Ψυχοφελή μηνύματα...

Καθημερινά πνευματικά μηνύματα.

Συντονιστής: Συντονιστές

toula
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 35855
Εγγραφή: Παρ Δεκ 11, 2009 7:29 am
Τοποθεσία: ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ (ΤΟΥΛΑ) - ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ - ΑΘΗΝΑ

Re: Ψυχοφελή μηνύματα...

Δημοσίευση από toula »

Ἄς σκεφτοῦμε τώρα τό πλῆθος τῶν κακῶν πού προξενοῦν στήν ψυχή μας οἱ «ἐλαφριές ἁμαρτίες».
'Ὅπως μία ἀρρώστια, ἔστω καί ἀσήμαντη, ἐξασθενίζει τό σῶμα, ἔτσι καί οἱ μικρές ἁμαρτίες ἐξασθενίζουν τήν ψυχή καί τῆς ἀφαιροῦν κάτι ἀπό τήν προθυμία της γιά τό καλό.
Κάθε ἁμαρτία, ὅσο μικρή κι ἄν φαίνεται, μᾶς χωρίζει ἀπό τό Χριστό, ὅπως ἀναφέρει καί ὁ προφήτης: «Τά ἁμαρτήματα ὑμῶν διιστῶσιν ἀναμέσον ὑμῶν καί ἀναμέσον τοῦ Θεοῦ» (ᾟς. 59:2) Ἀκόμα καί τό μικρό, τό σύγγνωστο ἁμάρτημα ψυχραίνει τήν ἀγάπη, νεκρώνει τήν εὐλάβεια, ξεραίνει τήν κατάνυξη, στεγνώνει τά δάκρυα, μαραίνει τή μετάνοια καί δέν ἀφήνει τη χάρη τοῦ Θεοῦ νά μᾶς ἐπισκεφθεῖ.
Τό μεγαλύτερο ὅμως κακό εἶναι, ὅτι ἀπό τά μικρά αὐτά ἁμαρτήματα θά προχωρήσουμε γρήγορα καί στά μεγάλα, στά θανάσιμα, πού καταστρέφουν τελείως τόν ταλαίπωρο ἄνθρωπο.

Μαθητεία στόν Ἅγιο Νικόδημο
toula
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 35855
Εγγραφή: Παρ Δεκ 11, 2009 7:29 am
Τοποθεσία: ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ (ΤΟΥΛΑ) - ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ - ΑΘΗΝΑ

Re: Ψυχοφελή μηνύματα...

Δημοσίευση από toula »

π. Δημητρίου Ν. Θεοδωροπούλου

Ἀφοῦ θέσαμε ὡς βάση τὴν διάκριση «κτιστοῦ - ἀκτίστου», ἂς ἔλθουμε τώρα νὰ ἐξετάσουμε χωριστὰ τὴν κάθε μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς δύο πραγματικότητες, τοὺς δύο αὐτοὺς πόλους τῆς ὑπάρξεως.

Θὰ ξεκινήσουμε ἀπὸ τὸ «ἄκτιστον», τὸν ἄκτιστο Θεὸ δηλαδή, τὸν δημιουργό.

Γιὰ νὰ δοῦμε, τί εἶναι αὐτὰ ποὺ γνωρίζουμε γιὰ τὸν Θεό, καὶ τί δὲν γνωρίζουμε.

Θὰ προσπαθήσουμε νὰ προσεγγίσουμε τὸ εἶναι τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπὸ τρεῖς λεξοῦλες, τὸ ὅτι, τὸ τί καὶ τὸ πῶς.

Τὴν κάθε μία ἀπὸ αὐτὲς θὰ πλουτίσουμε μὲ τὸ ρῆμα εἶναι. Ἔτσι, θὰ ἔχουμε:

Τὸ ὅτι εἶναι, τὸ τὶ εἶναι καὶ τὸ πῶς εἶναι τοῦ Θεοῦ.

Τί σημαίνουν αὐτά; Ἀναφορὲς εἶναι ποὺ ἀντιστοιχοῦν σὲ τρεῖς ἐρωτήσεις:

Εἶναι ὁ Θεός;

Τί εἶναι;

Πῶς εἶναι;

Ἀπαντοῦμε:

Ὅτι εἶναι ὁ Θεός. Ὑπάρχει.

Τί εἶναι δὲν γνωρίζουμε.

Πῶς εἶναι τὸ γνωρίζουμε.

Γιὰ νὰ δοῦμε τὴν κάθε ἀπάντηση χωριστά.

Μὲ τὸ ὅτι εἶναι (ὅτι ἔστιν θὰ διαβάζαμε στοὺς Καππαδόκες Πατέρες, τοὺς ὁποίους καὶ εὐγνωμονοῦμε γιὰ τὶς λεπτὲς αὐτὲς τομὲς καὶ διακρίσεις) καταφάσκουμε τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ἀρνούμαστε τὴν ἀνυπαρξία του. Ἔστιν ὁ Θεός; Ὑπάρχει; Εἶναι; Ἀπαντοῦμε θετικὰ ὅτι ἔστιν ὁ Θεὸς (ὑπάρχει, εἶναι).

Οὔτε τὴν ἀρχαία Ἑλληνικὴ σκέψη οὔτε πολὺ περισσότερο τὴν Πατερικὴ θεολογία ἀπασχόλησε ποτὲ τὸ ζήτημα τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ. Καὶ γιὰ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες καὶ γιὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὁ Θεὸς ὑπάρχει, δὲν τίθεται ὡς θέμα συζητήσεως αὐτό.

Τὸ τί εἶναι (τί ἐστιν) ἀναφέρεται στὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Τί εἶναι ὁ Θεός; Ποιὰ εἶναι ἡ οὐσία του; Ἀπαντοῦμε ὅτι δὲν γνωρίζουμε. Τὸ τί εἶναι ὁ Θεὸς τὸ ἀγνοοῦμε παντελῶς, εἶναι ἀκατάληπτο, δὲν γνωρίζεται, δὲν συλλαμβάνεται, δὲν καταλαμβάνεται διὰ τοῦ νοός.

«Ἄπειρον οὖν τὸ θεῖον καὶ ἀκατάληπτον, καὶ τοῦτο μόνον αὐτοῦ καταληπτόν, ἡ ἀπειρία καὶ ἡ ἀκαταληψία», λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς (Ἔκδοσις Ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, PG 94, 800C). Τὸ μόνο δηλαδὴ ποὺ μποροῦμε νὰ καταλάβουμε ἀπὸ τὸ θεῖον εἶναι τὸ ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ τὸ καταλάβουμε (θυμίζει τὸ «ἓν οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα» τοῦ Σωκράτη).
Οἱ Καππαδόκες Πατέρες ἐπὶ πλέον προσπαθοῦν νὰ μᾶς δείξουν τὸ πόσο δύσκολο εἶναι νὰ γνωρίσουμε καὶ αὐτῶν ἀκόμη τῶν κτιστῶν ὄντων τὴν οὐσία.

Γιὰ τοὺς Ἕλληνες φιλοσόφους βέβαια δὲν ἔχουν ἔτσι τὰ πράγματα. Ἐκεῖνοι πιστεύουν ὅτι μὲ τὸν νοῦ μποροῦμε νὰ γνωρίσουμε τὴν οὐσία τῶν ὄντων. Ὁ νοῦς συλλαμβάνει τὶς ἰδέες καὶ ὁδηγεῖται στὴν γνώση αὐτή.

Ἕνας Πλατωνικὸς φιλόσοφος, γιὰ παράδειγμα, θὰ ἔλεγε ὅτι συλλαμβάνοντας τὴν ἰδέα τοῦ γραφείου (τὸ ἰδεατὸ γραφεῖο) μποροῦμε νὰ γνωρίσουμε τὴν οὐσία του, τὸ τί ἐστιν (τί εἶναι).

Ἕνας Ἀριστοτελικὸς φιλόσοφος πάλι θὰ ἀναζητοῦσε τὴν οὐσία τοῦ ἀντικειμένου αὐτοῦ στὴν ὑλική του ὑπόσταση, τοὺς ὑλικοὺς (φυσικοὺς) νόμους ποὺ κρύβονται πίσω ἀπὸ αὐτὸ καὶ τὸ κάνουν νὰ εἶναι γραφεῖο.

Ἂς ἔλθουμε ὅμως νὰ δοῦμε· αὐτὸς ὁ Θεὸς ποὺ πιστεύουμε ὅτι εἶναι (ὑπάρχει), ἀλλὰ δὲν γνωρίζουμε τί εἶναι (ποιά εἶναι ἡ οὐσία του), πῶς εἶναι; Μὲ ποιόν τρόπο ὑπάρχει;

Τὸ πῶς εἶναι (ὅπως ἐστὶ) τοῦ Θεοῦ εἶναι γνωστό. Ὁ Θεὸς ὑπάρχει ὡς Πατήρ, Υἱὸς καὶ ἅγιον Πνεῦμα. Δὲν ἔχει ἕναν μόνο τρόπο ὑπάρξεως δηλαδή. Ἔχει τρεῖς.

Τὸ ἴδιο καὶ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι. Δὲν ἔχουμε ἕναν μόνο τρόπο ὑπάρξεως. Ἔχουμε πολλούς. Πόσους; Ὅσοι καὶ οἱ ἄνθρωποι.

Στὰ παραπάνω παρατηροῦμε ὅτι γίνεται σαφὴς διάκριση ἀνάμεσα στὸ τί εἶναι ὁ Θεὸς καὶ πῶς εἶναι ὁ Θεός. Αὐτὸ ἀντιστοιχεῖ στὴν διάκριση τῶν ἐννοιῶν οὐσία καὶ ὑπόστασις.

Κάτι τέτοιο δὲν εἶχε γίνει ξεκάθαρο πρὶν τοὺς Καππαδόκες Πατέρες. Εἶχε ἀρχίσει βέβαια ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μ. Ἀθανασίου νὰ γίνεται διάκριση ἀνάμεσα στοὺς δύο αὐτοὺς ὅρους, οἱ ὁποῖοι μέχρι τότε ταυτίζονταν, ὅμως τὴν πλήρη διασάφιση πέτυχαν οἱ Μεγάλοι Καππαδόκες. Ἔπρεπε νὰ ἔλθει ἡ ἐποχή τους γιὰ νὰ ἀποσαφηνισθοῦν κάποιοι ὅροι, ποὺ θὰ χρησιμοποιοῦνταν ἔκτοτε στὴν θεολογία μὲ ἄλλο ἐννοιολογικὸ περιεχόμενο ἀπὸ ἐκεῖνο μὲ τὸ ὁποῖο χρησιμοποιοῦνταν μέχρι τότε στὴν φιλοσοφία.
Τὸ ἴδιο θὰ γινόταν ἀργότερα καὶ μὲ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, ὁ ὁποῖος μὲ συνετὲς παρεμβάσεις καὶ ἐπίλεπτες τομὲς πέτυχε τὶς μεγαλειώδεις θεολογικές του συνθέσεις.

Τὸν ΙΔ΄ αἰῶνα πάλι ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐπρόκειτο νὰ ἀναπτύξει μὲ τὸν δικό του πρωτότυπο καὶ ὑπερφυῆ τρόπο τὴν περὶ ἀκτίστων ἐνεργειῶν διδασκαλία.

Ἡ θεολογία ἔχει ...τὴν δική της ἱστορία.
toula
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 35855
Εγγραφή: Παρ Δεκ 11, 2009 7:29 am
Τοποθεσία: ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ (ΤΟΥΛΑ) - ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ - ΑΘΗΝΑ

Re: Ψυχοφελή μηνύματα...

Δημοσίευση από toula »

π. Δημητρίου Ν. Θεοδωροπούλου

Κατὰ τὴν εἰδωλολατρικὴ ἀντίληψη, ὅπως ἤδη ἔχουμε πεῖ, θεὸς (ἢ θεοὶ) καὶ κόσμος εἶναι τῆς αὐτῆς οὐσίας (ὁμοούσιοι).

Κατὰ τὴν ὀρθόδοξη ἀντίληψη ὅμως, ὁ κόσμος δὲν εἶναι ὁμοούσιος πρὸς τὸν Θεό. Δὲν προέρχεται ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, δὲν εἶναι κομμάτι αὐτῆς τῆς οὐσίας, οὔτε προέκτασή της.

Καμμιὰ φορὰ ἀκοῦμε νὰ λένε: Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα κομμάτι τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ εἶναι λάθος. Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι κομμάτι τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς δημιουργικῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχει κατὰ μετοχήν. Ὑπάρχει δηλαδὴ ὡς μέτοχος (μετέχων) τῆς θείας ζωῆς. Ὅλα κατὰ μετοχὴν τὰ ἔχει ὁ ἄνθρωπος, τὴν ἀγάπη, τὴν ἐλευθερία, τὴν σοφία, τὸ ἴδιο τὸ ζῆν, τὸ ὑπάρχειν. Ἔχει «δανεικὸν» τὸ εἶναι, ὅπως λένε οἱ θεῖοι Πατέρες. Καὶ δὲν τὸ ἔχει μόνον ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρη ἡ κτίση, ὅλα τὰ ὄντα· τὰ ὁποῖα ἐν τέλει εἶναι «μὴ ὄντα».

Ναί. Ὁ κόσμος εἶναι «μὴ ὄν».

Ὂν («ὁ Ὢν») εἶναι μονάχα ὁ Θεός, ὡς αὐθύπαρκτος.

Αὐτὸς μᾶς ἔφερε «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι», στὴν ὕπαρξη δηλαδή. «Σὺ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι ἡμᾶς παρήγαγες», λέμε στὴν Θεία Λειτουργία.

Ἀξίζει νὰ σημειώσουμε ὅτι ὁ ὅρος οὐσία (καίριας σημασίας γιὰ τὴν θεολογία) προέρχεται ἀπὸ τὴν μετοχὴ οὖσα τοῦ ρήματος εἰμί, τὸ ὁποῖο σημαίνει εἶμαι, ὑπάρχω.

Ὤν, οὖσα, ὂν (μετοχὴ ἐνεστῶτος τοῦ ρήματος εἰμὶ) εἶναι αὐτός, αὐτή, αὐτὸ ποὺ ὑπάρχει, ποὺ εἶναι.

Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ Ὤν, διότι ὑπάρχει ἀπὸ μόνος του, εἶναι ἡ αὐτοζωή, ἡ αὐτοΰπαρξη.
Στὴν περίπτωση ποὺ νοηθεῖ καὶ ὁ κόσμος ὡς ὄν, θὰ πρέπει νὰ γίνει ἀποδεκτὸ ὅτι καὶ αὐτὸς εἶναι αὐθύπαρκτος, αὐτοδύναμος, αἰώνιος, ἕνας ἄλλος θεός.

Θὰ πεῖ κανείς. Ἐμεῖς δηλαδὴ δὲν εἴμαστε ὄντα; Εἶναι λάθος νὰ ἀποκαλοῦμε ὄντα τὰ δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ;

Ὄχι, δὲν εἶναι λάθος. Ἀρκεῖ νὰ γνωρίζουμε τὰ παραπάνω, νὰ προϋποθέτουμε τὴν ἀλήθειά τους, νὰ προσδίδουμε στὴν λέξη ὂντα αὐτὸ τὸ ἐννοιολογικὸ περιεχόμενο.

Ἡ θεολογία χρησιμοποιεῖ αὐτὲς τὶς ἐκφράσεις γιὰ νὰ τονίσει τὴν ριζικὴ διάκριση κτίσεως καὶ κτίστου, τὴν ἑτερότητα Θεοῦ καὶ κόσμου· νὰ καταδείξει ὅτι τελικὰ ὁ Θεὸς διαφέρει ἀπὸ τὴν κτίση κατὰ τὴν οὐσία. Οὔτε τοπικὴ οὔτε χρονικὴ ἀπόσταση ὑπάρχει μεταξὺ Θεοῦ καὶ κτίσεως, ἀλλὰ μόνον οὐσιαστική, φυσικὴ ἑτερότης.

Ὅλα λοιπὸν ὅσα εἴπαμε γιὰ τὸ θέμα αὐτό, μᾶς ὁδηγοῦν στὸ συμπέρασμα, στὴν θεμελιώδη ἀλήθεια πὼς ὅ,τι ὑπάρχει, διαιρεῖται σὲ δύο κατηγορίες, σὲ δύο εἴδη.

Τὸ πρῶτο εἶδος ὑπάρξεως εἶναι ὁ Θεός, αὐτὸς ποὺ ὑπάρχει ἀφ’ ἑαυτοῦ, ποὺ οὕτως ἢ ἄλλως ὑπάρχει.

Τὸ δεύτερο εἶδος εἶναι ἡ κτίσις, ἡ ὁποία θὰ μποροῦσε καὶ νὰ μὴν ὑπάρχει.

Τὰ δύο αὐτὰ εἴδη τῆς ὑπάρξεως στὴν γλῶσσα τῶν Πατέρων ἀπαντοῦν ὑπὸ τοὺς ὅρους κτιστὸν καὶ ἄκτιστον.

Εἶναι οἱ δύο κατηγορίες, οἱ δύο πόλοι τῆς ὑπάρξεως. Πέραν τούτων οὐδὲν ἄλλον ὑπάρχει ἐξ ὅσων λέμε ὅτι ὑπάρχουν, ὅτι εἶναι. «Δύο γὰρ λεγομένων πραγμάτων, θεότητός τε καὶ κτίσεως, καὶ δεσποτείας καὶ δουλείας, καὶ ἁγιαστικῆς δυνάμεως, καὶ τῆς ἁγιαζομένης» (Μ. Βασιλείου, Κατ' Εὐνομίου Λόγος Γ΄, ΡG 29, 660Α).

Ἔχουν ὅμως ὅλα αὐτὰ κάποιο νόημα; Σημαίνουν κάτι γιὰ μᾶς; Νοηματοδοτοῦν τὴν ζωή μας· ἢ εἶναι ἁπλῶς φιλοσοφίες, ἐνασχόληση διανοητικοῦ ἐνδιαφέροντος, hobby καὶ διασκέδαση;
Ὄχι! Τὰ δόγματα εἶναι ρήματα ζωῆς, ὀδοδεῖκτες, ἀπλανεῖς ἀστέρες, φωτεινὰ μετέωρα, ἀσφαλεῖς σηματοδότες, φῶτα πορείας.

Πεῖτε μου. Ἕνας ποὺ γνωρίζει καὶ ἐνστερνίζεται τὰ παραπάνω, θὰ πέσει ποτὲ στὴν παγίδα τοῦ διαλογισμοῦ, γιὰ παράδειγμα; Θὰ ἀναζητήσει κρυμμένες δυνάμεις μέσα του; Θὰ πιστέψει πὼς εἶναι δυνατὸς καὶ πὼς δῆθεν ξέρει τί θέλει, ἢ ἄλλα τέτοια παρόμοια ποὺ λένε οἱ κοσμικοὶ ἄνθρωποι;

Θὰ βασιστεῖ ποτὲ στὶς δικές του δυνάμεις ἐκεῖνος ποὺ γνωρίζει καὶ πιστεύει πὼς ἔχει δανεικὸ τὸ εἶναι, πὼς εἶναι ὕπαρξη ἐξηρτημένη, πὼς κάποιος ἄλλος θέλησε νὰ ὑπάρχει, ἀλλιῶς δὲν θὰ ὑπῆρχε· ποὺ γνωρίζει ὅτι δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸ μηδὲν καὶ ὑπόκειται στὴν ἐπιστροφὴ πρὸς τὸ μηδέν, βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὴν διαρκῆ ἀπειλὴ τοῦ μηδενός, ἀφοῦ δὲν εἶναι αἰώνιος, ἄφθαρτος, ἀθάνατος, ἀλλὰ ἔχει ὡς φύση του τὸ μηδὲν καὶ τὸν θάνατο, ὅπως λέει ὁ Μ. Ἀθανάσιος, εἶναι θνητὸς ἀπὸ τὴν φύση του, δὲν ἔχει ἐγγενεῖς δυνάμεις ἀθανασίας καὶ ἀφθαρσίας;

Ἢ θὰ στραφεῖ ταπεινὰ πρὸς τὴν πηγὴ τῆς δυνάμεως καὶ θὰ πεῖ· «Ὅτι σοῦ ἐστὶν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα»;

Θὰ σκαλώσει πουθενὰ ὁ νοῦς του, ἂν τοῦ ζητηθεῖ νὰ ἀπαντήσει στὴν ἐρώτηση: «Εἶναι πεπερασμένο ἢ ἄπειρο τὸ σύμπαν»; Θὰ νιώσει μειονεκτικὰ ποὺ δὲν ἔχει γνώσεις φιλοσοφικὲς ἢ ἐπιστημονικὲς γιὰ τὸ θέμα, ποὺ δὲν ἔχει μελετήσει βιβλία; Ὄχι! Θὰ ἀναγάγει τὴν σκέψη του στὴν παραπάνω θεμελιώδη ἀρχὴ περὶ διακρίσεως κτιστοῦ - ἀκτίστου καὶ θὰ ἀπαντήσει: Τὸ σύμπαν δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἄπειρο, διότι ἀνήκει στὴν κτιστὴ πραγματικότητα. Ἄπειρος εἶναι μόνον ὁ Θεός. Κανένα κτίσμα δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἄπειρο. Τὰ κτιστὰ δὲν μποροῦν νὰ ἔχουν τὶς ἰδιότητες τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ.
Νὰ ποῦμε καὶ ἕνα τελευταῖο παράδειγμα;

Σήμερα μιλᾶνε κάποιοι γιὰ ἠθικὴ ἀναβάθμιση τοῦ ἀνθρώπου. Ὑποστηρίζουν πὼς ὅλα εἶναι θέμα γονιδίου. Εἶσαι χαρτοπαίχτης; Τὸ γονίδιό σου φταίει. Εἶσαι ἀλκοολικός; Τὸ γονίδιο σοῦ ἔκανε τὴν ζημιά. Εἶσαι τοξικομανής, ζηλιάρης, σπάταλος, τσιγγούνης, βίαιος, ἐπιθετικός, κλέφτης, ἐγκληματίας, δολοφόνος; Γιὰ ὅλα φταίει τὸ γονίδιο. Καὶ ὁ Ἰούδας ποὺ πρόδωσε τὸν Χριστὸ (λέω ἐγώ), δὲν ἔφταιξε σὲ κάτι· τὸ γονίδιό του ἦταν ἡ αἰτία. Ἂν ὑπῆρχαν τὰ κατάλληλα χάπια, δὲν θὰ τὸν πρόδιδε!

Ποιός θὰ ἀρθρώσει λόγο ἐνάντια στὶς ὀλέθριες αὐτὲς ἀντιλήψεις, ποὺ προσβάλλουν τὴν ἱερότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καὶ ἐνθαρρύνουν τὴν διάνοιξη ἐπικίνδυνων ἀτραπῶν γιὰ τὴν ἐλευθερία μας;

Ἐκεῖνος ποὺ γνωρίζει τὴν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας περὶ διακρίσεως προσώπου καὶ φύσεως θὰ ἀπαντήσει. Ἐκεῖνος θὰ ἐξηγήσει ὅτι τὰ γονίδια κωδικοποιοῦν πρωτεΐνες καὶ ὄχι ἀρετὲς ἢ πάθη.

Εἶναι πολλὰ τὰ ἐρωτήματα ποὺ τίθενται σήμερα. Ὁ κόσμος ἄλλαξε. Τίποτε δὲν εἶναι ὅπως χθές. Τὰ αὐτονόητα ἔγιναν ζητούμενα. Ὅλα ζητοῦν ἐπαναπροσδιορισμὸ καὶ ἐπανατοποθέτηση.

Ἂς δώσουμε τὴν καλὴ μαρτυρία· ὄχι μὲ κραυγὲς καὶ συνθήματα, ἀλλὰ μὲ λόγο σοβαρὸ καὶ ὑπεύθυνο, ἑδραιωμένο στὶς θεμελιώδεις ἀρχὲς τῆς θεολογίας μας.
toula
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 35855
Εγγραφή: Παρ Δεκ 11, 2009 7:29 am
Τοποθεσία: ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ (ΤΟΥΛΑ) - ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ - ΑΘΗΝΑ

Re: Ψυχοφελή μηνύματα...

Δημοσίευση από toula »

π. Δημητρίου Ν. Θεοδωροπούλου

Δύο εἶναι οἱ θεωρίες ποὺ ἑρμηνεύουν τὸν κόσμο (κοσμοθεωρίες): Ἡ βιβλικὴ καὶ ἡ εἰδωλολατρική.

Ἐμεῖς ὡς Χριστιανοὶ ἀκολουθοῦμε τὴν βιβλικὴ παράδοση, τὴν παράδοση δηλαδὴ τῆς Βίβλου (Ἁγίας Γραφῆς).

Σύμφωνα μὲ αὐτήν, ὁ κόσμος εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς δημιουργικῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Δὲν ὑπάρχει ἀπὸ πάντα, ἔχει ἀρχή. Δημιουργός του εἶναι ὁ Θεὸς ὁ Παντοκράτωρ, ὁ «ποιητὴς οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων», ὅπως ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως.

Ἀντίθετα, στὴν εἰδωλολατρικὴ παράδοση, τὴν παράδοση δηλαδὴ τῶν εἰδωλολατρικῶν λαῶν, ὁ κόσμος ὑπάρχει ἀπὸ πάντα.

Στὴν παράδοση αὐτὴ διακρίνουμε δύο ἀντιλήψεις.

Σύμφωνα μὲ τὴν πρώτη, ὁ κόσμος εἶναι αὐτοδημιούργητος. Αἰσθητὰ καὶ νοητά, ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ ὑπάρχουν ἀπὸ μόνα τους. Ἡ ὕλη εἶναι προαιώνιος. Δὲν ὑπάρχει ἀρχή, καὶ κατὰ συνέπεια δὲν ὑπάρχει τέλος. Ἐπικρατεῖ ὁ κύκλος καὶ ὄχι ὁ γραμμικὸς χρόνος, ὅπως λέγαμε καὶ στὸ προηγούμενο ἄρθρο μας. Θεὸς εἶναι ἡ ἴδια ἡ φύση. Φῶς, οὐρανός, ἀστέρια, θάλασσα, γῆ, φυτά, ζῶα μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ θεότητες. Γιὰ μᾶς βέβαια εἶναι κτίσματα.

Σύμφωνα μὲ τὴν δεύτερη ἀντίληψη, ὁ κόσμος εἶναι δημιούργημα κάποιου ἢ κάποιων θεῶν.

Ὅμως αὐτοὶ οἱ θεοὶ δὲν δημιούργησαν ἐκ τοῦ μηδενὸς (ἐκ τοῦ μὴ ὄντος, ὅπως ἐμεῖς λέμε) τὸν κόσμο, ἀλλὰ ἐπεξεργάσθηκαν προϋπάρχουσα ὕλη, ἔθεσαν τάξη στὸ χάος· ὅπως κάνει, γιὰ παράδειγμα, ἕνας γλύπτης ποὺ δίνει μορφὴ καὶ σχῆμα σὲ ἕνα ἀκανόνιστο μάρμαρο.


Ὅπου στὸν ἀρχαῖο κόσμο ὑπάρχει ἡ ἰδέα τῆς δημιουργίας, αὐτὴ νοεῖται ὡς μορφοποίηση μιᾶς ἄμορφης ὑλικῆς πραγματικότητος. Ὁ θεὸς (ἢ οἱ θεοὶ) καὶ ὁ κόσμος εἶναι αὐθύπαρκτοι, συνύπαρκτοι, αἰώνιοι. Ἡ δημιουργία εἶναι στὴν οὐσία διακόσμηση.
Ἄλλωστε ἡ λέξη κόσμος σημαίνει τὴν τάξη, τὴν εὐκοσμία, τὸν στολισμὸ (ἐξ οὗ καὶ κόσμημα).


Μιὰ τέτοια ἰδέα συναντοῦμε στὸν Τίμαιο τοῦ Πλάτωνα. Ἔγραψε τὸ ἔργο αὐτὸ γιὰ νὰ ἀποκρούσει τοὺς φιλοσόφους τῆς ἐποχῆς του, οἱ ὁποῖοι ὑποστήριζαν ὅτι ὁ κόσμος ἔγινε τυχαῖα, ἢ ὅτι θεὸς εἶναι οἱ ἴδιοι οἱ νόμοι τῆς φύσεως, καὶ ἄλλα παρόμοια. Ὁ Πλάτων τὰ ξεχωρίζει αὐτά.
Στὸν Τίμαιο ὁ θεὸς καλεῖται Δημιουργός, Πατήρ, Νοῦς.

