ούτος όμως έφυγεν εις την Αραβίαν, όχι δια μικροψυχίαν ή δειλίαν, αλλά δια να πληρώση του Κυρίου τον λόγον λέγοντος· «Όταν σας διώκωσιν από την μίαν πόλιν, φεύγετε εις την άλλην»· ή και από θείαν οικονομίαν επήγεν εις την Αραβίαν δια να επιστρέψη και εκεί πολλούς Έλληνας. Φθάσας ο Κύρος εις την αλλοτρίαν γην, αλλάσσει το σχήμα, τον βίον, το επιτήδευμα· κουρεύει την κεφαλήν και γενόμενος Μοναχός αναβαίνει εις υψηλοτέραν θεωρίαν, τελών άπειρα θαυμάσια, ιατρεύων μόνον με το σημείον του Τιμίου Σταυρού πάσαν ασθένειαν. Όθεν εξήλθε πανταχού η φήμη, ότι ο θαυματουργός Κύρος θεραπεύει τους αρρώστους με ένα λόγον, χωρίς βότανον. Ταύτα ακούσας ο ευλαβής Ιωάννης, όστις ήτο τότε στρατιώτης, έβαλε κατά νουν ο πάνσοφος να γίνη στρατιώτης αντί του επιγείου βασιλέως, του ουρανίου και να πολεμή με τους εχθρούς του Χριστού καλύτερα. Όθεν απορρίψας πλούτον, δόξαν, ευημερίαν και πάσαν άλλην σωματικήν ηδυπάθειαν, επήγεν εις τα Ιεροσόλυμα. Μετά ταύτα ήλθεν πάλιν εις την Αίγυπτον, δια να γίνη του Κύρου σύντροφος, ίνα κηρύττουν ομού την ευσέβειαν και ευρών αυτόν, έμεινεν εις την συνοδείαν του και εμιμείτο όλας τας πράξεις και τους ενθέους αγώνας του. Αυξηθέντος έτι περισσότερον του διωγμού, ήτο σκληρός τις ηγεμών της Συρίας, Συριανός το όνομα, όστις προσέταξε και εφυλάκισαν τρεις κορασίδας με την μητέρα των, Αθανασίαν ονόματι, διότι εκήρυττον τον Χριστόν Θεόν αληθή και τα είδωλα ύβριζον. Ταύτα μαθόντες οι Άγιοι Κύρος και Ιωάννης, εφοβήθησαν μήπως αι τρυφεραί αύται κορασίδες δειλιάσωσι τα κολαστήρια και προδώσουν την ευσέβειαν. Όθεν επήγαν εις την φυλακήν και τας ενουθέτησαν να σταθούν ανδρείαι εις τον πόλεμον, ίνα νικήσουν τον αντίπαλον. Ήσαν δε η μεν πρώτη, Θεοκτίστη ονόματι, χρόνων δεκαπέντε, η Δευτέρα, ονόματι Θεοδότη, χρόνων δεκατριών και η Τρίτη, ονόματι Ευδοξία, ετών ένδεκα· δια τούτο εφοβείτο ο Κύρος μήπως δια την ασθένειαν της γυναικείας φύσεως φοβηθώσι τας βασάνους και χάσουν τον στέφανον. Όθεν, δια την αιτίαν αυτήν, επήγαν οι πάνσοφοι δια να στερεώσουν τας γυναίκας και να λάβουν και αυτοί το μαρτύριον, καθώς και εγένετο, συνεργούσης της θείας χάριτος, διότι βλέποντες αυτούς τινές άπιστοι τους ενεκάλεσαν εις τον τύραννον, ότι συνεβούλευον τας γυναίκας εις την ευσέβειαν και παρεκίνουν αυτάς να μη φοβηθώσι τον θάνατον, αλλά να καταφρονήσουν ανδρείως τα προστάγματα του Καίσαρος. Θυμωθείς δι’ αυτά ο Συριανός προσέταξε να φέρουν ενώπιόν του τους Αγίους και τούτου γενομένου λέγει εις αυτούς· «Σεις είσθε οι εχθροί των μακαρίων θεών, ταλαίπωροι, οίτινες υβρίζετε τον Καίσαρα και τον Χριστόν ευφημίζετε; Σπεύσατε παρευθύς να αρνηθήτε την πίστιν σας και να θυσιάσητε εις τους μεγάλους θεούς, δια να λυτρωθήτε από διάφορα κολαστήρια και να τιμηθήτε ως φίλοι μου, ειδ’ άλλως θα σας κάμω να γνωρίσητε τις είμαι εγώ και ο βασιλεύς Διοκλητιανός και οι θεοί τους οποίους ονειδίζετε». Οι δε Άγιοι απεκρίθησαν· «Ήξευρε, ω ηγεμών, ότι ημείς δεν έχομεν χρείαν τιμής ούτε κολάσεις φοβούμεθα, ούτε τους λίθους και τα ξύλα σεβόμεθα, αλλά τον Χριστόν ομολογούμεν Θεόν αληθέστατον». Ταύτα ακούσας ο τύραννος εθυμώθη τόσον, ώστε έτριζε τους οδόντας λέγων· «Έπρεπε να μετανοήσητε πρότερον, αν είχετε ολίγην γνώσιν, αλαζόνες και υπερήφανοι· αλλά επειδή προτιμάτε βασάνους και κολαστήρια και καταφρονείτε την φιλίαν μας, εγώνα σας δώσω όσα σας