Αὐτὸ ἔκανε πολλοὺς Χριστιανοὺς νὰ παρασυρθοῦν, πιστεύοντας πὼς ἀνάμεσα στὸν Πλάτωνα καὶ τὴν Χριστιανικὴ περὶ δημιουργίας ἀντίληψη ὑπάρχει κάποια συγγένεια.

Ὅμως γιὰ τὸν Πλάτωνα ὁ θεὸς δημιουργεῖ ἀπὸ προϋπάρχουσα ὕλη, τὴν ὁποία μάλιστα πρέπει (εἶναι ἀναγκασμένος) νὰ μορφοποιήσει μὲ βάση κάποιες προϋπάρχουσες ἰδέες, οἱ ὁποῖες καὶ ὑπέρκεινται τοῦ θεοῦ, εἶναι δηλαδὴ ἀνώτερες, πάνω ἀπὸ τὸν θεό.

Γενικῶς στοὺς ἀρχαίους ὑφίστανται δυνάμεις ὑπεράνω τῶν θεῶν· π.χ. ἡ ἀνάγκη (ἐξ οὗ καὶ τὸ γνωστὸ «ἀνάγκᾳ καὶ θεοὶ πείθονται»).

Ὁ Πλάτων πιστεύει ὅτι ὁ ὑλικὸς κόσμος εἶναι κατώτερος τοῦ ἰδεατοῦ, διότι εἶναι φθαρτός. Ὁ ἰδεατός, κατ' αὐτόν, εἶναι ἄφθαρτος, αἰώνιος. Στὴν διαρχικὴ αὐτὴ φιλοσοφία κάθε ὂν ἔχει τὴν ἰδέα του, τὸν λόγο του (τὸν λόγο τῆς ὑπάρξεώς του δηλαδή, ἕνα ἰδεατὸ ἀντίκρισμα), ἀλλιῶς δὲν εἶναι ἀληθινό. Ὁ κόσμος στὴν ἰδεατή του μορφὴ εἶναι αἰώνιος, διότι στηρίζεται σὲ κάτι αἰώνιο, στοὺς λόγους (ἢ ἰδέες) τῶν ὄντων.

Ὁ θεῖος Πλάτων (καθόλου δὲν διστάζω νὰ τὸν ἀποκαλῶ ἔτσι) ἀναζήτησε τὸ αἰώνιο καὶ ἄφθαρτο εἶναι, αὐτὸ ποὺ ἡ κάθε εὐσεβὴς ψυχὴ σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο ποθεῖ νὰ γνωρίσει καὶ νὰ ἑνωθεῖ μαζί του.

Ἂν ζοῦσε μετὰ Χριστόν, θὰ ἦταν σίγουρα ἕνας ἄλλος Ἀθανάσιος, Βασίλειος, Γρηγόριος, Δαμασκηνός, Μάξιμος, Φώτιος, Παλαμᾶς. Ἔζησε ὅμως πρὸ Χριστοῦ καὶ ἦταν ἀδύνατον νὰ γνωρίσει τὴν ἀλήθεια· διότι αὐτὴ δὲν ἀνακαλύπτεται, ἀποκαλύπτεται.

Ὁ Πλάτων θὰ ζήλευε καὶ τὸν τελευταῖο Χριστιανὸ γιὰ τὴν γνώση ποὺ ἔχει περὶ τῆς ἀληθείας, ἥτις ἐστὶν Ἰησοῦς ὁ Χριστός, ἕνα πρόσωπο δηλαδὴ καὶ ὄχι μία ἔννοια.

Κατὰ τὴν ἀρχαία λοιπὸν κοσμολογικὴ ἀντίληψη, ὁ δημιουργὸς εἶναι ἕνας διακοσμητής, ὄχι ὁ ποιητής.
Δημιουργὸς καὶ δημιουργήματα εἶναι τῆς αὐτῆς φύσεως, τῆς αὐτῆς οὐσίας, ὁμοούσιες πραγματικότητες. Αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ κυριαρχεῖ στὴν εἰδωλολατρικὴ κοσμοαντίληψη.


Θὰ ἀναφέρουμε ἕνα παράδειγμα· πρόκειται γιὰ μία ἀπὸ τὶς προσπάθειες ἑρμηνείας τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου μέσῳ τῆς μυθολογίας, κοινὸ γνώρισμα τῶν ἀρχαίων λαῶν.
Τὸ παράδειγμά μας εἶναι ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο βαβυλωνιακὸ ἔπος Ἐνούμα Ἐλίς.

Ὁ θεὸς Μαρδοὺκ μονομαχεῖ μὲ τὴν θεὰ Τιαμάτ, τὴν ὁποία, ἀφοῦ φονεύει, διαμελίζει. Μὲ τὰ μέρη τοῦ σώματός της δημιουργεῖ τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆ. Ἀπὸ τὰ μάτια της πηγάζουν ὁ Τίγρης καὶ ὁ Εὐφράτης. Ὁ ἄνθρωπος πλάθεται μὲ πηλὸ καὶ τὸ αἵμα τοῦ νικημένου Κινγκού, τοῦ ἀρχιστρατήγου τῆς Τιαμάτ.

Εἶναι ἐμφανὴς ἡ ὁμοουσιότης θεοῦ καὶ κτίσεως. Δὲν εἶναι ἄλλης οὐσίας ὁ θεὸς καὶ ἄλλης ἡ κτίση.

Αὐτὸς εἶναι ὁ χαρακτὴρ τοῦ συγκεκριμένου κοσμοειδώλου.

Περιττὸν δὲ νὰ ποῦμε ὅτι καὶ ἐδῶ τίθεται τὸ ἀδήριτο ἐρώτημα: Τοὺς θεοὺς ποὺ δημιούργησαν (μορφοποίησαν) τὸν κόσμο, ποιὸς τοὺς δημιούργησε; Ἡ ἀπάντηση εἶναι: ἄλλοι θεοὶ ἀνώτεροι. Καὶ αὐτοὺς τοὺς ἀνώτερους θεοὺς ποιός τοῦ δημιούργησε; Ἄλλοι πιὸ ἀνώτεροι. Καὶ τοὺς πιὸ ἀνώτερους;

Εἶναι λογικὸς μονόδρομος, ὅπως λέγαμε καὶ τὴν προηγούμενη φορά, νὰ ἀπαντήσουμε πὼς κάποιοι ἢ κάποιος θεὸς ὑπάρχει ἀπὸ μόνος του.

Ἐμεῖς λοιπὸν πιστεύουμε ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Τριαδικὸς Θεός, τὸν ὁποῖον μᾶς ἀπεκάλυψε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.

Αὐτὸς εἶναι ὁ Δημιουργὸς τοῦ σύμπαντος κόσμου. Εἶναι ὁ ἄκτιστος Θεός. Κάθε τι ποὺ ὑπάρχει πέραν αὐτοῦ, εἶναι κτιστό, δικό του δημιούργημα, ἄλλη οὐσία.

Γι’ αὐτὴν τὴν διάκριση ἀνάμεσα στὸν Δημιουργὸ καὶ τὴν δημιουργία ὁμιλοῦμε ἐδῶ.

Γιὰ τὴν διάκριση κτιστοῦ - ἀκτίστου.

(Ὁλοκληρώνεται στὸ ἑπόμενο)
toula
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 35855
Εγγραφή: Παρ Δεκ 11, 2009 7:29 am
Τοποθεσία: ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ (ΤΟΥΛΑ) - ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ - ΑΘΗΝΑ

Re: Ψυχοφελή μηνύματα...

Δημοσίευση από toula »

π. Δημητρίου Ν. Θεοδωροπούλου

Μετὰ τὰ ὅσα εἰσαγωγικὰ περὶ θεολογίας καὶ δόγματος εἴπαμε, ἂς ἔλθουμε στὴν ἐξέταση τῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν ποὺ διέπουν τὴν δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας.

Στὴν βάση αὐτῶν τῶν ἀρχῶν καὶ μόνον μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ στηρίζεται ἡ θεολογική μας σκέψη καὶ ἡ ἀνάπτυξή της. Ἀλλιῶς, παραμένει στατικὴ καὶ ἀγκυλωμένη.

Συνιστοῦν δὲ κατὰ κανόνα οἱ ἀρχὲς αὐτὲς διακρίσεις ἀνάμεσα σὲ ἔννοιες, ὅρους, πραγματικότητες.

Ἡ πρώτη, βασικὴ καὶ θεμελιώδης ἀρχή, ποὺ εἶναι ὅ,τι γιὰ τὰ μαθηματικὰ τὸ 1+1=2, ἀναφέρεται στὴν διάκριση ἀνάμεσα στὸν Κτίστη καὶ τὴν κτίση, τὸν Δημιουργὸ καὶ τὴν δημιουργία, τὸν ἄκτιστο Θεὸ καὶ τὴν κτιστὴ πραγματικότητα.

Εἶναι ἡ διάκρισις κτιστοῦ - ἀκτίστου.

«Ἀκτίστου - κτιστοῦ» κανονικὰ θὰ ἔπρεπε νὰ λέμε, καθότι προηγεῖται ὁ ἄκτιστος Θεὸς καὶ ἕπεται ἡ κτιστὴ δημιουργία, ὅμως χάριν μουσικωτέρας ἀγωγῆς τοῦ λόγου λέμε «κτιστοῦ - ἀκτίστου».

Τὸ ἄκτιστον εἶναι ὁ Θεός, ὁ Δημιουργός. Τὸ κτιστὸν εἶναι ἡ κτίσις, ἡ δημιουργία.


Πρόκειται γιὰ γνωσιολογικὴ ἀρχή, τὴν ὁποία θέτει ὡς βάση της ἡ θεολογία.

Δὲν εἶναι αὐτονόητη. Οὔτε ἀποδεικνύεται· ὅσο κι ἂν ὑπῆρξαν τέτοιες προσπάθειες.
Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ πείσει μὲ λογικὰ ἐπιχειρήματα ὅτι ὁ κόσμος εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχουν τέτοια ἐπιχειρήματα, ὅμως δὲν πείθουν, ἀπὸ τὴν στιγμὴ μάλιστα ποὺ κάποιοι δὲν πιστεύουν κἂν σὲ Θεό.

Κανεὶς ἐπίσης δὲν μπορεῖ νὰ πείσει ὅτι ὁ κόσμος ὑπάρχει ἀπὸ μόνος του.

Πρόκειται γιὰ δύο ἐκ διαμέτρου ἀντίθετες γνωσιολογικὲς ἀφετηρίες.

Στὴν πρώτη ὁ κόσμος θεωρεῖται ὡς αὐθύπαρκτος. Δὲν τὸν δημιούργησε κανείς, ὑπάρχει ἀπὸ μόνος του καὶ ἀπὸ πάντα. Κατὰ λογικὴ συνέπεια εἶναι καὶ αἰώνιος, ἀθάνατος, ἄφθαρτος στὸ σύνολό του, χωρὶς ἀρχὴ καὶ τέλος· «ἀγένητος» καὶ «ἀνώλεθρος», κατὰ τὸν Παρμενίδη.

Αὐτὴν τὴν περὶ κόσμου ἀντίληψη εἶχαν πάρα πολλοὶ ἀρχαῖοι λαοί, πολλὰ δὲ θρησκευτικὰ καὶ φιλοσοφικὰ συστήματα τὴν ἀσπάζονται μέχρι σήμερα.

Δὲν ὑπάρχει ἀρχὴ καὶ ἐξέλιξη τοῦ κόσμου ἐδῶ. Ἐπικρατεῖ ὁ κύκλος. Πολλοὶ πίστευαν καὶ πιστεύουν ὅτι τὸ σύμπαν ἀνακυκλοῦται κατὰ τακτὲς χρονικὲς περιόδους καὶ τοιουτοτρόπως ἀνανεοῦται. Σὲ ἀνατολικὲς δοξασίες οἱ περιοδικοὶ αὐτοὶ κύκλοι διαρκοῦν δισεκατομμύρια ἔτη.


Τὸ σύμπαν, σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν ἀντίληψη, ἔχει «ψυχὴ» ἢ «νοῦ» ἢ «λόγο», ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἐσώτερη δύναμή του. Αὐτὸ ἐνίοτε ὀνομάζεται «θεός».

Στὴν δεύτερη περίπτωση ὁ κόσμος δὲν εἶναι αὐθύπαρκτος, ἀλλὰ δημιουργεῖται ἀπὸ κάποια (προσωπικὴ ἢ ἀπρόσωπη) δύναμη.
Στὴν περίπτωση αὐτὴ προκύπτει αὐτομάτως τὸ ἐρώτημα: «Ποιὸς δημιούργησε τὴν ἐν λόγῳ δύναμη;»

Ἂν ποῦμε ὅτι κάποια ἄλλη δύναμη δημιούργησε τὴν πρώτη αὐτὴ ποιητικὴ δύναμη, τίθεται ξανὰ τὸ ἴδιο ἐρώτημα: «Καὶ ποιὸς δημιούργησε αὐτὴ τὴν ἄλλη δύναμη;»

Μιὰ τέτοια ἀκολουθία ἐρωτήσεων καὶ ἀπαντήσεων, καταλαβαίνει κανείς, θὰ μᾶς ὁδηγήσει λογικὰ καὶ ἀβίαστα στὸ συμπέρασμα ὅτι κάτι ὑπάρχει ἀπὸ πάντα, κάτι ποὺ κανεὶς δὲν τὸ ἔφτιαξε, κανεὶς ποτὲ δὲν τὸ δημιούργησε.

Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις λοιπὸν καταλήγουμε στὸ συμπέρασμα ὅτι κάτι εἶναι οὕτως ἢ ἄλλως αὐθύπαρκτο.