πρέπουσι». Τότε προστάσσει να φέρωσι τας γυναίκας εκεί δια να βλέπωσι τα κολαστήρια, τα οποία θα έδιδεν εις τους Μάρτυρας. Δέρων λοιπόν και μαστιγώνων τους Αγίους ασπλάγχνως συνέτριψε και κατέκαυσε και όλα τα μέλη των· έπειτα τους ήλειψε με όξος και άλας δια να αισθάνωνται πόνον δριμύτερον, ύστερον τους έτριψαν εις όλην την σάρκα με σάκκον τρίχινον και έχρισε με πίσσαν βρασμένην τους πόδας των και, απλώς ειπείν, δεν αφήκεν ανενέργητον κανέν κολαστήριον, ο ακόλαστος, εις τους σώφρονας, αλλά τους έδωκε κάθε είδους βάσανον δια να φοβηθώσι και αι γυναίκες να υπακούσουν εις το παράνομον αυτού πρόσταγμα. Αλλ’ οι μεν παρόντες, δια το πλήθος των κολάσεων, έπασχον μόνον με την όρασιν, οι δε Άγιοι, υποφέροντες ανδρείως ταύτα, έχαιρον, ενθυμούμενοι την αιώνιον αντίδοσιν. Τότε προσέταξεν ο απάνθρωπος τύραννος να δείρουν ασπλάγχνως και τας γυναίκας, αίτινες ομοίως ελάμβανον τους ραβδισμούς με πολλήν ανδρείαν και γενναιότητα. Βλέπων ταύτα ο τύραννος απηλπίσθη τελείως και προστάσσει να κόψουν τας κεφαλάς αυτών. Όθεν έφερον αυτάς οι στρατιώται εις τον τόπον της καταδίκης, εκείναι όμως αι μακάριαι δεν έδειξαν σχήμα δειλίας ολότελα, αλλά μετά χαράς έκλινον τον αυχένα και εδέχθησαν το μακαριώτατον τέλος. Μετά ταύτα εδοκίμασε πάλιν τους Μάρτυρας ποικιλοτρόπως ο αλιτήριος τύραννος, πρώτον με κολακείας και πανουργεύματα και ύστερον με απειλάς· βλέπων όμως όλα του τα μηχανήματα άπρακτα, έδωκε τέλος και κατ’ αυτών την δια ξίφους απόφασιν και οδηγηθέντων ως κακούργων των Αγίων εις τον άνωθεν τόπον έκοψαν και αυτών τας κεφαλάς την λα΄ (31) του Ιανουαρίου μηνός· και αι μεν άγιαι και μακάριαι αυτών ψυχαί απήλθον εις τα ουράνια, τα δε σεπτά και τίμια λείψανα έλαβον κρυφίως οι ευσεβείς και φιλόχριστοι και τα ενεταφίασαν εντίμως εις τον Ναόν του Ευαγγελιστού Μάρκου. Αφού δε παρήλθον χρόνοι πολλοί και εξέλιπε τελείως η ειδωλολατρία, εβασίλευε δε ο Αρκάδιος εν έτει υ΄ (400) εφανερώθησαν δια τρόπου θαυμασίου τα άγια αυτών λείψανα και ανακομισθέντα πλείστα όσα θαύματα επετέλεσαν και επιτελούν εις δόξαν Θεού και τιμήν των Αγίων, ων ταις αγίαις πρεσβείαις λυτρωθείημεν και ημείς από πάσης συνεχούσης ημάς ασθενείας και αξιωθείημεν της βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Α΄ (1η) του μηνός ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΤΡΥΦΩΝΟΣ

Δημοσίευση από silver »

Τη Α΄ (1η) του μηνός ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΤΡΥΦΩΝΟΣ

Τρύφων ο ενδοξότατος Μάρτυς του Χριστού και της ουρανίου αι θείας τρυφής επώνυμος, εγεννήθη εις την πόλιν της Φρυγίας Λάμψακον. Οι γονείς αυτού ήσαν ευσεβείς, πιστεύοντες εις τον αληθινόν Θεόν, αξιωθέντες ούτω να γεννήσουν τέκνον ευσεβέστατον· μάλιστα δε εκ πρώτης ηλικίας ήτο άξιον τέκνον Θεού, καθότι κατώκει εις την ψυχήν αυτού η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος και ιάτρευε πάσαν ασθένειαν, εξόχως δε είχε πολλήν εξουσίαν κατά των δαιμόνων, οίτινες, μόνον το όνομά του εάν ήκουον, έφευγον. Εις πίστωσιν δε των πολλών θαυμάτων, τα οποία ετέλεσε, να γράψωμεν ένα δια να εννοήσητε, από το άκρον του κρασπέδου, το ιμάτιον. Μετά τον θάνατον του Αυγούστου Καίσαρος χρόνους σκδ΄ (224) εβασίλευσεν εις την Ρώμην ο Γορδιανός, όστις ήτο Έλλην, δεν ήτο όμως τόσον σκληρός ως οι πρότερον βασιλεύσαντες, ούτε τους πιστούς εδίωκεν. Ούτος είχε θυγατέρα μονογενή