Πρόκειται γιὰ ἕναν λογικὸ μονόδρομο. Εἶτε ποῦμε ὅτι ὁ κόσμος εἶναι ἀδημιούργητος, εἶτε ποῦμε ὅτι ἔχει δημιουργό, ὁδηγούμαστε ἀναπόφευκτα στὸ συμπέρασμα ὅτι κάτι ὑπάρχει ἀπὸ μόνο του. Ὑπάρχει μία αὐθύπαρκτος πραγματικότης. Δὲν γίνεται ἀλλιῶς. Δὲν μπορεῖ κάτι νὰ ἔγινε ἀπὸ τὸ μηδέν, ἀπὸ τὸ τίποτε. Ἢ θὰ δεχθοῦμε ὅτι αὐτὸ ποὺ ὑπάρχει ὑπάρχει ἀπὸ μόνο του, ἢ θὰ δεχθοῦμε ὅτι εἶναι δημιούργημα κάποιας ἄλλης (ἀνωτέρας φυσικὰ) δυνάμεως, ἡ ὁποία καὶ πάλι ὑπάρχει ἀπὸ μόνη της. Ἡ ἔννοια τῆς δημιουργίας ἀπὸ τὸ μηδὲν εἶναι ἀδιανόητη.

Ὁ Παρμενίδης τὸν 5ο π.Χ. αἰ. ἔλεγε χαρακτηριστικά: «Ἔστι γὰρ εἶναι, μηδὲν δ’ οὐκ ἔστιν» (Περὶ φύσεως VI 1)· «ὑπάρχει εἶναι, μηδὲν δὲν ὑπάρχει».
Ὁ δὲ Καρτέσιος (René Descartes) δύο χιλιάδες χρόνια μετά, βασισμένος στὴν φιλοσοφία τοῦ μεγάλου Ἐλεάτη (Παρμενίδη), θὰ πεῖ: «Ex nihilo nihil fit» («οὐδὲν ἐξ οὐδενός», «τίποτε δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸ τίποτε»), φράση ποὺ ἔμελλε νὰ ἐπηρεάσει δραστικὰ τὴν εὐρωπαϊκὴ διανόηση.

Ὅλα λοιπὸν προέρχονται ἀπὸ μίαν αἰτία, καὶ αὐτὴ ἡ αἰτία εἶναι αὐθύπαρκτoς.

Ὁδηγούμαστε ἐκεῖ μέσα ἀπὸ ἕνα λογικὸ μονόδρομο, καὶ αὐτὸ εἶναι πολὺ σημαντικό. Ξεκουράζει τὴν σκέψη, εἴτε αὐτὴ εἶναι ἐπιστημονική, εἴτε φιλοσοφική, εἴτε θεολογική.

Δὲν ἀναζητοῦμε πέραν τῶν δυνάμεών μας τὸ πῶς ὑπάρχει αὐτὴ ἡ αὐθύπαρκτος πραγματικότης.


Συνειδητοποιοῦμε τὰ ὅριά μας καὶ προχωροῦμε ἁπλῶς στὴν περιγραφή της.

(Συνεχίζεται...)
toula
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 35855
Εγγραφή: Παρ Δεκ 11, 2009 7:29 am
Τοποθεσία: ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ (ΤΟΥΛΑ) - ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ - ΑΘΗΝΑ

Re: Ψυχοφελή μηνύματα...

Δημοσίευση από toula »

π. Δημητρίου Ν. Θεοδωροπούλου

Πολλοὶ ἄνθρωποι ἀπορρίπτουν ἀβασάνιστα κάθε τι ποὺ ἀντιστέκεται στὴν λογική τους. Ὅ,τι δὲν συνάδει πρὸς τὸν ὀρθὸ λόγο (ὀρθολογισμὸς) τὸ ἀποβάλλουν χωρὶς δεύτερη σκέψη.

Καμαρώνουν μάλιστα καὶ καυχῶνται γιὰ τὴν ἄρνησή τους νὰ δεχθοῦν δόγματα καὶ μορφὲς ἢ λόγους αὐθεντίας, πάσης φύσεως.

Ἡ λέξη δόγμα εἶναι φορτισμένη ἀρνητικὰ γι’ αὐτούς. Τοὺς παραπέμπει στὸν δογματισμό, γιὰ νὰ μὴ ποῦμε κάτι ἀκόμη χειρότερο, στὸν σκοταδισμό.

Τοὺς φαίνεται πὼς πρόκειται γιὰ ἐπιβολὴ κάποιου νόμου ἢ γιὰ δοξασίες ἀκατανόητες, περιττὲς καὶ ἀνωφέλευτες.

Ὅμως τὸ δόγμα οὔτε νόμος ἐπιβλητικὸς εἶναι, οὔτε ἄπιαστη φιλοσοφία, οὔτε καταθλιπτικὴ ὑποχρέωση. Εἶναι ρῆμα ζωῆς.

Ἡ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας ἀποτελεῖ γι’ αὐτὴν καὶ τοὺς ποιμένες της ὅ,τι ἡ ἐπιστήμη τῆς ἰατρικῆς γιὰ τὰ θεραπευτήρια καὶ τοὺς ἰατρούς.

Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον οἱ θεῖοι Πατέρες ὑπεραμύνθηκαν τῶν ὀρθῶν δογμάτων ἄχρι θανάτου. Ἐγνώριζαν ὅτι ὅπως χωρὶς σωστὴ ἰατρικὴ ἐπιστήμη δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει θεραπεία καὶ ἴαση, ἔτσι καὶ χωρὶς ὀρθὴ δογματικὴ διδασκαλία δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει σωτηρία καὶ θέωση. Γι’ αὐτοὺς ὡρισμένως ἡ αἵρεση ἦταν κομπογιαννιτισμὸς καὶ οἱ αἱρετικοὶ κομπογιαννίτες.

Ἂς θυμηθοῦμε τὸν Μ. Ἀθανάσιο. Πάλαιψε μιὰ ζωὴ γιὰ ἕνα -ι- (γιῶτα): νὰ μὴ λέμε «ὁμοιούσιος», ἀλλὰ «ὁμοούσιος». Σαράντα χρόνια ἐξορίας τοῦ στοίχισε αὐτό. Ἦταν φανατικός, ἀδιάλλακτος καὶ ἀπόλυτος; Ἦταν αὐτὸ ποὺ λέμε δογματικὸς δηλαδή; Σίγουρα τότε πολλοὶ ἔτσι θὰ τὸν χαρακτήριζαν. Ὅμως αὐτὸς ἦταν τόσο δογματικὸς καὶ φανατικός, ὅσο καὶ ἕνας γιατρὸς ποὺ ὑποστηρίζει τὴν σωστὴ ἐπιστημονικὴ ἰατρικὴ ἔναντι οἱουδήποτε τσαρλατάνου καὶ κομπογιαννίτη ψευδογιατροῦ.
Ὁ καθηγητὴς Χρ. Γιανναρᾶς ἔχει ἕνα πολὺ ὡραῖο παράδειγμα.

«Ἂς ὑποθέσουμε», λέει, «ὅτι ἐμφανίζεται κάποιος ποὺ ἰσχυρίζεται πὼς μητρικὴ ἀγάπη σημαίνει μιὰν ἄτεγκτη αὐστηρότητα καὶ ἄγριο καθημερινὸ ξυλοδαρμὸ τοῦ παιδιοῦ. Ὅλοι ὅσοι ἔχουμε διαφορετικὴ ἐμπειρία τῆς μητρικῆς ἀγάπης θὰ διαμαρτυρηθοῦμε γι’ αὐτὴ τὴ διαστρέβλωση καὶ θὰ τῆς ἀντιτάξουμε ἕναν ὁρισμὸ τῆς δικῆς μας ἐμπειρίας: Γιὰ μᾶς ἡ μητρικὴ ἀγάπη εἶναι στοργή, τρυφερότητα, φροντίδα, συνδυασμένα ὅλα αὐτὰ μὲ συνετὴ καὶ οἰκοδομητικὴ αὐστηρότητα.

Ὣς τὴ στιγμὴ ποὺ ἐμφανίστηκε ἡ παραποίηση τῆς ἀλήθειας γιὰ τὴ μητρικὴ ἀγάπη, δὲν εἶχε ὑπάρξει ἀνάγκη νὰ ὁρίσουμε τὴν ἐμπειρία μας. Ἡ μητρικὴ ἀγάπη ἦταν γιὰ ὅλους μας κάτι αὐτονόητο, μιὰ βιωματικὴ γνώση ἀντικειμενικὰ ἀπροσδιόριστη κι ὅμως κοινὰ κατανοητή. Ἡ ἀνάγκη τοῦ ὁρίου - ὁρισμοῦ εἶναι συνάρτηση τῆς ἀπειλῆς, νὰ ἀρχίσει νὰ θεωρεῖται μητρικὴ ἀγάπη κάτι ἄλλο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ὅλοι πιστεύουμε.

Ὅμως ὁ ὁρισμὸς ἁπλῶς σημαίνει - ἐπισημαίνει τὰ ὅρια τῆς ἐμπειρίας μας, δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ὑποκαταστήσει. Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δὲν γνώρισε ποτὲ στὴ ζωή του τὴ μητρικὴ ἀγάπη (ἀπὸ ὀρφάνια ἢ ὅποιο ἄλλο λόγο), μπορεῖ νὰ ξέρει τὸν ὁρισμό, ἀλλὰ δὲν γνωρίζει τὴν ἴδια τὴ μητρικὴ ἀγάπη. Μὲ ἄλλα λόγια: ἡ γνώση τῶν διατυπώσεων καὶ ὁρισμῶν τῆς ἀλήθειας δὲν ταυτίζεται μὲ τὴ γνώση τῆς ἴδιας τῆς ἀλήθειας. Γι’ αὐτὸ καὶ ἕνας ἄθεος μπορεῖ νὰ ἔχει μάθει καὶ νὰ ξέρει καλὰ ὅτι ὁ Θεὸς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τριαδικός, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν σημαίνει καὶ ὅτι γνωρίζει αὐτὲς τὶς ἀλήθειες» (Ἀλφαβητάρι τῆς πίστης, ἐκδ. Δόμος, Ἀθῆναι 142006, σ. 33).

Κάτι τέτοιο συνέβη καὶ μὲ τὰ δόγματα. Οἱ αἱρετικοὶ ἀπείλησαν τὴν ἐμπειρία, τὸ βίωμα, τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ θεολόγοι καὶ σοφοὶ Πατέρες της ὁριοθέτησαν τὴν βιωματικὴ αὐτὴ ἀλήθεια καὶ ἐμπειρία. Δὲν εἶναι τυχαῖο ἄλλωστε ὅτι οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὀνομάζονταν (καὶ ὀνομάζονται) Ὅροι.
Αὐτὰ δηλαδὴ ποὺ ἐμεῖς σήμερα καλοῦμε δόγματα δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ οἱ ὅροι, τουτέστι τὰ ὅρια (σύνορα) ποὺ ἔθεσαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀνάμεσα στὴν ἀλήθεια καὶ τὴν αἵρεση. Κάθε φορὰ ποὺ ἡ βιωματικὴ βεβαιότητα τῆς πίστεως ἔμοιαζε νὰ ἀπειλεῖται ἀπὸ τὰ φληναφήματα τῶν παντοεπῶν καὶ παντοπλανῶν αἱρετικῶν, οἱ θεῖοι Πατέρες ἔθεταν τὰ ὅρια.

Βέβαια, ἡ πίστη καὶ ἡ ἀλήθεια δὲν ὁριοθετοῦνται, ἁπλῶς σημαίνονται. Οὔτε ἀσφαλῶς ἐξαντλοῦνται στὴν δογματικὴ διατύπωσή τους, ὅσο σοφὴ καὶ ἂν εἶναι αὐτή· καὶ ὑπῆρξε ὄντως σοφή, προσφυής, θαυμαστή, καινοτόμος.

Μὲ τὰ δόγματα ἡ Ἐκκλησία δὲν ἐπιχειρεῖ νὰ ὁρίσει τὴν ζωή της, τὴν ἐν Χριστῷ ζωή. Ἡ ζωὴ δὲν ὁρίζεται. Τὰ ἴδια τὰ δόγματα δὲν εἶναι ἡ ζωή. Εἶναι οἱ ὁδοδεῖκτες τῆς ζωῆς· ἐκφράζουν καὶ σημαίνουν τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ δὲ σημαῖνον γίνεται διὰ τὸ σημαινόμενον καὶ ὄχι τὸ σημαινόμενον διὰ τὸ σημαῖνον.

Κάτι παρόμοιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν γλῶσσα. Εἶναι ἐκφαντικὴ τοῦ πολιτισμοῦ, τῆς ζωῆς, τοῦ ἤθους, τῆς παιδείας ἑνὸς λαοῦ, ἐμφαίνει δηλαδή, ἀποκαλύπτει ὅλα αὐτά. Συγχρόνως ὅμως κάνει καὶ μέτοχο τοῦ πολιτισμοῦ αὐτοῦ ἐκεῖνον ποὺ ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μαζί της. Ἀλλὰ πότε; Ὅταν τὴν προσεγγίζει ὄχι μηχανικά, ἀλλὰ ἀγαπητικά, ἐρωτικά.

Διότι προηγεῖται ἡ ἀγαπητικὴ αὐτή, ἐρωτικὴ προσέγγιση, ἡ μόνη ἄλλωστε ποὺ μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει στὴν μέθεξη τοῦ σημαινομένου.
Ἔτσι ἂς κάνουμε κι ἐμεῖς. Ἂς προσεγγίζουμε μὲ ζῆλο καὶ ἀγάπη τὰ δόγματα τῆς πίστεώς μας, διότι μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν προσεγγίζουμε καὶ τὴν ἀληθινὴ ζωὴ καὶ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας.

Εἶναι λάθος νὰ λέει κανείς, ἐμένα δὲν μὲ ἐνδιαφέρουν αὐτά, εἶναι γιὰ τοὺς θεολόγους.

Μὲ τὴν ἴδια λογικὴ θὰ πρέπει νὰ ἀφήσουμε τὴν γλῶσσα στοὺς φιλολόγους.

Μὲ τὴν ἴδια λογικὴ θὰ πρέπει ἁπλῶς νὰ ὁμιλοῦμε καὶ νὰ μὴν μελετοῦμε τὴν γλῶσσα μας.

Ὄχι! Θὰ τὰ κάνουμε καὶ τὰ δύο. Καὶ θὰ ὁμιλοῦμε καὶ θὰ μελετοῦμε τὴν γλῶσσα ποὺ μᾶς δόθηκε.

Καὶ θὰ ζοῦμε τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ θὰ μελετοῦμε τὴν θεολογία της.

Μᾶς ἐνδιαφέρει πρῶτα ὁ τρόπος ζωῆς. Μᾶς ἐνδιαφέρει ὅμως καὶ ὁ τρόπος σκέψης.

Δὲν εἶναι ἀποκλειστική, ἀλλὰ ἀμφίδρομη ἡ σχέση τους.

Ἡ ζωὴ βεβαιώνει τὸ δόγμα καὶ τὸ δόγμα φανερώνει τὴν ζωή.
toula
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 35855
Εγγραφή: Παρ Δεκ 11, 2009 7:29 am
Τοποθεσία: ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ (ΤΟΥΛΑ) - ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ - ΑΘΗΝΑ

Re: Ψυχοφελή μηνύματα...

Δημοσίευση από toula »

π. Δημητρίου Ν. Θεοδωροπούλου

Ἡ λέξη δόγμα προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα δοκῶ-έω, ἀπὸ τὸ ὁποῖο καὶ οἱ λέξεις δόκησις, δόξα, δόκιμος, δοκιμάζω κ.ἄ. (ἀπὸ ἐδῶ καὶ ἡ γνωστὴ ἔκφραση κατὰ τὸ δοκοῦν).

Τὸ δοκῶ χρησιμοποιήθηκε μὲ πληθώρα σημασιῶν.

Ἡ ἐτυμολογική του προέλευση (ἀπὸ τὸ ρῆμα δέχομαι) ὁδηγεῖ στὴν ἄποψη ὅτι ἡ λέξη ἀρχικὰ σήμαινε «κάνω κάποιον νὰ δεχθεῖ κάτι, διδάσκω». Αὐτὸ φαίνεται καὶ ἀπὸ τὴν σημασία τοῦ λατινικοῦ doceo (διδάσκω), ἀπὸ τὸ ὁποῖο προέρχεται καὶ τὸ γνωστὸ doctor (διδάκτωρ, διδάσκαλος).

Ὡστόσο, ἡ βασικὴ σημασία τοῦ ρήματος δοκῶ ἦταν «σκέφτομαι, νομίζω, πιστεύω».

Τὸ ἴδιο συνέβη καὶ μὲ τὴν λέξη δόγμα, ἡ ὁποία χρησιμοποιήθηκε στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου μὲ πάμπολλες σημασίες, ὅπως γνώμη, πεποίθηση, φρόνημα, δόξα (ἄποψη), ὅ,τι φαίνεται σὲ κάποιον καλό, ὅ,τι κάποιος θεωρεῖ ἀληθές, ὅ,τι φαίνεται ὀρθὸ κ.ἄ.

Στὸν ἀρχαῖο κόσμο οἱ ἀποφάσεις (κυρίως ἐκεῖνες ποὺ ἀποτελοῦσαν γνῶμες τοῦ συνόλου), τὰ δημόσια ψηφίσματα, οἱ διαταγὲς κ.τ.ὅ. ὀνομάζονταν δόγματα (π.χ. τὰ τῶν Ἀμφικτιόνων δόγματα).

Δόγμα ὀνομάζει καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς τὸ διάταγμα τοῦ Καίσαρος, στὸ ὁποῖο ὑπακούοντες ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ ἐγκυμονοῦσα Μαρία, μετέβησαν στὴν Βηθλεὲμ γιὰ νὰ ἀπογραφοῦν: «Ἐγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐξῆλθε δόγμα παρὰ Καίσαρος Αὐγούστου ἀπογράφεσθαι πᾶσαν τὴν οἰκουμένην» (Λουκ. β΄ 1).

Εἰδικότερα, δόγματα ὀνομάζονταν οἱ ἀποφάσεις τῆς ρωμαϊκῆς συγκλήτου (placitum), ἐνῶ ἐκεῖνες τῆς ἐκκλησίας τοῦ δήμου τῶν Ἀθηνῶν ψηφίσματα.

Στὸν ἀπόστολο Παῦλο συναντοῦμε τὴν λέξη μὲ τὴν σημασία τῶν ἐντολῶν τοῦ ἰουδαϊκοῦ νόμου: «ἐξαλείψας τὸ καθ’ ἡμῶν χειρόγραφον τοῖς δόγμασιν...» (Κολ. β΄ 14).
Ἀκόμη, ἡ λέξη δόγμα ἔλαβε κατὰ καιροὺς καὶ τὶς σημασίες κρίση, ἔννοια, ἀξίωμα, ἀρχή.

Μὲ τὴν τελευταία αὐτὴ σημασία τὴν χρησιμοποιοῦμε καὶ σήμερα, ὅταν ὁμιλοῦμε π.χ. γιὰ ἐπιστημονικό, ἰδεολογικό, στρατηγικὸ δόγμα κ.λπ.

Ἐπίσης, ἀναφερόμενοι στὸ σύνολο τῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν ποὺ διατυπώνονται ἀπὸ πολιτικὸ ἡγέτη ἢ κυβέρνηση καὶ προτείνουν πολιτική, οἰκονομική, στρατιωτικὴ ἢ ἄλλη στρατηγική, ὁμιλοῦμε γιὰ δόγμα (π.χ. δόγμα Τροῦμαν, δόγμα Μονρόε, ἑνιαῖο ἀμυντικὸ δόγμα Ἑλλάδος – Κύπρου κ.ο.κ.).

Ἰδιαίτερη σημασία ἔχει γιὰ μᾶς ἡ λέξη δόγμα ὡς δοξασία καὶ μάλιστα ὡς φιλοσοφικὴ ἢ θρησκευτική.

Στὴν πρώτη περίπτωση ἀναφερόμαστε στὶς θεμελιώδεις ἀρχὲς κάποιου φιλοσοφικοῦ συστήματος (π.χ. τὰ δόγματα τῶν στωϊκῶν).

Στὴν δεύτερη περίπτωση (θρησκευτικὴ) μὲ τὴν λέξη δόγμα ἐννοοῦμε τὶς θεμελιώδεις ἀρχὲς ἑνὸς θρησκεύματος, τὸ σύνολο τῶν βασικῶν πεποιθήσεων μιᾶς θρησκείας ἢ μιᾶς αἱρέσεως ἀκόμη, τὴν διδασκαλία τῶν ἑτεροδόξων κ.τ.ὅ. Ἔτσι, ὁμιλοῦμε γιὰ δόγματα τῶν ἀσεβῶν, γιὰ προτεσταντικό, ἀγγλικανικό, καλβινικὸ δόγμα κ.ο.κ. Ἐξυπακούεται ὅτι οἱ δοξασίες αὐτὲς γιὰ τοὺς ὁπαδούς τους ἔχουν αὐθεντικὸ κῦρος καὶ εἶναι ἀνεπίδεκτες πάσης ἀμφισβητήσεως.

Κάπως ἔτσι φθάνουμε καὶ στὴν σημασία ποὺ ἔχει ἀποκτήσει ἡ λέξη δόγμα καὶ στὴν δική μας (ἐκκλησιαστικὴ) παράδοση, μὲ τὴν διαφορὰ βέβαια ὅτι ἐδῶ δὲν ἔχουμε θρησκευτικὲς δοξασίες, ἀλλὰ ἀποκεκαλυμμένες θεῖες ἀλήθειες, ἀφοῦ ὁ Χριστιανισμὸς δὲν εἶναι ἐν πρώτοις θρησκεία, ἀλλὰ θεία ἀποκάλυψις.
Στὸ ις΄ κεφάλαιο τοῦ βιβλίου τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων (στιχ. 4) διαβάζουμε ὅτι οἱ ἀπόστολοι περιόδευαν τὶς πόλεις καὶ δίδασκαν τοὺς ἀνθρώπους «φυλάσσειν τὰ δόγματα τὰ κεκριμένα ὑπὸ τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν πρεσβυτέρων τῶν ἐν Ἱερουσαλήμ», δηλαδὴ νὰ φυλάττουν τοὺς ὅρους τῆς πίστεως, ποὺ ἔθεσαν οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ πρεσβύτεροι κατὰ τὴν ἀποστολικὴ σύνοδο τῶν Ἱεροσολύμων (περὶ τὸ 49 μ.Χ.).

Τὴν αὐθεντικὴ αὐτὴ περὶ πίστεως διδασκαλία, τὴν θεόσδοτη ἀλήθεια, τῆς ὁποίας τὸ κῦρος εἶναι ἀπόλυτο καὶ ἡ ὁποία δὲν γίνεται προσιτὴ παρὰ μόνον μὲ τὴν ἄδολη καὶ ἀνυπόκριτη πίστη, διατύπωσαν ἀργότερα καὶ οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι στοὺς δικούς τους Ὅρους. Ἔτσι, μποροῦμε καὶ ὁμιλοῦμε γιὰ τριαδικό, χριστολογικό, ἐσχατολογικὸ δόγμα κ.ο.κ.

Στὸ ἑπόμενο ἄρθρο μας θὰ δοῦμε ὅτι ἡ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας δὲν εἶναι δογματισμός, ὅπως κάποιοι ἀδαεῖς πιστεύουν καὶ ἰσχυρίζονται.

Τὰ δόγματα δὲν εἶναι ἀφηρημένες δοξασίες, προϊόντα φιλοσοφικῶν ἀναζητήσεων, ἀλλὰ ἔκφραση τῆς ζωῆς μιᾶς λατρευτικῆς - εὐχαριστιακῆς κοινότητος ποὺ ὀνομάζεται Ἐκκλησία καὶ πορεύεται μέσα στὸν κόσμο καὶ στὴν ἱστορία ἐν Πνεύματι ἁγίῳ.
toula
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 35855
Εγγραφή: Παρ Δεκ 11, 2009 7:29 am
Τοποθεσία: ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ (ΤΟΥΛΑ) - ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ - ΑΘΗΝΑ

Re: Ψυχοφελή μηνύματα...

Δημοσίευση από toula »

π. Δημητρίου Ν. Θεοδωροπούλου

Ἀφοῦ προτιθέμεθα νὰ ἐκθέσουμε στὴν σειρὰ αὐτὴ τῶν ἄρθρων μας τὴν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, λογικὸ εἶναι νὰ ἀρχίσουμε μὲ τὸ τί εἶναι θεολογία.

Δὲν εἶναι ὅμως εὔκολο. Δὲν μποροῦμε νὰ ὁρίσουμε τὴν θεολογία, παρὰ μόνο νὰ τὴν προσεγγίσουμε λεξικολογικά, ἱστορικά, ἐννοιολογικὰ ἴσως. Αὐτὸ καὶ θὰ ἐπιχειρήσουμε σὲ ἁδρὲς γραμμὲς νὰ κάνουμε.

Γνωρίζουμε ὅτι τὸ λεξικὸ ἐπίθημα -λογία τὸ χρησιμοποιοῦμε γιὰ νὰ σχηματίσουμε οὐσιαστικὰ τὰ ὁποῖα δηλώνουν, μεταξὺ ἄλλων, τὴν ἐνασχόληση (ἐπιστημονικὴ κυρίως) μὲ αὐτὸ ποὺ σημαίνει τὸ πρῶτο συνθετικό· π.χ. ἀνθρωπο-λογία (λόγος περὶ ἀνθρώπου), κοσμο-λογία (λόγος περὶ κόσμου), βιο-λογία (λόγος περὶ ἐμβίων) κ.ο.κ.

Ὑπὸ αὐτὴν τὴν ἄποψη, ὁ ὅρος θεο-λογία (θεὸς + λόγος) σημαίνει τὸν περὶ θεοῦ (ἢ θεῶν) λόγον· τὸ νὰ ὁμιλοῦμε δηλαδὴ περὶ θεοῦ (ἢ θεῶν), καθὼς καὶ τὸ νὰ ἐρευνοῦμε τὰ περὶ τὸν θεὸν (ἢ περὶ τοὺς θεούς).

Καὶ ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρξε ποτὲ στὴν ἱστορία ἀνθρώπινη κοινότητα ποὺ νὰ μὴν ἔχει ἀναφορὰ στὸ θεῖο - καθὼς καὶ ὁ σοφὸς Πλούταρχος ἐπιβεβαιώνει, λέγοντας ὅτι βρῆκε στὰ ταξίδια του ἀνὰ τὸν κόσμο πόλεις χωρὶς τείχη, σπίτια, σχολεῖα, θέατρα, γυμναστήρια, βασιλεῖς, νομίσματα κ.λπ., πουθενὰ ὅμως χωρὶς θεοὺς καὶ θυσιαστήρια (βωμούς) - καταλαβαίνει κανεὶς ὅτι ὁ κάθε λαὸς εἶχε τὴν δική του θεολογία, ὅποια ἢ ὅσο ἀνεπτυγμένη κι ἂν ἦταν αὐτή. Ἂν θέλουμε βέβαια νὰ εἴμαστε ἀκριβεῖς, αὐτὸ δὲν ἦταν θεολογία, ἀλλὰ μυθολογία περισσότερο.

Διότι στοὺς πρὸ Χριστοῦ αἰῶνες οὐδεὶς λαὸς ἐγνώριζε τὸν ἀληθινὸ Θεό. Σχέση μαζί του εἶχαν μόνον οἱ Ἑβραῖοι. Καὶ γιὰ τοὺς Ἑβραίους δὲν εἶχε τόση σημασία ὁ λόγος περὶ Θεοῦ (θεολογία), ἀλλὰ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ (ἀποκάλυψις).

Στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα μνεία τοῦ ὅρου θεολογία κάνει πρῶτος ὁ Πλάτων. Ὡς θεολόγοι θεωροῦνταν οἱ ποιητές. Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι τὸ σκηνικὸ μηχάνημα διὰ τοῦ ὁποίου ἐμφανιζόταν στὸ ἀρχαῖο θέατρο ὁ «ἀπὸ μηχανῆς θεὸς» (τὴν ἔκφραση χρησιμοποιοῦμε μέχρι σήμερα), τὸ ὀνόμαζαν «θεολογεῖον». Προφητικό! Ὁ Θεὸς ἄνωθεν ἔρχεται καὶ μιλάει στοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὸς δίνει τὴν λύση τῆς τραγωδίας. Ὁ ἄνθρωπος μόνος του δὲν μπορεῖ. Τὸ εἶπε καὶ ὁ σοφὸς Σωκράτης.
Ἐπίσης, οἱ ἀρχαῖοι ὀνόμαζαν θεολόγους καὶ τοὺς ἑρμηνευτὲς τῶν μύθων, ἐπειδὴ ταύτιζαν κατὰ κάποιον τρόπο τὴν θεολογία μὲ τὴν μυθολογία. Αὐτὸ τὸ κρατᾶμε. Ἀληθινοὶ θεολόγοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἑρμηνεύουν τὰ ἱερὰ κείμενα καὶ τὶς παραδόσεις, καὶ ὄχι αὐτοὶ ποὺ τὶς ἀναπαράγουν ἁπλῶς καὶ τὶς ἐκθέτουν σὰν μουσειακὸ ὑλικό. Ἑρμηνεύω δὲ σημαίνει ἀναδεικνύω τὴν σημασία καὶ ἀξία ποὺ ἔχει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ στὸν σύγχρονο κόσμο, τὴν ζωὴ τοῦ σήμερα. Ἀλλιῶς, εἶναι νεκρὸ γράμμα.

Μένοντας στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, ἀξίζει νὰ μνημονεύσουμε τὴν ἀξία ποὺ δίνει ὁ Ἀριστοτέλης στὴν θεολογία, τὸ βέλτιστον γένος τῆς «θεωρητικῆς ἐπιστήμης», διότι ἀσχολεῖται, ὅπως λέει, μὲ τὸ τιμιώτερον τὸν ὄντων (τὸν Θεόν): «περὶ τὸ τιμιώτατον γάρ ἐστι τῶν ὄντων» (Μετὰ τὰ Φυσικά, Κ7, 1064b).

Θέτει δηλαδὴ τὴν θεολογία στὴν κορυφὴ τῆς πυραμίδος. Ἐμεῖς σήμερα ποῦ τὴν ἔχουμε; Μὲ τί βαθμὸ περνᾶ κανεὶς στὴν Θεολογικὴ Σχολή; Μὲ πολὺ χαμηλὸ βαθμό. Γιατί; Διότι ἡ θεολογία δὲν ...τρώγεται! στὴν χρησιμοθηρικὴ ἐποχή μας δὲν ἔχει καμμία ἀξία. Αὐτὸ καὶ μόνο φανερώνει τὴν πνευματική μας ὑποστάθμη καὶ ποῖοι εἴμαστε ἐν σχέσει πρὸς τοὺς ἀρχαίους προγόνους μας (εἰδωλολάτρας ὄντας)· Ἡ τιμιωτέρα τῶν ἐπιστημῶν στὴν κορυφὴ μιᾶς ἀνεστραμμένης πυραμίδος (ἐμεῖς τὴν ἀναστρέψαμε)!

Κατὰ τοὺς ἑλληνιστικοὺς χρόνους ἡ θεολογία ἄρχισε νὰ ταυτίζεται μὲ τὴν θρησκευτικὴ πίστη καὶ πράξη.

Ἀργότερα, ὅταν οἱ Ρωμαῖοι αὐτοκράτορες ἄρχισαν νὰ προσκυνοῦνται ὡς θεοί, ἡ θεολογία συνδέθηκε καὶ μὲ αὐτὴν ἀκόμη τὴν πρακτικὴ (ἀποθέωσις τοῦ βασιλέως).

Αὐτὸ ἔκανε τοὺς Χριστιανοὺς νὰ εἶναι πολὺ ἐπιφυλακτικοὶ ἀπέναντι στὸν ὅρο θεολογία, πιὸ ἐπιφυλακτικοὶ ἀπ’ ὅτι καὶ ἀπέναντι στὸν ὅρο φιλοσοφία· καὶ οἱ δύο παρέπεμπαν στὴν εἰδωλολατρία.

Πιὸ διστακτικὴ στάθηκε ἡ Δύση. Πρῶτος τόλμησε νὰ ὀνομάσει ἐκεῖ τὴν θεολογία «ἐπιστήμη τοῦ Θεοῦ» ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος. Ἀργότερα βέβαια ἡ «ἱερὰ ἐπιστήμη» θὰ εἰσαχθεῖ ἀκόμη καὶ στὰ Πανεπιστήμια ὡς ἰδιαίτερος κλάδος σπουδῶν (facultas theologia).
Πολλὲς φορὲς ἡ θεολογία σήμαινε ἀκόμη καὶ τὴν ὑμνολογία.

Ἄλλοι λέγοντας θεολογία ἐννοοῦσαν (καὶ σήμερα ἐννοοῦν) ἕνα σύστημα χριστιανικῶν ἀληθειῶν.

Κυρίως ὅμως ἡ θεολογία σήμαινε τὴν περὶ Θεοῦ γνώση, τὴν προσπάθεια νὰ περιγραφεῖ ἡ θεότης καὶ οἱ σχέσεις τῶν τριῶν θείων προσώπων (τριαδολογία), τὴν ἐνασχόληση μὲ τὶς ἔννοιες πρόσωπον, οὐσία, ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας πάσχιζαν νὰ διακρίνεται ἡ χριστιανικὴ θεολογία ἀπὸ τὴν ἐθνικὴ (εἰδωλολατρική). Εἶναι ἡ «ἀληθὴς θεολογία», ἡ «ὄντως φιλοσοφία». Ἔχει τὶς ρίζες της στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ὁ Μωϋσῆς καὶ οἱ Προφῆτες εἶναι οἱ μεγάλοι θεολόγοι τῶν παλαιῶν χρόνων .

Στὴν ἀνάπτυξή της ἡ θεολογία χρησιμοποίησε, ὡς γνωστόν, τὰ στοιχεῖα τοῦ ἑλληνικοῦ (ἑλληνιστικοῦ γιὰ τὴν ἀκρίβεια) πολιτισμοῦ καὶ κυρίως τὴν γλῶσσα καὶ τὴν φιλοσοφία (φιλοσοφικοὺς ὅρους). Διότι ὁ Χριστιανισμὸς γεννήθηκε καὶ ἀναπτύχθηκε μέσα σὲ περιβάλλον πολιτισμικὰ ἑλληνιστικό.

Οἱ θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας πῆραν ἀπὸ τὴν φιλοσοφία ὅ,τι πολυτιμότερο αὐτὴ εἶχε, προσέχοντας συγχρόνως νὰ μὴ πλανηθοῦν ἀπὸ τὶς ἰδέες της. Διότι ἡ φιλοσοφία ἀσκοῦσε μεγάλη γοητεία πάνω τους καὶ κάποιοι ἔστω καὶ προσκαίρως πλανήθηκαν· οἱ δὲ αἱρετικοὶ δὲν ἐπέστρεψαν ποτέ.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ ποῦμε ὅτι ἐν Χριστῷ μποροῦμε νὰ φιλοσοφοῦμε· καὶ θὰ πρέπει νὰ ἔχουμε φιλόσοφον νοῦν. Ὅμως ἡ ἐν Χριστῷ φιλοσοφία δὲν εἶναι πιθανολογία. Ἐμεῖς γνωρίζουμε, δὲν ψάχνουμε νὰ βροῦμε, δὲν ξεκινοῦμε ἀπροϋπόθετα, δὲν ὑποθέτουμε, δὲν στοχαζόμαστε, δὲν χτίζουμε νέους οὐρανοὺς γιὰ νὰ χανόμαστε μετὰ στὴν ἀπεραντοσύνη τους, ἔχουμε τὴν ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια. Ἐπ’ αὐτῆς φιλοσοφοῦμε· ἐν τέλει θεολογοῦμε.

Διότι ἡ φιλοσοφία πιθανολογεῖ, ἡ θεολογία βεβαιώνει.

Θὰ τελειώσουμε μὲ τὴν θεόσοφη φράση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ποὺ διακρίνει ἀνάμεσα στὸ νὰ μιλᾶς γιὰ τὸν Θεὸ καὶ νὰ συναναστρέφεσαι (νὰ ἔχεις σχέση μὲ) τὸν Θεό. «Περὶ Θεοῦ γάρ τι λέγειν καὶ Θεῷ συντυγχάνειν οὐχὶ ταὐτόν» (Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, λόγος 1, 3, 42, Ε.Π.Ε., τ. 2, σ. 200).
Ἄλλο νὰ μιλᾶς γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ἄλλο νὰ ἔχεις τὴν ἐμπειρία τῆς σχέσεως.

Ἄλλο νὰ μιλᾶς γιὰ τὸν ἔρωτα καὶ ἄλλο νὰ εἶσαι ἐρωτευμένος.

Ἤ, γιὰ νὰ ποῦμε ἕνα ἄλλο παράδειγμα· Φανταστεῖτε κάποιον νὰ μιλάει διαρκῶς γιὰ τὸ μέλι, τὶς ποικιλίες του, τὴν θρεπτική του ἀξία κ.λπ., καὶ νὰ μὴν ἔχει δοκιμάσει ποτὲ μέλι. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, σκεφτεῖτε μιὰ γιαγιούλα ἀγράμματη ποὺ δὲν ξέρει νὰ ἀρθρώσει λέξη. Ἂν τὴν ρωτήσεις τί εἶναι τὸ μέλι, θὰ σοῦ πεῖ· ἔλα, παιδάκι μου, νὰ σοῦ δώσω μιὰ κουταλιὰ νὰ δοκιμάσεις. Ἔχει τὴν ἐμπειρία, καὶ αὐτὸ εἶναι καλύτερο, ἀσφαλέστερο. Δὲν θὰ ἦταν ὅμως ἀκόμη καλύτερο τὸ νὰ ἔχει κάποιος καὶ τὴν ἐμπειρία καὶ θὰ ξέρει νὰ μιλάει καὶ νὰ ἐξηγεῖ;

Προηγεῖται λοιπὸν τὸ νὰ ἔχεις σχέση μὲ τὸν Θεό. Ἡ πνευματικὴ ἐμπειρία σὲ κάνει ἀσφαλῶς θεολόγο. Μπορεῖ νὰ σὲ φθάσει καὶ στὴν θεοπτία (νὰ ὁρᾶς τὸν Θεό).

Καλὸ ὅμως εἶναι καὶ τὸ νὰ μιλᾶς γιὰ τὸν Θεό, νὰ ξέρεις νὰ μιλᾶς. Ἄλλωστε, δὲν γίνεται νὰ ἔχεις σχέση μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ μὴ θέλεις αὐτὸ νὰ τὸ διαλαλεῖς.

Γι’ αὐτό, πιστεύω, θὰ πρέπει διαρκῶς νὰ καταρτιζόμαστε θεολογικά, νὰ μεταλαμβάνουμε τοῦ πλούτου τῆς θεολογικῆς μας παραδόσεως, νὰ ἐντρυφοῦμε στὴν σοφία τῶν θείων Πατέρων, νὰ γινόμαστε θεολόγοι.

Διότι ἡ θεολογία δὲν εἶναι μόνον γιὰ τοὺς θεολόγους.
toula
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 35855
Εγγραφή: Παρ Δεκ 11, 2009 7:29 am
Τοποθεσία: ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ (ΤΟΥΛΑ) - ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ - ΑΘΗΝΑ

Re: Ψυχοφελή μηνύματα...

Δημοσίευση από toula »

π. Δημητρίου Ν. Θεοδωροπούλου

Ἀφήσαμε τοὺς Μεγάλους Ἕλληνες Καππαδόκες Πατέρες πάνω ἀπὸ τὸ χειρουργικό τους τραπέζι νὰ ἔχουν μόλις τολμήσει τὴν μεγαλύτερη τομὴ στὴν ἱστορία τῆς φιλοσοφίας, τὴν διάκριση τῶν ὅρων οὐσία καὶ ὑπόστασις· τοὺς ὁποίους καὶ ταύτισαν στὴν συνέχεια μὲ τοὺς ἀντίστοιχους φύσις καὶ πρόσωπον. Εἶναι τομὴ καὶ μετάπλαση τῆς φιλοσοφικῆς γλώσσας αὐτὴ λαμπρὰ καὶ μεγαλειώδης. Εἶναι σταθμὸς καὶ ὁρόσημο στὴν πορεία τῆς ἀριστοτεχνικῆς σύνθεσης Ἑλληνισμοῦ καὶ Χριστιανισμοῦ.

Μὲ τὴν τολμηρὴ ἐπέμβασή τους οἱ θεόσοφοι Καππαδόκες ἐμφύτευσαν ἄκρως ἐπιδέξια στὸν ὅρο πρόσωπον τὴν ἔννοια τῆς ὑποστάσεως. Τοῦ προσέδωσαν ὀντολογικό περιεχόμενο, ὥστε στὸ ἑξῆς νὰ μὴν ὑπάρχει κίνδυνος νὰ νοηθεῖ τὸ πρόσωπον ὡς προσωπεῖον. Πρόσωπον καὶ ὑπόστασις δηλώνουν πλέον τὸ ὄν, τὴν ὕπαρξη, τὴν ὀντότητα· ὄχι βέβαια μὲ τὴν ἔννοια τῆς οὐσίας, τοῦ τί εἶναι, ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια τοῦ πῶς εἶναι, τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖον ὑπάρχει.

Ἔτσι, ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα δὲν κινδυνεύουν πλέον νὰ νοηθοῦν ὡς ρόλοι καὶ προσωπεῖα, ὅπως ἤθελε ὁ Σαβέλλιος. Νοοῦνται ὡς τρεῖς ξεχωριστὲς ὑποστάσεις, ἄλλος καὶ ἄλλος καὶ ἄλλος (ἐγώ, ἐσύ, αὐτός).

Ἡ τόλμη τῶν Καππαδοκῶν ἔδωσε φτερὰ στὴν θεολογία. Τῆς προσέφερε τὰ ἐργαλεῖα (ὅροι) νὰ διατυπώσει μὲ ἀπόλυτη ἀκρίβεια τὰ θεμελιώδη δόγματα τῆς Πίστεως.

Αὐτοὺς τοὺς ὅρους θὰ ἀρχίσουμε καὶ ἐμεῖς ἀπὸ σήμερα νὰ ἐξετάζουμε. Καὶ θὰ τὸ κάνουμε μὲ μεγάλη προσοχὴ καὶ εὐλάβεια, ἐνδελεχῶς καὶ πολυφροντίστως· ξεκινῶντας ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ περίβλημα τῶν λέξεων καὶ προχωρῶντας σταδιακὰ στὸν ἐσωτερικό τους κόσμο.