ωραίαν και πάγκαλον, γραμματισμένην και φρόνιμον και εκ τούτου πολλοί της πόλεως άρχοντες εποθούσαν να λάβουν αυτήν σύζυγον· δι’ αυτό την έκλεισεν ο πατήρ της εις τα ανάκτορα, να μη την βλέπουν οι άνθρωποι. Αλλά δια να γνωρίσουν και εκεί εις την Ρώμην τον θαυμάσιον Τρύφωνα, το θείον φυτόν της του Χριστού Εκκλησίας, ή μάλλον δια να δοξασθή και εκεί ο Δεσπότης Χριστός και να γνωρισθή του Σταυρού η ενέργεια, παρεχώρησεν ο Θεός να δαιμονισθή το κοράσιον και εισελθών ο μισάνθρωπος εις αυτήν την εβασάνιζε πολλά και προσεπάθει να την θανατώση εις το πυρ και εις τα ύδατα, κάμνων εις αυτήν μεγάλην ατιμίαν και καταφρόνησιν. Όθεν οι γονείς της είχον λύπην υπερβολικήν, μη δυνάμενοι δε να την θεραπεύσουν με βότανα και ιατρούς, ούτε με άλλην τινά μηχανουργίαν, είχον τόσον πόνον και λύπην εις την καρδίαν, ώστε επεθύμουν δι’ αυτήν τον θάνατον, τον οποίον ενόμιζον μικροτέραν ζημίαν, από την δεινήν εκείνην ασθένειαν· εφώναζε δε και ο δαίμων έσωθεν ομολογών τον διώκτην αυτού και έλεγεν· «Εάν δεν έλθη ο Τρύφων δεν εξέρχομαι, διότι μόνον αυτός έχει δύναμιν να με διώξη από το οικητήριόν μου τούτο». Παρ’ ευθύς τότε ο βασιλεύς έστειλεν ανθρώπους να ερευνήσουν επιμελέστατα εις πάσαν πόλιν και χώραν, ίνα εύρωσι τον ποθούμενον, υποσχόμενος χρυσίον αναρίθμητον και άλλα βασιλικά χαρίσματα εις εκείνον, όστις ήθελεν εύρει και φέρει αυτόν. Από τους πολλούς δε απεσταλμένους στρατιώτας και άρχοντας απήλθον τινές αναζητούντες αυτόν εις την πόλιν Λάμψακον, εις την οποίαν ευρίσκετο τότε, βόσκων χήνας, ο τοσούτον εις την αρετήν περιβόητος Άγιος, όστις, βλέπων τους βασιλικούς ανθρώπους, εγνώρισεν από Πνεύμα Άγιον την υπόθεσιν και πλησιάσας είπε προς αυτούς χωρίς εκείνοι να τον ερωτήσωσιν· «Εγώ είμαι ο Τρύφων, τον οποίον ζητείτε». Όθεν λαβόντες αυτόν αγαλλόμενοι τον επήγαν εις τον έπαρχον Πομπηιανόν, αναβιβάσαντες δε αυτόν εις ίππον βασιλικόν τον επήραν εντίμως τρέχοντες προς την Ρώμην· ήτο δε τότε ο Άγιος ετών δεκαεπτά. Όταν επλησίαζαν εις τα όρια της περιφήμου Ρώμης, τρεις ημέρας πριν να φθάσωσιν εις την πόλιν, εγνώρισεν ο μυσαρός δαίμων τον ερχομόν του Τρύφωνος και εβασάνισε την κόρην περισσότερον· έπειτα έδειχνεν ότι ωδύρετο, λέγων: «Ουαί μοι, δεν με αφήνει πλέον ο Τρύφων να κατοικώ εδώ εις το οικητήριον τούτο, αλλά με εκδιώκει απ’ αυτού· άλλαι τρεις ημέραι μόνον υπολείπονται και έρχεται ο Τρύφων, όστις έχει εξουσίαν κατεπάνω μας». Ταύτα λέγων κατεσπάραξε την κόρην και έπειτα έφυγε, διότι δεν ηδύνατο να αντικρύση καν κατά πρόσωπον τον Άγιον Τρύφωνα. Την τρίτην ημέραν έφθασεν ο Άγιος, ο δε βασιλεύς τον υπεδέχθη ασμένως και πολλά τον ετίμησεν ως θεραπευτήν της θυγατρός του. Δια να βεβαιωθή όμως καλλίτερον την αλήθειαν, παρεκάλεσε τον Άγιον να του δείξη οφθαλμοφανώς τον δαίμονα δια να τον ερωτήση, διατί εισήλθεν εις την κόρην και δι’ άλλα τινά ζητήματα. Τότε ο Άγιος ενήστευσεν έξ ημέρας και προσηύχετο εις τον Θεόν να του δώση εις τούτο βοήθειαν· κατά δε την εβδόμην ημέραν είδεν οπτασίαν θαυμασίαν το μεσονύκτιον, του έδωκε δε ο Θεός και εξουσίαν πλουσίαν κατά δαιμόνων, υπέρ την προτέραν. To πρωϊ, όταν εξημέρωσε, συνήχθησαν όλοι οι κάτοικοι της πόλεως εις το θέατρον καθώς και ο βασιλεύς με τους δορυφόρους και πάντας τους μεγιστάνας και άρχοντας, επιθυμούντες να ίδωσι τοιούτον εξαίσιον θαυματούργημα· ο δε θείος Τρύφων, έμπλεως