Διότι, ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ Ἀντισθένης (ἱδρυτὴς τῆς Σχολῆς τῶν Κυνικῶν Φιλοσόφων, 5ος π.Χ. αἰ.), «ἀρχὴ σοφίας ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις»· γιὰ νὰ γίνει κανεὶς σοφὸς θὰ πρέπει νὰ ξεκινήσει ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψιν τῶν ὀνομάτων, δηλαδὴ τῶν λέξεων. Ἐπίσκεψις ἐδῶ εἶναι ἡ ἐξέτασις, ἡ παρατήρησις, ἡ ἐξιχνίασις, ἡ βαθύτερη μελέτη καὶ ἔρευνα, ὄχι ἡ ἁπλὴ ἐτυμολογία. Ἐπισκέπτομαι (ἐπὶ + σκέπτομαι) σημαίνει σκέπτομαι πάνω σὲ κάτι. Τὸ σκέπτομαι στὴν ἀρχαία γλῶσσα σήμαινε παρατηρῶ καλά, μὲ προσοχή, μὲ τὸν νοῦ, συλλογίζομαι, ἐξετάζω, ἐρευνῶ, κρίνω, στοχάζομαι.
Ὅταν ἐπισκέπτεται κανεὶς αὐτὴν τὴν θεία γλῶσσα, τοῦ ἀποκαλύπτει τὸ μεγαλεῖο της, τὸν ἐσωτερικό της πλοῦτο.

Γι’ αὐτό, ἂς ἀνοίγουμε καὶ κανένα Λεξικὸ κάπου-κάπου! Ὁ Ἀδαμάντιος Κοραῆς ἔλεγε: «Τὸ πρῶτον βιβλίον παντὸς Ἕλληνος εἶναι τὸ Λεξικὸν τῆς γλώσσης του».

Δὲν θὰ ἀρκεστοῦμε λοιπὸν σὲ ἁπλὲς λεξικολογικὲς ἀναφορές. Δὲν μᾶς ἀρκεῖ ἡ παρατήρηση τοῦ φλοιοῦ μόνο τῶν λέξεων. Θέλουμε νὰ τὸν διαπεράσουμε γιὰ νὰ φθάσουμε στὸν πυρῆνα τους, ἐκεῖ ὅπου πραγματοποιήθηκε ἡ συνάντησή τους μὲ τὴν θεολογία. Ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνει αὐτό, θὰ πρέπει νὰ διαπεράσουμε καὶ ἕνα δεύτερο στρῶμα, ποὺ εἶναι ἡ φιλοσοφία. Διότι πρῶτα συναντήθηκαν καὶ ζυμώθηκαν μὲ τὴν φιλοσοφία οἱ ὅροι αὐτοὶ καὶ κατόπιν ἡ μεταπλαστικὴ δύναμη τῆς θεολογίας τοὺς ἐμπλούτισε μὲ τοὺς χυμοὺς τῆς σωτηριώδους ἀλήθειας. Περιλαμβάνει τρία στάδια λοιπὸν ἡ προσέγγισή μας: σημασιολογικὴ ἐξέλιξη τῶν ὅρων - χρήση τους στὴν φιλοσοφία - θέση τους στὴν θεολογία.

Ὁ ὅρος οὐσία

Θὰ ξεκινήσουμε μὲ τὸν πιὸ ἱστορικὸ ἀπ’ ὅλους αὐτοὺς τοὺς ὅρους, τὴν οὐσία.

Ἡ λέξη οὐσία, ποὺ στὴν ἰωνικὴ διάλεκτο ἦταν οὐσίη καὶ στὴν δωρικὴ ἐσσία (τύπος ποὺ μοιάζει πολὺ μὲ τὸ essentia, τὴν οὐσία στὰ Λατινικά), ἔχει πλούσια καὶ πολύπλευρη σημασιολογικὴ διαδρομή.

Ἡ οὐσία ὡς περιουσία

Ἀρχικὰ ἡ λέξη σήμαινε αὐτὸ ποὺ σήμερα ὀνομάζουμε περιουσία. Ἄλλωστε, ἡ περιουσία περιέχει τὴν οὐσία ὡς δεύτερο συνθετικό της (περὶ + οὐσία) καὶ σημαίνει στὴν κυριολεξία αὐτὰ ποὺ ὑπάρχουν γύρω ἀπὸ κάποιον, τὰ ὑπάρχοντά του. Περιουσία δηλαδὴ εἶναι αὐτὰ ποὺ ἔχει κανεὶς γύρω του, τὸ ἔχει του, ὁ βιός του, ὅ,τι τοῦ ἀνήκει, τὸ δικό του, ἡ ἰδιοκτησία του.

Στὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου ὁ μικρότερος γυιὸς (ὁ ἄσωτος) λέει στὸν πατέρα: «πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας»· πατέρα, δός μου τὸ μερίδιο τῆς περιουσίας ποὺ μοῦ ἀναλογεῖ. Καὶ ὁ πατέρας «διῆλεν αὐτοῖς τὸν βίον»· τοὺς μοίρασε τὴν περιουσία. Ὁ ἑπόμενος στίχος μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὁ ἄσωτος «διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως», σκόρπισε δηλαδὴ τὴν περιουσία του κάνοντας ἄσωτη ζωὴ (Λουκ. ιε΄ 12-13). Ἐδῶ ἡ λέξη οὐσία (περιουσία) καὶ ἡ λέξη βίος (βιὸς) χρησιμοποιοῦνται μὲ τὴν ἴδια ἀκριβῶς σημασία.



Ἀξίζει νὰ σημειώσουμε καὶ γιὰ τὴν λέξη «πλούσιος», ὅτι προέρχεται ἀπὸ τὸ «πολυούσιος». Πολυούσιος εἶναι ὁ πολὺ πλούσιος, αὐτὸς ποὺ ἔχει «πολλὴν οὐσίαν», δηλαδὴ μεγάλη περιουσία.
Τὴν σημασία αὐτὴ (τῆς περιουσίας) ἡ λέξη κράτησε μέχρι τὸν Μεσαίωνα.

Παρήχθη δὲ ἡ οὐσία, ὅπως ἤδη ἔχουμε πεῖ σὲ προηγούμενο ἄρθρο μας, ἀπὸ τὴν μετοχὴ οὖσα τοῦ ρήματος εἰμί, τὸ ὁποῖο σημαίνει εἶμαι, ὑπάρχω. Ὤν, οὖσα, ὂν (μετοχὴ ἐνεστῶτος τοῦ ρήματος εἰμὶ) εἶναι αὐτός, αὐτή, αὐτὸ ποὺ ὑπάρχει, ποὺ εἶναι.

Θέλετε νὰ δεῖτε τὴν ἀκριβῆ διαδικασία αὐτῆς τῆς παραγωγῆς; Στὸ θέμα οντ- (ὤν, ὄντος) προσετέθη τὸ ἐπίθημα -ya. Ἔτσι σχηματίσθηκε τὸ ὄντya, ποὺ στὴν συνέχεια ἔγινε ὄνσα, ἕπειτα οὖσα καὶ μὲ τὴν προσθήκη τοῦ -ια οὐσία.

Ἀπὸ ἐδῶ ἴσως μποροῦμε νὰ καταλάβουμε καὶ τὸ πῶς ἔλαβε ἡ λέξη τὴν σημασία τῆς περιουσίας. Οὐσία εἶναι αὐτὸ ποὺ ὑπάρχει. Τὰ ὑπάρχοντα πάλι (αὐτὰ ποὺ ὑπάρχουν) εἶναι ἡ περιουσία. Εὔλογο λοιπὸν ἡ οὐσία νὰ σημαίνει τὴν περιουσία.

Ὅλα μὲ θαυμαστὸ τρόπο συνδέονται σ’ αὐτὴν τὴν ὑπέροχη γλῶσσα. Γι’ αὐτὸ καὶ τὰ ἀναφέρουμε. Προσπαθοῦμε νὰ προσεγγίσουμε τὴν οὐσία ἀπὸ κάθε πλευρά. Κάθε πλευρὰ τοῦ ὅρου μᾶς εἶναι χρήσιμη. Στὰ σημαντικὰ τίποτε δὲν εἶναι ἀσήμαντο.

Ἄλλες σημασίες

Ἡ οὐσία ἔχει, ὅπως εἴπαμε, πλούσια σημασιολογικὴ διαδρομή.

Οἱ ἀρχαῖοι τὴν χρησιμοποιοῦσαν παντοῦ, ἀπὸ τὸ ἐννοιολογικῶς βαθὺ μέχρι τὸ ρηχὸ καὶ εὐτελές, ὅπως ἡ «κυνοκεφάλου οὐσία» ἢ «κυνὸς οὐσία», ποὺ εἶναι ἡ κόπρος, οἱ ἀκαθαρσίες τοῦ σκύλου γιὰ τὴν ἀκρίβεια.

Κάποιες φορὲς ἡ λέξη σήμαινε τὴν κατάσταση στὴν ὁποία εἶχε περιέλθει κάποιος, τὶς συνθῆκες τοῦ βίου του.



Στὰ μαθηματικὰ προσδιόριζε ἀφηρημένες ἔννοιες, ὅπως εἶναι ἡ μονάδα καὶ ἡ στιγμή. «Μονὰς οὐσία ἄθετος, στιγμὴ δὲ οὐσία θετός», ἔλεγε ὁ Ἀριστοτέλης. Ἀπὸ τοὺς Πυθαγορείους εἶχε ἀρχίσει νὰ παίρνει τέτοια σημασία ἡ λέξη. Οὐσία ἦταν τὸ ὄνομα τῆς μονάδος, γιὰ τὸν Πυθαγόρα. Φυσικὰ χρησιμοποιοῦνταν καὶ σὲ ἄλλες παρεμφερεῖς ἐπιστῆμες.
Μέχρι καὶ στὴν μαγεία χρησιμοποιήθηκε (καὶ χρησιμοποιεῖται μέχρι σήμερα) ἡ λέξη γιὰ νὰ δηλώσει τὸ ὑλικὸ ἀντικείμενο μέσῳ τοῦ ὁποίου γίνεται ἡ σύνδεση τοῦ ὑπερφυσικοῦ μέσου μὲ τὸ πρόσωπο γιὰ τὸ ὁποῖο ζητεῖται νὰ ἐνεργήσει τὸ μέσον αὐτὸ (ὁ δαίμονας ἐν τέλει· ἂν δὲν πρόκειται γιὰ ἀπάτη). Γι’ αὐτὸ καὶ ζητοῦν οἱ μάγοι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ προσφεύγουν στὴν τέχνη τους, κάτι ἀπὸ τὰ προσωπικὰ ἀντικείμενα τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν ὁποῖον πρόκειται νὰ κατευθυνθεῖ ἡ μαγική δύναμη, π.χ. μιὰ τρίχα ἀπὸ τὰ μαλλιά του, ἢ ἕνα προσωπικό του ἀντικείμενο. Θὰ χρησιμεύσει ὡς ὁρατὸ σημεῖο σύνδεσης αὐτό Καὶ τὸ ὀνομάζουν οὐσία. Ἴσως μὲ αὐτὴν τὴν συγκεκριμένη σημασία τῆς λέξεως νὰ συνδέονται καὶ οἱ ἐκφράσεις «καλούπι ἀπὸ τάφο» καὶ «ἀκαθαρσία ἀπό τάφο». Διότι οἱ μάγοι πολὺ τὸ εὐχαριστιοῦνται νὰ ζητοῦν γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸν ὕλη ἀπὸ ταφικὰ μνημεῖα, ὅπως χῶμα, γιὰ παράδειγμα, ἢ κάτι ἄλλο. Πολλῷ δὲ μᾶλλον ἀρέσκονται στὶς ἀκαθαρσίες!

***

Εἶναι ἀμέτρητες οἱ σημασίες ποὺ ἔχει προσλάβει ἡ ὁ ὅρος οὐσία στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων, καθὼς καὶ οἱ λέξεις ἢ οἱ ἐκφράσεις ποὺ ἔχουν σχηματισθεῖ στὴν βάση τοῦ ὅρου αὐτοῦ.

Εἴδαμε κάποιες. Ὑπάρχουν πολλὲς ἀκόμη. Θὰ ἔχουμε τὴν εὐκαιρία νὰ τὶς δοῦμε στὸ ἑπόμενο ἄρθρο μας.
toula
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 35855
Εγγραφή: Παρ Δεκ 11, 2009 7:29 am
Τοποθεσία: ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ (ΤΟΥΛΑ) - ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ - ΑΘΗΝΑ

Re: Ψυχοφελή μηνύματα...

Δημοσίευση από toula »

Εἴδαμε ὅτι στὸ περὶ Θεοῦ ἐρώτημα ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπαντᾶ:

Ὅτι εἶναι ὁ Θεὸς (ὑπάρχει).

Ὅτι δὲν γνωρίζουμε τί εἶναι ὁ Θεὸς (τὴν οὐσία του).

Ὅτι γνωρίζουμε πῶς εἶναι ὁ Θεὸς (τὸν τρόπο ὑπάρξεώς του).

Τὰ δύο τελευταῖα, τὸ τί εἶναι καὶ πῶς εἶναι, ἀντιστοιχοῦν, ὅπως ἤδη ἔχει λεχθεῖ, στὶς ἔννοιες οὐσία καὶ ὑπόστασις.

Οἱ δύο αὐτοὶ ὅροι ταυτίζονταν μέχρι τὴν ἐποχὴ τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ Λατινικὸς ὅρος substantia.

Substantia - οὐσία - ὑπόστασις χρησιμοποιοῦνταν στὴν φιλοσοφία μὲ τὴν ἴδια ἀκριβῶς σημασία.

Ἕνας ἄλλος ὅρος ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει πολὺ ἐδῶ, ὁ ὅρος πρόσωπον, χρησιμοποιοῦνταν ἐπίσης τὴν ἐποχὴ ἐκείνη μὲ διαφορετικὴ σημασία ἀπ’ ὅ,τι μετὰ τοὺς Καππαδόκες. Τοῦ προσέδιδαν περισσότερο τὴν ἔννοια τοῦ προσωπείου, δηλαδὴ τῆς προσωπίδος, τῆς μάσκας ποὺ φοροῦσαν οἱ ἠθοποιοὶ τοῦ ἀρχαίου θεάτρου.