από Πνεύμα Άγιον, έχων πίστιν εις τον Θεόν, εκάλεσε τον δαίμονα, ωσάν να τον έβλεπε με τους οφθαλμούς της ψυχής παριστάμενον και του λέγει· «Εις το όνομα του Ιησού Χριστού σε προστάσσω να φανής εδώ έμπροσθέν μας, να ίδωμεν όλοι την ασχημοσύνην και ασθένειάν σου». Τότε παρευθύς εφάνη κύων μαύρος και άσχημος, του οποίου οι οφθαλμοί ήσαν ως πυρ και φλόγα, έκλινε δε την κεφαλήν προς την γην. Τότε του λέγει ο Άγιος· «Ειπέ μας, κατάρατε, τις σε προσέταξε να εισέλθης εις την κόρην ταύτην και πως τολμάς και δύνασαι, αδύνατε, ζοφωδέστατε και άτιμε, να ατιμάζης το τίμιον πλάσμα του Θεού και να βασανίζης τους ανθρώπους, μισάνθρωπε»; Τότε ο δαίμων, ως να τον επλήγωσαν ως βέλη οι λόγοι του Τρύφωνος, απεκρίθη με δυσκολίαν, λέγων· «Ο πατήρ μου, όστις είναι πάντων των κακών αίτιος και λέγεται Σατανάς, με έστειλε να την βασανίσω». Του λέγει πάλιν ο Άγιος· «Και ποίαν εξουσίαν έχετε σεις, αρχηγοί και ευρεταί της κακίας, εις τα πλάσματα του Θεού»; Τότε ο εις σχήμα κυνός φαινόμενος δαίμων, αν και είναι φιλοψευδής εκ φύσεως και δεν θέλει ποτέ να είπη την αλήθειαν, όμως χωρίς να θέλη (υπό της θείας δυνάμεως βιαζόμενος) ωμολόγησεν, έμπροσθεν πάντων, εκείνα τα οποία ήθελε να κρύπτη και να τα φυλάττη απόρρητα, λέγων· «Ημείς δεν έχομεν καμμίαν εξουσίαν να τυραννώμεν τους Χριστιανούς, οι οποίοι πιστεύουσιν εις τον Παντοκράτορα Θεόν και τον Χριστόν τον Υιόν Αυτού, τον οποίον ο Πέτρος και ο Παύλος εδώ εις την πόλιν ταύτην λαμπρώς εκήρυξαν, μάλιστα βλέποντες τους πιστούς αυτούς από μακράν φεύγομεν· μόνον δε εκείνους τους οποίους ευρίσκομεν να αγαπώσι τα έργα μας, αυτούς έχομεν εξουσίαν να βασανίζωμεν, δηλαδή ειδωλολάτρας, βλασφήμους, μοιχούς, φονείς, φαρμακείς και υπερηφάνους και άλλους ομοίους τούτων, οίτινες χωρίζονται και αλλοτριώνονται από τον Θεόν με τοιαύτα ανομήματα, έρχονται δε προς ημάς με την ιδικήν των προαίρεσιν. Εκείνους μόνον πειράζομεν, επειδή πράττουσιν όσα μας αρέσκουσι, καταφρονούντες τα θεία προστάγματα». Ταύτα οι περιεστώτες ακούοντες, εθαύμασαν και συγχρόνως εφοβήθησαν, πολλοί δε απ’ εκείνους επίστευσαν εις τον Χριστόν, οι δε πιστοί εστερεώθησαν εις την πίστιν καλλίτερον, ακούοντες την αληθή μαρτυρίαν του δαίμονος, ο οποίος επιτιμηθείς από τον Άγιον έγινεν άφαντος. Ταύτα ιδών και ακούσας ο βασιλεύς εθαύμασε τον Τρύφωνα, και τον ετίμησε περισσώς ως έπρεπε και πολλάς δωρεάς του εχάρισεν, έπειτα προσέταξε τον έπαρχον Πομπηιανόν και άλλους άρχοντας να τον συνοδεύσουν έως εις τον τόπον του. Πορευόμενος δε ο Άγιος, διεμοίρασε καθ’ οδόν εις τους πτωχούς όλα τα αργύρια, τα οποία του εχάρισεν ο βασιλεύς και δεν ηθέλησε να κρατήση ουδόλως δωρεάν από ασεβή. Φθάσας δε εις την οικίαν του, έκαμνε τα πρότερα θεραπεύων τους ασθενείς και οδηγών τους πεπλανημένους προς την αλήθειαν. Μετά τον θάνατον του Γορδιανού, εβασίλευσεν ο ευσεβής Φίλιππος, ολίγον καιρόν όμως έζησεν, διότι πολεμών με τους Τρωγλοδύτας τον εφόνευσαν. Τότε έλαβε την βασιλείαν ο δυσσεβής και άδικος Δέκιος, άνθρωπος ωμός και άσπλαγχνος, εις φόνους και αίματα ευφραινόμενος, έχων πολλήν ζέσιν εις τα μιαρά είδωλα και μίσος άμετρον κατά των Χριστιανών ο άχρηστος· όθεν δεν εμερίμνα και τόσον να πολεμή τους εχθρούς του, όσον εφρόντιζε να διώκη τους ευσεβείς, ο ασεβέστατος, είχε δε τούτο δια μεγάλην δόξαν αυτού και εύκλειαν· όθεν ητοίμαζε τροχούς, ξίφη, ονύχια σιδηρά και άλλα διάφορα κολαστήρια. Ήτο λοιπόν εις όλην την οκουμένην σκότος και πόλεμος και πολλοί μη υποφέροντες τα πάνδεινα παιδευτήρια, προσεκύνουν (φευ!) οι λογικοί τα άλογα και αναίσθητα κτίσματα, οι δε στερεοί και καλόγνωμοι έμενον αήττητοι έως τέλους, φυλάττοντες την πίστιν των απαρασάλευτον και υπομένοντες ανδρείως όλα τα φρικτά κολαστήρια και δια του προσκαίρου θανάτου απήρχοντο εις ζωήν την αιώνιον. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, και του διωγμού πληθυνομένου, ανήγγειλάν τινες μισόχριστοι προς τον έπαρχον της Ανατολής, Ακυλίνον ονόματι, ότι άνθρωπός τις από την Λάμψακον γνωστικός και λόγιος, ιατρός το επιτήδευμα, καταφρονεί τους βασιλείς και εμπαίζει τους μεγάλους θεούς προσκυνών τον Χριστόν, τον οποίον ομολογεί ως μόνον Θεόν και πολλοί υπ’ αυτού ηπατήθησαν και ησέβησαν. Ευθύς λοιπόν έστειλεν ο Ακυλίνος γράμματα απειλητικά, να ερευνήσουν πανταχού επιμελώς, να τον εύρουν και να τον αποστείλουν εις αυτόν τάχιστα. Δεν ήτο δυνατόν λοιπόν να κρυφθή ο λαμπρός λύχνος της πίστεως και το πολύτιμον και χρήσιμον μύρον, το οποίον από την ευωδίαν αυτού φανερώνεται· μάλιστα και μόνος του ο Άγιος, ακούσας ότι τον εζήτουν οι διώκται της πίστεώς μας, δεν έφυγε να κρυφθή εις τα δάση και σπήλαια, αλλ’ ωπλίσθη με προσευχάς και δεήσεις και ούτω φαιδρός παρρησιάζεται προς τους ζητούντας, οίτινες έφερον αυτόν χαίροντες εις τον έπαρχον ευρισκόμενον τότε εις την Νίκαιαν. Παραστήσαντες λοιπόν τον Άγιον εις το κριτήριον, τον ηρώτησεν ο έπαρχος να είπη το όνομα, την πίστιν, την τύχην (ήτοι ποίας καταστάσεως άνθρωπος ετύγχανε) και την πατρίδα του, ο δε Άγιος είπε προς αυτόν· «Τρύφων καλούμαι και είμαι από την Λάμψακον· τύχην ημείς δεν ομολογούμεν, διότι δεν υπάρχει, αλλά πιστεύομεν ότι όλα έγιναν ευτάκτως από τον Παντοδύναμον Θεόν, όστις κυβερνά όλον τον κόσμον με την σοφίαν του και όχι από την τύχην· είμαι δε την κατάστασιν ελεύθερος (και όχι δούλος), μόνον εις τον Δεσπότην μου Χριστόν εδουλώθην, όστις είναι ο στέφανός μου, η δόξα μου και το καύχημά μου». Του λέγει ο έπαρχος· «Ο βασιλεύς επρόσταξεν, ότι όστις δεν σέβεται τους θεούς, να λαμβάνη βίαιον θάνατον· λοιπόν υπάκουσόν μου· άφες την πλάνην αυτήν, να μη λάβης πυρ και πληγάς και άλλα φρικτά κολαστήρια». Λέγει ο Άγιος· «Είθε να με ηξίωνεν ο Δεσπότης μου Χριστός, ο αληθής και μόνος Θεός, να βασανισθώ δια την αγάπην του, να λάβω επώδυνον θάνατον». Λέγει πάλιν ο έπαρχος· «Παρακαλώ σε, Τρύφων, θυσίασον εις τους θεούς, διότι βλέπω πως είσαι εις την φρόνησιν τέλειος και δεν θέλω να αποθάνης ασκόπως και ματαίως». Του λέγει ο Άγιος· «Τότε μάλλον θα είμαι τέλειος, εάν φυλάξω την ομολογίαν τελείαν προς τον Δεσπότην μου Χριστόν, να γίνω προς αυτόν θυσία άμωμος, καθώς έπαθε και Αυτός δι’ εμέ». Εις τας απειλάς ταύτας του επάρχου, ότι θα τον βάλη εις πυρ και έτερα κολαστήρια, απήντησεν ο Άγιος· «Συ με φοβερίζεις με πυρ, το οποίον σβύνεται γρήγορα και τάχιστα αφανίζεται, εγώ όμως σου προαναγγέλλω το πυρ εκείνο το άσβεστον της αιωνίου κολάσεως, εις το οποίον θέλεις κατακριθή να καίεσαι ατελεύτητα και να οδύρεσαι ανωφέλευτα, επειδή αφήκες τον αληθή Θεόν και προσκυνείς αναίσθητα ξόανα. Μη χάνης λοιπόν τον καιρόν σου ασκόπως με απειλάς πυρός και ετέρων προσκαίρων κολαστηρίων, διότι οι δούλοι του Θεού δεν φοβούνται ποσώς τούτο το πυρ, αλλά εκείνο το άσβεστον και αιώνιον. Πράξε λοιπόν όπως ορίζεις, διότι εγώ δεν αρνούμαι τον αληθή Θεόν, αν μου δώσης και μύρια κολαστήρια». Τότε προστάσσει ο τύραννος να κρεμάσωσι τον Άγιον εις το ξύλον, να τον σπαθίζουσιν. Εκείνος δε εξεδύθη ευθύς μόνος, δια να δείξη της ψυχής το πρόθυμον· εκαρτέρει δε σπαθιζόμενος ώρας τρεις, ωσάν να έπασχεν άλλος, χωρίς να εκβάλη ουδεμίαν φωνήν, ο δε έπαρχος έλεγε· «Μετανόησον, Τρύφων, από ταύτην την υπερηφάνειάν σου· προσκύνησον τους θεούς, διότι εκείνος όστις εναντιούται εις τα βασιλικά προστάγματα λαμβάνει θάνατον επώδυνον». Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Όστις δεν φυλάξη το σωτήριον του Θεού θέλημα, μέλλει να κατακριθή εις θάνατον αθάνατον, διότι αυτός είναι μόνος Βασιλεύς ουράνιος και όστις τον αρνηθή, ζημιούται ζωήν αιώνιον». Λέγει ο έπαρχος· «Άλλος δεν είναι ουράνιος, ειμή ο μέγας Ζεύς, ο υιός του Κρόνου και της Ρέας· ούτος είναι πατήρ των ανθρώπων και των άλλων θεών και όστις απειθήση εις αυτόν είναι αδύνατον να ζήση· λοιπόν και συ υποτάξου εις αυτόν, δια να αξιωθής να έχης ζωήν γλυκυτάτην πάντοτε». Εις τους λόγους τούτους του τυράννου απεκρίθη ο Άγιος· «Όμοιοι αυτού να γίνουν όσοι πιστεύουσιν αυτόν και δια θεόν τον νομίζουσι, διότι, καθώς ομολογούσι τα βιβλία σας, αυτός ήτο γόης και μάντις μιαρώτατος, και δεν αφήκε καμμίαν ανομίαν και είδος κακίας άπρακτον ο πάντολμος. Όταν δε απέθανε του έστησαν χρυσά και αργυρά είδωλα όσοι εποθούσαν τα σιχαμερά και πάσης αισχύνης πεπληρωμένα έργα του, ονομάζοντες αυτόν και θεόν δια να δικαιολογήσουν με τούτον τον τρόπον τας αισχρουργίας και ασελγείας του. Ούτως έπραξαν και δια τους άλλους ψευδωνύμους θεούς σας, εις την πλάνην δε ταύτην ακολουθούντες και σεις, ανοήτως, σέβεσθε ύλην κωφήν και άψυχον, καταφρονούντες τον αληθή και ζώντα Θεόν, όστις τον ουρανόν εστερέωσε, την γην εθεμελίωσεν επί των υδάτων και πάσαν την οικουμένην εποίησε· μετά δε ταύτα έπλασε και ανέπλασε τον άνθρωπον, ως φιλάνθρωπος. Διότι βλέπων ότι τον επλάνησεν ο δαίμων και τον εξώρισεν ως φθονερός από τον Παράδεισον, κατεδέχθη να γίνη άνθρωπος και εσταυρώθη και ετάφη εκουσίως και αναστάς εκ νεκρών, ανήλθεν εις τους ουρανούς, ένθα υμνείται υπό Αγίων Αγγέλων, όταν δε έλθη το πλήρωμα του χρόνου, το οποίον αυτός μόνος γνωρίζει, τότε θέλει έλθει και πάλιν εξ ουρανού με άρρητον δύναμιν και δόξαν θεοπρεπώς, ίνα κρίνη την οικουμένην άπασαν και αποδώση εις έκαστον κατά τας πράξεις του. Αυτός είναι Θεός θεών, Βασιλεύς απάντων των βασιλέων και Κριτής ζώντων και νεκρών δικαιότατος. Αυτά δε όπου προσκυνείτε σεις δια θεούς είναι άψυχα ξόανα, έργα χειρών ανθρώπων και πονηρών δαιμόνων ευρήματα και σας οδηγούν εις απώλειαν». Ταύτα ακούσας εθυμώθη ο έπαρχος και προστάσσει να καταβιβάσουν τον Άγιον από το ξύλον και να τον σύρουν δεδεμένον εις το κυνήγιον όπου θα επήγαινε. Τούτου γενομένου είχε πολλήν οδύνην ο Άγιος, διότι επεριπάτει ανυπόδητος και οι πόδες του ήσαν ξεσχισμένοι από την προτέραν βάσανον, τότε δε πάλιν κατεξεσχίζοντο από τα ξύλα και τας πέτρας εν μέσω χειμώνος, πολλάκις δε τον κατεπάτουν και οι ίπποι και έπιπτον καθ’ οδόν αι σάρκες του. Όθεν ησθάνετο πόνον υπερβολικόν, αλλ’ υπέμεινεν όλα ταύτα τα λυπηρά, αποβλέπων εις την μέλλουσαν ανταπόδοσιν, έψαλλε δε λέγων· «Κατάρτισαι, Κύριε, τα διαβήματά μου» (Ψαλμ. ιστ: 5) και άλλα ρητά