Ὑπὸ αὐτὴν τὴν ἔννοια τὸν χρησιμοποίησε καὶ ὁ Σαβέλλιος στὶς ἀρχὲς τοῦ Γ΄ αἰ. γιὰ νὰ ἑρμηνεύσει τὴν τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ.

Θέλοντας νὰ διαφυλάξει τὴν ἀλήθεια ὅτι ἕνας εἶναι ὁ Θεὸς καὶ ὄχι πολλοί, ὑποστήριξε ὅτι τὰ ὀνόματα Πατήρ, Υἱὸς καὶ ἅγιον Πνεῦμα δὲν δηλώνουν τρεῖς ξεχωριστὲς ὑποστάσεις (ὀντότητες), ἀλλὰ τρεῖς διαφορετικοὺς τρόπους φανερώσεως τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο, τρεῖς ρόλους, τρία προσωπεῖα ἐν τέλει. Ὁ ἕνας καὶ μοναδικὸς Θεὸς ἐμφανίζεται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὡς Πατήρ, στὰ χρόνια τῆς Καινῆς Διαθήκης ὡς Υἱὸς καὶ μετέπειτα ὡς ἅγιον Πνεῦμα. Κάθε φορὰ δηλαδὴ φοράει καὶ διαφορετικὸ προσωπεῖο.
Στὴν διδασκαλία αὐτὴ ἀπηχοῦνται οἱ Ἀριστοτελικὲς ἀντιλήψεις περὶ «πρώτης οὐσίας» καὶ οἱ Νεοπλατωνικὲς περὶ «Ἀπολύτου Ἑνός», «Ἀπολύτου Μονάδος». Γιὰ τὸν Σαβέλλιο ὁ Θεὸς εἶναι τὸ «Ἀπόλυτο Ἕν», ἡ «Ἀπόλυτη Μονὰς» ποὺ πλατύνεται καὶ παίρνει μορφές, ποὺ ξεδιπλώνει τὴν δύναμή της στὴν δημιουργία μέσα ἀπὸ ἐνδιάμεσους σταθμούς, ὅπως λέει καὶ ὁ πολὺς Πλωτῖνος στὶς περίφημες Ἐννεάδες του.

Γενικώτερα, στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα κοινὴ βάση ὅλων τῶν φιλοσόφων ἀποτελοῦσαν οἱ μονοθεϊστικὲς ἀντιλήψεις. Ἦταν αὐστηρὰ μονοθεϊστὲς οἱ ἀρχαῖοι. Ἡ πολυθεΐα, μὴ νομίζετε, ἦταν γιὰ τοὺς πολλούς, τὸν πολὺ κόσμο, τὸ χαμηλὸ (λαϊκὸ) θρησκευτικὸ ὑπόστρωμα. Ἡ φιλοσοφικὴ θρησκεία ἦταν ἐξόχως μονοθεϊστική.

Ὁ Σαβέλλιος λοιπὸν μετέφερε αὐτὲς τὶς ἰδέες στὴν θεολογία. Προσπάθησε νὰ τὶς ἐγκεντρίσει (μπολιάσει) σ’ αὐτήν, ὅμως τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα τὶς ἀπέρριψε. Δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ δεχθεῖ τὸν Θεὸ ὡς ἀφηρημένη φιλοσοφική ἰδέα· ἢ νὰ τὸν περιορίσει στὴν ἀπρόσωπη θεία οὐσία. Τὸ ὄνομα Πατὴρ δὲν μποροῦσε νὰ ταυτισθεῖ μὲ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ὅπως πίστευε ὁ Σαβέλλιος, οὔτε τὰ ὀνόματα Υἱὸς καὶ ἅγιον Πνεῦμα ἦταν δυνατὸν νὰ δηλώνουν τρόπους ἐκφάνσεως τῆς οὐσίας αὐτῆς στὸν κόσμο.

Ἐὰν ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας, τότε δὲν εἶναι πρόσωπον.

Ἡ διδασκαλία τοῦ Σαβελλίου δὲν ἀνταποκρίνεται στὴν βιωματικὴ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἑρμηνεύσει. Γι’ αὐτὸ καὶ καταδικάστηκε. Ἡ αἵρεση ἔμεινε γνωστὴ ὡς Σαβελλιανισμός.

Ὁ Σαβελλιανισμός βρῆκε πρόσφορο ἔδαφος στὴν Δύση περισσότερο καὶ ἰδιαίτερα στὴν Ρώμη, ὅπου καὶ ἔδρασε κατὰ κύριον λόγο ὁ ἱδρυτής της.

Ἔτσι, ὅταν οἱ Ἑλληνόφωνοι Χριστιανοὶ τῆς Ἀνατολῆς, ἦλθαν σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴν περίφημη φράση τοῦ Τερτυλλιανοῦ «una substantia, tres personae» (μία ὑπόσταση, τρία πρόσωπα), ἐξέφρασαν ἔντονο προβληματισμὸ καὶ ἐπιφυλακτικότητα ἕως καχυποψίας. Φοβήθηκαν μήπως ἡ φράση «tres personae» (τρία πρόσωπα) ὑπέκρυπτε Σαβελλιανιστικὲς δοξασίες, μήπως δηλαδὴ κάτω ἀπὸ τὰ πρόσωπα (personae) κρύβονταν καὶ πάλι προσωπεῖα. Διότι ἡ Δύση εἶχε πάντα μία τάση διολισθήσεως πρὸς τὸν Σαβελλιανισμὸ καὶ πολλάκις εἶχαν ἐκδηλωθεῖ στοὺς κόλπους της συμπτώματα κρυπτοσαβελλιανισμοῦ.
Σκέφτηκαν λοιπὸν πρὸς στιγμὴν οἱ Χριστιανοὶ τῆς Ἀνατολῆς νὰ ἀντικαταστήσουν τὸ personae (πληθυντικὸς τοῦ persona) μὲ τὸ ὑποστάσεις (πληθυντικὸς τοῦ ὑπόστασις), καθὼς ὁ ὅρος ὑπόστασις εἶχε ἤδη ἀρχίσει ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ὠριγένους (ἀρχὲς Γ΄ αἰ.) νὰ χρησιμοποιεῖται δειλὰ-δειλὰ ἀντὶ τοῦ ὅρου πρόσωπον.

Ἂν ὅμως ἔκαναν κάτι τέτοιο, μοιραῖα θὰ κατέληγαν σὲ λογικὴ ἀσυνέπεια καὶ ταυτολογία, τόσο γιὰ τὰ δεδομένα τῆς φιλοσοφίας, ὅσο καὶ γιὰ ἐκεῖνα τῆς γλώσσας (Ἑλληνικῆς καὶ Λατινικῆς).

Ἐφόσον οἱ ὅροι οὐσία καὶ ὑπόστασις ταυτίζονταν ἀκόμη στὴν σκέψη τῶν περισσοτέρων, γιὰ τοὺς Ἑλληνόφωνους ἡ ἔκφραση «μία οὐσία, τρεῖς ὑποστάσεις» θὰ ἰσοδυναμοῦσε μὲ τὸ ἀνορθολογικὸ καὶ ἄτοπο: «μία οὐσία, τρεῖς οὐσίες»· ἢ «μία ὑπόστασις, τρεῖς ὑποστάσεις».

Οἱ δὲ Λατινόφωνοι θὰ ἔπρεπε νὰ δεχθοῦν μεταφρασμένο στὴν γλῶσσα τους τὸ καθ’ ὅλα ὅμοιο κατὰ τὴν ταυτολογία καὶ τὴν λογικὴ ἀσυνέπεια: «una sumbstantia, tres sumbstantiae».

Τὸ ἀδιέξοδο ἦταν προφανές. Καὶ δὲν ἔφταιγε ἡ γλῶσσα. Ἔπρεπε νὰ διακριθοῦν οἱ ὅροι. Νὰ δοθεῖ στὸν ἕναν ἀπὸ τοὺς δύο διαφορετικὸ ἐννοιολογικὸ περιεχόμενο ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ εἶχε καθιερώσει ἕως τότε ἡ φιλοσοφία. Νὰ λάβει ὁ ὅρος αὐτὸς καινούργιο ρόλο, νὰ ταυτισθεῖ μὲ κάτι ἄλλο, νὰ ἐξυπηρετήσει ἄλλον σκοπὸ. Καὶ ἔπρεπε νὰ ἐπισημοποιηθεῖ ὅλο αὐτό.

Ποιοί θὰ προχωροῦσαν σὲ μιὰ τέτοια τομή;

Οἱ Μεγάλοι Ἕλληνες Καππαδόκες Πατέρες φυσικά. Οἱ μεγαλύτεροι καὶ τολμηρότεροι ἐγχειρητὲς (χειρουργοὶ) ὅλων τῶν ἐποχῶν, Βασίλειος ὁ Μέγας, Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, Γρηγόριος Νύσσης, Ἀμφιλόχιος Ἰκονίου. Πόσα τοὺς ὀφείλουμε!
Οἱ Καππαδόκες Πατέρες σκέφτηκαν ἁπλά, ἑλληνικὰ (τὸ ἁπλοῦν καὶ σοφόν). Στὴν φράση «una substantia, tres personae» (μία ὑπόσταση, τρία πρόσωπα), εἶπαν, τὸ πρόβλημα τὸ ἔχουμε μὲ τὴν λέξη personae (πρόσωπα). Φοβόμαστε τὸν Σαβελλιανισμό, μήπως δηλαδὴ ἐννοηθοῦν ὡς προσωπεῖα τὰ πρόσωπα.

Σκεφτήκαμε πρὸς στιγμὴν νὰ ἀντικασταστήσουμε τὸν ὅρο πρόσωπον μὲ τὸν ὅρο ὑπόστασις, ὁ ὁποῖος ἔχει ὀντολογικὸ περιεχόμενο καὶ συνεπῶς μπορεῖ νὰ προσδώσει ὀντότητα στὰ θεῖα πρόσωπα, μία βεβαιότητα, μία βάση ὀντολογική, νὰ μὴ κινδυνεύουν νὰ ἐννοηθοῦν ὡς προσωπεῖα.

Προσκρούσαμε ὅμως στὴν ταύτιση τῶν ὅρων οὐσία καὶ ὑπόστασις. Φτάσαμε σὲ ἀνυπέρβλητο ἀδιέξοδο, διότι ἀκριβῶς οἱ δύο αὐτοὶ ὅροι ταυτίζονται.

Τί μποροῦμε νὰ κάνουμε; Ἁπλά, νὰ τοὺς χωρίσουμε.

Θὰ κάνουμε μία σύμβαση, μία καινούργια συμφωνία. Στὸ ἑξῆς ὁ ὅρος ὑπόστασις δὲν θὰ ταυτίζεται μὲ τὸν ὅρο οὐσία, ἀλλὰ μὲ τὸν ὅρο πρόσωπον. Εἴτε λέμε πρόσωπον, εἴτε λέμε ὑπόστασις, θὰ ἐννοοῦμε ἓν καὶ τὸ αὐτὸ πρᾶγμα.

Ἔτσι, τὸ πρόσωπον θὰ ἀποκτήσει ὀντολογικὸ περιεχόμενο, τὸ ἴδιο ἀκριβῶς μὲ αὐτὸ ποὺ μέχρι σήμερα εἶχε καὶ θὰ ἐξακολουθεῖ βεβαίως νὰ ἔχει ὁ ὅρος ὑπόστασις.

Τέρμα ὁ Σαβελλιανισμός. Μὲ τὸν ὅρο πρόσωπον δὲν θὰ ἐννοήσουμε ποτὲ ξανὰ τὸ προσωπεῖον, ἀλλὰ τὴν ὑπόστασιν. Ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα δὲν εἶναι προσωπεῖα, εἶναι θεῖα πρόσωπα, ξεχωριστὲς ὑποστάσεις, ἄλλος καὶ ἄλλος καὶ ἄλλος.
Χωρίζουμε λοιπὸν τὸν ὅρο ὑπόστασις ἀπὸ τὸν ὅρο οὐσία καὶ τὸν ἑνώνουμε (ταυτίζουμε) μὲ τὸν ὅρο πρόσωπον.

Τὸν ὅρο οὐσία τὸν ταυτίζουμε μὲ τὸν ὅρο φύσις.

Στὸ ἑξῆς μόνον αὐτοὶ οἱ δύο ὅροι (οὐσία καὶ φύσις) θὰ ἀπαντοῦν στὸ ἐρώτημα τί εἶναι ὁ Θεὸς (τί ἐστι).

Ἡ ὑπόστασις καὶ τὸ πρόσωπον θὰ ἀπαντοῦν στὸ πῶς εἶναι ὁ Θεὸς (ὅπως ἐστί).

Γιατὶ γνωρίζουμε πῶς εἶναι ὁ Θεός, τὸν τρόπο (τρόπους) ποὺ ὑπάρχει. Γνωρίζουμε καὶ πῶς δὲν εἶναι. Δὲν εἶναι ἔννοια νὰ τὴν συλλάβει ὁ νοῦς, δὲν εἶναι ἡ Πλατωνικὴ ἰδέα. Δὲν εἶναι δύναμις καὶ λόγος ὁ ἀπρόσωπος τοῦ Ἡρακλείτου. Δὲν εἶναι τὸ ἀκίνητον κινοῦν τοῦ Σταγειρίτη, οὔτε τὸ Ἕν ποὺ ξεδιπλώνει τὴν φύση του. Μὴ τὸν νοήσεις ὡς γυμνὴ οὐσία, φωνάζει ὁ τῆς Καισαρείας φωστὴρ Βασίλειος ὁ Μέγας. Εἶναι προσώπων κοινωνία, τρισήλιος θεότης, φῶτα τρία. Ὄχι ἀπρόσωπη οὐσία. Ὄχι θεὸς μονώτατος. Ὄχι θεὸς μαγκούφης.

Εἶναι μονάς, ἀλλ’ ὄχι μοναξιά.

Ἕνας, ἀλλ’ ὄχι Μόνος!
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Μηνύματα”