της Αγίας Γραφής παρόμοια. Έπειτα πάλιν, μιμούμενος τον Πρωτομάρτυρα Στέφανον και αυτόν τον Χριστόν ο χριστομίμητος, έλεγε· Κύριε, συγχώρησε το αμάρτημά των». Κατά δε το εσπέρας, όταν επέστρεψεν από το κυνήγιον ο Ακυλίνος, εφρόντιζε να κυνηγήση μάλλον τον Άγιον και του λέγει· «Εσωφρινίσθης καν τώρα, να προσκυνήσης τους θεούς, άθλιε, ή μένεις εις την προτέραν μανίαν σου»; Ο δε Άγιος απεκρίνατο· «Συ μάλιστα είσαι γεμάτος μανίαν και αγνωσίαν, ανόητε, δι’ αυτό δεν θέλεις να εννοήσης τον αληθή Θεόν· εγώ όμως έχω γνώσιν, διότι κρατώ την αλήθειαν». Τότε ο άρχων, μη έχων λόγον να αποκριθή κατά της αληθείας ο μάταιος, επρόσταξε να φυλακίσουν τον Άγιον έως άλλην εξέτασιν· μετά τινας δε ημέρας, θέλων να υπάγη εις την Νίκαιαν, επρόσταξε να φέρουν και τον Μάρτυρα δεδεμένον. Όταν δε επλησίαζαν εις την πόλιν, τον ηρώτησεν ο τύραννος· «Μήπως σε εδίδαξε, Τρύφων, το μάκρος του καιρού, να υπακούσης εις τους βασιλείς, να προσκυνήσης τους σωτήρας θεούς, ή ακόμη είσαι απειθής και φιλόνεικος»; Απεκρίθη ο Άγιος· «Ο Κύριος και Θεός μου Ιησούς Χριστός, τον οποίον λατρεύω με καθαράν διάνοιαν, με ενουθέτησε να φυλάττω την ομολογίαν του αμετάθετον· όθεν αυτόν μόνον γνωρίζω Βασιλέα και Θεόν αψευδέστατον, τας δε βασάνους, τας οποίας υφίσταμαι υπό σου και τας εντολάς του βασιλέως σου καταφρονώ και τους θεούς σου μυκτηρίζω ως αξίους γέλωτος». Εις ταύτα οργισθείς ο θεόργιστος επρόσταξε να καρφώσουν εις τους πόδας του Μάρτυρος ήλους και έτερα σίδηρα και δέροντες τον ετραβούσαν εις το μέσον της πόλεως. Εκ τούτου έλαβε πολλήν οδύνην και πόνον ανείκαστον ο καρτερόψυχος και έτρεχαν μεν εις την γην τα αίματα, αλλά ο πόθος του Χριστού τον έκαμνε να μη υπολογίζη της σαρκός την κόλασιν και να νομίζη των αλγεινών τας νιφάδας ως ψεκάδας δρόσου και αναψυχήν της ψυχής ο αήττητος. Θαυμάζων λοιπόν την καρτερίαν αυτού ο τύραννος, έλεγεν· «Έως πότε δεν θα αισθάνεσαι, Τρύφων, την δριμύτητα των κολάσεως»; Ο δε Άγιος αντιστρέφων τους λόγους έλεγεν· «Έως πότε συ δεν θα εννοής την αήττητον δύναμιν του Χριστού, όστις κατοικεί εις εμέ, αλλά πειράζεις το Πνεύμα το Άγιον»; Τότε πάλιν οργισθείς ο άρχων επρόσταξε να εξαρθρώσωσι τους αγκώνας του, να τον δέρωσι με ράβδους και να τον κατακαίωσι με λαμπάδας πυρός. Τούτων ούτω γενομένων, καθώς εβασάνιζαν οι δήμιοι με πολλήν σφοδρότητα και ασπλαγχνίαν τον Άγιον, ήλθεν από τους ουρανούς προς αυτόν εξαίφνης θεά επιφάνεια εξαστράπτουσα και εφαίνετο φερόμενος προς αυτόν στέφανος ανθισμένος και εστολισμένος δια λίθων πολυτίμων. Ταύτα βλέποντες οι στρατιώται, οίτινες τον εβασάνιζαν, έπεσον κατά γης όλοι έντρομοι, ο δε Άγιος ενεπλήσθη θάρρους και αγαλλιάσεως υπό της θείας εκείνης Χάριτος, την οποίαν έβλεπε, και εδόξαζε τον Κύριον λέγων· «Ευχαριστώ σοι, Δέσποτα, ότι δεν με εγκατέλιπες εις τας χείρας των εχθρών μου, αλλά την ημέραν του πολέμου με περιεσκέπασες και η δεξιά σου με εβοήθησεν· αλλά και τώρα σε παρακαλώ, Δέσποτα, παραστάσου έως τέλους να με ενδυναμώνης να τελειώσω καλώς τον αγώνα της ομολογίας σου, δια να αξιωθώ να χαρώ τον στέφανον της δικαιοσύνης μετά των φίλων σου, οίτινες ηγάπησαν το Πανάγιόν σου Όνομα· ότι συ μόνος είσαι δοξασμένος εις τους αιώνας. Αμήν». Ταύτα βλέπων ο μιαρός τύραννος εδοκίμαζε πάλιν με κολακείας να νικήση τον αήττητον, λέγων προς αυτόν· «Προσκύνησον τον μεγάλον Δία και την εικόνα του Καίσαρος και θα σου δώσω πολλήν τιμήν και χαρίσματα άπειρα». Ο δε Μάρτυς μειδιάσας, είπεν· «Εάν αυτόν τον βασιλέα σου κατεφρόνησα και τα προστάγματά του περιεγέλασα, πώς να προσκυνήσω την άψυχον εικόνα του; Δια δε τον Δία και τους άλλους ψευδοθεούς σας ερώτησον τους σοφούς σας, οίτινες εδοκίμασαν να σκεπάσουν με τας μυθολογίας τας αισχράς πράξεις και ατοπίας των, ονομάζοντες τον αέρα Ήραν και την γην Δήμητραν, Ποσειδώνα την θάλασσαν και Απόλλωνα τον ήλιον, ομοίως και τους άλλους, αλληγορούντες τον Ερμήν εις τον λόγον, εις τον θυμόν τον Άρην και εις την πορνείαν την Αφροδίτην και άλλα παρόμοια μυθολογούντες φλυαρήματα· αλλά εγώ ηξεύρω από τας ιστορίας, τας κακουργίας αυτών των θεών σας και εξόχως του πρώτου, τον οποίον λέγετε μεγαλύτερον· αυτός ήτο μοιχός, ο Ζεύς δηλαδή ο ασελγής και παράνομος, όστις εφόνευσε τον πατέρα του, αλλά και οι επίλοιποι θεοί σας ασεβείς είναι και παμμίαροι, τούτων δε τας πράξεις μιμείσθε και σεις οι πονηροί και κακότροποι· και δεν φθάνει ότι απηρνήθητε σεις τον αληθή Θεόν οι ανόητοι, αλλά αναγκάζετε και ημάς να επικοινωνήσωμεν μαζί σας εις τόσην σκολιάν τυφλότητα, αφού λέγετε το σκότος φως και το φως σκότς, το πικρόν γλυκύ, και το γλυκύ πικρόν, καθώς ο Ησαϊας ο μεγαλόφωνος λέγει (Ησαϊα ε: 20)· αλλά ματαίως οδυνάσθε· διότι προτιμώμεν να αποθάνωμεν μάλλον ή να αφήσωμεν την ευσέβειαν». Εις ταύτα εθαύμασε και εθύμωσεν ο τύραννος· θαύμα μεν είχε, ότι εγνώριζεν ο Άγιος τας ιστορίας των αθέων θεών· και θυμόν, διότι τους εχλεύαζε. Προστάσσει λοιπόν να τον σπαθίσωσι σκληρότερον. Αλλ’ εις μάτην εκοπίαζε· διότι όλας τας βασάνους ενόμιζεν ο μακάριος Τρύφων τρυφάς και ηδονάς από τον ένθεον έρωτα. Όθεν γνωρίσας ο δείλαιος το αήττητον του Μάρτυρος, εβαρύνθη η δορκάς να πολεμή με τον λέοντα και δίδει κατ’ αυτού την τελευταίαν απόφασιν, να τον αποκεφαλίσωσιν έξω της πόλεως. Όταν λοιπόν τον επήγαν εις τον τόπον της καταδίκης οι δήμιοι, ύψωσε προς ουρανόν κατ’ ανατολάς τας χείρας και τους οφθαλμούς, ταύτα λέγων· «Δέσποτα Κύριε, Θεέ θεών, Βασιλεύ βασιλέων, Άγιε Αγίων, ευχαριστώ σοι, ότι με ηξίωσας νατελειώσω τον αγώνα τούτον αναμάρτητα· παρακαλώ σε να μη με εμποδίση ο πονηρός και επίβουλος και με καταβυθίση εις τον βυθόν της απωλείας· αλλά ας πάρουν την ψυχήν μου Άγιοί σου Άγγελοι, να την φέρουν εις τα αγαπητά και ποθητά σκηνώματά σου. Όσοι δε ενθυμούνται εμέ τον ανάξιον δούλον σου, και προσφέρουν εις σε θυσίας δεκτάς, πρόσχες αυτών εξ ουρανού αγίου σου και δος εις αυτούς αφθάρτους ευεργεσίας και πλουσίαν αντάμειψιν· ότι συ είσαι μόνος αγαθός και των αγαθών παροχεύς και δοτήρ πλουσιώτατος». Ταύτα ο Αθλοφόρος ευξάμενος και προσκυνήσας τον Θεόν, παρέδωκεν εις αυτόν την ψυχήν ο μακάριος, προτού να τον αποκεφαλίση ο δήμιος, δια να μη φανή ότι τον εθανάτωσεν ο τύραννος, αλλά ετελειώθη με θείον νεύμα και βούλησιν. Τότε όσοι πιστοί ήσαν εκεί εις την Νίκαιαν ετύλιξαν οσίως και ευλαβώς εις σινδόνα καθαράν με αρώματα το τίμιον λείψανον και εβούλοντο να το ενταφιάσωσιν εκεί, δια να το έχωσιν ως θησαυρόν πολύτιμον και ασφαλές φυλακτήριον· αλλ’ ο Άγιος εφάνη εις το όραμά των και τους είπε να το υπάγουν εις την Λάμψακον· όθεν έκαμαν καθώς τους επρόσταξεν εκείνος και τον ενεταφίασαν εκεί, εις τον τόπον δε αυτόν έγιναν πολλά θαυμάσια, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”